Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό.

Ο Italo Calvino, φωτογραφημένος στη βεράντα του σπιτιού του στη Ρώμη τον Δεκέμβριο του 1984. 
GIANNI GIANSANTI (GAMMA-RAPHO ΜΕΣΩ GETTY IMAGES)
_____________

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο 

Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο, ενός από τους τελευταίους κλασικούς της ιταλικής λογοτεχνίας. 

Ο Ίταλο Καλβίνο γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1923 στην Κούβα, στη μικρή πόλη του Σαντιάγο ντε Λας Βέγκας, κοντά στην Αβάνα, όπου ο πατέρας του, Μάριο, γεωπόνος από τη Λιγουρία με διεθνή φήμη, και η μητέρα του, Εβα Μαμέλι, βοτανολόγος από τη Σαρδηνία, πραγματοποιούσαν κάποια γεωπονικά πειράματα. Στο «Περί της υπερπόντιας γέννησής μου» ο συγγραφέας θα γράψει σχετικά: 

«...διατηρώ μόνο ένα πολύπλοκο ληξιαρχικό στοιχείο […], κάποιες αποσκευές οικογενειακών αναμνήσεων, και το βαφτιστικό μου όνομα το οποίο η μητέρα μου, επειδή περίμενε ότι θα με μεγάλωναν σε ξένη γη, ήθελε να μου δώσει για να μην ξεχάσω τη γη των προγόνων και που, αντίθετα, στην πατρίδα ακούγεται εθνικιστικό».


Ο Italo Calvino, στην αγκαλιά του πατέρα του Mario και της μητέρας του, Eva Mameli, το 1925.
______________

Το 1925 η οικογένεια επιστρέφει στο Σαν Ρέμο, γενέθλια πόλη του πατέρα, ο οποίος κλήθηκε να διευθύνει τον Πειραματικό Σταθμό Ανθοκομίας, όπου φοιτούν νέοι απ' ολον τον κόσμο. Τα χρόνια της εφηβείας χαρακτηρίστηκαν από εκπαίδευση λαϊκή, ορθολογιστική και διαφωτιστικής φύσης, η οποία του μεταλαμπαδεύτηκε από τους γονείς του και από την έντονη σχέση με τη φύση: τη φύση γύρω από τον Βίλα Μεριντιάνα, στην οποία διέμενε η οικογένεια  και εκείνη των δασών των Προάλπεων της Λιγουρίας.

«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, που διέφερε αρκετά από την υπόλοιπη Ιταλία την εποχή που ήμουν παιδί: το Σαν Ρέμο εκείνο τον καιρό ήταν ακόμα γεμάτο από γέρους Εγγλέζους, από Ρώσους δούκες, από ανθρώπους εκκεντρικούς και κοσμοπολίτες. Αλλά και η οικογένεια μου ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη οικογένεια για το Σαν Ρέμο και γενικότερα την Ιταλία της εποχής: επιστήμονες, λάτρεις της φύσης, ελεύθεροι διανοητές...»

Σε συνέντευξή του στον Alexander Stille, το 1985, μιλάει για τη σχέση του με τη φύση: 

«Αν το έργο μου είχε κάποια σχέση με τη φύση, οφειλόταν σε ένα είδος νοσταλγίας για έναν κόσμο που έχασα και τον οποίο προσπαθώ να ανακτήσω μέσω της λογοτεχνίας….

Πέρασα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια μέσα στη φύση. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και η δουλειά του ήταν να κάνει γεωργικά πειράματα. Η μητέρα μου ήταν βοτανολόγος και γενετίστρια. Ζούσαμε στο Σαν Ρέμο, σε μια βίλα γεμάτη εξωτικά φυτά, και είχαμε ένα μικρό αγρόκτημα. Ο πατέρας μου, ο οποίος είχε περάσει πολλά χρόνια στο Μεξικό και την Κούβα, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αβοκάντο και γκρέιπφρουτ στην Ιταλία. Μόλις έφτασε στο Μεξικό, έστειλε σπόρους αβοκάντο στο Σαν Ρέμο. Σήμερα είναι πολύ γνωστά στην Ιταλία, αλλά εκείνη την εποχή, στις δεκαετίες του 1920 και 1930, η κατανάλωση αυτών των εξωτικών φρούτων φαινόταν μια εκκεντρικότητα της οικογένειας Καλβίνο.»


Η οικογένεια Καλβίνο φωτογραφημένη στον κήπο της Βίλα Μεριντιάνα το 1938.
_______________

Τελειώνοντας το λύκειο γράφεται το 1941 στη σχολή της γεωπονικής του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Το 1943 αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασιστική Δημοκρατία του Σαλό και μένει για πολλούς μήνες κρυμμένος μακριά από το σπίτι του. 

Το 1944 γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι αμέσως μετά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, αποφασίζει να μπει στο αντάρτικο, στη δεύτερη μεραρχία «Γκαριμπάλντι», που πολεμά τους ναζιφασίστες στην περιοχή των Άλπεων, στα σύνορα με τη Γαλλία. Οι γονείς του συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.

«Η κομμουνιστική μου επιλογή δεν στηριζόταν σε ιδεολογικές παραμέτρους [...]. Ένιωθα πως εκείνη τη στιγμή το μόνο που μετρούσε ήταν η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν τότε η πιο δραστήρια και οργανωμένη δύναμη».

Η παρτιζάνικη περίοδος είναι σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά έντονη. «Έζησα μια σειρά από ανεκδιήγητες περιπέτειες και κινδύνους, γνώρισα τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει να δραπετεύεις από τη φυλακή, βρέθηκα πολλές φορές στο χείλος του θανάτου. Είμαι όμως ικανοποιημένος με τα όσα έζησα, με τις εμπειρίες που συσσώρευσα, θα ήθελα μάλιστα να είχα ζήσει ακόμα περισσότερες...»

Με την Απελευθέρωση επιστρέφει στο Τορίνο, στις πανεπιστημιακές του σπουδές, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά στις γραμμές του IKK. Γνωρίζεται με το συγγραφέα Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος γίνεται ο πρώτος αναγνώστης των γραπτών του. Με την επιμονή του Παβέζε δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα και βλέπει να του ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες των λογοτεχνικών κύκλων του Τορίνο. Η αυτοκτονία του Παβέζε στις 29 Αυγούστου 1950 θα σημαδέψει ωστόσο βαθιά τη ζωή και τη συνείδηση του εικοσιεπτάχρονου Καλβίνο.

Το 1957, μετά την καταστολή της αντισοβιετικής εξέγερσης στην Ουγγαρία τον προηγούμενο χρόνο, ο συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ενώ συνεχίζει να παρατηρεί ενεργά το εθνικό και διεθνές πολιτικό – κοινωνικό σκηνικό. 

Ταυτόχρονα ο Καλβίνο ξεκινά να ταξιδεύει, χτυπημένος –όπως λέει χιουμοριστικά– από «δρομομανία» (νευρωτική τάση για συνεχόμενη κίνηση). Ανάμεσα στο 1959 και το 1960 μένει για έξι μήνες στις ΗΠΑ και στη συνέχεια περνά μεγάλες περιόδους στη Ρώμη, στο Σαν Ρέμο, στο Τορίνο (στο οποίο πηγαίνει δύο φορές τον μήνα για να τακτοποιεί τις δουλειές στον εκδοτικό οίκο Einaudi) και στο Παρίσι. Εκεί, το 1962, γνωρίζει την Έστερ Τζούντιθ Σίνγκερ, γνωστή ως Τσιτσίτα, Αργεντινή με καταγωγή από τη Ρωσία, μεταφράστρια αγγλικών της Unesco. Παντρεύτηκαν το 1964 στην Κούβα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο γενέθλιο τόπο του συγγραφέα, κι έπειτα μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε η μοναδική κόρη τους, Τζοβάννα.

Ο Italo Calvino στο Παρίσι, Saint Germain des Prés, 5 Δεκεμβρίου 1974 
(Photo by Sophie Bassouls)
____________

Το 1967 ο Καλβίνο μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου έμεινε έως το 1980. Στη γαλλική πρωτεύουσα βρήκε ένα είδος καταφυγίου, έναν τόπο γαλήνης που του επέτρεπε να συγκεντρωθεί: 

«Ως συγγραφέας μπορώ να πραγματοποιήσω ένα μέρος της δουλειάς μου στη μοναξιά, δεν έχει σημασία πού, αν θα είναι σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση της εξοχής ή σε ένα νησί, κι αυτό το εξοχικό σπίτι εγώ το έχω στο κέντρο του Παρισιού».

Ο Καλβίνο γυρνά το 1980 στη Ρώμη (η Βίλα Μεριντιάνα στο Σαν Ρέμο είχε πουληθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1978), όπου μετά από σαράντα χρόνια πιστής συνεργασίας με τον εκδοτικό οίκο Einaudi, συνέχισε την εκδοτική του δραστηριότητα για έναν άλλο εκδότη: τον Garzanti. 

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1985 εργάζεται για έναν κύκλο ομιλιών που θα λάμβανε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αλλά στις 6 Σεπτεμβρίου παθαίνει οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο στη βίλα του στην Τοσκάνη, κοντά στο Καστιλιόνε ντελλα Πεσκάια (επαρχία του Γκροσσέτο). Μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο της Σιένα, πέθανε τη νύχτα μεταξύ 18 και 19 Σεπτεμβρίου.

Tullio Pericoli, Italo Calvino, 1987
__________

Ίταλο Καλβίνο, ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που μακραίνει στα παρελθόντα... 

Τον Φεβρουάριο του 1984, ο Ίταλο Καλβίνο επισκέφτηκε την Αθήνα, με την ευκαιρία μιας διάλεξης που είχε προσκληθεί να δώσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Η αυτοβιογραφία, που συνέταξε ο ίδιος ειδικά για το αφιέρωμα του περιοδικού Χάρτης, δημοσιεύτηκε, μεταφρασμένη από τον Τάσο Δενέγρη, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα και μελετήματα για το έργο του. 

_____________

Μου ζητάτε ένα βιογραφικό σημείωμα, κάτι δηλαδή που με φέρνει πάντοτε σε δύσκολη θέση. Τα βιογραφικά ή ακόμη και τα ληξιαρχικά στοιχεία είναι αυτά που κανείς τα θεωρεί ό,τι πιο δικό του και, από τη στιγμή που θα τα δηλώσεις, είναι σα να υποβάλλεσαι σε ψυχανάλυση. (Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η γνώμη μου, γιατί δεν έχω ποτέ ψυχαναλυθεί).

Αρχίζω με το γεγονός ότι γεννήθηκα στον αστερισμό του Ζυγού, γι' αυτό μέσα στον χαρακτήρα μου η ισορροπία και η ανισορροπία αλληλοδιορθώνουν τις καταχρήσεις τους. Γεννήθηκα τον καιρό που οι γονείς μου ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στην πατρίδα, ύστερα από χρόνια που είχαν περάσει στην Καραϊβική: από κει βγαίνει και η γεωγραφική αστάθεια που με κάνει συνέχεια να επιθυμώ έναν άλλο τόπο.

Η γνώση των γονιών μου συνέκλινε στο φυτικό βασίλειο, στα θαύματα καί στις αρετές του. Εγώ, γοητευμένος από μιαν άλλη βλάστηση, την βλάστηση των γραμμένων φράσεων, γύρισα την πλάτη σε όσα εκείνοι θα μπορούσαν να μου μάθουν. Εξίσου άγνωστη μού έμεινε και η γνώση του ανθρώπου.

Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία μέχρι τη νεότητα σε μια πόλη της Ριβιέρας, περιορισμένη στη στενή της ζωή. Τόσο η θάλασσα που ήταν κλεισμένη σ' έναν κόλπο όσο και το βουνό, μου έδιναν την εντύπωση της σιγουριάς και της προστασίας. Από την Ιταλία με χώριζε μια λεπτή λουρίδα μιας παραθαλάσσιας οδού, από τον κόσμο ένα κοντινό σύνορο. Η έξοδος απ' αυτόν τον προστατευτικό κλοιό ήταν για μένα η επανάληψη του τραύματος τής γέννας, μα μόλις τώρα το καταλαβαίνω.

Μεγαλωμένος στα χρόνια της δικτατορίας [του Μουσολίνι], κληρωτός στα τέλη τού Παγκοσμίου Πολέμου, απόκτησα τη βεβαιότητα πώς η ειρήνη και η ελευθερία στη ζωή είναι κάτι τυχαίο και εύθραυστο, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σου αφαιρεθεί.

Στα πλαίσια αυτής της έμμονης ιδέας, η πολιτική έπιασε ένα ίσως υπερβολικά μεγάλο μέρος των νεανικών μου ανησυχιών. Λέω υπερβολικά για τα δικά μου μέτρα, για ό,τι χρήσιμο θα μπορούσα να δώσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που ενώ φαίνονται να είναι μακριά από την πολιτική, μετρούν πολύ περισσότερο ως επιρροή στην ιστορία (και στην πολιτική ιστορία) των ανθρώπων και των χωρών.

Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ένιωσα να με καλεί η μεγάλη πόλη, και ήταν κάτι πιο δυνατό από τις επαρχιακές μου καταβολές. Έτσι, για ένα διάστημα βρέθηκα να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ Μιλάνου και Τορίνου. Η επιλογή του Τορίνου θα είχε σίγουρα τους λόγους της και δεν έγινε χωρίς συνέπειες: Τώρα έχω ξεχάσει και τους μεν και τις δέ αλλά για πολλά χρόνια σκεφτόμουν πως αν είχα διαλέξει το Μιλάνο όλα τώρα θα ήταν διαφορετικά.

Γρήγορα δοκίμασα την τέχνη της γραφής. Δεν συνάντησα δυσκολίες για να εκδώσω. Βρήκα αμέσως κατανόηση και εύνοια. Άργησα όμως να καταλάβω και να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.

Δουλεύοντας σε εκδοτικό οίκο, αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα βιβλία των άλλων παρά στα δικά μου. Δεν παραπονιέμαι: οτιδήποτε αποβαίνει χρήσιμο στη ζωή του κοινωνικού συνόλου είναι ενέργεια που ξοδεύτηκε σωστά.

Από το Τορίνο, που είναι πόλη σοβαρή αλλά μελαγχολική, συνέβαινε να ξεγλιστράω συχνά και να πηγαίνω στη Ρώμη. (Οι μόνοι άλλωστε Ιταλοί που έχω ακούσει να μη μιλούν αρνητικά για τη Ρώμη είναι οι Τορινέζοι). Κι έτσι, η Ρώμη ίσως ήταν ή πόλη της Ιταλίας πού έχω ζήσει περισσότερο χωρίς ποτέ να διερωτηθώ γι' αυτό. Για μένα ιδεώδης τόπος είναι αυτός όπου είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος. Γι' αυτό, το Παρίσι είναι η πόλη όπου παντρεύτηκα, έκανα σπιτικό, μεγάλωσα μια κόρη. Ακόμη κι η γυναίκα μου είναι ξένη [από την Αργεντινή]: Οι τρεις μας μιλάμε τρεις διαφορετικές γλώσσες! Όλα μπορούν ν' αλλάξουν εκτός από τη γλώσσα που είναι μέσα μας ή μάλλον από τη γλώσσα που μας έχει μέσα της, αυτόν τον κόσμο που είναι πιο αποκλειστικός και καθοριστικός κι απ' την κοιλιά της μάνας.

Βλέπω πως σ' αυτή την αυτοβιογραφία επέμεινα στη γέννηση ενώ για τις διαδοχικές φάσεις μίλησα σαν κάτι που πρόκειται να βγει στο φως και τώρα τείνω να γυρίσω ακόμη πιο πίσω, στον κόσμο πριν από τη γέννηση.

Αυτός είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε κάθε αυτοβιογραφία που έχει την έννοια της εξερεύνησης των ριζών, όπως αυτή του Τρίστραμ Σάντι που μακραίνει στα παρελθόντα κι όταν φτάνει στο σημείο από όπου θα 'πρεπε ν’ αρχίσει την ιστόρηση της ζωής του, δεν βρίσκει πια τίποτε να πει.


Italo Kalvino (llustration by Daniele Castellano)
__________

«Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη»

Το βιβλίο «Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη» του Ίταλο Καλβίνο πρωτοεκδόθηκε το 1963, στο Τορίνο, από τις Εκδόσεις Einaudi με εικονογραφήσεις του Σέρτζιο Τοφάνο. Το κείμενο της παρουσίασης (που πιθανότατα γράφτηκε από το συγγραφέα) λέει: 

«Μέσα σε μια πόλη από τσιμέντο και άσφαλτο ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση. Μα υπάρχει ακόμα η φύση; Η φύση που βρίσκει είναι περιφρονητική, παραμορφωμένη, έχει συμβιβαστεί με την τεχνητή ζωή. Ο Μαρκοβάλντο, αστείος και μελαγχολικός ήρωας, είναι πρωταγωνιστής μιας σειράς σύγχρονων παραμυθιών που παραμένουν πιστά σε μια κλασική αφηγηματική δομή: των ιστοριών σε κόμικς που εμφανίζονται σε παιδικά περιοδικά».

Τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή διαγράφονται μόλις και μετά βίας: είναι ένας απλός ανθρωπάκος, κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, εργάζεται χειρωνακτικά σαν αχθοφόρος σε μια εταιρεία, είναι η τελευταία ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων, όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, με μία μόνο ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Άνθρωπος της Φύσης», ένας «Αγαθός Άγριος» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη. Ο τόπος από τον οποίο ήρθε στην πόλη, το «αλλού» το οποίο νοσταλγεί, δεν αναφέρεται· θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «μετανάστη», παρόλο που η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ μέσα στο κείμενο· ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, θα ήταν ανακριβής, διότι όλοι σ' αυτά τα διηγήματα μοιάζουν «μετανάστες» σ' έναν ανοίκειο κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν.

Η καλύτερη παρουσίαση του ήρωα υπάρχει στο πρώτο διήγημα «Μανιτάρια στην πόλη»: 

«Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσήλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε επάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξης του».

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,
μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.


Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)
____________

Για να τονιστεί ο μυθικός χαρακτήρας τους, οι ήρωες αυτών των σκηνών της σύγχρονης ζωής —που είναι οδοκαθαριστές, νυχτοφύλακες, άνεργος αποθηκάριοι— έχουν ονόματα πομπώδη, μεσαιωνικά, σαν ήρωες μεσαιωνικού επικού ποιήματος, αρχίζοντας από τον πρωταγωνιστή. Μόνο τα παιδιά έχουν συνηθισμένα ονόματα, ίσως επειδή εμφανίζονται όπως είναι και όχι σαν καρικατούρες.

Η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ: από μερικές απόψεις θα μπορούσε να είναι το Μιλάνο, από άλλες (που ορίζονται από το ποτάμι και τους λόφους) αναγνωρίζουμε το Τορίνο (πόλη όπου ο συγγραφέας πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του). Η ασάφεια αυτή ήταν, οπωσδήποτε, σκόπιμη εκ μέρους του συγγραφέα, για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για μια πόλη αλλά για την πόλη, την οποιαδήποτε βιομηχανική μητρόπολη, τη γενική και τυπική, όπως γενικές και τυπικές είναι οι ιστορίες που μας αφηγείται.

Ακόμα πιο ακαθόριστη είναι η εταιρεία, η επιχείρηση όπου εργάζεται ο Μαρκοβάλντο: δε θα μάθουμε ποτέ ποια είναι τα προϊόντα της, τι είδη πουλάει κάτω από το μυστηριώδη τίτλο «Sbav» ούτε τι περιέχουν τα κιβώτια που οχτώ ώρες την ημέρα φορτώνει και ξεφορτώνει ο Μαρκοβάλντο. Είναι η εταιρεία, η επιχείρηση, σύμβολο όλων των εμπορικών οίκων, των επιχειρήσεων, των ανωνύμων εταιρειών, κάθε εργοστασιακής φίρμας που βασιλεύει στα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής μας.

Μια μελαγχολική απόχρωση υποβόσκει στο βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχήμα των κωμικών ιστοριών στάθηκε απλώς ένα σημείο εκκίνησης για το συγγραφέα, που, διευρύνοντάς το, αφέθηκε στην πικρή και πονεμένη λυρική του φλέβα. Ωστόσο ο Μαρκοβάλντο, παρ' όλες του τις αποτυχίες, δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος· είναι διαρκώς πρόθυμος ν’ ανακαλύψει σ’ έναν κόσμο που του είναι εχθρικός μια σχισμή προς έναν κόσμο φτιαγμένο στα δικά του μέτρα, δεν καταθέτει τα όπλα, είναι πάντοτε έτοιμος να ξαναρχίσει. Φυσικά το βιβλίο δε μας καλεί να αφεθούμε σε μια στάση επιφανειακής αισιοδοξίας: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στερηθεί την αρμονία ανάμεσα στον εαυτό του και στο περιβάλλον όπου ζει και η επίλυση αυτής της δυσαρμονίας είναι δυσκολότατο εγχείρημα, οι ειδυλλιακές και εύκολες ελπίδες αποδεικνύονται πάντοτε φρούδες. Η στάση, όμως, που επικρατεί είναι η επίμονη, η στάση της μη εγκατάλειψης.


Ο Μαρκοβάλντο με τα μάτια του Alessandro Sanna.
__________


Ποια είναι, άραγε, η θέση αυτού του βιβλίου απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει;  Νοσταλγία, θρήνος για ένα χαμένο, ειδυλλιακό κόσμο; Μια ερμηνεία με αυτό το πρίσμα, το κοινό σε μέγα μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, που καταδικάζει το απάνθρωπο του «βιομηχανικού πολιτισμού» εν ονόματι της λαχτάρας για το παρελθόν, θα ήταν υπερβολικά εύκολη. Όμως, αν προσέξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι εδώ η κριτική του «βιομηχανικού πολιτισμού» συνοδεύεται από μια εξίσου αυστηρή κριτική των ονείρων για «χαμένους παραδείσους». Το «βιομηχανικό» και το «αγροτικό» ειδύλλιο αποτελούν ταυτόχρονους στόχους: όχι μόνο είναι αδύνατη η «επιστροφή προς τα πίσω», αλλά κι αυτό το «πίσω» δεν υπήρξε ποτέ, είναι μια πλάνη. Η αγάπη του Μαρκοβάλντο για τη φύση είναι μια αγάπη που μπορεί να νιώσει μόνο ο άνθρωπος της πόλης: για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για την επαρχιώτικη καταγωγή του· αυτός ο ξένος προς την πόλη είναι ο κατεξοχήν αστός.

Σ’ αυτό το βλέμμα προς τον κόσμο, το τόσο κριτικό για τις καταστάσεις και τα πράγματα, αλλά και τόσο σπλαχνικό για τους ανθρώπους και όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, έγκειται το δίδαγμα του βιβλίου, αν μπορούμε να ονομάσουμε «δίδαγμα» αυτή την τόσο διακριτική και υπόγεια, αλλά αναμφισβήτητη, διδασκαλική φλέβα του συγγραφέα, η οποία είναι διαρκώς ανοιχτή σε ποικίλες εναλλακτικές λύσεις.
 (Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)


Italo Calvino (Copyright © 2023 Marco Ventura)
_____________

Το δάσος στην εθνική οδό.

Στους παγερούς μεταπολεμικούς χειμώνες, ο Μαρκοβάλντο και τα παιδιά του βγαίνουν να ψάξουν για ξύλα, προκειμένου να τροφοδοτήσουν την πεινασμένη σόμπα. Τα παιδιά, γεννημένα και μεγαλωμένα στην πόλη, νομίζουν ότι οι γιγαντοαφίσες είναι δέντρα ενός δάσους κι ο Μαρκοβάλντο, που επιστρέφει «μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγαίνει με το πριόνι του στην εθνική οδό».

Πόσο προφητικός μοιάζει ο Καλβίνο, αλήθεια, σαν να προβλέπει το ζοφερό μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών, ήδη από το 1963, που εκδίδονται οι ιστορίες του βιβλίου του. Σε εποχές ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης στρέφει τους καταναλωτές στην καύση ξύλου για να ζεσταθούν. Όλοι θυμόμαστε, σχετικά πρόσφατα, τους επιστήμονες να κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου, καθώς αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των τοξικών αιωρούμενων σωματιδίων, επειδή πολλοί κάτοικοι των μεγάλων πόλεων καίνε για να ζεσταθούν ό,τι βρουν και όχι μόνο καθαρά καύσιμα. Παλέτες, ξύλα βαμμένα με πλαστικό χρώμα, φορμάικες, λάστιχα, ακόμα και σκουπίδια ρίχνονται  σε τζάκια και ξυλόσομπες, κάνοντας όχι μόνο αποπνικτική αλλά και επικίνδυνη για την υγεία την ατμόσφαιρα εκτός και εντός των σπιτιών. 


Το κρύο έχει χίλιες μορφές και χίλιους τρόπους να κινείται μες στον κόσμο: στη θάλασσα τρέχει σαν ένα κοπάδι άλογα, στη εξοχή πέφτει σαν ένα σμήνος ακρίδες, στις πόλεις κόβει τους δρόμους σαν λεπίδα μαχαιριού και χώνεται στις ρωγμές των χωρίς θέρμανση σπιτιών. Το βράδυ εκείνο στο σπίτι του Μαρκοβάλντο είχαν τελειώσει τα καυσόξυλα και όλη η οικογένεια, τυλιγμένη στα παλτά, κοίταζε τα κάρβουνα να σβήνουν και με κάθε ανάσα τα συννεφάκια έβγαιναν από τα στόματά τους. Δεν έβγαζαν πια λέξη· αντί γιαυτούς, μιλούσαν τα συννεφάκια: η γυναίκα του τα έβγαζε μακρόσυρτα σαν αναστεναγμούς, τα παιδιά του στρόγγυλα σαν σαπουνόφουσκες και ο Μαρκοβάλντο τα φυσούσε διακεκομμένα προς τα πάνω σαν ξαφνικές εκλάμψεις ιδεών που χάνονταν στη στιγμή.

Στο τέλος ο Μαρκοβάλντο το πήρε απόφαση: 

— Πάω για ξύλα ποιος ξέρει αν θα βρω.

Έβαλε τέσσερις πέντε εφημερίδες ανάμεσα στο πουκάμισο και στο σακάκι του, για να τον προστατέψουν από τις ριπές του ανέμου, έκρυψε ένα μακρύ πριόνι κάτω από το παλτό του και βγήκε μες στη νύχτα με τα γεμάτα ελπίδα μάτια των δικών του να τον παρακολουθούν, με τα θροΐσματα του χαρτιού σε κάθε του βήμα και το πριόνι να ξεπροβάλλει κάθε τόσο  από το γιακά του. 

Να πας για ξύλα στην πόλη: μια κουβέντα είναι! Ο Μαρκοβάλντο πήγε ίσια σ' ένα μικρό πάρκο που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο δρόμους. Ερημιά παντού. Ο Μαρκοβάλντο εξέταζε ένα ένα τα γυμνά φυτά με τη σκέψη στην οικογένειά του που τον περίμενε με τα δόντια να χτυπάνε... 

Ο μικρός Μικελίνο διάβαζε τουρτουρίζοντας ένα βιβλίο με παραμύθια που το είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Το βιβλίο έλεγε για το παιδί ενός ξυλοκόπου που έβγαινε με το τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα. 

— Να πού πρέπει να πάμε! είπε ο Μικελίνο. Στο δάσος. Εκεί σίγουρα έχει ξύλα! 

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην πόλη, δεν είχε δει ποτέ του δάσος, ούτε καν από μακριά.

Αμ' έπος, αμ' έργον, συνεννοήθηκε με τ' αδέλφια του: ο ένας πήρε ένα τσεκούρι, ο άλλος ένα γάντζο, ο τρίτος ένα σκοινί, χαιρέτησαν τη μητέρα τους και πήγαν ν' αναζητήσουν ένα δάσος.

Περπατούσαν στους δρόμους της πόλης, κάτω απ' το φως των φανοστατών, και δεν έβλεπαν παρά μόνο σπίτια: ούτε σκιά από δάσος. Πού και πού συναντούσαν κάποιον περαστικό, αλλά δεν τολμούσαν να τον ρωτήσουν πού είναι το δάσος. Έτσι έφτασαν εκεί όπου τελείωναν τα σπίτια της πόλης και ο δρόμος γινόταν εθνική οδός.

Στις δυο πλευρές της εθνικής οδού τα παιδιά είδαν το δάσος: μια πυκνή βλάστηση με παράξενα δέντρα έκρυβε από τα μάτια τους την πεδιάδα. Είχαν λεπτούς λεπτούς κορμούς, ίσιους ή λοξούς επίπεδα και πλατιά φυλλώματα που έπαιρναν τις πιο παράξενες μορφές και χρώματα, όταν τα φώτιζαν τα φανάρια κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Κλαδιά σε σχήμα οδοντόκρεμας, προσώπου, τυριού, χεριού, ξυραφιού, μπουκαλιού, αγελάδας, ρόδας, στεφανωμένα από φυλλωσιές με τα γράμματα της αλφαβήτου.

— Ζήτω! είπε ο Μικελίνο. Να το δάσος!

Και τ' αδέλφια του κοίταζαν μαγεμένα το φεγγάρι που ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' αυτές τις παράξενες σκιές:

— Τι ωραίο που είναι...

Ο Μικελίνο τους ανακάλεσε αμέσως στο σκοπό για τον οποίο είχαν πάει στο δάσος: τα ξύλα. 

Έτσι έριξαν ένα δεντράκι που έμοιαζε με λουλούδι κίτρινης καμπανούλας, το έκαναν κομμάτια και το κουβάλησαν στο σπίτι. 

Ο Μαρκοβάλντο επέστρεψε μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, όταν βρήκε τη σόμπα αναμμένη. 

— Πού τα βρήκατε; φώναξε δείχνοντας τα υπολείμματα του διαφημιστικού πανό που, καθώς ήταν από πεπιεσμένο ροκανίδι, κάηκε πολύ γρήγορα.

— Στο δάσος! έκαναν τα παιδιά.  

— Ποιο δάσος;

— Εκεί, στον αυτοκινητόδρομο. Είναι γεμάτο! 

Βλέποντας πόσο απλό ήταν και ότι υπήρχε πάλι ανάγκη για ξύλα, ο Μαρκοβάλντο αποφάσισε ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγήκε με το πριόνι του και πήγε στην εθνική οδό.


Το όργανον της Τροχαίας, Αστόλφο, ήταν λιγάκι μύωψ και τη νύχτα που τριγυρνούσε με τη μοτοσικλέτα του χρειαζόταν γυαλιά όμως δεν το είχε πει πουθενά, μην τυχόν βλάψει την καριέρα του.

Το βράδυ εκείνο κάποιος κατήγγειλε ότι μια συμμορία αλήτες έριχνε τις διαφημιστικές πινακίδες. Το όργανον Αστόλφο ξεκίνησε για επιθεώρηση.

Στις παρυφές του δρόμου η άγρια βλάστηση των παράξενων προειδοποιητικών και κινούμενων σχημάτων συνοδεύει τον Αστόλφο που τα κοιτάζει εξονυχιστικά ζαρώνοντας τα μυωπικά του μάτια. Και να που στο φως της μοτοσικλέτας του διακρίνει έναν αλιτήριο σκαρφαλωμένο σε μια πινακίδα. Ο Αστόλφο πατάει φρένο:

— Ε! Τι κάνεις εσύ εκεί; Κατέβα αμέσως κάτω! 

Εκείνος δεν κινείται και του βγάζει τη γλώσσα. Ο Αστόλφο πλησιάζει και βλέπει ότι είναι η ρεκλάμα ενός τυριού μ' ένα υπερφυσικό παιδάκι που γλείφει τα χείλη του.

— Μάλιστα, μάλιστα, κάνει ο Αστόλφο και ξαναφεύγει με μεγάλη ταχύτητα. 

Μετά από λίγο στη σκιά μιας μεγάλης πινακίδας φωτίζει ένα θλιμμένο και φοβισμένο πρόσωπο. 

— Αλτ! Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις!

Κανείς, όμως, δε φεύγει: είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο με πονεμένη έκφραση, ζωγραφισμένο μέσα σ' ένα πόδι γεμάτο κάλους: διαφήμιση ενός φαρμάκου για τους κάλους.

— Ω, με συγχωρείτε, λέει ο Αστόλφο και φεύγει τρέχοντας. Η διαφήμιση ενός χαπιού για την ημικρανία ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι που από τον πόνο είχε κλείσει τα μάτια του με τα χέρια. Ο Αστόλφο περνάει και το φανάρι του φωτίζει τον Μαρκοβάλντο που, σκαρφαλωμένος στην κορυφή, προσπαθεί με το πριόνι του να κόψει μια φέτα. Τυφλωμένος από το φως, ο Μαρκοβάλντο ζαρώνει και μένει ακίνητος, κρεμασμένος από ένα αυτί της κεφάλας, με το πριόνι του ήδη στη μέση του μετώπου.

Ο Αστόλφο κοιτάζει καλά καλά και λέει: 

— Α, ναι: χάπια Στάπα! Ωραία διαφήμιση! Έξυπνη! Εκείνο εκεί το ανθρωπάκι με το πριόνι συμβολίζει την ημικρανία που σου κόβει στα δυο το κεφάλι! Το κατάλαβα αμέσως!

Και ξαναφεύγει ικανοποιημένος.

Όλα σιγή και παγωνιά. Ο Μαρκοβάλντο αφήνει ένα στεναγμό ανακούφισης, παίρνει πάλι θέση στο άβολό του κάθισμα και ξαναρχίζει τη δουλειά. Στο φεγγαρόφωτο ουρανό απλώνεται το σβησμένο τρίξιμο του πριονιού πάνω στο ξύλο.

Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,
μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.

Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)
___________


Πάρκα τσέπης, το «δάσος» για τους φτωχοδιάβολους των βιομηχανικών πόλεων

«Το απεριόριστο, το άπειρο και το γενναιόδωρα παρόν της φύσης και της Ιστορίας ανήκει σε έναν παλαιότερο ιστορικό χρόνο. Εμείς πρέπει πια να κατοικήσουμε την ξεραΐλα και να τη μετατρέψουμε, αν μπορούμε, σε βραχυχρόνια μίσθωση. Άχαρη η θέση μας, καθώς καλούμαστε από δημάρχους και άλλες δημόσιες φωνές να αποδεχτούμε το γεγονός πως και τα πάρκα τσέπης είναι δάσος. Τι περισσότερο να θέλει κανείς από ένα τσιμεντένιο παγκάκι, δυο πεύκα και μια καντίνα για τον καφέ και το σουβλάκι του;

Αυτή είναι η μετα-φύση που προσφέρεται ως πρόταση ζωής –αφήνοντας το μεγάλο δάσος να συρρικνωθεί και να γίνει είδηση χαμηλής ζήτησης–, αφού δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ή να σβήσουμε τις μεγα-πυρκαγιές (Megafires). Όσο περισσότερο οι πυρκαγιές θα μεγαλώνουν σε έκταση και διάρκεια τόσο εντονότερα θα μας προτείνονται τα pocket size αλσύλλια και τα ψευδοπάρκα των μικροαναπλάσεων ως εναλλακτικοί ορίζοντες αναψυχής, θερμοκήπια για φτωχότερους δημότες και για όσους δεν μπορούν να αγοράσουν αληθινή φύση.»

Νικόλας Σεβαστάκης, Το μεγάλο δάσος και η αυταπάτη του Ανεξάντλητου


ΠΗΓΕΣ

  • Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Πουπουλένια φορέματα και ουράνιες νύμφες. Από το γιαπωνέζικο «hagoromo» στο ελληνικό μαντήλι της νεράιδας.

