Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

«...να γράψω μιαν Ιλιάδα για τις μυρωδιές, για τις εικόνες, τους ήχους....», Γιάννης Ρίτσος


...γιατί τις μυρωδιές δεν τις οσμίζεσαι μόνον αλλά και τις α κ ο ύ ς... 

Να το πάλι το ευπροσήγορο πρωινό (καλώς μου το) — σβήνει μ’ ένα ξανθό δροσόβρεχτο σφουγγάρι, σβήνει απ’ το μαυροπίνακα της νύχτας παράξενες αγχώδεις ασκήσεις μιας εφιαλτικής άλγεβρας ή τριγωνομετρίας, πεντάλφες ή εφτάλφες, κιγκλιδώματα φυλακών, χειροπέδες, κρατητήρια με άδειους κεσέδες από ξινισμένο γιαούρτι κάτου στο τσιμέντο [....] 
απ’ τον κηπάκο έρχεται (κι ακούγεται ταυτόχρονα) μια μυρωδιά δυόσμου και γειτονικού καφέ, γιατί τις μυρωδιές δεν τις οσμίζεσαι μόνον αλλά και τις α κ ο ύ ς (κι όμορφα το λέει ο λαός «ακούς αυτή τη μυρουδιά απ’ τις ακακίες;», «ακούς τη μυρουδιά απ’ το πευκόδασο;» ή «ακούς μυρουδιά από τηγανητά σκοτάκια απ’ την ταβέρνα του Μπαρούφα;» ή «ακούω μυρουδιά από μπαρούτι — κάτι τρέχει»

και τώρα το συνειδητοποιώ, παρ’ ότι το ’ξερα πάντοτε, πως υπάρχουν μυρωδιές οπτικές και μυρωδιές ακουστικές, δηλαδή εικαστικές και ηχητικές, ή και ταυτόχρονες, οπτικοακουστικές — όπως π.χ. προχτές που η Πολυξένη έβαλε το ’να πόδι της πάνω στ’ άλλο κι έτριξε ανεπαίσθητα το γόνατό της κι ακούστηκε, μαζί μ’ αυτό το τρίξιμο, η μυρωδιά της κάλτσας και του από μέσα του φουστανιού της, κι η μυρουδιά ήταν μακριά επειδή ήταν μακριές κι ωραίες οι γάμπες της Πολυξένης κι ας μη φορούσε ψηλά τακούνια


κι ίσως μάλιστα να υπάρχουν και μυρωδιές αφικές και γευστικές (αυτό δεν το ’χω ερευνήσει ακόμη — θα το σκεφτώ), αλλά μήπως δε λέμε, τρώγοντας ένα ροδάκινο, «άρωμα που το ’χει» κι όχι «γεύση που την έχει»

— κι όταν, γυμνασιόπαιδες στο Γύθειο, κάναμε τ’ ανοιξιάτικα δειλινά βόλτες στην προκυμαία, έξω απ’ τον Κήπο με τις μοσχοϊτιές που η μοσκοβόλια τους, ανάκατη με την αλμύρα της θάλασσας, με μυρωδιές από φύκια, καβούρια, καραβίδες, αχινιούς, αστακούς και με τα γέλια των κοριτσιών, γέμιζε τα πνευμόνια μας μ’ αβάσταχτη ευτυχία και φόβο, μήπως τότε δε λέγαμε «τούτη η μυρωδιά με π ι ά ν ε ι απ’ το λαιμό»; 


Κι ένα βράδυ πάλι που καθόμαστε στόν κηπάκο μου, ο Αλέκος μου ’πε σα να ντρεπότανε «η μυρωδιά του γιασεμιού θαρρώ πως μου μετράει το σφυγμό μου με τρία λιανούτσικα άσπρα δάχτυλα, εδώ στόν καρπό του αριστερού χεριού μου κάτω απ’ το ρολόι μου, κι όταν πριν απ’ τον ύπνο το κουρντίζω και το φέρνω στ’ αυτί μου να δω αν δουλεύει δεν ξέρω αν το τικ τακ είναι απ’ το γιασεμί, απ’ το σφυγμό μου ή απ’ το ρολόι μου». «Να το γράψεις», του λέω. Κι ο Αλέκος «ντρέπουμαι»...

Vincent van Gogh, Field with Poppies
___________

Της παπαρούνας η στυφή μυρουδιά...

Και τώρα θυμήθηκα μιαν ιστορία που μου διηγήθηκε ο Γιώτης, σχετική με μυρωδιές. Μια μέρα, λέει, που ’χε ρεπό η Λεϊλά απ’ το μπορντέλο, πήγαν μιαν εκδρομή πέρα στα παλιά Πατήσια, ζεστό ανοιξιάτικο μεσημέρι’ τα γρασίδια πηγμένα στα χαμομήλια, στίς μαργαρίτες, πιό πολύ στίς παπαρούνες· στρώσαν πάνω στις παπαρούνες ένα μικρό τσούλι και κάτσαν να τσιμπήσουν κάτι πρόχειρα φαγιά που ’χαν πάρει μαζί τους· (εγώ έβλεπα τις πατησιώτικες παπαρούνες να σφύζουν από επιθετικό αίμα)· όπως κάτσαν λοιπόν καταγής λιώσαν οι παπαρούνες και μια στυφή μυρουδιά μας χτύπησε τα ρουθούνια· κι είπε η Λεϊλά «τούτη η μυρουδιά τρίβεται στα μεριά μου και καυλώνω» (αυτή την τελευταία λέξη την είπε ο Γιώτης κοκκινίζοντας σαν παπαρούνα, και πρόσθεσε δισταχτικά «είχε δίκιο· την έπαθα κι εγώ»). 

Francis Picasa, Two Women with Poppies
__________

Τότε η Λεϊλά έκοψε δυο τρεις παπαρούνες, τις έτριψε με τα δάχτυλά της και τις έφερε στη μύτη μου να μυρίσω. Γέλαγε, γέλαγε, έτριψε τις παπαρούνες στα μάγουλά μου, γέλαγε πιότερο, έβγαλε απ’ την τσάντα της το καθρεφτάκι και μου ’δωσε νά κοιταχτώ. Δυο αστείες μελανιές βούλες είχαν μείνει στα μάγουλά μου. Και γελάγαμε τώρα κι οι δυο και φώναζε «είσαι ο μικρός γλυκός μου κλόουν στο Τσίρκο Παπαρούνα, και το πουλί σου (δεν το ’πε όπως άλλοτε) έχει στην άκρη του μια μεγάλη παπαρούνα». Κι ολο γελάγαμε, και τα δάχτυλά της είναι κι αυτά μελανιά, κι όταν σηκώσαμε το τσούλι να φύγουμε, κατά το δείλι, ήταν κι εκείνο γεμάτο μενεξεδένιες βούλες. 

Surreal Painting by Etam Cru
________

Κι οι μυρωδιές, στροβιλίζονται, με στροβιλίζουν....


Κι όσο σκέφτεσαι και θυμάσαι βρίσκεις πως υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες μυρωδιές, άλλες μελαγχολικές (όπως οι μενεξέδες, οι λυγαριές, οι άοσμοι πανσέδες), άλλες εύθυμες (όπως οι παπαρούνες, οι μουσμουλιές, τα βάτα), κι υπάρχουν κι άλλες μυρωδιές από πράματα που δε μυρίζουν (όπως η μυρωδιά της νύστας, της προαίσθησης, της ονειροπόλησης), μυρωδιές ανθρώπων (όχι απ’ το σώμα τους, μα απ’ το μέσα τους).

Ο Πέτρος π.χ. μυρίζει καράβι μεσοπέλαγα. Ο Τέλης σπέρμα παρ’ όλη του την πάστρα. Ο Αλέκος απάτητη χλόη κάτω απ’ το λόφο της Αγια-Μαρίνας. Ο Γώγος μυρίζει αλάτι απ’ τα μαλλιά της Μιρέιγ και κάποτε μάλιστα στο λαιμό του, κάτω απ’ το δεξί του αυτί, βλέπεις κόκκους αλατιού να σπιθίζουν. Ο Γιώτης τεντωμένο πλατανόκλαδο σε θαλασσινό λιόγερμα. Ο Βαγγέλης, σαν τι μυρίζει; Πολλά. Δεν ξέρω. Η Μάρθα καλοτυπωμένες προκηρύξεις. Η Άννα μασχάλη του Πέτρου. Η Πολυξένη μεταξωτό ύφασμα με μια φαρδιά μπαμπακερή τσάντα. Η Τάνια μυρίζει νοικοκυρεμένα πουλιά, ιδίως χελιδόνια στο σούρουπο. [....]

Όλοι κι όλα μυρίζουν. Κι οι μυρωδιές τους — πνοές, εικόνες, μουσικές φράσεις, αναμνήσεις — συνωστίζονται μέσα μου, στροβιλίζονται, με στροβιλίζουν, άλλοτε μ’ ανεβάζουν, άλλοτε με ναρκώνουν (όπως τότε στο νοσοκομείο, στην εγχείρηση, με τη γενική νάρκωση, που δεν ήξερα πού ήμουν, τι ήμουν, και το παράθυρο ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο άδειο μάτι, ήσυχο όμως κι εντελώς αμνησίκακο), μυρωδιές φλύαρες ή σιωπηλές, χορευτικές ή ασάλευτες, αγαλμάτινες, κι όλες μου ζητάνε από πάνου ν’ ακουστούν. Πόσα και πόσα, καθένα με τη μυρωδιά του, την εικόνα του, τη συγκεχυμένη καταγωγή του.

Photography by Natalia Drepina, Russia
___________

Έβρισκα ανάρμοστη την επέμβαση των τζιτζικιών στο θρήνο της Ερωφίλης..

Και τώρα
θυμήθηκα κείνη την παλιά εκδρομή του Καλλιτεχνικού Ομίλου της Εργατικής Λέσχης στο Μεγάλο Πεύκο κι η συντρόφισσα Κατίνα απάγγειλε πολύ όμορφα το θρήνο της «Ερωφίλης», μα τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν τόσο ξεμουρλαμένα που μεγάλωνε η ζέστη και χάνονταν πολλά λόγια χωρίς να χάνεται ο ρυθμός του δεκαπεντασύλλαβου, κι έγειρε η Μάρθα στ’ αυτί μου και είπε «δε νομίζεις πως τα τζιτζίκια είναι η συνείδηση κι η έκφραση του ελληνικού καλοκαιριού;», κι εγώ, απότομα, χωρίς λόγο, της είπα «όχι», ίσως γιατί έβρισκα ανάρμοστη την επέμβαση των τζιτζικιών στο θρήνο της Ερωφίλης και θα προτιμούσα αυτή τη βαριά ηλιακή σιωπή ή τα νυχτερινά τριζόνια, και θαρρώ πως από τότε, ανεπίγνωστα αντιφώνησε μέσα μου στο θρήνο της Ερωφίλης ο θρήνος του «Επιταφίου» μου 



Γιατί και τα βιβλία έχουν τη μυρωδιά τους....

....γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσα πράματα, εικόνες, μνήμες, ευωδιές φτιάχνουν έναν στίχο, ένα ποίημα, με λίγο θυμάρι, λίγη τριμμένη ρίγανη, κάτι πευκοβελόνες, ένα ιδρωμένο μαυρομάντιλο μητέρας και λέξεις, λέξεις από μυριάδες στενάγματα, αίματα, ελατόριζες, ακρωτηριασμένα αγάλματα, σημαίες, μεγάλα ηραία αγκάθια.

Γιατί και τα βιβλία έχουν τη μυρωδιά τους, όχι απλώς μυρωδιά χαρτιού και αντιμόνιου, δική τους προσωπική μυρωδιά. Να, τις προάλλες διάβαζα ένα βιβλίο και όταν το ’κλεισα μου ’μεινε η μυρωδιά από ’να ξεβούλωτο φιαλίδιο αιθέρα πάνω σε μαρμάρινο κομοδίνο νοσοκομείου. Ένα άλλο βιβλίο, πριν από χρόνια, μου άφησε το άρωμα μιας αέρινης γυναίκας με αέρινο φόρεμα που πέρασε απ’ τον τοίχο αφήνοντας ένα άνοιγμα 
σαν γυάλινη ντουλάπα που μέσα της διακρίνονταν κρεμασμένα δυο σακίδια κυνηγών — το ένα με μια πέρδικα σκοτωμένη και τ’ άλλο μ’ έναν χρυσοκόκκινο μελισσουργό που ’χε σκοτώσει ο Μπότης, στα Τάλαντα, με δίκανο στις λεύκες πάνου απ’ το ποτάμι. [....]


Τι όμορφες μυρωδιές καρτερίας, διαφάνειας, μοναχικότητας, απορίας, απεραντοσύνης...

Τι
 όμορφες μυρωδιές καρτερίας, διαφάνειας, μοναχικότητας, απορίας, απεραντοσύνης, όταν η σκιά ενός ανθρώπου στον παραθαλάσσιο δρόμο σταματάει κάθε τέσσερα βήματα σαν να ακυρώνει μια δική του απόφαση, ή όταν η αμαρτωλή γυναίκα στυλώνει το βλέμμα της προς εκείνο το μέρος του σκοτεινού βουνού απ’ όπου περιμένει την καθυστερημένη ετυμηγορία της σελήνης.

