Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

«Με λύτρωσε από την ευτυχία», Μαρία Μαγδαληνή ή η σωτηρία, Marguerite Yourcenar


Magdalen with the Smoking Flame by Georges de La Tour 
_____________

O απόλυτος έρωτας αρρώστια και προορισμός μαζί

Στις παρυφές των απόκρυφων Ευαγγελίων, ο απόλυτος έρωτας επιβάλλεται στο θύμα του σαν αρρώστια και σαν προορισμός μαζί. Μια Μαρία Μαγδαληνή γήινη, προδομένη, ποιητική, ερωτευμένη με τον Χριστό

Η Γιουρσενάρ, στο νεανικό αυτό διήγημα, γραμμένο το 1935, βασίζεται στην παράδοση που θέλει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μνηστεύεται τη Μαρία Μαγδαληνή, αλλά να μη μοιράζεται μαζί της ποτέ τη συζυγική κλίνη.

«Ο Ιωάννης ερχότανε προς τα μένα από τα βάθη των παιδικών χρόνων του. Γέλαγε στους αγγέλους, τους μόνους του συντρόφους. » 

«Είχε διαλέξει σε μένα το πιο αινιγματικό από τα κορίτσια, με την κρυφή ελπίδα να μην το αποκτήσει ποτέ. » 

Προδομένη από τον άνδρα της που προτιμάει τον Θεό, παντελώς ανέγγιχτη, η Μαγδαληνή επιλέγει να ακολουθήσει το δρόμο της πορνείας. Γίνεται εταίρα.

«Το κάθε χτύπημα, το κάθε φιλί, μου πλάθανε ένα πρόσωπο, ένα λαιμό, ένα κορμί αλλιώτικο από κείνο που ο φίλος μου δεν είχε χαϊδέψει.»

Κοιμάται με εκατοντάδες ανδρικά κορμιά, ώσπου κάποιος εραστής τής μιλάει για τον Θεό
που εμφανίστηκε. Σ’ ένα συμπόσιο με το Θεό και τους Αποστόλους, γεννιέται το μεγάλο πάθος, ο μεγάλος έρωτας. Αλλά αυτό που συνέβη με τον Ιωάννη θα συμβεί και με τον Θεό. Δεν θα την αγγίξει. Ποτέ δεν θα την ποθήσει. 

«Το είδα αμέσως πως δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε.»

«Της δίνει μόνο τη δυνατότητα να κλάψει και να σπαράξει». Κάτι που στο τέλος θα αποβεί παραδόξως, σύμφωνα με τη Γιουρσενάρ, απελευθερωτικό.

«Δε με λύτρωσε ούτε από το θάνατο, ούτε από τα δεινά, ούτε από το έγκλημα…..με λύτρωσε από την ευτυχία»



Pietro Perugino, Mary Magdalene (1500)
_____________

Λέγομαι Μαρία...με λεν Μαγδαληνή

Λέγομαι Μαρία: με λεν Μαγδαληνή. Μαγδαληνή, είναι από το όνομα του χωριού μου, το μικρό μέρος όπου η μητέρα μου έχει χωράφια, όπου ο πατέρας μου έχει αμπέλια. Έχω γεννηθεί στα Μάγδαλα. 

Τα μεσημέρια, πηγαίναμε με την αδερφή μου τη Μάρθα στα χωράφια. Εκείνη έφερνε στους εργάτες σταμνιά με μπύρα, εγώ πήγαινα σ' αυτούς με αδειανά χέρια. Ρουφάγανε το χαμόγελο μου. Τα βλέμματα τους με ψαχούλευαν σαν ένα σχεδόν ώριμο φρούτο που η γλύκα του δεν εξαρτιότανε πια παρά από λίγο ήλιο. Τα μάτια μου ήταν δύο θηρία παγιδεμένα μέσα στο πλέγμα των τσίνουρων. Το σχεδόν μελανό στόμα μου ήταν μια βδέλλα πρησμένη από αίμα. 

Alfred Stevens (1823–1906), Maria Magdalena

...ένας άλλος είχε αγαπήσει τον Ιωάννη προτού να τον αγαπήσω

Ο περιστεριώνας ξεχείλιζε από περιστέρια, το ερμάρι από ψωμί, το σεντούκι από νομίσματα με το κεφάλι του Καίσαρα. Η Μάρθα χαλούσε τα μάτια της μαρκάροντας την προίκα μου με τ' αρχικά του Ιωάννη. Η μητέρα του Ιωάννη είχε ψαροτόπια, ο πατέρας του Ιωάννη είχε αμπέλια.

Την ημέρα των γάμων μας, όταν ο Ιωάννης και 'γω καθόμασταν κάτω από τη συκιά της πηγής, νιώθαμε ήδη να βαραίνει απάνω μας το αβάσταχτο β
άρος μιας εβδομηντάχρονης ευτυχίας. Τους ίδιους χορευτικούς σκοπούς θα παίζαν στους γάμους των κοριτσιών μας• ένιωθα από τώρα βαριά από τα παιδιά που αυτά θα γεννούσαν. Ο Ιωάννης ερχότανε προς τα μένα από τα βάθη των παιδικών χρόνων του. Γέλαγε στους αγγέλους, τους μόνους του συντρόφους. Γι' αυτόν είχα απορρίψει την πρόταση του ρωμαίου εκατόνταρχου. Απόφευγε την ταβέρνα όπου οι πόρνες αναδεύονταν σαν τις οχιές στους διεγερτικούς ήχους ενός θλιμμένου αυλού. Απόστρεφε τα μάτια από το ολόγιομο πρόσωπο των κοριτσιών της φάρμας. 

Το ότι ερωτεύτηκα την αθωότητά του υπήρξε το πρώτο μου αμάρτημα. Δεν ήξερα ότι πάλευα μ' έναν αντίπαλο αόρατο όπως ο πατέρας μας ο Ιακώβ με τον Άγγελο, και ότι έπαθλο εκείνης της πάλης θα 'ταν αυτό το αγόρι με τα ακατάστατα μαλλιά όπου κομματάκια από άχυρο σχημάτιζαν ένα φωτοστέφανο. Δεν ήξερα ότι ένας άλλος είχε αγαπήσει τον Ιωάννη προτού να τον αγαπήσω, προτού να με αγαπήσει. Δεν ήξερα ότι ο Θεός είναι το αποκούμπι των μοναχικών.


Orazio Lomi Gentileschi, Penitent Mary Magdalene (1623)
___________________

... με την κρυφή ελπίδα να μην με αποκτήσει ποτέ

Καθόμουνα στο κεφάλι, στο τραπέζι του γάμου μου, στο γυναικωνίτη. Οι ματρόνες μου σφύριζαν στο αυτί συμβουλές μαστρωπών, συνταγές εταίρων. Ο αυλός στρίγγλιζε σαν παρθένος. Τα κρουστά αντηχούσανε σαν καρδιές. Καθισμένες κατάχαμα μέσα στο μισοσκόταδο οι γυναίκες, πακέττα από πέπλα, τσαμπιά από βυζιά, με μακάριζαν με μια φωνή άτονη για τη βίαιη ευτυχία που θα δοκίμαζα όταν θα δεχόμουνα τον Νυμφίο. Τα πρόβατα που έσφαζαν στην αυλή κλαψούριζαν σαν τα αθώα στα χέρια των χασάπηδων του Ηρώδη. 

Δεν άκουσα, από μακριά, τον Αμνό να βελάζει. Οι καπνιές του σούρουπου τα θόλωσαν όλα στο επάνω δωμάτιο. Η γκρίζα ημέρα έσβησε την αίσθηση του σχήματος και των χρωμάτων από τα πράγματα. Δεν είδα, καθισμένον ανάμεσα στους φτωχούς συγγενείς στην άλλη άκρη του τραπεζιού των αντρών, τον άσπρο αγύρτη που μέσ' από 'να φιλί, μ' ένα άγγιγμα, κοινωνούσε στους νέους άντρες το φρικτό είδος της λέπρας που τους υποχρεώνει να χωρίζονται από τα πάντα. Δεν μάντευα την παρουσία του Γητευτή που κάνει την απάρνηση γλυκιά όσο και μια αμαρτία. 

Κλείσαν τις πόρτες. Κάψανε μύρα για ν' αποχαυνώσουνε τους διαβόλους. Μας άφησαν μόνους. Σήκωσα τα μάτια και κατάλαβα πως ο Ιωάννης είχε περάσει τη γιορτή των γάμων του όπως διασχίζομε μία πλατεία συνωστισμένη από τη χαρά του λαού. Δεν έτρεμε, παρά από πόνο. Δεν χλώμιαζε, παρά από ντροπή. Δεν φοβόταν παρά μια λιποψυχιά της ψυχής, της ανίσχυρης να έχει μέσα της το Θεό. Δεν ήμουνα ικανή να ξεχωρίσω πάνω στο πρόσωπο του Ιωάννη το μορφασμό της αηδίας από το μορφασμό της επιθυμίας: ήμουν παρθένα, και άλλωστε κάθε γυναίκα που αγαπά δεν είναι παρά μια έρμη αθώα. 



Μαρία Μαγδαληνή η Μετανοούσα, El Greco
________________



Αργότερα κατάλαβα πως γι' αυτόν αντιπροσώπευα το χειρότερο σαρκικό λάθος, το νόμιμο αμάρτημα, που επιδοκιμάζει το έθιμο, που είναι ακόμα πιο δαιμονικό γιατί σου επιτρέπεται να κυλιέσαι ξαδιάντροπα μέσα σ' αυτό, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο αφού δεν κολάζεται. Είχε διαλέξει σε μένα το πιο αινιγματικό από τα κορίτσια, με την κρυφή ελπίδα να μην το αποκτήσει ποτέ. 

Καταλάβαινα την αποστροφή του για τις πιο εύκολες κατακτήσεις· καθισμένη πάνω σ' αυτό το κρεβάτι δεν ήμουνα πια παρά μία εύκολη γυναίκα. Η αδυναμία που τον εμπόδιζε να με αγαπήσει δημιουργούσε μια αναλογία ανάμεσά μας, δυνατότερη από αυτές τις αντιθέσεις των φύλων που χρησιμεύουν για να καταστρέφουν την εμπιστοσύνη, για να δικαιώνουν τον έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπινα πλάσματα: επιθυμούσαμε, και οι δυο, να παραδοθούμε σε μία θέληση ισχυρότερη από τη δική μας, να δοθούμε, να μας πάρουν: προχωρούσαμε, μπροστά απ' όλους τους πόνους, για να πιάσει μια καινούργια ζωή μέσα μας. 

