Ποια γυναίκα θα τολμούσε ποτέ να γυρίσει την πλάτη της σ' έναν σύζυγο που επιστρέφει από τον πόλεμο;
Βιετνάμ. 1975. Ο πόλεμος έχει μόλις λήξει και σε ένα μικρό χωριό στο κεντρικό Βιετνάμ μια παράξενη συγκέντρωση χωριανών περιμένει έξω από το σπίτι της μια νεαρή γυναίκα που ζει ευτυχισμένη με τον άντρα και το παιδί της. Οι συναθροισμένοι της ανακοινώνουν ότι ο πρώτος της σύζυγος, ο οποίος θεωρούνταν νεκρός, γύρισε ως ήρωας από τον πόλεμο και εκείνη οφείλει να επιστρέψει στο πλευρό του.
Στο Χωριουδάκι του Βουνού, όπου οι χωρικοί συναντιούνται μία φορά την εβδομάδα για ημιοργανωμένες συναντήσεις κουτσομπολιού, υπό την αιγίδα μιας πλουσιότερης οικογένειας, με επικεφαλής έναν σεβαστό πρεσβύτερο, η απόφαση για το τι θα γίνει είναι γραμμένη στις φωνές τους— και στις φωνές όλων των προγόνων. Παρόλο που ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής λέει ότι είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει, η Μιεν αισθάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξανασμίξει με τον στρατιώτη - σύζυγο, ο οποίος «πλήρωσε το φόρο αίματος που του αναλογούσε για την απελευθέρωση της χώρας τους».
Παραδοσιακά στο Βιετνάμ, με τις κομφουκιανικές πεποιθήσεις του, οι γυναίκες αναμένεται να είναι πιστές στους συζύγους και τις οικογένειές τους. Ωστόσο, εδώ η συγγραφέας αμφισβητεί τις πεποιθήσεις αυτές, επειδή οι ευθύνες της Μιεν απέναντι στην οικογένειά της έχουν γίνει πολύ περίπλοκες με την επιστροφή του πρώτου της συζύγουτης. Η Μιεν αναγκάζεται να πάρει την απόφαση είτε να πάει κόντρα στις κομφουκιανικές της πεποιθήσεις είτε να γυρίσει την πλάτη στο Κόμμα»
Μια παράξενη βροχή μαστιγώνει τη γη, κι ας έχει μπει ο Ιούνιος για τα καλά.
[…] Σαν να τα 'χει χαμένα, η Μιεν επαναλαμβάνει τα λόγια του άντρα: «Είμαι ο Μπον, ο άντρας σου. Ο άντρας μου;».
«Ναι, εγώ είμαι, ο Μπον» αποκρίνεται ο άντρας με τραχιά φωνή.
Την επόμενη στιγμή, βάζει τις φωνές:
«Είμαι εδώ, είμαι ο Μπον, γύρισα...».
Η Μιεν στέκει αποσβολωμένη, χαμένη.
[…] «Μιεν, γύρισα...»
Η Μιεν τραβάει το χέρι της. Μόλις τώρα κατάλαβε. Η φωνή προσέκρουσε με δύναμη στην παλάμη του χεριού της. Λένε πως, απ' όλα τα μέρη του σώματος, η παλάμη είναι εκείνο που κρατάει για περισσότερο καιρό απ' όλα τα άλλα τις αισθήσεις, όπως το αυτί του ελέφαντα συγκρατεί την ανάμνηση των ήχων από τις επτά προηγούμενες ζωές του. Η Μιεν κατάλαβε πια ποιος είναι ο άντρας που κάθεται απέναντί της.
Αναστενάζει, και με φωνή που μόλις ακούγεται:
«Μεγάλε αδελφέ Μπον;».
Εκείνος αποκρίνεται:
«Ναι, εγώ είμαι, γύρισα».
Υπήρξε σύζυγός της, πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Η περιπλανώμενη ψυχή που τιμούσε τόσα χρόνια τώρα στο βωμό μετενσαρκώθηκε σ' αυτό το μαυριδερό κορμί, σ' αυτό το δέρμα και σ' αυτά τα χείλη ενός νεκρού. Ο Μπον ξαναγύρισε. Δεν είναι ο νεαρός που υπήρξε σύζυγός της για ένα καλοκαίρι, που πέρασε γοργά και χάθηκε. Ούτε και περιπλανώμενη ψυχή είναι πια. Είναι κάτι ανάμεσα στα δυο. Η Μιεν αντιλαμβάνεται πως έχει πιαστεί σε μια παγίδα. Δεν ξέρει πώς θα είναι η ζωή της τώρα που η περιπλανώμενη ψυχή κατέβηκε από το βωμό που στήθηκε προς τιμήν του ήρωα της πατρίδας και κάθεται απέναντί της, ρουφώντας με βουλιμία το τσάι και καρφώνοντάς την με βλέμμα παράφορο.
Υπήρξε άντρας μου. Αλλά πάνε δέκα χρόνια τώρα που ζω με τον Χοάν και ο γάμος μας έχει επικυρωθεί ενώπιον θεού και ανθρώπων. Ο θάνατος του Μπον μού γνωστοποιήθηκε πάνω από πέντε χρόνια μετά την επιστράτευσή του. Και πέρασαν άλλα δυο χρόνια για να παντρευτώ τον Χοάν. Έχουμε ένα γιο. Δεν θέλω να φύγω από τον Χοάν. Είναι όλη μου η ευτυχία...
[…] Ο Μπον επέστρεψε από το μέτωπο. Ποια γυναίκα θα τολμούσε ποτέ να γυρίσει την πλάτη της σ' έναν σύζυγο που επιστρέφει από τον πόλεμο;
«Ένα φάντασμα που ξέρει πώς να πίνει τσάι και να ποθεί μια γυναίκα»
[…] Ο Μπον κοιτάζει τη Μιεν, έντονα. Η αναλαμπή των κεριών φωτίζει τα φλογισμένα από την επιθυμία μάτια του. Συνειδητοποιώντας αίφνης ότι γύρω τους δεν βρίσκεται πλέον κανείς, η Μιεν αναρριγεί από τρόμο. Χαμηλώνει το κεφάλι, κι ωστόσο εξακολουθεί να νιώθει πάνω της εκείνα τα μάτια που φλέγονται από σαρκική επιθυμία. Δεν τολμά να το παραδεχτεί, αλλά ακούει μέσα της μια φωνή να της ψιθυρίζει ότι το πλάσμα απέναντί της δεν είναι παρά ένα φάντασμα ή κάτι παραπλήσιο. Ένα φάντασμα που ξέρει πώς να πίνει τσάι και να ποθεί μια γυναίκα. Η φρίκη εισδύει στη σάρκα της.
Ο Μπον μουρμουρίζει:
«Μιεν, είσαι καλά... πάντα καλά;».
«Ναι... Ναι...» ψελλίζει η Μιεν.
Σωπαίνουν.
Ο άντρας, τρέμοντας:
«Μιεν, σου έλειψα καθόλου;».
Η γυναίκα αποκρίνεται μ' έναν ακατάληπτο ήχο. Δεν τολμά να πει ψέματα, ούτε μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια. Βαθιά μέσα στις κόχες των ματιών εκείνου του άντρα αστραποβολεί ένα βλέμμα λάγνο, που την κάνει να παραλύει από τρόμο. Τα λεπτά κυλούν μες στη σιωπή. Ανίκανος να συγκρατήσει την παρόρμησή του, ο Μπον ρίχνεται πάνω στο τραπέζι και αδράχνει μες στις χούφτες του το πρόσωπο της γυναίκας που, δεκατέσσερα χρόνια πριν, ήταν δική του.
«Μιεν... Μου έλειψες... Σ' αγαπώ...»
Η Μιεν ζαρώνει στη θέση της. Δεν έχει τη δύναμη να σπρώξει μακριά της το πρόσωπο του Μπον, που πλησιάζει ολοένα προς το μέρος της. Τον αποφεύγει μ' ένα νεύμα. Ωστόσο, προλαβαίνει να νιώσει την καυτή, πυρετική ανάσα του άντρα πάνω στο δέρμα της. Μια ανασαιμιά αλλόκοτη, μολυσμένη. Αναλογίζεται, γεμάτη φρίκη, πως αύριο, μεθαύριο, για εβδομάδες, μήνες, χρόνια, για πάντα, θα είναι αναγκασμένη να ζει μ' αυτό τον άνθρωπο, που έχει γίνει φάντασμα μες στην καρδιά της, και την αβάσταχτη ανασαιμιά του.
«Όχι, όχι...»
[…] Η Μιεν δεν τον κοιτάζει πια. Ξέρει πως θα στέκει εκεί, υπομονετικός, επίμονος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, με πείσμα πρωτόγνωρο. Από ένστικτο, καταλαβαίνει πως, εκείνος που γυρίζει από τον τάφο, εκτιμά τη ζωή εκατό φορές περισσότερο από τους άλλους, και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να την ξανακερδίσει. Δεν της απομένει καμία διέξοδος. Αυτός ο άντρας με τη σκουρόχρωμη επιδερμίδα θα διεκδικήσει μέχρις εσχάτων αυτά που του ανήκουν. Όλος ο κόσμος θα είναι με το μέρος του. Μπορεί ο πρόεδρος να δήλωσε πως μόνο εκείνη μπορεί να επιλέξει το μέλλον της, αλλά τα λόγια του ήταν, απλώς, αυτά που επέβαλλε η συγκεκριμένη περίσταση. Μετά τις δημόσιες τοποθετήσεις, όλοι θα ψηφίσουν υπέρ του Μπον. Τον αγαπούν τον Μπον. Τον στρατιώτη. Τον περιπλανώμενο. Τον μάρτυρα. Τον άνθρωπο που πρόσφερε τα νιάτα του στο έθνος, σ' έναν πόλεμο δίχως προηγούμενο. Τον άνθρωπο που έκανε όλες τις δέουσες θυσίες. Τον άνθρωπο που έχασε ένα κομμάτι της ζωής του και γύρισε για να διεκδικήσει ό, τι είχε απομείνει...
