Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Καραγάτσης και ο «Κυμβελίνος», έργον παροδικής σαιξπηρικής αφορίας...



Μπαλ-μασκέ στο σπίτι του Μ. Καραγάτση. 
 Ο συγγραφέας με τη Ρηνιώ Παπανικόλα, το 1957. 
 [Πηγή: anemourion.blogspot.gr]
______________


Μ. Καραγάτσης, ο ιοβόλος κριτικός θεάτρου

Ο Μ. Καραγάτσης ανέλαβε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα «Βραδυνή» το 1946 και την κράτησε μέχρι το θάνατό του, το 1960. Καταξιωμένος μυθιστοριογράφος, οικονομικά ανεξάρτητος, με κερδισμένη ήδη μια ευρεία αποδοχή, που του επιτρέπει άλλοτε τα πλουσιοπάροχα εγκώμια, άλλοτε την ανενδοίαστη αποδοκιμασία, προσέρχεται στον στίβο της κριτικής χωρίς εξαρτήσεις ή ιδιοτέλειες άλλου τύπου, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας αλλά με εξαιρετικής ποιότητας, ιοβόλο όσο και απολαυστικό, χιούμορ. 

Κρίνοντας μια παράσταση, άλλοτε βάλλει κατά των ηθών των άλλων κριτικών, άλλοτε κατά του κοινού, αλλοτε και κατά των ίδιων των ανθρώπων της σκηνικής τέχνης

«Δυστυχώς δεν ανήκω στη συνομοταξία των υπερδιανοούμενων κριτικών μας, που φρονούν ότι μόνα τα έργα του Σαιξπήρου και του κ. Καζαντζάκη πρέπει να βλέπουν τα κηρία του προσκηνίου»

«Οι σημερινοί αναγνώστες της αρχαίας τραγωδίας είναι ελάχιστοι. Και θα ήσαν οι μοναδικοί θεατές της, αν ο σνομπισμός δεν παρέσυρε μερικές εκατοντάδες Φιλισταίων ως το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού»

«Συγγραφείς και θεατρώναι πλειοδοτούν μανιωδώς στην δημοπρασία της ηλιθιότητας. Και ετέθησαν επί κεφαλής της μεγάλης πορείας του κοινού προς την αποβλάκωσι»

Το 1957 ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, ο  «Κυμβελίνος» του Σαίξπηρ, έργο γραμμένο γύρω στα 1609-1610, δείγμα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου και τεχνοτροπίας του, εκείνης που συνεχίζεται με το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» για να κορυφωθεί τελικά στην «Τρικυμία». «Τραγική κωμωδία», «ρομαντικό δράμα», «παραμυθόδραμα» ή «δακρύβρεκτον μελό», το έργο προβλημάτισε σαιξπηρολόγους - σαιξπηρολάτρες και σαιξπηρομάχους - θεατρικούς κριτικούς και τον Καραγάτση, που ξεσπάθωσε, διαχωρίζοντας εαυτόν από την «χορείαν των λοιπών εν κριτική συναδέλφων του». 

«Ανερυθριάστως» - όπως με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού και εις άπταιστον καθαρεύουσα διατείνεται ο ίδιος - ο Μ. Καραγάτσης, κατατάσσει τον «Κυμβελίνο» στα έργα «που καλύτερον να ελησμονούσαμεν ότι οφείλονται στην γραφίδα του Σαίξπηρ» και την επιλογή του από τους διευθύνοντες,  αποτέλεσμα αλαζονικής πεποίθησης που απέχει παρασάγγας από τις πραγματικές δυνατότητες του Εθνικού Θεάτρου να ξεφύγει από την καθιερωθείσα παράδοση και να αναδημιουργήσει, συγκαλύπτοντας τις αδυναμίες του έργου. Η «επιτυχία» της παράστασης, κατά τον Καραγάτση, ήταν η ανία, η υπνηλία και η αδημονία των θεατών «να επιστρέψουν οίκαδε και να συνεχίσουν τον αρξάμενον ύπνον εις την κλίνην τους, άνευ περαιτέρω ταλαιπωρίας». 




Ο «Κυμβελίνος», έργον παροδικής σαιξπηρικής αφορίας...

Ο
μολογώ, πλήρης συντριβής και αιδούς, ότι δεν είμαι πνευματικός άνθρωπος. Ως γνωστόν, πνευματικός άνθρωπος εστί το δίπουν και άπτερον ζώον που θαυμάζει τον Σαίξπηρ πέρα ως πέρα, άνευ της παραμικράς αντιρρήσεως ή επιφυλάξεως. Εγώ, δυστυχώς, μολονότι διαθέτω δύο πόδας και ουδόλως πτερά, προσέτι δε αναγνωρίζων ότι ο Σαίξπηρ είναι οπωσδήποτε ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα των αιώνων, δεν υπόκειμαι εις κρίσεις επιληπτικού θαυμασμού ενώπιον όλων ανεξαιρέτως των έργων του.

Τούτο, αναμφιβόλως, σημαίνει πως ο άξεστος εγκέφαλός μου - ο καθαυτό αγροίκος - δεν δύναται να συλλάβη την σαιξπήρειον μεγαλοφυΐαν εν όλη της τη εκτάσει. Συνεπώς κατάπτυστος εγώ ο δύστυχος!

Καταγέλαστος, περιφρονητέος και κλωτσηδόν αποβλητέος από την χορείαν των λοιπών εν κριτική συναδέλφων μου: ανθρώπων έργον δημιουργικόν μη εχόντων βεβαίως· αλλ' αποδειξάντων διά της κριτικής των στήλης - εις ην Κύριος οίδε τίσιν κρίμασιν ανερρίχθησαν - ότι τον Σαιξπήρον τον κατανοούν εξ ίσου με τον Ναστραδίν Χότζαν.

Εάν διέθετον κόκκον νοημοσύνης, θα προσεποιούμην ότι αισθάνομαι τον μεγαλύτερον και ολοκληρωτικώτερον θαυμασμόν διά τον εκ Σταφόρδου - επί - Άβονος συγγραφέα. Πλην φαίνεται πως είμαι βλάξ με περικεφαλαίαν· εφ’ ω και μην ευδοκιμήσας εις την δημοσιογραφίαν, δέον να θεωρούμαι παντελώς αποτυχημένος, κυριολεκτικώς χαμένο κορμί.