Κι όλα
, πολύ συχνά, αναμιγνύονται μες στη βιασύνη σου να τα προλάβεις, φθόγγοι, νερά, φυλλώματα, πέτρες, μετεωρίτες, κύπελλα, ατμοί, καλάθια, μήλα — πριονιστήριο, αλλαντοπωλείο, μανάβικο, ιχθυοπωλείο, φούρνος, γαζία, ναυπηγείο, δεντρολίβανο, δυόσμος, πηγάδι, γυμνοσάλιαγκας, βουητό λιακάδας, βροχή σε τζάμια, σε τσίγκο, σε κεραμίδια, μυρίζει άλογο βρεγμένο απ’ τη βροχή μπροστά στο Χάνι των Καραγωγέων, ανάμεσα Λεβέτσοβα-Σπάρτη, μυρίζει βρεγμένο περιστέρι στα χέρια του ορφανού δωδεκαετούς που ’ρχεται απ’ τη Μονοβασιά για το γυμνάσιο του Γυθείου, σε ξέσκεπο κάρο με βροχόνερο και λάσπες, α, πώς μυρίζει σκυλί κοιμισμένο σε διάδρομο ακατοίκητου ξενοδοχείου, και μια ανοιχτή βαλίτσα στο πάτωμα από θαλασσινό ταξίδι, κι επέπλεαν στο λιμάνι τη νύχτα πολλά λεμόνια, κίτρα, φώτα ασετυλίνης, κι άλλη βαλίτσα από ταξίδι με τραίνο ή φορτηγό ή λεωφορείο ή μόνιππο ή μαούνα, μάνταλα σκουριασμένα βενετσιάνικων κάστρων, κομμένα δέντρα ολόσωμα να κυλούν στο ποτάμι με ξερές φλούδες φεγγαριού, μεγάλα ηλιοτρόπια στο περβολάκι του μπαρμπα-Θανάση όμοια μ’ εργατικά ξυπνητήρια σταματημένα στις καλοκαιρινές διακοπές, κοπριά, λαστιχένιος σωλήνας για το απογευματινό πότισμα του τριανταφυλλώνα, τα τρία ζευγάρια γοβάκια της Ουρανίας κάτω απ’ το κρεβάτι, άσπρα, θαλασσιά και κίτρινα, την ώρα που το φεγγάρι-χελωνόπουλο σεργιάναγε στην ταράτσα της πολυκατοικίας ανάμεσα στις μισομαραμένες γλάστρες, οι μπότες του δασοφύλακα στο κατώφλι της ξύλινης παράγκας, η ψάθα του τρυγητή λάμποντας στον ήλιο, η ψάθα της Ανθούλας με τις ροζ κορδέλες ανεμίζοντας στο αεράκι του Χατζάλαγα, χτύπημα κουδουνιού σε σπίτι εγκαταλειμμένο ως πάνω στη σκάλα, τα ρούχα των αρρώστων, τα πανιά της πρώτης περιόδου μελαχρινής χωριατοπούλας σε πήλινη λεκάνη πάνου στο ασβεστωμένο πεζούλι της αυλής, η κουζίνα της θείας Φωτεινής πεντακάθαρη με τα γυαλισμένα μπρίκια κρεμασμένα αράδα στον τοίχο κι ο αργαλειός στη γωνιά με τα λουλούδια του ανάκατα με πουλιά· 

Κρήτη, George Meis – Παλιά κουζίνα
_________

και ψάρια κι ο κάτασπρος νεροχύτης μπροστά στο παράθυρο, παλιά ρολόγια με μουσικά ξυπνητήρια (όπως εκείνο που βρήκαμε στο παλιό σεντούκι ανάμεσα σε αποκριάτικα ρούχα και τούλινα σακουλάκια με ξερή λεβάντα), το μεγάλο μαύρο εκκρεμές της Ισμήνης σταματημένο από αιώνες, μπόγοι προσφύγων, μπόγοι φυλακισμένων, κι ένας γέρος αποφυλακισμένος καθόταν πάνου στον μπόγο του στο πεζοδρόμιο σα να ’χε πάθει αμνησία και δεν ήξερε πού να πάει, κι ο Βαγγέλης ήταν νευρικός με τα χέρια στις τσέπες, κι ελάφια λυπημένα, και κλειδιά από σπίτια που γκρεμίστηκαν, σκουριασμένα μεγάλα κλειδιά που δεν έχουν τίποτα ν’ ανοίξουν ή να κλείσουν (και τότε η σκουριά μυρίζει περισσότερο και αφηρημένα), κουβέρτες, καδρόνια, καθρέφτες, ποτήρια, πορσελάνη, κρύσταλλο (πάλι μυρωδιά διαφάνειας), κρεβάτια, μπακίρια, μπρούντζος, σιδηρουργείο, φυσερό, υφαντουργείο, τουβλάδικο, αγγειοπλαστείο, τσιμεντιέρα, εργαλεία, σουγιάς, δρεπάνι, σφυρί, τανάλια, πριόνι, κατσαβίδι, μπουφές, καρέκλες, παντζούρια, στέρνα με σάπια φύλλα, βιβλιοθήκη, χρηματοκιβώτιο, κηροπλάστες, κερί, σιδερένια κουτάλα, κι η άλλη ξύλινη, σύρμα, σπάγκος, σκονισμένη καπελιέρα πάνου στη ντουλάπα με τις ακτινογραφίες των τριών φθισικών (οι δυο πεθάναν, ο ένας ζει ακόμα), αρχαία νομίσματα, εισιτήρια λεωφορείων, κουτιά τσιγάρων με νυχτερινές σημειώσεις ή σκίτσα από μνήμης, μικρές αράχνες στο αυτί του πήλινου αγάλματος, κουρτίνες δαντελένιες ή βελούδινες, μαδημένα χρυσάνθεμα στα πλακάκια του λουτρώνα, βρεγμένες πετσέτες, κλειστό πιάνο από χρόνια, κούφωμα βιολιού ή κιθάρας (όπου έκρυβα τα παιδικά μου σχέδια μην τα βρει ο ξάδερφός μου ο Μπάμπης και μου τα σκίσει — εκεί στην οδό Ψαρομηλίγγου, κι έπαιζε η ρομβία στο δρόμο «βότανα πουλάω / κι άλλα μαγικά / και για τις κοπέλες / ξέρω μυστικά»), 

Μέγαρα – Άναμμα του καντηλιού
__________

φανοστάτες, λάμπες πετρελαίου, το σβήσιμο της λάμπας του Καβάφη τα χαράματα (μια μυρωδιά διορατική), λυχνάρι, κλεφτοφάναρο του λιποτάχτη, καντήλι στο βραδινό εικονοστάσι που τσιτσίριζε κι έτρεμε σα να ’ταν να πεθάνει η γιαγιά με το μαύρο της φουστάνι (κι όντως πέθανε), μενταγιόν, βραχιόλια, δαχτυλίδια σε μπλε βελουδένιες κασετίνες (που τις έστειλαν πίσω όταν ξαρρεβωνιάστηκε η Νίνα γιατί ο Γιάγκος ήταν λίγο φαλακρός), κασόνια μπίρας, ο σανός των αλόγων, τα πίτουρα για τις κότες, καμπάνες, σφύριγμα τραίνου ή πλοίου, ψαρόσουπα, μαρουλοσαλάτα, λαδόξιδο, λαδολέμονο, νυχτερινό μπαρ, ναυτική ταβέρνα με χορό, τραπέζια βρεγμένα με ρετσίνα και ζεϊμπέκικα, κολόνια συνοικιακού κουρείου, κομμένα μαλλιά στο πάτωμα, πινέλα με σαπουνάδα κι άλλος καθρέφτης, φανελάκι ποδοσφαιριστή, σώβρακο με ονείρωξη, άδειο χειμερινό θέατρο μετά την παράσταση των «Περσών», η κόκκινη τραγική αυλαία και τα πόδια του ηλεκτρολόγου που σβήνει τα φώτα της εισόδου, η άρπα της Ναυσικάς στην αποθήκη, σιδερωμένα σεντόνια, φωλιά χελιδονιού, γάντια κι ομπρέλα της πεθαμένης, αντίσκηνο, ορθοστάτης, Ευαγγέλιο, δισκοπότηρο, το χέρι του εφημέριου λιβανισμένο σ’ επαρχιακό Ψυχοσάββατο, και το μεγάλο αόρατο χέρι του Κλειδοκράτορα, το καπέλο και το δίφραγκο του τυφλού, και πάνου απ’ όλα η αμφίθυμη μυρωδιά καταπατημένης αιωνιότητας. Βουίζει τό κεφάλι μου, συνωστισμός, θαύμα στό θαύμα, στρόβιλος, το απέραντο, το ανεξάντλητο, μαγεμένος, ζαλισμένος, να γράψω μιαν Ιλιάδα για τις μυρωδιές, για τις εικόνες, τους ήχους, τους συνειρμούς και τις περιπέτειές τους.  

____________

Δε γράφεις καλύτερα ακόμα ένα ποίημα για την ειρήνη;

Θε μου, ξεχάστηκα. Κοιτάω το ρολόι μου — 6 απογευματινή. Κι έχουμε πει να περάσω απ’ τον Πέτρο να πάμε μαζί με το βραδινό λεωφορείο στο Μαραθώνα. Θα διανυκτερεύσουμε εκεί. Και τα χαράματα θα ξεκινήσουμε την πορεία ειρήνης μ’ όλο τον κόσμο. Ευτυχώς έχω ώρα.

Πηγαίνοντας στον Πέτρο, άκουγα συνέχεια μες στο κεφάλι μου παφλασμούς από μυρωδιές, τοπία, ήχους, μικρές, θαυμαστές, οικείες λεπτομέρειες που διαρκώς πολλαπλασιάζονται και μας προσηλυτίζουν το άπειρο, δίνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα του αόριστου, του άγνωστου, του ανεξήγητου σε μορφές αέναης μαγείας. Τρίκλιζα σχεδόν μεθυσμένος κι έλεγα, ναι, θα τη γράψω την Ιλιάδα μου, και θα το πω στον Αλέκο (όχι στον Πέτρο) ν’ αλαφρώσω.

Μα όταν έφτασα στον Πέτρο κι ήρθε να μ’ ανοίξει την πόρτα κουτσαίνοντας, γιατί φορούσε μόνο το δεξί του παπούτσι κι ύστερα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού να φορέσει και το άλλο του, κι ίσως γι’ αυτό, επειδή έτσι σκυμμένος με τις φαρδιές του πλάτες περνούσε στο πόδι του με την ολοκάθαρη κάλτσα το αριστερό του παπούτσι, κι ίσως επειδή το δωμάτιό  
του μύριζε φρεσκοσφουγγαρισμένο κατάστρωμα πλοίου, ένιωσα τη διάθεση να του πω για την Ιλιάδα μου με τις μυρωδιές.

Στην αρχή μ’ άκουγε γελαστά, ύστερα συγκαταβατικά κι αργότερα με σιωπηλή αποδοκιμασία.

«Καλά κι άγια όλα αυτά — μου ’πε— μα δε σου μυρίζει καθόλου το αίμα που χύνεται σ’ όλο τον κόσμο; Κι αντί να γράψεις μιαν όμορφη, βέβαια, Ιλιάδα για μυρωδιές, δε γράφεις καλύτερα ακόμα ένα ποίημα για την ειρήνη; Εγώ, ξέρεις, δεν έχω πολύ αγαθές σχέσεις με τους στίχους, ξέρω όμως απέξω σχεδόν όλο σου εκείνο το ποίημα:

όταν οι σκοτωμένοι μας μπορούν να γείρουν στο πλευρό 
              τους και να κοιμηθούν χωρίς παράπονο 
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου 
είναι η ειρήνη.

Ή το άλλο εκείνο:

όταν οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες, 
όταν μια μέρα που πέρασε δεν είναι μια μέρα που χάθηκε 
όταν ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά 
κι όταν το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού το ίδιο μπο-
      ρεί να το μ υ ρ ί σ ε ι ο ποιητής κι ο προλετάριος 
είναι η ειρήνη.

Έλεγε αυτούς τους στίχους ο Πέτρος τόσο απλά, όμορφα, σεμνά κι αδρά, κι είχε το πρόσωπό του μια τόσο γλυκιά, στοχαστική αυστηρότητα, που μ’ άρεσαν και μένα.

Γιάννης Ρίτσος, Θούριο της Μαραθώνιας Πορείας
"Από ’δω ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε μόνος, μόνος, με την πολυπληθή μοναξιά των μαρτύρων..."
____________

«Έχεις δίκιο» του είπα και του ζήτησα χαρτί και μολύβι. Άρχισα να γράφω. Ο Πέτρος αθόρυβα, σαν μέσα σ’ εκκλησία, πήγε στην κουζίνα, έψησε καφέ, μου ’φερε κι εμένα, ακούμπησε το φλιτζάνι κι ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι, πλάι μου, άναψε ένα τσιγάρο και μου το ’φερε αναμμένο στο στόμα μου (δεν το ’χε διόλου σαλιώσει), άναψε κι αυτός τσιγάρο, κάθισε παράμερα, άκρη άκρη στο κρεβάτι του κι έπινε τον καφέ του δίχως να βγάζει άχνα.

Ένιωθα το βλέμμα του να με τυλίγει μ’ εκείνη τη βαθιά συντροφική εμπιστοσύνη, και μου βούρκωναν τα μάτια, κι όλο μου το κορμί το περιέτρεχε κείνο το δίκαιο κι αγαπημένο «ευχαριστώ» μου. Έτσι, σε λιγότερο από μισή ώρα, έγραψα το ποίημα «Πορεία ειρήνης», για την «πολυπληθή μοναξιά των μαρτύρων». Του το διάβασα, αντιγράφοντας άθελά μου τη φωνή του. Σηκώθηκε, μ’ αγκάλιασε δυνατά, με φίλησε, κι είδα, μα την πίστη μου, πρώτη φορά τα μάτια του Πέτρου δακρυσμένα. Την άλλη μέρα το πρωί, στην τελετή της ειρήνης, το απάγγειλα στον Τύμβο του Μαραθώνα, κι οι σύντροφοι, μικροί, μεγάλοι, κλαίγαν και χειροκροτούσαν.