Έχουν τους λόγους τους. Η Μιεν το καταλαβαίνει. Και η ίδια νιώθει αμέριστη εκτίμηση για τον Μπον. Γιατί, όμως, κωφεύουν όλοι στο δικό της δίκιο; Αγαπάει τον Χοάν. Η ζωή της, η ψυχή και το σώμα της έχουν δέσει αρμονικά με τον καινούργιο της σύντροφο. Δεν αγαπάει πια τον Μπον. Ο φευγαλέος έρωτας της νιότης της έσβησε, εξανεμίστηκε από τον καιρό, πριν ακόμα ανθίσει. Πώς είναι δυνατόν μια γυναίκα που ζει κάτω από τον ήλιο να πλαγιάζει στο πλευρό ενός πτώματος σε αποσύνθεση που γύρισε από τον τάφο;
Όμως το ξέρει, κανείς δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του το δικό της δίκιο, κανείς δεν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες της.
Η γυναίκα διπλώνεται στα δυο, κατεβάζει το κεφάλι και αναλύεται σε δάκρυα, σαν παιδί που το 'διωξαν από το σπίτι.
Η Μιεν προετοιμάζει την επιστροφή της στον Μπον, σαν να πρόκειται να φύγει στην εξορία. Στοιβάζει σ' ένα μπαούλο «τρεις μαύρες και δυο μπλε στολές, κάμποσα μάλλινα πουκάμισα, ένα σακάκι με φόδρα βαμβακερή, όπως φορούν οι γριές, όλα μαύρα» κι ένα τσουβάλι αποξηραμένα βότανα ιεροχλόης. Η ιεροχλόη χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες καθαρισμού και το άρωμά της προοριζόταν για όσους είχαν αφήσει πίσω τους για πάντα τις σαρκικές απολαύσεις, την πολυκοσμία και τις διασκεδάσεις. Καθώς θα πλενόταν μ’ αυτό το παρθένο βότανο, η Μιεν θα προσπαθούσε να ξεπλύνει από πάνω της τον Μπον, τον ιδρώτα, την κακοσμία του στόματός του, την ύπαρξή του ολόκληρη.
[…] «Εντάξει, φεύγω εγώ τώρα».
Ο Χοάν βλέπει τη σιλουέτα της να διασχίζει το κατώφλι της κάμαρας σαν αστραπή. Σωριάζεται στο κρεβάτι, ακούει το τρίξιμο της αυλόπορτας. Ούτε κουβέντα. Η Μιεν ξαναγυρίζει στον άλλον άντρα μες στη σιωπή. Το μόνο που ακούγεται είναι το θρόισμα των φύλλων από τις καλαμιές, καθώς τα σαρώνει ο άνεμος, και ο θόρυβος βημάτων. Να 'ναι άραγε τα δικά τους ή μήπως το φαντάζεται; Ή μήπως πάλι είναι η ηχώ μιας ευτυχίας που έρχεται από το παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να τον στοιχειώνει σαν να ανήκει στο μέλλον;
«Πώς θα ζήσω τώρα; Πώς; Πώς;»
Τρέχει στην αυλή, ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα. Βλέπει τη γυναίκα της ζωής του να βαδίζει πλάι στον άντρα, στον κεντρικό δρόμο του Χωριού. Περπατάει μπροστά, με το μπαούλο στο χέρι. Εκείνος την ακολουθεί, κουβαλώντας το τσουβάλι με τα βότανα. Η Μιεν κοιτάζει ίσια μπροστά, με το λαιμό ψηλά, την πλάτη ολόρθη. Είναι σαν να βαδίζει προς έναν κόσμο διαφορετικό, δικό της. Έναν κόσμο που το Χοάν είναι βέβαιος γι' αυτό - ανήκει στον ίδιο και στο γιο του, Άραγε, ο άντρας που σέρνει μετά βίας τα βήματά του ξοπίσω της το ξέρει; Καταλαβαίνει πως, στο εξής, θα ζει πλάι σε μια γυναίκα από άλλον κόσμο, έναν κόσμο όπου εκείνος δεν έχει καμία θέση, ή μήπως ευελπιστεί ότι θα την ξανακερδίσει; Οι αδύναμοι άνθρωποι διαθέτουν κι αυτοί δύναμη και στρατηγική. Η δύναμή τους εδράζεται στον οίκτο των άλλων. Ποιος ξέρει; Η επίμονη βροχή προξενεί πλημμύρες. Ίσως η αφοσίωση και το πάθος του κάνουν τον πρώτο έρωτα να αναγεννηθεί μέσα απ' τις στάχτες του...
Αίφνης, η ζήλια τού λογχίζει την καρδιά. Ο πρώτος έρωτας... Πόσα βιβλία δεν έχουν γραφτεί για να περιγράψουν τα σκιρτήματά του, την αντοχή του στο χρόνο, στη ζωή κάθε ανθρώπου; Όπως και να ήρθαν τα πράγματα, εκείνος εκεί ο άντρας έχει στο εξής το δικαίωμα να ζει δημόσια μαζί της, να είναι ο σύζυγος της Μιεν. Κι αυτός, πώς θα ζήσει τώρα; Τι πρέπει να κάνει για να εξακολουθήσει να ζει;
Τους ακολουθεί με το βλέμμα ως τη στιγμή που χάνονται πέρα μακριά, πίσω από τα περιβόλια, και ύστερα κατεβαίνει από την ταράτσα. Το σπίτι φαντάζει στα μάτια του τόσο πελώριο και άδειο, όσο δεν το 'χε ποτέ του φανταστεί. Ξάφνου, αντικρίζει για μια στιγμή το είδωλό του στον καθρέφτη. Το πρόσωπο της απελπισίας, το βλέμμα ενός κλωσόπουλου που ξεστράτισε από τη φωλιά.
[…] ο Χοάν αναθυμήθηκε τις ζοφερές μέρες που είχε ζήσει μαθαίνοντας πως η Μιεν ήταν έγκυος από τον πρώτο της άντρα. Δεν ήταν ο γερο-Λου εκείνος που του το είχε πει, αλλά η ίδια του η αδερφή και η ξαδέρφη του. Ένιωθαν μια κρυφή χαρά καθώς το ανακοίνωναν στον μικρότερο αδερφό τους. Ήλπιζαν μέσα τους πως η είδηση αυτή θα έβαζε τέλος στον έρωτά του για την πρώην γυναίκα του, πως θα τους χάριζε αμέσως μια καινούργια νύφη, η οποία θα τον κρατούσε για πάντα στην πόλη και πως, με αυτό τον τρόπο, οι δουλειές τους θα μεγάλωναν και θα γνώριζαν καλύτερες μέρες. Ο Χοάν αντιλαμβανόταν τις ελπίδες που έτρεφαν κρυφά οι δυο γυναίκες και δεν μπορούσε να μην τους κρατάει κακία γι' αυτό. Εκείνες, μέλη και οι δυο της δικής του οικογένειας, ήταν τόσο σκληρές ώστε να τον κατακεραυνώνουν αναγγέλλοντάς του μια τέτοια είδηση. Έναν τυφώνα που, στο πέρασμα του, ξερίζωνε τα δέντρα, παρέσυρε τα φύλλα τους, ξεκλήριζε τον κήπο που υπήρξε καταφύγιο της αγάπης του. Γιατί ήταν βέβαιος πως η Μιεν δεν αγαπούσε παρά μονάχα αυτόν, αυτόν και κανέναν άλλον. Η επιστροφή της στον πρώτο της άντρα ήταν μια πράξη αυτοκτονίας, η θυσία μιας γυναίκας γεννημένης στους κόλπους μιας κοινωνίας που μαστιζόταν από ατέρμονους πολέμους, όπου η τρεμάμενη ζωή των αντρών παλλόταν σαν τα φτερά της νυχτοπεταλούδας, όπου όλη τους η ενέργεια πήγαζε από την ασίγαστη πίστη και αυταπάρνηση της γυναίκας τους. Το απονενοημένο διάβημα της Μιεν εκείνη την αυγή με την καταχνιά πρόβαλλε στα μάτια του ξανά και ξανά, σαν ταινία που παιζόταν αδιάκοπα μες στο μυαλό του. Η πολυαγαπημένη του γυναίκα έφευγε στα κρυφά, μ' ένα τσουβάλι ιεροχλόη στον ώμο και βλέμμα μελλοθανάτου. Κάθε της βήμα χάραζε πάνω στη γη το λιθόστρωτο που οδηγούσε κατευθείαν στην κόλαση. Το όραμά του δεν εξασθενούσε με τον καιρό. Μέρα τη μέρα, σημάδευε το μνημονικό του ολοένα και πιο βαθιά, μέρα τη μέρα τον ταλάνιζε και περισσότερο. Μέρα τη μέρα, συνδαύλιζε το πάθος του.
Γιατί και πάλι γιατί; Γιατί να πρέπει να υποταχθείς στην εξορία και τη δυστυχία; Γιατί να πρέπει κι εγώ να ζω σαν φυλακισμένος που τον εξόρισαν; Γιατί;
Αν μη τι άλλο, ο πόνος αυτός έδινε νόημα στη ζωή του. Να όμως τώρα που η αγαπημένη του γυναίκα ήταν έγκυος από κάποιον άλλο.