Αυτή η ψυχή με τα μακριά μαλλιά έτρεχε προς έναν Νυμφίο. Ακουμπούσε το μέτωπό του στο τζάμι, το ολοένα και πιο θαμπό από τον αχνό της ανάσας του - τα κουρασμένα μάτια των άστρων δεν μας κατασκόπευαν πια- η δούλα που παραφύλαγε πίσω απ' την πόρτα μπορεί να πήρε τους λυγμούς μας για στεναγμούς έρωτα. Μια φωνή υψώθηκε μέσα στη νύχτα καλώντας τον Ιωάννη τρεις φορές, όπως γίνεται μπρος απ' τα σπίτια όπου κάποιος πρόκειται να πεθάνει. Ο Ιωάννης άνοιξε το παράθυρο, έσκυψε για να υπολογίσει το βάθος της νύχτας, είδε το Θεό. Δεν είδα άλλο από τα σκότη, είδα, με άλλα λόγια, το μανδύα του. Ο Ιωάννης τράβηξε τα σεντόνια του κρεβατιού, τα 'δεσε για να τα κάνει σκοινί. 
Λαμπυρίδες πάλλονταν σαν αστέρια πάνω στη γη έτσι που έδινε την εντύπωση πως βυθιζόταν στον ουρανό. Έχανα απ' τα μάτια μου εκείνον τον λιποτάκτη τον ανάξιο να προτιμήσει την αγκαλιά μιας γυναίκας από τους κόλπους του Θεού.


Titian, Penitent St Mary Magdalene ( Hermitage Museum)
_______________

Αναχώρηση...

Άνοιξα με προσοχή την πόρτα του δωματίου μου στο οποίο το μόνο που είχε διαδραματιστεί ήταν μια αναχώρηση. Δρασκέλισα τους καλεσμένους που ροχάλιζαν στο διάδρομο. Πήρα από την κρεμάστρα την κουκούλα του Λάζαρου. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή για να ψάξω στον προθάλαμο για τα χνάρια των θεϊκών πατημάτων. Τα καλντερίμια όπου σκόνταφτα δεν ήταν τα ίδια με κείνα όπου είχα χοροπηδήσει και είχα παίξει κουτσό μετά το σχολειό. 

Έβλεπα για πρώτη φορά τα σπίτια όπως τα βλέπουν απέξω αυτές που δεν έχουνε σπιτικό. Στις γωνιές των κακόφημων σοκακιών, αισχρές στάλαζαν και πάλι οι συμβουλές από το ξεδοντιασμένο στόμα των προαγωγών. Το ξερατί των μεθυσμένων κάτω από τις καμάρες της αγοράς μου θύμισε τα λακκάκια από το χυμένο κρασί στο πανηγύρι του γάμου. 

Για να μη με πάρει κανένα μάτι, πέρασα τρέχοντας τους ξύλινους διαδρόμους στο χάνι που ζούσε ο εκατόνταρχος. Αυτό το κτήνος ήρθε να μου ανοίξει μεθυσμένο ακόμα από το κρασί που είχε πιει στην υγειά μου στο τραπέζι του Λάζαρου. Θα πρέπει να με πήρε για καμιά απ' αυτές του δρόμου με τις οποίες συνήθιζε να πλαγιάζει. Κράτησα τη μαύρη μάλλινη κουκούλα μου πάνω στο πρόσωπο. Δεν έκανα τις ίδιες δυσκολίες για το κορμί μου. Όταν με αναγνώρισε, ήμουνα ήδη η Μαρία - Μαγδαληνή. 

Του έκρυψα ότι ο Ιωάννης με είχε αφήσει τη νύχτα του γάμου από φόβο μήπως πιστέψει ότι ήταν υποχρεωμένος να χύσει μέσα στο κρασί της επιθυμίας του το ανούσιο νερό του οίκτου. Τον άφησα να πιστέψει ότι είχα προτιμήσει τα τριχωτά μπράτσα του από τα αιώνια ενωμένα σε προσευχή μακριά χέρια του χλωμού μου μνηστήρα: Ο Ιωάννης είχε πετάξει προς τον Θεό - φύλαξα το μυστικό του. 

Τα παιδιά του χωριού ανακάλυψαν πού βρισκόμουν μου πετάξανε πέτρες. Ο Λάζαρος καθάρισε το τέλμα στο μύλο νομίζοντας πως θα ψάρευε από κει το πτώμα του Ιωάννη. Η Μάρθα χαμήλωνε το κεφάλι όταν περνούσε μπρος απ' το χάνι. Η μάνα του Ιωάννη ήρθε και μου ζήτησε ρέστα για την υποτιθέμενη αυτοκτονία του μονάκριβου γιου της. Δεν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, βρίσκοντας πως ήταν λιγότερο ταπεινωτικό αν τους άφηνα να πιστεύουνε όλοι ότι εκείνος ο εξαφανισμένος με είχε τρελά αγαπήσει.


Mary Magdalene by Juan Bautista Maino
____________

...ένα κορμί αλλιώτικο από κείνο που ο φίλος μου δεν είχε χαϊδέψει

Τον άλλο μήνα, ο Μάριος πήρε τη διαταγή να ενωθεί στη Γάζα με τη δεύτερη μεραρχία της Παλαιστίνης. Δεν μπόρεσα να βρω τα απαραίτητα χρήματα για ν' αγοράσω, στο κομβόι του πολέμου ένα απ' αυτά τα εισιτήρια της τρίτης θέσης που πάντα κρατιούνται για τους προφήτες, τους άθλιους, τους αδειούχους, τους Μεσσίες. Ο χανιτζής με κράτησε για να του σκουπίζω ποτήρια. Διδάχθηκα, από το αφεντικό μου, όλη την κουζίνα της επιθυμίας. Έπινα μέλι, που η γυναίκα που περιφρόνησε ο Ιωάννης είχε καταγκρεμιστεί από τη μια μέρα στην άλλη στην τελευταία τάξη των ανθρώπων. Το κάθε χτύπημα, το κάθε φιλί, μου πλάθανε ένα πρόσωπο, ένα λαιμό, ένα κορμί αλλιώτικο από κείνο που ο φίλος μου δεν είχε χαϊδέψει.

Ένας βεδουίνος καμηλιέρης δέχτηκε να με οδηγήσει στη Γιάφα έναντι μερικών περιπτύξεων. Ένας Μαρσεγέζος καραβοκύρης με πήρε στο καράβι του: ξαπλωμένη στην πρύμη αφηνόμουν να με συνεπαίρνει το θερμό τρεμούλιασμα της αφρισμένης θάλασσας. Σ' ένα μπαρ του Πειραιά, ένας Έλληνας φιλόσοφος μου δίδαξε τη σοφία σαν μια ακόμα κραιπάλη. Στη Σμύρνη, η απλοχεριά ενός τραπεζίτη με έμαθε πόσο το σάρκωμα του στρειδιού κι η γούνα των ζώων προσθέτουν σε γλύκα στο πετσί μιας γυναίκας κάνοντάς την ένα αντικείμενο πόθου και φθόνου μαζί. Στην Ιερουσαλήμ ένας φαρισαίος με συνήθισε να χρησιμοποιώ την υποκρισία σαν ένα φκιασίδι που δεν ξεβάφει. Μέσα σε μια τρώγλη της Καισαρείας, ένας γιατρεμένος παράλυτος μου μίλησε για το Θεό. 

Σε πείσμα των αγγέλων που τον θερμοπαρακαλούσαν, θέλοντας αναμφίβολα να τον ξαναγυρίσουν στον ουρανό, ο Θεός εξακολουθούσε να τριγυρνάει από χωριό σε χωριό, εμπαίζοντας τους ιερείς, προσβάλλοντας τους πλουσίους, σπέρνοντας τη διχόνοια στις οικογένειες, συγχωρώντας τις μοιχαλίδες, εξασκώντας παντού το σκανδαλώδες επάγγελμα του Μεσσία. 

Paolo Veronese, The Conversion of Mary Magdalene
____________


....δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε
.

Και η αιωνιότητα, έχει και αυτή τη μόδα της: μια από εκείνες τις Τρίτες όπου δεν προσκαλούσε παρά διασημότητες στο αρχοντικό του, ο Σίμων ο Φαρισαίος είχε την έμπνευση να καλέσει το Θεό. Αν είχα φτάσει στο σημείο να κυλιστώ τόσο χαμηλά, ήταν για να αντιπαρατάξω σ' αυτόν τον τρομερό Φίλο μια λιγότερο αφελή αντίζηλο: αν γοήτευα το Θεό, θα στερούσα τον Ιωάννη από το αιώνιο στήριγμά του·  θα τον υποχρέωνα να ξαναπέσει απάνω μου με όλο το βάρος της σάρκας του. Αμαρτάνομε, γιατί δεν υπάρχει για μας ο Θεός: είναι γιατί τίποτα το τέλειο δεν μας παρουσιάζεται, που στρεφόμαστε στους ανθρώπους. Μόλις ο Ιωάννης καταλάβαινε πως ο Θεός δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας απλός άντρας, δεν θα 'χε πια λόγο να τον προτιμάει από τον κόρφο μου. 

Στολίστηκα σαν για χορό. Αρωματίστηκα σαν για κρεβάτι. Η είσοδός μου στην αίθουσα του συμποσίου έκοψε τις ανάσες. Οι Απόστολοι σηκώθηκαν ταραγμένοι από φόβο μήπως μα-γαριστούν από το άγγιγμα του ποδόγυρού μου - στα μάτια αυτών των ανθρώπων του Καλού, ήμουν ακάθαρτη σαν να μην έπαυα να ματώνω. Μόνον ο Θεός έμεινε ξαπλωμένος πάνω στον πέτσινο πάγκο του: αναγνώρισα από ένστικτο αυτά τα πόδια που 'χαν φθαρεί μέχρι το κόκκαλο περπατώντας σ' όλους τους δρόμους της κόλασής μας, αυτά τα μαλλιά τα γεμάτα από ένα σαράκι από άστρα, αυτά τα τεράστια μάτια του τα καθάρια σαν τα μόνα κομμάτια που του έμεναν από τον ουρανό του. Ήτανε άσκημος σαν τον πόνο. Ήταν λεχρός σαν την αμαρτία.

Έπεσα στα γόνατα, καταπίνοντας το σάλιο μου, ανίκανη να προσθέσω έστω και ένα σαρκασμό στο φρικτό βάρος αυτής της απόγνωσης του Θεού. Το είδα αμέσως πως δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε. Έλυσα τα μαλλιά μου σαν για να σκεπάσω καλύτερα τη γύμνια του λάθους μου, άδειασα μπροστά του τα μύρα των αναμνήσεών μου. 



Christ in the House of Simon, Dieric Bouts (1440)
____________

Η φρικτή μοίρα να ανήκεις σε όλους


 Καταλάβαινα πως αυτός ο παράνομος Θεός θα πρέπει να είχε ξεγλιστρήσει κάποιο πρωί έξω από την πύλη της αυγής, αφήνοντας πίσω του τα πρόσωπα της Τριάδας ν' απορούν, που δεν ήτανε πια παρά μόνο δύο. Είχε μπει, ξένος, στο χάνι των ημερών. Είχε σπαταληθεί σε αναρίθμητους περαστικούς που του αρνιόντανε την ψυχή τους απαιτώντας όμως από αυτόν όλες τις χειροπιαστές χαρές. Είχε υποστεί τη συντροφιά των ληστών, την επαφή με τους λεπρούς, τον τραμπουκισμό των ανθρώπων της αστυνομίας: όμοια με μένα, δεχότανε τη φρικτή μοίρα να ανήκει σε όλους. 

