Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Της γυναικός η αρετή στης δοκιμής τα ζύγια...

Peter Lely, Trial by Fire, 1640-1660, Hermitage Museum
__________________

Δοκιμασίες με θηλυκό πρόσημο...

Σε όλους τους πολιτισμούς, οι «δοκιμασίες», ως αρχετυπικό μυθολογικό μοτίβο, συνιστούν ένα από τα αναγκαία μυητικά στάδια, προκειμένου ο ήρωας ή η ηρωίδα να φτάσουν στον τελικό προορισμό, τη σωτηρία της κοινωνίας στην οποία είναι ενταγμένοι και μαζί στην ωριμότητα και την κατάκτηση της δικής τους αυτογνωσίας. Όλες οι αφηγήσεις, υποστηρίζει ο Αμερικανός μυθολόγος, συγγραφέας και καθηγητής Τζόζεφ Κάμπελ στο βιβλίο του «Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα» (1949), αποτελούν παραλλαγές ενός ενιαίου μύθου. Η δομική αρχή, που ονομάστηκε από τον ίδιο «Ταξίδι του ήρωα», είναι δυνητικά ανιχνεύσιμη σε κάθε ιστορία, ανεξαρτήτως του τόπου και του χρόνου δημιουργίας της.Το σχήμα του ταξιδιού δεν περιορίζεται μόνο στις τυπικά ηρωικές αφηγήσεις αλλά διευρύνεται και γίνεται συνώνυμο της ζωής. Δηλώνει την αναζήτηση –ουσιαστικά ατέρμονη– που ξεκινά κάθε άνθρωπος και την πορεία που διαγράφει, προκειμένου να κατανοήσει τον εαυτό του και να συλλάβει το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης.

Με δεδομένη και από πολύ νωρίς σταθεροποιημένη την ιεραρχική κλίμακα που θέλει το αρσενικό στην κορυφή, οι δοκιμασίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν άντρες και γυναίκες διαφέρουν ως προς το είδος, το βαθμό δυσκολίας και το τελικό έπαθλο. Η αγνότητα, η παρθενία και η συζυγική πίστη, απόλυτα επιβεβλημένες γυναικείες αρετές, στα πρωτόγονα ήθη, δοκιμάζονταν ακόμα και με επίσημο βασανισμό. Μαρτυρίες υπάρχουν πολλές, αρχής γενομένης με τον Κώδικα του Χαμουραμπί, που προέβλεπε τη χρήση του λεγόμενου «ύδατος του ελέγχου» ως δοκιμασία της μοιχείας: υποχρέωναν δηλαδή τη γυναίκα να πιει το νερό αυτό, ανακατωμένο με χώμα, και ανάλογα προς τις αντιδράσεις της, καθώς το έπινε, έβγαζαν συμπεράσματα για την τιμιότητά της. Η 
«αγνείας πείρα» πέρασε από τους Βαβυλώνιους στους Εβραίους και κατά τα απόκρυφα ευαγγέλια, στη δοκιμασία αυτή υποβλήθηκε και η Θεοτόκος. Σχετική σύνθεση σε πλάκα από ελεφαντόδοντο στολίζει τον δεσποτικό θρόνο του Μαξιμιανού στον Άγιο Απολλινάριο της Ραβένας. 

«Αγνείας πείρα» Θεοτόκου, δεσποτικός θρόνος του Μαξιμιανού, 
Άγιος Απολλινάριος Ραβένας.
__________ 


Στον ινδουιστικό εθιμικό κώδικα η γυναίκα υποχρεωνόταν να περάσει από φωτιά για να αποδείξει την πίστη της στον ζηλότυπο σύζυγο, δοκιμασία στην οποία υπέβαλε τη σύζυγό του Σίτα, ο Ράμα, ο θρυλικός ήρωας του ινδικού έπους «Ραμαγιάνα». Αφού εκδικήθηκε τον κακόβουλο δαίμονα Ραβάνα, που την απήγαγε, αμφισβήτησε την αρετή της: 

«Ποιος ευγενής μπορεί να πάρει πίσω τη γυναίκα του αφού έζησε στο σπίτι ενός άλλου, απλώς και μόνο επειδή την αγαπάει; Μολύνθηκες στην αγκαλιά του Ραβάνα και τα αμαρτωλά μάτια του έπεσαν πάνω σου. Δε μπορώ πλέον να σε δεχτώ πίσω». 

Η Σίτα, προσβεβλημένη από τις ψεύτικες κατηγορίες και την απόρριψη του συζύγου της ενώπιον όλων, παραδίδεται στις φλόγες: «Αν είμαι απόλυτα αφοσιωμένη στο Ράμα, είθε η φωτιά να με προστατεύσει με κάθε δυνατό τρόπο...» 

Η φωτιά δε μπόρεσε να κάψει τα στολίδια και τις γιρλάντες της, τα κοσμήματα και τα ρούχα της. Ο Αγκνί, ο θεός του πυρός, την παραδίδει, λαμπερή σαν τη Σελήνη και αμόλυντη, στο σύζυγό της και τον καλεί να τη δεχτεί και να μην την υποψιαστεί ποτέ ξανά. Ο ενάρετος Ράμα τη δέχεται και δικαιολογεί την αναγκαιότητα της δοκιμασίας: 

«Είχε μείνει καιρό στο χαρέμι του Ραβάνα. Αν τη είχα δεχθεί χωρίς εξαγνισμό, τότε οι άνθρωποι θα με κατηγορούσαν για ανόητο και λάγνο».


Η Σίτα υποβάλλεται από το Ράμα στη «δοκιμασία της φωτιάς», Ραμαγιάνα.
_________________________


Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, η γυναικεία αγνότητα,  ελεγχόταν, με βασανιστήρια, κατά τη διάρκεια των οποίων, η κατηγορούμενη για μοιχεία υποχρεωνόταν να πιάσει αναμμένα κάρβουνα, να περπατήσει πάνω σε πυρωμένο σίδερο ή να βάλει το χέρι της σε ζεματιστό νερό. Οι δοκιμασίες αυτές, που εφαρμόζονταν σε πολλές κατηγορίες υπόδικων ανδρών ή γυναικών, ήταν μια μορφή επίσημης επίκλησης στο θείο, το οποίο καλούνταν να τιμωρήσει τον ένοχο και να προστατεύσει τον αθώο. Η δοκιμασία με το καυτό σίδερο, ήταν μία από τις πιο διαδεδομένες στη μεσαιωνική Ευρώπη.

Dierec Bouts the Older, The Ordeal by Fire
_______________________

Ακόμα κι όταν το πρωτόγονο αυτό δικαστικό έθιμο καταργήθηκε, σε μια Καθολική Ευρώπη που  επέβαλε τη σιωπή στις γυναίκες, ως ένδειξη αγνότητας, τις απομόνωνε στο σπίτι και τις καταδίκαζε στην άγνοια, οι δοκιμασίες δεν ήταν λίγες. Φύσει «επιρρεπείς στην αμαρτία», είχαν ανάγκη διαρκούς κηδεμόνευσης και μοναδική τους αποστολή το γάμο και το νοικοκυριό.  «Διανοητικά κατώτερα όντα», μη δεκτικά της εκπαίδευσης που δέχονταν οι άνδρες και  προκειμένου να μην κινδυνέψουν με απώλεια της αγνότητάς τους, μπορούσαν να εκπαιδευτούν μόνο στα οικιακά. 

Ανύπαντρες γυναίκες κατέφευγαν στο δικαστήριο, προκειμένου να ελεγχθεί και να πιστοποιηθεί με μάρτυρες η εντιμότητα και η κοσμιότητα τους:

 «Την 18η Ιουνίου του 1554, η φέρουσα αυτή την επιστολή, Anne Pedersdatter, μέλος της κοινότητας των πολιτών, παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο και έφερε μαζί της τους παρακάτω έντιμους άνδρες και γυναίκες, γείτονές της… τους οποίους κάλεσε να εμφανισθούν ενώπιόν μας και τους ζήτησε εμφατικά, στο όνομα του Θεού και της δικαιοσύνης, να δώσουν μια αληθή και έντιμη μαρτυρία σε σχέση με το πώς ζούσε και πως συμπεριφερόταν ανάμεσά τους και για το κατά πόσο είχε συνδιαλεχθεί με κακούς ανθρώπους ή με έκλυτες παρέες με ποτό, κακή συμπεριφορά, αν πωλούσε μπύρα, ή αν με οποιονδήποτε τρόπο ζούσε μια κακή ζωή ή διέμενε σε ένα κακόφημο σπίτι, ή αν είχαν πληροφορηθεί κάτι για το άτομό της, κρυφά ή δημόσια, πέρα από το ότι ήταν μια έντιμη και κόσμια γυναίκα με κάθε τρόπο…».

Eπίσημη καταχώριση ανύπανδρης γυναίκας ως έντιμης, δικαστήριο Κοπεγχάγης.


Απεικόνιση δοκιμασίας με καυτό σίδερο, 12ος αιώνας μ.Χ
___________

«άλλο του άντρα δεν είναι, σαν πίκρια τον πλακώνει, 
θεράπιο πολυάκριβο, παρά η γυναίκα μόνη.»

Νάλας και Νταμαγιάντη 

Όσο οι άντρες ήρωες αναμετρώνται θαρραλέα με δράκους, θηρία και τέρατα, ταξιδεύουν ή παίρνουν μέρος σε εκστρατείες και πολέμους, οι γυναίκες ηρωίδες, τόσο στην αληθινή ζωή όσο και σε μύθους, παραμύθια και μυθιστορήματα, στέκονται στο πλευρό τους, συνεισφέρουν στα επιτεύγματά τους, προσφέρουν τη λύση στις κρίσιμες στιγμές, επιδεικνύουν υπομονή, πειθαρχία, πίστη κι αφοσίωση, δικαιολογούν και συγχωρούν τα λάθη τους και υπομένουν τις δοκιμασίες, τις οποίες συχνά τους επιβάλλουν οι ίδιοι οι σύζυγοι. 

Χάρη στις υπερφυσικές δυνάμεις της Μήδειας, που έβαψε τα χέρια της με αίμα για χάρη του, ο Ιάσονας κέρδισε το Χρυσόμαλλο Δέρας. Χάρη στο μίτο της Αριάδνης, ο Θησέας βγήκε από το Λαβύρινθο, το απόρθητο παλάτι του Μινώταυρου. Το διεκδικούμενο έπαθλο και για τις δύο ήταν ο γάμος με τον άντρα που ερωτεύτηκαν τρελά. Αντί γι αυτό βρέθηκαν αντιμέτωπες με την προδοσία και την εγκατάλειψη. Αντέδρασαν στη δοκιμασία, η καθεμιά με διαφορετικό τρόπο: η Αριάδνη βρέθηκε στην αγκαλιά του Διόνυσου, που την έφερε μαζί του στον Όλυμπο κι έτσι η θνητή Αριάδνη έφθασε να γίνει αθάνατη σύζυγος Θεού. Η  Μήδεια πήρε εκδίκηση σκοτώνοντας τα παιδιά της, δικά της και του Ιάσονα. Η θηλυκή δύναμη - εμποδισμένη ή προδομένη - γίνεται απρόβλεπτη, καταστροφική, στρέφεται αδιακρίτως, εναντίον δικαίων και αδίκων. Ωστόσο, απέφυγε την οργή του· ακτινοβολούσα, μεταφέρθηκε στους αιθέρες πάνω σε μαγική υπέρλαμπρη άμαξα, δώρο του Ήλιου.

Σκοπός και έπαθλο στις δοκιμασίες των γυναικών είναι ο γάμος, η σχέση, ο έρωτας, η αγάπη του άντρα, η επανένωση της οικογένειας μετά από έναν περιπετειώδη χωρισμό. Με άλλα λόγια, αποστολή και λόγος ύπαρξης του θηλυκού στοιχείου είναι η διατήρηση και η προστασία της ζωής· του αρσενικού, το ηρωικό ιδεώδες, η πράξη, η δόξα, η υπεροχή. Ωστόσο, ο θρίαμβος ενός άνδρα καθορίζεται από τη σχέση του με το θηλυκό, από τη σιωπηλή παρουσία μιας γυναίκας που με την ευφυία της και το προνόμιο ν’ αντιλαμβάνεται το νόημα και την ουσία των πραγμάτων, του εμφυσάει τη δύναμη ν΄αντιμετωπίσει το άγνωστο. Στους μύθους και στη συλλογική φαντασία, όπου αρσενικό και θηλυκό είναι τα δυο άκρα που ορίζουν την ύπαρξή μας, μια γυναικεία φιγούρα είναι αυτή που στους κινδύνους και τις αντιξοότητες, παίρνει τα ηνία στα χέρια της. Όσο δυνατός κι αν φαίνεται ένας άντρας, δεν μπορεί να πετύχει τίποτα αν δεν τον στηρίζει το γερό υπόστρωμα που πρόερχεται αποκλειστικά από το θηλυκό. Στο «ταξίδι» προς την συνειδητότητα, την αυτογνωσία, τη μεταμόρφωση των ηρώων, που αναμετριούνται, δοκιμάζουν και δοκιμάζονται, αρσενικό και θηλυκό, μόνο  δεμένα στο ίδιο νήμα μπορούν να βρουν το δρόμο.


Richard Westall, Theseus and Ariadne at the Entrance of the Labyrinth, 
North Lincolnshire Museums Service
______________________

«Οι τίμιες κι αν δυστυχευτούν, μόνες τον εαυτό τους
φυλάν και βέβαια θε να βρουν στα ουράνια το μιστό τους. 
Και δε θυμώνουν οι καλές ως και παραιτημένες, 
μον' υποφέρνουν σ' αρετής αρματωσιά κλεισμένες»

Νάλας και Νταμαγιάντη

Το γάμο με τον αντρείο Νάλα, που τον προτίμησε από τους θεούς, επιδίωξε και κέρδισε η πριγκίπισσα Νταμαγιάντη στη Μαχαμπαράτα, το ινδικό έπος. Και στο σύζυγο, που έχασε βασίλειο και περιουσία στα ζάρια, έμεινε πιστή, ακόμα κι όταν εκείνος την εγκατέλειψε μόνη και κοιμισμένη στο δάσος, παίρνοντάς της και το μισό από το κουρέλι που φορούσε. Στο δικό της «ταξίδι αναζήτησης», που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, η Νταμαγιάντη «φύλαξε το θησαυρό τον πλούσιο της τιμής της» κι έβλεπε μόνο το έπαθλο: να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του ήρωα, που το άγγιγμά του την ευφραίνει, συγχωρώντας τα πάθη του και δικαιολογώντας τον τρόπο που της φέρθηκε: δεν ήταν παρά «ένας τρελός σε δυστυχιά πεσμένος και σε κρίση». Στο τέλος της δοκιμασίας, η Νταμαγιάντη κερδίζει το γάμο της κι επανενώνει με κόπο και τεχνάσματα την οικογένειά της.

Raja Ravi Varma, Damayanti in the forest
_________________ 

Το πιο μεγάλο επίτευγμα ήθελε και η Κυρά της Χώρας του Ιράν στις Χίλιες και μια Νύχτες: να την παντρευτεί ο βασιλιάς και να γίνει μητέρα ενός πεντάμορφου βασιλόπουλου. Έπεσε όμως θύμα του φθόνου των δύο αδελφάδων της, που αντικαθιστούσαν κάθε φορά κρυφά τα παιδιά που έφερνε στον κόσμο με πεθαμένα ζώα. Ο βασιλιάς,  έξαλλος, κατηγορεί τη γυναίκα του για τις τερατόμορφες γεννήσεις και ετοιμάζεται να την θανατώσει: 

«Τότες, ο βασιλιάς Χοσρόε δεν μπόρεσε πια να συγκρατήσει την οργή του και την αγανάκτησή του, και φώναξε με παραφορά στο Μεγάλο Βεζύρη του: «Τι έκανε, λέει; Θα υποφέρω πια να μοιράζεται μαζί μου τις τέρψεις του κρεβατιού μια γυναίκα, που δε φέρνει στον κόσμο παρά σιχαμερά ζώα και εκτρώματα; Όχι, ποτέ! Μάλιστα, ούτε θα της επιτρέψω πια να ζήσει, γιατί δεν έχω καμιά όρεξη να μου γεμίσει το παλάτι με τέρατα. Κι η ίδια τέρας είναι, και πρέπει να καθαρίζουμε το μέρος από τέτοια ακάθαρτα και καταραμένα πλάσματα.»

Η  Κυρά της Χώρας του Ιράν σώζεται χάρη στη γνωστική παρέμβαση του ηλικιωμένου βεζύρη, που αποδίδει τις αφύσικες γεννήσεις στη Μοίρα κι όχι σε δικό της σφάλμα. Ωστόσο δεν γλυτώνει τον εξευτελισμό και την διαπόμπευση που της επιβάλλει ο ίδιος ο σύζυγός της. Τη διώχνει από το παλάτι και διατάζει να κλειστεί σαν άγριο θηρίο, σ' ένα κλουβί, με σιδερένιες μπάρες και λουκέτα, πλάι στο Μεγάλο Τζαμί. Κάθε Μουσουλμάνος, που περνάει για να μπει στο Τζαμί, είναι υποχρεωμένος επί ποινή, να στέκεται και να την φτύνει στα μούτρα. 
 

Όσα χρόνια χρειάστηκαν για να μεγαλώσουν τα τρία της παιδιά από τον επιστάτη και τη γυναίκα του, που τα περιμάζεψαν και τα ανάθρεψαν με αγάπη, τόσα κράτησε η δοκιμασία της, μέχρι στο τέλος, να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δικαιωμένη για την υπομονή και την εγκαρτέρηση με την οποία υπέμεινε τα βάσανα και τον εξευτελισμό της, επιστρέφει στο σύζυγο και τα παιδιά της. 
Οι δυο φθονερές αδερφάδες και η πιο μικρή, η βασανισμένη, 
Χίλιες και μια νύχτες, τόμος 7, εκδόσεις Ηριδανός

Giorgio Vasari, Patience, 1542
___________________


Την υπομονή της παρακατιανής συζύγου του δοκιμάζει κι ο Γκουαλτιέρι, στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου. Παντρεύτηκε τη Γκριζέλντα, με την προϋπόθεση εκείνη, να του είναι ευχάριστη, να τον υπακούει και να μη δυσφορεί ποτέ για ό,τι πει ή κάνει ο ίδιος. Αποκτά μαζί της δυο παιδιά, που καμώνεται πως τα σκοτώνει. Της λέει, μετά, πως τη βαρέθηκε και πως θα πάρει άλλη γυναίκα. Φέρνει πίσω την κόρη τους και υποκρίνεται πως τάχα θα την παντρευτεί. Διώχνει τη Γκριζέλντα από το σπίτι του, μονάχα με το ρούχο που φοράει και τη φέρνει πίσω μόνο και μόνο, για να οργανώσει εκείνη ό, τι χρειάζεται για τον δήθεν δεύτερο «γάμο» του. Η Γκριζέλντα, όσο εύκολα απαρνήθηκε την καλή της τύχη, τόσο δύσκολα μπορούσε ν' απαρνηθεί την αγάπη για το σύζυγό της. Δοκιμάστηκε, παιδεύτηκε, πληγώθηκε, υπέμεινε «όχι μονάχα δίχως να χύσει δάκρυα αλλά με το χαμόγελο στα χείλια, τις σκληρές κι ανήκουστες δοκιμασίες που της είχε επιβάλει ο Γκουαλτιέρι», για ν’ ακούσει, δεκατρία χρόνια μετά, από το στόμα του την αθωωτική ετυμηγορία: 

«Γκριζέλντα, είναι πια καιρός να δρέψεις τους καρπούς της μακροχρόνιας υπομονής σου. Όσοι με κατηγόρησαν για απονιά, αδικία και βαρβαρότητα, θα καταλάβουν πως ενεργούσα με προκαθορισμένο σκοπό, θέλοντας να μάθω σ' εσένα τα συζυγικά σου καθήκοντα και σ' αυτούς πώς να διαλέγουν και να κρατάνε μια γυναίκα, καθώς και να εξασφαλίσω για μένα μιαν απρόσκοπτη ησυχία σ' όλο το διάστημα της συζυγικής ζωής μας. Μα όταν παντρεύτηκα, φοβήθηκα μήπως αποτύχω, και γι' αυτό το λόγο, θέλοντας να σε δοκιμάσω, σε πλήγωσα και σε παίδεψα με τον τρόπο που ξέρεις. Είδα λοιπόν πως δέχτηκες τη θέλησή μου δίχως να επαναστατήσεις είτε με λόγια είτε με τη συμπεριφορά σου, και πιστεύω πως θα μου δώσεις αυτή την ησυχία που λαχταρούσα. Θα σου ξαναδώσω μια και καλή ό,τι σου πήρα κατά διαστήματα και θα γιατρέψω όσο γίνεται πιο γλυκά τις πληγές που σου άνοιξα. Μάθε το λοιπόν και αναγάλλιασε πως αυτή που θεωρείς γυναίκα μου, καθώς κι ο αδελφός της, είναι παιδιά δικά σου και δικά μου. Είναι τα παιδιά που φαντάστηκες, καθώς και πολλοί άλλοι, πως τα 'χα καταδικάσει σε σκληρό θάνατο. Κι εγώ είμαι ο άντρας σου και σ' αγαπώ πάνω από καθετί άλλο, γιατί είμαι βέβαιος, και καυχιέμαι γι' αυτό, πως κανένας δεν είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος από τη γυναίκα του, όσο εγώ».

Βοκάκιος, Φυσιολογία του γάμου, Δεκαήμερο, 
μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις γράμματα. 1993

Griselda's Sorrow, Illustration from Mary Eliza Haweis' Chaucer for Children (1882).
____________________________

Πόση διαφορά, αλήθεια, από την ποίηση των τροβαδούρων και το μεσαιωνικό μυθιστόρημα, όπου εκείνος που υφίσταται τα μαρτύρια και τις δοκιμασίες, προκειμένου ν' αποδειχτεί άξιος ν' αγαπηθεί από την αρχόντισσα, είναι ο άντρας εραστής. Σε μια κοινωνία αδιαμφισβήτητης πατριαρχίας, στην οποία οι γυναίκες δεν είχαν καμιά εξουσία, η αγαπημένη αρχόντισσα γίνεται αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας, απόλυτα κυρίαρχη έναντι του εραστή της· αυτή προστάζει, εκείνος είναι ο ταπεινός υπηρέτης της!

Στον «αυλικό έρωτα», τον κώδικα συμπεριφοράς των ερωτευμένων που αναπτύχθηκε τον 12ο αιώνα στη Γαλλία κι έγινε ιδεώδες της αυλικής κοινωνίας σε ολόκληρη την Ευρώπη μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, η γυναίκα «λάφυρο» αναβαθμίζεται σε γυναίκα «μούσα», γυναίκα «έπαθλο». Ο ερωτευμένος ιππότης υποφέρει, βιώνει τον διαρκή φόβο απόρριψης από την αγαπημένη του, εκθέτει τον εαυτό του στις τρομακτικές οδύνες του πάθους, δοκιμάζεται κι εξευγενίζεται από τον πόνο. Ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις και την ανδρεία του, όπως ο Τρωίλος, ένας νεαρός ιππότης με μέτριες ικανότητες, που ζει στην αυλή του βασιλιά Περσεφόρεστ, μόνο και μόνο για ν' αποδείξει στην όμορφη Ζελλαντίν ότι αξίζει το στεφάνι που του έδωσε με τα χέρια της, καλώντας τον να γίνει άξιος για κείνη.

Ο αυλικός έρωτας, σημειώσεις - σχόλια: Άννα Αλιφραγκή

Master E. S., The Knight and the Lady, 15th century, 
Metropolitan Museum of Art, New York City
_______________________


«Εκ γυναικός τα χείρω, εκ γυναικός τα κρείττω»

Από τον Βοκάκιο και τις ιστορίες του «Δεκαήμερου» στο Γιώργο Θεοτοκά· από τα χρόνια της θανατηφόρας πανούκλας του 1348 στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα· από τη Φλωρεντία στην Πόλη· από το σινάφι των εμπόρων της Γένοβας στην αυτοκρατορική Αυλή των Κομνηνών· από την Τζινέβρα, σύζυγο του Μπερναµπό Λοµέλι στην Αρετή, αδελφή του Μαυριανού.
  • Η δυναμική, σύζυγος του Μπερναµπό Λοµέλι, αντιμέτωπη μ’ έναν εύπιστο σύζυγο κι έναν απατεώνα αντεραστή, που παίζουν στα ζάρια την τιμιότητά της.
  • Ένας παραμυθάς βάρδος του κύκλου του Αρθούρου, με μαντικές ικανότητες, που «ξελασπώνει» τη δοκιμαζόμενη σύζυγο του αφεντικού του.
  • Η αθώα Ιμογένη κι ο αφελής Πόστουμος, πιασμένοι στις «ξόβεργες» που έστησε ο ερωτιάρης, συκοφάντης Ιάκιμος στο παραμυθόδραμα «Κυμβελίνος» του Σαίξπηρ.
  • Η Μαρία, η κόρη του μπαλωματή από τη Σμύρνη, θύμα κι αυτή ενός στοιχήματος που βάζει ο άντρας της μ’ έναν έμπορο που νόμιζε πως τα ήξερε όλα.
  • Η αδελφή του Μαυριανού, που στην αγνότητά της, εκείνος αψήφιστα στοιχηματίζει το κεφάλι του κι ο βασιλιάς «το βασιλίκι του με τη χρυσή κορώνα».
  • Η Αφροδίτη του παραμυθιού της Σκύρου, που θα τιμωρήσει την κακοήθεια του βασιλιά κι όλου του χωριού και με τα ίδια της τα χέρια θα βάλει το στέμμα στο κεφάλι του αδελφού της.
  • Η αλαζονική Ροδόπη, που στο βωμό του στοιχήματος ανάμεσα στον Αίμο και το βασιλιά Δημοχάρη, θα θυσιάσει την αθώα Κρινώ και μαζί, χωρίς να το καταλάβει, το στέμμα που τόσο πόθησε.
  • Η κόρη στο θεατρικό έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκη, τρωτή κι ευάλωτη, που άφησε να νικήσει ο Έρωτας· ούτε ο αδελφός, ούτε ο Άρχοντας, πρόθυμοι κι οι δυο να ποντάρουν το κεφάλι τους στην αρετή της.
  • Η Αρετή, η διανοούμενη αρχοντοπούλα, που κερδίζει το στοίχημα, εμπαίζει το βασιλιά, του παραδίνει τη δούλα της, αλλά στο τέλος τον λυπάται και του χαρίζει την ελευθερία του, «μολυσμένη» από την «Τρέλα» του, την ανάλαφρη στάση του απέναντι στη ζωή και τις γυναίκες.
Όλες, ιστορίες σχέσεων και μιας δοκιμασίας· άντρες και γυναίκες που ακροβατούν πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Ιστορίες ενός «τριγώνου», που στις τρεις άκρες του ισορροπούν ο άντρας - σύζυγος ή αδελφός - η γυναίκα κι ο επίδοξος ξελογιαστής. Από τη μια πλευρά, ο άντρας που κομπάζει για την τιμή της ανύπαντρης αδελφής ή συζύγου, ταγμένος φύλακας και «βλεπάτορας» της αγνότητάς της και διαρρηγνύει τα ιμάτιά του στην ιδέα ότι μπορεί το δικό του θηλυκό να ενδώσει στη «λαγνεία της σάρκας». Από την άλλη πλευρά, το «αντίπαλον δέος», ο επίδοξος διαφθορέας, ο κυνικός καρδιοκατακτητής και ξελογιαστής που υποτιμά τις γυναίκες, θεωρώντας τις εύκολη λεία στο ερωτικό του κυνήγι. Και στη μέση μια γυναίκα, που την αρετή της ζυγιάζουν οι δυο τους, στοιχηματίζοντας την περιουσία, την εξουσία, τη ζωή τους ακόμα, σ’ ένα παιχνίδι αναμέτρησης των αρσενικών αξιών.

Ένα από τα στοιχεία που προσπορίζει αξία στον άντρα, για πολλούς αιώνες, είναι ο έλεγχος, η υπακοή κι η αφοσίωση της γυναίκας - κτήματος, που βρίσκεται εντός του γυναικωνίτη, αποκλεισμένη από τα ανδρικά βλέμματα. Το ιδανικό θηλυκό, από την ανδρική πλευρά, ήταν και είναι η «αδιάφθορη» γυναίκα που ανθίσταται στους πειρασμούς, μια ιδεατή δηλαδή κατάσταση, που δεν ανταποκρίνεται στη γυναικεία πραγματικότητα, στηρίζει όμως τη διαιώνιση του μύθου που θέλει το αρσενικό κυρίαρχο και τη γυναίκα περιορισμένη στο ρόλο της μητέρας - τροφού και συζύγου.

Το μήνυμα της Γένεσης, που σιωπηλά λαμβάνουμε από τα πρώτα μας χρόνια, είναι ότι η ζωή ξεκίνησε με τον άντρα, ενώ η γυναίκα, υποκατάστατο ή προϊόν του, έπεται και εξαρτάται απ' αυτόν. Στη δυτική θεογονία κυριαρχεί η βολική για την πατριαρχική άποψη αντίληψη ότι η ύπαρξη της γυναίκας δεν έχει τίποτα από το άγγιγμα του Θεού. 

Ωστόσο, συχνά παραβλέπουμε ότι η γυναίκα πλάθεται από το πλευρό του Αδάμ, αλλά εν αγνοία του. Δυνατός και αυτάρκης, ώστε να προσφέρει ένα τμήμα του σώματός του, αλλά χωρίς συνείδηση των ελλείψεών του, ο άντρας χρειάζεται ως απαραίτητο «συμπλήρωμα», σύντροφο και κόσμημα της ζωής του, μια γυναίκα. 

Στη συνέχεια βέβαια, το αδύναμο θήλυ παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την απώλεια του Επίγειου Παράδεισου· παρακούοντας τη θεϊκή εντολή, ενέδωσε στον πειρασμό και αποπλάνησε με τα θέλγητρά του τον Αδάμ. Η γυναικεία μορφή έκτοτε συνδέθηκε με την αμαρτία, τους πειρασμούς, τις αδυναμίες και τις καταστροφές. 


Le péché original (Το προπατορικό αμάρτημα), 950-955 μ.Χ, 
El Escorial, Real Biblioteca de San Lorenzo
_______________________

Στο Malleus Maleficarum (Η Σφύρα των κακοποιών δαιμόνων, 1486), το δημοφιλές εγχειρίδιο περί δαιμονολογίας, που έπαιξε βασικό ρόλο στις δίκες μαγισσών στην Ευρώπη για πάνω από 200 χρόνια, οι γυναίκες θεωρούνται όχημα της αμαρτίας και παρουσιάζονται, στο σύνολό τους σαν «ατελή ζώα»: κατώτερες πνευματικά και διανοητικά, κυβερνώνται από το ορμέμφυτο και το συναίσθημα, «πιο σαρκικές από τον άντρα», σεξουαλικά αχόρταγες, ματαιόδοξες, διψασμένες για απολαύσεις, ψεύτρες και ξελογιάστρες, απείθαρχες και με φαρμακερή γλώσσα, πραγματοποιούν τα σχέδια τους με απάτη. 

Πρόκειται για προκαταλήψεις και στερεότυπα, τα οποία επικαλούνται πολλοί από τους άντρες στις ιστορίες αυτές, έτσι που η «αδιάφθορη σύζυγος ή αδελφή» να αναδεικνύεται ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της γυναικείας φαυλότητας. «Εκ γυναικός τα χείρω και εκ γυναικός τα κρείττω.» Ο θρυλούμενος διάλογος ανάμεσα στον νεαρό Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο και την όμορφη και λόγια Κασσιανή συμπυκνώνει επιγραμματικά τη διπλή ιδιότητα του θηλυκού να δημιουργεί και ν’ αφανίζει, να ξελογιάζει και να λυτρώνει. Ο μύθος διασώζει ταυτόχρονα και μια από τις πολλές μορφές «δοκιμασίας», στις οποίες υποβάλλονταν οι γυναίκες, προκειμένου να κριθούν κατάλληλες για τους ρόλους που προορίζονταν: είναι όσο χρειάζεται, «ανίδεη», είναι αρκετά σιωπηλή;

«Ω γύναι είθε να εσίγας...»

Lorenzo Lippi, L'allégorie de la Simulation, vers 1650, 
 Musée des beaux-arts d'Angers.
________________________

Ο Βοκάκιος «διασκεδαστής» κι «οδηγός» για τ΄αδυνατότερα του κόσμου πλάσματα, τις γυναίκες

Mε το «Δεκαήμερο», γραμμένο στη Φλωρεντία την περίοδο(1350-1355), o Βοκάκιος επεδίωξε  - όπως τουλάχιστον δηλώνει ο ίδιος με σαφή τρόπο ήδη από το Προοίμιο - να προσεγγίσει κυρίως τις γυναίκες, επανορθώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο «την αδικία μιας Μοίρας που τσιγκουνεύεται τη βοήθειά της στ’ αδυνατότερα πλάσματα», τα ταλαιπωρημένα «από τη θέληση, από τα καπρίτσια και τις προσταγές του πατέρα ή της μητέρας, των αδελφών ή του συζύγου». Απελευθερωμένος ο ίδιος, όπως διατείνεται, από τα δεσμά του Έρωτα, επιδόθηκε ολοκληρωτικά στο να διασκεδάσει τις νεαρές γυναίκες, από τη μια «με τον πικάντικο τρόπο της αφήγησης» και παράλληλα με τις «χρήσιμες συμβουλές για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουν ή ν’ αποφύγουν στη ζωή».

Gustaaf Wappers, Boccaccio reading the Decameron to Joanna of Naples, 1849
_______________________

«Και ποιος θ’ αμφισβητούσε, παρ’ όλη την ανεπάρκειά μου, πως οι γοητευτικές ερωτευμένες μας δε θα επωφεληθούν πολύ περισσότερο απ’ όσο οι άντρες; Η τρυφερή καρδιά τους, οι φόβοι τους, η συστολή τους, συγκαλύπτουν εκείνες τις φλόγες του πάθους, τόσο πιο καυτερές από μια επιφανειακή φωτιά! — επικαλούμαι σ’ αυτό τη μαρτυρία όλων των θυμάτων, τωρινών ή περασμένων, του Έρωτα. Μήπως δεν έχουν άλλωστε ταλαιπωρηθεί από τη θέληση, από τα καπρίτσια και τις προσταγές του πατέρα ή της μητέρας, των αδελφών ή του συζύγου; Κλεισμένες, συνήθως, στον στενό κύκλο της κάμαράς τους, δίχως καμιά ασχολία, καθιστές, περνώντας μέσα σε μια ώρα απ’ όλες τις εναλλαγές της θέλησης των άλλων, στριφογυρίζουν διάφορες σκέψεις μες στο νου τους, που όλες, αναγκαστικά, δεν μπορεί να 'ναι εύθυμες. Μέσα σ’ αυτή την αναταραχή, φτάνει κάποια ορμητική επιθυμία να ρίξει στην καρδιά τους τη θλίψη, και τότε, αυτή η καρδιά παραδίνεται για πολύ καιρό στην αγωνία, εκτός αν κάποια καινούργια ιδέα φέρει αντιπερισπασμό. Προσθέτω πως οι γυναίκες απέχουν πολύ από το να 'χουν την ικανότητα αντοχής που έχουν οι άντρες.

Είναι ολοφάνερο πως οι άντρες είναι προνομιούχοι στον έρωτα. Όταν γίνονται λεία της μελαγχολίας και της θλίψης, διαθέτουν χίλια φάρμακα για να ξελαφρώσουν ή να εξαφανίσουν την ενέργειά τους. Ανάλογα με το κέφι τους, έχουν τις περιπλανήσεις, τις συνομιλίες, το κυνήγι με γεράκι ή με σκυλιά, το ψάρεμα, τα άλογα, τα χαρτιά, το εμπόριο — δραστηριότητες, που η καθεμιά τους ενδέχεται ν’ απορροφήσει στο ολόκληρο, ή κατά ένα μέρος, την προσοχή τους, και για ένα διάστημα τουλάχιστον, να σκορπίσει τη στενοχώρια τους. Ύστερα, επέρχεται οπωσδήποτε κάποια παρηγοριά, ή ελαττώνεται ο πόνος.

Θα ’θελα να μπορούσα να επανορθώσω την αδικία μιας Μοίρας που τσιγκουνεύεται τη βοήθειά της στ’ αδυνατότερα πλάσματα — όπως το βλέπουμε σε σχέση με τις αδύναμες γυναίκες! Για να βοηθήσω λοιπόν και να δώσω ένα καταφύγιο σε όσες είναι ερωτευμένες —για τις άλλες είναι αρκετή η βελόνα, το αδράχτι κι η κουβαρίστρα — θα παραθέσω εκατό διηγήματα (παραμύθια, παραβολές ή αφηγήσεις, όπως λάχει), που τον καιρό της θανατερής επιδημίας της πανούκλας —περασμένης τώρα πια— τα διηγήθηκε μια αξιότιμη συντροφιά από εφτά νεαρές γυναίκες και τρεις νέους. Παρεμβάλλω πολλές μπαλάντες που τραγούδησαν αυτά τα πρόσωπα για να διασκεδάσουν. Τα διηγήματά μου περιέχουν πολλές ερωτικές περιπέτειες, ευχάριστες ή λυπητερές, καθώς και περιπέτειες άλλου είδους, όλες παρμένες από τη σημερινή ή την περασμένη εποχή. Όσες από τις προστατευόμενές μου διαβάσουν τις σελίδες μου, θα ’χουν διπλό κέρδος: τον πικάντικο τρόπο της αφήγησης και χρήσιμες συμβουλές για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουν ή ν’ αποφύγουν στη ζωή. Αυτό το αποτέλεσμα θα ’χει για συνέπεια, φαντάζομαι, να εξαφανιστούν τα βάσανα που έχω υπαινιχθεί. Αν πετύχω το σκοπό μου — κι ο Θεός να δώσει να τον πετύχω — οι νεαρές γυναίκες οφείλουν να ευχαριστήσουν τον Έρωτα, που με ελευθέρωσε από τα δεσμά μου και μου επιτρέπει να επιδοθώ ολοκληρωτικά στο να τις διασκεδάσω.»

Δεκαήμερο, Βοκάκιος, τόμος 1ος, Προοίμιο, σελ. 20-21, 
μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις γράμματα, 1993


John William Waterhouse - The Decameron
______________

«Τα στολίδια που µαρτυρούν»

Στην ανδροκρατούµενη κοινωνία του 14ου αιώνα οι γυναίκες θεωρούνταν από τη φύση τους κατώτερες των ανδρών και αυτή η αντίληψη εσωτερικευόταν από τις ίδιες, λόγω της κυριαρχικής ιδεολογικής επίδρασης της θρησκείας και των νομικά δεσμευτικών, κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων. Η Φιλομένη και η Ελίζα, δύο από τις επτά νεαρές γυναίκες που θα διηγηθούν, μαζί με τρεις νέους άντρες, τις  εκατό ιστορίες του «Δεκαήμερου», εκφράζουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, την υιοθέτηση από το θηλυκό αυτού του πεπρωμένου εξάρτησης και υποταγής στην αρσενική υπεροχή: 

Η Φιλομένη, που ήταν η σύνεση προσωποποιημένη, πήρε το λόγο:

«Κυρίες μου, αν είναι καλή η πρόταση της Παμπινέας, δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσουμε άρον άρον, όπως φαίνεται να το ’χετε όρεξη. Μην ξεχνάτε πως είμαστε όλες γυναίκες. Καμιά από μας δεν είναι τόσο παιδί, ώστε να παραγνωρίζει το γεγονός πως οι γυναίκες δεν είναι και τόσο μυαλωμένες και πως είναι ανίκανες να κυβερνηθούν μονάχες τους, όταν τους λείψει κάθε αντρική καθοδήγηση. Είμαστε επιπόλαιες, φαντασιόπληκτες, γεμάτες υποψίες, μικρόψυχες και φοβητσιάρες. Αν λοιπόν υπακούσουμε μονάχα στις δικές μας πρωτοβουλίες, πολύ φοβάμαι πως η παρέα μας θα διαλυθεί πρόωρα και άδοξα. Καλά θα κάνουμε να φροντίσουμε γι’ αυτό, πριν να καταπιαστούμε με οτιδήποτε».

Ύστερα μίλησε η Ελίζα:

«Πραγματικά, οι άντρες είναι τα κεφάλια σε μια γυναικεία παρέα. Δίχως την τάξη που επιβάλλουν αυτοί, δύσκολα μπορεί να ’χει καλό τέλος ό,τι κι αν επιχειρήσουμε....»

Ωστόσο στα ρήγματα αυτής της σκοτεινής πραγματικότητας, ο ανθρωπιστής συγγραφέας του «Δεκαήμερου» παλεύει με τη γραφή του και καταφέρνει να αποδείξει ότι µια γυναίκα µπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά µ' έναν άντρα, φτάνει να της επιτρέψουν να δράσει ελεύθερα και βέβαια να πιστέψουν σ' αυτήν. Οι γυναίκες που απεικονίζονται στις νουβέλες του διαθέτουν κάτι ιδιαίτερο: ισορροπούν αφενός στα όρια µιας αποπνικτικής και καθ’ όλα συνηθισµένης πραγµατικότητας ενώ παράλληλα καλούνται να επιλύσουν σε µια δεδοµένη στιγµή ένα πολύ δύσκολο ζήτηµα, το οποίο τους επιτρέπει ωστόσο να φανερώσουν τα προτερήµατά τους, να ξεδιπλώσουν άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα τους αλλά και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους.

Mέσα στο Πάνθεον αυτών των γυναικών ξεχωριστή θέση κατέχει η Τζινέβρα, σύζυγος του Μπερναµπό Λοµέλι, Ιταλού εμπόρου από τη Γένοβα, η οποία, όχι μόνο αντιμετώπισε µια πραγµατική χιονοστιβάδα από αντιξοότητες, αλλά και κατάφερε να αναστρέψει προς όφελός της τον ανελέητο κατατρεγµό της Τύχης και στο τέλος να δικαιωθεί και να πετύχει την τιμωρία του απατεώνα που παραπλάνησε το σύζυγό της και εξέθεσε την ίδια. 

Στη νουβέλα με τον τίτλο «Τα στολίδια που µαρτυρούν», εξαίρεται δια στόµατος του ίδιου του συζύγου η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της γυναίκας του: εργατική, οξυδερκής και πολυτάλαντη, που δραστηριοποιείται τόσο στις λεγόµενες «γυναικείες», όσο και στις θεωρούµενες ανδρικές δουλειές: «καλύτερος καβαλάρης και γερακάρης από κάθε άλλον», και αξεπέραστη στο γράψιμο και στους λογαριασμούς. Μια πολύτιµη σύντροφος, που προσφέρει ουσιαστικά στο γάµο της ως ισότιµη. Ο έπαινος, όπως ήταν αναμενόμενο, φτάνει και στο θέµα της αγνότητας και της συζυγικής πίστης κι ο Μπερναμπό είναι έτοιμος να ποντάρει το ίδιο του το κεφάλι στην τιμιότητα της γυναίκας του. Το στοίχηµα μπαίνει, όχι με τίμημα τη ζωή του, αλλά πέντε χιλιάδες χρυσά φιορίνια απέναντι σε χίλια του νεαρού συνάδελφου του, Αμπροτζουόλο, που κομπάζει ότι μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες «θα την καταφέρει, όπως κατάφερε τόσες άλλες.»


Giovanni Toscani, Cassone, with scenes from Boccaccio’s Decameron, Edinburgh, National Galleries of Scotland (about 1420 - 1425) 
___________


Scenes from the tale of Ginevra and Bernabò of Genoa and Ambrogiuolo of Piacenza (Boccaccio, Decameron, II, 9)
__________

«...να μου κόψεις το κεφάλι αν τη φέρεις στα νερά σου»

Διαφορετικά συμφέροντα είχαν φέρει σ' ένα παρισινό πανδοχείο πολλούς Ιταλούς εμπόρους, που ήταν τακτικοί πελάτες του. Ένα βράδυ μαζεύτηκαν για ένα διαλεχτό γεύμα, και η συνομιλία, πάνω σε γενικά θέματα στην αρχή, κατέληξε, από το ένα στο άλλο, στις γυναίκες τους που είχαν μείνει στο σπίτι, και τότε ένας τους είπε σε εύθυμο τόνο:

«Δεν ξέρω τι κάνει η δική μου γυναίκα, μα εκείνο που ξέρω καλά, είναι πως αν μου πέσει στο χέρι κανένα τρυφερούδι του γούστου μου, θ' αφήσω κατά μέρος την αγάπη που ορκίστηκα στη γυναίκα μου, και θα το τρυγήσω για να κάνω το κέφι μου».

«Κι εγώ το ίδιο θα κάνω» είπε ένας άλλος, «γιατί είτε πιστεύω είτε δεν πιστεύω πως η γυναίκα μου πάει γυρεύοντας περιπέτεια, εκείνη το χαβά της. Δυο στο γύρο, το λοιπόν. Ο γάιδαρος που κλοτσάει τον τοίχο, μονάχος του πονάει».

Ένας τρίτος μίλησε με το ίδιο νόημα, και για να μην τα πολυλογούμε, όλοι φαίνεται να συμφωνούν πως οι γυναίκες τους, τώρα που έμειναν μονάχες, δε θα 'θελαν να χάσουν τον καιρό τους. Ένας μονάχα, που τον έλεγαν Μπερναμπό Λομέλι, από τη Γένοβα, υποστήριξε το αντίθετο, βεβαιώνοντας πως, δόξα να χει ο Θεός, ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα προικισμένη με όλες τις αρετές, που ταιριάζουν όχι μονάχα στις γυναίκες αλλά και στους ιππότες, και πως ίσως να μην υπήρχε άλλη σαν αυτήν σ' ολόκληρη την Ιταλία. 

Ήταν καλοφτιαγμένη, νέα ακόμα, κομψή και περιποιημένη, και ξεπερνούσε όλες τις άλλες στις γυναικείες δουλειές, όπως το στρίφωμα του μεταξωτού και κάθε λογής ραψίματα. Ξέχωρα, δεν υπήρχε παιδόπουλο – υπηρέτης, ήθελα να πω - πιο άξιος να σερβίρει με ευγένεια στο τραπέζι μεγάλου αφέντη - τόσο ωραίο παρουσιαστικό είχε και καλούς τρόπους. Ύστερα την εγκωμίασε πως ήταν καλύτερος καβαλάρης και γερακάρης από κάθε άλλον, και πως κανένας έμπορος δεν την ξεπερνούσε στο γράψιμο και στους λογαριασμούς. Κι ύστερα από ένα σωρό άλλους επαίνους, έφτασε στο κύριο θέμα, βεβαιώνοντας με όρκο πως ήταν αδύνατον να βρεθεί πιο αγνή και τίμια γυναίκα. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως και δέκα χρόνια ή και για πάντα να 'λειπε αυτός από το σπίτι του, ποτέ δε θα της ερχόταν η ιδέα να πάει με άλλον άντρα.

Ανάμεσα σ αυτούς τους εμπόρους που κουβέντιαζαν, ήταν κι ένας νεαρός έμπορος απ' την Πιατσέντζα, που τον έλεγαν Αμπροτζουόλο. Τα τελευταία επαινετικά λόγια του Μπερναμπό για τη γυναίκα του τον έκαναν να βάλει τα πιο δυνατά γέλια που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο, και τον ρώτησε κοροϊδευτικά αν ο αυτοκράτορας του είχε παραχωρήσει αυτό το προνόμιο, ιδιαίτερα σ αυτόν. Ο Μπερναμπό, λίγο πειραγμένος, αποκρίθηκε πως αυτή τη χάρη δεν την είχε παραχωρήσει ο αυτοκράτορας, αλλά ο Θεός, που ήταν κάπως πιο ισχυρός από τον αυτοκράτορα.

«Μπερναμπό» είπε τότε ο Αμπροτζουόλο «δεν αμφισβητώ πως πιστεύεις την αλήθεια αυτού που είπες, αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν έχεις εμβαθύνει στη φύση των πραγμάτων. Αν κοίταζες προσεκτικά – γιατί, όσο να ναι, δεν είσαι και τόσο κουτός – θα ξεχώριζες στη γυναίκα σου ορισμένες ενδείξεις που θα σ' έκαναν λιγότερο κατηγορηματικό. Αν μιλήσαμε για τις γυναίκες μας με πολλή ειλικρίνεια, μη φανταστείς πως τις θεωρούμε διαφορετικές απ' τη δική σου – υπακούσαμε μονάχα σε μια φυσική επιφύλαξη, κι αν θέλεις, μπορούμε να εξετάσουμε κατά βάθος αυτό το ζήτημα. Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο άντρας είναι το πιο ευγενικό ον που έπλασε ο Θεός σ' αυτόν τον θνητό κόσμο, κι ότι η γυναίκα έρχεται έπειτα. Κατά γενική γνώμη, και όπως είναι φανερό απ' όλα τα αποτελέσματα, ο άντρας είναι τελειότερος, και γι' αυτό το λόγο είναι αναγκαστικά πιο σταθερός, ενώ οι γυναίκες, δίχως καμιά εξαίρεση, έχουν πιο ασταθή χαρακτήρα, όπως μπορεί ν' αποδειχτεί με πολλά επιχειρήματα αν ανατρέξουμε στην ίδια τη φύση. Αλλά, για την ώρα, δε θα επιμείνω σ' αυτό το σημείο. Αν λοιπόν ο άντρας, που είναι προικισμένος με μεγαλύτερη σταθερότητα, δεν μπορεί ν' αντισταθεί (δε λέω καν στις προκλήσεις που του κάνουν, αλλά στον έρωτα που του εμπνέει μια γυναίκα και στην επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του – κι αυτό δε διαπιστώνεται μια φορά το μήνα, αλλά χίλιες φορές τη μέρα), τότε πώς θ' αντιδράσει μια γυναίκα, που είναι η ίδια η αστάθεια, μπροστά στα παρακάλια, τις κολακείες, τα δώρα και σε όλα τα τερτίπια που θα μεταχειριστεί ένας άντρας; Φαντάζεσαι πως μπορεί ν αντισταθεί; Όσο κι αν το βεβαιώνεις, δεν το πιστεύω πως το πιστεύεις. Εσύ ο ίδιος λες πως η γυναίκα σου είναι από σάρκα και οστά, σαν όλες τις άλλες γυναίκες. Αφού είναι έτσι, συμμερίζεται αναγκαστικά τους πόθους που νιώθουν όλες τους και δε διαθέτει ειδικές δυνάμεις για ν' αντισταθεί στις φυσικές ροπές. Όσο ενάρετη κι αν είναι, θα κάνει ό,τι κάνουν και οι άλλες – και δεν μπορείς να το αρνιέσαι τόσο κατηγορηματικά και να βεβαιώνεις το αντίθετο».

Πρώτη σκηνή. Στο ξενοδοχείο του Παρισιού, οι έμποροι συζητούν συγκεντρωμένοι γύρω από ένα τραπέζι. Οι χειρονομίες των συνομιλητών είναι ενδείξεις της ζωντανής ανταλλαγής απόψεων. Από τα αριστερά έρχεται ένας υπηρέτης με χαρτί και μελανοδοχείο, έτσι ώστε το στοίχημα μεταξύ Μπερναμπό (στα δεξιά, ντυμένος στα μαύρα) και Αμπροτζουόλο (ντυμένος με κόκκινα και καθισμένος στην καρέκλα) να επικυρωθεί και γραπτώς.
____________________

Σ' αυτά, αποκρίθηκε ο Μπερναμπό και είπε: 

«Είμαι έμπορος και όχι φιλόσοφος, και σαν έμπορος θ' αποκριθώ. Ναι, παραδέχομαι πως αυτό που είπες μπορεί να συμβεί με τις ξεμυαλισμένες, που δεν ξέρουν τι θα πει ντροπή. Μα οι μυαλωμένες γυναίκες έχουν τόσο περί πολλού την τιμή τους, που γίνονται πιο σταθερές από τους άντρες, πάντα έτοιμους να τσιλιμπουρδίσουν. Έτσι είναι φτιαγμένη η γυναίκα μου».

«Μα την αλήθεια» είπε ο Αμπροτζουόλο, «αν κάθε φορά που τα παίζουν με κάποιον, ξεφύτρωνε στο κούτελό τους ένα κέρατο και μαρτυρούσε την παρεκτροπή τους, πολύ λίγες, υποθέτω, θα 'θελαν να περάσουν αυτή την περιπέτεια. Αλλά για τις πονηρές καταφερτζούδες, ούτε κέρατο φυτρώνει ούτε κανένα άλλο διακριτικό σημάδι. Κι ούτε ατιμάζονται ούτε ντροπιάζονται, όσο το σφάλμα τους δε γίνεται δημόσια γνωστό. Για τούτο, όποτε βρουν την ευκαιρία, την αδράχνουν, και θα 'ταν κουτές αν την άφηναν. Κι αυτό βάλ' το καλά στο νου σου: μένουν αγνές μονάχα όσες δεν τις κορτάρισαν ή όσες έδειξαν πως το θέλουν αλλά δεν τις θέλησαν. Ξέρω τις οργανικές αιτίες αυτής της αναμφισβήτητης αλήθειας και δε θα μιλούσα έτσι, ορθά κοφτά, αν δεν είχα πολλές προσωπικές εμπειρίες. Και σ' το λέω πως, αν η τύχη τα 'φερνε να γνωρίσω αυτή την τόσο άγια γυναίκα σου, αναλαμβάνω να την καταφέρω μέσα σε λίγο καιρό, όπως κατάφερα τόσες άλλες».

Ο Μπερναμπό αποκρίθηκε ξαναμμένος: 

«Μια τέτοια συζήτηση κινδυνεύει να μην έχει τελειωμό. Θα λες εσύ, θα λέω εγώ, και τελικά τίποτα δε θα βγει. Αλλά μια και διατείνεσαι πως όλες οι γυναίκες είναι τόσο φιλικές, και πως είσαι τόσο ακατανίκητος, θα 'θελα να βεβαιωθείς και μόνος σου για την τιμιότητα της γυναίκας μου. Δέχομαι να μου κόψεις το κεφάλι αν μπορέσεις να τη φέρεις στα νερά σου κι αν αποτύχεις, δε θέλω να χάσεις άλλο από χίλια χρυσά φιορίνια». 

Ο Αμπροτζουόλο, που ερεθίστηκε μ' αυτή την ιστορία, του λέει αμέσως:

«Μπερναμπό, δε μου χρειάζεται το αίμα σου αν βγω νικητής. Αν θέλεις την τρανή απόδειξη αυτού που διατείνομαι, βάλε πέντε χιλιάδες χρυσά φιορίνια, που έχουν για σένα μικρότερη αξία απ' το κεφάλι σου, απέναντι σε χίλια δικά μου. Δε θα μου ορίσεις προθεσμία – εγώ παίρνω την υποχρεώση να πάω στη Γένοβα, και μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες απ' τη μέρα που θα φύγω, να υποτάξω τη γυναίκα σου στη θέλησή μου. Και για απόδειξη, θα φέρω διάφορα δικά της πράγματα που να τα υπεραγαπά, και τόσο σημαδιακές ενδείξεις, που θ' αναγκαστείς να ομολογήσεις πως είναι αλήθεια. Αλλά ορκίσου στην τιμή σου πως όλο αυτό το διάστημα δε θα πας στη Γένοβα κι ούτε θα γράψεις στη γυναίκα σου γι' αυτό το ζήτημα».

Ο Μπερναμπό δήλωσε πως είναι απόλυτα σύμφωνος. Όλοι οι άλλοι έμποροι που ήταν εκεί, πάσκισαν ν' ακυρώσουν το στοίχημα, καταλαβαίνοντας τι μεγάλη συμφορά μπορούσε να 'χει για συνέπεια, μα οι δυο έμποροι είχαν τόσο ανάψει, που δεν ήθελαν τίποτα ν' ακούσουν, καθαρόγραψαν τη συμφωνία και την υπέγραψαν. Ύστερα, ο Μπερναμπό έμεινε στο Παρίσι, κι ο άλλος, μόλις μπόρεσε, πήγε στη Γένοβα.

Ο Αμπροτζουόλο έμεινε μερικές μέρες στη Γένοβα και πληροφορήθηκε πολύ διακριτικά σε ποιο δρόμο έμενε η κυρά και τι ζωή έκανε. Ό,τι έμαθε, επιβεβαίωνε και με το παραπάνω τα λόγια του Μπερναμπό, και είπε μέσα του πως την πάτησε την πίτα. Ωστόσο, έπιασε τα λόγια με μια φτωχιά γυναίκα που πήγαινε συχνά στο σπίτι του Μπερναμπό και που η γυναίκα του την είχε από καλό, και δωροδοκώντας την, πέτυχε να τον μπάσει όχι μονάχα στο σπίτι αλλά και στο δωμάτιο της κυράς, κλεισμένον μέσα σε μια κασέλα που είχε παραγγείλει ο ίδιος να φτιάξουν πάνω σε δικό του σχέδιο. Η γριά προσποιήθηκε πως θα 'φευγε σε ταξίδι, και παρακάλεσε την κυρά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Αμπροτζουόλο, ν' αφήσει εκεί την κασέλα για μερικές μέρες.


Δεύτερη σκηνή. Αριστερά και στο κέντρο της αναπαράστασης, ο Αμπρουτζιόλο ρωτάει για τις αρετές της Τζινέβρα και κάνει συμφωνία με τη φτωχή γυναίκα που επισκέπτεται το σπίτι του. Στα δεξιά, ένας άντρας φέρνει το κουτί στο δωμάτιο της Τζινέβρα, ενώ η φτωχή γυναίκα ανοίγει την πόρτα.
__________________

Η κασέλα έμεινε λοιπόν μες στο δωμάτιο, και σαν νύχτωσε κι έκρινε ο Αμπροτζουόλο πως η κυρά είχε αποκοιμηθεί, άνοιξε την κασέλα με κάτι εργαλεία που είχε μαζί του, βγήκε από μέσα αθόρυβα και προχώρησε στο δωμάτιο, που το φώτίζε μια λάμπα. Έτσι, μπόρεσε να κοιτάξει προσεκτικά την επίπλωση, τα κάδρα, όλα τα αξιοσημείωτα, και τα χάραξε στο μνημονικό του. Ύστερα πήγε κοντά στο κρεβάτι και διαπίστωσε πως η κυρά, όπως κι ένα κοριτσάκι ξαπλωμένο πλάι της, κοιμόταν βαθιά. Την ξεσκέπασε προσεκτικά και είδε πως και γυμνή ήταν όμορφη όσο και ντυμένη, μα όσο για σημάδια που θα μπορούσε να αναφέρει, βρήκε μονάχα μια ελιά κάτω απ' τον αριστερό μαστό και γύρω στην ελιά μια τούφα τρίχες, ξανθές σαν χρυσάφι. Ανέβασε πάλι προσεκτικά τα σκεπάσματα, αν και τόση ομορφιά τον έκανε να σκεφτεί για μια στιγμή να χωθεί μες στο κρεβάτι, με κίνδυνο της ζωής του. Μα οι πληροφορίες του πως η κυρά δεν αστειευόταν σε τέτοια ζητήματα, τον σταμάτησαν. Έμεινε στο δωμάτιο το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, αφαίρεσε από ένα φορτσέρι ένα πουγκί, μια ρόμπα, μερικά δαχτυλίδια και μερικές ζώνες, τα 'βαλε όλα μέσα στην κασέλα του, μπήκε κι ο ίδιος και την έκλεισε, ώστε να φαίνεται όπως ήταν πρωτύτερα. Έκανε το ίδιο για άλλες δυο νύχτες, δίχως η κυρά ν αντιληφθεί το παραμικρό. Την τρίτη μέρα ήρθε η γριά, σύμφωνα με τις οδηγίες που της είχε δώσει, πήρε την κασέλα και τη μετέφερε στο προσδιορισμένο μέρος. Βγήκε ο Αμπροτζουόλο, πλήρωσε τη γριά σύμφωνα με την υπόσχεσή του, και μόλις μπόρεσε, πριν μάλιστα από τη λήξη της προθεσμίας, γύρισε στο Παρίσι.

Εκεί, συγκάλεσε όλους τους εμπόρους που ήταν παρόντες τότε που είχε γίνει η συμφωνία, και δήλωσε μπροστά στον Μπερναμπό πως κέρδισε το στοίχημα, έχοντας εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του. Για να επιβεβαιώνει αυτό που διατεινόταν, άρχισε να περιγράφει το δωμάτιο και τα κάδρα που κρέμονταν στους τοίχους, κι ύστερα παρουσίασε όσα είχε πάρει, βεβαιώνοντας πως του τα 'χε δώσει η κυρά. Ο Μπερναμπό ομολόγησε πως το δωμάτιο ήταν όπως το 'χε περιγράψει και παραδέχτηκε πως τα αντικείμενα ανήκαν στη γυναίκα του, μα είπε πως μπορεί να τα 'χε πάρει, κι αυτά και τις πληροφορίες, από κάποιον υπηρέτη του σπιτιού, και πως, δίχως άλλες αποδείξεις, αυτά δεν ήταν αρκετά για να λέει πως κέρδισε το στοίχημα. 

«Αυτές οι αποδείξεις θα 'πρεπε να 'ναι αρκετές» αποκρίθηκε ο Αμπροτζουόλο, «μα αφού θέλεις να σου πω κι άλλες, θα σου πω. Η Τζινέβρα, η γυναίκα σου, έχει κάτω απ' τον αριστερό μαστό μια μεγαλούτσικη ελιά, με ολόγυρα πέντ' έξι τρίχες, ξανθές σαν το χρυσάφι».

Σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Μπερναμπό, ένιωσε έναν πόνο σαν να 'χε φάει μια μαχαιριά κατάκαρδα, το πρόσωπό του χλόμιασε, και προτού ακόμα μιλήσει, ήταν αρκετά φανερό πως αυτό που είπε ο Αμπροτζουόλο ήταν αλήθεια. 

«Κύριοι» είπε τέλος, «ο Αμπροτζουόλο έχει δίκιο. Κέρδισε το στοίχημα. Όποτε θέλει, ας έρθει να πληρωθεί».

Δεκαήμερο, Βοκάκιος, τόμος 1ος, Ηµέρα ∆εύτερη,ΙΧ, Τα στολίδια που μαρτυρούν, σελ. 185 - 191, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις γράμματα, 1993

Τρίτη σκηνή. Στην κρεβατοκάμαρα της Τζινέβρα, ο Αμπροτζουόλο βγαίνει για πρώτη φορά από το σεντούκι στο οποίο ήταν κρυμμένος (κάτω αριστερά), ανακαλύπτει την Τζινέβρα που κοιμάται (πάνω κέντρο) και τελικά επιστρέφει στην κρυψώνα (κάτω δεξιά).
___________

«...πόσο λίγο μπορεί να παινευτεί η καημένη η γυναίκα για τον εραστή και για το σύζυγό της»

Ο νεαρός «Δον Ζουάν», αποφασισμένος να κερδίσει πάση θυσία, µπαίνει κρυφά στο δωµάτιό της και την παρακολουθεί γυµνή. Έτσι είναι σε θέση να αναφέρει στο σύζυγο κάποια σηµάδια του κορµιού της. Επίσης υπεξαιρεί ορισµένα µικροαντικείµενα, τα οποία παρουσιάζει στον Μπερναµπό, ισχυριζόµενος ότι του τα χάρισε η ίδια ως απόδειξη της εύνοιάς της. Ο άντρας επιστρέφοντας στο σπίτι διατάζει έναν υπηρέτη να δώσει ένα γράµµα στη γυναίκα του µε εντολή να τον βρει στο Παρίσι. 

Η συνάντηση αυτή δεν θα γίνει ποτέ. Ο υπηρέτης, µόλις αποµακρυνθεί λίγο µαζί της επιχειρεί να την σκοτώσει. Η Τζινέβρα ξεπερνά γρήγορα τον πόνο και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της: πείθει τον υπηρέτη να της χαρίσει τη ζωή και του υπόσχεται να εγκαταλείψει τη χώρα για πάντα. Εκείνος παίρνει τα ρούχα της και τα παρουσιάζει στο αφεντικό του, υποκρινόµενος ότι ακολούθησε τις διαταγές του, της αφαίρεσε τη ζωή και παράτησε το πτώμα της σ' ενα κοπάδι λύκους. 

Η Τζινέβρα, παρά την κακή ψυχολογική της κατάσταση, µε µοναδικό εφόδιο την ευστροφία της, ντύνεται άντρας κι έτσι εξασφαλίζει πρωτίστως την επιβίωσή της κι έπειτα την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων, προκειµένου να επιδείξει τις ικανότητές της. Στηρίζει τα πάντα στην µεταµφίεσή της και συµπεριφέρεται ως άνδρας, όχι επειδή µεταµφιέζεται. Ο δυναµισµός της προϋπήρχε και αναδύθηκε στην επιφάνεια όταν προέκυψε αδήριτη ανάγκη. 


Σκηνή τέταρτη: Ο υπηρέτης που έστειλε ο Μπερναμπό προσπαθεί να σκοτώσει την Τζινέβρα. Η γυναίκα αφήνει τα ρούχα της στον υπηρέτη, για να γίνει πιστευτός ο θάνατος της και μεταμφιέζεται σε άντρα.
___________________

Κερδίζει αρχικά την εμπιστοσύνη ενός Καταλανού ιππότη, μπαρκάρει ως υπηρέτης στο πλοίο του και τον υπηρετεί  «με τόση προκοπή κι εξυπνάδα, που ο Καταλάνος ορκιζόταν στ' όνομα του Σικουράνο δα Φινάλε», όπως του παρουσιάστηκε η Τζινέβρα. Στη συνέχεια, καταφέρνει να γίνει πολύτιμη στον ίδιο τον σουλτάνο, µαθαίνει άπταιστα αραβικά και σύντομα,αν και χριστιανή,αποκτά µια πολύ υψηλή θέση αξιωµατούχου στην αυλή της Αλεξάνδρειας. 

Κάποια στιγµή η Τύχη φέρνει ενώπιόν της τον Αμπροτζουόλο, που επαίρεται για το κατόρθωµά του εις βάρος του Μπερναµπό. Αποφασισμένη να αποδείξει την αθωότητά της, συνδέεται με τον Αμπροτζουόλο, του δίνει άφθονα κεφάλαια, τον πείθει ν' ανοίξει μαγαζί στην Αλεξάνδρεια και τον βάζει να διηγηθεί την ιστορία στον σουλτάνο. Στη συνέχεια και με τη μεσολάβηση μερικών μεγάλων Γενοβέζων εμπόρων, φέρνει στην Αλεξάνδρεια και τον Μπερναμπό και τον εγκαθιστά στο σπίτι ενός φίλου, μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιό της.

Σε μια πολυάριθμη συνάθροιση μπροστά στο σουλτάνο και τον Μπερναμπό, ο Αμπροτζουόλο, που δεν φοβόταν άλλες συνέπειες εκτός απ’ το να δώσει πίσω τις πέντε χιλιάδες χρυσά φιορίνια και τα πράγματα που είχε πάρει, εξαναγκάζεται να πει την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια. Η συνέχεια είναι προβλέψιµη: Η Τζινέβρα ξεσκεπάζει και τιμωρεί, δια χειρός του σουλτάνου, τον συκοφάντη, αποκαθιστά την τιµή της, συγχωρεί τον Μπερναμπό, αν και ήταν ανάξιος συγνώμης και ξανακερδίζει τη ζωή της στο πλάι του. 

Αν και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας του Βοκάκιου αφορά μόνο εκείνον που «σκάβει το λάκκο του άλλου και στο τέλος πέφτει ο ίδιος μέσα» - όχι τον αφελή που παρασύρεται από ψευτιές και γίνεται «φονιάς» της γυναίκας του - ας αρκεστούμε στη δικαίωση μιας γυναίκας, που η αρετή της «ζυγίστηκε» και βρέθηκε πιο «βαριά» κι απ' των δυο ανδρών την ηθική και τις αξίες.


