Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

«Θα σε στείλω κατάστρωμα άναυλα....», Άλκη Ζέη, Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία


Είχε παραξενευτεί που ήξερα ένα ποίημά του απέξω......

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τον γνώρισα. Πάντως μετά την Κατοχή. Τον συναντούσαμε με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στο σπίτι του ηθοποιού Αντώνη Γιαννίδη. Είχε πολύ παραξενευτεί όταν του είπα πως ξέρω ένα ποίημά του απέξω. Έβαλε τα γέλια.

- Εγώ κοντεύω να μην το θυμάμαι.

Με την αδελφή μου είχαμε ξεσχολίσει όλη την Ανθολογία του Αποστολίδη. Στην Κατοχή, μόλις πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει ο ύπνος, παραβγαίναμε ποια θα θυμηθεί πιο πολλά ποιήματα απέξω. Ένας ποιητής μόνο δεν μας άρεσε και δεν μαθαίναμε ούτε έναν στίχο του. Θα το πω κι ας γίνω ρεζίλι. Ήτανε ο Σικελιανός.

Του Κόλια ήτανε δημοσιευμένα στην Ανθολογία τρία ποιήματά του. «Ήθελα», «Οι γάτοι των φορτηγών» και «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί». Εγώ προτιμούσα το πρώτο και θαρρώ πως με λίγη προσπάθεια ακόμα μπορώ να το θυμηθώ σχεδόν όλο. 


Ήθελα

Ήθελα πάντα να 'μενα μικρό κι αγνό παιδί
που απ' το ψυχρό δωμάτιο του έξω ποτέ δε βγαίνει
και που, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι·

που έχει μια ήρεμη καρδιά και σα μικρού πουλιού δειλή,
και που άλλη δεν εγνώρισε γυναίκα απ' τη μαμά του·
που ώρες πολλές, σε μια γωνιά, μένει και διόλου δε μιλεί,
και κάποια κούκλα που αγαπά κρατάει σφιχτά σιμά του·

που τα ψυχρά απογέματα, τα φθινοπωρινά,
το δρόμο έξω κοιτάζοντας απ' το παράθυρό του,
άγνωστα μέρη σκέφτεται, ταξίδια μακρυνά,
που στα βιβλία που διάβασεν ή που είδε στ' όνειρό του...

Και μια βραδιά χειμερινή που όλα με χιόνι έχουν στρωθεί,
μες στο ψυχρό και θλιβερό δωμάτιό του πεθαίνει
κι ως Αρλεκίνος να τον πάρει ο Χάρος έχει ερθεί
κι απέναντί του τον κοιτούν παλιάτσοι συντριμμένοι

Το ποίημα αυτό ήταν δημοσιευμένο στο Πειραϊκό Βήμα και δεν είχε ενταχθεί σε κάποια ποιητική συλλογή (βρίσκεται στο βιβλίο Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδόσεις Άγρα και στην Ανθολογία Ρένου Αποστολίδη ). Ήταν υπογεγραμμένο από τον Πέτρο Βαλχάλα: ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Καββαδίας στα πρώτα του κείμενα. Το εν λόγω ποίημα είναι γραμμένο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1928 έως τον Ιανουάριο του 1930.



«Το ψέμα, για να γίνεται πιστευτό πρέπει να διανθίζεται....»

Ήτανε Ιούλιος του 1945
.
Δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα με τον Γιώργο, μα είχε ζητήσει επίσημα το χέρι μου από τον πατέρα μου. Ο ίδιος είχε φύγει στη Θεσσαλονίκη, τουρνέ με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών - την Ασπασία Παπαθανασίου, την Αλέκα Παΐζη, τον Τίτο Βανδή και άλλους. Τους ακολουθούσε ακόμα ως μουσικός του θιάσου ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν λέγεται πόσο λαχταρούσα να πάω να τους βρω. Τα εμπόδια όμως αξεπέραστα. Πρώτον, ο πατέρας μου δεν θα με άφηνε να πάω να βρω τον Γιώργο «εκτός έδρας» και ύστερα δεν θα μου έδινε λεφτά για τα ναύλα. Το πρώτο εμπόδιο είχα σκεφτεί πώς να το ξεπεράσω. Στην Κατοχή, είχα μαθητέψει στη «σχολή» του Κώστα Αξελού. Μας μάζευε πέντε έξι κοπέλες και μας έκανε μαθήματα. Ούτε όμως μαρξισμού, ούτε φιλοσοφίας, αλλά πώς να λέμε ψέματα στους γονείς μας αν έπρεπε να λείψουμε - για δουλειές της Αντίστασης - πολλές ώρες από το σπίτι ή και ολόκληρο βράδυ.