Honda Kinkichirō, The Heavenly Maiden in the Legend of Hagoromo, 1890. 
Hyōgo Prefectural Museum of Art
____________

«Hagoromo», το πουπουλένιο φόρεμα και η ουράνια νύμφη

Πριν από πολύ καιρό, στη σημερινή Shizuoka, ένας ψαράς ονόματι Hakuryō περπατούσε κατά μήκος της πευκόφυτης παραλίας  της χερσονήσου Miho. Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, και ο Hakuryō σταμάτησε για μια στιγμή για να θαυμάσει την όμορφη λευκή άμμο, τα αστραφτερά κύματα, τα χνουδωτά σύννεφα και τις ψαρόβαρκες  στον κόλπο Suruga. Ένα ευχάριστο άρωμα γέμιζε τον αέρα και μια αιθέρια μουσική χόρευε με τον άνεμο. Ξαφνικά, το βλέμμα του τράβηξε ένα ρούχο κρεμασμένο σ' ένα πεύκο. Ήταν ένα αστραφτερό πουπουλένιο κιμονό, φτιαγμένο από το πιο μαλακό ύφασμα και τα ομορφότερα χρώματα που είχε δει ποτέ.  Το ξεκρέμασε από το πεύκο και το τύλιξε, αποφασισμένος  να το πάρει σπίτι του. 

Την ώρα που ο Hakuryō ετοιμαζόταν να φύγει, μια νεαρή γυναίκα κατάλευκη κι εκτυφλωτικά όμορφη εμφανίστηκε γυμνή μπροστά του. Είχε λουλούδια στα κατάμαυρα μαλλιά της, που χύνονταν στο έδαφος γύρω της και η μυρωδιά που ανέδιδε ήταν το ίδιο μεθυστική με την όψη της. 


Hagoromo Noh Play by Hokusai, 1760-1849, Edo period.
__________

— «Το κιμονό μου, το πουπουλένιο κιμονό μου! Δώσε μου το!», φώναξε κι άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του Hakuryō, που έχασε την ανάσα του, γιατί κατάλαβε ότι η γυναίκα που έστεκε μπροστά του δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά  ένα tennyo, μια ουράνια νύμφη. 

— «Το κιμονό αυτό το βρήκα παρατημένο σε τούτο εδώ το δέντρο», είπε συγκρατώντας με δυσκολία την αναστάτωση που είχε κυριέψει την καρδιά του. «Είναι δικό μου πια και θα το κρατήσω για ιερό οικογενειακό κειμήλιο!»

— «Πρέπει να το πάρω πίσω», φώναξε με ικετευτική φωνή η κοπέλα. «Χωρίς αυτό δεν μπορώ να επιστρέψω στο σπίτι των θεών, όπου ανήκω».


Tsukioka Yoshitoshi, 1882
___________


Το κορίτσι έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει.  Τα δάκρυά της έπεφταν σαν μαργαριτάρια στην άμμο, τα  λουλούδια στα μαλλιά της μαράθηκαν. Κοίταξε τα σύννεφα πάνω ψηλά κι άκουσε ένα κοπάδι χήνες να πετάει·  της θύμισαν τα ουράνια πουλιά karyōbinga  στο παραδεισένιο σπίτι της.  Έκλαψε σπαρακτικά και τελικά η καρδιά του Hakuryō μαλάκωσε.

— «Εντάξει», είπε. «Θα σου επιστρέψω το hagoromo, αν χορέψεις για μένα το χορό των ουράνιων κοριτσιών.  Όλοι γνωρίζουν αυτό το χορό, αλλά κανένας άνθρωπος δεν τον έχει δει.  Είναι ο όρος μου για να σου επιστρέψω το κιμονό σου.»

— «Μπορώ να χορέψω  για σένα, μόνο αν φοράω το hagoromo, οπότε πρέπει πρώτα να μου το επιστρέψεις», απάντησε η κοπέλα.

— «Α!» είπε ο Hakuryō. «Αν σου το δώσω, τι θα σε εμποδίσει να φύγεις χωρίς να χορέψεις ποτέ; Πρέπει πρώτα να χορέψεις!»

«Το ψέμα και η εξαπάτηση είναι μέρος του ανθρώπινου κόσμου, αλλά όχι μέρος του κόσμου μου. Εμείς στους ουρανούς κρατάμε τις υποσχέσεις μας», απάντησε η κοπέλα κοφτά. 


Utagawa Hiroshige, The Story of the Pine Tree of the Feather Cloak at Miho Bay
_________


Shigekiyo Utagawa, Yoshiharu Utagawa
__________

Ο Hakuryō ντράπηκε για τις σκέψεις που έκανε και, σιωπηλά, με μια βαθιά υπόκλιση, της επέστρεψε το κιμονό. Το κορίτσι το φόρεσε κι άρχισε να χορεύει, τραγουδώντας κάτι που κανείς θνητός δεν είχε ποτέ ακούσει.  Τα μακριά μανίκια του ρούχου της στροβιλίζονταν, όσο εκείνη πετούσε  ολόγυρα από τον νεαρό ψαρά, που κάθισε στην άμμο αυτόματα, σαν υπνωτισμένος. Το χορό της συνόδευαν ουράνιες  μελωδίες, μουσική από φλάουτο, κότο και τα πεύκα που ριγούσαν και σφύριζαν στον άνεμο. Χόρευε κι αργά αργά άρχισε να αιωρείται πάνω από τα γαληνεμένα κύματα, πάνω από τα πεύκα, όλο και πιο ψηλά μέσα από τα σύννεφα, μέχρι που εξαφανίστηκε στην ομίχλη που κάλυπτε την κορυφή του όρους Φούτζι.

Utagawa Kunisada, Utagawa Hiroshige, 1854
__________

Hagoromo by Kimura Busan (1876–1942). 
Image courtesy of Shizuoka Prefectural Museum of Art
____________


Το πεύκο του Miho και ο θρύλος του «Hagoromo»

Η αρχική μορφή του μύθου του «Hagoromo» ανάγεται στον 8ο αιώνα και προέρχεται από την επαρχία Shizuoka και συγκεκριμένα την περιοχή Miho, μια χερσόνησο, η οποία εκτείνεται ως τον κόλπο Suruga και σχηματίζει το λιμάνι Shimizu. Κάποτε, λένε, ήταν ένα ξεχωριστό νησί, αλλά με την πάροδο των αιώνων, η λάσπη έκανε τη δουλειά της, συνδέοντας το νησί με την ηπειρωτική χώρα. Η χερσόνησος του Miho, με την αμμώδη παραλία, τη θέα στο μαγευτικό όρος Fuji και το άλσος με τα πεύκα έχει συχνά απεικονιστεί στην ιαπωνική τέχνη.


Utagawa Hiroshige, Pine Groves of Miho in Suruga Province, 1858 Πηγή:https://www.metmuseum.org/art/collection
________


Utagawa Hiroshige, The Pine Forest of Miho in Suruga Province, Mount Fuji 
(Thirty-Six Views of Mount Fuji). Πηγή:https://japanesegallery.com
_________


Εκεί, μέχρι και σήμερα, βρίσκεται το πάρκο «Hagoromo» και το «Miho no Matsubara» (τα πεύκα του Miho). Το πευκοδάσος της περιοχής θεωρείται η είσοδος στο όρος Φούτζι, η γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των θεών. Ένα τεράστιο γέρικο πεύκο του πάρκου, λέγεται ότι ήταν εκείνο στο οποίο η ουράνια νύμφη κρέμασε το hagoromo ενώ κολυμπούσε και εκεί το βρήκε ο Hakuryō. Το αρχικό πεύκο βυθίστηκε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης  Έκρηξης Hoei το 1707, ενώ το πεύκο δεύτερης γενιάς επίσης εξαφανίστηκε, αφήνοντας  στη θέση του το σημερινό πεύκο που είναι η τρίτη γενιά.


Το σημερινό, τρίτης γενιάς, πεύκο Hagoromo
_________


Μουσικοί gagaku, με όργανα φτιαγμένα απο μπαμπού, 
ακριβώς πίσω από το πεύκο Hagoromo
___________


Στο τέλος ενός μακριού, πευκόφυτου πεζόδρομου, που κατευθύνεται από το Hagoromo Park  προς την ενδοχώρα - κατασκευάστηκε για να προστατεύονται οι ρίζες των υπεραιωνόβιων πεύκων - υπάρχει  ένα ιερό (Miho Shrine), το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει υπολείμματα του αρχικού hagoromo.Το μονοπάτι που συνδέει το Hagoromo no Matsu με το Miho Shrine είναι το μονοπάτι των θεών. Η θέση του ιερού, με τη θάλασσα μπροστά του και το όρος Φούτζι πίσω του, θεωρείται power spot, γεμάτο με θετική ενέργεια ή, όπως θα έλεγαν κάποιοι, καλό φενγκ σούι. Όσοι το επισκέπτονται, ειδικά τα ζευγάρια, προσεύχονται για έναν ευτυχισμένο γάμο, αγάπη και συζυγική αρμονία.

Ο πευκόφυτος πεζόδρομος 500 μέτρων
_______



Η αίθουσα λατρείας του ναού Miho
___________


«Το πεύκο του φεγγαριού»

Ο μύθος του «hagoromo» διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή της Ιαπωνίας. Στις περισσότερες παραλλαγές, ο ψαράς δεν επιστρέφει το πουπουλένιο ρούχο στην ουράνια νύμφη, την παντρεύεται και όταν εκείνη το ανακαλύψει μετά από καιρό, εγκαταλείπει τον άντρα - ή  και τα παιδιά της - για να γυρίσει  στον ουρανό. Σε κάποια παραλλαγή, είναι ένα ηλικιωμένο παντρεμένο ζευγάρι που βρίσκει το κορίτσι. Εκείνο μένει μαζί τους και τους προσφέρει πολλές υπηρεσίες, τους μαθαίνει, μάλιστα, πώς να παρασκευάζουν υψηλής ποιότητας σάκε. Κάποια στιγμή, βρίσκει το πουπουλένιο ρούχο της και επιστρέφει στον ουράνιο κόσμο της.  

Στο πάρκο Ueno, στο Τόκιο, υπάρχει  ένα πεύκο, μ’ ένα του κλαδί κουλουριασμένο σ’ έναν τέλειο κύκλο· το λένε «tsuki-no-matsu», δηλαδή «το πεύκο του φεγγαριού» και συνδέεται με την τοπική εκδοχή του μύθου του hagoromo. «Οι ντόπιοι το προσέχουν σαν τα μάτια τους» και «οι βοτανολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, αποκατέστησαν τις ζημιές που έπαθε μετά από σεισμό, φτιάχνοντάς το  όπως ήταν αρχικά». Την ιστορία αφηγείται ο Στέλιος Πρεζεράκος, στο βιβλίο του «Ένας  Έλληνας στο Edo» και έχει ως εξής: 

Πάρα πολλά χρόνια πριν, κοντά στη λίμνη Shinobazu ζούσε ένας νεαρός ψαράς με το όνομα Takeshi. Η λίμνη ήταν αρκετά μακριά από οποιοδήποτε σημάδι πολιτισμού αλλά ο Takeshi ήταν χαρούμενος στη μοναξιά του. Έπιανε όσα ψάρια ήθελε και τα πουλούσε όταν κατέβαινε στο χωριό: αυτή ήταν και η μοναδική συνάντησή του με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι παρεμπιπτόντως τον συμπαθούσαν· αν και μοναχικός ήταν πάντα κεφάτος και αγαπούσε το κρασί και τα αστεία.

Μια νύχτα, ο νεαρός είχε ξαπλώσει στις όχθες της λίμνης ρεμβάζοντας κάτω από την ασημένια πανσέληνο. Του άρεσε να σκέφτεται ότι θα έβρισκε κάποτε ένα όμορφο κορίτσι που θα γινόταν γυναίκα του. Ο Takeshi όμως, αν και όμορφος, δεν ήταν παρά ένας μοναχικός ψαράς σε μια περιοχή όπως την άφησε ο Θεός. Ενδόμυχα ήξερε ότι πολύ λίγα κορίτσια θα ήθελαν έναν σύζυγο με τη δική του κοινωνική θέση, έστω και στην απίθανη περίπτωση που θα συναντούσε κάποια στην ερημιά.

«Μπορεί να είμαι φτωχός σαν σπουργίτι αλλά μπορώ να ονειρεύομαι», ψέλλισε κεφάτα ο Takeshi. «Ίσως να μείνω για πάντα μόνος αλλά δε με πειράζει, θα έχω την ησυχία μου. Τι τα θέλεις, καμιά φορά καλύτερα μόνος σου! Μα… τι να είναι αυτό το πράγμα που λάμπει εκεί πέρα», διέκοψε τις σκέψεις του ο νεαρός. Είχε δει κάτι που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο κοντά σ’ εκείνο το αρχαίο πεύκο, κοντά στη λίμνη. Περπατώντας προς τα εκεί, είδε παραξενεμένος ότι το αστραφτερό πράγμα ήταν στην πραγματικότητα ένα γυναικείο κιμονό, απαράμιλλης ομορφιάς. Ήταν πάλλευκο, με μοτίβα της καλοκαιρινής πανσέληνου καμωμένα με μια εκθαμβωτική, ασημένια κλωστή. Όταν ο Takeshi το έπιασε στα χέρια του, αναφώνησε έκπληκτος, γιατί περίμενε ότι ένα τόσο βαρύτιμο ρούχο θα είχε και το ανάλογο βάρος: εκείνο το κιμονό όμως ήταν πανάλαφρο, ανεπαίσθητο, μια ιδέα βαρύτερο από τον ίδιο τον αέρα που το περιέβαλλε.

Ξαφνικά, μέσα από τα δέντρα, εμφανίστηκε η πιο μαγευτική γυναίκα που θα μπορούσε να υπάρξει. Ήταν κατάλευκη, εκτυφλωτικά όμορφη, με κατάμαυρα μαλλιά που χύνονταν στο έδαφος γύρω της. Ο Takeshi έχασε την ανάσα του, γιατί κατάλαβε ότι η επισκέπτης του δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.

«Αυτό το ρούχο είναι δικό μου, ευγενικέ κύριε», είπε το κορίτσι. «Παρακαλώ, δώστε το μου πίσω», είπε πάλι και τον κοίταξε κατάματα. Ο Takeshi ένιωσε μια θέρμη, μια λάμψη να χύνεται στην καρδιά του και συγκρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία. «Το κιμονό αυτό το βρήκα σ’ αυτό εδώ το δέντρο», είπε παίζοντας τον αδιάφορο. «Το βρήκα και είναι δικό μου. Θα το πουλήσω αύριο στο χωριό, λυπάμαι». Το κορίτσι υποκλίθηκε και η φωνή της έγινε παρακαλετή. «Κύριε, ο κόσμος μου δεν είναι αυτός που βρισκόμαστε τώρα. Ζω για να χορεύω ανάμεσα στα σύννεφα τραγουδώντας την ασημένια πανσέληνο· αν δεν πάρω το ρούχο, δε θα μπορώ να ξαναδώ τους δικούς μου», είπε με θέρμη. Ο Takeshi της έγνεψε καταφατικά. «Θα σου δώσω το κιμονό αν μου χορέψεις, Κυρά του Φεγγαριού», είπε κεφάτα. Το κορίτσι συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. «Ευχαριστώ πολύ, ευγενικέ κύριε. Πρέπει όμως να μου δώσεις πρώτα το κιμονό μου γιατί δεν μπορώ να χορέψω χωρίς αυτό», του είπε αθώα. Ο Takeshi γέλασε. «Α! Τι σε εμποδίζει να πετάξεις μακριά χωρίς να μου χορέψεις, αν στο δώσω πρώτα;», της είπε. Τα μάτια του κοριτσιού πάγωσαν · το αίσθημα της θέρμης που ένιωθε ο Takeshi όταν την κοιτούσε εξαφανίστηκε και ένιωσε μια παγωμάρα στο στήθος του. «Είμαι ένα tennyo (ουράνια νύμφη), κύριε», είπε ψυχρά η κοπέλα. «Η εξαπάτηση δεν είναι μέρος του κόσμου μου αλλά μάλλον μια συνηθισμένη τακτική του δικού σας», του είπε πικρά. Ο Takeshi καταντράπηκε και της έδωσε πίσω το κιμονό με μια βαθιά υπόκλιση. Το κορίτσι το φόρεσε και όλα γύρω της άστραψαν· ακούστηκαν παράξενες, γλυκές μελωδίες και ο νεαρός ψαράς έκατσε στο χώμα αυτόματα, σαν υπνωτισμένος. Η νύμφη πετούσε ολόγυρά του στροβιλίζοντας τα μακριά της μανίκια, τραγουδώντας κάτι που κανείς θνητός δεν έχει το δικαίωμα να ακούσει. Μετά, γρηγορότερα απ’ όσο φάνηκε στον Takeshi, το πλάσμα εξαφανίστηκε στο σεληνόφως.

Ο Takeshi δε μίλησε σε κανέναν για τη συνάντησή του με το tennyo. Αντίθετα, έχασε όλη του την αισιοδοξία και καθόταν όλη την ώρα κάτω από το πεύκο που κάποτε είχε βρει εκείνο το αστραφτερό κιμονό. Ο θρύλος λέει ότι η νύμφη ξαναπήγε πολλές φορές σε εκείνο το σημείο για να πείσει τον νεαρό να συνεχίσει τη ζωή του· αντί όμως να τον κάνει να την ξεχάσει, τον ερωτεύτηκε εκείνη. Παντρεύτηκαν κι έζησαν στο σπίτι που είχε φτιάξει ο Takeshi κοντά στη λίμνη. Το tennyo απαρνήθηκε την ουράνια ταυτότητά του για όσα χρόνια ζούσε ο ψαράς αλλά δεν παραπονέθηκε ποτέ.

Ο Takeshi πέθανε πολύ γέρος και η γυναίκα του τον έθαψε κάτω από το αρχαίο πεύκο που έγινε η αιτία να συναντηθούν. Σαν από θαύμα, ένα κλαδί του πεύκου κουλουριάστηκε σε έναν τέλειο κύκλο για να θυμίζει την καταγωγή της γυναίκας του και την αγάπη που του έδωσε απλόχερα. Εκείνη ξαναφόρεσε το λευκό κιμονό της και πέταξε πίσω στον ουρανό χωρίς να έχει γεράσει ούτε μια μέρα· βλέπετε, τα tennyo είναι αθάνατα.