Σκηνή πέμπτη: Η Τζινέβρα, μεταμφιεσμένη ως άντρας, αναγνωρίζει σε μια αγορά την τσάντα και τη ζώνη που της ανήκε, τώρα στην κατοχή του Αμπροτζουόλο. 
 Σκηνή έκτη: Ο Αμπροτζουόλο και ο Μπερναμπό βρίσκονται ενώπιον του σουλτάνου, όπου αποκαλύπτεται η ταυτότητα της Τζινέβρα και κηρύσσεται η αθωότητά της.
_____________________


Όταν τέλειωσε ο Αμπροτζουόλο, ο Σικουράνο, σαν επίτροπος του σουλτάνου, στράφηκε στον Μπερναμπό και είπε:

«Κι εσύ, πώς φέρθηκες στη γυναίκα σου ύστερα από τούτο το δόλο;»

«Φρενιασμένος» αποκρίθηκε, «που έχασα τα λεφτά μου και για το ντρόπιασμα της τιμής μου από τη γυναίκα μου, έβαλα έναν υπηρέτη μου να τη σκοτώσει, και όπως μου ανέφερε αυτός ο άνθρωπος, την καταβρόχθισαν οι λύκοι».

Αυτά είπαν μπροστά στο σουλτάνο, που κι ο ίδιος δεν ήξερε πού ήθελε να καταλήξει ο Σικουράνο, ο διοργανωτής αυτής της σκηνής. Τότε όμως πήρε το λόγο αυτός ο τελευταίος και είπε:

«Αφέντη μου σουλτάνε, βλέπετε ξεκάθαρα πόσο λίγο μπορεί να παινευτεί η καημένη η γυναίκα για τον εραστή και για το σύζυγό της. Ο εραστής την κάνει να χάσει την υπόληψή της με άτιμες ψευτιές και καταστρέφει ταυτόχρονα το σύζυγο. Όσο για το σύζυγο, αυτός πιστεύει ευκολότερα την ψευτιά απ’ ό,τι την αλήθεια που μια μακροχρόνια πείρα θα ’πρεπε να τον είχε διδάξει, και βάζει να σκοτώσουν τη γυναίκα του και να τη φάνε οι λύκοι. Κι ακόμα, η αγάπη που της έχουν τόσο ο εραστής όσο κι ο σύζυγος είναι τέτοια, που κανένας απ’ τους δυο δεν την αναγνωρίζει. Αλλά για να σας δώσω καλύτερα να καταλάβετε τι αξίζουν, και αν, από εξαιρετική εύνοια, μου υπόσχεστε να τιμωρήσετε τον απατεώνα και να συγχωρήσετε το θύμα της απάτης, θα φωνάξω τη γυναίκα να εμφανιστεί μπροστά σας και μπροστά τους».

Ο σουλτάνος, έχοντας τη διάθεση ν’ αφήσει ελεύθερο τον Σικουράνο να κάνει ό,τι θέλει σ’ αυτή την υπόθεση, συγκατένευσε και του είπε να πάει να φέρει τη γυναίκα.

Ο Μπερναμπό ήταν κατάπληκτος, γιατί πίστευε απόλυτα πως η γυναίκα του είχε πεθάνει. Κι ο Αμπροτζουόλο προαισθανόταν κιόλας την τύχη του και φοβόταν πως τον περίμενε κάτι χειρότερο από την επιστροφή των πέντε χιλιάδων φιορινιών. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φοβάται ή να ελπίζει τον ερχομό της, αλλά περίμενε με αγωνία την εμφάνισή της.

Ο Σικουράνο, έχοντας εξασφαλίσει την εξουσιοδότηση του σουλτάνου, έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας, παράτησε την ψεύτικη αντρική φωνή του, μη θέλοντας πια να φαίνεται άντρας, και είπε με αναφιλητά:

«Αφέντη μου, εγώ είμαι η δύστυχη Τζινέβρα, που έξι ολόκληρα χρόνια, κάνοντας τον άντρα, πλανιόμουν εδώ κι εκεί στον κόσμο. Εγώ είμαι που ο προδότης Αμπροτζουόλο συκοφάντησε άτιμα, εγώ είμαι που αυτός ο άλλος άντρας, άδικος και άπονος, έβαλε τον υπηρέτη του να με σκοτώσει και να με ρίξει στα στόματα των λύκων».

Ξέσκισε το φόρεμά της ίσαμε το λαιμό και φανέρωσε το στήθος της, αποδεικνύοντας στο σουλτάνο και σε όλους πως ήταν γυναίκα. Ύστερα στράφηκε στον Αμπροτζουόλο και τον ρώτησε σαρκαστικά, πότε, σύμφωνα με τις καυχησιές του, πλάγιασε μαζί της. Ο Αμπροτζουόλο την αναγνώρισε, βουβάθηκε απ’ την ντροπή του και δεν είπε τίποτα. Ο σουλτάνος, που έπαιρνε πάντα τον Σικουράνο για άντρα, τόσο πολύ σάστισε απ’ ό,τι έβλεπε και άκουγε, που ώρες ώρες πίστευε πως ήταν μάλλον όνειρο παρά πραγματικότητα. Μα σαν πέρασε η κατάπληξή του και μπήκε στο νόημα, εγκωμίασε τη ζωή, τη σταθερότητα, το ήθος και το θάρρος της Τζινέβρας, που ως τότε τη φώναζαν Σικουράνο. Πρόσταξε να της φέρουν ωραία γυναικεία φορέματα, της έδωσε μιαν ακολουθία από γυναίκες, και σύμφωνα με την παράκλησή της, καταδίκασε τον Μπερναμπό στην ποινή του θανάτου που του άξιζε. Ο Μπερναμπό, που αναγνώρισε τη γυναίκα του, έπεσε κλαίγοντας στα πόδια της και την ικέτευε να τον συγχωρήσει. Όσο κι αν ήταν ανάξιος συγνώμης, η Τζινέβρα τον συγχώρησε, τον σήκωσε, και τρυφερά, σαν άντρας της που ήταν, τον αγκάλιασε.

Ύστερα, ο σουλτάνος πρόσταξε να συλλάβουν τον Αμπροτζουόλο, να τον πάνε αμέσως σ' ένα ύψωμα και να τον εκθέσουν στον ήλιο, δεμένο σ' ένα στύλο και αλειμμένο μέλι, και να μην τον πάρουν από κει ώσπου να σωριαστεί μονάχος του. Η διαταγή εκτελέστηκε. Έπειτα πρόσταξε να δώσουν στην Τζινέβρα όλα τα αγαθά του Αμπροτζουόλο, που δεν ήταν και λίγα, μια και η αξία τους ξεπερνούσε τις δέκα χιλιάδες δουβλόνια. Διοργάνωσε και μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν του Μπερναμπό, ως σύζυγου της ντόνας Τζινέβρας, καθώς και προς τιμήν της ίδιας της ντόνας Τζινέβρας, της υπέροχης αυτής γυναίκας. Της έκανε κι ένα δώρο σε τζοβαερικά, σε σερβίτσια χρυσά και ασημένια και σε μετρητά, που κι αυτό άξιζε πάνω από δέκα χιλιάδες δουβλόνια. Πρόσταζε ν’ αρματώσουν κι ένα καράβι, και όταν τέλειωσαν οι γιορτές, το ’βαλε στη διάθεσή τους για να γυρίσουν στη Γένοβα όποτε ήθελαν. Γύρισαν πάμπλουτοι και τους υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές, προπάντων την ντόνα Τζινέβρα που όλοι τη θεωρούσαν νεκρή. Και σ’ όλη της τη ζωή φημιζόταν για τη μεγάλη της αρετή και αξία.

Ο Αμπροτζουόλο, την ίδια μέρα που τον έδεσαν στο στύλο και τον άλειψαν μέλι, αφού τράβηξε τρομερό μαρτύριο από τις μύγες, τις σφήκες και τις αλογόμυγες που αφθονούν σ’ εκείνο τον τόπο, όχι μονάχα πέθανε, αλλά και φαγώθηκε ίσαμε τα κόκαλα — κι ο άσπρος σκελετός του, που τον συγκρατούσαν πάνω στο στύλο τα σκοινιά, έμεινε εκεί πολύ καιρό, μαρτυρώντας το έγκλημά του σε όσους τον έβλεπαν.

Δεκαήμερο, Βοκάκιος, τόμος 1ος, Ηµέρα ∆εύτερη, ΙΧ, Τα στολίδια που μαρτυρούν, σελ. 195 - 197, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις γράμματα, 1993


Σκηνή έβδομη: Ο Αμπροτζουόλο, δεμένος στο στύλο, τιμωρείται για το έγλημά του.
________________

Η δοκιμασία της γυναίκας του Έλφιν

Το μοτίβο της δοκιμασίας της συζυγικής αρετής το βρίσκουμε και στην ιστορία του Ταλιέσιν, μυθικού βρετανού βάρδου, που έζησε μεταξύ του 534 και 599 και συνδέθηκε με τον κύκλο του Αρθούρου. Η ιστορία περιλαμβάνεται στη συλλογή κέλτικων μύθων με τον τίτλο «The Mabinogion», που συγκέντρωσε και μετέφρασε από τα ουαλικά στα αγγλικά η Lady Charlotte Guest. Η συλλογή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1838–45 σε επτά τόμους και το 1849 σε τρεις τόμους. 

Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Ταλιέσιν γεννήθηκε από τη μάγισσα Καρίντουεν και απέκτησε την ποιητική του έμπνευση από τις τρεις σταγόνες που πετάχθηκαν έξω από τη χύτρα της και τις οποίες έγλειψε ο παραγιός της Γκουιόν Μπαχ.

«Από τη χύτρα της Καρίντουεν
Απέκτησα την ποιητική μούσα.... 
Ύστερα κάθισα για εννιά μήνες
Στης γριάς Καρίντουεν τη μήτρα.
Στην αρχή ήμουν ο μικρός Γκουιόν
Αλλά τώρα είμαι ο Ταλιέσιν.»

Ο Ταλιέσιν υιοθετήθηκε από τον Έλφιν, γιο του γαιοκτήμονα Γκουίντο, ο οποίος τον βρήκε μέσα σ’ ένα δερμάτινο σακούλι στη θάλασσα, εκεί που τον έριξε η Καρίντουεν, μιας και δεν πήγε η καρδιά της να τον σκοτώσει γιατί ήταν πολύ όμορφος. Το μωρό με το «λαμπερό μέτωπο» και «τη γνώση όλου του κόσμου συγκεντρωμένη στο στήθος του» ανατράφηκε στοργικά από τη γυναίκα του Έλφιν και απάλλαξε τον ίδιο από την προηγούμενη κακοτυχία του. 

Όταν ο Ταλιέσιν έγινε δεκατριών χρονών, ο Έλφιν πήγε να περάσει τα Χριστούγεννα στον θείο του, τον βασιλιά Μαίλγκον, που είχε καλέσει στο κάστρο του όλους τους ευγενείς, κι ένα πλήθος ιπποτών και αρχόντων. Μεταξύ τους άρχισε μια συζήτηση για το αν υπάρχει κάποιος που να έχει πιο ενάρετη σύζυγο και στην υπηρεσία του πιο ικανούς και σοφούς βάρδους από τον Μαίλγκον.

Παίρνοντας μέρος στη συζήτηση ο Έλφιν είπε: «Δεν είναι σωστό ένας βασιλιάς να συναγωνιστεί με κάποιον που δεν είναι βασιλιάς. Αλλά αν δεν ήταν βασιλιάς θα έλεγα πως η γυναίκα μου είναι τόσο ενάρετη όσο οποιαδήποτε κυρία στο βασίλειο και επίσης ότι έχω ένα βάρδο που είναι πιο επιδέξιος από όλους τους βάρδους του βασιλιά»

Όταν το άκουσε αυτό ο Μαίλγκον διέταξε να ρίξουν τον Έλφιν στη φυλακή μέχρι να κρίνει ο βασιλιάς τις αρετές της συζύγου του και τη σοφία του βάρδου του. Κι ενώ ο Έλφιν βρέθηκε αλυσοδεμένος με ασημένια αλυσίδα σ’ ένα πύργο του κάστρου, ο βασιλιάς έστειλε το γιο του, Ρουν, τον πιο άχαρο άντρα του κόσμου, να ερευνήσει τη συμπεριφορά της συζύγου του. 

Ενώ εκείνος πήγαινε στο σπίτι του Έλφιν με πρόθεση να ντροπιάσει τη σύζυγό του, ο Ταλιέσιν φανέρωσε στην κυρία του τη φυλάκιση του Έλφιν και τις προθέσεις του Ρουν, και τη συμβούλεψε να ντύσει μια από τις κοπέλες της κουζίνας με τα ρούχα της και να τη στολίσει με τα κοσμήματά της, πράγμα που εκείνη έκανε αμέσως. Την έβαλε να καθίσει στην τραπεζαρία κι εκείνη πήρε τη θέση της υπηρέτριας. 

Τότε έφτασε ο Ρουν και τον υποδέχτηκαν θερμά, γιατί όλοι οι υπηρέτες τον γνώριζαν, και τον έφεραν στο δωμάτιο όπου δειπνούσε η ψεύτικη κυρία τους, που τον υποδέχτηκε εγκάρδια και τον κάλεσε στο δείπνο. Τότε ο Ρουν άρχισε να χαριεντίζεται μαζί της και η κοπέλα μέθυσε τόσο ώστε αποκοιμήθηκε. Αιτία ήταν η σκόνη που ο Ρουν είχε βάλει στο ποτό της, που την έκανε να κοιμηθεί τόσο βαθειά ώστε δεν ένοιωσε πόνο καθώς ο Ρουν της έκοψε το μικρό της δάχτυλο που φορούσε το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο που ο Έλφιν είχε στείλει λίγο πριν στη γυναίκα του ως μήνυμα. 

Ο Ρουν επέστρεψε στο βασιλιά με το δάχτυλο και το δαχτυλίδι ως απόδειξη ότι της το έκοψε χωρίς εκείνη να ξυπνήσει από τον ύπνο της. Ο βασιλιάς καταχάρηκε, κάλεσε τον Έλφιν από τη φυλακή του και, δείχνοντάς του το δάχτυλο και το δαχτυλίδι, του είπε πως είναι ανόητο για έναν άντρα να εμπιστεύεται τις αρετές της γυναίκας του όταν δεν μπορεί να τη βλέπει.

Ο Έλφιν του απάντησε ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι το δαχτυλίδι ήταν δικό του αλλά αρνιόταν ότι εκείνο το απεριποίητο, χοντροφτιαγμένο δάχτυλο που το φορούσε ήταν της γυναίκας του. Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ με αυτή την απάντηση και ξανάστειλε τον Έλφιν στη φυλακή μέχρι να ερευνήσει το θέμα του δακτύλου και επίσης να εξετάσει τη σοφία του βάρδου του.

Ο Ταλιέσιν κατάφερε να επικρατήσει επί των εικοσιτεσσάρων βάρδων του Μαίλγκον και του πρωτοβάρδου Heinin. Το μακρόσυρτο τραγούδι του, μάλιστα, σήκωσε τέτοια καταιγίδα που ο βασιλιάς και οι άρχοντες φοβήθηκαν πως το κάστρο θα πέσει στα κεφάλια τους. Έτσι ο βασιλιάς διέταξε κι έβγαλαν αμέσως τον Έλφιν από το μπουντρούμι και τον έφεραν μπροστά στον Ταλιέσιν. Και η ιστορία λέει πως ο Ταλιέσιν τραγούδησε ένα σκοπό κι έσπασαν οι ασημένιες αλυσίδες που του έδεναν τα πόδια. Αφού ελευθέρωσε τον κύριό του κι αποστόμωσε τους βάρδους του βασιλιά, ζήτησε κι έφεραν τη γυναίκα του Έλφιν και έδειξε σε όλους ότι δεν της έλειπε κανένα δάχτυλο.

Στην ιστορία αυτή, βέβαια, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο βάρδος Ταλιέσιν, τις συμβουλές του οποίου εφάρμοσε πιστά η γυναίκα του Έλφιν. Το μοτίβο της αντικατάστασης της «υπό δοκιμασία» γυναίκας – συζύγου ή αδελφής – από μια υπηρέτρια το βρίσκουμε αυτούσιο σε ελληνικά παραμύθια και παραλογές, με τη διαφορά ότι εκεί το σχέδιο το συλλαμβάνει η ίδια η γυναίκα.

Η ιστορία του Γκουιόν Μπαχ, μετάφραση, επιμέλεια:  Άννα Αλιφραγκή

Η χύτρα της Καρίντουεν και ο Γκουιόν Μπαχ
_____________


Ιμογένη, «μια καρδιά που συντρίβεται αλλά που δεν σαστίζει...»

Tο στοίχημα για την αρετή μιας γυναίκας, ικανής ν’ αντέξει σε κάθε πειρασμό, ν’ ανταπεξέλθει στον πόνο της άδικης συκοφάντησης και της συζυγικής προδοσίας, για να δικαιωθεί στο τέλος και να ενωθεί ξανά με τον μετανοημένο σύζυγο, δανείζεται από τον Βοκάκιο ο Σαίξπηρ στον «Κυμβελίνο», έργο γραμμένο γύρω στα 1609-1610. Σ΄αυτή του την «τραγική κωμωδία» ή «ρομαντικό δράμα» ή «παραμυθόδραμα», στο μεταίχμιο μυθιστορήματος περιπετειών και θεάτρου, κεντρική μορφή είναι η Ιμογένη, κόρη και φυσική διάδοχος του βασιλιά Κυμβελίνου, το ωραιότερο γυναικείο πρόσωπο - για πολλούς - απ’όσα έπλασε ο Σαίξπηρ. 

«Τρυφερή και ανεπιτήδευτη, η Ιμογένη συνδυάζει την απόλυτη απλότητα μέ ό,τι το πιο θαυμαστά πολυσύνθετο. Είναι ένα θελκτικό κράμα από καλοσύνη, ειλικρίνεια και τρυφερότητα, μαζί με πάθος, πνευματικότητα και ποίηση. Αν και πλάσμα στολισμένο με τα πιο σπάνια χαρίσματα, δεν μοιάζει καθόλου με τις συμβατικές υπάρξεις που μας προτείνει κατά κανόνα η ρομαντική ποίηση. Πίσω από την υψηλή της αφοσίωση, την αυθεντική της ευγένεια και την ήρεμη χάρη της, καραδοκεί μια δύναμη ψυχής αξιοθαύμαστη. Τη γενικότερη μάλιστα αρετή της μπορεί ίσως κανείς να την εντοπίσει στη σταθερότητα μιας καρδιάς που συντρίβεται αλλά που δεν σαστίζει».

(Άγγελος Τερζάκης, από το πρόγραμμα της παράστασης που ανέβασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1957 -58 το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού)

Cymbeline, Posthumus and Imogen by Henry Justice Ford.
__________________

Παρά τη θέληση του πατέρα της, η Ιμογένη παντρεύεται έναν «παρακατιανό», τον Πόστουμο Λεονάτο. Φτωχός αλλά από αρχοντική γενιά, έμεινε ορφανός από πολύ μικρός και ανατράφηκε από τον Κυμβελίνο στο παλάτι και πήρε όλη τη μόρφωση που του παρείχε η εποχή του.«Όλοι τον αγαπούσαν και τον παίνευαν - ακούμε από το στόμα ενός αυλικού - κι ήταν παράδειγμα  για τους νέους και καθρέφτης για τους πιο μεστωμένους, για να γίνονται πιο καλοί.» Για να τον διαλέξει, άλλωστε,  γι' άντρα της η  Ιμογένη, πάει να πει πως κι αυτός είναι ξεχωριστός: «η δική της αξία κηρύχνει πόσο εχτίμησε την αρετή του»«Ένα πλάσμα εξαιρετικό σαν κι αυτή δεν μπορεί να έχει πλανηθεί και να δώσει την καρδιά της σ’ έναν τυχαίο».

O Κυμβελίνος, μπλεγμένος στα δίχτυα της δεύτερης γυναίκας του, μοχθηρής και ραδιούργας, που τον έχει μετατρέψει σε πιόνι της, οργίζεται με τον «αταίριαστο» γάμο της κόρης του και εξορίζει τον Πόστουμο στην Ιταλία. Η βασίλισσα, κακόβουλη και μάγισσα όπως η μητριά της Χιονάτης, σκοπεύει να τοποθετήσει στο θρόνο, ως σύζυγο της Ιμογένης, τον Κλοτέν, γιο της από τον πρώτο γάμο, τον οποίο η βασιλοπούλα αποστρέφεται για τον άξεστο και αυθάδη χαρακτήρα του. 

Cymbeline's palace in Britain : Imogen, Posthumus, Queen, Cymbeline
Painted by W. Hamilton R. A. - Engraved by Thomas Burke, 1795
____________

Στην Ιταλία ο Πόστουμος, φιλοξενούμενος στο σπίτι ενός φίλου του πατρικού, γνωρίζει τον Ιάκιμο, γλετζέ και γυναικά. Η συζήτηση, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, ήρθε στο θέμα των γυναικών και της τιμής τους. Ο Iάκιμος, κυνικός, ματαιόδοξος και πεπεισμένος πως όλες οι γυναίκες είναι εκ φύσεως ακόλαστες, στοιχηματίζει δέκα χιλιάδες δουκάτα ότι θα καταφέρει να ξελογιάσει την Ιμογένη και να φέρει «τεκμήριο ικανό πως χάρηκε το πιο ακριβό σωματικό της μέρος». Ο Πόστουμος, όπως μαθαίνουμε, είχε εμπλακεί ξανά παλιότερα σε μια παρόμοια ιστορία, η οποία παρ’ ολίγο θα κατέληγε σε μονομαχία: 

«Τούτος ο κύριος [ο Πόστουμος] τότε εβεβαίωνε – και μ’ εγγύηση να το υποστηρίξει με το αίμα του – πως η δικιά του ήταν η πιο ωραία, ενάρετη, φρόνιμη, αγνή, πιστή, προικισμένη και πιο δύσκολα να πλανευτεί από την πιο σπάνια γυναίκα της Γαλλίας.»

Ο Πόστουμος δε διστάζει να παρασυρθεί στο ίδιο σφάλμα, ίσως από τη μεγαλόψυχη πίστη του πως έχει χρέος να υποστηρίξει δημόσια την αρετή της αγαπημένης γυναίκας κι ίσως πάλι κι από κάποια αφελή κομπαστική διάθεση κρυμμένη στην καρδιά του. Στοιχηματίζει, λοιπόν, στην αγνότητα της Ιμογένης το διαμαντένιο δαχτυλίδι που του χάρισε η ίδια, λίγο πριν φύγει για την εξορία και είναι ξανά έτοιμος να καταφύγει σε μονομαχία, αν ο Ιάκιμος αποτύχει να την ξελογιάσει. Η συμφωνία επικυρώνεται με συμβολαιογράφο και ο Ιάκιμος φεύγει για την Βρετανία. 

Posthumus and Imogen by John Faed
«...φόρεσε αυτό για χάρη μου· είναι χειροπέδα αγάπης»
____________

«Η κυρά μου ξεπερνάει σε καλοσύνη το πελώριο μέγεθος της ανάξιας ιδέας σου...»

Πόστουμος: Η Ιταλία σας δεν έχει κανέναν τόσο ξεσκολισμένον αυλικό για να καταχτήσει την τιμή της κυράς μου...

Ιάκιμος: Με πέντε φορές τόση συνομιλία θα ’χα κερδίσει έδαφος στην ωραία κυρά σου, θα την είχα κάνει να υποχωρεί, ακόμα και να παραδοθεί, αν είχα την ευκαιρία να με δεχτεί φιλικά.

Πόστουμος: Όχι, όχι.

Ιάκιμος: Εγώ στοιχηματίζω τη μισή μου περιουσία με το δαχτυλίδι σου, που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει κάτι παραπάνω απ’ αυτό· αλλά το στοίχημά μου ματιάζει μάλλον την πεποίθησή σου παρά τη φήμη της· και μάλιστα για ν’ αποκλείσω προσωπική σου προσβολή, τολμάω να το επιχειρήσω με οποιαδήποτε κυρία στον κόσμο.

Πόστουμος: Είσαι πολύ γελασμένος με την τόση σου αυτοπεποίθηση· και δεν αμφιβάλλω πως θα υποστείς ό,τι σου αξίζει με τη δοκιμή σου.

Ιάκιμος: Δηλαδή τι; 

Πόστουμος: Την απόκρουση· αν και η δοκιμή σου, όπως τη λες, αξίζει κάτι παραπάνω - και τιμωρία.

Ιάκιμος: Θα ’θελα να ’χα βάλει την περιουσία μου, και του γείτονά μου αποπάνω, για ν’ αποδείξω αυτό που είπα! 

Πόστουμος: Ποια κυρία θα διάλεγες για να της ριχτείς;

Ιάκιμος: Τη δική σου· που η σταθερότητά της λες πως είναι σίγουρη, θα σου βάλω δέκα χιλιάδες δουκάτα για το δαχτυλίδι σου, και να με συστήσεις στην αυλή που μένει η κυρά σου, χωρίς άλλην αβάντα παρά μόνο την ευκαιρία να την ιδώ και δεύτερη φορά, και θα σου φέρω από κει αυτή την τιμή της που τη φαντάζεσαι τόσο καλοφυλαγμένη.

Πόστουμος: Θα βάλω στο χρυσάφι σου χρυσάφι κι εγώ: το δαχτυλιδι μου το ’ χω ακριβό όσο και το δάχτυλό μου· είναι κομμάτι του.

Ιάκιμος: Φοβάσαι και γι’ αυτό είσαι πιο φρόνιμος. Αν αγοράζεις το γυναίκειο κρέας ένα εκατομμύριο το δράμι, δε μπορείς να το φυλάξεις από το μόλυσμα. Μα βλέπω πως είσαι θεοφοβούμενος, γιατί φοβάσαι.

Πόστουμος: Την έχεις εύκολη τη γλώσσα, αλλά ελπίζω να ’ναι πιο σοβαρές οι προθέσεις σου.
Ιάκιμος: Είμαι υπεύθυνος για τα λόγια μου, κι αναλαβαίνω να κάνω αυτό που είπαμε, τ’ ορκίζομαι.

Πόστουμος: Πραγματικά; Να γραφτούν οι όροι μεταξύ μας: η κυρά μου ξεπερνάει σε καλοσύνη το πελώριο μέγεθος της ανάξιας ιδέας σου· σε προκαλώ σ’ αυτόν τον αγώνα. Να το δαχτυλίδι μου.

Ιάκιμος: Μα τους θεούς, έγινε. Αν δε σου φέρω τεκμήριο ικανό πως εχάρηκα το πιο ακριβό σωματικό μέρος της κυράς σου, οι δέκα χιλιάδες δουκάτα μου είναι δικά σου· το ίδιο και το διαμάντι σου: αν γυρίσω και την αφήσω έτσι τίμια όπως εσύ την πιστεύεις, αυτή ο θησαυρός σου, τούτος ο θησαυρός σου και το χρυσάφι μου είναι δικά σου· με την προϋπόθεση πως θα ’χω τη σύστασή σου για να με δεχτούν ελεύθερα.

Πόστουμος: Δέχομαι αυτούς τους όρους· να τους έχουμε γραφτούς. Μόνο, υποχρεώνεσαι σε τούτο εδώ: εάν κάνεις το ταξίδι σου μ’ επιτυχία και μου δώσεις καθαρά να το καταλάβω πως έκαμες το δικό σου, δεν είμαι πια εχθρός σου· δεν αξίζει να τσακωθούμε γι’ αυτή: αν μείνει ανέγγιχτη - αν δε μπορέσεις ν’ αποδείξεις το αντίθετο - για την κακή σου γνώμη και την επίθεση που έκαμες στην αγνότητά της, θα μου δώσεις λόγο με το σπαθί σου.


Posthumus and Iachimo
Illustrator: H. C. Selous - Engraver: Frederick Wentworth
__________________

«Ω θράσος, γίνου φίλος μου!»

Ο Ιάκιμος φτάνει στη βασιλική αυλή και παραδίδει στην Ιμογένη την επιστολή του συζύγου της, που της ζητά να δείξει εγκαρδιότητα στον ευγενικό ξένο. Μπροστά στα κάλλη της βασιλοπούλας, επιστρατεύει όλο του το θράσος, κολακεύοντας από τη μια την«πανώρια δέσποινα» και κακολογώντας από την άλλη τον Πόστουμο, τον οποίο παρουσιάζει ως γλετζέ και άπιστο. Την προτρέπει να τον εκδικηθεί, πληρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα και προσφέρεται, βέβαια ο ίδιος να πάρει τη θέση του στο κρεβάτι της. 

Η Ιμογένη όμως δεν παρασύρεται, όπως ο Πόστουμος και έξαλλη από τη θρασύτητά του, είναι έτοιμη να τον πετάξει έξω από το παλάτι. Ο Ιάκιμος κάνει επιτόπου στροφή και ισχυρίζεται ότι όλο αυτό ήταν τάχα «δοκιμασία» της πίστης της κι ο Πόστουμος, τον οποίο μακαρίζει για την τύχη του, είναι «ένας άγιος, σαν θεός ανάμεσα στους άντρες». Παίζει το τελευταίο του χαρτί, ζητώντας από την Ιμογένη να φυλάξει για χάρη του μια κασέλα μ' ένα ανεκτίμητης αξίας δώρο για τον αυτοκράτορα. 

Ιάκιμος: Ω, πανώρια ψυχή, το δίκιο σου μου σφάζει με λύπη την καρδιά, που μ’ αρρωσταίνει. 
Τόσο ωραία κυρά - που αν ήταν συνδεμένη με αυτοκρατορία θα ’κανε και τον πιο μεγάλον βασιλιά διπλόν - να ’ναι ταίρι με μάγκες μισθωμένους μ’ αυτοεπιδότηση απ’ το ίδιο σου ταμείο! με αλήτες παθιασμένους, που για χρήμα παίζουν μ’ όλα τα σακατλίκια που μπορεί η σαπίλα να δανείσει στη φύση! Μιάσματα, αποβράσματα τέτοια, που είν’ ικανά να φαρμακώσουν το φαρμάκι! Να εκδικηθείς! Αλλιώς εκείνη που σε γέννησε δεν ήτανε βασίλισσα, κι έχεις ξεπέσει απ’ το μεγάλο σου το σόι.

Ιμογένη: Να εκδικηθώ! και πώς να εκδικηθώ; Αν αυτά είν’ αλήθεια - έχω καρδιά που δεν αφήνει να γελαστούνε και τα δυο τ’ αφτιά μου βιαστικά -, αν είν’ αλήθεια, πώς να εκδικηθώ;

Ιάκιμος: Να μ’ έχει εμένα σαν τον ιερέα της Άρτεμης ανάμεσα σε κρύα σεντόνια, ενώ αυτός παίζει με τσούλες τις καβάλες, για το πείσμα σου, και με λεφτά σου; Να εκδικηθείς. Εγώ προσφέρομαι για τη γλυκιά σου ευχαρίστηση, πιο ευγενικός από τον αποστάτη αυτόν της κλίνης σου, και θα ’μαι πάντοτε πιστός στη λατρεία σου, μυστικός και σίγουρος. Άσε να κάνω προσφορά λατρείας στα χείλη σου. 

Ιμογένη: Μακριά από μένα! Κρίμα που τ’ αφτιά μου σ’ άκουσαν τόσην ώρα. Αν εσύ ’σουν τίμιος, θα ’χες πει αυτό το παραμύθι γι’ αρετή, και όχι για τέτοιον στόχο, τόσο πρόστυχον κι αλλόκοτον. Προσβάλλεις έναν άρχοντα, που απέχει τόσο απ’ την αναφορά σου, όσο εσύ από την τιμή, και ρίχνεσαι σε μία κυρία εδώ, που σε σιχαίνεται το ίδιο εσένα και τον διάβολο. ...ο  βασιλιάς πατέρας μου πρέπει να μάθει την προσβολή σου· αν το βρει σωστό, ένας ξένος θρασύς μες στο παλάτι του να παζαρεύει σαν σε ρωμαϊκόν λουτρώνα και να φανερώνει σε μας τη χτηνωδία του, έχει αυλή που λίγο τη νοιάζεται και θυγατέρα που καθόλου δεν την τιμάει. 

Ιάκιμος: Ω, τυχερέ Λεονάτο! Ομολογάω και λέω: η πίστη που η κυρά σου έχει σε σένα αξίζει την εμπιστοσύνη σου, κι η αρετή σου η υπερτέλεια την ακλόνητή της πίστη. Να ζείτε ευλογημένοι: ταίρι του πιο άξιου που ποτέ μια χώρα τον ονόμασε δικόν της· κι εσύ η κυρά του, που ταιριάζεις μόνον στον αξιότερο. Συχώρεσέ με. Είπα ό,τι είπα, για να μάθω αν έχει η πίστη σου ρίζες βαθιές, να κάνει τον αφέντη σου αυτό που είναι· και είναι ο πιο πιστός που γίνεται άντρας· ένας άγιος που γοητεύει και τραβάει τα πλήθη· όλου του κόσμου οι μισές καρδιές είναι δικές του.

Ιμογένη: Τα διορθώνεις.

Ιάκιμος: Κάθεται ανάμεσα στους άντρες σαν θεός: έχει μια τίμια αίγλη απάνω του που φαίνεται πιο πάνω από θνητός. Μη μου θυμώνεις, υπέροχη πριγκίπισσα, που διακινδύνεψα να δοκιμάσω πώς θα δεχόσουν μια ψεύτικη αναφορά· που ετίμησε με επιβεβαίωση την κρίση σου την έξοχη που διάλεξε έναν κύριο τόσο σπάνιον, που ξέρεις δεν πλανιέται. Απ’ την αγάπη μου γι’ αυτόν σε λίχνισα έτσι· μα οι θεοί, αντίθετα απ’ τις άλλες όλες, σ’ έκαμαν δίχως άχυρα. Παρακαλώ, συχώρεσέ με.

Ιμογένη: Καλά, κύριε. Η δύναμή μου στην αυλή δίκιά σου.

Ιάκιμος: Τα ταπεινά μου ευχαριστώ. Σχεδόν λησμόνησα· έχω μια χάρη να ζητήσω από τη χάρη σου, μικρή, μα ’ναι να γίνει αμέσως, γιατί ενδιαφέρει τον κύριό σου, εμένα κι άλλους φίλους ευγενείς, που συμμετέχουν στη δουλειά.

Ιμογένη: Τι ’ναι, παρακαλώ;

Ιάκιμος: Μια δεκαριά Ρωμαίοι δικοί μας κι ο κύριός σου, το πιο καλό φτερό μες στη φτερούγα μας, εβάλαν από ένα ποσό για ν’ αγοράσουν ένα δώρο για τον αυτοκράτορα· κι εγώ, που ανάλαβα τα υπόλοιπα, το πήρα στη Γαλλία· είν’ έν’ ασημικό σπάνιας τέχνης και περίτεχνα ακριβά πετράδια· αξίας μεγάλης·κι είμ’ εγώ κάπως ανήσυχος, όντας ξένος, να τα ’χω ασφαλισμένα. Μήπως θα ’θελες ν’ αναλάβαινες τη φύλαξή τους;

Ιμογένη: Πρόθυμα· και να εγγυηθώ με την τιμή μου για την ασφάλειά τους· μια κι ο κύριός μου ενδιαφέρεται γι' αυτά, θα τα φυλάξω μες στην κρεβατοκάμαρά μου.

Ιάκιμος:  Είναι σε μια κασέλα, που τηνε προσέχουν άνθρωποί μου· θ’ αποκοτήσω να σ’ τους στείλω, μόνο γι’ απόψε, αύριο φεύγω...

Ιμογένη: Στείλε την κασέλα σου σε μένα· θα την έχω σε ασφάλεια και θα σ' την παραδώσω ακέραια.

Ιάκιμος: Άσε να κάνω προσφορά λατρείας στα χείλη σου.
Illustrator: Kenny Meadows - Engraver: John Orrin Smith
_____________

Μέσα στην κασέλα, την οποία η Ιμογένη, ανυποψίαστη, αναλαμβάνει να φυλάξει στην κάμαρά της, κρύβεται ο ίδιος ο Ιάκιμος. Μόλις εκείνη παραδοθεί στον ύπνο, θα βγει και θα βάλει σ' εφαρμογή το δόλιο σχεδιό του.

Ιάκιμος: Μ’ ας δω το σκέδιό μου, να παρατηρήσω το δωμάτιο· όλα να τα καταγράψω: τέτοιες και τέτοιες ζουγραφιές· κει το παράθυρο· τέτοιος ο διάκοσμος του κρεβατιού της· οι κουρτίνες, σκέδια, να, τέτοια και τέτοια· κι ό,τι παρασταίνουν. Α, κάποια φυσικά σημάδια του κορμιού της, που πάνω από χιλιάδες έπιπλα και πράματα πιστοποιούν, ας μου πλουτίσουν τον κατάλογο.
Ω, ύπνε, μιμητή θανάτου, πλάκωσέ την βαριά· να ’ν’ η αίσθησή της σαν σε μαυσωλείο άγαλμα έτσι πλαγιασμένο. Έβγα, έβγα!

(Της βγάζει και παίρνει το βραχιόλι της.)

Δεν ήταν γόρδιος δεσμός, εγλίστρησε εύκολα!

Το ’ χω· και τούτο το εξωτερικό τεκμήριο, πιο δυνατό απ’ το από μέσα, τη συνείδηση, θα τρελάνει τον άντρα της. Στ’ αριστερό της στήθος μια ελιά με πέντε βούλες, σαν τις κρεμεζιές στάλες στο βάθος ανεμώνας: τούτη είναι εγγύηση πιο δυνατή, από όποια με όποιον νόμο: αυτό εδώ το μυστικό θα τόνε βιάσει να πιστέψει πως έσπασα την κλειδαριά και πήρα της τιμής της τον θησαυρό. Αρκούν.

"Δεν ήταν γόρδιος δεσμός, εγλίστρησε εύκολα" 
Illustration by Louis Rhead, designed for an edition of Lamb's Tales, copyrighted 1918.
_____________________ 

Τεκμήρια μιας απιστίας που ουδέποτε διεπράχθη...

Ο Ιάκιμος γυρίζει στην Ιταλία και με την άνεση του τέλειου στο είδος του παίκτη, αραδιάζει με  ψυχολογημένη διαβάθμιση τις αποδείξεις που έχει δόλια συγκεντρώσει: περιγράφει την κρεβατοκάμαρα της Ιμογένης και του δείχνει το βραχιόλι - δώρο του Πόστουμου λίγο πριν φύγει εξορία - που της απέσπασε ενώ εκείνη κοιμόταν, ισχυριζόμενος πως «το 'βγαλε από το μπράτσο της, του το' δωσε και του 'πε πόσο ακριβό της ήταν πριν»

Ο Πόστουμος βιάζεται να πιστέψει κάθε ψευτιά και να ονομάσει «πόρνη» εκείνη που στην αγνότητά της, πριν από λίγες μέρες, στοιχημάτιζε τη ζωή του. Ακολουθεί όμως, προσωρινά, τη συμβουλή του πατρικού φίλου, του Φιλάριου, ο οποίος τον συγκρατεί με λογικά επιχειρήματα και ζητάει «του κορμιού σημάδι, πιο πειστικό από το βραχιόλι». Κι ο Ιάκιμος του προσφέρει το τελευταίο και «αδιάσειστο» τεκμήριο της συζυγικής απιστίας: «στ' αριστερό της στήθος μια ελιά με πέντε βούλες». 

Ο Ιάκιμος όμως, ένας «αλκοολικός του αισθησιασμού», παίζει για το μεθύσι περισσότερο, παρά για το κέρδος. Μοιάζει με τον Ιάγο αλλά διαφέρει κι όλας: η κακία του Ιάγου, στερημένη από κάθε περίβλημα ηθικής και ιδεατής σκοπιμότητας, αφού δολοπλοκήσει, συνωμοτήσει, συκοφαντήσει και παγιδεύσει τους άλλους, δεν θα ικανοποιηθεί παρά μόνο με τη δική του καταστροφή.Ο Ιάκιμος, όταν καταφέρει και το σκληρότερο χτύπημα στον Πόστουμο και κερδίσει τη στοίχημα, μοιάζει απόλυτα ικανοποιημένος και σαν ν' ανακτά τη χαμένη ηθική του: μ’ όλη του την καρδιά θα σπεύσει μαζί με τον Φιλάριο να προλάβουν τον Πόστουμο, μήπως και στη μανία του βλάψει τον εαυτό του. Κέρδισε το στοίχημα, η εχθρότητα για τον αντίπαλο περισσεύει.

Ιάκιμος: Είν’ η κυρά σου μια απ’ τις ωραιότερες που έχω ιδεί. 

Πόστουμος: Μαζί κι η πιο καλή· αλλιώς η ομορφιά της ας βγει στο παραθύρι να μαυλάει ψεύτικες καρδιές ψευτίζοντας μαζί κι η ίδια.[...] Λάμπει το διαμάντι μου όπως ελαμπε; Η μην είναι πολύ θαμπό για την κομψότητά σου;

Ιάκιμος: Αν το ’χα χάσει, θα ’χα χάσει την αξία του σε χρυσάφι. Ταξίδι κάνω άλλο τόσο μακρύ για να χαρώ άλλη μια νύχτα τόσης σύντομης γλύκας σαν αυτή που απόλαψα στη Βρετανία· γιατί το κέρδισα το δαχτυλίδι.

Πόστουμος: Η πέτρα είναι πολύ σκληρή για να ενδώσει. 

Ιάκιμος: Καθόλου, αφού η κυρά σου ήταν τόσο εύκολη.

Πόστουμος: Μη, κύριε, τον χαμό σου τον γυρνάς στ’ αστεία· ξέρεις θαρρώ πως δε μπορεί να συνεχίσουμε να ’μαστε φίλοι.

Ιάκιμος: Καλέ μου κύριε, πρέπει, αν στέκεσαι στη συμφωνία. Αν γύριζα χωρίς τη γνώρα της κυράς σου, ομολογώ πως θα ’χαμε να ειπούμε κι άλλα, μα τώρα εγώ δηλώνω πως έχω κερδίσει την τιμή της, αντάμα με το δαχτυλίδι σου και δίχως να βιάσω εκείνη είτε σένα, παρά αφού το θελήσατε κι οι δυο σας.

Πόστουμος: Αν φανερά αποδείξεις πως την εδοκίμασες στο κρεβάτι, το χέρι και το δαχτυλίδι μου είναι δικά σου· αν όχι, η γνώμη σου η αισχρή για την αγνή της την τιμή κερδίζει ή χάνει το σπαθί, το δικό σου ή το δικό μου, ή τα δυο τ’ αφήνει αδέσποτα για όποιον τα βρει.

Ιάκιμος: Κύριε, τα καθέκαστα, όπως θα τα εκθέσω, τόσο σιμά είναι στην αλήθεια, που θα σ' αναγκάσουν αμέσως να πιστέψεις: και για την αξία τους θα βεβαιώσω με όρκο· που, δεν αμφιβάλλω, θα με απαλλάξεις απ’ αυτό, όταν βρεις πως δε σου χρειάζεται.[...]


Iachimo, Posthumus and Philario
Illustrator: H. C. Selous - Engraver: Frederick Wentworth
___________________

Η λεπτομερής περιγραφή της κρεβατοκάμαρας, ωστόσο, δεν πείθει τον Πόστουμο – η καλή μνήμη δεν αποτελεί τεκμήριο ισχυρό – κι έτσι ο Ιάκιμος παρουσιάζει το βραχιόλι που πήρε από την κοιμισμένη Ιμογένη: 

Πόστουμος: Ας παραδεχτούμε πως τα είδες όλ’ αυτά - κι αξίζει να παινέσουμε τη μνήμη σου -, η περιγραφή της κάμαράς της δε σου γλιτώνει τίποτα απ’ το στοίχημα.

Ιάκιμος: Τότε, αν μπορείς, στυλώσου: μόνο επίτρεψέ μου να παρουσιάσω αυτό το κόσμημα· ιδές το! (δείχνοντας το βραχιόλι) και τώρα πάλι εδώ· πρέπει να παντρευτεί με κείνο το διαμάντι σου· θα τα φυλάξω.

Πόστουμος: Θεέ μου! άσε να το ξαναϊδώ. Είναι κείνο που της άφησα;

Ιάκιμος: Ναι, κύριε - την ευχαριστώ -, είν’ εκείνο: το ’βγαλε από το μπράτσο της· τη βλέπω ακόμη· η νόστιμη κίνησή της ενώ ξεπούλαγε το δώρο της, το πλούτιζε μαζί. Μου το ’δώσε και μου ’πε πόσο ακριβό της ήταν πριν.

Πόστουμος: Μπορεί να το ’βγάλε να μου το στείλει.

Ιάκιμος: Σου γράφει τέτοιο πράμα, ε, σου γράφει;

Πόστουμος: Ω, όχι, όχι, είν’ αλήθεια. Να, πάρε και τούτο·

(δίνει το δαχτυλίδι)

γιατί ’ναι αστρίτης στη ματιά μου, με σκοτώνει κοιτάζοντάς το. Δεν είναι τιμή εκεί που είν’ ομορφιά· αλήθεια, όπου ’ναι μίμηση· αγάπη, εκεί που είν’ άλλος άντρας· οι όρκοι των γυναικών δεν τις δεσμεύουν πιο πολύ από τις αρετές τους, που είν’ ανύπαρκτες.Ω, πάνω από το μέτρο απάτη!

Φιλάριος: Υπομονή, κύριέ μου, κράτησε το δαχτυλίδι σου· δεν εκερδήθη ακόμα: αυτό μπορεί να το χάσε· ή ποιος ξέρει αν δεν δωροδοκήθηκε καμιά από τις γυναίκες και της το ’κλεψε;

Πόστουμος: Σωστά· κι ελπίζω έτσι να ’γινε. Δώσε μου πάλι το δαχτυλίδι. Θέλω του κορμιού σημάδι, πιο πειστικό από τούτο· τούτο είναι κλεμμένο.

Ιάκιμος: Μα τον Θεό, το έχω από το χέρι της.

Πόστουμος: Ακούς, ορκίζεται· στον Δία ορκίζεται. Είναι αλήθεια· όχι, κράτησε το δαχτυλίδι· αλήθεια: έχω πεποίθηση πως δε θα το ’χανε· όλες οι ακόλουθές της είναι τίμιες, ορκισμένες· αυτές να πλανηθούν και να το κλέψουν! και από ξένον! Όχι, τη χάρηκε· τεκμήριο είναι τούτο της ασωτείας της· αγόρασε μ’ αυτό ακριβά της πόρνης τ’ όνομα. Να, πάρε δω τον κόπο σου· κι όλοι οι διαβόλοι του Άδη ας σε μοιραστούν!

Φιλάριος: Για βάστα, κύριε, αυτό δεν είναι αρκετά ισχυρό να το πιστέψει ένας με πεποίθηση – 

Πόστουμος: Μη συζητάς· την πήδησε.

Ιάκιμος: Αν θέλεις κι άλλη ικανοποίηση, κάτω από το στήθος της, που αξίζει να το σφίξεις, είναι μια ελιά, πολύ περήφανη γι’ αυτή την τόσο τρυφερή κατοικία: μα τη ζωή, τη φίλησα, και μου άναψε την πείνα ευθύς να ξαναφάω, κι ας ήμουν χορτασμένος. Τον θυμάσαι αυτόν τον λεκέ του κορμιού της;

Πόστουμος: Ναι, κι αυτός βεβαιώνει άλλον λεκέ, μεγάλον τόσο, που μόνος του γεμίζει όλον τον Άδη. 

Ιάκιμος: Θέλεις ν’ ακούσεις κι άλλα;

Πόστουμος: Μη σπαταλάς τα νούμερά σου· μη μετράς φορές· τι μια, τι εκατομμύριο! 

Ιάκιμος: Θα πάρω όρκο!

Πόστουμος: Όχι όρκο. Αν ορκιστείς δεν έγινε, είπες ψέμα· θα σε σκοτώσω αν αρνηθείς πως με κεράτωσες. 

Ιάκιμος: Τίποτα δεν αρνιέμαι.

Πόστουμος: Ω, να την είχα εδώ, να τηνε κομματιάσω. Θα πάω να το κάνω εκεί, μες στο παλάτι, μπρος στον πατέρα της. Θα κάνω κάτι -

(Βγαίνει)

Φιλάριος: Βγήκε όλως διόλου απ' την κυβέρνια της υπομονής! εκέρδισες: ας πάμε να του διασκεδάσουμε τη λύσσα που τον έπιασε με τον εαυτό του.

Ιάκιμος: Μ' όλη μου την καρδιά.


Imogen in her bedchamber by Wilhelm Ferdinand Souchon.
__________________


«...δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα» (Ευριπίδη, Ιππόλυτος)

Ο «κατά φαντασίαν» απατημένος σύζυγος, με «απτές» τις αποδείξεις της απιστίας, ξεσπά το μίσος και την οργή του και ζητά απελπισμένα εκδίκηση. «Θα την κομμάτιαζε αν την είχε κοντά του, να την σκοτώσει μες στο παλάτι, μπρος στον πατέρα της, να κάνει κάτι...». Η μια πράξη διαδέχεται στο θολωμένο του μυαλό την άλλη και στο ξέσπασμά του, βάλλει εναντίον όλων των γυναικών, τις οποίες θεωρεί την επιτομή του κακού. Κι η ίδια του η μάνα δε γλυτώνει από τα πυρά του: «ερήμην του πολυσέβαστου πατέρα του, σφραγίστηκε κι αυτός, κίβδηλο προϊόν των εργαλείων κάποιου παραχαράκτη»!

Παρά την κατώτερη κοινωνική τους θέση στην πατριαρχική κοινωνία της αναγεννησιακής Αγγλίας, οι γυναίκες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του κοινωνικού προσώπου του άνδρα. Κι αν στο πεδίο της μάχης η τιμή του ήταν αποκλειστικά συνάρτηση της δικής του γενναιότητας ενάντια στον εχθρό, εν καιρώ ειρήνης, η δύναμή του πήγαζε από την εξασφάλιση της κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες του σπιτιού του.

Το άγχος των ανδρών, λοιπόν, για την γυναικεία σεξουαλικότητα πήγαζε μάλλον από το γεγονός ότι το γυναικείο σώμα ήταν σημαντικό για τον καθορισμό της ίδιας τους της ταυτότητας. Ένας σύζυγος έπρεπε πάση θυσία και προκειμένου να μην τρωθεί η κοινωνική και στρατιωτική του ισχύς, να μπορεί να εξασφαλίσει και να διατηρήσει την τιμή της γυναίκας του, η οποία λειτουργούσε όχι µόνον ως απόδειξη της σεξουαλικής του πυγµής αλλά και ως εγγύηση νόµιµων απογόνων. Αντίθετα, η γυναικεία απιστία υπονοούσε ανδρική ανεπάρκεια και μπορούσε να οδηγήσει σε νόθα παιδιά, πράγμα που καθιστούσε τον απατημένο σύζυγο αντικείμενο της κοινωνικής αποδοκιμασίας. 

Πόστουμος: Δεν είναι τρόπος να γεννιόνται ανθρώποι, παρά μόνον με συνεργούς γυναίκες; Όλοι είμαστε μούλοι·  όλοι, κι ο πολυσέβαστος εκείνος άντρας που τον λέω πατέρα μου, ποιος ξέρει πού ήταν τότε που εγώ σφραγίστηκα· κάποιος παραχαράκτης με τα εργαλεία του μ’ έκανε κίβδηλον. Κι όμως η μάνα μου Άρτεμη ήταν στον καιρό της· έτσι η γυναίκα μου είν’ η ασύγκριτη σε τούτον.

Ω, εκδίκηση, εκδίκηση! μου περιόριζε τη νόμιμη ηδονή μου και συχνά με ικέτευε να συγκρατιέμαι· το ’κανε με τόσο ρόδινη ντροπαλοσύνη, που η γλυκιά της θέα θ’ άναβε ακόμα και τον γέρο Κρόνο· εγώ την είχα αγνή σαν χιόνι ανήλιαγο. Ωχ, όλοι οι διαβόλοι! τούτος ο κίτρινος ο Ιάκιμος, σε μια ώρα μέσα - μια ώρα; Ή και πιο λίγο; Με την πρώτη; Ίσως δεν είπε λόγο, παρά, σαν βαλαντωμένος κάπρος της Γερμανίας, φώναξε «Ωχώ!» και την καβάλησε·  δεν βρήκε αντίσταση, παρ’ όση αυτό που εσκόπευε θα του ’κανε κι έπρεπε αυτή από προσβολή να το φυλάει. 

Να μπορούσα να ’βρω μέσα μου το μέρος της γυναίκας! Δεν υπάρχει ορμή στον άνθρωπο προς το κακό, παρά βεβαιώνω, είν’ απ’ το μέρος της γυναίκας· ψέμα θέλεις, γράφ’ το γυναίκειο·  κολακεία, γυναίκεια· απάτη, γυναίκεια·  ασέλγεια κι άχρειοι στοχασμοί, γυναίκειοι· πνεύμα εκδίκησης, γυναίκειο·  φιλοδοξίες, απληστίες, ιδιοτροπίες, ξιππασιές, πόθοι φτηνοί, συκοφαντίες, αστάθεια, όλα που λέει λάθη ο άνθρωπος, όχι, όσα η κόλαση γνωρίζει, ε, γυναίκεια, μέρος τους είτε όλα· μα μάλλον όλα· γιατί ως και στο κακό δεν είναι σταθερές, παρά ολοένα αλλάζουν τη μια κακία, παλιά ενός λεφτού, με άλλη που ’ναι μισό λεφτό πιο νέα. 

Θα γράψω ενάντια, θα τις μισώ και θα τις αναθεματίζω. Κι όμως θα ’ναι πιο έξυπνο το αληθινό το μίσος να εύχεται να γίνεται το θέλημά τους: οι ίδιοι οι σατανάδες δε μπορούν καλύτερα να τις βασανίσουν.


Othello: Act 5, Scene 2. Lithograph by Henri Gaugain.
_________________

«Ότι σ' αγάπησα: αυτή είναι η μόνη μου ανομία» 

Ο Πόστουμος όμως δεν είναι ο Οθέλλος, που πεπεισμένος από τον συκοφάντη Ιάγο, σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια την «άπιστη» και όταν καταλαβαίνει το λάθος του αυτοκτονεί. Ούτε η Ιμογένη είναι Δυσδαιμόνα – αν και οι δυο, παρακούοντας την πατρική απαγόρευση και κόντρα στις κοινωνικές προκαταλήψεις, παντρεύτηκαν εκείνον που αγάπησαν. Ούτε ο «Κυμβελίνος» είναι τραγωδία, αλλά παραμυθόδραμα και, όπως στα παραμύθια, το φόνο της «μοιχαλίδας» ο Πόστουμος θα τον αναθέσει στον πιστό του υπηρέτη, τον Πισάνιο, που γνωρίζει από πρώτο χέρι, τόσο την αθωότητα της κυράς του, όσο και την αιτία των κατηγοριών εναντίον της:

Πισάνιος: Πώς! για μοιχεία! γιατί δε γράφεις ποιο τέρας την κατηγοράει; Α, Λεονάτο, αφέντη μου! τι μόλυσμα παράξενο έπεσε στ’ αφτί σου! ποιος ψευτοϊταλός - με δηλητήριο στη γλώσσα και στο χέρι του - σου υπόταξε την πάρα πρόθυμη ακοή σου; Άνομη! όχι: μα ετούτη τιμωριέται για την πίστη της και δέχεται μάλλον σαν θεά παρά γυναίκα τέτοιες επιθέσεις που πατάνε αρετές. Ω, κύριε, η ιδέα σου τώρα γι' αυτήν είν’ τόσο κάτω όσο ήταν το έχει σου. Πώς! μ' εξορκίζεις στην αγάπη και στην πίστη, στους όρκους που έχω κάνει στα προστάγματά σου; Να την σκοτώσω; Εγώ, αυτήν;. Να χύσω το αίμα της; 

Αν είναι τέτοια υπηρεσία να κάνω, τότε μη μ’ έχεις για καλό υπηρέτη, Μοιάζω εγώ, τόσο λειψός από ανθρωπιά, να κάνω τέτοια;

Το γράμμα που παίρνει στα χέρια της η Ιμογένη- δόλιο και παραπλανητικό- την καλεί να συναντήσει τον σύζυγό της στο λιμάνι του Μίλφορντ, για να έρθει εκεί αντιμέτωπη με την αλήθεια, γραμμένη στο χαρτί  που της προτείνει ο Πισάνιος. Το χαρτί, «πιο κοφτερό κι από σπαθί», κομματιάζει την ψυχή, αναστατώνει το μυαλό της. Αθώα, όπως και η Δυσδαιμόνα, ψάχνει το λάθος της, για να καταλήξει, με άλλα λόγια, στην ίδια ομολογία: «Ότι σ' αγάπησα: αυτή είναι η μόνη μου ανομία.» Κι ενώ η Δυσδαιμόνα παρακαλάει τον Οθέλλο ν' αναβάλει το θάνατό της για την επόμενη μέρα, η Ιμογένη ικετεύει τον Πισάνιο να επισπεύσει το τέλος της: στην καρδιά της δεν έχει μείνει τίποτα άλλο από θλίψη.
  
Ιμογένη: (Διαβάζει.) «Η κυρά σου, Πισάνιε, έπαιξε την πόρνη στο κρεβάτι μου· τα τεκμήρια γι’ αυτό είναι μέσα μου και με σφάζουν. Δεν το λέω από αδύνατες υποθέσεις, παρά ’χω αποδείξεις δυνατές σαν τον πόνο μου και βεβαιες σαν την εκδίκηση που περιμένω. Αυτό θα το εκτελέσεις για χάρη μου, εσύ Πισάνιε, αν η πίστη σου σε μένα δεν εκόλλησε απ’ την προδοσία της. Με τα ίδια σου τα χέρια να της αφαιρέσεις τη ζωή· θα σου δωσω εγώ ευκαιρία στο λιμάνι του Μίλφορντ· της στέλνω γράμμα μου γι’ αυτόν τον σκοπό· εκεί, αν φοβηθείς να χτυπήσεις και να μου δώσεις τη βεβαιότητα πως έγινε, είσαι ο μεσίτης της ατιμίας της και το ίδιο άπιστος σε μένα».

Πισάνιος: Τι χρεία να βγάλω το σπαθί μου; Το χαρτί τής έχει κόψει κιόλα τον λαιμό. Όχι, η αβανιά, πιο κοφτερή κι από κόψη σπαθιού, που η γλώσσα της είν’ η πιο φαρμακερή απ’ του Νείλου όλα τα φίδια, που η πνοή της καβάλα στους γοργούς ανέμους ψευτίζει όλες τις γωνιές του κόσμου· βασιλιάδες, βασίλισσες, αξιώματα, κόρες, δέσποινες, τι λέω, στα μυστικά των τάφων μπαίνει αυτή η οχιά η αβανιά. - Κυρία, πώς είσαι;

Ιμογένη:  Στο στρώμα του άπιστη! Πώς είναι η απιστία; Να κείτεσαι άγρυπνη και να τον συλλογιέσαι; Να κλαις απ’ ώρα σε ώρα; 'Οταν νικάει τη φύση ο ύπνος, να κόβεται με όνειρο φριχτό γι’ αυτόν και να μου σκούζει ξύπνα; Είν' αυτό απιστία στο κρεβάτι του; Είναι;

Πισάνιος: Αλίμονο, κυρά μου!

Ιμογένη: Άπιστη εγώ! Η συνείδησή σου ας μαρτυρήσει! Ιάκιμε, εσύ τον κατηγόρησες γι’ αστάθεια· μα συ έδειχνες αχρείος τότε· θαρρώ τώρα η όψη σου είν’ αρκετά καλή. Κάποια Ιταλίδα κίσσα, ζωγραφιστή απ' τη μάνα της, τον εξεγέλασε: εγώ μπαγιάτεψα, φόρεμα παλιάς μόδας, κι όντας πολύ ακριβό να κρεμαστώ στον τοίχο, πρέπει να ξηλωθώ· να γίνω εγώ κομμάτια! Ω, οι όρκοι των αντρών των γυναικών προδότες! Την όψη την καλή σου, ω σύζυγέ μου αντάρτη, πρέπει να ειπούμε πως τη φόρεσες γι’ αχρειότητα· δεν είναι γεννητάτη εκεί που μεγαλώνει, παρά χει φορεθεί δόλωμα για γυναίκες.

[...] Φίλε μου, έλα, ας είσαι τίμιος συ· εχτέλεσε τη διαταγή του αφέντη σου. Όταν τον δεις, βεβαίωσε κάπως την υπακοή μου·  να, μόνη μου τραβάω το σπαθί· να, πάρ’ το και χτύπα την καρδιά μου, το αθώο παλάτι της αγάπης μου. Μη φοβάσαι, είν' άδεια απ’ όλα, έξω από θλίψη· μέσα δεν είν’ ο αφέντης σου που ήταν πράγματι ο πλούτος του: κάμε ό,τι σου είπε· χτύπα. 

Pisanio and Imogen, Robert Thew, The Metropolitan Museum of Art‎, New York
__________________

«Όχι η στολή παρά η καρδιά η γενναία...»

Ο Πισάνιος, χαρακτήρας με γνώση και τιμιότητα, μοιάζει αλλά και υπερέχει σε ανθρωπιά από τον κυνηγό-σωτήρα του παραμυθιού των αδελφών Grimm· εκείνος, αν και δεν βρίσκει το κουράγιο να σκοτώσει την απροστάτευτη βασιλοπούλα, την αφήνει ωστόσο να περιπλανιέται στο δάσος, γωρίζοντας ότι το πιθανότερο είναι να αποτελέσει βορά για τα άγρια ζώα. Ο Πισάνιος,  όχι μόνο δεν θα αφαιρέσει τη ζωή της Ιμογένης, αλλά θα την βοηθήσει να ντυθεί  άντρας και θα την συμβουλεύσει να μπει στην υπηρεσία του Ρωμαίου πρεσβευτή Λούκιου. Ο ίδιος θα στείλει στον αφέντη του ένα ματωμένο ρούχο, απόδειξη ότι εκτέλεσε τη διαταγή του και η γυναίκα του είναι πια νεκρή. 

Όπως πολλές από τις ανατρεπτικές ηρωίδες του Σαίξπηρ, η Ιμογένη, μεταμφιεσμένη σε άντρα, θα κατορθώσει να επιβιώσει, χωρίς να χάσει ίχνος από την ευγένεια και την καλοσύνη της. Δεν έχει εξωτερικά τον δυναμισμό της Τζινέβρα του Βοκάκιου, αλλά χάρη στην εγκαρτέρηση και κάποιου είδους θηλυκή αδυναμία που εκπέμπουν η καταγωγή και ο χαρακτήρας της, θα «μαγέψει» τα δυο κλεμμένα αδέλφια της, που τυχαία συναντά σ' ένα άγριο δάσος και τα οποία θα την καλοδεχτούν και θα την αγαπήσουν ως «αδελφό» τους. Αλλά κι εκείνη, μετά την προδοσία του Πόστουμου, εύχεται «ν' άλλαζε φύλο για να 'ναι παρέα μ' αυτούς». Ως άντρας με το όνομα Φιντέλ, η Ιμογένη θ' ακολουθήσει τον Ρωμαίο Λούκιο και θα βρεθεί στο πεδίο της μάχης ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα και στις ρωμαϊκές λεγεώνες.

Imogen in boy's cloaths
Painted by R. Westall R.A. - Engraved by T. Gaugain, 1803
________________


Ο Πόστουμος, πάλι, προσπαθώντας να εξιλεωθεί  για το «φόνο» που διέπραξε πάνω στην παραφορά του, ρίχνεται στη μάχη εναντίον των Ρωμαίων, ντυμένος όπως οι Βρετανοί χωριάτες και πολεμάει ενάντια σ’ αυτούς που τον έφεραν μαζί τους. 

Πόστουμος: Έχω έρθει εδώ με τους Ρωμαίους αρχόντους, για να πολεμήσω ενάντια στο βασίλειο της κυράς μου· ω Βρετανία, αρκεί που έχω σκοτώσει τη βασιλοπούλα σου! δε θα σου δώσω άλλη πληγή. Γι’ αυτό, ουρανοί μου, ακουστέ τον σκοπό μου υπόμονα: θα ξεντυθώ τα ιταλικά, και θα ντυθώ όπως ντύνονται οι Βρετανοί χωριάτες·  και θα πολεμήσω εναντία σ’ αυτούς που μ’ έφεραν μαζί τους. Έτσι για σένα θα πεθάνω, ω Ιμογένη, που ’ναι από σέναν η ζωή μου, κάθε ανάσα και θάνατος: έτσι άγνωστος, αμίσητος κι ασυμπόνετος, ο ίδιος θα ριχτώ κατάμουτρα στον κίνδυνο. Να ιδεί ο κόσμος στην καρδιά μου πιο πολλή αντρειά απ’ ό,τι δείχνει η φορεσιά μου. Γεμίστε με, θεοί, με την αντρειά των Λεονάτων! Θα ντροπιάσω του κόσμου το ήθος, μόδα νέα θα βγάλω, όχι η στολή παρά η καρδιά η γενναία.

Σαν «κακόμοιρος στρατιώτης», ο Πόστουμος ξιφομαχεί με τον Ιάκιμο  - τον συκοφάντη και δήθεν «διαφθορέα» της Ιμογένης -, τον νικάει, τον αφοπλίζει και μετά τον παρατά, ταπεινωμένο να αναλογίζεται την ενοχή του: 

Ιάκιμος: Βάρος μέσα μου κι ενοχή μου παίρνουν όλη την αντρειά: συκοφάντησα μια λαίδη, βασιλοπούλα αυτής της χώρας, κι ο αέρας της με τιμωράει αδυνατίζοντάς με· αλλιώς μπορούσε τούτος ο χώριατος, της φύσης ο χαμάλης, να με νικήσει στη δουλειά μου; Ευγένειες και τιμές, έτσι όπως τα φοράω εγώ, είναι τίτλοι καταφρόνιας. 


Η Ιμογένη ντυμένη άντρας, βγαίνει από τη σπηλιά του Βελάριου και των "γιων" του.
Σχεδίασμα του F. Hayman, σε χαλκογραφία του H.F. Gravelot, για την έκδοση του Thomas Hanmer, 1743-44
___________________ 

«...αυτή που ήταν ναός της αρετής, ναι, η ίδια η αρετή»

Η συμμετοχή του Πόστουμου και των δυο αδελφών της Ιμογένης κρίνει την έκβαση της μάχης και ανατρέπει το αποτέλεσμα υπέρ των Βρετανών, για να ακολουθήσει η αποκάλυψη της αλήθειας. Μπροστά στον Κυμβελίνο και στους αιχμάλωτους Ρωμαίους, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο Πόστουμος,  η Ιμογένη - Φιντέλ θα ζητήσει από τον Ιάκιμο να ομολογήσει πώς βρέθηκε στα χέρια του το δαχτυλίδι. Ο Πόστουμος συνειδητοποιεί το σφάλμα του, αναγνωρίζει την τιμιότητα της γυναίκας που «σκότωσε» και ζητάει να τιμωρηθεί όπως του αξίζει: 

Ιμογένη: Η χάρη που ζητάω είναι, τούτος ο άρχοντας να ομολογήσει από πού 'χει αυτό το δαχτυλίδι.

Πόστουμος: (Ιδία.) Τι τόνε νοιάζει αυτό;

Κυμβελίνος: Αυτό στο δάχτυλό σου το διαμάντι, πες από πού το 'χεις;

Ιάκιμος: Αν δεν το μαρτυρήσω θα με βασανίσεις, αν μαρτυρήσω, αυτό θα βασανίσει εσένα.

Κυμβελίνος: Πώς! εμένα;

Ιάκιμος: Χαίρομαι που αναγκάζομαι να μολογήσω μυστικό που με καίει. Με πράξη αχρεία απόχτησα τούτο το δαχτυλίδι· ήταν του Λεονάτου, που τον εξόρισες και - πράμα που θα σε πικράνει πιο πολύ από μένα - ανώτερος του άνθρωπος δεν έχει ζήσει ανάμεσα ουρανό και γη. Θέλεις ν’ ακούσεις κι άλλα, κύριέ μου; 

Κυμβελίνος: Όλα τα σχετικά μ’ αυτό.

Ιάκιμος: Το έξοχο πλάσμα η κόρη σου — που η καρδιά μου στάζει αίμα γι’ αυτήν, κι ο κάλπικος ο νους μου τρέμει στη θύμηση της — άσε με· λιποθυμάω.

Κυμβελίνος: Η κόρη μου! Τι προς αυτή; Πάρε δυνάμεις· το προτιμώ να ζήσεις όσο θέλει η φύση παρά να σβήσεις πριν ακούσω κι άλλα. Σφίξου και μίλησε, άνθρωπε.