Το ψέμα, μας έλεγε, για να γίνεται πιστευτό πρέπει να διανθίζεται. Αν πείτε απλά πως πήγατε στο σπίτι της τάδε φίλης σας, μπορεί και να μη σας πιστέψουν. Αν πείτε όμως πως οι γονείς της τσακώθηκαν, πως ο πατέρας έφυγε βροντώντας την πόρτα και η μητέρα λιποθύμησε σχεδόν, πως πήγε να πέσει από την καρέκλα και πιάστηκε από το τραπεζομάντιλο που ήταν βυσσινί και τραβήχτηκε μαζί με μια κανάτα με νερό, που βρισκότανε στο τραπέζι, κι έπεσε το νερό πάνω στις παντόφλες της που ήτανε προπολεμικές με φουντάκια... κι έτσι συνέχιζε ολόκληρη ιστορία. Μας είχε χάνει ξεφτέρια και πάντα έπιανε το κόλπο. Τώρα λοιπόν κι εγώ είχα σκεφτεί μια ολόκληρη ιστορία, σε συνεννόηση με τη μητέρα μου και κάποια φίλη που είχε στη Θεσσαλονίκη, όπου υποτίθεται πως θα έμενα σπίτι της. Μπορούσα βέβαια και καμιά φορά να δω τον Γιώργο. Με τα ναύλα όμως δεν γινότανε τίποτα.

Πήγα στον Γιαννίδη να πω τον πόνο μου και βρήκα τον Κόλια εκεί. Μ’ άκουγαν κι οι δυο με προσοχή.

- Με τη θάλασσα πώς τα πας; με ρώτησε ξαφνικά ο Κόλιας. Ζαλίζεσαι;

- Έχεις ακούσει ποτέ Σαμιώτισσα να παθαίνει ναυτία; απάντησα με ύφος Μπουμπουλίνας.

- Σπουδαία τότε, έκανε όλο χαρά ο Κόλιας. Πέρνα αύριο από το σπίτι να τα κανονίσουμε. Θα σε στείλω κατάστρωμα άναυλα.



«Βιάσου, μη σου τον φάει καμιά θεατρίνα»

Έτρεξα την άλλη μέρα σπίτι του, αφού είχα το βράδυ πει στον πατέρα μου πως η φίλη της μαμάς μού στέλνει εισιτήριο πρώτης θέσης.

Ο Κόλιας με υποδέχτηκε καταχαρούμενος, μ’ έβαλε στην τραπεζαρία κι άρχισε να ψάχνει μια στοίβα εφημερίδες που ήτανε κάτω στο πάτωμα. Αφού τις σκόρπισε, άρχισε να φωνάζει:

- Ζένιαααααααα. Ζένιααααααααα.

Εμφανίστηκε η αδελφή του η Ζένια, μια όμορφη λεπτοκαμωμένη γυναίκα.

- Τι ξεφωνίζεις, το βαπόρι σου βούλιαξε; είπε με μια απαλή τραγουδιστή φωνή.

Ύστερα με πρόσεξε κι ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Ο Κόλιας συνέχισε ν’ ανακατεύει τις εφημερίδες και γύρισε θυμωμένος στη Ζένια.

