Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Τον έκτο μήνα τον καλό, ενώ ο ήλιος του Ιουνίου λαμποκοπούσε...


Eugène Grasset, La Belle Jardiniere – June (1896)
_____________


Επειδή και οι Ώρες γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη 
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος 

Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί


Ιούνης των στίχων, Ιούνης των ήχων....

Δε
 θέλω πόρτα για χειμώνα. Θέλω να βγω στο καλοκαίρι. Επειδή και οι μήνες γυρίζουν όπως τα λεπτά, δείχτης να είναι τα λόγια και τα τραγούδια που δείχνουν Ιούνιο, τον έκτο μήνα τον καλό, εκείνον που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στο θαλερό θέρος. Να σέρνει κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας ο Ιούνιος της υπαίθρου και το πράσινο να ασελγεί επί της εφήβου φύσης.

Κι
 όπως θα χαϊδεύεται ο Ιούνιος, ο Έρωτας θα ψιθυρίζει στο κάθε που άγγιξε κορμί με τρόπο εμπειρίκιο: «Τα ρούχα πέτα, γδύσου, τίποτε μη φοβάσαι….Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλιστώ στην αμμουδιά μαζί σου.»

Έτσι
 λοιπόν, το κορίτσι θα το πάρει ο Ιούνης, ο βαρκάρης - κατεργάρης, γιατί το κορίτσι θέλει θάλασσα και ο έρως θέλει θέρος. 


Γιάννης Τσαρούχης, Γιούνης
___________

Ιούνης

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Βασίλης Κουμπής
Ερμηνεία: Γιάννης Θωμόπουλος
12 μήνες (1972)

Ο Απρίλης κι ο Ιούνης
κι ο Φλεβάρης ο τσιγκούνης
βάλαν στοίχημα μεγάλο
ποιος θα πάρει την Μαγδάλω

Ρίχνει ο Φλεβάρης χιόνι 
και της φτιάχνει ένα σεντόνι
μα η όμορφη κυρά
φύγε του ’πε μασκαρά

Ο Απρίλης με λουλούδια 
και με πράσινα τραγούδια
τον μπαξέ του της χαρίζει
αλλά αυτή δε χαμπαρίζει

Κι ο Απρίλης λέει του Μάη 
δυό στεφάνια να της πάει
μα η όμορφη κυρά
φύγε του ’πε μασκαρά

Ο Ιούνης ο βαρκάρης 
ο ξανθός ο κατεργάρης
στην βαρκούλα του τη μπάζει
και στο πέλαγο τη βγάζει

Και στο κυματάκι πλάι 
σκύβει και τήνε φιλάει
και η όμορφη κυρά
άστραψε από χαρά



Εκδρομή


Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος
Στίχοι : Άρης Δαβαράκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Μπάσης

Κι όπως θα χαϊδεύεται ο Ιούνιος…….

Σα χωράφι μοιάζει όλη η υφήλιος
Παίρνω το δισάκι μου στον ώμο μου
Για να σε ξαναγαπήσω

Πάμε στα νησιά
Νύχτες μεσημέρια
Πάμε Κηφισιά
Πάμε και στ’ αστέρια
άσ’ τα όχι και τα μη
Μην κολλάς στα πρέπει
Η δικιά μας η εκδρομή
Όλα τα επιτρέπει



Τον έκτο μήνα τον καλό

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική, ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός
Καλαντάρι (2006)

Σ' ένα πηγάδι δροσερό βαθιά κοιμάται το νερό
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο

Λάμπει στου χρόνου μια στιγμή τ' αεροσκέπαστο κορμί
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο 

Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό-γιαλό 
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο


Ιούνιος


Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Ορφέας Περίδης
Ονειροπόλων μόχθοι (2011) 

Φωτιές τ' ουρανού, φωτιά στο νου 
γεννιέται μες στις στάχτες ο Θεός 
κι όποιος λυγάει, μα μένει ορθός 
φλόγες πηδάει

Καπνός μακριά, στον κάμπο βαθιά
άνεμος ροδοπέταλα σκορπάει
το αύριο ψηλά, φρουρός στην σκοπιά
αμίλητο κοιτάει

Αλλάζει στη στιγμή σαν τοπίο σ' εκδρομή
η μέρα, η εποχή
θα μοιάζει μ' ένα φως της αγάπης ο καρπός
σαν δώρο, σαν ευχή

Κήπος μικρός η ψυχή μου κλειστός
θάλασσα μεγάλη ν' ανοιχτεί
να 'χω βοηθό σύμμαχο αγνό
σ' αυτόν το λαμπαρδιάρη τον καιρό


Είχαν αρχίσει οι ζέστες...

Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη 
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι. 

Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους. 
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει. 
Ένα πουλί ξύπνησε. 
Το ποτάμι κυλούσε. 

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση 
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του 
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους

όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.

Γιάννης Ρίτσος, «Κυκλική δόξα», Ποιήματα 1930-1960, Τόμος Γ΄, Κέδρος.


Vincent Van Gogh, La méridienne (1889 -1890), Musée d'Orsay, Paris, France 
___________

Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας.....

Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…

Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει… 

Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε 
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά. 

Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα… 
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε 
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα 
πρωτόγονη ακυβέρνητη… 
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες. 

Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες… 

.......όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός 
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό. 
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε 
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…

Τάκης Σινόπουλος, Η τελευταία κραυγή, Μεταίχμιο,εκδόσεις Σ.Ι ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ.


Flaming June by Sir Frederic Leighton 
___________

Κατάνυξη αφρών

Κάτι αρχές Ιουνίου με παρέσυραν εδώ
Πρωτοετείς φοιτήτριες της άμμου.
Απόφοιτος εγώ. Με άριστα λυπήθηκα.
Υπάρχω χαμηλόφωνα. Μα ο αχός της θάλασσας
από τους τηλεβόες της γαλήνης
πολύ με θορυβεί....

Κική Δημουλά, Κατάνυξη αφρών, Χαίρε Ποτέ

Βούλα Παπαϊωάννου, Σκύρος, 1950-1955 (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)
___________

Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας
έσερνε ο Ιούνιος...

Πρωί κι όλα του κόσμου
στημένα
στην ιδεώδη απόσταση μιας μονομαχίας.
Τα όπλα έχουν διαλεχτεί,
τα ίδια πάντα,
οι ανάγκες σου, οι ανάγκες μου.
Αυτός που θα μέτραγε ένα, δύο, τρία, πυρ
καθυστερούσε,
κι ώσπου να 'ρθει
καθίσαμε στην ίδια καλημέρα
και χαζεύαμε τη φύση.