«Τsuki-no-matsu», πάρκο Ueno, Τόκιο
__________

Tennyo, ουράνια γυναίκα - νύμφη

«Tennyo»: ουράνια γυναίκα - νύμφη, που κατοικεί στο Tendō, το βασίλειο του ουρανού της βουδιστικής κοσμολογίας. Τα «tennyo» έ
λκουν την καταγωγή τους από τις ινδικές «apsaras», ουράνιες νύμφες της ινδουιστικής και βουδιστικής μυθολογίας. Μεταφέρθηκαν στην Κίνα από την Ινδία μαζί με το Βουδισμό και εξελίχθηκαν στα tennyo, δημοφιλές θέμα της λαογραφίας σε όλη την Ιαπωνία.

Εξαιρετικά όμορφα πλάσματα, με απαράμιλλη χάρη, κομψότητα και υπερφυσικά ελκυστικό πρόσωπο, που δύσκολα τα ξεχωρίζει κανείς από τις «κανονικές» γυναίκες. Φορούν όμορφα φορέματα, τα «hagoromo» (κυριολεκτικά «πουπουλένιο ύφασμα»), τα οποία τους επιτρέπουν να πετούν. Τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν μουσική, απαγγέλλουν ποίηση. Υπηρετούν και διασκεδάζουν τους άλλους κατοίκους του ουρανού, ενώ περιστασιακά πετούν στη γη για να επισκεφτούν τους ανθρώπους. Οι θρύλοι συχνά περιλαμβάνουν ιστορίες αγάπης και γάμο μεταξύ tennyo και ανθρώπων. Η πιο διάσημη ιστορία είναι το θεατρικό έργο του Noh «Hagoromo».

Flying Apsaras, Ναός Hōryūji, Νάρα, Ιαπωνία. Τοιχογραφία, 7ος έως 8ος αιώνας
__________


Flying Apsaras –Tennyo, by Inaki Nobuyuki
________

Ο θρύλος του «hagoromo» στο θέατρο Νο

Ο θρύλος του «hagoromo» δεν είναι μόνο ο πιο αγαπητός, αλλά και ο πιο διάσημος στην Ιαπωνία, επειδή αποτελεί το κεντρικό θέμα του ομώνυμου έργου του θεάτρου No, ενός  από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα δραματικά έργα. Το έργο αποτελεί παράδειγμα αυτού που ο Zeami Motokiyo (περ. 1363 –1443),  ο μεγαλύτερος θεωρητικός, ερευνητής, συγγραφέας και ηθοποιός, αποκάλεσε την ουσία του θεάτρου No: «να ενώνεις τον ουρανό με τη γη, το θεϊκό με το κοσμικό στοιχείο και να φέρνεις χαρά στις καρδιές των ανθρώπων».


Utagawa Toyokuni Ichikawa Danjuro VII and Iwai Hanshiro V in Hagoromo, 1820s
_____________


Σκηνή από το έργο του θεάτρου Νο «Hagoromo», 
 ξυλογραφία του Tsukioka Kōgyo (1869–1924), περίπου 1900
____________


Hagoromo Noh play, painting, 2018. From the-noh.com
__________


Φωτογραφία από το National Noh Theatre
____________


Hagoromo Noh play at Miho Matsubara Beach Festival, 2017. 
Image courtesy of Miho Tourism Board
___________

Ο χορός της ουράνιας νύμφης, πριν επιστρέψει στο παλάτι του Ουρανού
 (παράσταση θεάτρου Νο, στο Κιότο, τον Ιούλιο του 2010.)
___________

Μια Γαλλίδα χορεύτρια μπαλέτου, η Hélène Giuglaris, η οποία έπαιξε στη σκηνή το ρόλο της ουράνιας νύμφης, συγκινήθηκε τόσο βαθιά απ’ αυτό το έργο, που ονειρευόταν να επισκεφτεί την περιοχή  Miho κάποια μέρα. Η μοίρα της αποφάσισε όμως διαφορετικά. Μετά το θάνατό της, σε ηλικία μόλις 35 ετών, ο σύζυγός της ήρθε στην Ιαπωνία και εξήγησε στους ντόπιους την αγάπη της Hélène για το Miho. Βαθιά συγκινημένοι της έστησαν μνημείο στο πευκοδάσος.


Η Hélène Giuglaris με τη μάσκα Hagoromo, που χρησιμοποίησε στην παράσταση του θεάτρου Νο, το κάλυμα κεφαλής και την βεντάλια.
________


Η Hélène Giuglaris, ως ουράνια νύμφη, κάνει πρόβα στην ταράτσα του σπιτιού της.
_________


Το μνημείο που έχει στηθεί στο πευκοδάσος του Miho προς τιμην της Hélène Giuglaris.
_________


Η Wendy Whelan, χορεύτρια του New York City Ballet στο χορό της ουράνιας νύμφης. Hagoromo, Νέα Υόρκη, 2015. (Φωτογραφία του Stephen Kornbluth)
__________

Οι κοπέλες - κύκνοι και τα φτερά τους
 
Στον πυρήνα του θρύλου του «Hagoromo» βρίσκεται το μοτίβο της κοπέλας - κύκνος, κοινό στις παραδόσεις σχεδόν όλων των λαών στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία, καθώς και στις ιστορίες των Ινδιάνων και των Εσκιμώων. Μαγικά, υπερφυσικά όντα, που παίρνουν ανθρώπινη μορφή για να ζευγαρώσουν με τους ανθρώπους, δεν είναι παρά αντανακλάσεις της μεταβαλλόμενης σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Είτε πρόκειται για  Έλληνες Θεούς είτε για Κινέζους δράκους, που αλλάζουν σχήμα και παντρεύονται θνητούς, αυτές οι ιστορίες εξέφραζαν πάντα την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι δεν χωρίζονται απ' αυτόν.

Συγκεκριμένα οι ιστορίες με κοπέλες - κύκνους επαναλαμβάνουν, σε αμέτρητες παραλλαγές, το κοινό μοτίβο του ήρωα που ερωτεύεται μια εξωτική, ουράνια ύπαρξη, αλλά για να την κάνει γυναίκα του, πρέπει να κλέψει κάτι δικό της (μαντήλι, πέπλο, φόρεμα, τρίχα από τα μαλλιά ή φτερό αν είναι γυναίκα-πουλί). Στις περισσότερες εκδοχές του παραμυθιού, η κοπέλα τον παντρεύεται, γεννάει τα παιδιά του και προσέχει το σπίτι του. Άλλες πληροφορίες δεν έχουμε για τη ζωή της ως ανθρώπινης γυναίκας, μόνο την επίμονη λαχτάρα της να πάρει πίσω το κλεμμένο αντικείμενο, για να εξαφανιστεί και να γυρίσει στον κόσμο που ανήκει.

Ανεξάρτητα από το πόσο συγκαταβατική μπορεί να εμφανίζεται ως σύζυγος η κοπέλα – κύκνος, δεν «συμμορφώνεται», παρόλο που φαινομενικά «υποτάσσεται» στη συζυγική εξουσία. Δέχεται, όχι από αγάπη, αλλά για να παραμείνει κοντά στο «πουπουλένιο φόρεμα»,  που είναι η ταυτότητά της, με αποτέλεσμα η ένταση να παραμονεύει κάτω από την ήρεμη επιφάνεια του γάμου της. Ο σύζυγος δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για τη στοργή της, γιατί την κρατάει ουσιαστικά σε ομηρεία, με όπλο το κλεμμένο της φόρεμα, σύμβολο της ελευθερίας και της δύναμής της. Ο μανδύας του, με τον οποίο την τυλίγει σε κάποιες εκδοχές του μύθου, δεν είναι παρά το όργανο της υποταγής της στην ανθρώπινη κοινωνία. Κλέβει την ταυτότητά της, αυτό ακριβώς που αρχικά τον συνεπήρε, και στη συνέχεια τη μετατρέπει στο πιο πολύτιμο βραβείο του, μια χλωμή εκδοχή του αρχικού μαγικού πλάσματος. 

Ένας γάμος με τέτοιους όρους  δεν μπορεί να διαρκέσει· ή θα προχωρήσει σε μια ισότιμη σχέση ή θα διαλυθεί. Σε ορισμένες παραλλαγές της ιστορίας, η κοπέλα- κύκνος  χρησιμοποιεί ένα ταμπού ή μια απαγόρευση, ως  διαπραγματευτικό χαρτί στην άδικη συμφωνία γάμου. Εάν ο σύζυγος παραβεί αυτή την απαγόρευση, χάνει κάθε δικαίωμα πάνω της. 

Πολλές φορές, είναι τα παιδιά που ανακαλύπτουν και αποκαλύπτουν το κλεμμένο αντικείμενο στην απαρηγόρητη μητέρα τους, άλλοτε η μητέρα του ήρωα, που πείθεται από τα κλάματα ή την επιμονή της νύφης της και της το επιστρέφει. Άλλοτε είναι η ίδια που ανταποδίδει την εξαπάτηση, πλήρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα: υποκρίνεται ότι δεν έχει σκοπό να τον εγκαταλείψει, μετά από τόσα χρόνια γάμου και αφού έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί.  Όταν όμως η κοπέλα - κύκνος πάρει πίσω το πουπουλένιο ρούχο ή το κρυμμένο μαγικό αντικείμενο, ανακτά τη δύναμή της και πετάει πίσω στην πατρίδα της, εγκαταλείποντας το σύζυγο, τα παιδιά και την επίγεια ζωή της.


Walter Crane, «The Swan Maidens», 1894
___________

Δομιμασίες αγάπης

Αν ο σύζυγος αποφασίσει να 
βρει ξανά την σύζυγο - κύκνο, θα μπει σε μια μακριά, επίπονη αναζήτηση, που θα δοκιμάσει αλλά και θα αποδείξει την αξία του. Πρέπει να κάνει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να φτάσει στο σπίτι της, που βρίσκεται πάντα στη σφαίρα του φανταστικού ή του ουράνιου, «Ανατολικά του ήλιου και Δυτικά της σελήνης», «σ' ένα Κρυστάλλινο Παλάτι ψηλά στην κορυφή ενός γυάλινου βουνού», στον Ουρανό ή στον Παράδεισο. Στην πορεία του αυτή, συναντά ανθρώπους στους οποίους προσφέρει βοήθεια, και, για κάθε μία από αυτές τις πράξεις γενναιοδωρίας, παίρνει ένα μαγικό αντικείμενο που τον βοηθά να ολοκληρώσει το ταξίδι του. 

Ο σύζυγος, σ' αυτές τις παραλλαγές, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια σειρά δοκιμασιών μύησης, που συνήθως ταιριάζουν σε έναν νεότερο, άγαμο άνδρα, όχι σε κάποιον που έχει ήδη παντρευτεί και έχει χάσει τη γυναίκα του από εγωισμό ή ανωριμότητα. Επιπλέον, η σύζυγος - κύκνος έχει πλέον επιστρέψει στην αρχική της μορφή και φαίνεται ελάχιστα συγκινημένη από τα χρόνια του ανθρώπινου γάμου της. 

Και οι δύο σύζυγοι όμως, είναι σαν να βρίσκονται καθηλωμένοι σε μια παρατεταμένη εφηβεία. Ίσως, λοιπόν, αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των ιστοριών είναι η αναγνώριση ότι ο γάμος δεν μπορεί να πετύχει χωρίς ωριμότητα, χωρίς την ολοκλήρωση των τελετουργιών που σηματοδοτούν τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση — και, ιδιαίτερα, χωρίς τη σιωπηρή συμμετοχή των οικογενειών και των κοινοτήτων. Ο κυνηγός ενεργεί σαν παιδί, αρπάζοντας για τον εαυτό του την μικρότερη από τις κοπέλες - κύκνους, ως «βραβείο», ένα «έπαθλο» που μπορεί όμως να κρατήσει μόνο με εξαπάτηση. Αλλά είναι συχνά και η ανωριμότητα της κοπέλας - κύκνου που αναδεικνύεται επίσης στα παραμύθια αυτά. Σε ορισμένες εκδοχές, είναι η ίδια που προκαλεί τη μοίρα της, αφήνοντας την ασφάλεια των αδελφών της και κολυμπώντας μόνη, παρόλο που την έχουν προειδοποιήσει ρητά ότι είναι επικίνδυνο. Οι παρορμητικές συμπεριφορές έχουν προβληματικές συνέπειες τόσο για τις νεαρές κοπέλες όσο και για τους κυνηγούς.

Έτσι, η τελική επιτυχία της γαμήλιας ένωσης σ' αυτές τις ιστορίες συχνά εξαρτάται από την προθυμία τόσο του συζύγου όσο και της συζύγου να υποστούν μεταμορφώσεις που σηματοδοτούν την ωρίμαση τους ως ενήλικες. Για να επιβιώσει η σχέση των πρωταγωνιστών - και αυτό δεν συμβαίνει πάντα - πρέπει και οι δύο, συνήθως, να μεταμορφωθούν ψυχολογικά, να καλλιεργήσουν ή να ξαναχτίσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη και σε ορισμένες περιπτώσεις, να μεταμορφωθούν και σωματικά, έτσι ώστε να είναι και οι δύο άνθρωποι ή και οι δύο πτηνά. Σ' ένα αρχαίο ιρλανδικό κείμενο, η κελτική θεότητα Óengus, αφού καταφέρει να αναγνωρίσει την κοπέλα των ονείρων του ανάμεσα σε 150 κοπέλες- κύκνους, πριν αυτές αλλάξουν μορφή, μετατρέπεται ο ίδιος σε κύκνο για να μπορέσει να ενωθεί με την πριγκίπισσα - κύκνο Caer Ibormeith.  

Ο Óengus και η Caer Ibormeith, μεταμορφωμένοι σε κύκνους.
______________

Εύθραυστες επανασυνδέσεις

Όταν όμως υπάρχουν αποτυχίες, είναι και άθλιες και θεαματικές. Σε τέτοιες εκδοχές, είτε ο σύζυγος δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει την ανωριμότητά του είτε η κοπέλα - κύκνος, αφού ελευθερωθεί, αρνείται να παραδώσει ξανά τη δύναμή της σ' έναν άντρα που δεν την αξίζει. Αυτές οι ιστορίες ασυμβίβαστου γάμου προσφέρουν μια έντονη αντίθεση με το πιο οικείο σύνολο λαϊκών παραμυθιών, όπου η επιτυχημένη μύηση ενός ήρωα ή ηρωίδας ακολουθείται από μια μακρά κι ευτυχισμένη ένωση.

Οι ιστορίες των κοριτσιών - κύκνων υποδηλώνουν ότι υπάρχουν γάμοι που θα διαλυθούν λόγω της αδυναμίας του ζευγαριού να ωριμάσει και να ενσωματωθεί ο ένας στον κόσμο του άλλου. Στον ανθρώπινο κόσμο, η κοπέλα - κύκνος χάνει τη φανταστική της αρχοντιά και υποβάλλεται στους καθημερινούς κόπους μιας ανθρώπινης συζύγου – συμπεριλαμβανομένης της τεκνοποίησης, η οποία παρουσιάζεται ως τόσο δυσάρεστη, που οι μητέρες - κύκνοι, συχνά, φαίνεται να έχουν λίγους ενδοιασμούς ν' αφήσουν πίσω τα παιδιά τους, τη στιγμή που ανακτήσουν το φτερωτό φόρεμά τους. Ο σύζυγος, είτε δεν μπορεί να βρει τον κόσμο της και πεθαίνει από μελαγχολία, είτε, όταν το καταφέρνει, δεν μπορεί να δεχτεί τον φανταστικό κόσμο με τους όρους της γυναίκας του. Πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για προσωρινές επανασυνδέσεις. Υπάρχουν και κάποιοι σύζυγοι που συναινούν να ζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στις περιοχές των συζύγων τους, μόνο για να φύγουν και να επιστρέψουν μόνοι στο σπίτι, πριν το τέλος της ζωής τους.


"East of the Sun, West of the Moon", εικονογράφηση από τον PJ Lynch
____________

Η ιστορία του T'ien K'un-lun και της ουράνιας νύμφης

Ουράνιες νεράιδες, που κατεβαίνουν από τον Παράδεισο ή ένα Ουράνιο Βασίλειο για να κολυμπήσουν σε μια γήινη λίμνη, συναντώνται εκτός από την Ιαπωνία, και στην γειτονική Κίνα και μάλιστα σε πάρα πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Μια τέτοια, παλιά ιστορία βρέθηκε σε χειρόγραφο στη Βιβλιοθήκη - σπήλαιο Mogao, στο Dunhuang της Κίνας (ανακαλύφθηκε το 1899 ή το 1900 από έναν ταοϊστή ιερέα) και ο Arthur Waley, που την μελέτησε και την μετέφρασε στα αγγλικά, την τοποθετεί πιθανότατα στον 9ο μ.Χ αιώνα.

Είναι η ιστορία ενός φτωχού νέου, του T'ien K'un-lun, που βλέπει τρεις κοπέλες – γερανούς να κολυμπούν σε μια λίμνη. Οι δυο πρόλαβαν να φορέσουν τα πουπουλένια ρούχα τους και να πετάξουν στον ουρανό, ενώ η μικρότερη έμεινε πίσω. Επειδή ντρεπόταν να βγει από τη λίμνη και να εμφανιστεί γυμνή μπροστά του, αποκαλύπτει την ταυτότητά της στον νέο και τον παρακαλεί ευγενικά να της δώσει το πουπουλένιο ρούχο της κι αυτή, ως αντάλλαγμα, δέχεται να τον παντρευτεί. Ο T'ien K'un-lun αρνείται κατηγορηματικά και της προτείνει να βγάλει και να της δώσει το δικό του πουκάμισο για να σκεπάσει το γυμνό της σώμα, κάτι που η κοπέλα δέχεται, εφόσον δεν έχει άλλη λύση. Εκείνος την παίρνει μαζί του, στο σπίτι του, την παρουσιάζει με χαρά στη μητέρα του, σύντομα την παντρεύεται και αποκτούν έναν γιο, τον T'ien Chang.