Κι είχε βγει ένας μεγάλος ήλιος, κι είδα στη λάμψη του τον δολοφονημένο πέρσι Λαμπράκη, με τα χέρια του ανοιχτά σε σχήμα σταυρού, κρατώντας τεντωμένο πάνω στο πλατύ του στήθος το πανό «ΕΛΛΑΔΑ», να μπαίνει επικεφαλής της πορείας.



Και ξεκινήσαμε φωνάζοντας ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ. Και κάποιος βάζει το χέρι του στην πλάτη μου. Γυρίζω. Είναι ο Βαγγέλης. Ναι, ο Βαγγέλης (αυτός που είναι), πάντα δικός μας. Πιανόμαστε ώμο με ώμο. Βαδίζουμε ολοι μαζί και τραγουδάμε:


Μες στην ειρήνη 
διάπλατα ανασαίνει 
όλος ο κόσμος 
με όλα τα όνειρά του.
ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ.

ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 28, 29, 30, 31. VII. 83


Γιάννης Ρίτσος, Ήχοι και αναμνήσεις από μυρωδιές, Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων, 
Με το σκούντημα του αγκώνα, εκδόσεις Κέδρος 


Η Προυστική «Ιλιάδα» του Ρίτσου

Υπάρχουν ορισμένες σημαντικές συγγένειες μεταξύ του Ρίτσου και του Προυστ, η πιο ουσιαστική από τις οποίες εντοπίζεται στον καταλυτικό ρόλο της όσφρησης (και κατά προέκταση της γεύσης) στο βασίλειο της Μνήμης.  

Στον τρίτο τόμο του Εικονοστασίου, ο Ρίτσος συνθέτει ένα ολόκληρο κομμάτι με τίτλο: «Ήχοι και αναμνήσεις από μυρωδιές» (πάνω από 15 σελίδες, από 75 μέχρι 91). Εδώ, μας αναφέρει κάποια «Ιλιάδα για μυρωδιές».

 Όσο για τον Προυστ, η δική του εμμονή για τον ρόλο των μυρωδιών και της γεύσης είναι γνωστή από το παράδειγμα του μικρού γλυκού που λέγεται «μαντελέν» και που του θυμίζει τόσο έντονα, διάφορες λεπτομέρειες της παιδικής του ηλικίας. Συνοψίζει έτσι ο Προυστ:

«Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί... η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν, χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άϋλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης.»
(1ος τόμος, σσ. 64-65. Μεταφρ.: Παύλος Ζάννας)

MARCEL PROUST, «A la recherche du temps perdu»
___________


Αλλά ο Ρίτσος πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από τον Προυστ, λέγοντας ότι δεν υπάρχει μονάχα η όσφρηση των μυρωδιών - υπάρχει και η ακοή:

.....γιατί τις μυρωδιές δεν τις οσμίζεσαι μόνον αλλά και τις α κ ο ύ ς (κι όμορφα το λέει ο λαός «ακούς αυτή τη μυρουδιά απ’ τις ακακίες;», «ακούς τη μυρουδιά απ’ το πευκόδασο;» ή «ακούς μυρουδιά από τηγανητά σκοτάκια απ’ την ταβέρνα του Μπαρούφα;» ή «ακούω μυρουδιά από μπαρούτι — κάτι τρέχει»)..... 
(3ος τόμος, σσ. 75-76)

Μία ακόμη πιο εκλεπτυσμένη παραλλαγή του Ρίτσου είναι οι «οπτικοακουστικές μυρωδιές.» Ακόμη μυρωδιές που ο Ποιητής χαρακτηρίζει ως «μελαγχολικές» ή «εύθυμες»· ή ακόμη σε «μεταφυσικά» πλαίσια:

«...κι άλλες μυρωδιές από πράματα που δε μυρίζουν (όπως η μυρωδιά της νύστας, της προαίσθησης, της ονειροπόλησης...)
(3ος τόμος, σ. 78)

Εάν ο Ρίτσος είχε ολοκληρώσει την «Ιλιάδα» του για τις μυρωδιές, μπορεί να είχε δημιουργήσει μία σύνθεση που θα ’τανε αποκαλυπτική ακόμη για τον ίδιον τον Προυστ! Γιατί στις σελίδες αυτές του τρίτου τόμου, κάνει μία βουτιά σε συναρπαστικές εικόνες και σε αναπάντεχους συνειρμούς που διαγείρονται από λογιώ-λογιώ μυρωδιές.

Όμως ο Ρίτσος αποθαρρύνεται για τη συνέχεια της ιδιόρρυθμης- ανεδαφικής «Ιλιάδος» από τον «τετράγωνο» Σύντροφο Πέτρο, που την θεωρεί αερολογίες για τους «εστέτ». Ο Ποιητής προσγειώνεται, μόλις τον αφοπλίζει ο Πέτρος με την ερώτηση:

«...μα δε σου μυρίζει καθόλου το αίμα που χύνεται σ’ όλο τον κόσμο;»
(3ος τόμος, σ. 89)

Τότε, ο Ρίτσος εγκαταλείπει αμέσως την Προυστική του «Ιλιάδα» και ξεκινάει ένα καινούριο ποίημα για την Ειρήνη, με την αφορμή της Μαραθώνειας Πορείας.

Amy Mims, Ο Προυστ και η «Ιλιάδα για μυρωδιές» του Ρίτσου, Ο Ρίτσος του Εικονοστασίου (Συμπληρωματικό Σημείωμα 4, σελ.382-384), Ιδιωτική Έκδοση


Η Amy Mims σε συνεργασία με τον Γιάννη Ρίτσο
__________



Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

«Στα πάντα είμαι εξομολογητικός»: ο Κωστής Παπαγιώργης με τα λόγια τα δικά του.


Κωστής Παπαγιώργης διά χειρός Χρόνη Μπότσογλου (1991)
__________

Χαζοευτυχισμένα παιδικά χρόνια...

«Θα προτιμούσα να κόψω τρία δάχτυλα παρά να γράψω για τα παιδικά μου χρόνια που ήταν χαζοευτυχισμένα, όπως των περισσοτέρων. Η παιδική ηλικία θα είχε νόημα αν γεννιόμασταν γέροι και πεθαίναμε βρέφη, αλλά όπως είναι τώρα δεν την καταλαβαίνω. Έζησα, πάντως, στο λιμάνι της Κύμης από το ’50 ως το ’60 και ήμουν δασκαλοπαίδι. Αυτό τα λέει όλα».

Από συνέντευξη του Κωστή Παπαγιώργη στην Σταυρούλα Παναγιωτάκη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γυναίκα» τον Αύγουστο του 1995 με τίτλο «Ο φιλόσοφος που γελά»


Στο χωριό που γεννήθηκα, το Νεοχώρι Ύπατης, δεν αξιώθηκα να πάω ποτέ. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και όλη η οικογένεια, τέσσερα άτομα δηλαδή μαζί με τον αδελφό μου, τον ακολουθούσαμε σε κάθε μετάθεση που έπαιρνε. Έχω κάτι θαμπές παραστάσεις από την Κάρυστο, όπου — όταν ο πατέρας μου εμφανιζόταν στην αγορά — οι Αρβανίτες έλεγαν: «Σσσστ, μιλάτε ελληνικά, έρχεται ο δάσκαλος!» 

Αλλά τα αληθινά μου παιδικά χρόνια άρχισαν στο λιμάνι της Κύμης, όπου ζήσαμε δέκα χρόνια στη σειρά. Οι κάτοικοι ήταν λίγοι, καμιά πενηνταριά οικογένειες, στέγη δεν υπήρχε για να μας στεγάσει, και ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να χτίσει μόνος του τους τοίχους και να φτιάξει τη σκεπή με τα κεραμίδια σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι που είχε γίνει περιστεριώνας. Με προσωπική εργασία αναμόρφωσε μια αίθουσα ενός κτιρίου που είχε χρησιμοποιηθεί κατά τον πόλεμο σαν αποθήκη των Γερμανών και την έκανε σχολείο. Εκεί θυμάμαι έκοβε το τυρί και έψηνε το γάλα σκόνη που έστελνε η αμερικανική βοήθεια. Τον θυμάμαι πολύ καθαρά, προτού ακόμα φέξει για τα καλά, να στέκει πλάι στο καζάνι και μεις, πιτσιρίκια εφτάχρονα, να περιμένουμε στη σειρά με τα κυπελάκια στο χέρι...

Το δασκαλίκι το είχε για βιοπορισμό· η αληθινή του κλίση στρεφόταν προς τη χειρωναξία. Ήταν κτίστης, μαραγκός, αυτοσχέδιος γιατρός — είχε τρυπήσει όλους τους κώλους του χωριού με τις περίφημες εκείνη την εποχή πενικιλίνες —, κουρέας και γεωργός. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να διαβάζει, αντίθετα όλα κείνα τα χρόνια τον άκουγα να  ροκανίζει ή να λιανίζει ξύλα με το τσεκούρι στο υπόγειο του σπιτιού. Αυτές οι ικανότητες τον έκαναν αγαπητό στους ντόπιους, οι οποίοι σπάνια τον έβλεπαν στο καφενείο. Μπορώ να πω ότι είχε και κάποια ελαφρά κλίση προς την καλλιτεχνία. Έφτιαχνε γλυπτά από άλιπα — ένα μαλακό ύλικό που υπάρχει σε κείνα τα μέρη —, προσωπογραφίες συνήθως φίλων ή συναδέλφων.

Ο πατέρας του Κωστή Παπαγιώργη, Αριστείδης, στα χρόνια της Κύμης.
_____________

Απείχε από την τοπική κοινωνική ζωή και μάλλον τα πολιτικά της εποχής ήταν ο λόγος. Η αδερφή του είχε πεθάνει στη φυλακή, ο αδερφός του ήταν καταδικασμένος σε θάνατο και ο ίδιος μόλις είχε γυρίσει από εκτοπισμό στην Ικαρία. Άλλωστε δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν ήταν φουστανάκιας, τσαμπουκάς, ξενύχτης. Μετά το 1950 αυτός ο άνθρωπος κλείστηκε στο σπίτι του και δεν ξαναβγήκε. Σχολείο — σπίτι ήταν όλη του η ζωή. 

Τον θυμάμαι πάντως κάτι απογεύματα να παίζει βιολί μέσα στην αίθουσα —τότε πηγαίναμε σχολείο πρωί και απόγευμα — και να τραγουδάει σωστά, γιατί είχε γνώσεις μουσικής από το διδασκαλείο. Εφημερίδα δεν αγόραζε, πού να τη βρει κιόλας, μόνο τα Σάββατα ανέβαινε στην Κύμη και έφερνε τον Ταχυδρόμο που επί μια εβδομάδα ήταν το αξιοπερίεργο του σπιτιού. 

Ακόμα πρέπει να πω ότι ήταν τακτικός ψάλτης στην Εκκλησία και έβγαζε σχεδόν μόνος του τη λειτουργία γιατί ο κανονικός ψάλτης ερχόταν από άλλο χωριό με γαϊδούρι και σχεδόν πάντα σουρωμένος.

[...] Όταν από την τετραμελή οικογένεια είχαμε μείνει μόνο εγώ κι ο πατέρας μου, έμενα πια στο Χαλάνδρι για να κάνω αυτό που δεν είχα φανταστεί ποτέ — να γίνω γηροτρόφος του πατέρα μου. Πράγματι, του στάθηκα ως τη στιγμή του θανάτου του. Περιττό να σου πω ότι μαλώναμε ως τη στιγμή που έκλεισε τα μάτια του. Μοιάζαμε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατο να περάσουμε μια μέρα χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων,
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 17- 21, 92)

Ο Κ. Παπαγιώργης, οκτώ ετών, σε γάμο στην παραλία της Κύμης το 1955
____________

«Υπεράριθμος, καρέκλα με τρία πόδια, παιδί του Καιάδα....»

Ευτυχώς, δεν υπήρχαν βιβλία στο σπίτι. Κάποια δασκάλα είχε δωρίσει [στον πατέρα μου] τη βιογραφία του Βαν Γκογκ, που έστεκε χρόνια σε ένα ράφι πλάι στην Ιστορία της φιλοσοφίας του Θεοδωρίδη και σε μια συνοπτική βιογραφία του Νίτσε γραμμένη από τον Τσβάιχ. Αυτά ήταν και τα πρώτα βιβλία που διάβασα — εκτός από τα Κλασσικά εικονογραφημένα βέβαια. 

Το κλίμα του σπιτιού δεν είχε σχέση με το πνεύμα, ήταν η απόλυτη αυστηρότητα... το δασκαλίκι τότε εκφραζόταν με απηνή μέριμνα για την καλλιγραφία και την ορθογραφία. Δύο πράγματα οπού ήμουνα μπούφος. Γι’ αυτό, όταν, μετά από χρόνια, του είπα ότι γράφω βιβλία με κοίταξε συγκαταβατικά και μου είπε: «Ένα παιδί που ήταν τόσο ανορθόγραφο, πώς είναι δυνατόν να γράφει βιβλία;»

Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ ήταν ο τρόπος με τον οποίο μας είχε επιβληθεί αυτός ο άνθρωπος — σε μένα και τον αδελφό μου. Τα άλλα παιδιά του χωριού οι γονείς τους τα σάπιζαν στο ξύλο. Εμείς το πολύ να δεχόμασταν κάποια ξυλιά στα πόδια. Εντούτοις ήμασταν τα πιο τρομοκρατημένα παιδιά.