Η εξοχή βρισκότανε στην ήβη
και το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας
έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν και πηδούσε
από κλαδί δέντρων κι αισθήσεων
σε κλαδί δέντρων κι αισθήσεων,
Ταρζάν ταινίας μικρού μήκους
που κυνηγάει αθέατα θηρία
στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το δάσος υποσχότανε πουλιά
και φίδια.
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων.
Το φως έπεφτε καταπέλτης
σ' ό,τι δεν ήταν φως,
κι η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα φιλούσε κι ό,τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.

Στη μικρή εκκλησία άλλος κανείς
εκτός από το πολύ όνομά της, Ελευθερώτρια.
Ένας Χριστός περίφροντις
μέτραγε με το πάθος του φιλάργυρου
το βιος του:
καρφιά κι αγκάθια.
Επόμενο ήταν να μην έχει ακούσει
τους πυροβολισμούς.  
Κική Δημουλά, Ζούγκλα, Ποιήματα, Ίκαρος

Childe Hassam, June ( 1905)
_________

Να λες ολημερίς το όνομά σου - όσο κρατάει ο Ιούνης -

[.....] Πόσο πληκτικό να είσαι κάποιος!
Πόσο κοινό, όπως ο βάτραχος
Να λες ολημερίς το όνομά σου - όσο κρατάει ο Ιούνης - 
Σ' έναν βάλτο που σε θαυμάζει!

Emily Dickinson, Έλα στον κήπο μου, μτφρ. Κώστας Λάνταβος, εκδόσεις Αρμός





Σάββατο 27 Μαΐου 2017

«...γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;», Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη


«Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας»
___________

Μια «άλλη Αντιγόνη», μια «άλλη Ισμήνη»

Στην Ισμήνη της «Τέταρτης Διάστασης» ο Γιάννης Ρίτσος ,προσεγγίζοντας τον μύθο των Λαβδακιδών με μια ιδιοφυή ποιητική αυθαιρεσία, επαναπροσδιορίζει τα σημαντικά και εμβαθύνει στα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Έργο που παραπέμπει στη ζωή και όχι στη θυσία, παρουσιάζει τη φθορά , τη μοναξιά, τη χρεωκοπία της ελπίδας και ταυτόχρονα ξετυλίγει ένα κατηγορώ ενάντια σε κάθε λογής και απόλυτης νοοτροπίας άτομα:

«...γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;»

Μια «άλλη Αντιγόνη», που τοποθετημένη σε δυσθεώρητα ύψη, προκαλεί το θαυμασμό, αλλά όχι την οικειότητα. «Αιώνια φοβισμένη ως το θυμό μπροστά στη ζωή, μπροστά στον έρωτα, μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα, μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό», «πάντα μαζεμένη, αναδιπλωμένη στον εαυτό της», βλοσυρή, αλύγιστη, επιτιμητική και αλαζονική στην μάταιη δυστυχία της. Μια Αντιγόνη που «θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα» κι «η μόνη θηλυκή της γενναιότητα» ήταν να διαλέξει «την ώρα και τον τρόπο του θανάτου της», «αντιστρέφοντας το αναπότρεπτο τέλος σε μιαν ευτελή στην εκτυφλωτική λαμπρότητά της αθανασία»

Μια «άλλη Ισμήνη», η μόνη που επέζησε από τη γενιά των Λαβδακιδών προσπαθώντας να μείνει έξω από το παιχνίδι της εξουσίας και του αίματος, «ένας ίσκιος στη δική της μυστική περιοχή». Μια Ισμήνη που αγαπούσε τα λουλούδια, τον Αίμονα, τη ζωή, «περίεργη για τους νεκρούς, ωραίους, σαν ταγμένους στον έρωτα», γυναίκα, μακριά «απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και άσκοπους ηρωισμούς». Χρόνια μετά, στο ρημαγμένο αρχοντικό, με τους νεκρούς να γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι, προσπαθεί να αναμετρηθεί με την απόφασή της . Μια Ισμήνη που δεν πέθανε αλλά ούτε έζησε, με καταφύγιο πια τη μνήμη και κείνη τη γαλήνια βεβαιότητα: «κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει»

Τέλος, ο ίδιος ο Ρίτσος, «ακάλεστος Ξένος» στα κάθε λογής σεπτά πένθη μας, να λέει και να ξαναλέει, με άλλες λέξεις κάθε φορά, τον ίδιο παρηγορητικό λόγο: 

«Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε...

Είναι πάντα μια γέννηση, - έλεγε ο Ξένος, -
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται......

Όλα δικά μας – Όλα του κόσμου τούτου - 
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε»

Γιάννης Ρίτσος, Όταν έρχεται ο ξένος (1958),Τέταρτη Διάσταση

Ο ποιητής, χρόνια μετά το αναπότρεπτο φευγιό του, πεζοπορεί ανάμεσά μας, χαμογελώντας με κατάφαση στον κόσμο ετούτο και σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.


«Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει 
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.»

Γιάννης Ρίτσος, «Ο ποιητής», Καρλόβασι, 17 Ιουλίου 1987

Frederic Leighton, Antigone (1882)
______________


Η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει.... 
                                                                             
Το λύγισμα 
είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι
δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν
και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.
Ποια η περηφάνεια τους, λοιπόν; Ποια η αρετή τους;

Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν π ρ έ π ε ι,

λες κ’ ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας
που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε 
το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε
     τόσο
ήταν γιατί τους γλύτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της
τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν, 
αθωώθηκαν και ησύχασαν.

Michael Ayrton, Αντιγόνη (1942), Cheltenham Art Gallery & Museum
_______________


Μοναδική της σκέψη ήταν ο θάνατος..

                                         Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα, 
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη 
ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κ’ ήξερε 
ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει 
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε 
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα 
μιας πονηρής κ’ ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωϊσμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία
ναι, ναι, ευτελή, παρ’ όλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το 
       άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ως το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη 
μπροστά στο φαί, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα, 
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;

Yasmin Sinai,Berlin Alley Exhibition 2012,Seyhoun Art Gallery
______________


...θαρρείς πως κουβαλούσε ένα γυμνό κρανίο...

                                                         Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,

με το 'να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,
πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώθοντας ίσως περηφάνεια για τη δυστυχία της
— ποια δυστυχία;

Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ως και τον αρραβώνα της 
τον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέροντας 
τη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας, 
επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμα 
σα γυμνό ξίφος ματαιότητας.
                                              Κι αν, κάποτε,
έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,
θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίο
και τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς
. Κανείς πια δε μεθούσε.