- Πού την έβαλες τη σημερινή εφημερίδα; Η Ζένια απάντησε ήρεμα ήρεμα:

- Εγώ πού την έβαλα; Εσύ την πήρες από τα χέρια μου και τη διάβαζες στην τουαλέτα.

Ο Κόλιας έμεινε μια στιγμή άφωνος, ύστερα έκανε ένα «ωχ» και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.

- Έτσι είναι αυτός, είπε γελώντας η Ζένια. Χάνει τα πάντα και τα γυρεύει από μένα.

Σε λίγο εμφανίστηκε ο Κόλιας μουτρωμένος.

- Καταλαβαίνεις; Τη σελίδα με τα ατμόπλοια βρήκα να μεταχειριστώ.

- Μη μου πεις πως έψαξες στο καλάθι με τα χαρτιά; έκανε έντρομη η Ζένια.

- Και πού ήθελες να ψάξω, στο ψυγείο; απάντησε τσατισμένος ο Κόλιας κι ύστερα πρόσθεσε θριαμβευτικά: Το βρήκα όμως.

- Τρέχα να πλύνεις τα χέρια σου και μετά μας λες τι βρήκες, είπε η Ζένια και τον έσπρωξε στην πόρτα βγαίνοντας μαζί του. 

Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας κι είπε μ’ ένα παιδιάστικο, πονηρό χαμόγελο:

- Δυσκολεύτηκα λιγάκι γιατί δεν διακρίνονταν καλά οι ώρες, μα έβγαλα άκρη.

Η άκρη ήτανε πως μεθαύριο έφευγα για τη Θεσσαλονίκη.

- Βιάσου, έκανε εκείνος, μη σου τον φάει καμιά θεατρίνα.





«..θαλασσοπόρα, ναι, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα»

Δώσαμε ραντεβού στον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Είχα να μπω σε πλοίο πριν από τον πόλεμο. Το τελευταίο ταξίδι για τη Σάμο.

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι σάμπως και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα.

- Κάτσε δω και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά.

Κόσμος, γυναίκες και παιδιά με μπόγους, καλάθια και βαλίτσες παίρνανε θέση στο κατάστρωμα. Φορούσα το καινούργιο μου φουστανάκι για τον Γιώργο που θα με προϋπαντούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μαζί μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιάν σκαμνάκι και μου είπε.

- Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.
Βάλανε το σκαμνάκι σε μια γωνιά και με... τοποθέτησαν. Ύστερα ο Κόλιας πρόσεξε το φουστανάκι, μου και το κοίταζε, νόμισα πως του άρεσε.

- Είπαμε πως είσαι θαλασσοπόρα, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα.
Αυτό το «πράγμα» ήτανε το καινούργιο μου φουστανάκι που φύλαγα για τον Γιώργο. Άνοιξα το μικρό βαλιτσάκι που είχα μαζί μου κι έβγαλα ένα μάλλινο ζακετάκι που μου είχε χώσει μέσα την τελευταία στιγμή η μαμά μου.

Ο Κόλιας με φίλησε σταυρωτά, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και είπε να του φιλήσω τον ψηλό - εννοούσε τον Γιώργο.

Καθισμένη στη γωνιά μου, στο πλιάν σκαμνάκι, τον έβλεπα να φεύγει και να γυρίζει το κεφάλι κάθε τόσο να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό του.

Νομίζω πως δεν τον ξαναείδα. Όταν γυρίσαμε από τη Θεσσαλονίκη, ο Κόλιας ταξίδευε κι εμείς μόλις που προλάβαμε να παντρευτούμε κι άρχισαν οι περιπέτειές μας.


Η προτομή του Νίκου Καββαδία στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς


Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί ......

Πριν από λίγα χρόνια είχα πάει στην Κεφαλονιά καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, μου ήρθανε στον νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.

Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί 
Που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει 
Και που σκυφτό παράξενα βιβλία φυλλομετρεί 
Κι απέναντι του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.