Feast of Simon the Pharisee, Peter Paul Rubens
_____________

...έγινα η δαιμονισμένη του Θεού


Έβαλε πάνω στο κεφάλι του το μεγάλο χέρι του του πτώματος, που έμοιαζε σαν να 'χε ήδη αδειάσει από αίμα: αιωνίως, δεν κάνομε τίποτε άλλο από το να αλλάζουμε σκλαβιά: από την ίδια τη στιγμή που με άφησαν τα δαιμόνια έγινα η δαιμονισμένη του Θεού. Ο Ιωάννης σβήστηκε από τη ζωή μου σαν ο Ευαγγελιστής να μην είχε σταθεί για μένα παρά μόνο σαν Πρόδρομος: μπροστά στο Πάθος, λησμόνησα την αγάπη. 


Tintoretto, Magdalena penitente 
(Musei Capitolini, Roma, 1598-1602)
______________

Δέχτηκα την αγνεία σαν μια τρομερότερη διαστροφή: πέρασα λευκές νύχτες μες στα χωράφια, έχοντας γύρω μου τους Απόστολους, πρόβατα φοβισμένα, ερωτευμένα με τον Ποιμένα. Μακάρισα τους νεκρούς, που πάνω τους πλαγιάζουνε οι προφήτες για να τους αναστήσουν. Βοήθησα τον θείο θεραπευτή στις θαυματουργές θεραπείες του: έτριψα με λάσπη τα μάτια των εκ γενετής τυφλών. Άφησα τη Μάρθα στο πόδι μου, την ημέρα του δείπνου της Βηθανίας, από φόβο μην έρθει ο Ιωάννης και κάτσει κοντά στα ουράνια γόνατα στο σκαμνί που θα άφηνα. Τα δάκρυα κι οι φωνές μου πέτυχαν απ' αυτόν το γλυκό θαυματουργό τη δεύτερη γέννηση του Λαζάρου: αυτός ο σαβανωμένος νεκρός που έκανε τα πρώτα του βήματα στο κατώφλι του τάφου, ήταν σχεδόν το παιδί μας. 



Vincent van Gogh - The raising of Lazarus (after Rembrandt)
Van Gogh Museum, Amsterdam
________________

Στρατολόγησα μαθητές για αυτόν. Βούτηξα τα χέρια μου στο νεροχύτη του Μυστικού Δείπνου. Φύλαξα τσίλιες, στο Όρος των Ελαιών, όσο τελούνταν το κόλπο της Εξαγοράς. Τον αγάπησα τόσο, που έπαψα να τον λυπάμαι: ο έρωτας μου θέριευε αυτή την απόγνωση, που αυτή και μόνον, τον έκανε Θεό. Για να μην καταστρέψω την καριέρα του σαν Σωτήρα, δέχτηκα να τον δω να πεθαίνει όπως μια ερωμένη δέχεται τον καλό γάμο του άντρα που αγαπά. Στην αίθουσα των Χαμένων Βημάτων, όταν ο Πιλάτος μας άφησε να εκλέξουμε ανάμεσα σ' έναν λωποδύτη και το Θεό, σαν όλους τους άλλους φώναξα Βαραββάν.


Juan Correa - The Conversion of Saint Mary Magdalene 
______________


Στα πόδια του άξονα απ' τον οποίο περνούσε όλη η οδύνη του κόσμου...

Τον είδα να πλαγιάζει πάνω στο κατακόρυφο κρεβάτι του αιώνιου γάμου του: παραστάθηκα στο τρομερό δέσιμο των σκοινιών, στο φιλί του σφουγγαριού που ήταν ακόμα ποτισμένο από μια θαλασσινή πίκρα, στο λόγχισμα του στρατιώτη που πάσχιζε να τρυπήσει την καρδιά αυτού του θείου βρυκόλακα από φόβο μήπως ξανασηκωθεί και βυζάξει όλο το μέλλον. Τo 'νιωσα να σπαρταράει πάνω απ' το μέτωπο μου αυτό το γλυκό γεράκι το παλουκωμένο στην πύλη των Χρόνων. Ένα αγέρι νέκρας έγλειφε τον ουρανό, λαφρύ σαν πέπλο. Ο κόσμος έγερνε προς το μέρος της νύχτας, παρασυρμένος από το βάρος του σταυρού. Ο χλωμός καπετάνιος κρεμότανε από τα ξάρτια του τρικάταρτου που καταποντιζόταν από το Σφάλμα: ο γιoς του ξυλουργού ξέπλενε τα λάθη που είχε κάνει στους υπολογισμούς του ο αιώνιος Πατέρας του. 


Crucifixion with Mary Magdalen Luca Signorelli 
Florence, Galleria degli Uffizi
__________________


Τo 'ξερα, ότι τίποτα το καλό δεν θα γεννιόταν απ' το μαρτύριο τουμόνη συνέπεια αυτής της εκτέλεσης θα 'ταν να καταλάβει ο άνθρωπος πως είναι πράγματι δυνατόν να απολυθεί από το Θεό. Ο θεϊκός κατάδικος δεν έχυνε πάνω στη γη άλλο από ανώφελα σπέρματα από αίμα. Μάταια χοροπήδαγαν τα μολυβένια ζάρια της Τύχης μέσα στις πυγμές των φρουρών, τα ιμάτια του άπειρου Χιτώνα δεν έφθαναν για να φτιάξουνε από αυτά ούτε ένα ρούχο.

Sacro Monte di Domodossola, Maria Maddalena ai piedi della Croce
_______________


Μάταια έχυσα πάνω στα πόδια του το οξυζεναρισμένο κύμα των μαλλιών μου· μάταια επιχείρησα να παρηγορήσω τη μόνη μητέρα που έχει συλλάβει Θεό. Οι φωνές μου, φωνές γυναίκας και σκύλας, δεν φτάναν τον πεθαμένο μου κύριο· οι ληστές, τουλάχιστον, μοιράζονταν τον ίδιο πόνο μ' αυτόν: στα πόδια αυτού του άξονα απ' τον οποίο περνούσε όλη η οδύνη του κόσμου, το μόνο που θα 'καναν οι φωνές μου θα 'ταν να ταράξουν το διάλογό του με τον Δισμά.

Detail of Mary kissing the feet of the crucified Jesus, Italian, early 14th century
_______________


σαν ένα ώριμο φρούτο, έτοιμο να σαπίσει μέσα στο χώμα του τάφου

Έστησαν σκάλες, έλυσαν τα σκοινιά. Ο Θεός αποδέθηκε σαν ένα ώριμο φρούτο, έτοιμο κιόλας να σαπίσει μέσα στο χώμα του τάφου. Για πρώτη φορά, το αδρανές του κεφάλι δέχτηκε τον ώμο μου· ο χυμός της καρδιάς του έχριε τα χέρια μας κόκκινα όπως στον τρύγο - ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας πήγαινε μπρος, βαστώντας ένα φανάρι - ο Ιωάννης και 'γω λυγίζαμε κάτω από αυτό το κορμί, το πιο βαρύ απ' τον άνθρωπο - στρατιώτες μας εβοήθησαν να βάλουμε μυλόπετρες στο στόμα του τάφου. 



The Dead Christ Mourned - the Three Maries, Annibale Carracci  (1603)
__________________


Είχα παραιτηθεί από κάθε υπόσχεση για μία ανάσταση...

Γυρίσαμε στην πόλη μέσα στην ψύχρα του ήλιου που είχε πια γείρει. Ξαναβρίσκαμε, αποσβολωμένοι, τα μαγαζιά, τα θέατρα, την αναίδεια των σερβιτόρων στις ταβέρνες, τις απογευματινές εφημερίδες που είχαν καταχωρημένα στα ψιλά τα Πάθη. Πέρασα τη νύχτα μου ξεδιαλέγοντας τα πιο ωραία από τα σεντόνια που είχα σαν πόρνη - με την αυγή, έστειλα τη Μάρθα ν' αγοράσει τα πιο ακριβά αρώματα.




Mary Magdalene by John Rogers Herbert (1859)
________________



Τα κοκκόρια λαλούσαν σαν να μην ήθελαν ν' αφήσουν να ξεχαστεί η μετάνοια του Πέτρου - παραξενεμένη που είχε κιόλας ξημερώσει, πήρα ένα δρόμο για τα προάστια όπου μηλιές θυμίζαν το Λάθος και αμπέλια την Εξαγορά. Αν κι ο αέρας ερχότανε βορινός, δεν ένιωθα τη μυρωδιά του πτώματος του Θεού. Οδηγημένη από μια θύμηση, αυτόν τον αδιάφθορο άγγελο, τρύπωσα μέσα σ' αυτή τη σπηλιά τη σκαμμένη μέσα στα πιο βαθιά μύχια μου-πλησίασα αυτό το κορμί σαν να πλησίαζα το δικό μου τον τάφο. Είχα παραιτηθεί από κάθε ελπίδα για ένα Πάσχα, από κάθε υπόσχεση για μία ανάσταση

Mary Magdalene at Jesus Empty Tomb
_________________

Ο Θεός είχε σηκωθεί απ' το θάνατο όπως από μία στρωμνή αϋπνίας

Δεν κατάλαβα ότι η μυλόπετρα είχε ξεσχιστεί σ' όλο το μήκος της από έναν θεϊκό αναβρασμό: ο Θεός είχε σηκωθεί απ' το θάνατο όπως από μία στρωμνή αϋπνίας· ξέστρωτος ο τάφος άφηνε να σέρνονται τα σεντόνια τα δανεικά από τον κηπουρό. Για δεύτερη φορά στη ζωή μου βρισκόμουνα μπροστά σε ένα κρεβάτι όπου δεν πλάγιαζε παρά ένας απόντας. Τα σπυριά των μύρων κατρακύλησαν πάνω στο χώμα του τάφου, έπεσαν στον πάτο της νύχτας. Τα τοιχώματα της σπηλιάς μου επέστρεφαν τα ουρλιαχτά μου του ανικανοποίητου νεκροβόρου.



Mary Magdalene approaching the Tomb, Gian Girolamo Savoldo, 1535-40
________________


...από την άλλη μεριά του καθρέφτη του Χρόνου 

Έχοντας χάσει τις φρένες, χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω στο πέτρινο ανώφλι. Το χιόνι των νάρκισσων είχε μείνει παρθένο από ανθρώπινο χνάρι: αυτοί που ήρθανε να κλέψουνε το Θεό είχαν περπατήσει στον ουρανό. Σκυμμένος στο χώμα ο κηπουρός, σκάλιζε μία πρασιά - ανασήκωσε το κεφάλι του κάτω από το μεγάλο ψάθινο του καπέλλο που τον στεφάνωνε με ήλιο και καλοκαίρι. Έπεσα στα γόνατα, πλημμυρισμένη από κείνο το γλυκό τρεμούλιασμα των ερωτευμένων γυναικών που νιώθουν την ουσία της καρδιάς τους ν' απλώνεται σ' όλο τους το κορμί. Είχε στον ώμο του την τσουγκράνα που του χρειάζεται για να ισοπεδώνει τα λάθη μας: κρατούσε, στο χέρι, το κουβάρι το νήμα και το κλαδευτήρι που οι Μοίρες εμπιστεύτηκαν στον αιώνιο αδερφό τους.