Παιδί φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό. Σε ηλικία δέκα χρονώ είχα διαπλάσει τον μελλοντικό μου χαρακτήρα. Από τότε ένιωθα σαν τον άνθρωπο που του λείπει το δέρμα και ό,τι τον αγγίξει τον τραυματίζει. Ζήλευα τα χωριατόπαιδα για τον αυθορμητισμό τους, για τα απίθανα καμώματα με τις βάρκες που άρπαζαν κρυφά — αυτό μου έχει μείνει απωθημένο. Έπαιζα ξύλο καθημερινά για να τους μοιάσω...

Στο γήπεδο του Χολαργού, 1963
___________

Το μόνο που με ενδιέφερε τότε ήταν το ποδόσφαιρο. Εκεί πρωτοκατάλαβα τον εαυτό μου. Πάνω στο παιχνίδι, ξέρεις, ο άλλος σου αναγνωρίζει ότι είσαι απαραίτητος, σε φωνάζει με το όνομά σου, παραδέχεται πως υπάρχεις — όλα αυτά είναι βασιλικός πολτός για το παιδί.

Ενώ μέσα στο σπίτι δεν είχα ακούσει ποτέ κανέναν να επαίρεται για κάτι — ο πατέρας μου ποτέ δεν περιαυτολογούσε —, εγώ άρχισα να διαπλάθω ένα παράνομο «εγώ» εκτός οικογένειας, μέσα στην άλάνα. Ήμουνα κάποιος μακριά από τη δεσποτεία του δασκάλου. Τα παιδιά δασκάλων, παπάδων, δικαστικών, μπάτσων, κ.τ.λ. έχουν αυτό το πρόβλημα — πρέπει να επινοήσουν τον εαυτό τους εκτός οικογένειας... 

[....] από τότε γεννήθηκε μέσα μου μια περίπλοκη διάθεση που δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Εκεί που μου μιλούσαν για τετράγωνο, εγώ έψαχνα την πέμπτη πλευρά του τετραγώνου. Μου άρεσε το αίσθημα ότι είμαι υπεράριθμος, καρέκλα με τρία πόδια, ελαττωματικό ανταλλακτικό, παιδί του Καιάδα και άλλα παρόμοια. 

Καταλαβαίνεις λοιπόν τι έπαθα όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών, στην Αθήνα πλέον, ο Νίκος Νασοφίδης, ένας συμμαθητής, μου πρωτομίλησε για βιβλία. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα μύχια αισθήματά μου ήταν καταγεγραμμένα φαρδιά-πλατιά σε σελίδες. Το θεώρησα ανοσιούργημα! 

Τότε διάβασα τον Έφηβο του Ντοστογιέφσκι. Για να είμαι ειλικρινής δεν πολυκαταλάβαινα. Αλλά μπορούσα να απομονώνω φράσεις και να τις σιγοψιθυρίζω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ: «Η γυναίκα είναι μια μεγάλη δύναμη», «η μουσική είναι η έκφραση του ανεκφράστου» έλεγα και ένιωθα μέλος μιας αόρατης αδελφότητας μυημένων... 

Τρίχες δηλαδή, αλλά χωρίς αυτές δε βάζεις χρόνια.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 22-37)


Κωστής Παπαγιώργης: Ο Πιο Γλυκός Μισάνθρωπος, σκηνοθεσία - σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη 
_____________

Ασκήσεις θάρρους και άλλα παιδικά καψόνια... 

Μικρός δεν θυμάμαι να είχα ποτέ τη φοβία των κλειστών χώρων. Βέβαια στο λιμάνι όταν μας καβαλούσε ο διάβολος, κάναμε πολλές βάρβαρες ασκήσεις αντοχής.
Κλείναμε κάποιον σε μια ψαροκασέλα που βρισκόταν σύρριζα στο χασάπικο του Γαβρίλη, ρίχναμε επιδεικτικά το βάρος μας πάνω στο καπάκι και αρχίζαμε το μέτρημα. Πόσο θα άντεχε; Ίσαμε το 70, το 8ο, το 1οο, το 120; Όσο σκληρός κι αν ήταν, σε μια στιγμή έσκαγε και άρχιζε να ζητάει βοήθεια. Ήταν το σύνθημα. Τότε ξεκίναγε το καψόνι. Οι μεγαλύτεροι, που ήταν και οι πιο χειροδύναμοι, όχι μόνο δεν ίδρωνε το αφτί τους με τα «Ανοίξτε, πεθαίνω, γαμώ το καντήλι σας...», αλλά καθυστερούσαν μέχρι να ακουστούν από μέσα κλάματα και ικεσίες.

Για να πετύχει το αστείο και να κάνει τον κύκλο της πλατείας έπρεπε ο εγκλωβισμένος να σπάσει, να βγει από το κασόνι ράκος σωστό. Επιπλέον, κείνες τις δύσκολες στιγμές, τον ανάγκαζαν να λέει μεγαλοφώνως διάφορες βρισιές για τη μάνα του και την αδελφή του που μετά ήταν δύσκολο να τις πάρει πίσω. «Το κάνει η μάνα σου για μια λίρα...» «Ναι, το κάνει· ανοίξτε...»

Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στα ξεροπήγαδα που ήταν προχείρως καλυμμένα με κλαδιά και σκουριασμένες λαμαρίνες. Κατεβαίναμε με σχοινιά ή και χωρίς καμιά βοήθεια, πατώντας προσεχτικά στις εσοχές των τοιχωμάτων, μόνο και μόνο για να αποδείξουμε ότι ο φόβος που νιώθουμε δεν ίσχυε. Το βάθος δεν πρέπει να ήταν μεγάλο. Πέντε, το πολύ έξι, μέτρα. Αλλά στον πάτο, όπου δεν αποκλείονταν τα φίδια, οι σαύρες και τα σερπετά, το στρογγυλό κομμάτι του ουρανού, με τα κεφαλάκια στα χείλη του φιλιατρού, άρχιζε να παίρνει δυσανάλογη αξία.

Το ανέβασμα άρχιζε αμέσως, αλλά από πάνω έβαζαν μπροστά τά μεγάλα μέσα· έριχναν χώματα, κλαδιά, ενίοτε και αναμμένα στουπιά, ό,τι έβρισκαν τέλος πάντων, για να σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Στις σπάνιες περιπτώσεις που υπήρχε σχοινί, σε άφηναν να ανέλθεις ως τα μισά περίπου, και αίφνης ένιωθες το σχοινί άψυχο στα χέρια σου. Ο αναρριχώμενος παγιδευόταν κακήν-κακώς, με την πλάτη στο φρεάτιο και τα πόδια τεντωμένα απέναντι. Τότε άρχιζε τo μαρτύριο: «Πες κάτι για το μουνί της αδελφής σου».

Μέσα στα πηγάδια δεν έμεινε αγάμητη μάνα κι αδελφή. Εγώ αδελφή δεν είχα, όσο για τη μάνα μου —την τιμημένη «κυρα-δασκάλα»—, κανείς δεν τολμούσε να την πιάσει στο στόμα του. Μια φορά μόνο χρειάστηκε να εξωμοτήσω και, με τα μάτια τυφλωμένα από το χώμα, να φωνάξω «Ζήτω ο Ολυμπιακός!»· κι άλλη μια φορά στην ψαροκασέλα, όπου ξεγελάστηκα και μπήκα, με αποτέλεσμα να μιλήσω για τη μάνα του Αστερίου, που άνοιξε άμέσως με απειλητικές διαθέσεις.
Κωστή Παπαγιώργη, Σύνδρομο αγοραφοβίας
εκδόσεις Καστανιώτη (H' Συνεδρία, σελ. 129-131)


Margaret Keane, Little Boy, 1967
__________

Ααρών εναντίον Μωυσή ...

Είχα μεγάλες δυσκολίες να ενσωματωθώ στην εκάστοτε κοινωνική ομάδα. Τα χρόνια του Δημοτικού, σχεδόν δεν υπήρχε μέρα που να μην τσακωθώ... Είχα κάποιο σαράκι; ένα σπέρμα κοινωνικής διχόνοιας που δε μ’ άφηνε ήσυχο; ένα μικρό ψεγάδι στον εγκέφαλο που με έκανε άνω-κάτω και δε μου επέτρεπε να φερθώ φυσιολογικά;

Κάποτε μιά φίλη μου, κόρη στρατηγού, με την οποία είχαμε ζήσει μαζί κάνα-δυο χρονάκια, είχε πει γελώντας: «Είσαι ελαττωματικό ανταλλακτικό, αλλά τι πειράζει; Εγώ σε πάω». Το ελάττωμα αφορούσε στις σχέσεις μου με τον προφορικό λόγο, που με καθιστούσαν αυτόχρημα εξαίρεση, με έβγαζαν από την κοινωνική σειρά κι έκαναν τα απλά πράγματα σπαζοκεφαλιές.

Αυτή η ιστορία είχε άρχίσει πολύ απλά όπως όλες οι ψυχικές ασθένειες. Στις έξι τάξεις του Δημοτικού Σχολείου —πέντε στο λιμάνι και μια στο Χαλάνδρι — δε θυμάμαι να είχα κάποια ειδική δυσκολία στην ομιλία. Το μόνο που με ξένιζε ήταν η ματιά του πατέρα μου: αλλιώς με κοιτούσε στο σπίτι, αλλιώς στο σχολείο. Το «δάσκαλο» ποτέ δεν τον κατάλαβα. Κατά τα υπόλοιπα, λάλαγα όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου.

Τα αληθινά προβλήματα άρχισαν με την εισαγωγή στο Γυμνάσιο. Είχα περάσει πρώτος στις εξετάσεις, γιατί διαγωνίστηκα μέ παιδιά ψαράδων, ναυτικών, γεωργών και ξυλοκόπων που δεν είχαν δει ποτέ βιβλίο στα σπίτια τους. Ως πρώτος λοιπόν, είχα και ειδική μεταχείριση. Δε με σήκωναν στο μάθημα, προσπερνούσαν το όνομά μου στον κατάλογο με ένα ευχάριστο μουρμουρητό, και όταν κάποια απορία κυκλοφορούσε μέσα στην τάξη, ο Τρίμης έστρεφε το πρόσωπό του προς τη μεριά μου με εμπιστοσύνη. Τον δικαίωσα; Το βέβαιο είναι ότι, και να ήξερα μιαν απάντηση, αποκλειόταν να την προφέρω μέσα σε πενήντα παιδιά. Η συστολή μου έφτανε μέχρι αφασίας. Τότε εμφανίστηκε ο γλωσσοδέτης που έγινε πανίσχυρο καθεστώς κατά τα επόμενα χρόνια. 

Κάποιο ρολάκο πρέπει να κράτησε σε αυτό το μικρό δράμα και ο φιλόλογος Ιωάννης Νοτάρης — αιωνία του η μνήμη. Έχοντας μείνει, όπως έμαθα, ένα μεγάλο διάστημα σε νοσοκομείο, είχε άφοσιωθεί σε μελέτες της αρχαίας ελληνικής «πανεπιστημιακού επιπέδου». Ξεφτέρι λοιπόν, μανιακός με τη διδασκαλία, ήθελε να κάνει τα γυμνασιόπαιδα του Χαλανδρίου μέλη ενός δικής του εμπνεύσεως πανεπιστημίου. Αδιαφορούσε επιδεικτικά για τη διδακτέα ύλη, παρέδιδε διπλάσια καί τριπλάσια από το κανονικό, όσο για τους βαθμούς, τους έβαζε με ένα αυστηρό σταγονόμετρο. Το «15» ήταν το δικό του «άριστα».

Όταν λοιπόν —για κακή μου τύχη— εμφανίστηκα στο δεύτερο εξάμηνο της Πρώτης Γυμνασίου, με βαθμό «19» από το Γυμνάσιο της επαρχίας, είχε την ιδανική ευκαιρία να δείξει στους μαθητές του τη διαφορά της δικής του τάξης από τη λοιπή Ελλάδα. Αυτό που τον σκανδάλιζε ήταν το «19», το οποίο θα πρέπει να κουδούνιζε μέσα στο νου του σα Βραβείο Νόμπελ. Έσπευσε λοιπόν να με σηκώσει στο μάθημα και προέβη σε κανονική ανθρωποθυσία. Τη λέξη «Συντακτικό» σχεδόν την αγνοούσα μέχρι τότε, παραταύτα εκείνος επέμενε να με ανακρίνει με όλους τους τύπους για την αιτιατική απόλυτο και το σύναρθρο απαρέμφατο. Προφανώς ήθελε να με αφήσει άναυδο — και τα κατάφερε.

Όταν ξανάκατσα στο θρανίο, εγώ και η ξεπουπουλιασμένη μου επαρχία, δεν είχε μείνει τίποτα από το «19». Εφεξής περιορίστηκα στο «10», καί μάλιστα χαριστικά. Αλλά η δυσπραγία μου δεν περιορίστηκε μόνο στις ώρες της διδασκαλίας, που επανειλημμένα θύμιζαν διαπόμπευση για τον επαρχιώτη μαθητή. Σιγά-σιγά αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι οι λέξεις ταλαιπωρούνταν σκληρά μες στο στόμα μου. Όχι πάντα βέβαια· όχι σε κάθε κατάσταση. Υπήρχαν όμως περιστάσεις όπου γινόμουνα μουγγός με τα όλα μου. Η ανάσα έμπαινε, άλλά δεν έβγαινε.