William Henry Rinehart, Η Αντιγόνη αποδίδει νεκρικές τιμές στη σορό του Πολυνείκη (1870)
Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο
_____________


..σαν ξένοι στον εαυτό μας, κι όμως σωστοί κι ειλικρινείς μαζί..

Μια νύχτα, παίζοντας, αγόρια και κορίτσια, πάνω στο χορό, κάποιος
είχε την έμπνευση ν’ αλλάξουμε ρούχα — να φορέσουν τ’ αγόρια γυναικεία
κι εμείς αντρικά. Κι ήτανε μια παράξενη πληρότητα, μια αδέξια ελευθερία
μέσα σ’ αυτή την αλλαγή, — σαν ξένοι στον εαυτό μας και ταυτόχρονα
σωστοί και ειλικρινείς. Μονάχα η αδελφή μου
έμεινε με τα μαύρα ρούχα της, στη γωνιά, πετρωμένη,
επιτιμητική κι αντιπαθητική. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες,
βγήκαμε έξω στον κήπο, σκορπίσαμε. Τα κορίτσια,
ντυμένα αντρικά, ήταν πιο θαρρετά απ’ τα αγόρια. Κι είχε φεγγάρι —
ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ταψί. Απ’ τα παράθυρα ερχόταν
η μουσική διυλισμένη απ’ τα φυλλώματα.

                                                                   Ο Αίμων
φορούσε το δικό μου φόρεμα κι ήταν τόσο δικός μου
που χόρεψα μέσα στο σιντριβάνι και τα νερά κρουνελίζαν
στα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στα μάγουλά μου,
σα να ’κλαιγα — λέει· ώσπου πάγωσα ολόκληρη κι ένιωσα να ’χω γίνει
ένα άγαλμα επίχρυσο του ίδιου του εαυτού μου, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,
άντικρυ στα τυφλά μάτια του πατέρα. Αυτό το ρίγος μου επανέρχεται ακόμη.

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κι ένας κόκορας πολύχρωμος· — μου ’κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκιά σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Anthony Frederick Sandys, Αντιγόνη 
____________


Δεν το ανεχόταν να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία..

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να ’ταν η δυστυχία της. Κι ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα ’θελε να ’ναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή 
            λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του 
            ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη η απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κι έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το ’πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κι εκείνη (και το ’ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι·
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κι εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κι εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κι ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.


Antigone And Ismene by Emil Teschendorff
___________


Πεθαμένη, είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποια αμαρτία;—
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν η αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή· εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τούς ηθικούς κανόνες,
απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.


Antigone and Ismene by Thomas Armstrong
__________


...το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο

Ο μικρός αδελφός μου είχε μανία με τις πόρπες· είχε μαζέψει
μια ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές, διαφόρων εποχών, αντρικές, γυναικείες,
από φαρδιούς πολεμικούς ζωστήρες ή από παλιές λεπτεπίλεπτες ζώ
νες —
περίεργα σχήματα, περίεργα σχέδια, περίεργες παραστάσεις
ανθρώπων, θεών, πουλιών, τεράτων.
                                                            Μια φορά μου τις έδειξε.
Έλαμπαν με ποικίλες λάμψεις το φθινοπωριάτικο εκείνο ηλιοβασίλεμα.
Δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνος μου εξηγούσε, μου εξηγούσε
σαν κάτι να ’θελε να κρύψει· κάτι μου έμενε ανεξήγητο,
κι αυτό ακριβώς μου ’χε αρέσει. Ίσως κι εκείνος αυτό να επιδίωκε,
δηλαδή ν’ αναδείξει το ανεξήγητο.
Η κυρίαρχη λάμψη
ήταν ένα βαθύ βυσσινί καθώς το αίμα, ή χαλκοπράσινο
καθώς τα σπλάχνα του ανθρώπου. Μα εκείνο που μου ’μεινε πιότερο απ’ 
         όλα
ήταν μια αίσθηση από ακμαία σώματα, γυμνά, μετά την κίνησή τους
ν’ αφαιρέσουν ανυπόμονα τη ζώνη τους. Όταν του το ’πα, θύμωσε. (Μα 
         μήπως
υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ανεξήγητο, πιο ασύλληπτο
από το τόσο απτό — κι ίσως γι’ αυτό,— το τόσο ευμετάβολο ανθρώπινο σώμα;)


Αυτός ήταν που πήγε στους Αργείους. Η αδελφή μου του ’χε αδυναμία.
Αυτός κι εκείνη ήταν απόλυτοι, εύθικτοι, άδικοι. Θέλω να πω
είχαν μιαν αντίληψη πολύ προσωπική της δικαιοσύνης. Δεν έβλεπαν
και το δίκιο των άλλων ή τη γενική αδικία. Έτσι χαθήκανε
κι αυτοί και οι άλλοι.
Όμως τις πόρπες τις κρατώ· κι είναι το μόνο
που απομένει απ’ αυτόν. Κι όπως έμαθα αργότερα,
τις είχε συγκεντρώσει από ζώνες νεκρών. Αυτή η πληροφορία
δεν άλλαξε την πρώτη μου αίσθηση καθόλου, απεναντίας την υπογράμ
μισε.

Παράξενο, — μέσα σ’ όλες αυτές τις αλλαγές, τις ταραχές, τις ανακατα
τάξεις, όπως λένε,
να μένει μόνον, ξεχωρίζοντας καθάρια πάνω απ’ όλους τους θανάτους,
το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο. 
        Θαρρώ
πως μόνο κάλλος είναι η άγνοια· μόνη αρετή η νεότητα·
πόσο κρατάει κι αυτή; πόσο κρατάμε; Ανανεώνεται, θα πείτε,
με τις ερχόμενες γενεές· — όχι για μας, όχι για μας — ποια, λοιπόν, η 
        ανανέωση;


Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865). 
Νικηφόρος Λύτρας. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
________________

Μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι....

Τι κατάλαβαν, θε μου, τι κέρδισαν; — Σκοτούρες, σκοτούρες, καθήκοντα,
άσκοποι ηρωισμοί· — μεγάλες πόρτες άνοιγαν, έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·
γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελούδινα προσωπεία,
πονηρίες, κολακείες, μεταμφιέσεις, — να κρυφτούν από ποιόν;
από τον εαυτό τους; απ’ τους άλλους; απ’ τη μοίρα; Κι η αδηφαγία της δόξας —
θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες παρεξηγήσεις
κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής — τι να την κάνεις;

Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους.
Δε θα μ’ άρεσε διόλου
να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.[......]

Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά·
— χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·

Pierre Auguste Renoir, Βασιλιάς Οιδίπους (1895)
_____________

Μες στο μαλακωμένο σώμα, μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία...

                                                                             Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε·
αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο.
Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο —
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.

Κακά ’ν’ τα ψέματα — που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,
μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κι η αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας.
Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη
των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.


Η Σφίγγα (λεπτομέρεια), Gustave Moreau (1888)
Musee d'Art et d'Histoire - Metz
____________

Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο.....
                                                                                            
                                                                                               Λίγο αργότερα,
ακούστηκαν και πάλι σάλπιγγες. Οι άντρες τιναχτήκαν απ’ τον ύπνο τους,
ζώνονταν τα σπαθιά τους, πηδούσανε στ’ άλογα.

Οι θέσεις τους επάνω στα κρεβάτια μέναν για λίγο ζεστές. Μετά κρυώνανε.
Εκεί κουλουριαζόνταν οι γυναίκες και κλαίγαν. Η αδελφή μου
μέρα τη μέρα αδυνάτιζε· γινόταν πιο σκληρή· χλώμιαζε·
απόφευγε τον Αίμονα και μένα. Έβγαινε μόνη τ’ απογεύματα.
Ίσως να πήγαινε ως τις πύλες των Θηβών, ίσως και να κουβέντιαζε
με κείνη τη λεοντόκορμη γυναίκα. Τα μάτια της σε κάρφωναν
με δυο παγωμένα ερωτήματα, κι ας μη σε κοιτούσε.
Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο. Τις νύχτες δεν κοιμόμασταν.

Τα σεντόνια πέφταν στο πάτωμα. Πολλές φορές έκανα πως κοιμάμαι·
την παρακολουθούσα — πλαγιασμένην πιο κει σε ασάλευτη ένταση. Μια νύχτα
το φεγγαρόφωτο είχε εισδύσει στο δωμάτιο, την έλουζε ως τη μέση·
την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σα χορεύτρια, σαν ιέρεια,
σα να ’πλεκε ένα αόρατο σκοινί, σα να ’γραφε αριθμούς στον αέρα·
κάτι μετρούσε — ίσως τα χρόνια της (ή μήπως την ανυπαρξία;)
ύστερα τα ’φερε γύρω στο λαιμό της, τ’ άφησε εκεί ασημένια,
και μονομιάς τινάχτηκε σα να τρόμαξε. Σηκώθηκε,
πήρε την άσπρη δαντελένια ομπρέλα της μητέρας, την άνοιξε
και κάθισε κάτω της, συμμαζεμένη στο κρεβάτι, σαν για να προφυλαχτεί
απ’ το φεγγάρι ή απ’ τους ίσκιους της νύχτας.Έμοιαζε έτσι
σα να ’ταν όλη τρυπημένη από μικρούς ασημογάλανους μαιάνδρους.


Jules-Eugène Lenepveu, Antigone Gives Token Burial to the Body of Her Brother Polynices
________


...ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα

Έξω
απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργηγια τους νεκρούς· — όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο
ούτε και συμφιλίωσης.[....]

Τους έβλεπα
χωρίς καθόλου θλίψη, — ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.
Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.

Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα —σημαδεμένη απ’ τη μοίρα—
κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.
Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε
απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.

Τι κατάλαβαν, θε μου, τι κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.
Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο
έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη —
δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.

Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. [.....]

Μια τάφρος σιωπής — όπως είπατε.[......] 


ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971
Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη, Τέταρτη Διάσταση, εκδόσεις Κέδρος

Marie Spartali Stillman, (1844-1927), Αντιγόνη 
Ιδιωτική Πινακοθήκη Simon Carter στο Woodbridge του Suffolk (Μ. Βρετανία)
__________ 


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Μάνες, μανούλες, μαμάδες.....των τραγουδιών κυράδες..

Pablo Picasso, Μητέρα και παιδί. 1902. Fogg Art Museum, Harvard University


  • Οι μανάδες των τραγουδιών, αλλοτινών καιρών Παναγιές γρηγορούσες και παρηγορήτισσες σε κάθε δάκρυ, μαράζι και στεναγμό. Κι άλλοτε σιωπηλές σαν αγίες, να σε χαϊδεύουν μέσα από το ακίνητο κάδρο μ΄όλη την έγνοια μαζεμένη στο βλέμμα τους ή μ’ ενα βιβλίο στο χέρι να προσμένουν βουβές, ξαγρυπνισμένες και χλωμές· «Άργησες, έφαγες; Είσαι καλά; Πες τα όλα στη μαμά!»
  • Μανούλες μαινάδες, όλο «μη και μη», μανάδες που σ’ απλώνουν το χέρι και τις κάνεις αρχηγό ή στα ζόρια τα δικά τους σ΄αφήνουν να γίνεις εσύ ο αρχηγός τους.
  • Μάνες, παλιές φιλενάδες, να ψηλαφίζεις το παρελθόν τους με αμαρτίες, ενοχές και αποσιωπήσεις και κείνες να σε παραδίδουν στη δική τους μοίρα, εσένα που θες να ζήσεις, να φύγεις, ν’ αγαπήσεις, να πιεις και να χορέψεις, αλλιώς πώς να τις αντέξεις; 
  • Μανάδες με ροζ κοκαλάκια, καθισμένες δίπλα σου στο θρανίο, ίδιες οι γκόμενες που σ' αρέσουν, εκτός κι αν καταφέρεις να μείνεις ισόβια μαζί τους, το δικό τους γλυκό παιδί.
  • Μανάδες που δεν χωράνε σε στίχους, που δεν μπορείς να τους πεις «σ’ αγαπώ», αλλά τους το γράφεις σε κασέτα για να τ’ ακούσουν νυσταγμένες πριν πάνε στη δουλειά.
  • Μανάδες που μοιάζετε σα δυο σταγόνες κι όσο μεγαλώνεις, πιάνεις με έκπληξη τον εαυτό σου να λέει μια ατάκα δικιά τους, να κάνει μια γκριμάτσα ίδια, να φτιάχνει στις γιορτές ένα γλυκό που μισείς, έτσι «για το καλό, για να μυρίσει το σπίτι...»
  • Μανάδες που όλα τα ’μαθαν και τίποτα δεν ξέρουν κι ίσως απλά έχουν την περιέργεια να γνωρίσουν ένα παιδί που δεν τους ανήκει, ένα γνωστό-άγνωστο παιδί, όχι ... όχι εξαιρετικό – η εξαιρετικότητα μόνο το Διάβολο μπορεί να ενδιαφέρει - ένα παιδί κοινό. 
  • Μανάδες που αγαπούν να αγαπάνε το παιδί τους, έτσι απλά, χωρίς προϋποθέσεις και κρυφά ανταλλάγματα, χωρίς θυσίες και μαρτύρια, ύποπτες συχνά καταθέσεις στην τράπεζα της ζωής με στόχο μελλοντική εξαργύρωση.