Ιάκιμος: Έναν καιρό - κατάρα στο ρολόι που βάρεσε την ώρα! — ήταν στη Ρώμη — ανάθεμα το σπίτι που έγινε! — ήταν σε γλέντι — ω, να ’χαν δηλητήριο τα φαγητά, ή καν αυτά που εγώ δοκίμασα! — ο άξιος Πόστουμος — τι λέω; Ήταν παράξιος για να 'ναι εκεί που ήταν παλιάνθρωποι· κι ήταν ο πιο καλός απ’ όλους τους πιο σπάνιους καλούς· — καθόταν λυπημένος κι άκουε να παινεύουμε τις Ρωμαίες αγάπες μας για ωραιότητα που ξεγύμνωνε κάθε φουσκωμένο καύχημα και του καλύτερου λογά· για ομορφιά που 'κάνε ανάπηρο της Αφροδίτης το είδωλο, ή την αγέρωχη Αθηνά, κορμοστασιές ανώτερες από τη φύση την εφήμερη· για χαραχτήρα, σύνθεση απ’ τις χάρες όλες, που γι’ αυτές ο άντρας αγαπάει μια γυναίκα· άσ’ το αγκίστρι του γάμου, την ερασμιότητα που πιάνει το μάτι.

Κυμβελίνος: Κάθομαι πάνω στη φωτιά. Έλα στο θέμα.

Ιάκιμος: Πολύ σύντομα θα ’ρθω, έξω κι αν παραβιάζεσαι να πικραθείς. Αυτός ο Πόστουμος — σαν κύριος πολύ ευγενής ερωτεμένος, και με αγάπη βασιλικιά — ξεσυνερίστη, και χωρίς να κατακρίνει αυτές που εμείς παινεύαμε — σ’ αυτό ήρεμος σαν την αρετή — άρχισε την εικόνα της κυράς του· που αφού την έπλασε η γλώσσα του και της έβαλε πνεύμα, είτε οι καυχησιές μας ήταν σαν να ’χαν γίνει από παραμαγείρισσες, είτε η περιγραφή του εμάς μας έβγαλε άλαλους βλάκες.

Κυμβελίνος: 'Οχι, όχι, έλα στο θέμα.

Ιάκιμος: Της κόρης σου η αγνότητα εδώ αρχίζει. Εμίλησε γι’ αυτήν σαν η Άρτεμη να ’χε όνειρα ζεστά, και μόνο αυτή να ήταν ψυχρή· πάνω σ’ αυτό, εγώ ο άθλιος, δεν επίστεψα τον έπαινο, και στοιχημάτισα μαζί του χρήματα με τούτο, που το φόραε τότε στο τίμιο δάχτυλό του, αν έφτανα να ’παιρνα θέση στο κρεβάτι του να κέρδιζα το δαχτυλίδι τούτο με δικιά της και δικιά μου μοιχεία. Αυτός, ιππότης γνήσιος, μ’ εμπιστοσύνη στην τιμή της, όπως πράγματι διαπίστωσα, βάζει το δαχτυλίδι αυτό· θα το ’κανε κι αν το διαμάντι του ήταν απ’ του Φοίβου τη ρόδα· και μπορούσε με την ίδια σιγουριά κι αν άξιζε όσο κι όλο το άρμα του. 

Φεύγω μ’ αυτό το σκέδιο για τη Βρετανία. Μπορεί να με θυμάσαι, κύριε, στο παλάτι, όπου η αγνή σου κόρη μ’ έμαθε την άμετρη διαφορά ανάμεσα έρωτα κι αχρειότητα.

Αφού έσβησε έτσι η ελπίδα μου, όχι ο πόθος μου, το ιταλικό μυαλό μου εβάλθη στη θολή σας τη Βρετανία να ενεργεί ολότελα άτιμα— για το συμφέρο μου έξοχα— και, κοντολογίς, τόσο η προσπάθεια μου πέτυχε, που γύρισα με αρκετά ψευτοτεκμήρια για να τρελάνω τον ευγενή Λεονάτο, τραυματίζοντας την πίστη του στην αρετή της με σημάδια τέτοια, όπως πιστές περιγραφές απ’ τα παραπετάσματα της κάμαράς της, εικόνες, τούτο το βραχιόλι της — ω, με τι τέχνη το ’κλεψα! — κάποια σημάδια ακόμα μυστικά του κορμιού της, που το δίχως άλλο θα τον έπειθαν πως εσκίστη της αγνότητάς της το ομόλογο και πήρα εγώ το ενέχυρο.

Και τότε — θαρρώ τον βλέπω τώρα — 

Πόστουμος: (Προβαίνοντας.)

Ναι, τόνε βλέπεις, σατανά Ιταλέ! — ναι, εμένα, τον πιο μωρόπιστο τρελό, τον σπάνιο φονιά, ληστή, κι ό,τι ταιριάζει σ’ όλους τους κακούργους που ήταν, είναι και θα είναι. Ω, ας μου δώσει σκοινί, μαχαίρι, δηλητήριο κάποιος δίκαιος κριτής. Συ βασιλιά, στείλε να ’ρθουν δαιμόνιοι βασανιστές — εγώ είμαι που όλα τα αποτρόπαια κακά της γης τα διόρθωσα, όντας ο χειρότερος απ’ όλα. Εγώ είμαι ο Πόστουμος, που σκότωσα την κόρη σου — μα σαν αχρείος λέω ψέματα — που έβαλα έναν πιο λίγο αχρείον από μένα, έναν ιερόσυλο ληστή, που σκότωσε αυτή που ήταν ναός της αρετής, ναι, η ίδια η αρετή.

Φτύστε με, ρίχτε μου λιθάρια, λάσπη, βάλτε του δρόμου τα σκυλιά να με γαβγίσουν· κάθε αχρείος ας λέγεται Λεονάτος Πόστουμος· κι ας έχουν την κακουργία τώρα πιο αλαφριά από πριν!

Ω Ιμογένη! ω βασίλισσά μου, ζωή μου, γυναίκα μου! Ω Ιμογένη, ω Ιμογένη!



Imogen Outside the Cave
Illustrator: John Gilbert - Engraver: Dalziel Brothers
_____________


Μια τρυφερή πνοή που τον αγκάλιασε...

Ο Κυμβελίνος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του πιστού Φιντέλ την κόρη του και στα πρόσωπα των δυο αγοριών που ανέθρεψε ο Βελάριος τους γιους και διαδόχους του στο θρόνο. Ο Πόστουμος αποκαλύπτει πως αυτός ήταν ο φτωχοντυμένος στρατιώτης που πολέμησε γενναία και χάρισε τη ζωή στον νικημένο Ιάκιμο. 

Η Ιμογένη συγχωρεί και αγκαλιάζει ξανά τον παραπλανημένο σύζυγό της. Εκείνος, με τη σειρά του, δίνει χάρη στον Ιάκιμο, που μετανιωμένος βαθιά, είναι έτοιμος να ξεχρεώσει την ατιμία του, πεθαίνοντας από το χέρι του ανθρώπου που αδίκησε. Ο Ιάκιμος δεν είναι ο σατανικός Ιάγος, αν και μάστορας της διαβολής, αλλά ένας ανάλαφρος και πνευματώδης ανηθικιστής της Αναγέννησης. Σ' αυτό το σημείο ο Σαίξπηρ δεν ακολουθεί τον Βοκάκιο, που θέλει τον απατεώνα Αμπροτζουόλο να τιμωρείται και μάλιστα με οικτρό, βασανιστικό θάνατο.

Η ανωτερότητα της Ιμογένης και του Πόστουμου, διδακτική για όλους, στέλνει μήνυμα ανοχής και συγκατάβασης στις ανθρώπινες αδυναμίες. Κανένας δεν τιμωρείται, κανένας δεν πεθαίνει, εκτός από τη δολοπλόκα βασίλισσα και το γιο της, που «δίκια ο θεός έβαλε πάνω τους το βαρύτατό του χέρι»· όλα εδώ είναι μετριασμένα σε οξύτητα και τραγικότητα.

Το ζευγάρι που το κράτησαν μακριά θάλασσες και στεριές, η αναίτια οργή ενός βίαιου και αυθαίρετου βασιλιά, ο πόλεμος, αλλά προπαντός η κακοήθεια ενός ερωτιάρη άρχοντα, ξανασμίγει ευτυχισμένο, όπως στα παραμύθια κι ένας θεϊκός χρησμός επικυρώνει το τέλος στα βάσανα του ζευγαριού αλλά και της Βρετανίας: «Η τρυφερή πνοή της πιστής και περήφανης συμβίας άγγιξε το λεοντόπουλο» με την γενναία αλλά ευάλωτη στις διαβολές καρδιά. Μια νέα εποχή θα ξημερώσει, με ειρήνη και αγαθά για όλους.


Κυμβελίνος: Δες, πώς αραξε ο Πόστουμος στην Ιμογένη, και αυτή, σαν φως αθώο, ρίχνει επάνω του το βλέμμα της, στ’ αδέρφια της, σε μένα, στον αφέντη της, φωτίζοντας καθέναν με χαρά: και σ’ όλους και χώρια στον καθένα λάμπει η ανταπόκριση. [...]

Πόστουμος: Εγώ είμαι, αφέντη μου, ο στρατιώτης που συντρόφεψα τους τρεις αυτούς φτωχοντυμένος· αυτό ταίριαζε στον σκοπό που είχα τότε. Πως είμαι ο ίδιος πες το, Ιάκιμε— σε είχα ρίξει κάτω και μπορούσα να σ’ είχα αποτελειώσει.

Ιάκιμος: (Γονατίζοντας.)
Χάμω είμαι πάλι· μα η βαριά συνείδησή μου τώρα λυγάει το γόνα μου, όπως πριν με λύγισε η δύναμη σου. Πάρε ετούτη τη ζωή, παρακαλώ, τόσες φορές χρεωμένη, όμως πάρε πρώτα το δαχτυλίδι σου και το βραχιόλι ετούτο της πιο πιστής βασιλοπούλας που ποτέ έδωσε όρκο πίστης.

Πόστουμος: Μη γονατίζεις μπρος μου: η εξουσία που έχω επάνω σου είναι να σου κάμω χάρη· το άχτι που σου 'χω να σε συχωρέσω. Ζήσε και φέρσου σε άλλους πιο καλά.

Κυμβελίνος: Κρίση γενναία: θα μάθουμε γενναιοφροσύνη απ' τον γαμπρό μας·  για όλους είν’ ο λόγος μας συγνώμη. [...]

Posthumus and Iachimo
Illustrator: H. C. Selous - Engraver: Frederick Wentworth
___________

Προφήτης: (Διαβάζει.) « Όταν λεοντόπουλο χωρίς να ξέρει τι ’ναι, βρει χωρίς να ψάξει μια τρυφερή πνοή που θα τον αγκαλιάσει, κι όταν από ’ναν θεόρατον κέδρο κοπούνε κλάδοι, κι αφού μείνουν ξεροί κάμποσα χρόνια, μετά ξαναζωντανέψουν κι ενωθούν με το παλιό κορμί και εκ νέου βλαστήσουν, τότε τα βάσανα του Πόστουμου τελειώνουν κι η Βρετανία θα πάει καλά και θα προκόψει με ειρήνη και με πλούτο».

Εσύ, Λεονάτο, είσαι το λεοντόπουλο· είναι φτιαγμένο και το λέει τ’ όνομα σου, Λεο-νάτος, Λεοντο-γέννα· (στον Κυμβελίνο) η τρυφερή πνοή είν’ η ενάρετή σου κόρη, λατινικά είναι «μόλις άερ» και «μόλις άερ», γίνεται «μούλιερ», που «μούλιερ» μαντεύω είναι η πιστή συμβία· που, ίσα ίσα τώρα, σύμφωνα με την οπτασία κατά γράμμα, χωρίς να ξέρεις (στον Πόστουμο) και χωρίς να την ζητήσεις, σ’ αγκάλιασε μ' αυτή την τρυφερότατη πνοή.

Ο κέδρος ο ψηλός, βασιλιά Κυμβελίνε, είσαι συ, και οι αποκομμένοι οι κλάδοι σου είναι οι δυο σου γιοι·  που αφού τους έκλεψε ο Βελάριος κι ήταν νεκροί για χρόνια, ξαναζωντάνεψαν τώρα κι ενώθηκαν με τον μεγάλο κέδρο, που η διαδοχή του υπόσχεται στη Βρετανία ειρήνη κι αγαθά.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κυμβελίνος, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, 
εκδόσεις Επικαιρότητα

Iachimo (Geoffrey Keen) kneels before Cymbeline (Robert Harris) in the 1957 production of Cymbeline, directed by Peter Hall (Angus McBean © RSC)
______________________

Η Ιμογένη του George Bernard Shaw

Το 1937 ο George Bernard Shaw γράφει μια παραλλαγή στο τέλος του Κυμβελίνου, με τίτλο «Cymbeline Refinished», πεπεισμένος ότι η τελευταία πράξη του έργου ήταν μια καταστροφή. Μια από τις αλλαγές που επιφέρει, σύμφωνα με τις φεμινιστικές του απόψεις, είναι να μετατρέψει την μορφή της Ιμογένης σε μια πιο αποφασιστική φιγούρα. Δημιουργεί μια σκηνή στην οποία ο Ιάκιμος εξομολογείται στον Πόστουμο. Η Ιμογένη αναγνωρίζει τη φωνή του συζύγου της και αποκαλύπτει την ταυτότητά της. Ο Πόστουμος μετανοεί, αλλά εκείνη συνεχίζει να επισημαίνει την ανηθικότητα των πράξεών του, και διστάζει να δεχτεί τον άντρα της πίσω άνευ όρων. Παρόλο που δεν την σκότωσε, η πρόθεση του ήταν αυτή. Στο τέλος αποδέχεται ότι «πρέπει να πάω σπίτι και να κάνω το καλύτερο, όπως πρέπει να κάνουν και οι άλλες γυναίκες».

«I must go home and make the best of it / As other women must.»
Imogen by Herbert Gustave Schmalz, 1888
_________

«Η κόρη του μπαλωματή»

Από τη Φλωρεντία του Βοκάκιου στη Βρετανία του Σαίξπηρ κι από κει στο Κορδελιό της Μικράς Ασίας. Η Τζινέβρα κι η Ιμογένη συναντούν τη Μαρία, την κόρη του μπαλωματή, θύμα κι αυτή ενός στοιχήματος που βάζει ο άντρας της μ’ έναν έμπορο που νόμιζε πως τα ήξερε όλα. Το αρχικό παραμύθι περιλαμβάνεται στη συλλογή του Κωνσταντίνου Π. Δεμερτζή «Παραμύθια της Σμύρνης» και το αφηγείται η Μαριέττα Βαλλιάνου.  

Η ιστορία διαδραματίζεται στα μέρη της Σμύρνης, όπου ζούσαν ο μπαλωματής και η μοναχοκόρη του η Μαρία, τίμια, σεμνή και με τρόπους, εκτός από όμορφη, που ήταν. Τις αρετές της αυτές εκτίμησε ένας πρωτοκαπετάνιος, άξιος και τρανός, που αγκυροβόλησε με το στόλο του στο λιμάνι της Σμύρνης, τη ζήτησε από το πατέρα της και την παντρεύτηκε.


Κάποτε, λοιπόν, φρεσκοπαντρεμένος ακόμα ο καπετάνιος, βρέθηκε σε μια γιορτή μαζί με άλλους καπετάνιους και πλούσιους εμπόρους. Εκεί λοιπόν που μιλούσαν όλοι οι άντρες μαζεμένοι κι έπιναν το κρασί τους και κάπνιζαν τον ναργιλέ τους, καθώς έλεγαν τα νέα τους ο ένας με τον άλλον, πετάγεται ένας έμπορος που νόμιζε πως τα ήξερε όλα και λέει με δυνατή φωνή: 

«Αδέρφια! Καμιά γυναίκα δεν είναι τίμια. Όλες μπορείς να τις ξεγελάσεις. Κι όλες κοροϊδεύουν τους άντρες και αλλιώς είναι και αλλιώς φαίνονται!» 

Άκουσε αυτές τις κουβέντες ο πρωτοκαπετάνιος, που ήταν και φρεσκοπαντρεμένος, και λέει:

«Δεν είναι έτσι! Η δικιά μου η γυναίκα δεν είναι σαν τις άλλες. Δεν είναι όλες οι γυναίκες το ίδιο σόι!»

«Βάζουμε ένα στοίχημα, καπετάνιε;» λέει τότε εκείνος ο πλούσιος έμπορος. «Λείψε εσύ σαράντα μέρες, δήθεν σε ταξίδι, και θα βρω εγώ έναν τρόπο να σου αποδείξω πως η γυναίκα σου είναι σαν όλες τις άλλες. Μονάχα, σ’ αυτό το στοίχημα, αν χάσεις, θα σου πάρω όλο το βιος σου. Κι αν χάσω εγώ, τότε θα μου πάρεις εσύ όλη μου την περιουσία».

Ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να αρνηθεί.Ήταν και τόσοι νοματαίοι μπροστά σ’ αυτές τις κουβέντες. Έτσι, επειδή οι περιουσίες και των δυο αντρών ήταν μεγάλες, φώναξαν τον γραμματικό να γράψει το συμβόλαιο. 

Jan Miense Molenaer, merry company in an inn Gesellschaft in einer Wirtsstube, 1649
_______________


Το ίδιο κιόλας βράδυ, σαν πήγε ο καπετάνιος σπίτι του, λέει στη γυναίκα του:

«Μαρία, μου ήρθε γραφή, να λείψω σαράντα μέρες σε ταξίδι. Έχε το νου σου όσο θα λείπω να μη σε ξεγελάσουν». Μπάρκαρε λοιπόν αυτός το άλλο πρωί και έφυγε.

Από την επόμενη κιόλας μέρα, να σου εκείνος ο πονηρός έμπορος έξω από το σπίτι της Μαρίας. Και τι νομίζετε ότι σκέφτηκε να κάνει; Έφτιαξε ένα μαγαζί, που σαν κι αυτό όμοιο λένε πως δεν υπήρχε σε ολάκερη τη Μικρά Ασία. Πουλούσε αυτός λογιών λογιών διαμαντικά και πολύτιμα πετράδια. Ζαφείρια, ρουμπίνια, σμαράγδια, χρυσάφια και ασήμια ήταν γεμάτο. Όλα αστραφτερά, όλα πολύτιμα και μοναδικά. Οι γυναίκες έστεκαν και καμάρωναν τη βιτρίνα του. Μοναχά η Μαρία δεν έδινε καμιά σημασία. Κι ας ήταν ο έμπορος κάτω από το παραθύρι της και ας τη γλυκοκοίταζε, αυτή σφάλιζε τις πόρτες και τα παράθυρα και ούτε που την ένοιαζαν τα διαμάντια όλου του κόσμου.


August Macke, Turkish jewelry dealer, 1914 
_______________________

Πέρασαν έτσι οι 39 ημέρες και τίποτα δεν είχε γίνει. Και τη μέρα που ξημέρωνε η τελευταία του στοιχήματος, να σου μια γριά, που λένε πως ήξερε πολλά, περνάει έξω από κείνο το μαγαζί. Τον είδε τον έμπορο μέσα σε μεγάλα σεκλέτια, καθισμένο έξω από το μαγαζί του. Είδε και όλα τα χρυσάφια και τα διαμάντια που είχε αυτός και πάει και του λέει: 

«Άμα μου δώκεις ένα σακούλι από δαύτα τα διαμαντικά, τότε θα σου δώκω μια συμβουλή για το ντέρτι που σε βασανίζει».

«Να μου δώκεις, γριά» της λέει αυτός. «Είναι μια όμορφη κυρά, που τόσες μέρες προσπαθώ να την ξεγελάσω μα δεν τα καταφέρνω». 

«Α!» λέει η γριά. « Εγώ θα σου πω τι να κάνεις. Να πας να φτιάξεις ένα μπαούλο που ν’ ανοίγει κι από μέσα κι από έξω και να μου το φέρεις και θα δεις τι θα γίνει...»

Δίνει ο έμπορος εντολή, φτιάχνουν το μπαούλο και του λέει η γριά να μπει μέσα. Ύστερα βρίσκει έναν χαμάλη να το κουβαλήσει και μια και δυο πάει και χτυπάει το κουδούνι της Μαρίας. Ανοίγει αυτή, τη βλέπει και ρωτάει: 

«Ναι, γιαγιά, τι θέλεις;»

«Να, κόρη μου! Έμαθα πως είσαι η πιο τίμια της γειτονιάς και ήρθα σε σένα. Η κόρη μου έφυγε για λίγες μέρες και μου άφησε τούτο το μπαούλο που έχει μέσα όλη της την περιουσία. Επειδή θα πάω κι εγώ κάπου, θα ήθελα για απόψε μόνο το βράδυ, να το φυλάξεις στην κρεβατοκάμαρή σου για να μην το κλέψουν. Αύριο θα έρθω εγώ πάλι να το πάρω». 

Τι να κάνει κι η Μαρία! Ήταν πονόψυχη, τη λυπήθηκε τη γιαγιά. Είπε: «Καλά!» κι ο χαμάλης πήγε το κλειδωμένο μπαούλο στην κρεβατοκάμαρή της.

Εκείνο το βράδυ έκανε πολλή ζέστη. Ήταν καλοκαιράκι, και η Μαρία ξάπλωσε να κοιμηθεί, χωρίς να φορέσει τη νυχτικιά της. Κοιμόταν βαθιά στα μεταξωτά της σεντόνια, όταν περασμένα μεσάνυχτα ο έμπορος άνοιξε σιγά σιγά το μπαούλο και βγήκε. Δεν άγγιξε καθόλου τη Μαρία, μόνο έτσι όπως ήταν αυτή ξαπλωμένη, είδε στο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, την ελιά που είχε η Μαρία λίγο πιο κάτω από την αριστερή της μασχάλη. Έπειτα ο έμπορος άρπαξε τη νυχτικιά της, κείνη που της είχε αγοράσει ο άντρας της από ξεχωριστά παζάρια της Ανατολής και άρπαξε και το κεντημένο της μαντιλάκι, που το είχε ακουμπήσει η Μαρία στο κομοδίνο της.Ύστερα μπήκε πάλι ήσυχα ήσυχα στο μπαούλο, κλείδωσε από μέσα και περίμενε να ξημερώσει.

Iachimo In The Trunk 
Illustrator: Kenny Meadows - Engraver: John Orrin Smith
____________


Την επόμενη μέρα ήρθε η γριά και πήρε το μπαούλο της. Τότε ο πονηρός έμπορος, μια και δυο, πάει και βρίσκει τον πρωτοκαπετάνιο που μόλις είχε γυρίσει, μιας και είχαν περάσει οι σαράντα ημέρες.

«Ορίστε!» του λέει. «Είναι και η δικιά σου γυναίκα ίδια με όλες τις άλλες...» Κοιτάζει ο καπετάνιος και τι να δει! Τη νυχτικιά που είχε διαλέξει ο ίδιος για τη γυναίκα του από μαγαζιά πέρα από τον ωκεανό. Ήταν στα χέρια του εμπόρου! Το ίδιο και το μεταξωτό μαντιλάκι της, με το μονόγραμμά της κεντημένο πάνω. Του λέει αυτός και για την ελιά κάτω από τη μασχάλη της. Τι να κάνει ο καπετάνιος; Σκύβει το κεφάλι και λέει : «Έχασα!»

'Υστερα πηγαίνει σπίτι του και λέει στη Μαρία:« Γυναίκα, πού είναι εκείνο το κεντημένο νυχτικό που σου είχα φέρει από την Ανατολή;» « A!» λέει αυτή. « Θα το πήραν οι δούλοι να το πλύνουν, γιατί εχθές έκανε ζέστη και δεν το φόρεσα. Γιατί ρωτάς;» «Τίποτα» λέει αυτός « μόνο ντύσου γρήγορα γιατί κάπου θα πάμε...»

Ντύθηκε και στολίστηκε η Μαρία και έγινε όμορφη για τον άντρα της. Την παίρνει αυτός με την άμαξα και πήγαν οι δυο τους έξω από την πόλη, στις ερημιές. Σαν σταμάτησε την άμαξα ο καπετάνιος, της λέει της Μαρίας: «Κατέβα τώρα και πάρε αυτό το πιστόλι και σκότωσέ με, γιατί με ατίμασες!»

«Τι είναι αυτά που λες, άντρα μου;» του αποκρίθηκε η Μαρία. «Εγώ που σε αγαπώ τόσο, πώς μπορώ να σου κάνω κακό;» Τότε ο πρωτοκαπετάνιος την έσπρωξε και την πέταξε κάτω. Ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε και άφησε τη Μαρία στη σκοτεινιά του δάσους. Έκλαψε αυτή, φώναξε, και στο τέλος είδε και απόειδε και κάθισε στις ρίζες ενός δέντρου, μην μπορώντας να καταλάβει τα καμώματα του άντρα της. Από την κούραση αποκοιμήθηκε.

Σαν άρχισε να ξημερώνει, άκουσε κουβέντες και είδε μπροστά της τέσσερις άντρες. «Ποια είσαι εσύ; Άνθρωπος είσαι ή φάντασμα; Και τι γυρεύεις εδώ στις ερημιές;» της είπαν. Δεν ήξερε η Μαρία πως εκεί που την άφησε ο πρωτοκαπετάνιος ήταν το λημέρι των ληστών. Την πήραν οι άντρες και την πήγαν στον αρχηγό τους. Αυτός μόλις την είδε, πολύ του άρεσε έτσι όμορφη που ήταν και θέλησε να την κάνει δική του.

«Θα σε κάνω καπετάνισσά μου!» της λέει. «Ζήτα μου ό,τι θέλεις!» Μα η Μαρία του είπε πως προτιμά να πεθάνει παρά να την αγγίξει. Θύμωσε αυτός! Έκανε από δω, έκανε από κει, μα εκείνη δεν ήθελε να πάει μαζί του, του αρνιόταν. Τότε κι αυτός ο αρχιληστής δίνει εντολή να τη φυλακίσουν μαζί με άλλους αιχμαλώτους που κρατούσε. 


Aubrey Beardsley, Ali Baba in the Woods, 1897
__________

Έτσι κι έγινε. Βρέθηκε η Μαρία φυλακισμένη, και ο φρουρός ήταν ένας αράπης. Κάθε μέρα που έδιναν φαγητό στους αιχμαλώτους, στη Μαρία έδιναν πολύ λίγο, για να την αναγκάσουν να πάει με τον αρχιληστή. Μα αυτή τίποτα. Μονάχα εκείνος ο αράπης τη λυπόταν και της έδινε κρυφά λίγο από το δικό του φαγητό.

Πέρασε έτσι ο καιρός και μια μέρα η Μαρία λέει του αράπη: «Εσύ φαίνεσαι καλός άνθρωπος, μα με αυτούς τους ληστές που έμπλεξες θα πεθάνεις νέος. Βοήθησέ με να το σκάσουμε από δω και εγώ θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα». 

Ο αράπης την πίστεψε και πηγαίνει και κλέβει δύο άλογα. Κι ένα βράδυ, η Μαρία φόρεσε ρούχα αντρικά, τύλιξε και τα μαύρα μακριά της μαλλιά σ' ένα τουλπάνι, φόρεσε και μια κάπα και έμοιαζε πια με παλικάρι. Έφυγαν και κάποτε κοντά στα ξημερώματα έφτασαν στην πολιτεία. 

Πήγε τότε η Μαρία και βρήκε τον κυβερνήτη κείνου του τόπου και του είπε πως μπορούσε να του φέρει σε είκοσι μέρες τους ληστές που έκαναν όλη την πολιτεία να φοβάται και κανένας δεν μπορούσε να τους πιάσει. Μόνο ήθελε για βοήθειά της να της δώσει ο άρχοντας πενήντα άντρες. Ο κυβερνήτης κοίταξε το νέο παλικάρι που φαινόταν τόσο γενναίο και συμφώνησε να βοηθήσει.

Έδωσε λοιπόν τους πενήντα άντρες, κι η Μαρία μαζί με τον αράπη, που ήξεραν τα λημέρια των ληστών κι όλα τα μυστικά περάσματα της σπηλιάς που κρύβονταν, μέσα σε είκοσι μέρες τούς έπιασαν όλους και τους οδήγησαν μπροστά στον κυβερνήτη της πολιτείας. Αυτός ενθουσιάστηκε με την εξυπνάδα και την τόλμη κείνου του νέου παλικαριού. Ούτε που μπορούσε του λόγου του να φανταστεί πως κάτω απ’ τα ρούχα τα αντρικά κρυβόταν μια γυναίκα. 

Έτσι, για να τιμήσει το παλικάρι που έπιασε τους ληστές, το έκανε αρχιστράτηγο κι οργάνωσε ένα μεγάλο γλέντι προς τιμήν του. 

Τότε βρήκε ευκαιρία η Μαρία και τον ρώτησε: «Πες μου, κυβερνήτη μου, μήπως υπάρχει εκείνος ο αρχικαπετάνιος που λένε πως είχε μια γυναίκα όμορφη και ξεχωριστή που σαν κι αυτή δεν ήταν άλλη;» «Βέβαια» λέει ο άρχοντας «μόνο που αυτή η γυναίκα τον ατίμασε τον καπετάνιο, μ’ εκείνον τον έμπορο και του πήρε και την περιουσία». Και της έδειξε τον έμπορο τον άτιμο, που ήταν κι αυτός μέσα σε κείνη τη σάλα καλεσμένος. Η Μαρία τότε ζήτησε από τον κυβερνήτη να της φέρει τον αρχιληστή.

Τον έφεραν κι όταν βρέθηκε μπροστά του, τον ρώτησε κάποτε στις ερημιές που ήταν το λημέρι του αν βρήκε μια γυναίκα. Τότε ο αρχιληστής είπε πως είχε βρει μια πολύ όμορφη κοπέλα, μόνη της, και θέλησε να την κάνει δική του, αλλά αυτή αρνήθηκε, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής της.

Τότε η Μαρία πήγε και στάθηκε μπροστά στον έμπορο και με μια ξαφνική κίνηση, πέταξε το τουλπάνι από τα μαλλιά της και την κάπα και όλοι κατάλαβαν πως το νέο παλικάρι ήταν η Μαρία.

«Για πες μας τώρα, έμπορα» του λέει αυτή. «Πώς κατάφερες να αποδείξεις στον άντρα μου ότι εγώ, που είμαι η ίδια γυναίκα που λέει ο αρχιληστής, δεν είχα την τιμιότητα που έπρεπε;» Ο πρωτοκαπετάνιος, που ήταν κι αυτός μέσα στη σάλα, βρέθηκε αμέσως κοντά στον έμπορα και τον έπιασε από τον γιακά. Εκείνος, μην μπορώντας πια να προστατέψει τον εαυτό του, ομολόγησε μπροστά σε όλον τον κόσμο την αλήθεια. Είπε για τη γριά, για το μπαούλο, είπε όλη την αλήθεια.

Τότε ο κυβερνήτης τον έδιωξε για πάντα από την πολιτεία και του πήρε ολάκερη την περιουσία, που την έδωσε στον πρωτοκαπετάνιο. Η Μαρία συγχώρεσε τον άντρα της που δεν την πίστεψε, γιατί τον αγαπούσε πολύ. Ο καπετάνιος δεν τόλμησε ποτέ να σκεφτεί από τότε κάτι κακό για την όμορφη και τίμια γυναίκα που είχε παντρευτεί.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Μαριέττα Βαλιάνου, Η κόρη του μπαλωματή (Κορδελιό Μικράς Ασίας)
Από το στόμα στο χαρτί...και από το χαρτί στο στόμα, επιμέλεια έκδοσης, πρόλογος, Σημειώσεις Δημήτρης Β. Προύσαλης, εκδόσεις Απόπειρα

Revelations (Cymbeline)
Illustrator: Kenny Meadows - Engraver: John Orrin Smith
_________________

«Αν την πλανέσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι...»

Το στοίχημα και η δοκιμασία της γυναικείας τιμής, συζύγου ή αδελφής, εμφανίζεται και σε κύκλο παραλογών, πανελλήνια γνωστών με τον τίτλο «Του Μαυριανού και της αδελφής του». Αναφέρονται 47 ελληνικές παραλλαγές του τραγουδιού και δύο ξένες, μία από τη Σκωτία και μία από τη Γερμανία.

Ο άρχοντας Μαυριανός - Μαυρουδής στις κυπριακές παραλλαγές - σε γλεντοκόπι με το βασιλιά, που επαίρεται για την ακαταμάχητη γοητεία του, στοιχηματίζει αψήφιστα το κεφάλι του στην αγνότητα της αδελφής του Αρετής (της γυναίκας του, Μαρουλλού, στην κυπριακή παραλλαγή). 

Τελικά δικαιώνεται χάρη στην ενάρετη αλλά και πονηρή αδελφή ή σύζυγο και τη φτωχή σκλάβα που παίρνει αγόγγυστα τη θέση της κυράς της. Εκείνη είναι που πλαγιάζει με το βασιλιά και χάνει και την τιμή και τα μακριά της μαλλιά και το δάχτυλό της, σε κάποιες από τις παραλλαγές. Στην κρητική παραλλαγή μάλιστα δεν πρόκειται για σκλάβα, αλλά για την πιο μικρή από τις σαράντα βάγιες - σε αντίθεση με την κυρά της που δεν κατονομάζεται, λέγεται Μαρία - η οποία, μετά τη θυσία της, «αποκαθίσταται» με τον εξαναγκασμό του ηττημένου βασιλιά να την παντρευτεί.

Η στοιχηματοθεσία

Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωσταντίνος
αντάμα τρώγαν κ' έπιναν στου πλάτανου τη ρίζα.
Κι αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές εφέραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες.
Εκεί έφερε κι ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
«Ωσάν το ρόδο τ' ανοιχτό, το μανουσάκι τ' άσπρο,
έχω κ' εγώ μιαν αδερφή, μ' αλήθεια δεν πλανιέται.»
Κι ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε γυρίζει και του λέει:
«Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;
- Αν την πλανέσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι α δεν πλανεθεί τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.


Του Μικρού Βλαχόπουλου, Έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη
___________________

Τα δώρα

Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.
«Καλώς το νιο που τά φερε, να ζήσει οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός να ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.
- Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν' τά στειλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι' όποτε θέλει ας έρθει.»

Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πης θα κάμω

Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάνα μου, εσύ είσαι κ' η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τιμήσεις.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ' εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κ' εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι' ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν' απομείνει.

-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
Σταυρό δένει τα χέρια της στη δούλα της πηγαίνει.
«Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ' αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε να 'ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πης θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.

Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ' άστρα με το φεγγάρι.
«Δούλα κι' αν είσαι δούλα μου κι' αν είμαι εγώ δική σου,
ό,τι σου κάμει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι α σου μιλήσει μη μιλείς κι αν κρίνει μην του κρίνεις.»


Νυφικό κρεβάτι, Λαογραφικό Μουσείο Παξών
________________

Από βραδύς επαίζανε με γέλια με κανάκια

Ακόμη ο λόγος έστεκε κι ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά στην κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ' ολόχρυσο μαντήλι.

Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου.

Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν' τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π' αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου.»
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
«Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου.»

Η αποκάλυψη της πλάνης

Μαντάτα πάνε κ' έρχουνται 'ς της Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε στο φόρο κατεβαίνει.
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.

«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ' είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ' ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι.»

Σειέται λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.

«Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;»
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.

Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κ' εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.

Μα σένα δε σου πρέπει πιο να χεις το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πας να φέρεις ξύλα.»

Νικολάου Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού

Τοιχογραφία. Κόσοβο, Μονή Ντέτσανι, Αναπαράσταση βυζαντινού πρίγκιπα.
(©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
____________________

Ίντα ’ν’ το στοίχημά σου;

Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν
αθιβολές δεν είχανε και αθιβολές εφέραν
για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες,
πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται.
– Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται.
– Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, ίντα ’ν’ το στοίχημά σου;
– Αν την πλανέσεις βασιλιά, πάρε την κεφαλή μου,
πάλι και α δεν πλανεθεί ίντα ’ναι το δικό σου;
– Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρουσή κορώνα.

Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το βασιλέα...

Παίρνει το βιτσαλάκι ντου στο φόρος κατεβαίνει,
βρίστει ρουφιάνες δεκ’οχτώ, μαγεύτρες δεκαπέντε
και πάνε και την βρίστουνε σ’ ολόχρουσες καθέκλες.
– Καλώς σε βρήκαμε, ροδιά, βιόλα ξεφουντωμένη,
νεραντζοπούλα φουντωτή και ασπροχιονισμένη.
– Δε θέλω ’γώ παινέματα κι ο Μαυριανός μανίζει
κι ανηβουλίς του Μαυριανού πράμα να μήνε γίνει.
– Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το βασιλέα
κι αν είναι με το θέλημα να μείνει μετά σένα.
– Τα παραθύρια ξέρει τα, τσι πόρτες μας κατέχει,
ούλα θα τα’ χομ’ ανοιχτά κι όντεν ορίζ’ ας έρθει.

Απού τσι βάγιες μου, ποια θα με ξεμιστέψει;

Απής τσι συναπόβγαλε στο μαγερειόν τση μπαίνει,
τα κούρτουλα καταχτυπά τσι βάγιες τση μαζώνει.
– Βάγιες απού τσι βάγιες μου, ποια θα με ξεμιστέψει
να βάλω ’γώ τα ρούχα τση κι εκείνη τα δικά μου;
’Πού τσι σαράντα βάγιες τση κιαμιά δεν αποκρίθη,
μόνο λιό μικρότερη και ηλέγαν την Μαρία.
– Εγώ ’μ’ απού τσι σκλάβες σου, που θα σε ξεμιστέψω
να βάνω ’γώ τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου.

Μπαίνει και την εστόλιζε απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
τέσσερις την εστόλιζε κι οχτώ τση παραγγένει.
– Βλέπου σε Μαριγάκι μου, να μη με μαντατέψεις
κι α σε τζιμπήσει τζίμπα τον, και α σε φιλήσει φίλιε,
κι αν κόψει και κομμάτι σου μιλιά να μην του βγάλεις.

απού το βράδ’ ως το ταχύ τη τζίμπα και τη φίλιε

Καθώς την αποχτένιζεν ο βασιλιάς προβαίνει,
με πείσμα και με λύγισμα τη σκάλα ντσ’ ανεβαίνει.
Απού τη χέρα την αρπά στην κάμερα την βάνει
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ τη τζίμπα και τη φίλιε.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψε το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψε το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψε την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.
Και το ταχύ κατέβαινε τη σκάλα ντση με γέλια
κι εβάστα και του Μαυριανού δαχτύλια και πλεξούδες.

Έλα να ιδείς ’δά, Μαυριανέ, σημάδια τσ’ αδελφής σου.

– Έλα να ιδείς ’δά, Μαυριανέ, σημάδια τσ’ αδελφής σου.
– Δεν είνιαι τούτα τση σγουρής δεν είνιαι τση ξανθής μου,
όξω και να μ’ εγέλασε η σκύλα η γι-αδελφή μου.
Σ’ ούλον τον κόσμ’ αμέτε με, σ’ ούλο γυρίσετέ με
κι εις τσ’ αδελφής μου την αυλή αμέτε σφάξετέ με.

Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου η πλεξούδα;

Κι η γι-αδελφή ντ’ ως τ’ άκουσε πολλά τση βαροφάνει
κι εμπήκε κι εστολίζεντο με τη μεγάλη βιάση.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι.
Κι απής αποστολίστηκε κι έγινε σαν τη βιόλα,
ξεπόρτησεν η λυγερή στου βασιλιά να φτάξει.
Τη σκάλα ντση κατέβαινε μόνο με μια βαγίτσα
κι εβάστα κι εις τη χέρα ντση μαλαματένια βίτσα.
– Στην μπάντα σεις οι γι-άρχοντες, στην μπάντα κι οι γι-αγάδες,
να πα να ιδώ το Μαυριανό γιάντα θα τονε πνίξουν.

– Την αδελφή ντου πλάνεσα και θα τονε φουρκίσω.
– Μα ’σύ κι αν την επλάνεσες δείξε μου τα σημάδια.
– Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψα το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψα το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψα την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.

Απλώνει τα χεράκια ντση, κατάσπρα σαν το γάλα.
– Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου το δαχτύλι;
Ρίχνει και τα σγουρά μαλλιά, γεμίζ’ η γης λουλούδια.
– Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου η πλεξούδα;
Αν λείπει το δαχτύλι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ετότες να μου βάλετε τρίδιπλη την καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει μπλιό να ’χεις το βασιλίκι,
σα χοίρος, σα χοιροβοσκός να κάθεσαι στην Κρήτη.
Σαν να ’σουνε φαμέγιος μας, σαν να ’σουν δουλευτής μας,
έτσα σ’ εμπεγεντίσαμε με την αναθρεφτή μας.
Και πάρε το μουλάρι μας να πάεις εις τα ξύλα,
να ψήσομε το φαγητό να πάρεις τη Μαρία.

Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 1, 
Αθήνα 1958, σ 110-112.

Από το δίσκο "Παραλογές", μουσική επιμέλεια Δόμνα Σαμίου, τραγουδά ο Αντώνης Μαρτσάκης
__________

«Αν σου δανείσει, βασιλιά, έπαρ΄την τζεφαλήν μου...»

Μια από τις κυπριακές παραλλαγές του ποιήματος κατέγραψε η Γερμανίδα Έντβιγ Λίντικε, έτσι όπως το άκουσε από από τη Θεονίτσα Νικολάου - 62 ετών τότε - από τον Κάτω Δρυ. Η Λίντικε επισκέφτηκε το 1936 την Κύπρο (Λεύκαρα, Κάτω Δρυ, Λευκωσία) με σκοπό τη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Παραλλαγή του τραγουδιού δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών. 

Στην παραλλαγή αυτή το στοίχημα αφορά τη σύζυγο και όχι την αδερφή του Μαυρουδή. Επίσης ο βασιλιάς κόβει, εκτός από την πλεξούδα, το δάκτυλο μαζί με το δακτυλίδι της δούλας και το φέρνει ως απόδειξη της «αποπλάνησης» της κοκόνας Μαρουλλού.

Ο Μαυρουδής τζ΄ ο βασιλιάς εστρώσαν τζ΄ επίναν,
Εστρώσασιν τζ΄ επίνασιν κοντά στες τρεις ημέρες.
Έππεσεν μια περιλοή πάνω στες φουμισμένες. 

- Έχω τζ΄ εγιώ μιαν Μαρουλλού τζ΄ εμ πολλά φουμισμένη.
Επολοήθη ο βασιλιάς του Μαυρουδή τζαι λεέι:
- Ε φουμισμένη Μαυρουδή, αμμά πολλά δανείζει.
- Μακάρι νάσιει, βασιλιά, τζ΄αφήσ΄ την να δανείζει.
- Εν τζαι δανείζει, Μαρουδή, σιτάρι τζαι κλιθάριν,
Μόνον δανείζει τα φιλιά, πόν΄ αντροπή μεγάλη.
Επολοήθην Μαυρουδής του βασιλιά τζαι λέει:
- «Αν σου δανείσει, βασιλιά, έπαρ΄την τζεφαλήν μου,
εν σου δανείσει, βασιλιά, στους σιοίρους να σε πέψω».

Ο Μαρουδής ρίχνεται στη φυλακή και ο βασιλιάς στέλλει έναν ιππότη, φορτωμένο με πολύτιμα δώρα και αναγγέλλει στη Μαρουλλού την επικείμενη επίσκεψή του. Η κοκόνα Μαρουλλού του είπε ότι θα περιμένει το βασιλιά το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου, μόλις ανάψουν τα φώτα. Ο απεσταλμένος γυρνά πίσω μεταφέροντας το μήνυμα της κοπελιάς.

- Καλώς ήρτεν ο Φίλιππος με τα πολλά χαπάρκα.
- Είπε μου, να δύσ΄ο ήλιος, ν΄ ανάψουσιν λυχνάρκα.
Καλόν να΄ αρτει τζ΄ ο βασιλιάς, καλόν να΄ ρτει τζ΄ ο φίλος.

Η Μαρουλλού μαζεύει τις δούλες της για να τους ανακοινώσει το σχέδιο της: 

- «Πο ούλλες μου τες δούλες μου, ποια θέλει την τιμή μου 
Τζαι θέλει τζαι τον Μαυρουδή να μπαίνει στην αυλή μου;»
Επολύηθ΄ η δούλα της, η καταρριψιμιά της.
- «Εγιώ θέλω τα ρούχα σου, τζαι θέλω την τιμή σου
Τζαι θέλω τζαι τον Μαυρουδή να μπαίνει στην αυλή σου.»
Βκάλλει τα ρούχα η τζυρά, ευτύς φορεί τα η δούλα,
Βκάλλει τα ρούχα η δούλα της, φορεί τα η τζυρά της.
Όταν ο ήλιος έδυσε τζ΄ άψασιν τα λυχνάρκα.
σιερκές – σιερκές επιάσασιν τζαι πάσιν στο κλινάριν
τζαιν τους αποχωρήσασιν Φράντζιοι με το κοντάρι.

Ο βασιλιάς κόβει μια κοτσίδα από τα μαλλιά της υποτιθέμενης Μαρουλλούς καθώς και ένα δάκτυλο από το χέρι της και παραγγέλνει να μεταφερθεί ο Μαυρουδής στο παλάτι για να δει τα σημάδια της γυναίκας του. Η δούλα και η Μαρουλλού αλλάζουν φορέματα και η Μαρουλλού, ντυμένη κυρία, λέει:

- «Ελάτε ούλλοι οι άρκοντες να δείτε τα βρουλιά μου 
που τες γρουσές παλάμες μου αν λείπουν δάκτυλά μου».
Τζαι με τη δούλα πόππεσες τζαι σου δούλος μου 'σαι
Τζαι σιοίρους σου εγόρασα, στους σιοίρους μου να πάεις.
Τζαι πιάννουν τζαι τον βασιλιά, πέμπουν τον εις τους σιοίρους
Τζαι πιάννουν τζαι τον Μαυρουδή τζαι βασιλιά τον κάμνουν».

Τοιχογραφία. Αναπαράσταση της Άννας Ραδινής, 
Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
_____________________

«Έχω κι εγώ μιαν αδερφή π’ αλήθεια, δεν πλανιέται...»

Το 1971 ο Κύπριος συνθέτης Γιώργος Κοτσώνης (1937-2014) ηχογράφησε τον πρώτο ολοκληρωμένο του δίσκο που ήταν αφιερωμένος στην παραλογή «Του Μαυριανού και της αδερφής του», βασισμένος στην έμμετρη διασκευή του Γιάννη Κακουλίδη. Τραγουδούν: Μιχάλης Βιολάρης, Λάκης Παππάς, Γιάννης Θωμόπουλος και Μαρία Καρρά. Την ορχήστρα και τη χορωδία διευθύνει ο συνθέτης. Το καλαίσθητο εξώφυλλο σχεδίασε η Σοφία Ζαραμπούκα.


Το γλέντι

Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός 
κι ο Μικροκωνσταντίνος 
στήσαν τραγούδι και χορό
στήσαν και φαγοπότι.
Κι απάνω στο που χόρευαν
κι απάνω στο που πίναν
μίλησαν για τις όμορφες
και για τις τιμημένες.
Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης
Μουσική: Γιώργος Κοτσώνης
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς



Το στοίχημα 

Παίρνει ο Μαυριανός φωνή
στο βασιλιά και λέει,
στο βασιλιά και λέει.

Σαν το λουλούδι το κλειστό,
το γιασεμί το άσπρο,
έχω κι εγώ μιαν αδερφή
π’ αλήθεια, δεν πλανιέται,
π’ αλήθεια, δεν πλανιέται.

Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε,
γυρίζει και του λέει.

Στην αδελφή σου, Μαυριανέ,
στέλνω ευθύς χρυσάφι,
της στέλνω χίλια άλογα,
ασήμι και λογάρι.

Της θάλασσας τα κύματα
και του βυθού κοράλλια, και του βυθού
και τα μικρά τα όστρακα.

Αν την πλανέσω, Μαυριανέ,
σου παίρνω το κεφάλι,
μα πάλι, σαν δεν πλανευτεί,
σε κάνω βασιλιά μου.

Πουλιά, χελιδονόψαρα,
χτενίζουν τα μαλλιά της,
χίλιοι καλοί,
της θάλασσας τα κύματα
φιλούν τα δάχτυλά της,
φιλούν τα δάχτυλά της.
Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης
Μουσική: Γιώργος Κοτσώνης
Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης, Λάκης Παππάς, Γιάννης Θωμόπουλος



Η Αρετή εντύθηκε

Η Αρετή εντύθηκε
το φόρεμα της Βάγιας
κι ο βασιλιάς εξάπλωνε
παρέα με τη Βάγια.

Και φτάνοντας χαράματα
της κόβει μια πλεξούδα
και βγάζει από το δάχτυλο
τ’ όμορφο δαχτυλίδι.

Και την αυγή, χαρούμενος,
στην αγορά πηγαίνει
και με καμάρι, με φωνή,
το που `κανε τους λέει.
Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης
Μουσική: Γιώργος Κοτσώνης
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς



Η Αφροδίτη κι ο βασιλέας, παραμύθι από τη Σκύρο

Η αρετή της απάντρευτης αδελφής δοκιμάζεται - όπως και της συζύγου - με τον ίδιο τρόπο και στα λαϊκά παραμύθια, τα οποία αντανακλούν, όπως είναι φυσικό, τις κοινωνικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις της εποχής τους για το γυναικείο φύλο. 

Η Αφροδίτη του λαϊκού παραμυθιού της Σκύρου είναι αρχοντοπούλα, πανέμορφη - το όνομά της παραπέμπει κατευθείαν στη θεά του κάλλους - φρόνιμη και νοικοκυρά. Ζει απομονωμένη στο σπίτι της - κατάσταση επιβεβλημένη για μία νέα και ανύπαντρη γυναίκα - με τις παρακόρες και τις σκλάβες της. Η φήμη της ομορφιάς της κυκλοφορεί παντού, αλλά την ίδια κανείς δεν την έχει δει, εκτός από τα δώδεκα αδελφια της. Η ασύγκριτη ομορφιά της Αφροδίτης - η οποία δε φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα την παραμυθοκόρη - θα προκαλέσει το βασιλόπουλο, όχι για την παντρευτεί αλλά για την αποπλανήσει. 

Αν και το στερεότυπο θέλει την πεντάμορφη των παραμυθιών, υποτακτική, άβουλη και εξαρτημένη από το ανδρικό φύλο, να λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως έπαθλο του ήρωα, που έχει φέρει σε πέρας την αποστολή του, εδώ είναι η ίδια η ηρωίδα που θα αναλάβει την πρωτοβουλία και θα αναστρέψει τις εξελίξεις προς όφελος της ίδιας αλλά και του αδελφού της, που αναγκάστηκε να στοιχηματίσει το κεφάλι του, προασπίζοντας τη δική της τιμή. Αυτή που θα θυσιάσει κι εδώ την τιμή και το δάχτυλό της είναι η πιο όμορφη από τις σκλάβες, την οποία η Αφροδίτη περιβάλλει με τρυφερότητα, αγκαλιές και υποσχέσεις ανταμοιβής για την αφοσίωσή της.

Η πεντάμορφη κόρη, στο τέλος, θα καταφέρει και την αγνότητά της να περιφρουρήσει και τις κακές γλώσσες του χωριού να αποστομώσει και τον ίδιο το βασιλιά που έπαιξε με την τιμή της να τιμωρήσει, αφαιρώντας του από το κεφάλι το στέμμα με τα ίδια της τα χέρια και τοποθετώντας το στο κεφάλι του αδελφού της. 

Απόστολος Γεραλής, Κορίτσι που κεντάει κοντά στο παράθυρο
______________________

«Συ το κεφάλι σου και γω το βασίλειό μου...»

Μια φορά κι έναν καιρό ήτον ένας μεγάλος άρχοντας, είχε δώδεκα γιούς και μια θυγατέρα, που τη λέγανε Αφροδίτη. Ούλοι στο χωριό είχανε να κάμουνε για την ομορφιά και τη φρονιμάδα της. Ήτονε είκοσι χρονού, σαν πέθανε ο αφέντης της και δεν την είχε δει κανείς, όξω απ’ τ' αδέρφια της. Ούλη μέρα μες στο σπίτι, με τις παρακόρες και τις σκλάβες της, ύφαινε, έγνεθε, κεντούσε, πουθενά δεν πήγαινε. Ούλοι λέγανε πως ήτονε η ομορφότερη του κόσμου, αλλά κανείς δεν την είχε δει να ξέρει τι λογιού ήτονε η ομορφάδα της.

Απ’ τα πολλά που λέγανε για δαύτη, το βασιλόπουλο αποφάσισε να τη δει και να την πλανέσει. Αρχίνησε τότε να περνά ούλη μέρα με τ’ άλογο καβάλα κάτω απ' το σπίτι της και να της στέλνει μαντάτα, πότε με τις παρακόρες, πότε με τις γειτόνισσές της, πως την αγαπά. Να της τάζει φούρνους με καρβέλια αν ήθελε να τον δεχτεί μόνο μια νύχτα στο σπίτι της. Είχε λωλαθεί από την αγάπη. Μα η κοπέλα κοίταζε τη δουλίτσα της κι έδιωχνε τις προξενήτριες, που της έστελνε ο βασιλέας και δεν ήθελε μήτε να τον δει, μήτε να τον ξέρει.

Με τα σύρε κι έλα και με τα πες πες, διαδόθηκε σ’ ούλο το χωριό πως ο βασιλιάς αγαπούσε την Αφροδίτη. Βρέθη τότε μια γριά ανόητη αποκεί από τη γειτονιά, που την έστελνε και τούτη μαζί με τις άλλες ο βασιλέας να μιλήσουνε της Αφροδίτης, αρχίνησε να του λέει πως την είδε, πως την κατάφερε να βαστάξει τα δώρα που της έστελνε ο βασιλέας, πως ήθελε να τον δεχτεί, μόνο φοβάται τ’ αδέρφια της. Και με τούτα τα ψέματα έπαιρνε η γριά απ’ το βασιλέα, σήμερα το ’να, την άλλη τ’ άλλο, τάχα που τα ’δωνε της Αφροδίτης. Τα βαστούσε κείνη και περνούσε ζωή χαρισάμενη.

Ο βασιλιάς απ’ τη χαρά του, όπου βρισκότανε, έλεγε: «... που έπεψα σήμερα της Αφροδίτης το τάδε πράμα, που μου μήνυσε κείνο το λόγο...». Έφτασε και στα ’φτια των αδερφών της, πως η αδερφή τους έχει αγάπη με το βασιλιά κι έπαιρνε δώρα από δαύτον. Κείνοι δεν τα πιστεύανε γιατί ξέρανε από τις σκλάβες πως ήτανε ψέματα. Μα έλα, που σε ούλο το χωριό γίνη βούκινο και κουβεντιάζανε την αδερφή τους, μηδέ να ’τανε η χειρότερη κούρβα και σκρόφα. Ζαρώσανε τότε, πέσαν τα μούτρα τους...

Μια μέρα στο συμβούλιο κάτι είπε ο βασιλιάς στο μεγάλο της αδερφό, που ήτανε και κείνος στη δωδεκάδα. Το παιδί δεν το δέχτη. Βρισιές, καβγάς, κακό, γίνη φασαρία μεγάλη. Του λέει ο βασιλιάς: «Ώστε μου λες, πως κατηγόρησα την αδερφή σου, που είναι φρόνιμη; Βάνομε στοίχημα πως σ’ οχτώ μέρες γω θα πλαγιάσω μαζί της και θα σου φέρω και τα σημάδια της;» Λέει ο αδερφός: «Γω ξέρω την αδερφή μου και το δέχομαι. Αλλά τι θα βάλουμε στοίχημα; — Συ το κεφάλι σου και γω το βασίλειό μου», του λέει ο βασιλέας. Το παιδί παραδέχτη.


Ψηφιδωτό δάπεδο. Τουρκία, Αντιόχεια, Μουσείο Ψηφιδωτών, Αναπαράσταση προσφοράς κοσμημάτων.(©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
_______________________

«Πες του να ’ρθεί...θα τον απαντέχω»

Φεύγει ο βασιλιάς, πάει, βρίσκει τη γριά, της λέει: «Πάρε αυτά τα φλουριά δικά σου και πήγαινε τούτα τα χρυσά ρούχα και το δακτυλίδι, δώσε τα της Αφροδίτης και να της πεις πως αύριο βράδυ θα πάω, να φάμε, να πιούμε και να πλαγιάσουμε μαζί...».Η γριά τι να κάμει, πήγε στην Αφροδίτη της τα 'πε. Η κοπέλα μάθαινε από τις σκλάβες της το κουτσομπολιό που γινότανε στο χωριό και τα λόγια που λέγανε για δαύτη και είχε πλια βαρεθεί. Της είπανε και για το στοίχημα που ’βαλε ο βασιλέας με τον αδερφό της κι αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Λέει της γριάς: «Πες του να ’ρθεί. Σαν κρυφτεί ο αποσπερίτης περ’ απ’ το Κάστρο κι ύστερα, θα τον απαντέχω». 

Σαν έφυγε η γριά κούρβα, η Αφροδίτη πήγε μέσα, κει που καθόνταν και δουλεύανε οι σκλάβες της και οι σκλάβες των αδερφών της. Διάλεξε την πιο όμορφη, τη σκλάβα του μεγάλου της αδερφού. Έβαλε τις άλλες σκλάβες και τις παρακόρες τη λούσανε, τη χτενίσανε, την αλλάξανε, της έβαλε τα ρούχα τα δικά της, τα μεταξωτά της κι αποπάνω το χρυσοκέντητο φόρεμα και το κοντογούνι του βασιλιά κι ύστερα της πέρασε στο δάχτυλο το δακτυλίδι που ’χε στείλει ο βασιλέας. Μετά την πήρε μέσα στον οντά της, της είπε τι ήθελε από δαύτη, τη χάδευε, τη φιλούσε κι έκλαιγε και της έλεγε πως ό,τι και να της κάμει ο βασιλέας να μη μιλήσει καθόλου, μόνο να τα παραδεχτεί για την αγάπη της και κείνη θα της τα ξεπληρώσει.

Σα βγήκανε απ’ τον οντά η Αφροδίτη ντύθη τα πιο πενιχρά ρούχα, ανακατώθηκε με τις παρακόρες και σαν ήρθε ο βασιλέας κι έκατσε κι έφαγε κι ήπιε με τη σκλάβα, η Αφροδίτη τον ’περετούσε καλύτερα από ούλους. Σαν αποφάγανε, ο βασιλιάς κι η σκλάβα πλαγιάσανε κι απάνω στα χάδια και στα φιλήματα, που της έκανε, της έκοψε τη μια πλεξούδα της και το δαχτυλάκι της το μικρό, που ’χε περασμένο το δακτυλίδι του, και την αυγή σηκώθη κι έφυγε.

«Η Άγραυλος, κυριευμένη από ζήλια, φαντάζεται την γαμήλια ένωση του Ερμή και της Έρσης». Ταπισερί που αποδίδεται στον Giovanni Battista Lodi da Cremona, 1540, The Metropolitan Museum of Art, New York 
____________________

«Βλέπεις πως οι γυναίκες δεν έχουνε μπιστεμό;»

Σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, ούλο το χωριό που ’χαν ακούσει για το στοίχημα, μόλις μάθανε πως ο βασιλιάς πλάγιασε ούλη νύχτα στο σπίτι της Αφροδίτης, τη βλαστημούσανε και την καταριότανε: «Τη σκροφέκλω, τη γαδαρέκλω! που να ξερομαραθεί και να ξυλιάσει η αχρόνιστη! που πήρε τον αδερφό της στο λαιμό της! που θα τον σκοτώσει ο βασιλιάς, μια κι έχασε το στοίχημα κι αποδείχτηκε η αδερφή του, τέτοια σκροφόπετσα και τέτοια γκιόσα!...».

Ήρθε η ώρα, βαρέσανε τα τούμπανα κι οι μουσικές, μαζεύτη η δωδεκάδα στο συμβούλιο, ήρθε κι ο βασιλέας. Διάταξε να φέρουνε τον αδερφό της μπροστά του δεμένο, γδυμνό και  ξιπόλυτο. Του λέει: «Τι λες τώρα για την αδερφή σου; Κοιτάζεις, τι έπαθες; Βλέπεις πως οι γυναίκες δεν έχουνε μπιστεμό; Σε λυπώμαι και σου χαρίζω τη ζωή, όμως να παραδεχτείς το λάθος σου και να μολογήσεις πως εγώ είχα δίκιο»

Λέει το παιδί: «Βασιλιά μου, όσα και να λες η αφεντιά σου, γω ουτ’ αλάτι βάζω ούτε πιπέρι, αν δε δω την αδερφή μου, να της τα πεις μπροστά και να τα παραδεχτεί και κείνη πως είναι αλήθεια»

Ο βασιλιάς μόλις άκουσε τα λόγια τούτα γίνη θεριό και διατάζει να πάνε στο σπίτι της και να του φέρουνε την Αφροδίτη αμέσως μπροστά του. Βγάνει κι απ’ τον κόρφο του την κομμένη πλεξούδα και το δακτυλίδι της και τα βάζει πα στο τραπέζι μπροστά του. Έκατσε τότε στο θρόνο του και την απάντεχε.

Ας αφήσουμε τη δωδεκάδα και το βασιλιά να βράζει στο ζουμί του κι ας δούμε τι έκανε η Αφροδίτη...

Απόστολος Γεραλής, Η αρραβωνιασμένη
______________

«Ιδού τα δαχτυλάκια μου, ιδού και τα μαλλιά μου...»

Μόλις σηκώθη ο βασιλέας κι έφυγε, σηκώθη και κείνη, πήγε στο λουτρό, πλύθη, λούστη, χτενίστη, στολίστη με τα πιο καλά της ρούχα, ούλο χρυσάφι και μαργαριτάρια, είπε και στις παρακόρες της να πλυθούνε και να στολιστούνε ούλες με τα χρυσά τους. Έτσι, σαν ήρθανε απ’ το συμβούλιο, να την πάρουνε και της είπανε πως τη γυρεύει ο βασιλιάς, άνοιξε την πόρτα κι είπε πως είναι έτοιμη.

Κίνησε τότε κείνη μπροστά κι από πίσω ούλες οι σκλάβες κι οι παρακόρες της. Ούλες είχανε σκεπασμένα τα μούτρα τους με μια χρυσή σκέπη. Απόπου κι αν περνούσανε ούλοι στεκόνταν και θαμάζανε, αμ’ και ούλοι τη βρίζανε για τα καμώματά της. Κείνη που τ’ άκουγε, στάθη μιά στιγμή, φώναξε τις γειτόνισσές της που την ξέρανε, να μολογήσουνε αν είναι τέτοια δα και είπε:
— «Γειτόνισσες, γειτόνισσες, εβγάτε να με δείτε,
τ’ άδικο που μου γένεται, για να με λυπηθείτε!»

Σαν είδε που καμιά δε μιλούσε, τράβηξε το δρόμο της κι έφτασε στο μέρος που ήτανε μαζεμένη η δωδεκάδα, ανέβη τα βαθμίδια της ασκάλας και στάθη μπρος στο βασιλέα και χαιρέτησε ούλους με τούτα τα λόγια:

— «Ώρα καλή σας, άρχοντες, μ’ ούλη τη δωδεκάδα 
και με το βασιλόπουλο κι ας μην το ξέρω κιόλας...»

Ο βασιλέας ανασηκώθη θυμωμένος απ' το θρόνο του κι επήρε στα χέρια του την πλεξούδα και το δαχτύλι της το κομμένο, πήγε κοντά της κι είπε:

— «Για δες τηνα την άθλια, λόγια που μου τα λέει, απόψε είμαστε μαζί και τώρα δε με ξέρει! «Δεν ήμουνα γω που πλάγιασα μαζί σου και σου 'κοψα τα μαλλιά σου και το δαχτύλι σου κι ύστερα έφυγα; Δείξε τα μαλλιά σου και τα χέρια σου, σα δεν ειν’ αλήθεια!...».

John William Godward, The Ring, 1898
_________________

Τότες η Αφροδίτη ξεσκέπασε το κεφάλι της κι έδειξε τα μαλλιά της, έδειξε και τα δαχτύλια της, ούλα γερά και στον τόπο τους. Απέκει έβγαλε τη σκέπη απ’ το κεφάλι της σκλάβας της, έδειξε το χέρι της με το κομμένο δαχτύλι κι είπε:

— «Ιδού τα δαχτυλάκια μου, ιδού και τα μαλλιά μου,
ιδού και η σκλαβίτσα μου, που πλάγιασες, βασιλιά μου!».

 «Το στοίχημα το 'χασες και μαζί έχασες και το βασίλειό σου».

Καθώς ο βασιλιάς έσκυψε να δει και να καταλάβει τι ήταν αυτό το ξαφνικό που τον έβρε, επήρε η Αφροδίτη την κορόνα πάνω απ’ το κεφάλι του βασιλιά και την έβαλε πα στο κεφάλι του αδερφού της. Της φέρανε κι ένα μαχαίρι, έκοψε τα σκοινιά που τον είχανε δεμένο, τον επήρε απ’ το χέρι, τον έβαλε πα στο θρόνο του βασιλιά κι έσκυψε πρώτη κείνη και τον προσκύνησε. Κι οι μουσικές βαρούσανε, κι ούλοι μικροί μεγάλοι φωνάζανε: «Ζήτω!...».

Η Αφροδίτη και ο βασιλέας, Παραμύθια του λαού μας, 
πρόλογος, επιμέλεια: Γιώργος Ιωάννου, εκδόσεις Ερμής

Sir Lawrence Alma-Tadema, A Crown 
_____________

«Ο Μαυριανός, ο βασιλιάς κι η αδελφή του... επί σκηνής»

Στα τέλη του 19ου, αρχές 20ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς επιχειρούν να συγκεράσουν δεδομένα της λαϊκής παράδοσης, των παραλογών και των δημοτικών τραγουδιών, με έννοιες και στοιχεία που απορρέουν από την αρχαία τραγωδία, όπως η μοίρα, το αναίτιο πάθος, η ηρωική αντιμετώπιση καταστάσεων, οι υπερβατικές δυνάμεις. Έτσι, δημιουργούν πρωτότυπα έργα που συνενώνουν δημιουργικά το παρόν με το παρελθόν του ελληνισμού, την αρχαιοελληνική με τη νεοελληνική παράδοση.

Στην κατηγορία των θεατρικών συγγραφέων που εμπνέονται από την παραλογή του Μαυριανού και της αδελφής του ανήκουν τέσσερα έργα της εποχής αυτής. Αυτά είναι: «Ο Ανδρόνικος» ή «Το Στοίχημα του Βασιλιά» του Κωνσταντίνου Γ. Ξένου, γραμμένο στα 1880, η «Ροδόπη» του Νικολάου Ποριώτη, γραμμένη στα 1912, «Ο Άρχοντας Μαυριανός και η αδερφή του» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, γραμμένο στα 1919 και «Το Παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας» του Γιώργου Θεοτοκά, γραμμένο στα 1944.

Ο Κωνσταντίνος Ξένος, για τον οποίο δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, είχε δραστηριοποιηθεί στο πνεύμα του σαιξπηρισμού, κατά το τελευταίο τέταρτο του δεκάτου ενάτου αιώνα· είχε μάλιστα μεταφράσει τον Κυμβελίνο του Shakespeare, γεγονός καθόλου τυχαίο, αφού το έργο πραγματεύεται τον ίδιο μύθο. «Ο Ανδρόνικος ή το Στοίχημα του Βασιλιά» εγγράφεται στο μυθολογικό κύκλο της παραλογής, δυστυχώς όμως, όπως και πολλά άλλα έργα του συγγραφέα, δεν τυπώθηκε ποτέ. 

Στη βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου σώζονται ορισμένα χειρόγραφα αποσπάσματα του έργου. Το χειρόγραφο, σε λόγια γλώσσα, έχει τον ενδεικτικό χαρακτηρισμός «Δράμα εις πράξεις πέντε» και δίνει τη χρονολογική σήμανση του μύθου: «Η σκηνή εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 1185 μ.Χ». Μπορούμε να εικάσουμε μιαν υπόθεση παράλληλη με αυτήν του σαιξπηρικού Κυμβελίνου, εμπλουτισμένη με στοιχεία από τη Βυζαντινή Ιστορία της συγκεκριμένης εποχής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Κομνηνού και από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Τα πρόσωπα του έργου, εκτός από τον Ανδρόνικο Κομνηνό, είναι η γυναίκα του Αγνή, ο γιος του Μανουήλ, η νόθα κόρη του Άννα, ο Στέφανος Αγιοχριστοφορίτης, ο Ισαάκιος Άγγελος, ο Βρυένιος, η ανιψιά του Μάρθα, ο Μαυριανός, ο Οράτης και ο Φαλιέρος.