Ύστερα θυμήθηκα το ζεστό φιλικό του χέρι που μ’ έσερνε σπρώχνοντας τον κόσμο για να φτάσουμε στο κατάστρωμα του βαποριού, που θα με πήγαινε στον Γιώργο πριν μου τον φάνε οι θεατρίνες.


Άλκη Ζέη, Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία, Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά (σελ. 59-65), εκδόσεις Μεταίχμιο



Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του «Ιωνία», έργο του Γιάννη Τσαρούχη (1950). 

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Η ριζωμένη στον Ιερό βράχο γυναίκα, το κουβάρι, ο Camus....

O Ροζέ Μιλλιέξ και ο Αλμπέρ Καμύ με τη Λητώ Κατακουζηνού στην Αθήνα (Απρίλιος 1955)

Στα ριζά της Ακρόπολης....

[...] πήραμε αριστερά την ανηφοριά να μπούμε στης Πλάκας τα στενά, που εκείνος τόσο πολύ αγαπούσε. Στα ριζά της Ακρόπολης μια πόρτα ανοιχτή τράβηξε την προσοχή μας. Σταθήκαμε να ρίξουμε μια ματιά. Αυλή ασβεστωμένη, πολύχρωμες γλάστρες με βασιλικά, μπιγκόνιες και γεράνια ολούθε, η κληματαριά, και μια φιγούρα αυστηρή, μια γυναίκα στα μαύρα καθιστή να τυλίγει ήρεμα το κουβάρι. Το νήμα της περασμένο γύρω τριγύρω στην πλάτη μιας καρέκλας.

Αναφιώτικα, 1940

Ο Camus απλά και φυσικά, σα να ’μπαινε μέσα στο σπίτι του, δρασκέλισε το κατώφλι, προχώρησε, χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού, έβγαλε προσεκτικά το νήμα απ’ την καρέκλα, το πέρασε στα δικά του χέρια και τα τέντωσε σοβαρός προς τη γυναίκα. Παραξενεμένη εκείνη στήλωσε τα πελώρια μάτια της απάνω του, τον περιεργάστηκε για λίγο, το πρόσωπό της σα να μαλάκωσε, σα να γλύκανε κάπως, κι ύστερα: «Κάθισε» του είπε απλά και του ’δειξε το κάθισμα. Κι αρχίνησε πάλι να τυλίγει ήρεμη το κουβάρι της, και ο Camus με κινήσεις ανάλογες να τη βοηθάει.

Φωτογραφία του Αυστριακού φωτογράφου Erich Lessing (Κρήτη 1955) 

Μάνα και γιος στην αυλή τους.....

Καθισμένοι χάμω στο σκαλί της πόρτας, βουβοί από συγκίνηση, παρατηρούσαμε τούτη την απίθανη, τη μοναδική, την ασύλληπτη εικόνα, να την κρατήσουμε βαθιά μέσα μας, να τη λογιόμαστε πάντα. Η γυναίκα να τυλίγει με τέχνη και σιγουριά το κουβάρι της και ο Camus να κινεί τα χέρια του μια πάνω, μια κάτω, ρυθμικά, μισοκυκλικά, οι κινήσεις τους απόλυτα συνταιριασμένες. Η ριζωμένη στον Ιερό Βράχο γυναικεία μορφή και το πιο φωτεινό πνεύμα της Γαλλίας, σε αρμονικό σύμπλεγμα. Μάνα και γιος στην αυλή τους.

«Φτάνει πια βράδιασε, ευχαριστώ» κι η γυναίκα πήρε από τον συνεπαρμένο κι άλαλο Camus το νήμα της. «Αύριο πάλι. Αν το θέτε καλώς να ορίσετε. Εδώ θα ’μαι. Μπάτε τώρα κι εσείς να πιείτε ένα νεράκι» μας προσκάλεσε, κι έβγαλε κι άλλα καθίσματα έξω. 'Όσο να καλοκαθίσουμε παρουσιάστηκε στητή, αρχοντική μ’ ένα δίσκο στο χέρι, να μας προσφέρει γλυκό του κουταλιού και φρέσκο νεράκι απ’ το κανάτι. 


