Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Βιετναμέζοι, οι απόγονοι του Δράκου και της Νεράιδας


Ο Lạc Long Quân και η Âu Cơ με τα εκατό παιδιά τους
_______________

Kinh Dương Vương και Long Nữ

Χιλιάδες χρόνια πριν, στο σημερινό Βιετνάμ, όταν βασιλιάς ήταν ο Kinh Dương Vương, το βασίλειο Xích Quỷ ήταν ένα άγνωστο τμήμα μιας τεράστιας έκτασης στην Άπω Ανατολή, που ακουμπούσε την πλάτη του σε μια σειρά από ψηλά βουνά κι έβλεπε προς τους ωκεανούς από μια μεγάλη ακτογραμμή. Ο Kinh Dương Vương ήταν ένας άντρας ρωμαλέος και είχε την ικανότητα να περπατά στο νερό σαν να περπατάει στη στεριά. Παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Long Nữ, την κόρη του Động Đình Vương, ηγεμόνα της λίμνης Động Đình. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του θρύλου, ο Kinh Dương Vương παντρεύτηκε μια κόρη του ποταμού, θεά του νερού, που ανάμεσα στις πολλές δυνάμεις της ήταν η ικανότητα να μεταμορφώνεται σε θαλάσσιο δράκο.


Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο δίπλα στη θάλασσα και σύντομα απέκτησαν ένα αγόρι, που το ονόμασαν Sùng Lãm. Μεγαλώνοντας, ο Sùng Lãm ήταν τόσο δυνατός, που με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει έναν βράχο, που μόνο δύο άντρες μπορούσαν να τον κρατήσουν. Όπως και ο πατέρας του, ο Sùng Lãm είχε την ικανότητα να περπατά στο νερό σαν να περπατούσε στη στεριά. Διέθετε επίσης εξαιρετική δύναμη και ξεχωριστή ευφυΐα. Η καταγωγή από τον υποβρύχιο κόσμο της μητέρας του, ανέπτυξε στον νεαρό άντρα μια λατρεία για τον ωκεανό. Περνούσε το χρόνο του περπατώντας κατά μήκος των ακτών, απολαμβάνοντας τα κύματα και εξερευνώντας τα πλάσματα της θάλασσας. 

Όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο, τον αποκαλούσαν με το όνομά Lạc Long Quân, ο «Δράκος Άρχοντας του Lạc», γιατί οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο βασιλιάς τους είχε τη δύναμη των θαλάσσιων δράκων. Πράγματι, γρήγορα απέδειξε τις εξαιρετικές του δυνάμεις, έσωσε τον λαό του από την εισβολή τεράτων και διαβόλων και από πολλές φυσικές καταστροφές.




Ανάγλυφο του Lạc Long Quân στην παγόδα Ho Quoc στο Phu Quoc
______________________


Ο δράκος και η νεράιδα

Εν τω μεταξύ, στα υψίπεδα του βορρά υπήρχε ένα άλλο βασίλειο με βασιλιά τον Đế Ly. Κάποτε εκείνος θέλησε να επισκεφτεί τις νότιες χώρες, όπου βασίλευε ο Lạc Long Quân και έφερε μαζί του την όμορφη κόρη του, Âu Cơ, απόγονο των νεράιδων του βουνού. Ασυνήθιστοι στους κινδύνους του νότου, πατέρας και κόρη ταξίδεψαν νότια, στην ύπαιθρο, και καθώς ταξίδευαν, ξαφνικά τρόμαξαν από ένα γιγάντιο μαύρο πουλί που κατέβηκε από τον ουρανό, έτοιμο να τους επιτεθεί. Όταν είδε το τέρας, η Âu Cơ μεταμορφώθηκε σε γερανό και άρχισε να πετάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μακριά από το τερατώδες πλάσμα που την κυνηγούσε. Έτρεξε προς τη θάλασσα, με το πουλί να την πλησιάζει επικίνδυνα. 

Έτυχε εκείνη την ώρα, ο Lạc Long Quân να περπατάει κατά μήκος της ακτής, όταν άκουσε τον ήχο των φτερών που χτυπούσαν από πάνω του. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε το τεράστιο πουλί έτοιμο να πιάσει έναν εύθραυστο γερανό ανάμεσα στα νύχια του. Ο Lạc Long Quân σήκωσε έναν βράχο και με όλη του τη δύναμη τον πέταξε στον ουρανό. Ο βράχος βρήκε το στόχο του, χτύπησε το τέρας, που ούρλιαξε από τον πόνο και έπεσε στη γη νεκρό.

Όταν η Âu Cơ είδε τον σωτήρα της, πέταξε στην παραλία και προσγειώθηκε μπροστά του. Ο Lạc Long Quân ήταν έτοιμος να κάνει ένα βήμα μπροστά για να δει αν ο γερανός ήταν τραυματισμένος, όταν εκείνη πέταξε τα λευκά φτερά της και αμέσως μεταμορφώθηκε για άλλη μια φορά.

Τη στιγμή που ο Lạc Long Quân είδε την όμορφη νεράιδα να στέκεται μπροστά του, την ερωτεύτηκε. Η Âu Cơ, επίσης, θαμπώθηκε από τη δύναμη και την καλοσύνη του βασιλιά.


Ο Lạc Long Quân και η Âu Cơ με τα σύμβολα του γερανού και του δράκου
___________

Εκατό αυγά που έγιναν βασιλιάδες

Λίγο αργότερα παντρεύτηκαν σ’ έναν καταπράσινο κήπο, περιτριγυρισμένοι από πολλούς ανθρώπους που γιόρταζαν για το γάμο. Ό βασιλιάς έχτισε για τη γυναίκα του ένα όμορφο ορεινό κάστρο και ένα χρόνο αργότερα, η Âu Cơ γέννησε ένα σάκο γεμάτο με εκατό αυγά, τα οποία σύντομα εκκολάφθηκαν σε εκατό όμορφα αγόρια. Τα παιδιά μεγάλωσαν κι έγιναν δυνατά και έξυπνα όπως ο πατέρας τους, και καλόκαρδα και επιδέξια σαν τη μητέρα τους. Οι δύο γονείς τους έμαθαν πώς να καλλιεργούν τα εδάφη τους και να ζουν ευγενικά. 


Ανάγλυφο της Âu Cơ από τον ναό Noi Binh Da στο Ανόι.
_________

Για κάποιο διάστημα το βασίλειο ευημερούσε, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, ο βασιλιάς δράκος άρχισε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στον υποβρύχιο κόσμο του, ενώ η Âu Cơ νοσταλγούσε τα βουνά και το σπίτι της στον βορρά.

«Είμαι ένας θαλάσσιος δράκος από τη φύση μου», είπε ο Lạc Long Quân, «και εσύ, γυναίκα μου, είσαι μια νεράιδα του βουνού. Είμαστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας, όσο η φωτιά από το νερό. Φαίνεται ότι ο κοινός μας χρόνος μας έχει τελειώσει και πρέπει να χωρίσουμε».




Η Âu Cơ (αριστερά) και ο Lạc Long Quân (στη μέση)
___________

Το ζευγάρι λοιπόν, αποφάσισε να μοιράσει μεταξύ τους τα παιδιά και τα πενήντα να ζήσουν με τον Lạc Long Quân στις ακτές, ενώ τα άλλα πενήντα με την Âu Cơ στα βουνά. Ωστόσο, υποσχέθηκαν ότι παρά την απόσταση και τον χωρισμό, πρέπει να φροντίζουν ο ένας τον άλλον και να είναι πάντα εκεί για να βοηθήσουν σε περίπτωση που κάποιος έχει ανάγκη. 

Έτσι, ο Lạc Long Quân έφερε τα πενήντα παιδιά στην ακτή και χώρισε τις περιοχές για να κυβερνήσουν. Τους δίδαξε την τέχνη του ψαρέματος και του τατουάζ για να τρομάζουν τα θαλάσσια πλάσματα καθώς βουτούν και κυνηγούν για την τροφή τους.Τους εκπαίδευσε επίσης να καλλιεργούν το ρύζι και να το μαγειρεύουν σε σωλήνες μπαμπού. 


Ο Lạc Long Quân και η Âu Cơ με τα εκατό παιδιά τους
_____________

Η Âu Cơ, που έφερε τα πενήντα παιδιά στα βουνά, μοίρασε επίσης τις περιοχές της για να κυβερνήσουν.Τους έμαθαν να ζουν σε ζούγκλες και βουνά, να εκτρέφουν ζώα, να καλλιεργούν το έδαφος και να φυτεύουν οπωροφόρα δέντρα για τροφή. Έμαθαν να χτίζουν σπίτια πάνω σε πασσάλους από μπαμπού για να προστατεύονται από τ’ άγρια ζώα. Τα παιδιά του Lạc Long Quân και της Âu Cơ πιστεύεται ότι είναι οι πρόγονοι του Βιετνάμ. Το μεγαλύτερο αγόρι που πήγε με την Âu Cơ έγινε βασιλιάς, ονομάστηκε Hung Vuong, και ίδρυσε την πρωτεύουσά του στο Phong Chau. 


Το μεγαλύτερο αγόρι που πήγε με την Âu Cơ έγινε βασιλιάς και ονομάστηκε Hung Vuong
_____________

Οι απόγονοι του Δράκου και της Νεράιδας

Όταν ο βασιλιάς πέθανε, ο θρόνος πέρασε στον μεγαλύτερο γιο. Αυτή η διαδοχή συνεχίστηκε για αρκετές γενιές, με κάθε βασιλιά να παίρνει τον τίτλο Hung Vuong, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τη σταθερότητα στο βασίλειο. Ο λαός αγαπούσε και σεβόταν τους ηγεμόνες του, ζώντας με ειρήνη υπό τη σοφή καθοδήγησή τους.

Η ιστορία του Lạc Long Quân και της Âu Cơ έχει περάσει από γενιά σε γενιά, υπενθυμίζοντας στον Βιετναμέζικο λαό την εξαιρετική καταγωγή του. Είναι περήφανοι που είναι απόγονοι ενός δράκου και μιας νεράιδας, όνομα που χρησιμοποιείται συχνά στη βιετναμέζικη ποίηση με υπονοούμενο την έκκληση για αλληλεγγύη μεταξύ των εθνοτικών ομάδων στο Βιετνάμ. Επιπλέον, οι Βιετναμέζοι αποκαλούν ο ένας τον άλλον «συμπατριώτες» με την ίδια σημασία.

Ο θρύλος αυτός είναι μια απόδειξη του βιετναμέζικου πνεύματος, ανθεκτικού, ενωμένου και περήφανου. Οι απόγονοι του Lạc Long Quân και της Âu Cơ συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις αξίες των θεϊκών προγόνων τους, να αγαπούν την πολιτιστική τους κληρονομιά και να εργάζονται μαζί για την ευημερία της πατρίδας τους.