Γαλλική μικρογραφία του Ανδρόνικου Α΄, 13ος αιώνας.
___________


Ο Αίμος, η Ροδόπη κι ο βασιλιάς Δημοχάρης

«Όσο για κείνη την ιστορία υπάρχουν πολλές εκδοχές,
Η καλύτερη όμως είναι πάντα αυτή που κλαις.»

Τάσος Λειβαδίτης, Αισθητική, Μικρά Γυμνάσματα Λησμονιάς 
(από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή»), εκδόσεις  ΚΕΔΡΟΣ


Ο Νικόλαος Ποριώτης (1870 – 1945), γερός λόγιος, δραματικός ποιητής και εργατικός μεταφραστής θεατρικών έργων, ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του 1912, στη δημοτική και σε ενδεκασύλλαβο, τη μοναδική μονόπρακτη τραγωδία του με τον τίτλο «Ροδόπη». Το έργο αυτό, που ο Ποριώτης αγαπούσε σαν τη μοναχοκόρη του, το πρωτοτύπωσε το 1913 σε δύο τεύχη του περιοδικού του «Θυμέλη» (αρ. 3-4). 

Τη «Ροδόπη» την ξαναπαρουσίασε, πάλι στη «Θυμέλη» το 1935 «με την κρισιολογία της, όπου φαίνεται και πώς έγινε δεκτή για να μην παρασταθεί στο Εθνικό Θέατρο». Η «κρισιολογία» κυμαίνεται από διθυράμβους σε ύβρεις, από σημειώματα σε μελέτες. Ο Ποριώτης υπέβαλε τη «Ροδόπη» στις 25/1/35 «στο Πραιτώριο του Εθνικού μας Θεάτρου» (σχολιάζει), θέτοντας όρους επί όρων στην περίπτωση που γινόταν δεκτή. Το έργο έγινε μεν δεκτό, αλλά «χωρίς η καλλιτεχνική Επιτροπή να αναλαμβάνει την υποχρέωση να παιχθεί εντός της προσεχούς θεατρικής περιόδου». Ο εισηγητής της Επιτροπής Παύλος Νιρβάνας παίνευε το δράμα, συμφωνούσε «ότι τέτοιο έργο στο Εθνικό (τότε Βασιλικό) Θέατρο θα μπορούσε να τροχίσει λεπτό γούστο, να χαράξει αγνό κι ανόθευτο φρόνημα», όμως, δήλωνε, «ότι το Εθνικό, με τις τότε συνθήκες και τα μέσα που διέθετε, είχε άνάγκη από έργα που να μπορούσαν να κρατήσουν τη σκηνή για σειρά παραστάσεων. Κατά την κρίση του, η «Ροδόπη», με όλες τις αναντίρρητες λογοτεχνικές της αρετές, δε θα μπορούσε να αντέξει στη δοκιμασία αυτή, γιατί ήταν «αρχαιότροπη», με ψυχρά για ένα σύγχρονο θεατή στοιχεία λιτού και αυστηρού ρυθμού». Έτσι η «Ροδόπη» δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή, ούτε τότε ούτε και ποτέ μέχρι σήμερα.

Σε μια εποχή κατά την οποία οι γλωσσικοί αγώνες βρίσκονταν στη μεγαλύτερη οξύτητά τους, οι ακραίοι χαρακτηρισμοί «έκτρωμα» ή «αριστούργημα» για το έργο γίνονται ευκολότερα κατανοητοί.  Γεγονός είναι πάντως πως ο συγγραφέας, σε μια γλώσσα που ισχύει και σήμερα και σπάνια προκαλεί σαν «μαλιαρή», επικεντρώνεται κυρίως στο πάθος για την εξουσία και καταφέρνει να στήσει ένα δαιμονικό παιχνίδι έρωτα και θανάτου, αντλώντας από το δημοτικό τραγούδι και συνάμα εμπλουτίζοντας τον αρχικό μύθο με νέα πρόσωπα και εύστοχες προσωπογραφίες.

Ο βασιλιάς ονομάζεται τώρα Δημοχάρης - ο εκλεκτός του λαού -ο Μαυριανός Αίμος και η αδελφή του Ροδόπη. Η επιλογή των ονομάτων των ηρώων δεν είναι καθόλου τυχαία. Για την πρωταγωνιστική μορφή, η οποία δίνει και το όνομά της στην τραγωδία, και τον αδελφό της, εύκολα κανείς οδηγείται στους σχετικούς μύθους της ύστερης αρχαιότητας. Με καταγωγή από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης και με τη σκευή του κλασικού φιλολόγου, ο Ν. Ποριώτης αντλεί την έμπνευσή του, όχι μόνο από την παραλογή του Μαυριανού και της αδελφής του, αλλά και από τις διαδεδομένες στην περιοχή της Θράκης παραδόσεις και αιτιολογικούς μύθους για τον Αίμο και τη Ροδόπη. 

Βασιλιάς της Θράκης, σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ο Αίμος ήταν γιος του Βορέα και της Ωρείθυιας, αδελφός και σύζυγος της νύμφης Ροδόπης, κόρης του θεού ποταμού Στρυμόνα. Σύμφωνα με τον ψευδο-Πλούταρχο, αν και αδέλφια, ένιωσαν ερωτικά αισθήματα ο ένας για τον άλλο, αυτοαποκαλούνταν με τα ονόματα του  Δία και της Ήρας και ήθελαν να λατρεύονται ως θεοί. Η ύβρις τους δεν έμεινε ατιμώρητη από τους θεούς, που τους μεταμόρφωσαν στα ομώνυμα βουνά. Η ιστορία παραδίδεται και από τον Οβίδιο στο έκτο βιβλίο των «Μεταμορφώσεών» του.

Έτσι ο Ποριώτης πλάθει το χαρακτήρα της ηρωίδας του με κυριάρχο χαρακτηριστικό το θανάσιμο αμάρτημα της αλαζονείας, το οποίο θα αποβεί ολέθριο για όλους, ένοχους κι αθώους. Κι αν όλα ξεκινούν κι εδώ από ένα πεισμωμένο παιχνίδι των αντρών, γρήγορα είναι η Ροδόπη εκείνη που θα πάρει στα χέρια της τα ηνία και θα παίξει με τους δικούς της όρους και για δικό της και μόνο όφελος· όχι για να περιφρουρήσει την τιμή της και το κεφάλι του αδελφού της, όπως στην παραλογή, αλλά για να κερδίσει το στέμμα και να ταπεινώσει τον άντρα που της το στέρησε. 

Στη θέση της πιστής δούλας της παραλογής, που δέχεται να πάρει για μια βραδιά τη θέση της κυράς της, βρίσκεται τώρα η Κρινώ - όνομα κι αυτό δανεισμένο από τη μυθολογία, θυγατέρα του  Τρωαδίτη Αντήνορα και της πριγκήπισσας Θεανούς, ιέρειας της Αθηνάς και κόρης της βασίλισσας Εκάβης - μια φτωχή και ορφανή κοπέλα που έχει μεγαλώσει δίπλα στη Ροδόπη, σχεδόν ως αδελφή της, και έχει κερδίσει τη συμπάθεια, αν όχι την αγάπη του Αίμου, που την φυλάει για να την παντρευτεί, όταν μεγαλώσει. 

Ανάμεσα στις δύο γυναίκες βρίσκεται η χορεύτρια Μαντώ - στο χώρο των μυθολογικών αναφορών η Μαντώ ήταν κόρη του Τειρεσία κι επίσης μάντισσα -  ένα πρόσωπο που δεν απαντάται στην παραλογή, αλλά και σε κανένα άλλο ομόθεμο έργο, λαμβάνει συμβολικές διαστάσεις στο έργο και λειτουργεί εν μέρει ως ένα προσωπείο του συγγραφέα, εκφράζοντας τις δικές του ιδέες, τη δική του φιλοσοφία της ζωής. 

Δίπλα στο Δημοχάρη βρίσκεται ο άρχοντας Αμύντας, σεβάσμιος γέροντας και ακριβοδίκαιος κριτής κατά τη διάρκεια του στοιχήματος και ο Λαέρτης, «νέος κι όμορφος, μα γυναικωτός σαν ταν Αντίνοο», τον ωραίο ακόλουθο του Αδριανού, που πνίγηκε εκούσια στο Νείλο, το 130 μ.Χ, προσφέροντας τη ζωή του αντί της ζωής του αυτοκράτορα, σύμφωνα μέ χρησμό. Ο Λαέρτης έχει μεγαλώσει ως ακόλουθος στην αυλή του Αίμου, αλλά «με το σπαθί του πήρε την αξία, και του Αίμου τώρα ισότιμος λογιέται».

Rhodope and Haemus had been worshipped as Jupiter and Juno 
(Johann Ulrich Krauss, Edition 1690), Ovid. Met. VI, 89
___________

«Πάντα μες απ’την κούπα βγαίνει της γυναίκας ο λόγος κι ο πόθος...»

Το έργο εξελίσσεται στο παραθαλάσσιο αρχοντικό του Αίμου και της Ροδόπης, την «εποχή που άρχισε ο άνθρωπος να κλονίζει το θρόνο των Ολυμπίων και να θεοποιεί τον εαυτό του». Η χρονοσήμανση προγραμματικά στοχεύει στο τραγικό μέγεθος και ο Ποριώτης στήνει μια τραγωδία με ενότητα χώρου, χρόνου και μύθου, αφού όλες οι πράξεις των προσώπων έρχονται και διαπλέκονται γύρω από τη στοιχηματοθεσία των αντρών και τη ραδιουργία της Ροδόπης.

Στο πρώτο επεισόδιο ο Αίμος, παραγκωνισμένος άρχοντας του τόπου,
«άντρας μεστωμένος, που δείχνει στη γενναία και γεννάτη όψη του την ψυχή που μαυροψήθηκε στον πόλεμο και στον κίντυνο», έχει καλέσει τον τωρινό βασιλιά και το στρατό του στο κτήμα του να γιορτάσουν με συμπόσιο τη νίκη στον πόλεμο. Ενώ ξεφαντώνουν και «το κρασί ρέει ποτάμι στα κροντήρια» και πυρώνει μάτια και μάγουλα, ο λόγος έρχεται στις γυναίκες – «πάντα μες απ’την κούπα βγαίνει της γυναίκας ο λόγος κι ο πόθος».

Ο βασιλιάς Δημοχάρης, «ξανθός και ωραίος και μ’ άτριχο το πρόσωπο, ηρωικός, σα νέος Αχιλλέας», που έχει επιβάλλει τη δική του ιεραρχία εξισώνοντας άξιους πολεμιστές με τον Αίμο - ακόμα και το σταβλίτη του τελευταίου, το Λαέρτη - 
έρχεται στα λόγια με τον πρώτο του σύμβουλο. Οι δύο άντρες μιλούν με έπαρση και στη σύγκρουση είναι εμφανή τα κίνητρα της προσωπικής φιλοδοξίας και εμπάθειας, αφού ο Αίμος, που κατάγεται από βασιλική οικογένεια, έχει εύλογες προσδοκίες αναρρίχησης στο βασιλικό θρόνο. Ο Δημοχάρης τον κατηγορεί ανοιχτά για τη «δολερή μάχη» που έχει στήσει εναντίον του με σκοπό να τον εμφανίσει «τρελό» μπροστά στο λαό του. 

Σε μια επιδέξια κλιμάκωση της σύγκρουσης, όπου και τα δύο μέρη φέρουν ακέραιο το βάρος, φθάνουν στην ύβρη:ο Αίμος σε μικρότερο βαθμό, αλλά εξαπολύοντας συνεχείς επιθέσεις εναντίον του βασιλιά, που καταλήγουν στην επικίνδυνη φράση: «— να κάμω κάθε υβριστή να μασήσει τη γλώσσα!» Ο Δημοχάρης, με όχι και τόσο κολακευτικούς υπαινιγμούς για το γυναικείο φύλο - οι γυναίκες δεν έχουν τιμή και σκλαβώνονται από κάθε τι που λάμπει -  φθάνει στο σημείο ν' αφήσει υπονοούμενα ακόμα και για την ίδια τη μητέρα του. 

Ο Αίμος στοιχηματίζει το κεφάλι του πως η αδελφή του είναι κάστρο που κανείς δεν μπορεί να κουρσέψει παρά μόνο αν η ίδια θελήσει. Ο Δημοχάρης, από την άλλη μεριά, στοιχηματίζει «
τη χρυσή κορώνα, και το βασίλειο του κι όλα τ’ αγαθά του».Το στοίχημα τίθεται ενώπιον όλων των αρχόντων, με συνοδεία πικρότατων σχολίων του Αμύντα για τη γυναίκα και τον έρωτα: 

«...το κέρδος πάντα οδηγάει στο ερωτικό παιγνίδι τη γυναίκα. Δεν πέφτει, αν το στεφάνι να πάρει ελπίζει, μένοντας παρθένα· και πάλι πέφτει, αν το στεφάνι βλέπει κι’ είναι δικό της στη μάχη που χάνει. Συχνά είναι νίκη γι’ αυτήν ο χαμός της, στη μάχη την αιώνια με τον άντρα.[...] είναι σπάνιο,— αφότου οι νόμοι κυβερνούν τα πάθη των ανθρώπων, και ασύδοτα δεν είναι,— να δεις τα ερωτικά ταίρια να σμίγουν για έρωτα μόνο, και μόνο με αγάπη![...] κι έτσι μόνο σκλάβα ο άντρας αξίζει να’ χει τη γυναίκα.»

Το στοίχημα επικυρώνεται, ο Αίμος κλειδώνεται σ’ ένα καράβι για να μην μπορέσει να παραβιάσει τους όρους της συμφωνίας και ο Λαέρτης στέλνεται αγγελιαφόρος, επικεφαλής πομπής θησαυρού από τον πόλεμο, που προσφέρει ο Δημοχάρης στην «κίσσα»  γυναίκα για να της αποσπάσει το «ναι».

William Page, Quarrel of Achilles and Agamemnon, circa 1832, 
Smithsonian American Art Museum, Washington, D.C.
_____________


«Σαν την κίσσα στα διαμαντένια βρόχια μου θα πέσει!»

Αίμος: Κι αν είσαι βασιλιάς μου εσύ, μα εγώ ’μαι 
γιος βασιλιά, και θεϊκό λογιέται 
το γένος μου. Δοσμένη μου έχει ο νόμος 
την εξουσία ν’αντιμιλώ, άμα βλέπω 
τα χείλη σου ν’ ανοίγονται σε τρέλες.

Δημοχάρης: Τρέλες; Με κάνεις και γελώ. Ποιος με είδε 
να κυβερνώ, και είπε τρελός πως είμαι;
Τι είμαι, το δείχνουν τά έργα μου!

Αίμος: Ναι, τα έργα, μα όχι τα λόγια! 

Δημοχάρης: Ο βασιλιάς τη γλώσσα
σκήπτρο κρατεί και δίκοπη ρομφαία·
μ’ αυτή και μόνη κυβερνάει. Και ξέρεις 
σαν τι καμάρια είδε από μένα ο τόπος!
Εσύ, κ’οι άρχοντες όλοι, διαλεχτό σας 
στο θρόνο μ’ ανεβάσατε, γιατ’ ήμουν 
ο κάλλιος σας στον πόλεμο, κι ό πρώτος 
στην ειρήνη. Κι ως να διπλώσει ο χρόνος, 
τρίπλωσα εγώ τα σύνορα του κράτους.
Μ’ έχει πατέρα του ο λαός· μηδέ είχε 
προσμείνει ν’ αργυρώσω το χρυσάφι 
στην κόμη εγώ, για να με πει πατέρα!

Αίμος: [...] Ω, βασιλιά μου! 
τα μάγουλα καθρέφτες στο κρασί σου 
μου ανάψανε, σαν άκουσα τα λόγια 
τ’ ανόσια που είπες. Είπες πως στον κόσμο
δεν έχει ανθίσει ακόμα το λουλούδι 
που το κράζουν γυναίκας τιμή. 

Δημοχάρης: Το είπα, 
και το λέγω! Κι αν είναι τιμημένη 
μια γυναίκα, ποιος άντρας θα μπορούσε 
να τ’ ορκιστεί;

Αίμος: Μη, αφέντη μου, το λόγο
τριτώσεις. Μην ξεχνάς: είχες μητέρα! 

Δημοχάρης: Μητέρα, ναι· μα όρκο μπορείς να δώσεις
πως είχα και τον κύρη μου πατέρα; 

Αίμος: [...] Ναι, το είπα: 
καθώς του ρόδου τον ανθό η Ροδόπη
στην ομορφιά, και στην αγνότη κρίνος!
Ναι, το είπα: και δε γνώρισε κανένας
το φιλί της· μηδέ φιλιά ή διαμάντια, 
μάγια, μαργαριτάρια ή κάλλη αντρίκια, 
μηδέ του Κροίσου ο θησαυρός ο μέγας 
μπορούνε τη Ροδόπη να πλανέσουν !

Δημοχάρης: Κι αν την πλανέσω εγώ;

Αίμος: Να την πλανέσεις;
Χα, χα! τόσο λεβέντης δεν πιστεύω 
να’σαι! Είναι κάστρο που καμιά δε σώνει 
να το κουρσέψει λεβεντιά, να πέσει 
μόνο του αν δε θελήσει. Όμως δε θέλει!

Δημοχάρης: Μ’ αν την πλανέσω; Κι αν αυτή θελήσει;

Αίμος: Να χάνω το κεφάλι μου!

Δημοχάρης: Έχεις τόση
πίστη στην πίστη μιας γυναίκας, Αίμο;

Αίμος: Λέγω: να χάνω τη ζωή μου! Ποιο είναι 
πιο ατίμητο στολίδι να στολίσω 
της αδερφής μου την τιμή;— να κάμω 
κάθε υβριστή να μασήσει τη γλώσσα!
Κι όρκο το παίρνω!

Δημοχάρης: Όρκο κ’ εγώ το παίρνω 
πως θα το μετανοιώσεις!
Δεν το λέγω
σα βασιλιάς, παρά σαν άντρας σε άντρα. 
Στοίχημα βάζεις εσύ τη ζωή σου· 
μα είν’ η ζωή σου χτήμα μου απ’ το νόμο, 
και νόμος είναι ο λόγος μου. Θα βάλω 
στοίχημα εγώ, που αξίζει όλο τον κόσμο· 
κι ομπρός σ’ όλο τον κόσμο θα το βάλω.[...]

Αίμος: Ω, βασιλιά μου!

Δημοχάρης: Ναι! βασιλιάς σου! Με είχες και τραπέζι! 
Μα δίβουλα τα λόγια σου πετούσες, 
τρελό για να με δείξεις στο λαό μου! 
Μα όλοι για να με ιδούν τρελός αν είμαι, 
θα κάμω εγώ την πιο τρελή απ’ τις τρέλες.
Άρχοντες, στρατηγοί! μάρτυρες να’στε! 
Στοίχημα βάζω τη χρυσή κορώνα, 
και το βασίλειο μου· όλα τ’ αγαθά μου·
να μου τα παίρνει, χάρισμά του, ο Αίμος, 
αν ο άγγιχτος ανθός του, η αδερφή του, 
μαζί μου δεν ξημερωθεί στην κλίνη 
της αγάπης! Και απόψε κιόλα! —Ας είναι 
μάρτυρες οι θεοί στον όρκον. Είπα.

Χύνει κρασί στο χώμα, κ υστέρα πίνει.

Αίμος: Όχι! αυτό δε θα γίνει. Αν όμως γίνει,
κι ο ανθός μου αγκάλη αντρός μοσκομυρώσει, 
στο δήμιο παραδίνω το κεφάλι 
ο Αίμος εγώ, μα το κρασί που χύνω 
στους θεούς του κάτω κόσμου, εδώ, μπροστά σας.

Και χύνει κι αυτός κρασί στο χώμα, κι ύστερα πίνει. 
Οι άλλοι όλοι κοιτάζονται περίτρομοι. 
Μα σαν υποταγμένοι στο έθιμο το προαιώνιο, υψώνουνε, 
με κίνημα τυπικό, τα ποτήρια και πίνουνε όλοι μαζί. 
Οι δούλοι παίρνουνε τα ποτήρια.

Δημοχάρης: Κι είναι η ζωή μου χτήμα σου αν κερδίσεις.

Αίμος: Σα να βλέπει κιόλα το θρίαμβό του.

Το ξέρω: αφού δικός μου θα ’σαι σκλάβος!

Δημοχάρης: Η νέα αυγή θα φέξει στον αφέντη.

Αίμος: Μα δε θα ισκιώσει το δικό σου αχνάρι 
της παρθενιάς το απάτητο κατώφλι!

Δημοχάρης: Μαντάλωσε τη θύρα· και λιθάρια
σώριασε πίσω την Όσσα, τον Πίντο!
Θα το πατήσει ο κλέφτης που είναι πλάνος.

Αίμος: Άξαφνα δειλιασμένος.
Με τη βία, ναι... ίσως! 

Δημοχάρης: Όχι! καλεσμένος!
Είναι κίσσα η γυναίκα, και ό,τι λάμπει 
τη σέρνει, τη σκλαβώνει· σαν την κίσσα 
στα διαμαντένια βρόχια μου θα πέσει!

Αίμος: Ω! το αίμα τότε τη ντροπή θα πλύνει.[...]

Δημοχάρης: Ναι, πάρτε τον! Εκεί: μες στη γαλέα, 
Να μείνει απόψε ως να φωτίσει ο νέος ήλιος.

Domenico Morelli, Pompeian Gold, 1863–1866
___________

«Σα να’ταν η καρδιά σου μ’ αγιάτρευτον καημό φαρμακωμένη...»

Το στοίχημα μπήκε και στη σκηνή εμφανίζεται ο χορός των γυναικών, οι τέσσερις άβρες της Ροδόπης– «Εστιάδες στο ναό της παρθενιάς και της αγνότητας», όπως ονομάζουν το παλάτι της κυράς τους, που «μάτι αντρός τα κάλλη του δεν είδε» και η Μαντώ η χορεύτρα, «με τη ξεδιάντροπη ομορφιά της εταίρας που χάρηκε τη ζωή της, γνώρισε τα ρίγη της αγάπης και της γέννας τους πόνους», αλλά στοχαστική, ικανή να διαισθάνεται απόκρυφα σημάδια και να νιώθει τα μυστικά που κρύβουν οι άνθρωποι. Μέσα από τα δικά τους μάτια, το λόγο και τον αντίλογο, αποκαλύπτεται η Ροδόπη: κι αυτό που φαίνεται κι αυτό που κρύβεται, η επιφάνεια και το βάθος ενός χαρακτήρα σύνθετου, μιας γυναίκας με αρετές αλλά και πάθη.

Η Ροδόπη του Ν. Ποριώτη δεν είναι η όμορφη κι αθώα κόρη της παραλογής ή των παραμυθιών, που στην τιμή της πάνω ποντάρουν ζωή και στέμμα ο αδελφός κι ο βασιλιάς. Η ομορφιά της μένει «άκαρπη, άνανθη, σα δέντρο σε άδροσο βράχο». Κι αν δοξάζει την ομοπάρθενη Άρτεμη κι όχι την Κυθέρεια Αφροδίτη, το ξέρει κατά βάθος πώς η Μαντώ σωστά διαβάζει, πίσω από την αγέρωχη μορφή της, μια καρδιά «φαρμακωμένη με το αγιάτρευτον καημό της αγάπης». 

Η Ροδόπη είναι μεγαλωμένη για να τα έχει όλα, εκείνα που δίνει η φύση κι εκείνα που χαρίζει η τύχη: ομορφιά, μυαλό, εξουσία, δόξα, περηφάνια κι ένα βασιλικό γάμο αντάξιο της «θεϊκής» της καταγωγής. Η Ροδόπη δεν συμβιβάζεται με τον ξεπεσμό, για τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο τον Δημοχάρη, τον εκλεκτό του στρατού και της τύχης, «χάρο» της γενιάς της και της βασιλικής της μοίρας.«Παρθένα- χήρα», μνηστή του Κλείτου της Βιθυνίας, που ο Δημοχάρης νίκησε και σκότωσε, δεν καταδέχεται τα προξενιά των τρανών, περιφρονεί τις χαρές του έρωτα, του γάμου, της μητρότητας και μόνο η Δόξα κι η Εξουσία φλογίζουν την ψυχή της. Της Δόξας μόνο το όνειρο είναι έτοιμη ν' αρπάξει «μ' άτρομο το χέρι κι ανάγκη αν είναι, να το λούσει στο αίμα». Ο δρόμος που θα βαδίσει 
από δω κι εμπρός η Ροδόπη στο κυνήγι του ονείρου της προμηνύεται ζοφερός! 

Ηρακλής και Ομφάλη, λεπτομέρεια τοιχογραφίας από την Πομπηία, 45-79 μ.Χ, Νάπολη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
_______________

Ροδόπη: Τ’ ήθελ’αυτός εδώ; Κ’είχε την τόλμη 
να σηκώσει τα μάτια στο παλάτι, 
που τ’ άφησε ρημάδι, παίρνοντάς μας 
στέμμα και σκήπτρο! Αυτός, ο Δημοχάρης, 
ο διαλεχτός τ’ ασκεριού και της τσούρμας, 
τ’ ήθελ’ εδώ; [...]
Μηδέ σε δούλα 
τ’ άρπαγο μάτι να πέσει μη δώσεις, 
Άρτεμη εσύ, ομοπάρθενη κυρά μου! — 
που μου ’κλεισε τη μοίρα, ο λαοπλάνος!
...Το ξέρει όλος ο κόσμος,
κι ας του σφραγίζει το στόμα η χαμέρπεια. 
Μου εμπόδισε το γάμο με το ρήγα 
της Βιθυνίας, τον Κλείτο, και του πήρε 
βασίλειο και ζωή στην άγρια μάχη.
Το ’κρινε αυτός για το κράτος σωτήριο.
Μ’αν ήταν ο αδερφός μου ή ο πατέρας 
στο θρόνο, εμένα, ρήγισσα και νύφη, 
θα κρίνανε σωτήριο στις αγκάλες
του Κλείτου να με ιδούνε!

Μαντώ: με παγερή, ατάραχη φωνή.
Γιατί πάντα σαρκώνει ο βασιλιάς στον εαυτό του 
το κράτος, και γι’αυτόν είναι το κράτος.

Ροδόπη: δίχως να προσέξει στο διπλό της νόημα.
Και λες, αυτός δε μου ’κλεισε τη μοίρα; 
δε μ’έκαμε παρθένα-χήρα κ’έρμη 
στον κόσμο, που ήμουν η πρώτη στον κόσμο; 

Μαντώ: Συμπάθησέ με, αρχόντισσα· μα λένε
κι άλλοι τρανοί πως σε ζητήσαν, όμως 
την άρνησή σου πήραν, κι όχι εσένα... 
Κι αυτός ακόμα, λένε, ο Δημοχάρης... 

Ροδόπη: Αυτός; Πού με είδε; πού με ξέρει; Πότε 
στην αυλή του πατέρα μου τον είδα 
να’ρθει, το σέβας που έπρεπε να φέρει;
Απ’τα μαλλιά τον άρπαξεν η Τύχη
και ανάξια του τα στόλισε με στέμμα!
Τα θρέμματα της Τύχης συναγμένα 
τριγύρω του έχει, και δεξί του χέρι 
το Λαέρτη, του σταύλου μας το δούλο, 
και χρησμό και προφήτη τον Αμύντα, 
τον κρονόληρο που ’βγαλε το δόγμα 
«νόμος, του βασιλιά μόνος ο λόγος!» 
και γύμνωσε τη Σύγκλητο απ’το κύρος,
«γιατ’ οι πολλοί το μέτριο αγαπούνε!» 
Ω, αυτός να στείλει προξενειά σε μένα, 
που έχει τον αδερφό μου πεταμένο 
στην άκρη—ένα λιοντάρι, αυτός, ό λύκος!
Κι αν έστελνε...

Και σταματά, γιατί αυτό που κρεμάστηκε 
στα χείλη της δεν ήτανε ο πόθος της ο κρυφός.

Μαντώ: Όμως οι άλλοι είχανε στείλει...

Ροδόπη: Οι άλλοι! Τι να τους κάμω εγώ, τους άλλους; 
Στο παραγώνι, μια ρόκα, και γνέθε, 
να υφαίνεις τα σκουτιά τους! Αι! μήν είμαι 
πλασμένη εγώ για τα έργα της δουλεύτρας,
ή να γεννώ παιδιά, κ’εννιά φεγγάρια 
το φόρτωμα της γέννας να βαστάζω;
Δε νοιώθω τις λαχτάρες της φυλής μου 
εγώ, μηδέ τους πόθους της μητέρας.
Τα σπλάχνα θα μπορούσε να μου σκίσει
μια θυγατέρα: η Δόξα! η Δόξα! Φλέγει 
στα φυλλοκάρδια μου ο καημός, αφέντρα, 
σαν την αρχαία Σεμίραμη, βασίλεια 
να προστάζω· να’ναι ο Άρης έρωτάς μου, 
και να’ναι σκλάβος ο Έρωτας στη λαύρα 
που με φλέγει!

Μαντώ: Κυρά μου, είναι η μορφή σου
μορφή Νεράιδας, μα η λαλιά σου στάζει 
φαρμάκι, ωιμέ! σα να’ταν η καρδιά σου 
μ ’ αγιάτρευτον καημό φαρμακωμένη, — 
καημόν αγάπης, κι ας τον κρύβης μέσα 
στης περηφάνειας τα μίσαντρα πέπλα! 
Φαίνεται πάντα...[...]

Κάθε ψυχή κ’ ένα όνειρο, κυρά μου! 
Καλότυχη, που ανοίγει τα φτερά της 
για να το φτάσει,—κι ας τα κάψει ο Δίας 
μ’αστροπελέκι την ώρα της νίκης!
Οι απελπισμένοι χάνονται, όχι η Ελπίδα! 
Ποιος ξέρει, αν τ’όνειρό σου δεν περάσει 
δίπλα σου απόψε, να σου κράξει: «Εδώ 'μαι!
το χέρι δεν απλώνεις να μ’ άρπάξεις;» 

Ροδόπη: Σα μαγνητισμένη από τη φωνή της Μαντώς.
Ω, θα τ’αρπάξω μ’ άτρομο το χέρι, 
κι ανάγκη αν είναι στο αίμα να το λούσω!

Edward Burne-Jones, Sidonia von Bork, 1860, 
Tate Britain, London, UK.
____________________

«Μαζί σου αν παίξει στου Έρωτα την παλαίστρα, σε παίρνει στεφάνι, και βασίλισσα σε κάνει...»

Ο Λαέρτης καταφθάνει με δώρα πολύτιμα, μαργαριτάρια, σμαράγδια και ζαφείρια, προσφορά του βασιλιά, ταιριαστή στα κάλλη της Ροδόπης. Αυτά κι όσα οι ναύτες ξεφορτώνουν – όλο το βασιλικό μερίδιο από τα λάφυρα του νικηφόρου πολέμου – και μαζί η υπόσχεση να την κάνει γυναίκα και βασίλισσά του, αρκεί να δεχτεί η Ροδόπη το ίδιο βράδυ, να «παίξει μαζί του στου Έρωτα την παλαίστρα»

Ροδόπη: Ω! μαύρη μοίρα,
που στέλνει μύρια δώρα, και δε στέλνει 
το μόνο που μου πρέπει, την κορώνα, 
ή καν το δαχτυλίδι του αρρεβώνα!
Και τρέμω, τρέμω!

Λαέρτης: Ο βασιλιάς, κυρά μου, 
σ’αγαπάει, καημό το ’χει μαζί σου 
να μείνει απόψε να χαρεί τη γλύκα 
του φιλιού σου!

Κ' η φωνή του ξεσπάει σε σκούσμα θλιβερό.

Αχ! γι’αυτό και σου τα στέλνει, 
κι αυτό ζητάει ξαντίμεμα από σένα!

Ροδόπη: Τ’είπες; τ’είπες; Και στόμα σου και λόγια,— 
τι λόγια; φίδια! — δεν πετρώσανε, δούλε, 
πριν κρούσουνε τ’αυτιά μου; Α! σε γνωρίζω
καλά! είσαι δούλος, και πάντα σου δούλος 
στα έργα τα ντροπιασμένα, εσύ, ο Λαέρτης!

Και καταπίνοντας με σπασμούς, για να 
μην τονέ φτύσει.

Σύρε να πεις του αφέντη σου, που δούλος 
κι αυτός είναι μέσ’ στην ψυχή, και πες του: 
Εγώ ’μαι η αδερφή του Αίμου, η Ροδόπη,— 
κ’οι δυό βλαστάρια θεϊκά στον κόσμο·
εγώ ’μαι που με δόξασε τραγούδι:
«ποιος σε θωρεί, και δεν τρέμ’η καρδιά του; 
»ποιος σε τιμά, και θυμάται άλλη δόξα;»
Μα τέτοια που με βλέπεις και με ξέρεις,— 
ωχ, ναι! με ξέρεις, δούλε,—κάλλιο τόχω 
να βγω πόρνη στις ρούγες και να στήσω 
καταμεσίς στο φόρο το κλινάρι, 
παρά σε κείνον να δοθώ, — ναι! κάλλιο! 
Κι αυτά που μου φορέσατε τα δώρα 
να μου λερώσουν το κορμί, να, πάρ’τα, 
την προμάμμη του, αν ζει, εσύ να πλανέσεις!

Και κάνει να βγάλει από πάνω της τα βραχιόλια, 
μα δεν μπορεί απ’ την τρεμούλα και την ταραχή.

Λαέρτης: Όλος χαρά με το χτύπημα της προσβολής, βέβαιος πια 
πως η Ροδόπη πάλι θ’ αρνηθεί ό,τι κι αν της προτείνει, 
ξαμώνει να της πιάσει τα χέρια, όμως αυτή ακατάδεχτη τα ρίχνει κάτω. 

Μη! μη ! κυρά μου, άκουσε πρώτα! στάσου ! 
κι ακόμα δεν απόσωσα το λόγο, 
που έρχουμαι αποσταλμένος να μηνύσω!
Μαζί σου αν παίξει ο βασιλιάς απόψε 
στου Έρωτα την παλαίστρα—είπε—σε παίρνει 
στεφάνι, και βασίλισσα σε κάνει το πρωί.

Ροδόπη: Το 'πε;

Λαέρτης: Ναι!

Ροδόπη: Είπε: θα με πάρει
ταίρι του, με κορώνα, ρήγισσά του;

Λαέρτης: Ναι, το είπε. Αλλοιώς, θα σου ’στελνε το βιος του
που κέρδισε στον πόλεμο; Σε παίρνει, 
και πάλι το ’χει με σένα δικό του...
Το μήνυμά μου τελείωσε, και φεύγω.

Ροδόπη: Στάσου, Λαέρτη!

Λαέρτης: Πάω να πω του ρήγα
Δημοχάρη, πως η Ροδόπη αρνιέται 
τη χάρη που θα ’ναι άχαρη στις χάρες 
της παρθένας!

Ροδόπη: Στάσου, Λαέρτη! Εσύ τον ξέρεις... πες μου: 
πιστός θα ’ναι στο λόγο του;

Λαέρτης: Στο λόγο του ρήγα ποιος δεν πίστεψε, 
και το 'πε, κι έζησε;

Ροδόπη: Ω, ναι! 
Ηφαίστειο βράζει εντός μου, ωϊμέ! κι ο νους μου 
γυρεύει απάνω στο σεισμό να χτίσει.—
Δράμε! Θα σου απαντήσω, άμα γυρίσεις...

Pierre-Jérôme Lordon, Odyssée - Ulysse témoin de la fidélité de Pénélope, 
Musee-de-Sainte-Menehould
__________
«Ω! Να ’ταν άλλη!»

Την πρώτη οργισμένη αντίδραση της περήφανης βασιλοπούλας διαδέχεται ο προβληματισμός κι οι αμφιβολίες για τις προθέσεις του βασιλιά, τις οποίες μοιράζεται με τις σκλάβες ακόλουθές της και την Μαντώ: μήπως εκείνος θέλει να δοκιμάσει την αρετή της ή μήπως έχει σκοπό να την αποπλανήσει πρώτα κι ύστερα ψέματα να κηρύξει πως δεν την βρήκε παρθένα; Ώσπου η λύση αστράφτει σαν στοχασμός στο μυαλό της:

«Να 'ταν άλλη!» Και δεν μπορεί ναν' άλλη, 
και να 'μαι πάλι εγώ, κι αυτά δικά μου; 

Ροδόπη: Βοηθάτε με, καλές μου, στα σκοτάδια 
που χάσανε το δρόμο οι στοχασμοί μου!
Δείξτε μου φως: η έρμη! πού να βαδίσω, 
στο ρέμα ή στο γκρεμό; Τ’είναι ο σκοπός του; 
Μου στέλνει τόσο βιος, να μου αγοράσει 
της νιότης τ’ άνθη; ή μην το κάνει τάχα 
για να με δοκιμάσει; — να ιδεί αν άξια 
θα φανώ να κερδίσω την κορώνα, 
με της παρθένας το τίμιο καμάρι; — 
να ιδεί για με, τι πιότερο ζυγιάζει: 
η άσπιλη αγνότη ή ο πλούτος μες στο βούρκο; 
Μ’αν είναι αλήθεια, και σκοπεύει αλήθεια, 
το βράδυ σαν ξεπλέξει τα μαλλιά μου 
στην κλίνη της αγάπης, με το στέμμα 
να τ’ αναδέσει την αυγή; Αχ! το βλέπω, 
το στέμμα εδώ ‘ναι! και να,— φεύγει. ..φεύγει... 
Καλές μου, φως ζητώ: τ’ είναι ο σκοπός του; [...]

«Σε παίρνει, και βασίλισσα σε κάνει 
το πρωί» — μου είπε. Ω Μοίρα, που το χέρι 
μου απλώνεις τόσο απλόχερα, μα επάνω 
σ’ένα βάραθρο! Πρέπει να τολμήσω...
Μ’ αν πέσω; Αχ! δολερός είναι ο σκοπός του! 
Να με ήθελε σωστά και τιμημένα, 
στον αδερφό μου θα ’στελνε...Όμως πήρε 
τον Αίμο πέρα εκεί, στ’ αραξοβόλι.
Ποιος ξέρει αν δεν τον πρόσταξε να κάμει 
πανιά για μακρινούς γιαλούς, κι η μάντρα 
να μείνει αφύλαχτη, ανοιχτή στο λύκο!
Καλές μου! εσείς, τι λέτε; Δε μιλάτε;

Προνόη: Κυρά μου, ταπεινές είμαστε δούλες
εμείς. Πού ξέρουμε, ο νους πώς δουλεύει 
των αρχόντων;

Έρσα: Μ’ αν ήταν άλλη...

Ροδόπη: Αν ήταν άλλη;...

Έρσα: Δε θα’ χε τέτοιους άδειους φόβους

Φίλα: Δε θα σφαλούσε τη θύρα στην Τύχη.
Ω! Να ’ταν άλλη!

Ροδόπη: Άλλη! μα εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες, 
να πλανεθώ με δώρα. Ω! αυτά μου καίνε 
τη σάρκα! Ελάτε! βγάλτε τα!

Κι ενώ οι άβρες τής τα βγάζουνε.

Ίσως θέλει
να με πομπέψει! Ο νόμος για το ρήγα 
παρθενικό στεφάνι ορίζει. Είναι άξιος 
αυτός, ο κλέφτης κι οχτρός της γενιάς μου, 
που του είμαστε στα μάτια σα δυο σφήνες,— 
αν το ναό μου βεβηλώσει, ειν’ άξιος 
να βγει και ψεύτης, ψέμα να κηρύξει 
πως δε με βρήκε απάρθενη. Ω, ντροπές μου!...
«Να ’ταν άλλη!»
«Να 'ταν άλλη!» Και δεν μπορεί ναν' άλλη, 
και να 'μαι πάλι εγώ, κι αυτά δικά μου; 

Και πετιέται ορθή με το στοχασμό που άστραψε στο νου της.


Constantin Hölscher, Im Tempel der Vesta, 1885–1921
____________

«Έτσι να λιώσεις, γι’ αγάπη μου, στου ρήγα την αγκάλη!»

Στο σημείο αυτό ο Ν. Ποριώτης ακολουθεί την παραλογή και η Ροδόπη καλεί μια μια τις τέσσερις - όχι τις σαράντα - άβρες να πάρουν τη θέση της, να θυσιάσουν την παρθενιά τους – αγορασμένη και πληρωμένη στο δουλέμπορο από την ίδια, για να χαρίσουν στην κυρά τους το στέμμα που λαχταρά. Κι εκεί που πριν λίγο όλες τους, μ' ένα στόμα, μια σκέψη ορκίζονταν πως η ζωή τους ανήκει σ' εκείνη, τώρα σωπαίνουν με κατεβασμένο το κεφάλι στα παρακάλια της. 

Καμιά τους δεν θέλει, γιατί καμιά τους δεν μπορεί, καμιά δεν είναι πια παρθένα. Το σχέδιο της Ροδόπης κινδυνεύει να ναυαγήσει κι ο δόλος φαντάζει ως η μοναδική λύση.  Τότε ακριβώς κάνει την εμφάνισή της η Κρινώ, η άπραγη, ταπεινή και απονήρευτη παιδούλα, πρόθυμο αρνί θυσίας. Ποτισμένη με την ιδέα του χρέους απέναντι στ' αφεντικά της, δεν θα διστάσει στιγμή να μπει στο «παιχνίδι» για χάρη της κυράς της, ανυποψίαστη για το δόλο. Άλλωστε, με την ευθύτητα που την διακρίνει, δηλώνει ξανά και ξανά πως ο ρήγας δεν την τρομάζει· τον είδε από μακριά, θαύμασε την ομορφιά κι ένιωσε την καλοσύνη του.

Ο Λαέρτης, που εκείνη τη στιγμή ζυγώνει και πάλι, παίρνει την απάντηση της Ροδόπης, η οποία, ενθουσιασμένη με το σχέδιό της, βλέπει ήδη το στέμμα να στολίζει το δικό της κεφάλι.

Ροδόπη: Κρινώ μου! Ά! την καημένη! Έχει τρομάξει!
Πώς μ’ αγαπάει! Χρυσή μου, χρυσή κόρη! 

Και την παίρνει στην αγκαλιά της.

Κρινώ: Αλήθεια, είσαι χαρούμενη;

Ροδόπη: Γλυκειά μου,
δε βλέπεις που γελώ;

Κρινώ: Είσαι δακρυσμένη.

Ροδόπη: Σημάδι της χαράς μου είναι τα δάκρυα.

Κρινώ: Ναι, σα διαμάντια στα μάτια σου λάμπουν.

Ροδόπη: Και πού να ιδείς διαμάντια που έχω λάβει!

Και βγάζει τα στολίδια από το κουτί.

Μου τα ’χει ο βασιλιάς στελμένα δώρα.

Κρινώ: Τι καλός που ’ναι ο βασιλιάς! Κυρά μου 
Ροδόπη, άδικα του είχες τόσην έχτρα!

Πιάνοντας τα στολίδια, τα κοιτάζει.

Κι είναι όμορφος! ω, τι όμορφος! τον είδα,— 
τον ειδ’ από κει πέρα εγώ. Πώς είναι!
Να, είναι ίδιος ο αργυρότοξος ο Φοίβος·

Και μ’ αθώα πονηράδα.

μα δοξαρεύει αχτίνες, τέτοια δώρα! 

Ροδόπη: Σ’αρέσουνε; Έλα δω! Να σου τα βάλω...

Και της τα φορεί.

Τώρα, εγώ ’μαι η Κρινώ, και συ η Ροδόπη!

Κρινώ: κλείνοντας το μάτι στη Μαντώ.

Χα, χα! η κυρά μου νόστιμα που κάνει 
χωρατά! Εγώ, η Ροδόπη!

Και προς την κυρά της.

Μα, συ τρέμεις!
σου τρέμουνε τα χέρια!

Ροδόπη: Ω, ναι, χρυσή μου!
Φοβούμαι...Έστειλε μήνυμα πως θα’ ρθει 
στο σπίτι μας απόψε... εδώ... και τρέμω. 

Κρινώ: Τι χαρά! Θα ’ρθει; Και τρέμεις κυρά μου;
Και από σιμά θα δούμε τη μορφή του! 
Τρέμεις; Μα είναι καλός: εγώ τον είδα 
το βασιλιά, και δε μ’ έπιασε φόβος...

Ροδόπη: Μα εγώ φοβούμαι: τρέμω να ’βγω εμπρός του. 
Η έχτρα που του ’χα έγινε τώρα φόβος... 
Να ’βγαινες συ να τον δεχτείς: να κάμεις 
συ τη Ροδόπη, κι εγώ την Κρινώ μου;
Και είσαι κιόλα!

Κρινώ: Χα, χα! Τι κέφι απόψε
που έχει η κυρά!

Ροδόπη: Και πόσο θα ’χω ακόμα,
σαν κάμεις ό,τι σου ζητώ!

Κρινώ: Αφού θέλεις
να μπω στο χωρατό κι εγώ...το κάνω!
Τι νόστιμο! τι νόστιμο παιγνίδι!

Ροδόπη: Λοιπόν, ναι! είπες ναι; 

Κρινώ: Το είπα: ναι.

Ροδόπη: Κρινώ μου,
χρυσή μου εσύ!

Και την αγκαλιάζει όλη χαρά.

Μαντώ: Μη, αθώα μου παιδούλα!
Δεν ξέρεις, ω! δεν ξέρεις τι θα πάθεις.

Κι ενώ η Ροδόπη τινάζεται άγρια, έτοιμη 
να χυθεί μ’ έργα και λόγια επάνω στη χορεύτρα, 
ετοιμόλογα η

Κρινώ: Να πάθω; τι να πάθω; Να με σφάξει,
σαν έρθει εκείνος; Aι, ας με σφάξει! Θα ’ναι
χαρά μου να σφαχτώ για την κυρά μου! 
Μικρή απ’ το δρόμο με είχανε παρμένη 
στην αυλή τους. Και χτήμα είναι δικό τους 
η ζωή μου: της κυράς και του αδερφού της. 
Τι λες; θέλει η Ροδόπη το κακό μου, 
που μ’ έχει αναστημένη ως αδερφή της;

Μαντώ: Ποτισμένη να πεις, με την ιδέα 
του χρέους!

Κρινώ: Σώπα, έννοια σου, Ροδόπη μου, ακριβή μου!
Να! πείσμωσα κι εγώ: την προσταγή σου,— 
προσταγή, λέγω; — τον κοινό μας πόθο 
πες μου πώς να τελειώσω, κι ας πεθάνω!

Ροδόπη: Να πεθάνεις! Μη λες τον κακό λόγο!

Και την ξαναπαίρνει στην αγκαλιά, 
και δυναμώνοντας ολοένα και φωνή και αγκάλιασμα και βλέμμα, 
ώστε να σβήσουνε από την Κρινώ κάθε δική της βούληση.

Simeon Solomon, Sappho and Erinna in a Garden at Mytilene, 1864
___________

Να ζήσεις! Μα ζωή θα ζήσεις άλλη.
Ό,τι αν σου κάμει ο βασιλιάς,—και ξέρεις: 
έχει στα πάντα αυτός την εξουσία!— 
να το υπομείνεις, δίχως να μιλήσεις.
Ας σου μιλάει: μην του μιλάς. Κι ας λέει: 
μη βγάλεις λέξη. Μήπως με προδώσης 
να ’χεις το νου σου! Ας σ’ αγκαλιάσει ακόμα,— 
να! όπως εγώ: να μη ντραπείς και φύγεις!
Σε φίλησε;—να! όπως εγώ...—εσύ δώσ’ του 
φιλί διπλό... ναι, όπως εμέ, στα χείλη.
Κι αν έχει φλόγα στην πνοή, αν τα χέρια 
σαν ατσαλένια δεσμά σε τυλίξουν, 
και...

Κρινώ: Μ’ έλιωσες, κυρά μου!

Ροδόπη: Έτσι να λιώσεις,
γι’ αγάπη μου, στου ρήγα την αγκάλη!

Κρινώ: Γι’ αγάπη σου ας πεθάνω! Όμως τον είδα, 
κι είναι καλός ο ρήγας...

Μαντώ: παράμερα.
Ωχ! αλλοιά σου...

Ροδόπη: Και θα ’ναι πιο καλός στην αγκαλιά σου...

Μαντώ: Κυνήγι στα λιοντάρια η αντιλόπη ...

Ροδόπη: Κρινώ μου, της καρδιάς μου εσύ καμάρι!

Μαντώ: ...κι είναι ο φτωχός στον πλούσιο βοσκοτόπι, 
κι ο ταπεινός του δυνατού σφαγάρι!

Ροδόπη: αφήνοντας πια την Κρινώ, ανεμίζει θριαμβικά τα χέρια.
Δική μου η νίκη! Δική μου η κορώνα! 

Και βλέποντας το Λαέρτη... αρπάζει την πολύδιπλη βυσσινιά της εφεστρίδα, 
και τυλίγει μ' αυτήν από την κορφή την Κρινώ, 
κρύβοντάς της πρόσωπο, λαιμό, χέρια και στολίδια, και κράζει:

Λαέρτη! να, τι σου απαντώ: Στους δούλους
σύρε και πες να φέρουνε τα δώρα
στην αυλή μου. Και πες του Δημοχάρη, 
μετά χαράς τον καρτερώ, δική του 
να με κάμει. Κι ως έβγει το φεγγάρι, 
μονάχος του ας κοπιάσει εδώ, πιστή του 
να μ’ εύρει σκλάβα, υπάκουη. Και ξέρει 
το δρόμο και τη θύρα μου.

Σύρε, δούλε! προστάζω εγώ, η Ροδόπη!

Guercino, Semiramis Called to Arms, 1645
__________

«Και τ’ είναι μια απλή ζωή μπρος στη χάρη που θα ’βρει  στου βασιλιά τα μάτια η ομορφιά μου;»

Ο Λαέρτης, στην αρχή του Β' επεισοδίου, επιστρέφει, πληγωμένος βαθιά από το «ναι» της Ροδόπης στο βασιλιά. Έφηβος ακόμα, σταυλίτης στο παλάτι της, σχετίστηκε ερωτικά μαζί της, την αγάπησε και, αντάξιός της τώρα με το σπαθί του, περιμένει πως η περήφανη αρχοντοπούλα εκείνον θα διαλέξει για ταίρι της. Κι όμως, 
η Ροδόπη δεν διστάζει να τον ταπεινώσει ξανά και ξανά, ακόμα κι όταν εκείνος της αποκαλύπτει την αλήθεια για το στοίχημα, για να την αποτρέψει από τον κίνδυνο της  «ατίμωσης», κατ’ ουσίαν όμως για να την κερδίσει ο ίδιος. 

Ο Λαέρτης εργάζεται βέβαια για τον εαυτό του και ενώ μοιάζει σ' αυτό με τη Ροδόπη, διαφέρει κι όλας: εκείνος «δε θα σήκωνε χέρι ανόσιο να χύσει του ευεργέτη το αίμα», ενώ η Ροδόπη δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό προκειμένου να πετύχει το στόχο της, που τον βάζει πιο ψηλά κι από τη ζωή του αδελφού της. Ακόμα και ο φόνος μοιάζει δικαιολογημένος, αρκεί να γίνει «για την αγάπη της», όπως «για την αγάπη της» κι ο ίδιος ο Δίας δεν θα δίσταζε, λέει, να πατήσει τον όρκο του.

Ο Λαέρτης πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο  από κείνο που επεδίωκε: η Ροδόπη δε νοιάζεται για την τιμή της, αλλά για την τιμή της εξουσίας που μπορεί να κατακτήσει με το τέχνασμά της. Ο Λαέρτης φεύγει βιαστικός, έτοιμος να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, έστω κι άθελά της, για να την «σώσει». 

Ροδόπη: Ναι, δούλε! Ομπρός, παινέψου!
κ’έβγα διαλάλησέ το έξω στους δρόμους, 
πως τόλμησες απάνω μου τα μάτια 
να σηκώσεις! Στον έρωτά μου δούλο
σ’έσυρα εγώ, σέ πήρα, δε μέ πήρες!
Κι αν πόθησα το λάγγεμα να νοιώσω 
της ηδονής, τ’ όριζα εγώ, και σκλάβα 
δεν έπεσα στ’ αντρίκια σου — τι λέγω; — 
στα γυναικήσια κάλλη του κορμιού σου!

Λαέρτης: Κυρά μου!

Ροδόπη: Ναι, κυρά· και συ κοπέλλι!
Κυρά να κάμω ό,τι μ’αρέσει πάντα! 

Λαέρτης: Περνούνε χρόνια· και ξάφνου αγναντεύεις 
το ταπεινό κλωνί, κ’έγινε κέδρος!

Ροδόπη: Χαχ, ας γελάσω! Μου έρχεται ο Λαέρτης 
αντεραστής του ρήγα; Ω, τι μνηστήρες 
μου φέρν’ η μέρα σήμερα!—της σκάλας 
τα δυο ακρινά σκαλιά! Ποθεί ο μικρός μου 
για χάρη του στ’ αχούρι να κατέβω; 

Λαέρτης: Δεν κατεβαίνει όποια στον όμοιο ταίρι 
πηγαίνει με τιμή!

Ροδόπη: Εσύ, μ’ εμάς όμοιος;
Κ’ειν άτιμο του ρήγα το στεφάνι;

Λαέρτης: Ροδόπη! τι κι αν ζούσα στην αυλή σου 
σταυλίτης, και κουκλί στην αγκαλιά σου;
Με το σπαθί μου πήρα την αξία, 
και του Αίμου τώρα ισότιμος λογιέμαι!
Μου δίνει αυτό και δύναμη και θάρρος 
Να ’ρθω να σε γλυτώσω απ’το χαμό σου.

Ροδόπη: Κ’είναι χαμός μου ρήγισσα να γίνω;

Λαέρτης: Χαμός και για τους δυο: ντροπή και χάρος!

Ροδόπη: Μίλησε! μην κερνάς αργό φαρμάκι!

Λαέρτης: Γλυκειά μου εσύ! τι σπαραγμός για μένα, 
που μου κλει του όρκου η σφραγίδα το στόμα!

Ροδόπη: κοιτάζοντας αλλού με καταφρόνια.
Μ’  αγαπά, λέει, και δεν πατάει τον όρκο! 

Λαέρτης: Τρέμω το κρίμα και τον Όρκιο Δία!

Ροδόπη: Γι' αγάπη μου κι αυτός μη θα κρατούσε 
τον όρκο στης Στυγός το μαυρονέρι;

Λαέρτης: Λοιπόν, ναι! θα το πω, κι ας με σωριάσει 
στα πόδια σου νεκρόν η ουράνια φλόγα! 
Το λέγω, κι ας χαθώ, να σε λυτρώσω. 
Στοίχημα τ’ αδερφού σου έχει βαλμένο 
να σε πλανέσει ο ρήγας· κι αν κερδίση, 
να παίρνει το κεφάλι του!

Ροδόπη: Ω; τι λόγο
φριχτό που μου είπες! το αίμα μού παγώνεις! 
Παίζει για με τη ζωή του ο αδερφός μου! — 
Γι’ αυτό δακρύζεις...

Και, αφού συλλογιστεί, άξαφνα, μ’ ένα γέλιο
με τη λάμψη της νίκης στο βλέμμα.

Μα... αυτό ’ναι μονάχα; 
Τι τρέλα!... Καλώς να ’ρθει, καλώς να ’ρθει! 
τον καρτερώ!

Λαέρτης: Δε λυπάσαι, Ροδόπη,
τη ζωή του αδερφού σου;

Ροδόπη: Εγώ;... Και τ’ είναι
μια απλή ζωή μπρος στη χάρη που θα ’βρει 
στου βασιλιά τα μάτια η ομορφιά μου;

Λαέρτης: Ροδόπη, δε λυπάσαι την τιμή σου·
κ’ένα στέμμα θα χάσεις!

Ροδόπη: Τι;

Λαέρτης: Αν ο ρήγας
κλεισμένη βρει την πόρτα σου, του παίρνει 
στέμμα, βασίλειο και βιος ο αδερφός σου!

Ροδόπη: Αφού τον καλοκοιτάξει, αργά και ειρωνικά:

Και κάνει εσέ, το δούλο μας, γαμπρό του!
Ω! εγώ για σε ν’ απαρνηθώ του ρήγα 
την αγκάλη ! — Καλώς, και καλώς να ’ρθει! [...]

Λαέρτης: Φεύγω! μα εγώ θα παίξω, και άθελά σου, 
τα πάντα, και μου αρκεί να σε φυλάξω!

Ροδόπη: αργά και υποβλητικά.

Το βασιλιά σκοπεύεις να σκοτώσεις;

Λαέρτης: Ποτέ δε θα σηκώσω χέρι ανόσιο
να χύσω του ευεργέτη, εγώ, το αίμα!...

Ροδόπη: Βλέπεις; Αυτή ναι η αγάπη σου για μένα!

Λαέρτης: Έννοια σου! κ’είναι πλήθος άλλοι δρόμοι 
για να φτάσει ο καθένας στο σκοπό του! [...]

Ροδόπη: Πού τρέχεις;...Τι με μέλει; Ό,τι κι αν κάμεις, 
εγώ τη Νίκη κρατώ...Τι με μέλει;

Jean-Joseph Benjamin-Constant, Empress Theodora, 1887
_________

«Για να φανείς, να λάμψεις σαν εμένα, της αρχοντιάς σού λείπουν τα σημάδια»

Σίγουρη για τη νίκη της, η Ροδόπη επικεντρώνεται στην Κρινώ, που ντυμένη, στολισμένη, στεφανωμένη με μια χρυσή κορδέλα, που της καίει το κεφάλι, και ποτισμένη με βότανα, είναι έτοιμη να βαδίσει στο βωμό της θυσίας, εξιλαστήριο θύμα στη φιλοδοξία και εξουσιομανία της κυράς της. Η παρθενία της Κρινώς θυσιάζεται στο βωμό του προσωπικού κέρδους της Ροδόπης. Μέσα στους βαλκανικούς πολέμους ο ποιητής δεν καταγγέλλει άλλο παρά τις πρακτικές των ισχυρών του κόσμου. Και χρησιμοποιεί «γυναικεία μέσα» για να το κάνει.

Η αθωότητα της Κρινώς εκνευρίζει τη Ροδόπη, γιατί υπονομεύει εξαρχής την εξουσία της, αλλά τη χρειάζεται ως τη μόνη παρθένα του σπιτιού. Πιστεύει ότι μπορεί να γητέψει την αγνότητα και την ευθεία δύναμη της παιδούλας και να την κρατήσει για τον εαυτό της. Μέσα σ' ένα σκηνικό τελετουργικής μέθεξης, η Ροδόπη αγκαλιάζει το εύθραυστο, φοβισμένο κορίτσι, και το κοροϊδεύει με ψεύτικες τρυφερότητες, εξουδετερώνοντας κάθε της αντίδραση. Στην τελευταία επιθεώρηση και προκειμένου να ενισχύσει την αρχοντιά που λείπει από την Κρινώ,  της περνάει στο δάκτυλο το δακτυλίδι - σύμβολο εξουσίας - που της κληροδότησε ο πατέρας της.
 
Ροδόπη: Για να σε ιδώ.. Χρυσό μου εσύ καμάρι!
Μα είσαι όμορφη! ναι, η πιο όμορφη στον κόσμο: 
Ροδόπη αληθινή,—μην το αστοχήσεις!— 
Ροδόπη για το ρήγα, και για μένα·
κ’εγώ για σένα σκλάβα και Κρινώ σου.[...]
Τι;...κλαις;

Κρινώ: Δεν ξέρω...
στα μάτια μου έρχεται άθελα το δάκρυ: 
την αδερφή μου θα ’κλαιγα έτσι, αν είχα, 
κ’ έβγαζε ομπρός μου τη στερνή πνοή της...

Ροδόπη: Ω! είσαι τρελή! Κλαις της χαράς το κλάμα, 
που τόση δόξα θα λάβεις απόψε, 
να βγεις σα ρηγοπούλα στην αυλή μας, 
το βασιλιά εσύ να δεχτείς, και να ’χεις 
πιστή δουλεύτρα εμένα στο πλευρό σου!...
Ναι, κλαις απ’την πλημμύρα της χαράς σου!

Κρινώ: Δεν ξέρω τι μου μέλλεται, κυρά μου... 
μπορεί και να πεθάνω...Η χαρά λένε,
καμιά φορά σκοτώνει, — αν είναι τούτο 
που νοιώθω τώρα εγώ χαρά. Μα ξέρεις 
πάντα εσύ καλύτερα...Η πνοή μου 
κόπηκε, ένας πνιγμός μού ήρθε, σαν ήρθε 
και μου άλειψε η μυρώτρα με τα μύρα 
της Αραβίας, με μόσκο και με νάρδο, 
τα μέλη τα λουσμένα. Εγώ δεν ήμουν 
εκείνη τη στιγμή, κ’εγώ ήμουν πάλι...

Ροδόπη: χαμογελώντας.
Το είδες; Αυτό ’ναι: που είσαι και δεν είσαι·
είσαι η Κρινώ, κ’είσαι άλλη. Ναι, και τι άλλη!
Καλή μου κόρη εσύ! Και πού είσαι ακόμα!—
που θα γενείς αλλοιώτικη, μα κάμε και λίγο υπομονή...[...]

Κρινώ: Κυρά, τι λες;... Ζάλη γλυκειά τα φρένα 
μου σαλεύει. Μην είμαι σ’άλλον κόσμο;

Ροδόπη: Ναι, είσαι... Είσαι—ρηγοπούλα μεθυσμένη, 
με τη χρυσή κορδέλλα στο κεφάλι, 
και μ’ εν ’αγνό στεφάνι από ασφοδίλια, 
σα να προσμένεις το γλυκό ερωμένο...

Και, αγκαλιάζοντάς την, υποβλητικά:

Ροδόπη μου! πες με Κρινώ...

Κρινώ: σα να γλυκαναστενάζει το δικό της όνομα.

Κρινώ μου!

Ροδόπη: Και πού να ιδείς! Σας έχω εγώ στρωμένο 
το δαμασκί μου στρώμα στο κρεββάτι, 
με πλουμιστά λινόχρυσα σεντόνια, 
κ’έβαλα για προσκέφαλα τον ήλιο, 
το φεγγάρι...

Και άξαφνα, καθώς αφήνει την Κρινώ στο θρονί, ξεσπάει:

Ω! στρωσίδια νυφικά μου, 
που ολημερίς σας ξόμπλιαζα και βράδυ 
σας κεντούσα!—για τι;—για να ’ρθει ο κλέφτης 
να πέσει με μια...

Όμως κρατιέται, βλέποντας την Κρινώ 
που σηκώνεται, και πάλι την αγκαλιάζει:

Αγάπη μου! με σένα,
τη Ροδόπη!...

Και γυρνώντας αλλού το κεφάλι:

Ροδόπη για μια νύχτα!

Και πάλι στην Κρινώ:

Τι νύχτα! που θα λες μην ξημερώσει!
Θα ’ναι για σε νύχτα γιομάτη μάγια...
Στο θάλαμο—κ’είναι ο δικός μου! — απόψε 
ο Ύπνος θα μείνει απόμερα, να δώσει
στον Έρωτα καιρό να ’ρθει σιμά σου.[...]

Έλεγα μονάχα,
τώρα που θα ’ρθει ο βασιλιάς για σένα,— 
θα ’ρθει για σένα, τ’ άκουσες;— μην τύχει
και τίποτα σου λείπει...

Και πιάνοντάς την από τα χέρια, την κοιτάζει από τα νύχια 
ως την κορφή με προσοχή, μα και με ζήλεια πικρόχολη, 
που δεν μπορεί, όσο κι αν προσπαθεί, να την κρύψει:

Και σου λείπει!
Τι, κι αν είναι λουσμένα και πλυμένα 
τα κάλλη του κορμιού σου, και τα δώρα 
φορείς του βασιλιά, κ’είναι η μορφή σου
σαν τη μορφή Νεράιδας που προσμένει 
να παίξει με τον Πάνα στο φεγγάρι;
Για να φανείς, να λάμψεις σαν εμένα, 
της αρχοντιάς σού λείπουν τα σημάδια: 
το αλύγιστο κεφάλι και το βλέμμα 
το αγέρωχο, που ο φόβος δεν το σκιάζει!
Και δεν μπορείς το χέρι σου να υψώσεις 
με το ρυθμό της προσταγής. Δες! ζύμη 
τα πλάθω, τα κρινένια δάχτυλά σου, 
ψεύτικη ρηγοπούλα! Μα είναι ανάγκη... 
Να! πάρε, πάρ’ εδώ το δαχτυλίδι, 
που ο ρήγας ο πατέρας μου, σ’εμένα
το ’χε δώσει, να γίνω εξουσιάστρα!
Και το περνά στο δάχτυλο της Κρινώς.
Ίσως αυτό σου τονώσει το χέρι, 
σ’αυτόν που καρτερείς άμα το απλώσεις, 
κι ό,τι θέλω, ό,τι μου ’ταξες, τελειώσεις!

Κρινώ: Κυρά μου...

Ροδόπη: Με πνιγμένη φωνή.

Σώπα κ’ ήρθε...Μιλιά, τώρα!

«Η νύφη προετοιμάζεται με τη βοήθεια συνοδού για το γάμο», 
Βίλα των Μυστηρίων, Πομπηία, 1ος αι. π.Χ. 
_____________

«Διπλοσκλάβα, γιατί μια σκλάβα σου δουλεύω, κ’ είναι η κυρά μου»

Η Ροδόπη αποδεικνύεται εξίσου ικανή, τόσο στην επινόηση, όσο και στην εκτέλεση του σχεδίου εξαπάτησης του βασιλιά. Η αρχαία ελληνική τραγωδία και η ευρύτερη λογοτεχνική παράδοση κατοχυρώνει το δόλο - μια ιδιότητα κατά κανόνα αμφίσημη και αντιηρωική - ως κατ’ εξοχήν γυναικείο χαρακτηριστικό, αν και στην αυγή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα στην μεταπολεμική Οδύσσεια, ήταν ο «πτολίπορθος» Οδυσσέας εκείνος που, ενόψει της επιβίωσης και του νόστου, κατέφυγε στην απόκρυψη της ταυτότητας, την πονηριά και την εξαπάτηση και αυτή του την ιδιότητα διαφήμισε στους Φαίακες, ως μέρος του «κλέους» του. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως, ο δόλος ήταν δικαιολογημένος, εφόσον υπηρετούσε τη σωτηρία των ηρώων, κι όχι όπως εδώ, το προσωπικό όφελος της Ροδόπης. 

Τι κι αν ο Δημοχάρης καταφθάνει, κραδαίνοντας την άτρομη στο «δόλο» του εχθρού ψυχή του, θα πέσει θύμα του «δόλου» της Ροδόπης, που «σκηνοθετεί επιδέξια» και κινεί τα νήματα της πειθήνιας μαριονέτας της, έτσι που καταφέρνει να κάνει πιστευτή την πλαστοπροσωπία. Τεχνίτρα του λόγου η ίδια, επιβεβαιώνει τη φήμη της, φορώντας το προσωπείο της σοφής σκλάβας, ταπεινά αφοσιωμένης στην «ερωτευμένη», σιωπηλή κυρά της, την
 Κρινώ, που «σαν τη λαβωμένη λαφίνα απαντέχει τον κυνηγό τη θανή να της δώσει».  

Η γλώσσα δίσημη, την ίδια στιγμή που αποκρύπτει, αποκαλύπτει κι όλας και προοικονομεί, αλλά ο βασιλιάς, εξαπατημένος απατεώνας, με το ανδρικό μυαλό του ασύμβατο με το δόλο και θολωμένος από το πάθος του να σφίξει στην αγκαλιά του την αθώα Κρινώ, αποχωρεί μαζί της, χωρίς να υποψιαστεί το παραμικρό για την αλλαγή των ρόλων. Γιατί, στ' αλήθεια, ρητορεία πιο μάγισσα από το «ναι» το ερωτικό, που ψελλίζει αναστενάζοντας η αθώα κοπέλα, δεν υπάρχει.

Δημοχάρης: Είχ’ακουστά πως ήτανε η Ροδόπη 
περήφανη, μ’αϊτού ματιά, με σείσμα
και με διώμα, κι όχι μονάχα ωραία· 
και είχε την κόμη ξανθωπή, τον κόρφο 
μεστωμένο, σπαθί γυμνό τη γλώσσα!