Ώστε, λοιπόν, το φευγιό σου δεν ήταν εξορία, ήταν η απόφασή σου να αντλήσεις ξανά από μια φλέβα που ήταν κρυμμένη κάτω από την άμμο και τη σκόνη των καιρών. Τον αγάπησες μ' έναν έρωτα πιο βαθύ, πιο φλογερό απ' ό,τι εμένα, χίλιες φορές παραπάνω απ' ό,τι τόλμησες ποτέ να μου ομολογήσεις.
Εγώ είμαι ο περίγελος της ιστορίας. Είσαι πολύ πιο πανούργα απ' ό,τι πίστευα. Η καρδιά σου είναι πιο μεστωμένη, πιο ατρόμητη από τα φωτεινά, καθαρά σου μάτια. Το δέρμα, η σάρκα σου είναι πιο αχόρταγα, πιο λάγνα από ό,τι σ' αφήνει να πιστέψεις το χρώμα της επιδερμίδας σου, που είναι απαλή σαν του μωρού. Ξεγελάστηκα, κι ας είμαι εφτά χρόνια μεγαλύτερός σου. Ο κόσμος έχει δίκιο: κάθε γυναίκα κρύβει μέσα της μια γριά μάγισσα. Ο Χοάν κλείστηκε στην κάμαρά του, αφήνοντας όλες τις υποθέσεις του σε εκκρεμότητα.
«Κύριε, κάποιο απρόβλεπτο γεγονός με φέρνει εδώ για να ζητήσω τη γνώμη σας».
Ζήτησε από το γέροντα να καθίσει, να πιει ένα τσάι. Έπειτα τον ρώτησε:
«Μιλήστε, θείε, τι συνέβη εκεί πάνω;».
«Μόλις μετέφερα την κυρία στο νοσοκομείο».
Ο Χοάν άναψε τσιγάρο, σκύβοντας το κεφάλι για να αποφύγει το βλέμμα του συνομιλητή του. Τράβηξε κάμποσες γερές ρουφηξιές και είπε, με ήρεμη, παγερή φωνή:
«Όλα καλά;».
Ο γέρος τού έριξε ένα απορημένο βλέμμα.
«Τι θέλετε να πείτε, κύριε;»
«Εξακολουθείτε να τη φροντίζετε όπως σας ζήτησα;»
«Μάλιστα».
«Πολύ καλά».
Του αποκρίθηκε μ' ένα νεύμα του κεφαλιού. […] Ο Χοάν σηκώθηκε, βάλθηκε να πηγαινοέρχεται στην κάμαρα με μεγάλες δρασκελιές, κι έπειτα, αίφνης, στράφηκε και τον ρώτησε:
«Είναι αγόρι ή κορίτσι;».
Ο γερο-Λου σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Χοάν. Σαστισμένος, ανοιγόκλεισε γρήγορα τις κατάλευκες βλεφαρίδες του.
«Κύριε, δεν σας έχουν πει τίποτα;»
«Σαν τι να μου πουν;» ρώτησε ο Χοάν.
Αίφνης, ένιωσε την καρδιά του να σταματάει, λες και κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί, ένα γεγονός απρόσμενο, απρόβλεπτο:
«Μιλήστε, θείε».
Είχε τονίσει τις λέξεις μία μία. Κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταξε το διαχειριστή κατευθείαν στα μάτια. Μην μπορώντας να υπομείνει τη λάμψη των ματιών του, ο γερο-Λου έσκυψε το κεφάλι:
«Κύριε, η κυρία δεν έφερε παιδί στον κόσμο».
«Τι είναι αυτά που λέτε;»
«Ο κύριος Μπον δεν είναι σε θέση να κάνει ένα φυσιολογικό παιδί. Και έπειτα, η κυρία αποπειράθηκε αρκετές φορές από μόνη της να καταστρέψει το έμβρυο. Αυτή η πράξη βίας την έκανε ν' αρρωστήσει και να μείνει στο κρεβάτι ως τον τοκετό».
«Έκανε άμβλωση;»
Ο Χοάν ούρλιαζε σχεδόν.
[…] «Η κυρία ρίχτηκε πολλές φορές πάνω στην πόρτα της κάμαρας του κυρίου Μπον, για να προκαλέσει την αποβολή του εμβρύου. Όπως η κυρία Χουγιέν, το ξέρει και όλος ο κόσμος στο χωριό».
[…] Ήρεμος, παγερός, παρόλο που η καρδιά του σταματούσε σε κάθε λέξη, άναψε και δεύτερο τσιγάρο.
Δεν τον αγαπάς, δεν τον αγαπάς, δεν τον αγαπάς... Θέλησες να σβήσεις τα ίχνη από τα αγκαλιάσματά του. Μόνο η πραγματική αγάπη αξίζει να ανθίζει και να δίνει καρπούς. Ώστε, λοιπόν, η ζωή σου πλάι του δεν είναι παρά μια εξορία στην Κόλαση. Η καρδιά σου ανήκει ακόμη σ' εμένα. Αυτό μου αρκεί...
«Οι σκιές των φαντασμάτων της παράδοσης δεν πρόβαλαν ποτέ ξανά...»
Η Μιέν αναζητά απελευθέρωση όταν τελικά επιλέγει να εγκαταλείψει τα φαντάσματα του παρελθόντος, τις παραδοσιακές αξίες των γυναικών του Βιετνάμ. Αφήνοντας την Μπον για να επιστρέψει στον Χοάν, είναι προετοιμασμένη με έναν «λεκτικό χείμαρρο, που δεν είναι η γλώσσα των μορφωμένων», έτοιμη να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να ζήσει όπως επιθυμεί. Όμως, «οι σκιές των φαντασμάτων της παράδοσης δεν πρόβαλαν ποτέ ξανά...»Βρίσκομαι στο σπίτι μου. Τους ήχους αυτούς τους γνωρίζω από καιρό.
[…] Περίμενε ως τη στιγμή που ο θόρυβος της μοτοσικλέτας του Χοάν έπαψε πια να ακούγεται, και τότε μόνο γύρισε στην κάμαρά της και έκλαψε αμίλητη. Όταν πια είχε κλάψει με την ψυχή της, παρηγορήθηκε λέγοντας μέσα της πως θα μπορούσε, τουλάχιστον, να ζήσει την αληθινή της ζωή κάτω απ' αυτή τη στέγη. Μα, δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε να ξαναγυρίσει στην παλιά ζωή της, όπως το φανταζόταν. Η αίσθηση αποξένωσης που ένιωθε την έκανε να πιστεύει πως δεν ήταν εκείνη η οικοδέσποινα, πως οι αληθινοί νοικοκυραίοι του σπιτιού ήταν ο γέροντας διαχειριστής και ο γιος της.
Ήταν προετοιμασμένη να αντισταθεί στους περίεργους, στους κακεντρεχείς, στους φθονερούς και στους κακοπροαίρετους, στα φαντάσματα που παραμόνευαν κρυμμένα στην ψυχή της, στις παντοδύναμες ψυχές που κυβερνούσαν εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια τούτη τη γη και την ανάγκασαν να επιστρέψει και να ζήσει με τον Μπον... Είχε φανταστεί, μάλιστα, και τη μέρα που ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο γραμματέας του Κόμματος, η πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών θα της χτυπούσαν το κουδούνι για να μπουν και να την κανοναρχήσουν με θεωρητικά λογύδρια, καταδικάζοντάς την, κάνοντας έκκληση στη συνείδησή της, στο αίσθημα ευθύνης της, επικαλούμενοι τις παραδοσιακές αξίες των γυναικών του Βιετνάμ. Χιονοστιβάδες ολόκληρες από λέξεις, από επιχειρήματα που δεν ανήκαν σε μορφωμένο άνθρωπο, αλλά είχαν γεννηθεί μες στην άσβεστη λάβα μιας γυναίκας λαβωμένης, οργισμένης, ανάβλυζαν από την πονεμένη της καρδιά, από την απελπισμένη ψυχή της... Ακόνιζε τα επιχειρήματά της για να τα βάλει με όλον αυτό τον κόσμο, για να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να ζει όπως εκείνη ήθελε, όπως ακονίζει κανείς το σπαθί του... Μα οι εχθροί δεν έρχονταν. Ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο γραμματέας του Κόμματος, η πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην πόρτα της. Οι σκιές των φαντασμάτων της παράδοσης δεν πρόβαλαν ποτέ ξανά μες στην καταχνιά του πρωινού, ούτε μες στο παγερό φως της νύχτας. Κάποια μέρα, χτύπησε πράγματι το κουδούνι της, αλλά ήταν κάποιοι γείτονες που είχαν έρθει να την επισκεφθούν. Άλλοτε πάλι, της ζητούσαν λίγη αλοιφή, ένα κουτάλι ζάχαρη για τη σάλτσα που ετοίμαζαν, ή ήθελαν να δανειστούν το μύλο του καφέ.