Ο Lạc Long Quân και η Âu Cơ, πρόγονοι των Βιετναμέζων
___________

ΠΗΓΕΣ


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Trọng Thủy και Mỵ Châu, μια αληθινή ιστορία αγάπης από το Βιετνάμ του παλιού καιρού

 

Ο Trọng Thủy και η Mỵ Châu
____________

Ο θρύλος της ακρόπολης Cổ Loa στο Ανόι του Βιετνάμ

Πρόκειται για μια από τις πιο διάσημες ιστορίες αγάπης στο Βιετνάμ. Οι χαρακτήρες υπήρξαν στην πραγματικότητα και η ιστορία βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν τον 3ο αιώνα π.Χ. στην ακρόπολη Cổ Loa, πρωτεύουσα του κράτους Âu Lạc, που σήμερα βρίσκεται στην περιοχή Dong Anh, στο Ανόι, περίπου 17 χιλιόμετρα βόρεια από το κέντρο της πόλης.

Σύμφωνα με ιστορικά αρχεία, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του An Dương Vương, η ακρόπολη Cổ Loa ήταν στρατιωτικό προπύργιο, η στρατηγική θέση της οποίας επέτρεπε να επιβλέπει τόσο το εύφορο δέλτα όσο και τα γύρω βουνά, καθιστώντας την έναν κρίσιμο εμπορικό κόμβο για την πρόσβαση σε μεγάλες πλωτές οδούς μεταξύ του Κόκκινου Ποταμού και του ποταμού Thai Binh. Παραμένει μέχρι και σήμερα ο αρχαιότερος αστικός χώρος στο Βιετνάμ και ένας από τους αρχαιότερους στη Νοτιοανατολική Ασία. Το 1962, η ακρόπολη Cổ Loa χαρακτηρίστηκε εθνικό ιστορικό και πολιτιστικό μνημείο από την κυβέρνηση του Βιετνάμ.

Σύμφωνα με το μύθο, η ακρόπολη Cổ Loa, η οποία χαιρετίζεται από τους αρχαιολόγους ως η παλαιότερη, μεγαλύτερη και με μοναδικό τρόπο σχεδιασμένη οχύρωση στην ιστορία του Βιετνάμ, είχε αρχικά εννέα τοίχους σε σχήμα σπειροειδούς σχήματος, αν και μόνο τρεις παραμένουν σήμερα. Τα εξωτερικά τείχη εκτείνονται σε 8 χιλιόμετρα, κατά μέσο όρο 3 - 4 μέτρα σε ύψος, με ορισμένα τμήματα ύψους 8 μέτρων. Η μέθοδος οικοδόμησης έχει χαρακτηριστεί μοναδική: καθώς έσκαβαν τη γη, δημιουργούσαν τις τάφρους και έχτιζαν  παράλληλα τα τείχη. Οι επάλξεις διαθέτουν απότομες εξωτερικές και ελαφρώς κεκλιμένες εσωτερικές όψεις, δυσκολεύοντας τους εχθρούς που εξαπέλυαν επίθεση από το εξωτερικό ενώ διευκόλυναν την άμυνα από το εσωτερικό. Η βάση των επάλξεων έχει πλάτος από 20 έως 30 μέτρα, ενώ η κορυφή κυμαίνεται από 6 έως 12 μέτρα.


Η μοναδική αρχιτεκτονική της ακρόπολης Cổ Loa, όπως σώζεται σήμερα
_______________

Trong Thuy και My Chau

Αφού ο βασιλιάς An Dương Vương έχτισε την ακρόπολη Cổ Loa, η Kim Quy, η Χρυσή θεά Χελώνα, έδωσε στον βασιλιά ένα νύχι του ποδιού της για να φτιάξει τη σκανδάλη ενός βασιλικού τόξου, ικανού να προστατεύει την ακρόπολη.Το τόξο αυτό είχε τη δυνατότητα να εκτοξεύει εκατό βλήματα τη φορά, να χτυπάει έναν στόχο αρκετές εκατοντάδες φορές και με κάθε βολή να σκοτώνει χιλιάδες εχθρούς. Ο Dương Vương διάλεξε έναν πολύ καλό τεχνίτη, τον Cao Lỗ και του ζήτησε να φτιάξει το τόξο. Εκείνος δούλεψε σκληρά και για πολλές μέρες, για να κατασκευάσει ένα τόξο πολύ μεγάλο και πολύ βαρύ, διαφορετικό από τα συνηθισμένα, που μόνο ένας αθλητής μπορούσε να σηκώσει. Ο Dương Vương αγαπούσε πολύ το μαγικό βασιλικό τόξο του και το είχε πάντα δίπλα του, στην κρεβατοκάμαρά του.

Το μαγικό βασιλικό τόξο του Dương Vương
____________


Εκείνη την εποχή, ο Triệu Đà, ο άρχοντας της περιοχής Nam Hải - τώρα ανήκει στην Κίνα - προσπάθησε πολλές φορές με τα στρατεύματά του να κατακτήσει την περιοχή Âu Lạc.  Επειδή όμως ο An Dương Vương είχε το μαγικό τόξο, ο στρατός του Triệu Đà είχε κάθε φορά πολλές απώλειες. Ζήτησε τότε να συνάψει ειρήνη με τον An Dương Vuong και έστειλε τον γιο του Trọng Thủy να προτείνει φιλία.

Όσο βρισκόταν εκεί, ο Trọng Thủy γνώρισε τη Mỵ Châu, την αγαπημένη κόρη του An Dương Vương, μια νεαρή κοπέλα ξεχωριστής ομορφιάς. Ο Trọng Thủy την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, κι εκείνη ανταποκρίθηκε από την αρχή στον έρωτά του. Οι δυο τους έρχονταν όλο και πιο κοντά και δεν υπήρχε μέρος στο Cổ Loa, που η Mỵ Châu δεν έδειξε στον εραστή της. Ο Dương Vương δεν υποψιαζόταν τίποτα, αντίθετα, βλέποντας το νεαρό ζευγάρι τόσο αγαπημένο, έδωσε αμέσως την κόρη του για σύζυγο στον Trọng Thủy. 


Ο γάμος της Mỵ Châu και του Trọng Thủy
______________

Μια νύχτα με φεγγάρι, η Mỵ Châu και ο Trọng Thủy κάθισαν σε μια λευκή πέτρα στη μέση του κήπου, κοιτάζοντας μαζί τον ψηλότερο τοίχο της ακρόπολης. Πάνω στην κουβέντα, ο Trọng Thủy ρώτησε τη γυναίκα του: 

— «Αγαπημένη μου, υπάρχει κάποιο μυστικό στο Âu Lạc που το κάνει απρόσβλητο από τους εχθρούς του;» 

Η Mỵ Châu απάντησε με ειλικρίνεια: 

— «Το Âu Lạc έχει ψηλούς τοίχους, βαθιές τάφρους κι ένα τόξο που εκτοξεύει χιλιάδες βλήματα κάθε φορά, οπότε ποιος θα μπορούσε να το νικήσει;». 

Ο Trọng Thủy ξαφνιάστηκε, προσποιούμενος ότι άκουσε πρώτη φορά για το μαγικό τόξο και ζήτησε να το δει. Η Mỵ Châu δεν δίστασε, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, όπου  φύλαγε ο πατέρας της το τόξο, έδειξε στον άντρα της τη σκανδάλη, που ήταν φτιαγμένη από το νύχι της Θεάς Χελώνας  Kim Quy και του εξήγησε πώς να τοξεύει. Ο Trọng Thủy άκουγε προσεκτικά, παρατηρώντας τη σκανδάλη για πολλή ώρα, και μετά έδωσε το τόξο στη γυναίκα του να το βάλει στη θέση του.

Την επόμενη μέρα, ο Trọng Thủy ζήτησε την άδεια του An Dương Vương να γυρίσει σπίτι για να επισκεφτεί τον πατέρα του. Μόλις έφτασε στην πατρίδα του, αποκάλυψε αμέσως στον Triệu Đà το μυστικό του μαγικού τόξου. Εκείνος διέταξε έναν εργάτη ειδικευμένο στην κατασκευή τόξων να φτιάξει μια σκανδάλη ίδια με αυτή του An Dương Vương. Αφού τελείωσε ο άντρας, ο Trọng Thủy έκρυψε το τόξο μέσα στο πουκάμισό του και επέστρεψε στο Âu Lạc.

Ο Dương Vương, βλέποντας την κόρη του χαρούμενη και ευτυχισμένη από τότε που γνώρισε τον σύζυγό της, δίνει εντολή στους υπηρέτες του να οργανώσουν για χάρη τους μια γιορτή. Ο Trọng Thủy έπινε με μέτρο, ενώ ο An Dương Vương και η Mỵ Châu έπιναν πολύ. Όταν ο πεθερός του και η γυναίκα του είχαν πια μεθύσει, ο Trọng Thủy μπήκε κρυφά στο δωμάτιο και αντικατέστησε τη σκανδάλη από το νύχι της Kim Quy με το ψεύτικο από το νύχι της κοινής χελώνας.

Την επόμενη μέρα, βλέποντας τον άντρα της ανήσυχο, η Mỵ Châu τον ρώτησε: 

— «Υπάρχει κάτι για το οποίο ανησυχείς; 

Ο Trọng Thủy απάντησε: 

— «Πρόκειται να φύγω μακριά. Ο πατέρας μου ζήτησε να γυρίσω αμέσως πίσω στον Βορρά. Θα πρέπει να χωρίσουμε, χωρίς να ξέρουμε πότε θα συναντηθούμε ξανά! Αν συμβεί κάτι κακό, αν οι χώρες μας βρεθούν ξανά αντιμέτωπες, τι να κάνω για να σε ξαναβρώ;» 

Η Mỵ Châu, λυπημένη και σοβαρή είπε: 

— «Ο χωρισμός θα μου ραγίσει την καρδιά. Έχω ένα παλτό με φτερά χήνας, που θα τα σκορπίσω στην πορεία για να χαράξω το μονοπάτι, και αυτό μπορεί να μας σώσει.  Αν χρειαστεί θα σκορπίσω τα φτερά στο δρόμο, για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη μου.» 


Αποχαιρετισμός του ζευγαριού
____________

Και μετά ξέσπασε σε λυγμούς. Επιστρέφοντας στο Nam Hải, ο Trọng Thủy έδωσε τη σκανδάλη του Kim Quy στον πατέρα του, που χαρούμενος αναφώνησε: «Αυτή τη φορά, η γη του Âu Lạc θα πέσει στα χέρια μου». Μόλις λίγες μέρες αργότερα, ο Triệu Đà διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί στο Âu Lạc.

Στο άκουσμα της είδησης, ο An Dương Vương δεν βιάστηκε να οργανώσει την άμυνά του, συνέχιζε να παίζει αμέριμνος σκάκι, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο μαγικό του τόξο. Όταν το εχθρικό στράτευμα έφτασε κοντά, ο An Dương Vương διέταξε να χρησιμοποιήσουν το μαγικό τόξο, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Ο στρατός του Triệu Đà έσπασε τις πύλες και όρμησε μέσα. Ο Dương Vương καβάλησε βιαστικά το άλογό του, με την Mỵ Châu καθισμένη πίσω του και βγήκε από την πίσω πύλη. Όσο έτρεχαν μακριά από την ακρόπολη, η Mỵ Châu μαδούσε τα φτερά του παλτού της και τα σκορπούσε κατά μήκος του δρόμου.