Ο γιος τους έχει γίνει πια πέντε ετών κι ο T'ien K'un-lun χρειάζεται να φύγει και να λείψει για πολύ καιρό. Πριν φύγει, δίνει οδηγίες στη μητέρα του να κρύψει το πουπουλένιο φόρεμα της γυναίκας του σε μια τρύπα κάτω από το πόδι του κρεβατιού, στη δική της κάμαρα κι έπειτα φεύγει για τη Δύση.

Η ουράνια κοπέλα, που στο μεταξύ έχει αρχίσει να νοσταλγεί το ουράνιο σπίτι της, λέει στην πεθερά της:

Είμαι μια ουράνια κοπέλα. Απ' όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου έφτιαξε για μένα ένα ουράνιο φόρεμα· μ' αυτό ταξίδεψα απ' τον ουρανό ως εδώ. Αλήθεια, θα μου κάνει άραγε αυτό το φόρεμα τώρα; Άφησέ με να του ρίξω μια ματιά.

Η πεθερά της ενδίδει και της το επιτρέπει, αλλά δέκα μέρες μετά, εκείνη της ζητάει να ξαναρίξει μια ματιά στο ουράνιο φόρεμά της κι όταν η πεθερά διστάζει, την καθησυχάζει:

– Ήμουν κάποτε μια ουράνια κοπέλα. Τώρα όμως είμαι παντρεμένη με το γιο σου κι έχουμε ένα παιδί. Πώς νομίζεις ότι θα σας άφηνα; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.

Η πεθερά πείθεται, αλλά η κοπέλα, μόλις φοράει το πουπουλένιο της φόρεμα, πετάει κατευθείαν στον ουρανό μέσα από το άνοιγμα της στέγης.

Δυο μέρες μετά την επιστροφή της στο ουρανό,  όμως, κλαίει και απαρηγόρητη ζητάει να δει ξανά το παιδί της. Οι αδελφές της καταλαβαίνουν τη θλίψη της κι οι τρεις μαζί κατεβαίνουν ξανά στη λίμνη. Αυτή τη φορά παίρνουν μαζί τους, τον πεντάχρονο γιο της κοπέλας, που βρέθηκε εκεί, ακολουθώντας της συμβουλές κάποιου πνευματικού ανθρώπου που γνώριζε την πραγματική του ταυτότητα, ότι ήταν, δηλαδή, γιος μιας ουράνιας νύμφης . 

Στο δεύτερο μέρος της ιστορίας - όπως υποστηρίζει ο Arthur Waley, είναι μεταγενέστερο και υπό την επίδραση του κομφουκιανισμού - ο γιος της ουράνιας νύμφης, σπουδαγμένος από τον ουράνιο παππού του και εφοδιασμένος με όλη τη γνώση του κόσμου, ορατού και αόρατου, κατεβαίνει στη γη και, μετά από περιπέτειες, κερδίζει τη θέση του στην Αυτοκρατορική Αυλή, απαντώντας σε μια σειρά δύσκολων ερωτήσεων και γρίφων.



The Crane Girl (illustration by Lin Wang)
__________

Η ιστορία της Υφάντρας και του Γελαδάρη της Κίνας

Μια άλλη ιστορία που ξεκίνησε ως ιστορία εραστών - αστεριών, της Zhinu και του Niulang, και εξελίχθηκε, υπό την επίδραση του κομφουκιανισμού, σε ιστορία νεράιδας που αιχμαλωτίζεται από έναν θνητό, είναι η ιστορία έρωτα της Υφάντρας και του Γελαδάρη

Ήταν κάποτε ένας φτωχός νέος που είχε μονάχα μια αγελάδα. Επειδή δεν έκανε τίποτε άλλο από το να περιποιείται την αγελάδα του όλοι τον φώναζαν: ο Γελαδάρης.

Μια μέρα η γριά αγελάδα είπε στο αφεντικό της:

– Στο ποτάμι που περνάει νότια από το λιβάδι κάνουν το μπάνιο τους επτά ουράνιες νεράιδες. Αν πας εκεί και κλέψεις ένα από τα φορέματά τους θα καταφέρεις να παντρευτείς μια νεράιδα.

Ο νέος έκανε όπως του είπε η αγελάδα. Όλες οι νεράιδες εκτός από μία άρπαξαν τα φορέματά τους και πέταξαν στον ουρανό. Εκείνη που έμεινε πίσω ήταν η υφάντρα. Δεν μπορούσε να πετάξει χωρίς το φόρεμά της, κι επειδή δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, ακολούθησε τον γελαδάρη και έγινε γυναίκα του.

Λίγο καιρό αργότερα η γριά αγελάδα αρρώστησε. Επειδή ένιωσε πως το τέλος της πλησίαζε είπε στο αφεντικό της:

– Όταν πεθάνω γδάρε με και γέμισε το δέρμα μου με χρυσή άμμο. Ύστερα πάρε το δαχτυλίδι που έχω στη μύτη μου, τύλιξέ το και έχε το πάντα στον σάκο σου γιατί κάποια μέρα, που θα βρεθείς σε δυσκολία, θα σε βοηθήσει.

Και τούτη τη φορά ο νέος υπάκουσε στην αγελάδα.

Τα επόμενα δύο τρία χρόνια η υφάντρα γέννησε στο γελαδάρη ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Συχνά τον ρωτούσε πού είχε κρύψει το νεραϊδένιο φόρεμά της. Δε θα της έλεγε ποτέ μέχρι που, μια μέρα, τον ρώτησε τόσες πολλές φορές και με τόση αδιαφορία που στο τέλος της αποκάλυψε την κρυψώνα. Τότε εκείνη άρπαξε το φόρεμα, πήδηξε μέσα σ’ ένα σύννεφο και πέταξε μακριά.

Ο γελαδάρης άρπαξε το γιο και την κόρη του και πέταξε στον ουρανό με τη βοήθεια του δέρματος της αγελάδας που είχε στην πλάτη του. Η υφάντρα πήρε μια μακριά βελόνα από τα μαλλιά της και χάραξε μια γραμμή για να εμποδίσει την καταδίωξη. Η γραμμή μεταμορφώθηκε σε πλατύ, μανιασμένο ποτάμι. Τότε ο γελαδάρης έχυσε την άμμο που είχε βάλει στο δέρμα της αγελάδας μέσα στον ποταμό κι έφτιαξε μια μεγάλη αμμώδη λωρίδα. Αλλά η υφάντρα, βλέποντας ότι κινδύνευε, πήρε τη βελόνα των μαλλιών της και χάραξε ένα μακρύ ουράνιο ποτάμι που κατάφερε να εμποδίσει τον γελαδάρη αφού αυτός είχε πια χρησιμοποιήσει όλη του την άμμο.

Τότε έβγαλε το δαχτυλίδι από το δέμα του και το πέταξε στη γυναίκα του. Εκείνη, αντίστοιχα, του πέταξε τη σαϊτα του αργαλειού της. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας ασπρομάλλης θεός που έφερνε μια διαταγή του Ουράνιου Νομοθέτη που έλεγε πως το ζευγάρι έπρεπε να κάνει ειρήνη.

Από
τότε ο καθένας τους πρέπει να μένει στην αντίθετη όχθη του ουράνιου ποταμού από τον άλλο και να συναντιόνται μόνο μία φορά το χρόνο, την έβδομη μέρα του έβδομου μήνα. Τα δύο άστρα που φαίνονται τώρα δίπλα από τον Γελαδάρη και την Υφάντρα είναι το δαχτυλίδι και η σαΐτα.

Η Όχθη του Ουράνιου Ποταμού, Κινέζικο παραμύθι από τη συλλογή: Folktales of China, Eberhard Wolfram


«Ραντεβού στον Γαλαξία», τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα, 
Κρατικό Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη
_____________

Η ιστορία της Zhinü και του Niulang

Στην ιστορία πάλι της Zhinü και του Niulang, που στις μεταγενέστερες εκδοχές της χρησιμοποιεί το μοτίβο της κοπέλας- κύκνος, τα πράγματα εξελίσσονται λίγο διαφορετικά: Η Zhinü, κόρη της Βασίλισσας του Ουρανού, και του «Jade Emperor», αυτοκράτορα και δημιουργού του Σύμπαντος, είναι η καλύτερη υφάντρα του ουρανού· υφαίνει όμορφα και πολύχρωμα σύννεφα.Ο Niulang είναι ένας όμορφος βοσκός των ουράνιων κοπαδιών. 

Οι δυο νέοι συναντήθηκαν κι αγαπήθηκαν παράφορα, χωρίς να ξέρουν πως αυτό ήταν αντίθετο με τους νόμους του Ουρανού. Όταν όμως ο έρωτας των δυο νέων μαθεύτηκε, ο πατέρας της Zhinu και η μητέρα της θύμωσαν πολύ και θέλησαν να τους τιμωρήσουν σκληρά. Η Ουράνια Βασίλισσα εξόρισε τον Niulang στη γη, ώστε να τον απομακρύνει από την κόρη της. Ο Niulang έγινε βοσκός αγελάδων στη γη, χάνοντας τους γονείς του σε νεαρή ηλικία. Έκτοτε ζούσε με τον μεγαλύτερο αδελφό του και την αδελφή του. Ο αδελφός του δεν τον υπολόγιζε και τον κακομεταχειρίζονταν. Έτσι ο νεαρός βοσκός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αδελφό του και έφυγε, ζώντας πια με μια ηλικιωμένη αγελάδα ως μόνη συντροφιά του.

Μια μέρα η Zhinü κατέβηκε στη Γη με τις έξι ουράνιες αδελφές της και, ενώ έκαναν μπάνιο σ’ ένα ποτάμι, ο Niulang την είδε και την αναγνώρισε. Για να την κρατήσει κοντά του, της έκλεψε το αραχνΰφαντο φόρεμά της, χωρίς το οποίο, η Zhinü δεν μπορούσε να επιστρέψει στον Ουρανό. Βαθιά ερωτευμένη μαζί του, δέχτηκε να τον παντρευτεί και έζησαν για αρκετό καιρό ευτυχισμένοι, εκείνος δουλεύοντας στα χωράφια κι εκείνη υφαίνοντας και φροντίζοντας τα δυο παιδιά που απέκτησαν μαζί. Όμως, η σχέση τους ανακαλύφθηκε από τον πατέρα της και η Zhinü μεταφέρθηκε από τα στρατεύματα του Ουρανού στο σπίτι της.



Η Zhinu μεταφέρεται από τα στρατεύματα του Ουρανού στο σπίτι της.
Ο Γαλαξίας χωρίζει τους δύο συζύγους.
___________

Ο Niulang αναστατώθηκε πολύ, αλλά, με τα μαγικά παπούτσια, φτιαγμένα από το δέρμα της γριάς αγελάδας του - ήταν κι εκείνη θεότητα, τιμωρημένη και εξόριστη στη γη - πήρε τα δύο του παιδιά και πέταξε στον Ουρανό για να σώσει την αγαπημένη του. Η Ουράνια Βασίλισσα όμως δημιούργησε ένα ποτάμι, τον Γαλαξία, χωρίζοντας τους δύο συζύγους.  Βλέποντας αυτή τη βαθιά αγάπη και ακούγοντας το κλάμα τους, ένα σμήνος καρακάξες πλησίασε. Αναρίθμητες καρακάξες πέταξαν τριγύρω τους και σχημάτισαν μια γέφυρα, επιτρέποντας στο ζευγάρι να ενωθεί ξανά. Η Βασίλισσα του Ουρανού, αντικρίζοντας αυτό το θαύμα, λυπήθηκε τους δύο συζύγους και επέτρεψε στον Niulang και στα δύο παιδιά να παραμείνουν στον ουρανό.

Έκτοτε, η οικογένεια επανενώνεται μέσω της γέφυρας από τις καρακάξες μία φορά το χρόνο, την έβδομη ημέρα του έβδομου σεληνιακού μήνα. Ο Niulang είναι το αστέρι «Altair» (Αλτάιρ) και η όμορφη Zhinu το αστέρι «Vega» (Βέγας), μένοντας εκεί στο στερέωμα, 16 έτη φωτός μακριά το ένα από το άλλο. Η μέρα που συναντιούνται ξανά κάθε χρόνο θεωρείται η κινέζικη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου και καθιερώθηκε ένα φεστιβάλ για να μην ξεχαστεί ποτέ η ιστορία του Niulang και της Zhinu. Είναι το «Qixi Festival», όπου παραδοσιακά οι άνθρωποι κοιτούν τον ουρανό, για να διακρίνουν τα δυο αστέρια, τα οποία φωτίζουν στις δυο αντίθετες πλευρές του Γαλαξία. Η κινεζική φράση «Niulang Zhinü» χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, συνήθως για να περιγράψει ερωτευμένα παντρεμένα ζευγάρια.


Η οικογένεια επανενώνεται μέσω της γέφυρας από τις καρακάξες, μία φορά το χρόνο, την έβδομη ημέρα του έβδομου σεληνιακού μήνα.
__________

Τo φεστιβάλ αυτό πραγματοποιείται και στην Ιαπωνία. Εκεί, είναι γνωστό ως «Tanabata», συνδεδεμένο με τη θρησκευτική έννοια της ύφανσης, τις οικιακές τέχνες και το μεγάλωμα των παιδιών. Βασίζεται κι αυτό στην ιστορία των Ουράνιων Εραστών, με μερικές μονάχα παραλλαγές. Εκεί το νεαρό κορίτσι λέγεται Orihime ενώ ο βοσκός είναι ο Hikoboshi. Η ιαπωνική εκδοχή της ιστορίας είναι λιγότερο περίπλοκη, χωρίς αδελφές, κλοπή φορέματος και μαγική αγελάδα. Η Orihime υφαίνει τα πλουμιστά ενδύματα των θεών, ασταμάτητα, μέχρι που ερωτεύεται τον Hikoboshi, τον Βοσκό του Ουρανού, και αρχίζει να παραμελεί τα καθήκοντά της. Ο πατέρας της, ο Θεός του Φωτός, θυμωμένος εξορίζει τον Βοσκό για πάντα στην πιο μακρινή πλευρά του Λαμπερού Ποταμού. Για να μαλακώσει τη θλίψη της κόρης του, κάνει μόνο μια παραχώρηση: την έβδομη μέρα του έβδομου φεγγαριού, καλεί τις κίσσες να σχηματίσουν μια γέφυρα, να την διασχίσει η Υφάντρα και να φτάσει στο Βοσκό που την περιμένει στη μακρινή ακτή. 

Η Υφάντρα και ο Βοσκός, του Ιάπωνα ζωγράφου Tsukioka Yoshitoshi, πριν το 1892
__________

Ο ξυλοκόπος και η νεράιδα

Κάποτε ζούσε ένας νεαρός άνδρας στη βόρεια επαρχία Gangwon της Κορέας, κοντά στους πρόποδες του βουνού Diamond. Ήταν πράγματι πολύ φτωχός και, για να ζήσει, πήγαινε κάθε μέρα στο βουνό, έκοβε ξύλα και τα πουλούσε στους γείτονες. Όλοι οι άλλοι νέοι της ηλικίας του ήταν παντρεμένοι, αλλά αυτός ήταν  τόσο φτωχός που δεν έβρισκε νύφη. Ήταν ένας τίμιος και ευσυνείδητος νέος, που δούλευε πολύ και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη σκληρή του δουλειά. Οι χωριανοί έλεγαν: «Ακόμα κι αν ο ήλιος δεν φανεί, δεν υπάρχει μέρα που να μην ακουστεί ο ήχος του τσεκουριού του στο βουνό».

Μια μέρα συνάντησε ένα πληγωμένο ελάφι και το βοήθησε να ξεφύγει από τους κυνηγούς. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης,  το ελάφι αποκάλυψε στον ξυλοκόπο ένα μυστικό.

«Μου έσωσες τη ζωή από θανάσιμο κίνδυνο», του είπε, «και σου είμαι βαθύτατα ευγνώμων. Για να ανταποδώσω την καλοσύνη σου θα σου πω κάτι που θα σου φέρει μεγάλη επιτυχία και ευτυχία». Τον καθοδήγησε, λοιπόν, να βρει μια λίμνη βαθιά μέσα στο δάσος, όπου οι νεράιδες κατέβαιναν από τον ουρανό στον κόσμο των θνητών για να λουστούν κάτω από το φως του φεγγαριού.

Ο ξυλοκόπος περπατούσε για αρκετή ώρα μέχρι που εντόπισε τη λίμνη. Πλησιάζοντας αντίκρισε μια πανέμορφη νεράιδα, τη μικρότερη από τις οκτώ  αδερφές της,  και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Θυμήθηκε τότε τη συμβουλή το ελαφιού. Αν ήθελε να κάνει τη νεράιδα γυναίκα του έπρεπε πρώτα να κρύψει το φτερωτό φόρεμα της.

«Θα δεχτεί να σε παντρευτεί και  θα ζήσεις ευτυχισμένος μαζί της, αλλά δεν πρέπει να της επιστρέψεις το φτερωτό φόρεμά της  μέχρι ν’ αποκτήσετε  τέσσερα παιδιά».


The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois
___________

Η νεράιδα βγαίνοντας από τη λίμνη, δεν βρήκε το μαγικό φόρεμά της κι έβαλε τα κλάματα. Ο νεαρός ξυλοκόπος εμφανίστηκε για να της προσφέρει βοήθεια κι η νεράιδα τον ερωτεύτηκε. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο δύο παιδιά. Η νεράιδα με τον καιρό προσαρμόστηκε στον τρόπο ζωής των θνητών κι έμοιαζε χαρούμενη με τη ρουτίνα της καθημερινής οικιακής ζωής. Ο ξυλοκόπος την πρόσεχε και την αγαπούσε. Μια μέρα η σύζυγος ζήτησε από τον άντρα της να της επιστρέψει το μαγικό της φόρεμα. 