Λοιπόν ανερυθριάστως διατείνομαι ότι ο Σαίξπηρ συνέγραψε μερικά από τα πλέον υψίπνοα λογοτεχνήματα των αιώνων. Παραλλήλως όμως, όπως κάθε μέγας συγγραφεύς, συνέγραψεν και μερικά άλλα έργα, που καλύτερον να ελησμονούσαμεν ότι οφείλονται στην γραφίδα του. Εν εξ αυτών των τελευταίων είναι και ο «Κυμβελίνος» με τον οποίον εγκαινίασε το Εθνικόν μας Θέατρον την εφετεινήν περίοδόν του. 



Ο Ιάκιμος κλεβει το βραχιόλι της Ιμογένης
Illustration by Louis Rhead, designed for an edition of Lamb's Tales, copyrighted 1918.
_________________


Δακρύβρεκτον μελό; Και άλλα έργα του Σαίξπηρ έχουν παραπλησίαν «μελοδραματικήν» διάρθρωσιν· πλην συνεγράφησαν διά καλάμου τόσον οιστρηλατημένου, ώστε ο αναγνώστης - ή ο θεατής - μεταρσιούμενος από τον οίστρον των υψηλών νοημάτων, παραβλέπει τα τρωτά της πλοκής και εν γένει του θέματος. Εις τον «Κυμβελίνον» όμως τίποτα το παρόμοιον δεν συμβαίνει. Ασφαλώς ο Σαίξπηρ τον έγραψεν εις στιγμάς - αναμφιβόλως παροδικάς - αφορίας. Συνεπώς αι αδυναμίαι του μύθου, μη πλαισιούμεναι από τον συνήθη οργασμόν της σαιξπηρικής ποιήσεως, προβάλλουν εντονώτατα.

Δεν γνωρίζω αν ο «Κυμβελίνος
» περιλαμβάνεται συχνά εις το δραματολόγιον των σοβαρών θεάτρων της αλλοδαπής. Αν ναι, αναμφιβόλως θα τυγχάνη μιας ερμηνείας τόσον αναδημιουργικής, ώστε να συγκαλύπτωνται, κατά το δυνατόν, αι αδυναμίαι του κειμένου. Δηλαδή μιας ερμηνείας ήντινα το Εθνικόν μας Θέατρον δεν είναι εις θέσιν ούτε καν να προσεγγίση. Επομένως η απόφασις περί διδασκαλίας του έργου τούτου, οφείλεται μάλλον εις την εξ ακρίτου αλαζονείας πηγάζουσαν πεποίθησιν των διευθυνόντων το Εθνικόν Θέατρον, περί των εν τη πραγματικότητι ανυπάρκτων δυνατοτήτων του

Εάν τουλάχιστον το σχοινοτενές κείμενον είχε τεχνηέντως περικοπή, εις τρόπον ώστε αι τρισήμισυ ώραι της παραστάσεως να περιωρίζοντο εις δυόμισυ, κάπως το κακόν θα εκολάζετο. Πλήν μεταξύ ογδόης και τριάντα εσπερινής μέχρι μεσονυκτίου, η Ανία είχεν αναρτηθή εκ του κεντρικού πολυελαίου της αιθούσης του Εθνικού Θεάτρου οπόθεν εκτινάξασα τους ειδεχθείς πλοκάμους της περιέλιξεν τούτους πέριξ της ψυχής των θεατών, προκαλέσασα έντονον υπνηλίαν και αδημονίαν περί του πότε τό θέαμα θα τελειώση, επί τέλους, να επιστρέψωμεν οίκαδε και να συνεχίσωμεν τον αρξάμενον ύπνον εις την κλίνην μας, άνευ περαιτέρω ταλαιπωρίας.

Η ερμηνεία ήτο απολύτως σύμφωνος με την καθιερωθείσαν παράδοσιν εις το Εθνικόν ως προς τα σαιξπήρεια έργα. Παράδοσιν τόσον ισχυράν, ώστε να εξαφανίζη την προσωπικότητα του σκηνοθέτου, είτε Ροντήρης, Σολομός ή Μιχαηλίδης ονομάζεται ούτος. Θα έλεγεν κανείς ότι δεν είναι ο σκηνοθέτης όστις διδάσκει τους ηθοποιούς, αλλά οι ηθοποιοί τον σκηνοθέτην. Διά της διαπιστώσεως αυτής εννοώ ότι όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν τους ρόλους των εις τον «Κυμβελίνον» κατά τον ίδιον ευπρεπή τρόπον που τα μόνιμα στελέχη ερμηνεύουν τον Σαίξπηρ. Σχετικήν εξαίρεσιν εποιήσατο ο Γιώργος Παππάς, επιτυχών ερμηνείαν του ρόλου του άκρως προσωπικήν και ενδιαφέρουσαν. 




Βάσω Μανωλίδου (Ιμογένη), Γιώργος Παππάς (Ιάκιμος).
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
____________



Απόλυτον δε εξαίρεσιν απετέλεσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, περιτράνως αποδείξας ότι διά τους μεγάλους ηθοποιούς δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι. Η απόστασίς του από το σύνολον ήτο τόσον εμφαντική, ώστε εδημιουργήθη η απορία τι γυρεύει ο Μάρτης (ή μάλλον μεγαλομάρτυς) Διαμαντόπουλος εις την καλλιτεχνικήν Σαρακοστήν του Εθνικού Θεάτρου. 

Αλλά πού να μεταβεί ο δύστηνος; Μόνον εν συνεργασία με τον ιδιοφυέστατον Κάρολον Κουν, το μέγιστον τάλαντον του Διαμαντοπούλου δύναται να καρποφορήση πλήρως. Πλην εις το θέατρον Τέχνης βασιλεύει άλλου είδους Σαρακοστή, δεδομένου ότι ενώ οι Αθηναίοι θαυμάζουν ανεπιφυλάκτως τον Κουν και τους ηθοποιούς του, προτιμούν να ακουμβούν το παραδάκι των εις το ταμείον οιουδήποτε άλλου θεάτρου...