Ο An Dương Vương ζητάει από τη Χελώνα Kim Quy να τον προστατεύσει.
_____________

Ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος, το άλογο έτρεχε μέρες και νύχτες. Φτάνοντας στο βουνό Dạ Sơn δίπλα στην ακτή, πατέρας και κόρη ετοιμάζονταν να κατέβουν από το άλογο για να ξεκουραστούν. Όμως ο εχθρικός στρατός ήταν κοντά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγουν και ο An Dương Vương έστρεψε το πρόσωπο προς τη θάλασσα, ζητώντας από τη Χελώνα Kim Quy να τον προστατεύσει. 

— Αλίμονο! Ο παράδεισος με έχει εγκαταλείψει! Πόυ είναι η Χρυσή Χελώνα να με σώσει; 

Δεν είχε προλάβει ο βασιλιάς να τελειώσει την προσευχή του και μια ανεμοθύελλα ταρακούνησε συθέμελα τα βουνά και τα δάση. Η Χελώνα Kim Quy εμφανίστηκε και απευθυνόμενη στον An Dương Vương, είπε: 

— «Ο εχθρός είναι πίσω σου!». 

Ο An Dương Vương συνήλθε, τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι της Mỵ Châu. Μετά πήδηξε στο ποτάμι, ακολουθώντας την Χρυσή Χελώνα.


Ο An Dương Vương σκοτώνει την κόρη του Mỵ Châu
______________

Ο στρατός του Triệu Đà τράβηξε για να καταλάβει την ακρόπολη Cổ Loa, ενώ ο Trọng Thủy μόνος του, μ’ ένα άλογο ακολούθησε τα φτερά της χήνας για να βρει την Mỵ Châu. Πλησιάζοντας στην ακτή, είδε το σώμα της γυναίκας του πεσμένο στο χώμα. Αφού έκλαψε απαρηγόρητος, μάζεψε το σώμα της και το έφερε πίσω για να το θάψει στην ακρόπολη. Μετά βούτηξε στο πηγάδι όπου συνήθιζε να παίρνει το μπάνιο της η Mỵ Châu και πνίγηκε. 

Σχέδιο στο οποίο απεικονίζεται ο Trọng Thủy, όταν βρίσκει την γυναίκα του Mỵ Châu σκοτωμένη.
___________________

Σήμερα, στην αρχαία ακρόπολη Cổ Loa, στην περιοχή Đông Anh, στην πόλη του Ανόι, μπροστά από τον ναό του An Dương Vương, υπάρχει ένα πηγάδι που ονομάζεται «Πηγάδι του Trọng Thủy». Το πηγάδι βρίσκεται στη μέση μιας λίμνης και το νερό του έχει ένα ιδιαίτερο κοκκινωπό καφέ χρώμα. Ο θρύλος λέει ότι, όταν η Mỵ Châu αποκεφαλίστηκε από τον πατέρα της, το αίμα της κύλησε στη θάλασσα, τα στρείδια το έφαγαν και παρήγαγαν ροζ μαργαριτάρια, τα οποία, όταν πλυθούν στο νερό του πηγαδιού, λάμπουν μ' ένα παράξενο φως.


Το «Πηγάδι του Trọng Thủy», μπροστά από τον ναό του An Dương Vương
____________

Δυο τραγωδίες κι ένα οδυνηρό μάθημα ζωής

Μέσα από την ιστορία αυτή, η λαϊκή βιετναμέζικη παράδοση προβάλλει τις οδυνηρές τραγωδίες της απώλειας μιας χώρας και της τραγικής αγάπης, αγγίζοντας βαθιά τις καρδιές των αναγνωστών. 

Αρχικά, ο βασιλιάς An Dương Vương ήταν ένας σοφός και διορατικός ηγεμόνας, που έχτισε ένα ισχυρό βασίλειο και με τη βοήθεια της Χρυσής Χελώνας κατασκεύασε το τόξο, το οποίο έδιωξε τους εισβολείς. Αλλά η υπερβολική αυτοπεποίθησή του και η απόλυτη εμπιστοσύνη στο θεϊκό τόξο, τον έκαναν να υποτιμήσει τον εχθρό και άνοιξαν τον δρόμο για την απώλεια του βασιλείου του.

Το βασικό λάθος του ήταν η συμφωνία στο γάμο της Mỵ Châu με τον γιο του εχθρού, που αντί να σφυρηλατήσει την ειρήνη, όπως εκείνος περίμενς, επέτρεψε στον Trọng Thủy, να διεισδύσει και να κλέψει τα μυστικά του θεϊκού τόξου. Ο Triệu Đà, ένας σκληρός και εκδικητικός άντρας, έστειλε τον γιο του να ζητήσει το χέρι της Mỵ Châu, ενώ σχεδίαζε κρυφά να τον χρησιμοποιήσει ως κατάσκοπο. 

Με το μαγικό τόξο ο Triệu Đà εξεπέλυσε νέα επίθεση ενάντια στο Âu Lạc, ενώ ο An Dương Vương συνέχισε να παίζει σκάκι, πιστεύοντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον νικήσει. Όταν κατάλαβε ότι το θεϊκό τόξο δεν μπορούσε να του προσφέρει καμία προστασία, πανικόβλητος, τράπηκε σε φυγή, μαζί με την Mỵ Châu, που σκορπώντας φτερά χήνας κατά μήκος της οδού διαφυγής, οδήγησε τους εισβολείς κατευθείαν σ’ αυτούς. Κυριευμένος από θλίψη και συνειδητοποιώντας την αλήθεια, ο An Dương Vương τιμώρησε την κόρη του για την προδοσία της και ακολούθησε τη Χρυσή Χελώνα στη θάλασσα, ως καθυστερημένη έστω αναγνώριση της σταθερής δέσμευσής του στο έθνος. 

Η Mỵ Châu, μια αφελής και αθώα πριγκίπισσα, ζώντας μέσα στον προστατευτικό κλοιό της πατρικής αγάπης και φροντίδας, προκάλεσε άθελά της την πτώση του βασιλείου της και το δικό της τραγικό τέλος, από το χέρι του ίδιου του πατέρα της. Τυφλωμένη από την αγάπη, δεν αμφέβαλε ποτέ για τον σύζυγό της, ούτε έδωσε σημασία στα προειδοποιητικά σημάδια των αποχαιρετιστήριων λόγων του. Παρέμεινε άστόχαστα προσηλωμένη στην τελική τους επανένωση, ακόμα κι όταν οι εχθροί εισέβαλαν στη χώρα της και κινδύνευε η ίδια, ο πατέρας της και ο λαός. Η υπέρμετρη εμπιστοσύνη και η ακλόνητη πίστη ότι ο σύζυγος της θα έρθει να την σώσει της στοίχισαν τη ζωή. Άλλωστε σε μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, η πριγκίπισσα που ανταποκρίνεται μόνο στον ρόλο της συζύγου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη μοίρα της πατρίδας της είναι ένοχη. Η καταδίκη της από τη θεϊκή χελώνα – «Το άτομο πίσω σου είναι ο εχθρός!» – αντανακλά την οργή και τη θλίψη του λαού.

Εν τω μεταξύ, ο Trọng Thủy, ο οποίος ήρθε κοντά της με υστερόβουλα σχέδια, υπηρετώντας τις πατρικές φιλοδοξίες, ανέπτυξε πραγματικά και ειλικρινή συναισθήματα για την πριγκίπισσα του Βιετνάμ. Βρέθηκε διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη και το καθήκον προς την πατρίδα του. Στο τέλος, θυσίασε τον έρωτά του, επιλέγοντας την πίστη στον πατέρα του και τη δίψα του για κατάκτηση, από την αγάπη του για εκείνη. Η προδοσία του οδήγησε στην κλοπή του θεϊκού τόξου, που έθεσε σε κίνηση την καταστροφή του Âu Lạc. Μετά τον θάνατο της Mỵ Châu, ο Trọng Thủy ένιωσε τύψεις και βαθιά συντετριμμένος, έβαλε τέλος στη ζωή του πέφτοντας στο πηγάδι. 


Ο Trọng Thủy βρίσκει την Mỵ Châu νεκρή
____________

Για να δώσει λύση στην τραγωδία της αγάπης και να μεταφέρει ένα ουσιαστικό μάθημα, η λαϊκή παράδοση εισήγαγε το μοτίβο των μαργαριταριών και του πηγαδιού. Το αίμα της Mỵ Châu Mi κύλησε στη θάλασσα και έγινε μαργαριτάρια. Όταν αυτά τα μαργαριτάρια πλύθηκαν με νερό από το πηγάδι όπου είχε πνιγεί ο Trọng Thủy έγιναν ακόμα πιο όμορφα. Αυτή η λεπτομέρεια συμβολίζει τη διάρκεια της αγάπης των δύο συζύγων, ακόμη και στον θάνατο. Δεν ήταν η αγάπη που έφταιγε, αλλά οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στον τραγικό χωρισμό τους. Ο Trọng Thủy έδωσε τη νίκη στο λαό του, αλλά έχασε την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του. Η εικόνα των μαργαριταριών και του πηγαδιού αποκαθιστά επίσης το όνομα της Mỵ Châu, μετά την προδοσία της πατρίδας της και αντιπροσωπεύει τη συγχώρεση της λαϊκής παράδοσης απέναντί της.

Η τραγική ιστορία αγάπης της Mỵ Châu  και του Trọng Thủy συμβολίζει τη σύγκρουση μεταξύ των προσωπικών επιθυμιών και του εθνικού καθήκοντος. Είναι μια προειδοποιητική ιστορία για τις συνέπειες της προδοσίας και μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι η ευτυχία δεν κερδίζεται με εξαπάτηση και η αγάπη δεν μπορεί να συνυπάρχει με φιλοδοξίες και κακόβουλα σχέδια Λειτουργεί ως ένα διαχρονικό μάθημα για όσους βάζουν τα προσωπικά συναισθήματα πάνω από την διαρκή επαγρύπνηση για την προστασία της χώρας και παραβλέπουν το συλλογικό καλό για τα ατομικά πάθη. 

Όσον αφορά την καλλιτεχνική έκφραση, η ιστορία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της βιετναμέζικης παράδοσης των θρύλων, συνδυάζοντας την ιστορική αλήθεια με τη δημιουργική φαντασία. Οι χαρακτήρες της Χρυσής Χελώνας και του μαγικού τόξου είναι εμβληματικοί αυτής της συγχώνευσης, δείχνοντας τον ρόλο της θεϊκής επέμβασης και τη σημασία των όπλων στην υπεράσπιση του έθνους.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

«Táo Quân» ή «Ông Táo», οι Βιετναμέζοι Θεοί της κουζίνας

 

Πίνακας του Đông Hồ που απεικονίζει τους τρεις Θεούς της Κουζίνας.
_____________

«Táo Quân» ή «Ông Táo»

Στη βιετναμέζικη λαογραφία, οι θεοί της κουζίνας - «Táo Quân» ή «Ông Táo» - είναι πνεύματα που κατοικούν στην κουζίνα κάθε σπιτιού και είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των καθημερινών υποθέσεων της κουζίνας. 