 – «Σου γέννησα δύο παιδιά. Δεν μπορείς να με εμπιστευτείς τώρα»; Εκείνος αρνήθηκε, γιατί φοβόταν μήπως έπαιρνε τα παιδιά του, ένα σε κάθε χέρι κι έφευγε.  Όταν γεννήθηκε και το τρίτο τους παιδί, τον παρακάλεσε θερμά και πάλι να της επιστρέψει το ρούχο της. Του σέρβιρε νόστιμο φαγητό και κρασί, προσπαθώντας να κατευνάσει τις υποψίες του. 

«Είσαι ο πολυαγαπημένος μου σύζυγος! Έχουμε τρία παιδιά μαζί! Σε παρακαλώ, απλά άφησέ με να δω το φόρεμά μου. Δύσκολα μπορώ να σε προδώσω τώρα, έτσι;». Ο νεαρός ενέδωσε στα παρακάλια της  και της έδειξε το φόρεμα που είχε τόσο καιρό κρυμμένο. Αλλά αλίμονο! Όταν το φόρεσε, ανέκτησε τις μαγικές της δυνάμεις και αμέσως πέταξε στον ουρανό, κρατώντας ένα παιδί ανάμεσα στα πόδια της και ένα σε κάθε χέρι.


The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois
______________


Ο σύζυγος, θλιμμένος και μετανιωμένος  που δεν ακολούθησε τη συμβουλή του ελαφιού μέχρι το τέλος, βγήκε στο βουνό να κόψει ξύλα και κάθισε στο ίδιο σημείο, όπου είχε δει το ελάφι πριν, ελπίζοντας ότι εκείνο θα εμφανιζόταν ξανά, πράγμα που έγινε.Το ελάφι του είπε: 

«Από τη μέρα που έκρυψες τα ρούχα της Ουράνιας Κόρης, καμιά τους δεν κατεβαίνει  πια για να κάνει μπάνιο. Αν θέλεις να βρεις  τη γυναίκα και τα παιδιά σου, πρέπει να πας εσύ σ’ αυτούς.  Ευτυχώς υπάρχει τρόπος. Πήγαινε αύριο στην ίδια λίμνη και περίμενε μέχρι να δεις μια κολοκύθα να κατεβαίνει με σχοινί από τον Ουρανό. Το ρίχνουν για να πάρουν νερό από τη λίμνη. Πρέπει να το πιάσεις, να αδειάσεις γρήγορα το νερό και να μπεις ο ίδιος σ’ αυτό. Θα το σηκώσουν αμέσως, γιατί δεν θα καταλάβουν ότι είσαι μέσα εσύ. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να δεις την οικογένειά σου στον Ουρανό». 

Ο ξυλοκόπος ακολούθησε τη συμβουλή του ελαφιού και βρέθηκε σύντομα μπροστά στον Ουράνιο Βασιλιά, που του επέτρεψε να μείνει με  τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είχε το πιο νόστιμο φαγητό κάθε μέρα, και τα πιο όμορφα ρούχα να φορέσει, και δεν υπήρχε τίποτα να τον ανησυχεί. Μια μέρα, όμως, σκέφτηκε μετανιωμένος τη μητέρα του, την οποία είχε αφήσει μόνη στη γη, και είπε στη γυναίκα του ότι θα ήθελε να πάει να την επισκεφτεί άλλη μια φορά. Εκείνη τον παρακάλεσε να μην πάει, αλλά στο τέλος υποχώρησε στις παρακλήσεις του και είπε: 

«Θα σου δώσω ένα άλογο-δράκο. Θα το καβαλήσεις και θα σε κατεβάσει στη γη εν ριπή οφθαλμού. Αλλά ό,τι κι αν κάνεις, μην κατέβεις απ’ αυτό, γιατί αν τα πόδια σου αγγίξουν μια φορά το έδαφος, δεν θα μπορέσεις ποτέ να επιστρέψεις σε μένα».

Ο ξυλοκόπος ανέβηκε στο άλογο – δράκο  και κατέβηκε στο σπίτι της μητέρας του. Κουβέντιασαν,  πανευτυχείς κι οι δυο και όταν την αποχαιρετούσε, καβάλα ακόμα στο άλογο - δράκο, η μητέρα του είπε: 

– «Σου έχω μαγειρέψει λίγο χυλό κολοκύθας. Ένα μόνο πιάτο, σε παρακαλώ!» Ο ξυλοκόπος δεν ήθελε να απογοητεύσει τη μητέρα του, πήρε το πιάτο που του πρόσφερε, αλλά ήταν  τόσο ζεστό που του έπεσε στην πλάτη του αλόγου. Το άλογο τρόμαξε, σηκώθηκε από την ταραχή στα δυο του πόδια, έριξε τον ξυλοκόπο κάτω και πέταξε στον ουρανό.

Έτσι, ο ξυλοκόπος δεν επέστρεψε ποτέ στον Ουρανό.  Έζησε την υπόλοιπη ζωή του λυπημένος, να κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια τον ουρανό. Μετά το θάνατό του μεταμορφώθηκε σε πετεινό. Η παράδοση, λοιπόν,  λέει ότι ο λόγος για τον οποίο οι κόκορες σκαρφαλώνουν στο ψηλότερο μέρος της στέγης και λαλούν με το λαιμό τους τεντωμένο προς τον ουρανό, είναι ότι το πνεύμα του ξυλοκόπου έχει μπει μέσα τους και αναζητά το υψηλότερο μέρος που μπορεί να βρει.


The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois
__________


Ο πρίγκιπας Sudhana και η kinnari Manohara

Το μοτίβο της κοπέλας – πουλί βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας του πρίγκιπα Sudhana και της kinnari Manohara. Στη βουδιστική μυθολογία της Νοτιοανατολικής Ασίας, τα kinnaris έχουν κεφάλι, κορμό και χέρια γυναίκας, φτερά, ουρά και πόδια κύκνου και αποτελούν παραδοσιακό σύμβολο της γυναικείας ομορφιάς και χάρης.

Η ιστορία περιέχεται  στην Divyavadana (Θεϊκές Ιστορίες), μια σανσκριτική ανθολογία βουδιστικών ιστοριών  του 2ου μ.Χ. αιώνα και είναι μια από τις πιο αγαπητές ιστορίες του βουδισμού,  διαδεδομένη στην Ινδία και όλη την Άπω Ανατολή, στο Νεπάλ, την Κίνα, την Ιαπωνία. Μία σειρά είκοσι ανάγλυφων στο ναό Borobudur, στην Κεντρική Ιάβα, στην Ινδονησία, αφηγείται αυτή την ιστορία.

Η Manohara, κόρη του βασιλιά των kinnaras, Druma, ζει στο όρος Kailash και ταξιδεύει κάθε μέρα στο ανθρώπινο βασίλειο μαζί με τις ακόλουθές της, για να κάνει μπάνιο σε μια μεγάλη λίμνη. Μια μέρα, ένας κυνηγός, ο Halaka, κρυμμένος  πίσω από τις φυλλωσιές, παρακολουθεί με θαυμασμό τη συντροφιά των kinnaras που έχουν κατεβεί, για να λουστούν  στα κρυστάλλινα νερά. Μαγεμένος από την ομορφιά της πριγκίπισσας ρίχνει πάνω της το μαγικό λάσο του. Τρομαγμένες, οι ακόλουθες της πριγκίπισσας πετούν μακριά αλλά η Manohara, δεμένη γερά, παραμένη αιχμάλωτη του κυνηγού, που παρόλα τα παρακάλια της, αρνείται  να την ελευθερώσει. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, η Manohara υποτάσσεται  στη μοίρα της. Παρακαλεί τον Halaka να μην της κάνει κακό, τον συμβουλεύει να τη δώσει σε κάποιον από μεγάλη γενιά και του παραδίδει  ένα μαγικό κόσμημα από τα μαλλιά της, που του δίνει πλήρη δικαιοδοσία πάνω της. 

Ο Halaka δωρίζει την kinnari Manohara  στον πρίγκιπα Sudhana, γιο και κληρονόμο του βασιλιά της Pancala. Ο πρίγκιπας, ενάρετος και γενναίος, επιδέξιος στην τέχνη του πολέμου αλλά και καλός στις επιστήμες, ερωτεύεται τη Manohara και την παντρεύεται. Τα χρόνια περνούν,  ο ιερέας και πνευματικός σύμβουλος του βασιλιά ανησυχεί ότι θα χάσει  τη θέση του όταν ο Sudhana ανέβει στο θρόνο, γι’ αυτό αρχίζει να σκέφτεται τρόπους για να τον ξεκάνει. Συμβουλεύει το βασιλιά να στείλει τον νεαρό πρίγκιπα, για να καταστείλει μια άγρια επανάσταση σε κάποια επαρχία της χώρας. 

Ο Sudhana, πριν φύγει, επισκέπτεται τη μητέρα του για να την αποχαιρετήσει και της ζητάει να προσέχει τη γυναίκα του.Της παραδίδει  το κόσμημα της Manohara, που την κρατούσε δέσμια στη γη, λέγοντάς της να μην το δώσει ποτέ στην κοπέλα, παρά μόνο αν εκείνη διατρέξει  θανάσιμο κίνδυνο. Κατά την απουσία του  Sudhana, η Manohara κατηγορείται από τον βασιλικό σύμβουλο ότι φέρνει κακή τύχη στην πόλη και πρέπει να θυσιαστεί. Η βασίλισσα, που μαθαίνει  τον κίνδυνο που διατρέχει η Manohara, της επιστρέφει το κόσμημα και την παρακινεί να φύγει. Η κοπέλα, πριν πετάξει για τη χώρα της, σταματά στη λίμνη όπου την είχε αιχμαλωτίσει ο κυνηγός, βρίσκει τον ερημίτη που έμενε εκεί και του αφήνει ένα δαχτυλίδι  και οδηγίες, για να μπορέσει ο Sudhana να την βρει, αν αποφασίσει να την ψάξει.

Ο πρίγκιπας Sudhana επιστρέφει στην Pancala, ακολουθεί τις οδηγίες του ερημίτη και δώδεκα χρόνια μετά φτάνει στη χώρα των kinnaras. Καταφέρνει να πάει το δαχτυλίδι στα χέρια της Manohara, η οποία με συμμάχους τις αδελφές και τη μητέρα της, τον κρύβει στο παλάτι με σκοπό να τον παρουσιάσει  στον πατέρα της.  

Αρχικά ο βασιλιάς των kinnaras απειλεί να τον θανατώσει, αλλά του επιτρέπει να μείνει, εφόσον καταφέρει να περάσει από δύο δοκιμασίες. Η πρώτη δοκιμασία είναι  να διαπεράσει με το βέλος του επτά δέντρα και να χτυπήσει το χρυσό στόχο, που είχε τοποθετηθεί πίσω από αυτά. Η δεύτερη δοκιμασία είναι  να μπορέσει να αναγνωρίσει τη Manohara ανάμεσα από χίλιες όμοιες κοπέλες. Ο Sudhana τα καταφέρνει και, ικανοποιημένος, ο βασιλιάς συναινεί στο γάμο τους. Το ζευγάρι μένει  για λίγο στη χώρα των kinnaras κι έπειτα επιστρέφει  στην Pancala.

Η ουράνια νύμφη σε ανάγλυφο από τον ναό Borobudur, Κεντρική Ιάβα, Ινδονησία.
______________

Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης...

Ο Αυστραλός λαογράφος Joseph Jacobs, σε μια από τις συλλογές του και συγκεκριμένα στο Europa's Fairy Book (1916), διασώζει μια όμορφη ιστορία αναζήτησης και αγάπης. Είναι το παραμύθι «Οι Κοπέλες-Κύκνοι». Ένας κυνηγός βρίσκεται σε μια ρεματιά νομίζοντας ότι θα βρει αγριόπαπιες, μα τελικά βλέπει κοπέλες-κύκνους να έχουν αφήσει τα φτερά τους και να λούζονται. Κρύβει το πουπουλένιο φόρεμα της μικρότερης απ' αυτές κι όταν κοντεύει ν' ανατείλει ο ήλιος, οι αδελφές της αναγκάζονται να φύγουν χωρίς αυτήν. Αναστατωμένη τον παρακαλεί να της δώσει πίσω τα ρούχα της, αλλά εκείνος αρνείται και της δίνει τον δικό του μανδύα, φοβούμενος ότι θα μεταμορφωθεί και θα πετάξει μαζί με τις αδερφές της.
 
Την φέρνει στο σπίτι του, την παντρεύεται και αποκτά μαζί της δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μια μέρα που ο πατέρας τους λείπει, τα παιδιά παίζουν κρυφτό και ανακαλύπτουν το κρυμμένο πουπουλένιο φόρεμα. Το κορίτσι δείχνει το φόρεμα στη μητέρα του και τότε εκείνη το φοράει, μετατρέπεται αμέσως σ' έναν υπέροχο λευκό κύκνο, πετάει πάνω από το δάσος και χάνεται από τα μάτια τους. Πριν φύγει, λέει στα παιδιά της να πουν στον πατέρα τους ότι θα βρίσκεται στη Χώρα Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης. 

Ο πατέρας, απελπισμένος αλλά κι αποφασισμένος μαζί, τους υπόσχεται ότι θα βρει τη μητέρα τους και θα την φέρει σπίτι. Ξεκινά ένα μακρινό και δύσκολο ταξίδι, αλλά συναντά τους μαγικούς βοηθούς - το Βασιλιά των Ζώων, το Βασιλιά των Πουλιών και τον Βασιλιά των Ψαριών - οι οποίοι του δείχνουν το δρόμο. Εξαπατώντας ένα ζευγάρι αδερφών που μαλώνουν για την κληρονομιά τους, εξασφαλίζει τα μαγικά αντικείμενα που θα τον φέρουν στον προορισμό του: ένα σκουφάκι που τον κάνει αόρατο και μαγικές μπότες που τον κάνουν να πετάει. Έτσι φτάνει στη χώρα που βρίσκεται «Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης», στην κορυφή του Κρυστάλλινου Βουνού. Εκεί βρίσκει τη γυναίκα του και τις αδελφές της, τις εφτά κόρες του βασιλιά. 

Ο κυνηγός παρουσιάζεται στον βασιλιά και του ζητάει την μικρότερη κόρη του, αποκαλύπτοντας ότι είναι γυναίκα και μητέρα των παιδιών του. Εκείνος του βάζει μια δοκιμασία: φέρνει και τις επτά ολόιδιες κόρες του να σταθούν μπροστά του και του ζητάει να διαλέξει τη σωστή. Ο κυνηγός αναγνωρίζει τη γυναίκα του, από τα σημάδια της βελόνας στον δεξιό δείκτη του χεριού της. Βλέποντας ο βασιλιάς ότι ο κυνηγός αγαπά πραγματικά την κόρη του, του τη δίνει πίσω μαζί με πολύτιμα δώρα και συνοδεία, για να γυρίσουν στον τόπο τους και στα παιδιά τους.


Ο κυνηγός αναγνωρίζει τη γυναίκα-κύκνος που παντρεύτηκε ανάμεσα στις αδελφές της. Εικονογράφηση από το βιβλίο Europa's Fairy Book του Joseph Jacobs (1916)
____________

Μεταμόρφωση κι εξιλέωση

Σ’ ένα παραμύθι από τη Γερμανία, με τίτλο «Οι Τρεις Κύκνοι», το οποίο διέσωσε ο Ernst Meier το 1850, ο ήρωας-κυνηγός παλεύει με θηρία και υπομένει φριχτές δοκιμασίες για να πάρει πίσω τη γυναίκα του, αφού εκείνη έχει βρει το κυκνο-φόρεμά της και φεύγει μακριά του. Ο κυνηγός την αναζητά χωρίς όμως να γνωρίζει πού έχει πάει. Συναντά έναν γέρο κι αυτός του λέει τι πρέπει να κάνει. Του λέει ότι η γυναίκα του μένει σε ένα κάστρο μαζί με τις δύο αδελφές της. Αλλά για να μπει εκεί, ο κυνηγός πρέπει να χωθεί στα σακιά με το αλεύρι που μεταφέρει ένας γάιδαρος στο κάστρο. Ο κυνηγός βρίσκει τον μυλωνά, του ζητά να τον βοηθήσει και έτσι καταφέρνει να βρεθεί μέσα από τα τείχη και να βρει τη σύζυγό του. Εκείνη χαίρεται που ανταμώνει μαζί του, αλλά του λέει ότι για να την ελευθερώσει, πρέπει να παλέψει με τους τρεις δράκους που μένουν στο κάστρο.

Αυτοί θα του εμφανίζονταν τρεις συνεχόμενες μέρες με διαφορετικές μορφές. Θα τον βασάνιζαν για μία ώρα κάθε μέρα κι εκείνος πρέπει να το αντέξει χωρίς να βγάλει καθόλου φωνή, διαφορετικά θα τον έκαναν κομμάτια. Αν μπορούσε να μείνει σιωπηλός και στις τρεις δοκιμασίες, δεν θα μπορούσαν να τον βλάψουν κι εκείνη θα ελευθερωνόταν από το ξόρκι.

Την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν τρεις τεράστιοι δράκοι, που μεταμορφώθηκαν σε τρία μεγάλα φίδια, τα οποία τυλίγονταν γύρω από το σώμα του και σφύριζαν στο πρόσωπό του. Ο κυνηγός φοβήθηκε, αλλά σκέφτηκε τη γυναίκα του και δεν έβγαλε άχνα. 
Την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν ξανά οι τρεις δράκοι, μεταμορφωμένοι σε κερασφόρες χελώνες που έφτυναν μπάλες φωτιάς στον κυνηγό. Σκέφτηκε ότι σίγουρα θα τρελαινόταν, αλλά θυμήθηκε τη γυναίκα του και το άντεξε σιωπηλά για μια ώρα, μέχρι που οι χελώνες εξαφανίστηκαν.