Μπορεί να ετοιμαζόταν να κατέβει στην Κόλαση από το δρόμο των ριζών. Ήξερε το μυστικό των τύψεων της τσουκνίδας, της αγωνίας του σκουληκιού της γης: τόσο είχε μείνει η ωχρότητα του θανάτου απάνω του που σου 'δινε μια εντύπωση πως είχε μεταμορφωθεί σε κρίνο. Υποψιαζόμουνα πως η πρώτη του κίνηση θα 'ταν να απομακρύνει από κοντά του αυτήν την αμαρτωλή, τη μιασμένη από την επιθυμία. Ένιωθα σαν γυμνοσάλιαγκας μέσα σ' αυτό το σύμπαν των λουλουδιών. Τόσο δροσερός ήταν ο αέρας, που οι υψωμένες παλάμες μου είχαν την αίσθηση πως ακουμπούσανε σε γυαλί: ο νεκρός κύριος μου είχε περάσει από την άλλη μεριά του καθρέφτη του Χρόνου. 


Η άχνα της ανάσας μου θάμπωσε τη μεγάλη εικόνα: ο Θεός σβήστηκε σαν μία ανταύγεια πάνω στο τζάμι του πρωινού. Το αδιάφανο στόμα μου δεν ήταν ένα εμπόδιο γι' αυτόν τον Αναστημένο. Ένα τρίξιμο ακούστηκε, ίσως απ' το βάθος του εαυτού μου: έπεσα με τα χέρια μου ανοιγμένα σταυρό, παρασυρμένη από το βάρος της καρδιάς μου• τίποτα δεν υπήρχε πίσω από το γυαλί που είχα μόλις σπάσει.

The Three Marys at the Tomb by Peter Paul Rubens
(Mary Magdalene in red)
_______________

Tο μόνο που αγάπησε σε μένα ήταν τα δάκρυά μου

Ήμουν, ξανά, πιο άδεια κι από μια χήρα, πιο μοναχή κι από μια εγκαταλειμμένη γυναίκα. Επιτέλους, γνώριζα όλη την απανθρωπιά του Θεού. Ο Θεός δεν μου είχε πάρει μόνο τον έρωτα ενός πλάσματος, σε μια ηλικία που τα φανταζόμαστε αναντικατάστατα, δεν με είχε στερήσει μόνο από τις ζαλάδες της εγκυμοσύνης μου, από τις υπνηλίες της λεχώνας, από τους μεσημεριάτικους ύπνους μου σαν γριά γυναίκα στην πλατεία του χωριού, από τον τάφο σε μια γωνιά του περίβολου όπου θα με πλάγιαζαν τα παιδιά μου. Μετά την αθωότητά μου, ο Θεός με είχε απαλλάξει κι από τα λάθη μου: όταν πρωτοξεκινούσα στο επάγγελμα της εταίρας, μου στέρησε τις πιθανότητες που 'χα ν' ανεβώ στη σκηνή ή να σαγηνέψω τον Καίσαρα. Μετά το πτώμα του, μου πήρε το φάντασμά του: δεν θέλησε ούτε καν να μεθύσω από ένα όνειρο. Σαν τον χειρότερο ζηλιάρη, κατάστρεψε αυτή την ομορφιά που θα μπορούσε να με ξαναρίξει στα κρεβάτια της επιθυμίας: τα βυζιά μου κρέμονται - μοιάζω με το Χάρο, αυτόν τον παλιό έρωτα του Θεού. Σαν τον χειρότερο μανιακό, το μόνο που αγάπησε σε μένα ήταν τα δάκρυά μου. 



The Magdalene by George Romney
________________


Αλλά αυτός ο Θεός που μου τα λήστεψε όλα, δεν μου τα 'δωσε όλα. Δεν δέχτηκα παρά ένα ψίχουλο της αιωνίας αγάπης· σαν την πρώτη τυχούσα μοιράστηκα την καρδιά του με όλα τα πλάσματα. Οι παλιοί εραστές μου πλάγιαζαν πάνω στο σώμα μου χωρίς να νοιάζονται για την ψυχή μου: ο ουράνιος φίλος της καρδιάς μου δεν φρόντισε να ζεστάνει παρά αυτή την αιωνία ψυχή, και κατ' αυτόν τον τρόπο ο μισός μου εαυτός δεν έπαψε ποτέ να υποφέρει. 


Maestro della Maddalena di Capodimonte, Maddalena penitente
Messina Museo Regionale
________________

Με λύτρωσε από την ευτυχία...

Κι ωστόσο με έσωσε. Χάρη σ' αυτόν, από τις χαρές εγώ δεν εδέχτηκα παρά την πλευρά τους της δυστυχίας, τη μόνη που δεν εξαντλείται.
Ξεφεύγω από τις μονοτονίες του νοικοκυριού και του κρεβατιού, από το νεκρό βάρος του χρήματος, από το αδιέξοδο της ευτυχίας, από την ικανοποίηση της τιμής, από τις γητειές της ατιμίας. Αφού αυτός ο καταδικασμένος στον έρωτα της Μαγδαληνής απέδρασε για τους ουρανούς, και γω δεν θα διαπράξω το ανούσιο λάθος ν' αφοσιωθώ στο Θεό.

Έκανα καλά που αφέθηκα να με κυλήσει το μεγάλο θεϊκό κύμα - δε μετανιώνω που ξαναπλάστηκα από τα χέρια του Κυρίου. Δε με λύτρωσε ούτε από το θάνατο, ούτε από τα δεινά, ούτε από το έγκλημα, γιατί μέσα απ' αυτά λυτρωνόμαστε. Με λύτρωσε από την ευτυχία.



Mary Magdalene, attributed to Gregor Erhart (Louvre).
_____________


Marguerite Yourcenar, Φωτιές
μτφρ. Ιωάννας Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή


Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ερωτεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του όταν αυτή ήταν 9 χρονών....


With his wife, Mercedes, in Bogotá, Colombia—the country of his birth—in 1967, the year he published <em>One Hundred Years of Solitude,</em> which would become a worldwide best-seller.:
With his wife, Mercedes, in Bogotá, Colombia, in 1967

Μια μέρα, ενώ ο Γκαμπίτο καθόταν ήρεμος στο «Γκραν Καφέ» του Καράκας (όπου ζούσε γράφοντας για την εφημερίδα El Momento), κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε βιαστικά και είπε ότι πρέπει να προλάβει μια πτήση. Τον ρώτησαν πού πηγαίνει έτσι ξαφνικά και αυτός απάντησε: «Να παντρευτώ». Όλοι οι παρευρισκόμενοι σάστισαν, καθώς κανείς τους δεν γνώριζε ότι ο Μάρκες είχε κάποιο δεσμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, την πρώτη φορά που είδε τη Μερσέδες Μπάρτσα, αυτός ήταν δεκαέξι ετών κι εκείνη εννέα. Ακολούθησε ένα πολυετές αλλά διακριτικό φλερτ - τα περισσότερα χρόνια η Μερσέδες αγνοούσε την ύπαρξή του. «Ο Γκαμπίτο με περίμενε να μεγαλώσω», είπε πολύ αργότερα.


Όταν η οικογένειά της μετακόμισε στην Μπαρανγκίγια, ο Μάρκες πήγαινε στο φαρμακείο του πατέρα της μήπως και τη συναντήσει, ενώ το 1950 εγκαινίασε στην εφημερίδα El Heraldo μια καθημερινή στήλη με τίτλο «Καμηλοπάρδαλη» - ήταν αφιερωμένη στη Μερσέδες, η οποία είχε μακρύ και λεπτό λαιμό. Τη στήλη υπέγραφε με το ψευδώνυμο Σέπτιμους, εμπνευσμένος από τον Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, χαρακτήρα από το «Η κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ. 

Gabriel García Márquez y su esposa  Mercedes Barcha Pardo:

Τελικά, βρήκε το θάρρος να της ζητήσει να τον συνοδεύσει σε ένα χορό και αργότερα συμφώνησαν να παντρευτούν, αφού πρώτα η Μερσέδες θα ενηλικιωνόταν και θα τελείωνε το σχολείο. Μεσολάβησαν τα ταξίδια του Μάρκες στην Ευρώπη και τη Βενεζουέλα, αλλά τήρησε την υπόσχεσή του και επέστρεψε για να την παντρευτεί. 

Gabriel Garcia Marquez and his wife Mercedes. Havana,1987 by Helmut Newton.:
Gabriel Garcia Marquez and his wife Mercedes.
Havana,1987 by Helmut Newton.
Έμειναν μαζί όλη τους τη ζωή. Έκαναν δύο γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο. Το 1981, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό The Paris Review, ο Μάρκες δήλωσε ότι το μοναδικό πράγμα για το οποίο μετανιώνει στη ζωή του είναι ότι δεν έκανε και μια κόρη.

Gabriel García Márquez con su mujer e hijos. Escritores y también padres. http://www.eraseunavezqueseera.com/2015/03/18/escritores-y-tambien-padres/:
Με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του στη Βαρκελώνη, στο τέλος της δεκαετίας του'60


Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Χρόνια αθωότητας, Ο Τάκης κι εγώ, Έλλη Λαμπέτη

Η Έλλη Λαμπέτη - Ελένη Λούκου, πριν μπει στο θέατρο - γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926, στα Βίλλια, στο χωριό του πατέρα της και ήταν η μικρότερη, μαζί μ’ ένα δίδυμο αδελφό, μιας οικογένειας με εφτά παιδιά. 

Η οικογένεια Λούκου σε κυριακάτικη εκδρομή.
Από δεξιά, ο πατέρας Κώστας Λούκος, η Φωτεινή, η Αναστασία, ο Τάκης στην αγκαλιά της και όρθια η Κούλα. 
Η Έλλη στα πόδια του πατέρα της.


Γεννήθηκε παράλογα....

«Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό – η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε το 1926, δηλαδή την ίδια ακριβώς χρονιά που θα γεννιόταν η Μέριλιν Μονρόε, στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού…»


«Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως και ο θάνατός της. Για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Πρώτα είχε βγει ο Τάκης, ο δίδυμος αδερφός της. Ένα υγιέστατο μωρό που ζύγιζε τέσσερα κιλά Και μετά από μιαν ώρα βγήκα εγώ. Ένα λυμφατικό πιθηκάκι! » 

Το λυμφατικό πιθηκάκι φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει, σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια. Σχεδόν δεν ανέπνεε.

«Θα πεθάνει», ψιθύρισε η νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα στο γιατρό…

Η μητέρα της Έλλης, η Αναστασία Λούκου, η Τάσα, όπως την έλεγαν, κοίταζε τον γιατρό με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο απ’ το μαξιλάρι. Είχε ακούσει το κλάμα του ενός απ’ τα μωρά της, πριν από μια ώρα, αλλά το άλλο, το λυμφατικό πιθηκάκι, δεν είχε ακόμα ανοίξει το στόμα του.