Ήταν στιγμές που η γλώσσα με ήθελε και όλα πήγαιναν ρολόι· ήταν πάλι στιγμές που οι λέξεις έσπαγαν μέσα στο στόμα μου και τις έφτυνα συλλαβή προς συλλαβή πάνω στο πρόσωπο του άλλου με κάποιο αφόρητο αίσθημα ντροπής και ενοχής. Ειδικά σε διάθεση θυμού μού ήταν αδύνατο να ξεκινήσω μια πρόταση και να τη βγάλω πέρα. Σκοτείνιαζαν τα μάτια μου, το στέρνο μου δενόταν από μέσα κόμπο, λαλιά όμως δεν έβγαινε ούτε για δείγμα.


Όταν κάποτε συμβουλεύτηκα έναν ειδήμονα, αφού με άκουσε με συγκατάβαση, έβγαλε αυτοσχεδίως τη διάγνωση. Τίποτα το έμφυτο δεν με παίδευε. Όλα οφείλονταν στις πρωτοβουλίες του πρώτου μου παιδαγωγού, ήγουν του πατέρα μου. Αν και ήμουνα εκδηλωμένος αριστερόχειρας, ο σοφός παιδοτρίβης δεν δίστασε, ενονόματι της ομοιομορφίας και του ορθόδοξου βίου, να με κάνει με το στανιό δεξιόχειρα. Φυσικά, όταν έπαιρνε το μολύβι από το αριστερό χέρι και μου το έβαζε με το ζόρι στο δεξί, δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι μου προετοίμαζε σαν πυθία μια ζωή στέρησης και αστείας οδύνης. Αλλά ο κύβος είχε ριφθεί.




Η κατάσταση είχε ως εξής: Αν αποκαλέσω συμβατικά Μωυσή τα όσα σκεφτόμουνα κι ένιωθα, και αν βαφτίσω Ααρών τα όσα πάσχιζα να ξεστομίσω, μπορώ να πω ότι ο Μωυσής τα πήγαινε καλά, ενώ ο Ααρών χώλαινε ανησυχητικά. Ήταν δυο διαφορετικά πρόσωπα· ο ένας με ντρόπιαζε, ο άλλος με ξεντρόπιαζε. Μέσα μου διηγόμουνα ιστορίες, έστηνα ψιλή κουβέντα με τους αγγέλους, έπλαθα διαλόγους και μαλώματα. Ο Μωυσής στεκόταν στο ύψος του. Τι να πω όμως για τον Ααρών που τα μούσκευε οσάκις χρειαζόμουνα την επαφή με τους άλλους; Τα πατατράκ ήταν πολλά, κορδόνι ολόκληρο, που με ακολουθούσε μέσα κι έξω σα φαιδρή σκιά, αλλά δε μπορούσα να ζητήσω ευθύνες από κανέναν.

Ο Ααρών ήταν το κουσούρι μου. Η αχίλλειος πτέρνα, που είχε ανέλθει από τα πόδια στο στόμα. Σε κάθε συνάντηση ήξερα ότι, αργά ή γρήγορα, μου την είχε φυλαγμένη. Ενώ σέρβιρα τις φράσεις στρογγυλεμένες και μεστές, αίφνης —εδώ βρισκόταν ο βαθύτερος εαυτός μου— έσπαγε η πρόταση και γινόταν χίλια κομμάτια στο πρόσωπο του άλλου. Από την έκφρασή του καταλάβαινα ότι έλεγε μέσα του: «Α, εδώ είμαστε λοιπόν...»

Πού δηλαδή; Με βασάνιζε αυτό το ανεξέλεγκτο τελωνείο της προφοράς που ψαλίδιζε ό,τι ήθελε, επέβαλλε αφωνία, με έκανε ρεζίλι χωρίς να έχω τρόπο να αντιδράσω.

Άραγε, τραύλιζα επειδή φοβόμουνα την παρουσία των άλλων; ή φοβόμουνα την παρουσία των άλλων επειδή είχα τη βεβαιότητα ότι θα τραυλίσω; Ο κύκλος ήταν φαύλος και οι αιτίες χαμένες μέσα στα αποτελέσματα. Αλλά, αν υπάρχει μια απόμακρη απαρχή της αγοραφοβίας ή της λεξοφοβίας, αυτή δε μπορεί να μη σχετίζεται με τα προβλήματα της προφοράς.

Η γλώσσα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους, εμένα με είχε απομακρύνει χωρίς ημερομηνία λήξεως.

Από μέρα σε μέρα, το κουσούρι μετατρεπόταν σε χρόνια αναπηρία, με φυσική συνέπεια να διαστρέφει τον ψυχισμό μου και να με οδηγήσει σε αλλόκοτες αποφάσεις. Ο λόγος; Πριν απ’ όλα η άθλια εικόνα που παρουσίαζα στις συντροφιές και στις συζητήσεις. Σε αντίθεση με άλλους ομοιοπαθείς, που κρατούσανε μιαν απόσταση από τον εαυτό τους και δεν έπαιρναν κατάκαρδα την εικόνα του τραυλίζοντος Εγώ τους, αυτό το ρεζίλι σε μένα ήταν αφόρητο. Προτιμούσα να μου κόψουν τη γλώσσα από τη ρίζα.

Φυσικά, τη γλώσσα την κράτησα, έστω μόνο για να τρώω· αλλά τότε δεν μπορούσα να φανταστώ τι χαράτσι θα πλήρωνα για την αποχή μου από την ομιλούσα κοινωνικότητα. Αφού ο Ααρών μου δεν τα έλεγε, σε όλες τις μεγάλες εκκρεμότητες — πανεπιστήμιο, στρατός, εργασία —, ήμουνα υποχρεωμένος να ακολουθήσω αποκλίνουσα οδό. Δεν υπήρχε άλλη λύση: από παντού έπρεπε να πάρω τρελόχαρτο. Ούτω και εγένετο. Το ’σκασα από τον στρατό, από το πανεπιστήμιο, από την εργασία, την οικογένεια.


Όταν λοιπόν βρέθηκα στο Παρίσι, δεν είχα περιθώρια εκλογής. Θα ήμουν ο σιωπηλός του χωριού, κλεισμένος σε μια σοφίτα με ξυρισμένο κεφάλι και αφοσιωμένος υστερικά στο διάβασμα. Από τη σοφίτα θα ’βγαινα πάνοπλος για ν’ ανακτήσω ό,τι είχα στερηθεί. Σαν ανέκδοτο δεν ηχεί άσχημα· μόνο που εγώ το έκανα ζωή. Και, ασφαλώς, πλήρωσα τη νύφη.

Έξω
 φρένων με την κοινωνική μου εικόνα, δηλητηριασμένος από τις σκέψεις που πιθανώς έκαναν οι άλλοι για μένα, αφοσιώθηκα στη διάσωση μιας εσωτερικότητας που κάποτε θα διέψευδε όλες αυτές τις ευτελείς σκέψεις. Θέλει πολύ τάχα μια νεανική ψυχή να συφοριαστεί, να πληρωθεί μικροψυχίας και μνησικακίας, ζώντας μόνο με την απώτερη προοπτική να ρεφάρει για σαράντα χρόνια αφωνίας;

Κωστή Παπαγιώργη, Σύνδρομο αγοραφοβίας, εκδόσεις Καστανιώτη 
(Ζ' Συνεδρία, σελ. 113-129)

Παρίσι, 1972
_________


Άρχισα να γράφω με το μολύβι στο στόμα...

«Δέκα ολόκληρα χρόνια ήμουνα όπως ο Ζαχαρίας στο ναό: και ιδού έση σιωπών και μη δυνάμενος λαλήσαι άχρι..., φτυστός με το γιο του Δαρείου: τα μεν άλλα επιεικής, άφωνος δέ. Ήμουνα άλαλος γιατί η γλώσσα μου κόλλαγε στον ουρανίσκο. Μωυσής που ψάχνει τον Ααρών του....

Αλλά αυτή η άδυναμία, αντί να με εξουθενώσει με φυτίλιασε. Επειδή δεν έκανα «σπουδές», επειδή το τυπικό του σχολείου, του όποιου σχολείου, με εξαιρούσε γιατί εκεί γίνονταν δεχτοί μόνο όσοι πλήρωναν με το πανίσχυρο νόμισμα του προφορικού λόγου, αναγκάστηκα, σα Ροβινσώνας ναυαγισμένος στο αρχιπέλαγος της σιωπής, να τα κάνω όλα μόνος μου.

Στασίασα, πήρα την εξουσία του εαυτού μου στα χέρια μου. Έγινα από μόνος μου σχολείο και πανεπιστήμιο, χωρίστηκα σε δάσκαλο και μαθητή με μια μονάχα επιθυμία. Αφού το στόμα μου ήταν χτισμένο παράθυρο, έπρεπε να βρω μια διέξοδο προς τον κόσμο. Μιλούσα γράφοντας, αλλά δεν μπορούσα να γράφω μιλώντας. Γι’ αυτό όταν τύχαινε ν’ ακούσω ένα ρήτορα, έναν πολιτικό στον εξώστη ή έναν καθηγητή στο αμφιθέατρο να ρητορεύουν, ασκώντας φυσιολογικότατα το καθεστώς της λαλιάς, θυμόμουν το Ρουσώ: Si je pouvais parler la plume a la bouche.

Άρχισα να γράφω με το μολύβι στο στόμα. Αυτό είναι η γραφή: ένας υπάκουος Ααρών που σου δανείζει το στόμα του για να μιλήσεις. Και να πεις τι; Δεν είχα ιδέα, είχα όμως ένα ένστιχτο κηπουρού που στήνει τις καλαμωτές για τ’ αναρριχητικά φυτά. 

Lucian Freud, Man with a Feather, 1943
____________

Να διαβάσω «μέχρι τελικής πτώσεως»...

Κάποια χαράματα βρέθηκα να τρέχω σαν παλαβός στα αγριοχώραφα της Κορίνθου – κάπως έτσι τελείωσα το στρατιωτικό μου. Κάποιο σούρουπο βρέθηκα να παίζω μπουνιές στη Μεσογείων με κάποιον ναυτικό που μόλις είχε γυρίσει από την Κίνα – έτσι κάπως έκλεισε ο πρώτος μου έρωτας. Τέλος, με μια βαλίτσα από χαρτόνι και με ελάχιστα χρήματα βρέθηκα κάποια μέρα του ’68 στο τραίνο για τη Γαλλία – κάπως έτσι άρχισα να κάνω το Παρίσι μου.

Χαμένος, όπως όλοι οι έφηβοι, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος έπαιζε με τη ζωή μου, ποιο στυγνό χέρι με είχε κλειδώσει μέσα στο σώμα μου. Έτσι αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας αναγνώστης για να το μάθω. Έτρωγα τα βιβλία με την οκά, αλλά η αδύνατη μνήμη μου δεν συγκρατούσε τίποτα. Αν η μνήμη είναι το στομάχι της ψυχής, όπως πιστεύει ο Αυγουστίνος, τότε είμαι στομαχικός βαριάς μορφής. Κυριολεκτικά ζω για να ξεχνάω. Από την άλλη, αυτό που είχα διαλέξει, η «φιλοσοφία», μιλάει μια γλώσσα αλλόκοτη.

Το μόνο μου πλεονέκτημα ήταν ότι είχα όλα τα βιβλία σπίτι μου, ασκούσα βλέπεις ένα από τα ακατοχύρωτα επαγγέλματα που προστατεύει ο θεός Ερμής. Είχα μια σοφίτα-βιβλιοθήκη που αριθμούσε χιλιάδες τόμους, τσαλαβουτούσα σε διάφορες θεωρίες και πίστευα στο μέλλον. Αλλά είχα αποκτήσει από τότε την ψυχολογία του απόβλητου. Τι κάνεις στο Παρίσι; Όποιος ήθελε να με πιλατέψει – και Πιλάτοι υπήρχαν πολλοί – μου έκανε αυτή την ερώτηση. Εννοείται πως όλοι εκεί είχαν πιστοποιητικά σοβαρότητας ατράνταχτα: άλλοι «σπούδαζαν», άλλοι ήταν πολιτικοί εξόριστοι, άλλοι πούλαγαν νιάτα.

Μακριά από τους αδελφικούς μου φίλους που είχαν μείνει στην Αθήνα, ένιωθα την ανάγκη να κάνω γνωριμίες. Και έκανα. Η τύχη με βοήθησε να πέσω απάνω σε τρεις Ραστινιάκ των Γραμμάτων. Ήταν εγγράμματοι νέοι, με δυνατή νοημοσύνη, αγάπη παράφορη για τις φιλολογικές συζητήσεις και ιδιαίτερα ήθη. Αυτοί με δίδαξαν πολλά: πρώτα να γράφω, ύστερα να νιώθω υπεροψία για τη σχέση μου με τα βιβλία, αλλά το πιο μεγάλο μάθημα ήταν η μελέτη της ψυχολογίας τους.

Η στενότητα με εξωθούσε σε μεγάλες προσηλώσεις και σε ιταμές αποστροφές. Αηδίασα τους φοιτηταράδες με τις αποδείξεις τραπέζης, που ζούσαν σαν ευνούχοι σε μια κατάσταση μητρικής τηλεθωπείας, τους χαρισματικούς που – απαξάπαντος – κάποτε θα κυβερνούσαν την Ελλάδα και πόζαραν από τα είκοσι για υπουργοί, μα πάνω απ’ όλα ένιωσα τον ρόλο των καθηγητών. Αυτοί μοίραζαν τα χαρτιά…
Κωστής Παπαγιώργης, Curriculum vitae,
Σιαμαία και Ετεροθαλή, εκδόσεις Ροές (σελ. 130-135) 

Ο Κ. Παπαγιώργης με τον Σλόμο Ντετσάβες στο Παρίσι.
_____________


Άρχισα να γράφω, αλλά δεν είχα κάποιο τάλαντο. Ούτε σταλιά! Ήθελα να γράψω μια ερωτική ιστορία σαν κι αυτές που θα ήθελα να ζήσω, αλλά στο χαρτί έβγαινε τζίφος. Ίσως αυτό με ώθησε να γίνω μανιώδης αναγνώστης. 