Την τρίτη μέρα οι δράκοι μετατράπηκαν ξανά σε τρία τερατώδη φίδια που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και το σώμα του, κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα σαγόνια τους. Ο κυνηγός τρομοκρατήθηκε αλλά σκέφτηκε τη γυναίκα του και σώπασε. Μετά από μια ώρα βασανισμού, το ένα από τα φίδια καταπίνει ολόκληρο τον κυνηγό. Τρεις ώρες αργότερα, απελευθερώνεται σώος και αναγεννημένος, ενώ οι δράκοι διαλύονται, αποκαλύπτοντας τρεις αδερφές κύκνους μεταμορφωμένες σε αρχόντισσες. Επαινούν τον σύζυγο που, μέσα από τη σιωπή και το θάρρος του, τις ελευθέρωσε από το ξόρκι το οποίο τις κρατούσε δεμένες και ζουν όλοι μαζί ευτυχισμένοι για πολλά πολλά χρόνια, στο Κάστρο των Κύκνων.


Mikhail Vrubel, The Swan Princess, 1900. Tretyakov Gallery
___________

Αδύναμος να διεκδικήσει μια κοπέλα-κύκνο...

Μια ιστορία, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Σουηδικά Παραμύθια (Swedish Fairy Tales, 1890) του Herman Hofberg και φέρει τον τίτλο «Η Κοπέλα Κύκνος» (Swan Maiden), έχει πρωταγωνιστή και πάλι κυνηγό, αυτή τη φορά λιγότερο θαρραλέο και ανίκανο τελικά, να ανταποκριθεί στην πρόκληση που αντιπροσωπεύει μια τέτοια γυναίκα.

Ο νεαρός κυνηγός πήγαινε κάθε Πέμπτη σούρουπο στο ποτάμι για να δει την αγαπημένη του από τις τρεις κοπέλες-κύκνους που λούζονταν εκεί. Ο έρωτας τον είχε κάνει θλιμμένο γιατί ήξερε ότι ποτέ δεν θα καταφέρει να την κάνει γυναίκα του. Η μητέρα του, που δεν ήθελε να τον βλέπει έτσι, τον συμβούλεψε να της κρύψει το πουπουλένιο φόρεμα, γιατί μόνο μ' αυτόν τον τρόπο θα γινόταν δικιά του. Έτσι και έγινε κι ο κυνηγός έκρυψε το φόρεμά της, την σκέπασε με το δικό του μανδύα και την έφερε σπίτι του. Την παντρεύτηκε κι έζησαν ευτυχισμένοι μαζί, εφτά ολόκληρα χρόνια. Μια Πέμπτη σούρουπο, η κοπέλα του ζήτησε να της δείξει πώς την έκανε δικιά του. Έβγαλε εκείνος από την κρυψώνα του το πουπουλένιο ρούχο και μόλις η κοπέλα το φόρεσε, έγινε ένας υπέροχος λευκός κύκνος και πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο στον ουρανό. 

Ο κυνηγός, έκπληκτος με τη γρήγορη μεταμόρφωση της γυναίκας του, έτρεξε πίσω της αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Χωρίς τη γυναίκα του, έπεσε σε μελαγχολία κι έπαψε να τρώει. Ένα χρόνο και μια μέρα μετά, ένα βράδυ Πέμπτης, πέθανε και τάφηκε στο προαύλιο της τοπικής εκκλησίας.


The Swan Maidens - Illustration by Harry George Theaker for Children's Stories from the Northern Legends by M. Dorothy Belgrave and Hilda Hart, 1920
___________


Οι Νεράιδες και τα μαντήλια τους

Οι κοπέλες- κύκνοι θυμίζουν επίσης έντονα τις Νεράιδες της νεοελληνικής παράδοσης, δηλαδή, όλα τα είδη των αρχαίων νυμφών, τις θηλυκές οντότητες του υγρού στοιχείου. Οι νεράιδες είναι γυναικείες μορφές που αποτελούν έκφραση της Μητέρας-Γης. Ο Ζορζ Ζαν επισημαίνει πως οι νεράιδες προήλθαν από το νερό την ίδια εποχή με τη γη και γι΄ αυτό, στα παραμύθια συμβαίνει συχνά να αναδύονται και να εξαφανίζονται σε τόπους όπου τα δύο στοιχεία ενώνονται όπως σε ποτάμια και λίμνες. 

Οι Νεράιδες στα λαϊκά παραμύθια παρουσιάζονται ως πλάσματα πανέμορφα, με μακριά μαλλιά, κάτασπρη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι, ντυμένες πάντα με άσπρο αραχνοΰφαντο πέπλο, στο οποίο συνήθως κρύβεται η μαγική τους δύναμη. Η όψη τους είναι γλυκιά, οι κινήσεις τους αέρινες, τραγουδούν, χορεύουν και, σύμφωνα πάντα με τις παραδόσεις, σαγηνεύουν τους περαστικούς, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το μυαλό τους.  Δεν είναι ορατές όμως απ’ όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ' τους «αλαφροΐσκιωτους» και τους «Σαββατογεννημένους». Ως υπερφυσικά πλάσματα, χρησιμοποιούν τις μαγικές ικανότητες και την εξωκοσμική δύναμη που διαθέτουν, άλλοτε για το καλό κι άλλοτε για το κακό των ανθρώπων.

Πλάσματα ερωτικά και ακαταμάχητα, που δεν γερνούν ούτε πεθαίνουν, έχουν την συνήθεια να αποπλανούν και να ξελογιάζουν τους όμορφους νέους, ενώ η παράδοση λέει πως όποιος κοιμηθεί με νεράιδα δεν μπορεί μετά να πλησιάσει άλλη γυναίκα. Είναι χαρακτηριστικό το μοτίβο της νεράιδας που «αιχμαλωτίζεται» από έναν άντρα, αφού αυτός καταφέρει, με δόλιο τρόπο, να της αποσπάσει συνήθως το πέπλο, αντικείμενο που συμβολίζει την ελευθερία και την αυτοδιάθεση της νεράιδας. Αποκτά έτσι έλεγχο του πιο μυστήριου τμήματος της γυναικείας ζωής, που δεν είναι προσβάσιμο στον άνδρα: των μεταφυσικών δυνάμεων, που ο λαός αποδίδει συνολικά στις γυναίκες. 

Μην ψάχνεις άδικα για τη μαντίλα σου. Την έχω εγώ. Μα θέλω να γίνεις γυναίκα μου.
Στην αρχή η Καλότχια πείσμωσε και χύμηξε απάνω του να του την πάρει. Μα ο Λάμπρος ήταν παλικάρι γερό και δεν τα λογάριαζε κάτι τέτοια. Της έπιασε τα χέρια και την κράτησε κει.
Άκου δω, της λέει. Με το άγριο και με το ζορμπαλίκι εμένα δε με βάζεις κάτω. Βγάλ' το απ' το νου σου. Κι έλα, σαν θες, μαζί μου με το καλό, ειδάλλως σε παίρνω με το έτσι θέλω.

Χάρης Σακελλαρίου, Ο Λάμπρος και η Καλότχια, Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000

Νεράιδες, Γιώργος Σταθόπουλος 
___________


Η υπερφυσική παντοδυναμία της νεράιδας δεν την γλιτώνει από την τελική «υποταγή», τουλάχιστον εξωτερικά. Ακολουθεί τον ήρωα του παραμυθιού στο σπίτι του, του χαρίζει πλούτη και δόξα, παίζει τέλεια το ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας, πλην όμως παραμένει «ξένη», δυστυχισμένη και ανολοκλήρωτη στον ανθρώπινο κόσμο, θρηνώντας τη χαμένη ελευθερία της. Είτε στο μοτίβο αυτό, απεικονίζεται η πάλη των δύο φύλων για κυριαρχία, είτε η εσωτερική ψυχική πάλη της νεαρής γυναίκας που αρνείται να εγκαταλείψει την γονική εστία, την άγρια φύση της ή τον άχρονο μαγικό κόσμο αθωότητας και ανεμελιάς και να συμβιβαστεί με τον κοινωνικό της ρόλο, η κατάληξη δεν είναι τις περισσότερες φορές ευτυχής. Αιώνιες νύφες, αλλά σύζυγοι υπό αναίρεση, οι νεράιδες, όπως όλες οι κοπέλες- κύκνοι,  εξημερώνονται προσωρινά, έγκλειστες στην οικογενειακή εστία, ώσπου να την εγκαταλείψουν, όταν καταφέρουν να ανακτήσουν το μαγικό αντικείμενο - την πηγή της δύναμής τους - και μαζί μ' αυτό την ανυπότακτη γυναικεία φύση τους.

Λίγοι  άντρες είναι πραγματικά ικανοί να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που συνιστά για την ουσία του ανδρισμού τους η θηλυκότητα και μάλιστα στην τελειότερη μορφή της. Λίγοι εκείνοι που θα καταφέρουν να περάσουν τις δοκιμασίες ή να κάψουν το μαντήλι της και να κερδίσουν ως έπαθλο μια νεράιδα ως «ιδιόκτητο θηλυκό», στον ανθρώπινο χρονότοπο. Πολλοί χάνουν, εξαιτίας μιας νεράιδας, τη φωνή, το λογικό, τον ανδρισμό, τη ζωική δύναμή τους, τις ιδιότητες, δηλ. εκείνες που τους καθιστούν ολοκληρωμένα κοινωνικά άτομα. 

[...] Έτσι τα χρόνια επερνούσαν και αυτοί εζούσαν πολύ καλά, και ο καθένας τούς εκαλοτύχιζε. Έξαφνα όμως ένα πρωί, εκεί που εφύλαγε κάτι ρούχα στο μπαούλο του άνδρα της, η Νεράιδα βρίσκει το μαντίλι της. Το παίρνει ευτύς, το φορεί στο κεφάλι της και γίνεται καπνός! Έρχεται ο Γεροθανάσης στο σπίτι του, φωνάζει τη γυναίκα του, πού γυναίκα! Ρωτάει τα παιδιά του, του λεν πως την έχασαν από το πρωί. Ελυπήθηκε κατάκαρδα που έχασε τέτοια έμορφη και προκομμένη γυναίκα, και την τρίτη μέρα εντύθηκε κατάμαυρα και μαυροφόρεσε και τα παιδιά του. Ύστερα από λίγες μέρες είδε πως τα παιδιά του ήσαν ντυμένα και χτενισμένα, καθώς και πριν, και τα ρώτησε ποιος τα άλλαξε και τα χτένισε έτσι. Τα παιδιά στην αρχή δε θελήσανε να το πούνε, γιατί έτσι τα είχεν ορμηνεμένα η μάνα των. Έπειτα όμως, σαν τα ανάγκασεν ο πατέρας τους, του μολογήσανε πως η μάνα τους ταχτικά κάθε πρωί ηρχούντανε και τα 'βρισκε. Να μην τα πολυλογούμε, εφύλαξε ένα πρωί, καθώς η Νεράιδα επήγε στο σπίτι, και της επήρε πάλι το μαντίλι και το ’καψε στο φούρνο. Έτσι πλια την είχε για πάντα στο αρχοντικό του.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Το μαντίλι της Νεράιδας (Γαλαξίδι)

Το παιδί της νεράιδας βρίσκει το κρυμμένο φόρεμα με τα φτερά. 
Εικονογράφηση από το βιβλίο Europa's Fairy Book του Joseph Jacobs (1916)
___________

Οι Νεράιδες - μάνες

Ενώ η σχέση της νεράιδας με τον άντρα, στα λαϊκά παραμύθια, είναι σχέση εξουσιαστική, η στάση της απέναντι στα παιδιά παρουσιάζεται αντιφατική: άλλοτε τα εγκαταλείπει στο θνητό σύζυγο αλλά επιστρέφει κρυφά για να τα φροντίζει, άλλοτε τα παίρνει μαζί της - σπάνια παίρνει μαζί της και τον άντρα της - άλλοτε τα σφάζει, εκδικούμενη τον πατέρα τους, που με τη βία την απομάκρυνε από το δικό της κόσμο. Οι «κακές» νεράιδες, ή οι νεράιδες - Μήδειες εμφανίζονται - σύμφωνα πάλι με τον Ζορζ Ζαν - σαν προβολή των «μαγισσών», που γλιτώνουν όμως από τον θάνατο. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως η αφοσίωση της νεράιδας μάνας στα παιδιά της είναι υπερβολική, παρόλο που η μητρότητα την φέρνει σε δύσκολη θέση, αφού την κρατά δεμένη με τον κόσμο των ανθρώπων. Από  την άλλη, την καθιστά διφορούμενο πρόσωπο για τον εξωτικό κόσμο: μια «ανώμαλη» κατηγορία όντος, στα όρια ανάμεσα στον μαγικό εξωανθρώπινο κόσμο απ᾿ όπου προέρχεται και τον κόσμο των θνητών όπου αναγκάζεται να συζεί.

[...] Όταν όμως το παιδί εγίνη πέντε χρονών, και ήρθαν το Χριστούγεννα, παρακάλεσε πάλι τον άντρα της να της δώσει το φτερά και του έταξε πως θα γυρίσει όταν χορτάσει το χορό. Είχε δεν είχε, τον κατάφερε και της τα 'δωκε. Μόλις τα ’βάλε απάνω της, πέταξε στον αέρα, πήγε στ' αλώνι που χόρευαν οι άλλες γυναίκες και έκαμε τρεις γύρους, και ύστερα λέγει: «Έχε γεια, άντρα και να προσέχεις το παιδί μας». Και εχάθηκε.

Από τότε ερχόταν κάθε ημέρα στο σπίτι, όταν έλειπε ο άντρας της, εζύμωνε, εφούρνιζε, ετάγιζε το παιδί και συγύριζε το σπίτι. Ύστερα πετούσε στο χωράφι, που ήταν ο άντρας της, και του έλεγε: «Καλημέρα, άντρα, τι κάνεις;». Κι εκείνος της έλεγε: «Τι να σου ειπώ; Με γέλασες, εστάθηκα κουτός». Εκείνη γελούσε και του 'λεγε: «Έτσι σας γελούν σας οι Νεράιδες»· και έπειτα του έλεγε πως συγύρισε το σπίτι, και πως να προσέχει το παιδί και να μην το δέρνει, γιατί είναι ακόμη μικρό. Αυτό εγινότανε καθημέρα, αλλά ό,τι κι αν έκαμε δεν μπόρεσε να την καταφέρει να μείνει πάλι στο σπίτι.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Τα φτερά της Νεράιδας (Αγία  Άννα του δήμου Νηλέων εν Ευβοία)

[...] Ύστερα ήρθαν οι άλλες Νεράιδες και της είπαν: «Γύρισε πάλι μαζί μας». Λέει, «Δεν μπορώ, τι έχω άντρα και παιδί». «Πάρ’ τους κι αυτούς μαζί!» της λεν εκείνες. Επήρε λοιπόν η Νεράιδα τον άντρα της και το παιδί της και πήγε μαζί τους στις Νεράιδες.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Ο χωριάτης κι οι Νεράιδες (Βήσιανη της Ηπείρου)

[...] Έτσι λοιπόν πήγε ο νέος όπου συνήθιζε, τον πήραν οι Νεράιδες και τον έφεραν στο σπήλιο, και εκεί άρχισε καθώς άλλοτε να παίζει τη λύρα, και αυτές να χορεύουν. Άμα όμως επλησίαζε η ώρα που θα έκραζαν οι πετεινοί, χύνεται και αρπά την αγαπητικιά του από τα μαλλιά. Αυτή άρχισε ευθύς να γίνεται πότε σκύλος, πότε φίδι, πότε γκαμήλα και πότε φωτιά, αλλά ο νέος εις όλα αυτά δεν εδείλιασε και την εκράτησε όσο που άκουσε τους πετεινούς να φωνάζουν, και οι άλλες Νεράιδες έγιναν άφαντες. Τότε και η αγαπητικιά του έγινε όπως πρώτα, νέα και όμορφη, και τον ακολούθησε στο χωριό του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του εγέννησε κι ένα γιο, δεν έβγαλε όμως ποτέ ούτε γρυ.

Αυτή η βουβαμάρα της η παράξενη κι ανυπόφορη τον εβίασε πάλι να πάγει στην ίδια γρα και να της πει τον πόνο του. Και η γρα τον ορμήνεψε ν' ανάψει καλά ένα φούρνο, να πάρει το παιδί τους στα χέρια και να ειπεί στη Νεράιδα. «Δε θέλεις να με μιλήσεις; να κι εγώ πως καύγω το παιδί σου»· κι εκεί που θα τα λέγει να καμωθεί πως θα το ρίξει το παιδί στο φούρνο. Εκείνος έκαμε καταπώς τον ορμήνεψε η γρα. Και η Νεράιδα, καθώς τ' άκουσε, του φώναξε· «Μη, σκύλε, το παιδί μου!» και αμέσως στη στιγμή τ' άρπαξε και έγινε άφαντη από τα μάτια του.

Οι άλλες Νεράιδες όμως δεν την εδέχτηκαν στη συντροφιά τους, γιατί είχε καμωμένο παιδί. Και έτσι αναγκάστηκε και κατοίκησε σε μια βρύση που την λεν Λούτρα, κοντά στο Νεραϊδόσπηλο. Και την βλέπουν δυο-τρεις φορές το χρόνο εκεί που κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Ο Νεραϊδόσπηλος (επαρχία πεδιάδος του νομού Ηρακλείου της Κρήτης)


Hans Zatzka, Fairy Dance
____________


[...] Η Νεράιδα κάθε τόσο τον εστενοχωρούσε με τα παρακάλια να της δώσει την πουκαμίσα της, που από τα πολλά τής την έδωκε. Εκείνη τότε περίμενε μια μέραν που ήταν ο άντρας της στο χωράφι, φορεί την πουκαμίσα της, σφάζει τα παιδιά της, τα βάνει σ' ένα ταψί, τα αποθέτει απάνου στο τραπέζι, κλείνει το σπίτι και γίνεται άφαντη. Καμιά φορά, να σου κι έρχεται ο δόλιος ο άντρας, βροντά την πόρτα, σκούζει, φωνάζει, αλλά κανείς δεν του μίλαγε. Σπάνει την πόρτα, ανεβαίνει απάνου, και τι να ιδεί! Τα παιδιά του σφαγμένα! Τότε χτυπούσε το κεφάλι του από την ανοησία που έκαμε, που της έδωκε την πουκαμίσα, και όχι μόνο τη γυναίκα του έχασε αλλά και τα παιδιά του, και με τέτοιον τρόπο!