«Θα ζήσει», της χαμογέλασε ο γιατρός.

Άρπαξε το μωρό και το βούτηξε στη λεκάνη με το χλιαρό νερό – ύστερα στη λεκάνη με το κρύο. Και μετά πάλι στη λεκάνη με το χλιαρό. Αυτό έγινε τουλάχιστον πέντ’ έξι φορές, ώσπου η Έλλη Λαμπέτη αποφάσισε, εκείνο το πρωί, στις 13 Απριλίου του 1926, να κλάψει για πρώτη φορά στη ζωή της…

Ο Κώστας Λούκος, ο πατέρας της Έλλης, περίμενε ιδρωμένος έξω απ’ το χειρουργείο. Ήξερε πως είχε κιόλας έναν γιό, αλλά δεν ήξερε τη μοίρα του άλλου παιδιού του, που πάλευε άγρια για μια ολόκληρη ώρα ανάμεσα στη ζωή και στην ανυπαρξία. Είδε τον γιατρό να τον πλησιάζει, ιδρωμένος όσο κι εκείνος.

«Κόρη!» του είπε γελαστά.

Φρέντυ Γερμανός, Έλλη Λαμπέτη, εκδόσεις Καστανιώτη



Πριν πέσει η αυλαία

Λίγους μήνες πριν πέσει η αυλαία,
η Έλλη Λαμπέτη ξεκαθαρίζει τους «λογαριασμούς» της, ανιχνεύοντας τ’  αποτυπώματα των βημάτων της και ξετυλίγοντας το κουβάρι 57 χρόνων ζωής. Σε μια συγκλονιστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, λιτή γήινη, ανθρώπινη, η Έλλη Λαμπέτη στέκεται στο προσκήνιο και παίζει τον τελευταίο και πιο ρεαλιστικό ρόλο της. Τις εκμυστηρεύσεις της καταγράφει η δημοσιογράφος Φρίντα Μπιούμπι. 
Στο απόσπασμα  αυτό ανασκαλεύει τις μνήμες των παιδικών χρόνων της και θυμάται το δίδυμο αδελφό της τον Τάκη. Ο Τάκης (Σταμάτης), πέθανε από φυματίωση το 1941, στα δεκαπέντε του χρόνια. 

Τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας έμεναν πολύ συχνά στο σπίτι του παπα-Σταμάτη ή Καπετάν-Σταμάτη, που είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821. Ο παπα-Σταμάτης  ήταν πατέρας της μητέρας τους, της Αναστασίας, μιας γυναίκας με λαχτάρα για το διάβασμα, παρ' ότι είχε πάει σχολείο μόνο ως τη δευτέρα δημοτικού. Ήταν, λέει η Έλλη, 
«πολύ όμορφη, είχε υπέροχα, μακριά δάκτυλα και έξοχες γάμπες. Το μόνο ελάττωμά της ήταν τα δόντια της -τόσο τέλεια, άσπρα και ίσια, που φαίνονταν ψεύτικα.....»

Αναστασία Λούκου ή Τάσα, η μητέρα. 
Πολύ όμορφη, με λαχτάρα για διάβασμα


...δεν πρόκειται να σου γράψω, κάνε την αντιγραφή σου μόνος σου...

«Είχαμε πολύ δυνατό δεσμό με τον αδελφό μου. Μοιάζαμε στο πρόσωπο, αλλά στην ανάπτυξη είχαμε τεράστια διαφορά - εγώ μια σταλιά, εκείνος ντερέκι. Αγαπιόμαστε πολύ, με μια αγάπη που εκδηλωνόταν συχνά με σκουντιές και μαλώματα. Ωστόσο, σε μένα εμπιστευόταν ο Τάκης όλα τα μυστικά του, κι εγώ του τα κρατούσα σαν κάτι το ιερό. Να μ' έλιωνες, δεν μπορούσες να μου πάρεις κουβέντα.

Έκανα κι άλλα για χάρη του. Την αντιγραφή του στο σχολείο την είχα αναλάβει εγώ. Εκείνος, άσσος στην αριθμητική, βαριότανε να γράφει, έκανε κάτι γράμματα σαν του καλικάντζαρου. Βέβαια είχαμε πάει πολύ μικρά στο σχολείο - κόλπα της μαμάς μου, που είχε όλους τους λόγους να θέλει να μας ξεφορτωθεί νωρίς νωρίς, αφού είχε τόσα παιδιά στα πόδια της.

Μια μέρα, είχαμε φαίνεται μαλώσει με τον Τάκη, του λέω «δεν πρόκειται να σου γράψω, κάνε την αντιγραφή σου μόνος σου...» Αυτός βέβαια αδιαφόρησε, δεν έγραψε καθόλου. Και από σατανική σύμπτωση, την άλλη μέρα ο δάσκαλος ζητάει να δει την αντιγραφή όλων των παιδιών. Να βάλουν, λέει, όλα τα παιδιά τα τετράδιά τους πάνω στο θρανίο και θα περάσει να τα δει, ένα ένα. Τ' ακούω εγώ, κόντεψα να πεθάνω. Τι θα κάνει ο Τάκης που δεν του 'χω γράψει;

Είμαστε τότε έξι χρονώ. Εγώ, το κοντοστούπικο. καθόμουν στο πρώτο θρανίο κι ο Τάκης, απ' τα πιο ψηλά παιδιά, στο τελευταίο. Με το που μίλησε ο δάσκαλος δεν τόλμησα να κοιτάξω πίσω. Χτυπούσε η καρδιά μου, να σπάσει από την αγωνία, τη λύπη, τις ενοχές που δεν τον είχα βοηθήσει. Γιατί, τα κτήνη, οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, σ' έβγαζαν μπροστά σ' όλη την τάξη καν σου δίναν με το χάρακα στα χέρια. Και θα 'βγάζε ο δάσκαλος και τον Τάκη εκεί! Και θα τον χτυπούσε μπροστά σε όλους μας! Μπροστά μου! Πήγα να πεθάνω...



Κάνει λοιπόν ο δάσκαλος την επιθεώρησή του κι εγώ κοιτάζω μόνο μπροστά, μην τολμώντας να γυρίσω, παγωμένη απ' την αγωνία μου... Ύστερα άρχισε να φωνάζει ονόματα. Κάθησε στην έδρα και σηκώνονταν ένα ένα τα παιδιά που φώναζε και τσαφ τσαφ οι χαρακιές στα.χέρια τους... Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Να τώρα θα φωνάξει τον Τάκη - δεν άντεχα.

Όμως δεν ακούω τ' όνομα του. Τι έγινε; Περιμένω να χτυπήσει το κουδούνι να μάθω. Στο διάλειμμα τον ψάχνω στην αυλή: «Τάκη, τι έγινε;». «Τι να γίνει;» μου λέει. «Μα δεν είχες γράψει - πώς γλύτωσες;». «Σιγά που θα τις έτρωγα» μου απαντάει... Πράγματι δεν περίμενα να τις φάει, δεν έπρεπε να φοβάμαι. Ξέφευγε, εύρισκε πάντα τρόπους... Ήταν περίεργο παιδί, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιάσεις. Γλιστρούσε σαν χέλι. Αν τον έπιανε ο δάσκαλος εκείνη τη μέρα, στ' ορκίζομαι, θα έτρωγε ο ίδιος ξύλο απ' τον Τάκη.

Ξέρεις τι είχε κάνει και την είχε σκαπουλάρει; Είχε πει στο διπλανό του. «Μην τολμήσεις να με μαρτυρήσεις, κακομοίρη μου, γιατί αλίμονο σου! Τσιμουδιά δε θα βγάλεις ότι είμαι στην τάξη...» Ήμαστε τότε πολλά παιδιά στην αίθουσα, τρεις τρεις στο κάθε θρανίο, δεν υπήρχε περίπτωση να έχει προσέξει ο δάσκαλος ποιος ήταν εκεί, ποιος δεν ήταν...

Όταν λοιπόν είχε εξασφαλίσει εχεμύθεια, ο Τάκης είχε γλιστρήσει κάτω απ' το θρανίο και είχε συρθεί μερικά θρανία μπροστά. Έμεινε εκεί ώσπου να περάσει ο δάσκαλος και να τελειώσει τον έλεγχο, ύστερα ξαναγύρισε ωραία ωραία στη θέση του.



.....'Ακου την κατσίκα, να θέλει να μας βάλει να κοιμηθούμε!

Αντιδρούσε, μάχονταν. Θυμάμαι το άλλο που είχε κάνει ένα καλοκαίρι στα Βίλλια. Η μαμά μας μας έστελνε εκεί, στο σπίτι του πατέρα μας, νωρίς κάθε καλοκαίρι. Κι επειδή εκείνη έμενε στην Αθήνα, ανέθετε στις μεγαλύτερες αδελφές μου να μας προσέχουν. Γιατί ήμαστε, εμείς τα μικρά, πρόβλημα• μας είχε γεννήσει αργά, είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας απ' τ' άλλα παιδιά...

Μας είχε αναλάβει λοιπόν η Κούλα, και η γυναίκα που νοίκιαζε τον πάνω όροφο του σπιτιού μας - Τιτίνα τη λέγανε, το θυμάμαι - θα μας έριχνε κι αυτή πού και πού μια ματιά...
Ωραίες εποχές! Όλο το χρόνο ζούσαμε για τη μέρα που θα πάμε στα Βίλλια. Τριγυρνούσαμε εκεί απ' το πρωί ως το βράδυ στ' αμπέλια, με τον πατέρα μας. Η μαμά μου ερχόταν αργά, προς το τέλος του καλοκαιριού, για να φτιάξει πελτέ, χυλοπίτες, τραχανά... τα έβαζε σε μεγάλες πάνινες σακούλες για το χειμώνα, για τα παιδιά. Και γυρνούσαμε στην Αθήνα αργά, μετά τον τρύγο, ίσως και μετά το άνοιγμα των σχολείων...

Πάντως το πρόβλημα για μας τα μικρά ήταν ο μεσημεριάτικος ύπνος. Δεν μπαίναμε με τίποτα στο σπίτι να κοιμηθούμε. Κι έτσι η Κούλα με μια βίτσα, μια κληματόβεργα, μας κυνηγούσε απειλώντας ότι θα μας δείρει. Γινόταν μακελειό, έμπαινε κι η Τιτίνα στη μέση.

Μια τέτοια μέρα, και παρά την ισχυρή επέμβαση της Τιτίνας, καταφέραμε ως συνήθως να το σκάσουμε. Το θάλαμε στα πόδια. Πέσανε οι άλλοι να κοιμηθούνε, ντάλα μεσημέρι, ησυχία, ο ήλιος στα μεσούρανα... Αποκαμωμένοι απ' τη ζέστη, ο Τάκης κι εγώ, πήγαμε στη γούρνα που είχαμε στην αυλή -μια τσιμεντένια γούρνα με το νερό να τρέχει μέσα της μέρα νύχτα. 