«Θέτε να σας ψήσω και καφέ;» «Όχι, ευχαριστούμε, πρέπει να πηγαίνουμε τώρα, είναι αργά», και σηκωθήκαμε.

«Για δε μιλάει ο φίλος σας; άχνα δεν έβγαλε απ’ το στόμα του, αλαφροίσκιωτος είναι;» «Όχι, όχι, αλλά να, κάπου κάπου το συνηθίζει, είναι ξέρετε συγγραφέας». «Ας είναι, καλός άνθρωπος φαίνεται, κι ευγενικός».

«Ελάτε Albert φεύγουμε» και τον σκουντήσαμε ελαφρά.

Ο Camus με μια έκφραση αλλοτινή σηκώθηκε σαν αυτόματο, υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στη γυναίκα, πήγε να της φιλήσει το χέρι, μα εκείνη το τράβηξε. 


«Δέσποτας είμαι μαθές και με προσκυνάς; μπα σε καλό σου παλικάρι μου!» κι ένα χαμόγελο φώτισε για πρώτη φορά το κλειστό πρόσωπό της. 

«Ευχαριστώ που με συντροφέψατε. Νάστε καλά, καλή στράτα παιδιά μου» και μας ξεπροβόδισε στην πόρτα της. «Αύριο πάλι».


Ο Παρθενώνας (1862) μέσα από τον φακό του Jakob August Lorent 

...από τον Παρθενώνα ξετυλίγεται το νήμα. Και δε θα σταματήσει ποτέ.

Κατηφορίζαμε σιωπηλοί, έτσι σα να μας είχε αγγίξει αερικό. Πάνωθέ μας στο βαθυγάλανο ουρανό, το νέο φεγγαράκι φώτιζε γλυκά κι απόκοσμα τα στενά δρομάκια κι η Αθήνα στα πόδια μας σιγότρεμε λαμπυριστή στο ελαφρό βοριαδάκι. Ονειροπαρμένοι όπως ήμαστε χαθήκαμε, περιπλανηθήκαμε, μπερδευτήκαμε στ’ απόμερα δρομάκια, βρεθήκαμε σ’ αδιέξοδα, δίχως ν’ ανταμώνουμε ψυχή, λες και δεν κατοικούσε κανείς εδώ ψηλά στ' Αναφιώτικα. Αποσταμένοι πια, καθίσαμε σ’ ένα πεζούλι να συνεφέρουμε κομμάτι. Κι εκεί δανά ο Camus μίλησε.

«Τούτη η γυναίκα, η μοναδική, η παντοτινή, είναι η Ελλάδα. Είναι η παράδοση. Και το κουβάρι της είναι ο χρόνος, η μοίρα, το ριζικό της. Πέρα από καταστροφές και συφορές, μακριά απ’ το θόρυβο της μηχανής, η γυναίκα τυλίγει γαλήνια το κουβάρι της». 

Και ξαφνικά με πάθος στη φωνή: «Πρωτύτερα όπως καθόμουνα αντικριστά της, να θωρώ την Ακρόπολη πάνω απ’ το κεφάλι της, πιστέψτε με το 'νιωσα πολύ έντονα, το αισθάνθηκα βαθιά μέσα μου, το είδα καθαρά. Το νήμα που κρατούσα στα χέρια μου ερχόταν από κει ψηλά. Τυλιγμένο γύρω στις Δωρικές κολόνες, κατέβαινε γραμμή στη γυναίκα, κι εγώ να βρίσκομαι για πάντα δεμένος μαζί. Ναι, από κει ψηλά, από τον Παρθενώνα ξετυλίγεται το νήμα. Και δε θα σταματήσει ποτέ. Η γυναίκα το είπε καθαρά. «Αύριο πάλι».

Λητώ Κατακουζηνού, Συντροφιά με τον Albert Camus, εκδόσεις Ερμείας, δεύτερη έκδοση 1981


Roger Milliex, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Albert Camus στο ναό της Αφαίας.