Άλλοι πάλι λεν πως άμα της έδωκε ο άντρας της το πουκάμισο, η Νεράιδα το φόρεσε με ησυχία και ύστερα γυρίζει και του λέει· «Έχε γεια, και να ιδείς τι θα σου κάμω». Και εχάθη από μπροστά του. Ελυπήθη κατάκαρδα αυτός που την έχασε, αλλ' είχε και μία παρηγοριά που του έμεναν τα παιδιά τους. Σε λίγο όμως παρατήρησε πως και τα τρία του παιδιά εχάθησαν μαζί με τη μάνα τους. Και εκεί που ο δυστυχισμένος αυτός έκλαιε και οδύρετο, άκουσε άξαφνα μια φωνή και του λέγει· «Μέσα είναι, πήγαινε ιδέ τα». Τρέχει στην κάμερη και τι να ιδεί. Και τα τρία παιδιά του χάμω στο πάτωμα, σκοτωμένα.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Τα  παιδιά της Νεράιδας (Κορινθία)

[...] Η Ανεράιδα έκατσε εκεί, δεν έκανε πάσο, και ούλο εκοίταζε πώς να αρπάξει το δαχτυλίδι τση και να φύγει. Μα ο Λάπας, κατρεγάρης, το εφύλαε καλά. Περνάνε μέρες, μήνες, και να το κοντολογούμε, αγαπηθήκανε και εκάμανε δύο παιδία, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, και εζούσανε αγαπημένα. Η Ανεράιδα επολεμούσε πάντα να εύρει τρόπον να πάρει το δαχτυλίδι τση.

Ήτανε τση Αγίας Μαύρας, που γίνεται το καλύτερο πανηγύρι που γίνεται στη Ζάκυθο, στο Μαχαιράδο, το Μάη. Εσκέφτηκε η Ανεράιδα να πείσει τον άντρα τση να πάνε στο πανηγύρι, μα ήθελε και να χορέψει. Ο καημένος ο άντρας είπε ναι, να πάνε για να διασκεδάσει. Επήγανε, και στο πανηγύρι τού λέει η Ανεράιδα. «Μα, αντρούλη μου, θέλω να κάμω τη φιγούρα μου στο χορό, και για να περάσω στο χορό ούλες τσι γυναίκες πρέπει να φορέσω το δαχτυλίδι μου, χωρίς αυτό δεν θα κάμω τη φιγούρα που θέλω, για να τιμήσω και σένανε».

Ο Λάπας ο καημένος, αθώος, το επίστεψε, και τση δίνει το δαχτυλίδι· επίστευε ότι η γυναίκα του δεν μπορούσε να του κάμει κακό, να τον απατήσει.

Η Ανεράιδα παίρνει το δαχτυλίδι τση, το φορεί και δίδει μία φουσκιά του αντρός τση μπροστά στ' ασκέρι, στα μούτρα του, που τον έκαμε να κάμει τρεις γύρους και να πέσει χάμου του μάκρου και του πλάτου, σα πεθαμένος. Η Ανεράιδα έπειτα από το φούσκο εχάθηκε, πάει πεταχτά στο σπίτι στη Εξωχώρα, αρπάζει το αρσενικό παιδί και το σχίζει στη μέση, και παίρνει το μισό μαζί τση, παίρνει μαζί τση και το θηλυκό, και εχάθηκε. Τόμου συνήλθε ο Λάπας, πάει στο σπίτι και είδε τη συφορά του.

Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Η εκδίκηση τση Ανεράιδας (Ζάκυνθος)


Dance of the Fairies by Peggy L Smith. © Enchanted Booklet.com
____________


«Η Samodiva που παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της»

Ουράνια πλάσματα, μαγικά, εξωπραγματικά, που μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία με τις νεράιδες της ελληνικής παράδοσης, είναι και οι «Samodivas» ή «Samovilas»  της σλάβικης μυθολογίας. Οι διηγήσεις για την ύπαρξη των Samodivas χρονολογούνται  ήδη από τον 13ο αιώνα και βασίζονται σε θρακικούς μύθους που ανάγονται στους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας, καθώς λέγεται ότι συνόδευαν με τις χορευτικές τους ικανότητες τις νότες του μυθικού Ορφέα.

Πλάσματα του δάσους, κόρες της παλαιο-βαλκανικής θεάς Bendis (πιθανώς πρόκειται για εκδοχή της Άρτεμης), είναι απόκοσμες όμορφες και αιώνια νέες γυναίκες που δεν ήθελαν να παντρευτούν και διατήρησαν την άγρια και θεϊκή τους ουσία. Συνήθως απεικονίζονται με μακριά, ξανθά μαλλιά, φορούν λευκά φορέματα και στεφάνια με λουλούδια και έχουν συγγένεια με τη φωτιά. Τους ανοιξιάτικους μόνο και καλοκαιρινούς μήνες, περιπλανιούνται στις λίμνες και στα ποτάμια, πλένουν τα ρούχα τους, τα στεγνώνουν στο φεγγαρόφωτο κι έπειτα χορεύουν στα λιβάδια σε έξαλλους ρυθμούς,  υπό τους ήχους των αυλών απαχθέντων βοσκών, τους οποίους και μαγεύουν. 

Σ' ένα παλιό βουλγαρικό λαϊκό τραγούδι, «Η Samodiva που παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της», τρεις νύμφες βγάζουν τα μαγικά λευκά τους φορέματα για να κάνουν μπάνιο, αλλά τους βλέπει ένας βοσκός που ερωτεύεται μια απ' αυτές. Της κλέβει το φόρεμα και όσο κι αν τον παρακαλάει να της το δώσει πίσω, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να γυρίσει σπίτι της, εκείνος αρνείται. Τη νύχτα του γάμου τους, όλοι οι χωριανοί επιμένουν να χορέψει η  Samodiva για να τους διασκεδάσει, αλλά εκείνη λέει ότι δεν μπορεί να χορέψει τόσο όμορφα χωρίς το φόρεμά της. Τελικά, ο άντρας της, πιεσμένος από όλους, της το δίνει πίσω και κείνη πετάει μακριά.

Στο βουλγαρικό λαϊκό παραμύθι «Diva Samodiva», βλέπουμε την ίδια αφήγηση για έναν νεαρό βοσκό που ερωτεύεται μια Samodiva δίπλα στη λίμνη. Ο παππούς του τον συμβουλεύει ότι ένα τέτοιο πλάσμα δεν θα κατασταλάξει ποτέ και θα μπαίνει στον πειρασμό να φύγει και ότι δεν της αρέσει καν να είναι νοικοκυρά, ούτε να μαγειρέψει μπορεί ούτε να είναι υπάκουη. Ο όμως άντρας λέει:

– «Δεν με νοιάζει, αν θελήσει να το σκάσει αργότερα, θέλω τουλάχιστον μια ευκαιρία». 

Παίρνει λοιπόν τον χάλκινο αυλό του και βγαίνει στην πανσέληνο, να της παίξει τραγούδια στο δάσος, κοντά στη λίμνη, όπου κάνει μπάνιο. Μαγεμένος από τον  όμορφο χορό της, της κλέβει το φόρεμα. Τρέμοντας σαν φοβισμένο πουλί, εκείνη τον παρακαλεί: 

– «Σε παρακαλώ, δώσε μου πίσω το λευκό μου φόρεμα, για να επιστρέψω σπίτι. Είμαι Samodiva, δεν μπορείς να με φέρεις στο χωριό, δεν είμαι φτιαγμένη  γι' αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να γίνω γυναίκα σου, δεν μπορείς να με αναγκάσεις να σε αγαπήσω. Γίνεται αγάπη με το στανιό;» 
  
Όμως ο βοσκός αρνείται και την παντρεύεται. Τα χρόνια περνούν, ώσπου μια μέρα τους καλούν σε μια γιορτή του χωριού, όπου όλος ο κόσμος της ζητάει να χορέψει. Όπως και στην πρώτη ιστορία, ο άντρας της δίνει τελικά το φόρεμα. Μόλις αρχίσει να χορεύει, είναι τόσο χαρούμενη και τόσο όμορφα λάμπει, όσο την πρώτη φορά που τη γνώρισε. Γίνεται όμως τόσο ελαφριά που αρχίζει να πετάει μακριά. 

– «Πού πας αγαπημένη νύφη, πού να σε ξαναβρώ;» 

Τον χαιρετάει και του φωνάζει, καθώς ξεμακραίνει: 

– «Θα με βρεις στο χωριό Omainiche!» 

Κι έτσι ο βοσκός ξεκινάει για  ένα μακρύ ταξίδι, ψάχνοντας αυτό το άγνωστο χωριό, που κανείς δεν το είχε ακούσει ποτέ. Μετά από πολλές δοκιμασίες και κακουχίες, μια μέρα το βρίσκει με τη βοήθεια ενός αετού και επιστρέφει κοντά της. Αφού μ’ αυτόν τον τρόπο αποδείχτηκε άξιος της αγάπης της, η  Samodiva δέχεται να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι τους και να ζήσουν αγαπημένοι στον δικό του πλέον κόσμο.


Samodivas dancing (artist unknown)
___________

Τι καλοτυχία παντοτινή! Μια νεράιδα για νύφη! 

Παρόμοιες ιστορίες για Νεράιδες που παντρεύονται θνητούς, για να τις χάσουν και να τις ξανακερδίσουν μετά από σκληρή προσπάθεια, βρίσκουμε και στη Σερβία.Μια απ' αυτές είναι η ιστορία του Τρελαντώνη: 

Εκείνον τον καιρό κι εκείνα τα ζαμάνια ζούσε ένας άνθρωπος που είχε έξι παιδιά· τρεις γιους και τρεις θυγατέρες. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, φώναξε τους γιους του και τους ορμήνεψε:

Στους πρώτους που θα ζητήσουν τις αδελφές σας σε γάμο, να τους τις δώσετε! Τώρα πάρτε την ευχή μου.

Αυτό είπε και άφησε την ψυχή του. [...]

Σαν έφυγαν και οι τρεις αδελφές από το σπίτι, αποζήτησαν τα τρία αδέλφια μια γυναίκα και είπαν στον Τρελαντώνη:

Σύρε, μωρέ Τρελαντώνη, να βρεις μια γυναίκα να την έχουμε στο σπίτι.

Κίνησε ο μικρός αδελφός κι εκεί που πήγαινε συλλογιόταν πού να μείνει· εκεί που συλλογιόταν, βρίσκει έναν χότζα, που τον πήρε στη δούλεψη του να του φυλάει εφτά πρόβατα. Σαν τα βρήκαν και συμφώνησαν, ο χότζας τού είπε:

— Τρεις φορές αν σου ξεφύγουν και γυρίσουν σπίτι, θα σου το ξεριζώσω το κεφάλι.

Γελά ο Τρελαντώνης:

— Πού να μου ξεφύγουν εμένα εφτά πρόβατα! Εγώ στα βουνά μου κρατούσα μυριάδες.

Την πρώτη μέρα που πήγε τα πρόβατα στην ακρολιμνιά, γύρω στο μεσημέρι, κάτι έπεσε στη λίμνη· τα πρόβατα φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω στον χότζα. Τη δεύτερη μέρα το καταμεσήμερο πάλι του ξέφυγαν. Την τρίτη μέρα έγδαρε τη φλούδα ενός έλατου, τη φόρεσε στο κεφάλι, μπήκε στη λίμνη και κολυμπούσε.

Σαν φάνηκε κάτι να 'ρχεται από τον ουρανό δεν πρόλαβε να πέσει στη λίμνη αλλά έπεσε στη φλούδα που 'χε ο Τρελαντώνης στο κεφάλι. Το γράπωσε εκείνος με τα δυο του χέρια κι έπιασε κάτι φτερούγες. Κάτω από τις άσπρες φτερούγες κρυβόταν μια κάτασπρη νεράιδα ζαβλακωμένη από το πέσιμο. Της πήρε τα φτερά της και το πέπλο της, την έκοψε στον ώμο κι άιντε πίσω στο σπίτι του.

Μόλις τον είδαν τ' αδέλφια του από μακριά έτρεξαν να τον απαντήσουν:

— Τι καλοτυχία παντοτινή μάς φέρνει ο αδελφός μας! Μια νεράιδα για νύφη!

Μια μέρα, ύστερα από λίγα χρόνια, παντρευόταν του Τρελαντώνη ο αδερφός. Εκεί που όλοι χόρευαν και γλεντούσαν, η νεράιδα έστεκε μονάχη, σκοτισμένη και πολλά λυπημένη. Ο Τρελαντώνης τη σίμωσε και τη ρωτάει:

— Τι έχεις και δε χαίρεσαι;

— Πώς να χαίρομαι όταν δεν έχω ρούχο για να στολιστώ.

Τη λυπήθηκε ο άμυαλος και τής έδωσε το πέπλο της και μαζί τα φτερά. Έλαμψε η νεραϊδοκόρη, τρεις φορές έσυρε το χορό, μα ξάφνου πετάχτηκε ψηλά από το χορό και στάθηκε ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Τιναζόταν ο Τρελαντώνης να την πιάσει και φώναζε:

— Τι έκανες; Γιατί με πρόδωσες;

Η νεράιδα του σφύριξε από ψηλά στ' αυτί:

— Σαν θα βρεις τον πύργο από διαμαντόπετρες, και σ' αυτόν τη γριά τη Σιδεροδόντα, τότε θα γίνω δική σου με το δικό μου θέλημα.

Και ξεχύθηκε προς τις ψηλές κορφές, και απ' όπου περνούσε άστραφτε ο ουρανός και σπιθοβολούσε. Τον κορόιδευαν τ' αδέλφια του, τον πείραζαν οι καλεσμένοι μέσα από το χορό:

— Αντώνη, Τρελαντώνη! μια ζωή τρελός θα σαι, αφού άφησες τη νεράιδα να χαθεί μέσ' απ' τα χέρια σου.

Κι ο Τρελαντώνης με σφιγμένη την καρδιά ταξίδεψε μέρα νύχτα, διάβηκε κάμπους και βουνά, δάση και λιβάδια, ερημιές και πολιτείες· πέρασε βασίλεια πολλά και παντού ρωτούσε για τον πύργο τον ανήκουστο και για τη γριά τη Σιδεροδόντα.

Kαι κάποτε κατάφερε να φτάσει.

Είδε ο Τρελαντώνης τα μαρμαρένια τα βουνά και τους κρουσταλλένιους κάμπους με τον πύργο από διαμαντόπετρα στη μέση και καρδιοχτύπησε σαν είδε την πιστή του τη νεραϊδοκόρη να βγαίνει από τον πύργο ασπροστολισμένη και να τον απαντά.

— Μάτια μου τρελά, ήρθες και με βρήκες, μα ακόμα δεν με πήρες ! [...]

Κι η αγαπημένη του νεράιδα θα τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας τις δοκιμασίες της γριάς Σιδεροδόντας μάνας.

— Άντε τώρα να σκάψεις και απόψε, να μου φέρεις ή την πίτα ψημένη ή του λαιμού σου το κεφάλι.

Δυο βράδια στη σειρά θα της φέρει την πίτα ψημένη τη μια χάρη στο μαγικό δαχτυλίδι και την άλλη χάρη στη βοήθεια των ξωτικών... Μέχρι που η γριά άρχισε να καταλαβαίνει.

Την τρίτη νύχτα, μεσάνυχτα, τον πήρε η νεράιδα στα φτερά της.

— Άιντε να με κλέψεις! και πέταξαν.

Καθώς εκείνος καθόταν στα φτερά της, του είπε:

— Γύρνα και δες αν μας ακολουθεί ένα άσπρο σύννεφο.

— Να μια άσπρη τούφα ξοπίσω μας, μας φτάνει!

— Εγώ θα μεταμορφωθώ σε πρόβατο κι εσύ κάνε τον τσομπάνη. Έρχεται η μικρή μου αδερφή! 

Τον ζύγωσε το άσπρο σύννεφο:

— Μην είδες, τσομπάνη μου, να πετάει από δω μια νεράιδα;

— Αν έβλεπα νεράιδες δε θα 'μουνα τσομπάνης. Και το σύννεφο γύρισε πίσω.

Πάλι η νεράιδα τον σήκωσε στα φτερά της, αλλά παραπέρα του λέει:

— Για κοίταξε αν πετάει πίσω μας ένα κόκκινο σύννεφο.

— Να το! είπε και κατέβηκαν στη γη· η νεράιδα έγινε γουρούνα κι αυτός έκανε τον έμπορα.

— Αν έβλεπα νεράιδες δε θα πουλούσα γουρούνια, είπε ο έμπορας στη δεύτερη αδερφή.

Και πάλι σηκώθηκαν και πήραν τα σύννεφα, όταν του είπε η νεράιδα:

— Αν φανεί το μαύρο σύννεφο,θα 'ναι η μάνα μου.

Σαν τους έφτασε το μαύρο σύννεφο, πετούσαν πάνω από μια λίμνη. Η νεράιδα πέταξε το λαμπερό της πέπλο, και η γριά πίστεψε πως η κόρη της έπεσε· από το φόβο της βούτηξε παρευθύς στη λίμνη και η λίμνη την κατάπιε. 

Ο Τρελαντώνης διάβηκε με την αγαπημένη του τους ουρανούς, χαιρέτησε τις αδελφές του και τις κάλεσε στο γάμο του. Τα αδέλφια του από μακριά έτρεξαν να τον απαντήσουν χαρούμενα:

— Τι καλοτυχιά παντοτινή μάς φέρνει ο αδερφός μας ο μικρός! Τη νεραϊδένια νύφη θα τη στεφανωθεί!

Σερβικά παραμύθια, Ο Τρελαντώνης, Momčilo Radić, Εκδόσεις Απόπειρα.


The Swan Maiden and her sisters by Inessa Kalabekova
____________


ΠΗΓΕΣ

  • Στέλιος Πρεζεράκος, Το πεύκο του φεγγαριού,  Ένας Έλληνας στο Edo, σελ. 132-134, εκδόσεις Memento
  • Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, τόμος Β, το Βήμα, 2015
  • Σερβικά παραμύθια, Ο Τρελαντώνης, Momčilo Radić, Εκδόσεις Απόπειρα.