Νιώσαμε ασφάλεια που οι άλλοι κοιμόντουσαν, καθήσαμε στο πεζούλι, βάλαμε τα πόδια μας στο νερό για δροσιά και κουβεντιάζαμε πλατσουρίζοντας. «'Ακου την κατσίκα, την Τιτίνα. να θέλει να μας βάλει να κοιμηθούμε!» λέει ο Τάκης. Εκείνη, μουλωχτή, τ'. ακούει φαίνεται απ' το σπίτι και περιμένει... Βέβαια, πρέπει να σου πω ότι «κατσίκα» και τέτοιες βρισιές στο σπίτι μας δεν επιτρέπονταν, μόνο ο Τάκης μπορούσε να τα λέει - τα επέβαλε με τον τρόπο του.

Ξυπνάνε οι άλλοι τ' απόγευμα, εμείς εκεί, τριγυρίζαμε στην αυλή, ξεχασμένοι. Και ξαφνικά, κατεβαίνει η Τιτίνα με την αδελφή μου τη μεγάλη, κρατώντας μια χούφτα πιπέρι - οι παιδαγωγοί! Και βουτάει τον Τάκη η Τιτίνα και πάει να του χώσει το πιπέρι στο στόμα: «Θα σου δείξω εγώ ποια θα πεις κατσίκα!...». Ο Τάκης να στριφογυρίζει στα πόδια της σαν διάολος, προσπαθώντας να ξεφύγει. Και καθώς αυτή σκύβει από πάνω του, κάνει έτσι αυτός το χέρι του και, τσάααφ!, της αστράφτει ένα φούσκο που όμοιο του δεν έχω ξανακούσει. Χρόνια μετά άκουγα τον ήχο του και ξεραινόμουν στα γέλια: Τσάααφ! - ένας πολύ πετυχημένος ήχος. Δεν ξέρω πόσο πόνεσε η Τιτίνα, αλλά πάντως τα 'χασε, τον άφησε κι έφυγε.



...μέσα στην ησυχία, ακούω το «τσάααφ» εκείνου του μπάτσου.......

Αλλά, σου λέω, ο ήχος ήταν πολύ εντυπωσιακός. Τον θυμόμουνα και γελούσα. Κάποτε μάλιστα κόντεψα να βρω τον μπελά μου, γιατί - εννιά χρονώ θα πρέπει να ήμουνα - τον θυμήθηκα μέσα στην τάξη... Εκείνη τη χρονιά ζούσα στη Θήβα. Κάθε χρόνο οι γονείς μου συνηθίζανε να στέλνουν ένα απ' τα παιδιά στους παπούδες μας, για να μην είναι μόνοι τους, γέροι άνθρωποι. Εγώ, όταν δεν πήγαινα έκλαιγα κι όταν ερχόταν η σειρά μου να πάω πάλι έκλαιγα, γιατί δεν ήθελα ν' αφήσω το σπίτι μου - ξέρεις, τα γνωστά.

Ήμουν λοιπόν στη Θήβα εκείνη τη χρονιά και πέθαινα από νοσταλγία. Και μέσα στην τάξη εκείνη τη μέρα έχω αφαιρεθεί, ο νους μου τρέχει στην Αθήνα, στους δικούς μου... Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία, ακούω το «τσάααφ» εκείνου του μπάτσου. Τ' άκουσα στη σκέψη μου, αλλά τόσο ζωντανά που έμπηξα τα γέλια... 

Και έρχεται τότε ο δάσκαλος, ένα κτήνος εκεί, και με ρωτάει γιατί γέλασα. Τι να του πω; Δεν υπήρχε περίπτωση ν' απαντήσω σε τέτοια ηλίθια ερώτηση. Τον κοίταξα: «Γέλασα...» του απάντησα - τι άλλο να του πω; Σε τέτοιες περιστάσεις απαντούσα έτσι: «Γιατί άργησες;». «Άργησα...». «Γιατί το έκανες αυτό;». «Το έκανα...». Φαινόταν κάπως προκλητικό, αλλά γενικά ήμουνα ένα πολύ σεμνό και άξιο κοριτσάκι και τη σκαπούλαρα...


Φρίντα Μπιούμπι, Η Τελευταία Παράσταση, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 57-65




Τρίτη 5 Απριλίου 2016

« Μα ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει....», Κλυταιμνήστρα ή το έγκλημα, Marguerite Yourcenar


Κλυταιμνήστρα
John Collier (1882)


«Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ'όλους ν'ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ'ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.

Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι

Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι...»


Όσκαρ Ουάιλντ, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ


Κλυταιμνήστρα 
John Collier (1914)


« Όταν παύουν να σ' αγαπούν γίνεσαι αόρατος. Δεν αντιλαμβάνεσαι πια πως έχω ένα κορμί.» 

Marguerite Yourcenar, Φωτιές


Σκότωσα, αυτόν τον άνθρωπο........


Θα σας εξηγήσω, κύριοι, Δικαστές... Αμέτρητες είναι οι κόγχες των ματιών που έχω μπροστά μου, τα στεφάνια τα χέρια τα απιθωμένα στα γόνατα, τα γυμνά ποδάρια που πατάνε στο βράχο, οι πετρωμένες οι κόρες απ' όπου σταλάζει το βλέμμα, τα στόματα τα κλειστά όπου η σιωπή ωριμάζει μια κρίση. Έχω, μπροστά μου, ένα κριτήριο από πέτρα. 


Σκότωσα, αυτόν τον άνθρωπο, μ' ένα τσεκούρι, μέσα σ' έναν λουτήρα, με τη βοήθεια του άθλιου εραστή μου που δεν κατάφερνε ούτε να του κρατήσει τα πόδια. 


The murder of Agamemnon, from an 1879 illustration from Stories from the Greek Tragedians by Alfred Church


Την ιστορία μου, τη γνωρίζετε - ποιος, από σας, δεν την έχει επαναλάβει χιλιάδες φορές μετά από ένα γερό φαγοπότι και ενώ χασμουριόνταν οι δούλες, και ποια είναι αυτή από τις γυναίκες σας που δεν ονειρεύτηκε έστω και για μια νύχτα νά 'ταν η Κλυταιμνήστρα. 

Οι εγκληματικές σκέψεις σας, οι ανομολόγητες σας επιθυμίες κατρακυλάνε απ' τις κερκίδες και μεταγγίζονται μέσα μου έτσι που μια φρικτή συναλλαγή να σας κάνει εσάς, συνείδηση μου και μένα, κραυγή σας. Μαζευτήκατε 'δω για να ξαναπαιχτεί η σκηνή του φόνου μπροστά στα μάτια σας, κάπως συντομότερα βέβαια απ' όσο στην πραγματικότητα έγινε γιατί καθώς το δείπνο της νύχτας σας καλεί στην εστία, το ανώτερο που μπορείτε να διαθέσετε για να μ' ακούσετε να κλαίω είναι, το πολύ-πολύ, μερικές ώρες. Και μέσα σ' αυτό το μικρό διάστημα, όχι μονάχα οι πράξεις μου, αλλά και τα κίνητρά μου θα πρέπει να εκτεθούν στο άπλετο φως, αυτά, που για να διαπιστωθούν, πήραν σαράντα χρόνια.





"Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου......."

Τον περίμενα, ετούτον τον άντρα, προτού αποκτήσει ακόμα ένα όνομα, ένα πρόσωπο, από τότε που δεν ήταν ακόμα παρά η μακρινή δυστυχία μου. Το αναζήταγα μέσα στο πλήθος των ζωντανών ετούτο το πλάσμα, το απαραίτητο για τις μελλοντικές απολαύσεις μου. Πώς παρατηρούμε προσεκτικά τους διαβατικούς καθώς περνάν μπροστά από το γκισέ ενός σταθμού για να βεβαιωθούμε πως, πράγματι, δεν είναι αυτοί που περιμένομε, μόνον έτσι κοίταξα στη ζωή μου τους άντρες.

Γι' αυτόν με φάσκιωσε η τροφός μου όταν βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, για να κρατώ τους λογαριασμούς του πλούσιου αρχοντικού του έμαθα να λογαριάζω στο αβάκιο του σχολειού. Για να στολίσω το δρόμο που μπορεί να πατούσε κάποτε το πόδι αυτού του αγνώστου που θα με έκανε δούλα του, ύφανα στρωσίδια και φλάμπουρα με χρυσοκλωστή και τόση ήταν η απορρόφηση μου στο έργο μου, που 'δώ κι εκεί, λίγες σταγόνες από το αίμα μου κύλησαν και στάξαν πάνω στο απαλό φάδι. Οι γονείς μου, μου τον εδιάλεξαν, αλλά και αν με άρπαζε χωρίς την ευχή των δικών μου, πάλι στη θέληση τους θα 'χα υπακούσει αφού κρατάμε τις προτιμήσεις μας απ' αυτούς κι αφού αυτός που αγαπούμε είναι πάντα αυτός που ονειρεύτηκαν οι προγονοί μας. 


Francois Gerard, (1787) 
Η Κλυταιμνήστρα μαθαίνει για τη θυσία της κόρης της, Ιφιγένειας


Τον άφησα να θυσιάσει το μέλλον των παιδιών μας στις αντρίκιες φιλοδοξίες του - ούτε καν έκλαψα, όταν η κόρη μου πέθανε για αυτές. Δέχτηκα να χωνευτώ μέσα στη μοίρα του σαν ένα φρούτο μέσα στο στόμα, για να μην του δώσω άλλο από μια αίσθηση γλύκας.

Κύριοι Δικαστές, δεν τον γνωρίσατε παρά όταν είχε πια βαρύνει από τη δόξα, όταν είχε πια γεράσει από δέκα χρόνια πολέμου, σαν ένα είδος πελώριο είδωλο φθαρμένο από τα χάδια των γυναικών της Ασίας, σπιλωμένο από τη λάσπη των ορυγμάτων. Μόνον εγώ τον είδα στις θεϊκιές μέρες του. 

Πόσο με γαλήνευε να του πηγαίνω με το μεγάλο χάλκινο δίσκο το ποτήρι το νερό που θα διάχεε μέσα του τ' αποθέματα της δροσιάς του, πόσο μου άρεσε να του ετοιμάζω μέσα στην πυρωμένη κουζίνα τα φαγητά που θα κατασίγαζαν την πείνα του και θα τον γιόμιζαν αίμα. Πόσο με γαλήνευε, όταν είχα πια βαρύνει από το ανθρώπινο σπέρμα, να βάζω τα χέρια μου πάνω στη μεγάλη κοιλιά μου όπου βλάσταιναν τα παιδιά μου. Το βράδυ, όταν γύριζε από το κυνήγι, ριχνόμουν όλο χαρά πάνω στο χρυσαφί στήθος του. 


Frederic Leighton (1874) 
Η Κλυταιμνήστρα από τις επάλξεις του Άργους παρακολουθεί τις φωτιές που θα αναγγείλουν την επιστροφή του Αγαμέμνονα.


Δέκα χρόνια παραφυλώντας για το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου στο δρόμο..... 