Συντροφιά με τον Albert Camus

Το 1955 ο Αλμπέρ Καμύ έρχεται για δεύτερη φορά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση που δέχτηκε από το γαλλικό ινστιτούτο της Αθήνας.

Είναι 42 χρονών και παίρνει μέρος ως κεντρικός ομιλητής σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Καμύ φιλοξενείται στο σπίτι του μεγάλου διανοούμενου και ψυχολόγου, Άγγελου Κατακουζηνού.

Το σπίτι του Κατακουζηνού γίνεται το ιδανικό σκηνικό ενός «γαλλικού» κύκλου Ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από τον Καμύ. Σε εκείνο το αθηναϊκό σπίτι της Λεωφόρου Αμαλίας 4, το γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, ο γάλλος συγγραφέας θα χτίσει στενές φιλίες, ενώ ολόκληρη η εμπειρία της συγκατοίκησης μαζί του θα αποτελέσει το υλικό ενός βιβλίου που θα εκδώσει η σύζυγος του Άγγελου Κατακουζηνού, Λητώ το 1960.


Το τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα ήταν τον Ιούνιο του 1959, δυο χρόνια αφού είχε πάρει το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας και έναν χρόνο προτού γνωρίσει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα «το πιο παράλογο θάνατο». Τον Ιανουάριο του 1960, θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο εκδότης και φίλος του Michel Gallimard.Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Σ’ ένα χωράφι βρέθηκε το ρολόι του ταμπλό, σταματημένο στις 2 παρά 5 το μεσημέρι. Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα.

Albert Camus, Michel Gallimard (1958) στην Ελλάδα


Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

«Ας το πάρουν πίσω το βραβείο Λένιν, μα σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω...», Άλκη Ζέη, Ο Βάρναλης στη Μόσχα


Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν (1959) 
_____________

«Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου...»

Ο Βάρναλης στη Μόσχα! Θα ήτανε γύρω στο 1959. Είχε πάρει πριν καιρό το βραβείο Λένιν, μα πέτρινα τα χρόνια ακόμα, δεν έλεγαν να φύγουν, και δεν του έδιναν διαβατήριο στην Ελλάδα για τη Σοβιετική– τότε – Ένωση.

Τον περιμέναμε λοιπόν με λαχτάρα κι ανησυχούσαμε αν θα μπορούσαμε να τον δούμε, αφού στην τελετή της απονομής του βραβείου εμείς οι Έλληνες της Μόσχας, οι πολιτικοί πρόσφυγες, ήμασταν αποκλεισμένοι. Μόλις είχαν αρχίσει οι σχέσεις Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς, μην έχοντας καμιά επαφή με το ελληνικό κράτος, αφού στους πιο πολλούς είχαν στερήσει την υπηκοότητα, ουσιαστικά δεν υπήρχαμε. Λίγο αργότερα όμως όποιος ερχότανε από την Ελλάδα, είτε επίσημος είτε ανεπίσημος, ζητούσε να συναντηθεί μαζί μας.

– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου, μας είπανε πως φώναζε ο Βάρναλης σαν πεισματάρικο μικρό παιδί, όταν δεν μας είδε σε καμιά από τις επίσημες εκδηλώσεις που του έκαναν.

Μια μέρα πήραμε ένα οργισμένο τηλεφώνημά του.

– Αύριο θα έρθω να σας δω, αν δεν με φέρουν, θα δραπετεύσω.

– Πού είστε;
τον ρωτήσαμε.

– Στον παράδεισο, είπε πιο θυμωμένα ακόμα, σ’ ένα αναπαυτήριο που είναι βαρετό σαν τον παράδεισο.

Μόλις μας είπε πού βρισκότανε, καταλάβαμε αμέσως. Τον είχαν στείλει να ξεκουραστεί μαζί με τη γυναίκα του, τη Δώρα, σ’ ένα μαγευτικό μέρος στα περίχωρα της Μόσχας. Εκεί πήγαιναν τα στελέχη του κόμματος και διαλεχτοί ξένοι από όλο τον κόσμο. Δάσος, σημύδες, λίμνες και ησυχία απόλυτη. Ήμασταν όμως σίγουροι πως ο Βάρναλης, κλεισμένος εκεί, και με τη Δώρα μάλιστα, δεν θα μπορούσε να το αντέξει.