Τα τρία άτομα είναι συλλογικά γνωστά ως «Táo Quân» ή «Ông Táo», αλλά το καθένα είναι υπεύθυνο για μία δουλειά:

* Ο Phạm Lang είναι «Thổ Công» (ο Θεός της κουζίνας που φροντίζει τη δουλειά της μαγειρικής)

* Ο Trọng Cao είναι «Thổ Địa» (ο Θεός του εδάφους που φροντίζει τις οικογενειακές υποθέσεις)

* Η Thị Nhi είναι «Thổ Kỳ» (ο Θεός που φροντίζει για τα θέματα που σχετίζονται με τα ψώνια στην αγορά)

Αρχικά κανονικοί άνθρωποι, οι τρεις τους έγιναν πνεύματα της κουζίνας με τη μαγική επέμβαση του Αυτοκράτορα Jade, του πιο σημαντικού προσώπου της Ταοϊστικής θρησκείας, όταν έμαθε την τραγική τους ιστορία. Στις παλιές βιετναμέζικες κουζίνες, η παραδοσιακή πήλινη κατσαρόλα στηρίζεται από τρεις στύλους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τους τρεις θεούς της κουζίνας.

Πίνακας των Θεών της Κουζίνας από το Βιετνάμ (19ος αιώνας)
_____________

Η τραγική ιστορία πίσω από τους τρεις Θεούς της Κουζίνας

Στο Βιετνάμ, η ιστορία τους μεταδόθηκε προφορικά και στη συνέχεια ηχογραφήθηκε, επομένως υπάρχουν διαφορές στις λεπτομέρειες, αλλά το κύριο περιεχόμενο συνοψίζεται ως εξής:

Ο Trọng Cao και η Thị Nhi ήταν σύζυγοι, που ζούσαν μαζί πολλά χρόνια,  χωρίς να έχουν καταφέρει ν’ αποκτήσουν παιδιά. Ήταν λυπημένοι και συχνά τσακώνονταν μεταξύ τους. Μια μέρα πάνω σ’ έναν ακόμα καυγά, ο Trọng Cao έδειρε και πέταξε τη γυναίκα του έξω από το σπίτι. Η Thị Nhi αγαπούσε ακόμα τον άντρα της, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει. Ξεκίνησε να περιπλανιέται και τελικά βρήκε έναν καλό άντρα, τον Phạm Lang, τον οποίο και παντρεύτηκε. Ο Trọng Cao μετάνιωσε για το φέρσιμό του, γέμισε τύψεις και ξεκίνησε να αναζητήσει τη γυναίκα του. Τέλειωσαν όμως τα χρήματα και τα εφόδιά του κι  έπρεπε να ζητιανεύει για φαγητό. Μια μέρα χτύπησε μια πόρτα και βρήκε, προς έκπληξή του, την πρώην γυναίκα του. Εκείνη, φέρνοντας στη μνήμη της τον έρωτά της για τον πρώτο της σύζυγο και συγκινημένη από την παρουσία του, τον κάλεσε μέσα και τον τάισε. Τότε ακούστηκε ο Phạm Lang να επιστρέφει στο σπίτι. Η Thị Nhi, φοβούμενη ότι ο σύζυγός της θα έβρισκε τον Trọng Cao, κάτι που θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί, έβαλε τον Trọng Cao να κρυφτεί σε ένα σωρό από άχυρα, στον κήπο. Ο Phạm Lang έβαλε φωτιά στα άχυρα για να φτιάξει λίπασμα για τα χωράφια. Ο Trọng Cao δεν τόλμησε να κουνηθεί για να προστατέψει την αρετή της γυναίκας του και έτσι αποδέχτηκε τη μοίρα του. Η Thị Nhi δεν μπορούσε να σώσει τον πρώτο της σύζυγο και δεν ήθελε να πει την αλήθεια, μήπως την χαρακτηρίσουν άπιστη, και έτσι πήδηξε στη φωτιά. Ο Phạm Lang, μη μπορώντας να καταλάβει γιατί η γυναίκα του πήδηξε στη φωτιά,  αποφάσισε να πηδήξει μαζί της, αντί να ζήσει χωρίς αυτήν. Ο Αυτοκράτορας Jade άκουσε αυτή την ιστορία, συγκινήθηκε, αναγνωρίζοντας τα ευγενή κίνητρα και των τριών. Έτσι χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να δέσει τις τρεις ψυχές ως «Táo Quân», δηλ. πνεύματα της κουζίνας. 

Ακουαρέλα των τριών Θεών της Κουζίνας στον παραδοσιακό βιετναμέζικο πολιτισμό. Καλλιτέχνης: Doan Thanh Loc.
______________

Οι Θεοί της Κουζίνας στη λατρεία του Βιετνάμ 

Οι Βιετναμέζοι πιστεύουν ότι οι τρεις θεοί της κουζίνας καθορίζουν τις ευλογίες και τις αρετές της οικογένειας, οι οποίες προέρχονται από τις ηθικές ενέργειες του ιδιοκτήτη του σπιτιού και των μελών της οικογένειας. Ο βωμός τοποθετείται συνήθως κοντά στην κουζίνα, με μια πλάκα γραμμένη με κινέζικους χαρακτήρες. Οι Βιετναμέζοι θεωρούν τους τρεις θεούς ως μέλος της οικογένειας και κάνουν προσευχές και προσφορές στον οικογενειακό βωμό.

Η λατρεία των Θεών της Κουζίνας  είναι ένα έθιμο που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, με μεγάλη σημασία, καθώς συμβολίζει τον αποχαιρετισμό σε όλα τα κακά πράγματα της παλιάς χρονιάς για να βοηθήσει τους ανθρώπους να μπουν χαλαρά σε μια νέα χρονιά ειρήνης και ευτυχίας.

Κάθε χρόνο, στις 23 του τελευταίου μήνα του σεληνιακού έτους, οι «Táo Quân» φεύγουν από την κουζίνα, σταλμένοι από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και καβαλώντας έναν κυπρίνο ανεβαίνουν στον ουρανό για να δώσουν αναφορά για τις πράξεις κάθε οικογένειας. Την ημέρα εκείνη, η οικογένεια προσφέρει τα καλύτερα μπαχαρικά, φαγητό, ρούχα και χρήματα, έτσι ώστε οι αναφορές να είναι βέβαιο ότι θα είναι καλές. 

Τα τελετουργικά και οι προσφορές ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή. Συνήθως, εκτός από λάμπες, θυμίαμα, αναθηματικά χαρτιά, φρέσκα λουλούδια και έναν δίσκο με πέντε φρούτα, υπάρχει επίσης ένας δίσκος με παραδοσιακά πιάτα όπως μαγειρεμένο κολλώδες ρύζι στον ατμό, κοτόπουλο, χοιρινή πίτα, τηγανητά σπρινγκ ρολς και σούπα μπαμπού. Ωστόσο, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε οικογένειας, οι άνθρωποι μπορούν επίσης να ετοιμάσουν πιάτα για χορτοφάγους ως προσφορές.

Προσφορές προς τους Θεούς Κουζίνας την 23η ημέρα του 12ου σεληνιακού μήνα
______________________

Οι προσφορές περιλαμβάνουν επίσης ένα σετ αναθηματικών ρούχων και, ειδικά, χρυσούς κυπρίνους - το «όχημα» για τους θεούς που γυρίζουν στον Παράδεισο. Οι άνθρωποι συχνά προετοιμάζουν δύο ή τρεις ζωντανούς κυπρίνους και στη συνέχεια τους απελευθερώνουν σε ένα ποτάμι ή λίμνη μετά το τελετουργικό λατρείας με την πεποίθηση ότι τα ψάρια θα μεταφέρουν τους θεούς στον Παράδεισο. Σήμερα, οι ζωντανοί κυπρίνοι μπορούν επίσης να αντικατασταθούν με χάρτινους, οι οποίοι θα καούν μαζί με άλλες χάρτινες προσφορές μετά το τελετουργικό.

Στη βιετναμέζικη κουλτούρα , η Πρωτοχρονιά (Tết) είναι η εποχή για μια νέα αρχή.Τα παιδιά παίρνουν κόκκινους φακέλους με χρήματα μέσα, ως δώρα για καλή τύχη την επόμενη χρονιά. Οι βιετναμέζικες οικογένειες προετοιμάζουν τα σπίτια τους για τον ερχομό μιας ευημερούσας νέας χρονιάς, καθαρίζοντας και γυαλίζοντας τα ασημικά τους. Tην παραμονή της πρώτης ημέρας του Σεληνιακού έτους, οι τρεις Θεοί επιστρέφουν στις θέσεις τους για να συνεχίσουν την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Η παράδοση λέει ότι ο Θεός της κουζίνας είναι πολύ φτωχός για να αγοράσει καινούργια ρούχα, και έτσι απλά φοράει μια μακριά ρόμπα και ένα κοντό παντελόνι. Άλλες μαρτυρίες λένε ότι επειδή βιαζόταν τόσο πολύ να επιστρέψει στη γη, ξέχασε να βάλει το μακρύ παντελόνι του, πριν φύγει από τον ουρανό!

Προσφορές - αναθήματα στους τρεις Θεούς της Κουζίνας
____________

ΠΗΓΕΣ




Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Το μαγικό σπαθί της λίμνης Hoan Kiem στο Ανόι του Βιετνάμ


Ο αυτοκράτορας Le Loi κρατά το μαγικό του σπαθί, που μπορούσε να τον μεταμορφώσει σε γίγαντα, 
ενώ η Kim Qui, η θεϊκή Χρυσή Χελώνα, κοιτάζει.
_______________

Η παράδοση του σπαθιού στη λίμνη Hoan Kiem, ισχυρό σύμβολο του Βιετνάμ. 

«Το τριών ποδιών μαγικό σπαθί έδιωξε τους εχθρούς
Τραγούδια αντηχούν παντού στο βουνό, τα ποτάμια και όλη τη γη
Η χελώνα φέρνει το πολύτιμο σπαθί πίσω στην προηγούμενη θέση του
Η λίμνη του επιστρεφόμενου σπαθιού λάμπει από το φως που αντανακλάται.»