Pablo Picasso, Μητέρα και παιδί. 1922. Ιδιωτική Συλλογή.

Μάνα μου και Παναγιά 


Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(από την ταινία «Ο γολγοθάς μιας αθώας»,1961, 
σε σκηνοθεσία του Κ. Στράντζαλη)

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή
της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή
της Παναγιάς η χάρη

Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

Στον πυρετό ήσουνα δροσιά
κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά
βασιλικός στον Άδη

Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά


Μάνα, το μάννα τ΄ ουρανού

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική, ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης
Αρκαδία II - III (1976)

Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού, δέντρο του παραδείσου
στη ρίζα του ψηλού βουνού φύτεψα την ευχή σου

Κι απ’ την ευχή που φύτεψα, βγήκε στο φως μια βρύση
κι απ’ τα σκοτάδια γύρισε πουλί να κελαηδήσει.

Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού κι όνειρο που δε σ’ έχει
στείλε μου πάλι μιαν ευχή, ο πόνος μου ν’ αντέχει


Η μάνα μου 

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Γιάννης Πουλόπουλος
Μίλα μου για τη λευτεριά (1971)

Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
σαν τις μανάδες τις παλιές
Παίρνει την Παναγιά απ’ το χέρι
και τρέχουνε στις γειτονιές

και σμίγουνε με τον κοσμάκη
που λέει το ψωμί ψωμάκι

Κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια
σα δυο σκιές μες στην βραδιά
με τα φτωχά τους ρουχαλάκια
όλο βροχή και λασπουριά
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω




Μάνα

Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία : Νίκος Ξυλούρης
Φωνητικά - B΄ φωνή: Μέμη Σπυράτου
Ιθαγένεια (1972)

Μάνα μου πόσο μέστωνε το στάρι στις ταφόπετρες
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.

Κι όταν στην έρμη ρεματιά
φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.

Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,
λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.

Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ' ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ' ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.


Μάνα μου μάνα 

Βυζαντινός Ύμνος της Μεγάλης Παρασκευής των Μαρωνιτών του Λίβανου.
Απόδοση στα ελληνικά από τον Νίκο Γκάτσο.
Διασκευή εναρμόνιση από τον Χριστόδουλο Χάλαρη
Χρύσανθος, Δροσουλίτες (1975)

Μάνα μου μάνα
στο δρόμο μου σπείρανε
πέτρα κι αψιθιά.
Μάνα μου μάνα
τα νιάτα μου γείρανε
κάτω απ’τα σπαθιά.


Ουρανέ μου
στείλε μου νερό
να ποτίσω την έρημο
να φυτρώσει
λουλούδι δροσερό
στο κορμί μου τ’αέρινο
μάνα μου μάνα
την άνοιξη φέρε μου
πάνω στο σταυρό.


Μάνα μου μάνα
ηλιόλουστη μέρα μου
πότε θα σε βρω.


Ουρανέ μου
διώχ’τη συννεφιά
να περάσω τα σύνορα
κι ένα βράδυ
πάνω στα βουνά
να χτυπήσω τα σήμαντρα
μάνα μου μάνα
στα χέρια μου σήμερα
καίνε τα καρφιά.



Μάνα δε φυτέψαμε

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γιάννης Πάριος
 [ακούστηκε στην ταινία «Πρόκληση»( 1971) του Όμηρου Ευστρατιάδη] 

Έσπασε το κομπολόι σκόρπισαν οι χάντρες
πιάσανε το μοιρολόι ένα τσούρμο άντρες

Μάνα δε φυτέψαμε ούτε ένα λουλούδι
κι ακριβοπληρώσαμε δυο σπυριά ζωή
μάνα δεν τελειώσαμε ούτε ένα τραγούδι
ήλιο ζητιανέψαμε κι έχουμε καεί


Έσβησε η ασετυλίνη χίμηξε σκοτάδι
βούλιαξε στη Μυτιλήνη το στερνό καράβι

Μάνα δε φυτέψαμε ούτε ένα λουλούδι
κι ακριβοπληρώσαμε δυο σπυριά ζωή
μάνα δεν τελειώσαμε ούτε ένα τραγούδι
ήλιο ζητιανέψαμε κι έχουμε καεί





Τάχα μάνα μου θα ζήσω


Στίχοι, μουσική: Παντελής Παλαμίδης

Ηλίας Λιούγκος 
Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας (1981)

Η θάλασσα πλαταίνει
κι ο δρόμος μου μικραίνει
ο ήλιος ακριβαίνει
και η ζωή πικραίνει.

Τον κόσμο δέρνουν πόνοι, 
η εργατιά θυμώνει, 
αγύρτες στο τιμόνι 
κι ο πόλεμος σιμώνει.

Τάχα μάνα μου θα ζήσω
άλλο κόσμο να γνωρίσω; 

Στης φτώχειας το κονάκι
είναι σβηστό το τζάκι,
κορμιά ντυμένα ράκη
και το ψωμί φαρμάκι.

Απάνθρωπο το χρήμα, 
ελεύθερο το κρίμα, 
χαφιές σε κάθε βήμα
και ο καλός το θύμα.

Τάχα μάνα μου θα ζήσω
άλλο κόσμο να γνωρίσω;

Μανούλα μου


Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Λάκης Παππάς
Οδός Ονείρων (1962)

Αχ, τι ντροπή, τέτοια ντροπή
μάνα μου και πως βγαίνει
όσο κι αν τρέξει ο ποταμός
μάνα μου δε την πλένει


Τι να μου κάνουν δάκρυα δυο
και στεναγμοί σαρανταδυό, μανούλα μου
τι κι αν το δάκρυ μου νωπό
βουβό το στόμα και πικρό, μανούλα μου


Και τρέχω κάποιον για να βρω
να με ρωτάει και τον ρωτώ
τι θα γενεί, τι θα γενεί
ποιος θα πονεί, ποιος θα πονεί
μανούλα μου, μανούλα μου




Προσωπογραφία της μητέρας μου

Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Δήμητρα Γαλάνη (Σείριος)

Η ματιά σου χρυσή, γλυκό κρασί
ο λαιμός σου νησί, εγώ κι εσύ.
Μια φωτογραφία κάτι σαν αγία 
μες στο βάθος μιας πηγής.
Δέξου τη μαγεία που έχει η λειτουργία 
και το τέλος μιας φυγής.