Ήταν παράξενο. Στις συζητήσεις τους, δεν έκαναν τον παραμικρό υπαινιγμό για τη ζωή της με τον Μπον, λες και αυτή η ιστορία δεν είχε υπάρξει, λες και δεν είχε φύγει ποτέ απ' αυτό το σπίτι, λες και δεν είχε αφήσει τους γείτονές της για να εγκατασταθεί κάτω από άλλη στέγη, με άλλον άντρα, πλάι σε άλλους γείτονες. Ο εχθρός ήταν νεκρός. Οι επιζώντες συμπεριφέρονταν ήρεμα, αδιάφορα, σαν να μην είχαν μαζευτεί ποτέ στο σπίτι της τη μέρα της επιστροφής του Μπον, σαν να μην την είχαν κεραυνοβολήσει με τα ανακριτικά τους βλέμματα, με μια άγρια λάμψη στα μάτια, σαν να μην είχαν ξεστομίσει ποτέ ηθικές παραινέσεις, σαν να μην είχαν δώσει τροφή στις φήμες. Το ίδιο απρόσμενα εξαφανίστηκαν και οι σκιές των φαντασμάτων. Θα είχαν πνιγεί, δίχως άλλο, ως την τελευταία, καθώς διέσχιζαν τον ποταμό της κόλασης... Ωστόσο, η αγωνία της Μιεν δεν σβήστηκε όταν χάθηκαν από προσώπου γης οι εχθροί της. Συνειδητοποίησε τότε πως η αγωνία είχε υποκαταστήσει τα φαντάσματα που την ταλάνιζαν άλλοτε κι είχε πάρει τη θέση της αθέατης παντοδυναμίας του πλήθους, της εξουσίας αυτής που ονομάζουμε κοινή γνώμη.
Στο εξής, εκείνη, η αγωνία, θα ταλάνιζε την καρδιά της.
«Μια στάλα ξεστρατισμένο αίμα, μια ακέφαλη περιπλανώμενη ψυχή»
[…] Είναι η αλήθεια. Όλος ο κόσμος το ξέρει, είτε το λένε είτε όχι. Απόκτησα ένα παιδί με τον Μπον. Παρόλο που δεν ήταν ποτέ γραφτό του να γίνει άνθρωπος, ήταν μια στάλα ξεστρατισμένο αίμα. Δεν την είδα ποτέ μου, αυτή τη σάρκινη μάζα που κουβαλούσα σχεδόν εννιά μήνες στα σπλάχνα μου...
Αναθυμάται το σαστισμένο πρόσωπο του Μπον όταν τον έδιωξαν από την αίθουσα τοκετού. Η μορφή του δεν είχε πια τίποτα το ανθρώπινο, ήταν ένα μνήμα όπου η ελπίδα και η χαρά της ζωής είχαν σβηστεί για πάντα, είχαν θαφτεί κάτω από τη γη, είχαν σαπίσει. Ξαναφέρνει στη μνήμη της τα πανιασμένα, τρεμάμενα χείλη του. Οι λέξεις που ξέφευγαν από τα χείλη του κυλούσαν εδώ κι εκεί, όπως τα χαλίκια όταν τα πετάς στις πλαγιές των λόφων. Ο Μπον τη φώναζε, φώναζε το έμβρυο που δεν θα γνώριζε ποτέ ανθρώπινη υπόσταση, με φωνή απόμακρη, που έκλεινε μέσα της τον τρόμο, την απόγνωση. Με τη φωνή ενός φαντάσματος. Γιατί, στα μάτια της Μιέν, ήταν φάντασμα, ένα πτώμα που θα περιπλανιόταν για πάντα, καταραμένο απ' αυτή τη μικρή ψυχή που δεν έβρισκε τρόπο να μετενσαρκωθεί και να πάρει ανθρώπινη μορφή. Ο Μπον ήταν ο δημιουργός και ο δήμιός της συνάμα. Πριν ακόμη της επιτρέψει να πάρει υπόσταση ανθρώπου, την είχε εξορίσει στον κόσμο των φαντασμάτων. Σ' εκείνα τα παγερά, αιώνια ερέβη, το παιδάκι θα ζούσε για πάντα ορφανεμένο, τυφλό, βουβό. Θα ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν θα είχε φωνή. Θα ήθελε να κλάψει, αλλά δεν θα είχε δάκρυα. Θα ήθελε να αναστενάξει, αλλά κανένας ήχος δεν θα έβγαινε από το στόμα του. Η μικροσκοπική καρδιά εκείνης της ανολοκλήρωτης ψυχής θα υπέμενε, στον αιώνα των αιώνων, τα δεινά των ακέφαλων περιπλανώμενων ψυχών.
Γιατί να μην το κοιτάξω, έστω για μία φορά, έστω για μία στιγμή; Είμαι άκαρδη, ανάξια μάνα...
«Πρέπει να βοηθήσω τον Μπον σαν να 'ταν αδερφός μου»
Η Μιεν επιστρέφει στον Χοάν, αλλά ακολουθώντας τα λόγια του πατέρα της, «ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος, πιο χαμερπής και από ζώο, αλλά γίνεται άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή έχει ηθική συνείδηση», προσπαθεί να φροντίσει τον Μπον, «σαν αδελφό, όχι σύζυγο». Ταυτόχρονα, δεν παύει να ανησυχεί και να φοβάται την αντίδραση του Χοάν: Μήπως πάψει να την αγαπάει;[…] Η Μιεν είναι στην κουζίνα με το διαχειριστή και πίνουν τσάι. Όταν τελειώνουν το τσάι τους, ο γερο-Λου πηγαίνει να επιβλέψει τα εργοτάξια. Αυτή τη στιγμή περίμενε η θεία Χουγιέν για να μπει στην κουζίνα και να πει στη Μιεν:
«Άκουσα ότι ο Μπον είναι πολύ άρρωστος».
«Από πότε είναι άρρωστος;»
«Εδώ και καμιά δεκαριά μέρες, απ' ό,τι φαίνεται. Χθες βράδυ, είδα τον πρωτότοκο γιο της Τα να του πηγαίνει μια τσανάκα με χυλό ρυζιού. Τι κρίμα! Σχεδόν χωρίς καθόλου ζουμί, με κάτι φύλλα κρεμμυδιού και λίγο κρέας. Ο Ζα έχει πάει στο δάσος με τους ξυλοκόπους. Δεν απέμεινε παρά μόνο η Σοάν για να τον φροντίζει, όσο μπορεί κι εκείνη».
Πρέπει να του πάω κάτι να φάει. Δεν μπορώ να τον αφήσω να πεθαίνει λίγο λίγο σ' εκείνο το παλιοκάλυβο...
Είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό της γυναίκας. Την ίδια στιγμή, έρχονται κι άλλες ξοπίσω της, ορμητικές σαν χείμαρρος.
Αν είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό, κακότυχο σαν τον Μπον, θα τον άφηνα ποτέ να λιώνει μες στη δυστυχία; Όχι. Ποτέ. Τότε, γιατί τον εγκατέλειψα τόσο άσπλαχνα; Πρέπει να τον βοηθήσω σαν να 'ταν αδερφός μου, αυτή τη στιγμή που οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, που είναι ολομόναχος, ξεχασμένος απ' όλους... Αν ο Μπον πέθαινε μες στη μοναξιά και τη θλίψη, θα έχανα για πάντα τη γαλήνη μου. Υπήρξε κομμάτι της ζωής μου κάποτε. Είτε το θέλουμε είτε όχι, κανείς δεν μπορεί να σβήσει μια ήδη γραμμένη σελίδα. Είτε το θέλω είτε όχι, δεν θα μπορέσω ποτέ να σβήσω από τη μνήμη μου τον Μπον. Θα το δεχτεί, όμως, ο Χοάν; Και αν, εξαιτίας της πράξης μου, πάψει να μ' αγαπάει; Τότε θα μείνω ολομόναχη στον κόσμο, θα βρεθώ με χέρια αδειανά. Όχι, ο Χοάν ήρθε ο ίδιος να με πάρει, πράγμα που σημαίνει πως με δέχεται όπως είμαι σήμερα, μια γυναίκα που, στο παρελθόν, είχε συνάψει ένα χρέος. Ο Χοάν είναι έξυπνος, θα καταλάβει πως, σε καιρό πολέμου, η κακοτυχία μπορεί να χτυπήσει την πόρτα οποιουδήποτε, όχι μονάχα του Μπον. Θα είναι αρκετά μεγαλόκαρδος για να μπορεί να συμπεριφέρεται με τόση αξιοπρέπεια. Αν δεν το δεχόταν, δεν θα του άξιζε η αγάπη, η λατρεία που του είχα άλλοτε... Κι αν δεν άξιζε την αγάπη μου, τη λατρεία μου, ο χωρισμός μας δεν θα μου ήταν πια τόσο οδυνηρός.
Σκέψεις σαφείς, ξεκάθαρες. Η Μιεν έχει τρομοκρατηθεί. Δεν μπορεί να διανοηθεί πώς μπόρεσε, αίφνης, να σκεφτεί με τόση γρηγοράδα, με τόση αποφασιστικότητα. Σαν τον καλλιτέχνη, που οπισθοχωρεί μερικά βήματα για να θαυμάσει από απόσταση το έργο που μόλις τελείωσε, έτσι κι εκείνη οπισθοχωρεί, σαστισμένη, για να επανεξετάσει τις σκέψεις που απέκτησαν πριν από λίγο υπόσταση στο μυαλό της.