Η λίμνη Hoan Kiem, το ήρεμο υδάτινο σώμα που βρίσκεται στην παλιά συνοικία του Ανόι, παίζει σημαντικό ρόλο στη βιετναμέζικη μυθολογία. Ενώ υπάρχουν πολλές παραλλαγές της ιστορίας, όλες περιλαμβάνουν την κεντρική φιγούρα του Lê Lợi, ενός μεγάλου πολεμιστή, που υπερασπίζεται το Βιετνάμ από τη δυναστεία των Μινγκ της Κίνας, καθώς και έναν ψαρά, μια θεοποιημένη χρυσή χελώνα και το σπαθί Thuận Thiên, ένα ισχυρό όπλο που κληροδοτήθηκε στον Lê Lợi από τον Long Vương, έναν μυθικό Βασιλιά - Δράκο. 

Ο Lê Lợi (1385 -1433 μ.Χ.) ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, ένας επαναστάτης ήρωας που έγινε αυτοκράτορας και ο οποίος διέθετε στρατιωτικό ταλέντο, κυβερνητική ικανότητα και συμπόνια για τους ανθρώπους. Έγινε ιδρυτής της δυναστείας Lê ( (1428–1788), της μεγαλύτερης και μακροβιότερης δυναστείας του παραδοσιακού Βιετνάμ. 


Άγαλμα του βασιλιά Lê Lợi μπροστά από το Δημαρχείο της επαρχίας Thanh Hóa.
_____________

Το Thuận Thiên (Θέληση του Ουρανού) ήταν το μυθικό μαγικό ξίφος του βασιλιά Lê Lợi, το οποίο, μετά από δέκα χρόνια σκληρών μαχών (1418 -1428), έφερε την πολυπόθητη νίκη στην εξέγερση ενάντια στη δυναστεία των Μινγκ, που είχε εισβάλει και είχε καταλάβει το Βιετνάμ το 1407. Το σπαθί διέθετε μαγική δύναμη, η οποία υποτίθεται ότι έκανε τον Lê Lợi να ψηλώσει πολύ και ν’ αποκτήσει τη δύναμη 10 χιλιάδων ανδρών.


Καλλιτεχνική απόδοση του θρυλικού σπαθιού Thuận Thiên (Θέληση του Ουρανού)
___________

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του έθνους, οι Βιετναμέζοι είναι απόγονοι ενός θαλάσσιου δράκου και μιας νεράιδας του βουνού. Έτσι ο Long Vương, ο θρυλικός Βασιλιάς Δράκος της λίμνης Hồ Lục Thủy (Λίμνη του Πράσινου Νερού) - αυτή ήταν η αρχική ονομασία της λίμνης Hoan Kiem - αποφάσισε να βοηθήσει τον Lê Lợi δανείζοντάς του το σπαθί του. Μια εκδοχή του θρύλου θέλει το σπαθί να έχει δοθεί ολόκληρο στον Lê Lợi από την Kim Quy, τη γιγάντια θεϊκή Χρυσή Χελώνα, ενώ μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το σπαθί δεν του δόθηκε εξ αρχής ολόκληρο, αλλά χωρίστηκε σε δύο μέρη: μια λεπίδα και μια λαβή σπαθιού.


Καλλιτεχνική απεικόνιση της χελώνας Kim Quy που δίνει στον Lê Lợi το μυθικό σπαθί, 
Thuận Thiên.
________________



Ο θρύλος του Lê Lợi  όπως απεικονίζεται σε βιετναμέζικο γραμματόσημο
_____________


Lê Lợi και Lê Thận: ο πολεμιστής και ο ψαράς

Στην επαρχία Thanh Hóa, υπήρχε ένας ψαράς με το όνομα Lê Thận, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τον Lê Lợi. Ένα βράδυ, το δίχτυ του έπιασε κάτι βαρύ. Σκεπτόμενος πόσα χρήματα θα έπαιρνε γι' αυτό το μεγάλο ψάρι, ενθουσιάστηκε πολύ. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του σύντομα μετατράπηκε σε απογοήτευση, όταν είδε ένα μακρύ, λεπτό κομμάτι μετάλλου μπλεγμένου στο δίχτυ.Το πέταξε πάλι στο νερό και όταν τράβηξε το δίχτυ, το μεταλλικό κομμάτι ήταν πάλι εκεί.Το σήκωσε και το πέταξε μακριά με όλη του τη δύναμη.Την τρίτη φορά που ανέβηκε το δίχτυ, έγινε το ίδιο: το μεταλλικό κομμάτι ήταν ξανά μπλεγμένο στο δίχτυ. Σαστισμένος, έφερε τη λάμπα του πιο κοντά και εξέτασε προσεκτικά το παράξενο αντικείμενο. Μόνο τότε παρατήρησε ότι ήταν η λεπίδα ενός ξίφους, που του έλειπε η λαβή. Πήρε τη λεπίδα μαζί του και μη ξέροντας τι να την κάνει, την έβαλε στη γωνία του σπιτιού του.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Lê Thận εντάχθηκε στον επαναστατικό στρατό του Lê Lợi και γρήγορα ανέβηκε σε βαθμίδες. Κάποτε, ο στρατηγός επισκέφτηκε το σπίτι του ψαρά, που δεν είχε φωτισμό, οπότε όλα ήταν σκοτεινά. Αλλά σαν να αισθανόταν την παρουσία του Lê Lợi, η λεπίδα στη γωνία του σπιτιού εξέπεμπε μια φωτεινή λάμψη. Ο Lê Lợi σήκωσε τη λεπίδα και είδε δύο λέξεις να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του: Thuận Thiên (Θέληση του Ουρανού). Με την έγκριση του Lê Thận, ο Lê Lợi πήρε τη λεπίδα μαζί του. Μια μέρα, κυνηγημένος από τον στρατό των Μινγκ, ο Lê Lợi είδε ένα παράξενο φως να αναβλύζει από τα κλαδιά ενός δέντρου banyan. Ανέβηκε στα κλαδιά και εκεί βρήκε μια λαβή σπαθιού, στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Θυμούμενος τη λεπίδα που είχε βρει νωρίτερα, την έβγαλε και την τοποθέτησε στη λαβή. Η εφαρμογή ήταν τέλεια. 

Πιστεύοντας ότι ο Παράδεισος του είχε εμπιστευθεί τη μεγάλη υπόθεση της απελευθέρωσης της γης του Βιετνάμ, ο Lê Lợi πήρε τα όπλα και συγκέντρωσε τον κόσμο κάτω από τη σημαία του. Για τα επόμενα χρόνια, το μαγικό σπαθί του έφερνε τη μία νίκη μετά την άλλη. Οι άνδρες του δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβονται στο δάσος, αλλά διείσδυσαν επιθετικά σε πολλά εχθρικά στρατόπεδα και κατέλαβαν τους σιταποθήκες τους. Το σπαθί τους βοήθησε να απωθήσουν τον εχθρό, έως ότου το Βιετνάμ απελευθερώθηκε και πάλι από την κινεζική κυριαρχία. Ο Lê Lợi ανέβηκε στο θρόνο το 1428, τερματίζοντας τη 10ετή εκστρατεία του και ανακτώντας την ανεξαρτησία της χώρας.


Η εικόνα του Lê Lợi μεταφέρθηκε και στο κουκλοθέατρο του νερού
___________

Η επιστροφή του σπαθιού στον Δράκο - Βασιλιά

Όπως ακριβώς και στο θρύλο του Excalibur, του μαγικού σπαθιού που χρησιμοποιούσε ο βασιλιάς Αρθούρος, το Thuận Thiên έπρεπε να επιστραφεί στην υδάτινη πηγή του.

Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Lê Lợi βρισκόταν σε μια βάρκα με δράκο, που έκανε βόλτα γύρω από τη Hồ Lục Thủy (Λίμνη Πράσινου Νερού), ακριβώς μπροστά από το παλάτι του. Όταν έφτασαν στη μέση της λίμνης, μια γιγάντια χελώνα (Kim Qui) αναδύθηκε κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ο Lê Lợi διέταξε τον καπετάνιο να επιβραδύνει και ταυτόχρονα είδε το μαγικό σπαθί στη ζώνη του να κινείται από μόνο του. Η Χρυσή Χελώνα προχώρησε προς τη βάρκα και τον αυτοκράτορα, και στη συνέχεια με ανθρώπινη φωνή, του ζήτησε να επιστρέψει το μαγικό σπαθί στον αφέντη της, που ζούσε κάτω από το νερό. 

- Η Μεγαλειότητά σας πρέπει να επιστρέψει το σπαθί στον Long Vương!

Ξαφνικά έγινε σαφές στον Lê Lợi ότι το σπαθί του δόθηκε μόνο για να εκτελέσει το καθήκον του, αλλά τώρα πρέπει να επιστραφεί στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, διαφορετικά κινδυνεύει να τον διαφθείρει. Ο Lê Lợi τράβηξε το σπαθί από το θηκάρι του και το έδωσε στη χελώνα. Με μεγάλη ταχύτητα, η χελώνα άνοιξε το στόμα της και άρπαξε με τα δόντια της το σπαθί στον αέρα. Κατέβηκε πάλι στο νερό, με το γυαλιστερό σπαθί στο στόμα της, και για μια μεγάλη περίοδο, λέγεται ότι φαινόταν ένα φως να τρεμοπαίζει στα θολά βάθη της λίμνης. Σε ανάμνηση αυτού του εκπληκτικού γεγονότος, ο Lê Lợi μετονόμασε αυτή τη λίμνη σε Hồ Gươm (Λίμνη του ξίφους) ή Hồ Hoàn Kiếm (Λίμνη του επιστρεφόμενου ξίφους).


Απεικόνιση του θρύλου της Kim Qui και του μαγικού ξίφους, 
σε κεραμική τοιχογραφία στο ναό Hoan Kiem
____________


Tháp Rùa, ο Πύργος της Χελώνας

Συνδεδεμένος στενά με τον μύθο του μαγικού σπαθιού και της Χρυσής Χελώνας είναι και ο Πύργος της Χελώνας - Tháp Rùa, στα Βιετναμέζικα - χτισμένος σε μια νησίδα περίπου 350 τετραγωνικών μέτρων, μια πρώην περιοχή αλιείας την εποχή του βασιλιά Le Thanh Tong, στο μέσον της λίμνης Hoàn Kiếm,  Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν εδώ και κατέκτησαν το Ανόϊ, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού γύρω από τη λίμνη έφυγε μακριά, όπως κι οι βιετναμέζοι αξιωματούχοι οι οποίοι εγκατέλειψαν τα γραφεία τους κι έμεινε μόνο ο Nguyen Ngoc Kim, ο οποίος ήταν ο μεσολαβητής μεταξύ των γαλλικών στρατευμάτων και των Βιετναμέζων. Το 1886, ο Nguyen Ngoc Kim έλαβε άδεια από την κυβέρνηση να χτίσει έναν πύργο στη μέση της λίμνης Hoàn Kiếm προς τιμήν του Lê Lợi, όμως εκείνος σχεδίαζε να θάψει κρυφά τον πατέρα του μέσα στον πύργο. Οι κάτοικοι της πόλης ανακάλυψαν τα σχέδιά του και έβγαλαν το σώμα του πατέρα του από την κατασκευή.