Πάνω στο ζήτημα της ανάγνωσης έχω πια πολλές τύψεις. Κάθε νέος που στρώνεται στη δουλειά έχει ανάγκη έναν δάσκαλο — έναν «γέρο», που θα τον βοηθήσει να μη βγάλει τα μάτια του. Τα βιβλία δεν είναι πατατάκια — θέλουν υπομονή, επανάληψη και κυρίως ψυχική προετοιμασία. Διαφορετικά θεριεύει η απληστία, οξύνεται η βιβλιομανία, αλλά το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό. 

Μπορεί να σου φανεί παραμύθι, αλλά γύρω στα είκοσι εγκατέλειψα τη Νομική Θεσσαλονίκης, πήρα τρελόχαρτο από το στρατό και βρέθηκα στο Παρίσι με αυτή τη φιλοδοξία: να διαβάσω μέχρι τελικής πτώσεως.

Το εγώ μου και ο κόσμος είχαν διαχωριστεί τελείως. Κλείστηκα λοιπόν σε μια σοφίτα για να βρω την άκρη. Αυτό ονομάζω «μέχρι τελικής πτώσεως».

Οι νέοι είναι μωροθαύμαχτοι... Ο καθένας μπορεί να τους πάρει στο λαιμό του, αρκεί να τους τάξει μεγαλεία και φούμαρα. Δε νομίζω ότι είχα κάποια κλίση σε φιλοσοφικά διαβάσματα — κι από πού να τη βρω;—, εντούτοις μπήκα με το έτσι θέλω στα βαθιά νερά. 

Κάτσε και λογάριασε: Κριτική του καθαρού λόγου, Φαινομενολογία του πνεύματος, Ηθική, Λογικές έρευνες, θέληση της δυνάμεως, Το Είναι και το Μηδέν, Ερμηνεία των ονείρων, Η παρακμή της Δύσεως, Είναι και Χρόνος, Σούμα θεολογική... Τι άλλο χρειάζεται για να χάσει τα μυαλά του ένας νέος άνθρωπος; 

Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου. Όταν προσπαθείς να συνδυάσεις τόσο βαριά κείμενα με μια υποτυπώδη προσωπική ζωή και μια πρωτόλεια νοημοσύνη, μοιάζεις με άνθρωπο που επιχειρεί να κάνει κόμπο δένοντας ένα παλαμάρι με μια κλωστή.

Όλ’ αυτά τα διαβάσματα εκμηδένισαν την παρόρμηση του γράφειν. Φαντάσου έναν νέο που διαβάζει ποίηση. Μετά τη συγκίνηση που νιώθει από ένα στιχούργημα του Ρεμπώ ή του Καρυωτάκη δεν είναι ευνόητο να μπει κι αυτός στον αμαρτωλό πειρασμό να σκαρώσει ένα; Προσωπικά, το βρίσκω ευεργετικό. Αλλά τι να γράψεις όταν διαβάζεις τον Παρμενίδη, τον Σοφιστή ή το Ο Κόσμος ως βούληση και παράσταση;

Η διάθεση για προσωπική έκφραση είχε ατροφήσει. Ήμουνα βιβλιάνθρωπος στείρος, άγονος...

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων,
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 37 - 44)


Σκίτσο φιλοτεχνημένο από τον Γ. Καλαϊτζή, φίλο του Κ. Παπαγιώργη
_____________

«Με τα λεξικά παρά πόδας...»

Μην ξαφνιαστείς αν σου πω ότι ζω με τα λεξικά παρά πόδας· όχι μόνο από άγνοια, αλλά και από πεποίθηση, είμαι και θα παραμείνω υποτελής των λεξικών.

Δεν τα βλέπω μόνο σαν αποθήκες του νοήματος ή σαν ιστορικά βιβλία που μου μαθαίνουν την προϊστορία των λέξεων —συχνά η ανασκαφή μιας λέξης θυμίζει το άνοιγμα ενός αρχαίου τάφου—, αλλά και σαν εγχειρίδια μουσικής.

Αν το στόμα: δόντια, γλώσσα, λαρύγγι, χείλια είναι ορχήστρα, κάθε λέξη και φράση είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε για να παιχτεί από τα όργανά του. Τι τραγουδάει η λέξη; Η κοινοκτημοσύνη της γλώσσας μπορεί να δωρίζει όλες τις λέξεις σε όλα τα στόματα, σπάνια όμως χαρίζει και το μουσικό αυτί που χρειάζεται.

[...] Το λέω απερίφραστα: δεν κατέχω καμιά γλώσσα, ελληνική ή ξένη. Παρά τις προσπάθειες που έκανα επί χρόνια ολόκληρα δεν κατάφερα τίποτα. Αν βάλεις στην άκρη τη νέα ελληνική που την ξέρω μέσες άκρες, οι άλλες γλώσσες, ελληνικές και ξένες, μου είναι στην κυριολεξία ξένες και αφιλόξενες. Οι γλωσσομαθείς μου φαίνονται υπεράνθρωποι και λιγάκι απάνθρωποι, τους διακρίνει η δύναμη, ενώ εμένα το μόνο που με συγκινεί είναι η αδυναμία.
Κωστής Παπαγιώργης, Curriculum vitae
Σιαμαία και ετεροθαλή, (σελ. 127-128), Εκδόσεις Ροές

φωτ. Δημήτρης Τσουμπλέκας,
Πηγή: https://www.hartismag.gr/dhmhtrhs-tsoymplekas
___________

«Η ανάγκη πλάθει γλώσσα, όχι η γλώσσα ανάγκη»

[...] όταν ακούω να λένε για κάποιον ότι «ξέρει καλά ελληνικά», ανακατεύομαι. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ο συγγραφέας, για κάθε θέμα μαθαίνει μια ειδική γλώσσα. Όχι μονάχα λέξεις, αλλά συντακτικές ανάσες, γραμματικά τεχνάσματα, γενικά μια ιατρική του νοήματος που δεν υπάρχει στα λεξικά. Δεν είναι, δηλαδή, σαν τον φαρμακοποιό που έχει όλα τα καταπότια στα ράφια του και ανάλογα με τα συμπτώματα των ασθενών απλώνει το χέρι του στο ράφι και δίνει το ειδικό φιαλίδιο. Ποτέ η γλώσσα δεν δίνεται έτοιμη κι όλη μαζί. 

Προσωπικά, για να γράψω για τους νεκρούς, έκατσα και παρακολούθησα τους ελιγμούς του Παπαδιαμάντη, για να γράψω για τη μισανθρωπία σπούδασα τον σαρκασμό στη γλώσσα του Αριστοφάνη. Δεν αναφέρομαι στις λίγες λέξεις που αποκόμισα (χαυνοπολίτης, σπουδαρχίδης, κρουνοχυτροληραίος και τα τοιαύτα), όσο στον τόνο που μπολιάζει το μυαλό. Για τον Όμηρο πάλι, έκανα κάτι που σπάνια επιχειρούν οι ανά την επικράτεια μορφωμένοι, κι ας μην το ομολογούν· διάβασα λέξη προς λέξη τα δυο μας έπη.

Ένα βιβλίο, πρέπει να πούμε, δεν γράφεται με όλη τη γλώσσα, αλλά μόνο με κάποια τρίμματά της. Αν, λοιπόν, κάποιος ξέρει άπταιστα όλες τις ελληνικές «γλώσσες», κόβω το κεφάλι μου πρώτον ότι δεν «γράφει» και δεύτερον ότι είναι καθηγητής.

Δεν συμμερίζομαι την τρέχουσα άποψη που επιμένει ότι οι νέοι μιλούν με 500 το πολύ λέξεις. Το ουσιώδες είναι τι λένε, όχι πόσες λέξεις χρησιμοποιούν. Όταν άκουσα κάποτε αλογομούρηδες να μιλάνε τη διάλεκτο του ιπποδρόμου έμεινα! Ήταν εκπληκτικό. Η ανάγκη πλάθει γλώσσα, όχι η γλώσσα ανάγκη. Εν πάση περιπτώσει τη φράση «τα παίρνω στο κρανίο» νομίζω θα τη ζήλευε και ο Αριστοφάνης. Όταν βλέπω κήνσορες οχυρωμένους πίσω από μια έτοιμη γλώσσα παρμένη από βιβλία, ξέρω το δράμα τους: έχουν τις λέξεις, αλλά τους λείπουν τα πράγματα. Αντίθετα, αν βλέπεις ανθρώπους ζόρικα μπλεγμένους με τη ζωή, και αφασικοί να είναι, κάτι θα λένε.

Από συνέντευξη του Κωστή Παπαγιώργη στην Σταυρούλα Παναγιωτάκη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γυναίκα» τον Αύγουστο του 1995, με τίτλο «Ο φιλόσοφος που γελά»

Φώτης Κόντογλου
_________________

Μια δεκαετία για να σαλεύσουν τα ύδατα......

Όταν επέστρεψα στο Χαλάνδρι, με περίμεναν οι παλιοί συμμαθητές για να ξεκινήσουμε από κει που είχαμε μείνει. Εδώ πρέπει να σου πω ότι τρέφω μεγάλη εκτίμηση στη συντροφιά. Όταν στήνεται ένα τραπέζι και ένα γύρω κάθονται δέκα νέοι άνθρωποι που ο ένας κρέμεται από τα χείλη του άλλου, ό,τι κι αν γίνει βοηθάει τις ψυχές. 

Τέτοιο ψυχικό αναβάπτισμα δεν είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Μπορεί να πέρασα δέκα χρόνια μεθυσμένος, να κατέστρεψα την υγεία μου και να κινδύνευσε η ζωή μου, αλλά εκεί βρήκα ευκαιρία να το σκάσω από τον ψεύτικο εαυτό μου. Κατά μία έννοια, τα ψέματα είχαν τελειώσει.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 48)

Adriaen van Ostade, The Merry Drinkers, 1659
__________

Περιττό να πω ότι αυτή η θερμή αδελφότητα ήταν πρωτοφανής γιά μένα. Τέτοια κολυμβήθρα ανθρώπινης αποδοχής, που λησμονούσε να ζητήσει πίσω τα δανεικά, ούτε να τη φανταστώ δε μπορούσα. Μυγιάγγιχτος κι εριστικός από κούνια, εκεί ξέχναγα ανακουφιστικά όλα μου τα πιστεύω και όλους τους όρκους που δίνει ο βαστάζος των βιβλίων. 

Μόνο οι άνθρωποι σε κάνουν να χαίρεσαι. Μονάχα με ανθρώπους μπορείς να γλεντήσεις, να βγάλεις το μέσα έξω, να πετάξεις, αν χρειαστεί, την άχρηστη προσωπίδα που σε πνίγει και δε σε αφήνει ν’ ανασάνεις.

Επί δέκα χρόνια έζησα αυτό το παράξενο καθεστώς — τη μέρα Χούσερλ, Σπινόζα και Χέγκελ· τη νύχτα ταβέρνα, μεθοκόπημα και σκυλάδικα. Όποιος δεν ξέρει το δρομολόγιο δε μπορεί να καταλάβει. Επίσης, δε μπορεί να υποψιαστεί το εσωτερικό ξεχαρβάλωμα, όταν αυτά που ζεις δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που σε δίδαξαν τα δόλια τα διαβάσματα.

Όλο το δανεικό μυαλό που είχα αγοράσει στο εξωτερικό έπρεπε τώρα να περάσει από δοκιμασία, ν’ αλλάξει φύση και, στην ανάγκη, να πεταχτεί στα σκουπίδια. Άνθρωπος που δεν ξεσκαρτάρει τον εαυτό του πώς να δει Θεού πρόσωπο;

Με το ουίσκι ξεπέρασα και τη χρόνια αναπηρία μου. Απροσδόκητα, τις ώρες της μέθης δεν είχα καμιά δυσκολία με τα σύμφωνα και τους ρόζους του |κ| και του |π|. Μπορούσα να μιλάω απρόσκοπτα, ροϊκά, με ευφράδεια, κι όχι μόνο ελληνιστί, παρά και γαλλιστί και σ’ όλες τις γλώσσες των αγγέλων. 

Με μια μπουκάλα ουίσκι ανέβαινα στο ύψος μου. Το καταλάβαινα ότι με το οινόπνευμα λύνονταν όλοι οι κόμποι στο διάφραγμα και ελευθερωνόμουνα, όπως φυλακισμένος που βρίσκει το δεσμωτήριο αφύλακτο. 

Κωστή Παπαγιώργη, Σύνδρομο αγοραφοβίας
εκδόσεις Καστανιώτη (Θ' Συνεδρία, σελ. 158-161)

Los Borrachos (1628), Diego Velazquez
 Museo del Prado, Madrid
__________

Τώρα πια που είμαι ξενέρωτος και δεν πίνω, καταλαβαίνω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μπορεί κάτι να σε βοηθήσει αν δεν έχει έρθει η ώρα σου. Σε αυτό πιστεύω πολύ. Αν χρωστάω κάτι στο αλκοόλ — στο ουίσκι για την ακρίβεια—, είναι ότι μου έμαθε τον βαθύτερο εαυτό μου και παρότι είναι παραμυθιάρικο, με ανάγκασε να στραφώ προς την αληθινή πλευρά των πραγμάτων. Με τα διαβάσματα είχα πλάσει ένα παρά φύσιν εγώ — σαν παράνομη οικοδομή, η οποία γκρεμίστηκε τούβλο - τούβλο.