Αλέκος Δεληγιάννης (Γουιδέριος), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Κλότεν).
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
______________

Εξερχόμενοι του Εθνικού Θεάτρου, ύψωσαν οι θεαταί τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν μετ’ ανακουφίσεως. Μεταξύ των αστέρων διέκρινον τον «Σπούτνικ», όστις ακινητήσας επ’ ολίγας στιγμάς ύπερθεν του ιοστεφούς άστεως και διαπιστώσας τα εν τω Εθνικώ Θεάτρω τεκταινόμενα μετέβαλον το «μπιπ»- «μπιπ» της εκπομπής του εις κατάπληκτον «μπααα! μπαα». Συνεμερίσθησαν και εκείνοι την έκπληξίν του και επιβάντες ταξί, επέστρεψαν οίκαδε να συνεχίσουν τον προ πολλού αρξάμενον ύπνον των.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ


Υ. Ι. - Ζητώ συμπάθειο για την καθαρεύουσα. Αλλά σε κάτι τέτοιες δύσκολες περιστάσεις είναι η μόνη διέξοδο...

Idem.



Τάκης Γαλανός (Πιζάνιος), Γιάννης Αποστολίδης (Κυμβελίνος), Έλσα Βεργή (Βασίλισσα), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Κλότεν). 
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
____________

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

«Πυροτεχνουργός ετών εννέα», Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο


Όποιος συλλέγει σφαίρες, συλλέγει θάνατο...

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης. Το 1943 ακολούθησε στο βουνό τους αντάρτες γονείς του, μαζί με τον αδερφό του, γεννημένον κι εκείνον το 1934 αλλά τον Δεκέμβρη. Ο πατέρας του, ο Απόστολος Ραφαηλίδης, Κωνσταντινουπολίτης απόφοιτος της μεγάλης του Γένους Σχολής, λιποτάχτησε από τον τουρκικό στρατό και ήρθε στην Ελλάδα, διορίστηκε δάσκαλος σ' ενα χωριό των Γρεβενών και παράλληλα, φοιτώντας στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προήχθη σε καθηγητή φιλόλογο. «Ο αντάρτης με την γραβάτα», όπως περιγράφει τον πατέρα του ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ήταν το 1943 πολιτικός υπεύθυνος σε μια αντάρτικη μονάδα στα βόρεια των Χασίων. Η μητέρα του έτρεχε από χωριό σε χωριό, άλλοτε ως στέλεχος της Αλληλεγγύης κι άλλοτε σα δασκάλα, μάθαινε γράμματα στους αγράμματους ΕΛΑΣίτες κι οργάνωνε λαϊκές γιορτές για τους αντάρτες και τους χωρικούς. 

Το 1944 φτάνει στο Λιβαδερό Κοζάνης η είδηση ότι οι Γερμανοί φεύγουν από την Ελλάδα και ο Βασίλης με τον αδελφό του βρίσκουν ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι την απουσία της μάνας τους, να προετοιμαστούν για τη δική τους συμμετοχή στο μεγάλο γλέντι της επόμενης μέρας. 


Όπως τα καλά παιδιά σε καιρούς ειρηνικούς μαζεύουν γραμματόσημα, έτσι κι εμείς, τα κακά παιδιά, εκεί πάνω στο βουνό, μαζεύαμε μπαρούτι. Είχαμε γίνει σχεδόν πυροτεχνουργοί, σε ηλικία εννιά χρονών εγώ, οκτώ ο άλλος.

Αδύνατο να φανταστείτε πόσες ποικιλίες μπαρουτιού υπάρχουν. Μαύρο, ξανθό, καστανό, κοφτό, τρυπητό, ατρύπητο, λεπτό, παχύ, μακρύ, κοντό, σκόνη, σβώλοι, κλπ, κλπ. Κάθε είδος και σακουλάκι, κάθε σακουλάκι και μπόμπα.

Το 'χαμε τάμα να κάψουμε τη μπαρουτοσυλλογή μας τη μέρα που θα 'φευγαν οι Γερμανοί απ' την Ελλάδα. Και πάνω κει ήταν που με (μας, επιμένει η μάνα μου) βρήκε η συμφορά.

Κάθε σφαίρα που μπαίνει στη συλλογή, αποκλείεται να σκοτώσει άλλον, εκτός απ' τον συλλέκτη. Ο συλλέκτης σφαιρών και βλημάτων φονικών όπλων προστατεύει μεν τους άλλους απ' το θάνατο, αφού δεν επιτρέπει στο Χάρο να κυκλοφορεί ασύδοτος, αλλά δυσκολεύεται να προστατεύσει και τον εαυτό του. Κυρίως όταν είναι παιδί. Και ειδικότερα, παιδί αντάρτη. Τα επικίνδυνα παιχνίδια δεν είναι για τα παιδιά. Εκτός κι αν έχουν μια τόσο μεγάλη εξοικείωση με τον κίνδυνο, που δυσκολεύονται να τον επισημάνουν. Όσο ήμασταν στο βουνό κοντά στους αντάρτες γονείς μας, εγώ και ο αδερφός μου παίζαμε μόνο επικίνδυνα παιχνίδια, για τον απλό λόγο πως δεν είχαμε ακίνδυνα.

[...] Η μάνα μου, ούτε καν παρατήρηση μας έκανε στο Λιβαδερό, όταν μας έβλεπε να μαζεύουμε σφαίρες. Σου λέει, προφανώς, η γυναίκα, αφού όλος ο κόσμος με σφαίρες ασχολείται εδώ πάνω, αφού και τ' άλλα παιδιά του χωριού μαζεύουν σφαίρες, κι αφού, εν πάση περιπτώσει, κανείς δεν θα ήταν δυνατό να εμποδίσει τα παιδιά να βρίσκουν ή να κλέβουν σφαίρες, δε μπορώ παρά να κάνω τα στραβά μάτια, που ούτως ή άλλως τα παίρνω μαζί μου όταν γυρίζω δώθε-κείθε στα χωριά για τις ανάγκες του αγώνα.