Σιωπηλή με κοιτάς και με ζητάς
τη στιγμή σταματάς και με κρατάς
μέσα στο σκοτάδι που είναι σ’ ένα χάδι 
κι είναι σημάδι απ’ τον καιρό.
Δε θα σε ξεχάσω κι ούτε θα σε χάσω 
κάπου θα σε ξαναβρώ...


Τύψεις

Στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Ανδρέας Καρακότας.
Τα τραγούδια της αμαρτίας (1996) 

Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν.

Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα,
λόγια πιο πρόστυχα κι απ τις χειρονομίες.

Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή.


Μαμά

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου

Μουσική: Charles Aznavour

Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Το παιχνίδι παίζεται (2010)


Έβαζες ψεύτικες φωνές, γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί, α, ρε μαμά.

Πίσω μου τρέχεις μια ζωή, με ένα πιάτο και μια ευχή

τότε με κράταγες σφιχτά, τώρα κοιτάς από μακριά.

Μέσα απ` τα δόντια να μιλάς, σ` ακούω σαν τώρα "Μη με σκας"



"Δε θα σε ανεχτεί κανείς"
"Θα πας χαμένος, θα το δεις", α, ρε μαμά.

Ύστερα λόγια στο χαρτί "Συγγνώμη, σ` αγαπώ πολύ"
"Έίμαι δω", α, ρε μαμά.

Ζωγράφιζες και μια καρδιά, με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Ave Maria

Ave Maria.

Χανόσουνα στη μουσική, εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη, να σε προσέχω μια ζωή.

Τις πόρτες άνοιγες στο φως, να μπει ο ήλιος κι ο θεός
να μας φυλάει, α, ρε μαμά.

Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ` τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού, το λύκο και την αλεπού.

Και όταν γύριζα αργά "θα σου τα πάρω τα κλειδιά" 
"θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές" 
"θα με πεθάνεις, αυτό θες;" α, ρε μαμά.

Μαμά, πού πας ...


Της μάνας η καρδιά 



Στίχοι: Alice Tori

Μουσική: Γιάννης Νικολάου
Παντελής Θαλασσινός
Οι άγγελοι του έρωτα ( 2005)

Ένα παλληκάρι ήτανε μια φορά,
που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά.

Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά, 
«ζήτα μου οτιδήποτε» τής λέει τρυφερά.

«Αν μ’ αγαπάς» τού είπε, με νάζι και καημό, 
«την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ»

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του, 
ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του.

«Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν’ αφήσω»
«Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω»

Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο, 
μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ’ τον πόνο.

Γυμνή η καρδιά τού μίλησε, προτού να ξεψυχήσει:
«Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;»

Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της,
«να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της.

Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει, 
«μήπως θα `ταν καλύτερο να μου τη φέρεις Μάη...»


Μάνα μου

Στίχοι: Ελένη Ζιώγα
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Γιάννης Κότσιρας 
Θεατής ( 1998 )

Στ’ άσπρα σεντόνια κρυφά, γέλια παιδικά
Σαν το ζυμάρι απαλά χέρια μου λευκά

Τότε της μάνας η αγκαλιά μας έχτιζε φωλιά στον ουρανό
Τώρα η αγάπη βουνό σώμα μου ορφανό

Δυο φανταράκια, σειρά
μάγουλα καυτά
Σαν τη φτερούγα ανοιχτά χέρια μου λευκά
Τότε της μάνας η αγκαλιά μας έπαιρνε τη φωτιά απ’ το μυαλό
Τώρα δε βρίσκεις νερό στόμα μου στεγνό

Μάνα μου σαν το πρώτο κλάμα μου
κάθε μου δάκρυ
της ζωής το θαύμα μου
Μάνα μου σαν το πρώτο γάλα μου κάθε μου αγάπη




Μαμά γερνάω
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου

Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Τάνια Τσανακλίδου
Μαμά γερνάω (1988)

Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ’ τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.

Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα
για να `ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου, 
το "έλα" και το "αντίο" σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα.

Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα `χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα, 
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.

Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι 
μαμά, γερνάω, μαμά. 
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: 
ωραία, νέα κι ατυχής. 



Μαμά

Στίχοι, μουσική, τραγούδι: Αφροδίτη Μάνου
Σαν Αφροδίτη (1986)

Μυρίζεις λουλουδόγαλα
μυρίζεις μαλεπί
μυρίζεις νυχτολούλουδο
μη με λησμόνει

κι αντί για ερωτόλογα
είσαι όλο μη και μη 
μην τρέχεις, μη μιλάς
μη μένεις μόνη

μα εγώ θέλω να ζήσω
να φύγω, ν’ αγαπήσω
να πιω και να χορέψω
αλλιώς πώς θα σ’ αντέξω

μανούλα μου, μαινάδα
δεν είμαι μαρμελάδα
στη γυάλα να με κλείνεις
στις φίλες σου να δίνεις

τον Αύγουστο σε στέλνω
για λουτρά στην Αιδηψό 
τσοντάρω και το Πάσχα 
για τη Βουλγαρία

μα ό,τι κι αν σου δίνω εγώ
μου φαίνεται λειψό
στην καθημερινή μας ιστορία 

με κάτι βασιλόπιτες
γλυκά του κουταλιού
με κάτι επετείους
μ’ εχεις ξελογιάσει 

ζηλιάρα μάνα του κουμ καν
και του κουτσομπολιού
η αγάπη σου στο τέλος θα με σκάσει 

μα εγώ θέλω να ζήσω
να φύγω, ν’ αγαπήσω 
να πιω και να χορέψω 
αλλιώς πώς θα σ’ αντέξω


Η μπαλάντα της Ιφιγένειας

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου
Εμφύλιος έρωτας (1984)

Με
 πήρες κάποτε απ’το χέρι και δε σε ρώτησα πού πάμε
σου είπα με σένα δε φοβάμαι μάνα καλή μάνα μου έρμη
εσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου
και τότε μάνα καλέ μάνα τότε σε βάφτισα αρχηγό μου