Προς τι τόση βιασύνη; Εγώ αναγκάστηκα να υπομείνω τα πάνδεινα, πριν μπορέσω να ξαναγυρίσω εδώ. Πάω να βάλω και άλλες έγνοιες, και άλλη ντροπή στο κεφάλι μου; Πάω να δέσω από μόνη μου τα χέρια μου; Κι αν ο Χοάν πάψει να μ' αγαπάει, πώς θα ζήσω;
Ένα τρομακτικό όραμα πλημμυρίζει την ψυχή της. Η γυναίκα νιώθει το φόβο να την παγώνει, ένα φόβο σαν τον πρώτο άνεμο του χειμώνα, που κάνει τον άνθρωπο να αναρριγεί όχι από το πολύ κρύο, αλλά γιατί προαναγγέλλει μια εποχή δύσκολη, ανελέητη, που κόντευε να την ξεχάσει. Μα, ενόσω ο φόβος ακραγγίζει την ψυχή της, μια πεισματάρικη φωνή τής μουρμουρίζει:
Πρέπει να πράξω κατά τη συνείδησή μου. Μου το είχε πει και ο πατέρας μου, ότι πολλές φορές ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος, πιο χαμερπής και από ζώο, αλλά γίνεται άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή έχει ηθική συνείδηση. Ο Ουρανός και μόνον αυτός μπορεί να αποφασίσει αν ο Χοάν θα δεχτεί την πράξη μου ή θα εναντιωθεί σ' αυτήν, αν θα εξακολουθήσει να μ' αγαπάει ή θα φανεί αγνώμων απέναντί μου. Μόνο ο Ουρανός γνωρίζει το λαβύρινθο που επιφυλάσσει η ζωή στον καθένα μας. Εμείς, οι άνθρωποι, ζούμε σαν τις φακές του βάλτου, στο έλεος των ρευμάτων... Ας ζήσουμε, λοιπόν, σαν άνθρωποι, εκεί όπου μας οδηγεί το πεπρωμένο...
Αίφνης η ψυχή της ξαστερώνει, γαληνεύει σαν τον ουρανό μετά τη βροχή. Λέει στη θεία Χουγιέν:
«Πιάσε μια κότα από το κοτέτσι και φτιάξε μου ένα χυλό με ρύζι. Δεν τολμώ ακόμη να βουτήξω τα χέρια μου στο κρύο νερό».
Η ηλικιωμένη γυναίκα τής ρίχνει ένα απορημένο βλέμμα, διστάζει, αλλά δεν λέει κουβέντα. Η Μιεν επαναλαμβάνει με σταθερή, παγερή φωνή:
«Κάν' το για μένα, αμέσως τώρα. Θα την πάω σε λιγάκι στον Μπον».
«Άλλοτε σύζυγος, σήμερα φίλος»
[…] Το πρωινό που η Μιεν ξανάρθε για να του φέρει μια αχνιστή κατσαρόλα με χυλό ρυζιού και κοτόπουλο την κοίταξε σαν να 'ταν μια γυναίκα ξένη, καινούργια, σαν να 'ταν ταυτόχρονα η γυναίκα που είχε μοιραστεί το κρεβάτι του και μια άγνωστη φερμένη από άλλον κόσμο, άλλους ορίζοντες. Λυπημένος και ντροπιασμένος, ευτυχισμένος και αδιάφορος, έφαγε δίχως να καταλαβαίνει γιατί ο χυλός τού φαινόταν τόσο νόστιμος, γιατί το πρόσωπο της Μιεν δεν του προξενούσε πια μέθη και φόβο. Το πρόσωπο αυτό ήταν βγαλμένο από τον δικό του κόσμο.
Είναι η Μιεν και δεν είναι πια η Μιεν...
[…] Η Μιέν ήρθε για τρίτη φορά, του ζήτησε να πάει να μείνει στο σπίτι της. Ο Μπον γκρίνιαξε, αλλά μέσα του η απάντηση ξεπήδησε την ίδια στιγμή :
Γιατί όχι; Η Μιεν δεν είναι πια η γυναίκα που ήταν άλλοτε. Δεν παύει όμως να είναι γυναίκα. Ένας κόσμος γλυκύτητας, θαλπωρής. Μια λεία, αμμουδερή παραλία, πλάι στη θάλασσα, απ' όπου τα νερά της παλίρροιας έχουν τώρα αποτραβηχτεί...
[…] Ο Μπον καταλάβαινε πως ο διαχειριστής τού μετέφερε την επιθυμία του Χοάν και της Μιεν. Ήταν έτοιμοι να τον τρέφουν ως το τέλος της ζωής του, σαν να 'ταν αδερφός τους, φίλος τους ή ένας βοηθός διαχειριστή, που θα βοηθούσε τον κύριο Λου να επιβλέπει τις φυτείες και το σπίτι, όταν θα ξανάβρισκε την υγειά του και εφόσον ήθελε να εργαστεί για να αποφύγει τη θλίψη και την αποθάρρυνση που προξενεί στους ανθρώπους η απραγία. Θα γινόταν δεκτός κάτω απ' αυτή τη στέγη ως το θάνατό του, αρκεί να τιμούσε το συμβόλαιό του...
Άλλοτε σύζυγος, σήμερα φίλος. Θα τρώω το ρύζι της Μιεν, θα μένω κάτω από τη στέγη της, μα ο καθένας μας θα βρίσκεται στη δική του άκρη του σπιτιού, σαν τις δυο όχθες ενός ποταμού όπου δεν κυλάει νερό αλλά πυρωμένο λάδι…
Και τι μ' αυτό; Η ίδια μου η ζωή με έφερε σ' αυτή τη γελοία θέση. Ακολούθησα εδώ τη Μιεν όχι όπως ακολουθεί ο άντρας τη γυναίκα του, αλλά όπως πηγαίνει ένα ορφανό στο ορφανοτροφείο, όπως ένας εγκαταλειμμένος άντρας φεύγει σε αναζήτηση φιλόξενης γης...
«Δεν είμαι ευνούχος... Δεν μπορώ να ζω έτσι αιώνια».
[…] Από κείνη τη μέρα ανέτειλαν κι έδυσαν πολλά φεγγάρια. Ο Μπον πίστευε πως είχε προσαρμοστεί στην καινούργια του ζωή. Μα, αίφνης, μια νύχτα, το κορμί του επαναστάτησε. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Άγρια κύματα ξεσπούσαν τη μανία τους στη σάρκα, στο αίμα του. Κύματα που κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τα γαληνέψουν. Ξεπηδούσαν το ένα πίσω από το άλλο, ολοένα πιο επίμονα. Τον έπνιγαν, πλημμύριζαν την καρδιά του, την έκαναν να σφυροκοπάει απότομα, αδιάκοπα.
[…] Από το βασανισμένο του σώμα, από την τρελαμένη του ψυχή, ξεπήδησε αίφνης μια κραυγή:
Μιεν, Μιεν…Είσαι δική μου, δική μου…
[…] Την επομένη το βράδυ, ο Μπον περίμενε την επιστροφή της Μιεν. Πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό Χανχ, παρόλο που το αγόρι ήταν πάντα απόμακρο και επιφυλακτικό μαζί του. Όταν η Μιεν έκανε να πάει προς το μπάνιο, την ακολούθησε με τον μικρό στην αγκαλιά και, φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, της έφραξε το δρόμο:
«Μιεν, θέλω να σου μιλήσω».
Η Μιεν στράφηκε, τον κοίταξε. Ήξερε πως τον είχε καταλάβει. Μίλησε πρώτη εκείνη.
«Μπον, σου το έχω ξαναπεί. Δεν υπάρχει πια έρωτας ανάμεσά μας. Υπάρχει όμως συντροφικότητα. Σε λογαριάζω πάντοτε σαν μεγαλύτερο αδερφό μου. Πέρα απ' αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο».
Εκείνος συγκατένευσε:
«Το ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να εξακολουθήσω να ζω έτσι. Το ξέρω ότι έχεις άλλον άντρα. Μα σ' αγαπώ ακόμη και θέλω το μερίδιο που μου αναλογεί».
Τον κοίταξε κατάπληκτη:
«Δεν καταλαβαίνω».
Ο Μπον κατάπιε το σάλιο του, έπνιξε την ντροπή του και συνέχισε:
«Είναι πολύ κοινότοπο... Άλλοτε, οι άντρες μπορούσαν να έχουν πέντε γυναίκες, εφτά παλλακίδες. Σήμερα, μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά με τον ίδιο τρόπο... Δεν τολμώ να σου ζητήσω περισσότερα... Αλλά σ' αγαπώ, πρέπει να έχω το μερίδιό μου».
Η Μιεν κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών της. Έριξε μια βιαστική ματιά προς την κουζίνα, σαν να φοβόταν ότι ο διαχειριστής θα τα είχε ακούσει όλα. Το πρόσωπό της έγινε αυστηρό. Μια παγερή, τρομακτική λάμψη φώτισε τα μάτια της:
«Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό, σε κανέναν. Αλλιώς ο κόσμος θα νομίσει ότι είσαι τρελός ή ανήθικος. Καμία γυναίκα καθώς πρέπει δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».
Δεν τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια, αλλά συνέχισε:
«Δεν είμαι ευνούχος... Δεν μπορώ να ζω έτσι αιώνια».
«Τότε, μπορείς να φύγεις αποδώ» του είπε η Μιεν με παγερή φωνή.
«Αύριο, θα είναι η τελευταία μέρα της καλότυχης ζωής του...»
[…] Για μια στιγμή, το μυαλό του Μπον θόλωσε από τη χαρά του. Αυτή τη φορά, δεν έβαλε τις φωνές. Χαμήλωσε το κεφάλι, χουχούλιασε τα χέρια του και μουρμούρισε:
«Μπον, ω Μπον, πώς στάθηκες τόσο ανόητος, πώς άργησες τόσο να το καταλάβεις; Έπρεπε να το έχεις σκεφτεί εδώ και καιρό, πολύ καιρό...».
Η σκέψη του απέκτησε διαύγεια, διεισδυτικότητα. Την ίδια στιγμή, κατέστρωσε ένα σχέδιο δράσης, πλήρες ως την παραμικρή του λεπτομέρεια.