Αλλά οι άντρες δεν είναι φτιαγμένοι για να ζεσταίνουν σ' όλη τους τη ζωή τα χέρια τους στη φλόγα της ίδιας εστίας: έφυγε, για νέες κατακτήσεις, και μ' άφησε, 'κει, σαν ένα μεγάλο αδειανό σπίτι που βοά από το χτύπο ενός άχρηστου ρολογιού. 

Ο χρόνος που πέρασα μακριά του κυλούσε αργός, άλλοτε σταγόνα με τη σταγόνα κι άλλοτε κατά κύματα, σαν το αίμα που χάνεται, αφήνοντας με κάθε μέρα που πέρναγε και πιο φτωχεμένη σε μέλλον. Μεθυσμένοι αδειούχοι μου περιγράφανε ποια ζωή πέρναγε στους καταυλισμούς των μετόπισθεν: ο στρατός της Ανατολής έβριθε από γυναικομάνι: Θεσσαλονικιές Οβριές, Αρμένισσες της Τιφλίδας που τα γαλανά μάτια τους κάτω από τα σκοτεινιασμένα τους βλέφαρα σε 'καναν να σκέφτεσαι πηγές στα βάθη μιας σκοτεινής σπηλιάς, τουρκάλες βαριές και γλυκιές σαν κι αυτά τα γλυκίσματα που φτιάχνουν με μέλι. Λάβαινα, επιστολές, τις μέρες των επετείων πέρναγα τη ζωή μου παραφυλώντας για το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου κάτω στο δρόμο. 

Την ημέρα πάλευα με την αγωνία, τη νύχτα με την επιθυμία, αδιάκοπα με το κενό, αυτή την ύπουλη μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια περνούσαν το 'να μετά τ' άλλο κατά μήκος των έρημων δρόμων σαν μια πομπή από χήρες• η πλατεία του χωριού μαύριζε από τις μαυροφόρες. Τις μακάριζα, κείνες τις δύστυχες, που δεν είχαν γι' αντίζηλο παρά μόνο τη γη και που τουλάχιστον ήξεραν πως οι άντρες τους κοιμόντουσαν μόνοι. 

Στο πόδι του επιθεωρούσα τα έργα στους αγρούς και στους θαλασσινούς δρόμους. Αποθήκευα τις σοδειές. Διέταζα και παλούκωναν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς. Το όπλο του μεταχειριζόμουνα για να σκοτώνω τις κουρούνες, και της δικιάς του της φοράδας τα πλευρά σπηρούνιζα με τις γκέτες μου τις φτιαγμένες από καστανό πανί. Σιγά-σιγά έμπαινα μες στο πετσί του άντρα που μου έλειπε και που με είχε στοιχειώσει. Κατέληξα να κοιτάζω με το ίδιο μάτι μ' αυτόν τους χιονάτους λαιμούς των θεραπαινίδων. 



Bernardino Mei (1654)
Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα


Και η μοιχεία, συχνά, δεν είναι άλλο από μία μορφή, απεγνωσμένη, της πίστης.

Ο Αίγισθος κάλπαζε δίπλα μου στα χέρσα χωράφια - η εφηβεία του συνέπιπτε με την εποχή της χηρείας μου - είχε σχεδόν φτάσει στην ηλικία όπου θα 'πρεπε πια να ζει με τους άντρες• με ξαναγύριζε πίσω, στις μέρες εκείνων των διακοπών όπου μέσα στα δάση αλλάζαμε με τα ξαδέλφια φιλιά. Δεν τον έβλεπα τόσο σαν ένα εραστή όσο σαν ένα γιο που η απουσία μού 'χε χαρίσει. Πλήρωνα τις σέλλες και τα άλογα που αγόραζε. Δεν τον απατούσα μονάχα, τον εμιμόμουνα κιόλας: για μένα ο Αίγισθος δεν ήταν παρά το αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας ή του μισητού Άργυννου. 

Κύριοι Δικαστές, μόνον ένας άντρας υπάρχει στον κόσμο: όλοι οι άλλοι, για όλες τις γυναίκες, δεν είναι άλλο από ένα σφάλμα, ή από ένα θλιβερό υποκατάστατο. Και η μοιχεία, συχνά, δεν είναι άλλο από μία μορφή, απεγνωσμένη, της πίστης. Αν απάτησα κάποιον, αυτός είναι σίγουρα τούτος ο έρμος ο Αίγισθος. Τον χρειαζόμουνα για να δω ως ποιον βαθμό μου ήταν αναντικατάστατος εκείνος που αγαπούσα. 

Όταν κουραζόμουν να τον χαϊδεύω ανέβαινα στη βίγλα και ξενυχτούσα με τον σκοπό. Μια νύχτα, ο ορίζοντας στην Ανατολή πήρε φωτιά τρεις ώρες πριν από την αυγή. Η Τροία, καιγόταν: από την Ασία, ο άνεμος, παράσερνε πάνω από θάλασσες αποκαΐδια και σύννεφα στάχτης. Οι σκοπιές άναψαν στις βουνοκορφές τις φωτιές της χαράς: ο Άθως κι ο Όλυμπος, η Πίνδος και ο Ερύμανθος φλέγονταν σαν πυρές- η τελευταία φλόγινη γλώσσα ήρθε και κάθισε αντίκρυ, πάνω στο μικρό λόφο που εδώ και είκοσι πέντε χρόνια μου έφραζε τον ορίζοντα. Έβλεπα το κρανοφορεμένο μέτωπο του σκοπού να χαμηλώνει για να δεχτεί τα ψιθυρίσματα των κυμάτων: κάπου, στη θάλασσα, ένας άντρας ντυμένος στο μάλαμα ακουμπούσε τον αγκώνα του στην πρύμη αφήνοντας την έλικα να τον φέρνει με την κάθε στροφή της και πιο κοντά στη γυναίκα του και στο σπιτικό του. 

Κατέβηκα απ' τη βίγλα και πήρα ένα μαχαίρι. Ήθελα να σκοτώσω τον Αίγισθο, να πω να πλύνουν τα ξύλα του κρεβατιού και το πέτρινο πάτωμα του δωματίου, να βγάλω απ' την κασέλα το φόρεμα που φορούσα τη μέρα που έφυγε, να εξαλείψω αυτά τα δέκα χρόνια σαν ένα σκέτο μηδενικό μέσα στο σύνολο των ημερών μου

Περνώντας μπρος από τον καθρέφτη, στάθηκα να χαμογελάσω. Ξαφνικά, είδα τον εαυτό μου - κι αυτή η εικόνα μου θύμισε πως είχα γκρίζα μαλλιά. 



William Merritt Chase, The Mirror (1883)


...να πέθαινα μέσα σ' αυτό το αγκάλιασμα.

Κύριοι Δικαστές, δέκα χρόνια, είναι κάτι - είναι κάτι μακρύτερο από την απόσταση ανάμεσα στην πόλη της Τροίας και το παλάτι των Μυκηνών. Αυτή η γωνιά του παρελθόντος είναι, επίσης, ψηλότερη από το μέρος όπου αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε γιατί μόνο να κατέβουμε μπορούμε το Χρόνο, κι όχι να τον ανέβουμε. Είναι όπως στους εφιάλτες: το κάθε βήμα που κάνομε μας απομακρύνει από το στόχο αντί να μας τον φέρνει όλο και πιο κοντά. Στη θέση της νέας γυναίκας του ο βασιλιάς θά 'βρισκε στο κατώφλι ένα είδος παχύσαρκης μαγείρισσας• θα τη συνέχαιρε για την τάξη που θα επικρατούσε στα κοτέτσια και στα κελάρια• για μένα, δε θά 'πρεπε να περιμένω άλλο από λίγα ψυχρά φιλιά. Αν είχα τη δύναμη, θα σκοτωνόμουνα πριν γυρίσει, για να μη διαβάσω στο πρόσωπο του την απογοήτευση του που μ' έβρισκε μαραμένη. Αλλά ήθελα να τον ξαναδώ τουλάχιστον πριν πεθάνω. 

Ο Αίγισθος έκλαιγε στο κρεβάτι μου, σκιαγμένος σαν παιδί ένοχο που νιώθει πως πλησιάζει η πατρική τιμωρία. Τον ζύγωσα• πήρα την πιο απαλά ψεύτρα φωνή μου για να του πω ότι τίποτα δεν φανέρωνε τις νυχτερινές συναντήσεις μας και πως ο θείος του δεν είχε λόγο να πάψει να τον αγαπά. Ενώ μέσα μου έλπιζα πως κιόλας, τά 'ξερε όλα, και πως ο θυμός μαζί με τη λαχτάρα του για εκδίκηση θα μου ξανάδιναν μια θέση στη σκέψη του. Για μεγαλύτερη σιγουριά, με τα γράμματα που θα του ανέβαζαν στο πλοίο, έβαλα ένα ανώνυμο γράμμα που μεγαλοποιούσε τα λάθη μου: ακόνισα το μαχαίρι που θα μου άνοιγε την καρδιά. Αναλογιζόμουνα πως μπορεί και να με 'πνιγε με κείνα τα δυο χέρια του που τόσες φορές είχα φιλήσει• τουλάχιστον ας πέθαινα μέσα σ' αυτό το αγκάλιασμα.


The return of Agamemnon, from an illustration in 1879 for Stories from the Greek tragedians Alfred Church.


Γύρισε....δεν ήτανε μόνος...είχε στο πλάι του εκείνη την Τουρκάλα μάγισσα... 


Ήρθε η μέρα που το πολεμικό πλοίο έριξε την άγκυρα του στο λιμάνι του Ναυπλίου μέσα σε μια κοσμοχαλασιά από ζητωκραυγές και γιορτή. Οι πλαγιές, οι σκεπασμένες από κατακόκκινες παπαρούνες, ήταν σα να 'χανε στολιστεί στην εντολή του καλοκαιριού. Ο δάσκαλος είχε δώσει μια μέρα σχόλης στα παιδιά του χωριού. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν. Περίμενα στην Πύλη των Λεόντων. Ένα ρόδινο σκιάδι φκιασίδωνε τη χλωμάδα μου. Οι ρόδες της άμαξας έτριζαν πάνω στην απότομη πλαγιά. Οι χωριάτες ζεύτηκαν στα αμάξια για ν' ανακουφίσουν τα ζώα. 


Στη στροφή του δρόμου είδα επιτέλους τη στέγη της άμαξάς του να ξεπερνά εκείνον το ζωντανό φράχτη και αντιλήφθηκα πως ο άντρας μου δεν ήτανε μόνος. 

Είχε, στο πλάι του, εκείνη την Tουρκάλα μάγισσα που 'χε διαλέξει για μερίδιο του από τα λάφυρα, κι ας ήταν κάπως στραπατσαρισμένη από τα παιχνίδια των στρατιωτών. Ήταν, σχεδόν, παιδί. Είχε όμορφα σκοτεινά μάτια μέσα σ' ένα κιτρινωπό πρόσωπο διάστικτο από μελανιές. Της χάιδευε το μπράτσο για να την εμποδίσει να κλάψει. Τη βοήθησε να κατεβεί απ' την άμαξα. Με αγκάλιασε ψυχρά, μου είπε πως υπολόγιζε στη γενναιοδωρία μου για να καλομεταχειριστώ αυτή τη νεαρή κόρη που ο πατέρας της κι η μητέρα της είχαν πεθάνει. 