Ο θάνατος είναι κλεισμένος σε μια μικρή κονσέρβα, που λέγεται σφαίρα. Ανοίγεις την κονσέρβα πατώντας τη σκανδάλη του όπλου. Αυτός είναι ο κανονικός τρόπος. Όμως, μπορείς να την ανοίξεις και χωρίς ανοιχτήρι. Με μια πέτρα...

[...] Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρίσκουμε σφαίρες, εμείς οι συλλέκτες πυρίτιδος. Δεν ήταν τρύπιες όλες οι τσέπες των ανταρτών. Αλλά κι αν ήταν, λίγοι ήταν αυτοί που κουβαλούσαν τις σφαίρες στην τσέπη τους. Συνεπώς, μια σφαίρα θα ‘πρεπε να την κλέψεις από αντάρτη, ή από κάποιον που την έκλεψε από αντάρτη. Εγώ και ο αδερφός μου είχαμε μεγάλη ευχέρεια στην κλοπή πυρομαχικών. Όχι μόνο γιατί ήμασταν γιοι αντάρτη, αλλά κυρίως διότι στο σπίτι μας μπαινόβγαιναν συνέχεια αντάρτες. Μια σφαίρα απ' τα φυσεκλίκια του καθένα αν έπαιρνες τη μέρα, θα μπορούσες να μαζέψεις σφαίρες και για τον επόμενο πόλεμο, που λέει ο λόγος. Ουδέν συλλεκτικόν πρόβλημα για μας τους δύο. Που είχαμε τη σπάνια ευχέρεια να ανταλλάσσουμε τρία πρός ένα τα κοινά κομμάτια με σπάνια που υπήρχαν στις συλλογές άλλων συλλεκτών. Τα άλλα παιδιά του χωριού, που γνώριζαν τα κατατόπια σε ακτίνα πέντε χιλιόμετρα γύρω από' το χωριό, μάζευαν σφαίρες κυρίως απ' τα πεδία ρίψεως πυρομαχικών δι' αλεξιπτώτου. Όλο και θα διαλυόταν κανένα κιβώτιο. Και, βέβαια, τα αετόπουλα, που ήταν κάτι ανάλογο με τους προσκόπους, πήγαιναν πάντα πρόθυμα να βοηθήσουν τους αντάρτες να μαζέψουν τα χυμένα πυρομαχικά. Όπως είπα ήδη, είχαμε κάνει ένα τάμα. Να κάψουμε το μπαρούτι που παίρναμε ανοίγοντας τις σφαίρες, τη μέρα που θα 'φευγαν οι Γερμανοί απ' την Ελλάδα. 


Σπύρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά
____________

Ένα δάχτυλο για τον Μολώχ

Ή
ρθε κάποτε η μέρα, που έπρεπε να εκπληρωθεί το τάμα. Τόσο η μάνα μου όσο κι ο πατέρας μου, έλειπαν εκείνη τη μέρα απ' το Λιβαδερό. Ως συνήθως, βρίσκονταν σε «υπηρεσία». Και, βέβαια, θα πανηγύριζαν κι αυτοί εκεί που βρίσκονταν, όπως και οι λιβαδεριώτες. Που βαρούσαν συνέχεια τις καμπάνες, τα σήμαντρα, τους τενεκέδες, ό,τι τέλος πάντων θα ήταν δυνατό να κάνει θόρυβο.

Μέσα σ' αυτόν το σαματά, αρπάζουμε τις σακούλες όπου είχαμε το μπαρούτι και δρόμο για την πλατεία. Το τάμα έπρεπε να εκπληρωθεί χωρίς καθυστέρηση, κι όχι σαν μερικούς μερικούς που σήμερα τάζουν ασημικάντηλο στην Παναγία και εκπληρώνουν το τάμα όποτε τους έρθει βολικό και κάνουν καμιά απάτη για να τα κονομήσουν.

Εκεί που τρέχαμε του σκοτωμού μέσα σ' ένα κατηφορικό χωράφι, σκοντάφτω και πέφτω. Και, ω του θαύματος, εκεί που είμαι πεσμένος φαρδύς πλατύς χωρίς να πάθω τίποτα, βλέπω μέσα στο πολύ περιορισμένο οπτικό μου πεδίο το πιο σπάνιο συλλεκτικό κομμάτι που θα μπορούσε να υπάρξει, κάτι σαν τις κεφαλές Ερμού στα ελληνικά γραμματόσημα. Μια σφαίρα γερμανικού αυτομάτου Στάγιερ. Ξέραμε, βέβαια, το σουλούπι της, όμως δεν ξέραμε τι είδους μπαρούτι έχει μέσα. Είχα ανοίξει εκατοντάδες σφαίρες, και η παιδική πυροτεχνουργία δεν είχε για μένα μυστικά. Πιάνω, λοιπόν τη σφαίρα με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού μου χεριού, κι όπως είμαι αριστερόχειρας αρχίζω να την κοπανάω με μια πέτρα με το αριστερό, βιαστικά και αφηρημένα. Η καμπάνα από την εκκλησία εκεί δίπλα βαρούσε δαιμονισμένα, σα να κουνούσαν το γλωσσίδι οι διαόλοι. Ούτε που άκουσα το μπαμ. Είδα μόνο το αίμα να τρέχει ποτάμι, κι αντί να χάσω τις αισθήσεις έχασα τη μιλιά μου απ' το σοκ. Ο αδερφός μου, που προπορεύονταν, ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα. Είχε φτάσει ήδη στην πλατεία της εκκλησίας και ετοιμαζόταν να βάλει φωτιά στο δικό του μπαρούτι.

Μόνο τότε με είδε ξαπλωμένο κι ακίνητο στο χωράφι, πενήντα μέτρα πιο κει. Τρέχει κοντά μου κι όταν βλέπει το πτώμα αρχίζει να ουρλιάζει: Σκοτώθηκε ο Βασίλης, σκοτώθηκε ο Βασίλης! Αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία. Όλοι είναι απασχολημένοι με τους πανηγυρισμούς και τις κωδονοκρουσίες.