Ροδόπη: Και τα ’χει! Μα όσοι την είδανε, την είδαν 
από χάμου, κι αυτή σε ψηλό θρόνο: 
ξανθόφεγγε στα μάτια τους περίσσια 
κι απ’τον ήλιο. Ποιος σου είπε, βασιλιά μου, 
να ’ρθεις ψηλότερος της; Τώρα πρέπει 
τα μάτια αυτή ψηλά να τα σηκώσει...
Και ρητορεία πιο μάγισσα θυμάσαι
καμιά, δίπλα στο «ναι» το ερωτικό της; 
Ρώτα την ...

Δημοχάρης: πιάνοντας το χέρι της Κρινώς.

Ναι, Ροδόπη;

Κρινώ: σα ν΄αναστενάζει.

Ναι, καλέ μου

Δημοχάρης: Καλή μου εσύ! 

Και κάνει να την αγκαλιάσει, μ’ άξαφνα προς τη Ροδόπη.

Και ποια είσαι συ, που μένεις 
στο πλευρό της, σαν άξιος παραστάτης, 
τεχνίτρα στον αντίλογο, που λέξη 
δεν αφήνεις να κυλιστεί στο χώμα;

Ροδόπη: ταπεινά προσκλίνοντας.

Σκλάβα είμαι, βασιλιά μου: διπλοσκλάβα
να πεις, γιατί μια σκλάβα σου δουλεύω, 
κ’είναι η κυρά μου.

Δημοχάρης: Τόση σοφία,
σε δουλικό πώς άραξε λιμάνι

Ροδόπη: Κι ο Αίσωπος σκλάβος έζησε, μα ο Κροίσος
Στην αυλή του τον κάλεσε οδηγό του.

Έχει περάσει τώρα δεξιά του, και ο βασιλιάς
απλώνοντας το χέρι τής παραμερίζει το πέπλο.

Δημοχάρης: Να ’ταν του Αισώπου τέτοια η μορφή, τα κάλλη
θα ’σβηναν μπρος στη λάμψη της ασκήμιας! 

Ροδόπη: Ρήγα μου, η καλοσύνη σου!—Η μορφή μου 
τα κάλλη της κυράς μου αντιφεγγίζει, 
κ’ η γνώση μου είναι γλάστρα στην αγνότη 
του άγνωρου ανθού που θ’ ανοιχτεί για σένα.

Δημοχάρης: Πόσα ξέρεις!

Ροδόπη: Και πού να ιδείς ακόμα
τι ξέρω εγώ! —

Paul Delaroche, Innocence 
_________

«Η Εκδίκηση κ’ η Ζήλεια... γάλα σκορπιού ποτίζουν τη γυναικεία καρδιά!»

Το επεισόδιο κλείνει με την άφιξη του Αίμου, που ειδοποιήθηκε και απελευθερώθηκε από το Λαέρτη και ντροπιασμένος, όπως πιστεύει, απειλεί να σφάξει το Δημοχάρη και τη αδελφή του, «ξεπλένοντας» τουλάχιστον έτσι την τιμή του. Η Ροδόπη επικρίνει τον αδελφό της για την ασύνετη τόλμη του και 
αποκαλύπτει το σχέδιό της, ξεσπαθώνοντας εναντίον του βασιλιά και της «πόρνης» που «έπεσε στα βρόχια της, τρυγόνα ζαλισμένη απ' τους καθρέφτες». Είναι η Εκδίκηση και η Ζήλεια που δηλητηριάζουν την καρδιά της κι όχι η αγάπη για τον αδελφό της και η υπεράσπιση της δικής του τιμής. 

Η Ροδόπη ήδη φαντασιώνεται το θρίαμβό της και το γκρέμισμα του βασιλιά από το θρόνο, το θρόνο που εκείνη, κι όχι ο αδελφός της, δικαιούται και αξίζει. Ο Αίμος αναγνωρίζει μεν την υπεροχή της αδελφής του, αλλά σωστά φοβάται: μέχρι πού φτάνει ο δόλος της και ποια αθώα παίρνει στο λαιμό της; Με προτροπή της Ροδόπης, εκείνος επιστρέφει στη φυλακή του κι αυτή παραμένει στη θέση της, άγρυπνος φρουρός της τιμής του, όπως λέει· στην πραγματικότητα όμως, του πάθους της για εκδίκηση.

Ροδόπη: Στάσου Αίμο: στάσου κι άκουσέ με.
Φονιάς του βασιλιά σου εσύ να γίνεις
κ’ ελπίζεις ζωντανός πως θ’ απομείνεις;
Ω, είσαι τρελός κ’εσύ! Πόσο είχε δίκιο, 
την ώρα τη στερνή του, πριν τα μάτια 
κλείσει ο πατέρας,— ναι! τι δίκιο που είχε, 
σαν έδωκε σ’εμένα τη σφραγίδα 
της εξουσίας, κι όχι στο γιο του εσένα!
Σε γνώριζε μονόφτερο από τότε: 
δεν άπλωνες τη γνώση με την τόλμη 
φτερούγες όμοιες, σαν αϊτός, ποτέ σου. 
να ζυγιαστείς ψηλά και να χυμήξεις!
Άκριτος ήσουν πάντα! Ω, Αίμο! ντροπή σου, 
που λόγιασες τρελή την αδερφή σου, 
να πλανεθεί με λόγια και με δώρα! [...]

Αίμος: Πες με άκριτο, μα η κρίση μου ένα βλέπει: 
όχι να πεις, και μόνο, ξερό τ’ όχι, 
στου βασιλιά το μήνυμα είχες χρέος, 
κ’ έτσι η ατιμία μήτε ίσκιος να σ’ αγγίξει!
Και συ έστρωσες την κλίνη σου στον πλάνο!

Ροδόπη: Αίμο,αδερφέ μου, είσαι άντρας! Πώς να νοιώσεις
τι κρύβει στην καρδιά της η γυναίκα, 
που η Εκδίκηση κ’ η Ζήλεια, δυο βυζάστρες 
ανήλεες, γάλα σκορπιού την ποτίζουν!
Ωραίο το χέρι που διώχνει τα δώρα 
και την τιμή βαστά. Μα τι καμάρι 
για όποιο τα πάρει κι αμόλευτο μείνει, 
και τη ντροπή που στέλνει ο οχτρός μ’ εκείνα 
στη μούρη τού τινάξει! —

Ω, Αίμο, φαντάσου! Δεν το βλέπεις κιόλα; 
Θα κράξει ο ρήγας τους κεντάρχους όλους 
αύριο- και γαύρος, σαν ταύρος χορτάτος, 
άτιμη θάρθει να κηρύξει εμένα, 
και νικητής να βγει και τροπαιούχος.
Θα πει και το κεφάλι να σου πάρουν!
Και τότε,—ω, γέλιο! ω, γέλιο, που θα φτάσει
στον Όλυμπο βροντή, να το ζηλέψουν 
οι αθάνατοι!

Και σα να διαλαλεί:

Στην κλίνη της Ροδόπης 
ξεφάντωσεν ο ρήγας με μια δούλα, 
και πέφτει από το θρόνο ντροπιασμένος, 
που μια γυναίκα τον έκαμε μπαίγνιο!

Αίμος: Ροδόπη, το ’χεις κάμει αυτό; Α! ταιριάζει 
στο θρόνο εσύ ν’ ανέβεις, κ’ εγώ να ’μαι 
δούλος και δουλευτής σου!

Ροδόπη: Και μου αξίζει!—
που ώρες βαστώ σαν πυρωμένο ατσάλι 
τη θέλησή μου αδάμαστη! — που βέργα 
λύγισα εγώ, τ’ άσειστο δρυ, και βγήκα 
να κάμω τη μεσίτρα σε μια πόρνη, 
για χάρη σου, Αίμο!—Κ’ ήρθες να με σφάξεις!

Αίμος: γέρνοντας το γόνατο.

Ροδόπη μου! αδερφή μου! ρήγισσά μου! [...]
σε θαμάζω, και σε τρέμω
γιατί δεν ξέρω, ο δόλος σου ως πού φτάνει,
και ποια ειν’ αυτή που παίρνεις στο λαιμό σου!

Ροδόπη: ανήσυχη, φοβισμένη.

Τι σε μέλλει γι’ αυτή; Μια σκλάβα...γέννα
του δρόμου...μια που μου ’πεσε στα βρόχια,
τρυγόνα ζαλισμένη απ’ τους καθρέφτες...

Αίμος: Σκύλλα! η Κρινώ! 

Ροδόπη: Η Κρινώ; ...

Αίμος: Ω, άμοιρη παιδούλα!

Ροδόπη: Τι λες Αίμο; —Κι αν ήταν, αι; κι αν ήταν;...
Αυτή από μένα εσύ θα προτιμούσες;

Και του πέφτει χαϊδευτικά στο λαιμό.

Όμως δεν είναι! Σου είπα: μια του δρόμου...

John Singer Sargent, Ellen Terry as Lady Macbeth, 1889, 
Tate Britain, London
_______

«Συχνά τα χείλη κατηγορούν ό,τι η καρδιά ζηλεύει!»

Αξημέρωτα ακόμα, η Ροδόπη, γερμένη στα σκαλιά, νικημένη από τον ύπνο και όνειρα δυσοίωνα, περιμένει μπροστά στην κλειστή θύρα του παλατιού. Η Μαντώ είναι η πρώτη που θ’ αντικρίσει ανοίγοντας τα μάτια της κι εκείνη που κι αυτή τη φορά, κοιτάζει βαθιά στην ψυχή της, χωρίς τον παραμορφωτικό καθρέφτη που στήνουν στη Ροδόπη τα πάθη της. Τα λόγια της χορεύτριας μπήγονται αγκάθια στην ψυχή της, που τυφλωμένη, βλέπει μόνο τη «νίκη» να ζυγώνει.

Ροδόπη: Ωιμέ! τι νύχτα 
πικρόνειρη για μένα! Είδα...ναι...τι είδα; — 
σα να ’χα κόρη, κ’ήταν πεθαμένη, 
κ’ εγώ τη νεκροστόλιζα...

Μαντώ: Ω, κυρά μου!
πονείς γι’αυτή που αδίκησες: στον ύπνο 
σού θρηνούσε η ψυχή που μετανοιώνει.

Ροδόπη: Τι;...Εγώ να μετανοιώσω; εγώ που βλέπω 
την κορώνα και ζώνει μου την κόμη;
Μα εσύ δεν ξέρεις...άλλο τ΄όνειρό μου, 
κι άλλο η ζωή που μου φέρνει τη νίκη,— 
τη νίκη που λαχτάρησα! Και θέλω,
ναι, θέλω, να χορέψω απ’ τη χαρά μου!
Χα, χα! — Βλέπεις γελώ!

Μαντώ: Γελάς, το βλέπω,
μα είναι το γέλιο που κρύβει τον πόνο: 
γελάς, για να μην κλάψεις.

Ροδόπη: Τι να κλάψω;
τη δούλα μου που χάρηκε του ρήγα 
την αγάπη; Χαρά σ’αυτή! Και τι άλλο 
μπορούσε αυτή να ζηλέψει στον κόσμο; 
και τι άλλο ν’ απολάψει — αυτή, μια δούλα!—
τόσο ακριβό σαν τα φιλιά του ρήγα;
Του ρήγα... Τέτοιος που είναι, χάρισμά της! 

Μαντώ: Ω, αρχόντισσά μου! τι συχνά τα χείλη
κατηγορούν ό,τι η καρδιά ζηλεύει!
Πόσες φορές του πόθου μας η λαύρα 
σε λόγια ξεχειλίζει παγωμένα!
Βουβή είναι τάχα του κορμιού η λαχτάρα 
σαν τροχίζεται η γλώσσα με πικρία;
Χαρά στον που ψυχή και σώμα ορθώνει, 
και στα κρυφά, και στου κόσμου τα μάτια, 
τέλειο κράμα, ταίρι άλυτο, — όπως και είναι!

Σωπαίνει λίγο· κ’ έπειτα:

Κ’ ειν’ όμορφος ο ρήγας—δεν τον είδες;...
Καλά το λες: χαρά στην που έχει νοιώσει 
τη γλύκα του φιλιού του!

Ροδόπη: Α, σώπα! σώπα!
Τα λόγια σου ειν’ αγκάθια στην ψυχή μου, 
και δεν αντέχω...

Dante Gabriel Rossetti, Roman de la Rose, 1864
___________

«Και σκλάβα αν είσαι, θα ’σαι η ρήγισσά μου»

Το τρίτο επεισόδιο θα μπορούσε να ονομαστεί «ο θρίαμβος της αγάπης». Ενώ το δημοτικό τελειώνει με το ρεζίλεμα του βασιλιά, εδώ η καρδιά του ανέραστου Δημοχάρη, που άφηναν άδεια ως τώρα η Δόξα και Νίκη, μαγεύεται από την καθαρότητα και τον αυθορμητισμό της Κρινώς, που μήτε φοβάται μήτε ελπίζει τίποτα, παρά χαίρεται γιατί βρέθηκε κοντά στον άντρα που λαχταρούσε. 

«Νικημένος τώρα στη μάχη της αγάπης», μετανιώνει για τους σκοπούς που τον οδήγησαν κοντά της, εξομολογείται τα πάντα και της υπόσχεται, με το πρώτο φως της μέρας, να την παντρευτεί και να την κάνει, βασίλισσά του, είτε είναι αρχοντοπούλα είτε σκλάβα. Η αγνότητα της Κρινώς έχει νικήσει· όπως στα παραμύθια, κοιμήθηκε κορίτσι και δούλα, ξυπνάει γυναίκα και βασίλισσα.

Ως αρραβώνα, ο Δημοχάρης τής δίνει το βασιλικό δαχτυλίδι και παίρνει μαζί με την κομμένη πλεξούδα της, το «δικό της», την πατρική σφραγίδα που φόρεσε από βραδύς στο δάκτυλό της η Ροδόπη. Η Κρινώ ταλαντεύεται ανάμεσα στην απρόσμενη ευτυχία και την ενοχή για το μυστικό που μοιράζεται με τη Ροδόπη, το οποίο ο βασιλιάς της ζητάει να κρατήσει και να ετοιμαστεί για το γάμο.

Δημοχάρης: [...]Πώς μετανοιώνω που ήρθα στην αυλή σου, 
μ’ άγριο σκοπό, σαν τον οχτρό στη μάχη!
Και μετανοιώνω που το μεσονύχτι, 
στην κλίνη τη γλυκειά, που άκρατη αγάπη 
με κέρναγες, εγώ έσυρα την κάμα, 
και ανήλεος, τυφλός απ’ όνα πείσμα,
σού έκοψα την πλεξούδα από την κόμη, 
μ’ολόχρυση κορδέλλα ωραϊσμένη!
Να την εδώ! μες στ’ αργυρό μαντήλι 
την έκρυβα στον κόρφο μου όλη νύχτα·

Και βγάζει και δείχνει το λάφυρο· 
κ’ έπειτα το ξανακρύβει.

και είχα σκοπό, τη χαραυγή, να κόψω 
φούλι απ’ το κρίνο, το δαχτύλι τούτο,

Και ανασηκώνει από το δαχτυλάκι 
όλο το δεξί της χέρι.

της νίκης μου διπλό να ’χω σημάδι, 
να δείξω στους κεντάρχους και στον Αίμο! 
Τι συφορά που λόγιαζα να πάθω, 
και τι άδικο να πράξω! Μα η πλεξούδα 
μου δάγκανε τα στήθια, όπως το φίδι 
του Ελέγχου τον κακούργο! Και η μετάνοια 
διπλώνει, δε θολώνει τη χαρά μου, 
που νικητής και νικημένος είμαι 
στη μάχη της αγάπης! Διπλή η δόξα, 
που τη ζωή ενός αδερφού κερδίζω 
και χαρίζω, και ταίρι το διαμάντι 
της ομορφιάς και της αγάπης παίρνω! 
Ροδόπη! ρηγοπούλα μου!

Και τη σφιχταγκαλιάζει, με τρεμάμενη φωνή.

Κρινώ: Ω! δεν είμαι, —
δεν είναι ρηγοπούλα αυτή που σφίγγεις 
στην αγκαλιά σου!

Και ξεφεύγοντας το αγκάλιασμά του.

Δε με βλέπεις τ’ είμαι;
Μια φτωχή κόρη, ένα μοσκιάς βλαστάρι, 
που έχει σκαλώσει σε κορμό πλατάνου... 
Ρήγισσα εγώ; στεφάνι σου;...ω, καλέ μου! 

Δημοχάρης: Γλυκειά μου! ήσουν και θα ’σαι η ρήγισσά μου.
Μα κι αν δεν ήσουν ό,τ’ είσαι, και σκλάβα 
να ’σουν, την κόμη θα σου έντυνα πάλι 
με την κορώνα, πάλι να φουντώσει 
πανέμορφη, χρυσόκλωνη σαν πρώτα!
Και σκλάβα αν είσαι, θα ’σαι η ρήγισσά μου, 
ναι! μα το Δία το Σωτήρα που πάντα 
μου ήρθε βοηθός στην αντάρα της μάχης!

Κρινώ: Ρήγα μου, ωϊμέ! τι μέλι και τι κώνειο 
μαζί τρυγάει στα λόγια σου η ψυχή μου, 
αφότου εσύ την ξύπνησες στη Σκέψη 
με τα φιλιά στη δυνατή σου αγκάλη !
Συ κέντρωσες το δέντρο της ζωής μου 
μ’αδρό χυμό, βαθιά ως τη ρίζα, κ’είμαι 
γυναίκα πια, με στοχασμό και γνώση.
Όρκον είπες φριχτό, κι ο όρκος αυτός σου 
με λευτερώνει από το μέγα κρίμα 
να πω ένα μυστικό που είμαι ωρκισμένη.
Τον όρκο σου αν κράτησεις, το δικό μου 
πώς να πατήσω εγώ, που μου έχει δέσει 
μ’ένα κρυφό τη γλώσσα;

Δημοχάρης: Φύλαξέ το !
μη μου το ειπείς!

Κρινώ: Το θέλημά σου ας γίνει,
κι ας είναι θέλημά μου ό,τι εσύ θέλεις. 
Ρήγισσα ή σκλάβα, είμαι δική σου πάντα!


Lord Frederic Leighton, Wedded, 1882, 
Art Gallery of New South Wales
__________

«Σε προσμένει σε κρύο νερό η Νεράιδα σου λουσμένη!»

Η Ροδόπη βγάζει το προσωπείο της καλοσύνης και αντιμετωπίζει την Κρινώ με σκληρό και προσβλητικό τρόπο - είναι η πόρνη που μόλυνε με τη λαγνεία της τον οίκο της αρετής - και απειλεί να την διώξει, αφού πήρε αυτό που ήθελε ή έτσι τουλάχιστον νομίζει. Η Κρινώ όμως βγαίνει σιγά σιγά από την πλάνη της, καταλαβαίνει πως έπεσε θύμα του δόλου εκείνης που τη νόμιζε αδελφή της και περνάει στην αντεπίθεση: είναι η εκλεκτή του ρήγα κι έχει πάνω της «της βασιλείας τη βούλλα γι’ αρρεβώνα». 

Η Ροδόπη, εκτός εαυτού, ορμάει ν' αρπάξει το βασιλικό δακτυλίδι που κρύβει η Κρινώ στον κόρφο της και, καθώς παλεύουν, της καρφώνει στην καρδιά την περόνη που συγκρατούσε τα μαλλιά της. Παίρνει το δακτυλίδι, πετάει το νεκρό σώμα της στη στέρνα, ξεπλένει το χέρι της από το αίμα και «στυλώνεται με την απάθεια του δυνατού μπρος στην καταστροφή», ενώ οι σάλπιγγες από μακριά αναγγέλουν τον ερχομό του Ρήγα και των αρχόντων.

Ροδόπη: Ο πλάνος!
πήρε το δαχτυλίδι μου, για να ’ρθει 
να σε πάρει; Χα, χα! Και τον προσμένεις;...
Σύρε, τρελή, ν’ αλλάξεις, — να φορέσεις 
τα δουλικά σκουτιά σου, και της δούλας 
τα έργα ν’ αρχίσεις! Τέλειωσαν τ’ αστεία!
Πάει ο γαμπρός, και στου λουτρού τα κρύα 
μάς άφησε τη νύφη!

Κρινώ: σοβαρή, αφού σταθεί συλλογισμένη.

Ναι, Ροδόπη :
θα βγάλω τα χρυσά που μ’ έχεις ντύσει· 
τα δουλικά φορέματα θα βάλω· 
κι ας είμαι δούλα, — θα ’μαι η ρήγισσά του.
«Και σκλάβα να ’σουν» — είπ' εκείνος — «το ίδιο 
»θα σ’ έπαιρνα!» Και ορκίστηκε στον Δία.
Ναι, μα το Δία, κυρά μου, αλήθεια λέγω!

Ροδόπη: ανήσυχη τώρα.

Ρήγισσα, εσύ; βασίλισσα; και σκλάβα 
δική σου εγώ, η κυρά σου;

Κρινώ: Τέτοια τρέλα
δεν είπα. Καθώς με είπες αδερφή σου, 
πάντα αδερφή θα σ’ έχω, αφού στο θρόνο 
συ μ’ ανεβάζεις!

Ροδόπη: Στο θρόνο! εγώ; εσένα;...
Α, οχιά φαρμακερή, που είχα ζεστάνει 
στον κόρφο μου, για να ’βρω πλερωμή μου 
το δάγκωμα του χάρου!— Εσύ! στο θρόνο!

Κρινώ: παγωμένη και με σκληρό τόνο τώρα.

Ναι, εγώ!

Ροδόπη: Σκύλλα, με πρόδωκες! τον όρκο
πάτησες! με μαρτύρησες!

Κρινώ: Α! τέτοιο
κρίμα, ο πολύ γλυκός μου δεν το θέλει. 
Πιστά κ’ οι δυο μας τους όρκους κρατούμε!

Ροδόπη: Κ’ οι δυο σας;— Ω τυφλή Μοίρα, που μ’ έχεις
ρίξει στον κόσμο τυφλά να βαδίζω!— 
Κ’ έτσι...αν εγώ δε σ’ έβαζα στο πόδι 
το δικό μου, θα ’δινε αυτός σε μένα 
το λόγο να με πάρει;

Κρινώ: περήφανη τώρα.

Δεν το ξέρω.
Κι αλήθεια... δεν πιστεύω αν από μένα 
σένα θα προτιμούσε!

Ροδόπη: Α! μαύρο φίδι!

Κρινώ: πάλι ταπεινά και πονετικά. 

Ροδόπη μου! αδερφή μου! αρχόντισσά μου! 
Μη μου κακιώσεις! Για να σε προσβάλω, 
δεν το ’πα...Εσύ ’σαι του κόσμου η κορώνα!
Κι ο ποταμός στης θάλασσας τα πόδια 
πέφτει αφριστός, μα ταίρι της δεν είναι· 
την ταπεινή λιμνούλα σμίγει, κι όλα 
γύρω δροσίζουν, και καρπίζει ο κάμπος...

Ροδόπη: Ω, τι έξυπνη! να σειέται μια του δρόμου 
μπροστά σ’εμένα!

Κρινώ: αγριεύοντας με την προσβολή.

Ροδόπη! μου ανοίγεις
τώρα τα μάτια!

Ροδόπη: Κ’ εγώ τυφλή που ήμουν,
να στήσω στον οχτρό μου σκιάχτρο εσένα, 
να βάλω εσένα στην τιμή μου ασπίδα, — 
κ’ η δούλα εσύ το στέμμα να μου αρπάξεις!

Κρινώ: Τ’ είπες;...Λοιπόν επίτηδες, με απάτη, 
με στόλισες και μ’ έστησες,— ποιος ξέρει
για ποιον κρύφιο σκοπό σου, ανίδεο θύμα! 
Μα είναι θεοί! ζούνε οι θεοί στον κόσμο! 
και βλέπουνε! κ’ ειν’ ανοιχτός ο λάκκος, 
να πέσει ο δολερός που γι’ άλλους σκάφτει!
Κ’ έρχεται, εμέ να πάρει ο Δημοχάρης! 
εμένα! εμένα!

Ροδόπη: πικρά χαμογελώντας.

Ω! φοβερή κατάρα: 
να βασιλέψει ο δούλος- να χορτάσει 
ψωμί ο τρελός- κ’ η δούλα την κυρά της 
να βρίσει και να διώξει! Ω, ήταν γραφτό μου 
κι αυτό ν’ ακούσω;

Κρινώ: Να τ’ ακούσεις μόνο;
Σε λίγο θα το ιδείς!

Ροδόπη: λυσσώντας.

Σε πνίγω, σκύλλα!

Κρινώ: Τραβιέται πίσω και στυλώνεται ατάραχη.

Ω! είν’ η καρδιά σου κλεισμένη στο σπλάχνος, 
κι ας μου έδειχνες αγάπη! Ήτανε μίσος!
Μα εγώ δε σε μισώ: δε θέλω μόνο 
στα μάτια να σε βλέπω. — Φύγε πέρα! 

Ροδόπη: Τ’ είπες;...Τα δόντια σού κρεμώ στεφάνι 
στα μαλλιά σου!

Και κάνει να χυμήξει.

Κρινώ: Αν τολμάς, έλα, άγγιξέ με!
Μα δε με βλέπεις; Δεν είμαι η Κρινώ σου, 
η άπραγη κόρη, η πρωτινή σου κούκλα! 
Είμαι η Κρινώ, του ρήγα το στεφάνι!
Του βασιλιά η γυναίκα είμαι! Το χέρι 
να υψώσω μόνο, σ’ έστειλα στο δήμιο! 

Ροδόπη: Συ! εμένα;

Κρινώ: Ναι! της βασιλείας τη βούλλα
Μου’ δωκε, εμένα, ο ρήγας αρρεβώνα!

Ροδόπη: Δώσ’ μου τη! φέρ’ την εδώ! Είναι δική μου! 

Κρινώ: Τόλμησε να την πάρεις!

Ροδόπη: Να τολμήσω;!

Χύνεται και την αρπάζει από το λαιμό.

Να το! Με βλέπεις; Κρατώ τη ζωή σου 
στα χέρια μου!

Κρινώ: με πνιγμένη φωνή.

Άφησέ με! Σε φοβούμαι!

Ροδόπη: Φέρ’ την εδώ!

Κρινώ: Ποτέ!

Ροδόπη: Θα μου τη δώσεις!

Κρινώ: Όχι! 

Ροδόπη: Πού είναι;

Κρινώ: Άφησέ με! Με σκοτώνεις!...

Ροδόπη: Πού είναι κρυμμένη;...Μίλησε!—ή σου πνίγω
στα στήθια σου τα λάγνα το κρυφό σου!

Και από το τράνταγμα που κάνει της Κρινώς, 
ξελύνονται τα δικά της τα μαλλιά. 
Σηκώνει ένα χέρι να τα στηρίξει, 
και αρπάζει την αστραφτερή περόνη.

Κρινώ: Κάλλιο ας πεθάνω!

Ροδόπη: Ναι, πέθανε κάλλιο,
πριν να μου βάλεις στο λαιμό τη φτέρνα!

Και της καρφώνει την περόνη στο μέρος της καρδιάς. 

Πέθανε, πόρνη ! αχάριστη!

Κρινώ: Σβήνοντας, με τα δυο της χέρια ριγμένα
γύρω στο λαιμό της Ροδόπης.

Αχ! πεθαίνω...
Ποιος το’ λεγε... κυρά μου...απ’το γλυκό σου 
χέρι...χέρι που μ’ έθρεψε...να σβήσω...

Και ξεψυχάει, πάντα κρεμασμένη στο λαιμό της άλλης,

Ροδόπη: Δίχως να την αφήσει να πέσει, κρατώντας 
την από τη μέση, την καθίζει στην άκρη της στέρνας, 
όπου είχανε φτάσει με τον παλαιμό τους.

Α! έτσι να σβήσει όποιος ξαμώνει αντάρτης
σε μένα.

Και βυθίζοντας το χέρι στον κόρφο της νεκρής.

Τώρα η βούλλα! 

Όμως τραβάει τρομασμένη το χέρι.

Τι ήταν;... Α! αίμα!

Και άξαφνα σάλπιγγες αντιλαλούν από πέρα, 
Κι ο ήλιος ολόφωτος γεμίζει τον αέρα.

Έρχονται;... Έρχονται!

Και πετώντας την Κρινώ μέσα στη στέρνα, 
ξεπλένει τό χέρι της στο νερό, και στυλώνεται 
με την απάθεια του δυνατού μπρος στην καταστροφή.

Ούτε ήταν, ούτε εστάθη!

Και μ' άγρια χαρά, μαζεύοντας το φόρεμα 
στα στήθια και την κόμη στο κεφάλι.

Έλα! έλα, Δημοχάρη! Σε προσμένει 
σε κρύο νερό η Νεράιδα σου λουσμένη!

Ophelia by Lyuleo (inspired by poem Ophelia by Arthur Rimbaud), deviantart.com
_____________

«Την πλάνεσα! μετάνοιωσα! την παίρνω!»

Το τέταρτο και τελευταίο επεισόδιο φέρνει την κρίση του στοιχήματος και τη «λύση» του δράματος. Στο προαύλιο του παλατιού, μπροστά στους συγκεντρωμένους άρχοντες, ο Δημοχάρης, όπως και στην παραλογή, θέτει στην κρίση του Αμύντα τα σημάδια της νίκης του - την κομμένη πλεξούδα με τη χρυσή κορδέλα και το δαχτυλίδι - και δηλώνει πως θα παντρευτεί την κόρη που αποπλάνησε και πως χαρίζει τη ζωή στον «αδελφό» της.

Η μεγαθυμία του Δημοχάρη γίνεται δεκτή με ειρωνικά και προσβλητικά σχόλια από τον Αίμο, που άκαμπτος, απορρίπτει τα σημάδια, κατηγορεί το βασιλιά ότι τα απέσπασε με δόλο ή χρήματα και θυμίζει στους παρευρισκόμενους ότι τα μαλλιά της Ροδόπης είναι ξανθά και άρα δεν είναι δικιά της η πλεξούδα. Στη λογομαχία που ξεσπάει ανάμεσα στον Αίμο και το Δημοχάρη βάζει τέλος ο Αμύντας, καλώντας τη Ροδόπη να εμφανιστεί και να αποκαλύψει την αλήθεια.

Δημοχάρης: Να τ’ η πλεξούδα, κομμένη απ’την κόμη 
της αδερφής σου· κ’ η χρυσή κορδέλλα,
που άρπαξα εγώ στη μάχη της αγάπης!
Να και το δαχτυλίδι που με χέρι
πρόσχαρο εμέ το χάρισε η Ροδόπη!
Αυτά όμως τα σημάδια δεν τα φέρνω 
για να πω να σου πάρουν το κεφάλι!
Τα δείχνω, για να μάθει όλος ο κόσμος 
πως χάρηκα έναν κόσμο σ’ ένα μόνο 
φιλί της αδερφής σου! Κι αν της πήρα 
τ’ άνθη της παρθενιάς, όμως την παίρνω 
ταίρι, βασίλισσά μου, όπως με παίρνει 
κι αυτή δικό της, βασιλιά και ταίρι.
Σου χαρίζω, αδερφέ μου, τη ζωή σου!

Αίμος: Το δίκιο μου απαιτώ! δε θέλω χάρες!
Εγώ, αδερφός σου; Βγάλ’ το απ’ την καρδιά σου
που το ποθεί! — δε θα πέσω να δώσω 
την αδερφή μου εσένα! Δεν την πήρες, 
μηδέ ποτέ θ’ αξιωθείς να την πάρεις!
Ναι! δε σε καταδέχεται, ούτε σκλάβο!

Δημοχάρης: Και τα σημάδια τούτα, τ’ είναι τάχα; — 
Κοίταξε, Αμύντα! πάρε τα και κρίνε!

Αμύντας: αφού τα πάρει και τα κοιτάξει.

Παραλογίζεσαι, Αίμο!—να η σφραγίδα 
του πατέρα σου· το ’λεγες: στολίδι 
την είχε χαρισμένη της Ροδόπης!
Να κ’ η χρυσή κορδέλλα που είχες φέρει 
λάφυρο, εσύ, από τα μαλλιά μιας νέας 
ρηγοπούλας, που αλύπητα είχες σφάξει,— 
δώρο στην αδερφή σου αίμοβαμμένο...
Και λες δεν είναι ατράνταχτα σημάδια;

Αίμος: πιάνοντας το δαχτυλίδι.

Ναι, είναι το δαχτυλίδι του καλού μου πατέρα·
και το φέρνει με σέβας στα χείλη.
κ’ είναι, αλήθεια, αυτή η κορδέλλα... 
Μα τούτα — πράματ’ άψυχα! — μπορούσε 
κάποιος δούλος να τα ’χε κλέψει, ή σκλάβα 
να τα ’βαλε να δει πώς της πηγαίνουν, 
και πέσανε στα χέρια του,—ποιος ξέρει
με τι τέχνες: με δόλο ή και με χρήμα! 
Πρέπει να τη μαλώσω, να προσέχει 
πιότερο τα καλά της η αδερφή μου...

Και τα δίνει πίσω του Αμύντα.

Δημοχάρης: Ναι, μα η πλεξούδα; δεν είναι δική της; 

Αίμος: Δική της; Μπορεί να ’ναι! Ας κρίνουν οι άλλοι. —

Και γυρνώντας προς τους άρχοντες.

Ω αγαπημένοι φίλοι, εσείς που πρώτα 
του πατρικού σπιτιού μου είσαστε οι στύλοι, 
κ’ είδατε τη Ροδόπη, όταν κοράσι 
στο θρόνο του πατέρα μου ακουμπούσε,— 
δεν ήτανε χρυσόκομη; Κι ο θρόνος 
δεν έφεγγε ξανθός με τα μαλλιά της;

Πολλοί: Ναι! ναι!

Αίμος: δείχνοντας την πλεξούδα.

Και τούτο εδώ μελανό χρώμα 
σαν την καρδιά του δολερού δεν είναι; 
ή μην εγώ τυφλώθηκα;

Πολλοί: Ναι, μαύρο!

Αίμος: πετώντας το μαντήλι με την πλεξούδα 
στα πόδια του Δημοχάρη.

Να, εσύ και τα σημάδια σου! δεν είναι 
της καλής μου! δεν είναι της Ροδόπης! 

Δημοχάρης: Δεν είναι;!

Και σκύβει και τα σηκώνει.

Αίμος: Όχι! δεν είναι,—όξω αν η σκύλλα
με ντρόπιασε, κ’ η κόμη απ’ τον καημό της 
μαυροφορεί θρηνώντας την τιμή μου!

Δημοχάρης: Ω θεοί! πώς με παιδεύετε!—Άρχοντές μου! 
κι αν έφταιξα, σε τούτο έφταιξα μόνο, 
που θέλησα να παίξω με τον Αίμο, 
αντί απαρχής να ’ρθω και να του απλώσω 
σαν αδερφός το χέρι»— Ω πικρό λάθος! 
Έζησα πια το θέρος της χαράς μου, 
τον καρπό μιας ζωής, μέσα στην ώρα, 
που πέρασε ως να ’ρθείτε στη χαρά μου,— 
«δίκη» σάς είπα, και γιορτή ’ναι γάμου! 
Ντυμένη μου φαινόταν όλ’ η Πλάση 
με γνέφαλο χρυσό, μα ο σκληρός λόγος 
τ’ αδερφού μού θαμπώνει ως και τον ήλιο!

Αίμος: Ψέμα! σε ουράνια-ζαφείρι, δες! λάμπει 
ο ήλιος να δείξει πλέριο το χαμό σου,— 
που ήρθες διωγμένος, και προτείνεις γάμο 
στον αδερφό.—«Κι αν μου ’κλεισε τη θύρα 
»μια γυναίκα, μπορεί να τον τρομάξω 
»το νικητή σαν κάμω!»—Αυτό δεν είπες;

Δημοχάρης: Μη μ’ αναγκάζεις, Αίμο, να ζητήσω
να’ ρθει όξω, μπρος στους άντρες, η Ροδόπη, 
να πει και μόνη αν είπα τήν αλήθεια!

Αίμος: Να ’ρθει! — για να σωπάσει η ψεύτρα γλώσσα!

Δημοχάρης: Δεν πρέπει τη δειλή ματιά να ρίξει, 
πριν τη στεφανωθώ, σε τόσον κόσμο!

Αίμος: Συ να την πάρεις;— Α! μην το προσμένεις! — 
Κ’ είν’ άτρομο το βλέμμα της παρθένας!

Δημοχάρης: Γυναίκα μου είναι, και σεμνή τη θέλω!

Αίμος: Και πήγες πονηρά να την πλανέσεις; 

Δημοχάρης: Την πλάνεσα! μετάνοιωσα! την παίρνω!

Αίμος: Είν’ αδερφή μου, και προστάζω να ’ρθει, 
ν’ αποστομώσει της ψευτιάς τον ήρωα!

Και σπιθίζουνε τα μάτια τους, σαν τα μάτια 
θεριών που είν' έτοιμα ν΄αρπαχτούνε.


Edwin Austin Abbey, King Lear: Cordelia's Farewell
 (λεπτομέρεια),1898
__________

«Είναι άκυρο το στοίχημα!»

Η Ροδόπη, «πεπλοσκεπασμένη», με καλυμμένο το πρόσωπό της, στέκεται αγέρωχη μπροστά σε όλους, αρνείται πως πλάγιασε με τον Δημοχάρη και δείχνει θριαμβευτικά τα ξανθά της μάλλινα, περίτρανη απόδειξη της ψευτιάς εκείνου. Ο Δημοχάρης, συγκλονισμένος από την αποκάλυψη της αληθινής Ροδόπης και τις πρόωρες θριαμβολογίες των δύο αδελφών, που σπεύδουν ν' αρπαχτούν από το θρόνο, πριν ακόμα κριθεί ο αγώνας, δέχεται την ήττα του, αναγνωρίζει το φταίξιμό του και παραιτείται από το στέμμα.

Η μόνη χάρη που ζητά είναι να ζήσει κάπου μακριά, ως απλός άνθρωπος με κείνη που κέρδισε την καρδιά του. Μένει μόνο να παραδώσει τη βούλα που χάρισε αρραβώνα στην κοπελιά, μόλις την ξαναβρεί. Η Ροδόπη, τρέμοντας από την ταραχή της, προσπαθεί να το αποτρέψει και ξεσπάει με μίσος εναντίον του αθώου κοριτσιού. Οι άβρες σιωπούν δουλεπρεπώς και μόνο η Μαντώ υψώνει το ανάστημά της και υπερασπίζεται το κορίτσι που θεωρεί ζωντανό. Την καλεί με τ' όνομά της κι έτσι πρωτοφανερώνεται πως επρόκειτο για την Κρινώ, που ο Αίμος λαχταρούσε να παντρευτεί «σα μέστωνε στα νιάτα». Ο Αίμος στρέφεται εναντίον της αδελφής του και γρήγορα έρχεται στο φως ο προδοτικός ρόλος του Λαέρτη: εκείνος έσπρωξε τον Αίμο να σκοτώσει το βασιλιά και αποκάλυψε στη Ροδόπη το στοίχημα. Ο Λαέρτης οδηγείται στη φυλακή, το στοίχημα κρίνεται άκυρο από τον Αμύντα και ο Δημοχάρης κρατάει το στέμμα. 

Ροδόπη: Κοίταξέ με! ποιανής λείπ’ η πλεξούδα;

Και, κατεβάζοντας με τα δυο χέρια τα πέπλα, 
δείχνει τα ξανθά της μαλλιά πλεγμένα σε μια μεγάλη, 
βαρειά και αστόλιστη πλεξούδα.

Δημοχάρης: Δεν ειν’ αυτή! δεν είν’ αυτή η Ροδόπη! 


Ροδόπη: Χα, χα! γελάστε!

Δημοχάρης: Δεν ήτανε;... όνειρο έβλεπα; Ήταν άλλη!

Ροδόπη: άγρια σαρκάζοντας.

Ναι! άλλη για σένα, ψεύτικη Ροδόπη!
Δες με! — γιατί ποτέ σου πια στα μάτια 
δε θ’ αντικρύσεις τη σεμνή Ροδόπη!
Δες με! Δεν ήταν όνειρο,— μια σκλάβα 
σα σκύβαλο σού πέταξε η Ροδόπη! 
με μιά πόρνη ξεφάντωσες σα δούλος
και μόλεψες την κλίνη μου, — την κλίνη 
που θα βγάλω, στη μέση της αυλής μου, 
να κάψω του αγνισμού πυρά στο Δόλο!
Της δούλας μου είσαι ταίρι, και σου αξίζει 
δούλος να γίνεις, που είσαι ανάξιος ρήγας! 

Αίμος: Δεν είναι πια, μηδέ ήταν απ’την ώρα 
που τόλμησε να ’ρθει να σε πλανέσει, 
για να προσβάλει εμένα! Είναι δικά μου 
και θρόνος και βασίλειο και κορώνα, 
και είναι δικά σου, ω ρήγισσα Ροδόπη,— 
της αρετής βραβεία και της αξίας!

Και την αγκαλιάζει θριαμβικά 
με το δεξί του χέρι από τη μέση.

Ναι, ρήγισσα! στο θρόνο εσύ θ΄ανέβεις, 
να κυβερνάς, κ’ εγώ του θρόνου στύλος, 
τροχισμένο σπαθί, στην προσταγή σου!—
Αλλοιώς μήπως το κρίνετε, άρχοντες μου;

Αμύντας: Ναι, φανερό ’ναι σαν το φως: κερδίζει
την κρίση ο Αίμος, και χάνει ο Δημοχάρης.

Οι άρχοντες: Ναι!

Ροδόπη: Και μου αξίζει το στέμμα κι ο θρόνος,
που γέλασα, που νίκησα έναν άντρα!

Δημοχάρης: Μένει συλλογισμένος, σκεπάζοντας με τα χέρια 
τα μάτια, κ’ έπειτα αποφασιστικά, συχνά όμως 
αφήνοντας να φανεί ο πόνος που τον έσφαξε.

Ναι, χάνω...Εσύ δεν ήσουν, ουδέ αν ήσουν, 
Θα ’μουν εγώ λιγότερο χαμένος. 
Γιατ’ είσαι ωραία, μα νοιώθω την καρδιά σου 
πόσο είναι μαύρη, στείρα στην αγάπη, 
και μέσα της θρονιάζει θεός ο Δόλος,— 
ο Δόλος που είχα εγώ λησμονημένο!
Δεν είμαι βασιλιάς: σκύβω στη Μοίρα, 
και λύνω την κορώνα απ’το κεφάλι, 
που έλπιζε μ’ άλλο, ωραιότερο στεφάνι, 
καλόμοιρο να ζήσει.

Και, αφού τη λύσει.

Πάρε, Αμύντα: δεν είμαι βασιλιάς! άνθρωπος είμαι, 
που είδε όνειρο έναν Όλυμπο δικό του 
και ξύπνησε γυμνός σαν το σκουλήκι!
Δεν έχω πια μήτ’ οβολό δικό μου, 
δεν έχω πού την κεφαλή να γείρω,— 
κι ας πήρα εγώ ψαλιδισμένο κράτος 
και τρίδιπλο το δίνω τώρα πίσω, 
βασιλικά πλερώνοντας το χρέος...
Ναι, στρατηγοί μου, ναι, άρχοντες· για κείνα, 
που είδατε σεις κι ο λαός από μένα,— 
κι αν έφταιξα, σερμένος απ’ το πείσμα, 
κι αν χάνω ένα βασίλειο,— άνθρωπος είμαι: 
μια χάρη σάς ζητώ, εγώ, που τις χάρες
αζήτητες σκορπούσα, — μια και μόνη : 
τ’ αθώο λουλούδι που άνθισεν απόψε 
στην αγκαλιά μου αναγυρτό, — τη δούλα,
τη σκλάβα, καθώς λέγει αυτή! — να πάρω 
στεφάνι μου και ταίρι μου, να φύγω!
Και θα βρεθεί, καν έρημο ακρογιάλι, 
καν γεωργού καλύβι, όπου να ζήσω 
μ’ ένα έρωτα, στη λήθη, όσο μου μένει 
να βλέπω ακόμα φως,—κι ας πλέκει η Δόξα
μακριά στεφάνι αμάραντο τριγύρω 
στ’ όνομά μου! Κι αν έχασα το θρόνο, 
κερδίζω μια ψυχή· και θα ’ναι εκείνη
το έπαθλο των πολέμων της ζωής μου!—
Θα μου αρνηθείτε, αφέντες μου, τη χάρη;

Οι άρχοντες: Πάρ’την!—Ναι!

Αμύντας: Ας γίνει ό,τι ποθείς!

Αίμος: σαρκαστικά.

Του πρέπει!
σκλάβος μου θα ’ναι: τη δούλα μου ας πάρει.
Του δίνω και μια μούλα παραπροίκι, 
να τη φορτώνει ξύλ’ από το λόγγο, 
να βάζει και προσφάγι στο ψωμί τους, 
Χαχ! ας γελάσω! Δε γελάς, Ροδόπη;

Όμως εκείνη τον κοιτάζει περίτρομη.

Τι στέκεσαι; δε στέλνεις να του φέρουν 
τη νύφη, να τελειώσει μ’ένα γάμο 
το νόστιμο παιγνίδι, — κ’ ένας σκλάβος 
να παντρευτεί μια πόρνη ;...

Αμύντας: Όχι, δεν είναι
σκλάβος. Θα ζήσει ελεύτερος πολίτης.
Δεν έκαμε άτιμο έγκλημα, να χάσει
Του ανθρώπου το δικαίωμα. Κι αν είναι 
σκλάβα σου αυτή, χάρη στερνή τού αξίζει 
λεύτερη πια να του τη δώσει ο νόμος, — 
φτάνει κι αυτή να συφωνεί.— Ροδόπη, 
στείλε και φέρ’την έξω... 

Ροδόπη: τρέμοντας.

Εδώ, δεν είναι...
την έχω...διώξει...

Δημοχάρης: Ω θεοί!

Ροδόπη: με ψεύτικο καμάρι. 

Να μη λερώνει
μήτε η πνοή της το σεμνό μου σπίτι...[...]

Τι με παιδεύετ’ έτσι για μια...πόρνη;
Δεν ξέρω...δε θυμούμαι...μια του δρόμου! 
την πλέρωσα μ’αυτόν να ξεφαντώσει... [...]

Αμύντας: στη Ροδόπη
Το στοίχημα γνωρίζοντας, και βέβαιη 
για του αδερφού το θρίαμβο, να παίξεις 
ήθελες κι όλα. Κ' έπαιξες, μα χάνεις!
Είναι άκυρο το στοίχημα! — Άρχοντες μου, 
κρίνετε σεις, αν έκρινα όπως πρέπει.

Οι άρχοντες: Ναι, ναι! — Σοφά!

Ένας απ’ όλους: Και η κρίση σου είναι νόμος!

Αμύντας: Και ρήγας μένει πάντα ο Δημοχάρης.



«Και όμως του κόσμου δεν άλλαξε η όψη»

Η Κρινώ ανασύρεται νεκρή από τη στέρνα, με την περόνη της Ροδόπης μπηγμένη στο στήθος, ενώ ο Δημοχάρης, συντετριμμένος από την απώλεια της αγαπημένης του, διατάζει να ταφεί με βασιλικές τιμές και δηλώνει πως ταίρι του στο εξής θα είναι μόνο το χρέος στην πατρίδα.

Ο βασιλιάς, οι άρχοντες και ο στρατός παίρνουν πάλι τ' άρματα, για να αντιμετωπίσουν το νέο εχθρό που απειλεί τα σύνορά τους, αλλά χωρίς τον Αίμο, του οποίου η τιμωρία είναι να μείνει μακριά από τον πόλεμο, που τρέφει και δοξάζει τους άντρες.

Η Μαντώ θρηνεί την «ορφανή ξενούλα, που φόρεσε για μια νύχτα τη χρυσή κορώνα και ξημερώθηκε νύφη στο Χάρο». Η αθωότητα θριαμβεύει: η Κρινώ θα διασχίσει την Αχερουσία ως βασίλισσα και το τραγούδι που θα λένε για κείνη άρχοντες και δούλοι, θα ζήσει αιώνια. Αντίθετα η Ροδόπη, βυθισμένη σε μια πνιγηρή μοναξιά, πληρώνει για την αλαζονεία και το φθόνο που την οδήγησε στο έγκλημα, χάνοντας τα πάντα, ό,τι είχε κι ό,τι έφτασε τόσο κοντά ν' αποκτήσει.

Θα ζήσουν όμως, κι αυτή κι ο Αίμος, καταδικασμένοι στην αφάνεια, αλλά «ακατάλυτοι, σαν τα ψηλά βουνά, που ο κομπασμός τους τα 'στησε στο βοριά, πετρωμένα απ' το Δία».

Η Ροδόπη δεν καταφέρνει να κερδίσει την αυθόρμητη συμπάθειά μας, όπως η κόρη της παραλογής, η οποία δίνει ένα μάθημα στον βασιλιά που έπαιξε με την τιμή της και κερδίζει το στέμμα για τον αδελφό της. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με τραγωδία κι η «συμπάθεια» γεννιέται από τα «ακραία» πρόσωπα  κι είναι τόσο πιο ισχυρή, όσο πιο «επικίνδυνα», κάποτε και καταστροφικά, είναι αυτά τα πρόσωπα. Η Ροδόπη μαγνητίζει με τον τυχοδιωκτισμό, το θράσος και τη φαυλότητά της. Από θύμα ενός ανόητου στοιχήματος, μετατρέπεται σε θύτη και τυφλωμένη από την Άτη, επισύρει πάνω της την Νέμεση και την Τίση. Όλοι πληρώνουν το τίμημα των πράξεών τους, γιατί κανείς, εκτός από την Κρινώ, δεν είναι εντελώς αθώος. Όμως, όπως σοφά αντιτείνει στον Δημοχάρη ο δικαιοκρίτης Αμύντας, «η όψη του κόσμου δεν άλλαξε από το δόλο και το μίσος». Το κακό υπάρχει αλλά δεν υπερισχύει ολοκληρωτικά.  Οι υβριστές πληρώνουν, ο καθένας ανάλογα με το σφάλμα που διέπραξε κι η τάξη του κόσμου παραμένει αδιασάλευτη, όσο ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή  και δύει στη δύση.

Μαντώ: Να, ποια τη σκότωσε! 

Και δείχνει τη Ροδόπη.

Αχ! η δόλια!—
Μοίρα της ήταν ένα βράδυ μόνο 
στο ερωτικό συμπόσιο να μεθύσει...
Μα οι θεοί την αγαπούσαν, κι όλη νιάτα 
και κάλλη θ’ αρμενίσει στ’ άγια Ηλύσια, 
σφαγμένη από το χέρι της κυράς της! [...]

Δημοχάρης: στη Ροδόπη.

Ω, σκύλλα!...
φόνισσα! που μου σκότωσες το γέλιο! [...]

Μαντώ: Αλοίμονο! είναι χάρος 
η φτονερή και αντίζηλη γυναίκα 
στη γυναίκα! 

Δημοχάρης: Α! στρίγλα! ο δήμιος έπρεπε να στείλει 
στα Τάρταρα κ’ εσένα! Όμως δε θέλω 
να πας με τούτη συντροφιά στου Χάρου 
τη φελούκα:

Και δείχνει τη νεκρή.

θα σήκωνες φουρτούνα 
μες στης Αχερουσίας τη θεία γαλήνη!
Θα ζήσεις! κι ο αδερφός σου εδώ θα ζήσει
μακράν απ’ τις αντάρες του πολέμου, 
που είναι θροφή και πατέρας στον άντρα.
Κι άμποτε οι δυο ακατάλυτοι να ζείτε, 
σαν τα ψηλά βουνά που ο κομπασμός τους 
τα ’στησε εκεί, πετρωμένα απ’το Δία! —

Και δείχνει στο βοριά. 

που θέλατε ν’ αλλάξετε του κόσμου 
την όψη, με το δόλο και το μίσος!
Ώ, να μην έσωνε, άκαρδοι, την όψη 
τη δική σας να ιδώ! 

Αμύντας: ναι, βασιλιά μου! 
Και όμως του κόσμου δεν άλλαξε η όψη:
του κράτους είσαι ο πρώτος, και το χρέος
σε κράζει σε άλλες έγνοιες και φροντίδες.
Μηδέ θ’ αλλάξει η σφαίρα, αν το λουλούδι
που αγάπησες μαράθηκε. Για σένα,
ο ήλιος φωτίζει πλήθος άνθη ωραία,
και κάθε αυγή σκορπά χιλιάδες ρόδα.

Thracian siblings Rhodope and Haemus are transformed into mountains. 
(Ludovico Dolce, 1558) Ovid. Met. VI, 87-89
_____________

Δημοχάρης: Στ’ άρματα! Ομπρός! τ’ άρματα πιάστε! Οι ναύτες 
ας λύσουν τα πρυμόδετα! Θα πάμε 
σε νέους πολέμους! Κι άμποτε στεφάνια 
να μας χαρίζει η Νίκη! [...]

Μα πρώτα, αυτή που δόθηκε στεφάνι 
της αγάπης, λιγόζωο, πικραμένο,
να θάψουμε βασιλικά, ως ταιριάζει 
σε ταίρι βασιλιά, που θα ’χει μόνο 
ταίρι του πια το χρέος στην πατρίδα. 

Αμύντας: Οι σάλπιγγες νεκρώσιμα ας σημάνουν! [...]

Μαντώ: Ας νεκροστολίσω την έρμη κόρη, 
που ορφανή, ξενούλα, χρυσή κορώνα 
φόρεσε μια νύχτα, και ξημερώθη 
νύφη στο Χάρο!
Μα θα ζήσει αιώνια με το τραγούδι, 
που άρχοντες και δούλοι γι’ αυτή θα λένε...
Ας την κλάψω, ας κλάψω! Πού ξέρω αν ήταν 
σπλάχνο δικό μου!... 

Και ορθή, μόνη, στη μέση, απλώνοντας 
και ρίχνοντας απελπιστικά τα χέρια, 
ξαναπιάνει τα ρυθμό η νικημένη βασιλοπούλα.

Ροδόπη: Και ποιος θα με κλάψει;—θα κλάψει εμένα, 
που όνομα και δόξα κ’ ελπίδα χάνω! — 
που έρμη, ανέραστη, άθλια, στείρ’ απομένω! 
Σβήνει η Ροδόπη !...

Νικόλαος ο Ποριώτης, Ροδόπη : τραγωδία με Δ' επεισόδια, Αθήνα, 
Τυπογραφείο «ΕΣΤΙΑ», Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ, 1913



Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Ο άρχοντας, ο Μαυριανός κ’ η αδερφή του»

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), μια παραγνωρισμένη μορφή των ελληνικών γραμμάτων, γύρω από το όνομα και το έργο της οποίας υπάρχει μια ασύγνωστη «λήθη», που δε δικαιολογείται ούτε κάτω από την επιβλητική σκιά του συζύγου της Νίκου Καζαντζάκη, φαίνεται να ασχολήθηκε συστηματικά και για καιρό με το θέμα της παραλογής του Μαυριανού και της αδελφής του. 

Το θέμα αυτό συναντάται τρεις τουλάχιστον φορές στην εργογραφία της Καζαντζάκη. Αρχικά, σε ένα σύντομο διήγημά της με τίτλο: «Η τιμιότητα της αδερφής». Το διήγημα αυτό σχετίζεται, ως προς το θέμα, αλλά και ως προς τον τρόπο χειρισμού του, με το θεατρικό έργο «Ο άρχοντας, ο Μαυριανός κ’ η αδερφή του» στην πρώτη του έκδοση το 1921, αποτελώντας, πιθανότατα, το πρόπλασμα για τη μετέπειτα δραματική γραφή.Το δραματικό έργο είναι γραμμένο σε ιαμβικούς εντεκασύλλαβους στίχους και χωρίζεται σε πέντε σκηνές. 

Στο έργο - «χαρισμένο με αγάπη» στη δημοσιογράφο, λογοτέχνιδα και αγωνίστρια για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, Αιμιλία Καραβία και στον Κώστα Βάρναλη - προτάσσονται στίχοι του ποιητή, που συμπυκνώνουν λυρικά την ψυχή και το στοχασμό της Γαλάτειας Καζαντζάκη: «Χαρά 'στον που μπορέσει έτσι αψηλά ν' ανέβει και να πέσει!»

Μέσ' απ' του Λόγου τ' άνθη πειραγμένη
η τιμή τ' αδελφού θε να ματώσει
χέρια γενναία σ' αίμα γενναίο· και τόση,
μες στον κύκλο του θάνατου στημένη,
σταθερότη θα δείξει η ερωτεμένη
η Αρετή, που κορώνα, ζωή θα δώσει
το ιερό μυστικό να μην προδώσει.
Και στα τυφλά της Μοίρας αφημένη
παρθενική καρδιά περιστερίσα,
πριν το υπέρτατο φως καλογνωρίσει, 
απ' τον άξαφνο πόνο θα ραγίσει.
Κι απ' τα δάκρυα μας τότε τα περίσσα
μια ευκή θα βγει: «Χαρά 'στον που μπορέσει
έτσι αψηλά ν' ανέβει και να πέσει!»
Κων. Βάρναλης

Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κράσι, 5 Αυγούστου 1912
_____________________

«Κλειστό τ’ αλικοστόμα της σωπαίνει τ’ όχι ή το ναι...»
 
Στην πρώτη σκηνή ο Άρχοντας βρίσκεται με τρία αρχοντόπουλα σ’ ένα περιβόλι, αντικριστά στον πύργο του Μαυριανού, πίνοντας κρασί. Έχουν περάσει ήδη έξι μήνες άκαρπων προσπαθειών με όλα τα μέσα «που λογίζονται άξια να φουντώσουν την ελαφρή γυναικεία φαντασία» κι είναι απόψε «της δοκιμής στερνή βραδιά». Ο Άρχοντας που λόγιαζε ξέφραγο περιβόλι τη γυναικεία καρδιά, ν' ανοίγει διάπλατα στον ήχο του χρήματος, βλέπει μέρα τη μέρα, όλες τις εφεδρείες που έριξε στη μάχη αυτή να εξαντλούνται χωρίς αποτέλεσμα. «Δεν είναι της πεθυμιάς μας πάντοτε η γυναίκα σκλάβα», παραδέχεται ο «τρανός δοξαρευτής», που ποτέ του ως τώρα δεν αστόχησε κι όμως, μοιάζει έτοιμος τώρα να υποταχθεί στη βούληση εκείνης που κυβερνά τη σκέψη του, κι ας μην την αντίκρισε ποτέ. Αν ο Δημοχάρης στη «Ροδόπη», «σκλαβώθηκε» αφού κράτησε στην αγκαλιά του την αθώα Κρινώ, ο Άρχοντας ακούγεται βαθιά λαβωμένος, πριν ακόμα «τρυγήσει τον άγγιχτο ανθό», που αντιστέκεται στη πολιορκία του και σωπαίνει. 

Εύλογα τα αρχοντόπουλα απορούν με τα αισθήματα που νιώθει και ποιητικά εκφράζει ο Άρχοντας για μια κοπέλα που δεν έχει δει ποτέ του κι αναρωτιούνται για τη μεγάλη αξία που έδωσε στο στοίχημα. Θα μπορούσε να βάλει ως αντίτιμο της τυχόν αποτυχίας του τα πλούτη ή ακόμα και την εξουσία του, όχι όμως και την ίδια του τη ζωή.  Το δεύτερο αρχοντόπουλο μάλιστα εκφράζει δυσπιστία για την εντιμότητα του Μαυριανού σχετικά με το στοίχημα, λέγοντας πως κάποια συμπαιγνία πρέπει να υπάρχει, αλλιώς η κόρη θα επέστρεφε τα δώρα.

Ο Άρχοντας αρνείται κατηγορηματικά κάθε αμφιβολία για το ποιόν του ανταγωνιστή του, όπως επίσης  αρνείται να ασκήσει τη δύναμή του, σαν τον Αλέξανδρο που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό με ένα χτύπημα. Γιατί; Από τη μια η υπερβολική αυτοπεποίθησή του, που προκύπτει από τις προσωπικές του ικανότητες και από την εξουσία που κατέχει, από την άλλη η τρυφερότητα που κρύβει μέσα του κι η βεβαιότητα πως «στου έρωτα την αμάχη αλλιώς νικούνε». Στα ερωτικά παιχνίδια άλλοι είναι οι κανόνες και κείνος είναι έτοιμος «και τις χίλιες ζωές του, αν είχε, με μιας να τις παίξει για τη νίκη» κι αν χάσει, έντιμα να πληρώσει με τη ζωή του.


Γιώργος Κόρδης, Ο Ερωτόκριτος τραγουδά κρυφά στη Αρετή, 2003
________________________


Άρχοντας: Επήγαινα κουρσάρος να κουρσέψω
το κάστρο της κυράς που τη μπασιά του 
άντρας, ακούς, δεν είχε δρασκελίσει. 
Τρανός μα την αλήθεια κι άξιος μου ήταν 
του ταξιδιού ο σκοπός. Λίγο δεν είναι 
του πόθου το χρυσόφτερο μελίσσι 
άγγιχτο ανθό να βρει και να τρυγήσει.
Και πόσο με μεθούσε να λογιάζω
το Μαυριανό μπροστά μου ατιμασμένο, 
που κάποτε αποκότησε και μου ’πε:
— «Ή φέρνεις μου σημάδι πως μια νύχτα 
στης αδερφής μου πήγες το κρεβάτι
ή τη ζωή σαν το σκυλί σού παίρνω, 
αστόχαστα να μη μιλάς, αφέντη!»
Και στην απόκρισή μου: Κι αν πετύχω:
— «Το Μαυριανό ξαρμάτωτο θα φτύσεις, 
μου ’πε, και θα του πάρεις το κεφάλι».
Θυμούμαι χαροκόπι ήταν στημένο 
κ’ είχα μιλήσει εγώ μ’ αυτά τα λόγια : 
«Του θηλυκού η καρδιά, το ξέρομε όλοι, 
περβόλι ’ναι που ανοίγει στον καθένα, 
σώνει να κρούσει, με πουγγί γεμάτο». 
Αγρίεψεν αυτός κ’ εγώ από τότες 
το στοίχημα κοπιώ να βγάλω πέρα.

β’ Αρχοντόπουλο: Μήπως τυχόν αστόχησες και πήγες 
του Μαυριανού την αδερφούλα, αφέντη, 
με το λαγούτο μόνο να πλανέσεις;
Είχες σωστά μιλήσει· στο χρυσάφι 
δεν αντιστάθηκε πότες γυναίκα.

Άρχοντας: Και το λαγούτο πήρα κι όλα τ’ άλλα, 
όσα λογίζουνται άξια να φουντώσουν 
την ελαφρή γυναίκεια φαντασία, 
με σοφό τρόπο τα ’βαλα σε πράξη.
Μα όλα του κάκου, κ' ένα μόνο αλήθεια:
ψηλό βουνό η αδάμαστη αρετή της 
της όψης της τον ήλιο μού σκεπάζει.
Μ’ ας δω κι απόψε ακόμα τι μου μέλεται

γ’ Άρχοντόπουλο: Άκουσε, αφέντη: τίμιο και γενναίο 
και της σειράς σου ταιριασμένον έργο, 
είναι να παίζεις τη ζωή σου, μόνο 
στα σιδερένια αλώνια του πολέμου.
Όχι, ως εσύ, για χάρη κοπελούδας 
που, καθώς λες, ποτέ σου δεν την είδες 
κι ούτε να πεις μπορείς αν της αξίζει 
η τόση παιδομή κ’ η τόση σου έγνοια.

Άρχοντας: Ποτές μου δε βουλήθηκα να μάθω
Κι ούτε στιγμή μ’ αντίσκοψεν ο φόβος 
μην και δεν είναι σαν πώς μου τη φέρνει 
η αντρίκια αποθυμιά μου μπρος στα μάτια.
Λογιάζω την ειδή της να ’ναι κρίνο, 
που χλωμοφέγγει στης αυγής την πάχνη 
και του φωτός ακόμα η πρώτη αχτίδα 
δεν άγγιξεν την άσπιλην ασπράδα·
και λέω πως το κορμί της θα θυμίζει 
μικρούλα λεύκα που γλυκαπαντέχει, 
μαζί με του Απριλιού το ζεστό χάδι, 
το αηδόνι απά στο νιόλουβο κλαδί της 
πρώτη φορά να γλυκοκελαδήσει.
γ’ Αρχοντόπουλο: Συχνά η γυναίκα ενάρετη απομένει 
σαν τύχει από τη φύση αδικημένη.
Και να σου πω μονάχα αυτό εγώ βρίσκω 
ναν’ η αφορμή που τη μικρή αλαφίνα 
κρατεί μακριά από την πηγή του πόθου.

β΄ Αρχοντόπουλο: Σωστό κ’ εγώ το κρίνω αυτό που λέει
Πουλί η γυναίκα, μα ένα λαχταράει
στ’ αντρός γοργά να σκλαβωθεί το βρόχι. 
κι όσο τρανός ο κυνηγός κ’ η βιάση
τόση.

α΄ Αρχοντόπουλο: Μεγάλο πράμα κ’ οι έξι μήνες 
ανώφελα χαθήκαν δίχως ένα 
σημάδι καν να δείξει πως γνωρίζει 
ποιος κυβερνά στο λογισμό του Αφέντη
(που Αφέντης σεβαστός του τόπου είν' όλου). 
Στα χέρια της δεν πάνε τα κανίσκια, 
που τ' ακριβά τής φέρνουνε στολίδια;
Τη νύχτα από τον ύπνο το τραγούδι 
δεν την ξυπνά;

Άρχοντας: Τίποτα ακόμα ως τώρα 
δε μου ’δειξε ποιος λογισμός για μένα 
στα δυο γλυκά της μάτια κρυφοπαίζει·
κλειστό τ’ αλικοστόμα της σωπαίνει 
τ’ όχι ή το ναι, κλειδί της λευτεριάς μου. 
Σε όργητα το τραγούδι μου τη βάνει, 
για ξαγρυπνά και μυστικά αφουκράται; 
Πόσες φορές τη νύχτα καρτερώντας
στο θρόισμα του ανέμου μες στα φύλλα, 
δε θάρρεψα το άνάλαφρό της ζάλο
πως αγροικώ σιμά μου να προβαίνει· 
και πόσες το πυκνό περιπλοκάδι,
που το μικρό της σκιώνει παραθύρι, 
δεν είπα τώρα δα θα λουλουδίσει, 
κρίνο λευκό, τη δροσερή θωριά της! 
Ένα λιθάρι ξάφνου που κυλούσε.
ενός πουλιού το σάλεμα στα κλώνια, 
τα φύλλα τα ξερά κάτου στο χώμα, 
πόσες φορές πως ήταν το δικό της 
το μήνυμα δεν το ’λπισε η καρδιά μου! 
Γελάστηκα, συντρόφοι, όχι, δεν είναι 
της πεθυμιάς μας πάντοτε η γυναίκα 
σκλάβα. Σε μένα απόψε το ’χε η μοίρα
γραμμένο θαρρετά να διαλαλήσω.

β΄ Αρχοντόπουλο: Η συνετή γυναίκα, που δε στέργει
στ’ αντρός τα παρακάλια να συγκλίνει,
ξέρει τον πρέπιο τρόπο να το δείξει.
Και πρώτα-πρώτα οι βάγιες της μ’ ασπούδα 
πίσου τού παν τ’ αρχοντικά πεσκέσια
και λένε, πως πολύ της βαροφάνη
της όμορφης κυράς τους, σαν κάθε άλλη
ο ευγενικός Αφέντης να την πάρει
και πως αν είναι ρόδα που τα ψύγει
αμπόδιστα η ανεμική κι ο γήλιος
κι είναι στο χέρι, Αφέντη, το δικό σου
να κόψεις όποιο θες και να μαδήσεις,
είναι π’ ανθούν αμύριστα κάποια άλλα
σ’ απόμερη γωνιά μπαξέ κλεισμένου.
Μα εγώ ψυχανεμίζομαι άλλο, Αφέντη·
ο Μαυριανος για να ’βγει κερδεμένος, 
της αδερφής μολογημένο το ’χει 
το μυστικό, θαρρώ, το στοίχημά σας.

