Τρίτη 3 Αυγούστου 2021

Να κάνουμε «οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου»... Ανδρέας Εμπειρίκος


Από το λεύκωμα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Φωτοφράκτης», εκδόσεις Άγρα 2001.
____________

O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως!

«Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μες στην καρδιά των Aθηνών, μες στην καρδιά του θέρους [...]

Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι [...]

Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.

Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:

«Θεέ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.»

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», από την «Οκτάνα», 
εκδ. Ίκαρος, 1980


Ανδρέας Εμπειρίκος, Άνδρος, 1971
_____________

Δεν ήταν θάνατος αυτός...

«Ο Ανδρέας Εμπειρίκος περνούσε βαθιές κρίσεις. Εξάλλου ο συναισθηματισμός του έφτανε σε λεπτότητες ασύλληπτες, ξεπερνούσε τα φυσιολογικά όρια. Σε αντιστάθμισμα η καρτερικότητά του ήταν μεγάλη και – το κυριότερο η αρετή του να παραμένει αντικειμενικός στην κρίση του, άτρωτη. Λίγοι εγνώρισαν όσον αυτός, στα Δεκεμβριανά, τις φρικαλεότητες της ομηρείας. Και όμως λίγοι –τι λέω- κανένας από τους ομοιοπαθείς του δεν εδοκίμασε τέτοιαν οργή και τέτοιαν εξανάσταση ψυχής, όταν συνειδητοποίησε την επομένη της 21ης Απριλίου τι σήμαινε για την Ελλάδα η «επανάσταση των Συνταγματαρχών» που, εν τέλει, θα τον έκανε και να σωπάσει οριστικά. 

Οι διαψεύσεις οι ιδεολογικές που εγνώρισε μία πάνω στην άλλη, τ’ αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου, η απώλεια της μητέρας του και του αδερφού του, ο αποκλεισμός του από την ψυχαναλυτική δραστηριότητα, η σιωπή γύρω από το έργο του, θα 'φταναν να λυγίσουν κι έναν πολύ μικρότερης ευαισθησίας καλλιτέχνη. Δε λύγισε. Προπαντός δεν έκανε παραχωρήσεις. Αφοσιωμένος στην οικογένειά του και σε τρεις-τέσσερις φίλους, περιορίστηκε στην οδό Νεοφύτου Βάμβα και στην Άνδρο που κυριολεκτικά την λάτρευε.


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην Άνδρο με τον Οδυσσέα Ελύτη.
_____________


[...] Κι όταν, κάποτε, η στιγμή εσήμανε για τον ίδιον, η καίρια και η τελευταία, την αντιμετώπισε με ηρεμία Σωκρατική. Μόνον η συναίσθηση ότι έκανες όσο γίνεται καλύτερα κείνο που σου δόθηκε να κάνεις, μπορεί ν' αφαιρεί από φόβο και να προσθέτει σε θάρρος μπροστά στο κενό. Οι τρεις φορές που τον είδα σ' ένα κρεβάτι ξενοδοχείου της Κηφισιάς ξέροντας ότι κι εκείνος ήξερε, μοιάζανε πιο δύσκολες για μας τους φίλους και τους δικούς του παρά για κείνον.

Η προσπάθεια να φανούμε ψύχραιμοι σα να μη συνέβαινε τίποτα ήταν εμφανής. Η δική του καθόλου. Αξιοπρεπής, μας κοίταζε αποσπασμένος από την προσωπική του δοκιμασία ίσια στα μάτια και μιλούσε για ποίηση όπως τις παλιές καλές ημέρες, μόνο με μια φωνή ολοένα και πιο σβησμένη, βγαλμένη από ένα σώμα παραδομένο κατά τρία τέταρτα στον αφανισμό.

Τη δεύτερη φορά, θυμάμαι, μου χάρισε με τρεμάμενα χέρια τις καινούργιες εκδόσεις των βιβλίων του. Την τρίτη έμενε στο μισόφωτο ξαπλωμένος και άκουγε χωρίς να μιλά. Με πλήρη όμως διαύγεια και αυτοκυριαρχία.

Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο συντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στην μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του εκεί, στην Κηφισιά, σ' ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του.

Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν' αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ κι ύστερα τα πουλιά και το κελαϊδητό τους –μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ' ουρανού και τις λευκές 
πέτρες.

Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο σελ. 70-72, εκδόσεις Ύψιλον


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τον Μάρκο Φ. Δραγούμη (Αύγουστος 1974)
____________________

«Υποδεχόταν το θάνατο με τη στωικότητα ενός αγίου...»

«Το φθινόπωρο του 1974 έγινε το δημοψήφισμα για να αποφασισθεί αν θα επέστρεφε ή όχι ο Βασιλιάς. Επικράτησε το "όχι" και η Βιβίκα, ο Ανδρέας κι εγώ ενωθήκαμε με τον λαό στη Βασιλίσσης Σοφίας πανηγυρίζοντας για το αποτέλεσμα. Αυτή ήταν νομίζω η τελευταία φορά που βρέθηκα με τον Ανδρέα πριν αρρωστήσει. 

Τον είδα μια φορά ακόμα τον Ιούλιο του 1975 στο ξενοδοχείο «Απέργη, στην Κηφισιά. Είχε ζητήσει να περάσει εκεί τον λίγο χρόνο που του έμενε να ζήσει. Κάποια στιγμή θέλησε να με δει μαζί με τον Νάνο [Βαλαωρίτη]. 

Σταθήκαμε δίπλα στο κρεβάτι του με μεγάλη συγκίνηση κι εκείνος μας κοίταξε με ένα αποχαιρετιστήριο βλέμμα γεμάτο αγάπη. Ήταν μια εικόνα που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή, υποδεχόταν τον θάνατο με τη στωικότητα ενός αγίου.»

Μάρκος Φ. Δραγούμης, Το χρονικό μιας φιλίας, Οδός Πανός, τχ. 164, 
Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014.


Ανδρέας Εμπειρίκος (στη μέση) και Νάνος Βαλαωρίτης (δεξιά)
___________


«Ο θάνατός του είχε κάτι από τον θάνατο ενός αγίου»

«Όταν πέθαινε τον επισκέφθηκα. Ο θάνατός του είχε κάτι από τον θάνατο ενός αγίου. Ήταν χαρούμενος, πρόσχαρος όπως πάντα. Με πήρε κοντά του και ζήτησε να με κοιτάξει έντονα, μια και καλή για την αιωνιότητα… Το πνεύμα του ήταν και τότε απόλυτα παρόν, σφριγηλό, ζωντανό. Η παρουσία του ακόμα κι εκεί ήταν συντριπτική. Ήταν ένας οραματιστής που πέθαινε, όπως διαβάζαμε γι' αυτό σε ρώσικα μυθιστορήματα. Έδινε μιαν άλλη έννοια στον θάνατο. Μια έννοια θριάμβου, νίκης, υπέρβασης. 

Για μένα ο Ανδρέας Εμπειρίκος ζει και θα ζει πάντοτε. Είναι ένας αθάνατος. Έστω κι αν πέθανε ένα μέρος του, όπως του Ηρακλή το θνητό μέρος, το άλλο, το αθάνατο πνεύμα που πάλλεται επάνω απ' τον γαλανό ουρανό, την καφετιά γη, και την θάλασσα του Αιγαίου, όπου είχε τη ρίζα του, δεν θα χαθεί ποτέ. Είναι στις ψυχές μας το υπό- και το υπέρ-συνειδητό στοιχείο που ξυπνάει μέσα μας τη νοσταλγία της αγωνίας ενός έρωτα καθολικού, για ό,τι υπάρχει και για ό,τι δεν υπάρχει ακόμα, αλλά μπορεί να υπάρξει κάποτε μέσα στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της οικουμένης, στο σφύζον εκείνο σύμπαν που το βλέπουμε και το μαντεύουμε γύρω μας.»

Νάνος Βαλαωρίτης, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως παρουσία πνευματική και ανθρώπινη στον ελληνικό χώρο, Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδόσεις ύψιλον


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στη Βρετάνη στη δεκαετία του '50
_____________


Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος...

Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.

Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.

― Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.

― Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ’ το θάνατό του.

Μίλτος Σαχτούρης, (από τα Εκτοπλάσματα, Κέδρος 1986)


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το γιο του Λεωνίδα. 
© Φωτογραφικό αρχείο Λεωνίδα Εμπειρίκου - Εκδόσεων Άγρα 
_________

Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς...

Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας. Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου.

[...] δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά.  

[...] από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του, που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. 

Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.



«21.4.58 [Φωτογραφία του Ανδρέα, της Βιβίκας και του Λεωνίδα Εμπειρίκου]», 
Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 707
___________

«Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού...»

«Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιουράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. 


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το γιο του Λεωνίδα στο τρένο Παρίσι – Βενετία (26-6-61)
Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985)
____________


Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν η εξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. 

Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας. 


«[Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου] Με τον γιο του Λεωνίδα. Μύκονος, Αύγουστος 1971», Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 715
____________

Αντισυμβατικός και ανεξέλεγκτος, όταν σπάνια θύμωνε...

Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται.

Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, και ακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".

Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου. 


Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μικρός, η γιαγιά του Στεφανία και ο Α. Εμπειρίκος
___________


Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων.

Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάους, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του. Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.»



Από το λεύκωμα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Φωτοφράκτης», εκδόσεις Άγρα 2001.
____________


Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα...

Η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. 

Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;

Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης,
Μάρτιος του 1935 σε μια παραλία της Μυτιλήνης, κοντά στην Πέτρα.
____________

Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.



Γιάννης Τσαρούχης. © Φωτογραφικό αρχείο Λεωνίδα Εμπειρίκου - Εκδόσεων Άγρα
_________________

«Υπάρχει πάντα ο σκώληξ ο ακοίμητος»

«Ένα βράδυ στου Ανδρέα Εμπειρίκου, πάνε πάνω από δέκα χρόνια, εκεί που μιλούσαμε περί παντός του επιστητού – θεολογία, ποίηση, ζωγραφική, κοινωνιολογία – άξαφνα τον άκουσα να προφέρει αυτή τη φράση: υπάρχει πάντα ο σκώληξ ο ακοίμητος. Όταν τον ρώτησα γιατί το είπε αυτό, μου απάντησε: υπάρχει ο θάνατος και ο τάφος. Έμαθα στα ξένα πως πέθανε γαλήνιος, γεμάτος καλοσύνη, ασφαλώς ευλογώντας τη ζωή. Ήταν στ' αλήθεια ποιητής. Τελειωτικά απέφυγε τον χωρισμό σώματος και ψυχής. Αυτόν τον διχασμό που ανατρέφει το φάντασμα του θανάτου και κάνει σχεδόν απτό ό,τι αναγκαστικά είναι ακατανόητο.»

Γιάννης Τσαρούχης, Οδός Πανός, τχ. 164, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014

Σας παρακαλώ, έχουμε πένθος... 

Την πρώτη επέτειο του θανάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου, στις 3 Αυγούστου 1975, πήγαμε με τον Γιάννη Τσαρούχη στο Ξενοδοχείο Απέργη, στην Κηφισιά, να πάρουμε την Κυρία Βιβίκα Εμπειρίκου για δείπνο. Η Κυρία Εμπειρίκου, με τον γιο τους Λεωνίδα, είχαν νοικιάσει το ίδιο δωμάτιο που ξεψύχησε ο Εμπειρίκος εις ανάμνησιν του μοιραίου γεγονότος.

[...] Καταλήξαμε, με ταξί, σε κοντινή ταβέρνα. Τότε, δύο μουσικοί, με κιθάρες, μας πλησίασαν για να παιανίσουν άσματα. Ο Τσαρούχης τους είπε αυστηρά: Σας παρακαλώ, έχουμε πένθος. 

Κι αυτοί, αμέσως, απομακρύνθηκαν.

Γιώργος Χρονάς, Οδός Πανός, τχ. 164, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014.


«[Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου]», 
Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 516
___________