Αύριο, θα πάω στο σπίτι του Ζα του Μονόφθαλμου. Ευτυχώς που γύρισε για τον τοκετό της γυναίκας του. Θα δανειστώ το κυνηγετικό του τουφέκι. Θα του πω ότι η συντεχνία των κυνηγών της γειτονικής κοινότητας έχει έλλειψη όπλων, ότι ο αρχηγός της είναι συγγενής μου, ότι δεν μπορώ παρά να τους βοηθήσω. Αυτό τον καιρό, ο Ζα είναι στον έβδομο ουρανό, μόλις απέκτησε ένα μαγαζί και η γυναίκα του του χάρισε άλλον ένα γιο. Δεν θα υποψιαστεί το παραμικρό. Από το σπίτι του Ζα, θα κάνω τον κύκλο από την Κοιλάδα με τις Πιπεριές, για να αποφύγω τους συγχωριανούς μας. Θα τον περιμένω στις παρυφές του δάσους, στην αντίπερα όχθη του Μεγάλου Ρυακιού... Το έδαφος εκεί είναι ό,τι πρέπει... Εξάλλου, είναι ο πιο ψηλός και ο πιο χοντρός απ' όλους τους κυνηγούς, ένας στόχος που εύκολα τον πετυχαίνεις. Παλιά, δεν ήμουν διόλου κακός στο σημάδι. Δεν είμαι κανένας σκοπευτής περιωπής, αλλά, όπως και να το κάνεις, είμαι καλύτερος από έναν έμπορο που ήρθε από την πόλη... Αύριο, θα είναι η τελευταία μέρα της καλότυχης ζωής του...
Ο Μπον σηκώθηκε, γύρισε στο χωριό από τα μονοπάτια που γνώριζε σαν την ανάστροφη του χεριού του. Γρήγορος σαν γάτος, πανούργος σαν αλεπού, ο άντρας που προετοιμαζόταν να ξανακερδίσει την ευτυχία του χαμογέλασε. Το χαμόγελο του νικητή...
[…] Σήμερα το πρωί, πήραν τη Μιεν στο χειρουργικό τραπέζι. Ο γιατρός αποφάσισε να της κάνει καισαρική, φοβούμενος ότι δεν θα ήταν σε θέση να γεννήσει με φυσιολογικό τοκετό.
[…] Το προηγούμενο βράδυ, η Μιεν του είπε:
«Έχασα δύο δάχτυλα. Το χέρι μου δεν θα ξαναγίνει ποτέ όπως πριν... Μ' αγαπάς όπως πάντα, παρ' όλα αυτά;».
«Για μένα, θα είσαι πάντα η πιο όμορφη απ' όλες τις γυναίκες, η δική μου γυναίκα, η γυναίκα που θ' αγαπώ για πάντα».
Τον κοίταξε με μάτια θλιμμένα:
«Μπορεί να συναντήσεις άλλες γυναίκες, πιο νέες και πιο όμορφες από μένα».
Ο Χοάν κούνησε το κεφάλι:
«Περάσαμε πολλές δοκιμασίες. Ζήσαμε μακριά ο ένας από τον άλλο, ξέρουμε όλα όσα συνέβησαν όσο κράτησε ο χωρισμός μας».
Η Μιεν ήθελε να πει κάτι ακόμα, αλλά ήρθε η νοσοκόμα να τη θερμομετρήσει. Η συζήτηση τελείωσε εκεί, γιατί ζήτησαν από τον Χοάν να φύγει, για να μπορέσει η Μιεν να φάει το βραδινό της και να ξεκουραστεί. Είχε ανάγκη από πολύ ύπνο πριν από την εγχείρηση.
Ο Χοάν ξαναφέρνει στη μνήμη του τη συζήτησή τους. Δεν καταλαβαίνει γιατί, όταν βρισκόταν αντιμέτωπη με τον κίνδυνο, δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τη ζωή της ούτε για τη ζωή του παιδιού, παρά μόνο υπέφερε για το ακρωτηριασμένο της χέρι και φοβόταν μήπως χάσει την αγάπη του Χοάν. Η συμπεριφορά της είναι ανάλογη με τον τρόπο που φέρθηκε στον Μπον. Τον ξέπλυνε από το κρίμα του, την απόπειρα δολοφονίας, λέγοντας πως είχε πάρει η ίδια το όπλο στα χέρια της από περιέργεια, ένα ψέμα που δεν θα έπειθε ούτε μικρό παιδί. Ωστόσο, όλοι σώπασαν για να την ακούσουν, όλοι δέχτηκαν το ψέμα της σιωπηλοί. Πρώτος απ' όλους ο Χοάν, το θύμα της απόπειρας, έπειτα ο πρόεδρος της κοινότητας, ο εκπρόσωπος του κράτους, και μετά απ' αυτόν ο αρχηγός της συντεχνίας, ο γεροντότερος κυνηγός στο Χωριουδάκι του Βουνού... Όλοι. Κανείς δεν τόλμησε να αντικρούσει τα απλοϊκά επιχειρήματα της γυναίκας.
Η γυναίκα είναι ένας κόσμος μυστηριώδης, ακατανόητος. Αδιαφορεί για την κοινή λογική, δεν ακούει παρά μόνο τη φωνή της καρδιάς της. Γι' αυτό, ένας άντρας δεν μπορεί να φτάσει ποτέ στο ύψος της... Η γυναίκα είναι πιο διορατική από τον άντρα, κι αυτό έχει να κάνει, δίχως άλλο, με τον σκοτεινό πυθμένα της ψυχής της, εκεί όπου η λογική σταματάει, όπου η διαίσθηση ορθώνει τις αδιόρατες αλλά τόσο αποτελεσματικές κεραίες της.
Αναπλάθει στο μυαλό του τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν. Ο Μπον πηγαίνει στο σπίτι του Ζα του Μονόφθαλμου για να δανειστεί το τουφέκι του. Ο Ζα δανείζει μετά χαράς στο φίλο του το τουφέκι, καβαλάει τη μοτοσικλέτα του και πηγαίνει ολοταχώς στο παζάρι του νομού για να αγοράσει τρόφιμα για τη γυναίκα του. Ένα λεπτό αργότερα, η Σοάν σηκώνεται, μαθαίνει κατά τύχη το νέο συζητώντας με τον πρωτότοκο γιο της. Η γυναίκα αυτή, που μόλις συνήλθε από τη γέννα, οσμίζεται αμέσως τον κίνδυνο. Δίχως να χάσει χρόνο για να χτενιστεί ή να ρίξει κάτι επάνω της, τρέχει στο σπίτι της Μιεν να την προειδοποιήσει. Αλλά ούτε και η Μιεν χάνει χρόνο για να αλλάξει ή να προειδοποιήσει το γερο-Λου. Διασχίζει τρέχοντας τα χωράφια με τις πιπεριές και τα καφεόδεντρα, προλαβαίνει τον Μπον, του αρπάζει το όπλο μέσα από τα χέρια τη στιγμή που ετοιμάζεται να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του Χοάν. Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι τέτοιο, τίποτα πέρα από τη διαίσθησή τους. Πώς έγινε και δυο γυναίκες, κάτω από τόσο διαφορετικές συνθήκες, μπόρεσαν να κάνουν την ίδια σκέψη, τον ίδιο συλλογισμό; Ο Χοάν δεν μπορεί να το καταλάβει. Τώρα όμως ξέρει ότι η Μιεν ήταν έτοιμη να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή της, προκειμένου να τον σώσει. Γι' αυτό και υπάκουσε σε κάθε επιθυμία της.
Ήθελες να γλιτώσω τον Μπον. Είμαι έτοιμος να σε υπακούσω, όπως υπακούει ένας πιστός στον αρχιερέα της θρησκείας του. Συνειδητοποίησες, όμως, ότι, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο κίνδυνος παραμένει, ότι στο εξής η ζωή μας θα απειλείται διαρκώς;
Του έσφιξε το χέρι, τα ωχρά της χείλη σάλεψαν, ψιθύρισε:
«Μη δώσεις συνέχεια σ' αυτή την ιστορία... Για μένα, σε ικετεύω, άφησέ την να ξεχαστεί...».
Κι αν δεν είχα κάνει το θέλημά σου;
Μια γυναίκα που ακούει μονάχα τη φωνή της συνείδησής της
Ο Χοάν αποκαλύπτει ότι είναι ο μόνος νόμιμος σύζυγος της Μιεν, αφού το πιστοποιητικό γάμου του Μπον και της Μιεν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Μιεν, τελικά θριαμβεύει, επιλέγοντας την προσωπική της ευτυχία. Αλλά και οι χωρικοί, όπως η Μιεν, επιλέγουν τον Χοάν ως τον νέο «ήρωα» της εποχής τους, έναν άνθρωπο που ενσαρκώνει ένα όραμα για το μέλλον και αρνείται να θυσιάσει τον εαυτό του για ένα ουτοπικό όνειρο.
[…] Ο Χοάν το ξέρει πολύ καλά. Το ίδιο και η Μιεν. Είτε τον έκλειναν στη φυλακή είτε σε άσυλο, ο Μπον θα κατέληγε αργά ή γρήγορα στο νεκροταφείο. Γι’ αυτό η Μιεν θέλησε να τον σώσει.
[…] Αν δεν σε είχα υπακούσει, αν άφηνα να κλείσουν τον Μπον στη φυλακή ή στο άσυλο; Η συνείδησή σου δεν θα σε άφηνε σε ησυχία. Θα γινόταν δηλητήριο, που θα φαρμάκωνε τον έρωτά μας, τη μελλοντική μας ζωή. Υπακούοντάς σε, βάζω το μέλλον μας σε κίνδυνο. Έτσι είναι, λοιπόν. Η ευτυχία είναι ένα αγαθό υποθηκευμένο. Πρέπει να την επιλέγεις μες στον πόνο, έναν πόνο που έχεις αποδεχτεί. Όπως εγώ άλλοτε, που αποδέχτηκα την ντροπή και πήγα στο μπουρδέλο για να γλιτώσω από το μαρτύριο της σάρκας. Τώρα, επιλέγω την αγωνία για να ξεφύγω από την αμαρτία. Αυτή τη νύχτα μόνο κατάλαβα ότι ο άνθρωπος ονειρεύεται και κυνηγάει την τελειότητα ακριβώς επειδή, σ' αυτό τον κόσμο, είναι το μοναδικό πλάσμα που έχει μείνει ατελές...