Άρχοντας: Είναι ντροπή για την ψηλή γενιά μας 
οι τέτοιες υποψίες ν' ατιμάζουν 
ένα από μας. Καθάριος σα δεν είναι 
ο λογισμός μπροστά στην κάθε πράξη
κι αν στο σκοπό σαν τη σαΐτα μας ίσα
που δε λοξεύει πουθενά δεν πάμε,
ποια τότες η χαρά μας κ’ η αναγάλλια, 
κι ο Μαυριανος, το ξέρομε όλοι, πάντα 
πρώτος στην πράξη εστάθη και στο λόγο. 
Με μπαμπεσιές αυτός ποτές τη νίκη 
με το δικό του μέρος δεν την πήρε. 
Παληκαρίσα βγαίνει στον αγώνα· 
κ’ είτε νικήσει ή χάσει το παιχνίδι, 
πάντοτες όμοια μένει τιμημένος.
Γι’ αυτό κ’ εγώ, η στερνή σαν έρθει ώρα 
ν’ αποκριθώ κι απηλογιά να δώσω, 
θα πω: Η μηλίτσα πο ’χεις στην αυλή σου, 
Μαυριανέ, και τη βαγιοκλαδίζεις, 
έχει αψηλά τα κλώνια και δε φτάνει 
το χέρι μου τα μήλα της να κόψει.
Κι αδείλιαστα την πλερωμή θα δώσω 
σαν άρχοντας, συντρόφοι: τη ζωή μου.

γ΄ Αρχοντόπουλο: Όσο, τα μέλλει να γενούν, λογιάζω,
τόσο και πιο πολύ το φταίξιμο όλο 
στη μοίρα που μας κυβερνά το ρίχνω. 
Τάχα γιατί τόσο εύκολα ο αφέντης
και γι' αφορμή παραμικρή να βάλει 
τα νιάτα του στου κονταριού την άκρη ; 
Δεν ήταν χίλιοι τρόποι να ξεχρώσει 
το στοίχημα αυτό που ’βαλε, σαν Άρχος; 
Χώρες δεν είχε αμέτρητες να δώσει, 
μ' αμάλαγο χρυσάφι να ζυγιάσει 
το βάρος του κορμιού του, δεν ειμπόρει
κι ακόμα αυτή να χάσει την κορώνα; 

Άρχοντας: Χίλιες ζωές αν είχα και τις χίλιες
όλες με μιας μπορούσα να τις παίξω.
Όντας σημάδι βάζεις δαχτυλίδι
και το περνάς με το δοξάρι, δίχως
καμιά βολά ποτέ σου ν΄αστοχήσεις,
πώς να δειλιάσεις γίνεται σαν είναι 
μήλον εις τη μηλιά να σαϊτέψεις;
Κ' έγώ δοξαρευτής τρανός πως είμαι 
το μολογούν κρυφά καρδούλες μύριες. 

α΄ Άρχοντόπουλο: Είναι για μένα αξήγητο να τρέχεις 
άδικα τόσο, αφέντη, στο χαμό σου.
Στο χέρι σου δεν είναι ν’ αποχτήσεις 
ό,τι θελήσεις; Στείλε αμέσως διάτα 
πως, έτσι θες, σε δείπνο να καθίσεις 
με κείνη που μονάκριβη λογιέται 
του Μαυριανού αδερφή. Θυμήσου, Αφέντη, 
πως, μια φορά κάποιος μεγάλος ρήγας,
(το δύσκολο έτσι παίρνοντας παιχνίδι), 
με μια σπαθιά ξεχώρισε στη μέση 
την άλυτη θηλιά που ’ταν δεμένη 
με τέτοια μαστοριάν, ώστ’ ελογιούνταν 
αδύνατο ποτές θνητός να λύσει·
βασιλικά τη δύσκολη αυτή νίκη 
έτσι αποχτώντας. Οι άρχοντες αρμόζει 
με βια να παίρνουν, όχι σαν η πλέμπα
να μάχουνται τραχιά και να πασκίζουν. 
Αυτή κι αν νικηθεί το κακό λίγο·
μ’ αν νικηθούμε εμείς, ντροπή μεγάλη. 
Μα ’ρθε, θαρρώ, η στιγμή και τη δική σου 
με το τρανό της δύναμης το δίκιο,
να πάρεις νίκη κι όλα να τελειώσουν.

Άρχοντας: Στου έρωτα την αμάχη αλλιώς νικούνε!
Το κάστρο το δικό του βιγλατόροι 
μ’ αρματωσιές βαρειές δεν το φυλάνε, 
ούτε κι ο οχτρός πηγαίνει μεέ φουσάτα.
Εκεί μηλιές τα μήλα φορτωμένες 
και νεραντζιές και στ’ άνθι λεμονίτσες· 
εκεί σγουροί βασιλικοί στις γλάστρες 
και γιασεμιά και ζουλφαριά και βιόλες.
Εκεί βιγλίζει ο πόθος· και το αηδόνι, 
πάσα άνοιξη, πως φτάνει διαλαλάει, 
όπου και να ’ναι, ο καστροπολεμίτης 
που ’χει τ’ αψά του νιάτα για λουρίσκο, 
σκουτάρι το λαγούτο του και παίζει, 
αλάθευτη σαΐτα, το τραγούδι· 
ψηλά στις πολεμίστρες ανεμίζουν 
φλάμπουρα τα ξανθά σγουρά μαλλάκια 
της νιας, που το χεράκι βάζει αντήλιο 
κι ανερωτά και κρυφολαχταρίζει, 
στη στράτα να προβάλει ο διωματάρης, 
από ψηλά να τον πετροβολήσει 
μ’ αλικανθούς, γαρύφαλα και μόσκο.
Και νόμος στέκει ασάλευτος π’ ορίζει : 
στην εδική της βούληση να κλίνει,
(όποια κι αν είναι), ο αντίμαχος το γόνα.

α΄Αρχοντόπουλο: Δεν κρίνουνται όλοι οι ανθρώποι μ’ ίσο μέτρο 
στη γης ετούτη. Ο νόμος που διατάζει 
τέτοιο το τέλος να ’ναι στον αγώνα, 
σίγουρο πως αντίμαχο ένα αφέντη 
ποσώς δεν έχει.

Άρχοντας: Στα χαριτωμένα
ερωτικά παιχνίδια δε χωράνε,
αλλοίμονο, συντρόφοι, τα πρωτάτα. 
Μα ’ναι καιρός θαρρώ να σας αφήσω.

γ΄ Άρχοντόπουλο: Πήγαινε, αφέντη, στο καλό. Ποιος ξέρει, 
η μια στιγμή πολλές φορές τα φέρνει 
χρόνοι πολλοί δε φέρνουνε.

Άρχοντας: Να δούμε.
Μα ό,τι και ναν’ στο κάλεσμα θα τρέξω
του βούκινου που θα μου κράξει : Έλα
κι ο Μαυριανός λιγοψυχά να μάθει 
ποιος απ’ τους δυο σας ζωντανός θα μείνει.

Philip Hermogenes Calderon, Juliet (1888)
______________

«Σαν άλλη ο έρωτάς του μ’ έχει κάνει!» 

Στη δεύτερη σκηνή η κόρη εξομολογείται τον έρωτά της για τον Άρχοντα στη νένα της. Μεγαλωμένη με παραμύθια για το ξανθό ρηγόπουλο, που θα 'ρθει από μακριά να λυτρώσει την  αγαπημένη του, η ερωτευμένη κόρη αρμενίζει στη λίμνη της αγάπης. Οι συμβουλές, οι φόβοι κι οι αμφιβολίες εκείνης που σαν μάνα της την ανέθρεψε, χύνουν φαρμάκι στην καρδιά της, αλλά να της αλλάξουν μυαλά δεν μπορούν.

Η αδερφή του Μαυριανού, όπως την έπλασε η Γαλάτεια Καζαντζάκη, δεν είναι η άψογη, ακηλίδωτη και σκληρή κόρη της παραλογής, που δικαιώνεται μόνο απ' την ανάξια στάση του άρχοντα, ούτε βέβαια η Ροδόπη του Ποριώτη, που μόνο την τιμή της εξουσίας μετράει και στο βωμό της θυσιάζει τα πάντα και θυσιάζεται κι η ίδια. Ο δόλος, οι πονηριές και τα τεχνάσματα θέση δεν έχουν εδώ· προλαβαίνει ο νόμος ο φυσικός, που προστάζει η αρχοντοπούλα και το ρηγόπουλο να νικηθούν από τον Έρωτα.

Κόρη: Σαν άλλη ο έρωτάς του μ’ έχει κάνει! 
Πρώτα καθόμουν ώρες στο ροδάνι 
κι ούτε καμιά δεν είχα εγώ φροντίδα, 
εξόν πώς να ξομπλιάζω τα προικιά μου,
ακαρτερώντας ήσυχα να φτάσει 
η μέρα που ποθεί κάθε κοράσι.
Τώρα μονάχα η έγνοια αυτή με τρώει: 
πότε να ’ρθει στιγμή να τον συντύχω, 
ν’ ακούσω τη λαλιά του και να νοιώσω 
στα δυνατά του χέρια τα δικά μου.

Νένα: Μη δίνεις πίστη, κόρη μου, στον άντρα, 
γιατί δεν έχει λόγο αυτός ποτές του.
Σαν το γεράκι από ψηλάθε ορμάει 
κι αλλοίμονο στό δόλιο περιστέρι 
που το βαρύ τον ίσκιο του δε νοιώσει!

Κόρη: Μάταια θαρρώ πως καρτερώ τον ίσκιο
τον εδικό του, απόψε στην αυλή μου
να πέσει.

Νένα: Αχ το φτωχό το πεταλούδι
που παίζει με τη φλόγα και συ μοιάζεις! 

Κόρη: Μα πώς αργεί! Πώς τρέμω μη δεν έρθει!

Νένα: Τούτη η στιγμή που σκιάζεσαι θα φτάσει 
και να την απαντέχεις πάντα πρέπει.
Οι όρκοι των παληκαριών κρατούνε 
από τα σύκα ως τα σταφύλια, κόρη.
Τους ξέρω γω! Χρόνια μπορεί να τρέχουν 
ξοπίσω στη γυναίκα, που δε στέργει 
στα δίχτυα τους τα δολερά να μπλέξει·
μα μια να γελαστεί,—καπνός και χάθη 
η αποθυμιά τους—και του κάκου πάνε 
τα δάκρυα πια της άμοιρης, που μένει 
στου κόσμου την ανήλεη καταφρόνια.

Κόρη: Ένα μονάχα μη μου πεις· πως άλλη, 
την ώρα αυτή που λαχταρώ ν’ ακούσω 
τ’ απόσιγό του ζάλο να σιμώνει, 
σιμά της τον κρατά και μένα αρνιέται.

Νένα: Θα ’ρθει, θα ’ρθει κι άδικα μην τρομάσεις!
Ποιος λύκος βρίσκει μάντρα δίχως σκύλο
και δε χυμά στο αφύλαγο κοπάδι...

Κόρη: Απάντεχα στην ξένοιαστη χαρά μου 
φαρμάκι οι κακαφόρεσές σου χύνουν, 
Νένα ακριβή, και με ψυγομαραίνουν.
Σε πλατειά ρούγαν όδευα που γήλιος 
την πλημμυρούσε ολούθενες η ολπίδα 
μα τώρα, ως μου μιλείς, αχ, πώς εγίνη 
σπίθα μικρή που σβύνει αγάλι-αγάλι.. .
Μα πάλι, πώς μπορεί να μετανοιώσει 
όποιος της νιότης σαν εμέ ακλουθάει;

Νένα: Ποτές η νιότη κ’ η ομορφιά δε φτάνει 
παντοτινή φιλιά να ξετελιώσει·
μ’ αν θες δεντρί να δεις τον έρωτά σου 
με τον καιρό ν’ ανθίσει, να καρπίσει, 
κι όχι γοργός σαν την αστροβολίδα 
στη ζήση σου για μια στιγμή να λάμψει
κι απέκει να σ' αφήσει στο σκοτάδι, 
έτσι το βρίσκω χρεία να του μιλήσεις.
«Έχω αδερφό που πρώτος μες στους πρώτους 
λογιέται, να του πεις, και δεν ταιριάζει 
πίβουλος στη φιλιά του να ’σαι, αφέντη· 
κ’ είν’ άδικο, συναφορμάς μου εμένα, 
το σπίτι που την αρετή ’χε ρίζα
στων ξένων την καταλαλιά να πέσει».
.... Όσο κι αν είναι αλήθεια πως κάθε άντρας 
θέλει παιχνίδι πάντα των χεριών του, 
δίχως βουλή και γνώμη τη γυναίκα, 
τόσο ’ναι αλήθεια πως ψηφά μονάχα 
εκείνη που την ευτυχία του πόθου 
με κρίση γνωστικά την συγκερνάει 
και με καημούς τη χαίρεται και μ’ έγνοιες.

Κόρη: Στον ύπνο αγαλινά με προβοδούσαν 
τα παραμύθια σου ως τα ψες ακόμα, 
μες στη βαθειά νυχτιάν ανιστορώντας 
πώς το ξανθό ρηγόπουλο κινάει 
από μακριά την κόρη να λυτρώσει 
και πώς αυτή από χρόνια το προσμένει 
στο σιδεροθεμελιωμένο κάστρο,
που άγρια θεριά και δράκοι το φυλάνε.
Κ’ γω με τρόμους και χαράν ομάδι, 
στον κόρφο σου σφιχτά περιπλεμένη, 
τα μαγεμένα διάβαινα σαράγια 
κι όλο ρωτούσα, αν θα φανεί στο τέλος 
ή μη γραμμένο το ’χε η μοίρα μάταια 
να το προσμένει. Και συ τότες, νένα,
γλυκά χαμογελώντας, μ’ ένα χάδι 
γύρω στο μέτωπό μου το γνοιασμένο,
«Μη σκιάζεσαι, θα ’ρθεί» μ’ αποκρινόσουν.
Κι όντας τα μάτια σφάλιζα, τ’ ονείρου 
τα παραμύθια αρχίνιζαν και ξάφνου, 
η κόρη εγώ ’μουν κείνη που εκαρτέρει 
το παληκάρι να ’ρθει. Μα είτε κ’ έτσι, 
είτε σαν πώς εσύ μου τα δηγόσουν, 
όμοια γλυκά στο λογισμό κυλούσε 
του πόθου το χαρούμενο τραγούδι, 
όπως κυλά μες στις νυχτιές του Μάρτη
των αηδονιών το λάλημα. Μα τώρα
που στου ερχομού του αγάλλομαι τη δόξα
κι αλήθεια εγίνη, νένα μου, το ψέμα, 
περίσα σε θωρώ συνεφιασμένη 
και σ’ αγροικώ κακά ν’ αναθιβάνεις 
μελλούμενα, κι αταίριαστα, να κρίνεις 
κείνα τα ίδια, που όντας ν΄αρμενίζουν 
τα εθώρουν μες στα βάθη των ματιών σου, 
την όψη σου επερίλαμπαν, και νιότη 
καινούργια, λες, στα στήθη πως σου ανθούσε. 
Κ’ είναι πικρό παράπονο, στον τόσο 
που με κυκλώνει ευτυχισμό, σαν ξένη 
εκείνη που μ’ ανάθρεψε σα μάνα ...
— Νένα, θαρρώ πως έρχεται...

Νένα: Παιδί μου,
μην αστοχάς τις ταπεινές μου ορμήνειες·
απόψε, ακούς, ως είπα, μίλησέ του.
Και μην αργείς. Κακά αφορούμαι η δόλια.

(Κείνη τη στιγμή φαίνεται ο Άρχοντας κ’ η νένα,
σκύβοντας βαθιά, αποτραβιέται).


Juliet and Nurse (Illustrator: Unknown), 
London : John G. Murdoch, 1880.
___________________

Ο έρωτας, «μοναχός σκοπός της πλάσης όλης»

Στην τρίτη σκηνή, η συνάντηση του Άρχοντα με την κόρη στον κήπο, επιβεβαιώνει τον αμοιβαίο έρωτα των δύο νέων, με το πάθος, το φως και το σκοτάδι του. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη στήνει ένα κόσμο, στον οποίο ιδεατή αρετή δεν είναι η παλικαριά και η δύναμη, παρά η αγάπη, η κατανόηση κι η ευγένεια. Και θριαμβευτής στη δοκιμασία του στοιχήματος ο έρωτας, «μοναχός σκοπός της πλάσης όλης».

Κόρη: Πόσες φορές λαχτάρισε η καρδιά μου 
μη δεν έρθεις, γλυκέ μου Αφέντη, απόψε.

Άρχοντας: Να μην έρθω; Αρνιέται ο στρατοκόπος, 
στη λαύρα του μεσημεριού, να σκύψει 
σε δροσερή πηγή να ξεδιψάσει;
Στο δρόμο μου το λιοδαρμένο εστάθης 
το γάργαρο νεράκι, που θωρούμε 
ξάφνου από απόσκιο μέρος ν’ αναβρύζει.

Κόρη: Σα μου μιλάς, οι φόβοι πώς μου φεύγουν·
και πια δε θέλω, μόνο να σε νοιώθω 
εδώ σιμά μου, στην καρδιά μου απάνου!

Άρχοντας: Το λόγο πες που λαχταρώ ν’ ακούσω. 

Κόρη: Πώς σ’ αγαπώ!

Άρχοντας: Γλυκειά μου, αχ πες το πάλι! 
Πλατιά ανοιχτά φτερά στο λογισμό μου 
δίνεις και μ' ανεβάζεις και μου τάζεις 
το θάνατο σαν άφραστη αναγάλια.

Κόρη: Το θάνατο! Τι θέλει ανάμεσά μας;

Άρχοντας: Τέτοια χαρά βρίσκω σιμά σου, φως μου, 
που ακόμα και στον Άδη αν μ’ οδηγήσει 
το χέρι σου, πασίχαρος θα πάω.

Κόρη: Πώς άλλαξεν η γης κι ο κόσμος όλος, 
απ’ τη στιγμή που η ταπεινή μου νιότη 
έτσι γλυκά ανθοβόλησε, σα ρόδο, 
στο μυστικό τον ερχομό σου, Μάη!

Άρχοντας: Λες ρόδο πως ανθείς και δε φοβάσαι 
μην ξαφνική μια ανεμική περάσει;

Κόρη: Έγώ ’ρθα για τον ήλιο· άλλο δεν είχεν 
η ζήση μου σκοπό, γλυκέ μου Αφέντη.
Ήρθα γι' αυτόν μονάχα κ’ η χαρά μου
εστάθη μια στιγμή το γλυκό φως του
στην ταπεινήν εμέ να σταματήσει.
Μοίρα ποιαν αξιότερη μπορούσα
να πεθυμήσω εγώ, το άγνωρο πλάσμα;
Κι ήρθες! Κι είμαι από τότε βυθισμένη 
σε νέο λαμπερότατο έναν κόσμο 
που από παντού τον πλημμυράει, σαν κύμα, 
θεϊκός αχός, που πρώτη φορά ακούω.
Κι είναι τόσο χαρούμενη η καρδιά μου, 
που γίνομαι ένα με τα πεταλούδια, 
τα δέντρα, τα λουλούδια, τα μελίσσια, 
κι ακόμα με το πιο φτωχό χορτάρι, 
που ανάμεσα στις πέτρες πρασινίζει.

Άρχοντας: Έγνοια καμιά στα φωτερά σου μάτια 
τον ίσκιο της γιατί να μην απλώνει;

Κόρη: Σα λείπεις, ναι, πολλές φορές δειλιάζω 
κι άλλες βαρύ παράπονο με παίρνει.
Μα σα φανείς, πώς όλα γαληνεύουν 
και νοιώθω την ανάπαψην εκείνη 
που νοιώθουμε, σα λάχει να βρεθούμε 
σε τόπο σκοτεινόν, όπου τα βύθη 
κυκλώνουν τ’ αξεδιάλυτα της νύχτας,
και μεις, με την καρδιάν αγγουσεμένη, 
ψάχνουμε δώθε κείθε, στη μαυρίλα 
ασάλευτα στηλώνοντας τα μάτια.
Και ξάφνου φως μάς πλημμυράει μεγάλο 
κι ω λύτρωση! σε ανθόσκεπο περβόλι 
βρισκόμαστε, που όλα γαληνεμένα, 
φουκράζουνται, θαρρείς, το θρο του ανέμου, 
το γάργαρο νερό και τα πουλάκια, 
που βιαστικά φτεροκοπούν στα κλώνια.

Άρχοντας: Κι αν ώρα έρθει που μάταια θα προσμένεις
το φως;

Κόρη: Να χωριστούμε μήπως πρέπει;

Άρχοντας: Κι αν είναι αυτό; 

Κόρη: Θα κάμω όπως εκείνη 
που ρήγα σαν εσένα είχε αγαπήσει.

Άρχοντας: Λέγε μου, αν θες, σαν τι έκαμεν εκείνη 
που ρήγα σαν εμένα είχε αγαπήσει.

Κόρη: Της είχε πει: — Θα ’ρθω τον άλλο χρόνο.
— Ατέλειωτος καιρός πώς να περάσει! 
η κόρη λέει. Κι αυτός:— Στον αργαλειό σου, 
θα φαίνεις θα ξυφαίνεις τα προικιά σου 
και κάποτε θ’ ανοίγεις το πυξίδι, 
αυτό, που ιστορισμένη θα σου δείχνει 
την όψη μου· και τα μαργαριτάρια 
τούτα σπειρί-σπειρί θα μπελονιάζεις 
σ’ ολόχρυση κλωνιά, την αθυμιά σου 
ν’ αποξεχνάς. Κι ως είπεν, έτσι η κόρη
ολάκαιρο ένα χρόνο, βυθισμένη 
στη θύμησή του απ’ το πρωί ως το βράδυ,
πότε ύφαινε και πότε το πυξίδι 
κρυφάνοιγε και μυστικά αχνογέλαε 
και πότε στα χλωμά μαργαριτάρια 
μ’ αραθυμιά τα δάχτυλα εβυθούσε.
Μα όταν ο χρόνος πέρασεν ο πρώτος 
και διάβηκε κι ο δεύτερος κι ο τρίτος 
κι άλλοι πολλοί και κείνος δεν εφάνη, 
η κόρη μια νυχτιά σιγά πηγαίνει 
κι όλα στη λίμνη τα μαργαριτάρια 
σκορπά, κ’ ευτύς μαζί και το πυξίδι, 
που ’χεν ιστορισμένη τη θωριά του,
Κ’ ύστερα πάει αργά στον πύργο μέσα 
και κάνει αρχή σπουδαχτικά να υφαίνει
τα σάβανά της.

Άρχοντας: Φως χαριτωμένο,
χεράκι αγγελικόν, από το κρίμα 
πώς έτσι ξαφνικά, δίχως να νοιώσω, 
στου λυτρωμού με οδήγησες τη στράτα!
Μαλλάκια μου απαλά, γλυκό μου θώρι, 
Χρυσό πουλί που στον κελαδισμό του
πρώτη βολά νογήθηκα τον ένα, 
το μοναχό σκοπό της πλάσης όλης! 

Κόρη: Πάντα του χωρισμού την πικρήν ώρα 
περίμενα να φτάσει, μα και πάντα 
τη λόγιαζα πολύ μακριά μου ακόμα ... 

(η νένα έρχεται τρομαγμένη).

Νένα: Παιδί μου, ο αδελφός σου! Να ’τον φτάνει! 

(ο Άρχοντας σαν αστραπή φεύγει, δίχως να τον δει ο Μαυριανός).


Γιώργος Κόρδης, Ερωτόκριτος και Αρετούσα, 2003
__________________________

«Στης εντροπής και στου θανάτου ομάδι τον εγκρεμό πηγαίνομε»

Στην τέταρτη σκηνή, ο Μαυριανός εμφανίζεται ξαφνικά στον κήπο του πύργου, με σκοπό να πάρει το σπαθί του, αναρωτιέται γιατί η αδελφή του βρίσκεται μόνη της έξω τη νύχτα, αλλά δεν μένει ικανοποιημένος από τις εξηγήσεις της. Μάλλον σίγουρος ότι η αδελφή του τού είπε ψέματα, φεύγει εσπευσμένα, χωρίς να την ακούσει, όταν εκείνη τον φωνάζει για να του εξομολογηθεί την αλήθεια.

Μαυριανός: Του Μαυριανού την αδερφή ποιος λόγος 
την έκαμε μονάχη, μες στη νύχτα,
να ξαγρυπνά;

Νένα: Δεν είναι μόνη, αφέντη.

Μαυριανός: Από την ίδια απόκριση ανημένω,
Νένα.

Κόρη: Λίγη δροσιά βγήκα να πάρω.
Και πέρασεν η ώρα· άθέλητά μου 
η ξάστερη νυχτιά με κράτησε όξω.

Μαυριανός: Η αδερφή του Μαυριανού δε λέει 
ποτές το λόγο αυτόν: Αθέλητά μου. 
Πάντα, πριχού την πράξη αποφασίσει, 
με γνώση τη μετράει και τη ζυγιάζει 
και πάντα κάνει κείνο πουν’ άξιο της.
Πώς εγινόταν έτσι, ίσα με τώρα 
το πίστευα, και θέλω δικαιωμένος 
αν βγήκα να μου πεις, ή, αν μες στη χώρα 
αυτή μου η μπιστοσύνη μέλλεταί μου 
περίγελο και μπαίγνιο να με κάμει.

Κόρη: Έτοιμη θα με βρεις το φταίξιμό μου
να μολογήσω. Όσο βαρειά κι αν είναι 
η παιδομή, την κεφαλή μου κλίνω 
και προσκυνώ το χέρι που τη δίνει.

Μαυριανός: Πόσες φορές ως τώρα αθέλητά σου
η νύχτα σε ξεγέλασε, αδερφή μου;

Κόρη: Πολλές φορές.

Μαυριανός: Κι αν λάχαινε να φτάσω
καμιά απ’ αυτές θα σ’ εύρισκα να λείπεις;

Κόρη: Ναι

Μαυριανός: Κι όμως δες, καμιά φορά δεν ήρθα·
είναι γιατί δεν πέρασε απ’ το νου μου.
Κι απόψε δε θα ’ρχόμουν, αν δεν ήταν 
να πάρω το σπαθί μου κι αν αιφνίδια 
η λαχτάρα δε μου γιόμιζε τα στήθια 
ν’ ανέβω να σε δώ στη λευκή κλίνη 
κοιμάμενη, δίχως καμιά φροντίδα 
το αγνότατό σου μέτωπο να ισκιώνει.

Κόρη: Είπες για το σπαθί σου, πως ερχόσουν ... 
στη νύχτα ποια αφορμή να το γυρεύεις;

Μαυριανός: Στην αρετή και στην τιμή γυναίκας 
βλεπάτορα, αν η μοίρα σου σε βάλει, 
ζωσμένος το σπαθί σου πάντα να ’σαι.
Αυτό μονάχα δύνεται ένα τέλος 
άξιο να δίνει. Είτε βαριά χτυπώντας 
την ίδιαν· είτε αυτόν, που ’χε τολμήσει 
ένοχο μάτι απάνω της ν’ ασκώσει.

Κόρη: Πρώτα ν’ ανέβεις έπρεπεν ωστόσο 
να δεις την αδερφή σου, αν εκοιμόταν, 
κ’ έπειτα να ζητήσεις το σπαθί σου. 
Θα ’ταν ησυχασμένη έτσι η καρδιά μου,
ενώ κρυφές λαχτάρες χίλιες τώρα,
για κάτι που σιωπάς, την τριγυρίζουν.
Στη νύχτα ποια αφορμή να το γυρέψεις 
και πριν, πως αγρυπνούσα να γνωρίσεις;

Μαυριανός: Σε χαροκόπι επήγαινα και θάρρουν, 
πως στης τιμής το σιδερένιο αλώνι 
σαν πάντοτε απ’ τη θήκη τιμημένο 
θα το ’βγαζα, το δίκιο να μου δώσει.
Μα συ, αδερφή, με γέλασες και τώρα 
στης εντροπής και στου θανάτου ομάδι 
τον εγκρεμό πηγαίνομε.

Κόρη: Αδερφέ μου!

(ακούγεται βούκινο)

Μαυριανός: Εγώ μισεύω, μ’ άγρυπνη διατάσσω 
το γυρισμό μου εδώ να περιμένεις.
Γοργά θα μάθεις ποια αφορμή μού εστάθη, 
κείνο που πρώτα ανάγκη ’ταν να γίνει, 
καθώς σωστά μου το ’πες, τελευταίο 
το ’καμα εγώ!

(ακούγεται πάλι βούκινο)

Κόρη: Να σου μιλήσω στάσου.

Μαυριανός: Το δρόμο μη μου κλεις.... (φεύγει)

Νένα: Αλί στη μαύρη!
Τι μου ’μελλε πριχού τα μάτια κλείσω!
Ω Θε μου δικαιοκρίτη, ελέησέ με
και δώσε, Λυτρωτή, να μην προφτάξω
στο φριχτόν έργο να ’μαι παραστάτης.


Juliet and Nurse, Illustrator: H. C. Selous, Engraver: Unknown 
_____________

«Όλη σ’ αυτόν είχα δοθεί κι ακόμα ο ίσκιος του δε σβύστη απ’ την αυλή μας!»

Στην πέμπτη και τελευταία σκηνή, το βούκινο καλεί το ρηγόπουλο ν' αντιμετωπίσει μπροστά στο συγκεντρωμένο αρχοντολόι, το Μαυριανό, που δε βλέπει την ώρα να μάθει αν έχει τίμια αδερφή. Μα ο ερωτευμένος Άρχοντας, λυτρωμένος από τη ματαιοδοξία και νικημένος από το βαθύ αίσθημα που του ενέπνευσε η κόρη, αρνιέται να την εκθέσει· εγκωμιάζει την αρετή της και παραδέχεται πως νικήθηκε, χωρίς να λογαριάζει πως τίμημα για τον ηττημένο σ' αυτό το παιχνίδι είναι ο θάνατος. 

Μόλις όμως ο Μαυριανός ακούσει τα επαινετικά λόγια του Άρχοντα, του πετά το μαχαίρι κατάστηθα και τον σκοτώνει. Αν και η συγγραφέας αφήνει στο σκοτάδι τα κίνητρα του Μαυριανού, μπορεί κανείς εύλογα να σκεφτεί ότι πήγε στη συνάντηση αποφασισμένος να σκοτώσει τον Άρχοντα, είτε κέρδιζε είτε έχανε το στοίχημα: αν αποτύχαινε, η κόρη θα διατηρούσε την τιμή της και, σύμφωνα πάντα με τους όρους του στοιχήματος, ο Μαυριανός θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Εάν πάλι πετύχαινε και η κόρη ενέδιδε στον έρωτά του, όπερ και εγένετο, ο αδελφός θα μπορούσε να εκδικηθεί τη χαμένη τιμή της αδελφής. 

Είτε η τιμή της αδελφής ήταν απλά το πρόσχημα για να ικανοποιήσει ο Μαυριανός τις πολιτικές του φιλοδοξίες, είτε πραγματικά ένιωσε τόσο ατιμασμένος που απαίτησε και κέρδισε το δίκιο του με το σπαθί, ο Μαυριανός της Καζαντζάκη θυμίζει έντονα τον Αίμο του Ποριώτη.
Το έργο κλείνει με θρήνο, όπως και η «Ροδόπη»· η κόρη που γεύτηκε τη χαρά της αγάπης, αγκαλιάζει παράφορα και θρηνεί εκείνον που λίγο πριν κρατούσε αγκαλιά κι ο ίσκιος του μένει ακόμα ζωντανός στην αυλή της.


(Οι Άρχοντες κάθουνται πάλι σα στην πρώτη σκηνή
γύρα στο τραπέζι, όπου φτάνει σκυθρωπός
και σκοτεινός ο Μαυριανός). 

Μαυριανός: Μη χάνουμε καιρό. Βιάζομαι, Άφέντη. 
Πες μου το ευτύς, και δίχως πολλά λόγια, 
την αδερφή μου αν γνώρισες. Ναι ή όχι! 

Άρχοντας: Μαυριανέ κι άρχοντες όλοι, ακούστε. 
Μονάχα μια γυναίκα τιμημένη 
απάντησα· κι αυτή ’ναι η αδερφή Σου!

Μαυριανός: (πετώντας άγριος το μαχαίρι του στον άρχοντα, 
που τον βρίσκει κατάστηθα).

Να μην καυκιέσαι απόκοτα, Άρχοντά μου, 
γιατί δεν πρέπει!

(φωνάζει θριαμβευτικά)

Έλα, αδερφή, να μάθεις 
πώς τιμωράει ο Μαυριανός εκείνους
όπου τολμούν την υψηλή αρετή σου 
στης δοκιμής να βάζουνε τα ζύγια!

Κόρη: (έρχεται και μόλις βλέπει, 
αγκαλιάζει με μοιρολόι τον πεθαμένον Άρχοντα).

Αλί μου, αγαπημένε μου, το χέρι
πώς έτσι ξαφνικά, απ’ την αγκαλιά μου 
σε πήρε τ’ αδερφού μου; Το φιλί σου
ακόμη, οϊμέ, στα χείλη μου ζεστό ’ναι 
και τα δικά σου πάγωσαν, καλέ μου.

(στο Μαυριανό)

Εγώ τον αγαπούσα, αλίμονό μου! 
όλη σ’ αυτόν είχα δοθεί κι ακόμα 
ο ίσκιος του δε σβύστη απ’ την αυλή μας!

ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ Ο ΜΑΥΡΙΑΝΟΣ Κ' Η ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ, 
ΑΘΗΝΑ 1919 (Από Βιβλιοθήκη Γιάννη Βλαχογιάννη)

(Αποσπάσματα από την ψηφιοποιημένη μορφή του έργου, 
που βρίσκεται  στη Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου).


Lancaster angel, East Sheen Cemetery © Jeane Trend-Hill
________________

«Ό,τι είπαμεν στην άψη του θυμού και στο μεθύσι για πάντα ας ξεχαστεί...»

«Ο άρχοντας Μαυριανός και η αδερφή του» εκδόθηκε ξανά το 1959, με κάποιες διαφορές - δευτερεύουσες ως την τέταρτη σκηνή - και με ευτυχή αυτή τη φορά κατάληξη. Ο Μαυριανός, που στην πρώτη δραματοποίηση ήταν η μόνη επιβίωση του ανατολίτικου πρωτογονισμού, αφού ακούσει την ομολογία του Άρχοντα, του ζητάει να τα ξεχάσουν όλα και να φιλιώσουν και ο ίδιος δέχεται να του δώσει την αδελφή του για γυναίκα του. «Όλα τώρα είναι πολιτισμένα τα ήθη μέρεψαν, γέμισαν ποίηση κι αρχοντιά.» Το έργο κλείνει με μία «παράβαση». Η συγγραφέας επινοεί ένα πρόσωπο, που το ονομάζει «ποιητή», για να εκφωνήσει όσα η ίδια θα ήθελε πιθανότατα να πει εν είδει επιλόγου.

Αυτό που κομίζει στην τέχνη και στον κόσμο μας η Γαλάτεια Καζαντζάκη με το έργο της, είτε στην πρώτη τραγική του έκβαση, είτε στην δεύτερη  αναθεωρημένη, είναι η αλήθεια του Έρωτα. Αυτός «ζυγίζεται» εν τέλει, όχι η τιμή της κόρης, κι αφού δεν είναι ψεύτικος κι απατηλός, βρίσκεται ισόβαρος με τη ζωή. Ο Άρχοντας πεθαίνει από το χέρι του Μαυριανού, έτοιμος να πληρώσει το τίμημα του έρωτά του: αγάπησε, έχασε το στοίχημα, χάνει τη ζωή του.

Αρκετά χρόνια μετά, ωριμότερη και με κατασταλαγμένο το πάθος της πρώτης νιότης, που αρέσκεται στα ερωτικά δράματα, η Γαλάτεια Καζαντζάκη προκρίνει τη φιλία και την κατανόηση, στη θέση της έχθρας και της εκδίκησης. Τιμώντας την κρητική της φλέβα, θυμίζει παραστατικά και παραμυθητικά τα λόγια του Ποιητή στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου:

«... Η όχθριτα κ' η όργιτα ς' σπλάχνος πολύ γυρίζει.»

Ο Άρχοντας κι Μαυριανός δίνουν τα χέρια κι όλα τελειώνουν με λαγούτα και βιολιά, κατά πως προστάζει ο τρόπος ο κρητικός. Ο Ερωτας ζυγίστηκε, δοκιμάστηκε κι αποδείχτηκε νικητής. 

«για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα πάθη
το Ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.»


Μαυριανός: Μη χάνουμε καιρό, βιάζομαι, αφέντη, 
πόρνης αν ήμουν αδερφός να μάθω.

Άρχοντας: Αν ήταν η αρετή να στεφανώσει
με το ίδιο της το χέρι μια γυναίκα, 
τα ολόχρυσα μαλλιά της αδερφής σου
θα λάμπρυνε το ατίμητο στολίδι.

Μαυριανός: Άλλη απ' αυτήν δεν πρόσμενα ν' ακούσω, 
αφέντη, απόκριση στο στοίχημά μας,

Άρχοντας: Κι εμέ της πλερωμής έφτασε η ώρα.

Μαυριανός: Όπως τα νυχτοπούλια δεν αντέχουν
το φως της μέρας, όμοια και το μίσος 
γοργομισεύει απ' την καρδιά τ' ανθρώπου
όντας χαρά, την πλημμυράει πραότη. 
Βόγκοι και μοιρολόγια δεν ταιριάζουν 
σ' έτοια νυχτιά, πάρεξ φιλιάς κι αντρείας 
τραγούδια, από καιρό παρατημένα. 
Ό,τι είπαμεν, αφέντη, ο εις στον άλλο 
στην άψη του θυμού και στο μεθύσι 
για πάντα ας ξεχαστεί...

Άρχοντας: Ψυχή γενναία
του Μαυριανού, σε ξαναβρίσκω πάλι.

(Αγκαλιάζονται.)

Α΄ Αρχοντόπουλο: Ποιο βάρος απ' τα στήθια μας ασκώθη!

Β΄ Αρχοντόπουλο:Τ' ανθρώπινα τι γρήγορα π' αλλάζουν!

Γ΄ Αρχοντόπουλο: Ας έρθουν τα βιολιά και τα λαγούτα.

Άρχοντας: Και τώρα, Μαυριανέ, που σαν τα γνέφη
σκορπίστηκεν η όργητα κι η αμάχη 
και ξάστερη σαν πρώτα είν' η φιλιά μας, 
άκου την παρακάλεσή μου ετούτη
Ταίρι ακριβό μου δέξου το να γίνει
εκείνη που στολή 'ναι του σπιτιού σου 
και της καρδιάς σου τρυφερή φροντίδα.

Μαυριανός: Μετά χαράς, αφέντη κι αδερφέ μου.

(Τα όργανα παίζουν, τα παλικάρια πίνουν κρασί... 
κι έρχεται ο ποιητής ενώ κλείνει η αυλαία.)

Ποιητής: Να πούμε και όλα τ' άλλα όσ' ακολουθήσαν
δεν κάνει· τι περίσσια χάρη δίνει
πάσα ένας να συνθέτει με τον τρόπο
τον εδικό του, το χαριτωμένο, 
της ιστορίας που 'παμε το τέλος.


Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, εικονογράφηση Oxana Chaus, 
εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2000
___________________

«Το Παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας» του Γιώργου Θεοτοκά

Από το τραγούδι του «Μαυριανού και της Αδερφής του» πήρε τη σπίθα και ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905 -1966), γνωστός και καθιερωμένος στα ελληνικά γράμματα ως μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεωρητικός υποστηρικτής της περιβόητης γενιάς του '30 — στην οποία άλλωστε αυτός έδωσε το προσωνύμιο— αλλά όχι τόσο ως δραματουργός. 

Στα χρόνια της Κατοχής, ο Θεοτοκάς  στρέφεται  προς το λαϊκό πολιτισμό και το θέατρο, σε μια προσπάθεια να γνωρίσει καλύτερα τα ανθρώπινα σύνολα, τα ελατήρια που τα κινούν και την προοπτική τους μέσα στην ιστορία. Ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του πρώτου από τους δύο συγκεντρωτικούς τόμους με τα θεατρικά του έργα, που εξέδωσε  η «Εστία» το 1965: 

«... στράφηκα τότε κι εγώ στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, των λαϊκών παραδόσεων, του Μακρυγιάννη και άλλων πηγών... . Ταυτόχρονα, και δίχως καθόλου να το επιδιώξω, μου ήρθε η διάθεση να γράψω θέατρο. [...] Οι κωμωδίες [...] εκφράζουν και μια διάθεση φυγής, από τη φρικτή πραγματικότητα των χρόνων εκείνων, προς έναν κόσμο λεύτερης φαντασίας και χαρούμενου παιχνιδιού. Οι κωμωδίες αυτές είναι ό,τι πιο αυθόρμητο, πιο εύκολο, πιο άκοπο έχω γράψει στη ζωή μου. [...] θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια συμβολή για τη δημιουργία ενός ιδιότυπου νεοελληνικού λαϊκού θεάτρου με εθνικό χαρακτήρα και με επαφή με την πνευματικότητα των λαϊκών μαζών [...] τα έργα αυτά προέρχονται άμεσα από λαϊκές πηγές (τραγούδια, παραδόσεις, θρύλους φανταστικούς και θρύλους ιστορικούς, συλλογικές, μυθοποιημένες αναμνήσεις κτλ.). Όμως δε σταματούν στην αρχική λαϊκότητα ούτε προσπαθούν να τη μιμηθούν [...] το θέατρο αυτό ζυμώνεται με την όποια πνευματική καλλιέργεια του συγγραφέα και με την εμπειρία του της σύγχρονης τέχνης».

Αφήνοντας τη φαντασία του να δουλέψει ελεύθερα, ο Θεοτοκάς έπλασε «Το Παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας», μια «μικρή και εύθυμη ιστορία, ελληνική παραλλαγή στο μύθο του Δον Ζουάν», όπως την ονομάζει ο ίδιος στο «Σημείωμα του συγγραφέα», δημοσιευμένο στο πρόγραμμα της παράστασης. 

Ο κεντρικός ήρωας δεν είναι εδώ ένας ανώνυμος Βασιλιάς των λαϊκών θρύλων και των τραγουδιών, «μα ο περιώνυμος Κυρ Αντρόνικος, ο διασημότερος Δον Ζουάν του μεσαιωνικού Ελληνισμού», γνωστός για το ωραίο παράστημα, την ευγλωττία του και την ικανότητά του να «μπολιάζει» τις γυναίκες με τη σωστή τέχνη της αγάπης. Ένας θρύλος που ζει ακόμα στο Προσφόρι - την σημερινή Ουρανούπολη - της Χαλκιδικής, τον παρουσιάζει για λίγο καιρό έγκλειστο στον Πύργο που σώζεται εκεί, τόσο για λόγους πολιτικούς όσο και για τα σκάνδαλά του. Αλλά κι εκεί, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ανδρόνικος μηχανευόταν τρόπους για να ασκεί την τέχνη του.

Η δράση του έργου τοποθετείται στην εποχή των Κομνηνών, σε βυζαντινό σκηνικό και ο δραματουργικός ιστός υφαίνεται σταδιακά γύρω από τη σχέση του βασιλιά Ανδρόνικου, εκπρόσωπου του κόμματος της Τρέλας, και του επικείμενου ερωτικού του θύματος, της Αρετής, αδελφής του Μαυριανού, ο οποίος εκπροσωπεί την παραδοσιακή ηθική, το κόμμα της Φρονιμάδας.

Το θεατρικό έργο, «που γράφηκε μέσα σε λίγες μέρες» το 1944, πρωτοπαίχτηκε στις 11 Ιουνίου 1947, στην Αθήνα, στο θέατρο «Μακέδο» από το θίασο «Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου» με διευθυντή τον Τζαβαλά Καρούσο, σε σκηνοθεσία του Σωκράτη Καραντινού και σκηνογραφία του Σπύρου Βασιλείου.



«Αν την πλανέσω, χάνεις το κεφάλι σου, αν αποτύχω, χάνω την κορόνα μου»

Η πρώτη από τις τέσσερις πράξεις, εκτυλίσσεται στη βασιλική αίθουσα του Αντρόνικου, όπου συμποσιάζεται ο βασιλιάς, «ντυμένος στα κόκκινα και φαντασμένος σαν παγόνι», με άλλους άρχοντες. Η ατμόσφαιρα είναι «ελαφριά» και χαρούμενη, το τραπέζι γεμάτο κρασί, οι συνδαιτυμόνες όλο κέφι και το θέμα της κουβέντας περιστρέφεται με ειρωνικά σχόλια και πονηρές νύξεις γύρω από τα ερωτικά κατορθώματα του Κυρ Αντρόνικου: «κορίτσια απ’ όλα τα έθνη και τα θρησκέματα που ξεπαρθένεψε στο πέρασμά του, παντρεμένες, χωρισμένες και χήρες, κάθε νόστιμο θηλυκό – όχι δα και σώνει καμιά καλλονή, ίσα ίσα να τρώγεται – όλες τις «μπολιάζει με την πρεπούμενη τέχνη», «μερώνουνε» κι από «στριφνές, στυφές, ξινές, πικρές, γίνονται άνθρωποι κι όλα τα βρίσκουν εντάξει».

Οι επιτυχίες του βασιλιά είναι το καμάρι όλου του παλατιού κι ο βασιλιάς ενσαρκώνει και πραγματοποιεί τα κρυφά όνειρα και τα πρότυπα «ανδρικής» συμπεριφοράς όλων όσοι τον περιστοιχίζουν. Αυτή είναι η μία πλευρά της ζωής: η εύθυμη, η ζωντανή, η αισθησιακή, η κυριαρχούμενη από το κυνήγι της ηδονής. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η οποία δεν αργεί να εμφανιστεί στο πρόσωπο της αντιπολίτευσης· ο Μαυριανός και ο Κωσταντής, οι δυο ηγέτες του Κόμματος της Φρονιμάδας, σκυθρωποί, δύσθυμοι, άκαμπτοι και σοβαροφανείς μέσα στα σκούρα τους ρούχα, «έχουν τα μπαούλα τους γεμάτα αρχές, βεβαιότητες, διδάγματα και συστήματα» κι έρχονται ως υποστηρικτές της ηθικής τάξης και αμφισβητίες της ακαταμάχητης γοητείας του βασιλιά. 

Στην αντιπαράθεση του Βασιλιά με τον Μαυριανό, έπαινοι και προκλήσεις διατυπώνονται από τα δευτερεύοντα πρόσωπα, σύμφωνα με τα σχέδια της κωμωδίας, στην οποία η ύβρις δύσκολα βρίσκει θέση. Ο Δούκας και οι άρχοντες εξαίρουν την ακατάβλητη γοητεία του ηγέτη τους, ενώ ο Κωνσταντής είναι αυτός που διατρανώνει περήφανα την ηθική ανωτερότητα της Αρετής. 

Αν και ο βασιλιάς, χωρίς ν’ αρνείται την επιρροή του στις γυναίκες, καθησυχάζει αρχικά το Μαυριανό και υπόσχεται ότι δεν έχει σκοπό να επιβουλευτεί την υπόληψη της αδελφής του, γρήγορα και με τα υπόλοιπα πρόσωπα να συνδαυλίζουν εκατέρωθεν τη σύγκρουση, υπερισχύει ο ανδρικός εγωισμός και τίθεται το στοίχημα: ο βασιλιάς μεταμφιεσμένος θα προσπαθήσει να αποπλανήσει την ίδια κιόλας νύχτα την Αρετή. Αν τα καταφέρει, πεθαίνει ο Μαυριανός· αν δεν τα καταφέρει χάνει τη βασιλική του εξουσία. Το στοίχημα επικυρώνεται από τους συγκλητικούς και ο Κωσταντής εκφράζει την πολιτική του σκοπιμότητα: ακόμα και αν ενδώσει η Αρετή και χάσει ο Μαυριανός το στοίχημα, μαζί και τη ζωή του, το Κόμμα της Φρονιμάδας θα έχει κερδίσει έναν ήρωα, στο πρόσωπο του οποίου θα έχει δικαιωθεί ο αγώνας των οπαδών του.

Από παράσταση του έργου που ανέβηκε το 1997- 1998 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαπά.
_____________

Μαυριανός: Ολβιότατε Δέσποτα, δεν είναι δουλειά μου να σου μάθω το χρέος σου απέναντι στο Κράτος σου και στους λαούς που κυβερνάς. Όμως ορισμένα λόγια που ειπωθήκανε σ’ αυτό το τραπέζι, και που δεν τα πρόσεξες ώστε να τ’ αναιρέσεις, με αναγκάζουνε, μ’ όλον το σεβασμό που χρωστώ στην έγκριτη συντροφιά, να κάμω μια παρατήρηση για λόγους ηθικής τάξης. Ειπώθηκε πρωτύτερα πως δεν υπάρχει στην Αυτοκρατορία γυναίκα ή κόρη που να σου αντισταθεί αν τυχόν σου έρθει η διάθεση να την πλανέσεις. Έτσι μου φάνηκε πως άκουσα. Ή μήπως κάνω λάθος;

Δούκας: Όχι άρχοντά μου, δεν κάνεις λάθος. Εγώ τον είπα αυτόν το λόγο, πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, και τον ξαναλέω αν δεν τον πρόσεξες. Τον ξαναλέω.

Μαυριανός: Δέσποτα πανυπέρτατε, οι αρχές μου με προστάζουνε ν’ αντικρούσω δημόσια αυτή την άποψη, γιατί κατέχω, με απόλυτη βεβαιότητα, πως υπάρχει στα μέρη μας μια τουλάχιστο γυναίκα που δε δύνεται να την πλανέσει κανείς. Λέω κανείς! ...Είναι η αδερφή μου η Αρετή.

Άρχοντες: Η αδερφή του η Αρετή! Ποιος την ξέρει; Ποιος την είδε την αδερφή του την Αρετή;

Κωνσταντής: Εγώ την ξέρω. Την είδα. Μίλησα μαζί της.

Άρχοντες: Λοιπόν; Λοιπόν;

Κωνσταντής: Λοιπόν υποστηρίζω ανεπιφύλαχτα τη γνώμη του άρχοντα Μαυριανού. Όλη η ζωή της αδερφής του Αρετής δικαιώνει περίτρανα τ’ όνομά της. Η ψυχική και πνευματική της ανωτερότητα είναι ανυπέρβλητη. Η αγνότητά της ακατάλυτη σαν τα Τείχη της βασιλεύουσας. Περνά τον καιρό της στον πύργο της και στους κρεμαστούς της κήπους, στους όχτους του Βοσπόρου, τριγυρισμένη από τις γυναίκες της ακολουθίας της κι από ασπρομάλληδες δασκάλους, που σταλάζουνε στη σκέψη της τα νάματα της σοφίας των αιώνων. Το μόνο πάθος της είναι η μελέτη. Έχει διδαχτεί ρητορική, φιλοσοφία, θεολογία...Ξέρει απ’ έξω πολλά στοιχεία του Ομήρου, χορικά απ’ όλους τους τραγικούς, λόγους του Δημοσθένη και του Κικέρωνα. Όσο για το ζήτημα του γάμου, δήλωσε στον άδερφό της πως τον αφήνει να το κανονίσει κατά την κρίση του· αυτή θ’ ακολουθήσει με κλειστά μάτια τις συμβουλές του. Φρονώ λοιπόν κι εγώ πως τέτοια κόρη αποκλείεται απόλυτα να πέσει σε αμάρτημα της σαρκός. 

Αντρόνικος: ...Άρχοντά μου Μαυριανέ, συζητούμε ζήτημα ανύπαρχτο. Κανείς δεν επιβουλεύεται την ησυχία και την υπόληψη της αδερφής σου.

Μαυριανός: Δεν είναι αυτό το ζήτημα, Δέσποτα περιφανέστατε. Ειπώθηκε πριν πως μπορείς, όποτε θες, να πλανέσεις κάθε γυναίκα του τόπου μας. Κι εγώ αποκρίνουμαι πως την αδερφή μου δεν είναι ικανός να την πλανέσει κανείς.

Δούκας: Μα αυτό είναι πρόκληση! Ήμαρτον, Παναγία μου! Καλέ, είναι πρόκληση!

Αντρόνικος: Σώπα, Δούκα της Παροναξίας! Άρχοντα Μαυριανέ, δε μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάς στο τραπέζι μου. Μα αφού επιμένεις σ’ αυτό το θέμα, θα σου αποκριθώ κι εγώ ξεκάθαρα. Ανάμεσα σε άντρες η σεμνότητα περισσεύει. Δεν αντάμωσα ακόμα τη γυναίκα που θα μου πει το όχι, είτε παρουσιάστηκα σα Βασιλιάς, είτε σαν αξιωματικός του Παλατιού, είτε σα λυράρης, σαν πραματευτής, σαν ξένος ταξιδιώτης ή με άλλο μασκάρεμα. Ωστόσο την αδερφή σου δεν την ξέρω και, για να κλείσει η συζήτηση, σου τάζω να μην περάσω ποτές έξω από τον πύργο της.

Μαυριανός: Σ’ ευχαριστώ, μεγαλόδοξε Δέσποτα, για τούτην τη γενναιοδωρία που μου δείχνεις, ωστόσο, και μη προς κακοφανισμό σου, εγώ λέω κι υποστηρίζω πως και να περάσεις και να μην περάσεις το ίδιο κάνει.

Δούκας: Μα δε σας τα ’λεγα, καλέ, πως είναι πρόκληση;

Αντρόνικος: Άρχοντα, πρόσεχε τα λόγια σου γιατί μπορεί και να τα πάρω στα σοβαρά.

Μαυριανός: Να τα πάρεις, περίβλεφτε Δέσποτα· σου το ζητώ. Τι μπορεί να υπάρχει για μένα σοβαρότερο στον κόσμο από τις αρχές που πρεσβεύω κι από τ’ όνομα της αδερφής μου;

Αντρόνικος: Άρχοντα, μας κούρασες με την αδερφή σου.

Μαυριανός: Εμένα δε με κουράζει, κοσμοπόθητε Δέσποτα, να σηκώνω την τιμή μου μαζί με της αδερφής μου την τιμή.

Αντρόνικος: Α! μα μου φαίνεται πως το παραξύλωσες! Και τι θα πεις, ήθελα να ’ξερα, αν την πλανέσω απόψε τα μεσάνυχτα την αδερφή σου;

Άρχοντες: Αν την πλανέσει; Αν την πλανέσει την αδερφή σου;

Δούκας: Λέγε λοιπόν! Αν την πλανέσει απόψε τα μεσάνυχτα;

Μαυριανός: Αν την πλανέσεις; Την αδερφή μου είπες πως θα πλανέσεις, Δέσποτα θεοβλόγητε;

Αντρόνικος: Τα είπα. Αν την πλανέσω πώς θα σου φανεί; Και μάλιστα δίχως καθόλου να φανερώσω τη βασιλική μου ιδιότητα, για να μη βρεθεί κανείς από το κόμμα σου και πει πως μεταχειρίστηκα το αξίωμά μου για να τρομάξω ένα αδύναμο πλάσμα.

Μαυριανός: Αν την πλανέσεις, Βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι!

Αντρόνικος: Ακούτε, άρχοντες; Φταίω εγώ, πέστε μου παρακαλώ, αν του πάρω το κεφάλι αύριο το πρωί; Θα φωνάζετε πάλι πως είμαι ζόρικος κι ανάποδος, πως με κυβερνούν άλογα πάθη και τα παρόμοια;

Άρχοντες: Όχι! Όχι! Δε θα πούμε τίποτα! Να του το πάρεις!

Κωνσταντής: (Ιδιαίτερα στο Μαυριανό): Μα αν δεν την πλανέσει, ρώτα τον τι στοίχημα θα χάσει. Χρειάζεται αμοιβαιότητα. Κι είναι μια ευκαιρία.

Μαυριανός: Μα αν δεν την πλανέσεις, Βασιλιά, τι είναι το στοίχημά σου;

Αντρόνικος (γελά): Το στοίχημά μου; Η κορόνα μου!...Πηγαίνετε στους γυναικωνίτες να μου βρείτε κανένα - δυο συγκλητικούς και φέρτε τους εδώ, να πάρει το στοίχημα επίσημο χαραχτήρα. Μάρτυράς μου η συντροφιά, άρχοντα Μαυριανέ, ότι προσπάθησα να σε γλυτώσω από τούτη την περιπέτεια.

Μαυριανός: Στα χέρια της Αρετής η τύχη μου κι η τύχη της Αυτοκρατορίας!

Κωνσταντής: Κράτα ψηλά τις αρχές σου, φίλε! Είμαι στο πλευρό σου!

Μαυριανός: Η πεποίθησή μου δεν κλονίζεται!

Κωνσταντής: Αυτό είναι το σπουδαίο. Από κει και πέρα ας κρίνει η Ιστορία!

Μαυριανός: Ας κρίνει η Ιστορία! [...]

Κωνσταντής (στο Μαυριανό): Φίλε, η Ιστορία σ’ έχει κιόλας δικαιώσει. Αν πετύχεις, νικά η Φρονιμάδα, σώζεται το Κράτος. Αν πάλι...

Μαυριανός: Αν;

Κωνσταντής: Λέω αν τυχόν, εκεί που κανείς δεν το φαντάστηκε, σπάσει απόψε ο Διάβολος το ποδάρι του...

Μαυριανός: Κιοτεύεις πως μπορεί να γίνει τέτοιο πράμα; Εσύ; Εσύ;

Κωνσταντής: Εγώ; Θεός φυλάξει! Ποτές.

Μαυριανός: Τότες, γιατί το λές;

Κωνσταντής: Το λέω από διαλεχτική ανάγκη· για να είναι ο συλλογισμός μου ακέραιος.

Μαυριανός: Συνέχισε.

Κωνσταντής: Αν... αυτό που είπα, τ’ όνομά σου θα γραφεί με χρυσά γράμματα στον κατάλογο των μαρτύρων της Αρετής — εννοώ την ιδέα της Αρετής, όχι το πρόσωπο — θα μνημονεύεσαι μαζί με τον Αρμόδιο, με το Βρούτο. Το παράδειγμά σου θα φωτίζει την πορεία μας σα φάρος περίλαμπρος μες στη νύχτα. Θα δοξάσεις το κόμμα μας. Μας χρειαζότανε μια πράξη ηρωική για να καθαγιάσει τον αγώνα μας. Φραίνουμαι ολόψυχα που η ιστορική Μοίρα μού έκαμε τη χάρη να εμπιστευτεί αυτόν το ρόλο στον επιστήθιο φίλο μου.

Από παράσταση του έργου, που ανέβασαν ομογενείς φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Νεοελληνικών του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ, το καλοκαίρι του 2010. 
_____________________

«Ένα νόστιμο κουτορνίθι» στη θέση της Αρετής

Η δεύτερη πράξη διαδραματίζεται στον πύργο της Αρετής. Οι ακόλουθες κεντούν και τραγουδάνε κι η Αρετή μελετά, σχολιάζοντας μαζί τους τη συμπεριφορά γυναικών που αποτελούν πρότυπα προς αποφυγή: η Ωραία Ελένη ξεμυαλίστηκε και παράτησε τον άντρα της, η αδελφή της η Κλυταιμνήστρα τον σκότωσε κι η Ευδοκία «δέχτηκε να κλεφτεί από τον Διγενή, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειάς της, σα να 'τανε καμιά του δρόμου» κι εκείνος έπαψε να την εκτιμά κι άρχισε να ξενοκοιτάζει. Η προσωπογραφία της Αρετής συμπληρώνεται: εκτός από τα σκήπτρα της μόρφωσης και της λογιοσύνης, σύμφωνα με το εγκώμιο που της έπλεξε ο άρχοντας Κωνσταντής στη πρώτη πράξη, κρατάει κι εκείνα της σύνεσης, της φρονιμάδας και της γυναικείας αξιοπρέπειας. 

Η Αρετή και οι ακόλουθές της θα πληροφορηθούν τα σχετικά με το στοίχημα από το «Πουλί των Τραγουδιών», που μιλεί «ανθρώπινη λαλίτσα» και το οποίο ο συγγραφέας ανακατώνει σκοπίμως στην υπόθεση, ενσωματώνοντας ατόφιο και δραστικό ένα τμήμα της παραλογής. 

Η Αρετή, έξαλλη με την προσβολή, αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στον «αντιπρόσωπο της αντρικής κακοήθειας και κουτοπονηριάς»: να εξευτελίσει σ' Ανατολή και Δύση τον ακαταμάχητο Δον Ζουάν, να πάρει εκδίκηση για όλες τις γυναίκες που πιλάτεψε και να ξαναστυλώσει τη γυναικεία τιμή της χώρας της. Το σωτήριο σχέδιο, σταλμένο από το Θεό των γυναικών, είναι να βάλει στη θέση της «την τελευταία περιβολάρισσά της, την πιο χωριάτισσα, την πιο απελέκητη, την πιο κουτή». 

Μάταια οι ακόλουθές της προσπαθούν να την μεταπείσουν, τρομαγμένες αλλά και γοητευμένες από την ιδέα και μόνο, ότι ο διαβόητος γόης, που ανάβει φωτιές μ' ένα του μόνο βλέμμα, θα επισκεφτεί το σπίτι τους. Η Αρετή, όταν πρόκειται για την αξιοπρέπειά της, είναι σίδερο που δεν λιώνει, βράχος αμετακίνητος! 

Η αντικαταστάτρια της Αρετής - «ένα νόστιμο κουτορνίθι» με το διόλου τυχαία διαλεγμένο από τον συγγραφέα όνομα - θα είναι η Μαρουλίνα, η οποία εξαγοράζεται με γλυκά και δασκαλεύεται για τις απαιτήσεις του ρόλου που πρόκειται να υποδυθεί: θα παίξει με το Βασιλιά στο κρεβάτι, χωρίς να βγάλει τσιμουδιά. 

Η Μαρουλίνα δεν είναι η αθώα Κρινώ του Ποριώτη και δύσκολα μπορεί κανείς να την δει ως θύμα: τα ερωτικά παιχνίδια δεν της φαίνονται ξένα· μοιάζει έτοιμη να «παίξει» κι αυτό θα κάνει, ευκαιρίας δοθείσης, πίσω από την κλειστή πόρτα της κάμαρής της.

Μακέτα με το κοστούμι της Μαρουλίνας, σχεδιασμένο από τον Δημήτρη Μυταρά 
για την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
________________________


Πουλί: Ο Βασιλιάς Αντρόνικος κι όλο τ’ αρχοντολόι
αντάμα τρώγαν κι έπιναν στης Πόλης τα Παλάτια.
Κι αθιδολές δεν είχανε κι αθιδολές εφέραν 
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες.
Αρχίνησε κι ο Μαυριανός, παινάει την αδερφή του.
«Τέτοια αδερφούλα που ’χω εγώ κανένας δεν την έχει. 
Αφίλητη κι ατσίμπητη κι αλήθεια δεν πλανιέται».
Κι ο Βασιλιάς σαν τ’ άκουσε γυρίζει και του λέει:
— «Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;»
—«Αν την πλανέσεις, Βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι.
Μα πάλι κι αν δεν πλανεθεί τι είναι το στοίχημά σου;»
—«Βάζω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορόνα».

Αρετή: Καλέ, αυτοί οι άνθρωποι είναι έξω φρενών! Καλέ όλως διόλου τα ’χουνε χαμένα! Καλέ, είδατε την προσβολή που μου κάνουν εμένα — εμένα ! — να μιλούνε στο τραπέζι για την αρετή μου, να βάζουνε στοίχημα την αξιοπρέπειά μου! Εμένα να το κάμουν αυτό!

Ζαμπέτα: Καλέ Κυρούλα μου, εδώ, κατά πως φαίνεται, ο αδερφός σου παίζει το κεφάλι του. Δεν τ’ αφήνεις αυτά να δούμε τι θ’ απογίνει.

Αρετή: Τι θ’ απογίνει; Του άξιζε να ’τανε καμιά άλλη, να του δώσει να καταλάβει! Να χωρατεύει έτσι με την τιμή μου! Να παίζει με την οικογενειακή μας υπόληψη! Και μαζί με ποιον, παρακαλώ; Με τον Κυρ Αντρόνικο! Μ’ αυτόν τον έκφυλο! Μ’ αυτόν τον απαίσιο, που όλη η Οικουμένη κοκκινίζει στο άκουσμα του όνόματός του! Εμένα να μου γίνει αυτή η ντροπή! [...]

Ζαμπέτα: Έννοια σας και θα ’ρθει η ώρα του κι αυτουνού. Θα βρεθεί καμιά πιο καπάτσα από μας να του βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Χειρότερα από τους άλλους την παθαίνουνε στο τέλος αυτοί οι ξεγελαστήδες, οι αγγουρόπιστοι, οι θεομπαίχτες!

Αρετή: Θα βρεθεί; Ώστε έτσι το λες εσύ; Δηλαδή έχεις την ιδέα πως δε βρέθηκε ακόμα αυτή που θα βάλει στο ίδιο στιβάλι τα δυο πόδια του καλού σου του Κυρ Αντρόνικου;

Ζαμπέτα: Καλέ Κυρούλα μου, τι πας να πεις; Τι γυρίζει στο νου σου;

Αρετή: Το καταλαβαίνεις πολύ καλά τι γυρίζει στο νου μου. Όχι, μάτια μου! Δε θα το φάω αυτό! Να μου γίνει εμένα τέτοιο ρεζιλίκι! Θα μου το πληρώσουν οι άντρες αυτό! Κι αφού μου στέλνουνε το Βασιλιά τους σαν αντιπρόσωπο της αντρικής της κακοήθειας και κουτοπονηριάς, θα πληρώσει αυτός για όλη τη φάρα!
Όχι μόνο θα τον κάμω να χάσει το στοίχημά του, μα θα τον ντροπιάσω, θα τον εξευτελίσω σ’ Ανατολή και Δύση! Θα εκδικηθώ για όλες τις γυναίκες που πιλάτεψε! Θα πάρω το αίμα πίσω! Θα ξαναστυλώσω τη γυναικεία τιμή της χώρας μου! Ο θεός των γυναικών μου στέλνει μια ιδέα σωτήρια. Τρέξτε στους κήπους μου και φέρτε μου εδώ την τελευταία περιβολάρισσά μου, την πιο χωριάτισσα, την πιο απελέκητη, την πιο κουτή! 

Ζαμπέτα: Κυρούλα μου, Κυρούλα μου, το σκέφητκες τι πας να πράξεις! Με τι φωτιά θα παίξεις! Θα καείς, καλέ!

Αρετή: Θα δει αυτός με ποιαν έχει να κάμει! Θα καταλάβει επιτέλους πως υπάρχουνε γυναίκες και γυναίκες! Θα μάθει τι θα πει φιλότιμο, όνομα, ευπρέπεια, αυτοσεβασμός!

Ζαμπέτα: Αχ! καλέ, τον είδες ποτέ σου;

Αρετή: Όχι! Ποτές δε θέλησα να τον δω, ύστερα απ’ ό,τι έχω ακούσει γι’ αυτόν! Ποτές δε δέχτηκα να σταθώ εκεί που έμελλε να περάσει!

Ζαμπέτα: Αχ! ούτε κι εγώ τον έχω δει, που να μη σώσω να τον δω ποτές! Μα δεν άκουσες, καλέ, τι λένε, πως όταν σε κοιτάξει στα μάτια το αίμα σου παίρνει φωτιά και λιώνεις ολάκερη σαν το κερί; Αχ! μόνο που το συλλογίζουμαι, κόβουνται τα ήπατά μου. Να καθήσω, καλέ! (Κάθεται).

Αρετή: Δεν είμαι εγώ από κείνες που λιώνουν έτσι εύκολα. Όταν πρόκειται για την άξιοπρέπειά μου, είμαι σίδερο εγώ, είμαι βράχος!

(Μπαίνουν οι τρεις ακόλουθες σέρνοντας από το χέρι τη Μαρουλίνα. Είναι ένα νόστιμο κουτορνίθι. Τα μαλλιά της έχουνε το ίδιο χρώμα με της Αρετής).

Αρετή (στη Μαρουλίνα): Έλα εδώ! Πώς σε λένε;

Μαρουλίνα: Μαρουλίνα.

Αρετή: Πόσο χρονώ είσαι; (Η Μαρουλίνα γελά). Δε σου είπα τίποτα αστείο. Σε ρωτώ την ηλικία σου.

Μαρουλίνα: Δεν ξέρω.

Ζαμπέτα: Καλέ, αυτή είναι μπιτ τούβλο! Πού πήγατε και τη βρήκατε;

Αρετή: Είδες ποτέ σου Βασιλιά; (Η Μαρουλίνα γελά). Δεν ξέρεις τι είναι ο Βασιλιάς; 

Μαρουλίνα: Είναι αυτός που κάνει τον πόλεμο.