Evelyn De Morgan, Cassandra

Έσφιξε το χέρι του Αίγισθου. Είχε, κι αυτός, αλλάξει. Περπάταγε και λαχάνιαζε. Ο πελώριος και κόκκινος σβέρκος του ξεχείλιζε από το γιακά της πουκαμίσας του. Τα βαμμένα κόκκινα γένια του εξαφανίζονταν μέσα στις δίπλες του στήθους του. Ήταν ωραίος ωστόσο, αλλά ωραίος σαν ταύρος όχι πια σαν θεός.

Ανέβηκε μαζί μας τα σκαλιά του προθάλαμου που είχα πει και είχανε βάψει πορφυρά όπως την ημέρα των γάμων μας, για να μην φανεί το αίμα μου πάνω σ' αυτά. Είναι ζήτημα αν μου έριξε μία ματιά. Στο δείπνο, δεν πρόσεξε πως του είχα ετοιμάσει όλα τ' αγαπημένα του φαγητά. Ήπιε δύο, ήπιε τρία ποτήρια. Ο σκισμένος φάκελλος του ανώνυμου γράμματος εξείχε από μια τσέπη του. Έκλεισε το μάτι στον Αίγισθο. Στο επιδόρπιο, ψέλλισε μεθυσμένος λίγες χοντράδες για το πώς παρηγοριούνται οι γυναίκες. 



Jérôme-Martin Langlois (1810)
Η ατίμωση της Κασσάνδρας

Η ατελείωτη βραδιά συνεχίστηκε στην ταράτσα μέσα σ' ένα σμήνος από κουνούπια. Μιλούσε τούρκικα με τη συντρόφισσά του. Ήταν, καθώς φαινόταν, θυγατέρα κάποιου αρχηγού φυλής. Από μια κίνηση της που έκανε, κατάλαβα πως περιμένει παιδί. Μπορεί να 'ταν δικό του, μπορεί να 'ταν καποιανού απ' όλους εκείνους τους στρατιώτες που την είχαν παρασύρει με γέλια έξω από το πατρικό στρατόπεδο και με το μαστίγιο την είχαν κυνηγήσει μέχρι τις δικές μας τις τάφρους. 


 Όλες οι γυναίκες το ξέρουν το μέλλον.....


Φαίνεται πως είχε το χάρισμα να μαντεύει το μέλλον για να μας διασκεδάσει, μας διάβασε το χέρι. Τότε χλώμιασε, και τα δόντια της άρχισαν να χτυπάνε. 

Clytemnestra anticipates murdering her husband.
Martha Graham Dance Company


Και 'γώ, Κύριοι Δικαστές, και 'γω το ήξερα επίσης το μέλλον. Όλες οι γυναίκες το ξέρουν το μέλλον: πάντα το περιμένουν πως το τέλος δε θα 'ναι καλό. 

Είχε το συνήθειο να κάνει ένα ζεστό μπάνιο προτού πάει για ύπνο. Ανέβηκα να ετοιμάσω: ο θόρυβος του νερού που 'τρεχε μου επέτρεπε να κλαίω δυνατά, με λυγμούς. Το λουτρό ζεσταινόταν με ξύλα. Ένα τσεκούρι για τα ξύλα σερνόταν στο πάτωμα - δεν ξέρω γιατί, το έκρυψα πίσω από τις πετσέτες. Για μια στιγμή, ένιωσα μια παρόρμηση να τα τακτοποιήσω όλα με τέτοιο τρόπο που να φανεί σαν ένα ατύχημα που δε θ' άφηνε ίχνη, έτσι που μόνο η λάμπα του πετρελαίου να μπορούσε να θεωρηθεί ένοχη. 

Αλλά ήθελα να τον υποχρεώσω έστω πεθαίνοντας, να με κοιτάξει κατάφατσα: μόνο και μόνο γι' αυτό τον εσκότωνα, για να τον εξαναγκάσω ν' αναλογιστεί πως δεν ήμουν ένα αντικείμενο χωρίς σημασία που μπορούν να το προδίδουν ή να το παραχωρούν στον πρώτο τυχόντα. 



Η Κλυταιμνήστρα διστάζει πριν χτυπήσει τον κοιμισμένο Αγαμέμνονα
Pierre-Narcisse Guérin (1817), Μουσείο Λούβρου

Φώναξα σιγανά τον Αίγισθο - έγινε πράσινος, μόλις άνοιξα το στόμα μου - τον πρόσταξα να με περιμένει στο κεφαλόσκαλο. 

Ο άλλος ανέβαινε τα σκαλοπάτια βαρύς - έβγαλε την πουκαμίσα του - το πετσί του μέσα στο ζεστό νερό έγινε βιολετί. Του σαπούνιζα το σβέρκο: τόσο δυνατά έτρεμα που το σαπούνι μου ξεγλίστραγε αδιάκοπα απ' τα χέρια. Αισθάνθηκε μια δυσφορία• απότομα, με πρόσταξε ν' ανοίξω το παράθυρο που ήταν πολύ ψηλό για μένα• φώναξα τον Αίγισθο να με βοηθήσει.

Μόλις μπήκε μέσα, κλείδωσα με το κλειδί την πόρτα. Ο άλλος δεν με είδε, γιατί μας γυρνούσε την πλάτη. Χτύπησα αδέξια το πρώτο χτύπημα που δεν κατάφερε παρά να του πάρει τον ώμο. Τινάχτηκε ολόρθος, και το πρησμένο του πρόσωπο γέμισε μπλάβες κηλίδες• μούγκριζε σαν ένα βόδι. 

Τρομοκρατημένος ο Αίγισθος του άρπαξε τα γόνατα, ίσως για να του ζητήσει συγγνώμην. Έχασε την ισορροπία του πάνω στον γλιστερό λουτήρα κι έπεσε σαν ένα θεριό, με το πρόσωπο στα νερά, μ' ένα γαργαρητό που έμοιαζε με ρόγχο. 

Τότε ήταν που του κατάφερα το δεύτερο χτύπημα, που του άνοιξε το κρανίο. Αλλά νομίζω πως ήταν ήδη νεκρός: δεν ήτανε πια παρά ένα μαλακό και χλιαρό κουρέλι. 


David Scott, Death of Agamemnon (1837), The British Museum


..ποτέ δεν σωζόμαστε, όλα ξαναρχίζουνε πάντα...

Λέχθηκαν πολλά για τα άλικα ποτάμια που τρέχαν: στην πραγματικότητα έχασε ελάχιστο αίμα. Έχυσα πολύ περισσότερο γεννώντας το γιo του. Μετά από το δικό του το θάνατο, σκοτώσαμε και την ερωμένη του - ήταν πιο γενναιόδωρο, αν τον αγαπούσε. Οι χωριάτες πήραν το μέρος μας• δε μίλησαν. Ο γιoς μου ήταν πολύ μικρός για να διαλαλήσει το μίσος του για τον Αίγισθο. 

Πέρασαν λίγες βδομάδες: θα 'πρεπε πια να αισθάνομαι κάπως πιο ήρεμη αλλά το ξέρετε, κύριοι Δικαστές, πως ποτέ δεν σωζόμαστε και πως όλα ξαναρχίζουνε πάντα. Βάλθηκα να τον περιμένω: ξαναγύρισε. Μην κουνάτε τα κεφάλια: σας λέω πως ξαναγύρισε. Αυτός, που μέσα σε δέκα ολόκληρα χρόνια δεν είχε κάνει τον κόπο να ξανάρθει με μια άδεια οκτώ ημερών απ' την Τροία, ξαναγύρισε από το θάνατο. 

Μάταια του είχα κόψει τα πόδια για να τον εμποδίσω να βγει από το νεκροταφείο: αυτό δεν τον εμπόδιζε να τρυπώνει στο σπίτι μου, βράδυ, με τα πόδια του κάτω από τη μασχάλη όπως οι διαρρήκτες κουβαλάν τα παπούτσια τους, για να μην κάνουνε θόρυβο. Με σκέπαζε με τον ίσκιο του. Και δεν έδινε καν την εντύπωση πως αντιλαμβανόταν τον Αίγισθο, που 'ταν αυτού. 

Στη συνέχεια, ο γιος μου με κατάδωσε στο αστυνομικό τμήμα: αλλά κι ο γιος μου, το φάντασμα του θα παραμένει πάντα, το σάρκινο του στοιχειό. Έλεγα πως στη φυλακή θα ήμουν τουλάχιστον πιο ήσυχη αλλά ξαναγύρισε μολαταύτα: θα 'λεγες πως προτιμάει την κρυψώνα μου από τον τάφο του. Ξέρω πως στο τέλος το κεφάλι μου θα πέσει στην πλατεία του χωριού και πως το κεφάλι του Αίγισθου θα περάσει απ' το ίδιο μαχαίρι. 

Ο Ορέστης σκοτώνει την Κλυταιμνήστρα 
Ανάγλυφο ρωμαϊκής σαρκοφάγου περίπου 150 μ.Χ.Αγία Πετρούπολη, 
The State Hermitage Museum


...οι νεκροί δεν κάθονται ήσυχοι, όμως πώς να σκοτώσεις έναν νεκρό.....

Είναι αστείο κύριοι Δικαστές, θα 'λεγε κανείς πως έχω πολλές φορές κριθεί. Αλλά το 'χω πληρώσει ακριβά και το ξέρω ότι οι νεκροί δεν κάθονται ήσυχοι: θα ξανασηκωθώ, σέρνοντας τον Αίγισθο πίσω μου σαν ένα αξιολύπητο λαγωνικό. 

Θα πάρω, νύχτα, τους δρόμους, αναζητώντας τη Δικαιοσύνη του Θεού. Θα τον ξαναβρώ αυτόν τον άνθρωπο σε μια γωνιά της κόλασής μου: ξανά, από την αρχή, θα κλάψω από χαρά στα πρώτα φιλιά του. Μετά, θα μ' εγκαταλείψει, θα πάει να κατακτήσει μία επαρχία του Θανάτου. 

Αφού ο Χρόνος είναι το αίμα των ζωντανών, η Αιωνιότητα θα πρέπει να είναι το αίμα ίσκιων. 



Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Αίγισθος 
Χρήστος Καπράλος (1989), Εθνική Πινακοθήκη


Θα τη χάσω τη δική μου αιωνιότητα περιμένοντάς τον να γυρίσει, έτσι που πολύ γρήγορα θα 'χω γενεί το πιο πελιδνό από τα φαντάσματα. Τότε, θα επιστρέψει, για να με περιφρονήσει• θα χαϊδέψει μπροστά μου την κιτρινιάρα τουρκάλα του μάγισσα, τη συνηθισμένη να παίζει με τα οστά των τάφων. 

Τι θα μου μένει να κάνω; δεν μπορούμε ωστόσο να σκοτώσουμε ένα νεκρό.



Marguerite Yourcenar, Φωτιές, 

μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή


John Downman - The Ghost of Clytemnestra Awakening the Furies