Ο Κ. Βάρναλης, στη Μόσχα (1959), απονομή Βραβείου «Λένιν»
__________________


Βαρετά όπως στον παράδεισο.....

Την άλλη μέρα από το τηλεφώνημα, ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο στάθηκε έξω από την πολυκατοικία μας κι έκανε τους γείτονές μας να λαχταρήσουν. Ήταν νωρίς τ’ απόγευμα κι ο οδηγός που μας έφερε τον Βάρναλη - μόνο του, χωρίς τη Δώρα- είπε πως θα τον έπαιρνε πίσω πριν από τις έξι, για να προλάβει το βραδινό φαγητό.

– Μπορούμε να του δώσουμε να φάει κάτι κι εμείς, αστειεύτηκε ο Γιώργος, μα ο οδηγός δεν το εκτίμησε καθόλου.

– Αυτή την εντολή έχω, απάντησε ξερά. Ευτυχώς ο Βάρναλης δεν κατάλαβε τον διάλογο.

Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, τη θυμάμαι κείνη τη μέρα σαν να ήτανε χτες. Ο Βάρναλης καθισμένος σε μια πολυθρόνα και δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι ένα ποτηράκι βότκα, να προσπαθεί να μιλήσει, μα ψεύδιζε, κι αυτό τον έκανε έξω φρενών.

Μας είπε πως γι’ αυτό έφταιγε η Δώρα και, όπως είδε πως δεν καταλαβαίναμε, βάλθηκε να μας εξηγεί.

Ψευδά ψευδά μας διηγήθηκε με θυμό και χιούμορ τη διαμονή του στον... παράδεισο.

- Όλες οι μέρες ίδιες. Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, ξανακοιμάσαι κι ακούς μόνο τα πουλάκια να κελαηδάνε και τη Δώρα να μουρμουρίζει. 
 

Ο Βάρναλης με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, την οποία παντρεύτηκε το 1929
________________

Εγώ, σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω...

Εκεί που μένανε, μέσα στο πάρκο, είχε μια λίμνη και βαρκούλες που μπορούσες να κάνεις βόλτες. Τέτοιο τοπίο θα το ζήλευε ο καθένας, εκτός από τον ίδιον που βαριότανε. Πήγαινε όμως τη βόλτα για να περάσει η ώρα που δεν πέρναγε με τίποτα. Μπήκανε λοιπόν χτες σε μια βαρκούλα. Κάποιος τραβούσε κουπί κι ο Βάρναλης καθισμένος απέναντι στη Δώρα έβρεχε το χέρι του μέσα στο νερό. Παραδέχτηκε ότι γκρίνιαζε όλη την ώρα. Κλεισμένος στον παράδεισο, ενώ ήθελε να δει κόσμο, να κουβεντιάσει. Δεν ήτανε κουρασμένος για να ’χει ανάγκη τόση απόλυτη ξεκούραση, που σε κάνει να μην μπορείς να σκεφτείς τίποτα. Γκρίνιαζε, λοιπόν, αφού δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Η Δώρα άρχισε να τον λέει αχάριστο, που οι άνθρωποι τον περιποιούνταν τόσο και που του δώσανε και το βραβείο Λένιν. Τότε άναψε και φούντωσε κι ο ίδιος κι αρχίσανε τρικούβερτο καβγά. Ο άνθρωπος που τράβαγε κουπί έκανε πως δεν άκουγε κι ούτε τους κοιτούσε. Μια στιγμή ο καβγάς κορυφώθηκε, όταν η Δώρα του είπε:

– Δεν έπρεπε να σου δώσουνε το βραβείο Λένιν, αφού εσύ στα νιάτα σου ήσουνα βασιλικός, ενώ εγώ ήμουνα πάντα δημοκράτισσα.

Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ο Βάρναλης άρχισε να στριγκλίζει και θα έμεινε κάμποσο φαίνεται με το στόμα ανοιχτό, γιατί η Δώρα τού άρπαξε ξαφνικά τη μασέλα και την πέταξε στη λίμνη! Σηκώθηκε τότε όρθιος να την αρπάξει από το μαλλί, μα η βάρκα άρχισε να σκαμπανεβάζει κι ο άνθρωπος που τραβούσε το κουπί, τρομαγμένος, τους έδειχνε να καθίσουν στις θέσεις τους. Κάθισαν βέβαια ακίνητοι, με την πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο, και μόλις βγήκανε από τη βάρκα, πριν πάνε στο δωμάτιό τους, φώναξαν τον διερμηνέα. Ήτανε μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, που λάτρευε και θαύμαζε τον Βάρναλη. Ο ίδιος, για να μη γίνουν ρεζίλι, της είπε πως έσκυψε να πάρει νερό από τη λίμνη να δροσίσει το πρόσωπό του και του έπεσε η μασέλα. Είχε μια παλιά μαζί του, μα ήτανε χάλια. Ας ψάχνανε στον πάτο της λίμνης να του βρουν την άλλη. Η διερμηνέας του είπε να μην ανησυχεί και πως, αύριο κιόλας, θα φρόντιζε να του στείλουν οδοντοτεχνικό να του πάρει μέτρα και να του κάνουν δώρο μια ολοκαίνουργια μασέλα.

Όταν έφυγε η διερμηνέας, ο Βάρναλης τα ’βάλε φυσικά με τη Δώρα.

– Εγώ, της είπε, σοβιετική μασέλα δεν βάζω. Μπορεί να έχουν κάνει σ’ αυτόν τον τόπο μεγάλα επιτεύγματα και μπαλέτο σαν κι αυτό που είδαμε να μην έχω ξαναδεί, αλλά μασέλες δεν ξέρουν να φτιάχνουν.

Τους είχε δει όλους όταν πήγαιναν για φαγητό στην τραπεζαρία. Μια κοψιά, ίδιο χαμόγελο. Θα μπορούσε κάλλιστα ο ένας να δανείζει τη μασέλα του στον άλλο.
Η Δώρα είπε πάλι πως τζάμπα του δώσανε το βραβείο Λένιν, για να τον κάνει πάλι έξαλλο.

– Ας το πάρουν πίσω, της είπε, μα σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω.

Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα τον Ιούλη του 1959. 
Στη φωτογραφία με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου στην Κόκκινη Πλατεία
______________

Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα......

Όπως χαθήκανε τα όνειρά μου για τη Μόσχα, έτσι χάθηκε κι από τη μνήμη μου αν ξανάδαμε τον Βάρναλη πριν φύγει. Θυμάμαι με λεπτομέρειες έναν έναν όσους είχαν έρθει στη Μόσχα σπίτι μας, τι φάγαμε, τι κουβεντιάσαμε. Θυμάμαι τι φορούσαν ο Οδυσσέας Ελύτης, η Άννα Συνοδινού, ο Ανδρέας Εμπειρικός κι ο Λέων Κουκούλας, ο Θόδωρος Κρίτας, η Βάσω Μανω λίδου κι ένα σωρό άλλοι. Μα από τον Βάρναλη δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Μήπως δεν τον ξαναείδαμε, δεν μας τον ξανάφεραν, παρόλο που είμαι σίγουρη πως εκείνος θα χτυπούσε τα πόδια και θα ’λεγε:

– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου.

Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα. Μου το είπε, αρκετά χρόνια μετά, η διερμηνέας του. [.....]

Άλκη Ζέη, Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα, 
Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά, εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ. 156-161)

Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του Βραβείου Λένιν. 
Αριστερά ο Ηλίας Ερεμπουργκ (Αρχείο εκδοτικού οίκου «ΚΕΔΡΟΣ»).
_____________