Ο Χοάν ανάβει άλλο τσιγάρο. Ένα καινούργιο ερώτημα απασχολεί τώρα τη σκέψη του.
Αν η Μιεν είχε ενεργήσει με αποφασιστικότητα μόνο και μόνο για να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, τη δική της ζωή, αν δεν με είχε ικετέψει να λυπηθώ τον Μπον αλλά, αντίθετα, με πίεζε να τον στείλω στη φυλακή ή σ' ένα άσυλο για φρενοβλαβείς για να καταστρέψω για πάντα από τη ρίζα του τον κίνδυνο που απειλούσε εμένα κι εκείνη, θα την αγαπούσα, άραγε, με το ίδιο πάθος;
Δεν το ξέρει. Δεν τολμάει να δώσει απάντηση στο ερώτημά του. Συνειδητοποιεί πως η ανθρώπινη ψυχή είναι διχασμένη, πως ο έρωτας είναι παράλογος, απρόβλεπτος. Όλα αυτά που έζησε αυτό του έμαθαν. Καταλαβαίνει πως σέβεται τη Μιεν και την υπακούει γιατί αυτή η λεπτεπίλεπτη γυναίκα είναι, στην πραγματικότητα, πολύ δυνατή. Ακούει μονάχα τη φωνή της συνείδησής της και είναι έτοιμη να πληρώσει ακριβά για τις επιλογές της. Ξέρει ακόμα πως οι άνθρωποι μπορούν να απελευθερωθούν από τα δεσμά αυτής της γης, όχι όμως και από τα δεσμά της ψυχής τους. Μπορούν να νικήσουν όλα τα δικαστήρια του κόσμου τούτου, αλλά όχι αυτό που έστησαν από μόνοι τους, μες στην καρδιά τους. Το ξέρει. Το ξέρει πολύ καλά. Ωστόσο, στα μύχια της καρδιάς του αντηχεί πάντα ένας βουβός στεναγμός.
Γιατί; Γιατί, λοιπόν;
Μες στο ψιλόβροχο, ο Χοάν διακρίνει έναν ορίζοντα συγκεχυμένο, αδιόρατο, τη γραμμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο, την ευτυχία από τη δυστυχία, ίδιο με ιστό αράχνης που πάλλεται στον άνεμο. Η αγωνία είναι, δίχως άλλο, αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να αισθάνεται μόνος, να φοβάται, να νιώθει την ανάγκη να έχει δίπλα του συντρόφους για το ταξίδι του.
Αν είναι έτσι, κρατάω στο χέρι μου το φυλαχτό που όλοι ονειρεύονται. Βρήκα σύντροφο για το ταξίδι μου. Ω, γιε μου, βιάσου να μεγαλώσεις. Για χάρη σου, θα ξαναφτιάξω την ιστορία με τα ίδια μου τα χέρια, δεν θα χρειαστεί ποτέ να πληρώσεις εσύ τα χρέη του παρελθόντος. Μου ανήκεις ολοκληρωτικά, θα είσαι ο σύντροφός μου ως τη μέρα που θα κλείσω τα μάτια μου...
Έχει αρχίσει ήδη να φαντάζεται το μωρό σαν πεντάχρονο αγόρι.
Θα τον βάλει να καθίσει μπροστά από τη σέλα της μοτοσικλέτας του, σ' ένα καθισματάκι από λυγαριά. Θα πάνε μαζί να δουν τα χωράφια με τις πιπεριές, τα καφεόδεντρα. Θα διασχίσουν μαζί τα ρυάκια, τα δάση. Θα στρέψουν το βλέμμα τους κατά την πόλη, θα μπουν στα καφενεία, στα μεγάλα εστιατόρια. Θα καθίσει απέναντί του, θα του μιλήσει όπως μιλάει κανείς σ' έναν επιστήθιο φίλο, συνομήλικό του, που έχει τις ίδιες εμπειρίες μ' εκείνον από τη ζωή, η αξιοπιστία και η ισότητα θα βασιλεύουν ανάμεσά τους όπως ποτέ άλλοτε ανάμεσα σε φίλους.
Δεν είμαι εγώ εκείνος που σε αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσο. Εσύ, μόνος σου, το κέρδισες, από το πρώτο σου βλέμμα. Δεν είσαι μονάχα ο πιστός μου σύντροφος, είσαι και ο άνθρωπος που με προστατεύει. Εσύ είσαι αυτός που προστατεύει εμένα και όχι εγώ εσένα.
Ο Χοάν αισθάνεται αίφνης μικρός, αθώος, εύθραυστος πλάι σ' αυτό το μικροσκοπικό παιδάκι, σ' αυτό το μωρό που γεννήθηκε πρόωρα και ζυγίζει δύο κιλά και επτακόσια γραμμάρια. Νιώθει σίγουρος, προστατευμένος, νιώθει πως, επιτέλους, βρήκε σ' αυτό τον κόσμο ένα συμπαραστάτη. Κλείνει τα μάτια, βλέπει με τη φαντασία του αυτόν το μικρό ήρωα να ταξιδεύει μαζί του παντού, σκαρφαλωμένος στη μοτοσικλέτα του. Τα απαλά μαλλάκια του χαϊδεύουν το σαγόνι του Χοάν, το άρωμα της παιδικής κόμης, του δέρματος, της σάρκας του αγοριού τον γεμίζει χαρά. Έχει την αίσθηση ότι νιώθει κιόλας το μικρό του χεράκι να αγγίζει τα γένια του. Χαμογελάει. Πετάει τη γόπα του κι επιστρέφει στη μικρή κάμαρα όπου μόλις γεννήθηκε ο προστάτης του. Κι ενώ στα χείλη του διαγράφεται το χαμόγελο της ευτυχίας, δεν παρατηρεί ότι οι άνθρωποι που κάθονται κατά μήκος του εξώστη τον παρακολουθούν με βλέμμα περίεργο, σαστισμένο...
Τα πρωινά του φθινοπώρου, η κοιλάδα γεμίζει από λουλούδια βαθυπράσινα, μικροσκοπικά σαν σταγόνες δροσιάς. [...] Μπορεί ο Μπον να μην είναι ποιητής, αλλά βλέποντας την κοιλάδα να ακτινοβολεί αίφνης με μια λάμψη σμαραγδένια, διάφανη σαν συμπυκνωμένο φως, απομένει ακίνητος, μαγεμένος. Αυτή εδώ είναι η γενέθλια γη του, το χώμα που όργωσε με τα βήματά του. Κι ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που παρατηρεί αυτά τα αλλόκοτα λουλούδια. Άραγε, βλάστησαν στα χρόνια της απουσίας του, από σπόρους φερμένους ως εδώ από τα αποδημητικά πουλιά; Ή μήπως η φτώχεια που τον ταλάνιζε στη νιότη του δεν του άφησε ποτέ το χρόνο για να θαυμάσει τούτο το τοπίο; Ούτε κι ο ίδιος ξέρει.
[...] Αφήνεται να πέσει στο γρασίδι, να κοιτάξει τον ήλιο καθώς γλιστρά πάνω στους ανθούς, νιώθει αίφνης την ανάγκη να κλάψει, να σκορπίσει σε χίλια κομμάτια, λαχταράει να του τρυπήσει κάποιος την καρδιά με μια ξιφολόγχη βάζοντας τέλος στην άθλια και μοναχική ύπαρξή του σ' αυτή την πλάση, ονειρεύεται πως, σαν κότα που την αδράχνει με τα νύχια του ο αετός, μεταφέρεται κι αυτός κάπου μακριά, πολύ μακριά, σ' ένα ανεξερεύνητο νησί ή σε μια έρημο, σε μέρη αποκομμένα από τον κόσμο τούτο, όπου θα ξανάφτιαχνε εξαρχής μια ζωή διαφορετική, μέσα στην άγρια βλάστηση και στα θηρία του δάσους. Εκείνη η ζωή θα ήταν ίσως πιο σκληρή, αλλά δεν θα ήταν ταπεινωτική, ούτε θα τον συνέθλιβε όπως η ζωή που ζει τώρα, εδώ».
Ο βουβός θρήνος του Μπον στην κοιλάδα με τα καταπράσινα λουλούδια, το κλάμα που αναβλύζει από την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης και της ζωής εικονογραφεί ίσως καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο τη σημερινή πραγματικότητα του Βιετνάμ. Και η Ντουόνγκ Θου Χουόνγκ, με όπλο της την παντοδύναμη φωνή της λογοτεχνίας, έρχεται να μας το θυμίσει. Μια συγγραφέας από το μακρινό Βιετνάμ μάς ψιθυρίζει υπομονετικά στο αυτί, σαν να μας διηγείται το παραμύθι του κόσμου, ότι η φρίκη και η ομορφιά, ο τρόπος που τις προσλαμβάνουμε και τις βιώνουμε, είναι εντέλει το μέτρο της ζωής μας, της ίδιας της ανθρωπότητας και της Ιστορίας της.