Κάποιοι λένε ότι η ονομασία Πύργος της Χελώνας οφείλεται στο γεγονός ότι κάποτε ζούσαν πολλές μεγάλες χελώνες στη λίμνη. Ο θρύλος λέει ότι οι χελώνες στη λίμνη Hoan Kiem γεννήθηκαν στο Lam Kinh, στο Thanh Hoa, τη γενέτειρα του Lê Lợi, και μεταφέρθηκαν εδώ από τον Lê Lợi.


Tháp Rùa, ο Πύργος της Χελώνας
______________

Η χελώνα της λίμνης Hoan Kiem (Kim Quy)

Λόγω αυτού του θρύλου, η χελώνα της λίμνης Hoan Kiem  αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα στη βιετναμέζικη μυθολογία. Εκτιμάται για τη σοφία και την προστατευτική της φύση και διακρίνεται από το λαμπερό χρυσό κέλυφός της, το οποίο συμβολίζει την ευημερία και τη θεϊκή προστασία. Η αστραφτερή επιφάνεια χρησιμεύει ως μεταφορά για την αγνότητα και τη σοφία, ενισχύοντας τη σεβαστή της θέση. Με στιβαρή κατασκευή, δυνατά άκρα και επιμήκη λαιμό, η Kim Quy παρουσιάζει μια τρομερή παρουσία που προκαλεί σεβασμό.

Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις συχνά αναδεικνύουν μοναδικά χαρακτηριστικά, όπως ένα εκφραστικό πρόσωπο που μεταφέρει ευφυΐα και γαλήνη. Περίπλοκα σκαλίσματα και σύμβολα κοσμούν το κέλυφός του, τονίζοντας τις θεϊκές του ιδιότητες και τους συσχετισμούς με την ευοίωνη και τη μακροζωία. Αυτή η λαμπρή χρυσή απόχρωση όχι μόνο ξεχωρίζει τον Kim Quy από άλλα μυθολογικά όντα στο Βιετνάμ, αλλά ενισχύει επίσης τη σημασία του στην πολιτιστική αφήγηση. Τα βαθιά μάτια της χελώνας που γνωρίζουν υποδηλώνουν μια ικανότητα αντίληψης πέρα ​​από τον φυσικό κόσμο, αγγίζοντας την πνευματική και μυστικιστική σφαίρα. Συνολικά, η Kim Quy ενσαρκώνει μια αύρα ευλάβειας και δέους, που πραγματικά αρμόζει σε έναν θεϊκό προστάτη.


Η χελώνα της λίμνης Hoan Kiem (Kim Quy)
____________


Η χελώνα της λίμνης Hoan Kiem, είναι στην πραγματικότητα  ένα αμφιλεγόμενο από πλευράς ταξινόμησης είδος χελώνας της Νοτιοανατολικής Ασίας, με ένα μόνο γνωστό δείγμα, αυτό που ζει στη λίμνη ετούτη. 

Στις 2 Ιουνίου 1967, μια χελώνα Hoan Kiem πέθανε από τους τραυματισμούς που της προκάλεσε ένας περίεργος ψαράς, που διατάχθηκε να πιάσει τη χελώνα και να τη μεταφέρει κάπου αλλού, και αυτός αντίθετα, τη χτύπησε μ' ένα λοστό. Το σώμα της χελώνας διατηρήθηκε και είναι προς επίδειξη στο ναό. Το συγκεκριμένο είδος ζύγιζε διακόσια κιλά, είχε μήκος σχεδόν δύο μέτρα, και μέχρι τότε κανείς δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε τέτοιο είδος χελώνας. 

Στις 24 Μαρτίου, 1998, ένας ερασιτέχνης κάμεραμαν συνέλαβε με το φακό του ένα παρόμοιο πλάσμα που επιβίωνε μέσα στη λίμνη, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχαν πράγματι ακόμα τέτοιες υπάρξεις. Το 2000, ο καθηγητής Ha Dinh Duc έδωσε στη χελώνα της λίμνης Hoan Kiem, την επιστημονική ονομασία «Rafetus leloii»

Η τελευταία χελώνα που ζούσε στη λίμνη Hoan Kiem, η οποία θεωρούνταν ενσάρκωση της θεϊκής χελώνας- γνωστή στοργικά στους ντόπιους ως «Cụ Rùa», που σημαίνει «ο μεγάλος παππούς» στα βιετναμέζικα, αναφέρθηκε νεκρή στις 19 Ιανουαρίου 2016. Ένας ντόπιος είδε το σώμα της χελώνας να επιπλέει στο νερό και το ανέφερε στις αρχές. Η τελευταία φορά που η χελώνα εντοπίστηκε ζωντανή ήταν στις 21 Δεκεμβρίου 2015.


Μια διατηρημένη χελώνα της λίμνης Hoan Kiem, που εκτίθεται στο «Temple of the Jade Mountain»
_____________



ΠΗΓΕΣ

  • Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης, Βιετνάμ, Η γη των ατελείωτων ορυζώνων, εκδόσεις Οδός Πανός

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

«Kulich», ρωσικά πασχαλινά τσουρέκια


Inessa Sarafanova, Φωτεινό Πάσχα.
___________

Τα πασχαλιάτικα «kulich» 

Το «kulich» είναι το παραδοσιακό ρωσικό αφράτο πασχαλινό τσουρέκι, η ονομασία του οποίου προέρχεται από την ελληνική λέξη «κολλίκιον», που σήμαινε κουλούρι. Παρόμοιο με το ιταλικό «panettone», περιέχει πολλά αυγά, σταφίδες και ζαχαρωμένες φλούδες πορτοκαλιού και είναι διακοσμημένο με λευκό γλάσο ζάχαρης και πολύχρωμα τρουφάκια. Το «kulich» ψήνεται σε ψηλό τηγάνι και στη συνέχεια σερβίρεται με την επίσης γνωστή πυραμίδα από τυρί, την «pashka», που είναι συχνά διακοσμημένη με θρησκευτικά σύμβολα, όπως τα γράμματα XB, από το «Christos Voskres», που σημαίνει «Χριστός Ανέστη».

Η τελετουργία της παρασκευής του «kulich» ξεκινά το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης και ολοκληρώνεται το πρωί της Μεγ. Παρασκευής. Το βράδυ της Ανάστασης, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία, κρατώντας στα χέρια ένα πανέρι γεμάτο με χρωματιστά αυγά, πολλά λουλούδια, συνήθως κόκκινα τριαντάφυλλα, το γλυκό «kulich» αλλά και την τυρένια «pashka», για να τα ευλογήσει ο ιερέας. Μετά την ακολουθία της Ανάστασης οι πιστοί μαζεύονται στο γιορτινό λαμπριάτικο τραπέζι, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής και τον ερχομό της πιο φωτεινής ημέρας του έτους. Σύμφωνα με την παράδοση τα «kulich» τρώγονται μέχρι την Τρίτη μετά του Θωμά.


Aleksandr Alekseevic Buckuri (1870-1942), Easter Morning Feast
____________

Δυο διηγήματα με τα «kulich» σε πρωταγωνιστικό ρόλο

Το «kulich» παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα δύο παρακάτω ρωσικά πασχαλινά διηγήματα, το πρώτο του Άντον Τσέχοφ (1860 -1904) και το δεύτερο του Μιχαήλ Ζόσενκο (1895 - 1958). Στον «Κοζάκο» του Τσέχοφ, ένας μικροαστός, ο Μαξίμ Τορτσακόφ και η γυναίκα του επιστρέφουν από την λειτουργία της Ανάστασης κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Στα μισά της διαδρομής συναντούν έναν άρρωστο, καταπονημένο κοζάκο, που τους ζητάει λίγο από το τσουρέκι να κολατσίσει και να πάρει δυνάμεις για να συνεχίσει ως το σπίτι του. Η σύζυγος όμως του Μαξίμ αρνείται να «μαγαρίσει» το τσουρέκι, κόβοντάς το πριν φτάσει στο σπίτι, γιατί είναι αμαρτία! «Το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει»! Ο Μαξίμ υπακούει και το ζευγάρι συνεχίζει το δρόμο του για το σπίτι και το γιορτινό τραπέζι. Το τσουρέκι όμως που δεν έδωσαν στον άρρωστο οδοιπόρο στοιχειώνει τον Μαξίμ και παρά τις προσπάθειες που κάνει, δεν καταφέρνει να επανορθώσει την αδικία που διέπραξε. Η αρχική του ευφορία χάνεται και τίποτα δεν του δίνει πια χαρά. Ακόμη και η νεαρή γυναίκα του, που πριν του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια, τώρα μοιάζει στα μάτια του άσχημη, άκαρδη και ανόητη. Η αφόρητη θλίψη που νιώθει τον οδηγεί στο ποτό κι από κει μοιραία στην καταστροφή!

Στο διήγημα του Μιχαήλ Ζόσενκο «Ένα πασχαλιάτικο περιστατικό», ο ήρωας αφηγείται με χιουμοριστική διάθεση την περσινή περιπέτειά του με το τσουρέκι, που όχι μόνο δεν κατάφερε να ευλογηθεί, αλλά πατήθηκε στον συνωστισμό. Ένας διάκος «με έναν δίσκο στα χέρια για τις ελεημοσύνες» μπερδεύτηκε και πάτησε πάνω στο τσουρέκι. Φέτος τα τσουρέκια έχουν την ίδια γεύση, παρόλο που δεν είναι βέβαια ευλογημένα, αλλά τουλάχιστον δεν είναι  πατημένα, καταλήγει ο αφηγητής!  


Ρωσική πασχαλιάτικη καρτ ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα
__________

Ένα κομμάτι αγιασμένο τσουρέκι για τον άρρωστο κοζάκο

Ο ενοικιαστής του αγροκτήματος Νίζι, ο Μαξίμ Τορτσακόφ, ένας μικροαστός, έφευγε με τη νεαρή του σύζυγό από την εκκλησία, κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη, η ανατολή όμως είχε αρχίσει να κοκκινίζει, να δείχνει το χρυσαφένιο της χρώμα. Ήταν ήσυχα... Ένα ορτύκι κελαηδούσε τα δικά του «πάμε να πιούμε! πάμε να πιούμε!», ενώ μακριά πάνω από το λιβάδι της στέπας πετούσε ένα γεράκι. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στη στέπα, κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα.

Ο Τορτσακόφ οδηγούσε το αμάξι και σκεφτόταν ότι δεν υπάρχει καλύτερη και πιο χαρούμενη γιορτή από την Ανάσταση του Κυρίου. Είχε παντρευτεί πρόσφατα και τώρα γιόρταζε το Πάσχα για πρώτη φορά με τη σύζυγό του. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του, ότι κι αν σκεφτόταν, όλα του φαίνονταν φωτεινά, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Σκεφτόταν το βιός του και έβρισκε ότι όλα ήταν κατά πως πρέπει. Το νοικοκυριό του ήταν τέτοιο που δε χρειαζόταν τίποτα, όλα ήταν καλά, όλα ανθηρά· κοιτούσε την γυναίκα του και του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια. Τον έκαναν χαρούμενο η ανατολή του ήλιου και το φρέσκο χορτάρι, αλλά και άλλο τόσο το λικνιζόμενο αμαξάκι του, που έτριζε στριγκά, όσο και το γεράκι που πετούσε μακριά, ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες του. Κι όταν καθ' οδόν σταμάτησε σ' ένα χάνι, για να καπνίσει ένα τσιγάρο και να πιει ένα ποτηράκι, τότε όλα έγιναν ακόμη πιο χαρούμενα...