Αρετή: Ακριβώς. Σε λίγο θα ’ρθει ένας Βασιλιάς, κι αν δεν κάμεις ό,τι σου πω, θα σου κόψει το κεφάλι. (Η Μαρουλίνα κλαίει). Σιωπή! Αν μ’ ακούσεις, δε θα πάθεις τίποτα, κακό και θα σε γεμίσω γλυκά. Λοιπόν, θα σε ντύσουμε σαν αρχόντισσα και θα σε καθήσουμε σ’ αυτή την πολυθρόνα για να υποδεχτείς το Βασιλιά, τάχα πως εσύ είσαι η Κυρά του Πύργου. Όταν παρουσιαστεί, θα τον χαιρετήσεις έτσι, με το κεφάλι. Αυτός θα σου μιλήσει· εσύ δε θα πεις τίποτα, γιατί αν ανοίξεις το στόμα σου, αμέσως θα καταλάβει την πονηριά μας και θα μας φάει όλες. Θα του εξηγήσουμε πως έχεις πάθει μια αρρώστεια και δεν μπορείς να βγάλεις τσιμουδιά. Μόνο θα του χαμογελάς. Να, έτσι. Ύστερα θα σε πάμε  στην κάμαρά μου, να πλαγιάσεις στο κρεβάτι μου. Εκεί, μόλις νυχτώσει, θα ’ρθει ο Βασιλιάς να σε βρει και θα τον αφήσεις να κάμει ό,τι θέλει.

Μαρουλίνα: Τι θα κάμει, καλέ;

Αρετή: Θα  πλαγιάσει κι αυτός.

Μαρουλίνα: Άρρωστος είναι;

Αρετή: Καθόλου άρρωστος δεν είναι. Ίσια-ίσια που τρελαίνεται να παίζει τη νύχτα στο σκοτάδι. Γι’ αυτό θα ’ρθει να σε βρει·  για να παίξει μαζί σου. (Η Μαρουλίνα γελά). Λοιπόν, θα καθήσεις ήσυχα - ήσυχα, σαν το καλό παιδί, και θα τον αφήσεις να σου κάμει όλα τα παιχνίδια του, δίχως να μου αρχίσεις τίποτα φωνές και φασαρίες νυχτιάτικες.

Μαρουλίνα: Πώς θά παίξουμε; Με τα χεράκια; Με τα ποδαράκια; Με τα χειλάκια;

Αρετή: Δε  μου φαίνεται και τόσο τούβλο όσο μου τη λέγατε. Θα παίξετε, φαντάζουμαι, με όλους τους τρόπους που μπορεί να χωρέσει νους ανθρώπου. Μα όπως είπαμε: ούτε λέξη! (Η Μαρουλίνα γελά). Να μην ξεχαστείς και του ανοίξεις καμιά συζήτηση.

Μαρουλίνα: Καλέ Κυρία, ποιος έχει όρεξη για συζήτηση την ώρα που κάνει παιχνιδάκια;

Ζαμπέτα: Σώπα, ξετσίπωτη! Δεν ντρέπεσαι! 

Αρετή: Ήτανε, φαίνεται, μοιρόγραφτο να το δει αυτό το θέαμα η κάμαρά μου. Ας είναι! Κάνω μια θυσία, που θα μου αναγνωριστεί μια μέρα, για την υπόληψη του ονόματός μου και για την τιμή των γυναικών του γένους μου. Χωρίς θυσίες τίποτα αξιόλογο δεν έγινε ποτέ στην Ιστορία! Αυτό να το θυμάστε!


Το κοστούμι της Μαρουλίνας, σχεδιασμένο από τον Δημήτρη Μυταρά 
για την Κατερίνα Βασιλάκου στο ρόλο της Μαρουλίνας. 
(Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 1964-1965)
_______________________

«Έρχεται ο Κυρ Αντρόνικος να σας αποσπουδάσει!»

Το πουλί αναγγέλλει την άφιξη του Αντρόνικου και του Δούκα, η Μαρουλίνα στολίζεται, χτενίζεται και παίρνει τη θέση της πυργοδέσποινας. Οι δυο άντρες, ντυμένοι σπουδαστές και φορτωμένοι βιβλία, συστήνονται ως Παρθένιος και Σωφρόνιος - ονόματα και τα δύο αντίθετα στον πραγματικό τους χαρακτήρα - πλατωνιστές μάλιστα, που λαχταρούν να ξεδιαλύνουν με τη βοήθεια της Αρετής τα μυστικά των αρχαίων κειμένων. 

Η Αρετή, στο ρόλο της υπηρέτριας, δικαιολογεί τη σιωπή της «κυράς» της, που μια παράξενη αρρώστια της έδεσε τη γλώσσα και μόνη θεραπεία είναι να πλαγιάζει νωρίς, με χάδια, ώσπου να της ξανάρθει η λαλιά. Η Μαρουλίνα αποσύρεται στην «κάμαρά της», μοιράζοντας πολλά υποσχόμενα βλέμματα και στους δύο άντρες. 

Ο Αντρόνικος, σε αντίθεση με τον βασιλιά της παραλογής και το βασιλιά του Ποριώτη, διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και νιώθει μια παράξενη έλξη προς την υποτιθέμενη υπηρέτρια. Πριν αποσυρθούν, μάλιστα, κυριευμένος ο Αντρόνικος από «αγάπη για το γένος των ανθρώπων», αποφασίζει να χαρίσει τη ζωή στο Μαυριανό και να παντρέψει την «αδελφή» του με το Δούκα, αφού την προικίσει γενναιόδωρα με πέντε κυκλαδονήσια. 

Η δεύτερη πράξη κλείνει με τον Αντρόνικο μπερδεμένο, να αποδίδει στο φεγγάρι και στο ήρεμο μυστήριο του πύργου τη σύγχυση και το συναισθηματισμό του και την Αρετή να πετά εκνευρισμένη τα βιβλία, το μοναδικό της πάθος, ως εκείνη τη νύχτα τουλάχιστον. Στο στιβαρό οικοδόμημα των αρχών και των βεβαιοτήτων της, σα να εμφανίζεται μια ρωγμή.


Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης) 
______________________

Πουλί: Ο Βασιλιάς Άντρόνικος, καβάλα σ’ άσπρη μούλα, 
πρόβαλε στον πλατύδρομο, ζυγώνει στο περβόλι.
Ο Δούκας τον ακολουθεί με τη βαριά πραμάτεια.
Κρατά κιτάπια τουρλωτά, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι τραγουδά κι οι κόλες τερερίζουν:
«Γεια σας, γυναίκες σοβαρές, κορίτσια της μελέτης, 
κοπέλες πολυστόχαστες και γραμματοθρεμένες !
Έρχεται ο Κυρ Αντρόνικος να σας αποσπουδάσει!»

(Μπαίνουν ο Κυρ Αντρόνικος κι ο Δούκας της Παροναξίας ντυμένοι σπουδαστές. Ο Δούκας κουβαλά βιβλία και καλαμάρι. Κάνουνε μεγάλες χαιρετούρες. Οι γυναίκες αντιχαιρετούνε. Η Μαρουλίνα κουνά το κεφάλι και χαμογελά όσο μπορεί καλύτερα).

Αντρόνικος: Ευγενικότατη πυργοδέσποινα, τ’ όνομά μου Παρθένιος (χαιρετά βαθιά) και του συντρόφου μου Σωφρόνιος (χαιρετά ο Δούκας). Σ’ ευχαριστούμε από βάθος ψυχής για τη γενναιόδωρη φιλοξενία που δέχτηκες να μας παραχωρήσεις. Δεν ξέραμε τίνος είναι ο πύργος αυτός που τυχαία βρέθηκε στο δρόμο μας. Όταν όμως ρωτήσαμε την υπηρεσία και μάθαμε πως είναι της ξακουστής αρχόντισσας Αρετής, σαστίσαμε με την έξοχη αυτή συγκυρία. Είμαστε σπουδαστές των ελληνικών γραμμάτων, γυρίσαμε πολλά περιώνυμα διδαχτήρια, από την Ελλάδα ίσαμε τη Συρία, και παντού ακούσαμε να γίνεται λόγος για την πολυμάθειά σου και για τη μεγάλη σου δεξιοσύνη να ξεδιαλύνεις τα μυστικά των αρχαίων κειμένων. Μια λοιπόν που βρεθήκαμε απόψε στο αρχοντικό σου, θα το λογαριάσουμε μεγάλη τύχη ν’ ακούσουμε τις γνώμες σου για τον τρόπο που πρέπει να διαβάζεται το μέτρο του Ομήρου, για τη σύνταξη του Θουκυδίδη, για τους νόμους της τραγωδίας και για τα διδάγματα του θείου Πλάτωνα. Γιατί βέβαια όλη η νέα γενεά είμαστε πια σήμερα πλατωνιστές.

Δούκας: Πλατωνιστές, βέβαια, πλατωνιστές!

Αντρόνικος: Σα δείγμα ελαχιστότατο της ευγνωμοσύνης μας και της εχτίμησής μας, άφησε ν’ ακουμπήσουμε στα πόδια σου μερικά λεξικά, γραμματικές, συνταχτικά κι άλλα βοηθήματα, που μπορεί να σου χρειαστούνε στις μελέτες σου. 

(Ο Δούκας της Παροναξίας πηγαίνει κι ακουμπά εμπρός στη Μαρουλίνα τα βιβλία του, που σχηματίζουνε όγκο καταγής. Αυτή κάνει να γελάσει, μα η Αρετή την τσιμπά και σταματά).

Δούκας: (Ιδιαίτερα στον Κυρ Αντρόνικο): Πολύ μου έρχεται στο λογαριασμό τούτη η άρχοντοπούλα.

Αντρόνικος: Για τη δουλειά που κουβαληθήκαμε δεν είναι κακή. Κι η δούλα της, που στέκεται δεξιά της, επίσης θα με βόλευε. Νομίζω μάλιστα περισσότερο.

Aρετή: Καλοί άνθρωποι, η αρχόντισσά μας πολύ σας ευχαριστεί για τα όμορφα λόγια σας και για τα πολυτίμητα δώρα σας, μα δεν μπορεί να σα το πει με το στόμα της, ούτε να σας κουβεντιάσει για τα ζητήματα που καταγίνεστε. Έχει πάθει τις μέρες αυτές μια παράξενη αρρώστεια. Τη δέθηκε η γλώσσα κι οι γιατροί προστάξανε καθόλου να μην τη βιάζουμε να μιλήσει γιατί μπορεί να της έρθει μεγάλο κακό. Το μόνο πράμα που την ωφελεί είναι να την πηγαίνουμε νωρίς - νωρίς στο κρεβάτι, να της κάνουμε χάδια κι όσο μπορούμε να της γλυκαίνουμε τη ζωή. Μ’ αυτή τη θεραπεία σιγά - σιγά, ως φαίνεται, θα της ξανάρθει η λαλιά. 

Αντρόνικος: (Στην Αρετή). Συμπαθητική κοπέλα, τα λόγια σου μας θλίβουνε κατάκαρδα. Θα θέλαμε να μη μας είχε σπρώξει η μοίρα μας στη σπουδή της φιλολογίας, μα της γιατρικής, ώστε να μπορούσαμε έγκυρα να συντελέσουμε κι εμείς στη θεραπεία μιας τέτοιας άρρωστης, που δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαμάσει, τις ψυχικές της χάρες ή την ομορφιά της. Μα και δίχως να ’μαστε γιατροί, δεν είμαστε ανάξιοι, πίστεψέ με, να βρούμε τους τρόπους που χρειάζουνται για να γλυκάνουμε εκείνους που αγαπούμε. [...]

Αρετή (
Στον Κυρ Αντρόνικο): Τώρα, με την άδειά σας, θα σας καληνυχτίσουμε γιατί πέφτει το βράδυ κι είναι ώρα να οδηγήσουμε την Κυρούλα μας στο κρεβάτι. [...]

Αντρόνικος: Εύκολα το κερδίζω το στοίχημά μου και καταντά να μην έχει πια ιδιαίτερη σημασία το πράμα. Αν και, για να πω την αλήθεια, με πιάνει πάλι λιγάκι το μεθύσι μου. Όλα αρχίζουνε να μου φαίνουνται πεντάγλυκα κι εξαίσια· τούτος ο πύργος, η νύχτα που ζυγώνει, τα πρώτα αστέρια που βλέπω να λαμπιρίζουνε στο σούρουπο — εσύ! Μόνο που δεν έχω ακόμα καταλάβει ποια απ’ αυτές τις γυναίκες μ’ έβαλε απόψε σε τέτοια διάθεση.[...]


Αλλόκοτη νύχτα. Θαρρείς με ζώνει κάποιο μυστικό. Η γλύκα του κόσμου με κυριεύει·  ανεβαίνει μέσα μου σαν το μούστο που φουσκώνει. Είμαι χαρούμενος σα να βρίσκουμαι πρώτη φορά στή ζωή μου μόνος μ’ ένα κορίτσι σ’ έναν τέτοιο κήπο, μια νύχτα σαν κι αυτήν, μες στο μεθύσι των αρωμάτων και στις χλιαρές πνοές του έρωτα. Μα η χαρά μου είναι ανήσυχη. Θα πάρω μια γυναίκα ποθώντας μιαν άλλη. Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνουνε τέτοιες περιπλοκές. Όμως αυτός ο πύργος μ’ έχει μπερδέψει ολότελα, με το ήμερο μυστήριό του, με την παράξενη αγαθοσύνη του, με τους αναστεναγμούς του πίσω απ’ όλες τις πόρτες και τα παράθυρα.  Κάτι με γοητεύει, πάει να με συνεπάρει και συνάμα με ταράζει. Υπάρχει μέσα μου μια θολούρα. Κυρ Αντρόνικε, τι έχεις πάθει; Αρχίζεις να με παραξενεύεις. Σε υποψιάζουμαι απόψε πως έχεις κάποια τάση ανομολόγητη να μου γίνεις συναισθηματικός. (Νύχτωσε. Φέγγει την αίθουσα η σελήνη).

Αντρόνικος: Είναι φανερό πως τούτο το φεγγάρι με κοροϊδεύει. Η λάμψη του είναι ύποπτη κι έχει σουρώσει τα χείλια μ’ έναν τρόπο που τον ξέρω καλά. Το είδα χίλιες φορές να κοροϊδεύει άλλους εξ αιτίας μου. Κυρ Αντρόνικε, το κατάλαβες πως σε πήρανε στο ψιλό;

Αντρόνικος (στη σελήνη): Ας τα αυτά, παρακαλώ! Να μη μου τα κάνεις εμένα αυτά! Τι θες να πεις; Πού βρίσκεται το γελοίο του πράγματος; Επειδή με πέτυχε; σε μια στιγμή συναισθηματικής αδυναμίας; Όσες φορές το έπαθα αυτό, εσύ ήσουν η αιτία· το ξέρεις καλά. Εσύ με τις γαλιφιές σου, με τις μαριολιές σου, με τα τεχνίδια σου! Καθώς ξέρεις επίσης πως αύριο το πρωί θα γελώ με τα έργα σου. Όχι, λες; Δεν εννοείς αυτό; Τι εννοείς  λοιπόν και παίρνεις ένα τέτοιο ύφος, σα να είμαι τάχα εγώ απόψε το θύμα κάποιας κοροϊδίας; Θες να με κάμεις να φοβηθώ τις γυναίκες; Εγώ ο Κυρ Αντρόνικος να δειλιάσω εμπρός στην πόρτα μιας γυναίκας που μου χαμογέλασε και που ξέρω πολύ καλά ότι δεν κλείδωσε; Γελάστηκες! 

(Μπαίνει στην κάμαρα της Μαρουλίνας. Παρουσιάζονται η Αρετή κι η Ζαμπέτα).

Αρετή: Λοιπόν! Λοιπόν! Τι καταλαβαίνεις;

Ζαμπέτα: Μεγάλη υπόθεση!

Αρετή: Έπρεπε να το δούμε κι αυτό! Να το περάσουμε κι αυτό! Αυτό το σκάνταλο! Αυτή την παραλυσία! Αυτή την αδιαντροπιά κάτω από τη μύτη μας! Στην κάμαρά μου!

(Η Αρετή, περπατώντας στο σκοτάδι, σκοντάβει στη στίβα των βιβλίων. Εκνευρισμένη τα χτυπά με το πόδι, τ' αρπάζει και τα πετά).

Αρετή (στα βιβλία): Σας βαρέθηκα πια εσάς! Σας βαρέθηκα! Να μου αδειάζετε τη γωνιά! Να ξεκουμπιστείτε! Να χαθείτε από τα μάτια μου! Να μη σας βλέπω! Να μη σας ξέρω! Σας βαρέθηκα!

Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
 σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης) 
________________

Μια παρ' ολίγον νίκη, μια παρ' ολίγον εκτέλεση...

Η τρίτη πράξη εκτυλίσσεται στην αίθουσα της Συγκλήτου, με τα στοιχήματα για το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης, να δίνουν και να παίρνουν από τη νύχτα σ' όλη την Πόλη. Ο Αντρόνικος χωρίς έπαρση ανακοινώνει τη νίκη του, παρουσιάζει ως απόδειξη την πλεξούδα με το διαμάντι και δηλώνει ότι δεν θα μείνει έκθετη η τιμή της αρχόντισσας, αφού ο Δούκας της Παροναξίας θα την παντρευτεί, «σκεπάζοντας με το μεγάλο όνομά του ό,τι έγινε την περασμένη νύχτα».

Ο Μαυριανός του Θεοτοκά δεν είναι τόσο «παθιασμένος» με την υπόθεση τιμής στην οποία εμπλέκεται, δεν αμφισβητεί τη νίκη του αντιπάλου του κι ούτε απαιτεί τη μαρτυρία της ίδιας της αδελφής του, για την ηθική της οποίας ωστόσο ήταν κι αυτός απόλυτα πεπεισμένος. Ενώ τα πλήθη αξιώνουν την εκτέλεσή του ή το διαμελισμό του από τέσσερα - ακόμα καλύτερα - από οκτώ άλογα, ο Μαυριανός, επικαλούμενος τη μεγαλοψυχία και τη δικαιοσύνη του Αντρόνικου, προσπαθεί με αστεία ρητορικά τεχνάσματα να σώσει τη ζωή του. Την ίδια στιγμή ο Κωνσταντής προσφέρει έξι λιοντάρια της Αραβίας κι άλλα τόσα βουβάλια της Ινδίας, για να χαρεί ο όχλος στον Ιππόδρομο, θέαμα και «αίμα πρώτης ποιότητας», μιας και ο Βασιλιάς δείχνει έτοιμος να ματαιώσει την εκτέλεση του Μαυριανού, στερώντας από τα πλήθη την ευχαρίστηση από το «γλυκοθώρητο αίμα το ανθρώπινο»

Η «κωμωδία» φαίνεται, λοιπόν, να τελειώνει «μ' ένα γάμο αρχοντικό κι ελπιδοφόρο, με δημόσια γλέντια και τη συμφιλίωση των κομμάτων», όμως εκείνη τη στιγμή, κάνει την εμφάνισή της η Αρετή με την ακολουθία της. 


Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης) 
___________


Αντρόνικος: Άρχοντες συγκλητικοί, κουτό μου φαίνεται άνθρωπος με θέση σοβαρή στην κοινωνία να ’ρχεται να κομπάζει δημόσια για τις ερωτικές επιτυχίες του σαν κανένας πρωτοφανέρωτος λογοτέχνης. Ούτε είναι συνήθειά μου να βγάζω στη μέση μυστικά γυναικεία. Όμως το στοίχημα που μας σύναξε εδώ πήρε έχταση ασυνήθιστη. Από χτες συζητιέται στην Πόλη πολιτειακό ζήτημα κι ακούω πως μεγάλα συμφέροντα έχουνε μπλεχτεί στην υπόθεση. Χρωστώ λοιπόν να λύσω το ζήτημα αμέσως και με τρόπο απερίφραστο. Η αρχόντισσα Αρετή δέχτηκε πρόθυμα τον έρωτα που της πρόσφερα ψες τη νύχτα χωρίς να φανερώσω τη βασιλική μου ιδιότητα... 

Για να είμαι εντάξει, σας έφερα κι απόδειξη χεροπιαστή. Είναι μια μπλεξούδα της, στολισμένη με διαμάντι σπάνιο, που εύκολα αναγνωρίζεται. Την έκοψα, με τη συγκατάθεσή της, λέγοντας πως επιθυμώ να έχω μια βεβαίωση του έρωτα που έγινε μεταξύ μας. 

Μια τελευταία δήλωση θέλω να κάμω. Η τιμή της αρχόντισσας Αρετής δε θα μείνει έκθετη. Πιστός μου υπήκοος και συμπαραστάτης, ο Δούκας της Παροναξίας, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να τιμήσει κι εμένα κι εκείνην, που, δίχως να το ξέρει, βρίσκεται σημαδεμένη τούτη τη στιγμή με το βασιλικό χρίσμα, με παρακάλεσε αυθόρμητα να του επιτρέψω να την παντρευτεί, σκεπάζοντας με το μεγάλο όνομά του ό,τι έγινε την περασμένη νύχτα. Δέχτηκα την παράκληση κι ευχαριστώ δημόσια τον καλό μου το Δούκα για την έξυπνη λύση που βρήκε του ζητήματος αυτού.

Κωνσταντής (στο Μαυριανό): Είναι τόντι τα μαλλιά της και το διαμάντι της;

Μαυριανός: Είναι.

Κωνσταντής: Ώστε την πάθαμε;

Μαυριανός: Έτσι μου φαίνεται.

Κωνσταντής: «ὦ Ζεῦ, τί δὴ κίβδηλον ἀνθρώποις κακὸν γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατώκισας;» Έπρεπε, όσο ήτανε καιρός, να είχαμε σκεφτεί το λόγο του αρχαίου τραγικού. Θα βρίσκαμε ένα συμβιβασμό, μια μέση λύση. Δυστυχώς οι καλές ιδέες μάς έρχουνται συχνά κατόπιν εορτής.

Μαυριανός: Και δεν είναι μόνο που έχασα την οικογενειακή μου τιμή, παρά, καθώς φαίνεται, θα χάσω και το κεφάλι μου.

Κωνσταντής:Το ζήτημα της οικογενειακής σου τιμής κάπως βολεύεται με τη λύση που μας παρουσίασαν. Όσο για το κεφάλι σου, τι να σου πω; Αυτά έχουν οι ιστορικοί αγώνες. Όποιος ξεκινά να επιβάλει στην ανθρωπότητα την Αλήθεια, πρέπει να το ξέρει από πριν πως είναι πιθανό ν’ αφήσει το κεφάλι του στο δρόμο. Μα η πολιτική έχει απρόοπτα κι ως την τελευταία στιγμή κάτι μπορεί να γίνει. [...]

Σταυράκιος: Ο άρχοντας Μαυριανός ζητά το λόγο. Μπορεί να ’χει κι αυτός μια γνώμη να δώσει για την εχτέλεσή του.

Μαυριανός: Δέσποτα Βασιλιά κι Αυτοκράτορα, θάνατος σαν κι αυτόν που με περιμένει ατιμωτικός βέβαια δεν είναι. Αδίκημα δεν έχω καμωμένο, ούτε του κοινού νόμου ούτε της πολιτικής. Πίστεψα κι εξακολουθώ να πιστεύω σε ιδανικά αιώνια, το Πνεύμα, την Ηθική, την Ιστορία. Αγωνίστηκα αγώνισμα έντιμο με αντίπαλο πολυδοξώτατο. Έχασα. Πληρώνω με περηφάνεια, τιμώντας τ’ όνομά μου, τις αρχές μου, τους φίλους μου (ο Κωσταντής υποκλίνεται) και, πάνω απ’ όλα, το νόμιμο Άρχοντα του Κράτους μου.

Κωνσταντής (ιδιαίτερα στο Μαυριανό): Η εντύπωση είναι καλή. Με τρόπο τώρα παρουσίασε το αίτημα της χάρης.

Μαυριανός: Αφού λοιπόν, έτσι κι αλλιώς, προοριζόμαστε όλοι να πεθάνουμε κάποια μέρα, κρίνω προτιμότερο να πεθάνω τιμημένος. Κι αν σου ζητώ χάρη τούτη τη στιγμή, πίστεψέ με πως το κάνω περισσότερο από αγάπη της καλής τάξης και για να κρατηθούν οι συνήθειες της δικονομίας, παρά από ανθρώπινη αδυναμία εμπρός στο θάνατο.

Κωνσταντής (στο Πλήθος): Από χτες, νομίζω, άλλη δουλειά δεν κάνουμε παρά ν’ αποδείχνουμε στο κοινό πόσο λίγο λογαριάζουμε το θάνατο.

Μαυριανός: Εξάλλου, Δέσποτα καλλίμαχε, είναι φως φανερό ότι, για να στηρίξω το αίτημά μου, επιχείρημα δεν έχω εξόν από τη μεγαλοψυχιά σου που είναι γνωστή στην Οικουμένη. Ότι έχασα το στοίχημά μου, αμφιβολία βέβαια δε χωρεί. Ένας άλλος ίσως θα είχε κιόλας επικαλεστεί τη φιλία σου με την αδερφή του. Θα σου εξηγούσε πως το τρυφερό αυτό πλάσμα δεν είναι ικανό να σηκώσει, σε λίγες ώρες μέσα, τόσο πολλές συγκίνησες, τουτέστι τη βασιλική σου γενναιοφροσύνη που τη γνώρισε την περασμένη νύχτα, το μεγάλο γάμο που τώρα του ετοιμάζεις και τέλος το θανάτωμα αδερφού μονάκριβου και πολυαγαπημένου. Ένας άλλος, λέω, θα έκανε έκκληση στον ιπποτισμό σου και θα σε παρακαλούσε να ελαφρώσεις της αδερφής, όχι του αδερφού το βάρος. Μα η αδερφή μου με πίκρανε βαθιά κι η οικογενειακή μου αξιοπρέπεια μ’ εμποδίζει να την ανακατέψω στη συζήτηση αυτή.

Κωνσταντής: Ούτε μας πέρασε βέβαια τέτοιο πράμα από το νου!

Μαυριανός: Δε μου μένει λοιπόν, μεγάλε Βασιλιά, άλλο τίποτα να κάμω παρά ν’ αφήσω την υπόθεσή μου στην ορθή και δίκαιη κρίση σου. Ό,τι αποφασίσεις θα είναι ωφέλιμο για το Κράτος και για την κοινωνία.

Φωνές απ’ εξω: Εχτέλεση! Εχτέλεση! Εχτέλεση!

Κωνσταντής (Ιδιαίτερα στον Κυρ Αντρόνικο): Δέσποτα, σου χαρίζουμε από τους σταύλους μας τρία λιοντάρια της Αραβίας κι άλλα τόσα βουβάλια ιντιάνικα πρώτο μέγεθος, να δώσεις σήμερα στο λαό σου ένα θέαμα που δεν έχει ξαναδεί στον Ιππόδρομο απ’ τον καιρό της Θεοδώρας. Να χαρεί μάχη ανάμεσα σε θεριά βασιλικά κι αίμα πρώτης ποιότητας.

Αντρόνικος: Είναι μια ιδέα. Τι λες, Δούκα της Παροναξίας;

Δούκας: Μισές δουλειές, Αφέντη μου. Το ξέρεις καλά πως τίποτα δεν μπορεί να ευχαριστήσει τον κόσμο όσο το γλυκοθώρητο αίμα το ανθρώπινο. Μα αφού το θες, ας αυξήσουμε τον αριθμό των θεριών, να προσπαθήσουμε τουλάχιστο να τους ξεγελάσουμε με το μπούγιο.

Κωνσταντής: Τα διπλασιάζουμε.

Δούκας: Άρχοντες κι αρχόντισσες, ακούτε εδώ μεγάλα νέα! Σήμερα, τη συνηθισμένη ώρα, στον Ιππόδρομο, δίνουμε παράσταση εξαιρετική, που δε θυμούνται τέτοιο θέαμα ούτε οι παπουλήδες μας. Έξι λιοντάρια της Αραβίας θα πολεμήσουνε μ’ έξι βουβάλια ιντιάνικα, όλα πρώτο μέγεθος. Θα δείτε αίμα να χορτάστε! Και τι αίμα! Ποιότητα ασυναγώνιστη!

Το Πλήθος: Και η εχτέλεση του Μαυριανού; Πότε θα εχτελεστεί ο Μαυριανός;

Δούκας: Αφήστε ήσυχο το Μαυριανό! Δεν το καταλαβαίνετε πως ο Κυρ Αντρόνικος θέλει να δώσει χάρη; Έτσι του κάνει κέφι. [...]

Κι έτσι, Κυρίες και Κύριοι, μπορεί κανείς να πει πως η κωμωδία τέλειωσε με τον καλύτερο τρόπο, τουτέστι μ’ ένα γάμο αρχοντικό κι ελπιδοφόρο, με δημόσια γλέντια και με τη συμφιλίωση των κομμάτων. Και δε μένει παρά να ευχηθούμε όλες οι κωμωδίες να τελειώνουν έτσι βολικά, όπως η δική μας!


Από την παράσταση του έργου που ανέβηκε το 1997- 1998 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων 
σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαπά.
_____________________

«Μας κουκούλωσαν οι γυναίκες, Δέσποτα μεγαλοδύναμε!»

Η Αρετή, φορτωμένη λουλούδια έρχεται, δήθεν, «για να στολίσει τη σύναξη των αρχόντων» και να παραπονεθεί για την αποπλάνηση της αθώας δούλας από κάποιον μασκαρεμένο αξιωματικό του Παλατιού. Η Μαρουλίνα αναγνωρίζει με γέλια, στο πρόσωπο του Αντρόνικου εκείνον που την εκμεταλλεύτηκε και τα πλήθη πέφτουν από τα σύννεφα με το κατάντημα του «κοσμοπόθητου» Βασιλιά.

Ο Αντρόνικος, ατάραχος, αντιμετωπίζει την κατάσταση με την ανωτερότητα και ικανοποίηση ενός ανθρώπου που χαίρεται κάθε στιγμή της ζωής, ακόμα κι όταν είναι αυτός που πληρώνει τα σπασμένα. Ο Δούκας φροντίζει και παίρνει μεγαλύτερη προίκα, το στέμμα εδώ δεν το κερδίζει ο αντίπαλος, αλλά μεταβιβάζεται στους κληρονόμους της οικογένειας των Κομνηνών και μόνο η εκτελεστική εξουσία περνά στα χέρια του Κόμματος της Φρονιμάδας. Ο Κωσταντής, καιροσκόπος και μικρόψυχος, εκμεταλλεύεται τους φόβους του λαού, κερδίζει την εμπιστοσύνη του και γίνεται αντιβασιλέας, ενθουσιασμένος που η λαϊκή θέληση δίνει στο κόμμα τους την ευκαιρία να εφαρμόσουν το «μεγαλόπνοο» πρόγραμμά τους.

Μόνο η Αρετή δείχνει να μην συμμερίζεται τις θριαμβολογίες του Μαυριανού και του Κωνσταντή, απηυδισμένη από τις ιδέες και την ηθικολογία τους. Η ρωγμή στο «άτρωτο» οχυρό της ψυχής της μεγαλώνει.


Αρετή: Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες! Σας φέρνω λουλούδια από τα περιβόλια μου για να στολίσω τη σύναξή σας.
Μα τι έχει ο αδερφός μου κι είναι έτσι κακόθυμος και σκοτεινός.

Κωνσταντής: Κυρά, αν δεν το ξέρεις, μάθε το! Ο αδερφός σου κόντεψε τώρα δα να χάσει το κεφάλι του και μόλις που γλύτωσε από του Χάρου τα νύχια. Δύσκολο λοιπόν να τον δεις σήμερα να κάνει κέφι.

Αρετή: Μπα! Και πώς του συνέβηκε αυτό; Μήπως ανακατώθηκε σε κανένα πολιτικό κίνημα που δεν άρεσε τού πολυχρονεμένου μας του Βασιλιά, μεγάλη η χάρη του; Μήπως σκότωσε άνθρωπο στο κρασί απάνω; Ή τάχα για τα μαύρα μάτια καμιάς όμορφης;

Κωνσταντής: Ούτε πολιτική αντίθετη στη γνώμη του μεγάλου μας Αφέντη ούτε φονικό μπορούσε να ’χει κάμει ο Μαυριανός, άρχοντας ενάρετος και νομιμόφρονας από τους λίγους. Το κεφάλι του κόντεψε να το χάσει εξ αιτίας μιας μπλεξούδας που σου λείπει, μ’ ένα χοντρό διαμάντι, και που βρίσκεται τούτη τη στιγμή στα χέρια της σεβαστής Συγκλήτου. 

Αρετή: Σε καλό σας, άρχοντές μου! Μου λείπει εμένα μπλεξούδα; (Δείχνει τις μπλεξούδες της, που είναι εντάξει). Το διαμάντι τόντι μου λείπει. Μα ιδού πώς. Μαρουλίνα, έλα κοντά μου, καημένο παιδί! (Πλησιάζει η Μαρουλίνα).

Δούκας (Ιδιαίτερα στον Κυρ Αντρόνικο): Καταλαβαίνεις τίποτα, Δέσποτά μου;

Αντρόνικος: Κάτι μου φαίνεται πως καταλαβαίνω, Δούκα της Παροναξίας.

Αρετή: Τούτο το αθώο πλάσμα είναι τέκνο του τελευταίου περιβολάρη μου και το ’χω πάρει κάτω από την προστασία μου. Χτες λοιπόν παρατήρησα πως του άρεζε το πετράδι μου και του το ’δωσα να παίξει μια βραδιά. Κι αυτό το άμοιρο το ’βαλε στα μαλλιά του, καθώς είδε πως το φορούσα εγώ, και πήγε να κοιμηθεί. Αχ! τι ύπνος ήταν εκείνος! Τι εφιάλτης! Τι χαλασμός! (Χαϊδεύει τη Μαρουλίνα).

Αντρόνικος: (Ιδιαίτερα στο Δούκα): Εσύ κατάλαβες, Δούκα της Παροναξίας;

Δούκας: Αν κατάλαβα! Από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε εδώ μέσα το κοπάδι οι χήνες, όλα τα ’χω καταλάβει. Μας κουκούλωσαν οι γυναίκες, Δέσποτα μεγαλοδύναμε!

Αντρόνικος: Είναι πολύ πιθανό να ’χεις δίκιο, Δούκα της Παροναξίας.

Δούκας: Επόμενο ήταν, Αφέντη μου, να πατήσουμε κι εμείς μια φορά την πεπονόφλουδα. Πολύ μπερδευτήκαμε με τα ερωτικά. Το παραξυλώσαμε, αδερφέ! Μα δεν μπορούσαμε τέλος - πάντων να καθήσουμε και λίγο φρόνιμα;

Αντρόνικος: Τώρα δε μένει παρά να σταυρώσουμε τα χέρια και να κάμουμε χάζι το θέαμα, ξεχνώντας πως εμείς πληρώνουμε τα σπασμένα. Το πράμα έχει το γούστο του, Δούκα της Παροναξίας.[...]

Αρετή: Άρχοντες μου, το αγνό αυτό πλάσμα, το άβλαβο και τρυφερό, πλανεύτηκε χτες τη νύχτα από άνθρωπο που παρουσιάστηκε στον πύργο μου τάχα σα σπουδαστής των ελληνικών γραμμάτων, μα που όλες τον καταλάβαμε μονομιάς, από το παράστημά του και το περπάτημά του και τις ματιές που μας έριξε, ότι ήταν αξιωματικός του Παλατιού. Λοιπόν αυτός ο αθεόφοβος, σαν τέλειωσε το βάρβαρο έργο του, έκοψε της δύστυχης της δούλας μου, ποιος ξέρει με τι σκοπό ανομολόγητο, μια μπλεξούδα απ’ τα μαλλιά της, που είχε απάνω της και το πετράδι που λέγατε πριν. Καταλάβατε τώρα;

Ήρθαμε να κάμουμε παράπονα στη σεβαστή μας Σύγκλητο γιατί, με το γυναικίσιο το μυαλό μας, κρίνουμε πως δεν είναι σωστό να γίνουνται στο Κράτος μας τέτοια καμώματα, δηλαδή να μπαίνουνε στα καλά καθούμενα, σε σπίτια ειρηνικά, άνθρωποι μασκαρεμένοι και να πλανεύουν αθώα κορίτσια που δεν έδωσαν αφορμή. Έτσι λοιπόν ο τόπος μας θα πληρώνει στο εξής τη φρονιμάδα, τη σεμνότητα και την αξιοπρέπεια των οικογενειών;

Το πλήθος: Καταπληχτικό! Τα πάντα διαλύουνται! Να γίνουνε νόμοι! Να μας κυβερνήσουνε νέοι άντρες!

Αρετή: Μαρουλίνα, δυστυχισμένο παιδί, τον βλέπεις πουθενά αυτόν τον κακόηθο άνθρωπο που σ’ εκμεταλλεύτηκε; (Η Μαρουλίνα γελά). Δεν είναι ώρα για αστεία. Τον ξεχωρίζεις πουθενά εδώ τριγύρω;

Μαρουλίνα: Καλέ Κυρία, εσύ τάχα δεν τον βλέπεις; Είναι, καλέ, άνθρωπος που να μην τον ξεχωρίσεις;

Αρετή: Μπα! Πού να τον δω! Θαρρείς πως θυμούμαι τι λογιώ ήτανε;

Μαρουλίνα (δείχνει τον Κυρ Αντρόνικο): Καλέ, δεν είναι αυτός εκεί με τα κόκκινα;

Το πλήθος: Τι ξεπεσμός! Τι κατρακύλα! Τι ναυάγιο! Με μια περιβολάρισσα! Με μια δούλα! Ποιος; Ο Κυρ Αντρόνικος! Αυτός που είχε φιληνάδες του τις πιο περίφημες γυναίκες του αιώνα! Τις πιο όμορφες! Τις πιο λαμπρές! Τις πιο άφταστες! Τώρα να καταντήσει με τις περιβολάρισσες! Πάει κι αυτός! Πάει κι ακόμα πάει![...]

Πολλοί Άρχοντες: Το πρόγραμμα του Κωσταντή! Να βγει Αντιβασιλέας ο Κωσταντής ... Για τη σωτηρία του τόπου! Για την τιμή του έθνους! Για το καλό του λαού! Είναι ανάγκη ιστορική! Θέλουμε τον Κωσταντή! Θέλουμε τον Κωσταντή! Θέλουμε τον Κωσταντή!

Φωνές απ’ έξω: Σωτηρία του τόπου! Τιμή του έθνους! Αξίωση του λαού! Ανάγκη της Ιστορίας! Αντιβασιλέας Κωσταντής! (Ρυθμικά σα διαδήλωση). Κω - σταν - τής! Κω - σταν- τής! Κω - σταν - τής! Κω - σταν - τής!... 

Κωσταντής (στο Μαυριανό): Φίλε, επικρατούμε! Άκου! Η ώρα μας έφτασε! Η λαϊκή βοή μάς υψώνει στην εξουσία. Θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας! Θα σώσουμε! Θα απολυτρώσουμε! Θα ανορθώσουμε! Θα αναγεννήσουμε! Θα αναδημιουργήσουμε!

Μαυριανός (στην Αρετή): Αδερφή μου παινεμένη, αδερφή μου ασύγκριτη, πόσο είμαι περήφανος για σένα! Το κόμμα μας σ’ ευγνωμονεί! Η Ιστορία σε καμαρώνει! Η ακατάλυτη αρετή σου δικαιώνει τους αγώνες μας, στεριώνει τις ιδέες μας, δοξάζει το Πνεύμα, σώζει το Ήθος! Να σε φιλήσω!

Αρετή (τον σπρώχνει): Σας βαρέθηκα! Να μη με σκοτίζετε! Να μη σας βλέπω και να μη σας ακούω! Κι εσάς και τις ιδέες σας και το κόμμα σας και την Ιστορία σας, όλα σας τα βαρέθηκα! Να μη σας νιώθω πια κοντά μου! 


Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης)
______________________ 

«Δεν μπορείς πάλι να με μασκαρώσεις, να καταφέρουμε τίποτα;»

Στην πρώτη σκηνή της τέταρτης πράξης, κι ενώ έχει ανακοινωθεί ο γάμος της με τον αντιβασιλέα πλέον Κωνσταντή, η Αρετή πληροφορείται από τη Ζαμπέτα τις τελευταίες εξελίξεις. Με φανερή ταραχή κι αγωνία, προσπερνάει ό,τι αφορά το γάμο, την αντιβασιλεία, τα εγκώμια της Πόλης για την αγνότητά της κι ένα μόνο την ενδιαφέρει: η τύχη «εκείνου του ακατονόμαστου, του τρισάθλιου», που ούτε τ’ όνομα του δεν μπορεί να πιάσει στο στόμα της. Η Ζαμπέτα, εξίσου ταραγμένη, την ενημερώνει για τη φυλάκιση του Αντρόνικου στον πύργο της Χρυσής Πύλης και τις διαφωνίες για την τιμωρία που πρέπει να του επιβληθεί. 

Το πουλί των Τραγουδιών κάνει την εμφάνισή του, ψάλλοντας νυφιάτικα τραγούδια στην μελλόνυμφη, η οποία μετανιωμένη κι ανήσυχη για την τύχη του Αντρόνικου, τα βάζει μαζί του και το διώχνει άρον άρον.

Εμφανίζεται η Μαρουλίνα - «Εκλαμπρότατη Δούκισσα της Παροναξίας», μετά τον γάμο της - και οι τρεις γυναίκες, με την ίδια ακριβώς σκέψη στο μυαλό τους, φεύγουν τρέχοντας για τη φυλακή του Αντρόνικου.

Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης) 
____________________________


(Μπαίνει η Ζαμπέτα λαχανιασμένη).

Ζαμπέτα: Κυρία! Κυρία!

Αρετή: Ζαμπέτα, τι νέα φέρνεις από την Πόλη;

Ζαμπέτα: Αχ! μου κόπηκε η φωνή.

Αρετή: Λέγε, καημένη. Τι τρέχει;

Ζαμπέτα: Αχ! ν’ ανασάνω! 

Αρετή: Θα μιλήσεις λοιπόν;

Ζαμπέτα: Αχ! Κυρούλα μου! Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω! Πρώτα - πρώτα ο Κυρ Κωσταντής βγήκε Αντιβασιλέας. Ίσως σκοτίζεσαι να το μάθεις αφού ο αδερφός σου πρόσταξε να τον παντρευτείς, θα σ’ έχουμε λοιπόν Αντιβασίλισσα, να ορίζεις το καθετί!

Αρετή: Άσε με ήσυχη, καημένη, με τους γάμους μου και με την αντιβασιλεία μου! Αυτά θα λέμε τώρα; Παρακάτω τι έχεις να πεις;

Ζαμπέτα: Όλη η Πόλη μιλά για σένα, για την αρετή σου, την αγνότητά σου, τη σεμνότητά σου. Έγινες σημαία, Κυρούλα μου. Το κόμμα της Φρονιμάδας ορκίζεται στ' όνομά σου. Θα βάλουνε την εικόνα σου σ’ όλα τα παρθεναγωγεία. Οι ιεροκήρυκες σ’ εγκωμιάζουν από τον άμβωνα.

Αρετή: Παρακάτω, Ζαμπέτα! Άσε με ήσυχη, καλέ!

Ζαμπέτα: Ο Κυρ Κωσταντής έβγαλε διάγγελμα. Το ’μαθα απ’ έξω. «Λαοί της Αυτοκρατορίας, λέει, σας φέρνω μήνυμα κοσμοϊστορικό. Το καθεστώς της Τρέλας έπεσε μες στη γενική κατακραυγή των σοβαρών αντρών και των σεμνών γυναικών. Από τον Αδρία και το Δούναβη ως τον Καύκασο και τον Ευφράτη, η Φρονιμάδα θριαμβεύει και σώζει και δοξάζει τη Ρωμανία. Χαρείτε τη νίκη του Πνεύματος απάνω στην Ύλη, του πειθαρχημένου Ήθους απάνω στη βάρβαρη αναρχία των αισθήσεων. Στο εξής σε όλα θα μπει κανόνας...»

Αρετή: Αχ! άσε το διάγγελμα και τους κανόνες, καημένη, και πες μου τι απόγινε εκείνος ο ακατονόμαστος, ο τρισάθλιος...

Ζαμπέτα: Αχ! Κυρούλα μου, πώς να σου τα πω που δε βρίσκω τα λόγια! Καλέ, στα σίδερα τον βάλανε!

Αρετή: Στα σίδερα ο Κυρ Άντρόνικος!

Ζαμπέτα: Στα σίδερα, καλέ, στον πύργο της Χρυσής Πύλης. Τρία τάγματα τον φυλάουνε μην τους φύγει. Και τώρα κάθουνται και συζητούνε τι να τον κάμουνε. Άλλοι λένε να του κόψουνε τη μύτη, όπως είναι το έθιμο όταν πέφτει Βασιλέας. Μα οι αδιάλλαχτοι της Φρονιμάδας υποστηρίζουνε πως και χωρίς μύτη μπορεί περίφημα να κάνει τη δουλειά που έκανε ως τώρα και βούτηξε όλο το Κράτος μας στην παραλυσία. Για τούτο, λένε, πολιτικότερο θα είναι να του κόψουν ένα άλλο πράμα. Καταλαβαίνεις, καλέ. Μα και πάλι δεν είναι σίγουροι, γιατί οι πιο τρομαγμένοι λένε πως, από τέτοιο σκαρί, όλα μπορείς να τα περιμένεις και δεν αποκλείεται μια μέρα να του ξαναφυτρώσει η δύναμή του. Και τότες, με το γινάτι που θα ’χει, ο Θεός πια να βάλει το χέρι του!

Αρετή: Καλέ, είναι έξω φρενών! Έξω φρενών! (Παρουσιάζεται το Πουλί, χτυπά τα φτερά του, κελαϊδεί)

Ζαμπέτα: Κυρία, να ’το πάλι! Το Πουλί των Τραγουδιών!

Αρετή: (στο Πουλί): Α! μάλιστα! Εσύ μου έλειπες αυτή τη στιγμή!


Πουλί: Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι, 
το ταίρι σου ’ναι ζηλευτό κι όμορφο παλικάρι.
Στο σπίτι το πεθερικό, στη γειτονιά που θα ’ρθεις, 
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ριζώσεις 
και σα μηλιά, γλυκομηλιά ν’ ανθίσεις, να καρπίσεις, 
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα.


Ζαμπέτα: Καλέ Κυρούλα, ήρθε να ψάλει νυφιάτικο τραγούδι.

Αρετή: Νυφιάτικο τραγούδι! (Στο Πουλί). Έτσι που τα κατάφερες! Με τα φεγγάρια σου και τα κυπαρίσσια σου και τους εννιά τους γιους και τα παρόμοια!

Πουλί: Αυτό τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κατά την Πούλια,
αυτό μου φέγγει κι έρχουμαι, νύφη μου, στην αυλή σου. 
Χτυπώ τη θύρα δυο φορές, το παραθύρι πέντε.
Σήκω ν' αλλάξεις, Αρετή, να βάλεις τα χρυσά σου.
Σαράντα αμάξια κουβαλούν τα δώρα για το γάμο.


Ζαμπέτα: Κι αυτή η συνήθειά του η αχαραχτήριστη να μιλά για αστέρια και για πούλιες ενώ είναι μέρα μεσημέρι!

Αρετή: Είναι ποιητική άδεια! Μα δε φταίει αυτό. Φταίμε εμείς που καθόμαστε και τ’ ακούμε. (Στο Πουλί). Να όψεσαι! Θάλασσα τα έκαμες! Δεν ντρέπεσαι λιγάκι και τα πατρογονικά σου, που λένε πως βαστάς από τον Όμηρο! (Το Πουλί χτυπά τα φτερά του και κελαϊδεί). Να πας καλύτερα να βρεις τον Κυρ Αντρόνικο! Που έτρεξες μάνι - μάνι να μου προφτάσεις πως έρχεται να με σπουδάσει με τα βιβλία του! Τώρα να δούμε αυτός πώς σπουδάζει, εκεί που τον έχουνε! Εγώ σε βαρέθηκα! Μ’ ακούς; Σε βαρέθηκα! (Φεύγει το Πουλί. Μπαίνει υπηρέτης).

Υπηρέτης: Η Εκλαμπρότατη Δούκισσα της Παροναξίας!

Αρετή: Να περάσει. (Μπαίνει η Μαρουλίνα, πλούσια στολισμένη). Έλα, Μαρουλίνα. Μη ντρέπεσαι. Κάθησε. Οι δούκισσες δεν κάνει να περιμένουν όρθιες. (Η Μαρουλίνα κάθεται κι αρχίζει τα γέλια). Δεν είμαστε για γέλια, Μαρουλίνα. Είμαστε για κλάματα. (Η Μαρουλίνα κλαίει). Τα ’μαθες τα νέα με τον Κυρ Άντρόνικο;

Μαρουλίνα: Τα ’μαθα, καλέ.

Αρετή: Δεμένο τον έχουνε με αλυσίδες. Και θέλουνε να του κόψουνε τη μύτη και...

Μαρουλίνα: Ναι, καλέ. (Κλαίει). Καημένη Κυρία, δεν κόβει τίποτα το κεφάλι σου;

Αρετή: Τι να κόψει πάλι; Αρκετά, μου φαίνεται, έκοψε και προκόψαμε.

Μαρουλίνα: Καλέ, να τον βγάλουμε!

Αρετή: Να τον βγάλουμε από τη φυλακή και να τον αφήσουμε πάλι λεύτερο να γυρνά τον κόσμο, να θύει και ν’ απολύει; Το σκέφτηκες, Μαρουλίνα;

Μαρουλίνα: Το σκέφτηκα, καλέ. Όλη την ώρα αυτό σκέφτουμαι, καλέ.

Αρετή: Ζαμπέτα, ακούς τι μου λέει αυτή εδώ η προκομένη η Δούκισσα της Παροναξίας, την πρώτη κιόλας μέρα του γάμου της, τι γυρνά στο νου της, τι μηχανεύεται, τι παρακαλεί; Πώς να το σκάσει από τη φυλακή ο Κυρ Αντρόνικος!

Ζαμπέτα: Καλέ Κυρούλα μου, κι εσύ, την παραμονή του δικού σου γάμου, το ίδιο πράμα δεν παρακαλείς από μέσα σου;

Αρετή: Ζαμπέτα, δεν το περίμενα από σένα! Τέτοια αυθάδεια! Τέτοια αδικία! Σα να μη μου έφταναν οι πίκρες μου, να σ’ έχω κι εσένα εδώ να μου μιλάς έτσι! Ακόμα να δούμε τι άλλο θα βρεις να μου πεις! (Μεγάλα νεύρα). Λέγε, Ζαμπέτα! Λέγε λοιπόν! Τι μπορούμε να κάμουμε;

Μαρουλίνα: Καλέ Κυρία, όπως με μασκάρωσες προχτές κι έγιναν όλα εκείνα, δεν μπορείς πάλι να με μασκαρώσεις, να καταφέρουμε τίποτα;

Αρετή: Να τη μασκαρώσω! Θέλει να τη μασκαρώσω! Ναι, καλέ, θα σε μασκαρώσω! Ελάτε μαζί μου! Να σελώσουν άλογα! (Φεύγουνε τρέχοντας).

Από την παράσταση που ανέβασε το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 
σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (Φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης) 
_____________________

«Παίρνω ό,τι βρω καλύτερο· δίνω το περίσσεμά μου. Ευτυχία δεν είναι αυτό;»

Στη δεύτερη σκηνή της τελευταίας πράξης ο Αντρόνικος συνομιλεί με το Πουλί των Τραγουδιών. Στον ψύχραιμο απολογισμό του, συνειδητοποιεί ότι, αλλάζοντας πρόσωπα και ρόλους, έμενε κατά βάθος πάντα ο ίδιος: «ένα μεγάλο παιδί, ενθουσιασμένο με τη ζωή, έτοιμο να πάρει το καλύτερο και να προσφέρει το περίσσευμα.»

Ο κυρ Αντρόνικος του Θεοτοκά, ο μόνος βασιλιάς που δε διστάζει να μεταμφιεστεί για να αποπλανήσει την κοπέλα, διαγράφεται με τρόπο που αντικατοπτρίζει την αντίληψη του δημιουργού του: «η ανθρώπινη ζωή είναι ένα όμορφο, αν και ακατανόητο, σύνολο πολλών ρόλων, που αλλάζουν απρόβλεπτα από τη μια στιγμή στην άλλη». Υιοθετώντας τη φιλοσοφία του Δον Ζουάν, του επικούρειου μυθιστορηματικού του προγόνου, ο Κυρ Αντρόνικος, με την ανάλαφρη στάση του απέναντι στη ζωή και τις γυναίκες, καταφέρνει να κατακτήσει μερίδιο της συμπάθειας των θεατών. Μπαινοβγαίνοντας από ρόλο σε ρόλο, χωρίς ρωγμές ή ενοχές και με την ηδονική ευφορία του παιδιού που ικανοποιεί τις ενστικτώδεις παρορμήσεις του, λέει «ναι» στο παιχνίδι της ζωής, στη διαλεκτική κίνησή της, στις μικρότητες και τις μεγαλοθυμίες της.

Είναι γεγονός πως ο Κυρ Αντρόνικος του Θεοτοκά δε θυμίζει σε τίποτα το στερεότυπο του αρσενικού που, θεωρώντας βασικό στοιχείο για την επιβίωσή του την επιβολή και την κυριαρχία, συνθλίβει το θηλυκό. Κάτι πλατύτερο και βαθύτερο ενσαρκώνει κι αυτό είναι το διονυσιακό στοιχείο, η φλόγα της ζωής, η μορφοπλαστική δύναμη του φυσικού, ανυπόκριτου, παρορμητικού Έρωτα, που «μπολιάζει» τα ανθρώπινα, ψυχές  και σώματα. Όπως εύστοχα σημειώνει στην κριτική του για την παράσταση του 1947, ο Κλέων Παράσχος, πρόκειται για  μια δύναμη που «σπάζει όχι μόνο τις πόρτες και τα παράθυρα, πίσω από τα οποία μάταια προσπαθούν να φυλαχτούν οι γυναίκες, αλλά και όλα τα σχήματα, όπου αγωνίζεται του κάκου να κλείσει η λογική τη ζωή».

Όσο κι αν η διονυσιακή αντίληψη της ζωής αντιμετωπίζεται από την πλειονότητα των ανθρώπων ως αρνητική, «σκάνταλο, πρόκληση και βρισιά», είναι αυτή που επιτρέπει την μεταμόρφωση, την ψυχολογική εξέλιξη, την συναισθηματική ωρίμαση. «Μεταμόρφωση» δεν υφίσταται, χωρίς «ιεροσυλίες» και σφάλματα, χωρίς να παραβιαστούν απαγορευμένες πόρτες, επιβεβλημένοι κανόνες και περιορισμοί. 


Στη φυλακή. Ο Κυρ Αντρόνικος δεμένος μ’ αλυσίδες. Το Πουλί των Τραγουδιών στέκεται, στο παράθυρο, ανάμεσα στα κάγκελα.

Αντρόνικος (στο Πουλί): Είδες τι έπαθα; Είδες πράματα; Να με βάλουνε και στα σίδερα! Επειδή κατά λάθος πήγα με την περιβολάρισσα κι άφησα την αρχόντισσα, που την προτιμούσα άλλωστε! Πολύ μπερδεμένη ιστορία. Να δούμε τι λόγια θα βρεις να το τραγουδήσεις αυτό! (Το Πουλί κελαϊδεί). Άθλιε στιχοπλόκε, σε νιώθω που παραμονεύεις έτοιμος ν’ αμολήσεις βρύση τους δεκαπεντασύλλαβους. Τι σε νοιάζει εσένα; Τραγούδι να ’ναι κι ό,τι θέλει ας είναι! Με τα τέσσερα έτρεξες μόλις οσμίστηκες θέμα εντυπωσιακό, βαρυσήμαντο, βασιλικό. (Το Πουλί κελαϊδεί χτυπώντας τα φτερά του). Να σου πω δα όλη την αλήθεια, τώρα πια δεν ξέρω αν η βασιλεία μου δεν ήτανε παρά ένας ρόλος μέσα σε χίλιους άλλους. Άλλαξα τόσες φορές πρόσωπο, που δεν καταλαβαίνω πια πότε ήμουν ο πιο αληθινός. (Το Πουλί κάτι πάει να κελαϊδήσει). Μαντεύω τι θες να πεις. Πως ο ρόλος δεν έχει σημασία και πως κατά βάθος ήμουνα πάντα ο ίδιος. Δηλαδή τι; (Το Πουλί κελαϊδεί). Παιδί; Ότι είμαι, λες, ένα μεγάλο παιδί; Αστείο αυτό! (Ο Κυρ Αντρόνικος γελά). Έστω! Παιδί, αν θες! Αγαπώ τον κόσμο σα να τον βλέπω κάθε μέρα για πρώτη φορά. Μ’ αρέσει. Τον χαίρουμαι. Είμαι ευτυχισμένος. Με τον τρόπο μου, βέβαια. Δε μου το συγχωρούν αυτό. Τους στενοχωρεί η ευτυχία σα σκάνταλο, σαν πρόκληση, σα βρισιά στην κοινωνία. Μα εγώ δεν έχω παράπονο. Όλα τα παραδέχουμαι, τη ζωή, τους ανθρώπους, τον έρωτα, το μίσος. Παίρνω ό,τι βρω καλύτερο· δίνω το περίσσεμά μου. Ευτυχία δεν είναι αυτό; (Το Πουλί χτυπά τα φτερά του). Έχεις επιφύλαξη; Όχι, μάτια μου, να τ’ αφήσεις αυτά. Η διαλεχτική δεν είναι δουλειά σου. Δουλειά σου το τραγούδι κι άλλο τίποτα. Λέγε, λοιπόν. Εμπρός η μουσική!... Διστάζεις... Δεν ξέρεις πώς να το δέσεις, πώς να το κλείσεις. Περιμένεις τη λύση. Έννοια σου, θα βρεθεί κάποια λύση. Κάτι θα συμβεί. Πάντα συμβαίνει κάτι, θα δεις. 


Από τις πρόβες για την παράσταση του έργου που ανέβηκε το 1997- 1998 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαπά (Φίλιππος Σοφιανός, Γιάννης Σαμσιάρης)
_________________

«Ο Βασιλιάς Αντρόνικος λεύτερος ταξιδεύει...»

Στη φυλακή εισβάλλουν η Αρετή, η Ζαμπέτα και η Μαρουλίνα μασκαρεμένη καλόγερος, για να σωφρονίσουν τάχα τον «δαιμονισμένο» Αντρόνικο και να δεχτεί η ψυχή του τα ουράνια διδάγματα. Ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες της Αρετής, μασκαρεμένος με το ράσο και το σκούφο του καλόγερου, ο φυλακισμένος θα αποδράσει, θα καβαλικέψει το μαύρο άτι, θα πετάξει μ' ένα σάλτο πάνω από τα Τείχη της Πόλης και θα χαθεί στον κάμπο της Θράκης. «Λεύτερος από τα σίδερα κι από τη βασιλεία του, ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει», έτοιμος ν' απλώσει και πάλι τα δίκτυα της γοητείας του σ' όλη τη γη, φόβος και τρόμος για τους άντρες όλης της Ρωμανίας, ανατριχίλα στον ύπνο ή τον ξύπνιο των γυναικών.

Μπροστά στον Κωνσταντή, το Μαυριανό και το Δούκα, που σπεύδουν στη φυλακή κι απορούν με την παρουσία των γυναικών εκεί, η Αρετή ομολογεί απερίφραστα το ρόλο που έπαιξε στην απόδραση του Κυρ Αντρόνικου. Η ηρωίδα του Θεοτοκά κερδίζει το στοίχημα, αλλά χάνει το παιχνίδι· δεν υποτάσσεται στον Έρωτα, όπως η κόρη στο έργο της Γ. Καζαντζάκη, εμπαίζει το βασιλιά, του παραδίνει τη δούλα της, αλλά στο τέλος τον λυπάται και του χαρίζει την ελευθερία του.

Η Αρετή, οπλισμένη με την ασπίδα της λογικής και των γνώσεων που προσφέρουν τα βιβλία, δεν καταφέρνει να παραμείνει άτρωτη στην πρόκληση του συναισθήματος. Όσο κι αν διατείνεται, μετ' επιτάσεως στην αρχή, ότι είναι «σίδερο και βράχος» αξιοπρέπειας και αρετής, νικιέται στο τέλος από την πρόκληση της ζωής κι «αφήνει να κυλήσει λίγο από το αίμα του Διόνυσου στις φλέβες του Απόλλωνα». Παραδέχεται εν τέλει πως χωρίς τον Διόνυσο, που αντιπροσωπεύει το πάθος της ψυχής και τον πόθο για ελευθερία, η ζωή μένει άνυδρη, άγονη και στεγνή. Αν και η ίδια καταφεύγει συνειδητά στην προστασία του απολλώνιου, στοιχείου, διαλέγοντας το στρατόπεδο της φρονιμάδας, χαρίζει την ελευθερία στον Αντρόνικο, τον εκφραστή του διονυσιακού στοιχείου, της ζωής με τις αρχέγονες ενστικτώδεις διαστάσεις, πανίσχυρες και γι' αυτό τρομακτικές. 

Η Αρετή δεν φεύγει μαζί του κι η επιλογή της αφήνει αμήχανη τη λογική του Κωνσταντή· όσο όμως ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει ελεύθερος, η «Τρέλα», διάχυτη στον αέρα, κάνει υποφερτή τη ζωή για τις γυναίκες, που, αναγκασμένες να πνίγουν εν τω γεννάσθαι το διονυσιακό πνεύμα, προσαρμόζουν τη ζωή τους στον στενό κορσέ της λογικής και της φρονιμάδας. Τηρουμένων των αναλογιών, η Αρετή βρίσκεται πιο κοντά στον ψυχισμό της Ροδόπης του Ποριώτη, η οποία δεν υποκύπτει στον θελκτικό άντρα, αλλά μετανιώνει και θλίβεται στο τέλος, για την άκαμπτη αρετή της, που την καταδικάζει σε μια γκρίζα και στείρα ζωή. 

Ο «θώρακας» της σύνεσης και του ορθολογισμού μπορεί να προστατεύει από τους «πειρασμούς», αλλά η απαλοιφή της συναισθηματικής διάστασης  μετατρέπεται σε σοβαρή αναπηρία, ειδικά για τη γυναίκα, στην οποία η σφαίρα του συναισθήματος υπερτερεί, όσο κι αν συχνά καταπνίγεται ή ακόμα χειρότερα απωθείται.

Ζωγραφική μακέτα σκηνικού του Δημήτρη Μυταρά για την παράσταση που ανέβασε 
το 1964-1965 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. 
(Ασπρόμαυρη φωτογραφία του Σωκράτη Ιορδανίδη)
________________________


(Ανοίγει η πόρτα. Παρουσιάζονται η Αρετή, η Ζαμπέτα, η Μαρουλίνα μασκαρεμένη καλόγερος κι ένας αξιωματικός. Το Πουλί φεύγει).

Αρετή (στον Αξιωματικό): Σου εξήγησα, σπαθάριε, πως έχω εντολή από ανώτατη εκκλησιαστική αρχή να προσπαθήσω να φρονιματίσω τον άμοιρο τούτο δαιμονισμένο άνθρωπο, ώστε να φύγουν από μέσα του οι διαβόλοι, και, αν είναι να πεθάνει, ν’ αναπαυτεί η ψυχή του, αν πάλι είναι να ζήσει, ολάκερος ή μισός, κάμποσα ακόμα χρόνια, να μπορέσει ν’ αφιερωθεί στα θεία και, με το παράδειγμά του, να βοηθά κι αυτός το διόρθωμα της κοινωνίας. Για τούτο έφερα και τον άγιο καλόγερο μαζί μου. Όμως κοντά στο νου πως πρέπει να λύσεις το φυλακισμένο, γιατί ο λόγος του Θεού χάνει τη δύναμή του σαν τον ακούει κανείς δεμένος. Λεύτερη πρέπει η ψυχή να δέχεται τα ουράνια διδάγματα.

Αξιωματικός: Κυρά, τ’ όνομά σου είναι εγγύηση αρκετή! Όλη η Πόλη σε ξέρει πια σαν το σύμβολο της γυναικείας φρονιμάδας. Τον λύνω και φυλάουμε απ’ έξω, αν μας χρειαστείς, τρία τάγματα, πεζούρα και καβαλαρία. Μόλις τελειώσεις το φρονιματισμό, φώναξε να τον ξαναδέσω.

(Φεύγει αφού λύσει τις αλυσίδες του Κυρ Αντρόνικου. Αυτός τεντώνεται και φαίνεται σα να ξαναβρίσκει εύκολα την καλή του διάθεση).

Αρετή: Δώσε μου το ράσο και το σκούφο, Μαρουλίνα. Αφέντη, πολύν καιρό δεν έχουμε, θα φορέσεις αυτό το εκκλησιαστικό ντύσιμο και θα βγεις γοργά από δω μέσα, πριν προφτάσει κανείς να σκεφτεί τι γίνεται. Θα τραβήξεις στην αυλή του Πύργου, θα δεις τ’ άλογά μας. Θα καβαλικέψεις το μαύρο, το δικό μου, θα δώσεις έναν πήδο απάνω από τα Τείχη της Πόλης κι από το χαντάκι και θα πας στην ευχή του Θεού.

Αντρόνικος: Θα φορέσω τα ράσα. Θα καβαλικέψω. Θα δώσω έναν πήδο. Ωραία! Έξυπνο σχέδιο! Να γίνει λοιπόν. 

Αρετή: Το διάβημά μου θα σου φαίνεται περίεργο, Αφέντη μου.

Αντρόνικος: Το διάβημά σου; Το διάβημά σου; Α! μάλιστα! Που με βοηθείς να βγω από δω μέσα. Αυτό δε θες να πεις;

Αρετή: Θα συλλογίζεσαι κιόλας τις δυο άλλες αντάμωσες που είχαμε, χτες και προχτές.

Αντρόνικος: Δυο άλλες αντάμωσες; Α! Βέβαια! (Ειλικρινά αφαιρεμένος). Στον Πύργο σου. Και στη Σύγκλητο. Για φαντάσου. Κόντευα να ξεχάσω.

Αρετή: Ποιος ξέρει τι γνώμη θα ’χεις σχηματίσει για μένα! Για τα μυαλά μου!

Αντρόνικος: Για σένα; Για τα μυαλά σου; Πολύ καλή γνώμη, Κυρά μου. Είσαι έξυπνη. Έχεις ιδέες. Περίεργο το διάβημα; Να σου πω την αλήθεια, πάντα το καθετί που βλέπω μου φαίνεται περίεργο.Όλα με παραξενεύουνε. Μα όλα μ’ αρέσουνε· τα παραδέχουμαι. Κι εσένα βέβαια σε παραδέχουμαι.

Αρετή: Με παραδέχεται ! Ακούτε, καλέ, τι είπε; Με παραδέχεται!

Αντρόνικος: Τι κρίμα να μην έχω καιρό. Θα γνωριζόμασταν καλύτερα. Λυπούμαι κατάκαρδα, πίστεψέ με. Έχεις χάρη. Έχεις ζωηράδα. Μ’ αρέσεις. Μα όλες σας μ’ αρέσετε. Μου φαίνεται σα να σας ξέρω από καιρό. Σας εχω κιόλας συνηθίσει. Όμως ας μη μελαγχολούμε. Ο κόσμος είναι μικρός. Καθόλου απίθανο να ξαναβρεθούμε. (Τη φιλεί).

Αρετή: Αφέντη! Αφέντη! Αντρόνικε! (Μα καθώς προφέρει τ’ όνομά του αυτός έχει κιόλας φύγει. Πετιούνται κι οι τρεις στο παράθυρο). Να ’τος! Να ’τος!

Ζαμπέτα: Τρέχει προς τ’ άλογα!

Μαρουλίνα: Οι στρατιώτες σαστίζουνε!

Αρετή: Δεν καταλαβαίνουνε τι είναι αυτός ο παπάς που πιλαλά σαν παλαβός!

Ζαμπέτα: Πετά τα ράσα!

Μαρουλίνα: Καβαλικεύει το μαύρο άτι!

Αρετή: Αχ! τώρα τον αναγνωρίζουνε! (Ακούεται σάλπιγγα). Σημαίνουνε συναγερμό! Τρέχουν απ’ όλες τις μεριές! 

Ζαμπέτα: Ετοιμάζεται να πηδήξει!