Ύστερα από πεντέξι λεπτά, έρχονται τρέχοντας κοντά μου δυο αντάρτες και διαπιστώνουν πως είμαι ζωντανός μεν, ετοιμοθάνατος δε. Το αίμα έτρεχε απ' τον κομμένο δείκτη του δεξιού χεριού σαν από κάνουλα, και ήταν ζήτημα αν είχαν απομείνει στις φλέβες κάτι κατακάθια. Και εγώ να μη βγάζω άχνα, και να περιπλέκω ακόμα περισσότερο με την αφασία μου μια υπόθεση ήδη πάρα πολύ περιπεπλεγμένη από ιατροφαρμακευτικής απόψεως. Στο Λιβαδερό δεν υπήρχε γιατρός. Ούτε νοσοκόμος. Μου δένουν, λοιπόν, σφιχτά το χέρι στο μπράτσο για να μπλοκάρουν το λιγοστο αίμα που είχε απομείνει και να το υποχρεώσουν να λειτουργήσει σα μαγιά για να φκιαχτεί καινούργιο, με φορτώνουν σ' ένα μουλάρι, και δρόμο για την κόλαση. Ούτε ξέρω πού με πήγαν, ούτε ξέρω τι συνέβη κατά τη διαδρομή. Θυμάμαι μόνο τον καλπασμό του θανάτου μέσα από ένα ρουμάνι. Και τα κλαδιά των δέντρων να γρατσουνάν και να πληγιάζουν κι άλλο και εμένα και τον αντάρτη και το μουλάρι. Και καλά εγώ. Τα ' θελα και τα 'παθα. Και καλά ο αντάρτης. Ήθελε-δεν ήθελε με φορτώθηκε, και τώρα μ' έσφιγγε δυνατά με το ένα του χέρι, κρατώντας με το άλλο τα ηνία. Αλλά το καημένο το μουλάρι που πήγαινε να σκάσει απ' την τρεχάλα;

Φτάνουμε κάποτε σ' ένα χωριό, δεν ξέρω σε ποιο, όπου υπήρχε γιατρός. 'Ομως, τι να σου κάνει ο γιατρός, που μόνο γάζες είχε; Και ψαλίδια. Και μαχαίρια. Αλλά αυτά δε χρειάστηκαν στην περίπτωσή μου. Με ξαπλώνουν, που λέτε, ανάσκελα σ' ένα τραπέζι κουζίνας, με πιάνουν τέσσερις αντάρτες απ' τα χέρια και τα πόδια, ένας για κάθε άκρο, με κρατούν γερά σα δύστροπο σφάγιο και ο γιατρός, χρατς χρουτς, αρχίζει να κόβει μια ματωμένη μάζα από σάρκα, κόκκαλο και νύχι. Ένας μικρός άψητος κεφτές κρεμόταν απ' το χέρι χωρίς να πέφτει, σα σταγόνα που αρνείται να εγκαταλείψει το σταγονόμετρο.

Κάτι περισσότερο από το μισό της πρώτης φάλαγγας του δείκτη του δεξιού μου χεριού πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ούτε καν το έθαψαν. Ήταν πολύ μικρό το κοψίδι για να ασχοληθεί κανείς λιγάκι μαζί του. Τόσο λίγο, όσο χρειάζεται για να θάψεις ένα ψόφιο καναρίνι.

Έτσι που χτυπούσα αφηρημένα τη σφαίρα με την πέτρα, αντί το βλήμα να κουνηθεί προς τα έξω και να αποσπασθεί απ' τον κάλυκα, όπως προβλέπει ο πιο απλός κανόνας της πυροτεχνουργίας, κουνήθηκε προς τα μέσα και έκανε το μπαρούτι ν' ανάψει απ' την πίεση. Μπαμ, και ο κάλυκας ανοίγει σαν την αγριομαργαρίτα, εκεί δίπλα μου. Λεπίδες που δεν αποσπάστηκαν και που έμειναν κολλημένες στη βάση του κάλυκα, που έσκασε υπό πίεση τερατώδη κατά τη λογική της βόμβας ναπάλμ, μου έκαναν το δάχτυλο κιμά. Το βλήμα έμεινε επί τόπου. Το βλήμα δε βρήκε το στόχο για τον οποίο το προόριζε ο κατασκευαστής. Τζάμπα και βερεσέ τόση δουλειά, τόσα έξοδα! Τουλάχιστον ας έκοβε το δάχτυλό μου το βλήμα, τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε. Και μαζί του, και τα επί του παρόντος διαθέσιμα για τρύπημα κρανία . Άκου, να κόψεις το δάχτυλό σου με τον κάλυκα κι όχι με το βλήμα μιας μικροσκοπικής σφαίρας γερμανικού αυτομάτου Στάγιερ!

Πάλι καλά, να λες, που η σφαίρα ήταν εχθρική εκ κατασκευής. Σκέψου να μου έκοβε το δάχτυλο συμμαχική σφαίρα. Το πράγμα θα έμοιαζε με αυτοτραυματισμό. Ή με εκτέλεση συντρόφου από σύντροφο, Τώρα, μπορώ να λέω: Παρόλο που δε με χτύπησε κανένας, με χτύπησαν οι Γερμανοί! Δώστε μου μια μικρή σύνταξη αντιστασιακού, που έδωσε ένα μικρό μέρος απ' το σώμα του για τον «αγώνα».