«Είπαν ότι είναι μεγάλη μέρα!» είπε. «Να γιατί είναι μεγάλη! Περίμενε ακόμη λίγο Λίζα, όπου να 'ναι ο ήλιος θ' αρχίσει να μας ζεσταίνει. Κάθε χρόνο το Πάσχα αρχίζει τα παιχνίδια του! Χαίρεται κι αυτός σαν τους ανθρώπους!»

«Μα δεν είναι ζωντανός!» παρατήρησε η σύζυγος.

«Ζουν όμως άνθρωποι σ' αυτόν!» είπε ενθουσιασμένος ο Τορτσακόφ. «Για όνομα του Θεού, έτσι είναι όπως στα λέω. Ο Ιβάν Στεπάνιτς μου είπε πως σε όλους τους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι, και στον ήλιο και στο φεγγάρι! Αλήθεια... Κι αυτά που λένε οι επιστήμονες ένας διάβολος ξέρει τι είναι! Έτσι που λες!»


Nikolai Korniliewitsch Pimonenko (1862 - 1912), Easter Matins in Ukraine.
_____________

Στα μισά του δρόμου της επιστροφής προς το σπίτι τους, στην περιοχή Κριβάγια Μπάλοτσκα, ο Τορτσακόφ με τη σύζυγό του είδαν ένα σελωμένο άλογο, το οποίο στεκόταν ακίνητο και μύριζε τη γη. Πάνω στο δρόμο καθόταν ένας κοκκινοτρίχης κοζάκος, ο οποίος είχε σκύψει και κοίταζε τα πόδια του. «Χριστός Ανέστη!» του φώναξε ο Μαξίμ.

«Αληθώς Ανέστη», απάντησε ο κοζάκος, δίχως να σηκώσει το κεφάλι του.

«Για πού το 'βαλες;»

«Σπίτι, έχω άδεια».

«Γιατί κάθεσαι εδώ;»

«Έτσι... κουράστηκα... Δεν έχω άλλες δυνάμεις».

«Πού πονάς;»

«Ολόκληρος πονάω».

«Χμ.. συμφορά! Οι άνθρωποι γιορτάζουν κι εσύ αρρώστησες! Καλύτερα να πας μέχρι το χωριό ή το χάνι, αντί να κάθεσαι εδώ;»

Ο κοζάκος σήκωσε το κεφάλι του και περιεργάστηκε με τα κουρασμένα, μεγάλα του μάτια τον Μαξίμ, τη σύζυγό και το άλογό του. 

«Από την εκκλησία έρχεστε;» τον ρώτησε.

«Από την εκκλησία».

«Η γιορτή με βρήκε στον δρόμο. Δεν με βοήθησε ο Θεός να προλάβω. Τώρα θα 'πρεπε να καβαλήσω τ' άλογο και να πάω, δυνάμεις όμως δεν έχω... Εσείς όμως ορθόδοξοι πιστοί, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε, εμένα του οδοιπόρου, ένα κομμάτι αγιασμένο τσουρέκι;... Να κολατσίσω...»

«Τσουρέκι;» ρώτησε ο Τορτσακόφ. «Φυσικά και μπορούμε περίμενε... τώρα αμέσως...»

Ο Μαξίμ έψαξε γρήγορα στις τσέπες του, κοίταξε τη σύζυγό του και είπε:

«Δεν έχω μαχαιράκι, δεν μπορώ να το κόψω. Να το κόψω με το χέρι δεν κάνει. Θα χαλάσω όλο το τσουρέκι! Ορίστε τι πάθαμε τώρα! Για ψάξου μήπως έχεις εσύ 'κανα μαχαιράκι;»

Ο κοζάκος με δυσκολία σηκώθηκε και πήγε να ψάξει στη σέλα του για μαχαίρι.

«Ορίστε μας. Τι άλλο θα σκεφτείτε!» είπε θυμωμένα η σύζυγός του Τορτσακόφ. «Δεν θα σ' αφήσω να μαγαρίσεις το τσουρέκι! Με τι μούτρα θα το πάω σπίτι κομμένο; Και που ακούστηκε καταμεσής της στέπας να γιορτάζουν. Πήγαινε στο χωριό κι εκεί μπορείς να γιορτάσεις με τους μουζίκους!»

Η σύζυγος πήρε από τα χέρια του άντρα το τσουρέκι, που ήταν τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και είπε:

«Δε στο δίνω! Θα πρέπει να ξέρεις ποιο είναι το σωστό πια. Δεν είναι λευκό ψωμί, αλλά αγιασμένο τσουρέκι κι είναι αμαρτία δίχως λόγο να το κόβεις».

«Κοζάκε συμπάθα με!» είπε ο Τορτσακόφ και γέλασε. «Η γυναίκα μου δεν μ' αφήνει! Σε χαιρετώ, καλό δρόμο να 'χεις!»


Józef Brandt, Κοζάκος σε υπηρεσία
__________

Ο Μαξίμ τράβηξε τα χαλινάρια, φώναξε στ' άλογο και το αμάξι με θόρυβο πήρε τον δρόμο του. Η σύζυγός του όλο αυτό το διάστημα συνέχιζε να λέει ότι είναι αμαρτία να κόψεις το αγιασμένο τσουρέκι πριν φτάσεις σπίτι – αμαρτία γιατί το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φάνηκαν στ' ανατολικά, φωτίζοντας τα αραιά σύννεφα με διάφορα χρώματα· ακούστηκαν τα πρώτα κελαϊδίσματα του κορυδαλλού. Ήταν πια τρία τα γεράκια, που πετούσαν πάνω από την στέπα, μακριά το ένα από το άλλο. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει και στο φρέσκο χορταράκι άρχισαν να τρέχουν τα ζουζούνια.

Έχοντας διανύσει απόσταση μεγαλύτερη από ένα βέρστι, ο Τορτσακόφ γύρισε και κοίταξε προσεκτικά πέρα στον ορίζοντα.

«Δεν φαίνεται ο κοζάκος...» είπε. «Τον φουκαρά, κοίταξε που βρήκε ν' αρρωστήσει στο δρόμο! Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα: να πηγαίνεις και ξαφνικά να σ' αφήσουν οι δυνάμεις σου... Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να πεθάνεις στο δρόμο... Έπρεπε να του δώσουμε Λίζα μου λίγο τσουρέκι, λίγο ήθελε ο καημένος. Ήθελε απλά να φάει από τ' αγιασμένο».

Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί ψηλά, αλλά ο Τορτσακόφ δεν έβλεπε αν είχε αρχίσει τα παιχνίδια του. Σ' όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι έμεινε σιωπηλός, σκεφτόταν κάτι και δεν έπαιρνε τα μάτια του από την μαύρη ουρά του αλόγου. Άγνωστο γιατί, τον είχε κυριεύσει μια θλίψη και τίποτα δεν είχε μείνει στην ψυχή του από εκείνη τη γιορτινή χαρά που είχε πριν, σαν αυτή να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Έφτασαν σπίτι κι ευχήθηκαν στους εργάτες· ο Τορτσακόφ ξανάγινε χαρούμενος κι άρχισε να μιλάει, μόλις όμως έκατσαν να φάνε από τ' αγιασμένο τσουρέκι κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι, τότε κοίταξε λυπημένα τη σύζυγό του κι είπε:

«Δεν ήταν σωστό Λίζα μου που δεν δώσαμε σ' εκείνο τον κοζάκο από το ευλογημένο».

«Μα τι είσαι εσύ, για όνομα του Θεού!» είπε η Λιζαμπέτα και έκπληκτη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Πού την είδες εσύ αυτή τη μόδα το ευλογημένο τσουρέκι να το κομματιάζεις στο δρόμο; Τι το πέρασες; Ψωμί; Τώρα που το έχουμε κόψει, που είναι πάνω στο τραπέζι, ας φάει όποιος θέλει, ακόμη κι ο κοζάκος σου! Νόμισες ότι τσιγκουνεύτηκα;»

«Έτσι είναι όπως τα λες, λυπάμαι όμως τον κοζάκο. Βλέπεις στη θέση που βρίσκεται είναι χειρότερα κι από ζητιάνο, κι απ' ορφανό. Στο δρόμο, μακριά από το σπίτι, άρρωστος...»

Ο Τορτσακόφ ήπιε μισό ποτήρι τσάι και δεν άγγιξε τίποτα άλλο. Δεν ήθελε να φάει, το τσάι του φαινόταν άνοστο, σα χόρτο, και μελαγχόλησε ξανά.


Boris Mikhailovich Kustodiev, Πασχαλινό φιλί, 1916.
__________

Μετά το φαγητό έπεσαν για ύπνο. Όταν δύο ώρες αργότερα η Λιζαμπέτα ξύπνησε, τον είδε να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει στην αυλή. 

«Σηκώθηκες κιόλας;» τον ρώτησε η σύζυγος.

«Δεν έχω ύπνο... Αχ, Ελιζαμπέτα», αναστέναξε, «τον προσβάλαμε τον κοζάκο!»

«Πάλι μ' αυτόν τον κοζάκο! Σου κόλλησε αυτός ο κοζάκος. Ας πάει στην ευχή του Θεού».

«Υπηρέτησε τον τσάρο, μπορεί να 'χυσε το αίμα του, κι εμείς του φερθήκαμε σα να 'ταν γουρούνι. Θα έπρεπε αφού ήταν άρρωστος να τον φέρουμε σπίτι, να τον ταΐσουμε, κι αντί γι' αυτό ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν του δώσαμε».

«Ναι, και να σ' άφηνα να μου μαγαρίσεις το τσουρέκι και μάλιστα το αγιασμένο! Ήσουν ικανός να το δώσεις όλο στον κοζάκο, κι εγώ με τι μούτρα θα γυρνούσα σπίτι; Βλέπεις τι είσαι;»

Ο Μαξίμ άφησε ήσυχα τη σύζυγό του, πήγε στη κουζίνα, τύλιξε σε μια πετσέτα ένα κομμάτι τσουρέκι και πέντε αυγά και πήγε στους εργάτες που ήταν στο υπόστεγο.

«Κουζμά, άσε το ακορντεόν», είπε σ' έναν απ᾿ αυτούς. «Σέλωσε τον Άγριο ή τον Ιβάν και πήγαινε γρήγορα στην Κριβάγια Μπαλότσκα. Εκεί είναι ένας άρρωστος κοζάκος με τ' άλογό του. Να... δώσ' του αυτά. Μπορεί να μην έχει φύγει ακόμη».