Αυτή η παραβολή του Ευαγγελίου με τα ύδατα που σαλεύουν και όποιος πέσει μέσα πρώτος θεραπεύεται, ταιριάζει στην περίπτωσή μου. Πράγματι χρειάστηκε όλη αυτή η δεκαετία για να σαλεύσουν τα ύδατα. Μόλις πήρα εξιτήριο από το νοσοκομείο, όλα μου ήταν εύκολα. Ενώ πρωτύτερα βρισκόμουνα σε μια κατάσταση οιονεί αφασίας και υποψιασμένης βλακείας, κατόπιν ένιωσα έτοιμος. Όλα τα θέματα ήταν μπροστά μου.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων,
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 49)

Από αριστερά: Κωστής Παπαγιώργης, Θανάσης Βαλτινός, Χρόνης Μπότσογλου, Βασίλης Παπαβασιλείου (1991)
_______________


Σαν τον λαγό μπροστά στο φίδι ...

Αυτό που με συναρπάζει είναι η κατάσταση του διαλυμένου Εγώ, του ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία — σαν τον λαγό μπροστά στο φίδι — και αρχίζει να παίρνει ανάποδες, όπως λέμε. 

Στο Ίμερος και κλινοπάλη, για παράδειγμα, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το θέμα όσο η προσπάθεια του ανθρώπου να εκφραστεί ανορθόδοξα για ένα λίαν ορθόδοξο θέμα. Είναι ψυχοσωτήριο να δένεσαι κόμπος για να γράψεις, κάνει καλό από κάθε πλευρά. 

Το Εγώ άλλωστε, παρότι αξιομίσητο κατά Πασκάλ, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη φιλαυτία του. Ό,τι είναι δικό του το αγαπάει — ακόμα και τα σκατά του. Δεν είδα ποτέ άνθρωπο που να έχει ξεμπερδέψει με το Εγώ του. Άρα κι όταν έγραψα για τη μισανθρωπία, πάλι με το Εγώ και τις ασθένειές του ασχολήθηκα. Γενικά η ζωή περνάει σαν μια ισόβια κρίση εγωισμού.

Από έφηβος ήμουν θύμα των συγκινήσεων· μόνο μια μεγάλη συγκίνηση μπορεί να με κάνει άνω-κάτω και να με μεταμορφώσει σε γραφιά. Μιλώντας άλλωστε για το μεθύσι δεν έγραψα τα όσα έζησα. Ούτε ταβέρνες υπάρχουν πουθενά ούτε μπαρ και σκυλάδικα. Μόνο βιβλία αναφέρω. Μάλιστα τότε κατάλαβα την αξία των βιβλίων. Ενώ από μόνα τους με νέκρωναν, μόλις βρήκα το νήμα από την ίδια τη ζωή, με βοήθησαν να μην βυθιστώ στην αμεσότητα. Ενώ κατείχα τα μέσα, μου έλειπε ο σκοπός και το θέμ
α.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 51-58)


Adriaen Brouwer, The Bitter Drunk, 1630 - 1638
_____________________

«...έγραψα το ευαγγέλιο της ξεφτίλας μου»

Στην αρχή γράφεις με το χέρι στη βιβλιοθήκη, ενώ μετά με το χέρι στην καρδιά. Αν κάτι μας γοητεύει στα βιβλία, είναι το άρωμα της ζωής, όχι της βιβλιοθήκης. Συνδύασα ακαδημαϊκά διαβάσματα και σκέψεις με την καθημερινή αμεσότητα. Αν βαραίνει κάτι είναι ο τρόπος, το ύφος του γραψίματος. Οι ιδέες είναι παλιές. Εγώ αυτό ζήλευα: το βιβλίο που θα ‘ναι σώψυχο πράμα, που θα σου μιλάει. Ε, αυτό έκανα: έγραψα το ευαγγέλιο της ξεφτίλας μου. Προσωπικά στράφηκα στα κουσούρια μου σαν τον τζογαδόρο που τα έχασε όλα και μετά παίζει το ρολόι του, το σταυρουδάκι του, τα ρούχα του…

Από συνέντευξη του Κωστή Παπαγιώργη στην Σταυρούλα Παναγιωτάκη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γυναίκα» τον Αύγουστο του 1995 με τίτλο «Ο φιλόσοφος που γελά»



Το βιβλίο είναι ένα στρώμα μαργάρου γύρω από το εκάστοτε τραύμα 

«Όσοι δεν έχουν τι να πουν, αφηγούνται μυστικά του βίου τους»

Πωλ Βαλερύ

Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας; Δεν πηγαίνει βέβαια σε σχολή, όπως οι γιατροί, οι λογιστές, οι ζωγράφοι έστω. Μπορεί κάποιος να σπουδάσει για να γίνει φιλόλογος ή καθηγητής, αλλά ο γραφιάς είναι άλλο πράγμα. Ωσότου εμφανισθεί δεν λείπει από κανέναν, κανείς δεν τον ψάχνει, λείπει μόνο από τον εαυτό του. Γι’ αυτό οι περισσότεροι συγγραφείς θυμούνται με κάποια θλίψη τα χρόνια της βουβής μαθητείας, της προετοιμασίας και της δοκιμασίας. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια μικρή μεταμόρφωση, με ιδιωτικό σκάνδαλο...

Για να μη χαθούμε σε αισθητικές θεωρίες, ας πάρουμε ένα γνωστό παράδειγμα: τον τρόπο που παράγεται το μαργαριτάρι. Ο ομώνυμος πολύτιμος λίθος είναι προϊόν ενός μαλακίου το οποίο έχει ως όστρακο ένα υλικό από μάργαρο. Όταν ένα ξένο σώμα διεισδύσει στον μανδύα, τότε τα επιθηλιακά του κύτταρα εκκρίνουν ομόκεντρα στρώματα μαργάρου περικαλύπτοντας τον ανεπιθύμητο επισκέπτη. 

Νομίζω ότι ο μέσα ψυχισμός του ανθρώπου αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. Κάθε απειλή την περικαλύπτει με τα φτηνά ή τα ακριβά του υλικά. Το βιβλίο είναι ένα στρώμα μαργάρου γύρω από το εκάστοτε τραύμα. Αλλά υπάρχει και συνέχεια τερπνή. Οι Κινέζοι σκέφτηκαν να βάζουν μικροσκοπικούς βούδες στον μανδύα των μαλακίων και να τους μετατρέπουν έτσι σε πολύτιμους λίθους. Το τέχνασμα αποδίδει, με τη διαφορά ότι αυτό το μαργαριτάρι — επειδή παράγεται τεχνητά — είναι δευτέρας ποιότητος...

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων, 
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 59-60)

"Πάσχω άρα υπάρχω"
 “You will burn and you will burn out; you will be healed and come back again.”
 ― Fyodor Dostoyevsky, The Brothers Karamazov 
Photo by Christian Schloe
______________

Ισοβίως ασχολήθηκα με τα ψεύδη και τις δολιότητες της συνείδησης

Από προσωπική πείρα μπορώ να σου πω ότι οι συγγραφείς που πάσχουν, που δεν καλλιεργούν την υγιεινή άποψη για τη ζωή, προσφέρουν μεγαλύτερες συγκινήσεις. Η ζωή έχει ένα νοσηρό υπόστρωμα κι από κει πηγάζουν τα πιο εντυπωσιακά βιβλία. Πέραν τούτου, ο καθείς και τα όπλα του...

Μπορώ να περιγράψω έναν άνθρωπο σε δύσκολη θέση, πιασμένον στο δόκανο της άρνησης. Αντίθετα ο νικητής, ο ευτυχής, ο χαρούμενος δε μου λέει τίποτα. Η ευτυχία όπως θα ξέρεις από πείρα, δεν έχει βαθύτητα. Βαθύτητα δεν έχει και η γεύση του νερού, γι’ αυτό είναι τόσο απαραίτητο. Κατά βάθος πρόκειται για το πρόβλημα του κακού και τον μέγιστο ρόλο που κρατά στη ζωή μας. Όλες οι ιστορίες που λατρεύουμε περιγράφουν οδύνες και βάσανα. Καμιά τους δεν έχει ως θέμα την ευτυχία. Την ευτυχία, όταν τη ζεις, δεν την περιγράφεις. Γι’ αυτό προτίμησα να γράψω για τον ζηλότυπο ερωτευμένο, παρά για τον δον Ζουάν. Όπως θα έχεις παρατηρήσει, όλες οι ερωτικές ιστορίες στη λογοτεχνία γράφονται από τη μεριά των χαμένων.

Αυτό που θεώρησα πάντα οικείο μου χώρο είναι ότι το εγώ φέρεται πάντα σαν ασθενής. Ένας κακότροπος ασθενής που σιχαίνεται τους γιατρούς, τα φάρμακα, το κρεβάτι που κοιμάται, τους επισκέπτες, τα άνθη που του προσφέρουν, ακόμα και το νερό που πίνει. Δεν πίστεψα ποτέ στην ακέραια προσωπικότητα, στα ειλικρινή αισθήματα, στους ντόμπρους χαρακτήρες. Κάθε συμπεριφορά είναι για μένα θέατρο που πρέπει να ανακαλύψω τους κρυφούς του μηχανισμούς.

Ισοβίως ασχολήθηκα με τα ψεύδη και τις δολιότητες της συνείδησης. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα. Παντού παρατηρούμε παρελκυστικές κινήσεις, ανεπαίσθητους μαγνητισμούς, ψυχικά μασκαρέματα.

Edward Burne-Jones, Pygmalion and the Image: 
The Heart Desires (1875–78)
__________

«Oι επιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι με κλωστή»

Το κακό είναι η πολύτιμη μαγιά της κοινωνικής ζωής. Με το καλό, ψωμί δε φουρνίζεται. Φυσικά δεν μιλάω για τον φόνο — δεν είμαι εγκληματίας... Το μόνο που με συναρπάζει είναι η άρνηση στις άπειρες μεταμορφώσεις της. Το παιδί, όπως λέει ο Πλάτων, δεν μπορεί να διαλέξει. Του λες θες αυτό ή εκείνο, και φυσικότατα καταργεί τη διάζευξη για να πάρει και τα δύο. Η ανθρώπινη επιθυμία είναι ανήθικη. Γι’ αυτό κάθε ηθική θεωρία, το πρώτο — και το τελευταίο — που κάνει είναι να παιδαγωγήσει τις επιθυμίες. 

Για έναν γραφιά όμως που δεν ενδιαφέρεται μόνο για το δέον (τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι) αλλά και για το είναι (τι κάνουν οι άνθρωποι), ανοίγεται μέγας αγρός αν προσηλωθεί στο είναι. Σε όλα τα γλυκά όνειρα του ατόμου διαπράττονται εγκλήματα. Έμπρακτα, πλασματικά, κατά φαντασίαν κάθε άτομο θα πρέπει να υπερισχύσει για να συναντήσει τον εαυτό του. Δεν γνώρισα ποτέ κανέναν άνθρωπο που να είναι «αποτυχημένος», «στερημένος», «ανήμπορος» και παραταύτα συνετός καί ευτυχής. Παντού η προσωπική ικανοποίηση συνοδεύεται από δύναμη — πραγματική ή πλασματική. Ακόμα και ο ζήτουλας πρέπει να είναι καπετάν-ένας για να νιώθει καλά.

Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων, 
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 61-66)

Ο πόνος είναι πιο σχετικός με τη φύση του ανθρώπου – ακόμα και η χαρά γεννάει λύπη. Και τα πιο χαρούμενα βιβλία έχουν γραφτεί σε στιγμές μεγάλου πόνου. Το λέει ωραία ο Πλούταρχος αυτό: Οι άνθρωποι γλιστράνε σαν τις μύγες στο γυαλί και στέκονται όπου υπάρχει ρωγμή, σπάσιμο. Κι η ιστορία της λογοτεχνίας αυτό λέει: Ότι τα πρόσωπα που μας έχουν πονέσει είναι ιερά και τα οδυνηρά αισθήματα κορακοζώητα.

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19 Απριλίου 1992.

Fiódor Dostoiévski
___________


«Ένιωθα πάντα σαν καρικατούρα του Ντοστογιέφσκι...»

«Ήταν κακός, ζηλόφθονος, διεφθαρμένος, όλη του τη ζωή την πέρασε μέσα σε τέτοια πάθη, που θα τον έκαναν αξιολύπητο, θα τον έκαναν γελοίο, αν δεν ήταν μαζί με αυτά και τόσο έξυπνος»

Νικολάι Στράχοφ για τον Ντοστογιέφσκι

«Μόνο βαθιά αρρωστημένοι στο πνεύμα άνθρωποι θα ήταν σε θέση να νιώσουν τον πραγματικό Ντοστογιέφσκι».
S. D. Mirsky
____________

Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται. Μόνο με τον θάνατο της μάνας μου ένιωσα ικανός να γράψω για τον Ντοστογιέφσκι. Και η δουλειά ήταν πολλή. Η φιλολογική φασίνα μου φάνηκε εξαντλητική, τα περισσότερα πράγματα είχαν ειπωθεί, χώρια που δεν ήξερα να συνδέσω το βιβλίο με τη «μέσα» μου ιστορία.

Κι όμως! Τη λύση τη βρήκα στον Γκολιάτκιν. Αυτός ήταν ο άνθρωπός μου.Ένιωθα πάντα σαν καρικατούρα του Ντοστογιέφσκι, μάλιστα έβρισκα ότι τα πρόσωπά του - τα πρωτεύοντα αλλά κυρίως τα δευτερεύοντα - είναι όλα ξεσηκωμένα από μένα. 