Σπύρος Μελετζής
________

«Σκάσε γιατί θα σε διώξουμε απ' τον ΕΛΑΣ»

Ε
πίλογος σ' ένα δακτυλικό μελόδραμα: Πέρασαν χρόνια πολλά και δυστυχισμένα και βρισκόμαστε στο χιλιοστό, εννιακοσιοστό, εξηκοστό τέταρτο έτος από γεννήσεως περιέργου βρέφους αγνώστου πατρός εις φάτνην των αλόγων, που δεν εκλογικεύτηκαν σαν τον άνθρωπο για να προκόψουν κι αυτά. Μόλις έχω επιστρέψει απ' την Αλγερία, όπου μόνο τα νύχια μου έκοβα, όχι τα δάχτυλά μου, κι ας ήταν δύσκολα τα πράγματα εκεί. Έχω ήδη ένα όνομα στους κύκλους των αριστερών διανοουμένων, που διανοούνται κυκλικά και αιωνίως περί τα αυτά. Απ' το 1962 γράφω περί κινηματογράφου στην Επιθεώρηση Τέχνης, ένα αριστερό περιοδικό λόγου και τέχνης, όπου βρέθηκα εντελώς κατά λάθος, χωρίς κανείς να βρεθεί να διορθώσει το λάθος, όπως τόσο συχνά γινόταν εκεί μέσα. Τηλεφωνεί, λοιπόν, μια μέρα στη μάνα μου ένας άγνωστος και με ζητάει. Η μάνα μου μού δίνει το τηλεφωνό του και του τηλεφωνώ. Ο κύριος τάδε; ρωτώ. Ναι, μου λέει. Εγώ είμαι ο κύριος τάδε, του λέω. Ω, κάνει. Μου 'πε κι άλλα εντελώς μυστηριώδη, και κλείνουμε ένα ραντεβού σ' ενα καφενείο της πλατείας Συντάγματος. Συναντιόμαστε έξω απ' το καφενείο. Απλώνω το χέρι για χειραψία, αλλά δεν μου το σφίγγει. Το κρατάει απαλά, όπως στην περίπτωση που ετοιμαζόμαστε να σκύψουμε στο χέρι μιας κυρίας για χειροφίλημα. Χαμογελάει. Χαμογελώ κι εγώ αμήχανα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν καταλαβαίνω ούτε όταν μου ζητάει να τεντώσω τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Τα τεντώνω. Χμ, κάνει, δεν είναι και πολύ κομμένο Επιτέλους αρχίζω να καταλαβαίνω.

Ο ηλικιωμένος κύριος κάποια σχέση έχει με το κομμένο μου δάχτυλο. Ποιος είσαι, του λέω με ειλικρινή περιέργεια. Είμαι, λέει, ο αντάρτης που σου είπε «σκάσε γιατί θα σε διώξουμε απ' τον ΕΛΑΣ». Πάλι με μπέρδεψε. Εικόνες φλου σχηματίζονται στο κεφάλι μου. Βλέπω μέσα απ' το φίλτρο των δακρύων θολό το κεφάλι ενός αντάρτη, που είναι σκυμμένος πάνω μου. Τον βλέπω ανάποδα, έτσι που με κοιτάει ανάποδα καθώς πιέζει το δεξί μου χέρι πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, όπου τελείται μια χονδροειδής επέμβαση σ'ένα λεπτό μέλος του σώματος, γεμάτο αισθητήρια νεύρα. Ουρλιάζω. Πονώ όσο δεν πόνεσα ποτέ στη ζωή μου. Μου κόβουν τον παραπανίσιο κιμά χωρίς αναισθητικό. Δεν υπάρχει αναισθητικό. Δεν υπάρχουν φάρμακα. Μόνο γάζες υπάρχουν στο αντάρτικο χειρουργείο. Χτυπιέμαι απ' τον πόνο. Γιαυτό με πιάνουν τέσσερις. Σκάσε, μου λέει ο ένας γιατί θα σε διώξουν απ' τον ΕΛΑΣ.

Είμαι εννιά χρονών και θέλω να παραμείνω στον ΕΛΑΣ ισοβίως. Είμαι γιος αντάρτη. Αλλά ο αντάρτης πατέρας μου δεν είναι κοντά μου. Ούτε η αντάρτισσα μάνα μου. Ούτε ο αδερφός μου. Είμαστε εκεί μόνο εγώ κι ο πόνος. Και η απειλή της καθαίρεσης να κρέμεται πάνω απ' το κεφάλι μου. Αποφασίζω να παραμείνω ΕΛΑΣίτης. Και το βουλώνω. Και δεν κάνω κιχ στο υπόλοιπο του χρόνου που ο γιατρός καθαρίζει τη βρώμα από ένα γραμμάριο σάπιας σάρκας, που ήδη πήγε στην κόλαση, εγκαταλείποντας προσωρινά στη γη τον κορμό απ' τον οποίο αποσπάστηκε βιαίως. Άραγε έχουν ψυχή τα δάχτυλα;

Περνούν τρεις μήνες και μαζεύω χρήματα για να κάνω το τραπέζι στον παλιό σύντροφο που ανακάλυψε ένα καινούργιο αναισθητικό. Μου χρειάζεται κουμπαράς για να του κάνω το τραπέζι. Τηλεφωνώ. Η φωνή της γυναίκας του με πληροφορεί πως ο Γιάννης πέθανε από καρδιά, πριν από έναν μήνα, δυο μήνες μετά τη συνάντηση. Δεν ξέρω τι να πω. Δε λέω τίποτα. Ούτε συλλυπητήρια. Κλείνω το τηλέφωνο, σαν η γυναίκα του πεθαμένου αντάρτη να με είχε προσβάλει. Ένιωθα γελοίος. Δεν πρόλαβα να του κάνω το τραπέζι.


Σπύρος Μελετζής, Αντάρτης, Βίνιανη, Ευρυτανία, 1944
______________

«Για το κομμένο μου δάχτυλο φταίνε οι Γερμανοί κι ο πατέρας μου
»

Από φιλοσοφικής απόψεως, είναι καλό να σου λείπει ένα μέλος του σώματος. Ένας ακρωτηριασμός, είναι κάτι σαν εισαγωγή στην τραγωδία του θανάτου. Άλλωστε ξεπερνάς ευκολότερα το φόβο του θανάτου αν σου λείπει ένα πόδι, ένα χέρι, ένα δάχτυλο, ή, έστω, ένα μέρος του δάχτυλου. Αυτό που κάποτε θα συμβεί σ' ολόκληρο το σώμα σου, έχει ήδη συμβεί σ' ένα μέρος του. Που διαλύθηκε σχετικά πρόωρα, και ερήμην του υπολοίπου σώματος, εις τα εξ ων συνετέθη.