Μαρουλίνα: Πηδά!

Αρετή: Πήδηξε! Μ’ ένα σάλτο πέταξε απάνω από τα Τείχη κι από το χαντάκι. Χάνεται στον κάμπο της Θράκης! Πάει ο Κυρ Αντρόνικος!

Μαρουλίνα: Πέταξε σαν το πουλί!

Ζαμπέτα: Έγινε κι αυτός πουλί!

Αρετή: Έγινε τραγούδι! (Μπαίνουν ο Κωσταντής, ο Μαυριανός, ο Δούκας της Παροναξίας και ακόλουθοι).

Μαυριανός: Εσύ εδώ, αδερφή μου, την παραμονή του γάμου σου με τον Αντιβασιλέα κι ύστερα από το υψηλότατο παράδειγμα ηθικής και σωφροσύνης που έδωσες χτες στην Οικουμένη! Πώς εξηγείς, παρακαλώ, τούτη τη διαγωγή σου;

Δούκας: Δούκισσα της Παροναξίας, τι γυρεύεις σ’ αυτό το κελλί; Πώς συμβιβάζεται, ήθελα να ’ξερα, η στάση σου με τους κανόνες της συζυγικής τιμής;

Κωνσταντής: Σταματήστε κι αφήστε με να ξεδιαλύνω το απροσδόκητο αυτό ζήτημα. Αρχόντισσα Αρετή, περίμενα αλλιώς να σ’ ανταμώσω σήμερα, στον πύργο σου. Ετοιμαζόμουνα να μεταφερθώ εκεί με τα δώρα μου και μ’ επίσημη ακολουθία. Μα άξαφνα μια φήμη παράξενη μ’ έβγαλε από το δρόμο μου, πως τάχα δραπέτεψε ο Κυρ Αντρόνικος από τα σίδερα όπου τον είχαμε δεμένο για λόγους ηθικούς. Τρέξαμε λοιπόν να βεβαιωθούμε και, αντί να βρούμε αυτόν στη φυλακή του, βρίσκουμε εσένα με τούτες τις δυο γυναίκες. Δικαιολογημένο βέβαια θα σου φανεί το ξάφνισμά μας.

Αρετή: Άρχοντα Κωσταντή, κρίνε με όπως θες. Τον Κυρ Αντρόνικο τον φευγατίσαμε. Το σχέδιο ήτανε δικό μου. Οι δυο γυναίκες εχτελέσανε παραγγελίες μου.

Μαυριανός: Άντρες της Πόλης κι όλης της Ρωμανίας, φυλάξτε τις γυναίκες σας! Ο Κυρ Αντρόνικος είναι λεύτερος! Ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει! [...]

Μαυριανός: Μανταλώστε τις πόρτες! Σφαλήξτε τα παραθυρόφυλλα! Μην αφήνετε τις γυναίκες σας, τις κόρες σας, τις αδερφάδες σας, μα ούτε και τις μανάδες σας, λέω, μην τις αφήνετε να μακρύνουν από κοντά σας! Ο Κυρ Αντρόνικος πήρε δρόμο! Ταξιδεύει! [...] Το νου σας ποιον μπάζετε στα σπίτια σας! Είναι γεμάτος τεχνάσματα και μασκαρέματα! Είναι διάβολος τετραπέρατος! Ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει!

Δούκας: Δούκισσα της Παροναξίας, κοντά μου! Εδώ! Να σε βλέπω! Να σ’ αγγίζω! Κατάλαβέ το πως για άνθρωπο της τάξης μου δεν υπάρχει σπουδαιότερο ζήτημα απο τη συζυγική του τιμή!

Μαρουλίνα: Ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει!

Ζαμπέτα: Αχ! μόνο που τον νιώθω να ταξιδεύει, κόβουνται τα ήπατά μου. Μα πολύ, πολύ μεγάλη υπόθεση!

Αρετή: Ταξιδεύει! Πετά! Σαν το πουλί. Λεύτερος από τα σίδερα κι από τη βασιλεία του κι από την Πόλη και τη Ρωμανία. Λεύτερος φτερουγίζει από κλαρί σε κλαρί. Δικός του τώρα ο κόσμος όλος! Στη Συρία, στην Ιερουσαλήμ, στις χώρες της Ανατολής, στη Βενετιά, στη Φραγκιά, στην Καστίλλια, οι γυναίκες της Οικουμένης ανατρίχιασαν στον ύπνο ή στον ξύπνο τους. Ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει!

Κωνσταντής: Τόντι παράξενο επεισόδιο! Η Φρονιμάδα έστησε καρτέρι της Τρέλας, την έπιασε στην ξόβεργα και την έκλεισε στο κλουβί. Μα, πριν προφτάσει να χαρεί τη νίκη της, μετάνιωσε, άνοιξε το κλουβί κι άφησε την Τρέλα να πετάξει. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο το ’καμες αυτό, Αρετή!

Αρετή: Έτσι μου ήρθε. Ξέρω κι εγώ;

Κωνσταντής: Αν ήτανε να πας μαζί του, θα καταλάβαινα, θα έβλεπα στην πράξη σου μια λογική αιτία. Μα τώρα η λογική μου βρίσκεται σε αμηχανία.

Αρετή: Η μοίρα μου, ως φαίνεται, ήτανε να μείνω με τους φρόνιμους. Μα συλλογίζουμαι τώρα δα ένα πράμα. Αν δεν ήταν η τρέλα στον κόσμο, η μυρωδιά της τρέλας, η γέψη της, αν δεν ήταν η τρέλα διάχυτη παντού ολόγυρά μας στον αέρα που ανασαίνουμε, πώς θα μπορούσαμε να υποφέρουμε τη φρονιμάδα μας, εμείς οι σοβαρές γυναίκες;

Κωνσταντής: Φίλοι μου, η Φρονιμάδα απαιτεί να μη δώσουμε συνέχεια στο επεισόδιο. Σε τέτοια περίσταση η καλύτερη πολιτική είναι να κλείνει κανείς τα μάτια. Βέβαια πλουτιστήκαμε σήμερα με πείρα που μπορεί να μας χρησιμέψει στο εξής. Όμως συστήνω να μην επιμείνουμε περισσότερο σ’ αυτό το θέμα και να γυρίσουμε στα κανονικά μας έργα. 

(Φεύγουν. Η σκηνή μένει άδεια. Παρουσιάζεται πάλι το Πουλί των Τραγουδιών).

Πουλί: Ο Βασιλιάς Άντρόνικος έσπασε τα δεσμά του, 
πήδησε το μαντρότοιχο και χάθηκε στον κάμπο.
Οργώνει λόγγους και βουνά· δικός του ο κόσμος όλος 
και περιβόλια φουντωτά και ρόδινα ακρογιάλια 
κι οι πολιτείες οι χρυσές σ’ Ανατολή και Δύση.
Χαρείτε νιες, χαρείτε γριές, χαρείτε παντρεμένες, 
της Ρωμανίας δέσποινες, κοκόνες της Ευρώπης, 
κι εσείς κορίτσια φρόνιμα, κι εσείς τρελογυναίκες, 
άσπρες φοράδες αχνιστές και μανιασμένες γάτες!
Ο Βασιλιάς Αντρόνικος λεύτερος ταξιδεύει, 
παιζογλαντίζει και γελά κι όλες σας χωρατεύει 
κι όλες μαζί σας αγαπά και κάθε μια σας χώρια.

Γιώργου Θεοτοκά, Το παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας, 
εκδόσεις Ίκαρος, 1947


1997- 1998, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων, 
 σκηνοθεσία Νίκος Χατζηπαπάς
 (Φίλιππος Σοφιανός, Αγλαΐα Παππά, Γιάννης Σαμσιάρης)
_____________________

«Διά λόγους τιμής...»

Σ' όλα τα κείμενα που πραγματεύονται το θέμα της δοκιμασίας της γυναικείας τιμής, το ακατάληπτο, απρόβλεπτο και αινιγματικό της γυναικείας φύσης και η προσπάθεια του αμήχανου αρσενικού να την ελέγξει, να την περιορίσει και να την καθυποτάξει, είτε διατυπώνεται ρητά είτε υποβόσκει. Η γυναικεία σεξουαλικότητα - σε αντίθεση με την ανδρική - ήταν ανέκαθεν καλυμμένη με πέπλα μυστηρίου, ακόμα και για την ίδια τη γυναίκα. Η εσωτερική θέση των γυναικείων γεννητικών οργάνων  παρέπεμπε σε κάτι σκοτεινό, που αντιπροσώπευε «τον τρόμο του να μην υπάρχει τίποτα να δεις».  

Το γυναικείο σώμα αποτελεί την κατεξοχήν μήτρα μυθοπλασιών, δοξασιών και προαιώνιων αντρικών φόβων.  Ο μύθος του «οδοντωτού αιδοίου» - η επινόηση της έκφρασης «vagina dentata» αποδίδεται στον Φρόιντ και παραπέμπει σ’ αυτό που εκείνος περιέγραψε ως φόβο τον ευνουχισμού, ένα φόβο που, σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, νιώθουν όλα τα αγόρια όταν αντικρίζουν για πρώτη φορά τα γυναικεία γεννητικά όργανα – απαντάται στη μυθολογία των Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής και της Ινδίας: άλλοτε ένα σαρκοφάγο ψάρι κατοικεί στον κόλπο της Τρομερής Μητέρας κι άλλοτε ο κόλπος δεν έχει δόντια αλλά είναι γεμάτος με φίδια.

Η αντίληψη ότι η γυναίκα κρύβει κινδύνους που θα πρέπει με κάθε μέσο, πρακτικό, νομικό, συμβολικό να αποσοβηθούν, περιοριστούν, κατασταλούν μοιάζει να είναι ένας παγκόσμιος κοινός τόπος, που μια σύντομη περιδιάβαση στο χώρο και στο χρόνο εύκολα το αποδεικνύει. Ακόμα κι αν το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο γυναικείο σώμα αυτό καθαυτό, το άγχος που νιώθουν οι άνδρες για τη γυναικεία σεξουαλικότητα σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη γυναικεία φύση, σοβαρή απειλή για τον καθορισμό της ίδιας τους της ταυτότητας. 

Στις πατριαρχικές κοινωνίες, η δύναμη ενός πατέρα ή ενός συζύγου εξαρτάται από την υποταγή σ’ αυτόν της κόρης ή της συζύγου αντίστοιχα. Η θηλυκότητα, «ασταθής και ευάλωτη», αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη απειλή για την τιμή των ανδρών, επιφορτισμένων με τη διατήρηση της παρθενικής αγνότητας της κόρης ή της αφοσίωσης της συζύγου. Ειδικά ο σύζυγος βίωνε την υποψία και μόνο μοιχείας, ως «ευνουχισμό», αφαίρεση της ατομικής ή κοινωνικής του δύναμης. Εξάλλου ήθελε να ξέρει, αν τα παιδιά που μεγαλώνει και παρέχει όλους τους πόρους του είναι δικά του.

Ο ανδρικός εγωισμός, που τρέφεται από το παιχνίδι και τη νίκη, κινεί  όλους τους ήρωες των ιστοριών, συζύγους ή αδελφούς, να βάλουν  κυριολεκτικά, το κεφάλι τους στον ντορβά, να ριψοκινδυνέψουν την ίδια τους τη ζωή, προκειμένου να αποδειχτεί ενώπιον των αρσενικών της κοινότητας η αξία της γυναίκας - κτήματος. 
 
Το στοίχημα, ιδωμένο στα πλαίσια της συνηθισμένης στις παρέες των αγοριών επιδειξιομανίας: «κοίτα τι έχω εγώ και κανείς, ούτε να το αγγίξει ούτε να μου το πάρει μπορεί», παίρνει διαστάσεις ενήλικου παλιμπαιδισμού.  Από την άλλη, συνεπικουρούντος του οίνου και της ομήγυρης που συνδαυλίζει τα πάθη, ο έλεγχος χάνεται κι η αρρενωπότητα, επιβάλλεται να ορθώσει το ανάστημά της  απέναντι σε όποιον τολμήσει να θίξει, έστω και λεκτικά, την τιμή των θηλυκών μελών της οικογένειας. Η τιμή επιβάλλεται να αποκατασταθεί πάση θυσία, ακόμη κι αν χρειαστεί να  «ξεπλυθεί στο αίμα».

Οι τρεις από τους τέσσερις συζύγους, στις αντίστοιχες ιστορίες, ξεγελασμένοι από τα ψεύτικα πειστήρια, που με δόλιο τρόπο απέσπασαν και παρουσίασαν οι κατά φαντασίαν εραστές, αντιδρούν με τον βίαιο τρόπο του προδομένου αρσενικού, που έχει το φόνο μητρική του γλώσσα. Η γυναικεία προδοσία, πραγματική ή φανταστική, απειλεί την αίσθηση ταυτότητας του άντρα, πλήττει την προσωπικότητά του και τον παραδίδει έρμαιο στο πάθος, πόσο μάλλον, που την ίδια στιγμή, μαζί με τη γυναίκα - σκεύος της νόμιμης ηδονής του, χάνει και το στοίχημα, το χρυσάφι ή το κεφάλι του. 

Δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο στην αποκάλυψη της «κάλπικης απιστίας», όχι τουλάχιστον όταν κατέρχονται στην κονίστρα  της πράξης. 
  • Ο Μπερναμπό, φρενιασμένος, «ξεμπερδεύει» συναισθηματικά, μ' έναν πόνο, σαν μαχαιριά στην καρδιά κι ένα γράμμα, που εξουσιοδοτεί τον υπηρέτη του να βγάλει από τη μέση την  άπιστη σύζυγο.
  • Ο Έλφιν γνωρίζει πολύ καλά τη  θέση του και την αδυναμία του να συναγωνιστεί το βασιλιά, οπότε στοίχημα εδώ δεν υφίσταται καν. Ωστόσο, θα υποστηρίξει  ευθαρσώς και δημοσίως την αρετή της γυναίκας του και  θα ριχτεί στη φυλακή, μέχρι να παρουσιαστεί το ψεύτικο πειστήριο της «τάχα» αποπλάνησης, το οποίο και θα απορρίψει: «Εκείνο το απεριποίητο, χοντροφτιαγμένο δάχτυλο που φορούσε το δικό του δαχτυλίδι, σίγουρα, δεν ήταν της γυναίκας του». Αυτός που θα κερδίσει τη δόξα, θα είναι ο βάρδος Ταλιέσιν, τις συμβουλές του οποίου εφάρμοσε πιστά η σύζυγος· ούτε ο Έλφιν, ούτε η «τίμια» γυναίκα του.
  • Ο πρωτοκαπετάνιος ζητάει από τη Μαρία να  στρέψει το όπλο εναντίον του, γιατί, ατιμασμένος δε γίνεται να ζήσει και, βέβαιος για την ενοχή της, την παρατάει, να τα βγάλει πέρα μόνη της στο δάσος. 
  • Ο Πόστουμος, ο πιο εκδηλωτικός απ' όλους τους «απατημένους» συζύγους, λέει μέσα στο οργισμένο παραλήρημά του, κάτι βαθιά αποκαλυπτικό για τον ψυχισμό όλων των αρσενικών που βρέθηκαν ή θα βρεθούν σε παρόμοια θέση: «εγώ την είχα αγνή σαν χιόνι ανήλιαγο», ενώ ο Ιάκιμος «ίσως δεν είπε λόγο, παρά σαν βαλαντωμένος κάπρος... φώναξε "ωχώ" και την καβάλησε», χωρίς αντίσταση καμιά... 
Ό,τι, μέσα στο ασφαλές αίσθημα της γαμήλιας κατοχής, ήταν σεπτό και ιερό, άπαξ και παραβιάστηκε, στη φαντασία του έστω, ο ιδιωτικός του χώρος, γίνεται  κτηνώδες και βέβηλο. Βλέπει την  εκλεκτή της καρδιάς και του νυμφώνα του να γίνεται πειθήνιο σκεύος ηδονής για κάποιον που δεν είναι άνθρωπος, αλλά ασυγκράτητο ζώο. Μολονότι πρόκειται για σαρκική συνομιλία και στις δύο περιπτώσεις, στη δική του αναγνωρίζει την ακέραια αθωότητα, στου άλλου την αναισχυντία. Η αφοσιωμένη σύζυγος, που στην πίστη της στοιχημάτιζε, μετατρέπεται αίφνης σε «πόρνη» κι ο φόνος εκείνης, όχι του «αντεραστή», μοιάζει η μόνη απάντηση στη σαρκική «προδοσία». 

 Λίγες σελίδες πιο κάτω, κρατώντας το ματωμένο πανί, που τάχα  αποδεικνύει πως η γυναίκα του είναι νεκρή, ο Πόστουμος, φρικτά μετανιωμένος για τη ζωή που χάθηκε με διαταγή δική του, υποβιβάζει σε  «μικροσφάλματα» και «παραπατήματα» τις ακολασίες που στοίχειωναν, μέχρι πρότινος, τη φαντασία του. Δεν απέχει πολύ από τον Μενούση του δημοτικού τραγουδιού των χρόνων της Τουρκοκρατίας, που πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του και, ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι». 

 Η γυναίκα – κόσμημα, που γίνεται, ερήμην της, αντικείμενο επίδειξης από το κυριάρχο αρσενικό στη μεθυσμένη αντροπαρέα, την ίδια στιγμή, χρεώνεται και την ευθύνη της υποτιθέμενης πρόκλησης. Στα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους» ή «εγκλήματα τιμής», είναι συνηθισμένο φαινόμενο η μετάθεση ευθύνης στο θύμα και η συμπάθεια στο δράστη, που η προσβολή της τιμής του τον έκανε να χάσει στιγμιαία τον έλεγχο του εαυτού του.

Niko Pirosmani, Sister and brother (according to the play by V. Gunia)
____________________

 Στην παραλογή «Του Μαυριανού» και στα θεατρικά έργα που αντλούν απ’ αυτήν την έμπνευσή τους, είναι ο ρόλος του αδελφού που πάλι διαφοροποιείται κατά περίπτωση: 

  • Στην αφηγηματική πυκνότητα του δημοτικού τραγουδιού, που συντέμνει το χώρο και το χρόνο στο απολύτως απαραίτητο, ο Μαυριανός κλιμακώνει την αντιπαράθεσή του με το βασιλιά, στοιχηματίζει κι εξαφανίζεται από τη σκηνή, ως τη στιγμή που, αποδεχόμενος την ήττα του, ζητάει να έρθει στην εκτέλεση του η Αρετή. Στην κρητική παραλλαγή μόνο, αρθρώνει λόγο, αρνείται τα πειστήρια του βασιλιά, αλλά αφήνει ένα ενδεχόμενο να τον γέλασε η αδελφή του, οπότε και πάλι είναι έτοιμος να πεθάνει. Το πρόσωπο κι οι αντιδράσεις του δεν ενδιαφέρουν τον λαϊκό ποιητή, ακόμα κι όταν αποκαλύπτεται από την Αρετή η πλάνη κι ο ίδιος γίνεται βασιλιάς.
  • Στο παραμύθι από τη Σκύρο, ο μεγαλύτερος από τους δώδεκα αδελφούς της Αφροδίτης, στοιχηματίζει το κεφάλι του, υπερασπιζόμενος την τιμή της, που «σε ούλο το χωριό γίνη βούκινο» εξαιτίας του βασιλιά. Παραμένει αμετακίνητος στην εμπιστοσύνη του και ζητάει τη δική της και μόνο μαρτυρία, ακόμα κι όταν ο βασιλιάς τού παρουσιάζει τα δήθεν πειστήρια της αποπλάνησης.  Από το σημείο αυτό κι ως τη στιγμή που η Αφροδίτη θα βάλει την κορόνα στο κεφάλι του, παραμένει πίσω από τους προβολείς. Εκείνη που φωτίζεται και προβάλλεται είναι η αδελφή του.
  • Στη «Ροδόπη» του Ν. Ποριώτη, τραγωδία με στοιχεία πολιτικής ίντριγκας, ο ρόλος του Αίμου - όπως και κείνος της αδελφής του, που είναι ολοφάνερα η πρωταγωνίστρια - είναι εμπλουτισμένος σε σχέση με τον αρχικό μύθο. Παραγκωνισμένος από την εξουσία, ο Αίμος, «του ρήγα το βλαστάρι», δεν στοιχηματίζει μόνο υπερασπιζόμενος την τιμή της Ροδόπης, αλλά επιδιώκει να ταπεινώσει εκείνον που «υφάρπαξε» το θρόνο και κυβερνά χωρίς να τον αξίζει, όπως τουλάχιστον νομίζουν τα δυο αδέλφια. Γι' αυτό και στην αντιπαράθεσή τους, δεν διστάζει να αμφισβητήσει τις ικανότητες του Δημοχάρη ενώπιον όλων, να πιστώσει στην τύχη και στην τόλμη του - όχι στη γνώση και στη σύνεση - την επιτυχία του στον πόλεμο και ν’ αποδώσει στο μεθύσι «τ’ ανόσια λόγια του». Στο στοίχημα του Αίμου με τον Δημοχάρη δεν διακυβεύεται μόνο «η αρετή της γυναικός», αλλά και οι «πολιτικές φιλοδοξίες»: ποιος από τους δυο δικαιούται το βασιλικό στέμμα και ποιες αξίες οφείλει να επιδεικνύει στην άσκηση της εξουσίας. Στη στάση του Αίμου μάλιστα, κρύβεται μνησικακία και εμπάθεια· προσβέπει στη νίκη του, που θα εξουθενώσει και θα ταπεινώσει τον περιούσιο νικητή και βασιλιά, στερώντας του το στέμμα, το βασίλειο, την κερδισμένη δόξα και το βιος του. 
Όταν ο Αίμος, ειδοποιημένος από τον Λαέρτη, καταφθάνει έξαλλος με σκοπό να «ξεπλύνει την τιμή του στο αίμα» του βασιλιά και της Ροδόπης, αποκαλύπτεται ο ευθύς και παρορμητικός χαρακτήρας του, που δεν ζυγιάζει «γνώση με τόλμη» κι ως άντρας, είναι ανίκανος να καταλάβει τι κρύβει η ψυχή μιας γυναίκας. Δε διστάζει ωστόσο, όταν αντιλαμβάνεται το σχέδιό της, να αναγνωρίσει την υπεροχή της, το δικαίωμα της να πάρει εκείνη το στέμμα, από τη στιγμή μάλιστα που ο πατέρας τους σ’ αυτήν έδωσε τη σφραγίδα της εξουσίας, όχι στο γιο του. Αποχωρεί, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στην αδελφή του· ξέρει ότι εκείνη διαθέτει περισσότερες ικανότητες από τον ίδιο και, αν και φοβάται του δόλου την έκταση και τις συνέπειες, επαναπαύεται στο σχέδιο της Ροδόπης που θα ταπεινώσει τον κοινό τους εχθρό.

 Στην κρίση του στοιχήματος, ο Αίμος σίγουρος για τη νίκη, απορρίπτει με ειρωνικά και προσβλητικά σχόλια τη φιλική και μεγάθυμη στάση του βασιλιά, υψώνοντας το αντρικό ανάστημά του, που λίγες ώρες πριν, έσκυβε με δέος μπροστά στη Ροδόπη.

«Τη δίκια κρίση θέλω, απαιτώ, κι όχι έλεος κανένα.
Μωρό δεν είμαι ή ανήμπορο παιδάκι
που έφταιξε και στο κλάμα βουτημένο
πάει να κρυφτεί στον κόρφο της Αγάπης! 
Είμαι άντρας, κι έχω βάλει το κεφάλι
στη ζυγαριά μ’ αντίβαρο ένα στέμμα!
Κερδίζω ή χάνω, το δίκιο μου θέλω!»

Αμέσως μετά αρνείται ως ψεύτικα - αποτέλεσμα δόλου ή δωροδοκίας - τα πειστήρια της αποπλάνησης, που θέτει στην κρίση του Αμύντα και των αρχόντων ο Δημοχάρης και ξεσπά εναντίον του με οργή κι εμπάθεια ξανά: 

«Δεν την πήρες, 
μηδέ ποτέ θ’ αξιωθείς να την πάρεις!
Ναι! δε σε καταδέχεται, ούτε σκλάβο!»

Με την εμφάνιση της Ροδόπης και την αποκάλυψη της πλαστοπροσωπίας, ο Αίμος σπεύδει να θριαμβολογήσει και να σαρκάσει τον «ηττημένο» αντίπαλο, προσφέροντας μεγαλόψυχα στο «σκλάβο» βασιλιά τη δούλα του για γυναίκα. Όταν τελικά όλη η αλήθεια έρθει στο φως, ο Αίμος θα στραφεί εναντίον της αδελφής του· τώρα μόλις κατάλαβε πόσο μακριά έφτανε ο δόλος της: μέχρι του σημείου, να θυσιάσει την αθώα κόρη, που εκείνος αγαπούσε στο βωμό της λύσσας της για το στέμμα. Η διάψευση περιμένει αμείλικτη στο τέλος τον Αίμο: χωρίς την αγάπη που ζέσταινε την ψυχή του, μακριά από τον πόλεμο, που τρέφει και δοξάζει τους άντρες, προδομένος από την αδελφή του, που η μοίρα της είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τη δική του. Θα ζήσουν κι οι δυο, καταδικασμένοι στην αφάνεια, αλλά «ακατάλυτοι, σαν τα ψηλά βουνά, που ο κομπασμός τους τα 'στησε στο βοριά, πετρωμένα απ' το Δία». 
  • Ο Μαυριανός της Γαλάτειας Καζαντζάκη εμφανίζεται με δύο διαφορετικά πρόσωπα στις δύο δραματοποιήσεις του μύθου, την παλιότερη και την νεότερη. Και στις δυο εκδοχές πάντως, Άρχοντας και Μαυριανός βάζουν στη ζυγαριά το κεφάλι τους, όχι μόνο το στέμμα ή το βιος τους. Πιο παθιασμένος με την υπόθεση της αδελφικής τιμής στην πρώτη δραματοποίηση και παρά την ομολογία που αθωώνει την αδελφή του, ο Μαυριανός φτάνει στο έγκλημα, το οποίο μοιάζει προμελετημένο, είτε ο Άρχοντας κατάφερνε να την αποπλανήσει, είτε αποτύγχανε. Η συγγραφέας πλάθει σχηματικά το χαρακτήρα του ήρωα και αφήνει επίτηδες στο σκοτάδι τα κίνητρά του, γιατί αυτό που θέλει να φωτίσει είναι ο Έρωτας που γεννήθηκε από ένα πεισμωμένο στοίχημα μεταξύ ανδρών. Στη δεύτερη δραματοποίηση ο Μαυριανός, ικανοποιημένος και μερωμένος από την ομολογία του Άρχοντα, που επιβεβαιώνει την αρετή της αδελφής του, βάζει τέλος στην αμάχη και μεγαλόψυχα, όχι μόνο του χαρίζει τη ζωή, αλλά και τον παντρεύει μαζί της.
  • Ο Μαυριανός του Θεοτοκά, ο πιο χαλαρά απ’ όλους ταγμένος στην υπεράσπιση της αδελφικής τιμής, εκφράζει διά στόματος του επιστήθιου φίλου του, Κωνσταντή, τους επαίνους για την αγνότητα και την ηθική ανωτερότητα της Αρετής. Στο όνομα όμως των αρχών που πρεσβεύει ο ίδιος και το κόμμα του, αλλά και του ανδρικού εγωισμού που φουντώνει, καθώς όλοι οι παρευρισκόμενοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά της αντιπαράθεσης, ο Μαυριανός δέχεται το στοίχημα: εκείνος βάζει το κεφάλι του, ο Αντρόνικος την κορόνα του. Ωστόσο, στο πίσω μέρος του μυαλού του Κωνσταντή παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας ήττας πολιτικά συμφέρουσας· ο Μαυριανός με τη «θυσία» του – ο μη γένοιτο - θα δοξάσει το κόμμα της Φρονιμάδας! 
Ο Μαυριανός, στη συνέχεια, θα αποσυρθεί από τη δράση, μέχρι τη στιγμή που θα κριθεί το στοίχημα κι εκείνος θα δεχτεί αδιαμαρτύρητα τα σημάδια του Αντρόνικου, χωρίς καν ν’ απαιτήσει τη μαρτυρία της αδελφής του. Αυτό που θα προσπαθήσει να κάνει, είναι να σώσει τη ζωή του, και μάλιστα με επιχειρήματα πολύ κατώτερα της προηγούμενης ηθικολογίας του, κενής περιεχομένου, όπως αποδεικνύεται τώρα. 

Κι όταν η Αρετή αποκαλύψει την αλήθεια κι ο Αντρόνικος, ηττημένος, παραχωρήσει την εξουσία στο κόμμα της Φρονιμάδας, ο Μαυριανός στα λόγια τα ηχηρά θα επιστρέψει· η μικροψυχία και η κενοδοξία είναι το ασφαλές καταφύγιό του. 

«Αδερφή μου παινεμένη, αδερφή μου ασύγκριτη, πόσο είμαι περήφανος για σένα! Το κόμμα μας σ’ ευγνωμονεί! Η Ιστορία σε καμαρώνει! Η ακατάλυτη αρετή σου δικαιώνει τους αγώνες μας, στεριώνει τις ιδέες μας, δοξάζει το Πνεύμα, σώζει το Ήθος!»

Η απόδραση του Αντρόνικου, οργανωμένη από την Αρετή – νίκη της Τρέλας και ήττα της Φρονιμάδας – φέρνει σε αμηχανία και τον Μαυριανό, αλλά τις εξηγήσεις και τις αποφάσεις αναλαμβάνει ο αντιβασιλέας Κωνσταντής και μέλλων σύζυγος της Αρετής. Ο Μαυριανός περιορίζεται σε ηχηρές, μεγαλόστομες καταγγελίες και προειδοποιήσεις: 

«Άντρες της Πόλης κι όλης της Ρωμανίας, φυλάξτε τις γυναίκες σας! Μανταλώστε τις πόρτες! Σφαλήξτε τα παραθυρόφυλλα! Μην αφήνετε τις γυναίκες σας, τις κόρες σας, τις αδερφάδες σας, μα ούτε και τις μανάδες σας, λέω, μην τις αφήνετε να μακρύνουν από κοντά σας! Ο Κυρ Αντρόνικος πήρε δρόμο! Ταξιδεύει! [...] Το νου σας ποιον μπάζετε στα σπίτια σας! Είναι γεμάτος τεχνάσματα και μασκαρέματα! Είναι διάβολος τετραπέρατος!» 

Niko Pirosmani, Sister and brother (according to the play by V. Gunia)
____________________

«Ο κυνηγός και το θήραμα...ή μήπως όχι;»

Σύζυγοι ή αδελφοί εναντίον καρδιοκατακτητών, που επιβουλεύονται το, υπό την προστασία τους, αγνό και αδιάφθορο θηλυκό. Η προσπάθεια αποπλάνησης μιας τίμιας γυναίκας από έναν επίδοξο διαφθορέα, κρατάει από τα χρόνια τα παλιά. Ίσως, λένε, από κείνον τον μυθικό Ιξίωνα, που καλεσμένος του Δία, πόθησε την Ήρα κι ο βασιλιάς των θεών τον ξεγέλασε, δίνοντας τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη. Ο Ιξίωνας πλάγιασε μαζί της κι έκτοτε περιφέρεται τιμωρημένος στον Τάρταρο, δεμένος σ' έναν φλεγόμενο τροχό με φίδια. 
Αμπροτζουόλο, Ιάκιμος, Βασιλιάς, Δημοχάρης ή Κυρ Αντρόνικος, όλοι διαπρέπουν στο ρόλο του «ξελογιαστή των γυναικών» και συμφωνούν λίγο πολύ με τη γνώμη του Αμπροτζουόλο: «μια γυναίκα από σάρκα και οστά πλασμένη, ίδια η αστάθεια, αδύνατον ν’ αντισταθεί μπροστά στα παρακάλια, τις κολακείες, τα δώρα και σε όλα τα τερτίπια που θα μεταχειριστεί ένας άντρας, για να την πλανέσει. Όσο ενάρετη κι αν είναι, θα κάνει ό,τι κάνουν και οι άλλες»

Όλοι στοιχηματίζουν – χρήματα, την κορόνα ή το κεφάλι τους – κι οι περισσότεροι χάνουν το στοίχημα από μια γυναίκα, που κατάφερε ν’ αποδείξει βαρύτερη τη ζυγιασμένη αρετή της από τη δική τους υπεροψία ή και δολιότητα. 

Υπάρχουν κι εδώ διαφορές και διαβαθμίσεις στο ήθος, στον ψυχισμό και στα κίνητρα καθενός απ’ αυτούς, ανάλογα με τη φαντασία και τις αντιλήψεις του δημιουργού, αλλά και της εποχής που πλάστηκε κάθε ιστορία. 
  • Στον Βοκάκιο ο απατεώνας καρδιοκατακτητής, ο οποίος, αφού αποτυγχάνει να προσεγγίσει τη γυναίκα, εκθέτει την υπόληψή της με άτιμες ψευτιές και καταστρέφει ταυτόχρονα το σύζυγο, τιμωρείται παραδειγματικά.
  • Στον «Κυμβελίνο» του Σαίξπηρ, ο Ιάκιμος, εξίσου πεπεισμένος πως όλες οι γυναίκες είναι εκ φύσεως ακόλαστες, όταν τα βρίσκει σκούρα με την Ιμογένη, επιστρατεύει όπως ο Αμπροτζουόλο, άτιμα μέσα και κερδίζει το στοίχημα. Επιπόλαιος και γλετζές άρχοντας του καιρού του, παίζει για το μεθύσι περισσότερο, παρά για το κέρδος. Στο τέλος, μετανιώνει και συγχωρείται, παρόλο που δέχεται να πληρώσει με τη ζωή του το σφάλμα του.
  • Στην ιστορία του Ταλιέσιν, ο Ρουν ενεργεί ως εκτελεστικό όργανο του βασιλέως πατρός: «ξελογιαστής» κατ’ εντολήν, «ο πιο άχαρος άντρας του κόσμου», χωρίς εμπειρία στο ερωτικό κυνήγι, χωρίς δική του βούληση και προσωπικά κίνητρα, μόνο με υπνωτική σκόνη στο ποτό της υπηρέτριας, καταφέρνει το σκοπό του: να την κοιμίσει και να της κόψει το μικρό της δάχτυλο με το δαχτυλίδι –πειστήρια αμφότερα της δήθεν αποπλάνησης. Ο ρόλος του τελειώνει σ’ αυτό το σημείο.
  • Στο παραμύθι από το Κορδελιό της Μ. Ασίας, ο «έμπορος που νόμιζε πως τα ήξερε όλα», στήνει ακριβώς κάτω από το σπίτι της Μαρίας ένα μαγαζί με κάθε λογής διαμαντικά και πολύτιμα πετράδια, από κείνα που θαμπώνουν τις γυναίκες, όχι όμως και την κόρη του μπαλωματή. Κι αυτός με δόλο, όπως οι δυο προηγούμενοι, κρυμμένος στο μπαούλο, θα συγκεντρώσει τα ψεύτικα τεκμήρια της «αποπλάνησης», που δεν κατάφερε να πετύχει διά της ευθείας οδού. Στο τέλος, αναγκάζεται ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια, να επιστρέψει την περιουσία που άτιμα κέρδισε και να φύγει για πάντα από την πολιτεία, διωγμένος από τον κυβερνήτη.
  • Στην παραλογή του Μαυριανού, ο βασιλιάς, εκπρόσωπος της αυθαιρεσίας και της αλαζονείας που χαρακτηρίζει το αρχοντολόι της εποχής, ξεγελιέται και ταπεινώνεται από την περήφανη Αρετή· όχι μόνο χάνει στο στοίχημα «το βασιλίκι του με τη χρυσή κορώνα», αλλά σε κάποιες παραλλαγές του τραγουδιού, εξαναγκάζεται και να παντρευτεί τη δούλα που ξελόγιασε, αντί της κυράς.
  • Στο παραμύθι από τη Σκύρο, ο βασιλιάς, «λωλαμένος από την αγάπη» για την πεντάμορφη αλλά ακριβοθώρητη Αφροδίτη, «της τάζει φούρνους με καρβέλια αν ήθελε να τον δεχτεί μόνο μια νύχτα στο σπίτι της». Με μεσολαβητή μια ανόητη γριά, που εκμεταλλεύεται το πάθος του, κρατάει για λογαριασμό της τα δώρα και τον πείθει ότι η κοπέλα είναι έτοιμη να ενδώσει, διαδίδει ανυπόστατες φήμες, εκθέτοντας την υπόληψή της σ’ όλο το χωριό. Ο βασιλιάς, πλαγιάζοντας με τη σκλάβα, θα χάσει το στοίχημα και την κορόνα του, που χωρίς να το καταλάβει, θα βρεθεί από τα χέρια της Αφροδίτης, στο κεφάλι του μεγαλύτερου αδελφού.
  • Στη «Ροδόπη» του Ν. Ποριώτη, ο Δημοχάρης, δεν είναι σύμβολο αυθαιρεσίας, αντίθετα έχει κερδίσει το θρόνο χάρη στις ικανότητές του. Ταγμένος στο χρέος, όπως δηλώνει ο ίδιος στην αντιπαράθεσή του με τον Αίμο, «δεν μέθυσε από δόξα, δεν είδε κι ούτε χάρηκε αγνή αγάπη». Έτσι υποτιμά το γυναικείο φύλο συλλήβδην, αμφισβητεί μέχρι και της μητέρας του την τιμή και πιστεύει, όπως ο έμπορος του παραμυθιού, πως «είναι κίσσα η γυναίκα, και ό,τι λάμπει τη σέρνει, τη σκλαβώνει». Με δώρα πολύτιμα, μαργαριτάρια, σμαράγδια και ζαφείρια, όλο του το μερίδιο από τα λάφυρα του νικηφόρου πολέμου, θα προσπαθήσει να θαμπώσει τη Ροδόπη, που έχει όμως άλλα σχέδια στο μυαλό της. Θα χάσει το στοίχημα, αλλά θα γνωρίσει την αγνή αγάπη στο πρόσωπο της σκλάβας, που του προσφέρει, για να τον ταπεινώσει η αλαζονική αρχοντοπούλα. Η άδεια καρδιά του νικιέται κι εξαγνίζεται από τον έρωτα, που του εμπνέει η αθώα κόρη και είναι έτοιμος να την παντρευτεί, αδιαφορώντας αν είναι δούλα ή ρήγισσα. Η αποκάλυψη της πλαστοπροσωπίας τον συγκλονίζει, αλλά αποδέχεται την ήττα του, κομμάτι αναπόσπαστο της φύσης του ανθρώπου, που ονειρεύεται «έναν Όλυμπο δικό του και ξυπνάει γυμνός σαν το σκουλήκι». Ο βασιλιάς, αν και νικητής τελικά, στο στοίχημα, θα πληρώσει με την απώλεια της Κρινώς, της δούλας που ολόψυχα του δόθηκε, και θα αφιερωθεί και πάλι στο χρέος απέναντι στην πατρίδα.
  • Στης Γαλάτειας Καζαντζάκη την ιστορία, ο Άρχοντας, νικημένος από το βαθύ αίσθημα, που του ενέπνευσε η κόρη όσο καιρό την πολιορκούσε, αρνείται να την εκθέσει, εγκωμιάζει την αρετή της και παραδέχεται πως νικήθηκε, χάνοντας μαζί με το στοίχημα τη ζωή του. Στη δεύτερη εκδοχή, αν και έτοιμος ο ίδιος να πληρώσει, με πρωτοβουλία του Μαυριανού, οι δυο τους δίνουν τα χέρια, η φιλία νικάει την έχθρα κι ο έρωτας το μίσος.
  • Στου Θεοτοκά την κωμωδία, ο Κυρ Αντρόνικος, αντιπροσωπεύει την ανάλαφρη, ζωντανή, αισθησιακή πλευρά της ζωής, το διονυσιακό στοιχείο, την ελευθερία και τον έρωτα που γλυκαίνει και ομορφαίνει τη ζωή. Μπαινοβγαίνοντας με ευκολία από ρόλο σε ρόλο, χαίρεται σαν μικρό παιδί και αγαπάει όλες τις γυναίκες, που αδυνατούν να αντισταθούν στη γοητεία του. Αυθεντία στην τέχνη αυτή, θα ανταποκριθεί στην πρόκληση του Μαυριανού, παίζοντας στη ρουλέτα του παιχνιδιού την ίδια την κορόνα του. Είναι ο μόνος από τους βασιλιάδες που θα υποψιαστεί την πλαστοπροσωπία, αλλά η συναισθηματική του αδυναμία, το φεγγάρι και το μυστήριο του πύργου θα υπερισχύσουν μέσα του και θα πέσει θύμα του τεχνάσματος της Αρετής. Με την αταραξία του θεατή, που «κάνει χάζι το θέαμα», θ’ αντιμετωπίσει την αποκάλυψη της εξαπάτησής του, την ήττα και τη φυλάκισή του. «Όλα τον παραξενεύουν, όλα του αρέσουν, όλα τα παραδέχεται». Χάρη στην Αρετή που τον ξεγέλασε, αλλά τον λύτρωσε από τη φυλακή του, ταξιδεύει ελεύθερος, φόβος για τους άντρες, ανατριχίλα κι αναστεναγμοί για τις γυναίκες όλης της Οικουμένης.

Iachimo and Imogen, 
Illustrator: H. C. Selous, Engraver: Frederick Wentworth
_________

Των γυναικών η αρετή στης δοκιμής τα ζύγια...

Οι γυναίκες πρωταγωνίστριες σ’ όλες τις ιστορίες, αν και θύματα στο αντρικό παιχνίδι αναμέτρησης δυνάμεων, δεν παραμένουν παθητικές, ακόμα κι όταν κινδυνεύει η ζωή τους από τον «κατά φαντασίαν» απατημένο σύζυγο. 
  • Η Τζινέβρα, η Ιμογένη, η κόρη του μπαλωματή, ντυμένες άντρες, καταφέρνουν σ’ ένα σύμπαν αντρικό, όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να κερδίσουν, με την αξία τους, τιμή και αναγνώριση. Στο τέλος βέβαια, θα κάνουν αυτό που υπαγορεύει ένα κομμάτι της φύσης τους ή απλά οι αντιλήψεις της εποχής, που έθεταν ως προτεραιότητα την προστασία του θεσμού του γάμου και ήθελαν τις γυναίκες αμετακίνητα ταγμένες στην υπηρεσία των συζύγων τους: όλες τους θα συγχωρήσουν τον άντρα που, όχι μόνο πίστεψε τις ψευτιές των «εραστών» κι όχι τις ίδιες, αλλά και έβαλε άνθρωπό του να τους αφαιρέσει τη ζωή. 
Η Τζινέβρα και η κόρη του μπαλωματή παίρνουν πίσω, και με το παραπάνω, την περιουσία που επιπόλαια στοιχημάτισαν κι έχασαν οι δυο σύζυγοι, ενώ η Ιμογένη, με την «τρυφερή της πνοή», αγκαλιάζει τον Πόστουμο, γενναίο αλλά παρορμητικό και αφελή. Όπως γίνεται στα παραμύθια, μετά τη δοκιμασία αυτή, το ζευγάρι ενώνεται ξανά, κι αυτό χάρη στη γυναίκα, που αποδεικνύεται, με την πίστη αλλά και τον δυναμισμό της, κυριολεκτικά ο «φύλακας άγγελος της εστίας». 

  • Η γυναίκα του Έλφιν θα παραμείνει αγνή και ανέγγιχτη, αφού, χάρη στο βάρδο Ταλιέσιν και στις συμβουλές του, τη θέση της θα πάρει μια από τις κοπέλες της κουζίνας, την οποία θα μεθύσει και θα αποπλανήσει ο Ρουν. Μαζί με την αλήθεια, θα λάμψει και η τιμιότητα της γυναίκας του Έλφιν, την οποία τιμιότητα, βέβαια, δεν υπερασπίστηκε η ίδια, αλλά ο βάρδος, που διέθετε «τη γνώση όλου του κόσμου συγκεντρωμένη στο στήθος του».

 Στην παραλογή «του Μαυριανού και της αδελφής του» και στα έργα εκείνα που την χρησιμοποιούν ως πηγή έμπνευσης, η ανύπαντρη κόρη, φορώντας το «θώρακα» της αρετής, που προστατεύει από συναισθηματισμούς και ελέγχει το καρδιοχτύπι, περιμένει το σύζυγο που θα της διαλέξει ο αδελφός της, ορισμένος και ορκισμένος «φύλακας» της τιμής και της αγνότητάς της. Στην ερωτική πολιορκία, όχι ενός τυχαίου αρσενικού, αλλά του ίδιου του βασιλιά, δοκιμάζεται η αντοχή όλου του γυναικείου αμυντικού συστήματος. 

Όταν το αρσενικό κραδαίνει το δόρυ της ακαταμάχητης γοητείας του, που στοχεύει, όχι στην καρδιά αλλά στην τιμή της, θιγόμενη και θιγμένη, η γυναίκα, επιστρατεύει το θηλυκό μυαλό της και του επιστρέφει την προσβολή στο πολλαπλάσιο.
  • Η κόρη της παραλογής, αγέρωχα ασυγκίνητη, αντιμετωπίζει την πρόκληση και εξευτελίζει τον επίδοξο ξελογιαστή.
  • Η Αφροδίτη του παραμυθιού από τη Σκύρο, θύμα της κακολογιάς της μικρής κοινότητας εξαιτίας της ερωτικής πολιορκίας του βασιλιά,  καταφέρνει να δώσει ένα μάθημα σε όλους, όσους έπιασαν στο στόμα τους τ' όνομά της. 
Στα θεατρικά έργα ωστόσο, που αντλούν από την παραλογή του Μαυριανού, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ούτε οι χαρακτήρες, ανδρικοί και γυναικείοι, τόσο επίπεδοι και μονοδιάστατοι.
  • Η Ροδόπη, η πιο σύνθετη από τις γυναικείες ηρωίδες, βαθιά διαβρωμένη από το πάθος της εξουσίας και της εκδίκησης, θα πέσει θύμα των δολοπλοκιών που η ίδια εξύφανε, προκειμένου να κερδίσει το βασιλικό στέμμα. Η Ροδόπη, ενστερνίζεται τις «αρσενικές» αξίες της επιβολής και της ηγεμόνευσης και εξωτερικά τουλάχιστον, δείχνει να περιφρονεί το γυναικείο σύμπαν και τις αξίες του: το συναίσθημα, την αγάπη, τη μητρότητα, τη σχέση. Αυτή ακριβώς η στάση θα αποδειχτεί η αχίλλειος πτέρνα της: θα γίνει μάρτυρας της μεταμορφωτικής δύναμης του έρωτα στο πρόσωπο της αθώας και ευάλωτης Κρινώς, θα διαπράξει ένα φόνο και θα τιμωρηθεί με μια στείρα από συναισθήματα, «πέτρινη» ζωή.
  • Η Αρετή του Θεοτοκά, οπλισμένη με την ασπίδα της λογικής και των γνώσεων που προσφέρουν τα βιβλία, δεν καταφέρνει να παραμείνει άτρωτη στην πρόκληση του συναισθήματος. Όσο κι αν διατείνεται, μετ' επιτάσεως στην αρχή, ότι είναι «σίδερο και βράχος» αξιοπρέπειας και αρετής, νικιέται στο τέλος από την πρόκληση της ζωής κι «αφήνει να κυλήσει λίγο από το αίμα του Διόνυσου στις φλέβες του Απόλλωνα», όπως προτρέπει στο έργο του «Διαφορά κι επανάληψη» ο Gilles Deleuze.
Η Αρετή παραδέχεται εν τέλει πως χωρίς τον Διόνυσο, που αντιπροσωπεύει το πάθος της ψυχής και τον πόθο για ελευθερία, η ζωή μένει άνυδρη, άγονη και στεγνή. Αν και η ίδια καταφεύγει συνειδητά στην προστασία του απολλώνιου, στοιχείου, διαλέγοντας το στρατόπεδο της φρονιμάδας, χαρίζει την ελευθερία στον Αντρόνικο, τον εκφραστή του διονυσιακού στοιχείου, της ζωής με τις αρχέγονες ενστικτώδεις διαστάσεις, πανίσχυρες και γι' αυτό τρομακτικές. Δε φεύγει, βέβαια, μαζί του κι η επιλογή της αφήνει αμήχανη τη λογική του Κωνσταντή· όσο όμως ο Κυρ Αντρόνικος ταξιδεύει ελεύθερος, η «τρέλα», διάχυτη στον αέρα, κάνει υποφερτή τη ζωή για τις γυναίκες, που, αναγκασμένες να πνίγουν εν τω γεννάσθαι το διονυσιακό πνεύμα, προσαρμόζουν τη ζωή τους στον στενό κορσέ της λογικής και της φρονιμάδας.
  • Εκείνη που θα υποκύψει ολοκληρωτικά και θα επιτρέψει στον έρωτα να διαρρήξει την πανοπλία της ψυχής της, είναι η κόρη στο έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Η ίδια αγνοεί το στοίχημα ανάμεσα στους δύο άντρες, το οποίο η συγγραφέας επιδέξια παραμερίζει, για να δώσει χώρο στα συναισθήματα να γεννηθούν και να καρπίσουν στις καρδιές των δύο νέων. Έτσι η ιστορία της «αποπλάνησης» μετατρέπεται σε μια ιστορία έρωτα και θανάτου, στην πρώτη εκδοχή τουλάχιστον.
Η νεαρή κοπέλα, τρωτή κι ευάλωτη, θα εμπιστευτεί τη φωνή του συναισθήματος, θα παρασυρθεί από τη δίνη των ερωτικών συγκινήσεων και θα γευτεί τον πόνο που καραδοκεί σε κάθε ανθρώπινο δεσμό. Ο θάνατος του αγαπημένου της, από τα χέρια του αδελφού της, είναι το υψηλό τίμημα που πρέπει να καταβάλει για τον παράδεισο που γεύτηκε για λίγο και τον έχασε. Τη ζωή, άλλωστε, σαν χαμένο παράδεισο την ψηλαφούμε, στην απουσία και στη στέρηση πάντοτε την σπουδάζουμε.


Nicolaes Maes, The Virtuous Woman, 1655
_____________________

Στη θέση της κυράς, μια δούλα...

Κάτι που δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέψουμε είναι ότι οι δοκιμασίες αυτές, εκτός από «θηλυκό» έχουν και «ταξικό» πρόσημο. Το δίπολο κυρίαρχος - κυριαρχούμενος δεν χαρακτηρίζει μόνο τις σχέσεις αρσενικού θηλυκού, αλλά και το ίδιο το κυριαρχούμενο από τους άνδρες γυναικείο φύλο: αρχόντισσες και παρακατιανές, κυρίες και δούλες, ρήγισσες και σκλάβες. Όλες οι ηρωίδες που ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στον μισογυνισμό και την αλαζονεία του «ακαταμάχητου» αρσενικού ανήκουν στα προνομιούχα και εύπορα κοινωνικά στρώματα: αρχοντοπούλες και βασιλοπούλες, σύζυγοι εμπόρων ή μεγαλοκαπεταναίων, όλες προέρχονται από την οικονομικοκοινωνική ελίτ και όχι από τις κατώτερες τάξεις, στις οποίες η κυριαρχία του αρσενικού παρέμενε αδιαμφισβήτητη. Η Αρετή μάλιστα του Θεοτοκά είναι μια διανοούμενη της Βυζαντινής Αυλής, που εκτός από ευγενική καταγωγή, διαθέτει μόρφωση και αξιοζήλευτη  πνευματική καλλιέργεια. Όσο για τη γυναίκα του Έλφιν, τόσο ο σύζυγός της όσο και η ίδια, ανήκουν στους «ευνοούμενους» του μυθικού Ταλιέσιν, ακόλουθου και βάρδου του βασιλιά Αρθούρου. Όλες, λοιπόν,περισσότερο ή λιγότερο, διαθέτουν την αυτοπεποίθηση και τον δυναμισμό που απορρέει από την κυριάρχη θέση τους στην κοινωνία και στον οίκο τους, είτε πρόκειται για συζύγους, είτε για κόρες.

Έτσι, αυτή που καλείται να σώσει την υπόληψη της αρχοντοπούλας, αντικαθιστώντας την στο κρεβάτι, είναι μια σκλάβα·  η δική της «τιμή» αξίζει βέβαια  λιγότερο κι η θέση της δεν της αφήνει και πολλά περιθώρια ν' αρνηθεί. Με υποσχέσεις, ταξίματα, παρακάλια και κλάματα, η ανυποψίαστη δούλα ή η υποψιασμένη περιβολάρισσα θα χάσει την παρθενιά της, την πλεξούδα της ή και το μικρό της δάχτυλο, προκειμένου να ταπεινωθεί η αλαζονεία του αρσενικού. Στην κρητική παραλλαγή, μάλιστα, ο ηττημένος βασιλιάς θα υποχρεωθεί να παντρευτεί τη δούλα, επισφραγίζοντας, με τον παρακατιανό γάμο, τον ξεπεσμό του. 

Οι ταξικές διακρίσεις όμως γίνεται και να παραγκωνιστούν, στην περίπτωση που το λόγο παίρνει ο Έρωτας ή το συμφέρον και η πολιτική ιδιοτέλεια. Η Κρινώ, η οποία χρησιμοποιείται από τη Ροδόπη, ως εργαλείο εκδίκησης του Δημοχάρη, καταφέρνει με την αθωότητά της, να αιχμαλωτίσει την άδεια από αγάπη καρδιά του βασιλιά και να φτάσει πολύ κοντά στο γάμο. Αν δεν πρόφταινε το χέρι της Ροδόπης να της πάρει τη ζωή, θα γινόταν βασίλισσα, στο πλάι του ερωτευμένου Δημοχάρη, αδιάφορο για κείνον αν ήταν ρήγισσα ή σκλάβα. 

Στα μεγέθη της κωμωδίας, πάλι, η περιβολάρισσα Μαρουλίνα του Θεοτοκά, το «νόστιμο κουτορνίθι» που πήρε τη θέση της Αρετής, πλαγιάζοντας με τον Αντρόνικο, θα αποζημιωθεί και με το παραπάνω: θα παντρευτεί το Δούκα της Παροναξίας, ο οποίος θα διεκδικήσει και θα  πάρει μια διόλου ευκαταφρόνητη προίκα, για να δεχτεί ν' αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της «δούλας» που εξέθεσε ο βασιλιάς.

Wilhelm Kotarbinski, Song of the Slaves
____________________

Όλα είναι ... «σχέση»

Η «γυναικεία αρετή» που δοκιμάζεται σ' όλες αυτές τις ιστορίες είναι η «σεξουαλική αγνότητα», της ανύπαντρης ή παντρεμένης γυναίκας, με όρους, που για πολλούς αιώνες θεωρούνταν κανόνες απαράβατοι για τις κοινωνίες και σήμερα έχουν, ευτυχώς, σε σημαντικό βαθμό εγκαταλειφθεί. Αυτό που παραμένει ωστόσο διαχρονικά ζητούμενο είναι κάτι που, ανάμεσα στ' άλλα, κρύβεται πίσω από τη δοκιμασία αυτή: η σχέση των φύλων, η αναμέτρηση αρσενικού θηλυκού, των δύο πόλων της ύπαρξης, διαφοροποιημένων, αλλά αναπόσπαστα συνδεδεμένων μεταξύ τους.

Όσο κι αν η «σεξουαλική αποπλάνηση» μιας γυναίκας τοποθετείται, με τη μορφή στοιχήματος δύο αντίπαλων ανδρών, στο επίκεντρο κάθε ιστορίας, είναι η σχέση που δοκιμάζεται σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που αρσενικό και θηλυκό προσεγγίζουν το ένα το άλλο, αναμετρώνται και καταφέρνουν ή όχι να συνυπάρξουν αρμονικά.

Η Τζινέβρα με τον Μπερναμπό, η Ιμογένη με τον Πόστουμο, η Μαρία, η κόρη του μπαλωματή με τον πρωτοκαπετάνιο, ο Δημοχάρης με την Κρινώ, η κόρη της Γ. Καζαντζάκη με τον Άρχοντα - ανεξάρτητα από την οδυνηρή έκβαση στην ιστορία των δύο τελευταίων ζευγαριών - κατάφεραν να κερδίσουν τη σχέση, πρόσκαιρη ή μακροχρόνια, ανάλογα με τις ανθρώπινες ή θείες βουλές.

Στις υπόλοιπες ιστορίες, η διάσταση της σχέσης είτε αποσιωπάται στο όνομα των προθέσεων του δημιουργού, όπως με τη γυναίκα του Έλφιν, είτε θυσιάζεται στο παιχνίδι εξουσίας. Η κόρη της παραλογής και η Αφροδίτη του παραμυθιού αναμετρώνται με τον επίδοξο ξελογιαστή και «κουρελιάζουν» δημόσια κάθε τίτλο υπεροχής, για τον οποίο εκείνος καυχιόταν. Όση βία κι αν ασκούσε ή εξακολουθεί και σήμερα να ασκεί το αρσενικό, η γυναίκα, προκειμένου να επιβιώσει από τη μάχη μεταξύ των δύο φύλων, έχει αναπτύξει στρατηγικές, τακτικές και μεθόδους διαφυγής από τον ανδρικό έλεγχο· όλα αυτά, βέβαια, με την προϋπόθεση να έχει κατακτήσει την πνευματική και ψυχολογική εκείνη ωριμότητα, που δεν είναι άσχετη με την κοινωνική θέση και τη μόρφωση που διαθέτει.

Η Ροδόπη του Ν. Ποριώτη, πάλι - πιο «αρσενικό» από τους δύο άντρες που στοιχηματίζουν στην αρετή της - υποκαθιστά τη σχέση με το κυνήγι της δόξας, την εξουσία, το στέμμα. Ανίκανη να συμφιλιωθεί με το θηλυκό στοιχείο εντός της, βιώνει το διχασμό, αντί για την αρμονία και την ομορφιά που ενυπάρχει στην ολότητα. Αδιάφορη για τους άλλους, με τραυματισμένη την αθωότητά της, καχύποπτη και επιφυλακτική απέναντι στους πάντες, αγωνίζεται μάταια, με πανουργία και πονηράδα, ν'αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο· το αποτέλεσμα είναι να καταστρέφει και να καταστρέφεται.

Η Αρετή του Θεοτοκά, βλέπει σιγά σιγά τον άκαμπτο «ασκητισμό» της να  υποχωρεί, μπροστά στη γοητεία που εκπέμπει ο κυρ  Αντρόνικος και η οποία απορρέει από το «αιώνιο παιδί» που κρύβει μέσα του. Το είδος αυτό του αρσενικού, διψασμένο κι αξεδίψαστο ταυτόχρονα από το ερωτικό κυνήγι των γυναικών, δεν είναι ποτέ έτοιμο να μπει σε μια κανονική σχέση. Με την ασίγαστη επιμονή του κυνηγού, συλλέγει γυναίκες – τρόπαια, για να επιβεβαιώνει, εις βάρος του θηλυκού, τον ανώριμο ή τραυματισμένο ψυχισμό του. Η Αρετή δεν θα του παραδοθεί βέβαια ερωτικά – είμαστε πολύ μακριά ακόμα από τη γυναικεία σεξουαλική απελευθέρωση και απενοχοποίηση - αλλά θα τον απελευθερώσει, για να ονειροπολεί την ελευθερία και την «τρέλα» του, μέσα στο «φρόνιμο» γάμο της με τον Κωνσταντή. 

Αν, λοιπόν, ένα ακόμα συμπέρασμα μπορεί να βγει απ' όλες αυτές τις ιστορίες, στις οποίες δύο άντρες «κρεμάνε στο ζύγι της γυναικός την αρετή», είναι ότι η «σχέση» - όρος που καταχρηστικά χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για τη συνάντηση αρσενικού και θηλυκού - δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρ' όλα τα επιτεύγματα του φεμινιστικού κινήματος και την αναγνωρισμένη νομικά - τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες – ισοτιμία των δύο φύλων.

Η «σχέση» εξακολουθεί ν' αποτελεί το δυσκολότερο και πλέον φιλόδοξο εγχείρημα για έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά και την κύρια διάσταση, που μπορεί να πυροδοτήσει την ψυχική αναγέννηση και να φέρει στην επιφάνεια τα καλύτερα στοιχεία του ανθρώπου. Άντρες και γυναίκες κρύβουν στον ψυχισμό τους μια ολόκληρη κοινότητα δυνάμεων, τις οποίες καλούνται ν' ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν στο ταξίδι προς την «ενηλικίωση», που κρατάει μια ολόκληρη ζωή κι έχει στόχο την κατάκτηση της ανθρώπινης ζεστασιάς και στοργής.

Τόσο κατά το παρελθόν - στους αιώνες της αδιαμφισβήτητης υπεροχής του αρσενικού και υποταγής του θηλυκού - μέχρι και σήμερα, την αυθεντική συνάντηση με τον Άλλο, μπορούν να κατακτήσουν μόνο όσοι αφουγκράζονται τις βαθύτερες ψυχικές τους ανάγκες, αντικρίζουν κατάματα τους φόβους τους, διαθέτουν υπομονή και αντοχή στα πάνω και τα κάτω, τους κύκλους της σχέσης, που άλλοτε φθίνουν κι άλλοτε δυναμώνουν.

Είτε πρόκειται για τον «φύλακα της γυναικείας τιμής» - σύζυγο η αδελφό - είτε για τον «γυρολόγο εραστή» που πασχίζει ν' αποδείξει τρωτή και αναξιόπιστη τη θηλυκή αρετή, είτε για τη γυναίκα που «δοκιμάζεται» και συνάμα «δοκιμάζει» την αντρική ισχύ, το παιχνίδι της σχέσης κερδίζουν μόνο όσοι ξεβολεύτηκαν, δέχτηκαν την πρόκληση, εκτέθηκαν στον κίνδυνο, δοκίμασαν τις δυνάμεις τους, μεταμορφώθηκαν ριζικά κι έτσι αξιώθηκαν τη συνάντηση.  

Finding Equilibrium by Duy Huynh
__________________

ΠHΓΕΣ

  • Ηλίας Γιούρης, Το αρχέτυπο του ήρωα κατά τον Τζόζεφ Κάμπελ, http://heroasproject.weebly.com/tauomicron-alpharhochiepsilontauupsilonpiomicron-tauomicronupsilon-etarhoomegaalpha.html
  • Άννα Αχιολά, Μεσαιωνολόγιο: «Αγνείας Πείρα», https://www.rodiaki.gr/article/407066/mesaiwnologio-agneias-peira
  • Ραμαγιάνα, Το Μεγάλο Έπος Των Ινδών, Valmiki, μετάφραση - επιμέλεια Τσάκαλης Ανδρέας, εκδόσεις Πύρινος Κόσμος
  • Νάλας και Νταμαγιάντη: επεισόδιο του «Μαχαμπχάρατα», μεταφρασμένο από το Λορέντσο Μαβίλη και τον Κωνστ. Θεοτόκη, εισαγωγή του Hermann Camillo Kellner, Εν Αθήναις, Εκδότης Ελευθερουδάκης, 1928. https://anemi.lib.uoc.gr
  • Οι δυο φθονερές αδερφάδες και η πιο μικρή, η βασανισμένη, Χίλιες και μια νύχτες, τόμος 7, εκδόσεις Ηριδανός
  • Δεκαήμερο, Βοκάκιος, τόμος 1ος , τόμος 2ος, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις γράμματα, 1993
  • Μαρία Σγουρίδου, «Η θέση της γυναίκας µέσα από το ∆εκαήµερο. Τρεις Ιδιαίτερες περιπτώσεις», Ημερίδα για τη Γυναίκα / Τμήμα Ιταλικής και Ισπανικής Φιλολογίας, Μάρτιος 2008, https://www.researchgate.net/publication/313642109_E_these_tes_gynaikas_mesa_apo_to_ekaemero_Treis_Idiaiteres_periptoseis
  • Ο αυλικός έρωτας, σημειώσεις - σχόλια: Άννα Αλιφραγκή
  • Η ιστορία του Γκουιόν Μπαχ, μετάφραση, επιμέλεια: Άννα Αλιφραγκή
  • Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κυμβελίνος, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, εκδόσεις Επικαιρότητα
  • Γεωργοπούλου Ξένια, Ζητήματα Φύλου Στο Θέατρο Του Σαίξπηρ Και Της Αναγέννησης, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ
  • «Κυμβελίνος»,1958, Άγγελος Δ. Τερζάκης, πρόγραμμα παράστασης, Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=228&programID=489
  • Μαριέττα Βαλιάνου, Η κόρη του μπαλωματή (Κορδελιό Μικράς Ασίας), Από το στόμα στο χαρτί...και από το χαρτί στο στόμα, επιμέλεια έκδοσης, πρόλογος, Σημειώσεις Δημήτρης Β. Προύσαλης, εκδόσεις Απόπειρα
  • «Του Μαυριανού και της αδελφής του», Νικολάου Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Αθήναι, εκδόσεις Ιστορική Έρευνα
  • Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 1, Αθήνα 1958
  • Μιχάλης Μιλητός, ΑΝΑΜΝΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΈΝΤΒΙΓ ΛΊΝΤΙΚΕ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΊΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΎΠΡΟ ΤΟ 1936, ΛΕΥΚΑΡΑ, Τεύχος 220, Ιούλιος - Οκτώβριος 2016, https://www.lefkara.org.cy/images/PDF/periodiko/Issue_22o_Final.pdf
  • Γιώργος Κοτσώνης: Του Μαυριανού και της αδερφής του (1971), https://diskovolos58.blogspot.com/2018/05/1971.html
  • Η Αφροδίτη και ο βασιλέας, Παραμύθια του λαού μας, πρόλογος, επιμέλεια: Γιώργος Ιωάννου, εκδόσεις Ερμής
  • Γιώργος Πεφάνης, «Η δραματοποίηση των παραλογών Β' (του Μαυριανού και της αδερφής του) τέσσερις περιπτώσεις: Κ.Γ. Ξένος, Ν. Ποριώτης, Γ. Καζαντζάκη, Γ. Θεοτοκάς», περιοδικό «Πόρφυρας», τεύχος 88, Κέρκυρα, Οκτώβρης Δεκέμβρης '98.
  • Νικόλαος ο Ποριώτης, Ροδόπη : τραγωδία με Δ' επεισόδια, Αθήνα, Τυπογραφείο «ΕΣΤΙΑ», Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ, 1913 (Από την ψηφιοποιημένη μορφή του έργου που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου)
  • Χατζοπούλου-Καραβία Λεία, «Νικόλαος ο Ποριώτης και η τραγωδία του Ροδόπη», Πάροδος, τχ. 10 (Αύγουστος 2006), σ. 973-977
  • Άννα Γαρεφαλάκη, Η θυσία ως μοτίβο στις Νεοελληνικές Τραγωδίες της Μπελ Επόκ: Πρωτομάστορας [Η Θυσία] του Νίκου Καζαντζάκη (1910) και Ροδόπη του Νικόλαου Ποριώτη (1912) https://www.academia.edu/
  • ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ Ο ΜΑΥΡΙΑΝΟΣ Κ' Η ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1919 (Από Βιβλιοθήκη Γιάννη Βλαχογιάννη) (Από την ψηφιοποιημένη μορφή του έργου που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου).
  • Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, Γαλάτεια Καζαντζάκη (ο άνθρωπος και το έργο), Αύγουστος 1963 (περιλαμβάνεται στο Επίμετρο του βιβλίου «Ridi, pagliaccio: Γέλα, παλιάτσο», Γαλάτεια Καζαντζάκη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2012
  • Γιώργου Θεοτοκά, Το παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας, εκδόσεις Ίκαρος, 1947
  • Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας - Θεοτοκάς Γιώργος, πρόγραμμα παράστασης, http://digital.lib.auth.gr/record/76164/files/arc-2007-34655_002.pdf?version=1
  • Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας - Θεοτοκάς Γιώργος, 1986-1987 Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=4358
  • Aldo Carotenuto, Η ψυχή της γυναίκας, μτφρ. Κούλα Καφετζή, εκδόσεις Ίταμος, Αθήνα 2005
  • Κωστής Παπαγιώργης, Ίμερος και Κλινοπάλη, εκδόσεις Καστανιώτη
  • Robert Bly, Αναζητώντας τον Άνδρα, ή Τι σημαίνει να είσαι Άνδρας, εκδόσεις Λύχνος
  • Σπύρος Δόικας, Αιδοίον το δηκτικόν, Όλα όσα φοβούνται οι άντρες για τις γυναίκες και το σεξ, εκδόσεις CAPTAINBOOK.GR