Διαβάζοντας για τη Ρωσία και για τον ρωσικό 19ο αιώνα, αποθησαύρισα πολλά πράγματα για μελλοντικές εργασίες. Έτσι άλλωστε κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να επιμένουμε στις ατομικές ψυχώσεις· χωρίς τον περίγυρο το άτομο δεν είναι τίποτα. Μπορεί ο άνθρωπος να ξεκινάει σαν ένα θλιβερό ποντίκι, αλλά διά του έργου έχει την ικανότητα να γίνει πανεθνική μορφή.
Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων, 
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 68, 84)


Ο Παπαγιώργης για τον Παπαδιαμάντη
Πηγή: www.lifo.gr
_____________

«Ο Κυρ-Αλέξανδρος, ένας νησιώτης Γκολιάντκιν...»

Το βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη [Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, 1997] είναι γραμμένο μετά το θάνατο του αδερφού μου — που ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος. Και με αυτόν τον καλόψυχο άνθρωπο είχα βαθειές τύψεις επειδή όσο ζούσε - άλλοτε έλειπε στη Σαουδική Αραβία και στη Λιβύη, άλλοτε έλειπα εγώ στο Παρίσι — δεν είχαμε καταφέρει να βρεθούμε σαν αδέρφια. Ευτυχώς λίγο καιρό πριν πεθάνει καταφέραμε να κάνουμε μερικές μακριές συζητήσεις, κυρίως στο νεκροταφείο όπου επισκεπτόμαστε το μνήμα της μάνας μας, και να μιλήσουμε για πολλά πράγματα. 

Με το χαμό του αδερφού δεν ένιωσα απλώς ότι είχε αρχίσει να καλεί την κλάση μου, αλλά χάθηκε εκείνη η χαρμόσυνη μαρμαρυγή αθανασίας που τυλίγει τα πράγματα όσο κανείς είναι νέος και αλώβητος. Καθώς μεγαλώνουμε, ξέρεις ότι ο χρόνος παθαίνει μια αινιγματική τούμπα. Τα παλιά φαίνονται κοντινά και τα κοντινά ασήμαντα ή αδιάφορα. 

Πενθώντας και διαβάζοντας τον Σκιαθίτη, είδα με κατάνυξη ότι μου μιλούσε ουσιαστικά για όλα όσα είχαμε ζήσει με τον αδελφό μου στη Λιανάμο και στο Σουτσίνι. Ξωκκλήσια, λειτουργίες, φτώχεια, γριές και γέροι ψαράδες, βάρκες και θανατικά από σπίτι σε σπίτι. 

Συνάμα όμως ο Παπαδιαμάντης με ανάγκασε να διαβάσω εξαντλητικά τη νεοελληνική Ιστορία, ενδελεχώς δηλαδή και συστηματικά. Κάθε πράγμα έχει τη δική του ώρα, και καθώς φαίνεται είχα πέσει διάνα. Ο Κυρ-Αλέξανδρος μού πήγαινε γιατί ήταν ένας τύπος νησιώτη Γκολιάντκιν, ξεκινούσε από το μηδέν και όδευε σε μια πρωτεύουσα που ήταν γι αυτόν τόπος εξορίας.
Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων,
Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος (σελ. 95-97)


George Tooker, The Subway, 1950 (detail)
____________

«Όφειλα να προχωρήσω με ό,τι απόμενε»

Στα συμπτώματα της αγοραφοβίας διέκρινα τελικά τις ανατοκισμένες ταλαιπωρίες μιας ολόκληρης ζωής που αποθηριώθηκαν – και καλά έκαναν – γιατί είχε φτάσει η στιγμή τους.

[...] Από μια ηλικία και μετά, με άφηνε κατάπληκτο η διαπίστωση ότι ορισμένοι άνθρωποι ωριμάζουν, έχουν το τάλαντο να περνούν από τη μια δεκαετία στην άλλη χωρίς αντίσταση, ενώ άλλοι μένουν προσηλωμένοι στην εφηβεία, χωρίς δυνατότητα απεξάρτησης. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία των εξαρτημένων ανήκα κι εγώ.

Όλα μου τα τεχνάσματα, τα στοιχήματα και οι δολιότητες αφορούσαν στα προβλήματα μιας παγιδευμένης εφηβείας, η οποία ζητούσε μετά πάθους τα εαυτής χωρίς να βρίσκει ανταπόκριση. Τις νοητικές δυνάμεις, όπως κι αν τις εννοήσουμε, τις διέθεσα γι’ αυτόν το σκοπό. Ποτέ δε σκέφτηκα τον εαυτό μου υπερήλικα, οικογενειάρχη, άνθρωπο με ευθύνες και κοινωνικά βάρη. Εξ υπαρχής το σχέδιό μου τελείωνε γύρω στα σαράντα.

Κατά μία έννοια, εκεί τελείωσε και η εφηβεία μου. Το χρόνο όμως, παρότι τον έφθειρα όσο μπόρεσα, δεν κατάφερα να τον εξαντλήσω ολοκληρωτικά. Την τελευταία στιγμή μου δωρίστηκε μια παράταση, που μου έπεσε βαριά. Μια περίοδος υγείας, εργασίας, οικογένειας, ευθυνών, συναναστροφών δεν είναι κι άσχημη προοπτική. Εντούτοις, ζούσα με το αίσθημα ότι κατοικώ σ’ ένα χαμηλοτάβανο Εγώ, κατάλληλο για άλλες εποχές. Το παρόν με έφθειρε γιατί δεν ήταν στα μέτρα μου.

Αυτό δεν είναι μόνο ίδιο των φτωχών φύσεων. Ακόμα και άνθρωποι ιδιαίτερα προικισμένοι, αληθινά φαινόμενα, όπως ο Γκόγκολ ή ο Παπαδιαμάντης, παρουσίαζαν την ίδια ροπή. Μετά τις Νεκρές ψυχές, όπου ολοκληρώθηκε η διακωμώδηση των ηθών και της ζωής του, ο Γκόγκολ δεν κατάφερε να ενηλικιωθεί πνευματικά, ξεσπόριασε, μαράθηκε, έπεσε σε κατάθλιψη. Ένας ώριμος και γηραλέος Γκόγκολ θα ήταν σκάνδαλο. Σκάνδαλο επίσης θα ήταν ένας Παπαδιαμάντης που θα είχε υπερβεί μέσα του την παιδική ηλικία και θα καταγινόταν σε άλλα θέματα.

Όταν η εφηβεία καταλήγει στη νεύρωση, εύκολο είναι να διακρίνει κανείς και ένα κίνητρο εκδικητικότητας. Όλα τα πρόσωπα που είχα θαυμάσει ήταν εκδικητικά. Δυστυχώς και πολλά από κείνα που περιφρονούσα. Τι σημασία είχε; Όταν θέλεις να εκδικηθείς ολόκληρη την κοινωνία, είναι βέβαιο ότι το φταίξιμο βαραίνει εσένα και όχι την κοινωνία. Το καταλαβαίνεις άλλωστε από τη δυσκολία σου να εγκολπωθείς τις αξίες.

Η αρνητική πλευρά της ζωής, η άχρηστη, με είχε γοητεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε, όταν εκ των πραγμάτων κλήθηκα να πω «ναι» στη νέα ζωή, δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ. Το ίδιο πάνω-κάτω έπαθα όταν τα συμπτώματα της φοβίας αποσύρθηκαν ή εξασθένησαν και έπρεπε πια να ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος.

Δεν είχα σύγχυση φρένων. Μόνο σύγχυση αισθημάτων. Πιο σωστά: μειωμένη αντοχή στις συγκινήσεις. Τότε θυμάμαι, αφού  πέρασα μια άγονη περίοδο φλέρτ με την τρέλα, ένιωσα την ανάγκη να σοβαρευτώ και να δω την κατάστασή μου πιο ρεαλιστικά. Ήταν παιδική προσδοκία να αναμένω την αποκατάσταση της υγείας. Ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει· αν είχα κάποια περιθώρια ζωής ακόμα, δεν έπρεπε να τα αναζητήσω στην ανάκαμψη ενός παρελθόντος που είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να το ξεκάνω.

Όφειλα να προχωρήσω με ό,τι απόμενε. Ίσως αυτή ήταν η πιο θεραπευτική σκέψη που έκανα σε διάστημα τριών χρόνων. Σαν τα έξυπνα ζώα που, όταν πιαστούν σε παγίδα, δε διστάζουν να φάνε το ένα τους πόδι για να ελευθερωθούν, έπρεπε να δείξω αυταπάρνηση και κρύο μυαλό. Τι είχα χάσει; Τι μου απέμενε; Αυτά έπρεπε να δω, και αναλόγως να πράξω. Πρέπει να πω ότι, σε παρόμοιες καταστάσεις, από τα εφηβικά μου χρόνια ήμουνα μανούλα. Δώσε μου αδιέξοδο για να το γαμήσω. Στρώθηκα λοιπόν στη δουλειά για να δω, με νέα μάτια αυτή τη φορά, ποια ήταν η ανήκεστος βλάβη και ποιο το άκος που μου έλειπε.

Κωστή Παπαγιώργη, Σύνδρομο αγοραφοβίας
εκδόσεις Καστανιώτη (ΙΑ' -ΙΓ' Συνεδρία, σελ. 196-197, 217-219)


Ο Κωστής Παπαγιώργης από τον Αλέκο Παπαδάτο, για το εξώφυλλο του Books' Journal 42.
________________

«Δεν είχα γεννηθεί έξυπνος, κι αυτό με έσωσε...»

Σου ομολογώ ότι διακατεχόμουνα πάντα από μια χαώδη παιδικότητα, η οποία δεν εξαιρούσε καμιά από τις μορφές της πρωτογενούς ηλιθιότητας. Δεν είχα γεννηθεί έξυπνος, κι αυτό με έσωσε... Μαθαίνω δύσκολα από το βίωμα και εύκολα από τα βιβλία. Κατά μία έννοια περιέγραφα πάντα το δύσκολο πέρασμα από την ανάγνωση στη ζωή και τανάπαλιν σήμερα μάλιστα λυπάμαι που δεν είχα το σθένος να τα περιγράψω όλα αυτά κωμικά.

Νομίζω ότι οι συνειδησιακές κρίσεις μπορούν να αποδοθούν κωμικά. Αλλά πρέπει να υπάρχει τάλαντο και ωριμότητα. Οι πρωτογενείς κοινωνίες δεν έχουν ροή προς το κωμικό. Το «αστείο», όπως ξέρεις, και το «χωρατό» θέλουν άστυ και χώρα, ήτοι έλει θερο χρόνο και υψηλό βιοτικό επίπεδο. Γι' αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για ντόπιο χιούμορ. Τη λέξη την έθεσαν σε κυκλοφορία οι Εγγλέζοι γιατί έγιναν τσάι (δηλαδή δεν έκαναν τα μυαλά τους) και είχαν χρόνο για να οξύνουν την ανία τους - όταν η άμεση ανάγκη απομακρύνεται, αρχίζουν τα ευφυολογήματα. Εμείς βρήκαμε διέξοδο στη φάρσα με τον Λογοθετίδη, τον Σταυρίδη και τον Χατζηχρήστο. Αλλά από κει και πέρα τίποτα. 

Το αληθινό χιούμορ γεννιέται όταν παύει το χοντρό γέλιο. Η πιο χιουμοριστική φράση που ξέρω ανήκει στον Παπαδιαμάντη ο οποίος χαρακτηρίζει κάποιον «Πλέον του δέοντος αγράμματο...» και φυσικά ατόφιος χιουμορίστας ήταν ο Βακαλόπουλος όταν έγραφε: «είμαστε σε ένα νοσοκομείο απ' όπου έχουν φύγει οι γιατροί...»



«Είχα όντως κλίση στο πνεύμα ή παρασύρθηκα και την πάτησα;»

Παρότι ένιωθα πάντα υπεράριθμος, σκασιάρχης, φτωχοδιάβολος που ασκείται στην καβαλαμάντρα, με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι τα βιβλία μού έκαναν κάποιο καλό. Ίσαμε την ηλικία των σαράντα έξι ετών, να φανταστείς, δεν είχα πάρει ποτέ μισθό. Έβλεπα τα λεφτά των άλλων και τα ζήλευα. Εντούτοις έζησα χάρη στα βιβλία. 

Αναρωτιέμαι καμιά φορά είχα όντως κλίση στο πνεύμα ή παρασύρθηκα και την πάτησα; Μάλλον την έχω πατήσει, αλλά τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Πιάστηκα από τη μύτη κι έμεινα εκεί. Τρέφω πάντως την αυταπάτη ότι ένας νέος που θα διαβάσει τα κείμενά μου ίσως να βρει κάποια βοηθήματα για να νοικοκυρέψει καλύτερα το εγώ του και να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.

Από αποκλειστική συνέντευξη του Κωστή Παπαγιώργη στον Ηλία Μαγκλίνη, που περιλαμβάνεται στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 441, Ιούνιος 2003

Κωστής Παπαγιώργης: Ο Πιο Γλυκός Μισάνθρωπος, 
σκηνοθεσία - σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη
_____________


Πηγές

  • Κωνσταντίνος Αν. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων, Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Ίνδικτος
  • Κωστής Παπαγιώργης, Curriculum vitae, Σιαμαία και Ετεροθαλή, εκδόσεις Ροές
  • Κωστή Παπαγιώργη, Σύνδρομο αγοραφοβίας, εκδόσεις Καστανιώτη
  • Αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω στον Κωστή Παπαγιώργη, τεύχος 441, Ιούνιος 2003