Η Ντουόνγκ Θου Χουόνγκ μάς μιλάει, στη γλώσσα των αισθήσεων, για ένα λαό που διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού την ποιητικότητά του, παρόλο που η καταγεγραμμένη ιστορία του είναι μια ατέρμονη αλληλουχία πολέμων. Εν αρχή ην ο έρωτας! Γιατί, σύμφωνα με το δικό τους βιβλίο της Γένεσης, οι Βιετναμέζοι δεν γεννήθηκαν από το θέλημα κάποιου αρχαίου θεού, αλλά από τον έρωτα ενός θαλάσσιου δράκοντα για μια νεράιδα των βουνών. Καρπός της ένωσής τους ήταν το μαύρο αυγό, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν εκατό παιδιά, οι μυθικοί βασιλιάδες της βιετναμέζικης προϊστορίας... Οι μισοί απ' αυτούς, οι Κινχ, ακολούθησαν τον πατέρα τους στα βάθη της θάλασσας και βασίλεψαν στη μακρόστενη λωρίδα γης, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου της Ινδοκίνας, έναν τόπο παραδεισένιο που έμελλε να γίνει θέατρο πολέμων για δυο χιλιετίες. Και οι άλλοι μισοί, οι Βιέτ, πήραν στο κατόπι τη μυθική μητέρα τους και σκορπίστηκαν στα βουνά, για να ιδρύσουν τις εθνικές μειονότητες οι οποίες, παρά το γεγονός ότι μιλούσαν δική τους γλώσσα και ζούσαν σύμφωνα με δικά τους ήθη, συμβίωναν αρμονικά με τους Κινχ. Ώσπου μια μέρα...
Πρώτοι κατακτητές του τόπου τους ήταν οι γειτονικές εθνότητες που πολιόρκησαν τη γη των Βιέτ από την ξηρά (οι λαοί της Κεντρικής Ασίας) και από τη θάλασσα (τα φύλα της Ινδονησίας και της Αυστραλίας) και επιχείρησαν να διαγράψουν το λαό τους από προσώπου γης καταστρέφοντας τα μνημεία και την ιστορία τους. Οι Κινέζοι στάθηκαν πιο τυχεροί απ' όλους: για μια ολόκληρη χιλιετία διαφέντεψαν τη χώρα του Βιετνάμ, τρύγησαν τον εθνικό της πλούτο και σκλάβωσαν το λαό της. Στα τέλη της πρώτης χιλιετίας, μόλις το 907 μ.Χ., το Βιετνάμ ανέκτησε για λίγο μια επισφαλή ανεξαρτησία και, τον καιρό που η Δύση διερχόταν τον σκοτεινό της Μεσαίωνα, οι Βιετναμέζοι κατάφεραν να περιορίσουν την εξ Ανατολών απειλή και να ζήσουν μια πρόωρη Αναγέννηση.
Ωστόσο, οι Δυτικοί είχαν ήδη στρέψει το βλέμμα τους στον επίγειο παράδεισο της ασιατικής χερσονήσου και, στα τέλη του 17ου αιώνα, οι προάγγελοι των αποικιοκρατών, οι πρώτοι ιεραπόστολοι, αποβιβάζονταν στα βιετναμέζικα λιμάνια και προετοίμαζαν το έδαφος για να ακολουθήσει, στην αυγή του 19ου αιώνα, ο γαλλικός στρατός. Η μια μετά την άλλη, οι μεγάλες διοικητικές περιφέρειες του Βιετνάμ –το Τονκίν, το Αννάμ, η Κοχιγκίνα- περιήλθαν στην εξουσία των Γάλλων και συνενώθηκαν με το Λάος και την Καμπότζη για να αποτελέσουν τη Γαλλική Ινδοκίνα.
Το 1925, ο Χο Τσι Μινχ συγκεντρώνει γύρω του ομάδες ανταρτών, οι οποίοι θα αποτελέσουν, είκοσι χρόνια αργότερα, τον πυρήνα του βιετναμέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος, και ξεκινά τον αγώνα εναντίον των αποικιοκρατών. Στη δύση του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, την άνοιξη του 1945, οι Γιαπωνέζοι, με την ιδιότητα των κατακτητών της ασιατικής ηπείρου, ανατρέπουν τη γαλλική επικυριαρχία και ανεβάζουν στο θρόνο του Βιετνάμ τον τελευταίο αυτοκράτορα - ανδρείκελο Μπάο Ντάι. Μετά την ήττα τους, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Χο Τσι Μινχ παίρνει την εξουσία στα χέρια του και ανακηρύσσει την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στο Βιετνάμ. Το σχέδιό του δεν βρίσκει, όμως, σύμφωνους τους Γάλλους, που εξακολουθούν να έχουν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή: σε μια απόπειρα διπλωματικού αντιπερισπασμού, επαναφέρουν στο προσκήνιο τον Μπάο Ντάι και τον αναγορεύουν αρχηγό ενός Βιετνάμ ανεξάρτητου, επισήμως αναγνωρισμένου, μάλιστα, από την Αγγλία και την Αμερική.
Η συντριπτική ήττα των Γάλλων στο Κάο Μπανγκ, κοντά στα κινεζικά σύνορα, και στο Ντιέν Μπιέν Φου, στα σύνορα του Βιετνάμ με το Λάος, θα σημάνει μεν το τέλος της γαλλικής επιρροής, τη δεκαετία του '50, αλλά και την απαρχή ενός μεγάλου εθνικού διχασμού. Στο διπλωματικό τραπέζι της Γενεύης, οι κυρίαρχοι του κόσμου μοιράζουν το Βιετνάμ στα δυο: στον Βορρά, η Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ και, στον Νότο, ένα κράτος-μαριονέτα δυτικού τύπου, που διοικείται στην πραγματικότητα από τους Αμερικανούς και προορίζεται να μετατραπεί σε παρατηρητήριο, απ' όπου η Δύση θα παρακολουθεί στο εξής καταλεπτώς τις κινήσεις ενός πανίσχυρου «αστάθμητου παράγοντα» στον παγκόσμιο χάρτη των υπερδυνάμεων: της κομμουνιστικής Κίνας.
Η δημιουργία, τον Δεκέμβριο του 1960, του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Νότιου Βιετνάμ, γνωστού ως Βιετκόγκ, πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Η κοινή γνώμη αποδίδει την υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες δολοφονία του - τοποτηρητή των Αμερικανών - προέδρου του Νότιου Βιετνάμ Νγκο Ντινχ Ντιέμ, το 1963, σε αμερικανικό δάκτυλο και η διακυβέρνηση της χώρας περνάει πλέον στα χέρια των στρατιωτικών. Δύο χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Κέννεντυ, πρόεδρος Τζόνσον, προσυπογράφει – και επισήμως – την εμπλοκή της Αμερικής στη σύρραξη Βορείου-Νοτίου Βιετνάμ. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει ξεσπάσει! Το 1969, ο Χο Τσι Μινχ, ο άνθρωπος που οραματίστηκε την επανάσταση και την επανένωση του Βιετνάμ, πεθαίνει χωρίς να δει το όνειρό του να πραγματοποιείται. Η κλιμακούμενη επέλαση των Βιετκόγκ προς Νότον και οι διεθνείς αντιδράσεις αναγκάζουν τον Αμερικανό πρόεδρο Νίξον να κάνει επανειλημμένες απόπειρες απεμπλοκής των Αμερικανών από το Βιετνάμ, αλλά από τις δυο πλευρές του 17ου παράλληλου (που αποτελεί, στα τραπέζια των διεθνών διαπραγματεύσεων, το «διπλωματικό σύνορο» μεταξύ των δύο Βιετνάμ) ο πόλεμος συνεχίζεται, σκορπώντας στο διάβα του νεκρούς και ερείπια. Την άνοιξη του 1975, οι κυριότερες πόλεις του Νότιου Βιετνάμ πέφτουν στα χέρια των Βιετκόγκ και, την επόμενη χρονιά, η Κίνα και η Σοβιετική Ένωση προσυπογράφουν την επανένωση του Βιετνάμ.
Πριν ακόμη συνέλθουν από τη δεκάχρονη αναμέτρηση με την εκ δυσμών υπερδύναμη, οι Βιετναμέζοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την απειλή των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης, που υποκινούνται από την Κίνα. Το 1979, ο ηγέτης των Χμερ, Πολ Ποτ, χάνει την εξουσία και κινεζικά στρατεύματα εισβάλλουν σε επαρχίες του Βόρειου Βιετνάμ, αλλά μετά από αλλεπάλληλες ήττες αναγκάζονται να υπαναχωρήσουν. Η διεθνής κοινότητα συνειδητοποιεί ότι είναι καιρός πια να σβήσουν και οι τελευταίες εστίες πολέμου στην πολύπαθη χερσόνησο της Ινδοκίνας: επιβάλλει στο Λάος ένοπλη ειρήνη με το Βιετνάμ, αλλά αφήνει τους Βιετναμέζους να γιατρέψουν μόνοι τους τις πληγές τους.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την πτώση του Τείχους, στερεί από το Βιετνάμ τον κυριότερο σύμμαχό του στο χάρτη του κόσμου. Παρ' όλα αυτά, οι κυβερνώντες αρνούνται κατηγορηματικά να συμπορευθούν με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη της Δύσης στο δρόμο της ελεύθερης οικονομίας. Ωστόσο, το 1991 το Βιετνάμ αποκαθιστά τις διπλωματικές σχέσεις του με την Κίνα και το 1995, με την Αμερική. Η κρίση της ασιατικής οικονομίας, το 1998, βρίσκει το Βιετνάμ πιο ευάλωτο παρά ποτέ και, μόλις το 2002, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που εξακολουθεί να παραμένει παντοδύναμο παρά τις, ανοιχτές πλέον, καταγγελίες του κόσμου για αναχρονισμό και διαφθορά, ανοίγει και επισήμως το δρόμο στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Βίκη Δέμου, από το επίμετρο του βιβλίου