[...] Όχι πως μου έκοψαν το δάχτυλο Γερμανοί ναζιστές επιστήμονες για να κάνουν τα γνωστά πειράματά τους, αλλά, να, έχω την αίσθηση πως οι Γερμανοί, σε τελική ανάλυση, μου έκοψαν το δάχτυλο. Αν οι Γερμανοί δεν καταχτούσαν την Ελλάδα, το δάχτυλο θα βρισκόταν στη θέση του. Στη θέση του θα βρισκόταν κι αν ο πατέρας μου ήταν ένας καλός νοικοκύρης από κείνους που πάντα κοιτούν τη δουλειά τους και ποτέ δε βλέπουν περ' απ' τη μύτη τους. Θέλω να πω πως, για το κομμένο μου δάχτυλο φταίει και ο πατέρας μου, κι όχι μόνο οι Γερμανοί. Αν δεν έβγαινε αντάρτης κουβαλώντας μαζί του στο βουνό τα δυο του παιδιά για να μην τα πιάσουν οι Γερμανοί σαν ομήρους και τον υποχρεσουν να ξεχάσει το καθήκον του, το δάχτυλό μου θα βρισκόταν στη θέση του. Όπως και να ναι πάντως, τώρα δε βρίσκεται στη θέση του. Και επειδή δε βρίσκεται στη θέση του από τότε που ήμουν κοντά στα δέκα, έχω την αίσθηση πως έτσι γεννήθηκα.


Σπύρος Μελετζής
_____________


Αριστερόχειρας, δεξιόχειρας, αμφιδέξιος...

Έκοψα δάχτυλο του δεξιού χεριού γιατί γεννήθηκα αριστερόχειρας. Αν γεννιόμουν δεξιόχειρας θα είχα κόψει δάχτυλο του αριστερού χεριού. Πιάνει κανείς το σφυρί ή την πέτρα για να κοπανήσει κάτι, ας πούμε μια σφαίρα, με το «καλό» του χέρι, το δυνατό.

Το κωμικό στην περίπτωσή μου είναι πως σήμερα είμαι μάλλον δεξιόχειρας, αλλά όχι εντελώς. Δηλαδή, το «καλό» μου χέρι σήμερα νομίζω πως είναι το δεξί. Αυτό δηλαδή που έχει το ελάττωμα. Και που δεν θα το είχε, αν από μικρός ήμουν δεξιόχειρας. Διότι αν από μικρός ήμουν δεξιόχειρας, θα έπιανα την πέτρα με το δεξιό και τη σφαίρα με το αριστερό, και συνεπς θα έκοβα δάχτυλο του αριστερού χεριού, εν σήμερα έχω κομμένο δάχτυλο του δεξιού χεριού, αυτού δηλαδή που τότε ήταν «κακό» και που έγινε «καλό» αργότερα. Οι γονείς μου δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να με μετατρέψουν σε δεξιόχειρα από μικρό. Πράγμα που ίσως το επιχειρούσαν, αν δεν είχε αντίθετη άποψη ο τότε μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, που ήταν και αντάρτης και οικογενειακός μας φίλος. Και που δεν είχε καμιά αντίρρηση, ακόμα και το σταυρό τους να κάνουν οι χριστιανοί με το αριστερό. 

Πάντως, του άρεσε του αριστερού πατέρα μου να λέει πως ο πρώτος γιος του γεννήθηκε αριστερός. Ήταν ένα λογοπαίγνιο με το οποίο υποθέτω ήθελε να δείξει τη σημασία που έχει το περιβάλλον στη διαμόρφωση των ιδεών. Από μικρός, λοιπόν, ήμουν αριστερός φύσει και θέσει. Φύσει, γιατί η φύση μ ' έκανε αριστερό κατά τις επιδεξιότητες, και θέσει διότι το περιβάλλον που μεγάλωσα μ' έκανε αριστερό κατά τις ιδέες.

Πολύ αργότερα, για να ξεπεράσω την αναπηρία μου, έγινα και δεξιός. Δηλαδή δεξιόχειρας, να εξηγούμαστε. Έτσι, από μόνος μου και χωρίς κανείς να μου το επιβάλλει. Σήμερα γράφω εξίσου καλά και με τα δυο χέρια. Με το αριστερό καλλιγραφικά και με το δεξιό ταχυγραφικά. Και η δύναμη είναι μοιρασμένη και στα δυο χέρια, αν και είναι αδύνατο να πιάσω μαχαίρι με το αριστερό και ψαλίδι με το δεξιό. Πολύ με μπέρδεψε αυτή η ιστορία. Δεν έχω ιδέα αν είμαι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας. Πάντως χρησιμοποιώ το δεξί καλύτερα. Στο σχολείο, όταν οι καθηγητές με σήκωναν στον πίνακα, έγραφα το κείμενο με το δεξί και τις σημαίνουσες λέξεις μέσα σε μια πρόταση με το αριστερό. Δηλαδή χρησιμοποιούσα δυο «οικογένειες» στοιχείων. Όπως οι τυπογράφοι που χρησιμοποιούν διαφορετική οικογένεια στοιχείων για να αναδείξουν το νόημα μιας λέξης.

Όλοι οι δάσκαλοι αποδέχτηκαν το απλό γεγονός πως μπορούσα να γράφω και με τα δυο χέρια και να αναπαράγω στον πίνακα ένα κείμενο ως καλός και ευσυνείδητος τυπογράφος. Όλοι, εκτός από έναν φιλόλογο, που παραμένει ο ηλιθιωδέστερος μεταξύ των πολλών ηλιθίων που γνώρισα στη ζωή μου. [...] Λοιπόν, ο εν λόγω ηλίθιος φιλόλογος μου απαγόρευε να γράφω και με τα δυο χέρια. Είτε δεξιά, μου λεγε, θα πας, είτε αριστερά. Και εννοούσε πως έπρεπε να διαλέξω ή τον φιλόλογο πατέρα μου, που τότε ήταν φυλακή, ή τον «εθνικόφρονα» συνάδελφό του. Βέβαια, διάλεξα να πάω με τη μεριά του πατέρα μου. Κι όταν την επόμενη φορά με σήκωσε στον πίνακα, έγραφα μόνο με το αριστερό. Ήταν η πρώτη ενσυνείδητη «αντιστασιακή» πράξη στη ζωή μου, χαρακτήρα καθαρά συμβολικού. Στους άλλους καθηγητές, συνέχιζα τις επιδείξεις αμφιγραφικής επιδεξιότητας, πράγμα που νόμιζα πως με ανέβαζε στα μάτια των συμμαθητριών μου Αλλωστε αυτό που έκαμνα, γιαυτές το έκαμνα. 