Κλείδωσες δυο φορές το σπίτι μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη
σαν τα κοράκια πέσαν όλοι έτσι όπως σε είδαν φοβισμένη
κι ακόνιζα παιδάκι πράμα τα νύχια μου και το μυαλό μου
με μια τρεμούλα μ’ένα φόβο μη γκρεμιστεί ο αρχηγός μου

Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια όπως το χρώμα στη βατίστα
στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια
η Ελλάδα πήγαινε κι ερχόταν κι έγινε ο τρόμος καθεστώς σου
φοβήθηκα μη σε τσακίσουν και τότε έγινα αρχηγός σου

Και πάνω που άρχιζα να ορίζω ήρθε η αγάπη να με ορίσει
και μπλέχτηκα στο αλισβερίσι οι αγάπες μ’έβαλαν στη μέση
εσύ νοιαζόσουν μη πονέσω μα αυτές δε’βλέπαν τον καημό σου
κι όλες στο μάτι είχαν βάλει να ρίξουνε τον αρχηγό σου

Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων
έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας
πήγαν να τρίξουν τα θεμέλια δεν ήταν τ’ αύριο πια δικό μου
τότε ξανάπλωσες το χέρι και σε ξανάκανα αρχηγό μου

Τώρα χαμένη εγώ στους ήχους και λυτρωμένη εσύ χορεύεις
η μόνη εσύ που με πιστεύεις σαν σου μιλώ μεσ’στα τραγούδια
τώρα αγαπώ μα δεν ορίζω τώρα δεν ψάχνω να ’βρω δίκια
τώρα το δρόμο μου τον βρήκα γκρεμίστηκαν τ’αρχηγηλίκια



Μητέρα, φίλη μου παλιά

Στίχοι, μουσική, τραγούδι: Χαρούλα Αλεξίου
Το παιχνίδι της αγάπης (1998)

Ένα χτενάκι στα μαλλιά
μια πινελιά πάνω στο γκρίζο
Μητέρα, φίλη μου παλιά
το παρελθόν σου ψηλαφίζω

Στο πιο κρυφό σου μυστικό
ψάχνω να βρω τι έχει φταίξει
Ποιο χρέος σου απλήρωτο
τη μοίρα μου έχει παγιδέψει

Τι δε μου ’χεις πει
Τι μου έχεις κρύψει
Ποιον αγάπησες, μητέρα
Ποιος σου έχει λείψει

Πώς θα λυτρωθείς
Πώς θα με λυτρώσεις
Στη δική σου μοίρα, μάνα
μη με παραδώσεις

Σε ποια ρωγμή του φεγγαριού 
είχες το πάθος σου κρυμμένο
Με τη ντροπή του κοριτσιού 
που ’ναι απ’ αγάπη ξεχασμένο

Πες μου ποιο θάνατο θρηνεί 
αυτή η ρυτίδα πλάι στο στόμα
Ποιαν ενοχή σου μακρινή 
πληρώνει το δικό μου σώμα


Μένω με τη μάνα μου


Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης
Μουσική, ερμηνεία: Νίκος Ξυδάκης
Κάιρο Ναύπλιο Χαρτούμ (1989) 

Στους δρόμους μόνος μου γυρνώ
και όλοι με ρωτάνε
πού βρίσκομαι και πώς περνώ
και τώρα που κοιμάμαι.

Μένω με τη μάνα μου
γιατί μόνο αυτή σου μοιάζει.
Και δε με νοιάζει τι θα πουν
ούτε που με πειράζει.

Στο σπίτι μόνος μου γυρνώ
Μόνος μου κουβεντιάζω
Κι όταν τη μάνα μου κοιτώ
Εσένανε κοιτάζω




Εκείνη

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς
Χάλια (1998) 

Γεννιέσαι την έχεις μητέρα
πηδάς στον αέρα σκας στο πάτωμα

εκείνη σε βάζει στην κούνια

στα μάτια σαπούνια και γαλάκτωμα 

Σου δείχνει πώς κάνει η πάπια
και μοιάζει με κάποια που `χες γκόμενα
στο μέλλον με τ’ άσπρα φωτάκια
και με τ’ αστεράκια τα φλεγόμενα

Μετά που σε στέλνουν σχολείο
στο δίπλα θρανίο εκείνη κάθεται
μικρή με τα ροζ κοκαλάκια
και τα ποιηματάκια που θα μάθετε
Για να σε προσέξει ρεψίματα κάνεις
χτυπιέσαι στους δρόμους πλακώνεσαι
της σπας με νεράντζια τα τζάμια
κι από την ταράτσα πηδάς και σκοτώνεσαι

Σηκώνεσαι κι είσαι δεκάξι
βαριέσαι στην τάξη γράφεις ποιήματα
το στήθος της θέλει να σπάσει
κυλιέται στα δάση και στα κύματα

Ποιος στίχος σου θα τη χωρέσει
που θέλει να αρέσει στους ακέφαλους
που δίνει φιλιά μες στα δόντια
κι ανοίγει τα πόδια σ’ άγνωστους φαλλούς

Την ψάχνεις το σκας απ’ το σπίτι
σε σέρνει απ’ τη μύτη αυτό το βάλσαμο
αυτή η μυρωδιά από γαζία 
αυτή η τυραννία σε τραβά ενώ
Κανένας βοηθός δεν υπάρχει
να πει τι έχεις πάθει τι σε πόνεσε
κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει
γκαζώνεις τ’ αμάξι χτυπάς και σκοτώνεσαι

Λοιπόν έχω βγάλει και δίσκο
και πάλι δε βρίσκω εκείνο που `θελα
πριν βγω στη σκηνή νιώθω χάλια
αδειάζω μπουκάλια με θολά νερά

Μα σαν το συγκρότημα βγαίνει
μπροστά φωτισμένη εκείνη κάθεται
χωρίς στα μαλλιά κοκαλάκια
χωρίς ποιηματάκια που θα μάθετε

Περνάω την κιθάρα στο βύσμα
με πιάνει ένα πείσμα απογειώνομαι
αρχίζω τον πρώτο μου στίχο
τρυπάω τον τοίχο και σκοτώνομαι


Όχι μπάλα στο σαλόνι 

Στίχοι, Μουσική, τραγούδι: Κώστας Λειβαδάς
Κρατήσου από τη στάχτη (2010)

Όχι μπάλα στο σαλόνι
φύγε αμέσως από `κει
τα παπούτσια στο μπαλκόνι
θα σου φέρω τα πανιά
για να μπεις μέσα ξανά

Είσαι μούσκεμα παιδί μου
αύριο θα ΄χεις πυρετό
έτσι αρπάζουν πνευμονίες
μη γελιέσαι απ’ τον καιρό.

Όχι μπάλα στο σαλόνι
πιο σιγά τη μουσική
κι ούτε να το συζητήσεις
πως θα πάρεις μηχανή

Πες σε 'κείνη που σε παίρνει
να μιλά πιο ευγενικά
άντε στα μαθήματά σου
τ’ άλλα θα 'ρθουνε μετά

Δεν είναι αυτές παρέες
δεν είναι αυτά παιδιά
δεν έχετε σημαίες
ούτε και ιδανικά

Πες τα όλα στην μαμά

Όχι μπάλα στο σαλόνι
δεν είσαι πια παιδί
όλοι οι φίλοι σου τελειώσαν
το στρατό ή το χαρτί

Βάλε το χαρτί στην άκρη
και μετά κάνε ότι θες
άκου και κανέναν άλλον
είναι οι μέρες πονηρές

Βρήκα στα πράγματά σου χθες
λίγη απ’ την σκόνη
στ’ αλουμινόχαρτο
στην θήκη των γυαλιών

Πες μου τι γίνεται εδώ
και γιατί με έχετε
αφήσει όλοι μόνη μόνη
μια ζωή έφαγα, θυσία των αλλωνών

Όχι μπάλα στο σαλόνι
τι να πούμε και εμείς
που δεν είχαμε να φάμε
κι όμως βγήκαμε υγιείς

Ενώ εσείς τα `χετε όλα
όλα τα `χετε εσείς
Πέσαν τα καράβια σου έξω, 
μη σε φόβισε κανείς;

Πες τα όλα στην μαμά
όλα στην μαμά



Το γλυκό της το παιδί

Στίχοι, μουσική, τραγούδι: Ζακ Στεφάνου
Στο διάστημα δραπέτες (2003)

Κι αν αυτή γιορτάζει και δώρο δεν της πήρα
κι αν μ’ αγαπάει κι εγώ την τυραννώ
κι αν πολλά μου δίνει και λίγα μου ζητάει εγώ

Κι αν μ’ έχει γεννήσει κι είμαι 1, 60
κι αν της φωνάζω που είμαι κοντός
κι αν καμιά φορά στο σπίτι δεν τρώω
έτσι κι αλλιώς

Ένα δώρο σε μια όμορφη γυναίκα
που χει κάνει το πιο ωραίο παιδί της χαρίζω
κι αν δακρύζω δε μ’ αρέσει
είναι πολλή
η αγάπη που χει δώσει

Μα το ωραίο της παιδί δε θα τη προδώσει
πριν παλαβώσει θα της πει σ’ αγαπώ
κι αυτή θα το φιλήσει και θα πει
το γλυκό μου το παιδί

Κι αν το δωμάτιο μου είναι αχούρι
κι αν καμιά φορά φέρνω κακούς βαθμούς
κι αν συνέχεια σπάω τα σπυράκια στη μούρη
αυτούς

Ν’ ακούς που έχουν μια κιθάρα
και στον κόσμο μια μαμά και την αγαπούν
κι άμα δεν μπορούν να της το πουν
της το γράφουν και της το τραγουδούν

Αυτούς που έχουν μια κιθάρα
και στον κόσμο μια μαμά και την αγαπούν
κι άμα δεν μπορούν να της το πουν
της το γράφουν σε κασέτα
στ’ αυτοκίνητο το βάζουν

Και το πρωί όταν τ’ ακούσει
πριν δουλέψει νυσταγμένη θα σκεφτεί
το γλυκό μου το παιδί




Μάνα

Στίχοι και μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Ερμηνεία: Ρίτα Αντωνοπούλου
Ζωή μου μην αργείς ( 2014 )

Ώρα εφτά τρομαγμένη ξυπνώ, στ’ όνειρό μου είδα σύννεφο μαύρο.
Ένα κόκκινο αστέρι καθότανε πάνω του, μιλώντας μια γλώσσα παράξενη
όλο φωνήεντα σα μωρού παιδιού.
Στον ύπνο σου αν δεις μωρό, έλεγε η γιαγιά μου κουνώντας το κεφάλι δεν είναι 
καλό καθόλου καλό στενοχώρια κι’ ατυχία στενοχώρια κι’ ατυχία. 

Ώρα εφτά και μισή με καφέ προσπαθώ να ντυθώ έχω αργήσει.
Έξω η πόλη γκρινιάζει, φωνές κι’ αυτοκίνητα το τζιν δε μου μπαίνει ζορίζομαι. 
Άδειο στομάχι μου κάνε υπομονή δαγκώνω μια μπουκιά ψωμί μήπως και 
γλυκάνω του ονείρου μου τη γεύση δεν ήταν καλό καθόλου καλό στενοχώρια κι’ ατυχία στενοχώρια κι’ ατυχία.

Ώρα εννιά στο ταξί μ’ άλλους τρεις λαϊκά τραγουδούν στα ηχεία 
βρέχει κι’ έχει πορεία ακούω τα συνθήματα ν’ αλλάξει ζητάνε ο κόσμος μας 
πέτρα στομάχι μου άδεια μου ζωή.
Ανάβω ένα στριφτό βαρύ, μήπως το τσιγάρο με κάνει να ξεχάσω 
πως είδα ένα κακό όνειρο κακό στενοχώρια κι’ ατυχία
στενοχώρια κι' ατυχία. 

Δέκα η ώρα στο γιατρό σκοτεινή, περιμένω ν’ ακούσω τα νέα. 
Μ’ αρρωσταίνουν τα φώτα γυρνάει προς το μέρος μου ρωτάει 
να μάθει τι σκέφτομαι στέκεται όρθιος σηκώνομαι και’ γω. 
Υπογράφει ένα μπλε χαρτί μου λέει όλα εντάξει αυτό που περιμένω. 
Είναι θετικό το τεστ μου θετικό ποιος τι χάρη σου μου λέει 
έλα γέλασε μου λέει χαρά και ευτυχία χαρά και ευτυχία. 

Μάνα μου που ξαγρυπνάς εκεί ψηλά στον ουρανό κι’ ανησυχείς
για μένα εδώ στη γη που υποφέρω που προσπαθώ να γιατρευτώ
μετά από ένα χωρισμό. 

Μάνα, μες τη κοιλιά μου μεγαλώνει ένα μωρό. 

Εγώ που όλα τα έμαθα και τίποτα δεν ξέρω θα γίνω μάνα, μάνα μου.