Ο Μαξίμ έγινε και πάλι χαρούμενος, αλλά περιμένοντας αρκετές ώρες τον Κούζμα, δεν άντεξε, σέλωσε ένα άλογο πήγε να τον συναντήσει. Τον βρήκε στην Μπαλότσκα. 

«Λοιπόν; Τον βρήκες τον κοζάκο;»

«Δεν είναι πουθενά. Θα πρέπει να 'φυγε».

«Χμ... τι ιστορία κι αυτή!»

Ο Τορτσακόφ πήρε το ζεμπίλι από τον Κούζμα και πήγε να ψάξει παραπέρα. Έφτασε μέχρι το χωριό και ρώτησε τους μουζίκους:

«Αδέλφια, μήπως είδατε έναν άρρωστο κοζάκο με τ' άλογό του; Μήπως πέρασε απ' εδώ; Έχει ρούσα μαλλιά, αδύνατος, με κανελί άλογο».

Οι μουζίκοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον και είπαν ότι δεν είδαν κανένα κοζάκο.

«Ο ταχυδρόμος της επιστροφής πέρασε, αυτό είναι γεγονός, κοζάκος ή κάποιος άλλος όχι».

Επέστρεψε ο Μαξίμ σπίτι του για το γεύμα. «Έχει κολλήσει στο μυαλό μου αυτός ο κοζάκος!» είπε στη σύζυγό του. «Δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ. Συνέχεια σκέφτομαι: κι αν ο Θεός ήθελε να μας δοκιμάσει κι έστειλε άγγελο ή κάποιον άγιο με την μορφή κοζάκου. Βλέπεις γίνονται κι αυτά. Δεν φερθήκαμε καλά Ελιζαμπέτα μου στον άνθρωπο!»

«Πάλι γι' αυτόν τον κοζάκο μιλάς;» φώναξε η Ελιζαμπέτα, χάνοντας την υπομονή της. «Μιλάς και μιλάς και σταματημό δεν έχεις!»

«Ξέρεις, δεν είσαι καλόψυχη...» είπε ο Μαξίμ και την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο.

Για πρώτη φορά μετά τον γάμο παρατήρησε ότι η σύζυγός του δεν είναι αγαθή.

«Ας μην είμαι καλόψυχη», φώναξε αυτή και θυμωμένα χτύπησε το κουτάλι της, «δεν πρόκειται όμως να μοιράζομαι το αγιασμένο τσουρέκι μου με τον κάθε μεθύστακα!»

«Ε, όχι και μεθύστακας ο κοζάκος!»

«Μεθύστακας!»

«Και που το ξέρεις;»

«Για χαζή με πέρασες;»

Ο Μαξίμ, ενοχλημένος, σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρχισε να κατηγορεί τη νεαρή του σύζυγο ότι είναι άκαρδη και ανόητη. Τότε αυτή έχοντας εκνευριστεί πολύ, έβαλε τα κλάματα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, απ' όπου φώναξε:

«Που να ψοφήσει ο κοζάκος σου! Παράτα με πια, με τον βρομιάρη το κοζάκο σου, χολερικέ, αλλιώς θα γυρίσω στον πατέρα μου!»

Σ' όλο το διάστημα μετά το γάμο τους, αυτός ήταν ο πρώτος καυγάς του Τορτσακόφ με τη σύζυγό του. Μέχρι τον εσπερινό πηγαινοερχόταν στην αυλή, σκεφτόταν τη σύζυγό του, σκεφτόταν τη συμφορά που τον βρήκε, αφού τώρα πια ήταν κακιά κι άσχημη. Και σα να το 'κανε επίτηδες ο κοζάκος δεν φαινόταν πουθενά, ενώ ο Μαξίμ πότε έβλεπε τα άρρωστα μάτια του, πότε άκουγε τη φωνή του, πότε έβλεπε την περπατησιά του...

«Αχ, αδικήσαμε τον άνθρωπο», μονολογούσε. «Τον αδικήσαμε!»

Το απόγευμα, όταν άρχισε να σουρουπώνει, ένιωσε μια πρωτόγνωρη, αφόρητη θλίψη. Από την θλίψη και τη στεναχώρια για τη σύζυγό του μέθυσε, όπως μεθούσε πριν παντρευτεί. Μεθυσμένος καθώς ήταν, άρχισε να βρίζει και να φωνάζει στη σύζυγό του ότι είναι κακιά, άσχημη και ότι την επαύριο κιόλας, θα τη στείλει πίσω στον πατέρα της.

Το πρωί της επόμενης ημέρας της γιορτής θέλησε να συνέλθει από το ποτό της προηγούμενης αλλά μέθυσε και πάλι.

Αυτή ήταν η αρχή της καταστροφής.

Τα άλογα, οι αγελάδες, τα γουρούνια και τα μελίσσια το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να εξαφανίζονται από την αυλή, τα χρέη μεγάλωναν, η σύζυγος γινόταν αποκρουστική... Όλες αυτές οι συμφορές, όπως έλεγε ο Μαξίμ, οφείλονταν στο γεγονός ότι η σύζυγός του ήταν κακιά, μια ανόητη γυναικούλα και στο ότι ο Θεός θύμωσε μαζί της... εξαιτίας του άρρωστου κοζάκου. Άρχισε να πίνει ολοένα και πιο συχνά. Όταν ήταν μεθυσμένος καθόταν σπίτι κι έκανε φασαρίες, όταν ήταν νηφάλιος πήγαινε στη στέπα και περίμενε μήπως περάσει ο κοζάκος...

Άντον Τσέχοφ, Ο Κοζάκος, Ρωσικές Πασχαλινές Ιστορίες,
μτφρ. από τα ρωσικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, εκδόσεις Νάρκισσος.


Ρωσική πασχαλιάτικη καρτ ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα
__________


Ούτε ευλογημένα ούτε πατημένα... 

Nα, λοιπόν αδέλφια μου, που έφτασε η μεγάλη γιορτή, το Πάσχα των Ορθοδόξων. Οι πιστοί θα κουβαλήσουν άλλοι γουρουνόπουλα κι άλλοι τσουρέκια, για να πάρουν ευλογία. Ας κουβαλήσουν! Εγώ δεν πρόκειται. Ας είναι. Εγώ αδέλφια, το προηγούμενο Πάσχα είδα τα τσουρέκια να πέφτουν πάνω στο πόδι μου!

Και το κυριότερό ήταν ότι μπερδεύτηκα κι άργησα κι έχασα την αρχή. Φτάνω στον περίβολο της εκκλησίας και βλέπω ότι όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Παρακαλώ τους ορθόδοξους πολίτες να στριμωχτούν λίγο, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Άρχισαν να με βρίζουν.

Άργησες, μου λένε, τέτοιος διάβολος που είσαι, άσε το τσουρέκι σου στο χώμα. Δεν έχει νόημα να στριμώχνεσαι και να σπρώχνεις – θα χαλάσεις το τσουρέκι σου.

Ε, αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, άφησα κι εγώ το τσουρέκι μου στο χώμα. Όλοι όσοι είχαν αργήσει στο χώμα τ' άφηναν.

Μόλις το είχα ακουμπήσει κι άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες.

Κάνω μια να δω και βλέπω τον παππούλη να 'ρχετε με την αγιαστούρα.

Βουτούσε την αγιαστούρα στον κουβά και ράντιζε τριγύρω του. Αλλουνού ράντιζε τα μούτρα, αλλουνού το τσουρέκι, άκρη δεν έβγαζες.

Πίσω από τον παππούλη πήγαινε ο διάκος με ένα δίσκο στα χέρια και μάζευε τις ελεημοσύνες.

«Μη τσιγκουνεύεστε», έλεγε, «ορθόδοξοι άνθρωποι! Βάλτε και κανένα νόμισμα στη μέση του δίσκου»

Περνώντας δίπλα μου, ο διάκος μπερδεύτηκε με τον δίσκο του και δίνει μια και πατάει πάνω στο πιάτο μου. Σφίχτηκε η καρδιά μου.

«Τι κάνεις εκεί», του λέω, «μακρυμάλλη, πάνω στο τσουρέκι μου βρήκες;... Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου...»

«Με συγχωρείτε», μου λέει, «δεν το ήθελα».

Του λέω:

«Να σε κάψω Γιάννη να σ' αλείψω λάδι! Τώρα άντε να μου πληρώσεις την αξία του. Άντε ρίξε», του λέω, «πατέρα διάκε, το παραδάκι».

Σταμάτησαν την λιτανεία. Εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστούρα.

Λέει: «Σε ποιανού το τσουρέκι πάτησαν;»

«Στο δικό μου», λέω. «Ο διάκος, αυτός ο σκύλας γιος, πάτησε πάνω στο τσουρέκι μου».

Τότε ο παππούλης λέει:

«Τώρα θα ευλογήσω αυτό το τσουρέκι με τον αγιασμό. Μετά θα μπορεί να φαγωθεί. Όπως και να έχει πρόσωπο ιερό πάτησε πάνω του...»

«Όχι παππούλη», του λέω. «Ακόμη κι όλο τον κουβά να ρίξεις, εγώ πάλι δε συμφωνώ. Θέλω τα λεφτά μου πίσω».

Εκεί ήταν που άρχισε η φασαρία. Άλλος ήταν με το μέρος μου κι άλλος εναντίον μου. Ο κωδωνοκρούστης ο Βασίλιτς σκύβει από το καμπαναριό και ρωτάει:

«Να χτυπήσω τις καμπάνες ή να κάνω κράτει;»

Του λέω κι εγώ:

«Περίμενε Βασίλιτς, μη βαράς ακόμη. Αν αρχίσουν οι καμπάνες αυτοί εδώ θα με φάνε λάχανο».

Την ίδια στιγμή ο παπάς γυρνούσε γύρω-γύρω από μένα, έκανε σα να 'μουν άρρωστος και μ' έσπρωχνε με τα χέρια του.

Κι ο διάκος όμως, αυτός ο μακρυμάλλης διάβολος, ακούμπησε στον φράχτη και με μια αλυσιδούλα καθάριζε τις λάσπες που άφησε η μπότα του στο τσουρέκι μου.

Μετά μου έδωσαν ένα μικρό ποσό από τον δίσκο και με παρακάλεσαν να φύγω από εκεί, γιατί τάχα τους ενοχλούσαν οι φωνές μου.

Βγήκα κι εγώ έξω από την αυλή, έβαλα τις φωνές στον διάκο, τον στόλισα για τα καλά, και σηκώθηκα κι έφυγα.

Τώρα λοιπόν, τρώω τσουρέκια που δεν είναι ευλογημένα, ούτε πατημένα.

Η γεύση τους είναι η ίδια, η ταλαιπωρία όμως που πέρασα ήταν άστα να πάνε.

Μιχαήλ Ζόσενκο, Ένα πασχαλιάτικο περιστατικό, Ρωσικές Πασχαλινές Ιστορίες, 
μτφρ. από τα ρωσικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, εκδόσεις Νάρκισσος.


Yuriy Nikolayev, Πάσχα
__________