Επειδή, όμως, κανείς μέσα στην τάξη δεν έδινε τη σημασία που θα ήθελα στις επιδείξεις μου, μια μέρα βρήκα την ευκαιρία, στο μάθημα της ιστορίας, να πετάξω στα καλά-καθούμενα μια πληροφορία που δεν υπήρχε στο σχολικό εγχειρίδιο. Ο Μέγας Ναπολέων, λέω, όχι μόνο έγραφε με τα δυο του χέρια, αλλά με το καθένα έγραφε δυο διαφορετικά κείμενα ταυτόχρονα. Τους έκανα και μια επίδειξη για να αποδείξω πως κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Αλλά, αντί να μου βγουν δυο διαφορετικά κείμενα, όπως του Ναπολέοντα, μου βγήκε το ίδιο σε δυο κόπιες. Πάλι καλά. Δεν έγινα εντελώς ρεζίλι. Ωστόσο, όλοι κατάλαβαν πως δεν είχα καμιά πιθανότητα να γίνω Μέγας Ναπολέων. Εκτός κι αν κάποτε τρελλαινόμουν. 

Με τον καιρό, αν και αριστερόχειρας, περιορίστηκα να γράφω μόνο με το δεξί. Ήταν ο τρόπος που βρήκα να αντισταθμίσω μια αναπηρία, που στα εφηβικά μου μάτια έπαιρνε διαστάσεις τρομερές και φοβερές, αν και αυτό που λείπει απ' το σώμα μου είναι μόνο η μισή φάλαγγα του δείκτη του δεξιού μου χεριού. Αστεία πράγματα, δηλαδή. Για σκέψου και τον Τζόννυ στο «Τζόννυ πάρε το όπλο σου» του Ντάλτον Τράμπο! 

Πάντως, έχει και τα πλεονεκτήματά της μια τέτοια μικρή έλλειψη. Έτσι που γέρνει το μολύβι και το πιάνεις στραβά, μπορείς να το κάνεις να τρέχει γρηγορότερα πάνω στο άσπρο χαρτί. Σπουδαία τα λάχανα, θα μου πείτε. Καθόλου σπουδαία, αν αναλογιστεί κανείς πως, ανάπηροι που τους λείπουν και τα δυο χέρια ζωγραφίζουν υπέροχα με το στόμα, ή με τα πόδια. 

Πάντως, χωρίς το κομμένο μου δάχτυλο θα δυσκολευόμουν ίσως να καταλάβω την αλήθεια του ρητού που λέει «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Όμως, υπάρχει και η διαλεκτική αντιστροφή του ρητού, που την απορρίπτουν μετά βδελυγμίας οι μεταφυσικοί: «Ουδέν καλόν αμιγές κακού». 



Τα πλεονεκτήματα του μειονεκτήματος ή μήπως εξιδανικεύσεις φροϋδικού τύπου;

Είχα, λοιπόν, από μικρός σαφή επίγνωση του πλεονεκτήματος που μπορεί να προσφέρει ένα μειονέκτημα. Όμως, αργότερα, που άρχισα να γράφω στη γραφομηχανή και σήμερα που γράφω στον κομπιούτερ, τα πλεονεκτήματα της ταχυγραφίας λόγω αναπηρίας σπέσιαλ για γραφιάδες, εξαφανίστηκαν. Αυτά κάνει η τεχνολογία. Δεν σε αφήνει να χαρείς μια νίκη που δεν τη χρωστάς στα όπλα. Εκτός κι αν επιμείνεις με πείσμα σε μια εξοικείωση με τις μηχανές τόσο μεγάλη, όσο και με το κομμένο σου δάχτυλο. Κι έτσι, χάρη στην εξοικείωση με τις μηχανές, παράγω σήμερα κείμενα σα μηχανάκι, με μια τερατώδη ευκολία. Αυτό σημαίνει πως τη δουλειά μιας βδομάδας τη βγάζω σε δυο μέρες και έχω τις άλλες πέντε εντελώς δικές μου. Βέβαια, δε γράφω ποτέ ένα κείμενο δυο φορές. Διότι μια φορά μου το πληρώνουν. Είμαι επαγγελματίας γραφιάς και δεν εννοώ να είμαι τίποτ' άλλο από επαγγελματίας γραφιάς. Αν μπορούσα να είμαι επαγγελματίας αναγνώστης, θα το έκαμνα με πολύ μεγάλη χαρά. Αλλά ο επαγγελματίας αναγνώστης είναι άγνωστο προς το παρόν επάγγελμα. Ίσως εμφανιστεί στη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία.

[...] Πιστεύω πως όλα αυτά, τα κάθε άλλο παρά ορθόδοξα, τα οφείλω στον κάθε άλλο παρά ορθόδοξο τρόπο με τον οποίο έκοψα το δάχτυλό μου. Ο ορθόδοξος τρόπος να κόψεις το δάχτυλό σου είναι να πάρεις ένα χασαπομάχαιρο και να αντιμετωπίσεις το χέρι σου ως μπριζόλα που την καθαρίζεις απ' τα περιττά κοκαλάκια.

Δεν σας συνιστώ την ορθοδοξία, γενικώς. Αλλωστε για να κόψει κανείς το δάχτυλό του, δεν είναι ανάγκη να καταφύγει στον ορθόδοξο τρόπο του εργατικού ατυχήματος ή του ατυχήματος σκέτα. Είναι προτιμότερο να περιμένει τον επόμενο κατακτητή. Κι αν δεν έρθει, τόσο το καλύτερο για το δάχτυλο. Εγώ θα ήθελα να το έχω το δάχτυλό μου. Κι όσα είπα παραπάνω για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει ένα κομμένο δάχτυλο, δεν είναι παρά εξιδανικεύσεις φροϋδικού τύπου.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, 
Η ζωή ενός ταλαίπωρου Έλληνα (σελ. 116 -130), εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου