tag:blogger.com,1999:blog-67813859683929254722024-03-05T11:21:31.095+02:00Τα εν οίκω και εν δήμωΚαταθέτω, καταθέτεις, καταθέτουμε...........
όχι χρήματα - πού να τα βρεις τέτοιους καιρούς - ούτε βέβαια τα όπλα.....μόνο δουλειά "εν τάξει" και "εν οίκω" για το "δήμο" των απανταχού εργατών φιλολόγων και όσων "φίλα προσκείμενων" μαθητών μας!!!!!Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.comBlogger375125tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-73015649608824199152023-11-26T09:06:00.001+02:002023-11-26T09:07:32.527+02:00«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»· Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού<div dir="ltr" trbidi="on">
<div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEitxYlQMjVvn72mHRvaXgRb_Qy6HtlgN-sfcPR4GcEkcKBGCwiOkMd8-JA1Z1jMtwVRe3yNV7P4GlX4K1LCi3M6H8ZkZB97gSyi4jw7_M7fTvf4JroNvxVlCVwZVeE6uYUMbJhDqjNdYT2s8Z8zlu-3iWY5MnOlE2ULtNkHfcsB1YFzYOTPkEMcQLeQfS0/s730/IMG_6960.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEitxYlQMjVvn72mHRvaXgRb_Qy6HtlgN-sfcPR4GcEkcKBGCwiOkMd8-JA1Z1jMtwVRe3yNV7P4GlX4K1LCi3M6H8ZkZB97gSyi4jw7_M7fTvf4JroNvxVlCVwZVeE6uYUMbJhDqjNdYT2s8Z8zlu-3iWY5MnOlE2ULtNkHfcsB1YFzYOTPkEMcQLeQfS0/w640-h446/IMG_6960.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Κολάζ: Γιώργης Παυλόπουλος, Edmund Kesting, Tanz Dore Hoyer, Dresden, 1926/1939</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Η ποίηση είναι πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης»</b></span><div><br /></div><div>Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Οταν ήρθε η ώρα να συνεχίσει τις σπουδές του σε ανώτατο επίπεδο, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρέθηκε σ’ ένα δίλημμα: έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στον εξ ιδιοσυγκρασίας ποιητή και στον αυριανό νομικό. Ο κλήρος έπεσε υπέρ της ποίησης: <i><b>«Η ποίηση είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;»</b></i>, είχε αναρωτηθεί. <i><b>«Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης»</b></i>, είχε απαντήσει.</div><div><br /></div><div>Ετσι, διαμόρφωσε χαμηλόφωνα το ποιητικό του σύμπαν. Τίποτα το «ποιητικό» δεν είχε και το επάγγελμά του. Εργάστηκε ως λογιστής και ως γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας, «θάβοντας» τον ποιητή στην καθημερινότητα της επιβίωσής του. Προτίμησε τον κλειστό και απομονωμένο χώρο του «επαρχιακού» Πύργου από την πρόκληση της μεγάλης πόλης και έφυγε από τη ζωή στις 26 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 84 ετών.</div><div><br /></div><div>Είχε την ευτυχία με την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Το κατώγι» (1971), να στρέψει πάνω του το ενδιαφέρον του Γιώργου Σεφέρη και του Βρετανού ελληνιστή Πίτερ Λίβι, ο οποίος μετέφρασε ποιήματά του. Ο νομπελίστας ποιητής, ο οποίος είχε χτίσει φιλική σχέση με τον νεότερό του δημιουργό, είχε αποφανθεί για τη δουλειά του: <i><b>«Μ’ ενδιαφέρει η ποίηση του Γ. Π. γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας "ψιμύθια", εννοώ χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος -και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους».</b></i></div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9oWr56bfRUfQPKrjR7xejzlcYqckS4kLCin9MCWwsrS8pc8TWD9uRWVXbkEVPj-jrrOg4CK5TMIzLzCeSg5dhcPd6bX3j3lmGyfAvA5_RK0mbK8oiD3zPolkXXGC0LpbiKyjciWqRX7VBkexWNYuVTgFXHt2hQ4ffCobawpjJ9GXuNsQG6lNvzY51uxc/s320/PavlopoulosSeferis.jpg"><img border="0" height="502" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9oWr56bfRUfQPKrjR7xejzlcYqckS4kLCin9MCWwsrS8pc8TWD9uRWVXbkEVPj-jrrOg4CK5TMIzLzCeSg5dhcPd6bX3j3lmGyfAvA5_RK0mbK8oiD3zPolkXXGC0LpbiKyjciWqRX7VBkexWNYuVTgFXHt2hQ4ffCobawpjJ9GXuNsQG6lNvzY51uxc/w640-h502/PavlopoulosSeferis.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο Γιώργης Παυλόπουλος με τον Γιώργο Σεφέρη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">__________</span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div>
<span style="font-family: arial;">Με τα Τριαντατρία Χαϊκού η προσωπική πρωτοτυπία του Παυλόπουλου αγγίζει τις ποιητικές κορυφές. Η στιχουργική έκταση περιστέλλεται δραστικά (σύντομα λεκτικά σπαράγματα είναι τα περισσότερα χαϊκού), ενώ η συμπυκνωμένη εικόνα – έννοια αποστάζει ένα πολιτισμικό μεσογειακό βάθος. <b>Ο Παυλόπουλος οικοδομεί έναν καινούργιο κόσμο, αυτόν της αίσθησης, και μας προσκαλεί σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου «Όλοι χωράμε / οι ζωντανοί κι οι νεκροί / σ' ένα ποίημα» .</b></span><div style="text-align: center;"><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><br /></span></div>
<span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif" style="color: #800180; font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><b>«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»</b></div></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif" style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
</i></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
1</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Κρυφό μου σώμα</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
τα μυστικά σου μόνος</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
εγώ τα ξέρω.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
2</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Όταν χορεύει</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σηκώνει τη φούστα της</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να ιδώ την ελιά.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
3</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Πάλι το δρόμο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
γυμνή στο παράθυρο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κρυφοκοιτάζει.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
4</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Κάπου στ’ όνειρο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σ’ άκουγα πουλάρι μου</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να χλιμιντρίζεις.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
5</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Στις τρεις τη νύχτα</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
το γκαρσόνι μάς πήρε</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
τα δυο ποτήρια.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
6</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Πάνω στ’ αμόνι</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
μενεξές το σίδερο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
του μπαλκονιού της.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
7</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Δυο μάτια σπαθιά</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σκίζαν τα βλέφαρά του</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κι έμενε γυμνή.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
8</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Τρεις φίλοι παίζαν</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στα ζάρια το φιλί της.</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Κι άλλος το πήρε.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
9</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Κούμαρο μέλι</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κι ο κότσυφας άπληστος</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
ο κερομύτης.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
10</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Όταν κοιτάζει</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στου πηγαδιού το βάθος</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
βλέπει τον τράγο.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
11</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Δες! Δυο κουνούπια</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στο καψούλι της βόμπας</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κάνουν έρωτα.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
12</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Πέθαινα λέει</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
και πάνω στο σώμα μου</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
έφεγγε η αυγή.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
13</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Να θέλω κι άλλο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να μη μου δίνεις.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
14</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Μέρα και νύχτα</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
με σκοινί αόρατο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κάποιος μας δένει.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
15</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Σπουργίτης φονιάς</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σκοτώνει τον τζίτζιρα</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κι αυτός τραγουδάει.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
16</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Σταυροί στην πλαγιά</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κι η θάλασσα πιο κάτω</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
λάμπει στον ήλιο.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
17</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Άκουγα κουπιά</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
χωρίς να βλέπω βάρκα</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
μέσα στο πούσι.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
18</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Θάλασσα χλωμή.</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Με την ψόφια ουρά της</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
παίζουν τα παιδιά.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
19</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Βαθιά στη λάσπη</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
αυλακιές από ρόδες</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
και φύλλα ξερά.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
20</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Πίσω απ’ τα βουνά</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
και μας κοιτάζουν.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
21</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Στον Ν.Δ.Τ.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Άχνα δε βγάζω</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
θαλασσινό μου αηδόνι</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να σε ακούω.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
22</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Μικρό καράβι</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στο μπουκάλι κλεισμένο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
πού αρμενίζεις;</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
23</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Νεκρός κι ο Έκτωρ.</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Τρομάζει τον Όμηρο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
η αναίρεσή του.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
24</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Ουρά παγωνιού</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σε πισινό μαϊμούς</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
τούτος ο κόσμος.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
25</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Ώχου κι απόψε</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
δε γλιτώνεις το ξύλο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Καραγκιόζη μου.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
26</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Είναι οι λέξεις</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στο Ψ της Ιλιάδας</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
ή τα τσεκούρια;</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
27</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Είπε ο Ζήνων:</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Λες να ’ναι αλήθεια;</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
28</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Γελάει ο λύκος.</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Κάτι τού ψιθύρισε</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στ’ αυτί το αρνάκι.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
29</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Άνθη μυγδαλιάς</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
πέφτουνε στον ύπνο μου.</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Ποια με φίλησε;</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
30</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Φτωχό κόκαλο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στην άμμο της ερήμου</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
με τόσο ύφος.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
31</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Το ένα σου μάτι</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
στο ποίημα· και τ’ άλλο</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να σε δικάζει.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
32</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Ακίνητοι. Σαν</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
να φωτογραφήθηκε</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
η Γη για πάντα.</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
33</i></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
Όλοι χωράμε</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
οι ζωντανοί κι οι νεκροί</i></span></div>
<div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>
σ’ ένα ποίημα.</i></span></div>
<span style="font-family: arial;"><br /><br /></span><div style="text-align: right;">
<span style="font-family: arial;"><b>Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού</b>, Ποιήματα 1943-2008, εκδόσεις Κίχλη, 2017</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJuoPjOBWWPayxVKVsvi87_NgyFDDBr1fZE1nfKA9pqj2L7psdOc1qM7uu2wfg0oBwVuzkMVmiOFZVW4oBmgINI9OFjwPq4AMqwag2GojZ2x-DxGrN2nIWBrgToqewUuVcBxrgb_vaZ98SgMvxDm9hW_txXBn9yXV2QqXsXAXsZroTT_Ld5il2Fz9x6SQ/s500/20080424070754_large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJuoPjOBWWPayxVKVsvi87_NgyFDDBr1fZE1nfKA9pqj2L7psdOc1qM7uu2wfg0oBwVuzkMVmiOFZVW4oBmgINI9OFjwPq4AMqwag2GojZ2x-DxGrN2nIWBrgToqewUuVcBxrgb_vaZ98SgMvxDm9hW_txXBn9yXV2QqXsXAXsZroTT_Ld5il2Fz9x6SQ/w640-h480/20080424070754_large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">"Όταν χορεύει / σηκώνει τη φούστα της / να ιδώ την ελιά."</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><div style="text-align: left;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Μικρές-μικρές αποστάξεις ενός μελαγχολικού ερωτισμού»</b></span></div><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div></span><span style="font-family: arial;">«Με συγκινεί ο ερωτισμός με τον οποίο [ο Γιώργης Παυλόπουλος] βλέπει τα πράγματα. <b>Με συγκινούν ιδιαίτερα στα χαϊκού του, οι μικρές ανθρώπινες στιγμές τις οποίες "φωτογραφίζει" και επιλέγει να βάλει στο κάδρο του ποιήματος του με έναν μινιμαλισμό όπου, μέσα στα λίγα, λέει πολλά</b>.</span><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><span style="font-family: arial;">»</span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">«<b>Τα 33 Χαϊκού του Γιώργη Παυλόπουλου είναι μικρές-μικρές αποστάξεις από ματιές ή σκέψεις του ποιητή πάνω σε απλά, καθημερινά πράγματα, όμως σημαντικά, τα οποία παρατηρούσε με έναν μελαγχολικό ερωτισμό.</b> Μου άρεσαν πολύ και σκέφτηκα να κάμω κάτι αλλά τα έπιανα και τ’ άφηνα, τα έπιανα και τα’ άφηνα. Τον Δεκέμβρη του 2015, δοκίμασα σχεδιάζοντας το πρώτο, το Κρυφό μου σώμα, για τέσσερις φωνές a capella. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε και συνέχισα απνευστί ολοκληρώνοντας δέκα χαϊκού (τα πρώτα 9 και το 13ο). Χρησιμοποίησα την τεχνική της επανάληψης (loop) για να μεγαλώσω τη φόρμα, όπως και την παράλληλη δομική της πολυτονικότητας, για να μεταφέρω τον λόγο του ποιητή μέσα από ένα ερωτοτροπικό μουσικό παιχνίδι, παράλληλο με αυτό που, όπως αντιλήφθηκα έκανε ο ίδιος, επιλέγοντας αυστηρά τις λέξεις, τα μοτίβα ή τη θεματολογία των ποιημάτων του. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία παρεισέφρησαν τρόποι, κλίμακες, μελωδικά σχήματα και ρυθμοί από το ελληνικό τραγούδι, νεότερο ή παλαιότερο, καθώς και μουσικές ιδέες ή τεχνικές από τη σύγχρονη μουσική γλώσσα.»</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ευαγόρας Καραγιώργης</span></div></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="329" src="https://www.youtube.com/embed/7hY95jvLRdQ" width="507" youtube-src-id="7hY95jvLRdQ"></iframe></div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><div><b><i><span style="color: #800180;">Κρυφό μου σώμα</span></i></b></div><div><b><i><span style="color: #800180;">τα μυστικά σου μόνος</span></i></b></div><div><b><i><span style="color: #800180;">εγώ τα ξέρω.</span></i></b></div><div><br /></div></span></div></span><div><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="352" src="https://www.youtube.com/embed/Wcfg5S6fHY0" width="505" youtube-src-id="Wcfg5S6fHY0"></iframe></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>Δυο μάτια σπαθιά</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>σκίζαν τα βλέφαρά του</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>κι έμενε γυμνή.</b></i></span></div></span></div><span face=""arial" , "helvetica" , sans-serif"><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="383" src="https://www.youtube.com/embed/xnJd1nokL8o" width="461" youtube-src-id="xnJd1nokL8o"></iframe></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b><span style="color: #800180;"><div>Τρεις φίλοι παίζαν</div><div>στα ζάρια το φιλί της.</div><div>Κι άλλος το πήρε.</div></span></b></i></span></div></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #073763; font-family: arial; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #073763; font-family: arial; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού, Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://ardalion.wordpress.com/2008/11/28/pavlopoulos/" target="_blank">Σιώπησε ο σεμνός ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος (1924–2008)</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://parathyro.politis.com.cy/features/logotechnia/165761/afieroma-ston-gorg-pavlopoylo" target="_blank">Αφιέρωμα στον Γιώργη Παυλόπουλο</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.poiein.gr/2019/10/26/%CE%B5%CF%85%CE%B1%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82-10-%CF%87%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CF%8E/" target="_blank">Ευαγόρας Καραγιώργης, «10 Χαϊκού του Γιώργη Παυλόπουλου για τετράφωνη χορωδία», Κύπρος, 2019</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.youtube.com/playlist?list=OLAK5uy_m_w4SHvKacH9M31npy2y4TSxOjOJI3Pqo" target="_blank">10 Haiku for Choir, Evagoras Karageorgis • Άλμπουμ</a></span></li></ul></div>
</span></div>
Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-38937998216206655152023-11-02T06:57:00.000+02:002023-11-02T06:58:16.158+02:00«Σελήνη έκπαγλη» στη «νύχτα που ’ναι όλη αυτιά»: από τη μακρινή ξαδέλφη Σαπφώ στον Ελύτη<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoU_7zcW5I7WDXyxJcEis7XV0l6RXOnn26EU7a1ZOAGjTz0teXmIDw94UZIpW7Nnu5qeF1CsKc2srdYe-W0eAGPHTzaqWscOvjQazU_lGaHB7_395fE_B5iTadDmIb4oi6eyPw88ZYCtTxEYppQBsqs7zPXdrvyw6YZFboFgm1fA54yYaHSyLs3dTBjbw/s717/368030287_168250673031691_4486823991771392200_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoU_7zcW5I7WDXyxJcEis7XV0l6RXOnn26EU7a1ZOAGjTz0teXmIDw94UZIpW7Nnu5qeF1CsKc2srdYe-W0eAGPHTzaqWscOvjQazU_lGaHB7_395fE_B5iTadDmIb4oi6eyPw88ZYCtTxEYppQBsqs7zPXdrvyw6YZFboFgm1fA54yYaHSyLs3dTBjbw/w640-h452/368030287_168250673031691_4486823991771392200_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μοντάζ: Προσωπογραφία Οδυσσέα Ελύτη διά χειρός Γ. Μόραλη (1980) και 2 διαφανογραφίες του Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ, Ο κήπος με τα ρόδια) από την έκδοση του Ίκαρου (1996)</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><p><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«...στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις»</b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η Σαπφώ, <b>η δέκατη μούσα</b> σύμφωνα με ένα επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα, <b>η κατ’ εξοχήν «ποιήτρια» της αρχαιότητας</b>, τιμήθηκε όσο καμιά άλλη γυναίκα από την ανδροκρατούμενη κοινωνία και διανόηση της αρχαιότητας. Οι Αλεξανδρινοί λόγιοι την συμπεριέλαβαν στον κανόνα των εννιά λυρικών – μόνη γυναίκα ανάμεσα στους άντρες ομότεχνούς της – και κατέταξαν τα ποιήματά της σε εννιά βιβλία, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ελάχιστα αποσπάσματα των ποιημάτων αυτών, έφτασαν ως εμάς, τα περισσότερα σε αποσπασματική μορφή, με εξαίρεση την <b>«Ωδή στην Αφροδίτη»</b>, η οποία μας παραδίδεται ολόκληρη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα.</span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="font-family: arial;">Tα ποιήματα-θραύσματα της Σαπφώς – </span><b style="font-family: arial;">«αθάνατες κόρες» </b><span style="font-family: arial;">της ποιήτριας, τα ονομάζει ο Διοσκουρίδης σε επίγραμμά του που περιλαμβάνεται στην Παλατινή Ανθολογία – επιβιώνουν μέχρι σήμερα, παρά τις δυσκολίες παράδοσής τους. </span><span style="font-family: arial;">Η ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρρύγχου στα τέλη του 19ου αιώνα έφερε ξανά στο φως τα ακρωτηριασμένα σαπφικά αποσπάσματα και προκάλεσε αναζωπύρωση των μελετών γύρω από το όνομα της λυρικής ποιήτριας κατά τη διάρκεια του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. </span></p><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Αυτή, μάλιστα, η θραυσματική μορφή των σαπφικών χειρογράφων υπήρξε ένα βασικό έναυσμα και εργαλείο για τον Ελύτη, που προσπάθησε να ανασυνθέσει την παρουσία της στον κόσμο μας και να φέρει στο φως μέσα από το έργο του <b>«μια Σαπφώ, καινούργια, νέα και όσο το δυνατόν ακέραιη</b>, <b>στα μέτρα της σημερινής ευαισθησίας».</b></span></p><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Επειδή «<i>στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανείς»,</i> ο Ελύτης μιλάει για τη Σαπφώ, <i>«σαν για μια σύγχρονή του, σαν μια μακρινή εξαδέλφη, λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, ένα πλάσμα ευαίσθητο καί θαρρετό συνάμα, απ’ αυτά που δεν μας παρουσιάζει συχνά η ζωή»</i>.</span></div><p style="-webkit-text-stroke-width: 0px; color: black; font-family: "Times New Roman"; font-size: medium; font-style: normal; font-variant-caps: normal; font-variant-ligatures: normal; font-weight: 400; letter-spacing: normal; orphans: 2; text-align: start; text-decoration-color: initial; text-decoration-style: initial; text-decoration-thickness: initial; text-indent: 0px; text-transform: none; white-space: normal; widows: 2; word-spacing: 0px;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ένα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα «μαυροτσούκαλο», όπως θα λέγαμε σήμερα, που, ώστόσο, έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι και να πει «σ’ αγαπώ» για να συγκινηθεί η υφήλιος.</i></span></p><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"></span>Το πρόταγμα στο οποίο υπακούει ο Ελύτης, σύμφυτο με την ποιητική του, είναι αισθητικό γι’ αυτό και δεν ακολουθεί κατά πόδας φιλολογικές δεσμεύσεις. <span style="font-family: arial;">Σκύβει με υπομονή και σεβασμό πάνω από τους στίχους της Σαπφώς <b> </b>—</span><b style="font-style: italic;">«στροφές ακρωτηριασμένες, μισούς στίχους, σπασμένες λέξεις» </b><span style="font-family: arial;"><i><b> </b>—</i></span><b style="font-style: italic;"> </b></span><span style="font-family: arial;">στίχους που κρύβουν <b>«κάλλος και νόημα»</b> μαζί,<b style="font-style: italic;"> </b></span><span style="font-family: arial;">εξαπολύοντας ποιητική δύναμη, μαγνητισμό και ατόφια αίσθηση ζωής. </span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcu6dBwSlcFJcCWo8hn98SR1L9vEmXqIlOelknJg5j_xo22O2KlBA-nolli7x3M45Qp0LgkJNwPawqvV70-2-E6-SmFOMNMTmz_IymqVCfbe8uJFa45ajvToFOKpUr0GmC0Ffd92W5D4vj5jfZGWfBKN3VWmNvKJMgOzl3K_xG3ZSr69-Y-alTS_gR4pg/s647/81775f8cece5ec67dfb3dff7ee372ea4.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcu6dBwSlcFJcCWo8hn98SR1L9vEmXqIlOelknJg5j_xo22O2KlBA-nolli7x3M45Qp0LgkJNwPawqvV70-2-E6-SmFOMNMTmz_IymqVCfbe8uJFa45ajvToFOKpUr0GmC0Ffd92W5D4vj5jfZGWfBKN3VWmNvKJMgOzl3K_xG3ZSr69-Y-alTS_gR4pg/w640-h506/81775f8cece5ec67dfb3dff7ee372ea4.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Μικρογραφία από το βιβλίο του Βοκάκιου «Περί διασήμων γυναικών», μάλλον η παλαιότερη απεικόνιση της Σαπφώς στον νεότερο κόσμο. 15-16ος αιώνας,</div><div style="text-align: center;">Πηγή: France (Cognac). Bibliothèque Nationale MS Français 599 fol. 42</div><div style="text-align: center;">______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><p><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...»</b></span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="font-family: arial;">Πολύ συχνά, στα πεζά του κείμενα, στ’ «Ανοιχτά Χαρτιά» και στο «Εν λευκώ», <b>ο Οδυσσέας Ελύτης, </b></span><b><span style="font-family: arial;">τέκνο της Αιολίδας κι αυτός,</span><span style="font-family: arial;"> μνημονεύει τη Σαπφώ, εκείνη που, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στον ίδιο γενέθλιο τόπο, τη Μυτιλήνη, πίστεψε στην ποιητική ιδέα και τόλμησε να φέρει στο προσκήνιο </span><span style="font-family: arial;">το λυρικό «εγώ», </span><span style="font-family: arial;">τα αισθήματα και τα όνειρα, την ατομική ζωή, τον έρωτα και τα πάθη του.</span></b></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Ελύτης, παρόλο που άντλησε πολλά στοιχεία από το υπερρεαλιστικό κίνημα, ήδη από το 1943, αυτοχαρακτηρίζεται ως «λυρικός ποιητής», εντάσσοντας εαυτόν στην μακραίωνη λυρική παράδοση του τόπου του και στη ποιητική συγγένεια με την «μακρινή εξαδέλφη του Σαπφώ». </span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">Σε μια στιγμή που οι θρησκευτικές βάσεις της κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές· που ο λόγος ο επικός έχει τη μονοκρατορία στην έκφραση· που το ηρωικό στοιχείο είναι η μόνιμη και παραδεγμένη αξία· ένας Αρχίλοχος στην Πάρο και μία Σαπφώ στη Λέσβο —για ν’ αναφερθούμε στους κυριότερους — τ’ ανατρέπουνε όλα, φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Οι πρώτοι στο Αιγαίο και οι πρώτοι σ’ όλον τον γνωστό κόσμο, θέλω να πω στον πολιτισμό που ακόμη σήμερα συνεχίζουμε.</i></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Ως ιέρεια της ομορφιάς, ποιήτρια προικισμένη με τη δύναμη των Μουσών και γι’ αυτό και αθάνατη στη μνήμη των μελλοντικών γενεών, έτσι αυτοσυστήνεται, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, η Σαπφώ στην αρχή της ποιητικής ανασύνθεσης του Ελύτη, σε απόλυτη συστοιχία με τη δήλωση του ποιητικού υποκειμένου στο «Άξιον Εστί»: <i><b>«Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων»</b>.</i><b>Ο Ελύτης μοιράζεται με τη Σαπφώ το ίδιο ιδανικό, την άσκηση ή αλλιώς τη λατρεία της ομορφιάς.</b></div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ’ εμένα.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUfwo9c3lU8U2uGAZf-KH1shUa0N8PpZfQMJllXrkMZyyxwtp6g9pR9xTbRLLijRLuYcULvgwASt_ArReTD4Jcw6Q7SJFXPL8w72IN2aH2W02vvTpOxyxMCAeksxROcQnmy7qDQga9tfttFSlMl1MOm2UuXaVkINcdrMyy8FihUaUhFmHhz_3zlto5wxE/s671/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUfwo9c3lU8U2uGAZf-KH1shUa0N8PpZfQMJllXrkMZyyxwtp6g9pR9xTbRLLijRLuYcULvgwASt_ArReTD4Jcw6Q7SJFXPL8w72IN2aH2W02vvTpOxyxMCAeksxROcQnmy7qDQga9tfttFSlMl1MOm2UuXaVkINcdrMyy8FihUaUhFmHhz_3zlto5wxE/w486-h640/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B7%CF%82.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Sappho, print made by John Pye, the elder, after Angelica Kauffman. </div><div style="text-align: center;">Published by: John Boydell, 1774, The British Museum</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Τέκνα της Αιολίδας»</b></span><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">Στη Σαπφώ, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Ελύτης, χρωστάει την μύησή του στην ποίηση, με τρόπο καθοριστικό για τη ζωή και την πορεία του στην τέχνη. Μια </span><span style="font-family: arial;">εξωλογοτεχνική εμπειρία </span><span style="font-family: arial;">που βίωσε στο Βρετανικό </span><span style="font-family: arial;">Μουσείο,</span><span style="font-family: arial;"> <i><b>«έ</b></i></span><b><span style="font-family: arial;"><i>νας πρασινωπός πάπυρος με χαραγμένο επάνω του, αρκετά </i></span><span style="font-family: arial;"><i>καθαρά, ένα απόσπασμα της Σαπφώς»</i>, </span><span style="font-family: arial;">ήταν που </span><span style="font-family: arial;">ξύπνησε την </span><span style="font-family: arial;">αγάπη του για την ποίηση.</span></b><span style="font-family: arial;"> Ήταν η θέαση των ελληνικών γραμμάτων, </span><span style="font-family: arial;">των συμβόλων μιας ολόκληρης πνευματικής πορείας και ταυτότητας, που βρήκε </span><span style="font-family: arial;">ανταπόκριση μέσα του, στις πιο βαθιές αισθήσεις και μνήμες του, και τον μετέφερε </span><span style="font-family: arial;">αμέσως νοερά και μυστηριακά «σ’ ένα γιαλό της Μυτιλήνης» να ακούει το τραγούδι </span><span style="font-family: arial;">της κόρης του περιβολάρη τους. </span></p><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">Αντικρίζοντας τον πάπυρο της Σαπφώς, ένιωσε τις απορίες του να ξεχειλίζουν για το μυστήριο της ποιητικής γλώσσας και της διάταξης των συμβόλων της πάνω στη γραφική ύλη. <b>Έτσι κατάλαβε ότι η σαπφική ποίηση δεν έμοιαζε σε τίποτα με την ευκολονόητη σε μορφή και περιεχόμενο ποίηση που διδασκόταν μικρός, αλλά έβρισκε αντιστοιχίες μόνο στα λόγια-ξόρκια της ηλικιωμένης Κρητικιάς μαγείρισσάς τους, τα ακαταλαβίστικα αιρετικά εκείνα λόγια, τα «παλαβάτα», που του ξυπνούσαν θαυμασμό μαζί και δέος, όταν εκείνη τα έλεγε για να διώξει το κακό. </b>Αυτή η βίωση του ποιητικού λόγου από τον Ελύτη με τη συμμετοχή όλων του των αισθήσεων και τις αναλογίες τους στο πνεύμα, θα τον ακολουθήσει σ’ όλη την πορεία της τέχνης και της ζωής του.</span></p><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ' τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ᾿ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου 'κανε νόημα φιλικό μες από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ' ένα γιαλὸ της Μυτιλήνης και ν᾿ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά.</i></span></p><p style="font-family: "Times New Roman"; text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 25, </span><span style="font-family: arial;">Αθήνα, </span><span style="font-family: arial;">Ίκαρος, 1987.</span></p><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><b>Ο εκλεπτυσμένος και πλούσιος τρόπος ζωής που είχε αναπτύξει η Λέσβος στον 7ο και 6ο αιώνα, η υγιής ελευθερία των ηθών και η φυσιοκρατική αντίληψη ζωής, σύμφυτη στα τέκνα της Αιολίδας, διαμόρφωσαν την ποιητική φωνή της Σαπφώς</b>: λέξεις <i>«κυανές, που ευωδιάζουν ακόμη απ’ την αλμύρα των θαλασσόχορτων»</i>, <i>«μια συζυγία μισή στον ουρανό και μισή στη γη, μισή στην αμφιβολία και μισή στην αθανασία»</i>.</span></p><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Τόσο, θα έλεγες, μεγάλος είναι ο μαγνητισμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν’ αποσπασθούν από τον άξονα της χρησιμοθηρικής τους υποτέλειας. Ακόμα και η τοποθέτησή τους εδώ ή εκεί μέσα στο νοερό σύνολο που προϋποθέτουν, μας επιτρέπει ν’αποτυπώσουμε μια νέα μορφή ποίησης που γεννήθηκε την εποχή εκείνη, με τα μετρικά της συστήματα, το λεκτικό της, τα ποικίλα της μυστικά.</i></span></p></span><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><p style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Η τεχνική ξεπερνιέται· η φύση όχι. Οι αισθήσεις ποτέ· οι γνώσεις πάντοτε. <b>Ο Έσπερος της Σαπφώς εξακολουθεί να λάμπει πάνω από τα κεφάλια μας…. κι η αχτίδα της σελήνης, έτσι καθώς μας σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε — ὄττω τις ἔραται, που έλεγε και η ποιήτρια.</b> Μια ρήση απλή, που πήρε την ισχύ φυσικού νόμου σ' αυτήν την περιοχή κι επέζησε στην ψυχή των νησιωτών, βρίσκοντας χίλιους τρόπους να εκδηλωθεί. Κυρίως από την άποψη της ένστικτης, της ασύνειδης χειρονομίας, που ξέρει να ταυτίζει το χρήσιμο με το ωραίο, αλλά συνάμα και το ωραίο με το ηθικό, στην πιο ριζοσπαστική τους έννοια.</i></span></p><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, σελ. 19-20, 178, Αθήνα, Ίκαρος, 1993.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Η Λέσβος είναι για τον Ελύτη μια παραμυθένια γη γεμάτη από αιώνιες «βασιλικές» αισθήσεις, ένας αρχετυπικός παράδεισος, που παίρνει μυθικές διαστάσεις σε όλο το ποιητικό, δοκιμιακό και εικαστικό του έργο. Γονείς και παππούδες αλλά και προπάπποι από την καρδιά της Μυτιλήνης, επόμενο ήταν ο Ελύτης να τη λογαριάσει ως γενέτειρά του και να αναπτύξει μαζί της δεσμούς μ' <b>ένα νησί, που ο Ελύτης το μετέβαλε από απλό γεωγραφικό σημείο σε «τόπο» ποιητικό, δηλαδή συμπαντικό.</b></div><div><b><br /></b></div><div><div> Αν και, όπως λέει, γνώρισε τη Λέσβο στα δεκαεφτά του χρόνια, η καταγωγή του από εκεί και βέβαια <i>«η αίσθηση του καλοκαιριού και του μεσημεριού»</i>, που είχε βιώσει ζώντας σε άλλα νησιά του Αιγαίου στα παιδικά του χρόνια, του γέννησαν μέσα του <i>«σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο»</i> τη φυσιοκρατική αίσθηση των Αιολέων. Την απαθανατισμένη με τόσους τρόπους σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη Μυτιλήνη την ενισχύει ιδιαίτερα μια αποστροφή του ίδιου, αμέσως μετά την απονομή σ' αυτόν του Νομπέλ: </div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">«Οι αρχαίοι Αιολείς βλέπανε τα πάντα μέσα από τη φύση κι έτσι εξηγούν οι αρχαιολόγοι το γεγονός ότι στη Λέσβο δεν βρίσκουνε μνημεία. Η Αιολίδα κρατούσε επαφή με τις Σάρδεις, το Παρίσι της εποχής. Γι' αυτό και οι γυναίκες στη Λέσβο είχαν ελεύθερα ήθη, ήταν αισθησιακές και κομψά ντυμένες και γι' αυτό μπόρεσε να υπάρξει και η Σαπφώ. Είναι μια παράδοση που έφτασε κατά μυστηριώδη τρόπο ώς τις μέρες μας. Εγώ, που μεγάλωσα στην Αθήνα και όχι στη Μυτιλήνη, όπως λένε, έχω αυτή την αίσθηση, σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο. Ετσι, ένας φίλος μού είχε πει ότι, όταν διαβάζει τα ποιήματά μου, βλέπει τη Μυτιλήνη».</span></i></div></div><div><br /></div><div> <b>Στην Αιολίδα της Σαπφώς ο Ελύτης ανακάλυψε ότι μπορεί να πραγματωθεί ο επίγειος παράδεισος που συχνά αναζητά στο έργο του.</b></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgQl88ChccaWy1FMhv6HtunFlo1zBf_lW6oTMDQdhkk-CCjEBPCgEYScSec5OvJt-Pv0XFlw5WqyNjChg9M5J1EUOVxPVnHVbRb05hQ6kvwIt_DlMRnx1em5WbqyvAkHhbe52VRTG5ntQc5fAKaC3oykRA_aWAn1gr1ux5oMs0yR0_tEVjyEjaENx81WBs/s1501/Untitled.FR12%20-%200002.tif"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgQl88ChccaWy1FMhv6HtunFlo1zBf_lW6oTMDQdhkk-CCjEBPCgEYScSec5OvJt-Pv0XFlw5WqyNjChg9M5J1EUOVxPVnHVbRb05hQ6kvwIt_DlMRnx1em5WbqyvAkHhbe52VRTG5ntQc5fAKaC3oykRA_aWAn1gr1ux5oMs0yR0_tEVjyEjaENx81WBs/w440-h640/Untitled.FR12%20-%200002.tif" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Μυτιλήνη, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: </div><div style="text-align: center;">ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η έκπαγλη σελήνη κι η νύχτα, που ’ναι όλη αυτιά... </b></span></div><div><br /></div><div>Κι επειδή <i>«η φύση δημιουργεί τις δικές της συγγένειες»,</i> οι λέξεις <b>«ουρανός, θάλασσα, ήλιος, σελήνη, φυτά, κορίτσια, έρωτας»</b>, ως αρμονικό σύνολο, αποτελούν για τον Ελύτη τα ζωτικά στοιχεία της Αιολίδας, του κόσμου της Σαπφώς, ενώ ταυτόχρονα διαπερνούν και τον δικό του ποιητικό κόσμο, συνθέτοντας την προσωπική του μυθολογία. </div><div><br /></div><div>Όλα αυτά τα στοιχεία, <i>«χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική»</i>, ενώνονται σ’ ενα σύνολο μυστηριακό, <i>«στο περίφημο απόσπασμα που μάς διασώθηκε για την Ανακτορία, ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα</i>, <i>ίσως το ωραιότερο»</i>, σύμφωνα με τον Ελύτη:</div></span></div></div><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Η μορφή της ηρωίδας —που βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις— αναδύεται χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο που μιλά γι’ αυτήν η ποιήτρια στην πιο αγαπημένη της φίλη. <b>Όσο προχωρούμε, τόσο νιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από το μυστήριο μιας γυναικείας μορφής που μήτε ακούμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύουμε μονάχα μέσ’ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετικά τρυφερών, σταλμένων με το φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί με τη φωνή της απωλεσμένης που</b> <b>η νύχτα, με τα χιλιάδες αυτιά της, μια «νυξ πολύως», αγωνίζεται να συλλάβει πάνω απ’ τα κύματα.</b></i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><div>Η θάλασσα - μια περιοχή στις παρυφές μάλλον του κόσμου της Σαπφώς κι όχι στο κέντρο του - αποτελεί έναν χώρο που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει τα ποιητικά πρόσωπα και κατ’ επέκταση την ποιήτρια με όσα αγαπημένα τους πρόσωπα βρίσκονται μακριά τους. Αλλά κι η ομορφιά της κοπέλας που ξενιτεύτηκε στις Σάρδεις, φανερώνεται μέσα από την αντανάκλαση της λάμψης της σελήνης πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, αφού <b>κοπέλα και σελήνη δένονται αξεδιάλυτα. </b></div><div><b><br /></b></div><div>Αν η θάλασσα απλά περιβάλλει την Αιολίδα και τον επίγειο παράδεισο που μπορεί να βιωθεί σ’ αυτήν, η σελήνη, με την απαράμιλλη ομορφιά, τη λάμψη και τις ερωτικές συνδηλώσεις της, εμφανίζεται ως το πιο αγαπημένο ίσως ουράνιο πλάσμα της σαπφικής ποίησης. Η <i><b>«Fροδοδάκτυλος σελάνα»</b></i>, ασυνήθιστος χαρακτηρισμός, όπως παρατηρούν οι μελετητές του σαπφικού έργου, ξεπροβάλλει, ίδια η ξενιτεμένη κόρη, <i><b>«όλα τ΄αστέρια γύρω της να εξαφανίσει»</b></i>, μοτίβο που εμφανίζεται και σε άλλο απόσπασμα, στο οποίο ο Ελύτης αποδίδει το επίθετο <b><i>«κάλαν»</i></b> ως <b><i>«έκπαγλη»</i></b> και χαρακτηρίζει τη γη με το επίθετο <i>«σκοτεινή»</i>, λέξη που δεν υπάρχει αντίστοιχη στο σαπφικό κείμενο, ίσως κατ’ αναλογία με τη «μέλαι[ν]αν γη».</div><div><br /></div><div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>κι όσ' άστρα γύρω βρίσκονται στην έκπα</b></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>γλη σελήνη παρευθύς το φωτεινό τους πρό</b></i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>σωπο κρύβουν κάθε φορά που εκείνη ολόγιο</b></i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>μη καταλάμπει τη γη τη σκοτεινή ανεβαί</b></i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>νοντας ◊ ασημοκαπνισμένη.</b></i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="366" src="https://www.youtube.com/embed/XcqQVw08Uws" width="540" youtube-src-id="XcqQVw08Uws"></iframe></div><i><br /></i></span></div></span></div><div><br /></div><div>Στο νυχτερινό μυστηριακό σκηνικό, που στήνει η ποιήτρια, <b>δυο θηλυκές θεότητες, η Σελήνη και η Δροσιά μαζί - κόρη του Δία και της Σελήνης, σύμφωνα με τη μυθολογία - προκαλούν τη βλάστηση ευωδιαστών φυτών. </b></div><div> </div><div>Η θάλασσα, πάλι, με τη βοήθεια της νύχτας <b><i>«που ’ναι όλη αυτιά»</i></b> μεταφέρει <i>«επάνω από τα κύματα»</i> τη φωνή της κοπέλας, <i><b>«το κάλεσμά της το κρυφό και το ανεξήγητο»</b></i>, στις αγαπημένες της φίλες που τη νοσταλγούν. Η νοσταλγία της «Σαπφώς», της Ατθίδας και των άλλων κοριτσιών, που δεν εμφανίζονται άμεσα στο απόσπασμα, αλλά αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους έμμεσα από την αντωνυμία «ἄμμ’», για την κοπέλα που λείπει από τη συντροφιά τους, έχει σαφώς ερωτικές συνδηλώσεις. Η Σελήνη ως θηλυκή θεότητα έχει ενεργό ρόλο στον έρωτα, όπως φαίνεται από τον μύθο της ερωτικής σχέσης της με τον Ενδυμίωνα, που προφανώς γνώριζε η Σαπφώ. Άλλωστε, λέγεται ότι η ποιήτρια είχε γράψει ένα ποίημα με θέμα ακριβώς αυτόν τον μύθο, το οποίο όμως χάθηκε.</div></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ’ ω</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>γή· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>ο καθένας ◊ εύκολο να το νιώσει αυτό κα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>νείς· παράδειγμα η Ελένη· που ασύγκριτη</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>στην ομορφιά μες σ’ όλους τους ανθρώπους</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>ξάφνου παράτησε τον άντρα της τον ακριβό</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>◊ κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>ποτέ της να γνοιαστεί μήτε για κόρη</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>μήτε για γονιούς· μα ερωτοχτυπημένη σύγκορμα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>τη συνεπηρε η Κύπρις ◊ <b>αχ πόσο μ’ ένα</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>τίποτα λυγά πάντα η γυναίκα! πώς πιάνε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>ται απ' αυτό που τρώει το νου της η άμυα</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>λη και πιο μακριά δε βλέπει!</b> σάμπως και</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>τώρα την Ανακτορία που’φυγε μακριά μας</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>λέω τη θυμάται πια κανείς; ◊ που το κα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>μαρωτό της το περπάτημα και του προσώ</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>που της το φωτεινό το γύρο να δω χίλιες</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>φορές το προτιμούσα παρά των Λυδών όλα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>τ’ άρματα και τους πεζούς με τα σιδερικά</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>στη μάχη ◊ <b>όμως το ξέρω πως δε γίνε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>ται ποτέ κανείς να ελπίζει σ’ ολάκαιρη την</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>ευτυχία· ένα μικρό μερίδιο να προσδοκάει</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>μονάχα· ◊ κει που δεν το περιμένει...</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>εδώ σ’ εμάς γυρίζει ο λογισμός της· ◊ ε</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>δώ που σαν θεά φανερωνόταν μαγεμένη απ’</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>το γλυκό τραγούδι σου! ◊ <b>τώρα μέσα</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>χωρίζει καθώς όταν ο ήλιος έχοντας βασιλέ</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>ψει πια η σελήνη μ’ ένα κόκκινο θάμπος ξε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>προβάλλει ◊ όλα τ’ αστέρια γύρω της να</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>εξαφανίσει·</b> κι ένα φέγγος απλώνει ώς πέρα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>στ’ αλμυρό το πέλαγος και στους αγρούς με</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>τα χιλιάδες άνθη ◊ τότε που η δρόσο λα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>μπερή σταλάζει· ζωντανεύουν τα ρόδα και</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>το τρυφερό μυρώνι και το ζαμπάκι με τη</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>δυνατή ευωδιά· ◊ ωστόσο εκείνη με βαριά</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>καρδιά ολοένα πάει κι έρχεται κι ο νους</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>της στην Ατθίδα την απαλή που την ποθεί</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>και πια μαράζωσε η ψυχή της ◊ <b>άκου φω</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>νάζει με φωνή μεγάλη εκεί κι εμείς να πά</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>με· να σμίξουμε μαζί της· κι η νύχτα που</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>’ναι όλη αυτιά να ξαναπεί πασχίζει επάνω</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>από τα κύματα που μας χωρίζουν το κάλε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>σμά της το κρυφό και το ανεξήγητο..</b>.</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div></span><div><span style="font-family: arial;">Η έκφραση «νύξ πολύως» - «η νύχτα που ’ναι όλη αυτιά», όπως την αποδίδει ο Ελύτης, επαινώντας τη λυρική της δύναμη – δεν υπήρξε ποτέ. Ο στίχος αυτός αποτελεί συμπλήρωση κάποιου μελετητή στον πάπυρο που πρωτοεκδόθηκε το 1902 και εμφανίζεται στην έκδοση του Edmonds από την οποία αντλεί ο Ελύτης. Κι όμως, η επιλογή αμφίβολης προέλευσης στίχων, όπως ο συγκεκριμένος, φαίνεται να εξυπηρετεί τις προθέσεις του: οι αξιώσεις του δεν ήταν φιλολογικές αλλά «τολμηρά ποιητικές». <b>Η «διαμαντένια έκφραση», με την αυτοδύναμη ακτινοβολία»της, επιλέγεται για να αντιπροσωπεύσει την Σαπφώ στον ταξιδιωτικό σάκο του ποητικού υποκειμένου στον «Μικρό Ναυτίλο»: </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο...</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνο τ’ απαραίτητα» είπα. Κι ήταν αρκετά γι’ αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα- ένα: </i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>ΣΑΠΦΩ</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>νύξ πολύως</b></i></span></div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: start;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><div style="color: black; font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="407" src="https://www.youtube.com/embed/qcjgyRxWaIc" width="566" youtube-src-id="qcjgyRxWaIc"></iframe></div><br /></span><div style="text-align: start;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: start;"><span style="font-family: arial;">Είτε συνδεδεμένη με τον πόνο της απουσίας του έρωτα, είτε με νυχτερινές θρησκευτικές τελετές, <b>η Σελήνη αντιπροσωπεύει και στη Σαπφώ τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς και την πόρτα προς την απόκρυφη φύση της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, ταυτισμένη με τις μητριαρχικές, μαγικές τελετές, <i>«τους χορούς, που σ’ άλλους καιρούς, έσερναν τριγύρω στον ωραίο βωμό, της Κρήτης οι κοπέλες»</i></b>, με την πίστη ότι οι φάσεις της σελήνης μπορούν να επιδράσουν στη ζωή του ανθρώπου.</span></div><div style="text-align: start;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: start;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] <b>πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>σιλέψανε· και μόνο εγώ κείτομαι δω μονά</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>χη κι έρημη </b> ◊ ο Έρωτας που βάσανα μοι</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>ράζει ◊ ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>◊ μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρα</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>______________</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><b><i>◊ </i></b><i><b>ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος</b></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>και στου βωμού το χώρο συναγμένες </i><i>◊ κα</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>θώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέ</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>λες εσέρναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βω</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>μό και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>χόρτων ανθουλάκια.</i></span></div><div><br /></div></div></div></div></span></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUtdY9TZ5rv9RjGgKeUOwVOUoTJ1m7zTf3xdk_CNcPdiUmwX1Ye8ZwyI0msOgtwxZMdVUukTBDiAGscqDBGjT8tN9EA46eUpDSTY_mbUF5JAw0i3-bhf2GQk44QuMI4-AgLRfXPQLWAvH5w8E-IS4_grlpmva36fJFuyxYeCu_DEWAc_wBDTig-7tLSZw/s1491/Untitled.FR12.tif"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUtdY9TZ5rv9RjGgKeUOwVOUoTJ1m7zTf3xdk_CNcPdiUmwX1Ye8ZwyI0msOgtwxZMdVUukTBDiAGscqDBGjT8tN9EA46eUpDSTY_mbUF5JAw0i3-bhf2GQk44QuMI4-AgLRfXPQLWAvH5w8E-IS4_grlpmva36fJFuyxYeCu_DEWAc_wBDTig-7tLSZw/w640-h448/Untitled.FR12.tif" /></a></div><div style="text-align: center;">Χορός, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ:</div><div style="text-align: center;">ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Του Ελύτη η σαπφική σελήνη</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Ο Ελύτης αναφέρεται συχνά στη σελήνη τόσο στα ποιητικά όσο και στα δοκιμιακά του έργα, συνδέοντάς την αρκετές φορές με τη λυρική ποιήτρια και τη φύση της Αιολίδας που τους ενώνει άρρηκτα. Ο Ελύτης συνθέτει ένα τελετουργικό σκηνικό, παρόμοιομε της Σαπφώς, στο ποίημά του <b>«Της Σελήνης της Μυτιλήνης: παλαιά και νέα ωδή»</b>, που περιλαμβάνεται στη συλλογή <b>«Tα Ετεροθαλή»</b>, προσφέροντάς μας την αίσθηση της σαπφικής σελήνης, όπως εκείνος την ένιωσε. Η αρχαία λυρική ποιήτρια <i>«έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού»</i> — ο κήπος είναι κι εδώ σημείο συνάντησης των δυο ποιητών σ’ ένα άχρονο παρελθόν τους — την <b>«παλιά θαλασσινή Σελήνη»</b> και είναι η Σαπφώ που <i>«κρούοντας βότσαλα μες στο νερό» - </i>μια καθαρά τελετουργική πράξη <i>- </i> καθιστά το ποιητικό υποκείμενο ικανό ν’ ακούσει το αρχέγονο όνομα του φεγγαριού, <b>«Σ ε λ ά ν α»</b>, και την αληθινή του λειτουργία: </div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία – που ξέρω :</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ητανε στο νησί μου κάποτες εκεί που αν δε γελιέμαι</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Σ’ έφερε μεσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Kρούοντας βότσαλα μεσ’ στο νερό ν’ακούσω</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Πως σε λένε Σ ε λ ά ν α και πως εσύ κρατείς</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.</i></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div><div><span style="font-family: arial;">Με τη σελήνη </span><span style="font-family: arial;">συνδέει τη μορφή κάποιων κοριτσιών της ποίησής του, ο Ελύτης, </span><span style="font-family: arial;">με τον ίδιο τρόπο που η Σαπφώ δένει μυστηριακά τη μορφή της ξενιτεμένης στις Σάρδεις Ανακτορίας με την «</span><span style="font-family: arial;">Fροδοδάκτυλο σελάνα»: <i><b>«η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης»</b></i> στο Άξιον Εστί, <b><i>«Σελήνη Ελένη αναβρυτή»</i></b> στα Ετεροθαλή, η Μαρία Νεφέλη: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>πως ανεβαίνω</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>αμφίκυρτη</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>σαν τη νέα Σελήνη</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>και σταλάζοντας αίματα.</i></span></div></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div></div><div><span style="font-family: arial;">Η σελήνη, βέβαια, της Σαπφώς και του Ελύτη δε σχετίζεται σε καμιά περίπτωση </span><span style="font-family: arial;">με τη σελήνη της ψυχρής λογικής των αστροναυτών, όπως συχνά τονίζεται από τον </span><span style="font-family: arial;">ποιητή. Άλλωστε, ο ίδιος μας προτρέπει βροντόφωνα: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;"><i>Μην ακούτε τον Armstrong. </i></span><i><span style="font-family: arial;">Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο </span><span style="font-family: arial;">έλαιο κυπαρισσώνων. </span></i></span></div><div><i><span style="font-family: arial;"><br /></span></i></div><div><i><span style="font-family: arial;">Και στον </span></i><span style="font-family: arial;"><i>«</i></span><i><span style="font-family: arial;">Μικρό Ναυτίλο</span></i><span style="font-family: arial;"><i>» επίσης γράφει: </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας <br />όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ.</i></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglqoyQaLhQTK0HeJlIytrgEdrrrhNFpG-QFeXltUzJEQNNaLk0H1XZPXRwl7c1E2LLuDICnXHt1VWhaGGkzwDXemiYXoS_H_5YwI5m-h4K-j0QTFvbiDTSgoBCCepUxOXiioLVSAOWH4J3vkCistXPai0V9WNKRdhbD9y77ugT5prYuzJNoQtXRRCRgCw/s3145/IMG_E6720.JPG"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglqoyQaLhQTK0HeJlIytrgEdrrrhNFpG-QFeXltUzJEQNNaLk0H1XZPXRwl7c1E2LLuDICnXHt1VWhaGGkzwDXemiYXoS_H_5YwI5m-h4K-j0QTFvbiDTSgoBCCepUxOXiioLVSAOWH4J3vkCistXPai0V9WNKRdhbD9y77ugT5prYuzJNoQtXRRCRgCw/w438-h640/IMG_E6720.JPG" /></a></div><div style="text-align: center;">Στην παραλία, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: </div><div style="text-align: center;">ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="color: #800180; font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η πιο λυρική όμως περιγραφή της σελήνης της Αιολίδας γίνεται από τον Ελύτη στο κείμενό του </span><b style="font-family: arial;"><i>«Η άλλη Λέσβος»</i></b><span style="font-family: arial;">, που αποτελεί την αρχή του μεγαλύτερου σε έκταση δοκιμίου <b><i>«Ο ζωγράφος Θεόφιλος».</i></b> Εκεί ο ποιητής φαίνεται να μας παρουσιάζει την εμπειρία του από τη γη της Αιολίδας, </span><span style="font-family: arial;">μια </span><span style="font-family: arial;">εμπειρία βίωσης της υπερπραγματικότητας, αφού ο εξωτερικός κόσμος των </span><span style="font-family: arial;">αισθήσεων συνενώνεται ισάξια με τον εσωτερικό κόσμο της φαντασίας και του </span><span style="font-family: arial;">πνεύματος του αφηγητή. </span><span style="font-family: arial;">Για τη σελήνη λέει: </span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><i><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">[...] από τη στιγμή που η νύχτα πέφτει, αρχίζει μια άλλη ιστορία. Το λόγο τον αποκλειστικό τον έχει - ποιος άλλος; - η Σελήνη. Σ' αυτήν η γη της Αιολίδας, που τα λησμονά όλα σαν όμορφη και άπιστη ερωμένη, παραδίνεται χειροπόδαρα. <b>Διαθέτει άλλωστε η Μυτιλήνη μια δική της ιδιωτική Σελήνη, κληρονομιά νομίζω της Σαπφώς, που δεν έχει καμιά σχέση με την άλλη που μελετούν οι σοφοί και πασχίζουν να εξουσιάσουν. Είναι πολύ πιο μεγάλη από την κανονική, σχεδόν η διπλή, κατακόκκινη και πριονισμένη απ’ το ’να πλάι, με μια μεγάλη μουτζούρα στο μάγουλο, ίδια βάγια των παλιών παραμυθιών. Και βγαίνει πάντοτε αργά, πλαγιαστά, αναδίνοντας άχνες και κυλώντας επάνω στις κορυφογραμμές των λόφων, χωρίς να πέφτει ποτέ της εντελώς ως κάτου στις </b></span><span style="font-family: arial;"><b>κοιλάδες με τα λιόφυτα.</b></span></span></i></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Από χίλιες μεριές τότε, από τά κρυμμένα πίσω από τις καλαμιές μποστάνια, τις απόμαχες σάπιες ψαρόβαρκες, τους σκαρφαλωμένους στα ύψη Προφητηλίες, δίνεται τό σήμα, κι ευθύς όλα τα στοιχεία του νησιού αρχινάνε να τρέμουν, ν' αναβοσβήνουν, να μυρμηδίζουν, καθώς μυριάδες τριζόνια. Ύστερα η σιωπή παίρνει ολόκληρο το νόημά της, που σημαίνει, αποχτά ένα βάθος άπέραντο, με φανταστικά τοιχώματα έξαιρετικά ευαίσθητα, οπού και το παραμικρό έντομο να γίνεται ακουστό αιπό χιλιάδες χιλιόμετρα. Είναι αυτό άλλωστε και τό μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Γιατί κατά τα άλλα — τις αντιδράσεις της Σελήνης, και τ’ αποτελέσματα της πορείας της, τα νιώθεις διαφορετικά εντελώς, ανάλογα με το μέρος οπού θα τύχει να βρεθείς.</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Αλλά εκεί που, πραγματικά, τα δεσμά του χρόνου λύνονται κι η ίδια η βαρύτητα της γης αισθάνεσαι ν' αντισταθμίζεται σαν από ισχυρή ουράνια έλξη, έτσι που όλα τα πράγματα ν' αποχτούν μιαν απίστευτη αλαφράδα και μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση, σαν άλλα νυχτερινά πλάσματα του Θεοτοκόπουλου, είναι, χωρίς αμφιβολία, στον κόλπο της Γέρας. <br /></i></span><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Και μήτε πια που σκέφτεσαι να πεις μια καλησπέρα. Δεν ξέρεις αν υπάρχεις για τους άλλους, αν σε βλέπουν καν, αν ακούνε καθόλου τα φωνή σου. Κι ύστερα είναι που τα λόγια σου πια δεν τα ορίζεις. Κι αν κάνεις ότι α νοίγεις το στόμα σου νιώθεις ότι θα βγούνε κάτι παλιά αιολικά, όλο άλφα καί νυ, κάτι <b>ταν απάλαν Σελάναν — ταν Μυτιλάναν</b>, και τότε, αλήθεια, είναι φόβος όλα τα κατασιγασμένα στοιχεία του νησιού, οι ρυτιδιασμένοι κορμοί των δέντρων, οι πέτρες της ξερολιθιάς, τα αρχέγονα λιοτριβειά, τα μαγκάνια, να σκιρτήσουν ακούγοντας το αληθινό τους όνομα, ν’ αναγνωρίσουν τη μαγική φωνή και ν' αναποδογυρίσουν, θέλω να πω, να φέρουν κυριολεκτικά μέσα-έξω το Χρόνο. Που το απίθανο θα γινότανε πιθανό. Τα σαντάλια της Μνασιδίκας θα ηχούσανε πάλι κάτω απ’ τα φυλλώματα, και η Μίκα, η Γυρίννω, η Ανακτορία, με τις λαμπρές πόρπες στη μέση τους, θα υψώνανε τα γυμνά μπράτσα για ν’ αρχίσουν άλλη μια φορά να τραγουδάν τα Επιθαλάμια:</i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— παρθενία, παρθενία, ποῖ με λίποισ’ αποίχηι;</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— οὐκέτι ἤξω πρὸς σέ, οὐκέτι ἤξω.</i></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Οδυσσέας Ελύτης, Ο ζωγράφος Θεόφιλος, σελ. 262-265, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, 1987.</span></div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVFVzgis72iehOnCkUxW_HBwuTWY_QadtItp1VAI1dTwCJGG9Xik1jUFmwt_kgxNlOkltbFOUmeVe0Ck_jIo34d7EKjRutWcLd1zoJk8LrFpIa2FbEe22J7O5lUM9yNSDd9ny_Fevxnj7jv9OKXYE_MOq_ub9KE40_bitJGLPtKyJuBgHvFLnfecwZOuc/s1510/%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CF%80%CE%BF%CF%82%20%CE%93%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82.tif"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVFVzgis72iehOnCkUxW_HBwuTWY_QadtItp1VAI1dTwCJGG9Xik1jUFmwt_kgxNlOkltbFOUmeVe0Ck_jIo34d7EKjRutWcLd1zoJk8LrFpIa2FbEe22J7O5lUM9yNSDd9ny_Fevxnj7jv9OKXYE_MOq_ub9KE40_bitJGLPtKyJuBgHvFLnfecwZOuc/w640-h444/%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CF%80%CE%BF%CF%82%20%CE%93%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%82.tif" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο κόλπος της Γέρας, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #0b5394; font-size: medium;">ΠΗΓΕΣ</span></b></div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><b>Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996</b></span></li></ul></span><b><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1987.</span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li>Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1992.</li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Μαρία Βερρή, Σαπφώ: Η «μακρινή εξαδέλφη» του Ελύτη, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2020</span></li></ul></span></b></div><div><br /></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-13011367406277559832023-09-19T07:40:00.000+03:002023-09-19T07:42:06.841+03:00Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό.<div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiJyHnD4XKGEc4HfZ2OJjzkosVLPwjrpmhUrZi2iz_meIvVJNyFszBUn1_3YpFm3MfDUJZN62toIv_KAHp1lQ3FyFFOJqF1NYh6jm7amFP8WyUKOy0fDtGq1v3ZKeu4mi1tNSqQ8xyxnQ0xx0xa80ZomU7-V-33RbQ4Pfn3dTyQEKDUj7ufR9Vv3D-H5rQ/s980/7OQNLAANZZAZZARMTPEOAVHPPU.jpg" style="font-family: arial;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiJyHnD4XKGEc4HfZ2OJjzkosVLPwjrpmhUrZi2iz_meIvVJNyFszBUn1_3YpFm3MfDUJZN62toIv_KAHp1lQ3FyFFOJqF1NYh6jm7amFP8WyUKOy0fDtGq1v3ZKeu4mi1tNSqQ8xyxnQ0xx0xa80ZomU7-V-33RbQ4Pfn3dTyQEKDUj7ufR9Vv3D-H5rQ/w640-h430/7OQNLAANZZAZZARMTPEOAVHPPU.jpg" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Ο Italo Calvino, φωτογραφημένος στη βεράντα του σπιτιού του στη Ρώμη τον Δεκέμβριο του 1984. </div><div style="text-align: center;">GIANNI GIANSANTI (GAMMA-RAPHO ΜΕΣΩ GETTY IMAGES)</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο </b></span><br /><div><br /><div><span style="font-family: arial;">Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο, ενός από τους τελευταίους κλασικούς της ιταλικής λογοτεχνίας. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Ίταλο Καλβίνο γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1923 στην Κούβα, στη μικρή πόλη του Σαντιάγο ντε Λας Βέγκας, κοντά στην Αβάνα, όπου ο πατέρας του, Μάριο, γεωπόνος από τη Λιγουρία με διεθνή φήμη, και η μητέρα του, Εβα Μαμέλι, βοτανολόγος από τη Σαρδηνία, πραγματοποιούσαν κάποια γεωπονικά πειράματα. Στο «Περί της υπερπόντιας γέννησής μου» ο συγγραφέας θα γράψει σχετικά: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«...διατηρώ μόνο ένα πολύπλοκο ληξιαρχικό στοιχείο […], κάποιες αποσκευές οικογενειακών αναμνήσεων, και το βαφτιστικό μου όνομα το οποίο η μητέρα μου, επειδή περίμενε ότι θα με μεγάλωναν σε ξένη γη, ήθελε να μου δώσει για να μην ξεχάσω τη γη των προγόνων και που, αντίθετα, στην πατρίδα ακούγεται εθνικιστικό».</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggAZp6iuZs1WryjringBaOF9XRE4AVUcP6-gzvWC0aPr88qQ3wceAiQTHNjfQ12gpIxIjHgeQpvzb9cpvBrvAUnKc9uX0uq7YVUOu7Cj3OJh8uA8l-RWUfKbLa2wgmrE6yNuBCvtiYjRtishwoCdd0SNHIoPpxT18b6oNRzRUVUDChiKfLbrLVtYk-JJ0/s660/378224664_355504066816151_5951856349489107590_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggAZp6iuZs1WryjringBaOF9XRE4AVUcP6-gzvWC0aPr88qQ3wceAiQTHNjfQ12gpIxIjHgeQpvzb9cpvBrvAUnKc9uX0uq7YVUOu7Cj3OJh8uA8l-RWUfKbLa2wgmrE6yNuBCvtiYjRtishwoCdd0SNHIoPpxT18b6oNRzRUVUDChiKfLbrLVtYk-JJ0/w640-h418/378224664_355504066816151_5951856349489107590_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Italo Calvino, στην αγκαλιά του πατέρα του Mario και της μητέρας του, Eva Mameli, το 1925.</div><div style="text-align: center;">______________</div><br /><div style="text-align: left;">Το 1925 η οικογένεια επιστρέφει στο Σαν Ρέμο, γενέθλια πόλη του πατέρα, ο οποίος κλήθηκε να διευθύνει τον Πειραματικό Σταθμό Ανθοκομίας, όπου φοιτούν νέοι απ' ολον τον κόσμο. Τα χρόνια της εφηβείας χαρακτηρίστηκαν από εκπαίδευση λαϊκή, ορθολογιστική και διαφωτιστικής φύσης, η οποία του μεταλαμπαδεύτηκε από τους γονείς του και από την έντονη σχέση με τη φύση: τη φύση γύρω από τον Βίλα Μεριντιάνα, στην οποία διέμενε η οικογένεια και εκείνη των δασών των Προάλπεων της Λιγουρίας.</div></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, που διέφερε αρκετά από την υπόλοιπη Ιταλία την εποχή που ήμουν παιδί: το Σαν Ρέμο εκείνο τον καιρό ήταν ακόμα γεμάτο από γέρους Εγγλέζους, από Ρώσους δούκες, από ανθρώπους εκκεντρικούς και κοσμοπολίτες. Αλλά και η οικογένεια μου ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη οικογένεια για το Σαν Ρέμο και γενικότερα την Ιταλία της εποχής: επιστήμονες, λάτρεις της φύσης, ελεύθεροι διανοητές...»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σε συνέντευξή του στον Alexander Stille, το 1985, μιλάει για τη σχέση του με τη φύση: <div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">«Αν το έργο μου είχε κάποια σχέση με τη φύση, οφειλόταν σε ένα είδος νοσταλγίας για έναν κόσμο που έχασα και τον οποίο προσπαθώ να ανακτήσω μέσω της λογοτεχνίας….</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Πέρασα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια μέσα στη φύση. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και η δουλειά του ήταν να κάνει γεωργικά πειράματα. Η μητέρα μου ήταν βοτανολόγος και γενετίστρια. Ζούσαμε στο Σαν Ρέμο, σε μια βίλα γεμάτη εξωτικά φυτά, και είχαμε ένα μικρό αγρόκτημα. Ο πατέρας μου, ο οποίος είχε περάσει πολλά χρόνια στο Μεξικό και την Κούβα, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αβοκάντο και γκρέιπφρουτ στην Ιταλία. Μόλις έφτασε στο Μεξικό, έστειλε σπόρους αβοκάντο στο Σαν Ρέμο. Σήμερα είναι πολύ γνωστά στην Ιταλία, αλλά εκείνη την εποχή, στις δεκαετίες του 1920 και 1930, η κατανάλωση αυτών των εξωτικών φρούτων φαινόταν μια εκκεντρικότητα της οικογένειας Καλβίνο.»</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjztqnGISFKZ-GjgUGjGuEdCxK2qCM0if7luikdWphEhGcF2weVB9l9461cFRlLsiUs-YZWgUtOCnTqs9xGNCt2pND2PekAYsAuGeLY-0deHYtTE6IY6ZhJU-ofUsQSq_w0aZ-Te46SrCCYF9_jsZ2IUTLHS28PUSr04AbCfQrqySBR-E459HcOez8jDi0/s694/Famiglia_Calvino.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjztqnGISFKZ-GjgUGjGuEdCxK2qCM0if7luikdWphEhGcF2weVB9l9461cFRlLsiUs-YZWgUtOCnTqs9xGNCt2pND2PekAYsAuGeLY-0deHYtTE6IY6ZhJU-ofUsQSq_w0aZ-Te46SrCCYF9_jsZ2IUTLHS28PUSr04AbCfQrqySBR-E459HcOez8jDi0/w554-h640/Famiglia_Calvino.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η οικογένεια Καλβίνο φωτογραφημένη στον κήπο της Βίλα Μεριντιάνα το 1938.</div></span><div style="text-align: center;">_______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Τελειώνοντας το λύκειο γράφεται το 1941 στη σχολή της γεωπονικής του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Το 1943 αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασιστική Δημοκρατία του Σαλό και μένει για πολλούς μήνες κρυμμένος μακριά από το σπίτι του. </span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Το 1944 γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι αμέσως μετά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, αποφασίζει να μπει στο αντάρτικο, στη δεύτερη μεραρχία «Γκαριμπάλντι», που πολεμά τους ναζιφασίστες στην περιοχή των Άλπεων, στα σύνορα με τη Γαλλία. Οι γονείς του συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Η κομμουνιστική μου επιλογή δεν στηριζόταν σε ιδεολογικές παραμέτρους [...]. Ένιωθα πως εκείνη τη στιγμή το μόνο που μετρούσε ήταν η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν τότε η πιο δραστήρια και οργανωμένη δύναμη».</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η παρτιζάνικη περίοδος είναι σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά έντονη. <i><span style="color: #800180;">«Έζησα μια σειρά από ανεκδιήγητες περιπέτειες και κινδύνους, γνώρισα τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει να δραπετεύεις από τη φυλακή, βρέθηκα πολλές φορές στο χείλος του θανάτου. Είμαι όμως ικανοποιημένος με τα όσα έζησα, με τις εμπειρίες που συσσώρευσα, θα ήθελα μάλιστα να είχα ζήσει ακόμα περισσότερες...»</span></i></span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Με την Απελευθέρωση επιστρέφει στο Τορίνο, στις πανεπιστημιακές του σπουδές, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά στις γραμμές του IKK. Γνωρίζεται με το συγγραφέα Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος γίνεται ο πρώτος αναγνώστης των γραπτών του. Με την επιμονή του Παβέζε δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα και βλέπει να του ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες των λογοτεχνικών κύκλων του Τορίνο. Η αυτοκτονία του Παβέζε στις 29 Αυγούστου 1950 θα σημαδέψει ωστόσο βαθιά τη ζωή και τη συνείδηση του εικοσιεπτάχρονου Καλβίνο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το 1957, μετά την καταστολή της αντισοβιετικής εξέγερσης στην Ουγγαρία τον προηγούμενο χρόνο, ο συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ενώ συνεχίζει να παρατηρεί ενεργά το εθνικό και διεθνές πολιτικό – κοινωνικό σκηνικό. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ταυτόχρονα ο Καλβίνο ξεκινά να ταξιδεύει, χτυπημένος –όπως λέει χιουμοριστικά– από «δρομομανία» (νευρωτική τάση για συνεχόμενη κίνηση). Ανάμεσα στο 1959 και το 1960 μένει για έξι μήνες στις ΗΠΑ και στη συνέχεια περνά μεγάλες περιόδους στη Ρώμη, στο Σαν Ρέμο, στο Τορίνο (στο οποίο πηγαίνει δύο φορές τον μήνα για να τακτοποιεί τις δουλειές στον εκδοτικό οίκο Einaudi) και στο Παρίσι. Εκεί, το 1962, γνωρίζει την Έστερ Τζούντιθ Σίνγκερ, γνωστή ως Τσιτσίτα, Αργεντινή με καταγωγή από τη Ρωσία, μεταφράστρια αγγλικών της Unesco. Παντρεύτηκαν το 1964 στην Κούβα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο γενέθλιο τόπο του συγγραφέα, κι έπειτα μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε η μοναδική κόρη τους, Τζοβάννα.</span></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFzolzHM-GbOWnZBcdGYzrFbWTVrYbbjQ5IWGpvxIovMaVmsdFjX6v05UvU8asbLkZZxD0kg5YLeIbAD_4cXwnS4TqURxKCF0LcwgW7wbbB0bnhXTqrlD7xGQEWKX9rp4shd07lD-JMDQCn6u6bX4GFdETRwBMjE1zZFrGd4Pm65v91liFWn5YqJSMkgI/s460/377679131_685942373089537_491054492020592305_n.jpg"><img border="0" height="384" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFzolzHM-GbOWnZBcdGYzrFbWTVrYbbjQ5IWGpvxIovMaVmsdFjX6v05UvU8asbLkZZxD0kg5YLeIbAD_4cXwnS4TqURxKCF0LcwgW7wbbB0bnhXTqrlD7xGQEWKX9rp4shd07lD-JMDQCn6u6bX4GFdETRwBMjE1zZFrGd4Pm65v91liFWn5YqJSMkgI/w640-h384/377679131_685942373089537_491054492020592305_n.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο Italo Calvino στο Παρίσι, Saint Germain des Prés, 5 Δεκεμβρίου 1974 </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">(Photo by Sophie Bassouls)</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">____________</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το 1967 ο Καλβίνο μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου έμεινε έως το 1980. Στη γαλλική πρωτεύουσα βρήκε ένα είδος καταφυγίου, έναν τόπο γαλήνης που του επέτρεπε να συγκεντρωθεί: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Ως συγγραφέας μπορώ να πραγματοποιήσω ένα μέρος της δουλειάς μου στη μοναξιά, δεν έχει σημασία πού, αν θα είναι σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση της εξοχής ή σε ένα νησί, κι αυτό το εξοχικό σπίτι εγώ το έχω στο κέντρο του Παρισιού».</i></span></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Ο Καλβίνο γυρνά το 1980 στη Ρώμη (η Βίλα Μεριντιάνα στο Σαν Ρέμο είχε πουληθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1978), όπου μετά από σαράντα χρόνια πιστής συνεργασίας με τον εκδοτικό οίκο Einaudi, συνέχισε την εκδοτική του δραστηριότητα για έναν άλλο εκδότη: τον Garzanti. </div><div><br /></div><div>Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1985 εργάζεται για έναν κύκλο ομιλιών που θα λάμβανε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αλλά στις 6 Σεπτεμβρίου παθαίνει οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο στη βίλα του στην Τοσκάνη, κοντά στο Καστιλιόνε ντελλα Πεσκάια (επαρχία του Γκροσσέτο). <b>Μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο της Σιένα, πέθανε τη νύχτα μεταξύ 18 και 19 Σεπτεμβρίου.</b></div></span></div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiKr_vnMgirZ3WdjCyKPVNE2jbwclEDSdTId7LwX8SzrwrGRpZfAEKpScMtvmRVjSNhJoIUt50NGX0p1UVQdYK9wsx1WUfwXhU_90IMatKxwV7BMrLJQCMUhaPzDfxXYxb0HgGH-LokmYhqOhV8mJO9-gKJNOCKYDg5WIceHFZ0O1i-46ibgyWAUcMHzYY/w424-h640/52ffc69a2edf8a6c071c637d35dfc1c7.jpg" style="font-family: arial;" /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Tullio Pericoli, Italo Calvino, 1987</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">__________</span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ίταλο Καλβίνο, ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που μακραίνει στα παρελθόντα... </b></span></div></div><p><span style="font-family: arial;">Τον Φεβρουάριο του 1984, ο Ίταλο Καλβίνο επισκέφτηκε την Αθήνα, με την ευκαιρία μιας διάλεξης που είχε προσκληθεί να δώσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Η αυτοβιογραφία, που συνέταξε ο ίδιος ειδικά για το αφιέρωμα του </span><span style="font-family: arial;">περιοδικού <a href="https://issuu.com/hartismag/docs/h11s" target="_blank">Χάρτης</a>, δημοσιεύτηκε, μεταφρασμένη από τον Τάσο Δενέγρη, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα και μελετήματα για το έργο του. </span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><a href="https://www.hartismag.gr/hartis-20/afierwma/italo-kalbino" target="_blank">Καλβίνο, Αθήνα 1984, του Δημήτρη Καλοκύρη</a></div><div style="text-align: right;">_____________</div></span><p><span style="font-family: arial;"><i>Μου ζητάτε ένα βιογραφικό σημείωμα, κάτι δηλαδή που με φέρνει πάντοτε σε δύσκολη θέση. Τα βιογραφικά ή ακόμη και τα ληξιαρχικά στοιχεία είναι αυτά που κανείς τα θεωρεί ό,τι πιο δικό του και, από τη στιγμή που θα τα δηλώσεις, είναι σα να υποβάλλεσαι σε ψυχανάλυση. (Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η γνώμη μου, γιατί δεν έχω ποτέ ψυχαναλυθεί).</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Αρχίζω με το γεγονός ότι <b>γεννήθηκα στον αστερισμό του Ζυγού, γι' αυτό μέσα στον χαρακτήρα μου η ισορροπία και η ανισορροπία αλληλοδιορθώνουν τις καταχρήσεις τους.</b> Γεννήθηκα τον καιρό που οι γονείς μου ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στην πατρίδα, ύστερα από χρόνια που είχαν περάσει στην Καραϊβική: <b>από κει βγαίνει και η γεωγραφική αστάθεια που με κάνει συνέχεια να επιθυμώ έναν άλλο τόπο.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><b>Η γνώση των γονιών μου συνέκλινε στο φυτικό βασίλειο, στα θαύματα καί στις αρετές του. Εγώ, γοητευμένος από μιαν άλλη βλάστηση, την βλάστηση των γραμμένων φράσεων, γύρισα την πλάτη σε όσα εκείνοι θα μπορούσαν να μου μάθουν. Εξίσου άγνωστη μού έμεινε και η γνώση του ανθρώπου.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία μέχρι τη νεότητα σε μια πόλη της Ριβιέρας, περιορισμένη στη στενή της ζωή. Τόσο η θάλασσα που ήταν κλεισμένη σ' έναν κόλπο όσο και το βουνό, μου έδιναν την εντύπωση της σιγουριάς και της προστασίας. Από την Ιταλία με χώριζε μια λεπτή λουρίδα μιας παραθαλάσσιας οδού, από τον κόσμο ένα κοντινό σύνορο. Η έξοδος απ' αυτόν τον προστατευτικό κλοιό ήταν για μένα η επανάληψη του τραύματος τής γέννας, μα μόλις τώρα το καταλαβαίνω.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Μεγαλωμένος στα χρόνια της δικτατορίας [του Μουσολίνι], κληρωτός στα τέλη τού Παγκοσμίου Πολέμου, <b>απόκτησα τη βεβαιότητα πώς η ειρήνη και η ελευθερία στη ζωή είναι κάτι τυχαίο και εύθραυστο, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σου αφαιρεθεί.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Στα πλαίσια αυτής της έμμονης ιδέας, η πολιτική έπιασε ένα ίσως υπερβολικά μεγάλο μέρος των νεανικών μου ανησυχιών. Λέω υπερβολικά για τα δικά μου μέτρα, για ό,τι χρήσιμο θα μπορούσα να δώσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που ενώ φαίνονται να είναι μακριά από την πολιτική, μετρούν πολύ περισσότερο ως επιρροή στην ιστορία (και στην πολιτική ιστορία) των ανθρώπων και των χωρών.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><b>Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ένιωσα να με καλεί η μεγάλη πόλη, και ήταν κάτι πιο δυνατό από τις επαρχιακές μου καταβολές. Έτσι, για ένα διάστημα βρέθηκα να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ Μιλάνου και Τορίνου.</b> Η επιλογή του Τορίνου θα είχε σίγουρα τους λόγους της και δεν έγινε χωρίς συνέπειες: Τώρα έχω ξεχάσει και τους μεν και τις δέ αλλά για πολλά χρόνια σκεφτόμουν πως αν είχα διαλέξει το Μιλάνο όλα τώρα θα ήταν διαφορετικά.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Γρήγορα δοκίμασα την τέχνη της γραφής. Δεν συνάντησα δυσκολίες για να εκδώσω. Βρήκα αμέσως κατανόηση και εύνοια. Άργησα όμως να καταλάβω και να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><b>Δουλεύοντας σε εκδοτικό οίκο, αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα βιβλία των άλλων παρά στα δικά μου. Δεν παραπονιέμαι: οτιδήποτε αποβαίνει χρήσιμο στη ζωή του κοινωνικού συνόλου είναι ενέργεια που ξοδεύτηκε σωστά.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Από το Τορίνο, που είναι πόλη σοβαρή αλλά μελαγχολική, συνέβαινε να ξεγλιστράω συχνά και να πηγαίνω στη Ρώμη. (Οι μόνοι άλλωστε Ιταλοί που έχω ακούσει να μη μιλούν αρνητικά για τη Ρώμη είναι οι Τορινέζοι). Κι έτσι, η Ρώμη ίσως ήταν ή πόλη της Ιταλίας πού έχω ζήσει περισσότερο χωρίς ποτέ να διερωτηθώ γι' αυτό. <b>Για μένα ιδεώδης τόπος είναι αυτός όπου είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος. Γι' αυτό, το Παρίσι είναι η πόλη όπου παντρεύτηκα, έκανα σπιτικό, μεγάλωσα μια κόρη. Ακόμη κι η γυναίκα μου είναι ξένη [από την Αργεντινή]: Οι τρεις μας μιλάμε τρεις διαφορετικές γλώσσες! Όλα μπορούν ν' αλλάξουν εκτός από τη γλώσσα που είναι μέσα μας ή μάλλον από τη γλώσσα που μας έχει μέσα της, αυτόν τον κόσμο που είναι πιο αποκλειστικός και καθοριστικός κι απ' την κοιλιά της μάνας.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Βλέπω πως σ' αυτή την αυτοβιογραφία επέμεινα στη γέννηση ενώ για τις διαδοχικές φάσεις μίλησα σαν κάτι που πρόκειται να βγει στο φως και τώρα τείνω να γυρίσω ακόμη πιο πίσω, στον κόσμο πριν από τη γέννηση.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Αυτός είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε κάθε αυτοβιογραφία που έχει την έννοια της εξερεύνησης των ριζών, όπως αυτή του Τρίστραμ Σάντι που μακραίνει στα παρελθόντα κι όταν φτάνει στο σημείο από όπου θα 'πρεπε ν’ αρχίσει την ιστόρηση της ζωής του, δεν βρίσκει πια τίποτε να πει.</i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjKYnOzIIBAu8lXob1VgrQgZdnmeufxLoAUpo7rYrNRHxAGf08sazr9-DfaWFPIZCIZGEfXhufsSYzjxPVnzV9_ChVx1vLQa2OybBiszdKmJPN0WgLuJi6P3Bm35F2YYtt-M2P8xEPSARizxgypDfzBPs9JsnaprrQuFIxT0odebkE3sslNjc5PCOQhN0/s752/e9432cf9c761d0ec2eafa943240f6fb2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjKYnOzIIBAu8lXob1VgrQgZdnmeufxLoAUpo7rYrNRHxAGf08sazr9-DfaWFPIZCIZGEfXhufsSYzjxPVnzV9_ChVx1vLQa2OybBiszdKmJPN0WgLuJi6P3Bm35F2YYtt-M2P8xEPSARizxgypDfzBPs9JsnaprrQuFIxT0odebkE3sslNjc5PCOQhN0/w480-h640/e9432cf9c761d0ec2eafa943240f6fb2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Italo Kalvino (llustration by Daniele Castellano)</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη» </b></span></span><p><b><span style="font-family: arial;">Το βιβλίο </span><span style="font-family: arial;">«</span><span style="font-family: arial;">Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη</span><span style="font-family: arial;">»</span><span style="font-family: arial;"> του Ίταλο Καλβίνο </span></b><span style="font-family: arial;"><b>πρωτοεκδόθηκε το 1963, στο Τορίνο, από τις Εκδόσεις Einaudi με εικονογραφήσεις του Σέρτζιο Τοφάνο</b>. Το κείμενο της παρουσίασης (που πιθανότατα γράφτηκε από το συγγραφέα) λέει: </span></p><p><i><span style="color: #800180; font-family: arial;">«Μέσα σε μια πόλη από τσιμέντο και άσφαλτο ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση. Μα υπάρχει ακόμα η φύση; Η φύση που βρίσκει είναι περιφρονητική, παραμορφωμένη, έχει συμβιβαστεί με την τεχνητή ζωή. Ο Μαρκοβάλντο, αστείος και μελαγχολικός ήρωας, είναι πρωταγωνιστής μιας σειράς σύγχρονων παραμυθιών που παραμένουν πιστά σε μια κλασική αφηγηματική δομή: των ιστοριών σε κόμικς που εμφανίζονται σε παιδικά περιοδικά».</span></i></p><p><span style="font-family: arial;">Τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή διαγράφονται μόλις και μετά βίας: είναι ένας απλός ανθρωπάκος, κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, εργάζεται χειρωνακτικά σαν αχθοφόρος σε μια εταιρεία, είναι η τελευταία ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων, όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, με μία μόνο ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Άνθρωπος της Φύσης», ένας «Αγαθός Άγριος» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη. Ο τόπος από τον οποίο ήρθε στην πόλη, το «αλλού» το οποίο νοσταλγεί, δεν αναφέρεται· θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «μετανάστη», παρόλο που η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ μέσα στο κείμενο· ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, θα ήταν ανακριβής, διότι όλοι σ' αυτά τα </span><span style="font-family: arial;">διηγήματα μοιάζουν «μετανάστες» σ' έναν ανοίκειο κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν.</span></p><p><i><span style="font-family: arial;"></span></i></p><p><span style="font-family: arial;">Η καλύτερη παρουσίαση του ήρωα υπάρχει στο πρώτο διήγημα «</span><span style="font-family: arial;">Μανιτάρια στην πόλη</span><span style="font-family: arial;">»: </span></p><p><i style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;">«Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσήλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε επάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξης του».</span></i></p><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.</span></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAZeV-UqK6K6RougLFDnT_Z0Lr8FKcsDMQLjopa73sMEuMkNO1oKn21UerAOJKz4gtl0CnQH6eVntp6cIdkvRFGy_p8tmT_-kwowthe-BMcUFjoGC-Sj_hskOQhI408AO9IN92I4OdwFio1MeUDR2x0fVHW1BotkfCbQvO9LiTe-rniINNIJHtBmQfYnk/s600/b17afa676d434b9f697dccf110a31bd3.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAZeV-UqK6K6RougLFDnT_Z0Lr8FKcsDMQLjopa73sMEuMkNO1oKn21UerAOJKz4gtl0CnQH6eVntp6cIdkvRFGy_p8tmT_-kwowthe-BMcUFjoGC-Sj_hskOQhI408AO9IN92I4OdwFio1MeUDR2x0fVHW1BotkfCbQvO9LiTe-rniINNIJHtBmQfYnk/w472-h640/b17afa676d434b9f697dccf110a31bd3.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Για να τονιστεί ο μυθικός χαρακτήρας τους, <b>οι ήρωες αυτών των σκηνών της σύγχρονης ζωής —που είναι οδοκαθαριστές, νυχτοφύλακες, άνεργος αποθηκάριοι— έχουν ονόματα πομπώδη, μεσαιωνικά, σαν ήρωες μεσαιωνικού επικού ποιήματος</b>, αρχίζοντας από τον πρωταγωνιστή. Μόνο τα παιδιά έχουν συνηθισμένα ονόματα, ίσως επειδή εμφανίζονται όπως είναι και όχι σαν καρικατούρες.</span></p><p><span style="font-family: arial;"><b>Η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ: από μερικές απόψεις θα μπορούσε να είναι το Μιλάνο, από άλλες (που ορίζονται από το ποτάμι και τους </b></span><span style="font-family: arial;"><b>λόφους) αναγνωρίζουμε το Τορίνο (πόλη όπου ο συγγραφέας πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του).</b> Η ασάφεια αυτή ήταν, οπωσδήποτε, σκόπιμη εκ μέρους του συγγραφέα, για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι <b>δεν πρόκειται για μια πόλη αλλά για την πόλη, την οποιαδήποτε βιομηχανική μητρόπολη, τη γενική και τυπική, όπως γενικές και τυπικές είναι οι ιστορίες που μας αφηγείται.</b></span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="font-family: arial;"><b>Ακόμα πιο ακαθόριστη είναι η εταιρεία, η επιχείρηση όπου εργάζεται ο Μαρκοβάλντο: </b>δε θα μάθουμε ποτέ ποια είναι τα προϊόντα της, τι είδη πουλάει κάτω από το μυστηριώδη τίτλο «Sbav» ούτε τι περιέχουν τα κιβώτια που οχτώ ώρες την ημέρα φορτώνει και ξεφορτώνει ο Μαρκοβάλντο. <b>Είναι η εταιρεία, η επιχείρηση, σύμβολο όλων των εμπορικών οίκων, των επιχειρήσεων, των ανωνύμων εταιρειών, κάθε εργοστασιακής φίρμας που βασιλεύει στα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής μας.</b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Μια μελαγχολική απόχρωση υποβόσκει στο βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχήμα των κωμικών ιστοριών στάθηκε απλώς ένα σημείο εκκίνησης για το συγγραφέα, που, διευρύνοντάς το, αφέθηκε στην πικρή και πονεμένη λυρική του φλέβα. Ωστόσο <b>ο Μαρκοβάλντο, παρ' όλες του τις αποτυχίες, δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος· είναι διαρκώς πρόθυμος ν’ ανακαλύψει σ’ έναν κόσμο που του είναι εχθρικός μια σχισμή προς έναν κόσμο φτιαγμένο στα δικά του μέτρα, δεν καταθέτει τα όπλα, είναι πάντοτε έτοιμος να ξαναρχίσει. </b>Φυσικά το βιβλίο δε μας καλεί να αφεθούμε σε μια στάση επιφανειακής αισιοδοξίας: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στερηθεί την αρμονία ανάμεσα στον εαυτό του και στο περιβάλλον όπου ζει και η επίλυση αυτής της δυσαρμονίας είναι δυσκολότατο εγχείρημα, οι ειδυλλιακές και εύκολες ελπίδες αποδεικνύονται πάντοτε φρούδες. <b>Η στάση, όμως, που επικρατεί είναι η επίμονη, η στάση της μη εγκατάλειψης.</b></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjb9WYntDXVZztKbA2TILyqWQn0pQA5jPLvvwHMEUunWh_B2doumL4T709HJFckZ1GVTM4PUcepl1I7Ob8r4Afkpp53MYmubzwzW5cudRMfosGLkIw9YA2Lq5FxDG_kZoYl-_A5VXLVzLI51iRiNlxhXyd4wEnN7GIHJFNusiXaj2ospDhWk3IigVB1p9I/s622/marcovaldo-alessandro-sanna-4.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjb9WYntDXVZztKbA2TILyqWQn0pQA5jPLvvwHMEUunWh_B2doumL4T709HJFckZ1GVTM4PUcepl1I7Ob8r4Afkpp53MYmubzwzW5cudRMfosGLkIw9YA2Lq5FxDG_kZoYl-_A5VXLVzLI51iRiNlxhXyd4wEnN7GIHJFNusiXaj2ospDhWk3IigVB1p9I/w442-h640/marcovaldo-alessandro-sanna-4.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Μαρκοβάλντο με τα μάτια του Alessandro Sanna.</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><b>Ποια είναι, άραγε, η θέση αυτού του βιβλίου απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει; </b> Νοσταλγία, θρήνος για ένα χαμένο, ειδυλλιακό κόσμο; Μια ερμηνεία με αυτό το πρίσμα, το κοινό σε μέγα μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, που καταδικάζει το απάνθρωπο του «βιομηχανικού πολιτισμού» εν ονόματι της λαχτάρας για το παρελθόν, θα ήταν υπερβολικά εύκολη. Όμως, αν προσέξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι εδώ <b>η κριτική του «βιομηχανικού πολιτισμού» συνοδεύεται από μια εξίσου αυστηρή κριτική των ονείρων για «χαμένους παραδείσους».</b> Τ<b>ο «βιομηχανικό» και το «αγροτικό» ειδύλλιο αποτελούν ταυτόχρονους στόχους: όχι μόνο είναι αδύνατη η «επιστροφή προς τα πίσω», αλλά κι αυτό το «πίσω» δεν υπήρξε ποτέ, είναι μια πλάνη. Η αγάπη του Μαρκοβάλντο για τη φύση είναι μια αγάπη που μπορεί να νιώσει μόνο ο άνθρωπος της πόλης: για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για την επαρχιώτικη καταγωγή του· αυτός ο ξένος προς την πόλη είναι ο κατεξοχήν αστός.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σ’ αυτό το βλέμμα προς τον κόσμο, το τόσο κριτικό για τις καταστάσεις και τα πράγματα, αλλά και τόσο σπλαχνικό για τους ανθρώπους και όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, έγκειται το δίδαγμα του βιβλίου, αν μπορούμε να ονομάσουμε «δίδαγμα» αυτή την τόσο διακριτική και υπόγεια, αλλά αναμφισβήτητη, διδασκαλική φλέβα του συγγραφέα, η οποία είναι διαρκώς ανοιχτή σε ποικίλες εναλλακτικές λύσεις.</span></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"> (Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)</span></div><p></p><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEht2Ve7mZ-eGF5R83FrfuEQsJrS9MLo25wUHd0vm27dsVXetdmI_ZATTZ4Tsv_saUnfaQPYbVQch0szRMpu-d3Qagw963uyoov6IVZJ6rXAVud4aPOT_cpx2tw5T6mXstzB7no3pICSl-0NchRcJcv__P-Jm7PZ8MvkT4sBwLJQBz3r6ndFn4gPy5VUs2s/s800/3746e45e4c0715bda3c60004cb28a112.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEht2Ve7mZ-eGF5R83FrfuEQsJrS9MLo25wUHd0vm27dsVXetdmI_ZATTZ4Tsv_saUnfaQPYbVQch0szRMpu-d3Qagw963uyoov6IVZJ6rXAVud4aPOT_cpx2tw5T6mXstzB7no3pICSl-0NchRcJcv__P-Jm7PZ8MvkT4sBwLJQBz3r6ndFn4gPy5VUs2s/w640-h524/3746e45e4c0715bda3c60004cb28a112.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Italo Calvino (Copyright © 2023 Marco Ventura)</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το δάσος στην εθνική οδό.</b></span></span><p></p><p><span style="font-family: arial;"><b>Στους παγερούς μεταπολεμικούς χειμώνες, ο Μαρκοβάλντο και τα παιδιά του βγαίνουν να ψάξουν για ξύλα, προκειμένου να τροφοδοτήσουν την πεινασμένη σόμπα. Τα παιδιά, γεννημένα και μεγαλωμένα στην πόλη, νομίζουν ότι οι γιγαντοαφίσες είναι δέντρα ενός δάσους κι ο Μαρκοβάλντο, που επιστρέφει «μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγαίνει με το πριόνι του στην εθνική οδό».</b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Πόσο προφητικός μοιάζει ο Καλβίνο, αλήθεια, σαν να προβλέπει το ζοφερό μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών, ήδη από το 1963, που εκδίδονται οι ιστορίες του βιβλίου του. Σε εποχές ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης στρέφει τους καταναλωτές στην καύση ξύλου για να ζεσταθούν. Όλοι θυμόμαστε, σχετικά πρόσφατα, τους επιστήμονες να κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου, καθώς αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των τοξικών αιωρούμενων σωματιδίων, επειδή πολλοί κάτοικοι των μεγάλων πόλεων καίνε για να ζεσταθούν ό,τι βρουν και όχι μόνο καθαρά καύσιμα. Παλέτες, ξύλα βαμμένα με πλαστικό χρώμα, φορμάικες, λάστιχα, ακόμα και σκουπίδια ρίχνονται σε τζάκια και ξυλόσομπες, κάνοντας όχι μόνο αποπνικτική αλλά και επικίνδυνη για την υγεία την ατμόσφαιρα εκτός και εντός των σπιτιών. </span></p><p></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEie9utQaHO4G2D9KtgZsksdpCTc7QCM5UomX4dMDV1Whf7WV5cQIDPwmGtQ3z8RE8vE84uWphOiPBh7HVpPoHhWAGKdk6z-KCuEcOLOOr-bbT6Sngyo_UlUbI5sSLMAXAbYsQfaSfL1t59swAnSabfp3IXdrXpd-e19YN0_V530Zycc4No-u5-a4YYIw50/s686/377536133_890803619335886_1246657313367909606_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="599" data-original-width="686" height="558" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEie9utQaHO4G2D9KtgZsksdpCTc7QCM5UomX4dMDV1Whf7WV5cQIDPwmGtQ3z8RE8vE84uWphOiPBh7HVpPoHhWAGKdk6z-KCuEcOLOOr-bbT6Sngyo_UlUbI5sSLMAXAbYsQfaSfL1t59swAnSabfp3IXdrXpd-e19YN0_V530Zycc4No-u5-a4YYIw50/w640-h558/377536133_890803619335886_1246657313367909606_n.jpg" width="640" /></a></div><i><span style="color: #800180; font-family: arial;"><p><i><span style="color: #800180; font-family: arial;"><br /></span></i></p>Το κρύο έχει χίλιες μορφές και χίλιους τρόπους να κινείται μες στον κόσμο: στη θάλασσα τρέχει σαν ένα κοπάδι άλογα, στη εξοχή πέφτει σαν ένα σμήνος ακρίδες, στις πόλεις κόβει τους δρόμους σαν λεπίδα μαχαιριού και χώνεται στις ρωγμές των χωρίς θέρμανση σπιτιών. Το βράδυ εκείνο στο σπίτι του Μαρκοβάλντο είχαν τελειώσει τα καυσόξυλα και όλη η οικογένεια, τυλιγμένη στα παλτά, κοίταζε τα κάρβουνα να σβήνουν και με κάθε ανάσα τα συννεφάκια έβγαιναν από τα στόματά τους. Δεν έβγαζαν πια λέξη· αντί γιαυτούς, μιλούσαν τα συννεφάκια: η γυναίκα του τα έβγαζε μακρόσυρτα σαν αναστεναγμούς, τα παιδιά του στρόγγυλα σαν σαπουνόφουσκες και ο Μαρκοβάλντο τα φυσούσε διακεκομμένα προς τα πάνω σαν ξαφνικές εκλάμψεις ιδεών που χάνονταν στη στιγμή.</span></i><p></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Στο τέλος ο Μαρκοβάλντο το πήρε απόφαση: </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Πάω για ξύλα ποιος ξέρει αν θα βρω.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Έβαλε τέσσερις πέντε εφημερίδες ανάμεσα στο πουκάμισο και στο σακάκι του, για να τον προστατέψουν από τις ριπές του ανέμου, έκρυψε ένα μακρύ πριόνι κάτω από το παλτό του και βγήκε μες στη νύχτα με τα γεμάτα ελπίδα μάτια των δικών του να τον παρακολουθούν, με τα θροΐσματα του χαρτιού σε κάθε του βήμα και το πριόνι να ξεπροβάλλει κάθε τόσο από το γιακά του. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Να πας για ξύλα στην πόλη: μια κουβέντα είναι! Ο Μαρκοβάλντο πήγε ίσια σ' ένα μικρό πάρκο που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο δρόμους. Ερημιά παντού. Ο Μαρκοβάλντο εξέταζε ένα ένα τα γυμνά φυτά με τη σκέψη στην οικογένειά του που τον περίμενε με τα δόντια να χτυπάνε... </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ο μικρός Μικελίνο διάβαζε τουρτουρίζοντας ένα βιβλίο με παραμύθια που το είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Το βιβλίο έλεγε για το παιδί ενός ξυλοκόπου που έβγαινε με το τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Να πού πρέπει να πάμε! είπε ο Μικελίνο. Στο δάσος. Εκεί σίγουρα έχει ξύλα! </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Γεννημένος και μεγαλωμένος στην πόλη, δεν είχε δει ποτέ του δάσος, ούτε καν από μακριά.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Αμ' έπος, αμ' έργον, συνεννοήθηκε με τ' αδέλφια του: ο ένας πήρε ένα τσεκούρι, ο άλλος ένα γάντζο, ο τρίτος ένα σκοινί, χαιρέτησαν τη μητέρα τους και πήγαν ν' αναζητήσουν ένα δάσος.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>Περπατούσαν στους δρόμους της πόλης, κάτω απ' το φως των φανοστατών, και δεν έβλεπαν παρά μόνο σπίτια: ούτε σκιά από δάσος. Πού και πού συναντούσαν κάποιον περαστικό, αλλά δεν τολμούσαν να τον ρωτήσουν πού είναι το δάσος. Έτσι έφτασαν εκεί όπου τελείωναν τα σπίτια της πόλης και ο δρόμος γινόταν εθνική οδός.</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>Στις δυο πλευρές της εθνικής οδού τα παιδιά είδαν το δάσος: μια πυκνή βλάστηση με παράξενα δέντρα έκρυβε από τα μάτια τους την πεδιάδα. Είχαν λεπτούς λεπτούς κορμούς, ίσιους ή λοξούς επίπεδα και πλατιά φυλλώματα που έπαιρναν τις πιο παράξενες μορφές και χρώματα, όταν τα φώτιζαν τα φανάρια κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Κλαδιά σε σχήμα οδοντόκρεμας, προσώπου, τυριού, χεριού, ξυραφιού, μπουκαλιού, αγελάδας, ρόδας, στεφανωμένα από φυλλωσιές με τα γράμματα της αλφαβήτου.</b></span></i></span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;"><b>— Ζήτω! είπε ο Μικελίνο. Να το δάσος!</b></i></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>Και τ' αδέλφια του κοίταζαν μαγεμένα το φεγγάρι που ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' αυτές τις παράξενες σκιές:</b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>— Τι ωραίο που είναι...</b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ο Μικελίνο τους ανακάλεσε αμέσως στο σκοπό για τον οποίο είχαν πάει στο δάσος: τα ξύλα. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Έτσι έριξαν ένα δεντράκι που έμοιαζε με λουλούδι κίτρινης καμπανούλας, το έκαναν κομμάτια και το κουβάλησαν στο σπίτι. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ο Μαρκοβάλντο επέστρεψε μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, όταν βρήκε τη σόμπα αναμμένη. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>— Πού τα βρήκατε; φώναξε δείχνοντας τα υπολείμματα του διαφημιστικού πανό που, καθώς ήταν από πεπιεσμένο ροκανίδι, κάηκε πολύ γρήγορα.</b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>— Στο δάσος! έκαναν τα παιδιά. </b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>— Ποιο δάσος;</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>— Εκεί, στον αυτοκινητόδρομο. Είναι γεμάτο! </b></span></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Βλέποντας πόσο απλό ήταν και ότι υπήρχε πάλι ανάγκη για ξύλα, ο Μαρκοβάλντο αποφάσισε ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγήκε με το πριόνι του και πήγε στην εθνική οδό.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"></span></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhEju8mlZBoXWBCo6LA4nqVMwvq9VMtQ9PW40JximIv0R4cySy12c-YYQR-RuVjkvuDUQvszOIYtMrsWkdDjDOn48BOSH4Zwr0QiTyU7dBKGAboKbvnVKaiktN1_9Xl3olPCeCxlMnmNitWsmGS7zWxXpEjforvsZL2x3hRKESQ-2b-igquNdXcr8fkNNA/s245/377828077_1104635424234560_774881495464414805_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="157" data-original-width="245" height="410" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhEju8mlZBoXWBCo6LA4nqVMwvq9VMtQ9PW40JximIv0R4cySy12c-YYQR-RuVjkvuDUQvszOIYtMrsWkdDjDOn48BOSH4Zwr0QiTyU7dBKGAboKbvnVKaiktN1_9Xl3olPCeCxlMnmNitWsmGS7zWxXpEjforvsZL2x3hRKESQ-2b-igquNdXcr8fkNNA/w640-h410/377828077_1104635424234560_774881495464414805_n.jpg" width="640" /></a></span></div><i style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><b><p><i style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></p>Το όργανον της Τροχαίας, Αστόλφο, ήταν λιγάκι μύωψ και τη νύχτα που τριγυρνούσε με τη μοτοσικλέτα του χρειαζόταν γυαλιά όμως δεν το είχε πει πουθενά, μην τυχόν βλάψει την καριέρα του.</b></span></i><p></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Το βράδυ εκείνο κάποιος κατήγγειλε ότι μια συμμορία αλήτες έριχνε τις διαφημιστικές πινακίδες. Το όργανον Αστόλφο ξεκίνησε για επιθεώρηση.</span></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Στις παρυφές του δρόμου η άγρια βλάστηση των παράξενων προειδοποιητικών και κινούμενων σχημάτων συνοδεύει τον Αστόλφο που τα κοιτάζει εξονυχιστικά ζαρώνοντας τα μυωπικά του μάτια. <b>Και να που στο φως της μοτοσικλέτας του διακρίνει έναν αλιτήριο σκαρφαλωμένο σε μια πινακίδα. Ο Αστόλφο πατάει φρένο:</b></span></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>— Ε! Τι κάνεις εσύ εκεί; Κατέβα αμέσως κάτω! </b></span></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>Εκείνος δεν κινείται και του βγάζει τη γλώσσα. Ο Αστόλφο πλησιάζει και βλέπει ότι είναι η ρεκλάμα ενός τυριού μ' ένα υπερφυσικό παιδάκι που γλείφει τα χείλη του.</b></span></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Μάλιστα, μάλιστα, κάνει ο Αστόλφο και ξαναφεύγει με μεγάλη ταχύτητα. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Μετά από λίγο στη σκιά μιας μεγάλης πινακίδας φωτίζει ένα θλιμμένο και φοβισμένο πρόσωπο. </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Αλτ! Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις!</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Κανείς, όμως, δε φεύγει: είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο με πονεμένη έκφραση, ζωγραφισμένο μέσα σ' ένα πόδι γεμάτο κάλους: διαφήμιση ενός φαρμάκου για τους κάλους.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Ω, με συγχωρείτε, λέει ο Αστόλφο και φεύγει τρέχοντας. Η διαφήμιση ενός χαπιού για την ημικρανία ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι που από τον πόνο είχε κλείσει τα μάτια του με τα χέρια. <b>Ο Αστόλφο περνάει και το φανάρι του φωτίζει τον Μαρκοβάλντο που, σκαρφαλωμένος στην κορυφή, προσπαθεί με το πριόνι του να κόψει μια φέτα. Τυφλωμένος από το φως, ο Μαρκοβάλντο ζαρώνει και μένει ακίνητος, κρεμασμένος από ένα αυτί της κεφάλας, με το πριόνι του ήδη στη μέση του μετώπου.</b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>Ο Αστόλφο κοιτάζει καλά καλά και λέει: </b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><b>— Α, ναι: χάπια Στάπα! Ωραία διαφήμιση! Έξυπνη! Εκείνο εκεί το ανθρωπάκι με το πριόνι συμβολίζει την ημικρανία που σου κόβει στα δυο το κεφάλι! Το κατάλαβα αμέσως!</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>Και ξαναφεύγει ικανοποιημένος.</b></span></i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Όλα σιγή και παγωνιά. Ο Μαρκοβάλντο αφήνει ένα στεναγμό ανακούφισης, παίρνει πάλι θέση στο άβολό του κάθισμα και ξαναρχίζει τη δουλειά. Στο φεγγαρόφωτο ουρανό απλώνεται το σβησμένο τρίξιμο του πριονιού πάνω στο ξύλο.</span></i></span></p><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiX-YbRv3wHGAlWvD9OH2jTVS1a2Hpvb61RDOC7u2YCxBUgS_TwG8N007LBlsc436N-5wHirqG5w_AP90GdVfOi7Ao-AIklVw6xhXkq7z4uMnZzkYOC0mkAG05tFUPzpFyZeDs3NI_ccLVAU_E_1ESNoM7dhFmOhKNE8YtiVGDf0d0cU4HXVeiC1W3eZvk/s640/378287682_1311798096132932_1081874017575094306_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiX-YbRv3wHGAlWvD9OH2jTVS1a2Hpvb61RDOC7u2YCxBUgS_TwG8N007LBlsc436N-5wHirqG5w_AP90GdVfOi7Ao-AIklVw6xhXkq7z4uMnZzkYOC0mkAG05tFUPzpFyZeDs3NI_ccLVAU_E_1ESNoM7dhFmOhKNE8YtiVGDf0d0cU4HXVeiC1W3eZvk/w454-h640/378287682_1311798096132932_1081874017575094306_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πάρκα τσέπης, το «δάσος» για τους φτωχοδιάβολους των βιομηχανικών πόλεων </b></span></span><p><span style="font-family: arial;">«Το απεριόριστο, το άπειρο και το γενναιόδωρα παρόν της φύσης και της Ιστορίας ανήκει σε έναν παλαιότερο ιστορικό χρόνο. <b>Εμείς πρέπει πια να κατοικήσουμε την ξεραΐλα και να τη μετατρέψουμε, αν μπορούμε, σε βραχυχρόνια μίσθωση. Άχαρη η θέση μας, καθώς καλούμαστε από δημάρχους και άλλες δημόσιες φωνές να αποδεχτούμε το γεγονός πως και τα πάρκα τσέπης είναι δάσος. Τι περισσότερο να θέλει κανείς από ένα τσιμεντένιο παγκάκι, δυο πεύκα και μια καντίνα για τον καφέ και το σουβλάκι του;</b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Αυτή είναι η μετα-φύση που προσφέρεται ως πρόταση ζωής –αφήνοντας το μεγάλο δάσος να συρρικνωθεί και να γίνει είδηση χαμηλής ζήτησης–, αφού δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ή να σβήσουμε τις μεγα-πυρκαγιές (Megafires). <b>Όσο περισσότερο οι πυρκαγιές θα μεγαλώνουν σε έκταση και διάρκεια τόσο εντονότερα θα μας προτείνονται τα pocket size αλσύλλια και τα ψευδοπάρκα των μικροαναπλάσεων ως εναλλακτικοί ορίζοντες αναψυχής, θερμοκήπια για φτωχότερους δημότες και για όσους δεν μπορούν να αγοράσουν αληθινή φύση.</b>»</span></p><p></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/megalo-dasos-kai-i-aytapati-toy-anexantlitoy" target="_blank">Νικόλας Σεβαστάκης, Το μεγάλο δάσος και η αυταπάτη του Ανεξάντλητου</a></span></p><p style="text-align: right;"><br /></p><p style="text-align: left;"><span style="color: #073763; font-family: arial; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></p><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.</span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.hartismag.gr/hartis-20/afierwma/italo-kalbino" target="_blank">ΧΑΡΤΗΣ 20 {ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020}, Αφιέρωμα: Ίταλο Καλβίνο</a><span style="font-family: arial;"></span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://bookpress.gr/siggrafeis/italo-calvino/18295-100-xronia-italo-kalvino-meros-a-i-zoi-ta-erga-ta-simantika-themata?fbclid=IwAR0SwpBEOdCVk8QKGttOm8JU8UMVBGFs3jsI0ggVd7Ma1RV7M0CyqQDo8lM" target="_blank">100 ΧΡΟΝΙΑ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ – Μέρος Α: «Η ζωή, τα έργα, τα σημαντικά θέματα»</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/20756-italo-calvino-interview" target="_blank">Italo Calvino: συνέντευξη στον Alexander Stille</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/megalo-dasos-kai-i-aytapati-toy-anexantlitoy" target="_blank">Το μεγάλο δάσος και η αυταπάτη του Ανεξάντλητου</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-58928132342299434542023-01-03T11:35:00.000+02:002023-01-03T11:40:37.818+02:00Πουπουλένια φορέματα και ουράνιες νύμφες. Από το γιαπωνέζικο «hagoromo» στο ελληνικό μαντήλι της νεράιδας.<p></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoGRuDcdZFpUVYMX9dIhHKhrMKaZV03WNOoCmPOLNHq5M0HxwDbqgfgrK_hNKhVSlmGLvobhWviHYro42W9hWjffQuzvM7gNOCU8BHUfacDeQj0KSWQGxSfPxE523oVm-PYMJGcH6ZKKmF0MDE-02D97bktmB0VEFrv0_-_3hQXfn6amlK-x8jZf0c/s1698/Honda_Kinkichir%C5%8D_-_The_Heavenly_Maiden_in_the_Legend_of_Hagoromo.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoGRuDcdZFpUVYMX9dIhHKhrMKaZV03WNOoCmPOLNHq5M0HxwDbqgfgrK_hNKhVSlmGLvobhWviHYro42W9hWjffQuzvM7gNOCU8BHUfacDeQj0KSWQGxSfPxE523oVm-PYMJGcH6ZKKmF0MDE-02D97bktmB0VEFrv0_-_3hQXfn6amlK-x8jZf0c/w446-h640/Honda_Kinkichir%C5%8D_-_The_Heavenly_Maiden_in_the_Legend_of_Hagoromo.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Honda Kinkichirō, The Heavenly Maiden in the Legend of Hagoromo, 1890. </div><div style="text-align: center;">Hyōgo Prefectural Museum of Art</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><p></p><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Hagoromo», το πουπουλένιο φόρεμα και η ουράνια νύμφη</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Πριν από πολύ καιρό, στη σημερινή Shizuoka, ένας ψαράς ονόματι Hakuryō περπατούσε κατά μήκος της πευκόφυτης παραλίας της χερσονήσου Miho. Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, και ο Hakuryō σταμάτησε για μια στιγμή για να θαυμάσει την όμορφη λευκή άμμο, τα αστραφτερά κύματα, τα χνουδωτά σύννεφα και τις ψαρόβαρκες στον κόλπο Suruga. Ένα ευχάριστο άρωμα γέμιζε τον αέρα και μια αιθέρια μουσική χόρευε με τον άνεμο. Ξαφνικά, το βλέμμα του τράβηξε ένα ρούχο κρεμασμένο σ' ένα πεύκο. Ήταν ένα αστραφτερό πουπουλένιο κιμονό, φτιαγμένο από το πιο μαλακό ύφασμα και τα ομορφότερα χρώματα που είχε δει ποτέ. Το ξεκρέμασε από το πεύκο και το τύλιξε, αποφασισμένος να το πάρει σπίτι του. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><i>Την ώρα που ο Hakuryō ετοιμαζόταν να φύγει, μια νεαρή γυναίκα κατάλευκη κι εκτυφλωτικά όμορφη εμφανίστηκε γυμνή μπροστά του. Είχε λουλούδια στα κατάμαυρα μαλλιά της, που χύνονταν στο έδαφος γύρω της και η μυρωδιά που ανέδιδε ήταν το ίδιο μεθυστική με την όψη της. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoMHUFJg_nC4jrKvWWrvswV9rtp4l4TsqPq1W8kAJtTe6vCSKWPtQhURx2hoBqQdFks7qEAtIVFRTdpuqbxlFM4m9ETuofU7nSPKSfoIjr4CZ-QoYi5ijKHx3WemK2BMlqbkoeu06fFlKsFmjE5e7X2gl1DJHeMqQ0ckUvwENA8n5Gg92xyy3IbVQa/s715/0381c616494d3544f31de4689ee77af5_715__2.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoMHUFJg_nC4jrKvWWrvswV9rtp4l4TsqPq1W8kAJtTe6vCSKWPtQhURx2hoBqQdFks7qEAtIVFRTdpuqbxlFM4m9ETuofU7nSPKSfoIjr4CZ-QoYi5ijKHx3WemK2BMlqbkoeu06fFlKsFmjE5e7X2gl1DJHeMqQ0ckUvwENA8n5Gg92xyy3IbVQa/w640-h440/0381c616494d3544f31de4689ee77af5_715__2.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hagoromo Noh Play by Hokusai, 1760-1849, Edo period.</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>— «Το κιμονό μου, το πουπουλένιο κιμονό μου! Δώσε μου το!», φώναξε κι άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του Hakuryō, που έχασε την ανάσα του, γιατί κατάλαβε ότι η γυναίκα που έστεκε μπροστά του δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά ένα tennyo, μια ουράνια νύμφη. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>— «Το κιμονό αυτό το βρήκα παρατημένο σε τούτο εδώ το δέντρο», είπε συγκρατώντας με δυσκολία την αναστάτωση που είχε κυριέψει την καρδιά του. «Είναι δικό μου πια και θα το κρατήσω για ιερό οικογενειακό κειμήλιο!»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>— «Πρέπει να το πάρω πίσω», φώναξε με ικετευτική φωνή η κοπέλα. «Χωρίς αυτό δεν μπορώ να επιστρέψω στο σπίτι των θεών, όπου ανήκω».</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8nIXgBdS-I1nRggZlOE_8m1iYFw866I3fyGEVHDMpNh0og8T-ocOEo3P0NQ--UzgjuPYUdv5jwR959tjVZ1N9N104Iqw41785k7W0I4d9DYRBhflObJBk49hGPF9u49m9o4rH0Aj_KOFgUxKCqsSNIC_WEB7oSXsym4QnW2qJ02eIzXW17SYE2Bo4/s728/SZ53106.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8nIXgBdS-I1nRggZlOE_8m1iYFw866I3fyGEVHDMpNh0og8T-ocOEo3P0NQ--UzgjuPYUdv5jwR959tjVZ1N9N104Iqw41785k7W0I4d9DYRBhflObJBk49hGPF9u49m9o4rH0Aj_KOFgUxKCqsSNIC_WEB7oSXsym4QnW2qJ02eIzXW17SYE2Bo4/w640-h454/SZ53106.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Tsukioka Yoshitoshi, 1882</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">Το κορίτσι έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά της έπεφταν σαν μαργαριτάρια στην άμμο, τα λουλούδια στα μαλλιά της μαράθηκαν. Κοίταξε τα σύννεφα πάνω ψηλά κι άκουσε ένα κοπάδι χήνες να πετάει· της θύμισαν τα ουράνια πουλιά karyōbinga στο παραδεισένιο σπίτι της. Έκλαψε σπαρακτικά και τελικά η καρδιά του Hakuryō μαλάκωσε.</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">— «Εντάξει», είπε. «Θα σου επιστρέψω το hagoromo, αν χορέψεις για μένα το χορό των ουράνιων κοριτσιών. Όλοι γνωρίζουν αυτό το χορό, αλλά κανένας άνθρωπος δεν τον έχει δει. Είναι ο όρος μου για να σου επιστρέψω το κιμονό σου.»</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">— «Μπορώ να χορέψω για σένα, μόνο αν φοράω το hagoromo, οπότε πρέπει πρώτα να μου το επιστρέψεις», απάντησε η κοπέλα.</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">— «Α!» είπε ο Hakuryō. «Αν σου το δώσω, τι θα σε εμποδίσει να φύγεις χωρίς να χορέψεις ποτέ; Πρέπει πρώτα να χορέψεις!»</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;">— <b>«Το ψέμα και η εξαπάτηση είναι μέρος του ανθρώπινου κόσμου, αλλά όχι μέρος του κόσμου μου. Εμείς στους ουρανούς κρατάμε τις υποσχέσεις μας»</b>, απάντησε η κοπέλα κοφτά. </span></div></i></span></div></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFsulQ9litKvxDyrudwLKab7B6t9dyGXYBrgpOWyQ7wZatNtp5bmVzxHHFETdFa-Zhc8LYJUO9bfFWwJs7tOsVUKMMoauxkBKopYzTSj-QvJ8fyNI2N7lcF1Mzo_CIWPQ9bLRNstHVwM0mIsgqueb2vG_fmw4yE3wQVhZ1E6U_TQlAqwYymRk2P0Ta/s600/84258.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFsulQ9litKvxDyrudwLKab7B6t9dyGXYBrgpOWyQ7wZatNtp5bmVzxHHFETdFa-Zhc8LYJUO9bfFWwJs7tOsVUKMMoauxkBKopYzTSj-QvJ8fyNI2N7lcF1Mzo_CIWPQ9bLRNstHVwM0mIsgqueb2vG_fmw4yE3wQVhZ1E6U_TQlAqwYymRk2P0Ta/w436-h640/84258.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Utagawa Hiroshige, The Story of the Pine Tree of the Feather Cloak at Miho Bay</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-FUbngi3mEhMbCFI7bR5dPkopI_-UqoI8fHXClwR5A4T2PeBeaVl8icDObdTLJe5EsSB6W0PRpKZHI3JrklDmUjiuFifxHXKyuVC3Yme92_KbOG4aini6yCOMGzhgBulroc_DHCx-br9x95Ls5GsT_nmkdDyIQ95tFiB-1wD7FbhSaSR4D_FQ4vYR/s1072/SZ53104.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-FUbngi3mEhMbCFI7bR5dPkopI_-UqoI8fHXClwR5A4T2PeBeaVl8icDObdTLJe5EsSB6W0PRpKZHI3JrklDmUjiuFifxHXKyuVC3Yme92_KbOG4aini6yCOMGzhgBulroc_DHCx-br9x95Ls5GsT_nmkdDyIQ95tFiB-1wD7FbhSaSR4D_FQ4vYR/w434-h640/SZ53104.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Shigekiyo Utagawa, Yoshiharu Utagawa</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><i>Ο Hakuryō ντράπηκε για τις σκέψεις που έκανε και, σιωπηλά, με μια βαθιά υπόκλιση, της επέστρεψε το κιμονό. Το κορίτσι το φόρεσε κι άρχισε να χορεύει, τραγουδώντας κάτι που κανείς θνητός δεν είχε ποτέ ακούσει. Τα μακριά μανίκια του ρούχου της στροβιλίζονταν, όσο εκείνη πετούσε ολόγυρα από τον νεαρό ψαρά, που κάθισε στην άμμο αυτόματα, σαν υπνωτισμένος. Το χορό της συνόδευαν ουράνιες μελωδίες, μουσική από φλάουτο, κότο και τα πεύκα που ριγούσαν και σφύριζαν στον άνεμο. Χόρευε κι αργά αργά άρχισε να αιωρείται πάνω από τα γαληνεμένα κύματα, πάνω από τα πεύκα, όλο και πιο ψηλά μέσα από τα σύννεφα, μέχρι που εξαφανίστηκε στην ομίχλη που κάλυπτε την κορυφή του όρους Φούτζι.</i></span><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_o8ZisoAeEJ24DYnhMKpo6bIORc0oYMepTs996Gr1mKw8Tw6yMka7PjN2TSjf3eIHZ8PU-uHoCahMRrSdev9mfQr3WaeNybrTPdQFzBBtWDqeEi9fwwTUZIugw_dyqgjj6Mv34fDDpONmSFyH75JK6wdG-IAHSsULuYTAMA9DTNWyVY2uIVq8Mbsu/s800/61087.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_o8ZisoAeEJ24DYnhMKpo6bIORc0oYMepTs996Gr1mKw8Tw6yMka7PjN2TSjf3eIHZ8PU-uHoCahMRrSdev9mfQr3WaeNybrTPdQFzBBtWDqeEi9fwwTUZIugw_dyqgjj6Mv34fDDpONmSFyH75JK6wdG-IAHSsULuYTAMA9DTNWyVY2uIVq8Mbsu/w438-h640/61087.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Utagawa Kunisada, Utagawa Hiroshige, 1854</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEivuw2tpVTgpdNdZC85RH8QgnJWFiA-rnmpUcTh_B4MQSqJMWlmRJ84YFrnIkxnH_CWogowM5dhSAKrvRmDu26xDEZv2TIBbjdlJJbMKoJdxIiE_E-JLKppXMH4IF7YDP6vLx9_8_EVLsGbjmat8xa57KZRhKHsSJQSvrBb5iFBhfFuL031zmLNvL0P/s715/15ca4da073f04ed96b732910017b23a7_715__2.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEivuw2tpVTgpdNdZC85RH8QgnJWFiA-rnmpUcTh_B4MQSqJMWlmRJ84YFrnIkxnH_CWogowM5dhSAKrvRmDu26xDEZv2TIBbjdlJJbMKoJdxIiE_E-JLKppXMH4IF7YDP6vLx9_8_EVLsGbjmat8xa57KZRhKHsSJQSvrBb5iFBhfFuL031zmLNvL0P/w640-h290/15ca4da073f04ed96b732910017b23a7_715__2.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hagoromo by Kimura Busan (1876–1942). </div><div style="text-align: center;">Image courtesy of Shizuoka Prefectural Museum of Art</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το πεύκο του Miho και ο θρύλος του «Hagoromo»</b></span></div><div><br /></div><div>Η αρχική μορφή του μύθου του «Hagoromo» ανάγεται στον 8ο αιώνα και προέρχεται από την επαρχία Shizuoka και συγκεκριμένα την περιοχή Miho, μια χερσόνησο, η οποία εκτείνεται ως τον κόλπο Suruga και σχηματίζει το λιμάνι Shimizu. Κάποτε, λένε, ήταν ένα ξεχωριστό νησί, αλλά με την πάροδο των αιώνων, η λάσπη έκανε τη δουλειά της, συνδέοντας το νησί με την ηπειρωτική χώρα. Η χερσόνησος του Miho, με την αμμώδη παραλία, τη θέα στο μαγευτικό όρος Fuji και το άλσος με τα πεύκα έχει συχνά απεικονιστεί στην ιαπωνική τέχνη.</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjuF4NyyYA3H660-y_Jsnlkk7j6g6jkYm8v-Ca7dGmLghcssHk1jrqlX1ZxzzmnCq8lYhsEQxXuFDss7GKeANho_6qO8ztupok4uHUqua3-zYPG7zlj3d7PcK79eBtlzu1raaBcs77BHHHfvLE6E-JIwaUl8mvwQ3aqJR0X4ksi5Lblh1KidKFpou17/s1200/main-image.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjuF4NyyYA3H660-y_Jsnlkk7j6g6jkYm8v-Ca7dGmLghcssHk1jrqlX1ZxzzmnCq8lYhsEQxXuFDss7GKeANho_6qO8ztupok4uHUqua3-zYPG7zlj3d7PcK79eBtlzu1raaBcs77BHHHfvLE6E-JIwaUl8mvwQ3aqJR0X4ksi5Lblh1KidKFpou17/w432-h640/main-image.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Utagawa Hiroshige, Pine Groves of Miho in Suruga Province, 1858 Πηγή:https://www.metmuseum.org/art/collection</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhpDVv-zOaM4BHbc96eq289fNVYSI8-Cz4vJ7yrF6PDfBkAyTJ6KPO8HuTBthkwHODytuwUjRhk_AT6Jx1XIYWuyvfULqwgojWtNo0Dl_XD-MTui3KukWXYc6FjbUSs0CFNYf1fq9Hduy4EDjxbmdrJ9Pe98NOpi9I_t2lWHjYw59CqPeiIlxdE0tFj/s523/hiroshige1_1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhpDVv-zOaM4BHbc96eq289fNVYSI8-Cz4vJ7yrF6PDfBkAyTJ6KPO8HuTBthkwHODytuwUjRhk_AT6Jx1XIYWuyvfULqwgojWtNo0Dl_XD-MTui3KukWXYc6FjbUSs0CFNYf1fq9Hduy4EDjxbmdrJ9Pe98NOpi9I_t2lWHjYw59CqPeiIlxdE0tFj/w420-h640/hiroshige1_1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Utagawa Hiroshige, The Pine Forest of Miho in Suruga Province, Mount Fuji </div><div style="text-align: center;">(Thirty-Six Views of Mount Fuji). Πηγή:https://japanesegallery.com</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div>Εκεί, μέχρι και σήμερα, βρίσκεται το πάρκο «Hagoromo» και το «Miho no Matsubara» (τα πεύκα του Miho). Το πευκοδάσος της περιοχής θεωρείται η είσοδος στο όρος Φούτζι, η γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των θεών. Ένα τεράστιο γέρικο πεύκο του πάρκου, λέγεται ότι ήταν εκείνο στο οποίο η ουράνια νύμφη κρέμασε το hagoromo ενώ κολυμπούσε και εκεί το βρήκε ο Hakuryō. Το αρχικό πεύκο βυθίστηκε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Έκρηξης Hoei το 1707, ενώ το πεύκο δεύτερης γενιάς επίσης εξαφανίστηκε, αφήνοντας στη θέση του το σημερινό πεύκο που είναι η τρίτη γενιά.</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwjsC_0Bs9t2xrI7vdQUCOYZRgbZtKE4fZxfIV9obEWMqjtuy7WIWHmkLMGaMwjpm6IQlGXss4xcaVvWdVOksDj3HrUOqpW5ty0jdz4qzkEW28hpSrSNKsvzIHv_ONn2V-LZMHKhoSKiCWPfoqA5Uj0nh-lgEpBW-CORdxniKA9E-YZaPWxYEHr1FB/s728/SZ53101.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwjsC_0Bs9t2xrI7vdQUCOYZRgbZtKE4fZxfIV9obEWMqjtuy7WIWHmkLMGaMwjpm6IQlGXss4xcaVvWdVOksDj3HrUOqpW5ty0jdz4qzkEW28hpSrSNKsvzIHv_ONn2V-LZMHKhoSKiCWPfoqA5Uj0nh-lgEpBW-CORdxniKA9E-YZaPWxYEHr1FB/w640-h500/SZ53101.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Το σημερινό, τρίτης γενιάς, πεύκο Hagoromo</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhcyYY93r19AAevcK3iTBlggYZuvJ0QS4Pg36ZyWfQkwZYd-eiFNhhKwLO_MWJqxAWB_AwPCR42oYze5AMJ2y3iRe44Kgf5_U0SXDjyhpV0Hz9WNMbJXXakfx64PcXL_6Javh4vEcGEKU1uobMu2cJbxFjrMD3Z6yyS6PmRkm4Z5D2OUZFFX_cSKU_f/s4000/IMG20190622181120.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhcyYY93r19AAevcK3iTBlggYZuvJ0QS4Pg36ZyWfQkwZYd-eiFNhhKwLO_MWJqxAWB_AwPCR42oYze5AMJ2y3iRe44Kgf5_U0SXDjyhpV0Hz9WNMbJXXakfx64PcXL_6Javh4vEcGEKU1uobMu2cJbxFjrMD3Z6yyS6PmRkm4Z5D2OUZFFX_cSKU_f/w480-h640/IMG20190622181120.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μουσικοί gagaku, με όργανα φτιαγμένα απο μπαμπού, </div><div style="text-align: center;">ακριβώς πίσω από το πεύκο Hagoromo</div><div style="text-align: center;">___________</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Στο τέλος ενός μακριού, πευκόφυτου πεζόδρομου, που κατευθύνεται από το Hagoromo Park προς την ενδοχώρα - κατασκευάστηκε για να προστατεύονται οι ρίζες των υπεραιωνόβιων πεύκων - υπάρχει ένα ιερό (Miho Shrine), το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει υπολείμματα του αρχικού hagoromo.Το μονοπάτι που συνδέει το Hagoromo no Matsu με το Miho Shrine είναι το μονοπάτι των θεών. Η θέση του ιερού, με τη θάλασσα μπροστά του και το όρος Φούτζι πίσω του, θεωρείται power spot, γεμάτο με θετική ενέργεια ή, όπως θα έλεγαν κάποιοι, καλό φενγκ σούι. Όσοι το επισκέπτονται, ειδικά τα ζευγάρια, προσεύχονται για έναν ευτυχισμένο γάμο, αγάπη και συζυγική αρμονία.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjemijArL1LJvBzZJSRhlvq_ZjRF4nAFnT_mzsf9UY7xuxhKue27iZUKELsD72t7hmBsTyddkL_tkQvbo1o_LEgRhxGvx-c5XrGdgGibFIRAXrwoNkiXJZ5wdQm9aY31GkasbJmgK4ztTbbeGB3R2cVv-l3ODl6lXGkzNN0qYTSW_D2J7MWDxMsg-sY/s728/SZ53201.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjemijArL1LJvBzZJSRhlvq_ZjRF4nAFnT_mzsf9UY7xuxhKue27iZUKELsD72t7hmBsTyddkL_tkQvbo1o_LEgRhxGvx-c5XrGdgGibFIRAXrwoNkiXJZ5wdQm9aY31GkasbJmgK4ztTbbeGB3R2cVv-l3ODl6lXGkzNN0qYTSW_D2J7MWDxMsg-sY/w640-h360/SZ53201.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο πευκόφυτος πεζόδρομος 500 μέτρων</div><div style="text-align: center;">_______</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgcml_yh7HrsSMM3JtOYn-eg2iqnLo-CM0xOFfgVa0HLrrb_OQAI51x3AEQ7qN2dGW9KZ4Y07xXrAGjtZPLfM_PgTrhuh6fCACEtnup9M5mJKjUTjtK2ePwND9uMuzreSJhH4EQbL8zj02OgDUrCRCaVdvFM5EK9qJhBFysaC3UPO1iVkAL49e_1pzs/w640-h480/SZ39302.webp" /></div><div style="text-align: center;">Η αίθουσα λατρείας του ναού Miho</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Το πεύκο του φεγγαριού»</b></span></div><div><br /></div><div>Ο μύθος του «hagoromo» διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή της Ιαπωνίας. Στις περισσότερες παραλλαγές, ο ψαράς δεν επιστρέφει το πουπουλένιο ρούχο στην ουράνια νύμφη, την παντρεύεται και όταν εκείνη το ανακαλύψει μετά από καιρό, εγκαταλείπει τον άντρα - ή και τα παιδιά της - για να γυρίσει στον ουρανό. Σε κάποια παραλλαγή, είναι ένα ηλικιωμένο παντρεμένο ζευγάρι που βρίσκει το κορίτσι. Εκείνο μένει μαζί τους και τους προσφέρει πολλές υπηρεσίες, τους μαθαίνει, μάλιστα, πώς να παρασκευάζουν υψηλής ποιότητας σάκε. Κάποια στιγμή, βρίσκει το πουπουλένιο ρούχο της και επιστρέφει στον ουράνιο κόσμο της. </div><div><br /></div><div><b>Στο πάρκο Ueno, στο Τόκιο, υπάρχει ένα πεύκο, μ’ ένα του κλαδί κουλουριασμένο σ’ έναν τέλειο κύκλο· το λένε «tsuki-no-matsu», δηλαδή «το πεύκο του φεγγαριού» και συνδέεται με την τοπική εκδοχή του μύθου του hagoromo.</b> <i>«Οι ντόπιοι το προσέχουν σαν τα μάτια τους»</i> και <i>«οι βοτανολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, αποκατέστησαν τις ζημιές που έπαθε μετά από σεισμό, φτιάχνοντάς το όπως ήταν αρχικά»</i>. Την ιστορία αφηγείται ο Στέλιος Πρεζεράκος, στο βιβλίο του «Ένας Έλληνας στο Edo» και έχει ως εξής: </div><div><br /></div><div><i>Πάρα πολλά χρόνια πριν, κοντά στη λίμνη Shinobazu ζούσε ένας νεαρός ψαράς με το όνομα Takeshi. Η λίμνη ήταν αρκετά μακριά από οποιοδήποτε σημάδι πολιτισμού αλλά ο Takeshi ήταν χαρούμενος στη μοναξιά του. Έπιανε όσα ψάρια ήθελε και τα πουλούσε όταν κατέβαινε στο χωριό: αυτή ήταν και η μοναδική συνάντησή του με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι παρεμπιπτόντως τον συμπαθούσαν· αν και μοναχικός ήταν πάντα κεφάτος και αγαπούσε το κρασί και τα αστεία.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Μια νύχτα, ο νεαρός είχε ξαπλώσει στις όχθες της λίμνης ρεμβάζοντας κάτω από την ασημένια πανσέληνο. Του άρεσε να σκέφτεται ότι θα έβρισκε κάποτε ένα όμορφο κορίτσι που θα γινόταν γυναίκα του. Ο Takeshi όμως, αν και όμορφος, δεν ήταν παρά ένας μοναχικός ψαράς σε μια περιοχή όπως την άφησε ο Θεός. Ενδόμυχα ήξερε ότι πολύ λίγα κορίτσια θα ήθελαν έναν σύζυγο με τη δική του κοινωνική θέση, έστω και στην απίθανη περίπτωση που θα συναντούσε κάποια στην ερημιά.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>«Μπορεί να είμαι φτωχός σαν σπουργίτι αλλά μπορώ να ονειρεύομαι», ψέλλισε κεφάτα ο Takeshi. «Ίσως να μείνω για πάντα μόνος αλλά δε με πειράζει, θα έχω την ησυχία μου. Τι τα θέλεις, καμιά φορά καλύτερα μόνος σου! Μα… τι να είναι αυτό το πράγμα που λάμπει εκεί πέρα», διέκοψε τις σκέψεις του ο νεαρός. Είχε δει κάτι που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο κοντά σ’ εκείνο το αρχαίο πεύκο, κοντά στη λίμνη. Περπατώντας προς τα εκεί, είδε παραξενεμένος ότι το αστραφτερό πράγμα ήταν στην πραγματικότητα ένα γυναικείο κιμονό, απαράμιλλης ομορφιάς. Ήταν πάλλευκο, με μοτίβα της καλοκαιρινής πανσέληνου καμωμένα με μια εκθαμβωτική, ασημένια κλωστή. Όταν ο Takeshi το έπιασε στα χέρια του, αναφώνησε έκπληκτος, γιατί περίμενε ότι ένα τόσο βαρύτιμο ρούχο θα είχε και το ανάλογο βάρος: εκείνο το κιμονό όμως ήταν πανάλαφρο, ανεπαίσθητο, μια ιδέα βαρύτερο από τον ίδιο τον αέρα που το περιέβαλλε.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Ξαφνικά, μέσα από τα δέντρα, εμφανίστηκε η πιο μαγευτική γυναίκα που θα μπορούσε να υπάρξει. Ήταν κατάλευκη, εκτυφλωτικά όμορφη, με κατάμαυρα μαλλιά που χύνονταν στο έδαφος γύρω της. Ο Takeshi έχασε την ανάσα του, γιατί κατάλαβε ότι η επισκέπτης του δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>«Αυτό το ρούχο είναι δικό μου, ευγενικέ κύριε», είπε το κορίτσι. «Παρακαλώ, δώστε το μου πίσω», είπε πάλι και τον κοίταξε κατάματα. Ο Takeshi ένιωσε μια θέρμη, μια λάμψη να χύνεται στην καρδιά του και συγκρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία. «Το κιμονό αυτό το βρήκα σ’ αυτό εδώ το δέντρο», είπε παίζοντας τον αδιάφορο. «Το βρήκα και είναι δικό μου. Θα το πουλήσω αύριο στο χωριό, λυπάμαι». Το κορίτσι υποκλίθηκε και η φωνή της έγινε παρακαλετή. «Κύριε, ο κόσμος μου δεν είναι αυτός που βρισκόμαστε τώρα. Ζω για να χορεύω ανάμεσα στα σύννεφα τραγουδώντας την ασημένια πανσέληνο· αν δεν πάρω το ρούχο, δε θα μπορώ να ξαναδώ τους δικούς μου», είπε με θέρμη. Ο Takeshi της έγνεψε καταφατικά. «Θα σου δώσω το κιμονό αν μου χορέψεις, Κυρά του Φεγγαριού», είπε κεφάτα. Το κορίτσι συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. «Ευχαριστώ πολύ, ευγενικέ κύριε. Πρέπει όμως να μου δώσεις πρώτα το κιμονό μου γιατί δεν μπορώ να χορέψω χωρίς αυτό», του είπε αθώα. Ο Takeshi γέλασε. «Α! Τι σε εμποδίζει να πετάξεις μακριά χωρίς να μου χορέψεις, αν στο δώσω πρώτα;», της είπε. Τα μάτια του κοριτσιού πάγωσαν · το αίσθημα της θέρμης που ένιωθε ο Takeshi όταν την κοιτούσε εξαφανίστηκε και ένιωσε μια παγωμάρα στο στήθος του. «Είμαι ένα tennyo (ουράνια νύμφη), κύριε», είπε ψυχρά η κοπέλα. «Η εξαπάτηση δεν είναι μέρος του κόσμου μου αλλά μάλλον μια συνηθισμένη τακτική του δικού σας», του είπε πικρά. Ο Takeshi καταντράπηκε και της έδωσε πίσω το κιμονό με μια βαθιά υπόκλιση. Το κορίτσι το φόρεσε και όλα γύρω της άστραψαν· ακούστηκαν παράξενες, γλυκές μελωδίες και ο νεαρός ψαράς έκατσε στο χώμα αυτόματα, σαν υπνωτισμένος. Η νύμφη πετούσε ολόγυρά του στροβιλίζοντας τα μακριά της μανίκια, τραγουδώντας κάτι που κανείς θνητός δεν έχει το δικαίωμα να ακούσει. Μετά, γρηγορότερα απ’ όσο φάνηκε στον Takeshi, το πλάσμα εξαφανίστηκε στο σεληνόφως.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Ο Takeshi δε μίλησε σε κανέναν για τη συνάντησή του με το tennyo. Αντίθετα, έχασε όλη του την αισιοδοξία και καθόταν όλη την ώρα κάτω από το πεύκο που κάποτε είχε βρει εκείνο το αστραφτερό κιμονό. Ο θρύλος λέει ότι η νύμφη ξαναπήγε πολλές φορές σε εκείνο το σημείο για να πείσει τον νεαρό να συνεχίσει τη ζωή του· αντί όμως να τον κάνει να την ξεχάσει, τον ερωτεύτηκε εκείνη. Παντρεύτηκαν κι έζησαν στο σπίτι που είχε φτιάξει ο Takeshi κοντά στη λίμνη. Το tennyo απαρνήθηκε την ουράνια ταυτότητά του για όσα χρόνια ζούσε ο ψαράς αλλά δεν παραπονέθηκε ποτέ.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Ο Takeshi πέθανε πολύ γέρος και η γυναίκα του τον έθαψε κάτω από το αρχαίο πεύκο που έγινε η αιτία να συναντηθούν. Σαν από θαύμα, ένα κλαδί του πεύκου κουλουριάστηκε σε έναν τέλειο κύκλο για να θυμίζει την καταγωγή της γυναίκας του και την αγάπη που του έδωσε απλόχερα. Εκείνη ξαναφόρεσε το λευκό κιμονό της και πέταξε πίσω στον ουρανό χωρίς να έχει γεράσει ούτε μια μέρα· βλέπετε, τα tennyo είναι αθάνατα.</i></div></div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhLqxoGlEhkDIPT2HaeZA57EOhBo2dO3jOY10l-xrHkFgGFiarycbbJOlcBM402JSy-fqdYuMtHCtpzInsPEh65ubOFjGJRJxlRH_pgPjMwcIFtxuFmi36xX0g9qaatsLv64DJ_FdWGtB6LYMnQHMx5_SbTfoiBGKq10_elhEywthMK9zeTPu6Yc7Im/s1800/164676864_1721133854726237_6829013943697894391_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhLqxoGlEhkDIPT2HaeZA57EOhBo2dO3jOY10l-xrHkFgGFiarycbbJOlcBM402JSy-fqdYuMtHCtpzInsPEh65ubOFjGJRJxlRH_pgPjMwcIFtxuFmi36xX0g9qaatsLv64DJ_FdWGtB6LYMnQHMx5_SbTfoiBGKq10_elhEywthMK9zeTPu6Yc7Im/w552-h640/164676864_1721133854726237_6829013943697894391_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Τsuki-no-matsu», πάρκο Ueno, Τόκιο</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Tennyo, ουράνια γυναίκα - νύμφη</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>«Tennyo»: ουράνια γυναίκα - νύμφη, που κατοικεί στο Tendō, το βασίλειο του ουρανού της βουδιστικής κοσμολογίας. Τα «tennyo» έ</span><span style="font-family: arial;">λκουν την καταγωγή τους από τις ινδικές «apsaras», ουράνιες νύμφες της ινδουιστικής και βουδιστικής μυθολογίας. Μεταφέρθηκαν στην Κίνα από την Ινδία μαζί με το Βουδισμό και εξελίχθηκαν στα tennyo, δημοφιλές θέμα της λαογραφίας σε όλη την Ιαπωνία.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Εξαιρετικά όμορφα πλάσματα, με απαράμιλλη χάρη, κομψότητα και υπερφυσικά ελκυστικό πρόσωπο, που δύσκολα τα ξεχωρίζει κανείς από τις «κανονικές» γυναίκες. Φορούν όμορφα φορέματα, τα «hagoromo» (κυριολεκτικά «πουπουλένιο ύφασμα»), τα οποία τους επιτρέπουν να πετούν. Τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν μουσική, απαγγέλλουν ποίηση. Υπηρετούν και διασκεδάζουν τους άλλους κατοίκους του ουρανού, ενώ περιστασιακά πετούν στη γη για να επισκεφτούν τους ανθρώπους. Οι θρύλοι συχνά περιλαμβάνουν ιστορίες αγάπης και γάμο μεταξύ tennyo και ανθρώπων. Η πιο διάσημη ιστορία είναι το θεατρικό έργο του Noh «Hagoromo».</span></div><div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5-ZBG3GwOKPYTy3CgUwybkiVQcsPzJOklm6gWC4VKp-rRXr8JYdNL_eHPOlNwSwjbg2GD8cysxm0Ye9342UZB8wk6FgI9HKDzAPj-MszTRtMetzpf4s_Th2NFYYXQ7vwuIMRcaaMMD2RhyWPVN0AVowmri7ctvhotLyDeJ1buLCI6r8qU13Innjg0/s440/flying-hiten-2-hiten-mural-7th-8thC-houryuji-temple-136cm-wide.jpg"><img border="0" height="332" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5-ZBG3GwOKPYTy3CgUwybkiVQcsPzJOklm6gWC4VKp-rRXr8JYdNL_eHPOlNwSwjbg2GD8cysxm0Ye9342UZB8wk6FgI9HKDzAPj-MszTRtMetzpf4s_Th2NFYYXQ7vwuIMRcaaMMD2RhyWPVN0AVowmri7ctvhotLyDeJ1buLCI6r8qU13Innjg0/w640-h332/flying-hiten-2-hiten-mural-7th-8thC-houryuji-temple-136cm-wide.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Flying Apsaras, Ναός Hōryūji, Νάρα, Ιαπωνία. Τοιχογραφία, 7ος έως 8ος αιώνας</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">__________</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjCxnuDHNoq25WI_Y4-eH8zawDL0Z85PvgylFrHhZ857d8SPxaEXo3CyIo9FBSfmR6QYU4VOa8sAIxkTMyS2oTyA10_Ar8XX3a8v1_QTu8RPRhjM4fEMk_mwwakmhQ9TlPzkMeE2p0sFeCfBfERDnllCZH2iLL8YcDkGZbpiX7SQt3JhReNpQjybvqs/s420/Flying_Asparas-Hiten-by_Inaki-Nobuyuki-biwa.jpg"><img border="0" height="422" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjCxnuDHNoq25WI_Y4-eH8zawDL0Z85PvgylFrHhZ857d8SPxaEXo3CyIo9FBSfmR6QYU4VOa8sAIxkTMyS2oTyA10_Ar8XX3a8v1_QTu8RPRhjM4fEMk_mwwakmhQ9TlPzkMeE2p0sFeCfBfERDnllCZH2iLL8YcDkGZbpiX7SQt3JhReNpQjybvqs/w640-h422/Flying_Asparas-Hiten-by_Inaki-Nobuyuki-biwa.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Flying Apsaras –Tennyo, by Inaki Nobuyuki</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">________</span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο θρύλος του «hagoromo» στο θέατρο Νο</b></span></div><div><br /></div><div>Ο θρύλος του «hagoromo» δεν είναι μόνο ο πιο αγαπητός, αλλά και ο πιο διάσημος στην Ιαπωνία, επειδή αποτελεί το κεντρικό θέμα του ομώνυμου έργου του θεάτρου No, ενός από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα δραματικά έργα. Το έργο αποτελεί παράδειγμα αυτού που ο Zeami Motokiyo (περ. 1363 –1443), ο μεγαλύτερος θεωρητικός, ερευνητής, συγγραφέας και ηθοποιός, αποκάλεσε την ουσία του θεάτρου No: «να ενώνεις τον ουρανό με τη γη, το θεϊκό με το κοσμικό στοιχείο και να φέρνεις χαρά στις καρδιές των ανθρώπων».</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiQiP7yc70w0HGllFxq02ogTqV3gUwxOEF2Al-z1UIYXILGrDHtUEvE4OKFB0xvqYJO7dEvBJiVxg1scTosf-6_4K6O6PqxSksrdEDHcpbToCdVjJCCXj1NzHdab-UrP-LaGFNRbvu4V-rXsr7OzhpBI-FpXzLg5JRoBunzd-i-mqkrgfMxzoQb6O28/s900/45818.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiQiP7yc70w0HGllFxq02ogTqV3gUwxOEF2Al-z1UIYXILGrDHtUEvE4OKFB0xvqYJO7dEvBJiVxg1scTosf-6_4K6O6PqxSksrdEDHcpbToCdVjJCCXj1NzHdab-UrP-LaGFNRbvu4V-rXsr7OzhpBI-FpXzLg5JRoBunzd-i-mqkrgfMxzoQb6O28/w552-h640/45818.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Utagawa Toyokuni Ichikawa Danjuro VII and Iwai Hanshiro V in Hagoromo, 1820s</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhF0RRK9BLCJoWrwHOKbMLaS2QuaBBZ2dHz8UhTWgLj1xtSuQaKnYCbuq_DGQHF-XtuzlI_qEWtq7ROI2LgpprpqTY2k1iaoTZeNAA2uWa8vPzp5AtTkR9eW3ALW8ToX6wK2smzlGLUNuvKIlB1Eh8aj0nBSbHZvUeeVimdDeX3qOI27X9OEob1saNj/s2342/Szene_aus_Hagoromo.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhF0RRK9BLCJoWrwHOKbMLaS2QuaBBZ2dHz8UhTWgLj1xtSuQaKnYCbuq_DGQHF-XtuzlI_qEWtq7ROI2LgpprpqTY2k1iaoTZeNAA2uWa8vPzp5AtTkR9eW3ALW8ToX6wK2smzlGLUNuvKIlB1Eh8aj0nBSbHZvUeeVimdDeX3qOI27X9OEob1saNj/w640-h444/Szene_aus_Hagoromo.jpg" /></a></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Σκηνή από το έργο του θεάτρου Νο «Hagoromo», </div><div style="text-align: center;"> ξυλογραφία του Tsukioka Kōgyo (1869–1924), περίπου 1900</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhn9KA-nN9K5N3UaKVxLlOyyoVdYfJRd-fc-uB9I3zjwm0upDLZFtMAJbmNGCEPnUHVx9XKTIjIfbYZYImsGeoxejnlkKdIFe1MB0famGuIx_t5epT811EzMWnJXkwANVLVWTxLkkansaAu2uZ3597ljOvtGXj1lU0H4Dlc9LoEQRx2-vMyUS2p6oz1/s715/3c51d263baa940c9fb1db2f4c7a0fbb5_715__2.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhn9KA-nN9K5N3UaKVxLlOyyoVdYfJRd-fc-uB9I3zjwm0upDLZFtMAJbmNGCEPnUHVx9XKTIjIfbYZYImsGeoxejnlkKdIFe1MB0famGuIx_t5epT811EzMWnJXkwANVLVWTxLkkansaAu2uZ3597ljOvtGXj1lU0H4Dlc9LoEQRx2-vMyUS2p6oz1/w640-h426/3c51d263baa940c9fb1db2f4c7a0fbb5_715__2.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hagoromo Noh play, painting, 2018. From the-noh.com</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhUKO5y09GkdI7O329V-h0hrShCnNGMs3i6Yn8wdp1JHMX7IsicgmpT-M9dKHAB5i1bYA-3URExA_wuAtVRdtUbaMeO2e7zCVHnvfzq-CJjTxlGY-emt5XHZ3GXv7iI-hnJ7E7J4-45nCArZtonoAodVlfJryR4RpWQMp2DAogU9CwwPF8r3WpOdOTV/s750/310469710_1126759421549646_1833533010531151852_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhUKO5y09GkdI7O329V-h0hrShCnNGMs3i6Yn8wdp1JHMX7IsicgmpT-M9dKHAB5i1bYA-3URExA_wuAtVRdtUbaMeO2e7zCVHnvfzq-CJjTxlGY-emt5XHZ3GXv7iI-hnJ7E7J4-45nCArZtonoAodVlfJryR4RpWQMp2DAogU9CwwPF8r3WpOdOTV/w640-h486/310469710_1126759421549646_1833533010531151852_n.jpg" /></a></span></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Φωτογραφία από το National Noh Theatre</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvY3EgDWCwn4OGjA9nHBEZOrqXC7qvsdTCwwlD8w3bizYr9GArXicJddAO5O9hglwdaxHLUKXYZQJUdAL-tdKHLPJmyyr2LQs6FZVquBLUous9Delo24BsHjDKDRu8L3zRKvIQfcK69N_a0UsoRdU71_cq1RoFF7jKPqkxIRfdiMrHkjIK6T5ijCZ8/s715/a58ae2c25eed3774d2c559c52bad9309_715__2.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvY3EgDWCwn4OGjA9nHBEZOrqXC7qvsdTCwwlD8w3bizYr9GArXicJddAO5O9hglwdaxHLUKXYZQJUdAL-tdKHLPJmyyr2LQs6FZVquBLUous9Delo24BsHjDKDRu8L3zRKvIQfcK69N_a0UsoRdU71_cq1RoFF7jKPqkxIRfdiMrHkjIK6T5ijCZ8/w640-h422/a58ae2c25eed3774d2c559c52bad9309_715__2.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hagoromo Noh play at Miho Matsubara Beach Festival, 2017. </div><div style="text-align: center;">Image courtesy of Miho Tourism Board</div><div style="text-align: center;">___________</div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="356" src="https://www.youtube.com/embed/0kGYPbMHE2s" width="599" youtube-src-id="0kGYPbMHE2s"></iframe></div><div style="text-align: center;">Ο χορός της ουράνιας νύμφης, πριν επιστρέψει στο παλάτι του Ουρανού</div></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> (παράσταση θεάτρου Νο, στο Κιότο, τον Ιούλιο του 2010.)</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">___________</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div>Μια Γαλλίδα χορεύτρια μπαλέτου, η Hélène Giuglaris, η οποία έπαιξε στη σκηνή το ρόλο της ουράνιας νύμφης, συγκινήθηκε τόσο βαθιά απ’ αυτό το έργο, που ονειρευόταν να επισκεφτεί την περιοχή Miho κάποια μέρα. Η μοίρα της αποφάσισε όμως διαφορετικά. Μετά το θάνατό της, σε ηλικία μόλις 35 ετών, ο σύζυγός της ήρθε στην Ιαπωνία και εξήγησε στους ντόπιους την αγάπη της Hélène για το Miho. Βαθιά συγκινημένοι της έστησαν μνημείο στο πευκοδάσος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8A5Xt6z2zohYBpydp9P32HdNChsxkwcnFP3taUfHYnUantERA2VUflS8EyYfILGUGOwwBTk10T7WwuubQaurME_-KlOdNg0juWBPoCCf72K90KSu1i947mjcnCDg5S2Hujoj9A6R7cUYkw2zz_BrNxf3ZRDeTwMc6CmOTacpKUY9xhox9nn7-Fg4a/s750/311314901_783996012859833_4170208313698739601_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8A5Xt6z2zohYBpydp9P32HdNChsxkwcnFP3taUfHYnUantERA2VUflS8EyYfILGUGOwwBTk10T7WwuubQaurME_-KlOdNg0juWBPoCCf72K90KSu1i947mjcnCDg5S2Hujoj9A6R7cUYkw2zz_BrNxf3ZRDeTwMc6CmOTacpKUY9xhox9nn7-Fg4a/w640-h596/311314901_783996012859833_4170208313698739601_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Hélène Giuglaris με τη μάσκα Hagoromo, που χρησιμοποίησε στην παράσταση του θεάτρου Νο, το κάλυμα κεφαλής και την βεντάλια.</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiupXwnwufOMo9umBXAE1BIiPByQAPm9PBdX1mZJYneQTrq_2SLIB0K2zRD-JkX30PlMPFNPCxTDgn_TTCtJdPRP_Utu0YPQGVrDSR3ex5v6l-qohGURnlTg7TflSbwBIt08XxpqaLc_RZEmd0a-SznLAzDvMDJmPtmQHGudGUuWS0b2d4OIJMB5DXm/s749/311386148_3171785179818271_4295679052893102755_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiupXwnwufOMo9umBXAE1BIiPByQAPm9PBdX1mZJYneQTrq_2SLIB0K2zRD-JkX30PlMPFNPCxTDgn_TTCtJdPRP_Utu0YPQGVrDSR3ex5v6l-qohGURnlTg7TflSbwBIt08XxpqaLc_RZEmd0a-SznLAzDvMDJmPtmQHGudGUuWS0b2d4OIJMB5DXm/w640-h576/311386148_3171785179818271_4295679052893102755_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Hélène Giuglaris, ως ουράνια νύμφη, κάνει πρόβα στην ταράτσα του σπιτιού της.</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjg1qcuBOOanGNxSxGi8YqJfXo2nJvDJgyHyZVmD0LZDUmNiibrtSpzd07GAPy2laW_cEtEDNZWrNDN7KTNPyZQZVbhqSBYInIEtjEKKAB8Ob55TSrR2-91d7Lu82TMwqRtbuDIAXcJDGbI63kGV-dJt1PR-AQGCvTTTkOADhA5Qv6kgaexh27qSErs/s1200/IMG_0933.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjg1qcuBOOanGNxSxGi8YqJfXo2nJvDJgyHyZVmD0LZDUmNiibrtSpzd07GAPy2laW_cEtEDNZWrNDN7KTNPyZQZVbhqSBYInIEtjEKKAB8Ob55TSrR2-91d7Lu82TMwqRtbuDIAXcJDGbI63kGV-dJt1PR-AQGCvTTTkOADhA5Qv6kgaexh27qSErs/w640-h480/IMG_0933.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το μνημείο που έχει στηθεί στο πευκοδάσος του Miho προς τιμην της Hélène Giuglaris.</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEieF3WZCU9S44EzwEiNOSpcsMsp7DlAMpKpqUU6WfIEdEFmI5ojx2thMG4TreMbwYc7jzI7xqBDae9aN-kfSi4Sq6r6M8Ky2tsi7uLCWaol9PKZa_oNeT9aoPui59uR05GsYKPIaJD47i1H0gWmw9Z3sV9t2-cAc9lS9pGFNXjUflcsMwxDq8EuhdRX/s640/46585003371_a2189c8936_z.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEieF3WZCU9S44EzwEiNOSpcsMsp7DlAMpKpqUU6WfIEdEFmI5ojx2thMG4TreMbwYc7jzI7xqBDae9aN-kfSi4Sq6r6M8Ky2tsi7uLCWaol9PKZa_oNeT9aoPui59uR05GsYKPIaJD47i1H0gWmw9Z3sV9t2-cAc9lS9pGFNXjUflcsMwxDq8EuhdRX/w490-h640/46585003371_a2189c8936_z.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Wendy Whelan, χορεύτρια του New York City Ballet στο χορό της ουράνιας νύμφης. Hagoromo, Νέα Υόρκη, 2015. (Φωτογραφία του Stephen Kornbluth)</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Οι κοπέλες - κύκνοι και τα φτερά τους</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b> </b></span><div><span style="font-family: arial;">Στον πυρήνα του θρύλου του «Hagoromo» βρίσκεται το μοτίβο της κοπέλας - κύκνος, κοινό στις παραδόσεις σχεδόν όλων των λαών στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία, καθώς και στις ιστορίες των Ινδιάνων και των Εσκιμώων. Μαγικά, υπερφυσικά όντα, που παίρνουν ανθρώπινη μορφή για να ζευγαρώσουν με τους ανθρώπους, δεν είναι παρά αντανακλάσεις της μεταβαλλόμενης σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Είτε πρόκειται για Έλληνες Θεούς είτε για Κινέζους δράκους, που αλλάζουν σχήμα και παντρεύονται θνητούς, αυτές οι ιστορίες εξέφραζαν πάντα την ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι δεν χωρίζονται απ' αυτόν.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Συγκεκριμένα οι ιστορίες με</b></span><span style="font-family: arial;"><b> κοπέλες - κύκνους επαναλαμβάνουν, σε αμέτρητες παραλλαγές,</b></span><span style="font-family: arial;"><b> το κοινό μοτίβο του ήρωα που ερωτεύεται μια εξωτική, ουράνια ύπαρξη, αλλά για να την κάνει γυναίκα του, πρέπει να κλέψει κάτι δικό της (μαντήλι, πέπλο, φόρεμα, τρίχα από τα μαλλιά ή φτερό αν είναι γυναίκα-πουλί). </b></span><span style="font-family: arial;"><b>Στις περισσότερες εκδοχές του παραμυθιού, </b></span><b style="font-family: arial;">η κοπέλα τον παντρεύεται, γεννάει τα παιδιά του και προσέχει το σπίτι του. Άλλες πληροφορίες δεν έχουμε για </b><b style="font-family: arial;">τη ζωή της ως ανθρώπινης γυναίκας, μόνο την επίμονη λαχτάρα της </b><b style="font-family: arial;">να πάρει πίσω το κλεμμένο αντικείμενο, για να εξαφανιστεί και να γυρίσει στον κόσμο που ανήκει.</b></div><div><b style="font-family: arial;"><br /></b></div><div><span style="font-family: arial;">Ανεξάρτητα από το πόσο συγκαταβατική μπορεί να εμφανίζεται ως σύζυγος η κοπέλα – κύκνος, δεν «συμμορφώνεται», παρόλο που φαινομενικά «υποτάσσεται» στη συζυγική εξουσία. Δέχεται, όχι από αγάπη, αλλά για να παραμείνει κοντά στο «πουπουλένιο φόρεμα», που είναι η ταυτότητά της, με αποτέλεσμα η ένταση να παραμονεύει κάτω από την ήρεμη επιφάνεια του γάμου της. </span><span style="font-family: arial;">Ο σύζυγος δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για τη στοργή της, γιατί την κρατάει ουσιαστικά σε ομηρεία, με όπλο το κλεμμένο της φόρεμα, σύμβολο της ελευθερίας και της δύναμής της. Ο μανδύας του, με τον οποίο την τυλίγει σε κάποιες εκδοχές του μύθου, δεν είναι παρά το όργανο της υποταγής της στην ανθρώπινη κοινωνία. Κλέβει την ταυτότητά της, αυτό ακριβώς που αρχικά τον συνεπήρε, και στη συνέχεια τη μετατρέπει στο πιο πολύτιμο βραβείο του, μια χλωμή εκδοχή του αρχικού μαγικού πλάσματος. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ένας γάμος με τέτοιους όρους δεν μπορεί να διαρκέσει· ή θα προχωρήσει σε μια ισότιμη σχέση ή θα διαλυθεί. Σε ορισμένες παραλλαγές της ιστορίας, η κοπέλα- κύκνος χρησιμοποιεί ένα ταμπού ή μια απαγόρευση, ως διαπραγματευτικό χαρτί στην άδικη συμφωνία γάμου. Εάν ο σύζυγος παραβεί αυτή την απαγόρευση, χάνει κάθε δικαίωμα πάνω της. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Πολλές φορές, είναι τα παιδιά που ανακαλύπτουν και αποκαλύπτουν το κλεμμένο αντικείμενο</span><span style="font-family: arial;"> στην απαρηγόρητη μητέρα τους, άλλοτε η μητέρα του ήρωα, που πείθεται από τα κλάματα ή την επιμονή της νύφης της και της το επιστρέφει. Άλλοτε είναι η ίδια που ανταποδίδει την εξαπάτηση, πλήρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα: υποκρίνεται ότι δεν έχει σκοπό να τον εγκαταλείψει, μετά από τόσα χρόνια γάμου και αφού έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί. Όταν όμως η κοπέλα - κύκνος πάρει πίσω το πουπουλένιο ρούχο ή το κρυμμένο μαγικό αντικείμενο, ανακτά τη δύναμή της και πετάει πίσω στην πατρίδα της, εγκαταλείποντας το σύζυγο, τα παιδιά και την επίγεια ζωή </span><span style="font-family: arial;">της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhRAt0-Rcqu9rzFuM1szkVUsZ8LGmL12_IcNY_fF2Sb69rNeZAaitI1ndgkJAEe7-v43DB8IKR-rLTStsS3G1fsDbtsNnp9llv2tBk7ilOfnQ9r8r0_6gwjT4Th8SMy32BEPGr4iXQNQkWZkfsrrt3fu2F9DpBDHi7O-8WTiakHxjd_PRqLPNXBBHR5/s1440/126952344_10157772405888297_5646169527070081048_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhRAt0-Rcqu9rzFuM1szkVUsZ8LGmL12_IcNY_fF2Sb69rNeZAaitI1ndgkJAEe7-v43DB8IKR-rLTStsS3G1fsDbtsNnp9llv2tBk7ilOfnQ9r8r0_6gwjT4Th8SMy32BEPGr4iXQNQkWZkfsrrt3fu2F9DpBDHi7O-8WTiakHxjd_PRqLPNXBBHR5/w492-h640/126952344_10157772405888297_5646169527070081048_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Walter Crane, «The Swan Maidens», 1894</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><span style="text-align: left;"><br /></span></div></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Δομιμασίες αγάπης</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Αν ο σύζυγος αποφασίσει να </span><span style="font-family: arial;">βρει ξανά την σύζυγο - κύκνο, θα μπει σε μια μακριά, επίπονη αναζήτηση, που θα δοκιμάσει αλλά και θα αποδείξει την αξία του. </span><span style="font-family: arial;">Πρέπει να κάνει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να φτάσει στο σπίτι της, που βρίσκεται πάντα στη σφαίρα του φανταστικού ή του ουράνιου, «Ανατολικά του ήλιου και Δυτικά της σελήνης», «σ' ένα Κρυστάλλινο Παλάτι ψηλά στην κορυφή ενός γυάλινου βουνού», στον Ουρανό ή στον Παράδεισο. Στην πορεία του αυτή, συναντά ανθρώπους στους οποίους προσφέρει βοήθεια, και, για κάθε μία από αυτές τις πράξεις γενναιοδωρίας, παίρνει ένα μαγικό αντικείμενο που τον βοηθά να ολοκληρώσει το ταξίδι του. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Ο σύζυγος, σ' αυτές τις παραλλαγές, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια σειρά δοκιμασιών μύησης, που συνήθως ταιριάζουν σε έναν νεότερο, άγαμο άνδρα, όχι σε κάποιον που έχει ήδη παντρευτεί και έχει χάσει τη γυναίκα του από εγωισμό ή ανωριμότητα. Επιπλέον, η σύζυγος - κύκνος έχει πλέον επιστρέψει στην αρχική της μορφή και φαίνεται ελάχιστα συγκινημένη από τα χρόνια του ανθρώπινου γάμου της. </div><div><br /></div><div><b>Και οι δύο σύζυγοι όμως, είναι σαν να βρίσκονται καθηλωμένοι σε μια παρατεταμένη εφηβεία. Ίσως, λοιπόν, αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των ιστοριών είναι η αναγνώριση ότι ο γάμος δεν μπορεί να πετύχει χωρίς ωριμότητα, χωρίς την ολοκλήρωση των τελετουργιών που σηματοδοτούν τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση — και, ιδιαίτερα, χωρίς τη σιωπηρή συμμετοχή των οικογενειών και των κοινοτήτων.</b> Ο κυνηγός ενεργεί σαν παιδί, αρπάζοντας για τον εαυτό του την μικρότερη από τις κοπέλες - κύκνους, ως «βραβείο», ένα «έπαθλο» που μπορεί όμως να κρατήσει μόνο με εξαπάτηση. Αλλά είναι συχνά και η ανωριμότητα της κοπέλας - κύκνου που αναδεικνύεται επίσης στα παραμύθια αυτά. Σε ορισμένες εκδοχές, είναι η ίδια που προκαλεί τη μοίρα της, αφήνοντας την ασφάλεια των αδελφών της και κολυμπώντας μόνη, παρόλο που την έχουν προειδοποιήσει ρητά ότι είναι επικίνδυνο. Οι παρορμητικές συμπεριφορές έχουν προβληματικές συνέπειες τόσο για τις νεαρές κοπέλες όσο και για τους κυνηγούς.</div><div><br /></div><div>Έτσι, η τελική επιτυχία της γαμήλιας ένωσης σ' αυτές τις ιστορίες συχνά εξαρτάται από την προθυμία τόσο του συζύγου όσο και της συζύγου να υποστούν μεταμορφώσεις που σηματοδοτούν την ωρίμαση τους ως ενήλικες. Για να επιβιώσει η σχέση των πρωταγωνιστών - και αυτό δεν συμβαίνει πάντα - πρέπει και οι δύο, συνήθως, να μεταμορφωθούν ψυχολογικά, να καλλιεργήσουν ή να ξαναχτίσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη και σε ορισμένες περιπτώσεις, να μεταμορφωθούν και σωματικά, έτσι ώστε να είναι και οι δύο άνθρωποι ή και οι δύο πτηνά. Σ' ένα αρχαίο ιρλανδικό κείμενο, η κελτική θεότητα Óengus, αφού καταφέρει να αναγνωρίσει την κοπέλα των ονείρων του ανάμεσα σε 150 κοπέλες- κύκνους, πριν αυτές αλλάξουν μορφή, μετατρέπεται ο ίδιος σε κύκνο για να μπορέσει να ενωθεί με την πριγκίπισσα - κύκνο Caer Ibormeith. </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh-Ap7k5SE0gzKvrsktpIMsW7TX_0hSOeImwuiazFdGaMpfShO_UbdJc8c0eQ1znNs6MxA0RRt7iJUbO7-YNQ9v-gBXb98HDGynrTfANksXMeniVqC3r0vdTOh8RQtuUdawVzTaCYSk53fBdD70VPL3lcffUV9D0IX-PuBgq93oey1wtANE6e9yNprv/s775/caerangus1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh-Ap7k5SE0gzKvrsktpIMsW7TX_0hSOeImwuiazFdGaMpfShO_UbdJc8c0eQ1znNs6MxA0RRt7iJUbO7-YNQ9v-gBXb98HDGynrTfANksXMeniVqC3r0vdTOh8RQtuUdawVzTaCYSk53fBdD70VPL3lcffUV9D0IX-PuBgq93oey1wtANE6e9yNprv/w464-h640/caerangus1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Óengus και η Caer Ibormeith, μεταμορφωμένοι σε κύκνους.</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Εύθραυστες επανασυνδέσεις</b></span><br /><br />Όταν όμως υπάρχουν αποτυχίες, είναι και άθλιες και θεαματικές. Σε τέτοιες εκδοχές, είτε ο σύζυγος δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει την ανωριμότητά του είτε η κοπέλα - κύκνος, αφού ελευθερωθεί, αρνείται να παραδώσει ξανά τη δύναμή της σ' έναν άντρα που δεν την αξίζει. Αυτές οι ιστορίες ασυμβίβαστου γάμου προσφέρουν μια έντονη αντίθεση με το πιο οικείο σύνολο λαϊκών παραμυθιών, όπου η επιτυχημένη μύηση ενός ήρωα ή ηρωίδας ακολουθείται από μια μακρά κι ευτυχισμένη ένωση.<br /><br />Οι ιστορίες των κοριτσιών - κύκνων υποδηλώνουν ότι υπάρχουν γάμοι που θα διαλυθούν λόγω της αδυναμίας του ζευγαριού να ωριμάσει και να ενσωματωθεί ο ένας στον κόσμο του άλλου. Στον ανθρώπινο κόσμο, η κοπέλα - κύκνος χάνει τη φανταστική της αρχοντιά και υποβάλλεται στους καθημερινούς κόπους μιας ανθρώπινης συζύγου – συμπεριλαμβανομένης της τεκνοποίησης, η οποία παρουσιάζεται ως τόσο δυσάρεστη, που οι μητέρες - κύκνοι, συχνά, φαίνεται να έχουν λίγους ενδοιασμούς ν' αφήσουν πίσω τα παιδιά τους, τη στιγμή που ανακτήσουν το φτερωτό φόρεμά τους. Ο σύζυγος, είτε δεν μπορεί να βρει τον κόσμο της και πεθαίνει από μελαγχολία, είτε, όταν το καταφέρνει, δεν μπορεί να δεχτεί τον φανταστικό κόσμο με τους όρους της γυναίκας του. Πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για προσωρινές επανασυνδέσεις. Υπάρχουν και κάποιοι σύζυγοι που συναινούν να ζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στις περιοχές των συζύγων τους, μόνο για να φύγουν και να επιστρέψουν μόνοι στο σπίτι, πριν το τέλος της ζωής τους.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCjfCL745qQ6cPv3EV_DphR2elOuV1i5f4wRs2oimK5ICWZF_kFuSp6F4WNq-j74bt96-bcOjFasFl-MIewFE3UsmDgQ4xmUaDegEeGIxuY_j3z-OjZGjV8cFqUOs7Nth9YTIf1wV_EIMjDfQzPmiXRv6qGQiJJ1RR62YeONZDWz33kp0YHfVWQEHO/s700/eastothesun-p-j-lynch.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCjfCL745qQ6cPv3EV_DphR2elOuV1i5f4wRs2oimK5ICWZF_kFuSp6F4WNq-j74bt96-bcOjFasFl-MIewFE3UsmDgQ4xmUaDegEeGIxuY_j3z-OjZGjV8cFqUOs7Nth9YTIf1wV_EIMjDfQzPmiXRv6qGQiJJ1RR62YeONZDWz33kp0YHfVWQEHO/w512-h640/eastothesun-p-j-lynch.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">"East of the Sun, West of the Moon", εικονογράφηση από τον PJ Lynch</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><span style="font-family: arial;">Η ιστορία του </span>T'ien K'un-lun και της ουράνιας νύμφης</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><b>Ουράνιες νεράιδες, που κατεβαίνουν από τον Παράδεισο ή ένα Ουράνιο Βασίλειο για να κολυμπήσουν σε μια γήινη λίμνη, συναντώνται εκτός από την Ιαπωνία, και στην γειτονική Κίνα και μάλιστα σε πάρα πολλές και διαφορετικές εκδοχές.</b> <b>Μια τέτοια, παλιά ιστορία βρέθηκε σε χειρόγραφο στη Βιβλιοθήκη - σπήλαιο Mogao, στο Dunhuang της Κίνας (ανακαλύφθηκε το 1899 ή το 1900 από έναν ταοϊστή ιερέα) και ο Arthur Waley, που την μελέτησε και την μετέφρασε στα αγγλικά, την τοποθετεί πιθανότατα στον 9ο μ.Χ αιώνα.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Είναι η ιστορία ενός φτωχού νέου, του T'ien K'un-lun, που βλέπει τρεις κοπέλες – γερανούς να κολυμπούν σε μια λίμνη. Οι δυο πρόλαβαν να φορέσουν τα πουπουλένια ρούχα τους και να πετάξουν στον ουρανό, ενώ η μικρότερη έμεινε πίσω. Επειδή ντρεπόταν να βγει από τη λίμνη και να εμφανιστεί γυμνή μπροστά του, αποκαλύπτει την ταυτότητά της στον νέο και τον παρακαλεί ευγενικά να της δώσει το πουπουλένιο ρούχο της κι αυτή, ως αντάλλαγμα, δέχεται να τον παντρευτεί. Ο T'ien K'un-lun αρνείται κατηγορηματικά και της προτείνει να βγάλει και να της δώσει το δικό του πουκάμισο για να σκεπάσει το γυμνό της σώμα, κάτι που η κοπέλα δέχεται, εφόσον δεν έχει άλλη λύση. Εκείνος την παίρνει μαζί του, στο σπίτι του, την παρουσιάζει με χαρά στη μητέρα του, σύντομα την παντρεύεται και αποκτούν έναν γιο, τον T'ien Chang.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Ο γιος τους έχει γίνει πια πέντε ετών κι ο T'ien K'un-lun χρειάζεται να φύγει και να λείψει για πολύ καιρό. Πριν φύγει, δίνει οδηγίες στη μητέρα του να κρύψει το πουπουλένιο φόρεμα της γυναίκας του σε μια τρύπα κάτω από το πόδι του κρεβατιού, στη δική της κάμαρα κι έπειτα φεύγει για τη Δύση.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η ουράνια κοπέλα, που στο μεταξύ έχει αρχίσει να νοσταλγεί το ουράνιο σπίτι της, λέει στην πεθερά της:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />– <i>Είμαι μια ουράνια κοπέλα. Απ' όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου έφτιαξε για μένα ένα ουράνιο φόρεμα· μ' αυτό ταξίδεψα απ' τον ουρανό ως εδώ. Αλήθεια, θα μου κάνει άραγε αυτό το φόρεμα τώρα; Άφησέ με να του ρίξω μια ματιά.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η πεθερά της ενδίδει και της το επιτρέπει, αλλά δέκα μέρες μετά, εκείνη της ζητάει να ξαναρίξει μια ματιά στο ουράνιο φόρεμά της κι όταν η πεθερά διστάζει, την καθησυχάζει:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>– Ήμουν κάποτε μια ουράνια κοπέλα. Τώρα όμως είμαι παντρεμένη με το γιο σου κι έχουμε ένα παιδί. Πώς νομίζεις ότι θα σας άφηνα; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i>Η πεθερά πείθεται, αλλά η κοπέλα, μόλις φοράει το πουπουλένιο της φόρεμα, πετάει κατευθείαν στον ουρανό μέσα από το άνοιγμα της στέγης.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Δυο μέρες μετά την επιστροφή της στο ουρανό, όμως, κλαίει και απαρηγόρητη ζητάει να δει ξανά το παιδί της. Οι αδελφές της καταλαβαίνουν τη θλίψη της κι οι τρεις μαζί κατεβαίνουν ξανά στη λίμνη. Αυτή τη φορά παίρνουν μαζί τους, τον πεντάχρονο γιο της κοπέλας, που βρέθηκε εκεί, ακολουθώντας της συμβουλές κάποιου πνευματικού ανθρώπου που γνώριζε την πραγματική του ταυτότητα, ότι ήταν, δηλαδή, γιος μιας ουράνιας νύμφης . </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Στο δεύτερο μέρος της ιστορίας - όπως υποστηρίζει ο Arthur Waley, είναι μεταγενέστερο και υπό την επίδραση του κομφουκιανισμού - ο γιος της ουράνιας νύμφης, σπουδαγμένος από τον ουράνιο παππού του και εφοδιασμένος με όλη τη γνώση του κόσμου, ορατού και αόρατου, κατεβαίνει στη γη και, μετά από περιπέτειες, κερδίζει τη θέση του στην Αυτοκρατορική Αυλή, απαντώντας σε μια σειρά δύσκολων ερωτήσεων και γρίφων.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.jstor.org/stable/750555?read-now=1&seq=2#metadata_info_tab_contents" target="_blank">An Early Chinese Swan-Maiden Story by Arthur Waley</a></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwBrWo4xvgHdGol0qrLT3w2iEXeRybWtP-lpXRRwD_Qrohb8JIXKPtE4-pGXM_uLZwUSi6GtKEeLpSV7qExZ_m4zU9-Xoz46YzoQHV7Jz8PypQQMcqiR85NnAVGnJi0r6ErDCM6pLRUipqS_SUfyqTVV_iSa-PDHEd2ijzVlHAtcv5HlGRXfmB4E22/s620/img_7040.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwBrWo4xvgHdGol0qrLT3w2iEXeRybWtP-lpXRRwD_Qrohb8JIXKPtE4-pGXM_uLZwUSi6GtKEeLpSV7qExZ_m4zU9-Xoz46YzoQHV7Jz8PypQQMcqiR85NnAVGnJi0r6ErDCM6pLRUipqS_SUfyqTVV_iSa-PDHEd2ijzVlHAtcv5HlGRXfmB4E22/w640-h480/img_7040.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Crane Girl (illustration by Lin Wang)</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><span style="font-family: arial;"><br /></span></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><span style="font-family: arial;">Η ιστορία </span>της Υφάντρας και του Γελαδάρη της Κίνας</b></span></div><div><br /></div><div><b>Μια άλλη ιστορία που ξεκίνησε ως ιστορία εραστών - αστεριών, της Zhinu και του Niulang, και εξελίχθηκε, υπό την επίδραση του κομφουκιανισμού, σε ιστορία νεράιδας που αιχμαλωτίζεται από έναν θνητό, είναι η ιστορία έρωτα της Υφάντρας και του Γελαδάρη</b>: </div><div><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Ήταν κάποτε ένας φτωχός νέος που είχε μονάχα μια αγελάδα. Επειδή δεν έκανε τίποτε άλλο από το να περιποιείται την αγελάδα του όλοι τον φώναζαν: ο Γελαδάρης.</div><div><br /></div><div>Μια μέρα η γριά αγελάδα είπε στο αφεντικό της:</div><div><br /></div><div><i>– Στο ποτάμι που περνάει νότια από το λιβάδι κάνουν το μπάνιο τους επτά ουράνιες νεράιδες. Αν πας εκεί και κλέψεις ένα από τα φορέματά τους θα καταφέρεις να παντρευτείς μια νεράιδα.</i></div><div><br /></div><div>Ο νέος έκανε όπως του είπε η αγελάδα. Όλες οι νεράιδες εκτός από μία άρπαξαν τα φορέματά τους και πέταξαν στον ουρανό. Εκείνη που έμεινε πίσω ήταν η υφάντρα. Δεν μπορούσε να πετάξει χωρίς το φόρεμά της, κι επειδή δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, ακολούθησε τον γελαδάρη και έγινε γυναίκα του.</div><div><br /></div><div>Λίγο καιρό αργότερα η γριά αγελάδα αρρώστησε. Επειδή ένιωσε πως το τέλος της πλησίαζε είπε στο αφεντικό της:</div><div><br /></div><div><i>– Όταν πεθάνω γδάρε με και γέμισε το δέρμα μου με χρυσή άμμο. Ύστερα πάρε το δαχτυλίδι που έχω στη μύτη μου, τύλιξέ το και έχε το πάντα στον σάκο σου γιατί κάποια μέρα, που θα βρεθείς σε δυσκολία, θα σε βοηθήσει.</i></div><div><br /></div><div>Και τούτη τη φορά ο νέος υπάκουσε στην αγελάδα.</div><div><br /></div><div><b>Τα επόμενα δύο τρία χρόνια η υφάντρα γέννησε στο γελαδάρη ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Συχνά τον ρωτούσε πού είχε κρύψει το νεραϊδένιο φόρεμά της. Δε θα της έλεγε ποτέ μέχρι που, μια μέρα, τον ρώτησε τόσες πολλές φορές και με τόση αδιαφορία που στο τέλος της αποκάλυψε την κρυψώνα. Τότε εκείνη άρπαξε το φόρεμα, πήδηξε μέσα σ’ ένα σύννεφο και πέταξε μακριά</b>.</div><div><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;">Ο γελαδάρης άρπαξε το γιο και την κόρη του και πέταξε στον ουρανό με τη βοήθεια του δέρματος της αγελάδας που είχε στην πλάτη του. Η υφάντρα πήρε μια μακριά βελόνα από τα μαλλιά της και χάραξε μια γραμμή για να εμποδίσει την καταδίωξη. Η γραμμή μεταμορφώθηκε σε πλατύ, μανιασμένο ποτάμι. Τότε ο γελαδάρης έχυσε την άμμο που είχε βάλει στο δέρμα της αγελάδας μέσα στον ποταμό κι έφτιαξε μια μεγάλη αμμώδη λωρίδα. Αλλά η υφάντρα, βλέποντας ότι κινδύνευε, πήρε τη βελόνα των μαλλιών της και χάραξε ένα μακρύ ουράνιο ποτάμι που κατάφερε να εμποδίσει τον γελαδάρη αφού αυτός είχε πια χρησιμοποιήσει όλη του την άμμο.<br /><br />Τότε έβγαλε το δαχτυλίδι από το δέμα του και το πέταξε στη γυναίκα του. Εκείνη, αντίστοιχα, του πέταξε τη σαϊτα του αργαλειού της. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας ασπρομάλλης θεός που έφερνε μια διαταγή του Ουράνιου Νομοθέτη που έλεγε πως το ζευγάρι έπρεπε να κάνει ειρήνη.<br /><br />Από </span><span style="font-family: arial;">τότε ο καθένας τους πρέπει να μένει στην αντίθετη όχθη του ουράνιου ποταμού από τον άλλο και να συναντιόνται μόνο μία φορά το χρόνο, την έβδομη μέρα του έβδομου μήνα. Τα δύο άστρα που φαίνονται τώρα δίπλα από τον Γελαδάρη και την Υφάντρα είναι το δαχτυλίδι και η σαΐτα.</span></div></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><div style="text-align: right;">Η Όχθη του Ουράνιου Ποταμού, Κινέζικο παραμύθι από τη συλλογή: Folktales of China, Eberhard Wolfram</div></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhkc59Bv9aTTIWw3Az4r57bYP5yVXqOy66JrFub-8XyDnhIdk7w0VDTzjpgN81cWobeE8TXyuPwCTd4seTOkhRRPwr1NWcPf30IK66lJCoTrXyM4Ga-kL9A3dGJpiG3xWw-H02rMFVpdZa9Ey29wmqM5mOrvHaqhBssVCcR0CSDAac0M9ulE-Q8hxGi/s1920/Rendezvous_in_the_Milky_Way.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhkc59Bv9aTTIWw3Az4r57bYP5yVXqOy66JrFub-8XyDnhIdk7w0VDTzjpgN81cWobeE8TXyuPwCTd4seTOkhRRPwr1NWcPf30IK66lJCoTrXyM4Ga-kL9A3dGJpiG3xWw-H02rMFVpdZa9Ey29wmqM5mOrvHaqhBssVCcR0CSDAac0M9ulE-Q8hxGi/w640-h384/Rendezvous_in_the_Milky_Way.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Ραντεβού στον Γαλαξία», τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα, </div><div style="text-align: center;">Κρατικό Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η ιστορία της Zhinü και του Niulang</b></span></div><div><br /></div><div>Στην ιστορία πάλι της Zhinü και του Niulang, που στις μεταγενέστερες εκδοχές της χρησιμοποιεί το μοτίβο της κοπέλας- κύκνος, τα πράγματα εξελίσσονται λίγο διαφορετικά: Η Zhinü, κόρη της Βασίλισσας του Ουρανού, και του «Jade Emperor», αυτοκράτορα και δημιουργού του Σύμπαντος, είναι η καλύτερη υφάντρα του ουρανού· υφαίνει όμορφα και πολύχρωμα σύννεφα.Ο Niulang είναι ένας όμορφος βοσκός των ουράνιων κοπαδιών. </div><div><br /></div><div>Οι δυο νέοι συναντήθηκαν κι αγαπήθηκαν παράφορα, χωρίς να ξέρουν πως αυτό ήταν αντίθετο με τους νόμους του Ουρανού. Όταν όμως ο έρωτας των δυο νέων μαθεύτηκε, ο πατέρας της Zhinu και η μητέρα της θύμωσαν πολύ και θέλησαν να τους τιμωρήσουν σκληρά. Η Ουράνια Βασίλισσα εξόρισε τον Niulang στη γη, ώστε να τον απομακρύνει από την κόρη της. Ο Niulang έγινε βοσκός αγελάδων στη γη, χάνοντας τους γονείς του σε νεαρή ηλικία. Έκτοτε ζούσε με τον μεγαλύτερο αδελφό του και την αδελφή του. Ο αδελφός του δεν τον υπολόγιζε και τον κακομεταχειρίζονταν. Έτσι ο νεαρός βοσκός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αδελφό του και έφυγε, ζώντας πια με μια ηλικιωμένη αγελάδα ως μόνη συντροφιά του.</div><div><br /></div><div><b>Μια μέρα η Zhinü κατέβηκε στη Γη με τις έξι ουράνιες αδελφές της και, ενώ έκαναν μπάνιο σ’ ένα ποτάμι, ο Niulang την είδε και την αναγνώρισε. Για να την κρατήσει κοντά του, της έκλεψε το αραχνΰφαντο φόρεμά της, χωρίς το οποίο, η Zhinü δεν μπορούσε να επιστρέψει στον Ουρανό. Βαθιά ερωτευμένη μαζί του, δέχτηκε να τον παντρευτεί και έζησαν για αρκετό καιρό ευτυχισμένοι, εκείνος δουλεύοντας στα χωράφια κι εκείνη υφαίνοντας και φροντίζοντας τα δυο παιδιά που απέκτησαν μαζί.</b> Όμως, η σχέση τους ανακαλύφθηκε από τον πατέρα της και η Zhinü μεταφέρθηκε από τα στρατεύματα του Ουρανού στο σπίτι της.</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWmKnNSfa-s0vhRgU-UNiN-8FJmr293fp85Np0uSX5S4EADiV8t-KjRCtvy39x2LGzZwLszYc-4ziAbysAIrABunVXv-J16yuNlbmfrT6rSaNXZJldbe6MHQW2gHmtSMnEUOCdH68frWjcwGbp9J_38FkvbVwE8aP8V5JZEg3g5jksvY7CabMtQ5jq/s650/001ec949c4c0154198b014.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="490" data-original-width="650" height="482" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWmKnNSfa-s0vhRgU-UNiN-8FJmr293fp85Np0uSX5S4EADiV8t-KjRCtvy39x2LGzZwLszYc-4ziAbysAIrABunVXv-J16yuNlbmfrT6rSaNXZJldbe6MHQW2gHmtSMnEUOCdH68frWjcwGbp9J_38FkvbVwE8aP8V5JZEg3g5jksvY7CabMtQ5jq/w640-h482/001ec949c4c0154198b014.jpg" width="640" /></a></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFCNbZ9cXN0PfGJ-tZT97Jh7KzHlDSaJ0oq5sItCu-K3Edtusa4MvZBLwdaW8VAPUAeYVzPYQ0zPYbkXZSh3a2IjHdaP4s1Vd--N0uLsEwBo-BPc3OyIDNogoqpQdvKXiXe5POSnE1a947_im7K6a7u0LuEF95epqjkHVY82YsifPeHX4H69mLIXZk/s650/001ec949c4c0154198b815.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFCNbZ9cXN0PfGJ-tZT97Jh7KzHlDSaJ0oq5sItCu-K3Edtusa4MvZBLwdaW8VAPUAeYVzPYQ0zPYbkXZSh3a2IjHdaP4s1Vd--N0uLsEwBo-BPc3OyIDNogoqpQdvKXiXe5POSnE1a947_im7K6a7u0LuEF95epqjkHVY82YsifPeHX4H69mLIXZk/w640-h478/001ec949c4c0154198b815.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Zhinu μεταφέρεται από τα στρατεύματα του Ουρανού στο σπίτι της.</div><div style="text-align: center;">Ο Γαλαξίας χωρίζει τους δύο συζύγους.</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Ο Niulang αναστατώθηκε πολύ, αλλά, με τα μαγικά παπούτσια, φτιαγμένα από το δέρμα της γριάς αγελάδας του - ήταν κι εκείνη θεότητα, τιμωρημένη και εξόριστη στη γη - πήρε τα δύο του παιδιά και πέταξε στον Ουρανό για να σώσει την αγαπημένη του. Η Ουράνια Βασίλισσα όμως δημιούργησε ένα ποτάμι, τον Γαλαξία, χωρίζοντας τους δύο συζύγους. <b>Βλέποντας αυτή τη βαθιά αγάπη και ακούγοντας το κλάμα τους, ένα σμήνος καρακάξες πλησίασε. Αναρίθμητες καρακάξες πέταξαν τριγύρω τους και σχημάτισαν μια γέφυρα, επιτρέποντας στο ζευγάρι να ενωθεί ξανά. Η Βασίλισσα του Ουρανού, αντικρίζοντας αυτό το θαύμα, λυπήθηκε τους δύο συζύγους και επέτρεψε στον Niulang και στα δύο παιδιά να παραμείνουν στον ουρανό.</b></div><div><br /></div><div>Έκτοτε, η οικογένεια επανενώνεται μέσω της γέφυρας από τις καρακάξες μία φορά το χρόνο, την έβδομη ημέρα του έβδομου σεληνιακού μήνα. Ο Niulang είναι το αστέρι «Altair» (Αλτάιρ) και η όμορφη Zhinu το αστέρι «Vega» (Βέγας), μένοντας εκεί στο στερέωμα, 16 έτη φωτός μακριά το ένα από το άλλο. Η μέρα που συναντιούνται ξανά κάθε χρόνο θεωρείται η κινέζικη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου και καθιερώθηκε ένα φεστιβάλ για να μην ξεχαστεί ποτέ η ιστορία του Niulang και της Zhinu. Είναι το «Qixi Festival», όπου παραδοσιακά οι άνθρωποι κοιτούν τον ουρανό, για να διακρίνουν τα δυο αστέρια, τα οποία φωτίζουν στις δυο αντίθετες πλευρές του Γαλαξία. Η κινεζική φράση «Niulang Zhinü» χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, συνήθως για να περιγράψει ερωτευμένα παντρεμένα ζευγάρια.</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhOiIyQmkWvPMCzmxPoEaa2oyQkKtf0h-gcvwlHtXjf7LO92H1uPeuWp0-YJ4CMB6X3aigoYqfOwpFUrQ8zXiv2udbElsThrKbh9WeWYRhW1OJyULJCXldt7RkwF6grzDtVCR0zLqqz-pER2A102Hx1G0S5912AiT2qY2L6LFWTVt6pL3Phc8W_uL-h/s650/001ec949c4c0154198c016.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhOiIyQmkWvPMCzmxPoEaa2oyQkKtf0h-gcvwlHtXjf7LO92H1uPeuWp0-YJ4CMB6X3aigoYqfOwpFUrQ8zXiv2udbElsThrKbh9WeWYRhW1OJyULJCXldt7RkwF6grzDtVCR0zLqqz-pER2A102Hx1G0S5912AiT2qY2L6LFWTVt6pL3Phc8W_uL-h/w640-h482/001ec949c4c0154198c016.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η οικογένεια επανενώνεται μέσω της γέφυρας από τις καρακάξες, μία φορά το χρόνο, την έβδομη ημέρα του έβδομου σεληνιακού μήνα.</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div>Τo φεστιβάλ αυτό πραγματοποιείται και στην Ιαπωνία. Εκεί, είναι γνωστό ως «Tanabata», συνδεδεμένο με τη θρησκευτική έννοια της ύφανσης, τις οικιακές τέχνες και το μεγάλωμα των παιδιών. Βασίζεται κι αυτό στην ιστορία των Ουράνιων Εραστών, με μερικές μονάχα παραλλαγές. <b>Εκεί το νεαρό κορίτσι λέγεται Orihime ενώ ο βοσκός είναι ο Hikoboshi.</b> <b>Η ιαπωνική εκδοχή της ιστορίας είναι λιγότερο περίπλοκη, χωρίς αδελφές, κλοπή φορέματος και μαγική αγελάδα. </b>Η Orihime υφαίνει τα πλουμιστά ενδύματα των θεών, ασταμάτητα, μέχρι που ερωτεύεται τον Hikoboshi, τον Βοσκό του Ουρανού, και αρχίζει να παραμελεί τα καθήκοντά της. Ο πατέρας της, ο Θεός του Φωτός, θυμωμένος εξορίζει τον Βοσκό για πάντα στην πιο μακρινή πλευρά του Λαμπερού Ποταμού. Για να μαλακώσει τη θλίψη της κόρης του, κάνει μόνο μια παραχώρηση: την έβδομη μέρα του έβδομου φεγγαριού, καλεί τις κίσσες να σχηματίσουν μια γέφυρα, να την διασχίσει η Υφάντρα και να φτάσει στο Βοσκό που την περιμένει στη μακρινή ακτή. </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglfYnzFMeRMQU8jyk8wzv2g4jCTGDVV0n9kcVQYMLHTaQXnPRzpvy_7hCVSuqSC0qbyhfQyyKuv36GTw6bKNeoc5mrYQw9KDTVnbbkqAK37fi_VY1x8qAKP_sdO5BM6tkRs2TID01HUyyB_em56JU-0SB8-aWxJSB8yhf6PX8KgBdOjIEjrOyr6VWF/s1024/Yoshitoshi_-_100_Aspects_of_the_Moon_-_40-2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglfYnzFMeRMQU8jyk8wzv2g4jCTGDVV0n9kcVQYMLHTaQXnPRzpvy_7hCVSuqSC0qbyhfQyyKuv36GTw6bKNeoc5mrYQw9KDTVnbbkqAK37fi_VY1x8qAKP_sdO5BM6tkRs2TID01HUyyB_em56JU-0SB8-aWxJSB8yhf6PX8KgBdOjIEjrOyr6VWF/w440-h640/Yoshitoshi_-_100_Aspects_of_the_Moon_-_40-2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Υφάντρα και ο Βοσκός, του Ιάπωνα ζωγράφου Tsukioka Yoshitoshi, πριν το 1892</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο ξυλοκόπος και η νεράιδα</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Κάποτε ζούσε ένας νεαρός άνδρας στη βόρεια επαρχία Gangwon της Κορέας, κοντά στους πρόποδες του βουνού Diamond. Ήταν πράγματι πολύ φτωχός και, για να ζήσει, πήγαινε κάθε μέρα στο βουνό, έκοβε ξύλα και τα πουλούσε στους γείτονες. Όλοι οι άλλοι νέοι της ηλικίας του ήταν παντρεμένοι, αλλά αυτός ήταν τόσο φτωχός που δεν έβρισκε νύφη. Ήταν ένας τίμιος και ευσυνείδητος νέος, που δούλευε πολύ και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη σκληρή του δουλειά. Οι χωριανοί έλεγαν: «Ακόμα κι αν ο ήλιος δεν φανεί, δεν υπάρχει μέρα που να μην ακουστεί ο ήχος του τσεκουριού του στο βουνό».</div><div><br /></div><div>Μια μέρα συνάντησε ένα πληγωμένο ελάφι και το βοήθησε να ξεφύγει από τους κυνηγούς. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, το ελάφι αποκάλυψε στον ξυλοκόπο ένα μυστικό.</div><div><br /></div><div>– <i>«Μου έσωσες τη ζωή από θανάσιμο κίνδυνο»</i>, του είπε, <i>«και σου είμαι βαθύτατα ευγνώμων. Για να ανταποδώσω την καλοσύνη σου θα σου πω κάτι που θα σου φέρει μεγάλη επιτυχία και ευτυχία»</i>. Τον καθοδήγησε, λοιπόν, να βρει μια λίμνη βαθιά μέσα στο δάσος, όπου οι νεράιδες κατέβαιναν από τον ουρανό στον κόσμο των θνητών για να λουστούν κάτω από το φως του φεγγαριού.</div><div><br /></div><div>Ο ξυλοκόπος περπατούσε για αρκετή ώρα μέχρι που εντόπισε τη λίμνη. Πλησιάζοντας αντίκρισε μια πανέμορφη νεράιδα, τη μικρότερη από τις οκτώ αδερφές της, και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Θυμήθηκε τότε τη συμβουλή το ελαφιού. Αν ήθελε να κάνει τη νεράιδα γυναίκα του έπρεπε πρώτα να κρύψει το φτερωτό φόρεμα της.</div><div><br /></div><div>– <i>«Θα δεχτεί να σε παντρευτεί και θα ζήσεις ευτυχισμένος μαζί της, αλλά δεν πρέπει να της επιστρέψεις το φτερωτό φόρεμά της μέχρι ν’ αποκτήσετε τέσσερα παιδιά».</i></div><div><i><br /></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDviawh4XeIK2zS1A1Awowhq22hNi3C63W5qSNa-GEVMM3LA23o4r1Lp_y2w_PcRryOISO1Q-XHdBZJdQLwhcVYzFLKcqPxHadOXkDLEF8OsknQAwBvNgKBkvaBDT8gfEeKA7Qw9Sij2ebVosc6oVBL3mlfvaWFFcDE5ozdTyHH6Ef_M5tO5SiTyeY/s1280/10_11__56414-1379912574-1280-1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDviawh4XeIK2zS1A1Awowhq22hNi3C63W5qSNa-GEVMM3LA23o4r1Lp_y2w_PcRryOISO1Q-XHdBZJdQLwhcVYzFLKcqPxHadOXkDLEF8OsknQAwBvNgKBkvaBDT8gfEeKA7Qw9Sij2ebVosc6oVBL3mlfvaWFFcDE5ozdTyHH6Ef_M5tO5SiTyeY/w640-h368/10_11__56414-1379912574-1280-1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Η νεράιδα βγαίνοντας από τη λίμνη, δεν βρήκε το μαγικό φόρεμά της κι έβαλε τα κλάματα. Ο νεαρός ξυλοκόπος εμφανίστηκε για να της προσφέρει βοήθεια κι η νεράιδα τον ερωτεύτηκε. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο δύο παιδιά. Η νεράιδα με τον καιρό προσαρμόστηκε στον τρόπο ζωής των θνητών κι έμοιαζε χαρούμενη με τη ρουτίνα της καθημερινής οικιακής ζωής. Ο ξυλοκόπος την πρόσεχε και την αγαπούσε. Μια μέρα η σύζυγος ζήτησε από τον άντρα της να της επιστρέψει το μαγικό της φόρεμα. </div><div><br /></div><div> – <i>«Σου γέννησα δύο παιδιά. Δεν μπορείς να με εμπιστευτείς τώρα»</i>; Εκείνος αρνήθηκε, γιατί φοβόταν μήπως έπαιρνε τα παιδιά του, ένα σε κάθε χέρι κι έφευγε. Όταν γεννήθηκε και το τρίτο τους παιδί, τον παρακάλεσε θερμά και πάλι να της επιστρέψει το ρούχο της. Του σέρβιρε νόστιμο φαγητό και κρασί, προσπαθώντας να κατευνάσει τις υποψίες του. </div><div><br /></div><div>– <i>«Είσαι ο πολυαγαπημένος μου σύζυγος! Έχουμε τρία παιδιά μαζί! Σε παρακαλώ, απλά άφησέ με να δω το φόρεμά μου. Δύσκολα μπορώ να σε προδώσω τώρα, έτσι;»</i>. Ο νεαρός ενέδωσε στα παρακάλια της και της έδειξε το φόρεμα που είχε τόσο καιρό κρυμμένο. Αλλά αλίμονο! Όταν το φόρεσε, ανέκτησε τις μαγικές της δυνάμεις και αμέσως πέταξε στον ουρανό, κρατώντας ένα παιδί ανάμεσα στα πόδια της και ένα σε κάθε χέρι.</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjK8O2gdq_b6knj1lEyawa7dzlSE_LXMqU0IsYBFpWU_tt9d_XWHZZyQtnhjTtWJvTt0fsY1nWcqaA9vFzDK-xcVr88XU_5ugVOxDQu6Q3EYWO5EGvTVGeYgTBDzMOuuqJrjvP67tEgTm8ckSZsE6ngHMvoG-bFNXPCCL942NV0OtEvxOFTY_umqQOJ/s1280/18_19__05694-1379912578-1280-1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjK8O2gdq_b6knj1lEyawa7dzlSE_LXMqU0IsYBFpWU_tt9d_XWHZZyQtnhjTtWJvTt0fsY1nWcqaA9vFzDK-xcVr88XU_5ugVOxDQu6Q3EYWO5EGvTVGeYgTBDzMOuuqJrjvP67tEgTm8ckSZsE6ngHMvoG-bFNXPCCL942NV0OtEvxOFTY_umqQOJ/w640-h372/18_19__05694-1379912578-1280-1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><div>Ο σύζυγος, θλιμμένος και μετανιωμένος που δεν ακολούθησε τη συμβουλή του ελαφιού μέχρι το τέλος, βγήκε στο βουνό να κόψει ξύλα και κάθισε στο ίδιο σημείο, όπου είχε δει το ελάφι πριν, ελπίζοντας ότι εκείνο θα εμφανιζόταν ξανά, πράγμα που έγινε.Το ελάφι του είπε: </div><div><br /></div><div>– <i>«Από τη μέρα που έκρυψες τα ρούχα της Ουράνιας Κόρης, καμιά τους δεν κατεβαίνει πια για να κάνει μπάνιο. Αν θέλεις να βρεις τη γυναίκα και τα παιδιά σου, πρέπει να πας εσύ σ’ αυτούς. Ευτυχώς υπάρχει τρόπος. Πήγαινε αύριο στην ίδια λίμνη και περίμενε μέχρι να δεις μια κολοκύθα να κατεβαίνει με σχοινί από τον Ουρανό. Το ρίχνουν για να πάρουν νερό από τη λίμνη. Πρέπει να το πιάσεις, να αδειάσεις γρήγορα το νερό και να μπεις ο ίδιος σ’ αυτό. Θα το σηκώσουν αμέσως, γιατί δεν θα καταλάβουν ότι είσαι μέσα εσύ. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να δεις την οικογένειά σου στον Ουρανό». </i></div><div><br /></div><div>Ο ξυλοκόπος ακολούθησε τη συμβουλή του ελαφιού και βρέθηκε σύντομα μπροστά στον Ουράνιο Βασιλιά, που του επέτρεψε να μείνει με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είχε το πιο νόστιμο φαγητό κάθε μέρα, και τα πιο όμορφα ρούχα να φορέσει, και δεν υπήρχε τίποτα να τον ανησυχεί. Μια μέρα, όμως, σκέφτηκε μετανιωμένος τη μητέρα του, την οποία είχε αφήσει μόνη στη γη, και είπε στη γυναίκα του ότι θα ήθελε να πάει να την επισκεφτεί άλλη μια φορά. Εκείνη τον παρακάλεσε να μην πάει, αλλά στο τέλος υποχώρησε στις παρακλήσεις του και είπε: </div><div><br /></div><div>– <i>«Θα σου δώσω ένα άλογο-δράκο. Θα το καβαλήσεις και θα σε κατεβάσει στη γη εν ριπή οφθαλμού. Αλλά ό,τι κι αν κάνεις, μην κατέβεις απ’ αυτό, γιατί αν τα πόδια σου αγγίξουν μια φορά το έδαφος, δεν θα μπορέσεις ποτέ να επιστρέψεις σε μένα».</i></div><div><br /></div><div>Ο ξυλοκόπος ανέβηκε στο άλογο – δράκο και κατέβηκε στο σπίτι της μητέρας του. Κουβέντιασαν, πανευτυχείς κι οι δυο και όταν την αποχαιρετούσε, καβάλα ακόμα στο άλογο - δράκο, η μητέρα του είπε: </div><div><br /></div><div><i>– «Σου έχω μαγειρέψει λίγο χυλό κολοκύθας. Ένα μόνο πιάτο, σε παρακαλώ!»</i> Ο ξυλοκόπος δεν ήθελε να απογοητεύσει τη μητέρα του, πήρε το πιάτο που του πρόσφερε, αλλά ήταν τόσο ζεστό που του έπεσε στην πλάτη του αλόγου. Το άλογο τρόμαξε, σηκώθηκε από την ταραχή στα δυο του πόδια, έριξε τον ξυλοκόπο κάτω και πέταξε στον ουρανό.</div><div><br /></div><div>Έτσι, ο ξυλοκόπος δεν επέστρεψε ποτέ στον Ουρανό. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του λυπημένος, να κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια τον ουρανό. Μετά το θάνατό του μεταμορφώθηκε σε πετεινό. Η παράδοση, λοιπόν, λέει ότι ο λόγος για τον οποίο οι κόκορες σκαρφαλώνουν στο ψηλότερο μέρος της στέγης και λαλούν με το λαιμό τους τεντωμένο προς τον ουρανό, είναι ότι το πνεύμα του ξυλοκόπου έχει μπει μέσα τους και αναζητά το υψηλότερο μέρος που μπορεί να βρει.</div><div><div style="text-align: right;"><a href="https://faerymists.tripod.com/fytales/korea.htm#Heavenly%20Maiden" target="_blank">The Heavenly Maiden and the Wood Cutter, A Korean Tale</a></div></div><div><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi6eiGtOEJndgHEOLbEanOL53PoMMOpPsW0863safnDaV8GZtyKSULSvrXax123DHPZza0s1ndOXViqlVqCPGJzzrQiTx6mYhdBm96aWnagzRHRZb6KPFfH8kAps53akwNlqn3SKV2kzRtXZMbUkDS6fVDf5t2DORkz6vXJVlAYYq9WXF3UdTH3doyf/s1280/22_23__03083-1379912581-1280-1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi6eiGtOEJndgHEOLbEanOL53PoMMOpPsW0863safnDaV8GZtyKSULSvrXax123DHPZza0s1ndOXViqlVqCPGJzzrQiTx6mYhdBm96aWnagzRHRZb6KPFfH8kAps53akwNlqn3SKV2kzRtXZMbUkDS6fVDf5t2DORkz6vXJVlAYYq9WXF3UdTH3doyf/w640-h370/22_23__03083-1379912581-1280-1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Fairy and the Wood Cutter, Korean fairytale book, TwoChois</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο πρίγκιπας Sudhana και η kinnari Manohara</b></span></div><div><br /></div><div>Το μοτίβο της κοπέλας – πουλί βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας του πρίγκιπα Sudhana και της kinnari Manohara. <b>Στη βουδιστική μυθολογία της Νοτιοανατολικής Ασίας, τα kinnaris έχουν κεφάλι, κορμό και χέρια γυναίκας, φτερά, ουρά και πόδια κύκνου και αποτελούν παραδοσιακό σύμβολο της γυναικείας ομορφιάς και χάρης.</b></div><div><br /></div><div>Η ιστορία περιέχεται στην Divyavadana (Θεϊκές Ιστορίες), μια σανσκριτική ανθολογία βουδιστικών ιστοριών του 2ου μ.Χ. αιώνα και είναι μια από τις πιο αγαπητές ιστορίες του βουδισμού, διαδεδομένη στην Ινδία και όλη την Άπω Ανατολή, στο Νεπάλ, την Κίνα, την Ιαπωνία. Μία σειρά είκοσι ανάγλυφων στο ναό Borobudur, στην Κεντρική Ιάβα, στην Ινδονησία, αφηγείται αυτή την ιστορία.</div><div><br /></div><div>Η Manohara, κόρη του βασιλιά των kinnaras, Druma, ζει στο όρος Kailash και ταξιδεύει κάθε μέρα στο ανθρώπινο βασίλειο μαζί με τις ακόλουθές της, για να κάνει μπάνιο σε μια μεγάλη λίμνη. Μια μέρα, ένας κυνηγός, ο Halaka, κρυμμένος πίσω από τις φυλλωσιές, παρακολουθεί με θαυμασμό τη συντροφιά των kinnaras που έχουν κατεβεί, για να λουστούν στα κρυστάλλινα νερά. <b>Μαγεμένος από την ομορφιά της πριγκίπισσας ρίχνει πάνω της το μαγικό λάσο του. Τρομαγμένες, οι ακόλουθες της πριγκίπισσας πετούν μακριά αλλά η Manohara, δεμένη γερά, παραμένη αιχμάλωτη του κυνηγού, που παρόλα τα παρακάλια της, αρνείται να την ελευθερώσει.</b> Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, η Manohara υποτάσσεται στη μοίρα της. Παρακαλεί τον Halaka να μην της κάνει κακό, τον συμβουλεύει να τη δώσει σε κάποιον από μεγάλη γενιά και <b>του παραδίδει ένα μαγικό κόσμημα από τα μαλλιά της, που του δίνει πλήρη δικαιοδοσία πάνω της. </b></div><div><br /></div><div>Ο Halaka δωρίζει την kinnari Manohara στον πρίγκιπα Sudhana, γιο και κληρονόμο του βασιλιά της Pancala. Ο πρίγκιπας, ενάρετος και γενναίος, επιδέξιος στην τέχνη του πολέμου αλλά και καλός στις επιστήμες, ερωτεύεται τη Manohara και την παντρεύεται. Τα χρόνια περνούν, ο ιερέας και πνευματικός σύμβουλος του βασιλιά ανησυχεί ότι θα χάσει τη θέση του όταν ο Sudhana ανέβει στο θρόνο, γι’ αυτό αρχίζει να σκέφτεται τρόπους για να τον ξεκάνει. Συμβουλεύει το βασιλιά να στείλει τον νεαρό πρίγκιπα, για να καταστείλει μια άγρια επανάσταση σε κάποια επαρχία της χώρας. </div><div><br /></div><div>Ο Sudhana, πριν φύγει, επισκέπτεται τη μητέρα του για να την αποχαιρετήσει και της ζητάει να προσέχει τη γυναίκα του.Της παραδίδει το κόσμημα της Manohara, που την κρατούσε δέσμια στη γη, λέγοντάς της να μην το δώσει ποτέ στην κοπέλα, παρά μόνο αν εκείνη διατρέξει θανάσιμο κίνδυνο. Κατά την απουσία του Sudhana, η Manohara κατηγορείται από τον βασιλικό σύμβουλο ότι φέρνει κακή τύχη στην πόλη και πρέπει να θυσιαστεί. Η βασίλισσα, που μαθαίνει τον κίνδυνο που διατρέχει η Manohara, της επιστρέφει το κόσμημα και την παρακινεί να φύγει. <b>Η κοπέλα, πριν πετάξει για τη χώρα της, σταματά στη λίμνη όπου την είχε αιχμαλωτίσει ο κυνηγός, βρίσκει τον ερημίτη που έμενε εκεί και του αφήνει ένα δαχτυλίδι και οδηγίες, για να μπορέσει ο Sudhana να την βρει, αν αποφασίσει να την ψάξει.</b></div><div><br /></div><div>Ο πρίγκιπας Sudhana επιστρέφει στην Pancala, ακολουθεί τις οδηγίες του ερημίτη και δώδεκα χρόνια μετά φτάνει στη χώρα των kinnaras. Καταφέρνει να πάει το δαχτυλίδι στα χέρια της Manohara, η οποία με συμμάχους τις αδελφές και τη μητέρα της, τον κρύβει στο παλάτι με σκοπό να τον παρουσιάσει στον πατέρα της. </div><div><br /></div><div>Αρχικά ο βασιλιάς των kinnaras απειλεί να τον θανατώσει, αλλά του επιτρέπει να μείνει, εφόσον καταφέρει να περάσει από δύο δοκιμασίες. Η πρώτη δοκιμασία είναι να διαπεράσει με το βέλος του επτά δέντρα και να χτυπήσει το χρυσό στόχο, που είχε τοποθετηθεί πίσω από αυτά. Η δεύτερη δοκιμασία είναι να μπορέσει να αναγνωρίσει τη Manohara ανάμεσα από χίλιες όμοιες κοπέλες. Ο Sudhana τα καταφέρνει και, ικανοποιημένος, ο βασιλιάς συναινεί στο γάμο τους. Το ζευγάρι μένει για λίγο στη χώρα των kinnaras κι έπειτα επιστρέφει στην Pancala.</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiMzOiieSLp4LKmIsHturMjTUcQSXhOnhtJzlSi6wgpclhrhLT7qHivsO0bDylnaJ4wuTQMVkpbcFTvV5rPQnhpxthoW_25fyBXFEbNBuZSGWwIUgPcmtCI6QDu7bG9X-y_oz9dKXtvhLNHEEWltLfbtpVGz5hFzmRTgIl8K8GKSvufdlF7mNdC6NJc/s1440/Apsara_Borobudur.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiMzOiieSLp4LKmIsHturMjTUcQSXhOnhtJzlSi6wgpclhrhLT7qHivsO0bDylnaJ4wuTQMVkpbcFTvV5rPQnhpxthoW_25fyBXFEbNBuZSGWwIUgPcmtCI6QDu7bG9X-y_oz9dKXtvhLNHEEWltLfbtpVGz5hFzmRTgIl8K8GKSvufdlF7mNdC6NJc/w480-h640/Apsara_Borobudur.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η ουράνια νύμφη σε ανάγλυφο από τον ναό Borobudur, Κεντρική Ιάβα, Ινδονησία.</div><div style="text-align: center;">______________</div><div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης...</b></span></div><div><br /></div><div>Ο Αυστραλός λαογράφος Joseph Jacobs, σε μια από τις συλλογές του και συγκεκριμένα στο Europa's Fairy Book (1916), διασώζει μια όμορφη ιστορία αναζήτησης και αγάπης. <b>Είναι το παραμύθι «Οι Κοπέλες-Κύκνοι»</b>. Ένας κυνηγός βρίσκεται σε μια ρεματιά νομίζοντας ότι θα βρει αγριόπαπιες, μα τελικά βλέπει κοπέλες-κύκνους να έχουν αφήσει τα φτερά τους και να λούζονται. <b>Κρύβει το πουπουλένιο φόρεμα της </b><b>μικρότερης απ' αυτές κι όταν κοντεύει ν' ανατείλει ο ήλιος, </b><b>οι αδελφές της αναγκάζονται να φύγουν χωρίς αυτήν. </b>Αναστατωμένη τον παρακαλεί να της δώσει πίσω τα ρούχα της, αλλά εκείνος αρνείται και της δίνει τον δικό του μανδύα, φοβούμενος ότι θα μεταμορφωθεί και θα πετάξει μαζί με τις αδερφές της.</div><div><b> </b></div><div><b>Την φέρνει στο σπίτι του, την παντρεύεται και αποκτά μαζί της δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μια μέρα που ο πατέρας τους λείπει, τα παιδιά παίζουν κρυφτό και ανακαλύπτουν το κρυμμένο πουπουλένιο φόρεμα. Το κορίτσι δείχνει το φόρεμα στη μητέρα του και τότε εκείνη το φοράει, μετατρέπεται αμέσως σ' έναν υπέροχο λευκό κύκνο, πετάει πάνω από το δάσος και χάνεται από τα μάτια τους. </b>Πριν φύγει, λέει στα παιδιά της να πουν στον πατέρα τους ότι θα βρίσκεται στη Χώρα Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης. </div><div><br /></div><div>Ο πατέρας, απελπισμένος αλλά κι αποφασισμένος μαζί, τους υπόσχεται ότι θα βρει τη μητέρα τους και θα την φέρει σπίτι. Ξεκινά ένα μακρινό και δύσκολο ταξίδι, αλλά συναντά τους μαγικούς βοηθούς - το Βασιλιά των Ζώων, το Βασιλιά των Πουλιών και τον Βασιλιά των Ψαριών - οι οποίοι του δείχνουν το δρόμο. Εξαπατώντας ένα ζευγάρι αδερφών που μαλώνουν για την κληρονομιά τους, εξασφαλίζει τα μαγικά αντικείμενα που θα τον φέρουν στον προορισμό του: ένα σκουφάκι που τον κάνει αόρατο και μαγικές μπότες που τον κάνουν να πετάει. Έτσι φτάνει στη χώρα που βρίσκεται «Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης», στην κορυφή του Κρυστάλλινου Βουνού. Εκεί βρίσκει τη γυναίκα του και τις αδελφές της, τις εφτά κόρες του βασιλιά. </div><div><br /></div><div>Ο κυνηγός παρουσιάζεται στον βασιλιά και του ζητάει την μικρότερη κόρη του, αποκαλύπτοντας ότι είναι γυναίκα και μητέρα των παιδιών του. Εκείνος του βάζει μια δοκιμασία: φέρνει και τις επτά ολόιδιες κόρες του να σταθούν μπροστά του και του ζητάει να διαλέξει τη σωστή. Ο κυνηγός αναγνωρίζει τη γυναίκα του, από τα σημάδια της βελόνας στον δεξιό δείκτη του χεριού της. Βλέποντας ο βασιλιάς ότι ο κυνηγός αγαπά πραγματικά την κόρη του, του τη δίνει πίσω μαζί με πολύτιμα δώρα και συνοδεία, για να γυρίσουν στον τόπο τους και στα παιδιά τους.</div><div><br /></div><div><div style="text-align: right;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/european-folktales-the-hunter-and-the-swan-maiden.html" target="_blank">European folktales: The Hunter and the Swan Maiden</a></div></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLS95y1dQWKOB4YMVbEffm3WEWUrqvyjzd4Z91VE5n9VlwFdtHb952Jrz2zK3nMwZyp9iqikzyVVGPMMOPf7Cj7NELSVhuZmI6CWRE21rVLhgtp8CP3qmXKphpb3LBmsBo3eBoFLN1kxRLTvzit2_K3GQ_sgi4fRi0Z189sphagafklORWDFE-jINB/s2059/Illustration_at_page_105_in_Europa" s_fairy_book.png=""><img border="0" s_fairy_book.png="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLS95y1dQWKOB4YMVbEffm3WEWUrqvyjzd4Z91VE5n9VlwFdtHb952Jrz2zK3nMwZyp9iqikzyVVGPMMOPf7Cj7NELSVhuZmI6CWRE21rVLhgtp8CP3qmXKphpb3LBmsBo3eBoFLN1kxRLTvzit2_K3GQ_sgi4fRi0Z189sphagafklORWDFE-jINB/w482-h640/Illustration_at_page_105_in_Europa" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο κυνηγός αναγνωρίζει τη γυναίκα-κύκνος που παντρεύτηκε ανάμεσα στις αδελφές της. Εικονογράφηση από το βιβλίο Europa's Fairy Book του Joseph Jacobs (1916)</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μεταμόρφωση κι εξιλέωση</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Σ’ ένα παραμύθι από τη Γερμανία, με τίτλο «Οι Τρεις Κύκνοι», το οποίο διέσωσε ο Ernst Meier το 1850, ο ήρωας-κυνηγός παλεύει με θηρία και υπομένει φριχτές δοκιμασίες για να πάρει πίσω τη γυναίκα του, αφού εκείνη έχει βρει το κυκνο-φόρεμά της και φεύγει μακριά του. Ο κυνηγός την αναζητά χωρίς όμως να γνωρίζει πού έχει πάει. Συναντά έναν γέρο κι αυτός του λέει τι πρέπει να κάνει. Του λέει ότι η γυναίκα του μένει σε ένα κάστρο μαζί με τις δύο αδελφές της. Αλλά για να μπει εκεί, ο κυνηγός πρέπει να χωθεί στα σακιά με το αλεύρι που μεταφέρει ένας γάιδαρος στο κάστρο. Ο κυνηγός βρίσκει τον μυλωνά, του ζητά να τον βοηθήσει και έτσι καταφέρνει να βρεθεί μέσα από τα τείχη και να βρει τη σύζυγό του. Εκείνη χαίρεται που ανταμώνει μαζί του, αλλά του λέει ότι για να την ελευθερώσει, πρέπει να παλέψει με τους τρεις δράκους που μένουν στο κάστρο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Αυτοί θα του εμφανίζονταν τρεις συνεχόμενες μέρες με διαφορετικές μορφές. Θα τον βασάνιζαν για μία ώρα κάθε μέρα κι εκείνος πρέπει να το αντέξει χωρίς να βγάλει καθόλου φωνή, διαφορετικά θα τον έκαναν κομμάτια. Αν μπορούσε να μείνει σιωπηλός και στις τρεις δοκιμασίες, δεν θα μπορούσαν να τον βλάψουν κι εκείνη θα ελευθερωνόταν από το ξόρκι.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν τρεις τεράστιοι δράκοι, που μεταμορφώθηκαν σε τρία μεγάλα φίδια, τα οποία τυλίγονταν γύρω από το σώμα του και σφύριζαν στο πρόσωπό του. Ο κυνηγός φοβήθηκε, αλλά σκέφτηκε τη γυναίκα του και δεν έβγαλε άχνα. </span><span style="font-family: arial;">Την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν ξανά οι τρεις δράκοι, μεταμορφωμένοι σε κερασφόρες χελώνες που έφτυναν μπάλες φωτιάς στον κυνηγό. Σκέφτηκε ότι σίγουρα θα τρελαινόταν, αλλά θυμήθηκε τη γυναίκα του και το άντεξε σιωπηλά για μια ώρα, μέχρι που οι χελώνες εξαφανίστηκαν.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Την τρίτη μέρα οι δράκοι μετατράπηκαν ξανά σε τρία τερατώδη φίδια που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και το σώμα του, κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα σαγόνια τους. Ο κυνηγός τρομοκρατήθηκε αλλά σκέφτηκε τη γυναίκα του και σώπασε. <b>Μετά από μια ώρα βασανισμού, το ένα από τα φίδια καταπίνει ολόκληρο τον κυνηγό. Τρεις ώρες αργότερα, απελευθερώνεται σώος και αναγεννημένος, ενώ οι δράκοι διαλύονται, αποκαλύπτοντας τρεις αδερφές κύκνους μεταμορφωμένες σε αρχόντισσες. Επαινούν τον σύζυγο που, μέσα από τη σιωπή και το θάρρος του, τις ελευθέρωσε από το ξόρκι το οποίο τις κρατούσε δεμένες και ζουν </b></span><span style="font-family: arial;"><b>όλοι μαζί ευτυχισμένοι για πολλά πολλά χρόνια, στο Κάστρο των Κύκνων.</b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/to-love-a-swan-maiden.html" target="_blank">To love a Swan Maiden</a></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJb4SfefQfuogH2psVikCUJK9t1A9HxQLtiXYfIPbW4OC_pl_u8stGU8XN12tI_O4lvQW-rwo7bH77WIXUmxw1EtgMDZ2ECIrG8URUOdAYnaSmzhi-0PIow-iw6juiSoM4sI4s9qfdOhuQCtG3GKqSjW2Z4KTXPB6BgQL2vFab9snOZoVJOtu71FqJ/s2048/Tsarevna-Lebed_by_Mikhail_Vrubel_(brightened).jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJb4SfefQfuogH2psVikCUJK9t1A9HxQLtiXYfIPbW4OC_pl_u8stGU8XN12tI_O4lvQW-rwo7bH77WIXUmxw1EtgMDZ2ECIrG8URUOdAYnaSmzhi-0PIow-iw6juiSoM4sI4s9qfdOhuQCtG3GKqSjW2Z4KTXPB6BgQL2vFab9snOZoVJOtu71FqJ/w420-h640/Tsarevna-Lebed_by_Mikhail_Vrubel_(brightened).jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Mikhail Vrubel, The Swan Princess, 1900. Tretyakov Gallery</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Αδύναμος να διεκδικήσει μια κοπέλα-κύκνο...</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Μια ιστορία, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Σουηδικά Παραμύθια (Swedish Fairy Tales, 1890) του Herman Hofberg και φέρει τον τίτλο <b>«Η Κοπέλα Κύκνος» (Swan Maiden), έχει πρωταγωνιστή και πάλι κυνηγό, αυτή τη φορά λιγότερο θαρραλέο και ανίκανο τελικά, να ανταποκριθεί στην πρόκληση που αντιπροσωπεύει μια τέτοια γυναίκα.</b></div><div><b><br /></b></div><div>Ο νεαρός κυνηγός πήγαινε κάθε Πέμπτη σούρουπο στο ποτάμι για να δει την αγαπημένη του από τις τρεις κοπέλες-κύκνους που λούζονταν εκεί. Ο έρωτας τον είχε κάνει θλιμμένο γιατί ήξερε ότι ποτέ δεν θα καταφέρει να την κάνει γυναίκα του. Η μητέρα του, που δεν ήθελε να τον βλέπει έτσι, τον συμβούλεψε να της κρύψει το πουπουλένιο φόρεμα, γιατί μόνο μ' αυτόν τον τρόπο θα γινόταν δικιά του. Έτσι και έγινε κι ο κυνηγός έκρυψε το φόρεμά της, την σκέπασε με το δικό του μανδύα και την έφερε σπίτι του. Την παντρεύτηκε κι έζησαν ευτυχισμένοι μαζί, εφτά ολόκληρα χρόνια. Μια Πέμπτη σούρουπο, η κοπέλα του ζήτησε να της δείξει πώς την έκανε δικιά του. Έβγαλε εκείνος από την κρυψώνα του το πουπουλένιο ρούχο και μόλις η κοπέλα το φόρεσε, έγινε ένας υπέροχος λευκός κύκνος και πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο στον ουρανό. </div><div><br /></div><div>Ο κυνηγός, έκπληκτος με τη γρήγορη μεταμόρφωση της γυναίκας του, έτρεξε πίσω της αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Χωρίς τη γυναίκα του, έπεσε σε μελαγχολία κι έπαψε να τρώει. Ένα χρόνο και μια μέρα μετά, ένα βράδυ Πέμπτης, πέθανε και τάφηκε στο προαύλιο της τοπικής εκκλησίας.</div><div style="text-align: right;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/the-swan-maidens-challenge.html" target="_blank">The Swan Maiden's challenge</a></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEilXFI2ErvKbPjwyfx4Lqwtc76MrFOodfcJRY5GvanawG3hoqLk9dnwkIERYapDtVYQAIYQ8oStsEaIQU808JfzT3uAtMeW9B17u57eoAyjCemDU0LEalPNt8e8uU75CrDjgtu2bmfeJpSvaXyyUHQKbm_JyjmvlaJLIdNzbgv97EDLksePHSmGRodX/s581/The_Swan_Maidens_by_Harry_George_Theaker_1920.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEilXFI2ErvKbPjwyfx4Lqwtc76MrFOodfcJRY5GvanawG3hoqLk9dnwkIERYapDtVYQAIYQ8oStsEaIQU808JfzT3uAtMeW9B17u57eoAyjCemDU0LEalPNt8e8uU75CrDjgtu2bmfeJpSvaXyyUHQKbm_JyjmvlaJLIdNzbgv97EDLksePHSmGRodX/w460-h640/The_Swan_Maidens_by_Harry_George_Theaker_1920.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Swan Maidens - Illustration by Harry George Theaker for Children's Stories from the Northern Legends by M. Dorothy Belgrave and Hilda Hart, 1920</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Οι Νεράιδες και τα μαντήλια τους</b></span></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Οι κοπέλες- κύκνοι θυμίζουν επίσης έντονα τις Νεράιδες της νεοελληνικής παράδοσης, δηλαδή, όλα τα είδη των αρχαίων νυμφών, τις θηλυκές οντότητες του υγρού στοιχείου. Οι νεράιδες είναι γυναικείες μορφές που αποτελούν έκφραση της Μητέρας-Γης. Ο Ζορζ Ζαν επισημαίνει πως οι νεράιδες προήλθαν από το νερό την ίδια εποχή με τη γη και γι΄ αυτό, στα παραμύθια συμβαίνει συχνά να αναδύονται και να εξαφανίζονται σε τόπους όπου τα δύο στοιχεία ενώνονται όπως σε ποτάμια και λίμνες. </div><div><br /></div><div>Οι Νεράιδες στα λαϊκά παραμύθια παρουσιάζονται ως πλάσματα πανέμορφα, με μακριά μαλλιά, κάτασπρη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι, ντυμένες πάντα με άσπρο αραχνοΰφαντο πέπλο, στο οποίο συνήθως κρύβεται η μαγική τους δύναμη. Η όψη τους είναι γλυκιά, οι κινήσεις τους αέρινες, τραγουδούν, χορεύουν και, σύμφωνα πάντα με τις παραδόσεις, σαγηνεύουν τους περαστικούς, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το μυαλό τους. Δεν είναι ορατές όμως απ’ όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ' τους «αλαφροΐσκιωτους» και τους «Σαββατογεννημένους». Ως υπερφυσικά πλάσματα, χρησιμοποιούν τις μαγικές ικανότητες και την εξωκοσμική δύναμη που διαθέτουν, άλλοτε για το καλό κι άλλοτε για το κακό των ανθρώπων.</div><div><br /></div><div>Πλάσματα ερωτικά και ακαταμάχητα, που δεν γερνούν ούτε πεθαίνουν, έχουν την συνήθεια να αποπλανούν και να ξελογιάζουν τους όμορφους νέους, ενώ η παράδοση λέει πως όποιος κοιμηθεί με νεράιδα δεν μπορεί μετά να πλησιάσει άλλη γυναίκα. Είναι χαρακτηριστικό το μοτίβο της νεράιδας που «αιχμαλωτίζεται» από έναν άντρα, αφού αυτός καταφέρει, με δόλιο τρόπο, να της αποσπάσει συνήθως το πέπλο, αντικείμενο που συμβολίζει την ελευθερία και την αυτοδιάθεση της νεράιδας. Αποκτά έτσι έλεγχο του πιο μυστήριου τμήματος της γυναικείας ζωής, που δεν είναι προσβάσιμο στον άνδρα: των μεταφυσικών δυνάμεων, που ο λαός αποδίδει συνολικά στις γυναίκες. </div></span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div><i>Μην ψάχνεις άδικα για τη μαντίλα σου. Την έχω εγώ. Μα θέλω να γίνεις γυναίκα μου.</i></div><div><i>Στην αρχή η Καλότχια πείσμωσε και χύμηξε απάνω του να του την πάρει. Μα ο Λάμπρος ήταν παλικάρι γερό και δεν τα λογάριαζε κάτι τέτοια. Της έπιασε τα χέρια και την κράτησε κει.</i></div><div><i><b>Άκου δω, της λέει. Με το άγριο και με το ζορμπαλίκι εμένα δε με βάζεις κάτω. Βγάλ' το απ' το νου σου. Κι έλα, σαν θες, μαζί μου με το καλό, ειδάλλως σε παίρνω με το έτσι θέλω.</b></i></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Χάρης Σακελλαρίου, Ο Λάμπρος και η Καλότχια, Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKAQkBgFx5-zAhc6OaojlcC5T52O64UXB87bZ4XFFOZxmC8SRynGQkyuJWroWyrUfjkv_E4fc5lo6iQM88lx5hlN6k2OZ9PWNQW1hloKj1bG4Oj4O8bRy8BsUHTDeAGZeHtNq5OVBPXcEIgLl3KpWbrdJBCTSIKoq_wa7VsHS1LSxhFN1MTTkVYTjv/s610/01deisidaimonies.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKAQkBgFx5-zAhc6OaojlcC5T52O64UXB87bZ4XFFOZxmC8SRynGQkyuJWroWyrUfjkv_E4fc5lo6iQM88lx5hlN6k2OZ9PWNQW1hloKj1bG4Oj4O8bRy8BsUHTDeAGZeHtNq5OVBPXcEIgLl3KpWbrdJBCTSIKoq_wa7VsHS1LSxhFN1MTTkVYTjv/w640-h526/01deisidaimonies.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Νεράιδες, Γιώργος Σταθόπουλος </div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;">Η υπερφυσική παντοδυναμία της νεράιδας δεν την γλιτώνει από την τελική «υποταγή», τουλάχιστον εξωτερικά. Ακολουθεί τον ήρωα του παραμυθιού στο σπίτι του, του χαρίζει πλούτη και δόξα, παίζει τέλεια το ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας, πλην όμως παραμένει «ξένη», δυστυχισμένη και ανολοκλήρωτη στον ανθρώπινο κόσμο, θρηνώντας τη χαμένη ελευθερία της. Είτε στο μοτίβο αυτό, απεικονίζεται η πάλη των δύο φύλων για κυριαρχία, είτε η εσωτερική ψυχική πάλη της νεαρής γυναίκας που αρνείται να εγκαταλείψει την γονική εστία, την άγρια φύση της ή τον άχρονο μαγικό κόσμο αθωότητας και ανεμελιάς και να συμβιβαστεί με τον κοινωνικό της ρόλο, η κατάληξη δεν είναι τις περισσότερες φορές ευτυχής. <b>Αιώνιες νύφες, αλλά σύζυγοι υπό αναίρεση, οι νεράιδες, όπως όλες οι κοπέλες- κύκνοι, εξημερώνονται προσωρινά, έγκλειστες στην οικογενειακή εστία, ώσπου να την εγκαταλείψουν, όταν καταφέρουν να ανακτήσουν το μαγικό αντικείμενο - την πηγή της δύναμής τους - και μαζί μ' αυτό την ανυπότακτη γυναικεία φύση τους.</b></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Λίγοι άντρες είναι πραγματικά ικανοί να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που συνιστά για την ουσία του ανδρισμού τους η θηλυκότητα και μάλιστα στην τελειότερη μορφή της. Λίγοι εκείνοι που θα καταφέρουν να περάσουν τις δοκιμασίες ή να κάψουν το μαντήλι της και να κερδίσουν ως έπαθλο μια νεράιδα ως «ιδιόκτητο θηλυκό», στον ανθρώπινο χρονότοπο. Πολλοί χάνουν, εξαιτίας μιας νεράιδας, τη φωνή, το λογικό, τον ανδρισμό, τη ζωική δύναμή τους, τις ιδιότητες, δηλ. εκείνες που τους καθιστούν ολοκληρωμένα κοινωνικά άτομα. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div><i>[...] Έτσι τα χρόνια επερνούσαν και αυτοί εζούσαν πολύ καλά, και ο καθένας τούς εκαλοτύχιζε. Έξαφνα όμως ένα πρωί, εκεί που εφύλαγε κάτι ρούχα στο μπαούλο του άνδρα της, η Νεράιδα βρίσκει το μαντίλι της. Το παίρνει ευτύς, το φορεί στο κεφάλι της και γίνεται καπνός! Έρχεται ο Γεροθανάσης στο σπίτι του, φωνάζει τη γυναίκα του, πού γυναίκα! Ρωτάει τα παιδιά του, του λεν πως την έχασαν από το πρωί. Ελυπήθηκε κατάκαρδα που έχασε τέτοια έμορφη και προκομμένη γυναίκα, και την τρίτη μέρα εντύθηκε κατάμαυρα και μαυροφόρεσε και τα παιδιά του. Ύστερα από λίγες μέρες είδε πως τα παιδιά του ήσαν ντυμένα και χτενισμένα, καθώς και πριν, και τα ρώτησε ποιος τα άλλαξε και τα χτένισε έτσι. Τα παιδιά στην αρχή δε θελήσανε να το πούνε, γιατί έτσι τα είχεν ορμηνεμένα η μάνα των. Έπειτα όμως, σαν τα ανάγκασεν ο πατέρας τους, του μολογήσανε πως η μάνα τους ταχτικά κάθε πρωί ηρχούντανε και τα 'βρισκε. <b>Να μην τα πολυλογούμε, εφύλαξε ένα πρωί, καθώς η Νεράιδα επήγε στο σπίτι, και της επήρε πάλι το μαντίλι και το ’καψε στο φούρνο. Έτσι πλια την είχε για πάντα στο αρχοντικό του.</b></i></div></span><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Το μαντίλι της Νεράιδας (Γαλαξίδι)</div></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfAo6DXpWEBipk7wGiWMrqUKpUyIo2bdTsJt5zWrWaOiJxIPNBjqTiqvytuK2hfv64_DL709qc10xT5-maGA3yCCybs003YJU3M4iJKLWwlpGEuW5i63ARv5L1Vblbv_ADbhXl4bkN6z09J0D-xkGmA__zlY5CgXXl3S9w6tnjiMgoeHnyMlm_R4va/s1024/1024px-Illustration_at_page_98_in_Europa" s_fairy_book.png=""><img border="0" s_fairy_book.png="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfAo6DXpWEBipk7wGiWMrqUKpUyIo2bdTsJt5zWrWaOiJxIPNBjqTiqvytuK2hfv64_DL709qc10xT5-maGA3yCCybs003YJU3M4iJKLWwlpGEuW5i63ARv5L1Vblbv_ADbhXl4bkN6z09J0D-xkGmA__zlY5CgXXl3S9w6tnjiMgoeHnyMlm_R4va/w640-h468/1024px-Illustration_at_page_98_in_Europa" /></a></div><div style="text-align: center;">Το παιδί της νεράιδας βρίσκει το κρυμμένο φόρεμα με τα φτερά. </div><div style="text-align: center;">Εικονογράφηση από το βιβλίο Europa's Fairy Book του Joseph Jacobs (1916)</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Οι Νεράιδες - μάνες</span></b></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Ενώ η σχέση της νεράιδας με τον άντρα, στα λαϊκά παραμύθια, είναι σχέση εξουσιαστική, <b>η στάση της απέναντι στα παιδιά παρουσιάζεται αντιφατική: άλλοτε τα εγκαταλείπει στο θνητό σύζυγο αλλά επιστρέφει κρυφά για να τα φροντίζει, άλλοτε τα παίρνει μαζί της - σπάνια παίρνει μαζί της και τον άντρα της - άλλοτε τα σφάζει, εκδικούμενη τον πατέρα τους, που με τη βία την απομάκρυνε από το δικό της κόσμο.</b> Οι «κακές» νεράιδες, ή οι νεράιδες - Μήδειες εμφανίζονται - σύμφωνα πάλι με τον Ζορζ Ζαν - σαν προβολή των «μαγισσών», που γλιτώνουν όμως από τον θάνατο. </div><div><br /></div><div>Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως η αφοσίωση της νεράιδας μάνας στα παιδιά της είναι υπερβολική, παρόλο που η μητρότητα την φέρνει σε δύσκολη θέση, αφού την κρατά δεμένη με τον κόσμο των ανθρώπων. Από την άλλη, την καθιστά διφορούμενο πρόσωπο για τον εξωτικό κόσμο: μια «ανώμαλη» κατηγορία όντος, στα όρια ανάμεσα στον μαγικό εξωανθρώπινο κόσμο απ᾿ όπου προέρχεται και τον κόσμο των θνητών όπου αναγκάζεται να συζεί.</div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i>[...] Όταν όμως το παιδί εγίνη πέντε χρονών, και ήρθαν το Χριστούγεννα, παρακάλεσε πάλι τον άντρα της να της δώσει το φτερά και του έταξε πως θα γυρίσει όταν χορτάσει το χορό. Είχε δεν είχε, τον κατάφερε και της τα 'δωκε. Μόλις τα ’βάλε απάνω της, πέταξε στον αέρα, πήγε στ' αλώνι που χόρευαν οι άλλες γυναίκες και έκαμε τρεις γύρους, και ύστερα λέγει: <b>«Έχε γεια, άντρα και να προσέχεις το παιδί μας». Και εχάθηκε.</b></i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i>Από τότε ερχόταν κάθε ημέρα στο σπίτι, όταν έλειπε ο άντρας της, εζύμωνε, εφούρνιζε, ετάγιζε το παιδί και συγύριζε το σπίτι. Ύστερα πετούσε στο χωράφι, που ήταν ο άντρας της, και του έλεγε: «Καλημέρα, άντρα, τι κάνεις;». <b>Κι εκείνος της έλεγε: «Τι να σου ειπώ; Με γέλασες, εστάθηκα κουτός». Εκείνη γελούσε και του 'λεγε: «Έτσι σας γελούν σας οι Νεράιδες»</b>· και έπειτα του έλεγε πως συγύρισε το σπίτι, και πως να προσέχει το παιδί και να μην το δέρνει, γιατί είναι ακόμη μικρό. Αυτό εγινότανε καθημέρα, αλλά ό,τι κι αν έκαμε δεν μπόρεσε να την καταφέρει να μείνει πάλι στο σπίτι.</i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Τα φτερά της Νεράιδας (Αγία Άννα του δήμου Νηλέων εν Ευβοία)</div><div><br /></div><div><div><i>[...] Ύστερα ήρθαν οι άλλες Νεράιδες και της είπαν: «Γύρισε πάλι μαζί μας». Λέει, «Δεν μπορώ, τι έχω άντρα και παιδί». «Πάρ’ τους κι αυτούς μαζί!» της λεν εκείνες. <b>Επήρε λοιπόν η Νεράιδα τον άντρα της και το παιδί της και πήγε μαζί τους στις Νεράιδες.</b></i></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Ο χωριάτης κι οι Νεράιδες (Βήσιανη της Ηπείρου)</div></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><i>[...] Έτσι λοιπόν πήγε ο νέος όπου συνήθιζε, τον πήραν οι Νεράιδες και τον έφεραν στο σπήλιο, και εκεί άρχισε καθώς άλλοτε να παίζει τη λύρα, και αυτές να χορεύουν. Άμα όμως επλησίαζε η ώρα που θα έκραζαν οι πετεινοί, χύνεται και αρπά την αγαπητικιά του από τα μαλλιά. Αυτή άρχισε ευθύς να γίνεται πότε σκύλος, πότε φίδι, πότε γκαμήλα και πότε φωτιά, αλλά ο νέος εις όλα αυτά δεν εδείλιασε και την εκράτησε όσο που άκουσε τους πετεινούς να φωνάζουν, και οι άλλες Νεράιδες έγιναν άφαντες. Τότε και η αγαπητικιά του έγινε όπως πρώτα, νέα και όμορφη, και τον ακολούθησε στο χωριό του. <b>Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του εγέννησε κι ένα γιο, δεν έβγαλε όμως ποτέ ούτε γρυ.</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Αυτή η βουβαμάρα της η παράξενη κι ανυπόφορη τον εβίασε πάλι να πάγει στην ίδια γρα και να της πει τον πόνο του. Και η γρα τον ορμήνεψε ν' ανάψει καλά ένα φούρνο, να πάρει το παιδί τους στα χέρια και να ειπεί στη Νεράιδα. <b>«Δε θέλεις να με μιλήσεις; να κι εγώ πως καύγω το παιδί σου»·</b> κι εκεί που θα τα λέγει να καμωθεί πως θα το ρίξει το παιδί στο φούρνο. Εκείνος έκαμε καταπώς τον ορμήνεψε η γρα. <b>Και η Νεράιδα, καθώς τ' άκουσε, του φώναξε· «Μη, σκύλε, το παιδί μου!» και αμέσως στη στιγμή τ' άρπαξε και έγινε άφαντη από τα μάτια του.</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b>Οι άλλες Νεράιδες όμως δεν την εδέχτηκαν στη συντροφιά τους, γιατί είχε καμωμένο παιδί.</b> Και έτσι αναγκάστηκε και κατοίκησε σε μια βρύση που την λεν Λούτρα, κοντά στο Νεραϊδόσπηλο. Και την βλέπουν δυο-τρεις φορές το χρόνο εκεί που κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της.</i></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Ο Νεραϊδόσπηλος (επαρχία πεδιάδος του νομού Ηρακλείου της Κρήτης)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2bzpW853kPuWPB5daurazpngllh8oV6AhAjM8OSj9ttDH_B-e3MRnAoNt5H-klre5JwavCdIrXJBSeT4qEgln4z3n5uXp6b8pdOliv6QaAiT_x21pB8397S8Jdt5NnnKrBoG4moJTsVln5hB5LG4g5DBq6wGv5m9KK3H3KdkAO4ztwWXOjySoQqvP/s1400/Fairy_Dance_-_Hans_Zatzka_9c67ad2f-2a0b-4161-9cb3-0fea3f1f0426.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2bzpW853kPuWPB5daurazpngllh8oV6AhAjM8OSj9ttDH_B-e3MRnAoNt5H-klre5JwavCdIrXJBSeT4qEgln4z3n5uXp6b8pdOliv6QaAiT_x21pB8397S8Jdt5NnnKrBoG4moJTsVln5hB5LG4g5DBq6wGv5m9KK3H3KdkAO4ztwWXOjySoQqvP/w640-h320/Fairy_Dance_-_Hans_Zatzka_9c67ad2f-2a0b-4161-9cb3-0fea3f1f0426.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Hans Zatzka, Fairy Dance</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div><br /></div><div><div><i>[...] Η Νεράιδα κάθε τόσο τον εστενοχωρούσε με τα παρακάλια να της δώσει την πουκαμίσα της, που από τα πολλά τής την έδωκε. Εκείνη τότε περίμενε μια μέραν που ήταν ο άντρας της στο χωράφι, φορεί την πουκαμίσα της, σφάζει τα παιδιά της, τα βάνει σ' ένα ταψί, τα αποθέτει απάνου στο τραπέζι, κλείνει το σπίτι και γίνεται άφαντη. Καμιά φορά, να σου κι έρχεται ο δόλιος ο άντρας, βροντά την πόρτα, σκούζει, φωνάζει, αλλά κανείς δεν του μίλαγε. Σπάνει την πόρτα, ανεβαίνει απάνου, και τι να ιδεί! Τα παιδιά του σφαγμένα! Τότε χτυπούσε το κεφάλι του από την ανοησία που έκαμε, που της έδωκε την πουκαμίσα, και όχι μόνο τη γυναίκα του έχασε αλλά και τα παιδιά του, και με τέτοιον τρόπο!</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Άλλοι πάλι λεν πως άμα της έδωκε ο άντρας της το πουκάμισο, η Νεράιδα το φόρεσε με ησυχία και ύστερα γυρίζει και του λέει· <b>«Έχε γεια, και να ιδείς τι θα σου κάμω».</b> Και εχάθη από μπροστά του. Ελυπήθη κατάκαρδα αυτός που την έχασε, αλλ' είχε και μία παρηγοριά που του έμεναν τα παιδιά τους. Σε λίγο όμως παρατήρησε πως και τα τρία του παιδιά εχάθησαν μαζί με τη μάνα τους. Και εκεί που ο δυστυχισμένος αυτός έκλαιε και οδύρετο, άκουσε άξαφνα μια φωνή και του λέγει· «Μέσα είναι, πήγαινε ιδέ τα». <b>Τρέχει στην κάμερη και τι να ιδεί. Και τα τρία παιδιά του χάμω στο πάτωμα, σκοτωμένα.</b></i></div></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Τα παιδιά της Νεράιδας (Κορινθία)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><i>[...] Η Ανεράιδα έκατσε εκεί, δεν έκανε πάσο, και ούλο εκοίταζε πώς να αρπάξει το δαχτυλίδι τση και να φύγει. Μα ο Λάπας, κατρεγάρης, το εφύλαε καλά. Περνάνε μέρες, μήνες, και να το κοντολογούμε, αγαπηθήκανε και εκάμανε δύο παιδία, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, και εζούσανε αγαπημένα. Η Ανεράιδα επολεμούσε πάντα να εύρει τρόπον να πάρει το δαχτυλίδι τση.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Ήτανε τση Αγίας Μαύρας, που γίνεται το καλύτερο πανηγύρι που γίνεται στη Ζάκυθο, στο Μαχαιράδο, το Μάη. Εσκέφτηκε η Ανεράιδα να πείσει τον άντρα τση να πάνε στο πανηγύρι, μα ήθελε και να χορέψει. Ο καημένος ο άντρας είπε ναι, να πάνε για να διασκεδάσει. Επήγανε, και στο πανηγύρι τού λέει η Ανεράιδα. <b>«Μα, αντρούλη μου, θέλω να κάμω τη φιγούρα μου στο χορό, και για να περάσω στο χορό ούλες τσι γυναίκες πρέπει να φορέσω το δαχτυλίδι μου, χωρίς αυτό δεν θα κάμω τη φιγούρα που θέλω, για να τιμήσω και σένανε».</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Ο Λάπας ο καημένος, αθώος, το επίστεψε, και τση δίνει το δαχτυλίδι· επίστευε ότι η γυναίκα του δεν μπορούσε να του κάμει κακό, να τον απατήσει.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Η Ανεράιδα παίρνει το δαχτυλίδι τση, το φορεί και δίδει μία φουσκιά του αντρός τση μπροστά στ' ασκέρι, στα μούτρα του, που τον έκαμε να κάμει τρεις γύρους και να πέσει χάμου του μάκρου και του πλάτου, σα πεθαμένος. <b>Η Ανεράιδα έπειτα από το φούσκο εχάθηκε, πάει πεταχτά στο σπίτι στη Εξωχώρα, αρπάζει το αρσενικό παιδί και το σχίζει στη μέση, και παίρνει το μισό μαζί τση, παίρνει μαζί τση και το θηλυκό, και εχάθηκε. </b></i><i><b>Τόμου συνήλθε ο Λάπας, πάει στο σπίτι και είδε τη συφορά του.</b></i></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Η εκδίκηση τση Ανεράιδας (Ζάκυνθος)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhM1VC6rHXoTJ9j-PP0FoeKmkUlYWx0SvYQ712iHwy5IwekeNnzQczQmDJxVHVyucFv2dxa4nwfaWhvXPDnY9FHDZk6sJxhoFrHCW98yzgOi3sFCvGjnzEg6XcU3xsTcglARBbT7nzkZ_iV78kHv2sCIqgZmYTMsn7Z6y1bG_v-mYlK9Cl7PIAEOhM0/s960/tumblr_77f24c719e573b5a0a213335854769b5_4fec68c5_1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhM1VC6rHXoTJ9j-PP0FoeKmkUlYWx0SvYQ712iHwy5IwekeNnzQczQmDJxVHVyucFv2dxa4nwfaWhvXPDnY9FHDZk6sJxhoFrHCW98yzgOi3sFCvGjnzEg6XcU3xsTcglARBbT7nzkZ_iV78kHv2sCIqgZmYTMsn7Z6y1bG_v-mYlK9Cl7PIAEOhM0/w494-h640/tumblr_77f24c719e573b5a0a213335854769b5_4fec68c5_1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Dance of the Fairies by Peggy L Smith. © Enchanted Booklet.com</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Η Samodiva που παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της»</b></span></div><div><br /></div><div>Ουράνια πλάσματα, μαγικά, εξωπραγματικά, που μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία με τις νεράιδες της ελληνικής παράδοσης, είναι και οι «Samodivas» ή «Samovilas» της σλάβικης μυθολογίας. Οι διηγήσεις για την ύπαρξη των Samodivas χρονολογούνται ήδη από τον 13ο αιώνα και βασίζονται σε θρακικούς μύθους που ανάγονται στους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας, καθώς λέγεται ότι συνόδευαν με τις χορευτικές τους ικανότητες τις νότες του μυθικού Ορφέα.</div><div><br /></div><div>Πλάσματα του δάσους, κόρες της παλαιο-βαλκανικής θεάς Bendis (πιθανώς πρόκειται για εκδοχή της Άρτεμης), είναι απόκοσμες όμορφες και αιώνια νέες γυναίκες που δεν ήθελαν να παντρευτούν και διατήρησαν την άγρια και θεϊκή τους ουσία. Συνήθως απεικονίζονται με μακριά, ξανθά μαλλιά, φορούν λευκά φορέματα και στεφάνια με λουλούδια και έχουν συγγένεια με τη φωτιά. Τους ανοιξιάτικους μόνο και καλοκαιρινούς μήνες, περιπλανιούνται στις λίμνες και στα ποτάμια, πλένουν τα ρούχα τους, τα στεγνώνουν στο φεγγαρόφωτο κι έπειτα χορεύουν στα λιβάδια σε έξαλλους ρυθμούς, υπό τους ήχους των αυλών απαχθέντων βοσκών, τους οποίους και μαγεύουν. </div><div><br /></div><div><b>Σ' ένα παλιό βουλγαρικό λαϊκό τραγούδι,</b> <b>«Η Samodiva που παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της»</b>, τρεις νύμφες βγάζουν τα μαγικά λευκά τους φορέματα για να κάνουν μπάνιο, αλλά τους βλέπει ένας βοσκός που ερωτεύεται μια απ' αυτές. Της κλέβει το φόρεμα και όσο κι αν τον παρακαλάει να της το δώσει πίσω, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να γυρίσει σπίτι της, εκείνος αρνείται. Τη νύχτα του γάμου τους, όλοι οι χωριανοί επιμένουν να χορέψει η Samodiva για να τους διασκεδάσει, αλλά εκείνη λέει ότι δεν μπορεί να χορέψει τόσο όμορφα χωρίς το φόρεμά της. Τελικά, ο άντρας της, πιεσμένος από όλους, της το δίνει πίσω και κείνη πετάει μακριά.</div><div><br /></div><div><b>Στο βουλγαρικό λαϊκό παραμύθι «Diva Samodiva»</b>, βλέπουμε την ίδια αφήγηση για έναν νεαρό βοσκό που ερωτεύεται μια Samodiva δίπλα στη λίμνη. Ο παππούς του τον συμβουλεύει ότι ένα τέτοιο πλάσμα δεν θα κατασταλάξει ποτέ και θα μπαίνει στον πειρασμό να φύγει και ότι δεν της αρέσει καν να είναι νοικοκυρά, ούτε να μαγειρέψει μπορεί ούτε να είναι υπάκουη. Ο όμως άντρας λέει:</div><div><br /></div><div><i>– «Δεν με νοιάζει, αν θελήσει να το σκάσει αργότερα, θέλω τουλάχιστον μια ευκαιρία». </i></div><div><br /></div><div>Παίρνει λοιπόν τον χάλκινο αυλό του και βγαίνει στην πανσέληνο, να της παίξει τραγούδια στο δάσος, κοντά στη λίμνη, όπου κάνει μπάνιο. Μαγεμένος από τον όμορφο χορό της, της κλέβει το φόρεμα. Τρέμοντας σαν φοβισμένο πουλί, εκείνη τον παρακαλεί: </div><div><br /></div><div><i>– «Σε παρακαλώ, δώσε μου πίσω το λευκό μου φόρεμα, για να επιστρέψω σπίτι. Είμαι Samodiva, δεν μπορείς να με φέρεις στο χωριό, δεν είμαι φτιαγμένη γι' αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να γίνω γυναίκα σου, δεν μπορείς να με αναγκάσεις να σε αγαπήσω. Γίνεται αγάπη με το στανιό;» </i></div><div> </div><div>Όμως ο βοσκός αρνείται και την παντρεύεται. Τα χρόνια περνούν, ώσπου μια μέρα τους καλούν σε μια γιορτή του χωριού, όπου όλος ο κόσμος της ζητάει να χορέψει. Όπως και στην πρώτη ιστορία, ο άντρας της δίνει τελικά το φόρεμα. Μόλις αρχίσει να χορεύει, είναι τόσο χαρούμενη και τόσο όμορφα λάμπει, όσο την πρώτη φορά που τη γνώρισε. Γίνεται όμως τόσο ελαφριά που αρχίζει να πετάει μακριά. </div><div><br /></div><div><i>– «Πού πας αγαπημένη νύφη, πού να σε ξαναβρώ;» </i></div><div><br /></div><div>Τον χαιρετάει και του φωνάζει, καθώς ξεμακραίνει: </div><div><br /></div><div><i>– «Θα με βρεις στο χωριό Omainiche!» </i></div><div><br /></div><div>Κι έτσι ο βοσκός ξεκινάει για ένα μακρύ ταξίδι, ψάχνοντας αυτό το άγνωστο χωριό, που κανείς δεν το είχε ακούσει ποτέ. Μετά από πολλές δοκιμασίες και κακουχίες, μια μέρα το βρίσκει με τη βοήθεια ενός αετού και επιστρέφει κοντά της. Αφού μ’ αυτόν τον τρόπο αποδείχτηκε άξιος της αγάπης της, η Samodiva δέχεται να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι τους και να ζήσουν αγαπημένοι στον δικό του πλέον κόσμο.</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjynV-AlT27PQnmG0sc9yh9RhkLvyo9rBuGzVZQ_wBPm2tbQo2UZinTSDzvuDuuNcjtcLtkTLhXuoGpJZy7C_fq0is3LIfphPZ_ltUreMCwi9igbCWYGSYySWQ1UR3Hdakhc6lwaTMwW5uxfGE53JrxYix_Vf0WKieU_L0XbaIDkOfU4kZ7-OMVARz/s871/Samodivas-dancing.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjynV-AlT27PQnmG0sc9yh9RhkLvyo9rBuGzVZQ_wBPm2tbQo2UZinTSDzvuDuuNcjtcLtkTLhXuoGpJZy7C_fq0is3LIfphPZ_ltUreMCwi9igbCWYGSYySWQ1UR3Hdakhc6lwaTMwW5uxfGE53JrxYix_Vf0WKieU_L0XbaIDkOfU4kZ7-OMVARz/w448-h640/Samodivas-dancing.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Samodivas dancing (artist unknown)</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">___________</div><div><br /></div><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Τι καλοτυχία παντοτινή! Μια νεράιδα για νύφη! </b></span></div><div><br /></div><div><span style="color: #800180;">Παρόμοιες ιστορίες για Νεράιδες που παντρεύονται θνητούς, για να τις χάσουν και να τις ξανακερδίσουν μετά από σκληρή προσπάθεια, βρίσκουμε και στη Σερβία.Μια απ' αυτές είναι η ιστορία του Τρελαντώνη: </span></div><div><br /></div><div>Εκείνον τον καιρό κι εκείνα τα ζαμάνια ζούσε ένας άνθρωπος που είχε έξι παιδιά· τρεις γιους και τρεις θυγατέρες. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, φώναξε τους γιους του και τους ορμήνεψε:</div><div><br /></div><div>— <i>Στους πρώτους που θα ζητήσουν τις αδελφές σας σε γάμο, να τους τις δώσετε! Τώρα πάρτε την ευχή μου.</i></div><div><br /></div><div>Αυτό είπε και άφησε την ψυχή του. [...]</div><div><br /></div><div>Σαν έφυγαν και οι τρεις αδελφές από το σπίτι, αποζήτησαν τα τρία αδέλφια μια γυναίκα και είπαν στον Τρελαντώνη:</div><div><br /></div><div>— <i>Σύρε, μωρέ Τρελαντώνη, να βρεις μια γυναίκα να την έχουμε στο σπίτι.</i></div><div><br /></div><div>Κίνησε ο μικρός αδελφός κι εκεί που πήγαινε συλλογιόταν πού να μείνει· εκεί που συλλογιόταν, βρίσκει έναν χότζα, που τον πήρε στη δούλεψη του να του φυλάει εφτά πρόβατα. Σαν τα βρήκαν και συμφώνησαν, ο χότζας τού είπε:</div><div><br /></div><div><i>— Τρεις φορές αν σου ξεφύγουν και γυρίσουν σπίτι, θα σου το ξεριζώσω το κεφάλι.</i></div><div><br /></div><div>Γελά ο Τρελαντώνης:</div><div><br /></div><div><i>— Πού να μου ξεφύγουν εμένα εφτά πρόβατα! Εγώ στα βουνά μου κρατούσα μυριάδες.</i></div><div><br /></div><div>Την πρώτη μέρα που πήγε τα πρόβατα στην ακρολιμνιά, γύρω στο μεσημέρι, κάτι έπεσε στη λίμνη· τα πρόβατα φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω στον χότζα. Τη δεύτερη μέρα το καταμεσήμερο πάλι του ξέφυγαν. Την τρίτη μέρα έγδαρε τη φλούδα ενός έλατου, τη φόρεσε στο κεφάλι, μπήκε στη λίμνη και κολυμπούσε.</div><div><br /></div><div>Σαν φάνηκε κάτι να 'ρχεται από τον ουρανό δεν πρόλαβε να πέσει στη λίμνη αλλά έπεσε στη φλούδα που 'χε ο Τρελαντώνης στο κεφάλι. Το γράπωσε εκείνος με τα δυο του χέρια κι έπιασε κάτι φτερούγες. <b>Κάτω από τις άσπρες φτερούγες κρυβόταν μια κάτασπρη νεράιδα ζαβλακωμένη από το πέσιμο. Της πήρε τα φτερά της και το πέπλο της, την έκοψε στον ώμο κι άιντε πίσω στο σπίτι του.</b></div><div><br /></div><div>Μόλις τον είδαν τ' αδέλφια του από μακριά έτρεξαν να τον απαντήσουν:</div><div><br /></div><div><i>— Τι καλοτυχία παντοτινή μάς φέρνει ο αδελφός μας! Μια νεράιδα για νύφη!</i></div></div><div><i><br /></i></div><div><div>Μια μέρα, ύστερα από λίγα χρόνια, παντρευόταν του Τρελαντώνη ο αδερφός. Εκεί που όλοι χόρευαν και γλεντούσαν, η νεράιδα έστεκε μονάχη, σκοτισμένη και πολλά λυπημένη. Ο Τρελαντώνης τη σίμωσε και τη ρωτάει:</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Τι έχεις και δε χαίρεσαι;</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Πώς να χαίρομαι όταν δεν έχω ρούχο για να στολιστώ.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><b>Τη λυπήθηκε ο άμυαλος και τής έδωσε το πέπλο της και μαζί τα φτερά. Έλαμψε η νεραϊδοκόρη, τρεις φορές έσυρε το χορό, μα ξάφνου πετάχτηκε ψηλά από το χορό και στάθηκε ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Τιναζόταν ο Τρελαντώνης να την πιάσει και φώναζε:</b></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic;"><b>— Τι έκανες; Γιατί με πρόδωσες;</b></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div><b>Η νεράιδα του σφύριξε από ψηλά στ' αυτί:</b></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic;"><b>— Σαν θα βρεις τον πύργο από διαμαντόπετρες, και σ' αυτόν τη γριά τη Σιδεροδόντα, τότε θα γίνω δική σου με το δικό μου θέλημα.</b></div></div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Και ξεχύθηκε προς τις ψηλές κορφές, και απ' όπου περνούσε άστραφτε ο ουρανός και σπιθοβολούσε. Τον κορόιδευαν τ' αδέλφια του, τον πείραζαν οι καλεσμένοι μέσα από το χορό:</div><div><i><br /></i></div><div><i>— Αντώνη, Τρελαντώνη! μια ζωή τρελός θα σαι, αφού άφησες τη νεράιδα να χαθεί μέσ' απ' τα χέρια σου.</i></div><div><i><br /></i></div><div>Κι ο Τρελαντώνης με σφιγμένη την καρδιά ταξίδεψε μέρα νύχτα, διάβηκε κάμπους και βουνά, δάση και λιβάδια, ερημιές και πολιτείες· πέρασε βασίλεια πολλά και παντού ρωτούσε για τον πύργο τον ανήκουστο και για τη γριά τη Σιδεροδόντα.</div><div><br /></div><div>Kαι κάποτε κατάφερε να φτάσει.</div><div><i><br /></i></div><div>Είδε ο Τρελαντώνης τα μαρμαρένια τα βουνά και τους κρουσταλλένιους κάμπους με τον πύργο από διαμαντόπετρα στη μέση και καρδιοχτύπησε σαν είδε την πιστή του τη νεραϊδοκόρη να βγαίνει από τον πύργο ασπροστολισμένη και να τον απαντά.</div><div><i><br /></i></div><div><i>— Μάτια μου τρελά, ήρθες και με βρήκες, μα ακόμα δεν με πήρες ! [...]</i></div><div><i><br /></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Κι η αγαπημένη του νεράιδα θα τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας τις δοκιμασίες της γριάς Σιδεροδόντας μάνας.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Άντε τώρα να σκάψεις και απόψε, να μου φέρεις ή την πίτα ψημένη ή του λαιμού σου το κεφάλι.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Δυο βράδια στη σειρά θα της φέρει την πίτα ψημένη τη μια χάρη στο μαγικό δαχτυλίδι και την άλλη χάρη στη βοήθεια των ξωτικών... Μέχρι που η γριά άρχισε να καταλαβαίνει.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Την τρίτη νύχτα, μεσάνυχτα, τον πήρε η νεράιδα στα φτερά της.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><span style="font-style: italic;">— Άιντε να με κλέψεις! </span>και πέταξαν.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Καθώς εκείνος καθόταν στα φτερά της, του είπε:</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Γύρνα και δες αν μας ακολουθεί ένα άσπρο σύννεφο.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Να μια άσπρη τούφα ξοπίσω μας, μας φτάνει!</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Εγώ θα μεταμορφωθώ σε πρόβατο κι εσύ κάνε τον τσομπάνη. Έρχεται η μικρή μου αδερφή! </div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Τον ζύγωσε το άσπρο σύννεφο:</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Μην είδες, τσομπάνη μου, να πετάει από δω μια νεράιδα;</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><span style="font-style: italic;">— Αν έβλεπα νεράιδες δε θα 'μουνα τσομπάνης. </span>Και το σύννεφο γύρισε πίσω.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Πάλι η νεράιδα τον σήκωσε στα φτερά της, αλλά παραπέρα του λέει:</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Για κοίταξε αν πετάει πίσω μας ένα κόκκινο σύννεφο.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><span style="font-style: italic;">— Να το! </span>είπε και κατέβηκαν στη γη· η νεράιδα έγινε γουρούνα κι αυτός έκανε τον έμπορα.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Αν έβλεπα νεράιδες δε θα πουλούσα γουρούνια, είπε ο έμπορας στη δεύτερη αδερφή.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Και πάλι σηκώθηκαν και πήραν τα σύννεφα, όταν του είπε η νεράιδα:</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">— Αν φανεί το μαύρο σύννεφο,θα 'ναι η μάνα μου.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div>Σαν τους έφτασε το μαύρο σύννεφο, πετούσαν πάνω από μια λίμνη. Η νεράιδα πέταξε το λαμπερό της πέπλο, και η γριά πίστεψε πως η κόρη της έπεσε· από το φόβο της βούτηξε παρευθύς στη λίμνη και η λίμνη την κατάπιε. </div><div><br /></div><div><b>Ο Τρελαντώνης διάβηκε με την αγαπημένη του τους ουρανούς, χαιρέτησε τις αδελφές του και τις κάλεσε στο γάμο του. Τα αδέλφια του από μακριά έτρεξαν να τον απαντήσουν χαρούμενα:</b></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic;"><b>— Τι καλοτυχιά παντοτινή μάς φέρνει ο αδερφός μας ο μικρός! Τη νεραϊδένια νύφη θα τη στεφανωθεί!</b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Σερβικά παραμύθια, Ο Τρελαντώνης, Momčilo Radić, Εκδόσεις Απόπειρα.</b></div><div style="text-align: right;"><b><br /></b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi5zEBZe7MdA8kCYX0TPnkq1hUNcZ0xjIOEbJCTTBY4od_oM02Tg3PEzu0O8j0EwQa8CSoZW-zSggDPLUHj1sZH-Q1o9Wv3h9uL1AUK_VpN8C0u02HkioI42eybMTf_1XuCjAAAzTK4Dzwc3ePHfRlj21Ae05gSKc6uwa-oGqvFLemMu77wrIHaKu8S/s1068/319534969_827205968535175_355516105888825150_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi5zEBZe7MdA8kCYX0TPnkq1hUNcZ0xjIOEbJCTTBY4od_oM02Tg3PEzu0O8j0EwQa8CSoZW-zSggDPLUHj1sZH-Q1o9Wv3h9uL1AUK_VpN8C0u02HkioI42eybMTf_1XuCjAAAzTK4Dzwc3ePHfRlj21Ae05gSKc6uwa-oGqvFLemMu77wrIHaKu8S/w474-h640/319534969_827205968535175_355516105888825150_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Swan Maiden and her sisters by Inessa Kalabekova</div><div style="text-align: center;">____________</div></span></div></div></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></div><div style="text-align: left;"><b><br /></b></div><a href="https://jigsaw-japan.com/2017/09/09/the-miho-pines-and-the-legend-of-the-hagoromo/?fbclid=IwAR3EZx9Qh0bHVuc-mSRU2sRxs4GpSRqelKOdqR1B-v_Oz8iRzVLCcDxpxgQ" target="_blank"></a><ul style="text-align: left;"><a href="https://jigsaw-japan.com/2017/09/09/the-miho-pines-and-the-legend-of-the-hagoromo/?fbclid=IwAR3EZx9Qh0bHVuc-mSRU2sRxs4GpSRqelKOdqR1B-v_Oz8iRzVLCcDxpxgQ" target="_blank"></a><li><a href="https://jigsaw-japan.com/2017/09/09/the-miho-pines-and-the-legend-of-the-hagoromo/?fbclid=IwAR3EZx9Qh0bHVuc-mSRU2sRxs4GpSRqelKOdqR1B-v_Oz8iRzVLCcDxpxgQ" target="_blank"><span style="font-family: arial;"></span></a><span style="font-family: arial;"><a href="https://jigsaw-japan.com/2017/09/09/the-miho-pines-and-the-legend-of-the-hagoromo/?fbclid=IwAR3EZx9Qh0bHVuc-mSRU2sRxs4GpSRqelKOdqR1B-v_Oz8iRzVLCcDxpxgQ" target="_blank">THE MIHO PINES AND THE LEGEND OF THE HAGOROMO</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.shizuoka-tour.com/2019/07/18/miho-pine-grove-in-shimizu-and-hagoromo-legend-by-saki/?fbclid=IwAR3l4euSLfvuNp28OMG9efHiUDUlWQhmIvgv0DbM7GOv5o5ujMrsU-1Bpqg" target="_blank">Miho Pine Grove in Shimizu and Hagoromo Legend</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://shizuoka-hamamatsu-izu.com/">https://shizuoka-hamamatsu-izu.com/</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://miho-no-matsubara.jp/" target="_blank">https://miho-no-matsubara.jp/</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.the-noh.com/en/plays/data/program_011.html" target="_blank">Hagoromo (Celestial Feather Robe)</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.the-noh.com/en/plays/data/program_011.html">https://www.the-noh.com/en/plays/data/program_011.html</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.buddhistdoor.net/features/hagoromo/?fbclid=IwAR15HoUUvGRsnoDuH5TYbZXmN1uEp69d83hVHKUARthL48zdmn4JodDR3xg" target="_blank">Hagoromo by Joseph Houseal</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.onmarkproductions.com/html/karyoubinga.html#tennyo" target="_blank">Tennin, GODS of Japan, A-to-Z Photo Dictionary of Japanese Buddhism (Buddhist & Shinto Deities)</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://yokai.com/tennyo/?fbclid=IwAR1FNrp_e8qwxAsgQHbjRHxHhoR1OsRSZWZIfD8rpAiBLk60mATgRHNNJ3U" target="_blank">Tennyo</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.willowisps.gr/main/-/21/1/2018" target="_blank">Κύκνος: παρουσία στα παραμύθια, συμβολισμοί και μεταμορφώσεις</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.willowisps.gr/main/niulang-zhinu-/3/2/2020" target="_blank">Niulang και Zhinu: ένας κινέζικος μύθος, μια αθάνατη ιστορία αγάπης</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://faerymists.tripod.com/fytales/korea.htm#Heavenly%20Maiden" target="_blank">The Heavenly Maiden and the Wood Cutter. A Korean Tale</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.terriwindling.com/blog/2020/07/swan-maidens-and-crane-wives.html" target="_blank">Swan Maidens and Crane Wives</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.midorisnyder.com/essays/the-swan-maidens-feathered-robe.html" target="_blank">Swan Maiden's Feathered Robe by Midori Snyder</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.jstor.org/stable/750555?read-now=1&seq=2#metadata_info_tab_contents" target="_blank">An Early Chinese Swan-Maiden Story by Arthur Waley in Journal of the Waburg and Courtauld Institutes, Vol. 22, No. 1 / 2 (1959).</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/european-folktales-the-hunter-and-the-swan-maiden.html" target="_blank">European folktales: The Hunter and the Swan Maiden</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/the-swan-maidens-challenge.html" target="_blank">The Swan Maiden's challenge</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://folkrealmstudies.weebly.com/to-love-a-swan-maiden.html" target="_blank">To love a Swan Maiden</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://orderofcelticwolves.wordpress.com/2020/06/26/the-dream-of-oengusaengus/" target="_blank">The Dream of Oengus(Aengus)</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://lubomirakourteva.com/2021/04/16/wild-marriage/?fbclid=IwAR3-yFe4K_s4O_5NofApd6Bjc4DZE4bRamMEh7PdAjmDmrhS9qwiAejLYAY" target="_blank">Lubomira Kourteva, Wild Marriage</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.willowisps.gr/main/samodivas-/20/1/2018?fbclid=IwAR0ADJUgBbEswaj9LqvtMP8sYhjTNlpsJ6akBnKywtTpQNqpZX3szL2e-P0" target="_blank">Samodivas, σαγηνευτικά μυθικά πλάσματα των δασών</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Στέλιος Πρεζεράκος, Το πεύκο του φεγγαριού, Ένας Έλληνας στο Edo, σελ. 132-134, εκδόσεις Memento</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Νικόλαος Πολίτης, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, τόμος Β, το Βήμα, 2015</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li>Σερβικά παραμύθια, Ο Τρελαντώνης, Momčilo Radić, Εκδόσεις Απόπειρα.</li></ul></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><p><span style="font-family: arial;"></span></p><div style="text-align: center;"><br /></div> <p></p></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-29518616996659490142022-12-03T10:04:00.000+02:002022-12-03T10:05:14.443+02:00Annie Ernaux, επιστροφή στο γενέθλιο τόπο των «μικρών ανθρώπων»· ανάμεσα στην ευτυχία και την ταπείνωση...<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjgtnrr_nTX-ViQUkk3tQtwy6LO5umqDGbQ3SIHhjzh2_ZiXXBTWuBfr0JptTDt6tBdgt4OFxrILuLmpgm9oUPAXIDbSQztSqiHc2SV34xvZaHf3_MZiF06FdMJYNSTiYWT4TzTYIQyoi8KnZhGgCYeixuswICNgSchduKOHmRV2F1X11ZBPKXK7rKN/s1664/souvenir%20d'%20Yvetot.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1051" data-original-width="1664" height="404" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjgtnrr_nTX-ViQUkk3tQtwy6LO5umqDGbQ3SIHhjzh2_ZiXXBTWuBfr0JptTDt6tBdgt4OFxrILuLmpgm9oUPAXIDbSQztSqiHc2SV34xvZaHf3_MZiF06FdMJYNSTiYWT4TzTYIQyoi8KnZhGgCYeixuswICNgSchduKOHmRV2F1X11ZBPKXK7rKN/w640-h404/souvenir%20d'%20Yvetot.jpg" width="640" /></a></div><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Όσο μακριά και να πας, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες...»</b></span><p><span style="font-family: arial;">Ποτέ κανείς δεν είναι προετοιμασμένος να χάσει τους γονιούς του. Το αίσθημα της ορφάνιας, το πένθος της απώλειας του δεσμού παιδιού-γονιού, ακόμα και στην ενήλικη ζωή, παραμένει συναισθηματικά επώδυνο. Μέσα όμως από τις ανακλήσεις ο τεθνεώς επανέρχεται· με τη γλώσσα, που συνεχίζει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις, τον ξαναφέρνεις στη ζωή, σε πείσμα του χρόνου και της αναπόφευκτης φθοράς. Είναι ζήτημα καρδιάς να μην αφήσεις τους δικούς σου νεκρούς να νεκρωθούν και, για μια συγγραφέα, όπως η Annie Ernaux, που με όπλο τις λέξεις επιχειρεί να προσεγγίζει την αλήθεια, μόνο η γραφή - η ασφαλέστερη σχεδία ζωής - θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην αρρώστια του θανάτου.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Δεκαπέντε χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της - έναν «αποπνικτικό Ιούνιο» του 1967 - η Annie Ernaux ξεκινάει να γράφει </span><span style="font-family: arial;">τον </span><b style="font-family: arial;">«Τόπο» </b><span style="font-family: arial;">(Νοέμβρης 1982 – Ιούνιος 1983)</span><span style="font-family: arial;">. </span><span style="font-family: arial;">Η απώλεια του πατέρα της, όπως η ίδια εξομολογείται, έφερε τα πάνω κάτω, μια </span><span style="font-family: arial;"><i>«μύχια αναστάτωση που την αναποδογύρισε, ανέτρεψε το ον που ήταν». </i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Μετά την κηδεία, μητέρα και κόρη μάζεψαν τα ρούχα του για να τα δώσουν σε όσους είχαν ανάγκη. Στο καθημερινό μπουφάν του βρήκαν το πορτοφόλι. Λίγα λεφτά, το δίπλωμα οδήγησης και, στην πίσω θήκη, μια παλιά φωτογραφία τυλιγμένη σε ένα απόκομμα εφημερίδας. Η φωτογραφία απεικόνιζε μια ομάδα αντρών, αγροτών ή εργατών, με τραγιάσκες. Στην πίσω σειρά διακρινόταν ο πατέρας. Το απόκομμα της εφημερίδας είχε τα ονόματα των επιτυχόντων στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ανάμεσα στα ονόματα ήταν κι αυτό της κόρης του. <b>Ο δικός του κόσμος τελείωνε, μαζί με την παλιά φωτογραφία, κι ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά του, αυτός της κόρης του, που θα γινόταν καθηγήτρια, μεσοαστή, μέλος ενός κόσμου από τον οποίο ο ίδιος είχε περιφρονηθεί.</b></i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Νίκος Μπακουνάκης, στο επίμετρο του βιβλίου της Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</span></p><p style="text-align: right;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj4xKCkkrHxtAAv0Tvj7L_KabYJcZOlb5wIMdEmpw9tVJrLJMIoL4rDIG4T9PGpuoK67oDdP8yUGpbdIc58zg1lAVSlJ-Y25dr6--_ZMrBJyKHWXj5PQPskrDEE_AzeJtidWmLKQlomqq4z2Jl5qVhfrI_VckzyJ1mpwEUAA0vfCQwmhNYqfdg8JSi2/s299/Groupe_d-ouvriers.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="209" data-original-width="299" height="447" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj4xKCkkrHxtAAv0Tvj7L_KabYJcZOlb5wIMdEmpw9tVJrLJMIoL4rDIG4T9PGpuoK67oDdP8yUGpbdIc58zg1lAVSlJ-Y25dr6--_ZMrBJyKHWXj5PQPskrDEE_AzeJtidWmLKQlomqq4z2Jl5qVhfrI_VckzyJ1mpwEUAA0vfCQwmhNYqfdg8JSi2/w640-h447/Groupe_d-ouvriers.jpg" width="640" /></a></div><br /><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: right;"><b><span style="color: #800180;"><i>«Με πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατό του.</i></span></b></div><b><div style="text-align: right;"><b><span style="color: #800180;"><i>Περαματάρης από τη μια όχθη στην άλλη, με ήλιο και βροχή»</i></span></b></div></b></span><p><span style="font-family: arial;">Αν και πεπεισμένη ότι πάνω σ' αυτό θέλει να γράψει, δεν βρίσκει τα λόγια, αδυνατεί να μεταφράσει σε σκέψεις την αίσθηση αυτού του βίαιου και ακατανόητου που της συνέβη - <i>«ενοχές αναμεμειγμένες με κάτι το ακατανόητο, πολύ βίαιο»</i> - ή όπως η ίδια πάλι έχει πει: </span><span style="font-family: arial;"><i>«Θα έλεγα ότι είναι η αδυναμία μου να μεταφράσω σε σκέψεις την αίσθηση αυτού που μου συμβαίνει, τη στιγμή που μου συμβαίνει –ή συμβαίνει στον κόσμο – που με αναγκάζει να γράψω».</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>[...] ήταν ένας πόνος, σαν να ήμουν πραγματικά στη θέση του πατέρα μου, κάτι που προφανώς δεν συνέβαινε. Με παρακινούσε ταυτόχρονα ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής και μια πολύ μεγάλη συγκίνηση. Επομένως δεν επρόκειτο για ευτυχία, αλλά για αναγκαιότητα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη με αυτά που έγραφα και μερικές φορές σκεφτόμουν: ναι, αυτό είναι, τώρα βρίσκω τον σωστό τρόπο να το πω.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η Annie Ernaux </span><span style="font-family: arial;">περίμενε</span><i style="font-family: arial;"> </i><span style="font-family: arial;">δεκαπέντε χρόνια, μέχρι </span><i style="font-family: arial;">ο θάνατος του πατέρα της </i><span style="font-family: arial;"><i>«</i></span><i style="font-family: arial;">να γίνει ένα με το παρελθόν»</i><span style="font-family: arial;">, ώστε να </span><i style="font-family: arial;">«έχει την απόσταση που διευκολύνει την εμβάθυνση των αναμνήσεων».</i><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">Συγκεντρώνοντας </span><i style="font-family: arial;">«όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, γεγονότα, λόγια, χειρονομίες, τα γούστα του»</i><span style="font-family: arial;">, εξιστορεί τη ζωή του πατέρα της Alphonse Duchesne, μια ζωή </span><i style="font-family: arial;">«υποταγμένη στην ανάγκη»</i><span style="font-family: arial;">, την οποία και η ίδια μοιράστηκε και σιγά σιγά άφησε πίσω της, προκειμένου να ακολουθήσει τα όνειρά της. Προχωρώντας στη συγγραφή του βιβλίου, αρνούμενη να ενδώσει στην επινόηση και με τη μνήμη να αντιστέκεται καθώς ξεθάβει λησμονημένα γεγονότα, η Annie καταφεύγει σε ανώνυμες φιγούρες ανθρώπων που μοιάζουν στον πατέρα της, που φέρνουν <i>«εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης»</i> και ξαναβρίσκει έτσι την «<i>ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του</i></span><span style="font-family: arial;"><i>»</i></span><span style="font-family: arial;">.</span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">Αργότερα, στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς περίμενα να μάθω για την πρώτη μου δουλειά, συλλογίστηκα «μια μέρα, θα πρέπει να τα εξηγήσω όλα αυτά». <b>Εννοούσα να γράψω για τον πατέρα μου, τη ζωή του και την απόσταση που, στην εφηβεία μου, χώριζε εκείνον από μένα. Αν και ήταν κάτι που αφορούσε την τάξη, ήταν αλλιώτικο, ακαθόριστο. Όπως σ' έναν έρωτα που έχει ραγίσει.</b></i></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">[...] άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα μου. Στα μισά της αφήγησης, ένα αίσθημα απέχθειας.</i></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Τώρα συνειδητοποιώ ότι ένα μυθιστόρημα είναι αδύνατο. Αν θέλω να εξιστορήσω μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη, δεν δικαιούμαι να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση ή να αποπειραθώ να φτιάξω κάτι το «καθηλωτικό», το «συγκινητικό». Θα συγκεντρώσω τα λόγια, τις χειρονομίες, τα γούστα του πατέρα μου, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του· κοντολογίς, όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, μιας ύπαρξης που τη μοιράστηκα κι εγώ.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Έχουν περάσει αρκετοί μήνες αφότου ξεκίνησα τούτη την αφήγηση, Νοέμβρης ήτανε. <b>Μου πήρε χρόνο γιατί μου ήταν πιο δύσκολο να ξεθάβω λησμονημένα γεγονότα απ' το να τα επινοώ. Η μνήμη αντιστέκεται. </b>Δεν μπορούσα να βασιστώ στην αναπόληση, στο σκλήρισμα του κουδουνιού ενός παλιού μπακάλικου, στη μυρωδιά των παραγινωμένων πεπονιών, θα ξανάβρισκα μονάχα τον εαυτό μου και τα καλοκαίρια των διακοπών μου, στο Ι... Το χρώμα τ' ουρανού, οι ανταύγειες από τις λεύκες στο κοντινό ποτάμι, τον Ουάζ, δεν μου μάθαιναν κάτι. <b>Αναζητούσα τη φιγούρα του πατέρα μου σε άλλους ανθρώπους, στον τρόπο που φωνάζουν τα παιδιά τους, που κάθονται βαριεστημένοι σε αίθουσες αναμονής, που αποχαιρετούν γνέφοντας στις αποβάθρες των σταθμών. Σε ανώνυμες φιγούρες που συναντούσα οπουδήποτε, που έφεραν εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης, ξανάβρισκα την ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του.</b></i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Ενώ στον <b>«Τόπο»</b>, η συγκίνηση προέρχεται από την ανάμνηση, στο <b>«Μια γυναίκα»</b>, η Annie Ernaux βρίσκεται μέσα στην απώλεια. Τρεις βδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας της, Blanche Dumenil, </span><span style="font-family: arial;">στις 7 Απριλίου 1986</span><span style="font-family: arial;">, η συγγραφέας πιάνει πάλι το χαρτί - <i><b>«δεν αντέχω που η μητέρα μου είναι νεκρή, θέλω να την αναστήσω»</b></i> - για να θυμηθεί και να ψηλαφίσει τη ζωή της, να </span><i style="font-family: arial;"><b>«την φέρει, με τη σειρά της, στον κόσμο»</b></i><span style="font-family: arial;">, κεντώντας με λέξεις την οριστική απώλεια του τελευταίου δεσμού της με τον κόσμο από τον οποίο προερχόταν και στον οποίο δεν ανήκει πια. Γράφει το </span><b style="font-family: arial;">«Μια γυναίκα»</b><span style="font-family: arial;">, προσπαθώντας, παράλληλα με την ανασύνθεση της ζωής της μητέρας της, ν’ αντιμετωπίσει και τα δικά της αντιφατικά αισθήματα απέναντι στη <i><b>«μόνη γυναίκα που μετρούσε στ' αλήθεια για κείνη»</b></i>, απέναντι σε μια μητέρα <i><b>«άλλοτε καλή και άλλοτε κακή»</b></i>, μια γυναίκα που έζησε δύσκολη ζωή, αλλά ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη του ζευγαριού κι αυτή με την οποία πατέρας και κόρη ήταν βαθιά ερωτευμένοι. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Στο τέλος αυτού του εγχειρήματος, ο θάνατος έχει γίνει πλέον συνείδηση, το πένθος έχει ξεθωριάσει κι η συγγραφέας βρίσκεται στο κατώφλι της λήθης: <i>«Τούτο το αίσθημα, όπου η απατηλή παρουσία της μητέρας μου είναι πιο ισχυρή από την πραγματική απουσία της, είναι αναμφίβολα το πρώτο στάδιο της λήθης». </i></span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">Την εβδομάδα μετά την κηδεία, μου συνέβαινε να βάζω τα κλάματα οπουδήποτε. Μόλις ξυπνούσα, ήξερα πως η μητέρα μου είχε πεθάνει. Έβγαινα από βαριά όνειρα από τα οποία δεν θυμόμουν τίποτα, πέρα απ’ το ότι εκείνη τα στοίχειωνε, πεθαμένη. Το μόνο που έκανα ήταν οι απαραίτητες καθημερινές αγγαρείες, ψώνια, μαγείρεμα, τα ρούχα στο πλυντήριο. Πολύ συχνά ξεχνούσα με τι σειρά έπρεπε να τις κάνω: αφού είχα καθαρίσει τα λαχανικά, σταματούσα για να σκεφτώ την επόμενη κίνηση, δηλαδή να τα πλύνω. Αδύνατο να διαβάσω. Μια μέρα, κατέβηκα στην αποθήκη, η βαλίτσα της μητέρας μου ήταν εκεί, βρήκα το πορτοφόλι της, μια καλοκαιρινή τσάντα και μερικά φουλάρια. Κοκάλωσα μπρος στην ανοιχτή βαλίτσα. Οι χειρότερες στιγμές ήταν έξω, στην πόλη. Οδηγούσα, και ξάφνου: «Εκείνη δεν ζει πια πουθενά στον κόσμο». Δεν μπορούσα ν’ αποδεχτώ το γεγονός ότι οι άνθρωποι φέρονταν φυσιολογικά. Η σχολαστική φροντίδα με την οποία διάλεγαν το κρέας στον χασάπη με φρίκαρε.</i></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Σιγά σιγά, αυτή η κατάσταση έφθινε. Ακόμα κι έτσι, μου άρεσε που ο καιρός ήταν παγερός και βροχερός, όπως τις πρώτες ημέρες του μήνα, όταν η μητέρα μου ζούσε. Υπήρχαν και οι στιγμές του βυθίσματος κάθε φορά που συνειδητοποιούσα «δεν υπάρχει λόγος» ή «δεν είμαι πια υποχρεωμένη» (να κάνω το τάδε ή το δείνα για κείνην). Και το κενό στη σκέψη: η πρώτη άνοιξη που δεν θα δει. (Τώρα, μπορώ να νιώσω τη δύναμη συνηθισμένων φράσεων, ακόμα και κοινοτοπιών.)</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Αύριο, κλείνουν τρεις βδομάδες από την κηδεία. Μόλις προχτές ξεπέρασα τον φόβο να γράψω «Η μητέρα μου πέθανε» στο πάνω μέρος μιας λευκής σελίδας, όχι σαν την πρώτη αράδα μιας επιστολής αλλά σαν την αρχή ενός βιβλίου. </i></span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Θα συνεχίσω να γράφω για τη μητέρα μου. Είναι η μόνη γυναίκα που μετρούσε στ’ αλήθεια για μένα και, τα τελευταία δύο χρόνια, έπασχε από γεροντική άνοια. Ίσως θα ήταν καλύτερο να περιμένω μέχρις ότου η αρρώστια και ο θάνατός της γίνουν ένα με το παρελθόν, όπως τόσα και τόσα γεγονότα της ζωής μου, ο θάνατος του πατέρα μου, ο χωρισμός απ’ τον άντρα μου, έτσι ώστε να έχω την απόσταση που διευκολύνει την εμβάθυνση των αναμνήσεων. Όμως, τούτη τη στιγμή, δεν είμαι σε θέση να κάνω κάτι άλλο.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...]Τώρα που η μητέρα μου έχει πεθάνει, δεν θα ήθελα να μάθω τίποτα περισσότερο για κείνην απ' όσα ήξερα ενόσω ζούσε.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ολοένα και περισσότερο τη βλέπω έτσι ακριβώς όπως τη φανταζόμουν στην παιδική μου ηλικία: μια μεγάλη λευκή σκιά που πλανιέται από πάνω μου.</i></span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">[...] Δεν θ’ ακούσω ποτέ πια τον ήχο της φωνής της. Και ήταν η φωνή, τα λόγια, τα χέρια, οι κινήσεις της, ο τρόπος που γελούσε και βάδιζε, αυτά που ένωναν τη γυναίκα που είμαι τώρα με το παιδί που ήμουν κάποτε. Ο τελευταίος δεσμός με τον κόσμο απ’ τον οποίο προερχόμουν, διερράγη.</i></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmyQxaNpJe5B2veXHPgeIAogxIiwrSz6sCu6Vb1RTPhlFfdDSS8y1oiNqLBFxiQx40-oGVANDXes1jc8ENpsCss1MKbawPVeAm-Xw40ESScqxAkJWnebvOY2iohmY3xsPNqA5RJ4OokpAWB0CNhm8jdHue-pBym1DRg2dFiqxaHvoe-xB38iCwPeUF/s1000/annie-ernaux-maman-moi-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmyQxaNpJe5B2veXHPgeIAogxIiwrSz6sCu6Vb1RTPhlFfdDSS8y1oiNqLBFxiQx40-oGVANDXes1jc8ENpsCss1MKbawPVeAm-Xw40ESScqxAkJWnebvOY2iohmY3xsPNqA5RJ4OokpAWB0CNhm8jdHue-pBym1DRg2dFiqxaHvoe-xB38iCwPeUF/w610-h640/annie-ernaux-maman-moi-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux με τη μητέρα της, μπροστά από το οικογενειακό καφεπαντοπωλείο, στο Yvetot, 1959 (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Συνδυάζοντας ευρηματικά την λογοτεχνία με την κοινωνιολογία, διαλύοντας το «εγώ» μέσα στο «εμείς», η Annie Ernaux, καταφέρνει, να εντάξει την ατομική της εμπειρία μέσα στη συλλογική και να αποτυπώσει μια σύνθετη κοινωνική και ταξική πραγματικότητα. Η δική της ιστορία γίνεται αντιπροσωπευτική μιας ευρύτερης ομάδας με παρόμοια χαρακτηριστικά, που καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό της πάνω στα αφηγούμενα: φτώχεια, καταπίεση, καθωσπρεπισμός και συγκεκριμένες ηθικές παράμετροι, ταξικές διακρίσεις σε οτιδήποτε, απαγορευμένες φιλοδοξίες, επιβεβλημένες πρακτικές, εργασία, εκκλησία, σχέσεις, κοινωνικές τάξεις, κανόνες επιβίωσης, χάσμα γενεών, γνώση, προκαταλήψεις, βιβλία, μόρφωση, ραδιόφωνο, περιοδικά, αυτοκίνητα, διαφημίσεις, τρόπος ζωής τότε και τώρα, αγροτικός κόσμος, αστικές συνήθειες, ντοπιολαλιές, ανίατες ασθένειες, ζωή και θάνατος.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Οι δικοί της ανώνυμοι γονείς - τα ονόματά τους πουθενά μέσα στα δυο βιβλία δεν αναφέρονται - θα μπορούσαν να είναι οι δικοί μας γονείς, τους οποίους όλοι κάποτε αμφισβητήσαμε, απορρίψαμε, θεωρήσαμε βαρετούς, συντηρητικούς, χωρίς φαντασία, αυστηρούς, εναντίον των οποίων επαναστατήσαμε, γιατί αντιπροσώπευαν το κατεστημένο, που έπρεπε πάση θυσία να ανατραπεί. <b>Και τα δύο βιβλία της Ernaux «μας ψιθυρίζουν μια οικεία ιστορία»</b>, όπως εύστοχα σχολιάζει η Σοφία Νικολαΐδου στο εισαγωγικό της σημείωμα για τον «Τόπο». <b>Δυο γονείς φτωχοί, που προσπάθησαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια μια ζωή μέσα στη στέρηση και τη δουλειά, για να μη λείψει από το κοριτσάκι τους τίποτα. </b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η ταπεινή καταγωγή της συγγραφέως, δεν την εμπόδισε ν' αποκτήσει σπουδαία μόρφωση και να διακριθεί σ' έναν ελιτίστικο κόσμο, την απομάκρυνε ωστόσο από τις αξίες και τους κώδικες του τόπου και των γονιών της. Το χάσμα - μορφωτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό - οξύνθηκε και μαζί, εντάθηκαν τα αισθήματα αμηχανίας και ντροπής ένθεν και ένθεν. Καθώς εκείνη αναμετριέται με τα θηρία της γνώσης παλεύει με το περιβάλλον της και με τον εαυτό της τον ίδιο. Μέχρι τη στιγμή που η απώλεια την εκθέτει στη μοναξιά και στη βεβαιότητα του αμετάκλητου, στον πραγματικό χρόνο, σ' αυτόν που ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα της θα βρεθούν ποτέ πια. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Στο σύνορο αυτό του χρόνου και του τόπου, </span><i style="font-family: arial;">«στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου και της ιστορίας»</i><span style="font-family: arial;">, επιστρατεύοντας σέπια φωτογραφίες, φιγούρες και σκιές, αποτυπώματα και ίχνη της κοινής τους ζωής, η Ernaux επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, για να ανασυστήσει το χρόνο των παππούδων και των γονιών της, που είναι δικός της και δικός μας την ίδια στιγμή, γιατί </span><i style="font-family: arial;"><b>«όσο μακριά και να πας, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες...».</b></i></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBlOFOAPuG9brggsuzT11mwMFvpEncFYWzU95HlT6J-i1q0geMFOVFedyqHBGcrhoyjfS7vS9uyBVFNwhGyUpjz7nngQk4k8MpDJ_6LAo4Eyn5wW0GFKgVLn4M3d0VjM0T9DlPrVon9lPHT3g2uzW0MESnyB_EQYmaDH2em_kSWQM9Yh03BsfkGvlM/s865/Cette-photo-identite-Annie-Ernaux-celle-annee-Bac-Annie-Ernaux-1958_0_730_865.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBlOFOAPuG9brggsuzT11mwMFvpEncFYWzU95HlT6J-i1q0geMFOVFedyqHBGcrhoyjfS7vS9uyBVFNwhGyUpjz7nngQk4k8MpDJ_6LAo4Eyn5wW0GFKgVLn4M3d0VjM0T9DlPrVon9lPHT3g2uzW0MESnyB_EQYmaDH2em_kSWQM9Yh03BsfkGvlM/w518-h640/Cette-photo-identite-Annie-Ernaux-celle-annee-Bac-Annie-Ernaux-1958_0_730_865.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux σε νεαρή ηλικία,1958</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: left;"><b>«Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπτωμα της φτώχειας»</b></div></span><p></p><p><span style="font-family: arial;">Τι είναι αυτό που ώθησε την Annie Ernaux στη λογοτεχνία; Πότε σκέφτηκε για πρώτη φορά να γράψει και τι την «αναγκάζει» </span><span style="font-family: arial;">να καταφεύγει έκτοτε στη γραφή; Η ίδια, σε συνέντευξη που έδωσε για </span><span style="font-family: arial;">το περιοδικό </span><span style="font-family: arial;">«</span><span style="font-family: arial;">La Femelle du requin</span><span style="font-family: arial;">»,τ</span><span style="font-family: arial;">ην άνοιξη του 2021, απαντά ως εξής σε σχετική ερώτηση των δημοσιογράφων: </span></p><p><span style="font-family: arial;"><b><i>A. E.: </i></b></span><b style="font-family: arial;"><i>Για πρώτη φορά σκέφτηκα να γράψω στην Αγγλία. Τότε ήταν που άρχισα να γίνομαι ένα λογοτεχνικό ον, κάποια που ζούσε τα πράγματα σαν να έπρεπε να γραφτούν μια μέρα»</i>.</b></p><p><span style="font-family: arial;"><b>Ε:</b> Στο Les armoires vides [Οι άδειες ντουλάπες], γράφετε: «Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπτωμα της φτώχειας, ο κλασικός τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον σου».</span></p><p><span style="font-family: arial;"><b>A. E.:</b> </span><span style="font-family: arial;"><i>'Ετσι το έβλεπα όταν ήμουν είκοσι χρονών. Είχα τότε μεγάλη τρέλα με τη λογοτεχνία, πράγμα που σήμαινε εκείνη την εποχή ότι αιθεροβατούσα. Αυτήν τη φράση την οποία αναφέρετε, την είχα βάλει στο στόμα του Μαρκ, ενός χαρακτήρα που εκπροσωπούσε την κυρίαρχη τάξη, ενώ εγώ ανήκα στην κυριαρχούμενη τάξη. Δεν μιλούσα στον εαυτό μου, φυσικά, με αυτούς τους όρους του Bourdieu. <b>Η λογοτεχνία μού φαινόταν ένα μέσο που θα με έβγαζε από την κατάστασή μου. Είχα επίγνωση ότι έβρισκα σ' αυτήν μια διέξοδο, έναν άλλον κόσμο. Ως παιδί, η ανάγνωση ήταν για μένα όχι μόνο η πύλη της φαντασίας, αλλά και ένας τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον μου.</b> Στο Les armoires vides, αφηγούμαι μια ανάμνηση: όταν ήμουν περίπου δέκα ετών, και επέστρεφα από το σχολείο το μεσημέρι, φανταζόμουν ότι δεν πήγαινα στους γονείς μου, στο καφέπαντοπωλείο της Rue Clopart, αλλά σε ένα κάστρο ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο σπίτι. Οι γονείς μου ήταν όντως οι γονείς μου, αλλά πολύ διαφορετικοί.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Θα έπρεπε μάλλον να αναρωτηθούμε τι νόημα είχε για μένα η λογοτεχνία από τη στιγμή που άρχισα να την εξασκώ. <b>Με το πρώτο κείμενο που έγραψα, όταν ήμουν φοιτήτρια, δραπέτευα πράγματι ακολουθώντας τη μόδα του Νέου Μυθιστορήματος, που διάβαζα πολύ και γνώριζα καλά, σε αντίθεση εξάλλου με τους άλλους φοιτητές στο μάθημα της λογοτεχνίας.</b> Αυτό που είχα εφεύρει δεν αφορούσε καθόλου την πραγματικότητα που γνώριζα. Ήταν μια καθαρά ψυχολογική πραγματικότητα, που είχε σχέση με αυτό για το οποίο θα μιλούσα πολύ αργότερα στο Mémoire de fille [Αναμνήσεις ενός κοριτσιού]. Όλα ήταν τόσο μετατοπισμένα... <b>Έχω την εντύπωση ότι είχα συνείδηση, την εποχή που έγραφα αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο απορρίφθηκε από τις εκδόσεις Le Seuil, ότι απέφευγα την πραγματικότητα.</b> 'Υστερα, η πραγματικότητα με προλαβαίνει, με κατακλύζει, με πνίγει: μια παράνομη έκτρωση, ένας γάμος, ένα παιδί και μια θέση καθηγήτριας, 40 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, επειδή πρέπει να βγάλεις τα προς το ζην. Αδύνατον να γράψω την παραμικρή γραμμή. Κάθε καλοκαίρι η σκέψη μου είναι εκεί, δεν εγκαταλείπω ποτέ την ιδέα, αλλά την αποστρέφομαι, ένιωσα μάλιστα ότι ήταν λίγο σαν όνειρο, ειδικά επειδή εκείνη την εποχή λίγοι άνθρωποι έγραφαν. Σήμερα, με τα κοινωνικά δίκτυα μεταξύ άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι όλοι γράφουν. Αυτό δεν συνέβαινε καθόλου τη δεκαετία του '60. <b>Κρατούσα βέβαια ημερολόγιο, το συζητούσα με τους φίλους μου, αλλά δεν τους έβαζα να το διαβάσουν. Το γράψιμο ήταν ακόμα κάτι πολύ έκτακτο, θα μιλούσες γι' αυτό μόνο από κομπασμό. Ακόμη και σε κάπως μπουρζουάδικους κύκλους.</b></i></span></p><p></p><p><span style="font-family: arial;"><i>Μόλις πήρα το CAPES μου [δίπλωμα που σου επιτρέπει να διδάξεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -σ.σ.], επισκέπτομαι με το πρώτο μου παιδί τους γονείς μου, τους οποίους είχα να δω δύο χρόνια. Και τότε ο πατέρας μου πεθαίνει. <b>Αυτή η μύχια αναστάτωση με αναποδογύρισε, ανέτρεψε το ον που ήμουν.</b> Γυρίζοντας πίσω στο Annecy όπου ζούσα, πείθομαι ότι πάνω σ' αυτό θέλω να γράψω. <b>Εκείνη τη στιγμή δεν έχω πραγματικά τα λόγια, ξέρω μόνο ότι χωριστήκαμε, και είναι τρομερό, γιατί νομίζω ότι νιώθω ενοχές αναμεμειγμένες με κάτι το ακατανόητο, είναι πολύ βίαιο.</b> Αυτά είναι όλα όσα το γράψιμό μου θα εξελίξει στη συνέχεια. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν μια αστή. Πιθανώς μια μικροαστή. Ζούσαμε τότε σε ένα διαμέρισμα, τίποτα το πολυτελές, αλλά διαλέξαμε τα έπιπλα το ένα μετά το άλλο, μερικά από τα οποία βρίσκονται εξάλλου ακόμα εδώ. Άλλαξα εντελώς τρόπο ζωής. Και κάτι άλλο, ανακαλύπτω στις παλιές συνοικίες του Annecy, που δεν ήταν τουριστικές όπως σήμερα, ένα καφέ με τις κουρτίνες πάντα κλειστές, όπου συχνάζουν αυτοί που ονομάζονταν τότε Βορειοαφρικανοί, ένα καφέ στο οποίο κανείς δεν θα διανοείτο να μπει. Οπότε υπάρχουν όλα αυτά που δεν είναι πολύ ξεκάθαρα, αλλά είναι το πιο δυνατό πράγμα για μένα εκείνη την εποχή. Ξεκινάω την πρώτη μου δουλειά, χωρίς καθόλου να με βοηθάει το CAPES μου στη λογοτεχνία, ανακαλύπτοντας σε κάποιες από τις τάξεις μου μαθήτριες που ήταν βασικά από το ίδιο περιβάλλον με μένα. Έχω μια πρώτη Γυμνασίου και τεχνικές τάξεις, με εμπορική και γραμματειακή κατεύθυνση, κυρίως κορίτσια. Ήταν κατηγορίες υποβιβασμού στο μεγαλύτερο μέρος τους. Φυσικά δεν προλάβαινα να γράφω. Ονειρευόμουν να με διορίσουν στο Annecy, ώστε να μην χρειάζεται να χάνω τόσο πολύ χρόνο με τις αποστάσεις, πράγμα που τελικά συνέβη. Η μητέρα μου ήρθε να ζήσει μαζί μας, με απάλλαξε από πολλά πράγματα, ακόμα κι από τα παιδιά που λάτρευε. Ξαφνικά είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να προετοιμαστώ για την εξ αποστάσεως agrégation [με το δίπλωμα αυτό μπορεί να διδάξεις και στην ανώτατη εκπαίδευση -σ.σ.], την οποία και πέρασα. <b>Τότε βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Είχα γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο είχε απορριφθεί, και δεν υπήρχε επομένως κανένας λόγος να μιλήσω με άλλους για το βιβλίο που είχα στο μυαλό μου</b></i><b>.</b></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUsgvLhQ0KMHxp7R6sNUNWmI_dfQJXsZ2KC3mNV1sW0FqLQ_KA-LV3PEpqE4e7UUILjejIMbQYAT14WzhOkF_g2SNyVjW2sGyIyBP7STLL6TgMZgqpgak7RLXrIzKAL4qvA_cy-6EudCMK2CotsmOJBaqdugq5FPOhy91bZGxUHWaBomBC08NLdNgH/s1000/annie-ernaux-20-ans-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUsgvLhQ0KMHxp7R6sNUNWmI_dfQJXsZ2KC3mNV1sW0FqLQ_KA-LV3PEpqE4e7UUILjejIMbQYAT14WzhOkF_g2SNyVjW2sGyIyBP7STLL6TgMZgqpgak7RLXrIzKAL4qvA_cy-6EudCMK2CotsmOJBaqdugq5FPOhy91bZGxUHWaBomBC08NLdNgH/w640-h634/annie-ernaux-20-ans-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux, σε ηλικία 20 ετών, εργάζεται ως babysitter στα προάστια του Λονδίνου.</div><div style="text-align: center;">(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Να περισώσει κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε» </b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Δεν ψάχνει ούτε προσπαθεί να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο, με τον τρόπο του Μαρσέλ Προυστ, η Annie Ernaux. Αυτό που ίσως επιδιώκει είναι να κάνει αισθητό το πέρασμα του χρόνου, που όλους μας κουβαλά και μας μεταμορφώνει: <i><b>«να περισώσει κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε». </b></i><br /><br /><i><span style="color: #800180;">Τα πάντα θα σβήσουν σ’ ένα δευτερόλεπτο. Το λεξικό που φτιάχνουμε από το λίκνο ως τον τάφο θα χαθεί. Σιωπή, και μήτε μια λέξη για να την εκφράσει. Τίποτα δεν θα βγαίνει απ’ το ανοιχτό στόμα. Μήτε το «εγώ» μήτε το «εμένα». Η γλώσσα θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις. Στις κουβέντες γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλώς ένα όνομα, ολοένα και πιο πολύ δίχως πρόσωπο, μέχρις ότου εξαφανιστούμε μες στην αχανή ανωνυμία μιας μακρινής γενιάς.</span></i></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i>[...] </i></span><span style="color: #800180; font-style: italic;">Έτσι, λοιπόν, η μορφή του βιβλίου της θ’ αναδυθεί από μια εμβύθιση στις εικόνες της μνήμης, προκειμένου να καταγράψει λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά σημάδια των εποχών, τη χρονιά, με περισσότερη ή λιγότερη βεβαιότητα, στην οποία ανήκουν οι εικόνες, να τα συνδέσει βαθμιαία με άλλα, να προσπαθήσει να ξανακούσει τα λόγια των ανθρώπων, τα σχόλια για γεγονότα και πράγματα, σταχυολογημένα μέσα από έναν τεράστιο όγκο αιωρούμενων λόγων, αυτήν την ανθρωποβοή που ακατάπαυστα μεταφέρει αδιάλειπτες εκφάνσεις αυτού που είμαστε και αυτού που οφείλουμε να είμαστε, να σκεφτόμαστε, να πιστεύουμε, να φοβόμαστε, να ελπίζουμε. Το αποτύπωμα που άφησε ο κόσμος πάνω σε κείνη και στους σύγχρονους της θα το χρησιμοποιήσει για ν’ ανασυστήσει έναν κοινό χρόνο, αυτόν που έχει κυλήσει απ’ το μακρινό παρελθόν ως σήμερα - έτσι ώστε, ανακτώντας τη συλλογική μέσα από την ατομική μνήμη, ν’ αποδώσει τη βιωμένη διάσταση της Ιστορίας.</span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i><br /><div>Δεν θα είναι ένα έργο αναπόλησης, όπως το εννοούμε συνήθως, το οποίο θα αποσκοπεί στην αφηγηματοποίηση μιας ζωής, σε μια αυτοερμηνεία. Θα κοιτάξει μέσα της μόνο και μόνο για να ξαναβρεί τον κόσμο, τη μνήμη και το φαντασιακό των αλλοτινών ημερών του κόσμου, ν’ αντιληφθεί την αλλαγή των ιδεών, των πεποιθήσεων και της ευαισθησίας, τη μεταμόρφωση των ανθρώπων και του υποκειμένου που γνώρισε - ίσως, όλα αυτά να μην είναι τίποτα σε σύγκριση με τα όσα θα γνωρίσει η εγγονή της και όλοι εκείνοι που θα ζουν το 2070. Θέλει να ιχνηλατήσει αισθήσεις που είναι ήδη παρούσες, αγνώστου ονόματος ακόμη, όπως εκείνη που την κάνει να γράφει.</div><div><br /></div><div>Θα είναι μια ολισθηρή αφήγηση, γραμμένη σε παρελθοντικό χρόνο, συνεχή, απόλυτο, που θα καταβροχθίζει το παρόν όσο θα πλησιάζει την τελευταία εικόνα μιας ζωής. Μια ροή διακοπτόμενη ωστόσο, σε τακτά διαστήματα, από φωτογραφίες και κινηματογραφημένες σκηνές που θ’ απεικονίζουν τις διαδοχικές μεταμορφώσεις του κορμιού της και τις κοινωνικές θέσεις της - παγωμένα πλάνα της μνήμης και ταυτόχρονα αναφορές για την εξέλιξη της ύπαρξής της, τα πράγματα που την έκαναν ξεχωριστή, όχι λόγω της φύσης των στοιχείων της ζωής της, είτε εξωτερικών (κοινωνική ανέλιξη, επάγγελμα) είτε εσωτερικών (σκέψεις και φιλοδοξίες, συγγραφική επιθυμία), αλλά λόγω του συνδυασμού τους, μοναδικού για τον καθένα. Σε τούτη τη «διαρκώς άλλη» των φωτογραφιών θ’ αντιστοιχεί, σαν είδωλο σε καθρέφτη, το «εκείνη» της γραφής.</div><div><br /></div><div>Κανένα «εγώ» σε αυτό που θεωρεί ως μια απρόσωπη αυτοβιογραφία - μόνο το «κάποιος» και το «εμείς»-, θαρρείς και, με τη σειρά της, αφηγήθηκε την ιστορία περασμένων καιρών.</div><div>Άλλοτε, όταν της ερχόταν επιθυμία να γράψει, μες. στο φοιτητικό της δωμάτιο, λαχταρούσε να βρει μια άγνωστη γλώσσα που θα της αποκάλυπτε μυστηριώδη πράγματα, όπως μια μάντισσα. Φανταζόταν επίσης το ολοκληρωμένο βιβλίο ως μια αποκάλυψη του βαθύτερου είναι της στους άλλους, ένα ανώτερο επίτευγμα, μια δόξα - και τι δεν θα ’δινε για να γίνει «συγγραφέας», όπως, τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, ευχόταν να ξυπνήσει ένα πρωινό και να είναι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Αργότερα, μέσα σε εξουθενωτικές τάξεις σαράντα μαθητών, στην ουρά του ταμείου στο σουπερμάρκετ, στα παγκάκια του πάρκου δίπλα σ’ ένα παιδικό καρότσι, τούτα τα όνειρα την εγκατέλειψαν. Δεν υπήρχε κάποιος άρρητος κόσμος που ν’ αναδύεται ως διά μαγείας από εμπνευσμένες λέξεις και δεν θα έγραφε ποτέ, παρά μόνο μέσα από τα βάθη της δικής της γλώσσας, της γλώσσας όλων, το μοναδικό εργαλείο με το οποίο σκόπευε να τιθασεύσει οτιδήποτε την εξόργιζε. Έτσι, το βιβλίο που θα έγραφε θα ήταν ένα μέσο πάλης. Δεν εγκατέλειψε αυτήν τη φιλοδοξία, μα τώρα, όσο τίποτε άλλο, ήθελε να αποθανατίσει το φως που λούζει πρόσωπα στο εξής αόρατα, τραπεζομάντιλα με αδειανά σερβίτσια, το φως που ήταν ήδη εκεί στις κυριακάτικες αφηγήσεις των παιδικών της χρόνων κι αυτή δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει πάνω σε πράγματα βιωμένα, ένα φως αλλοτινό. Ήθελε να περισώσει... κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε.</div></i></span><br /><div style="text-align: right;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0zbRdAwENqhHJEUk1sSJnbVBRGa49Kt75v11fQdamRpHyugNrUyYSwPj69TxXBhb3_BoaNx0hr7fKcHrFWH9F_lWrQubfrojZKPrRFWk_EPeJ3_yQm_Fx9N8mXQc2teiQuen7-a0D-TsXQ7ihQbqt-l9gjsH-rKeQmAcUTHx-F-RuIXB4OL6zQY7n/s589/annie-ernaux%201.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0zbRdAwENqhHJEUk1sSJnbVBRGa49Kt75v11fQdamRpHyugNrUyYSwPj69TxXBhb3_BoaNx0hr7fKcHrFWH9F_lWrQubfrojZKPrRFWk_EPeJ3_yQm_Fx9N8mXQc2teiQuen7-a0D-TsXQ7ihQbqt-l9gjsH-rKeQmAcUTHx-F-RuIXB4OL6zQY7n/w640-h636/annie-ernaux%201.jpg" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Μάρτιος 1963, στο δωμάτιό μου. Κόλλησα στον τοίχο την φράση αυτή του Claudel, που αντέγραψα προσεκτικά σε ένα μεγάλο φύλλο χαρτί με τις άκρες του καμμένες με αναπτήρα, σαν ένας σατανικός όρκος: "Ναι, πιστεύω πως δεν ήρθα άδικα στον κόσμο και ότι υπήρχε μέσα μου κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να στερηθεί ο κόσμος." (L' autre fille, 2011 - © NiL Editions)</div></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> _____________________<br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><span style="color: black; font-family: arial; font-size: medium;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Το γράψιμο είναι το τελευταίο καταφύγιο για κείνους που έχουν προδοθεί», Ζαν Ζενέ</b></span></span></span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο άνθρωπος δεν μπορεί </span><span style="font-family: arial;">να ζήσει χωρίς αναμνήσεις, χωρίς καταγωγές, χωρίς νοερές επιστροφές σε πρόσωπα και γεγονότα της περασμένης ζωής. Είμαστε «γέννημα» των γονιών μας, «θρέμμα» του τρόπου ζωής της κοινωνίας που ζούμε, της εικόνας του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά, και μιας μνήμης χωρίς λήθη, που μας τη μετέδωσαν τα φυλετικά μας γονίδια, φερμένα από πολύ μακριά.</span></p><p><span style="font-family: arial;">H απόδοση φόρου τιμής στην πατρική ή μητρική φιγούρα αποτελεί βέβαια κοινό τόπο στη λογοτεχνία. Όμως στην περίπτωση της Annie Ernaux, είναι </span><span style="font-family: arial;">από την αρχή </span><span style="font-family: arial;">ξεκάθαρο ότι πρόθεσή της δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, ούτε να δοξάσει αλλά ούτε και να ξεκαθαρίσει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους απόντες πλέον γονείς της.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Και τα δυο αυτά βιβλία αποτελούν μια χειρονομία συμφιλίωσης και συγγνώμης, έναν τρόπο απονομής δικαιοσύνης, ένα καταφύγιο τελευταίο, όταν όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας έχουν εξαντλήσει τα περιθώριά τους. Η φράση του Ρεμπώ <i><b>«Θα γράψω για να εκδικηθώ τη φυλή μου»</b></i>, την οποία η Annie Ernaux ανέφερε, έγινε εκ των υστέρων του συρμού. Η συγγραφέας επιχειρεί να ξαναπροσεγγίσει τον κόσμο που άφησε πίσω της και μέσα από το κοσκίνισμα της οικογένειας, να προχωρήσει μπροστά, να βρει τη δική της θέση στον κόσμο. Πολλά χρόνια μετά, ανοίγει το βιβλίο της <b>«Τα χρόνια»</b> (2008), με μότο τη φράση του Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ <i><b>«Το μόνο που έχουμε είναι η ιστορία μας, όμως ακόμα κι αυτή δεν μας ανήκει»</b></i>. Εδώ, το «εγώ» της αφηγήτριας γίνεται «αυτή», ομολογώντας, σε γ' πρόσωπο αυτή τη φορά: </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Σκέφτεται πως μήτε με τον εργατόκοσμο των παιδικών της χρόνων μήτε με το μαγαζάκι των γονιών της έχει πια τίποτα το κοινό. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, αλλά δεν ξέρει τίνος πράγματος, πίσω της η ζωή είναι φτιαγμένη από ασύνδετες εικόνες. Νιώθει στο πουθενά, “μέσα” στο τίποτα με εξαίρεση τη γνώση και τη λογοτεχνία».</i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</span></p><p><span style="font-family: arial;">Αν όντως η Annie Ernaux απαξίωσε τότε την οικογένειά της, «πρόδωσε» τους οικείους της και εγκατέλειψε την τάξη της, επιχειρεί εκ των υστέρων, με την απογυμνωμένη γραφή της, να ξορκίσει τις ενοχές της, να γεφυρώσει το χάσμα που τους χώριζε, να αποδώσει εντέλει στους γονείς της, μέσω της γραφής - η γραφή, εκτός από εξιλέωση, δεν παύει να είναι και μια μορφή προσφοράς - ό,τι δεν κατάφερε να τους προσφέρει όσο εκείνοι ήταν εν ζωή. Μέσα από την αναδρομική, ώριμη και κατασταλαγμένη, ματιά της κόρης, καταθέτει όλες τις αντιφάσεις και τις ανακολουθίες που τη στοιχειώνουν και πασχίζει να επανασυνδεθεί μ’ έναν κόσμο χαμένο, που κάποτε αρνήθηκε αλλά τώρα με τον τρόπο της τιμά. Τώρα που οι γονείς της έχουν γίνει ιστορία, καταφέρνει κι η ίδια να νιώσει <i>«λιγότερο μόνη και παράταιρη»</i> στον κόσμο στον οποίο, εκπληρώνοντας τη δική τους επιθυμία, ανήκει, έναν κόσμο όπου δεσπόζουν λέξεις και ιδέες.</span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Καθώς γράφω, προσπαθώ να βρω μια μέση οδό ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός τρόπου ζωής που εν γένει θεωρούνταν υποδεέστερος και την καταγγελία περί αποξένωσης που τον συνοδεύει. <b>Γιατί εμείς έτσι ζούσαμε και ήμασταν ευτυχισμένοι, παρότι συνειδητοποιούσαμε τους ταπεινωτικούς φραγμούς της μοίρας μας (επίγνωση του «δεν ήταν και τόσο καλά στον τόπο μας»).</b> Επομένως, <b>θα ήθελα να εκφράσω τόσο την ευτυχία όσο και την αποξένωση που νιώθαμε.</b> Αντί γι' αυτό, φαίνεται ότι μάλλον αμφιταλαντεύομαι στα δυο άκρα τούτης της αντίφασης.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Σήμερα, η αποκρυπτογράφηση αυτών των αναμνήσεων είναι επιτακτική ανάγκη για μένα, πόσο μάλλον που τις είχα απωθήσει, σίγουρη για την ασημαντότητά τους. Κι αν επέζησαν, είναι μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο.</i></span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">[...]Τελείωσα με την αποκάλυψη της κληρονομιάς την οποία χρειάστηκε να παρατήσω στο κατώφλι του αστικού και καλλιεργημένου κόσμου όταν εισήλθα σ’ αυτόν.</i></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Ίσως η πιο μεγάλη του περηφάνια, ή ακόμα και ο λόγος της ύπαρξής του: το γεγονός ότι ανήκω στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει.</i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020 </span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">Της άρεσε να προσφέρει σε όλους περισσότερα απ' όσα έπαιρνε. Μήπως και η γραφή δεν είναι μια μορφή προσφοράς;</i></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Και μόνον όταν η μητέρα μου - που γεννήθηκε σ’ ένα δεσποτικό περιβάλλον απ’ το οποίο ήθελε να ξεφύγει - έγινε ιστορία, άρχισα κι εγώ να νιώθω λιγότερο μόνη και παράταιρη σ’ έναν κόσμο όπου δεσπόζουν λέξεις και ιδέες, ο κόσμος στον οποίο, εκπληρώνοντας την επιθυμία της, ανήκα.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</span></p><p><span style="font-family: arial;">Στις 13 Οκτωβρίου του 2012, μετά από επανειλημμένες προσκλήσεις του δήμου του Yvetot, για πρώτη φορά, η Annie Ernaux δέχεται να συναντήσει τους κατοίκους της μικρής πόλης της Νορμανδίας, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια - τη μόνη μας πατρίδα, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Γάλλου φιλοσόφου Ρολάν Μπαρτ - <b>αυτή τη χώρα των μικρών ανθρώπων που σφυρηλάτησαν τη γλώσσα της, τους πόθους, τα όνειρά της, τις ταπεινώσεις της.</b></span></p><p><span style="font-family: arial;">Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την αναχώρησή της για τον κόσμο των κυρίαρχων, όπως λέει, επιστρέφει στην «πόλη της μνήμης της», ως συγγραφέας πλέον, για να ξαναδέσει το νήμα ανάμεσα στο πρόσωπο του δεκαοκτάχρονου κοριτσιού που εγκατέλειψε τον τόπο του για να βρει τον εαυτό του, με το πρόσωπο της γυναίκας που «γράφει τη ζωή της», τη ζωή των ανθρώπων και του κόσμου εκείνου που την διαμόρφωσε.</span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>«Όπως καμία άλλη πόλη για μένα, [το Yvetot] είναι ο τόπος της πιο ουσιαστικής μου μνήμης, εκείνης της παιδικής μου ηλικίας και των χρόνων διαμόρφωσης μου. Αυτή η μνήμη συνδέεται μ’ αυτά που γράφω, με τρόπο ομοιογενή, μπορώ κάλλιστα να πω, ανεξίτηλο».</i></span></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiqPgBDFcQsenNX8ooVXOHMQPiczAnm6_lygpmu8D5RnAR9ITiCr_UR_fy1Xva5rwcOm8a7i_AnGHvfqS0PR_Hm7xN3srAzm-lI88MXhVFWJ-_DdtGH3zAq0CgezfhopVJ6JBXhBdCbpYJTM82ViZZjE9Jbl4YWVJcpgpe8Ct7-vmfv__Q7Z022kBfS/s400/s-l400.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="253" data-original-width="400" height="404" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiqPgBDFcQsenNX8ooVXOHMQPiczAnm6_lygpmu8D5RnAR9ITiCr_UR_fy1Xva5rwcOm8a7i_AnGHvfqS0PR_Hm7xN3srAzm-lI88MXhVFWJ-_DdtGH3zAq0CgezfhopVJ6JBXhBdCbpYJTM82ViZZjE9Jbl4YWVJcpgpe8Ct7-vmfv__Q7Z022kBfS/w640-h404/s-l400.jpg" width="640" /></a></div><div><div style="text-align: center;"><br /></div><p><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«...να παραμείνουμε κάτω από τη λογοτεχνία»</b></span></p><span style="font-family: arial;"><i>«Φυσικά, κάνω λογοτεχνία, αλλά θα ήθελα να παραμείνω κάτω από το επίπεδο της λογοτεχνίας εκείνης που διδάσκεται, όπως θα έλεγε ο Barthes...», </i>δηλώνει η Annie Ernaux, κάθε φορά που της προσάπτουν ότι «δεν κάνει λογοτεχνία». Η ίδια πάλι έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «επίπεδη γραφή», αναφερόμενη σ’έναν «ακύμαντο τρόπο γραφής», το ύφος που της ταιριάζει και που χρησιμοποιούσε όταν έγραφε στους γονείς της για να τους δώσει τα σημαντικά νέα. </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«...ειλικρινά, όταν γράφω, δεν σκέφτομαι ποτέ πώς μπορούν να εκτραπούν τα πράγματα, παρά μόνο την ακρίβεια των όσων γράφω σε σχέση με αυτά που σκέφτομαι.»</i></span><div><p><span style="font-family: arial;">Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφέας, αρνούμενη τη μυθιστορηματική μυθοπλασία, φέρνει στο φως γεγονότα, πρόσωπα και ντοκουμέντα, όλα υπαρκτά, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς </span><i style="font-family: arial;">«λυρικές αναπολήσεις, χωρίς θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας»</i><span style="font-family: arial;">, δημιουργώντας ένα καινούργιο, υβριδικό αφηγηματικό είδος που η ίδια το ονομάζει autobiographie impersonnelle - </span><span style="font-family: arial;">«</span><span style="font-family: arial;">απρόσωπη αυτοβιογραφία</span><span style="font-family: arial;">»</span><span style="font-family: arial;">, θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ο όρος. Η ίδια </span><span style="font-family: arial;">δηλώνει απλώς «εθνογράφος του εαυτού» της και χαρακτηρίζει </span><span style="font-family: arial;">«αναίδεια» την επίδειξη των συναισθημάτων του συγγραφέα σ' ένα βιβλίο – <i>«είναι σαν να κλαις στον ώμο του αναγνώστη».</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Όχι λυρικές αναπολήσεις, όχι θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας. Αυτός ο ακύμαντος τρόπος γραφής μού ταιριάζει εκ φύσεως, είναι το ύφος που χρησιμοποιούσα όταν έγραφα άλλοτε στους γονείς μου για να τους λέω τα σημαντικά νέα.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Γράφω αργά. Καθώς πασχίζω να βρω το υφάδι μιας ζωής μέσα από γεγονότα και επιλογές, νιώθω ότι απομακρύνομαι σταδιακά από τη φιγούρα του πατέρα μου. Το λεπτομερές περίγραμμα κυριαρχεί και οι ιδέες τρέχουν από μόνες τους. Απ’ την άλλη – αν ενδώσω στις εικόνες της θύμησης, τον ξαναβλέπω όπως ήταν, το γέλιο του, η περπατησιά του, το χέρι που με κρατούσε πηγαίνοντάς με στο λούνα παρκ όπου τα καρουζέλ με τρομάζαν –, θα ξεχάσω οτιδήποτε τον έδενε με τους άλλους. Κάθε φορά, προσπαθώ να ξεφύγω από την παγίδα της υποκειμενικής ματιάς.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Φυσικά, δεν νιώθω καμιά ευτυχία σε τούτο το συγγραφικό εγχείρημα όπου κρατιέμαι όσο πιο κοντά γίνεται σε λέξεις και φράσεις που άκουγα, κάποιες φορές μάλιστα τις τονίζω με πλάγια. Όχι για να καταδείξω μια διττή σημασία στον αναγνώστη και να του προσφέρω την απόλαυση μιας συνενοχής – αρνούμαι κάθε λογής νοσταλγία, πάθος ή χλεύη. Απλώς, γιατί τούτες οι λέξεις και φράσεις ορίζουν το χρώμα και το σύνορο του κόσμου όπου έζησε ο πατέρας μου, όπου έζησα κι εγώ. Ένας κόσμος όπου οι λέξεις είχαν ξεκάθαρο νόημα.</i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα, η μητέρα μου δεν έχει ιστορία. Ήταν ανέκαθεν εκεί. Όταν μιλάω γι’ αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά εικόνων άσχετων με τον χρόνο: «είχε βίαιο ταμπεραμέντο», «ήταν μια γυναίκα που τα έδινε όλα», και να φέρνω στη μνήμη μου ανάκατες σκηνές, όπου εκείνη ήταν παρούσα. Ξαναβρίσκω έτσι μονάχα τη γυναίκα του φαντασιακού μου, την ίδια που, τελευταία, εμφανίζεται στα όνειρά μου, ζωντανή και πάλι, ανέγγιχτη απ’ τον χρόνο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντασης που θυμίζει ταινία θρίλερ. Θα ήθελα επίσης να αποδώσω την πραγματική γυναίκα, αυτήν που υπήρχε ανεξάρτητα από μένα, που γεννήθηκε στις παρυφές μιας </i></span><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>νορμανδικής κωμόπολης και πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα περίχωρα του Παρισιού. Ό,τι πιο σωστό ελπίζω να γράψω έγκειται αναμφίβολα στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου και της ιστορίας. Το πόνημά μου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα λογοτεχνικό τόλμημα εφόσον σκοπός του είναι να βρει την αλήθεια για τη μητέρα μου, μια αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις. <b>(Με άλλα λόγια, μήτε οι φωτογραφίες, μήτε οι αναμνήσεις, μήτε οι οικογενειακές μαρτυρίες μπορούν να μου προσφέρουν αυτή την αλήθεια.) Και, συνάμα, θα ήθελα να κρατήσω μια κάποια απόσταση από τη λογοτεχνία.</b></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Τούτο το βιβλίο δεν είναι βιογραφία,ούτε μυθιστόρημα, ίσως είναι κάτι ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην κοινωνιολογία και την ιστορία. </i></span></div><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</span></p></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgM6ofYy7Tgtxd4zYV4qRqq0A5Q53fUE7e0xNAiw--gD31-KDTXkEHTkI_MbiJ9RodyFLMFh656H3xBiveVU4wG3mv3-Rh9KSUBPawsKqAfUPB-tI5MPM3StDx_QUWDqKSozA9gEYaMsJci8YGnzwMISYWy_rgveox5stN0lJsU4hcaSA4VNiHt4wdL/s996/farm%20cauchoise.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgM6ofYy7Tgtxd4zYV4qRqq0A5Q53fUE7e0xNAiw--gD31-KDTXkEHTkI_MbiJ9RodyFLMFh656H3xBiveVU4wG3mv3-Rh9KSUBPawsKqAfUPB-tI5MPM3StDx_QUWDqKSozA9gEYaMsJci8YGnzwMISYWy_rgveox5stN0lJsU4hcaSA4VNiHt4wdL/w640-h434/farm%20cauchoise.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Αγρόκτημα στην περιοχή Pays de Caux, Νορμανδία</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη</b></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;">Η ζωή του πατέρα της </span>Annie Ernaux,<span style="font-family: arial;"> Alphonse Duchesne, ξεκινά λίγους μήνες πριν απ’ τον εικοστό αιώνα (1899), σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στο </span>Caux<span style="font-family: arial;">, είκοσι πέντε χιλιόμετρα από την ακτή της Νορμανδίας, μ’ έναν πατέρα αγρότη, καραγωγέα, που </span><i style="font-family: arial;">«δεν ήξερε μήτε να διαβάζει μήτε να γράφει»</i><span style="font-family: arial;"> και μια μάνα υφάντρα. Άφησε το σχολείο στα δώδεκα - είχε καταφέρει ως τότε να </span><i style="font-family: arial;">«διαβάζει και να γράφει χωρίς λάθη»</i><span style="font-family: arial;"> - για να δουλέψει στα χωράφια ως παραγιός. </span><i style="font-family: arial;">«Ο παππούς μου δεν μπορούσε πια να τρέφει έναν ακαμάτη. Μήτε καν τους περνούσε απ’ το μυαλό, ήταν το ίδιο για όλους»</i><span style="font-family: arial;">.</span></span></div></div><div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Όταν ο πατέρας επέστρεψε απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, δεν ήθελε πια να γυρίσει στην «καλλιέργεια», έτσι αποκαλούσε ανέκαθεν τη δούλεψη της γης· η άλλη έννοια, που είχε σχέση με το πνεύμα, του ήταν άχρηστη. Συνέχισε ως βιομηχανικός εργάτης σε μια σπαγγοποιία, που στον απόηχο της εκβιομηχάνισης της δεκαετίας το '20, είχε μαζέψει όλους τους νέους της περιοχής.<i>«Καθαρή δουλειά, προστατευμένη από τις κακοκαιρίες»</i>. Εκεί γνώρισε την Blanche Dumenil, εργάτρια κι εκείνη στο ίδιο εργοστάσιο, γεννημένη το 1906, στο Ιβετό (Yvetot), <i>«μια παγερή κωμόπολη, χτισμένη σ’ ένα ανεμόδαρτο οροπέδιο, μεταξύ Ρουέν και Χάβρης», την «πιο άσχημη πόλη στον κόσμο μετά την Κωνσταντινούπολη», </i>όπως έγραφε ο Φλωμπέρ στην «Αλληλογραφία» του. </div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEicLF9b_NslbqX-NtGh-hfoDD2U1KAeSvRg-aks5Ww3cAaEXu3DTdDZ1jbM6XHPH7_7oD0tnIA9wkCmpmd42YaxY7ccpD0UH8dwYtnj31YkHMdlft3uilk-M1fPrKD55EtWku9ccEbDarTr_r7uEMp6Hirvl_dWnk8cbGfYgZVtlhhkRS-U6KsPU2cs/s500/s-l500.jpg"><img border="0" height="404" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEicLF9b_NslbqX-NtGh-hfoDD2U1KAeSvRg-aks5Ww3cAaEXu3DTdDZ1jbM6XHPH7_7oD0tnIA9wkCmpmd42YaxY7ccpD0UH8dwYtnj31YkHMdlft3uilk-M1fPrKD55EtWku9ccEbDarTr_r7uEMp6Hirvl_dWnk8cbGfYgZVtlhhkRS-U6KsPU2cs/w640-h404/s-l500.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;">Yvetot, Rute du Havre</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><div>Τέταρτη από έξι παιδιά η Blanche, μεγάλωσε με μια μάνα <i>«σκληραγωγημένη στη δουλειά, όχι και τόσο καλόγνωμη»</i>, παράτησε το σχολείο στα δώδεκα και μόλις στα δεκατρία έχασε τον πατέρα της, που λάτρευε. Η μικρή χωριατοπούλα με την <i>«ακόρεστη όρεξη»</i> και το <i>«περήφανο, δυναμικό ταμπεραμέντο»</i>, έζησε τη νιότη της διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία να ξεφύγει από τη φτώχια, να το ρίξει έξω και στο φόβο της <i>«δακτυλοδεικτούμενης», «το είδος του κοριτσιού που κανείς σοβαρός νεαρός δεν θέλει»</i>. Δουλεύοντας στο εργοστάσιο, ανάμεσα σε άντρες, ένιωθε πολιτισμένη σε σχέση με τα άξεστα κορίτσια της υπαίθρου και ελεύθερη σε σχέση με τις υπηρέτριες των αστικών σπιτιών που ήταν υποχρεωμένες, όπως έλεγε,<i>«να γλείφουν τον πισινό των αφεντικών». </i></div><div><i><br /></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Ήξερε καλά ότι ανήκε στην κατώτερη τάξη και το απεχθανόταν, αρνούμενη να την κρίνουν μόνο από την κοινωνική της θέση. Συχνά έλεγε για τους πλούσιους, «Δεν είναι καλύτεροι από μας».</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibj6wg6MU3Yb8KnU93tagkneYb6kSuu1nHKraOjOUy_ilt57kMwWHrfAXVaYEasCNd0tvV0umZV_LMAKzmOXTGy26S-u_qoSMObVifmwX4rPkudvUYjNDA7nahKJM-8R82qthMMLHK-b94omw0kT9XxhSC_pmSKuvshonJYjXp1UJssOzJSXnAef0A/s400/1921f8daebd5a9c1ad30c969df2b852c.jpg"><img border="0" height="419" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibj6wg6MU3Yb8KnU93tagkneYb6kSuu1nHKraOjOUy_ilt57kMwWHrfAXVaYEasCNd0tvV0umZV_LMAKzmOXTGy26S-u_qoSMObVifmwX4rPkudvUYjNDA7nahKJM-8R82qthMMLHK-b94omw0kT9XxhSC_pmSKuvshonJYjXp1UJssOzJSXnAef0A/w640-h419/1921f8daebd5a9c1ad30c969df2b852c.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αλευρόμυλος Héricher, Yvetot (1893 – 1950 περ.) </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">____________</span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Στα μάτια της μητέρας της, ο πατέρας ήταν <i>«σοβαρός... μήτε τεμπέλης μήτε μπεκρής μήτε χαροκόπος, ψηλός, μελαχρινός, γαλανομάτης, ευθυτενής, με μια στάλα ξιπασιά», «δεν έμοιαζε ποτέ μ’ εργάτη». </i>Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1928 – ο γάμος τα χρόνια εκείνα ήταν <i>«ζήτημα ζωής και θανάτου»</i>, η ελπίδα ότι <i>«δύο τα καταφέρνουν καλύτερα»</i> ή αλλιώς <i>«πας φούντο»</i> – και νοίκιασαν σπίτι στο Yvetot, <i>«δυο δωμάτια στο ισόγειο, δύο στον πάνω όροφο»</i>, πραγματώνοντας έτσι το όνειρο για μια «κάμαρα στα ψηλά».</div><div><br /></div><div>Το 1931, ο πατέρας κατάφερε να γίνει μικροαστός. Αγόρασαν με δάνειο κι έστησαν οι δυο τους, μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, <i>«το μοναδικό καφεπαντοπωλείο της Κοιλάδας»</i>, είκοσι πέντε χιλιόμετρα από το Ιβετό, στο Λιλμπόν (Lillebonne), μια εργατούπολη 7.000 κατοίκων, <i>«βουτηγμένη στην καταχνιά ολημερίς τον χειμώνα». «Δεν είναι ότι τους άρεσε το σκηνικό, αλλά έπρεπε να ζήσουν». </i></div><div><i><br /></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Το μαγαζί βρισκόταν στην Κοιλάδα, όπου απ’ τον 19ο αιώνα η κλωστοϋφαντουργία όριζε τις ζωές των ανθρώπων από λίκνου έως τάφου. Ακόμα και σήμερα, όταν λες «η προπολεμική Κοιλάδα» τα έχεις πει όλα: το υψηλότερο ποσοστό αλκοολικών και άγαμων μητέρων, η υγρασία που έτρεχε απ’ τους τοίχους, τα βρέφη που πέθαιναν από πράσινη διάρροια μέσα σε δυο ώρες. </span></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><div>Το μαγαζί δεν απέδιδε αρκετά για να ζήσουν κι ο πατέρας έπιασε δεύτερη δουλειά, αρχικά σε εργοτάξια κι έπειτα ως επιστάτης σε διυλιστήριο στον Κάτω Σηκουάνα. Η μητέρα κρατούσε μόνη της το μαγαζί, ικανοποιώντας έτσι το ένα και μοναδικό της όνειρο, να γίνει πωλήτρια. Σε αντίθεση με τον πατέρα που, <i>«εργάτης την ημέρα, δεν ένιωθε το βράδυ, ως αφεντικό του καφενείου»</i>, εκείνη αφιερώθηκε σ' αυτό με τόσο πάθος και υπομονή, που ήταν ικανή <i>«να πουλήσει ακόμα και πέτρες»</i>, νιώθοντας σχεδόν ευτυχισμένη που <i>«εξελισσόταν»</i> στον <i>«καινούργιο, διευρυμένο κόσμο της», </i>μέσα από τον οποίο αντλούσε ταυτόχρονα ένα αίσθημα ισχύος<i>: </i></div><div><i><br /></i></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] άραγε δεν βοηθούσε άλλες οικογένειες να επιβιώσουν με την πίστωση που τους έκανε; </span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhm-EbfUIxQr3J3f8Mur2CIdRHQShvrr41mHirO3-rH9SqnQUaBUHjwksyba0wHvkFaJ8p3Lt5WVTiTsJqk8zfpFYVN4EjeHbq1HhAStyEayJdGIrlSGhx9BcsuOlRMaYhQFzfxL6TRU5md-00GODcn9dbtidReeyJoOdCLzRByjMqTSZxTmP27HwuP/s500/annie-ernaux-ecriture-la-place-cafe-epicerie-e1434469366502.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="487" data-original-width="500" height="624" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhm-EbfUIxQr3J3f8Mur2CIdRHQShvrr41mHirO3-rH9SqnQUaBUHjwksyba0wHvkFaJ8p3Lt5WVTiTsJqk8zfpFYVN4EjeHbq1HhAStyEayJdGIrlSGhx9BcsuOlRMaYhQFzfxL6TRU5md-00GODcn9dbtidReeyJoOdCLzRByjMqTSZxTmP27HwuP/w640-h624/annie-ernaux-ecriture-la-place-cafe-epicerie-e1434469366502.jpg" width="640" /></a></div><br /><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div>Λίγο μετά την εγκατάστασή του στην Κοιλάδα, το ζευγάρι απέκτησε ένα κοριτσάκι· η Ginette Marie Thérèse Duchesne γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1932 και πέθανε από διφθερίτιδα, το 1938, τρεις μέρες πριν από το Πάσχα. </div></div><div><br /></div><div><div><i><span style="color: #800180;">Σε κάθε οικογένεια υπήρχαν θάνατοι παιδιών. Ξαφνικές μολύνσεις χωρίς γιατρειά, διάρροια, σπασμοί, διφθερίτιδα. Ό,τι απόμενε απ’ το σύντομο πέρασμά τους σε τούτη τη γη ήταν ένας τάφος, σαν κρεβατάκι με σιδερένια κάγκελα και την επιγραφή «ένας άγγελος οτον ουρανό», φωτογραφίες τις οποίες έδειχναν κρυφοσφουγγίζοντας ένα δάκρυ, χαμηλόφωνες κουβέντες, σχεδόν γαλήνιες, που τρόμαζαν τα παιδιά, τα οποία πίστευαν ότι ο χρόνος τους είναι μετρημένος. Ξέφευγαν τον κίνδυνο μετά τα δώδεκα, δεκαπέντε, αφού είχαν περάσει </span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">κοκίτη, ιλαρά και ανεμοβλογιά, μαγουλάδες και ωτίτιδες, βρογχίτιδα κάθε χειμώνα, αφού είχαν γλιτώσει από τη φυματίωση και τη μηνιγγίτιδα και τότε λέγαμε πως είχαν δυναμώσει.</span></i></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i>«Ήθελαν μόνο ένα παιδί για να είναι πιο ευτυχισμένο»</i>, γράφει η Ανί Ερνό στο βιβλίο της «Μια γυναίκα», σχολιάζοντας το θάνατο της αδελφής της, δυο χρόνια πριν έρθει στη ζωή η ίδια. Κι ακολουθεί <i>«η οδύνη, που σκεπάζει τα πάντα, η σκληρή σιωπή της κατάθλιψης, οι προσευχές και η πίστη σε μια «μικρή αγία στον παράδεισο».</i>Το πένθος δύο γονιών που έχασαν το παιδί τους δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο - ούτε στον ίδιο χρόνο, κάποτε - κι από τους δυο. Ο πατέρας, από τον σπαρακτικό θρήνο, περνάει στην βουβή μελαγχολία, μηρυκάζοντας εσωτερικά τον πόνο στην προσπάθειά του να τον εξηγήσει λογικά. Νιώθει υπεύθυνος για το θάνατο του παιδιού και τιμωρεί τον εαυτό του, που δεν κατάφερε να τον αποτρέψει. Η μητέρα πάλι - με τον τρόπο των γυναικών, πιο ανθεκτικών και ευέλικτων στο πένθος - εκφράζει τα συναισθήματά της, κλαίει, βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία και λίγο αργότερα στη ζωή που επανέρχεται, μ' ένα δεύτερο παιδί, την μελλοντική συγγραφέα Annie Ernaux, τον Σεπτέμβρη του 1940. </div></div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">Μια μέρα, το κοριτσάκι γύρισε απ’ το σχολείο με πονόλαιμο. Ο πυρετός δεν έπεφτε, διφθερίτιδα. Όπως και τ’ άλλα παιδιά της Κοιλάδας, δεν είχε εμβολιαστεί. Ο πατέρας μου ήταν στα διυλιστήρια όταν πέθανε η μικρή. Καθώς γύριζε σπίτι, ο σπαρακτικός θρήνος του ακουγόταν απ’ την άλλη άκρη του δρόμου. Χαύνωση που κράτησε βδομάδες, ύστερα μια περίοδος μελαγχολίας, καθόταν στο τραπέζι βουβός, κοιτάζοντας επίμονα απ’ το παράθυρο. Αυτομαστιγωνόταν για το παραμικρό. Η μητέρα μου έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της μ’ ένα πανί που το έβγαζε απ’ την τσέπη της ρόμπας της, «πέθανε στα εφτά της, σαν μικρή αγία».</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</div><div><br /></div><div>Η γέννηση και τα πρώτα χρόνια της Annie Ernaux συμπίπτουν με τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, τα οποία η μητέρα τα <i>«διηγούνταν αργότερα σαν μυθιστόρημα, τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής της...Ίσως, μες στην κοινή δυστυχία, τα έβλεπε ως μια ανάπαυλα στον αγώνα της για να πετύχει, έναν αγώνα στο εξής ανώφελο»</i>.</div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">Την περίοδο της Κατοχής, η ζωή των ανθρώπων στην Κοιλάδα επικεντρωνόταν γύρω απ’ το παντοπωλείο, με την ελπίδα ότι κάτι φαγώσιμο θα έβρισκαν. Η μητέρα μου προσπαθούσε να θρέψει τους πάντες, ιδίως τις πολυμελείς οικογένειες, επειδή η έμφυτη περηφάνια της την ενθάρρυνε να είναι καλή και χρήσιμη στους άλλους. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών, δεν πήγαινε στα καταφύγια της λοφοπλαγιάς, έλεγε ότι προτιμούσε «να πεθάνει στο σπίτι της». Τα απογεύματα, ανάμεσα σε δυο συναγερμούς, με πήγαινε βόλτα με το καροτσάκι για να πάρω καθαρό αέρα που θα με δυνάμωνε. Ήταν η εποχή που έκανες εύκολα φιλίες: καθισμένη σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, ενόσω ο πατέρας μου κρατούσε το άδειο μαγαζί, έπιανε την κουβέντα με συνεσταλμένες νεαρές γυναίκες που κάθονταν πλέκοντας μπροστά απ’ το σκάμμα. Αγγλοι και Αμερικανοί μπήκαν στο Λιλμπόν. Τα τανκς διέσχιζαν την Κοιλάδα, πετώντας σοκολάτες και σακουλάκια με σκόνη πορτοκαλιού που οι άνθρωποι τα μάζευαν μες στα χώματα· κάθε βράδυ το καφενείο ήταν γεμάτο στρατιώτες, υπήρχαν και οι καβγάδες βέβαια, αλλά συνάμα και το κέφι, έπρεπε να ξέρεις να λες shit for you. </span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</span></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJweYAaYa91G-2Bpq13wRfrWG348D1DmANAv2V8OrbRKpjZ9Hr-02gf4eH82Gsgmb4AJ2344LPEn-Vfd7nWWihEcP2SEIqDR7RykQ0z-6M1ZpFTT4wC-v7OPVpRv2HwBOYs4eo88jWjqJkvNqiqjXKFRrgYRplwlc2cjnReR5_VDUsqb-g0LNpH-Lc/s850/FJ-37-Yvetot,%20Grand%20Hotel%20des%20Victoiresw.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJweYAaYa91G-2Bpq13wRfrWG348D1DmANAv2V8OrbRKpjZ9Hr-02gf4eH82Gsgmb4AJ2344LPEn-Vfd7nWWihEcP2SEIqDR7RykQ0z-6M1ZpFTT4wC-v7OPVpRv2HwBOYs4eo88jWjqJkvNqiqjXKFRrgYRplwlc2cjnReR5_VDUsqb-g0LNpH-Lc/w640-h460/FJ-37-Yvetot,%20Grand%20Hotel%20des%20Victoiresw.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Bombardement-Yvetot-Grand Hôtel des Victoires, 1940</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: left;"><b>«Τώρα κοιτάμε μπροστά...»</b></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Το 1945, οι γονείς με την πεντάχρονη πλέον Annie, εγκαταλείπουν την Κοιλάδα - <i>«το ομιχλώδες κλίμα την έκανε να βήχει ασταμάτητα και εμπόδιζε την ανάπτυξή της»</i> - και ξαναγυρίζουν στο Yvetot, όπου σιγά σιγά αρχίζουν <i>«ν’ απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από των εργατών γύρω τους»</i> και να κοιτάνε πλέον μόνο μπροστά, με τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η ιστορία και το κοινωνικό τους υπόβαθρο. Ο καθένας με τον τρόπο του, μοιάζουν ικανοποιημένοι από μια ζωή που φαίνεται επιτέλους να τους χαμογελά και εναποθέτουν τις ελπίδες τους για πρόοδο στο μοναχοπαίδι τους, που δεν είναι αναγκασμένο, όπως εκείνοι να παρατήσει το σχολείο στα δώδεκα. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η μητέρα - πρωτίστως </span><i style="font-family: arial;">«εμπόρισσα»</i><span style="font-family: arial;">, </span><i style="font-family: arial;">«αφέντρα του χρήματος»</i><span style="font-family: arial;"> και μετά μητέρα - διαφεντεύει το καφεπαντοπωλείο, που είναι </span><i style="font-family: arial;">«το ψωμί τους»</i><span style="font-family: arial;">, δουλεύει πολύ για να προσφέρει στην κόρη της ό,τι εκείνη στερήθηκε κι αντλεί μια ιδιότυπη ικανοποίηση από τις πιο κουραστικές αγγαρείες, τις οποίες, ενώ διεκπεραιώνει </span><i style="font-family: arial;">«με τσαγανό και σβελτάδα»</i><span style="font-family: arial;">, δεν παύει συγχρόνως να αναθεματίζει. Εκρηκτική, θορυβώδης και αποδοκιμαστική μέχρι χειροδικίας απέναντι στην κόρη της, ευγενική αλλά καχύποπτη με τους πελάτες και έτοιμη να λογομαχήσει με τον πατέρα για </span><i style="font-family: arial;">«τον όγκο δουλειάς που πρόσφερε ο ένας σε σχέση με τον άλλον».</i></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-style: italic;">Στο σπίτι, δεν μασούσε τα λόγια της και μας έλεγε στην ψύχρα ό,τι σκεφτόταν. Με αποκαλούσε τέρας, βρομοθήλυκο, σκύλα, ή απλώς «ανυπόφορη». Σήκωνε πολύ εύκολα χέρι πάνω μου, ιδίως σκαμπίλια, μερικές φορές ακόμα και γροθιές στους ώμους («παραλίγο να τη σκότωνα!»). Ύστερα από πέντε λεπτά, μ’ έσφιγγε πάνω της και ήμουν η «κουκλίτσα» της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Μου χάριζε παιχνίδια και βιβλία με κάθε ευκαιρία, γιορτή, ασθένεια, περίπατο στην πόλη. Με πήγαινε στον οδοντίατρο, στον πνευμονολόγο, φρόντιζε να μου αγοράζει καλά παπούτσια, ζεστά ρούχα, όλα τα σχολικά είδη που ζητούσε η δασκάλα (με είχε γράψει στο ιδιωτικό σχολείο των καλογραιών, όχι στο δημόσιο). Όταν έλεγα ότι μια συμμαθήτριά μου είχε, για παράδειγμα, μια άθραυστη πλάκα, με ρωτούσε αμέσως αν ήθελα κι εγώ μία: «Δε θέλω να λένε ότι έχεις λιγότερα απ’ τις άλλες». <b>Η βαθύτερη επιθυμία της ήταν να μου προσφέρει ό,τι είχε στερηθεί εκείνη. Αυτό όμως συνεπαγόταν πολύ περισσότερη δουλειά από μεριάς της, πολύ μεγαλύτερη ανησυχία για τα χρήματα και μια αντίληψη για την ευτυχία των παιδιών τόσο διαφορετική από την ανατροφή του παλιού καιρού, έτσι λοιπόν της ήταν αδύνατο να μην πετάξει: «Έναν σκασμό λεφτά μάς κοστίζεις» ή «Έχεις τόσα, και δεν είσαι ποτέ σου ευχαριστημένη!»</b></span></div><div><br /></div></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhL6nuPfmh_2FRrXnJaE__DnMA8XjbobOZJtqgdk-Yv8Hr1yyCdxBFIQ_iprZcqIa3CaivnII9cnxAwcoJ7auS1vV1lPKH3mpinf4wLrj-z4gZ5UzJhTklYG77ebNggi8aypFeuHT8ch2Fb_-yPK_ffipLTtG_MXE_wFqh8_dtMjxWxw8XUvjPZGP9K/s1535/G33763LHYZPPHPCI6RBE7NL44E.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhL6nuPfmh_2FRrXnJaE__DnMA8XjbobOZJtqgdk-Yv8Hr1yyCdxBFIQ_iprZcqIa3CaivnII9cnxAwcoJ7auS1vV1lPKH3mpinf4wLrj-z4gZ5UzJhTklYG77ebNggi8aypFeuHT8ch2Fb_-yPK_ffipLTtG_MXE_wFqh8_dtMjxWxw8XUvjPZGP9K/w426-h640/G33763LHYZPPHPCI6RBE7NL44E.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το σπίτι όπου μεγάλωσε η Annie Ernaux στο Yvetot.</div><div style="text-align: center;">(Φωτογραφία Mathieu Farcy, Liberation)</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"> </div></span><span style="font-family: arial;">Ο πατέρας πάλι, αν και δουλεύει στο καφενείο, βρίσκει μεγαλύτερη ικανοποίηση στον <i>«μισοαγροτικό τρόπο ζωής»</i>, στον οποίο επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια εργάτης. Του αρέσει <i>«ν’ ασχολείται με τον κήπο, να εκτρέφει κότες και κουνέλια, να φτιάχνει μηλίτη»</i>. Καταγίνεται με <i>«το ντόμινο, το χαρτοπαίγνιο, τα μαστορέματα»</i>, διαθέτει μια <i>«έμφυτη τάση να παίρνει τη ζωή χαλαρά»</i>, διακατέχεται από <i>«τη βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να είσαι πιο ευτυχής απ’ όσο είσαι ήδη»</i> και μότο του είναι, <i>«μην απλώνεις τα πόδια σου πέρα απ' το πάπλωμά σου». </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><i style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;">Ήταν πρόσχαρος άνθρωπος.</span></i></div><div><span style="font-family: arial;"><div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Αστειευόταν με τις πελάτισσες που τους άρεσε να χαχανίζουν. Σεξουαλικά υπονοούμενα. Αθυροστομίες. Η ειρωνεία, άγνωστη για κείνον. Στο ραδιόφωνο, άκουγε παιχνίδια γνώσεων και σατιρικά τραγούδια. Πάντα πρόθυμος να με πάει στο τσίρκο, στις χαζοταινίες, στα πυροτεχνήματα. Στο λούνα παρκ, μπαίναμε στο τρένο-φάντασμα, το Ιμαλάια, και πηγαίναμε στην τέντα για να δούμε την πιο χοντρή γυναίκα του κόσμου και τον Λιλιπούτειο.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε μουσείο. Κοντοστεκόταν μπροστά σε έναν ωραίο κήπο, σε ολάνθιστα δέντρα, σε μια κυψέλη, κοιτούσε τα τροφαντά κορίτσια. </span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] </span></i><i><span style="color: #800180;">Ένα καλοκαίρι, με πήγε τρεις μέρες στην οικογένεια, στην ακροθαλασσιά. Περπατούσε ξεκάλτσωτος με σανδάλια, σταματούσε μπροστά από τα πολυβολεία, καθόταν στα υπαίθρια καφενεία όπου παράγγελνε μια μικρή μπίρα για κείνον και πορτοκαλάδα με ανθρακικό για μένα. Έσφαξε ένα κοτόπουλο για τη θεία μου, κρατώντας το ανάμεσα στα γόνατά του και χώνοντάς του ένα ψαλίδι στον λαιμό· το παχύρρευστο αίμα έσταζε άφθονο στο χωμάτινο δάπεδο του κελαριού. Έμειναν όλοι στο τραπέζι ως αργά το απόγευμα, μιλώντας για τον πόλεμο, τους γονείς, περνώντας ο ένας στον άλλον φωτογραφίες γύρω από άδεια φλιτζάνια. <b>«Ας το γλεντήσουμε, γεροί να ’μαστε!»</b></span></i></div></div><div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Ίσως μια <b>«έμφυτη τάση να παίρνει τη ζωή χαλαρά»</b>, τελικά. Σκαρφιζόταν ασχολίες που τον κρατούσαν μακριά απ’ το μαγαζί. Η εκτροφή κοτόπουλων και κουνελιών, η κατασκευή κι άλλων παραπηγμάτων, τα σχέδια για ένα γκαράζ. Η όψη της αυλής άλλαζε ανάλογα με τις επιθυμίες του, τρεις φορές μεταφέρθηκαν αλλού το αποχωρητήριο και το κοτέτσι. <b>Πάντα η επιθυμία να γκρεμίζει και να ξαναχτίζει.</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Η μητέρα μου: <b>«Τι περιμένεις, άνθρωπος της υπαίθρου είναι».</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Αναγνώριζε τα πουλιά απ’ το τραγούδι τους και, κάθε βράδυ, κοιτούσε τον ουρανό για να δει τι καιρό θα κάνει, παγωνιά χωρίς υγρασία αν ήταν κόκκινος, βροχή κι αγέρας όταν το φεγγάρι ήταν θολό, κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Κάθε απόγευμα έτρεχε στον λαχανόκηπο του, που ήταν πάντα καθαρός. Ο απεριποίητος κήπος και τα παραμελημένα ζαρζαβατικά έδειχναν τσαπατσουλιά, όπως το να μη σε νοιάζει η εμφάνισή σου ή το να πίνεις πολύ. Σήμαινε ότι έχεις χάσει την αίσθηση της εποχής, πότε θα πρέπει να φυτευτεί η μία ή η άλλη ποικιλία, και ότι δεν σε νοιάζει τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Μάλιστα, κάποιοι πανθομολογούμενοι μέθυσοι εξιλεώνονταν μέσα από έναν ωραίο κήπο που καλλιεργούσαν ανάμεσα στις κραιπάλες τους. <b>Όταν ο πατέρας μου δεν πετύχαινε τα τέλεια πράσα ή κάτι άλλο, τον έπιανε απελπισία. </b></span></i></div></div><div><br /></div><div><div><i><span style="color: #800180;">[...] <b>Όμως δεν ήταν δυστυχισμένος.</b> Υπήρχε το ζεστό καφενείο, η μουσική που έπαιζε στο βάθος, η παρέλαση των θαμώνων από τις εφτά το πρωί ώς τις εννιά το βράδυ, οι τυπικές χαιρετούρες «Γεια σου φίλε μου, τι χαμπάρια; – Ας τα λέμε καλά». Υπήρχαν οι κουβέντες για τη βροχή, τις αρρώστιες, τους θανάτους, την ανεργία, την ξηρασία. Η διαπίστωση της κατάστασης, οι παραλλαγές στο ίδιο θέμα και, στο τέλος, πάντα οι γνωστές, δοκιμασμένες επωδοί άντε γεια μας, αφεντικό, γεια μας, να 'μαστε γεροί. Σταχτοδοχεία άδειαζαν, τραπέζια καθαρίζονταν, καρέκλες ξεσκονίζονταν.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Όταν είχε ελεύθερο χρόνο, αντικαθιστούσε τη μητέρα μου στο παντοπωλείο, το έκανε χωρίς ευχαρίστηση, προτιμούσε να περνάει την ώρα του στο καφενείο, ή μπορεί και όχι, ίσως το μόνο που απολάμβανε πραγματικά ήταν ν' ασχολείται με τον κήπο ή να μαστορεύει στην πίσω αυλή. Το άρωμα των ανθισμένων λιγούστρων στο τέλος της άνοιξης, ο ήχος από τα δυνατά γαβγίσματα των σκυλιών και τα τρένα που περνούσαν τον Νοέμβρη, σημάδι παγωνιάς, ναι, <b>αναμφίβολα, ο πατέρας είχε όλα εκείνα που κάνουν τους ισχυρούς, τους σπουδαίους και όσους γράφουν στις εφημερίδες να λένε «τελικά, τούτοι οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι».</b></span></i></div></div><div><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik9EHqCd4_E1t-_XjdTm7Vv9gzFmqwWb6cjHdnf9SXLTiL-vavS91x4FCby_81INjPUBNj3HBWtyfjVmN-1bUeJD3t-Terbb5ceI7lBLCWmIRASMWeJ4ib2ySL1j71VNwkxeZU77KSLZ25vt_U-E9tLFNfECIyb-AMaH4zDRCrtT_F3og0BUBozOp5/s1000/annie-ernaux-avec-pere-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik9EHqCd4_E1t-_XjdTm7Vv9gzFmqwWb6cjHdnf9SXLTiL-vavS91x4FCby_81INjPUBNj3HBWtyfjVmN-1bUeJD3t-Terbb5ceI7lBLCWmIRASMWeJ4ib2ySL1j71VNwkxeZU77KSLZ25vt_U-E9tLFNfECIyb-AMaH4zDRCrtT_F3og0BUBozOp5/w436-h640/annie-ernaux-avec-pere-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux, 8 ή 9 ετών, με τον σκύλο της και τον πατέρα της. «Είναι συνοφρυωμένος και φαίνεται ενοχλημένος, πιθανώς επειδή η μητέρα μου τραβάει τη φωτογραφία και ανησυχεί ότι θα το κάνει λάθος» (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Μα, πού θες να πας, καλά δεν είσαι δω που είμαστε;»</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i><b>«Ζούσαμε σχεδόν μες στον απόπατο. Κι αυτό μας έκανε να γελάμε»</b></i>, διαπιστώνει αφοπλιστικά η Annie Ernaux στα «Χρόνια», μιλώντας για την παιδική της ζωή στο Yvetox. Σπανιότητα των πάντων, αντικειμένων, εικόνων, διασκεδάσεων, ερμηνειών. Η ευτυχία τους δεν ήταν παρά μια εύθραυστη, επισφαλής «ευτυχία», <i>«μια συνεχής στέρηση</i><i>«</i> με ιερό τίμημα. Τα όρια είναι σπουδαίο πράγμα, <i>«μη ζητάς τον ουρανό με τ' άστρα, πράγματα υπερφίαλα, να 'σαι ευτυχισμένος μ' ό,τι έχεις». Κι «ο φόβος του φευγιού και του αγνώστου γιατί, όταν δεν έχεις φύγει ποτέ απ' τον τόπο σου, κάθε άλλη πόλη σού φαίνεται η άκρη του κόσμου». </i>Οι ζωές τους ξετυλίγονταν σε μια περίμετρο που δεν ξεπερνούσε τα πενήντα χιλιόμετρα: <i>«Ο εξωτισμός άρχιζε στην πιο κοντινή μεγάλη πόλη. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν εξωπραγματικός»</i>. Το Παρίσι κι όσοι λίγοι το είχαν επισκεφτεί <i>«περιβάλλονταν από μια αύρα ανωτερότητας»</i>, που εξήπτε τη φαντασία των πολλών. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Όσο περνάει ο καιρός οι προσωπικές φιλοδοξίες και τα σχέδια λιγοστεύουν, μέχρι που εξανεμίζονται τελείως. Συμβιβασμός, αποδοχή των ορίων, ίσως και ηττοπάθεια. Ούτε ευτυχία ούτε απελπισία, ίσως γιατί γι' αυτόν τον κόσμο, τον μαθημένο στα ελάχιστα, η απελπισία είναι μια μορφή πολυτέλειας. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Τα βράδια του καλοκαιριού, μετά τις αργόσυρτες, σκονισμένες ημέρες των διακοπών, πηγαίναμε στον σταθμό για να δούμε την αμαξοστοιχία εξπρές να φτάνει και να κοιτάξουμε εκείνους που είχαν πάει κάπου αλλού και κατέβαιναν με βαλίτσες, τσάντες γεμάτες ψώνια από το φημισμένο Printemps, τους προσκυνητές που επέστρεφαν από τη Λούρδη. Τραγούδια για μέρη άγνωστα, τον Νότο, τα Πυρηναία, όπως το «Fandango du pays basque», το «Montagnes d’ltalie», το «Mexico», φούντωναν πόθους. Μες στα τριανταφυλλένια σύννεφα του ηλιοβασιλέματος, βλέπαμε μαχαραγιάδες και ινδικά παλάτια. <b>Παραπονιόμασταν στους γονείς: «Εμείς δεν πάμε ποτέ πουθενά!» κι εκείνοι αποκρίνονταν έκπληκτοι: «Μα, πού θες να πας, καλά δεν είσαι δω που είμαστε;».</b></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><div>Ό,τι υπήρχε στα σπίτια είχε αγοραστεί πριν απ’ τον Πόλεμο. Οι κατσαρόλες ήταν μαυρισμένες, συνήθως έλειπε το χερούλι, οι λεκάνες χιλιοχτυπημένες και σε μεριές μεριές είχε φύγει το σμάλτο, οι κανάτες είχαν τρυπήσει και βουλώναμε τις τρύπες όπως όπως. Τα πανωφόρια ήταν επιδιορθωμένα, οι γιακάδες των πουκαμίσων γυρισμένοι το μέσα έξω, τα κυριακάτικα ρούχα είχαν γίνει καθημερινά. Οι μανάδες απελπίζονταν βλέποντάς μας να ψηλώνουμε συνεχώς, έπρεπε να μακραίνουν τα φουστάνια με μια λωρίδα παράταιρο ύφασμα, τα παπούτσια που αγόραζαν ένα νούμερο μεγαλύτερα δεν μας πήγαιναν την επόμενη χρονιά. Το καθετί έπρεπε να χρησιμοποιείται, η θήκη των κονδυλοφόρων, το κουτί από τις μπογιές Lefranc, η συσκευασία των μπισκότων πτι-μπερ Lu. Δεν πετούσαμε τίποτα. Το περιεχόμενο των δοχείων νυκτός χρησίμευε για λίπασμα στον κήπο, η κοπριά των αλόγων που μαζεύαμε στον δρόμο για τις γλάστρες με τα λουλούδια, η εφημερίδα για να τυλίγουμε τα λαχανικά, να στεγνώνουμε τα βρεμένα παπούτσια, να σκουπιζόμαστε στον καμπινέ.</div><div><br /></div><div>Ζούσαμε μες στη σπανιότητα των πάντων. Αντικειμένων, εικόνων, διασκεδάσεων, ερμηνειών για τον εαυτό μας και τον κόσμο, που περιορίζονταν στην κατήχηση και στα κηρύγματα του πάτερ Ρικέ τη Σαρακοστή, στις τελευταίες ειδήσεις που ακούγάμε στο ραδιόφωνο, στις αφηγήσεις των γυναικών γύρω από τη ζωή τη δική τους και των γειτόνων τ’ απογέματα μπροστά σ’ ένα φλιτζάνι καφέ. Τα παιδιά πίστευαν για πολύ καιρό στον Άγιο Βασίλη και ότι τα μωρά τα βρίσκεις στα τριαντάφυλλα ή στα λάχανα.</div><div><br /></div><div>Ζούσαμε σχεδόν μες στον απόπατο. Κι αυτό μας έκανε να γελάμε.</div></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGcBeAa7aIRccWl6szNwUBof_ywSheNbEFbaOezOaxaut5aJk2AoOus5tB4mnng0WC4V5og5kQbhbmAIdSmeOnZlUu3rtATDU8girdZWJ8qCstlap3dKEqKtIY0z_cYCBC8kpumQvJ0Wvt_B9M1PRTSAHIMIvGUvGm14TEZJsGByQnYyZs7vAOMCgA/s599/couv-la-place.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="599" data-original-width="433" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGcBeAa7aIRccWl6szNwUBof_ywSheNbEFbaOezOaxaut5aJk2AoOus5tB4mnng0WC4V5og5kQbhbmAIdSmeOnZlUu3rtATDU8girdZWJ8qCstlap3dKEqKtIY0z_cYCBC8kpumQvJ0Wvt_B9M1PRTSAHIMIvGUvGm14TEZJsGByQnYyZs7vAOMCgA/w462-h640/couv-la-place.jpg" width="462" /></a></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Υποχρεωτική ιεροποίηση των πραγμάτων. Οι γονείς μου έβλεπαν απληστία και φθόνο σε ό,τι άκουγαν, ακόμα και στα δικά μου λόγια. <b>Όταν είπα, «ξέρω ένα κορίτσι που επισκέφτηκε τα κάστρα του Λίγηρα», ξέσπασαν οργισμένοι, «έχεις χρόνια μπροστά σου να πας, να 'σαι ευτυχισμένη μ’ ό,τι έχεις». Μια συνεχής στέρηση, χωρίς νόημα.</b></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><div>Όμως, επιθυμούσαν ίσα για να επιθυμούν, γιατί κατά βάθος δεν ήξεραν τι ήταν το ωραίο ή τι θαύμαζαν οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου ακολουθούσε πάντα τη συμβουλή του μπογιατζή, του μαραγκού, για τα χρώματα και τα σχήματα, τίποτα το φανταχτερό, κάτι απλό. <b>Δεν ήξερε καν ότι κάποιοι περιβάλλονταν από αντικείμενα διαλεγμένα ένα προς ένα.</b> Στο υπνοδωμάτιό τους, καμία διακόσμηση, μόνο καδραρισμένες φωτογραφίες, πετσετάκια φτιαγμένα για τη γιορτή της μητέρας και, πάνω στο τζάκι, μια μεγάλη πήλινη προτομή παιδιού, που τους είχε χαρίσει ο έμπορος επίπλων όταν αγόρασαν τον γωνιακό καναπέ.</div><div><br /></div><div style="font-weight: bold;">Το μότο του, Μην απλώνεις τα πόδια σου πέρα απ' το πάπλωμά σου.</div><div style="font-weight: bold;"><br /></div><div>[Το όνειρό του], όπως εκμυστηρεύτηκε κάποτε, ήταν να έχει ένα ωραίο καφενείο στην καρδιά της πόλης, με υπαίθρια τραπεζάκια, περαστικούς πελάτες, μια μηχανή του καφέ στον πάγκο. Ποτέ δεν εκπληρώθηκε: οικονομικοί λόγοι, φόβος να ξεκινήσει κάτι καινούριο, ηττοπάθεια. Τι τα θες; </div><div><br /></div><div>[...] <b>Στο εξής, η ζωή του θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη. Είχε όμως τη βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να είσαι πιο ευτυχής απ’ όσο είσαι ήδη.</b></div><div style="font-weight: bold;"><br /></div><div>[...] Μπήκα στην παιδαγωγική ακαδημία της Ρουέν για να γίνω δασκάλα...πέρασα μεγάλο διάστημα στο Λονδίνο...Άρχισα να ζω τη δική μου ζωή... Γύρισα, ξανάφυγα. Στη Ρουέν, σπούδασα λογοτεχνία. Γκρίνιαξαν λιγότερο, μόλις τα συνήθη πικρόχολα σχόλια, «ούτε πορτοκαλάδα δεν θα έχουμε να πιούμε εξαιτίας σου», «ο Θεός κι η ψυχή σου τι κάνεις, να τα πεις όλα στον εφημέριο». Εκείνος έκανε πάντα σχέδια πώς θ' ανακαινίσει το μαγαζί και το σπίτι, αλλά δεν αντιλαμβανόταν τις ανατροπές που χρειάζονταν για να προσελκύσει νέα πελατεία. Του έφταναν οι δικοί του πελάτες, αυτοί που τα άψογα καταστήματα του κέντρου τούς φόβιζαν, όπως και οι πωλήτριές τους που σ' έκοβαν από πάνω ως κάτω. <b>Καμιά φιλοδοξία πια. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι το μαγαζί τους ήταν απλώς ένα μέσο επιβίωσης που θα χανόταν μαζί του.</b></div></span></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div></span><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiHA6i1GCeXu0fYsYOyEvjyuthkMw9x19CW_0v9Uv-QAnWJ37z7GXATHKvhXJnc4BKHnnYLbwVDDKYyP8gkhNP3SVMAoH6SqHWzcnGkypGLtY6pVoRi0LGG5ZVXsVqnJEtWiFzX2c9xuANF4-dpYrpzCvZeIDKCRo-3CVjmE7vo95iJemfVQ_hO5ldg/s1537/image_6148904_20201213_ob_347536_annie-ernaux-entre-ses-deux-cousines-d.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiHA6i1GCeXu0fYsYOyEvjyuthkMw9x19CW_0v9Uv-QAnWJ37z7GXATHKvhXJnc4BKHnnYLbwVDDKYyP8gkhNP3SVMAoH6SqHWzcnGkypGLtY6pVoRi0LGG5ZVXsVqnJEtWiFzX2c9xuANF4-dpYrpzCvZeIDKCRo-3CVjmE7vo95iJemfVQ_hO5ldg/w640-h460/image_6148904_20201213_ob_347536_annie-ernaux-entre-ses-deux-cousines-d.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux με δύο ξαδέρφια της στο παράθυρο του σπιτιού, πάνω από το καφεπαντοπωλείο στο Yvetot, 1953 (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;"> __________</div></span><div style="text-align: left;"><div><div style="text-align: center;"><br /></div></div></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η γλώσσα που ενώνει, η γλώσσα που χωρίζει…</b></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Είναι εγγενές γνώρισμα της γλώσσας να ενώνει μεταξύ τους τους ανθρώπους αλλά και να τους χωρίζει, να τους διαφοροποιεί. Υπάρχουν πολιτισμοί και κοινωνικές πραγματικότητες τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους και οι διαφορές αυτές φαίνονται καθαρά μέσα από τη γλώσσα, τον πιο αποφασιστικό παράγοντα για τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου, κοινωνικής, επαγγελματικής, πολιτιστικής, μορφωτικής και φυσικά εθνικής. Τα γλωσσικά ιδιώματα, γεωγραφικά ή κοινωνικά, επιτρέπουν τον αυτοπροσδιορισμό και την αναγνώριση εκείνων που ανήκουν στην ίδια ομάδα, ενώ ταυτόχρονα τους διακρίνουν από τους άλλους. Η χρήση της λαϊκής γλώσσας ενώνει όσους ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, ενώ τους διαφοροποιεί από τους αστούς, τους διανοούμενους, την ελίτ, που τείνει να χρησιμοποιεί έναν επεξεργασμένο γλωσσικό κώδικα, μια πρότυπη γλώσσα, η οποία αποκτά κύρος μέσω της τυποποίησής της και διαδίδεται μέσω της εκπαίδευσης.</div><div><br /></div><div>Η οικογένεια της Annie Ernaux ανέρχεται κοινωνικο-οικονομικά και όλοι τους βιώνουν ένα είδος «γλωσσικής ανασφάλειας», καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό. Ο πατέρας της, περνώντας από την αγροτική τάξη στην εργατική κι από κει στη μεσοαστική, διακατάχεται από έναν διαρκή φόβο <i>«μήπως φανεί άσχετος, μήπως ντροπιαστεί», </i>φόβος που αντικατοπτρίζεται, τις περισσότερες φορές, στα λάθη συμπεριφοράς, κυρίως όμως, στα γλωσσικά ατοπήματα. Ενώ η μητέρα <i>«φρόντιζε να δείχνει εξελιγμένη και άνετα ξεστόμιζε αυτό που μόλις άκουσε ή διάβασε»</i>, ο πατέρας <i>«αρνιόταν να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο που δεν ήταν το δικό του». </i></div><div><i><br /></i></div><div>Για την ίδια πάλι την Annie Ernaux <i>«ό,τι είχε να κάνει με τη γλώσσα ήταν αιτία πικρίας και στενοχώριας, πολύ περισσότερο απ’ το χρήμα»</i>, ένας διαρκής φόβος να χρησιμοποιήσει σωστά την επίσημη γλώσσα του σχολείου αρχικά, τον καλλιεργημένο, επιτηδευμένο γλωσσικό κώδικα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στα οποία εισήλθε με τις σπουδές και το γάμο της, αργότερα. </div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">Ο φόβος του ήταν πάντα μήπως φανεί άσχετος, μήπως ντροπιαστεί. Μια μέρα μπήκε κατά λάθος στο βαγόνι της πρώτης θέσης με εισιτήριο της δεύτερης. Ο ελεγκτής τον υποχρέωσε να πληρώσει τη διαφορά. Άλλη ανάμνηση ντροπής: στο συμβολαιογραφείο, έπρεπε να γράψει πρώτος «έλαβα γνώση και εγκρίνω», δεν ήξερε πώς να το γράψει σωστά, επέλεξε το «κρίνω». <b>Ενόχληση, εμμονή με το λάθος, στον δρόμο της επιστροφής. Η σκιά της αναξιότητας</b>.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] <b>Μπροστά σε ανθρώπους που θεωρούσε σπουδαίους, ο τρόπος του ήταν συνεσταλμένος και αδέξιος, δεν έκανε ποτέ καμία ερώτηση. Κοντολογίς, συμπεριφερόταν με εξυπνάδα.</b> <b>Είχε συνείδηση της κατωτερότητάς μας και αρνιόταν να το αποδεχτεί, ενώ την ίδια στιγμή έκανε ό,τι μπορούσε για να τη συγκαλύψει.</b> Περάσαμε ένα ολόκληρο βράδυ όπου αναρωτιόμασταν τι εννοούσε η διευθύντρια όταν είπε: «Γι’ αυτόν το ρόλο, η κορούλα σας θα φορέσει ένδυμα πόλης». <b>Ντροπή επειδή αγνοούσαμε αυτό που ενστικτωδώς θα ξέραμε αν δεν ήμασταν αυτοί που είμαστε, δηλαδή κατώτεροι.</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><div>[...] Τώρα, λέω συχνά «εμείς», επειδή σκεφτόμουν για καιρό με τον δικό του τρόπο και δεν θυμάμαι πότε έπαψα να το κάνω.</div><div><br /></div><div><b>Η τοπική διάλεκτος ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι γονείς μου.</b></div><div>Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν τη «γλαφυρότητα της ντοπιολαλιάς» και της λαϊκής γλώσσας. Ο Προυστ, επί παραδείγματι, ανέδειξε εκστασιασμένος τα γλωσσικά ατοπήματα και τις παλιομοδίτικες εκφράσεις της Φρανσουάζ. Μέλημά του, όμως, ήταν αμιγώς η αισθητική επειδή η Φρανσουάζ δεν ήταν η μητέρα του αλλά η υπηρέτριά του, και επειδή ήξερε ότι τέτοιες φραστικές διατυπώσεις δεν θα του έρχονταν ποτέ αυθόρμητα στα χείλη.</div><div><br /></div><div><b>Όσο για τον πατέρα μου, η ντοπιολαλιά ήταν κάτι το παλιό, το άσχημο, ένα σημάδι κατωτερότητας. Ήταν περήφανος που κατάφερε εν μέρει να την ξεφορτωθεί, μολονότι τα γαλλικά του δεν ήταν καλά, ήταν εντούτοις γαλλικά.</b> Στο ετήσιο πανηγύρι του I..., κάποιοι που είχαν το χάρισμα του λόγου, ντυμένοι με παραδοσιακές νορμανδικές φορεσιές, έπαιζαν σκετς στην ντοπιολαλιά και το κοινό ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Η τοπική εφημερίδα είχε ένα ευθυμογράφημα γραμμένο στα νορμανδικά. Όταν ο γιατρός ή κάποιος υψηλού επιπέδου πετούσε μια επαρχιώτικη έκφραση στην κουβέντα όπως «σκάει από υγεία ο μπαγάσας» αντί του «είναι μια χαρά», ο πατέρας μου επαναλάμβανε τη φράση του γιατρού στη μητέρα μου ικανοποιημένος, ευτυχής που διαπίστωνε ότι τούτοι οι άνθρωποι, οι τόσο φινετσάτοι, είχαν κάτι κοινό μαζί μας, μια μικρή «αδυναμία». Ήταν πεπεισμένος ότι αυτό τους ξέφευγε αυθόρμητα. Γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιοι μιλούσαν «σωστά» από γεννησιμιού τους. Είτε γιατρός είτε εφημέριος, έπρεπε να κάνεις προσπάθεια για να καταλάβεις τη γλώσσα του άλλου, ακόμα κι αν την περιφρονούσες.</div><div><br /></div><div>Φλύαρος στο καφενείο και στην οικογένεια, μπροστά σε μορφωμένους ανθρώπους σώπαινε ή σταματούσε στα μισά μιας φράσης λέγοντας «καταλαβαίνεις τι εννοώ» ή απλώς «άσ’ το» με μια κίνηση του χεριού για να προτρέψει τον άλλον να ολοκληρώσει τη φράση για λογαριασμό του. <b>Πάντα μιλούσε με προσοχή, άφατος φόβος για τη λάθος λέξη, που θα ήταν το ίδιο ενοχλητική με μια πορδή.</b></div><div><br /></div><div>Απ’ την άλλη, απεχθανόταν τις μεγάλες προτάσεις και τις μοντέρνες εκφράσεις που δεν «σήμαιναν τίποτα». Κάποτε, όταν όλοι έλεγαν «σίγουρα όχι» κάθε τρεις και λίγο, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί λένε δυο λέξεις που αντιφάσκουν. <b>Σε αντίθεση με τη μητέρα μου, η οποία φρόντιζε να δείχνει εξελιγμένη, που αποτολμούσε να ξεστομίζει, με απειροελάχιστη αμφιβολία, αυτό που μόλις άκουσε ή διάβασε, εκείνος αρνιόταν να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο που δεν ήταν το δικό του.</b></div><div><b><br /></b></div><div>Παιδί, όταν προσπαθούσα να εκφραστώ σε μια επιτηδευμένη γλώσσα, είχα την εντύπωση ότι έπεφτα στο κενό.</div><div><br /></div><div><b>Ένας από τους φανταστικούς φόβους μου, να έχω πατέρα δάσκαλο που θα με υποχρέωνε διαρκώς να μιλάω σωστά, αρθρώνοντας ξεχωριστά την κάθε λέξη.</b> Μιλούσαμε με όλο το στόμα.</div><div><br /></div><div>Αφότου η δασκάλα με «βελτίωσε», θέλησα κι εγώ να βελτιώσω αργότερα τον πατέρα μου, να του πω ότι λέξεις όπως το «παρτερώνω» ή το «σκοτούριασε» απλούστατα δεν υπήρχαν. Ξέσπασε μ’ έναν βίαιο θυμό. Μια άλλη φορά, δεν κρατήθηκα: <b>«Πώς να μη σε διορθώνω, όταν κάνεις συνεχώς λάθη!» Έβαλα τα κλάματα. Ήταν δυστυχής. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συνειδητοποιώ πως ό,τι είχε να κάνει με τη γλώσσα ήταν αιτία πικρίας και στενοχώριας, πολύ περισσότερο απ’ το χρήμα.</b></div><div><b><br /></b></div><div>[...] Στο σπίτι, δεν ξέραμε να μιλάμε μεταξύ μας αλλιώτικα, μόνο με γκρίνιες. Ο ευγενικός τόνος ήταν για τους ξένους. Μια συνήθεια τόσο βαθιά ριζωμένη που <b>ο πατέρας μου, ο οποίος πάσχιζε να εκφραστεί όπως πρέπει μπροστά σε άλλους, ξανάβρισκε τη βαριά προφορά και τον κοφτό, επιθετικό τόνο του όταν μου έλεγε μακριά απ’ τα χώματα στην αυλή, καταστρέφοντας έτσι την καλή εντύπωση που ήθελε να δώσει. Πάντα μιλούσε λαϊκά όταν με μάλωνε, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνα στα σοβαρά την απειλή ενός σκαμπιλιού.</b></div><div><b><br /></b></div></span></i><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjDb3pgmsrPmMeN4rj7XZcXGnZG2jFuO3QnV3v9zyyje2HVNoz9ZUq3ZzTwWkAmoVEAII2ntSXJtKPEP3H6-_Zac39Qce37eiNfgv2RhcGK2w3BXB5wKGc1bSBthyseL5hBLAOsijOwuSz3Vyenzg-6jfIot2rWeDHBXSwjbhf2B_KNscq2y0OL9eU/s273/images.jpg"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjDb3pgmsrPmMeN4rj7XZcXGnZG2jFuO3QnV3v9zyyje2HVNoz9ZUq3ZzTwWkAmoVEAII2ntSXJtKPEP3H6-_Zac39Qce37eiNfgv2RhcGK2w3BXB5wKGc1bSBthyseL5hBLAOsijOwuSz3Vyenzg-6jfIot2rWeDHBXSwjbhf2B_KNscq2y0OL9eU/w434-h640/images.jpg" width="434" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux στον κήπο του πατρικού της σπιτιού στο Yvetot, 1957 </div><div style="text-align: center;"> (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;">___________</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το λαϊκό σώμα</b></span></div><div><br /></div><div>Στο σχολείο είναι που συναντώνται και αλληλεπιδρούν η κουλτούρα – άρα και η γλώσσα - των κυρίαρχων ομάδων με κείνη που κάθε παιδί έχει αβίαστα αποκτήσει στο πλαίσιο της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο έχει ανατραφεί στα πρώτα του χρόνια. Το ίδιο το σχολείο - μια δημοκρατική μηχανή που κάνει σε όλους, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους, το υπέροχο δώρο του πολιτισμού και της γνώσης - που προσφέρει, με δωρεάν εκπαίδευση και υποτροφίες μορφωτική και κοινωνική άνοδο, την ίδια στιγμή διχάζει το ταπεινό παιδί και του αφήνει την ανησυχία ότι έχει «προδώσει» την οικογένειά του, για να αποκτήσει πρόσβαση στον λεγόμενο «αστικό» κόσμο. Για να γίνει κάποιος «καλλιεργημένος» και «εξευγενισμένος», πρέπει να εγκαταλείψει τα παλιά του πάθη, τα πρώτα του συναισθήματα, τις πρώτες του χαρές, που μοιάζουν ασήμαντες ή κακόγουστες.</div><div><br /></div><div>Η Annie Ernaux έζησε αυτόν τον διχασμό, που δεν αφορά μόνο στη μητρική γλώσσα αλλά και σε ολόκληρη την κληρονομιά που αυτή κουβαλάει. <b>«Το λαϊκό σώμα σε αντίθεση με το αστικό σώμα»</b>. Από τη μια η γλώσσα η αρχέγονη, <i>«φερμένη από τα βάθη της γαλλικής και της ευρωπαϊκής υπαίθρου»</i>, <i>«δίχως φιλοφρονήσεις, μήτε κολακείες»</i>, με τις συνήθειες, τις χειρονομίες, τις αισθήσεις των λαϊκών, μεροκαματιάρηδων ανθρώπων κι απ’ την άλλη τα <i>«σωστά γαλλικά με τους ουδέτερους επιτονισμούς και τα λευκά χέρια της δασκάλας». </i></div><div><i><br /></i></div><div><i>«Μήπως εγώ, το κοριτσάκι του μπακάλικου της rue du Clos-des-Parts, βουτηγμένη στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε μια λαϊκή καθομιλουμένη γλώσσα, σε έναν λαϊκό κόσμο, θα ξεκινούσα να γράφω, να βρίσκω τα πρότυπά μου, στη λογοτεχνική γλώσσα που απέκτησα, έμαθα, τη γλώσσα που διδάσκω από τότε που έγινα φιλόλογος; ... <b>Θα γράφω, χωρίς να προβληματίζομαι διόλου, στη λογοτεχνική γλώσσα όπου εισχώρησα λαθραία, "τη γλώσσα του εχθρού" όπως έλεγε ο Ζαν Ζενέ, εννοώντας τον εχθρό της κοινωνικής μου τάξης; Πώς μπορώ να γράψω, εγώ, η, κατά κάποιον τρόπο, εσωτερική μετανάστρια;»</b></i></div><div><i><b><br /></b></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Retour à Yvetot, Editions du Mauconduit, 2013</div><div><i><br /></i></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpNhx2eXbt2BELBwJS2dHFW9QrKfWtcDAIhbS4xyH69sPpnrOWFzfwPN_mAX54LYUykekfCMtmxWDPhg5fXNa-xC3Z_FVlBdFZljrLDXuynH0rur_fTNl2AoqGDBIuJekNVrVDDgA7tHQQh9tGi6kBerRhDQFUvfCXQ4PPvgGRZ-6Y4UpuP4rwh1LP/s886/cover-9791090566538.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="886" data-original-width="600" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpNhx2eXbt2BELBwJS2dHFW9QrKfWtcDAIhbS4xyH69sPpnrOWFzfwPN_mAX54LYUykekfCMtmxWDPhg5fXNa-xC3Z_FVlBdFZljrLDXuynH0rur_fTNl2AoqGDBIuJekNVrVDDgA7tHQQh9tGi6kBerRhDQFUvfCXQ4PPvgGRZ-6Y4UpuP4rwh1LP/w434-h640/cover-9791090566538.jpg" width="434" /></a></div><br /></div><div><i>Στη συνέντευξη που έδωσε για το περιοδικό «La Femelle du requin»,την άνοιξη του 2021, λέει σχετικά: </i></div><div><i><br /></i></div><div><i><div><b>«Για μένα, αυτό που δεν παρακάμπτεται, το πραγματικό σώμα, είναι το λαϊκό σώμα, και φυσικά οι πολιτισμικές διαφορές, αυτό το χάσμα που παραμένει. Πάει πολύς καιρός που το δικό μου έπαψε να είναι τέτοιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Το σώμα με το οποίο έρχεσαι στον κόσμο είναι το ισχυρότερο, ακόμη και αν αλλάζουμε. Δεν είναι μόνο η μητρική γλώσσα, αλλά και οι χειρονομίες και οι αισθήσεις»</b>. </div><div><br /></div><div>Το λαϊκό σώμα βρίσκεται σε αντίθεση με το αστικό σώμα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, για παράδειγμα, στα παιδικά μου χρόνια οι γυναίκες δεν φορούσαν ποτέ σουτιέν, οι γυναίκες της αστικής τάξης όμως ναι· δεν φορούσαν ούτε κορσέδες, η μητέρα μου φορούσε μόνο όταν είχε κάποια έξοδο. Δεν προσέχουν τη σιλουέτα τους. <b>Το λαϊκό σώμα σημαδεύεται από την εργασία. Τα χέρια του πατέρα μου είναι χέρια με μαύρα νύχια, της μητέρας μου είναι χέρια ταλαιπωρημένα· δεν φτιάχνουμε τα νύχια μας, τα κόβουμε γρήγορα με ψαλίδι, και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάφερα να φροντίσω τα νύχια μου.»</b></div><div><br /></div></i></div><div><div><i><span style="color: #800180;"><b>Η γλώσσα, σκοτωμένα γαλλικά ανάμεικτα με τοπικές διαλέκτους, ήταν αδιαχώριστη από δυνατές θαλερές φωνές, από κορμιά σφιγμένα μέσα σε ποδιές και εργατικές φόρμες, από χαμηλοτάβανα σπίτια με κηπάκους, από αλυχτίσματα σκυλιών τα απογέματα και τη σιωπή προτού ξεσπάσει ο καβγάς, όπως ακριβώς οι κανόνες της γραμματικής και τα σωστά γαλλικά ταίριαζαν με τους ουδέτερους επιτονισμούς και τα λευκά χέρια της δασκάλας. Μια γλώσσα δίχως φιλοφρονήσεις, μήτε κολακείες</b>, που εμπεριείχε τη διαπεραστική βροχή, τις παραλίες με τα γκρίζα βότσαλα κάτω απ’ τους γκρεμούς, τα δοχεία νυκτός που τ' άδειαζαν στην κοπριά και το κρασί που έπιναν οι μεροκαματιάρηδες, μια γλώσσα που μετέφερε δοξασίες και ορμήνιες…</span></i></div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">Εμείς όμως, σε αντίθεση με τους γονείς μας, δεν αφήσαμε το σχολείο για να σπείρουμε αγριοκράμβη, να μαζέψουμε μήλα ή να δεματιάσουμε ξερόκλαδα. Το σχολικό πρόγραμμα είχε αντικαταστήσει τον κύκλο των εποχών. Τ<b>α χρόνια μπροστά μας τα μετρούσαμε με τάξεις, που η καθεμιά έμπαινε πάνω απ' την άλλη, με χωροχρόνους που άνοιγαν τον Οκτώβριο κι έκλειναν τον Ιούλιο.</b> Μόλις άρχιζε το σχολείο ντύναμε με μπλε χαρτί τα μεταχειρισμένα βιβλία που μας κληροδοτούσαν οι περσινοί μαθητές. Κοιτάζοντας το μισοσβησμένο όνομά τους στο εσώφυλλο, τις λέξεις που είχαν υπογραμμίσει, νομίζαμε ότι παίρναμε τη σκυτάλη και ότι εκείνοι που είχαν τελειώσει μας ενθάρρυναν να μάθουμε, σε μια χρονιά, όλα τούτα τα πράγματα. Αποστηθίζαμε ποιήματα του Μορίς Ρολινά, του Ζαν Ρισπέν, του Εμίλ Βεραρέν, του Ροζμόντ Ζεράρ, τραγούδια, «Ω, έλατο, ω έλατο μ' αρέσεις πώς μ’ αρέσεις», «Ωραία που 'ναι η Κυριακή, μα να 'ταν πιο μεγάλη». <b>Προσπαθούσαμε να μην κάνουμε ούτε μισό λάθος</b> όταν μας υπαγόρευαν κείμενα των Μορίς Ζενβουά, Λα Βαράντ, Εμίλ Μοζελί, Ερνέστ Περοσόν. <b>Ξέραμε καλά τους γραμματικούς κανόνες των σωστών γαλλικών. Μόλις γυρίζαμε στο σπίτι, ξαναβρίσκαμε πάραυτα την αρχέγονη γλώσσα, εκείνη που δεν μας υποχρέωνε να σκεφτόμαστε τις λέξεις, αλλά μόνο τα πράγματα που έπρεπε να πούμε ή να μην πούμε</b>, τη γλώσσα που μας στύλωνε, που συνδεόταν με σκαμπίλια, ένα σε κάθε μάγουλο, με τη μυρωδιά της βαρκίνας στα ρούχα της δουλειάς, με τα ψητά μήλα όλο τον χειμώνα, με τον ήχο του κάτουρου στο δοχείο νυκτός και τα ροχαλητά των γονιών.</span></i></div></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2ShJpz7QZcfHKpjFQq1dVZMG9vtC9ZGYDlCeY238AunxNUFF-Z2KI9pq8WVGoza6MsUR0KZ3eNEcn-xKjVkKg-PyisHWo6K8ci1KMRRJa32apaRnEH-lNGK8rh71NUvs_6JIJlrcFPFSjpuvnz0MmZWz4VT0cCV7ztHJnL1gZT580ibAyoR2e2UnG/s1058/image_6148904_20201213_ob_df5eb6_annie-ernaux-et-les-hetres-en-arrier.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2ShJpz7QZcfHKpjFQq1dVZMG9vtC9ZGYDlCeY238AunxNUFF-Z2KI9pq8WVGoza6MsUR0KZ3eNEcn-xKjVkKg-PyisHWo6K8ci1KMRRJa32apaRnEH-lNGK8rh71NUvs_6JIJlrcFPFSjpuvnz0MmZWz4VT0cCV7ztHJnL1gZT580ibAyoR2e2UnG/w640-h604/image_6148904_20201213_ob_df5eb6_annie-ernaux-et-les-hetres-en-arrier.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux στην αυλή των γονιών της στο Yvetot με τις οξιές στο βάθος, 1957 </div><div style="text-align: center;">(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>« ...δεν είχαμε πια τίποτε να πούμε ο ένας στον άλλον»</b></span><div><br /></div><div>Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μορφή πολιτισμικής βίας, έναν κοινωνικό «ξεριζωμό» - ανοδικό, άρα φαινομενικά θετικό - που όμως, δεν επιδρά αρνητικά μόνο στο παιδί - δραπέτη της τάξης του, αλλά και στις ισορροπίες των οικογενειακών δεσμών, τις οποίες αποσταθεροποιεί ή ακόμα και διαλύει. Οι γονείς στέκονται απέναντι στο παιδί τους, μ' ένα ασαφές μείγμα θαυμασμού και περηφάνιας από τη μια, απογοήτευσης και επίπληξης από την άλλη, κάτι που απεικονίζεται με λεπτότητα από την Annie Ernaux, και στα δύο βιβλία τα σχετικά με τους γονείς της. </div></span><div style="font-family: arial;"><br /></div><div style="font-family: arial;">Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, το σχολείο είναι και για τους δυο γονείς, «διαβατήριο» για μια ζωή καλύτερη από τη δική τους. Ενώ όμως, η μητέρα ικανοποιεί τη δίψα της για γνώση μέσα από τα μαθήματα της κόρης, τους δασκάλους, τη μόρφωση και τα βιβλία, ο πατέρας βλέπει το σχολείο ως έναν τρομακτικό, κλειστό και ανοίκειο κόσμο, στον οποίο εκείνος δεν έχει θέση. Η μόρφωση για κείνον, όπως και για τους περισσότερους της τάξης του, <i>«προκαλούσε τη δυσπιστία, τον φόβο ότι, μέσα από κάποια σκοτεινή τιμωρία, μια κολάσιμη ανατροπή περίμενε τις κοπέλες που ήθελαν ν' ανέβουν ψηλά, θα γίνονταν αλλοπαρμένες»</i>.</div><span style="font-family: arial;"><div> </div><div><div style="font-style: italic;">[<span style="color: #800180;">...] Ήθελε πολύ να μαθαίνει: τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, οτιδήποτε ήταν στη μόδα, οτιδήποτε νεωτερικό, τα ονόματα μεγάλων συγγραφέων, τις ταινίες που προβάλλονταν στις αίθουσες (αλλά δεν πήγαινε στον κινηματογράφο, ελλείψει χρόνου), τις ονομασίες των λουλουδιών στους κήπους. Άκουγε προσεκτικά όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για κάτι που εκείνη αγνοούσε, από περιέργεια, από επιθυμία να δείξει πως ήταν ανοιχτή στη γνώση. Κατ’ αυτήν, για να βελτιωθείς έπρεπε πρωτίστως να μαθαίνεις (έλεγε, «πρέπει να γεμίζεις το μυαλό σου») και τίποτα δεν ήταν πιο ωραίο από την πολυμάθεια. Τα βιβλία ήταν τα μόνα αντικείμενα που έπιανε με προσοχή. Έπλενε τα χέρια της προτού τ’ αγγίξει.</span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;">Μέσα από μένα, ικανοποιούσε τη δίψα της για γνώση. Τα βράδια, στο τραπέζι, μ’ έβαζε να μιλάω για το σχολείο, τα μαθήματα, τους δασκάλους.Πάντα έμπλεη θαυμασμού για το καθετί. Διάβαζε τα βιβλία που διάβαζα, τα οποία μας σύστηνε ο βιβλιοπώλης. </span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><b>Τη θεωρούσα ανώτερη απ’ τον πατέρα μου γιατί μου φαινόταν πιο κοντά στις δασκάλες και τους καθηγητές από κείνον. Τα πάντα στη μητέρα μου - η αυτοπεποίθηση, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες της - στρέφονταν προς την έννοια αυτή καθαυτήν της μόρφωσης.</b> Μοιραζόμασταν μια οικειότητα επικεντρωμένη στα βιβλία, στα ποιήματα που της διάβαζα, στα γλυκίσματα του τεϊοποτείου της Ρουέν, από την οποία εκείνος ήταν αποκλεισμένος. Ο πατέρας μου με πήγαινε στο λούνα παρκ, στο τσίρκο, στις ταινίες του Φερναντέλ· μου έμαθε ποδήλατο και πώς να ξεχωρίζω τα λαχανικά του κήπου. <b>Μαζί του διασκέδαζα, μαζί της «συζητούσα». Απ’ τους δυο τους, εκείνη ήταν η κυρίαρχη φιγούρα, ο νόμος.</b></span></div></div><div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEievkj70rq1EoYANLT88LYdZJTO818Vpy_AB-qrRTpwvFu2hveMbB8PWscF_ocOIUW5tWzt8JRmcdLUxhwX4QeBNwarBIn3LK32pm9IGgBTxnGOkNRBkK2tStybtcft1TxeS3ZNOG7L4QCPGqINyHvvXehty-aWehSj5abB-2ZHc-XnoD2V6XEytgC-/s269/Annie-Ernaux-une-aeuvre-de-l-entre-deux_couverture.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="269" data-original-width="175" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEievkj70rq1EoYANLT88LYdZJTO818Vpy_AB-qrRTpwvFu2hveMbB8PWscF_ocOIUW5tWzt8JRmcdLUxhwX4QeBNwarBIn3LK32pm9IGgBTxnGOkNRBkK2tStybtcft1TxeS3ZNOG7L4QCPGqINyHvvXehty-aWehSj5abB-2ZHc-XnoD2V6XEytgC-/w260-h400/Annie-Ernaux-une-aeuvre-de-l-entre-deux_couverture.jpg" width="260" /></a></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180;"><i>Του άρεσε να δοκιμάζει τις γνώσεις του. Μια μέρα, επέμεινε να του υπαγορεύσω ένα κείμενο για να μου αποδείξει πως ήταν καλός στην ορθογραφία. </i></span><i><span style="color: #800180;">Ποτέ δεν ήξερε σε ποια τάξη πήγαινα, έλεγε, «Η κόρη μου είναι στης δεσποινίδας Τάδε». <b>Το σχολείο, καθολικό όπως το ήθελε η μητέρα μου, ήταν για κείνον ένας τρομακτικός κόσμος που κατεύθυνε όλη μου τη συμπεριφορά, καθώς αιωρείτο από πάνω μου όπως το νησί της Λαπούτα στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ</b>: «Ωραία! Αν σ’ έβλεπε η δασκάλα σου τώρα!» ή ακόμα: «Θα μιλήσω στη δασκάλα σου, αυτή θα σε στρώσει!»</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Έλεγε πάντα το σχολείο σου και πρόφερε τη λέξη Η-γου-μέ-νη (έτσι αποκαλούσαμε τη διευθύντρια) και τη λέξη κα-λό-γρι-ες, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, με σεβασμό, θαρρείς και η κανονική προφορά συνεπαγόταν μια οικειότητα με τον κλειστό κόσμο που υπονοούσαν, μια ελευθερία που δεν ένιωθε ότι δικαιούτο να την αξιώνει. <b>Αρνιόταν να έρχεται στις σχολικές γιορτές, ακόμα κι όταν έπαιρνα μέρος κι εγώ. Η μητέρα μου αγανακτούσε, «δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο δεν έρχεσαι». Εκείνος, «το ξέρεις πολύ καλά, δεν πάω ποτέ σε τέτοια».</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Πολύ συχνά, γινόταν σοβαρός, σχεδόν δραματικός: «Ν’ ακούς ό,τι σου λένε στο σχολείο!» Φόβος μπας και τούτη η παράξενη εύνοια της τύχης, οι καλοί βαθμοί μου, πάψει μεμιάς. <b>Κάθε φορά που τα πήγαινα καλά στην έκθεση, κι αργότερα στα διαγωνίσματα, ο πατέρας μου έβλεπε μια πρόοδο, την ελπίδα ότι θα τα καταφέρω καλύτερα από κείνον.</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8qbPbgb3hsKj-CbEMRInZBqaPPDj7EW06vvRC2Ra1Zdx_OdBhecxH3VfJ06ND0mXfOpEzjpgSEOtZq3_jBiXDJY_n4pOxj5XcvMz_n3mkKgjj07NEOHvcJIKAG_2CDDRxzL4SBI1NgSOyMpjYeCc0XosN1ZhBviVQDZ9mcx47mdmQhrYOfOyBSnUE/s944/annie-ernaux-jeunesse-yvetot-634022cb7059f929139123.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8qbPbgb3hsKj-CbEMRInZBqaPPDj7EW06vvRC2Ra1Zdx_OdBhecxH3VfJ06ND0mXfOpEzjpgSEOtZq3_jBiXDJY_n4pOxj5XcvMz_n3mkKgjj07NEOHvcJIKAG_2CDDRxzL4SBI1NgSOyMpjYeCc0XosN1ZhBviVQDZ9mcx47mdmQhrYOfOyBSnUE/w640-h420/annie-ernaux-jeunesse-yvetot-634022cb7059f929139123.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Σελίδα από τα ημερολόγια της Annie Ernaux (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><i><span style="color: #800180;"><b><br /></b></span></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;">Η είσοδος στην εφηβεία της </span>Annie φέρνει ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση με τον πατέρα, που αρνείται, ακόμα και να προσποιηθεί, ότι το σχολείο και τα μαθήματα τον ενδιαφέρουν. Αντιμετωπίζει με καχυποψία τη μελέτη και τα βιβλία, που φθείρουν την υγεία και απομακρύνουν από την πραγματική ζωή· δεν είναι παρά μόνο </span><i>«το βαρύ τίμημα για να 'χεις μια αξιοπρεπή δουλειά και να μην καταλήξεις εργάτης». </i></span><span style="font-family: arial;">Όλα αυτά τα «εκλεπτυσμένα πολιτιστικά αντικείμενα» διευρύνουν το χάσμα μεταξύ τους και γίνονται πηγή ακατανοησίας, ακόμη και σύγκρουσης. Στα μάτια του πατέρα, δουλειά είναι μόνο η χειρωνακτική·</span><span style="font-family: arial;">οι δραστηριότητες που αφήνουν τα χέρια λευκά και ανέπαφα εξακολουθούν να εξομοιώνονται με μια μορφή αδράνειας ή πολυτέλειας, προορισμένης μόνο για τους πλούσιους. Η ίδια αντίληψη - «καλλιέργεια», είναι μόνο η δούλεψη της γης, όχι αυτή που έχει σχέση με το πνεύμα - αντανακλάται επίσης στην παράδοξη ντροπή του, μήπως οι πελάτες τον θεωρούν «πλούσιο», επειδή έχει μια μεγάλη κόρη, που σπουδάζει ακόμα και δεν εργάζεται.</span></div><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"> [Στα δεκαέξι μου] περνούσα όλη τη μέρα στο δωμάτιό μου, εκεί ετοίμαζα τα μαθήματά μου, άκουγα δίσκους, διάβαζα. Κατέβαινα μόνο για να καθίσω στο τραπέζι. Τρώγαμε χωρίς να μιλάμε. Στο σπίτι, ποτέ δεν γελούσα. Είχα ενδώσει στον «σαρκασμό». Είναι η εποχή όπου ό,τι κοντινό μού είναι ξένο. </span></i></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><div>Ο πατέρας μου μπήκε στην κατηγορία των απλοϊκών ή ταπεινών ή καλών ανθρώπων. Δεν τολμούσε πια να μου πει ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Έπαψα να του μιλάω για το σχολείο. Εκτός από τα λατινικά, που τα καταλάβαινε επειδή υπήρξε παπαδοπαίδι, τα μαθήματά μου του ήταν ακατανόητα και, σε αντίθεση με τη μητέρα μου, αρνιόταν να προσποιηθεί πως τάχατες τον ενδιέφεραν. Τσαντιζόταν όταν παραπονιόμουν για το πόσο διάβασμα είχα ή επέκρινα τη διδακτέα ύλη. Δεν του άρεσαν λέξεις όπως «σπασίκλας», «κοπάνα», «καζούρα». <b>Και πάντα ο φόβος Ή ΙΣΩΣ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ότι δεν θα τα καταφέρω.</b></div><div><br /></div><div>Τον ενοχλούσε που μ' έβλεπε όλη μέρα χωμένη στα βιβλία και σ' αυτά απέδιδε τη σκυθρωπή μου έκφραση και την κακή μου διάθεση. Το φως κάτω απ' την πόρτα μου το βράδυ τον έκανε να λέει ότι έφθειρα την υγεία μου. Η μελέτη ήταν το βαρύ τίμημα για να 'χεις μια αξιοπρεπή δουλειά και να μην καταλήξεις εργάτης. Το γεγονός ότι απολάμβανα το διάβασμα του φαινόταν ύποπτο. Ότι χάνω τη ζωή στο άνθος της νιότης. Πότε πότε, έμοιαζε να σκέφτεται πως ήμουν δυστυχισμένη.</div><div><br /></div><div>Μπροστά στην οικογένεια και τους πελάτες, αμηχανία, σχεδόν ντροπή που δεν βγάζω ακόμα το ψωμί μου στα δεκαεφτά μου, γύρω μας όλα τα συνομήλικα κορίτσια πήγαιναν στο γραφείο, στο εργοστάσιο ή σέρβιραν πίσω απ' τον πάγκο των γονιών τους. <b>Φοβόταν μήπως με νομίζουν τεμπέλα κι αυτόν ξιπασμένο. Συχνά, πρόβαλε ως δικαιολογία: «Ξέρεις, εμείς δεν τη σπρώξαμε, το 'χει μέσα της». Έλεγε πως ήμουν πολύ μελετηρή, ποτέ πολύ δουλευταρού. Δουλειά σήμαινε δουλειά με τα χέρια.</b></div><div><b><br /></b></div><div>Εκείνον τον καιρό, ξεσπούσε, σπανίως βέβαια, σε τρομερούς θυμούς που αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά του μ' έναν μορφασμό μίσους. Ο καβγάς ξεσπούσε στο τραπέζι χωρίς λόγο, με το παραμικρό. Πίστευα πάντα πως είχα δίκιο επειδή εκείνος δεν ήξερε να συζητάει. Τον επέκρινα για τον τρόπο που έτρωγε ή μιλούσε. Προφανώς, ντρεπόμουν να τον κατηγορήσω για τ' ότι δεν μπορούσε να με στείλει διακοπές, αλλά <b>νόμιζα πως είχα το δικαίωμα να θέλω να τον κάνω ν' αλλάξει τρόπους. Ίσως θα του άρεσε να έχει μια άλλη κόρη.</b></div><div><b><br /></b></div></span></i><div><span style="color: #800180;"><i>Μια μέρα: <b>«Τα βιβλία, η μουσική, είναι καλά για σένα. Εμένα, δεν μου χρειάζονται για να ζήσω».</b></i></span></div></div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] Σκεφτόμουν ότι δεν είχα πια τίποτε άλλο να μάθω από κείνον. Τα λόγια και οι ιδέες του δεν ακούγονταν στις αίθουσες όπου μαθαίναμε γαλλικά ή φιλοσοφία, ή στα σαλόνια με τους κόκκινους βελούδινους καναπέδες των συμμαθητριών μου... </span></i><span style="color: #800180;"><i><b>Ίσως γράφω γιατί δεν είχαμε πια τίποτε να πούμε ο ένας στον άλλον.</b></i></span></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] Ούτε ανησυχούσε ούτε χαιρόταν, <b>είχε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι ζούσα αυτή την περίεργη, εξω πραγματική ζωή: στα είκοσί μου και βάλε, ακόμη στα θρανία. «Σπουδάζει για να γίνει καθηγήτρια».</b> Τίνος πράγματος, οι πελάτες μήτε που ρωτούσαν, μόνο ο τίτλος μετράει, έτσι κι αλλιώς εκείνος δεν θυμόταν ποτέ. Η «σύγχρονη λογοτεχνία» δεν του έλεγε κάτι όπως τα μαθηματικά ή τα ισπανικά. <b>Φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα με περνούσαν για καμιά προνομιούχα, με πλούσιους γονείς που μ' έσπρωχναν προς τη μόρφωση. Απ' την άλλη, ούτε και τολμούσε να ομολογήσει πως είχα πάρει υποτροφία, ενδεχομένως κάποιοι να μας θεωρούσαν τυχερούς που το κράτος με πληρώνει για να μην κάνω απολύτως τίποτα. </b></span></i></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><div>Αλλά και η αρχική σχέση συνενοχής της έφηβης Annie με τη μητέρα της, γρήγορα ραγίζει, γίνεται αποξένωση και αντιπαλότητα. Kαυγάδες και ξεσπάσματα οργής από τη μεριά της μητέρας, μιας γυναίκας που μεγάλωσε σ’ έναν κόσμο, όπου <i>«η ελευθερία των κοριτσιών είναι αδιανόητη, με εξαίρεση αυτά που είχαν πάρει τον κατήφορο»</i>· εμμονικά και καχύποπτα ελέγχει τη ζωή της κόρης της, <i>«μήπως της συμβεί κάνα κακό, μήπως πλαγιάσει με τον πρώτο τυχόντα και γκαστρωθεί»</i>. </div><div><br /></div><div>Η Annie, από την άλλη πλευρά, που <i>«βιώνει με ρομαντικό τρόπο την εφηβική της εξέγερση»</i>, νιώθει απογοήτευση και ντροπή για την έλλειψη πραγματικής μόρφωσης και τους κραυγαλέους, απότομους τρόπους της μητέρας της· κυρίως, δεν αντέχει στην ιδέα ότι της μοιάζει, ότι η ίδια <i>«είναι κάποια που δεν θέλει πια να είναι, τώρα που συχνάζει σε άλλους κύκλους». </i></div><div><i><br /></i></div></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;">Έπαψε να είναι το πρότυπό μου...Απέστρεφα το βλέμμα όταν άνοιγε ένα μπουκάλι κρατώντας το ανάμεσα στα γόνατά της. Ντρεπόμουν για τον απότομο τρόπο που μιλούσε και συμπεριφερόταν, ιδίως όταν συνειδητοποιούσα πόσο της έμοιαζα. <b>Της καταλόγιζα πως ήταν κάποια που εγώ, τώρα που σύχναζα σε άλλους κύκλους, δεν ήθελα πια να είμαι.</b> Και ανακάλυψα ότι <b>ανάμεσα στην επιθυμία για μόρφωση και την πραγμάτωσή της υπήρχε μια άβυσσος.</b> Η μητέρα μου χρειαζόταν να διαβάσει την εγκυκλοπαίδεια για να πει ποιος ήταν ο Βαν Γκογκ, ήξερε τους κλασικούς συγγραφείς μόνο κατ’ όνομα. Αγνοούσε παντελώς τι μάθαινα στο σχολείο. <b>Επειδή τη θαύμαζα υπερβολικά, δεν μπορούσα να μη νιώθω ότι εκείνη - περισσότερο απ’ όσο ο πατέρας μου - με απογοήτευε, καθώς δεν ήταν ικανή να με στηρίξει και με άφηνε ανυπεράσπιστη σ’ έναν κόσμο ξένο, τον κόσμο των δασκάλων και των άλλων κοριτσιών που είχαν σαλόνια-βιβλιοθήκες</b>, και το μόνο που μου πρόσφερε ήταν η ανησυχία και η καχυποψία της, «με ποιον ήσουνα», «ελπίζω να μην τα ’χεις φορτώσει στον κόκορα».</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Απευθυνόμασταν διαρκώς η μια στην άλλη με τόνο εριστικό. Οι προσπάθειές της να επαναφέρει την αλλοτινή, ανέφικτη στο εξής, συνενοχή μας </span></i><span style="color: #800180;"><i>προσέκρουαν στη σιωπή: αν της μιλούσα για επιθυμίες που δεν είχαν σχέση με το σχολείο (ταξίδια, σπορ, πάρτι) ή συζητούσα για πολιτική (ήταν η εποχή του πολέμου της Αλγερίας), στην αρχή με άκουγε με ευχαρίστηση, κολακευμένη που τη θεωρούσα έμπιστή μου, κι έπειτα ξεσπούσε όλο θυμό: «Πάψε να τρώγεσαι μ’ όλα αυτά, κοίτα πρώτα τα μαθήματά σου».</i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i>Για τη μητέρα μου, εξέγερση σήμαινε ένα και μόνο πράγμα, την άρνηση της φτώχειας, και απαιτούσε μία και μόνη μορφή δράσης: να έχεις μια δουλειά, να κερδίζεις χρήματα και να γίνεις εξίσου καλός με τους άλλους. Εξού και η πικρόχολη μομφή, ότι δηλαδή δεν καταλάβαινα πια πως εκείνη δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά μου: «Αν σ’ είχαμε χώσει στο εργοστάσιο στα δώδεκά σου, δε θα 'σουνα έτσι. δε φαντάζεσαι πόσο τυχερή είσαι</i></span><span style="color: #800180;"><i>». </i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><b>Κάποιες στιγμές, έβλεπε στην κόρη που είχε απέναντί της μια ταξική αντίπαλο.</b></i></span></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEienRCejdyKt4G4hTeLWvvZDdBG-Rtes2v3-buKkiPPDin_431jtZ9HA6CRFnZhm1okng2SgfXfsk05R80N9E-hXH8ZzsFLQNGsbOugZETKNNRRXNUVAaaCYuLX5YNmmNmYxrOwtPuU6zBFioTxwlb9w5xRf34P7xehQylZ28T6GAAIzbkLuHXgswKb/s590/annie-ernaux-2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEienRCejdyKt4G4hTeLWvvZDdBG-Rtes2v3-buKkiPPDin_431jtZ9HA6CRFnZhm1okng2SgfXfsk05R80N9E-hXH8ZzsFLQNGsbOugZETKNNRRXNUVAaaCYuLX5YNmmNmYxrOwtPuU6zBFioTxwlb9w5xRf34P7xehQylZ28T6GAAIzbkLuHXgswKb/w640-h636/annie-ernaux-2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Σεπτέμβρης 1963. Πρωϊνό στο γραφείο του δωματίου μου. </div><div style="text-align: center;">(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><div>Η μητέρα, ωστόσο, πρόθυμη πάντα να κάνει οποιαδήποτε θυσία για το μέλλον της κόρης της, συναινεί ακόμα και στον αποχωρισμό τους. Το φευγιό της Annie από το πατρικό σπίτι και η απόκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας αμβλύνει τη μεταξύ τους αντιπαλότητα και τις προηγούμενες συγκρούσεις.</div><div><br /></div><div>Μια εγχείρηση στο στομάχι του πατέρα, στα πενηνταεννιά του, δοκιμάζει τις δυνάμεις και την περηφάνια του, αλλά φέρνει πιο κοντά το ζευγάρι, που βρίσκει νέες ισορροπίες, μετά και την απουσία της κόρης. Η μητέρα απολαμβάνει τις επιπλέον ευθύνες και γίνεται διαλλακτική απέναντι στις μικρές απολαύσεις του πατέρα, «του γεράκου της», όπως τον αποκαλεί πια.</div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">Φοιτήτρια φιλολογίας, είχα για κείνην μια εικόνα εξευγενισμένη, χωρίς φωνές μήτε βία. Ήμουν σίγουρη τόσο για την αγάπη της όσο και για μια κατάφωρη αδικία: εκείνη πουλούσε πατάτες και γάλα απ’ το πρωί ως το βράδυ προκειμένου εγώ να κάθομαι σ’ ένα αμφιθέατρο και ν’ ακούω να μιλάνε για τον Πλάτωνα.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Όταν έφτανα, ήταν πίσω απ’ τον πάγκο. Οι πελάτισσες γύριζαν απ’ την άλλη. Κοκκίνιζε λιγάκι και χαμογελούσε. Αγκαλιαζόμασταν στην κουζίνα, αφού είχε φύγει και η τελευταία πελάτισσα. Με ρωτούσε για το ταξίδι, τις σπουδές, προσθέτοντας «να μου δώσεις τα ρούχα σου να τα πλύνω», «σου ’χω κρατήσει όλες τις εφημερίδες αφότου έφυγες». Συμπεριφερόμασταν η μια στην άλλη με ευγένεια, σχεδόν ντροπαλοσύνη, όπως οι άνθρωποι που δεν ζουν πια μαζί. Για χρόνια, η σχέση μου μαζί της ήταν μονάχα οι επιστροφές στο σπίτι.</span></i></div></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i>Με τον φόβο μιας θλάσης, δεν μπορούσε πια να σηκώνει κασόνια ή να δουλεύει επί ώρες στον κήπο...<b>Έχασε την περηφάνια του... «Ένας ανίκανος είμαι, πια»..</b>.Ήταν όμως αποφασισμένος να ξαναπάρει τα πάνω του και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή. Ήθελε τη βολή του. Είχε γίνει υποχόνδριος.</i></span></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i>Αποφάσισε να χαρεί τη ζωή του. Σηκωνόταν πιο αργά, ύστερα από τη μητέρα μου, δούλευε με ρέγουλα στο καφενείο και τον κήπο, διάβαζε ολόκληρη την εφημερίδα, κουβέντιαζε για ώρα πολλή με τους πελάτες. <b>Ο θάνατος, πάντα υπαινικτικά, με τη μορφή αποφθεγμάτων, μας περιμένει όλους στη γωνία.</b> Κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι, η μητέρα μου: <b>«Κοίτα τον πατέρα σου! ζωή και κότα την περνάει!»</b></i></span></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i><b><br /></b></i></span></span></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfZDMQZUzFUXmcfefcR2DAu2rRrj5COfD4cNsMZP6tH6NaIEysCA4MqJoJUV6-aas8CPfm83owf74lIpGxJ76oYBsLyIA5dWsEOgUsmzhPBcabPpvSo_Z7a-CMt-lpiROqfszuxO4bFEAbZa3C6EeW_aC4-SkjSjpG0w9Pp71bhNKOHM7joIzr6zpU/s1000/annie-ernaux-mari-bordeaux-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfZDMQZUzFUXmcfefcR2DAu2rRrj5COfD4cNsMZP6tH6NaIEysCA4MqJoJUV6-aas8CPfm83owf74lIpGxJ76oYBsLyIA5dWsEOgUsmzhPBcabPpvSo_Z7a-CMt-lpiROqfszuxO4bFEAbZa3C6EeW_aC4-SkjSjpG0w9Pp71bhNKOHM7joIzr6zpU/w640-h594/annie-ernaux-mari-bordeaux-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux, 24 ετών, με τον σύζυγό της. «Ζούσαμε στο Μπορντό, ήμασταν ακόμα φοιτητές και μόλις είχαμε αποκτήσει ένα παιδί, ένα αγόρι» </div><div style="text-align: center;">(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><i><b><br /></b></i></span></span></div>Ο γάμος της Annie μ' έναν φοιτητή πολιτικών επιστημών απ' το Μπορντό, αν και αρχικά αντιμετωπίζεται, από τη μητέρα τουλάχιστον, με <i>«επαρχιώτικη δυσπιστία»</i>, γρήγορα μεταφράζεται και για τους δυο σε <i>«μια έγνοια λιγότερη»</i>, προορισμός και αποκατάσταση:<i><b>«για μια γυναίκα, ζωή σημαίνει άντρας και παιδιά»</b></i>, πόσο μάλλον που <i><b>«κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως πήρε έναν εργάτη»</b></i>. Και οι δυο γονείς έκαναν κάθε προσπάθεια να υπερβούν την κοινωνική απόσταση που τους χώριζε από τον κόσμο του γαμπρού τους, βοηθώντας οικονομικά το νέο ζευγάρι. Το αίσθημα πως δεν είναι αντάξιοί τους, πως δεν θα μπορούσαν να τους αγαπήσουν γι’ αυτό που είναι, τους έκανε να ελπίζουν ότι θα τους αγαπήσουν γι’ αυτό που δίνουν. </span></span></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;">Για να υποδεχτεί τον νεαρό, ο πατέρας μου φόρεσε γραβάτα, άλλαξε τη φόρμα του μ' ένα κυριακάτικο παντελόνι. <b>Ήταν πανευτυχής γιατί πίστευε ότι μπορεί να θεωρεί τον μέλλοντα σύζυγό μου γιο του, να δημιουργήσει μαζί του μια αντρική συνενοχή που θα υπερέβαινε τις κοινωνικές τους διαφορές. </b>Του έδειξε τον κήπο, το γκαράζ που είχε φτιάξει με τα χέρια του. Μια επίδειξη αυτού που ήξερε να κάνει, με την ελπίδα πως η αξία του θ’ αναγνωριζόταν απ' τον νεαρό άντρα που αγαπούσε την κόρη του. Το μόνο που απαιτούσαν απ' αυτόν ήταν να έχει καλούς τρόπους – ήταν η αρετή που εκτιμούσαν περισσότερο οι γονείς μου, τους φαινόταν τεράστιο επίτευγμα. Δεν επιδίωξαν να μάθουν, όπως θα έκαναν για έναν εργάτη, αν ήταν δουλευταράς ή αν έπινε. Ήταν βαθιά πεπεισμένοι ότι η γνώση και οι καλοί τρόποι ήταν η στάμπα μιας εσωτερικής, έμφυτης υπεροχής.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Ήταν κάτι που το περίμεναν εδώ και χρόνια ίσως, μια έγνοια λιγότερη. Τώρα ήξεραν ότι δεν θα έπαιρνα τον πρώτο τυχόντα ή ότι δεν θα κατέληγα μια ανισόρροπη. Ο πατέρας μου ήθελε οι οικονομίες του να πιάσουν τόπο στο νιόπαντρο ζευγάρι, <b>ευελπιστώντας έτσι, με μια υπέρτατη γενναιοδωρία, ν' αντισταθμίσει την πολιτισμική και κοινωνική απόκλιση που τον χώριζε απ' τον γαμπρό του.</b> «Η μητέρα σου κι εγώ, δεν έχουμε πια πολλές ανάγκες».</span></i></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span><div style="font-family: arial; text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="font-family: arial; text-align: right;"><br /></div><div style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Μέχρι που παντρεύτηκα, εξακολουθούσα να της ανήκω, ακόμα κι όταν ζούσα μακριά της. Όταν συγγενείς ή πελάτες τη ρωτούσαν για μένα, απαντούσε; <b>«Έχει καιρό μπροστά της για γάμο. Στην ηλικία της, δεν υπάρχει βιάση»</b>, κι αμέσως μετά τα έπαιρνε όλα πίσω, <b>«εγώ δεν την εμποδίζω. Για μια γυναίκα, ζωή σημαίνει άντρας και παιδιά»</b>. Κοκκίνισε και την έπιασε τρέμουλο όταν, ένα καλοκαίρι, της ανακοίνωσα ότι σκοπεύω να παντρευτώ έναν φοιτητή πολιτικών επιστημών απ’ το Μπορντό· προσπαθούσε να βρει κωλύματα, δείχνοντας την ίδια επαρχιώτικη δυσπιστία την οποία θεωρούσε παρωχημένη στους άλλους: «Όμως ο νεαρός δεν είναι από τα μέρη μας». Κατόπιν, ησύχασε, ένιωθε μάλιστα ευτυχής για την επιλογή μου. Σε μια μικρή κωμόπολη όπου ο γάμος αποτελεί ουσιώδες σημείο αναφοράς για την κοινωνική θέση ενός ανθρώπου, κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως «πήρα έναν εργάτη». </span></i></div><div style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">[...] </span></i><span style="color: #800180;"><i>Απέναντι σε τούτο τον κόσμο, η μητέρα μου είχε ανάμεικτα συναισθήματα. Μολονότι θαύμαζε τους τρόπους, τη μόρφωση, την κομψότητά τους, και ήταν περήφανη που έβλεπε την κόρη της τόσο </i></span><i><span style="color: #800180;">ταιριαστή μ’ αυτούς, φοβόταν μήπως, πίσω από την παγερή ευγένειά τους, αυτή την ίδια την περιφρονούν. Το αίσθημα πως δεν ήταν αντάξιά τους, ένα αίσθημα το οποίο στα μάτια της ίσχυε και για μένα (ίσως χρειαζόταν άλλη μια γενιά για να ξεπεραστεί), ήταν ολοφάνερο στη φράση που μου είπε, την παραμονή του γάμου: <b>«Φρόντισε να είσαι καλή σύζυγος και νοικοκυρά, αλλιώς μπορεί να σε στείλει πίσω».</b> Και, μιλώντας για την πεθερά μου, κάποια χρόνια πριν, σχολίασε: <b>«Το βλέπεις, είναι μια γυναίκα που δεν μεγάλωσε όπως εμείς».</b></span></i></div><div style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Επειδή φοβόταν ότι δεν θα την αγαπούσαν γι’ αυτό που ήταν, έλπιζε να την αγαπήσουν γι’ αυτό που θα έδινε. Επέμενε να μας βοηθήσει οικονομικά στο τελευταίο έτος των σπουδών μας και, στη συνέχεια, μας ρωτούσε πάντα τι θα θέλαμε να μας αγοράσει. <b>Η άλλη οικογένεια είχε αίσθηση του χιούμορ, φαντασία, και πίστευε ότι δεν μας όφειλε τίποτε.</b></span></i></div><div style="font-family: arial;"><br /></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDqqFz08ZkZ_K1ZgTDi7DZW44b8nBh_u12-7iYTmT7kZPVWT2bDA0bN3qwGJWMOaFF_ZW06IUIsy5-j0CBjSOTaj171KW8GZ4UQ-dvvR_Qc5d6n7RyC2cfDVu0g2Y3EtBVpcY6Df14l7W7rxG81JnAXjvSk5zKIMxJ-MMuTwyBK0BDGAOAXoX88sEJ/s749/317484825_875799343591296_5991508645746481454_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDqqFz08ZkZ_K1ZgTDi7DZW44b8nBh_u12-7iYTmT7kZPVWT2bDA0bN3qwGJWMOaFF_ZW06IUIsy5-j0CBjSOTaj171KW8GZ4UQ-dvvR_Qc5d6n7RyC2cfDVu0g2Y3EtBVpcY6Df14l7W7rxG81JnAXjvSk5zKIMxJ-MMuTwyBK0BDGAOAXoX88sEJ/w640-h474/317484825_875799343591296_5991508645746481454_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η μητέρα της Annie Ernaux, Blanche στο σπίτι της οικογένειας στο Annecy. </div><div style="text-align: center;">(Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση»</span></b></div><div><br /></div><div>Μετά το γάμο, η απόσταση ανάμεσα στην Annie και τους γονείς της μεγαλώνει. Περιορίζεται στα γράμματα που στέλνει η μητέρα ανά δεκαπενθήμερο, αρχίζουν με το <i>«πολυαγαπημένα μου παιδιά»</i> και στα οποία, εκείνη λυπάται που είναι μακριά για να τους βοηθήσει, ενώ κι οι δυο μαζί εύχονται <i>«να είστε γεροί, αυτό είναι το κυριότερο»</i>. Ακόμα πιο λιγοστές οι συναντήσεις τους, χωρίς την παρουσία του συζύγου της Annie, βυθισμένες οι περισσότερες σε μια αμήχανη σιωπή. </div><div><br /></div><div>Ανάμεσα σ' αυτές τις επισκέψεις, μια ξεχωρίζει: όταν η Annie θα φέρει μαζί της στο Yvetot, τον δυόμισι χρονών τότε εγγονό τους και, παρά την σαστισμάρα και τις υπερβολές των γονιών της, η μέρα θα κλείσει με τους τέσσερεις τους στο τραπέζι, <i>«μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση».</i></div><div><br /></div><div><span style="color: #800180;"><i>Ύστερα, μας έβλεπε πια αραιά και πού... Πήγα μόνη μου, αποσιωπώντας τους πραγματικούς λόγους της αδιαφορίας του γαμπρού τους, λόγοι άφατοι, ανάμεσα σε κείνον και σε μένα, που τους αποδέχτηκα ως αυτονόητους. Πώς ένας άντρας μεγαλωμένος σε αστικούς κύκλους όπου όλοι ήταν διπλωματούχοι και ταλαντούχοι στον «σαρκασμό», θα είχε να πει κάτι με απλοϊκούς, έντιμους ανθρώπους των οποίων η, παραδεδεγμένη απ’ αυτόν, καλοσύνη δεν θα αντιστάθμιζε ποτέ στα μάτια του αυτή την ουσιώδη έλλειψη: μια ζωηρή πνευματώδη συζήτηση. </i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i>[...] <b>Μακριά απ' το σπίτι, είχα αφαιρέσει απ' τους γονείς μου τις συνήθειές τους, τους είχα μεταμορφώσει σε λαμπρούς ανθρώπους. Τώρα, άκουγα τις πραγματικές φωνές, ηχηρές και βαριές, να λένε «κείνη κει» αντί γι' «αυτήν». Συνειδητοποιούσα πως πάντα έτσι ήταν, χωρίς αυτή την «κοσμιότητα» και τη σωστή γλώσσα, που τώρα μου φαίνονταν φυσικές. Ένιωθα κομμένη στα δύο.</b></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i>Βγάζω από την τσάντα μου το δώρο που του έφερα. Το ξετυλίγει με ευχαρίστηση. Μια κολόνια για μετά το ξύρισμα. Αμηχανία, γέλια, τι το κάνουν αυτό; Ύστερα, «Θα μυρίζω σαν παστρικιά!» Αλλά υπόσχεται πως θα το βάζει. <b>Η γελοία σκηνή ενός άστοχου δώρου. Η επιθυμία μου να κλάψω όπως άλλοτε, «δε θ' αλλάξει ποτέ του λοιπόν!»</b> </i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div></span></span><div><span style="font-family: arial;"><span><span><span style="color: #800180;"><i><div>[...] Ως συνήθως, θα πάρω ένα πρωινό τρένο και θα φτάσω το βράδυ. Τούτη τη φορά τούς πάω τον δυόμισι χρονών εγγονό τους.</div><div><br /></div><div>Ο πατέρας μου μας περίμενε στην κουζίνα. Δεν μου φάνηκε γερασμένος. <b>Η μητέρα μου σχολίασε ότι είχε πάει χτες στον κουρέα προς τιμήν του εγγονού του.</b> Μια σκηνή σαστισμάρας, με επιφωνήματα, ερωτήσεις στο παιδί χωρίς να περιμένουν καν την απάντηση, μομφές αναμεταξύ τους, μην το κουράζεις το καημενούλι, <b>ήταν πολύ μα πολύ χαρούμενοι.</b> Προσπαθούσαν να βρουν από ποιον έχει πάρει. Η μητέρα μου του έδειξε τις γυάλες με τις καραμέλες. Ο πατέρας μου το πήγε στον κήπο για να δει τις φράουλες, τα κουνέλια και τις πάπιες. <b>Είχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου τον εγγονό τους και αποφάσιζαν το καθετί γι' αυτόν, θαρρείς κι εγώ ήμουν ένα κοριτσάκι ανίκανο να φροντίσει ένα παιδί.</b> Έβλεπαν με δυσπιστία τις δικές μου αρχές περί ανατροφής, μεσημεριανός ύπνος, απαγορευμένα τα ζαχαρωτά και ούτω καθεξής. <b>Φάγαμε και οι τέσσερις στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο, με το παιδί καθισμένο στα γόνατά μου. Ένα όμορφο γαλήνιο βράδυ, μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση.</b></div><div><b><br /></b></div></i></span></span></span><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVOzXMSDvWu9sqEcnvyBf4v-V2Uahu5PueI_RXEJQAnuw2gg1H6fUOwdPuGXlQWZX7OEiBw342ajVDzaavcEPGwhh6qC-k3IKgOA02Xd-QqiSlh3g5hGGNmhvoWYbjDJozFvvIM8bYCOkUJednLYvNnw_RUwAWfb5FXyKLWhLy0jeAFxRRA_wXk0us/s1431/ee4188c2-6639-497f-8166-870dab92a5f0.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVOzXMSDvWu9sqEcnvyBf4v-V2Uahu5PueI_RXEJQAnuw2gg1H6fUOwdPuGXlQWZX7OEiBw342ajVDzaavcEPGwhh6qC-k3IKgOA02Xd-QqiSlh3g5hGGNmhvoWYbjDJozFvvIM8bYCOkUJednLYvNnw_RUwAWfb5FXyKLWhLy0jeAFxRRA_wXk0us/w640-h466/ee4188c2-6639-497f-8166-870dab92a5f0.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Τα δυο αγόρια της Annie και του Philippe, Éric και David, γεννημένα το1964 και 1968 αντίστοιχα. Ο Éric είναι αυτός που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα από τον «Τόπο». (Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Την κατηγορούσα ότι επίτηδες ταπείνωνε τον εαυτό της»</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div>Τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα, η μητέρα της Annie Ernaux, πουλάει το ακίνητο του μαγαζιού στο Yvetot και μετακομίζει στο Annecy, όπου ζει η οικογένεια της κόρης της με τα δύο παιδιά τους. Η ζωή της ως εμπόρισσας έχει τελειώσει και μαζί η περηφάνια ότι κερδίζει τα δικά της λεφτά. <i>«Εδώ, ήταν πια απλώς η γιαγιά...Μεμιάς, ο κόσμος της μίκρυνε, σκυθρώπιασε, και κείνη ένιωθε ένα τίποτα»</i>. Η μόνη περηφάνια της ήταν ότι μοιραζόταν τον τρόπο ζωής των παιδιών της, για τους οποίους μπορούσε να καμωρώνει στους συγγενείς: <b>Είναι «πολύ καλά αποκατεστημένοι!»</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Σιγά σιγά εγκλιματίστηκε στο καινούργιο αστικό περιβάλλον, διοχετεύοντας όλη της την ενέργεια και τον ενθουσιασμό στη φροντίδα των εγγονών της και στις δουλειές του σπιτιού, στις οποίες το ταλέντο της ήταν αναγνωρισμένο· έκανε κάθε προσπάθεια να απαλλάξει την κόρη της από τις οικιακές αγγαρείες, προκειμένου ν’ ασχοληθεί με άλλα καλύτερα πράγματα, να συμπεριφέρεται δηλαδή ως διανοούμενη. <div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">[...] Ήταν σαν να ζούσε σ’ έναν κόσμο που απ’ τη μια την καλωσόριζε και απ’ την άλλη, την απέρριπτε. Μια μέρα, είπε θυμωμένα: <b>«Δεν ταιριάζω εγώ σε τούτο το σκηνικό».</b></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Έτσι λοιπόν δεν απαντούσε στο τηλέφωνο όταν ηχούσε κοντά της, χτυπούσε με τρόπο επιδεικτικό την πόρτα προτού μπει στο καθιστικό όπου ο γαμπρός της παρακολουθούσε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση, ζητούσε διαρκώς μια απασχόληση, «αν δεν μου δώσετε κάτι να κάνω, ε, ας φύγω τότε» και, μισογελώντας, «πρέπει κάπως να πληρώνω για τη φιλοξενία!» <b>Μαλώναμε συχνά οι δυο μας για τη στάση της, την κατηγορούσα ότι επίτηδες ταπείνωνε τον εαυτό της. Μου πήρε καιρό για να καταλάβω ότι η μητέρα μου ένιωθε στο σπίτι μου την ίδια δυσφορία που ένιωθα κι εγώ ως έφηβη όταν βρισκόμουν σε «περιβάλλοντα καλύτερα απ’ το δικό μας»</b> (λες και μόνο οι «κατώτεροι» υπέφεραν από διαφορετικότητες που οι άλλοι τις θεωρούν ασήμαντες). <b>Συνειδητοποίησα επίσης ότι η πολιτισμική υπεροχή των παιδιών της, που διαβάζουν Le Monde και ακούν Μπαχ, είχε διαστρεβλωθεί ενστικτωδώς από τη μητέρα μου σε </b></span></i><span style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b>μορφή φαντασιακής οικονομικής κυριαρχίας, όπως εκείνη του αφεντικού στον εργάτη: ο δικός της τρόπος εξέγερσης.</b></i></span></span></div><div style="text-align: left;"><span style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></span></div><div style="text-align: left;"><span style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i>[...] Ήθελε να με απαλλάξει απ’ όλες τις οικιακές αγγαρείες, στενοχωριόταν που έπρεπε να με αφήνει να ασχολούμαι με το μαγείρεμα και τα ψώνια, να βάζω πλυντήριο, το οποίο φοβόταν να χρησιμοποιήσει: τη δυσαρεστούσε το γεγονός ότι έπρεπε να μοιράζεται το μοναδικό πεδίο όπου τα ταλέντα της ήταν αναγνωρισμένα και όπου μπορούσε να είναι χρήσιμη. Όπως άλλοτε, ήταν η μητέρα που αρνείται να τη βοηθούν, χρησιμοποιώντας τον ίδιο αποδοκιμαστικό τόνο όταν μ’ έβλεπε να καταπιάνομαι με μια χειρωνακτική δουλειά, <b>«άσ’ το, έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις» (κάτι που, όταν ήμουν δέκα χρονών, σήμαινε να διαβάσω τα μαθήματά μου και, τώρα, να συμπεριφέρομαι ως διανοούμενη).</b></i></span></span></div><div style="text-align: left;"><span style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><b><br /></b></i></span></span></div><div style="text-align: left;"><span style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><div style="text-align: left;">Τώρα, διάβαζε LeMonde και Le Nouvel Observateur, πήγαινε στο σπίτι μιας φίλης «για τσάι» (γελώντας, «δε μ’ αρέσει μα δεν της το λέω!»), έδειχνε ενδιαφέρον για τις αντίκες («αυτό σίγουρα έχει μεγάλη αξία»). Πρόσεχε να μην της ξεφύγει καμιά παλιοκουβέντα, προσπαθούσε να πιάνει «απαλά» τα αντικείμενα, κοντολογίς, «αυτοελεγχόταν» και χαλιναγωγούσε την οξυθυμία της. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b>Ήταν μάλιστα περήφανη που, σ’ αυτή την ηλικία, είχε κατακτήσει μια γνώση η οποία, στις περισσότερες αστές γυναίκες της γενιάς της, ήταν ενσταλαγμένη από τα νιάτα τους, δηλαδή ότι «η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά».</b></div><div style="font-weight: bold;"><br /></div></i></span></span></div><div style="text-align: right;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><div>Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η μητέρα της Annie ακολουθεί το ζευγάρι σε μια νεόκτιστη πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού, <i>«ένα μέρος ακαθόριστο, άψυχο, στερημένο από σκέψη και συναίσθημα»</i>. Δεν εξοικειώνεται με τη ζωή εκεί και, έξι μήνες μετά, επιστρέφει, για άλλη μια φορά στο Yvetot, αλλά σε μια μικρή ισόγεια γκαρσονιέρα για ηλικιωμένους, όπου τίποτα δεν συνέβαινε. Επιπλέον, <i><b>«οι άνθρωποι της πόλης όπου είχε ζήσει πενήντα χρόνια, οι μόνοι που μετρούσαν πραγματικά για κείνη, δεν θα δούν ποτέ με τα ίδια τους τα μάτια την επιτυχία της κόρης και του γαμπρού της».</b></i> </div><div><br /></div><div>Για αρκετό καιρό επισκέπτεται την οικογένεια της κόρης της και μοιράζεται, για ένα δεκαπενθήμερο κάθε φορά, τη ζωή της μαζί τους, πάντα ζωντανή και δραστήρια, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει σταδιακά να χάνει τα λογικά της. Πεθαίνει τον Απρίλη του 1986, μετά από χρόνια άνοια.</div><div><br /></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmogV3-3zl_owAvpcebTAW1Lnr9TxeB0tiLUuU2y-Ma4U73LBj4SxZzA4NgFIRYlWMlUIGDwHu521nZFrs_qtJDzT97TQCuMqZL14tlNvO56USvCV-GohQAgwOzHLSBRnf38GdLs27fOTFYhadxUMZp2EwmgSYhPlDQs0BJGVYQuv7xbk1P5q16htC/s1600/LAS86%C2%A9LesFillmsPelleas-1-1600x900-c-default.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmogV3-3zl_owAvpcebTAW1Lnr9TxeB0tiLUuU2y-Ma4U73LBj4SxZzA4NgFIRYlWMlUIGDwHu521nZFrs_qtJDzT97TQCuMqZL14tlNvO56USvCV-GohQAgwOzHLSBRnf38GdLs27fOTFYhadxUMZp2EwmgSYhPlDQs0BJGVYQuv7xbk1P5q16htC/w640-h360/LAS86%C2%A9LesFillmsPelleas-1-1600x900-c-default.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Annie Ernaux το γιο της David και τη μητέρα της, σε μια πό τις επισκέψεις της.</div><div style="text-align: center;">(Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)</div><div style="text-align: center;">___________</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μια κινηματογραφική βουτιά σε μια κρίσιμη δεκαετία</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div>Το 1972, η Annie Ernaux και ο Philippe, ο σύζυγός της, απέκτησαν μια κάμερα Super-8, που θα γινόταν ο σύντροφος της οικογενειακής τους ζωής. Γονείς δύο αγοριών 7 και 3 ετών, του Éric και του David , το νεαρό ζευγάρι ζούσε τότε στο Annecy, όπου ο Philippe εργαζόταν σ’ ένα σημαντικό διοικητικό πόστο, ενώ η Annie δίδασκε λογοτεχνία σ’ ένα κολέγιο.<br /><br />Τα αποσπάσματα ταινιών, που τραβήχτηκαν μεταξύ 1972 και 1981 και τα επιμελήθηκε ο γιος της Annie, David Ernaux-Briot, αποτελούν συγκινητικά οικογενειακά αρχεία και μαρτυρία μιας εποχής. Τα γενέθλια του David, που πέφτουν την ημέρα των Χριστουγέννων κάθε χρόνο, οι καλοκαιρινές διακοπές στο Ardèche, τα ταξίδια στη Χιλή και στην Αλβανία, η αφοσιωμένη παρουσία της μητέρας της Annie, που το 1970 αφήνει το Yvetot και έρχεται να ζήσει μαζί τους για λίγο στο Annecy. </span><span style="font-family: arial;">Η Annie Ernaux βάζει τη φωνή της, σχολιάζοντας με ποιητικό τρόπο αυτή την παρέλαση σιωπηλών εικόνων, που τράβηξε ο Philippe, στη διάρκεια μιας δεκαετίας καθοριστικής για τη ζωή της· αυτής της χειραφέτησής της ως γυναίκας και ως συγγραφέως.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η ταινία της Annie Ernaux και του γιου της David Ernaux-Briot παρουσιάστηκε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, στο 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και βγαίνει στις γαλλικές αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου 2022.<div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="355" src="https://www.youtube.com/embed/cc22Dtfp8LU" width="478" youtube-src-id="cc22Dtfp8LU"></iframe></div></span></div><div><br /></div><div><br /></div><div>Στο απόσπασμα που ακολουθεί αποτυπώνεται η επιστροφή της ίδιας της Annie και των παιδιών από το σχολείο και τα ψώνια. <i>«Ζούμε μια απίστευτη στιγμή, χαρούμενη αλλά και εμποτισμένη με κάποια βία. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ αυτή τη νέα διάρκεια, την αποκομμένη από τη ζωή μας»</i>, θυμάται η συγγραφέας. Η κάμερα καταγράφει επίσης στοιχεία του ντεκόρ, <i>«όλα αυτά που σηματοδοτούν την πρόσφατη είσοδό μας στην αστική τάξη»</i>, σημειώνει η Annie Ernaux.</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="357" src="https://www.youtube.com/embed/C_zKW0P8D6o" width="481" youtube-src-id="C_zKW0P8D6o"></iframe></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div></div></div></div></div> <br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #2b00fe; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020</span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022</span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.gallimard.fr/Contributeurs/Annie-Ernaux" target="_blank">Annie-Ernaux, Gallimard</a></span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="color: #0000ee; font-family: arial;"><u>Sophie Joubert, </u></span><span style="font-family: arial;"><a href="https://france-amerique.com/annie-ernaux-in-search-of-reality/" target="_blank">Annie Ernaux: In Search of Reality</a></span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://actualitte.com/article/108172/avant-parutions/je-voudrais-plus-que-tout-etre-editee-le-journal-de-la-jeune-annie-ernaux" target="_blank">“Je voudrais plus que tout être éditée” : le journal de la jeune Annie Ernaux</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.notretemps.com/loisirs/cinema/les-annees-super-8-annie-ernaux-58675" target="_blank">Cinéma: Une plongée dans "Les Années super-8" d'Annie Ernaux et David Ernaux-Briot</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.communes.com/cartes-postales-anciennes-yvetot" style="font-family: arial;" target="_blank">Καρτ ποστάλ από το Yvetot (Seine-Maritime)</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.memoirenormande.fr/" style="font-family: arial;" target="_blank">Mémoire Normande</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/11880-ernaux-annie-metaichmio-o-topos-kotsiou?fbclid=IwAR3TQ6yjGGw5VSKz3LKWbb89-yGeYjzEI9BTIyk-YzNpgooQ5r3YfTlk8io" style="font-family: arial;" target="_blank">Νίκη Κώτσιου, «Ο τόπος» της Ανί Ερνό (κριτική)</a></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13592-ernaux-annie-metaichmio-mia-gunaika-moukouli" target="_blank">Χριστίνα Μουκούλη, «Μια γυναίκα» της Ανί Ερνό (κριτική)</a></span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://cityportal.gr/o-topos-mia-gynaika-tis-annie-ernaux/" target="_blank">Ανδρομάχη Καρανίκα – Δημητριάδου, «Ο Τόπος» και «Μια γυναίκα» της Annie Ernaux, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο</a></span></li></ul></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.lifo.gr/blogs/almanac/laiko-soma" target="_blank">Το λαϊκό σώμα, συνέντευξη της Annie-Ernaux</a></li></ul></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span><div><br /><br /></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-15501446630801960102022-03-29T19:35:00.000+03:002022-03-29T19:37:32.288+03:00Sakuya, η πριγκίπισσα που κάνει τα δέντρα να ανθίζουν<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEim6xms5qsaJwBAwxt29nQP4a4MTqtYFS3zug_wO9yZfpVO3DdorhB8-avVMvumspePnL7wl133c0sv35DxDhjMHQY5C-HprQgZjweY7BGaNc-Kz1fWhd_XIom2DWCB2f_fHM-biDGYkLgKe-facdCoTjrytKHvwqiGtlh4M0PuVcP0vISTbwfv1f55/s900/main_1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEim6xms5qsaJwBAwxt29nQP4a4MTqtYFS3zug_wO9yZfpVO3DdorhB8-avVMvumspePnL7wl133c0sv35DxDhjMHQY5C-HprQgZjweY7BGaNc-Kz1fWhd_XIom2DWCB2f_fHM-biDGYkLgKe-facdCoTjrytKHvwqiGtlh4M0PuVcP0vISTbwfv1f55/w640-h456/main_1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Princess Konohanasakuya by Inshō Dōmoto, 1929, </div><div style="text-align: center;">Kyoto Prefectural Domoto –Insho Museum of Fine Arts</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial; font-size: large;"><b>Το εφήμερο της ζωής, η νομοτέλεια του θανάτου</b></span></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">Στο Kojiki, «το χρονικό των αρχαίων υποθέσεων» (712), αλλά και στο μεταγενέστερο Nihon Shoki, «Χρονικά της Ιαπωνίας από τους πρώτους χρόνους έως το 697 μ.Χ» (720), διαβάζουμε την ιστορία του </span><span style="font-family: arial;">Ninigi και της </span><span style="font-family: arial;">Sakuya, της πριγκίπισσας που κάνει τα δέντρα ν' ανθίζουν. Ο Ninigi χάρισε την καρδιά του στη Sakuya κι αυτός είναι ο λόγος που εμείς οι άνθρωποι είμαστε θνητοί κι έχουμε μια ζωή γλυκιά αλλά εφήμερη και φευγαλέα σαν τα μπουμπούκια της κερασιάς.</span></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Τα πολύ παλιά χρόνια, η Amaterasu - Εκείνη Που Φωτίζει Τον Παράδεισο, η μεγαλύτερη θεότητα του Σιντοϊσμού - έστειλε στη Γη τον Ninigi, ο οποίος ήταν εγγονός της, με την εντολή να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του ρυζιού. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο Ninigi έφτασε στο βουνό Φούτζι το οποίο εκείνο τον καιρό ήταν ενεργό – μάλιστα, ήταν το σπίτι του ηλικιωμένου O-yama-matsumi, του θεού των βουνών και των ηφαιστείων. <br /><br />Εκεί, στο ακρωτήριο Kasasa, ο νεαρός συνάντησε ένα εκτυφλωτικά όμορφο κορίτσι. Τη ρώτησε: <br /><br />— <i>Τίνος είσαι κόρη; </i><br /><br />— <i>Είμαι η κόρη του O-yama-matsumi, του θεού των βουνών και των ηφαιστείων. Το όνομά μου είναι Ko-no-hana Sakuya-hime, η πριγκίπισσα που κάνει τα δέντρα ν' ανθίζουν.</i><br /><br />Η Sakuya ήταν η θεά της κερασιάς και όλων των πραγμάτων που ανθίζουν και όπως ήταν φυσικό, ο Ninigi την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. <br /><br />— <i>Έχεις άλλα αδέλφια;</i><br /><br />— <i>Έχω μια πρωτότοκη αδελφή, την Iwanaga, την πριγκίπισσα των βράχων και των πραγμάτων που αντιστέκονται.</i><br /><br />Τότε αυτός τη ρώτησε: <br /><br />— <i>Θα ήθελα να σε παντρευτώ. Τι σκέφτεσαι γι αυτό; </i><br /><br />Εκείνη του απάντησε: <br /><br />— <i>Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Θα σου απαντήσει ο πατέρας μου ο O-yama-matsumi, ο θεός των βουνών και των ηφαιστείων.</i></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgVNM7BdUHjkS2QNOejNlfhuJ-MhOJbQEWdHKMth3tX1klIp9LV1V5XMR1G5244hqsYOXU_FTIo_0B0s-xJFfOD6tDrzoLPaaYV4CYyYUGmJBn-sniK2jijA4OriuUFhcHGGh9EDnncghENWcUcJDq8IeO-wApO1vCc6hwGDteVWHQzMjS-AsQHrNYO/s1024/Ninigi-3-707x1024.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgVNM7BdUHjkS2QNOejNlfhuJ-MhOJbQEWdHKMth3tX1klIp9LV1V5XMR1G5244hqsYOXU_FTIo_0B0s-xJFfOD6tDrzoLPaaYV4CYyYUGmJBn-sniK2jijA4OriuUFhcHGGh9EDnncghENWcUcJDq8IeO-wApO1vCc6hwGDteVWHQzMjS-AsQHrNYO/w442-h640/Ninigi-3-707x1024.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Ninigi – Amaterasu’s grandson, Image from "Shinto Cocoro"</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3f1j2UCBJUBgyH2gipgpEYKb9Me-9jvkEr1aQc8dKA1UQxb7AAdCg2ed50JQIs-gZDBiRlh5xDBsJsBRlcQZ_y07IYaqSpF4BmFN2iXC00YvYM44Nba4An2EtjGpUoKVfuYeV2S2pIFsl808UGBlfkv0JY1JVQidfxXDPAVAeC-sw1r7LMwDFuXye/w442-h640/Konohana-Sakuya-1-707x1024.webp" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Konohana Sakuya with flowers and Mount Fuji, Image from "Shinto Cocoro"</div><div style="text-align: center;">_______</div><br /><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhISEajKhg2e6xr26bEgezvNgvf_JPtuRlOW9eQW0KO1aNPzYuDjwega_3_xv3C9wLmhleKIbcvikLCgmPoTC9-UMg95QrDW3Ez_7Y5pSvrfwGEXCcqaxM7bmP6qtBHfgr1nOqANzZVbjA4UGTCCSYrsBtgumOczsvuBPIwXoE4vKU3_M5EE3a7WqiJ/s1024/Iwanaga-Hime-1-707x1024.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhISEajKhg2e6xr26bEgezvNgvf_JPtuRlOW9eQW0KO1aNPzYuDjwega_3_xv3C9wLmhleKIbcvikLCgmPoTC9-UMg95QrDW3Ez_7Y5pSvrfwGEXCcqaxM7bmP6qtBHfgr1nOqANzZVbjA4UGTCCSYrsBtgumOczsvuBPIwXoE4vKU3_M5EE3a7WqiJ/w442-h640/Iwanaga-Hime-1-707x1024.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Iwanaga-Hime, Goddess of Rocks and Resistance, Image from "Shinto Cocoro"</div><div style="text-align: center;">________</div><br /><br />Ο Ninigi, λοιπόν, έστειλε κάποιον για να τη ζητήσει από τον πατέρα της κι εκείνος με μεγάλη χαρά τού την πρόσφερε, παραχωρώντας του επιπλέον και την πρωτότοκη αδελφή της, την πριγκίπισσα Iwanaga, καθώς και πολυάριθμα δώρα. Αλλά η πρωτότοκη ήταν πολύ άσχημη και αποκρουστική και ο Ninigi αρνήθηκε ευγενικά και την έστειλε πίσω, γιατί η καρδιά του ανήκε μόνο στην Sakuya.<br /><br />Τότε ο O-yama-matsumi, ο θεός των βουνών και των ηφαιστείων, νιώθοντας μεγάλη ντροπή με την επιστροφή της πριγκίπισσας Iwanaga, κήρυξε ολόγυρα: <br /><br />— <i>Παραχώρησα και τις δυο κόρες μου μαζί για τον εξής λόγο: αν έβαζε την πριγκίπισσα Iwanaga, τη θεά των βράχων και των πραγμάτων που αντιστέκονται, να τον βοηθήσει, το χιόνι θα 'πεφτε, ο αέρας θα φυσούσε, η ζωή των παιδιών τους θα κρατούσε αιώνια, σαν τις πέτρες που αντιστέκονται στον ίδιο το χρόνο. Αν έβαζε την πριγκίπισσα Sakuya να τον βοηθήσει, θα έφερνε ευτυχία, όπως είναι ευτυχισμένο το λουλούδι. Μ΄αυτές τις σκέψεις, του πρόσφερα και τις δύο. Αλλ' αυτός μου ξανάστειλε την πριγκίπισσα Iwanaga και κράτησε την πριγκίπισσα Sakuya, εκείνη που κάνει τα δέντρα ν' ανθίζουν. Η ζωή των παιδιών τους, λοιπόν, θα είναι γλυκιά αλλά εφήμερη, φευγαλέα σαν τα μπουμπούκια της κερασιάς.</i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFa3UAhmwspwtWwEe2RBvqX7IuTCqwZxCVcQj7nE34zPlRJwvLykIVd6Hq0rNyjqiq7x6hecK1TS--lWu_N5Dhq_elesy4zJ2nUMLJ_nPOoP_hlW0w8qRM91PBEclbuHJqmmS4S-pH1W6nT-xpYLAzb7xZcXv28JE2I-R2QYiasmf6wDgWBkR7toho/s564/ninigi.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFa3UAhmwspwtWwEe2RBvqX7IuTCqwZxCVcQj7nE34zPlRJwvLykIVd6Hq0rNyjqiq7x6hecK1TS--lWu_N5Dhq_elesy4zJ2nUMLJ_nPOoP_hlW0w8qRM91PBEclbuHJqmmS4S-pH1W6nT-xpYLAzb7xZcXv28JE2I-R2QYiasmf6wDgWBkR7toho/w640-h426/ninigi.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ninigi and Sakuya -hime</div><div style="text-align: center;">_________</div><i><br /></i><br />Η Sakuya έμεινε έγκυος την πρώτη νύχτα του γάμου, κάτι που έβαλε τον Ninigi σε υποψίες ότι ο πατέρας του παιδιού ήταν κάποιος άλλος. H Sakuya πικράθηκε και του απάντησε: <br /><br />— <i>Αν το παιδί που περιμένω είναι ενός επίγειου θεού, τότε η γέννα μου δεν θα είναι ευτυχισμένη. Αν το παιδί είναι ενός ουράνιου θεού, η γέννα μου θα είναι ευτυχισμένη.</i><br /><br />Έτσι, για αποδείξει το σφάλμα του άντρα της, έβαλε κι έφτιαξαν μια μικρή καλύβα από φτερά κορμοράνου, χωρίς πόρτα, σε έναν απότομο λόφο απέναντι από το Φούτζι και μπήκε μέσα. Έκλεισε όλα τ' ανοίγματα και τις σχισμές με πηλό. Όταν ήρθε η ώρα, έβαλε φωτιά στην καλύβα και γέννησε. Τρία παιδιά γεννήθηκαν μέσα στις φλόγες, ο Hoderi - ο μεγαλύτερος, όταν η φωτιά έκαιγε με άγριο μένος - ο Hosuseri και ο Hoori. Ο μικρότερος, ο Hoori ήταν ο παππούς του πρώτου Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Jinmu.</span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Επειδή η Sakuya γέννησε μέσα στις φλόγες, έγινε θεά της φωτιάς και λατρεύεται στο όρος Φούτζι. Ωστόσο, σύμφωνα με το θρύλο που έφτασε στο Fujisan Hongu Sengen-taisha Shrine, η </span><span style="font-family: arial;">Sakuya είναι θεά του νερού, που λατρεύεται στο όρος Φούτζι, προκειμένου να έχει υπό έλεγχο τις εκρήξεις του ηφαιστείου. Επιπλέον και εξ αιτίας αυτής της ιστορίας, θεωρείται θεά προστάτιδα των γυναικών, των γεννήσεων και της ανατροφής των παιδιών.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhTImxLvjatWeTg5EO5_PZnwCuBEgc0DpkyK-LZCKETrSuROqV-I5Ncjnw5zsONsCzDAHgZixZL4nXqqZcXTCzwxr_HJrUaWAZE6CP4dTSUWcsGQ7zSViilz4d9yDMRa1iQGbiFdPgWbUHSP076SFOvWZC4AwMQ8JTrn2yGI9f5M_qfjlEn3An2burI/s640/1d5c72fd9445f95d9e7a18dc84d3100d.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhTImxLvjatWeTg5EO5_PZnwCuBEgc0DpkyK-LZCKETrSuROqV-I5Ncjnw5zsONsCzDAHgZixZL4nXqqZcXTCzwxr_HJrUaWAZE6CP4dTSUWcsGQ7zSViilz4d9yDMRa1iQGbiFdPgWbUHSP076SFOvWZC4AwMQ8JTrn2yGI9f5M_qfjlEn3An2burI/w480-h640/1d5c72fd9445f95d9e7a18dc84d3100d.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Konohana Sakuya-Hime by Lidia Alina</div><div style="text-align: center;">_______</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><br />Ο λόφος όπου η Sakuya γέννησε υπάρχει ακόμη και παραδόξως είναι μικροσκοπικός ενώ δεν τον ξέρει σχεδόν κανένας. Τα αρχαία σκαλοπάτια είναι απότομα, άνισα και αφιλόξενα: είναι σαν να μην ήθελε η Sakuya κάτι πομπώδες και φανταχτερό για το ναό της. Τα δυο πέτρινα φανάρια ishidoro δεξιά κ αριστερά έχουν σκαλισμένη μια επιγραφή που αναφέρει λιτά ότι είναι δώρο από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8JQ2eLyilXtJQNtIagv4-j5Q7UPUo176hyl4_nMzqRVxAzY0LOrH_DH5Bj2OZvPCgO5n5Q9tk2Mjdel7tbQK63h63pXaoglu13wjy0slGuoyFeRbd1NPTAEeXTfAQj6C6_zqWK4iAMbQyLdInWKOKPK7I3xNSNSxrQkJyMwbhENqpuSicdez-Qf-I/s1838/169675381_1729085693931053_1727542510892747949_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8JQ2eLyilXtJQNtIagv4-j5Q7UPUo176hyl4_nMzqRVxAzY0LOrH_DH5Bj2OZvPCgO5n5Q9tk2Mjdel7tbQK63h63pXaoglu13wjy0slGuoyFeRbd1NPTAEeXTfAQj6C6_zqWK4iAMbQyLdInWKOKPK7I3xNSNSxrQkJyMwbhENqpuSicdez-Qf-I/w640-h426/169675381_1729085693931053_1727542510892747949_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Φωτό: Stelios Steriteri Prezerakos</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><br />Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο μικροσκοπικός ναός της φωτογραφίας, σε εκείνο το ακριβές σημείο που η Sakuya έφτιαξε την καλύβα της. Η θέα από εκεί είναι απίστευτη – όταν βέβαια δεν έχει συννεφιά. Μπροστά φαίνεται η λίμνη Kawaguchi και το Φούτζι είναι στον ορίζοντα, περίπου στο ύψος της βάρκας στα αριστερά.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgkzeuGXS7b9fSMKF4gUfDwJDWBt4s3uzceove2gk9p34bxQpMvxDUflnJCPmKBpBAkRcKN4fi8Zu7eUtsz-bRMKdzqGyiPYtkUR_5XvURon7WskzdNIf-sX2cDU1wD-h_a2xwHueVKZTXkiRNkSDAajSjfAXcOJ3UTk4QHkg-AkCCbbaZX2BKmt8-F/s1838/168810546_1729085623931060_4425137543204762095_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgkzeuGXS7b9fSMKF4gUfDwJDWBt4s3uzceove2gk9p34bxQpMvxDUflnJCPmKBpBAkRcKN4fi8Zu7eUtsz-bRMKdzqGyiPYtkUR_5XvURon7WskzdNIf-sX2cDU1wD-h_a2xwHueVKZTXkiRNkSDAajSjfAXcOJ3UTk4QHkg-AkCCbbaZX2BKmt8-F/w640-h426/168810546_1729085623931060_4425137543204762095_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Φωτό: Stelios Steriteri Prezerakos</div></span><div style="text-align: center;">_________</div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #351c75; font-family: arial; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Κοτζίκι, Αρχαία γιαπωνέζικη επική χρονογραφία, Η Πριγκίπισσα Άνθιση, σελ. 61-62, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.japanese-wiki-corpus.org/Shinto/Konohana%20no%20sakuya-bime.html" target="_blank">Konohana no sakuya-bime</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.facebook.com/profile/100004889160302/search/?q=Sakuya%20" target="_blank">Stelios Steriteri Prezerakos</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.santuariolunar.com.br/en/goddess-konohana-sakuya/" target="_blank">GODDESS KONOHANA SAKUYA – SHINTO GODDESS OF FLOWERS AND VOLCANOES</a></span></li></ul></div></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-89048124935038349542022-03-21T07:24:00.000+02:002022-03-21T08:18:43.635+02:00Ο Αγώνας του 1821 στην μεταπολεμική και νεότερη ποίηση<div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#" style="font-family: arial;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhvqDfwr8F3Ewyl3kIxjqJM3pJOMjLMTW3_TdO9-KnFsfF9rgw0X04AG0tq6LiHRaNz8-YjCUNZBHDCigf7TG1u-ZENXnuYVoc-z4AuT1UZDUq_v_9fXNmMbMgsj4W_nUCz0rBqzu2On-r-zOjJ895qV6N8r2y7iVehx6wb6tgB5orrJ8rd3tpGBnvy=w640-h476" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Διονύσιος Σολωμός - Γεώργιος Καραϊσκάκης:</div><div style="text-align: center;"> Έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή» (φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).</div></span><div style="text-align: center;">_______</div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Από την εθνικοπατριωτική στην κριτική στάση </b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Η πρόσληψη του αγώνα του ’21 από τη μεταπολεμική, την ποίηση της γενιάς του ’70 καθώς και από την ποίηση που δημοσιεύεται προς το τέλος του 20ού αιώνα, διαφέρει αισθητά από την εθνικοπατριωτική, εξιδανικευτική οπτική της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, η οποία στέκεται με υπερηφάνεια απέναντι στα γεγονότα της Επανάστασης. Με το πέρασμα του χρόνου και ζώντας τις ιστορικές περιπέτειες που τους σημαδεύουν, οι ποιητές στέκονται ολοένα και κριτικότερα απέναντι στην Eπανάσταση, άλλοτε απομυθοποιώντας ή ελέγχοντας κι άλλοτε εκφράζοντας λύπη, ματαίωση ή και εναντίωση σε επαναστατικούς χειρισμούς ή κακώς κείμενα, όπως οι εμφύλιες συρράξεις, οι διολιοφθορές, τα «καπάκια» κ.ο.κ.</span><div><span style="font-family: arial;"><br /> Όποιες όμως τάσεις κι αν εγγράφονται στην ποικιλία των εκφάνσεών τους στη νεότερη αυτή ποίηση, υμνητικές ή απλώς υπαινικτικές, συνδεδεμένες με γεγονότα της νεότερης ιστορίας ή μη, είναι φανερό πως ο αγώνας του ’21, οι ηρωικές μορφές που τον υπηρέτησαν, οι νικηφόρες αλλά και οι οδυνηρές στιγμές του είναι χαραγμένες βαθιά στις ψυχές των ποιητών μας, αφού το χρέος ή η ανάγκη τους να μιλήσουν για όλα αυτά είναι η δύναμη και η ώθηση που γεννά τα ποιήματά τους.</span><div><span style="font-family: arial;"><br />Δύο αιώνες μετά, οι λογαριασμοί μας με την Επανάσταση, που αποτελεί οργανικό κομμάτι του εθνικού υποσυνείδητου, παραμένουν και θα παραμείνουν ανοικτοί, όσο μια πληθυσμιακά μικρή εθνική κοινότητα θα αναζητά εναγώνια στο παρελθόν της τα ερείσματα του συλλογικού παρόντος της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjg8aNLAbvM9Zbdgil2Htd2pte-Aiz64ow-tw9BuEt43aqPPuVOtBCWGr0xJpitGTH6xmxLidWT_NHy1guLyyfsM6oN6oL_ADtOst2LSg7EWNPnN7L58LUQwkJ45xiCTF6sJW-dU9j30fkI9-qCe-KNQIDzAidhqLZaTIyGGRgPIOEyxT5_FG3fuZYI/s1568/ChristosBokoros2021-02-1200x1568.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjg8aNLAbvM9Zbdgil2Htd2pte-Aiz64ow-tw9BuEt43aqPPuVOtBCWGr0xJpitGTH6xmxLidWT_NHy1guLyyfsM6oN6oL_ADtOst2LSg7EWNPnN7L58LUQwkJ45xiCTF6sJW-dU9j30fkI9-qCe-KNQIDzAidhqLZaTIyGGRgPIOEyxT5_FG3fuZYI/w490-h640/ChristosBokoros2021-02-1200x1568.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Διονύσιος Σολωμός, έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή»</div><div style="text-align: center;">(φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Οι μικροί ποιητές, οι ποιητές θεοί...</b></span></div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: right;"><i>Λάβετε τα περικλειόμενα και καταλάβετε οπού το Μισολόγγι </i></div></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i>κινδυνεύει και ακοντά οπού κινδυνεύει όλον το Εθνος μας.</i></span></div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><i>(Επιστολή πολιορκημένων, 2 Μαρτίου 1826)</i></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Έρχεται και με βρίσκει στην καρδιά εκείνο κάθε τόσο που έβρισκε στην «ανάγνωση» η ολιγογράμματη μητέρα μου —το «οπού»— κάθε που της ζητούσα επίμονα να μου διαβάσει κάτι με την γνωστή της καλοσύνη, που δεν την ξαναβρήκα πουθενά σχεδόν. Όπου συναντούσε ενα ένοχο ακέφαλο «που», εκείνη συλλάβιζε το αθώο της «οπού» και διασκέδαζα εγώ, και με την αδερφή μου γελούσαμε κρυφά, ωσάν ανόητοι εγγράμματοι, που δεν εννοούσαν τη γλώσσα όσων είχαν μόλις με την κραυγή του 20ού αιώνα γεννηθεί. Κι ακόμη, ως νέοι μοντέρνων καιρών, μα στην ουσία αρνητές των παλαιών, δεν εννοούσαμε το γλωσσικό ανάκρουσμα που κρυβόταν σε όσους προηγήθηκαν από μας και που ξεμύτιζε μ’ εκείνο το «οπού» εως τα μέσα του νέου αιώνα, που έμελλε να ζήσουμε ελεύθεροι —εμείς— από τις πλούσιες πληγές του· που έρχεται τώρα και με πετυχαίνει στην καρδιά...</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Τη γλώσσα που συνάντησα αργότερα, και σαν αριστερός, στου Μακρυγιάννη τ’ απομνημονεύματα, ή και πιο πριν σαν μαθητής, στου Κασομούλη τα ενθυμήματα, κι ουδόλως με δυσκόλεψε, εφόσον είχα την πείρα απ’ τα δικά της ομιλήματα. Και τώρα χαίρομαι που είμαι απόγονος κι εγώ μιας τέτοιας γλώσσας, που πιο πολύ και ακριβότερα στου Σολωμού αγάπησα τα λαμπερά ξεσπάσματα - και στα αγνά του Κάλβου και σπάνια κοιτάσματα.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Ό,τι δεν πίστεψα νωρίς, έρχεται αργά και στην καρδιά με πετυχαίνει. Γιατί δεν ξέχασα ποτέ το πώς και πού την αθωότητα να βρίσκω, ίσαμε που τις βασανιστικές ανάγκες μου να συντηρώ με τρόπο φυσικό. Σαν τα λιμνάζοντα της πόλης μου νερά, όταν την υπερέβαινε η λίμνη της, που κάθιζαν στις άπλες της, και εισχωρούσαν στις συνθήκες των ανθρώπων, και που απομακρύνονταν για λίγο, και ματαγύριζαν νυχτερινά κι από τα σάλτσινα με την μπασιά ξεχείλιζαν.<br /><br /> Υπά</span><span style="font-family: arial;">ρχουν κι οι μικροί θεοί οπού δεν απαιτούν πίστη, αλλ’ είναι οι ίδιοι στον άνθρωπο πιστοί και τον φυλάνε με τον λόγο τους, χωρίς τις προσευχές και δίχως παρακλήσεις - οι ποιητές θεοί - που ούτε γράφουν ούτε και σβήνουν αμετάκλητα, αλλά κρατούνε την ανθρώπινη ουσία αχάλαστη μες στους καιρούς, και κάθε τόσο, με τρόπο θαυμαστό, την μεταλαμπαδεύουν σε λίγους φωτισμένους· που μεσ’ από την ίδια γλώσσα εκείνοι μας παιδαγωγούν και μας ανάγουν…</span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Νίκος Αντωνάτος</b>, Το οπού, Εικών ή λίθος, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2014.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiuQeTuSxdEBcwQU4L1SlA9jwVN0M1MXd6fuN0hRETmXTLEE1RkXQR5hWFbukvSqL6Vw--dkkRQTrzk8oK_E9cTfAxO46bdRN_N74HSvIL0nDMA-4baeiR8mEOnK_3iVnVZH2iAW4YRWI5zmbifR4mpeSphGSR2-yMUla-gpNQDPE8Bxc40gEu9W9Yg=s1024"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiuQeTuSxdEBcwQU4L1SlA9jwVN0M1MXd6fuN0hRETmXTLEE1RkXQR5hWFbukvSqL6Vw--dkkRQTrzk8oK_E9cTfAxO46bdRN_N74HSvIL0nDMA-4baeiR8mEOnK_3iVnVZH2iAW4YRWI5zmbifR4mpeSphGSR2-yMUla-gpNQDPE8Bxc40gEu9W9Yg=w640-h590" /></a></div><div style="text-align: center;">Φωτό: Σταμάτης Καταπόδης</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ελληνοπούλα μια σταλιά</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><i>Για μια τρισχαριτωμένη τρίχρονη παιδούλα, </i></div><div style="text-align: right;"><i>που, ντυμένη την εθνική μας φορεσιά, ανέμιζε </i></div><div style="text-align: right;"><i>στην παρέλαση τη γαλανόλευκη.</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ελληνοπούλα μια σταλιά, χωράς το Εικοσιένα!</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Άγγελος Παρθένης, Ελληνοπούλα, </div><div style="text-align: right;">Μεγάλη Άρκτος, Αθήνα, Κέδρος, 2013</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj1BK0_9F3L14SOULcoriC4jXuNRweJo_6ZOCUhne0ROcyQpjRLM3iWNOSaQWbNNyhZoXE9EcGi09dhT8tbSujp87aBGNoetQvbtEdjsJUeL6qy5hIgDyDuiLfw1rudAfQ8RzkGw-uA54lm_eUMNm4Z_w8abbhgaR9g78dQ5MWatlsbwvurmwvryrSj=s1305"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj1BK0_9F3L14SOULcoriC4jXuNRweJo_6ZOCUhne0ROcyQpjRLM3iWNOSaQWbNNyhZoXE9EcGi09dhT8tbSujp87aBGNoetQvbtEdjsJUeL6qy5hIgDyDuiLfw1rudAfQ8RzkGw-uA54lm_eUMNm4Z_w8abbhgaR9g78dQ5MWatlsbwvurmwvryrSj=w470-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόκριτος της Μάνης, κηρύσσει την Επανάσταση στη Μεσσηνία. </div><div style="text-align: center;">Λιθογραφία του Peter von Hess, 1852 (λεπτομέρεια – Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Σαν πας στην Καλαμάτα...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Σαν πας στην Καλαμάτα,</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">νέα γυναίκα ζωγραφισμένη μου,</div><div style="text-align: center;">και ’ρθεις με το καλό,</div><div style="text-align: center;">φέρε μου γραφές,</div><div style="text-align: center;">μαντάτα και μηνύματα,</div><div style="text-align: center;">σφραγίδες κι ενθυμήματα</div><div style="text-align: center;">Μάρτη του είκοσι ένα.</div><div style="text-align: center;">Εσένα, λέω, Μεσσήνια Κυρά,</div><div style="text-align: center;">Νεοελληνική Ιστορία.</div><div style="text-align: center;">Φέρε μου να ξεφυλλίσω τη μεγάλη απόφαση, </div><div style="text-align: center;">μορφές παλικαριών, μάχες, αγωνίες</div><div style="text-align: center;">φωτιές και προσδοκίες.</div><div style="text-align: center;">Φέρε μου κι ένα μαντίλι καλαματιανό,</div><div style="text-align: center;">φλάμπουρο τρανό</div><div style="text-align: center;">για το ξεκίνημα του Αγώνα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Τάκης Σιδέρης</b>, Η Νεοελληνική Ιστορία στην Καλαμάτα, </div><div style="text-align: right;">Ατομική Έκθεση, Αθήνα, Κέδρος, 1997</div></span><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhOk7V4puRtMfl_ZqwZ5194KDIm87aiWjijWiwaSzvG9ID8ZAujCqzgMb3bOTIsAPZnVvQa5EMmH_d2ugMegrKq4D9hNL9YjTi3zfMPczZG4kR-7WU0wWOrG-ay2gedtk-S4ceePw0IYB8Rm0Ol2EZ5dehTfBHL-RFYgQF3AIiZqu39Sg1vdhlDHZTv=s2000"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhOk7V4puRtMfl_ZqwZ5194KDIm87aiWjijWiwaSzvG9ID8ZAujCqzgMb3bOTIsAPZnVvQa5EMmH_d2ugMegrKq4D9hNL9YjTi3zfMPczZG4kR-7WU0wWOrG-ay2gedtk-S4ceePw0IYB8Rm0Ol2EZ5dehTfBHL-RFYgQF3AIiZqu39Sg1vdhlDHZTv=w640-h614" /></a></div><div style="text-align: center;">Κωνσταντίνος Παρθένης, Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, 1933. Εθνική Πινακοθήκη</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αποθέωσις...</b></span></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο Παρθένης με το νεφτελίδικο λάδι του</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">αποθέωσε έναν ολόκληρο Αθανάσιο Διάκο.</div><div style="text-align: center;">Ο Παπαλουκάς με το πασταδόρικο λάδι του</div><div style="text-align: center;">αποθέωσε ένα ολόκληρο</div><div style="text-align: center;">καμένο χωριό της Μυτιλήνης.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Τάκης Σιδέρης</b>, Παρθένης και Παπαλουκάς, </div><div style="text-align: right;">Το αντρειωμένο τοπίο, Αθήνα, Εριφύλη, 1998</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiHe7xBzypKlLT6erAG93GvyGBg2T50vYKeQSjn_lflbGXVHWFu1VTtjukNhir_I2DZtpjJPYpt45FtJS2ZZbIa4nzkRNDURk7sjTLROFKAlnteYU1PTXmQxnIiCxmrpGCu7Kub5COH3kskPZTYVj3vivw0EsIYjsPNiAUdst7NtUSJKdhMkH43zUR_=s441" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="441" data-original-width="336" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiHe7xBzypKlLT6erAG93GvyGBg2T50vYKeQSjn_lflbGXVHWFu1VTtjukNhir_I2DZtpjJPYpt45FtJS2ZZbIa4nzkRNDURk7sjTLROFKAlnteYU1PTXmQxnIiCxmrpGCu7Kub5COH3kskPZTYVj3vivw0EsIYjsPNiAUdst7NtUSJKdhMkH43zUR_=w488-h640" width="488" /></a></div><div style="text-align: center;">Φανταστικά πορτρέτα του Κάλβου: Σχέδιο του Γιώργου Σεφέρη</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«...σωθήτωσαν αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας»</b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i>Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i>Μνημονεύετε Αλέξανδρον Παπαδιαμάντη</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i>ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ</i></span></div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;">Δεν είναι πια η απόσταση</div><div style="text-align: center;">μα οι κάθετες παρεμβολές</div><div style="text-align: center;">δεν είναι οι λέξεις</div><div style="text-align: center;">μα η παγίδα της φωνής</div><div style="text-align: center;">φίλε, τι να σου γράψω, πώς</div><div style="text-align: center;">να δονήσω τις φριχτές μεμβράνες</div><div style="text-align: center;">τι να σου πω για τους τυφλούς</div><div style="text-align: center;">τον νουν τα όμματα.</div><div style="text-align: center;">Πικρό είναι το ψωμί της εξορίας,</div><div style="text-align: center;">είπε ο Κάλβος, κρούοντας</div><div style="text-align: center;">την αυθεντική του λύρα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Είμαστε τώρα εξόριστοι</div><div style="text-align: center;">μέσα στο ίδιο μας το σπίτι</div><div style="text-align: center;">και γύρω μας ασχημονούν</div><div style="text-align: center;">οι μεταμφιεσμένοι επιδρομείς.</div><div style="text-align: center;">Η Ελλάς ξεφεύγει από τα χέρια μας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και στη γυμνή επιφάνεια</div><div style="text-align: center;">των καιρών οι κούφιοι</div><div style="text-align: center;">της στιγμής αξιωματούχοι</div><div style="text-align: center;">νοθεύοντας τις λέξεις</div><div style="text-align: center;">ασελγούντες επί της σεπτής</div><div style="text-align: center;">του Γένους ιστορίας</div><div style="text-align: center;">οι κορακόφθαλμοι...</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Τέτοιες στιγμές, διαβάζοντας </div><div style="text-align: center;">τον πληγωμένο βάρδο, κρούω </div><div style="text-align: center;">κι εγώ την λύρα του, κράζω </div><div style="text-align: center;">μέσ’ στις στροφές του: σωθήτωσαν </div><div style="text-align: center;">αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας!</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div style="text-align: center;">Ο Μακρυγιάννης είπε:</div><div style="text-align: center;">«σημειώνω τα λάθη ολονών </div><div style="text-align: center;">και φτάνω ως την σήμερον...»</div><div style="text-align: center;">Πιο πέρα: «και η πατρίς κατάντησε </div><div style="text-align: center;">παλιόψαθα των ατίμων...»</div><div style="text-align: center;">Πιο πέρα: «Πάρ’ το αυτό </div><div style="text-align: center;">το χαρτί και βάλ’ το σε μια πέτρα </div><div style="text-align: center;">να είναι σίγουρο, μην κάψουν </div><div style="text-align: center;">το σπίτι και καγεί...»</div><div style="text-align: center;">Πιο πριν: «Κι αν είν’ εκείνοι φτωχοί</div><div style="text-align: center;">εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι</div><div style="text-align: center;">πολύ εις τα στορικά του κόσμου...»</div><div style="text-align: center;">Κι εγώ τα λόγια του στοιχειοθετώ.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Φίλε μου, τόσα χρόνια </div><div style="text-align: center;">προσπαθώντας να εκφρασθώ </div><div style="text-align: center;">με συγχωρείς την γλώσσα μου </div><div style="text-align: center;">δεν ξέρω να μιλώ· και όμως</div><div style="text-align: center;">ένα τοπίο μοναχά </div><div style="text-align: center;">με συντηρεί και λίγες λέξεις </div><div style="text-align: center;">από την ελληνική λαλιά μας.</div></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Αριστοτέλης Νικολαΐδης </b>(1922 -1996), Γράμμα εξορίας, 1967, </div><div style="text-align: right;">Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952 -1990, Αθήνα, Πλέθρον, 1991.</div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEibXSpTOzxZqPOUGCxkSVYlHfMzDXpwf7lMAfipp1v--fn3YY0HeTjr4b2LB0VLHrCORR2i4yN8SItX4UwaXGgQikTh_eagIDhJcN4el_BuDcvd8kUcwNqVosD_BXwR5I51oGXvye1nkgMfVPjMiHwe3saS_8Jy9QxDoRoV5QduSpwEtab_e9HPI-1i=s488"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEibXSpTOzxZqPOUGCxkSVYlHfMzDXpwf7lMAfipp1v--fn3YY0HeTjr4b2LB0VLHrCORR2i4yN8SItX4UwaXGgQikTh_eagIDhJcN4el_BuDcvd8kUcwNqVosD_BXwR5I51oGXvye1nkgMfVPjMiHwe3saS_8Jy9QxDoRoV5QduSpwEtab_e9HPI-1i=w637-h551" /></a></div><div style="text-align: center;">Σχεδιαστική απεικόνιση του τραγικού τέλους του Θ. Βλαχάβα (Ιστορία του</div><div style="text-align: center;">Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ', σ. 415).</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο πού να βαδίσει ο άγιος</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>και πού ο απροσκύνητος να σταθεί;</b></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">[...] «Ορέ μουρτάτες, είπε, εμένα καλά με παιδεύετε...</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Όχι γιατί μου αξίζει, μα γιατί έτσι είναι ο νόμος:</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο νικημένος να πληρώνει τη λεβεντιά του με τον πιο άγριο θάνατο.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Όμως αυτόν τον δυστυχισμένο καλόγερο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τι τον τυραννάει και δεν τον τελειώνει ο σκύλος;</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν δικός μας.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αυτός δεν είχε σηκώσει ντουφέκι, μήτε και τραγουδούσε τα τραγούδια </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> τ’ αντάρτικα.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αυτός το σταυρό μόνο κρατούσε</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">παρακινώντας τους σηκωμένους να προσκυνήσουν</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">να γονατίσουν ακόμα μπροστά στον αφέντη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">άλλη Δικαιοσύνη ζητώντας κι άλλη Ελευθερία, μέσα απ’ την πίστη του, </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> τάζοντας.» [...]</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Και κει, στην αυλή του Αλή, οι δυο άνθρωποι βασανίζονταν.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Με καρτερία πάντως αξιοθαύμαστη υπομένοντας τα μαρτύρια</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και με αξιοπρέπεια αδιάπτωτη προχωρώντας – και οι δυο – προς το</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> θάνατο.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Έτσι γίνονταν στα 1808 κι έτσι θα γινόταν και 140 χρόνια αργότερα.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Κι έτσι γίνεται πάντα όταν πέφτουν δίσεχτα χρόνια.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Γιατί σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">πού να βαδίσει ο άγιος</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και πού ο απροσκύνητος να σταθεί;</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Και πώς να σωθεί ο αμόλυντος;</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Όμως με τη ζωή του πάντα ο γενναίος</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ζεσταίνει τους σκλαβωμένους.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Και με το θάνατό του τους οδηγεί</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">απ’ την υποταγή</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">στην ανάσταση.</span></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Θανάσης Κωσταβάρας</b> (1927 - 2007), Θάνατος και αποθέωσις του καπετάν Θύμιου Βλαχάβα και του ιερομόναχου Δημητρίου στα Γιάννινα, Ιστορήματα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1985</span></div></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-qEK7FlwaIEfauxLxfqW3NkK-HA19kmKdqRx8tEwxy4Q9zmIzkYSErA3rzr8zs3bbs43xklRamCoupeBhj6ZNHZ4P2Cl_UdxBVdfsGACkCPUPa6JuuowUs3RWsHU8PlKvD2sCwZeBVgOQ_qTOrPiyheyfjUMuto-KPYS3eXQ-Nj4wwgcQPaW886ly/s3488/%CE%95%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82.tif"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-qEK7FlwaIEfauxLxfqW3NkK-HA19kmKdqRx8tEwxy4Q9zmIzkYSErA3rzr8zs3bbs43xklRamCoupeBhj6ZNHZ4P2Cl_UdxBVdfsGACkCPUPa6JuuowUs3RWsHU8PlKvD2sCwZeBVgOQ_qTOrPiyheyfjUMuto-KPYS3eXQ-Nj4wwgcQPaW886ly/w640-h452/%CE%95%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82.tif" /></a></div><div style="text-align: center;">«Οι δύο εραστές»: Η μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα εν μέσω Τουρκίας και Ρωσίας.</div><div style="text-align: center;">Γελοιογραφία, Βρεττανικό Μουσείο.</div><div style="text-align: center;">Πηγή: Πανόραμα Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, Αθήνα</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν αξιέραστος κόρη...</b></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ξέρω πολλούς μεγάλους πατριώτες μεταξύ αυτών</div><div style="text-align: center;">και ο Αλή Πασάς Τεπελενλής Έλλην εκ πεποιθήσεως </div><div style="text-align: center;">φιλέλλην έστω εξ ενστίκτου νάρκισσος μπεκρής εραστής </div><div style="text-align: center;">των Γραμμάτων και Τεχνών λάτρης της μουσικής</div><div style="text-align: center;">η αόρατη πλευρά του Αιτωλού Κοσμά - άλλος αυτός </div><div style="text-align: center;">τυχοδιώχτης ξεροκέφαλος αντικαριερίστας άγιος</div><div style="text-align: center;">απ’ άλλο ανέκδοτο.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν </div><div style="text-align: center;">αξιέραστος κόρη της οποίας οι σπουδαίοι ερασταί </div><div style="text-align: center;">(όρα και στρατηγόν Μακρυγιάννην)</div><div style="text-align: center;">παραμένουν</div><div style="text-align: center;">ακόμα μέσα στα χαρτιά αμελέτητοι και μακρινοί</div><div style="text-align: center;">συγγενείς</div><div style="text-align: center;">διά την λεγομένην μάζαν που με κάτι </div><div style="text-align: center;">ψευτογκόμενους</div><div style="text-align: center;">που τους αλλάζει σαν πουκάμισα </div><div style="text-align: center;">καλά τα περνάει - α! ονόματα δε λέμε...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Θωμάς Γκόρπας</b>, Πατριωτικοί στίχοι, </div><div style="text-align: right;">Τα Ποιήματα [1957-1983], Αθήνα, Κέδρος, 2006</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgtnpcW6gnK91GIS47JDwuyqgO43ynvbG1D3CGYXZVFu2-lmTSc8HdL2NLRa4HsT1i_4aqFH4Y18g5o7BlSfJVPvGF9u4UT-Bs8wMIpfLzn-TbS_bT4z4NIcKrkoUvnkVttJAGrMMqjNVSKhADgKN9hvoKynmDONcS3GGpy8AWvOcQizpfObyhjtvbd=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgtnpcW6gnK91GIS47JDwuyqgO43ynvbG1D3CGYXZVFu2-lmTSc8HdL2NLRa4HsT1i_4aqFH4Y18g5o7BlSfJVPvGF9u4UT-Bs8wMIpfLzn-TbS_bT4z4NIcKrkoUvnkVttJAGrMMqjNVSKhADgKN9hvoKynmDONcS3GGpy8AWvOcQizpfObyhjtvbd=w640-h414" /></a></div><div style="text-align: center;">Μνημείο Γεωργίου Καραϊσκάκη. Νέο Φάληρο. </div><div style="text-align: center;">William J. Woodhouse, αρχές 20ου αιώνα</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πώς ν’ αναγνωρίσουν τη Δυοβουνιώτου ενός άλλου αιώνα;</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Για όσους αγνοούν τη Δυοβουνιώτου </div><div style="text-align: center;">ή προφασίζονται ότι δυσκολεύονται να την εντοπίσουν </div><div style="text-align: center;">θέλω να δώσω κι άλλα σημεία.</div><div style="text-align: center;">Τα μακρά τείχη εκεί κοντά περνούσαν</div><div style="text-align: center;"> η οιμωγή «εκ του Πειραιώς εις το άστυ» από εκεί ανέβαινε.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Λίγο πιο πάνω έξω από το φημισμένο γήπεδο</div><div style="text-align: center;">πλάι στον ηλεκτρικό σταθμό</div><div style="text-align: center;">έπεσε ο Καραΐσκάκης στις 22 Απριλίου 1827.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div style="text-align: center;">Το ταπεινό μνημείο που επιμένει να μνημονεύει τη θυσία</div><div style="text-align: center;">το έπνιξαν ρέκτες πολεοδόμοι</div><div style="text-align: center;">στις ανισόπεδες και το Palais des Sports.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Άλλα όμως γυρεύουν οι μανιώδεις οπαδοί </div><div style="text-align: center;">που συρρέουν κάθε τόσο αλαλάζοντας</div><div style="text-align: center;">και πώς ν’ αναγνωρίσουν τη Δυοβουνιώτου ενός άλλου αιώνα, </div><div style="text-align: center;">πώς να συμμεριστούν τις οιμωγές μου.</div></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Τάσος Γαλάτης</b>, Ο άλλος αιώνας, </div><div style="text-align: right;">Κάθοδος, Αθήνα, Τυπωθήτω, 2011</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgzNpe3S2-WYbg4C2X8uri-UXcQhk_4GDG1dznCTeQ-Fx2AMl9UFWHaKlOcVMxVXxLvoyWge7-RndmoxbIexevo0HXHA1YkLr_j6VBvYmyZ-LYEq9J1iSnPDGiR9kWkScsLQPd-T9Ame2U8kMEAV0ssUd5nYRyAQRzYR92YCWb00ZSkMyvFjanBgpz8=s1570"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgzNpe3S2-WYbg4C2X8uri-UXcQhk_4GDG1dznCTeQ-Fx2AMl9UFWHaKlOcVMxVXxLvoyWge7-RndmoxbIexevo0HXHA1YkLr_j6VBvYmyZ-LYEq9J1iSnPDGiR9kWkScsLQPd-T9Ame2U8kMEAV0ssUd5nYRyAQRzYR92YCWb00ZSkMyvFjanBgpz8=w522-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, όπως τον «είδε» ο Χρήστος Μποκόρος: σαν σκιά. </div><div style="text-align: center;">Από την ατομική έκθεση «1821, η γιορτή» στο Μουσείο Μπενάκη.</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο ακραίος λόγος</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Στον Ξάνθο Μαϊντά</div><div style="text-align: center;">Για να συνθέσεις ένα ποίημα</div><div style="text-align: center;">και να επιτύχεις τον Ακραίο Λόγο,</div><div style="text-align: center;">όπως λες, Ευμένη,</div><div style="text-align: center;">πρέπει πολλά να έχουν συμβεί.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και πρέπει πρώτα απ’ όλα</div><div style="text-align: center;">να σ’ έχει εις θάνατον καταδικάσει</div><div style="text-align: center;">και να σε καταδιώκει ως προδότη της πατρίδας σου</div><div style="text-align: center;">ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πρέπει, εσύ επίσης, με το μικρό σου ασκέρι</div><div style="text-align: center;">ν’ ανηφορίζεις πικραμένος αλλ’ όχι απελπισμένος</div><div style="text-align: center;">στα Άγραφα ή στο Βελούχι και τον Ασπροπόταμο.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τότε αβίαστα θα αναβλύσει ο ακραίος λόγος,</div><div style="text-align: center;">ο καίριος και ο ανεπανάληπτος και ο ελληνικός.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Έχει και τουμπελέκια ο πούτζος μου</div><div style="text-align: center;">έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω</div><div style="text-align: center;">θα μεταχειρισθώ.</div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Χρίστος Ρουμελιωτάκης</b>, Ο ακραίος λόγος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, </div><div style="text-align: right;">Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα., Αθήνα, Τυπωθήτω, 2008 </div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjp7_tFPjwwdbfQQxVIgRL-3_Mu_HaAdVtJCRkWMYNryC01gUXyKRyK-gXtXKQjeIePwkiRXUXZSdV-sJMEYf7PZ2jqDhLWvB_tXgSzwgAL_nCsIC0DujiGAsUynSzY3I2k2IA61yEH-Q7Nv_4JUgJdOlaM2UsnbtZudjsLqKJgRtkDQu_k1hpx2HQg=s960"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjp7_tFPjwwdbfQQxVIgRL-3_Mu_HaAdVtJCRkWMYNryC01gUXyKRyK-gXtXKQjeIePwkiRXUXZSdV-sJMEYf7PZ2jqDhLWvB_tXgSzwgAL_nCsIC0DujiGAsUynSzY3I2k2IA61yEH-Q7Nv_4JUgJdOlaM2UsnbtZudjsLqKJgRtkDQu_k1hpx2HQg=w542-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Η προτομή της Μαντώς Μαυρογένους, στο παλιό λιμάνι, στη μέση της πλατείας που φέρει το όνομά της</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div><br /></div><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η ηρωίδα της Μυκόνου</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Η προτομή της περιφρονημένη </div><div style="text-align: center;">παρακολουθεί την ασωτία </div><div style="text-align: center;">του πανέμορφου νησιού που έσωσε </div><div style="text-align: center;">πλούτη και κάλλη αφειδώς ξοδεύοντας </div><div style="text-align: center;">στ’ όνομα της ελευθερίας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Περιστοιχισμένη από αγοραίους </div><div style="text-align: center;">κολασμένους έρωτες </div><div style="text-align: center;">απελπισμένα αναπολεί </div><div style="text-align: center;">τον άτυχο, αγνό δεσμό της </div><div style="text-align: center;">με τον Υψηλάντη.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Θυμάται τη μοσχοβολημένη άνοιξη </div><div style="text-align: center;">που τότε μύριζε θειάφι μπαρούτι </div><div style="text-align: center;">καθώς εισπνέει αναθυμιάσεις </div><div style="text-align: center;">από χασίσι κι αλκοόλ.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Το ντελικάτο της κορμί </div><div style="text-align: center;">πατώντας πάνω σέ πτώματα </div><div style="text-align: center;">φάνταζε υπερκόσμιο, δαιμονισμένο </div><div style="text-align: center;">τρέποντας σε φυγή τον στόλο των Αλγερινών </div><div style="text-align: center;">των Τούρκων έπειτα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Έντρομα τα πληρώματα </div><div style="text-align: center;">των καραβιών του εχθρού </div><div style="text-align: center;">έφευγαν πανικόβλητα κάνοντας χώρο </div><div style="text-align: center;">για να περάσουν σήμερα κότερα αστραφτερά </div><div style="text-align: center;">και γιοτ πολυτελή.</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div style="text-align: center;">Ελάχιστοι επισκέπτες ακουμπούν </div><div style="text-align: center;">στο βάθρο της λίγα λουλούδια </div><div style="text-align: center;">που υποδέχεται μ’ ένα χαμόγελο </div><div style="text-align: center;">κάπως ειρωνικό στα πελιδνά της χείλη </div><div style="text-align: center;">και σιγοψιθυρίζει:</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Η αγάπη της πατρίδος μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>η πίστις εις την θρησκείαν μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>η δίψα δικαίας εκδικήσεως</i></div><div style="text-align: center;"><i>εξήραν την ψυχήν μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>και μου ενέσπειραν τον πόθον των μαχών.</i></div></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><span>Η πλαγιογραφημένη τελευταία στροφή φέρει υποσημείωση από την ποιήτρια: </span></div><div style="text-align: left;"><span><b>«Λόγια της Μαντώς Μαυρογένους χαραγμένα κάτω από την προτομή της.»</b></span></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Αγγελική Σιδηρά</b>, Η ηρωίδα της Μυκόνου, Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgoy0WJC9EcBUd7lj6WoWqoROAnTH4ak3puYCCg0LXnGhDCQUbgVMJkjUrO_ibEBdWmN1DL__a-2qKDZKpcgYgy93F4GZAATXnCDIUKlQOBHQNlgg_f8NLElSsBTi7NFc5UHsLbgcwJn2Dfvv8H-DKYootepwqOYUqjCQ3JK7JhVHW-f9nO8OIoDFpj=s500"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgoy0WJC9EcBUd7lj6WoWqoROAnTH4ak3puYCCg0LXnGhDCQUbgVMJkjUrO_ibEBdWmN1DL__a-2qKDZKpcgYgy93F4GZAATXnCDIUKlQOBHQNlgg_f8NLElSsBTi7NFc5UHsLbgcwJn2Dfvv8H-DKYootepwqOYUqjCQ3JK7JhVHW-f9nO8OIoDFpj=w512-h640" width="512" /></a></div><div style="text-align: center;">Το λάβαρο των Κυπρίων αγωνιστών του 1821, λευκό με γαλανό μεγάλο σταυρό στη μέση και στο επάνω μέρος την ένδειξη «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ».</div><div style="text-align: center;">________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το Εικοσιένα στην Κύπρο</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σκεφτότανε τ’ αθάνατον Εικοσιένα </div><div style="text-align: center;">και την πικρή σκλαβιά μέσα στη νύχτα.</div><div style="text-align: center;">Είχε μια λύπη στην ψυχή, που αυτός ωρίμαζε, </div><div style="text-align: center;">χώρια και μόνος, στη σκιά της Λευτεριάς.</div><div style="text-align: center;">Κι έλεε: «Πότε βγάνω το κεφάλι </div><div style="text-align: center;">από τ’ άνομα κέρδη του πλησίον;»</div><div style="text-align: center;">Και δεν έπαιρνε απόκριση. Ήξερε δα </div><div style="text-align: center;">πως ένας φτάνει και συχνά περσεύει.</div><div style="text-align: center;">Γι’ αυτό καθότανε την άγρια, κοφτερή </div><div style="text-align: center;">να πελεκάη ελευτερία.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Αυτή και μόνη του ’δινε κουράγιο </div><div style="text-align: center;">να βυθοσκοπηθή αργά προς τα μεσάνυχτα </div><div style="text-align: center;">και να γλυκοκοιμάται «υπέρ την νύκτα».</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Κυριάκος Χαραλαμπίδης</b>, Το Εικοσιένα στην Κύπρο, </div><div style="text-align: right;">Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span><b>Σημ</b>.«υπέρ την νύκτα»: Στίχος προερχόμενος </span>από την ένατη στροφή της καλβικής ωδής «Εις ελευθερίαν»:</div><div style="text-align: center;">θ΄.</div><div style="text-align: center;"><i><span>Μία δύναμις ουράνιος </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span>εις τήν ψυχήν σας δίδει </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span>πτερά ελαφρά, και υψώνεται </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span>λαμπρόν το μέτωπόν σας </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span> υπέρ την νύκτα.</span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="font-size: x-small;"><br /></span></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjGUQoDkiFmN74uggvwOBEdLfbWFJKxMXpaDnqPR8QerJx2qmYidOpcPspIr0fMOO3tr-H-pn_KEXm4gscfIMfZEywSNMiCNh1tTK83OPkJhZb553EMTjLavsOknnM94kkbPaa1MZZEJsCtIgVTrJCQb4fo6UtZq3N9wbhqARNP5IGs4LSgDwR8y2Uo=s600"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjGUQoDkiFmN74uggvwOBEdLfbWFJKxMXpaDnqPR8QerJx2qmYidOpcPspIr0fMOO3tr-H-pn_KEXm4gscfIMfZEywSNMiCNh1tTK83OPkJhZb553EMTjLavsOknnM94kkbPaa1MZZEJsCtIgVTrJCQb4fo6UtZq3N9wbhqARNP5IGs4LSgDwR8y2Uo=w640-h170" /></a></div><div style="text-align: center;">Ψηφιοποιημένες συλλογές ΕΛΙΑ</div><div style="text-align: center;">______</div></span><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>«Θλιβερή παρωδία παλαιών συγκινήσεων...»</b></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div></span><div style="text-align: right;"><i><span style="font-family: arial;">«Ούτοι εν άρμασι...»</span></i></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Εικοσιπέντε σήμερα</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">του Μαρτίου μηνός,</div><div style="text-align: center;">του δευτέρου αιώνος</div><div style="text-align: center;">ακριβής μεσημβρία,</div><div style="text-align: center;">μα πάλι αίσθηση ψυχρή</div><div style="text-align: center;">τις ακοές μας πλήττει.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Απ’ τους λάλους εξώστες</div><div style="text-align: center;">της Ελλάδος Ελλήνων</div><div style="text-align: center;">των αρχαίων μας όρκων</div><div style="text-align: center;">τις σεπτές συλλαβές</div><div style="text-align: center;">αλαλάζουν κενά</div><div style="text-align: center;">τα επίορκα κύμβαλα.</div></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Στις εικόνες των τοίχων</div><div style="text-align: center;">με γαλάζιες γραφές</div><div style="text-align: center;">ηττημένος ο βάρβαρος,</div><div style="text-align: center;">μα νικά ο εχθρός</div><div style="text-align: center;">μ’ άλλο πρόσωπο ορθός,</div><div style="text-align: center;">που ανίκητος είναι.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ματωμένο της νίκης</div><div style="text-align: center;">το τιμώμενο μέτωπο.</div><div style="text-align: center;">Θλιβερή παρωδία</div><div style="text-align: center;">παλαιών συγκινήσεων,</div><div style="text-align: center;">κομιδή των οστών μας</div><div style="text-align: center;">η παρούσα πανήγυρις.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Γύρω μας ολα σαθρά.</div><div style="text-align: center;">Αδέρφια, το τραγούδι μας</div><div style="text-align: center;">πού να πατήση;</div><div style="text-align: center;">Με γαλάζιες πομπές</div><div style="text-align: center;">το σκήνωμα κηδεύεται</div><div style="text-align: center;">σήμερα της ψυχής μας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Κωνσταντίνος Ι. Δάλκος</b>, 25-3-1971, Ως εν παρόδω, Αθήνα, 2004</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiPQHrqQZPiwSHXVspr1IbnWRnkH7I4UpXRKYC7m9GyrsxTPQeTf4MnJ_I4XMnGpc4eVEVdU9zVHKr5fnbgpp65SHSrfjcRQtdAliXwZ0qFdUInDWsYiWlHvtWeDKK7-n5D-wMEHrxGrjQC624tgWNvfmDixtcR_-ovjyHi94E-IJTjMdFV4GwEfrGB=s759"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiPQHrqQZPiwSHXVspr1IbnWRnkH7I4UpXRKYC7m9GyrsxTPQeTf4MnJ_I4XMnGpc4eVEVdU9zVHKr5fnbgpp65SHSrfjcRQtdAliXwZ0qFdUInDWsYiWlHvtWeDKK7-n5D-wMEHrxGrjQC624tgWNvfmDixtcR_-ovjyHi94E-IJTjMdFV4GwEfrGB=w618-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Τάσσος, «Μακρυγιάννης», 1945. Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο. Στο φόντο, χειρόγραφο του Μακρυγιάννη. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div> <div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ελλάδα 1973</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μεσίστιες σημαίες στα μπαλκόνια</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">απέραντη βουή στους δρόμους</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">σταματημένη. Κι η Ελλάδα</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τουριστικό κέντρο,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κέντρο μετακομιστικού εμπορίου</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και διερχομένων μεγιστάνων.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μπορντέλα στη Σοφοκλέους, πάροδος Αθηνάς</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Κι ο Μακρυγιάννης</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">με τ' Απομνημονεύματα στο χέρι</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ποιος τον ξέρει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Λεύκιος Ζαφειρίου</b>, Ελλάδα 1973, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ποιήματα 1964 - 2010, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2011</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgNxLzhj1bxM1Trbw34NN2DSChMBGbgxQfwbp-qj6b48wNVENTtz8--sRAk4Q7ZmtNg6XESRI0bfWcn20YgYt9BrU-uUyEQJ9yco3Az8Gq7y6vKq7uB6y21NzLNF5TNX2CwtNWIvJ7GIRJOylhQ80XMSP39rYAGL0zNZTfS1Zsu5uQ7Fp3A463yFCo5=s980"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgNxLzhj1bxM1Trbw34NN2DSChMBGbgxQfwbp-qj6b48wNVENTtz8--sRAk4Q7ZmtNg6XESRI0bfWcn20YgYt9BrU-uUyEQJ9yco3Az8Gq7y6vKq7uB6y21NzLNF5TNX2CwtNWIvJ7GIRJOylhQ80XMSP39rYAGL0zNZTfS1Zsu5uQ7Fp3A463yFCo5=w640-h418" /></a></div><div style="text-align: center;">Αθηναϊκή παρέλαση του 1945, η πρώτη μετά την απελευθέρωση. Φωτογραφικό Αρχείο Αθηνών Παύλου Μυλωνά - Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πρωϊνό εθνικής επετείου</b></span></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Απ’ τα χαράματα ο κουτσός οδοκαθαριστής καθαρίζει </div><div style="text-align: center;">το δρόμο.</div><div style="text-align: center;">Ύστερα η παρέλαση που περνά τον γεμίζει μ’ εμβατήρια</div><div style="text-align: center;">κι άλλα σκουπίδια.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Θάνος Κ. Ξηρός</b>, Πρωϊνό εθνικής επετείου, </div><div style="text-align: right;">Τα ποιήματα 1975-2010. Αθήνα. 2012</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhfa5i1gw4TziWD2lDYwLoe3M_5h5nuDSj6lzZOr866-hYaSfTFztic8KuMgwDtq-4JWqQCtidkdoXDmc9H1Bubdg_gCYCc2SbQApvDhyOx2vnJGpvfnJLzfp1ta4HMzWDLAAGV02mshJzxyWeD70n_HSwA3CD9CXkMODQE6z5VpMiiY1uEbE9X2AnJ=s528" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="528" data-original-width="370" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhfa5i1gw4TziWD2lDYwLoe3M_5h5nuDSj6lzZOr866-hYaSfTFztic8KuMgwDtq-4JWqQCtidkdoXDmc9H1Bubdg_gCYCc2SbQApvDhyOx2vnJGpvfnJLzfp1ta4HMzWDLAAGV02mshJzxyWeD70n_HSwA3CD9CXkMODQE6z5VpMiiY1uEbE9X2AnJ=w448-h640" width="448" /></a></div><div style="text-align: center;">Νικόλαος Γύζης, Η Δόξα των Ψαρών, 1898</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πατριδογνωσία</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div>Είσαι τ’ αποκλεισμένο Μεσολόγγι με την πείνα του </div><div>κι η προσφυγιά της Σμύρνης</div><div>το γιουσουρούμ της Κυριακής </div><div>και η πατρίδα που πουλιέται.</div><div>Είσαι οι δρόμοι που φυγαν στα ξένα οι μετανάστες </div><div>κι ο στεναγμός στα γήπεδα χαμένης ευκαιρίας </div><div>ο έρωτας που πνίγηκε σε όρους συμβολαίων </div><div>και των Ψαρών η ράχη.</div><div>Είσαι το χθες που πάλιωσε </div><div>και τ’ αύριο που δεν ήρθε.</div><div><br /></div></div></span><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Θάνος Κ. Ξηρός</b>, Πατριδογνωσία, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Τα ποιήματα 1975-2010. Αθήνα. 2012</span></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEi99DX3WcjwlEJIgOZgR5b47K8fM0P8JEJ43OgvsvnT_3j2p646bnFsvhr-Pz1o8QRe0BNhHyqzn7zlyORwMHtnv9BzqU3C8n6pAn1TT-a_nx0Umx6YDyy_-TWrCaUHUVLyLfQwPhr-tduPyItGdcPyOnubfhsFWQ4GEfOGH7bQ-bgPSGET_fGj1pvh=s552"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEi99DX3WcjwlEJIgOZgR5b47K8fM0P8JEJ43OgvsvnT_3j2p646bnFsvhr-Pz1o8QRe0BNhHyqzn7zlyORwMHtnv9BzqU3C8n6pAn1TT-a_nx0Umx6YDyy_-TWrCaUHUVLyLfQwPhr-tduPyItGdcPyOnubfhsFWQ4GEfOGH7bQ-bgPSGET_fGj1pvh=w640-h508" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο</div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://www.argolikeseidhseis.gr/2012/10/blog-post_6469.html</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div> </span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Όπως πάντα</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Εδώ είταν, είπε· κι’ από δω έκαμε απόπειρα </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">να δραπετεύσει· δείχνοντας στο σκληρό χώμα την προσπάθεια </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">των δυνατών χεριών του. Όμως δε μπόρεσε. Αυτός </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">που έριξε στην ήττα μια τόσο βάρβαρη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> αυτοκρατορία.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ύστερα βγαίνοντας μάς έδειξε το σεπτό Ναύπλιο </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">το ωραίο Τολό πορφυρωμένο μέσα στον ήλιο του απογέματος. </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ωστόσο, στα δικά μας μάτια στη δική μας μνήμη η μορφή του </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">γέμιζε όλο το τοπίο· το ανάδιδε· κι’ ακόμα το περιείχε</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> αφήνοντας μια αίσθηση παντού πικρή περήφανη </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">της ζωής του. «Καλύτερα άδικα παρά δίκαια» είπε, </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">όταν μια φούχτα επιστήθιοι φίλοι στο διάλειμμα της δίκης </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τον πλησίασαν, φωνάζοντας «αίσχος» και «άδικα σε σκοτώνουν </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στρατηγέ», όταν ακούστηκε εκείνο το φριχτό </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">«Εις θάνατον» από τα «Εθνικόφρονα» στόματα των δικαστών του. </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Α, αργότερα βέβαια το «εις θάνατον» έγινε «ισόβια» </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και πιο ύστερα ο βασιλεύς έδωκε χάριν...</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Σ’ Αυτόν που σήκωσε της Ρωμιοσύνης τον τροχό </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">απ’ την άβυσσο, με χαρά και με αίμα.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Σ’ αυτόν το Γέρο που προσπάθησε να δραπετεύσει </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">από τούτο το αιώνιο, κι’ αψηλό Παλαμίδι.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Μανώλης Πρατικάκης</b>, Όπως πάντα, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ποίηση 1971 - 74, Αθήνα, εκδ. 70 - Πλανήτης, 1974</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgc3xo8Wof6Cli4IrKFQfcwTvBzy4QYIk60JtGnAlZm0M5zT0MTb80ic_EiB7hgkRCY_08wwCMw0EXFpfFaFM_0yROVP2KLsCUpqxxXGCiM4v6VjslfB-XBtP2OcuwBOJwk34kQk0AlfXKfOVWLWjXag4CSttCNpiNgbAk0ag0zVM0dqYDqyMTth8oE=s598"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgc3xo8Wof6Cli4IrKFQfcwTvBzy4QYIk60JtGnAlZm0M5zT0MTb80ic_EiB7hgkRCY_08wwCMw0EXFpfFaFM_0yROVP2KLsCUpqxxXGCiM4v6VjslfB-XBtP2OcuwBOJwk34kQk0AlfXKfOVWLWjXag4CSttCNpiNgbAk0ag0zVM0dqYDqyMTth8oE=w536-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Ρήγας Φεραίος» Μαρμάρινος ανδριάντας του Ιωάννη Κόσσου, 1871 Αθήνα, </div><div style="text-align: center;">Προπύλαια Πανεπιστημίου Αθηνών (http://photodentro.edu.gr/)</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ωδή</b></span></div><div style="text-align: center;"><i>(απόσπασμα)</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">πατρίδα είναι, το σκοτεινό κελί το ξεσοβαντισμένο</div><div style="text-align: center;">πατρίδα είναι ο ανάπηρος στη δημοσιά και το κομμένο πόδι στο μουσείο</div><div style="text-align: center;">ο θάνατος εισπράκτορας στο πρωινό λεωφορείο</div><div style="text-align: center;">ο κόρακας που ξέβαψε στην αντηλιά η καβαλίνα στο χορτάρι</div><div style="text-align: center;">η γριούλα στο σκουπιδοτενεκέ και το σκυλί στο μαξιλάρι</div><div style="text-align: center;">πατρίδα είναι τούτο το κορμί τα γόνατα που δεν προσμένουν</div><div style="text-align: center;">η εκκλησία με το σακάτη άγιο τα δέντρα με τους κρεμασμένους</div><div style="text-align: center;">τα ρημαγμένα πλήθη της ζωής τα ρημαγμένα πλήθη του θανάτου</div><div style="text-align: center;">ο ανδριάντας του Βελεστινλή κι ο ανδριάντας του Μαυροκορδάτου.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Νάσος Βαγενάς</b>, Ωδή, </div><div style="text-align: right;">Πεδίον Άρεως (Ποιήματα 1970-1974), Αθήνα, Διογένης, 1974.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiu0GMv6NU4Q4jJz6aNgvuETXdrEM09cAW1FXy8srJDgab7TwhCkXRtonvpt_3nWXKpirJAXMt8feCr8hXt4LJp4bWheqcP2CT-dhZAB3ErDSnsc9iv7foROXsTeMSWbmV_fLBAFp64x5vLka3dg-UJpfM-Bby8uN69WyC9GGrd4GD8o4I_q3hanj-5=s1024"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiu0GMv6NU4Q4jJz6aNgvuETXdrEM09cAW1FXy8srJDgab7TwhCkXRtonvpt_3nWXKpirJAXMt8feCr8hXt4LJp4bWheqcP2CT-dhZAB3ErDSnsc9iv7foROXsTeMSWbmV_fLBAFp64x5vLka3dg-UJpfM-Bby8uN69WyC9GGrd4GD8o4I_q3hanj-5=w640-h450" /></a></div><div style="text-align: center;">Lord Byron on His Deathbed, by Joseph Denis Odevaere</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Μπάυρον</span></b></div><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;"><br /></span></b></div><div style="text-align: center;">Όχι, δεν σε ξεσήκωσαν οι βόγγοι </div><div style="text-align: center;">των σκλαβωμένων και οι αντεροβγάλτες.</div><div style="text-align: center;">Αν κάποια μέρα βρέθηκες στο Μεσολόγγι, </div><div style="text-align: center;">ήταν για να ξορκίσεις τους δικούς σου εφιάλτες.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ήρωας δεν ήσουν, ούτε βέβαια και παρίας. </div><div style="text-align: center;">Έγνοια σου μόνη, να κοιμάσαι με τις Μούσες. </div><div style="text-align: center;">Κι αν σου το ’λεγαν, θα γελούσες </div><div style="text-align: center;">πως θα γινόσουν σύμβολο ελευθερίας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div>Ένδοξε βάρδε, αγέρωχε μυλόρδε Μπάυρον, </div><div>που πάνσεπτος, ιερός, σού έλαχε ο αίνος, </div><div>ακούσιε κληρονόμε θησαυρών άυλων,</div><div><br /></div><div>μια χάρη σού ζητώ. Σηκώσου</div><div>απ’ τον αθάνατο ύπνο σου, όχι νυσταγμένος,</div><div>και δώσε μου έναν θάνατο σαν τον δικό σου.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Νάσος Βαγενάς</b>, Μπάυρον, </div><div style="text-align: right;">Στη νήσο των Μακάρων, Αθήνα, Κέδρος, 2010</div></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj8fsiOq1B5ZWye7c1RRDSQzNMellBCd4lDuAtg0_35m6ssy8aGk7LfJaRhytnXZhJ95-_X1FGX5PzK8UHxcsl_qXw03R_uMpuXHso8khfU8wBCJDQWvliD1ubYEemPSRIha-VAceh2CZ66nOwMZRxdF7DZu6d3RRX5pjU-6TT23R1NHCUrFR_PWYNs=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj8fsiOq1B5ZWye7c1RRDSQzNMellBCd4lDuAtg0_35m6ssy8aGk7LfJaRhytnXZhJ95-_X1FGX5PzK8UHxcsl_qXw03R_uMpuXHso8khfU8wBCJDQWvliD1ubYEemPSRIha-VAceh2CZ66nOwMZRxdF7DZu6d3RRX5pjU-6TT23R1NHCUrFR_PWYNs=w404-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Θανάσης Απάρτης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1958</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div></span></div><div style="text-align: right;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Δεν ήταν ο θάνατος του Οδυσσέα που</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">με πρόλαβε.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Έφευγε με τα παλικάρια του για το βουνό </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> και τα τσαρούχια τους χτυπάγανε στη </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> γυάλινη σιωπή σαν τη νύχτα προχωρούσε.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μόλις περάσανε τον ποταμό έμεινε πίσω </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> να τους καμαρώνει στον αέρα δυνατά </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">έι στον Γκίκα έι στον Ρίγγα έι και</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">σε σένα Αθάνατε.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Τον θάνατο τον αψήφαγε όσο κι αν είδε </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> στον ύπνο που κοιμόταν το ίδιο όνειρο </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> πολλές φορές και ξανά. Αγόραζε καινούρια </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> φορεσιά στο πανηγύρι του Άι-Λευτέρη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> του Τρυγητή κι ήταν μαύρα τα ρούχα </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> και φαρδιά έπλεε μέσα ο καπετάνιος </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> σαν να κολύμπαγε.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Είδε ακόμα στον ύπνο του το κυπαρίσσι του </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> τυλιγμένο στη φωτιά ήρθαν τά πρόβατα </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> κοντά και δεν αρπάζαν καθόλου φωτιά</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">μόνο περιμέναν.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="font-family: arial; text-align: center;">Κάλεσε τον γραμματικό του υπαγόρεψε </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> τα όνειρα τα χτεσινά γράψε τα σημάδια </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> της ψυχής μου γραμματικέ Χατζηπανταζή </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> γράψ’ τα ελληνικά δοκίμασα τα γηρατειά </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> πολλές φορές στα νιάτα μου και ξέφυγα </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> δοκίμασα το θάνατο και ξέφυγα γιατί εγώ </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> είμαι ο Ανδρίτσος ο ίδιος ο πατέρας μου </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> από παλιά και σήμερα ακόμα δεν τους </div><div style="font-family: arial; text-align: center;">φοβούμαι.</div><div style="font-family: arial; text-align: center;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: center;">Το άλλο πρωί με το άσπρο φως άρχισε </div><div style="font-family: arial; text-align: center;"> το κανόνι από χαμηλά και η σκηνή</div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> με τα σπασμένα μάρμαρα με τις κολόνες </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> φούσκωνε σαν το πανί σαν το πανάκι </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">στο άσπρο φως.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο Ρίγγας τ’ ορφανό τον σήκωσε στην άγκαλιά του </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> να στάζει αίμα ο καπετάνιος του και θάνατο </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> σαν το σφαχτό τον σήκωνε στα χέρια του </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ο Ρίγγας κι έκλαιε σαν το μωρό.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Κάθονταν γύρω στο νεκρό αρχηγό καταγής </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> με τις παλάμες στα γόνατα και σφιχτά </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> σαν τα γατιά κάποιος τους τότε ομολόγησε </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> ζει ο καπετάνιος σύντροφοι δεν πέθανε ζει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> και βασιλεύει τυλιγμένος στα υγρά εντόσθια </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> της μάνας του δικός μας και ζωντανός </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> δικός μας και ζωντανός.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Έπειτα σώπασαν.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Έπειτα σηκώθηκαν.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Λευτέρης Ξανθόπουλος</b>, Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα. Με πέντε ζωγραφιές του Αλέκου Φασιανού, Αθήνα, Δελφίνι, 1995</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjCG2Wfu7cMHtWcoPfwO9cY-K66jUe8RwEeTYuZ79D63gBCNgS0Mdq0p0a7wWiofYOhrJRG-BzsYGCwijQmT7xj8AizSlrgw9COZS1RJ7VElURAIz8gVBrWn5R1c0tnnbSC9S9haMan1hsWIVY49WsgMjYoQ5bTwztgvFpov0mLFNkSV68c_BapUt8y=s1280"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjCG2Wfu7cMHtWcoPfwO9cY-K66jUe8RwEeTYuZ79D63gBCNgS0Mdq0p0a7wWiofYOhrJRG-BzsYGCwijQmT7xj8AizSlrgw9COZS1RJ7VElURAIz8gVBrWn5R1c0tnnbSC9S9haMan1hsWIVY49WsgMjYoQ5bTwztgvFpov0mLFNkSV68c_BapUt8y=w640-h586" /></a></div><div style="text-align: center;">Έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή» (φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).</div></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">_________________</span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Πατριωτικό</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Πανηγυρισμοί, παρελάσεις, παράσημα</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">λόγοι, λόγιοι, λόγια.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ζήτω η Ελλάδα!</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ζήτω το Έθνος! </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ζήτω το αθάνατο Εικοσιένα!</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Η πολιτεία σημαιοστολισμένη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">στο ανοιξιάτικο φέρετρό της.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ελευθερία ή θάνατος.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ελευθερία και θάνατος.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ελευθερία ο θάνατος.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Γιώργος Καραντώνης</b>, Πατριωτικό, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Πεπραγμένα, τ. Α΄, (Ποιήματα 1974 -1997), Αθήνα, Ποιήματα των Φίλων, 2014</span></div><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEguEuq9o7frRIUocX8XpEOa5ggVuzOsIlxK2kUIW7ppIYpa-7zwcsDVL5_TT-digaB89gaxdoTF-F5BbBXeBFnJNMZI4SR0V2qqzVq1zaz2eJVwK_jbeazG9aUixRQEOGqRH7Bip470fJ5CmXYFvYKGGas041xr4ZEKcW7hMS3FkM4d32AA5thn5ZrN=s2037"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEguEuq9o7frRIUocX8XpEOa5ggVuzOsIlxK2kUIW7ppIYpa-7zwcsDVL5_TT-digaB89gaxdoTF-F5BbBXeBFnJNMZI4SR0V2qqzVq1zaz2eJVwK_jbeazG9aUixRQEOGqRH7Bip470fJ5CmXYFvYKGGas041xr4ZEKcW7hMS3FkM4d32AA5thn5ZrN=w640-h442" /></a></div><div style="text-align: center;">Ιστορημένο χειρόγραφο του Σπύρου Βασιλείου από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και τη Θανή του Καραϊσκάκη, 1942, ακουαρέλα σε χαρτί.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: right;"><br /></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Δ' Όλα φεύγουν</b></span></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πώς πάνε στον Πειραιά, καλπάζοντας με αυτοκίνητα</div><div style="text-align: center;">φορώντας μεσοφόρια και εσθήτες λιγοθυμισμένων</div><div style="text-align: center;">με αξιοπρέπειες ανύπαρκτες, μέσα σε ξένους ήχους</div><div style="text-align: center;">και δυο πλατάνια φυτεμένα σε ξένο χώμα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Εσύ μιλάς για φυσιογνωμίες, αυτοί γρυλλίζουν.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τι περιμένεις; Η πόλη φεύγει, δίχως πανιά</div><div style="text-align: center;">τα πλοία βούλιαξαν, οι άνεμοι σβηστήκαν</div><div style="text-align: center;">ο γυιος της Καλογριάς, αδικοσκοτωμένος· εμείς πουθενά,</div><div style="text-align: center;">στον τοίχο ο Μακρυγιάννης, ζωγραφισμένος.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δε ζητάμε παραπάνω, μονάχα να μιλήσουμε</div><div style="text-align: center;">σαν εκείνους.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τα ίδια πράγματα, τα ίδια πρόσωπα, όλα τα ίδια</div><div style="text-align: center;">στον καθρέφτη των νερών, στα μάτια σου</div><div style="text-align: center;">κάθε φορά που ζυγώνεις, μεταμορφώνονται</div><div style="text-align: center;">σε νερό, χώμα και άνεμο, τα υπομένεις.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μα τα ξένα πρόσωπα, τα ξένα πράγματα,</div><div style="text-align: center;">πώς να τ’ αντέξεις.</div></span><div style="font-family: arial;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: right;"><b>Δημήτρης Πιστικός</b>, Δ' Όλα φεύγουν, </div><div style="font-family: arial; text-align: right;">Ανάγνωση, Πειραιάς, 1991</div><div style="font-family: arial; text-align: right;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEje1kfuRaL0WZwcwfEGZ5j9-YEiufhDHubg006NS1_mV0BExKjHd-AX0zXQTsoCNySf7Wwqkk_jqYxIIU8WdA-twcagSGS7HoApVSM0Vuu6py9yZPUWeN9zQWHDFOBM10KRol5p5I-ptY4f0BXwmtgLFPm4N2ztNqx4CdbTBKDgGtxrhx6YcpODp222=s1200"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEje1kfuRaL0WZwcwfEGZ5j9-YEiufhDHubg006NS1_mV0BExKjHd-AX0zXQTsoCNySf7Wwqkk_jqYxIIU8WdA-twcagSGS7HoApVSM0Vuu6py9yZPUWeN9zQWHDFOBM10KRol5p5I-ptY4f0BXwmtgLFPm4N2ztNqx4CdbTBKDgGtxrhx6YcpODp222=w474-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Παναγιώτης Γράββαλος, Ο θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη, Χαλκογραφία </div><div style="text-align: center;">(δοκίμιο καλλιτέχνη), 1997. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="font-family: arial;"><br /></div></div></div></div> <span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Της μοναξιάς</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Βουίζαν χτες τη νύχτα τρομερά</div><div style="text-align: center;">οι πολυκατοικίες· στους δρόμους</div><div style="text-align: center;">είχε σηκωθεί ένας δυνατός αγέρας ξεσηκώνονταν</div><div style="text-align: center;">θαμμένες ρεματιές</div><div style="text-align: center;">πυκνό ακουγόταν</div><div style="text-align: center;">το ποδοβολητό ασυγκράτητων αλόγων</div><div style="text-align: center;">κι ο αχός απ’ τα σπαθιά που απειλητικά </div><div style="text-align: center;">ανεβοκατεβαίναν</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">στις λαγκαδιές, στους λόγγους, στα ρουμάνια </div><div style="text-align: center;">της κρυφής Αθήνας ψες αργά</div><div style="text-align: center;">περνούσε πάνω στο φορείο του και θριάμβευε </div><div style="text-align: center;">ο στρατηγός Γεώργιος Καραΐσκάκης.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Σωτήρης Σαράκης</b>, Της μοναξιάς, Δοκιμασίες και δοκιμές. </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα 1971 1998, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2011</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhxh17zsu0m-jwSoj_xy3v6Ldadn507R9Ksll9-rTtBMHGIMEQX0fiYtftnWsW_gVYV3jeR1fxRqxpvM9CDN_T6KvUsxzR614BevuD4wQM623E_xC4olGvKWDDjHtcbK8YYG5mzazwC4dBmPt7Oy2nflH-R8O5qxoMiZpEUkVKxscl-aq6gbccc9tZj=s2048"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhxh17zsu0m-jwSoj_xy3v6Ldadn507R9Ksll9-rTtBMHGIMEQX0fiYtftnWsW_gVYV3jeR1fxRqxpvM9CDN_T6KvUsxzR614BevuD4wQM623E_xC4olGvKWDDjHtcbK8YYG5mzazwC4dBmPt7Oy2nflH-R8O5qxoMiZpEUkVKxscl-aq6gbccc9tZj=w592-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Θόδωρος Παπαγιάννης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεκαετία 1980. Στο φόντο, λεπτομέρεια επιστολής προς την «Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν» με υπογραφή του Γεωργίου Καραϊσκάκη (ιδιωτική συλλογή)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Παραλ-ήρημα</b></span></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Αλκιβιάδης Κλεινίου, Αλκμεωνίδης </div><div style="text-align: center;">Γεώργιος Καραΐσκάκης, Μούλος</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">άτυχος γέρο-Πλούταρχε</div><div style="text-align: center;">που αυτό το ανάποδο ζευγάρι</div><div style="text-align: center;">ποτέ δε θα ιστορήσεις.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;"><b>Σωτήρης Σαράκης</b>, Παραλ-ήρημα, Δοκιμασίες και δοκιμές. </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα 1971 - 1998, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2011</div></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiYONReuMK4aMKS07HSgtSkueT0yxKaCw7LqRQmz11omXxyfnSt9z0JqCcKwpIpBVZJ35xd29gMjs7fT7ddXcfvntopNPyCQ_9yjJe4gpdkM5toYpnk7kAn7QnifVCzX5rZzLI0xXsg2oY5vE27Wn9Ijc2n-qM1ds7BjEc2NjXvqTtE5ZU1pGt-fl1C=w640-h400" /></div><div style="text-align: center;">Θεόφιλος, Ο ήρωας Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη με τον Κιουταχή, 1928-1930</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πολεμικό δίπτυχο</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Α' Η Επανάσταση</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σκεφτείτε το, ω Έλληνες Χριστιανοί</div><div style="text-align: center;">σκεφτείτε το, αν δεν αμάρτανε η καλόγρια</div><div style="text-align: center;">και δε γεννιόταν ο μεγάλος μας Καραϊσκάκης</div><div style="text-align: center;">σκεφτείτε το πού θα κατέληγε</div><div style="text-align: center;">η επανάστασή μας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Β' Συνοψίζοντας</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ω των ηρώων παμμέγιστε</div><div style="text-align: center;">ψυχή ακραία, στρατηγέ Καραϊσκάκη</div><div style="text-align: center;">ω εσύ που συνοψίζοντας του γένους την εσχάτη περιφρόνηση</div><div style="text-align: center;">προς θάνατο και Αυτοκρατορία</div><div style="text-align: center;">γύρισες κι απλώς έδειξες</div><div style="text-align: center;">έδειξες και στους δυο τα οπίσθιά σου.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Σωτήρης Σαράκης</b>, Πολεμικό δίπτυχο, Στιγμή στο χάος, </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα 1999 - 2010, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2014</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: right;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjPPyXIPmLvYmeGr__tD_80XBm4gEuG5lcZ2vjdqSSaT0e0H1KurUs_iVjsAm5dmYze7h1_k9wYPo2VHbG7JMbaj5II9ZcTqMy3zMtaedXQe0xLvTUOS4HXB3cTyiPfz-Vr8z33weCoRA7bKF7Mk3JiE8WCfcEJEI_epWO0m1Oue_kWoXpwu0DZErxq=s600"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjPPyXIPmLvYmeGr__tD_80XBm4gEuG5lcZ2vjdqSSaT0e0H1KurUs_iVjsAm5dmYze7h1_k9wYPo2VHbG7JMbaj5II9ZcTqMy3zMtaedXQe0xLvTUOS4HXB3cTyiPfz-Vr8z33weCoRA7bKF7Mk3JiE8WCfcEJEI_epWO0m1Oue_kWoXpwu0DZErxq=w640-h486" /></a></div><div style="text-align: center;">Η κεντρική πλατεία του Καρπενησίου το 1930, με την προτομή του Μάρκου Μπότσαρη. Φωτογράφος Γεώργιος Βαφιαδάκης. Πηγή: Ψηφιοποιημένες συλλογές ΕΛΙΑ</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Η προτομή μετακόμισε</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">απ' το δημόσιο πάρκο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">στο απογευματινό παράθυρο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">λαϊκής συνοικίας</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Και κανείς περαστικός</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">δεν υποψιάζεται καν</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">πως έχει την τιμή να μιλάει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">με τον τελευταίο απόγονο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">του Μάρκου Μπότσαρη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος</b>, Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Τεστ κοπώσεως, Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 2002</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiW3r54iu_Re_gwWnhdRq-Zwm_U24O3tqDSB6uSl7rEzhXFpZ_-vANCYKRix8pP-cq-Qcutq9sMu5yroJwGBAEOiNPNwjHLBgSOkGylGz0GOTr8GAYSZfkKVnjGm0zhi6D5vWwzFI3OTWH7eLEYdB6dIRQbcDxdRTnNKlTPCZ3shTrl1aBmYp_NcByl=s1200"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiW3r54iu_Re_gwWnhdRq-Zwm_U24O3tqDSB6uSl7rEzhXFpZ_-vANCYKRix8pP-cq-Qcutq9sMu5yroJwGBAEOiNPNwjHLBgSOkGylGz0GOTr8GAYSZfkKVnjGm0zhi6D5vWwzFI3OTWH7eLEYdB6dIRQbcDxdRTnNKlTPCZ3shTrl1aBmYp_NcByl=w640-h480" /></a></div><div style="text-align: center;">Έκτορας Δούκας, «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη», 1930, Τράπεζα της Ελλάδος</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Ο Καραϊσκάκης στο μπαρ «Τσάι στη Σαχάρα»</b></div></span></div><span style="font-family: arial;"><i><div style="font-size: small; text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Τότε είδoμεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από</div><div style="text-align: right;">τον ημέτερον στρατόν και ευθύς ο πυροβόλησησας</div><div style="text-align: right;">ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο</div><div style="text-align: right;">επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου.</div></i></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><span><b>ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ</b></span></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Κολυμπώντας σε νέφη από κρασί μεσάνυχτα μπήκα στο μπάρ. Καθώς σε θυμιάματα οργίαζαν οι πόθοι, μπήκε αυτός· ο που φτάνει συχνά στο μισοΐπνι μου. Πλησίασε δίπλα μου κι αμίλητος κάθησε κατεβάζοντας ένα cutty sark ανέρωτο. Μέσα σε νότες αφρισμένες κορίτσια έπιναν σκύβοντας όπως σε φέρετρο ανοιχτό. Με έπιασε μανία να μάθω. Τι να ’χε κατά νου τότε ριγμένος από τ’ άλογο; «Άσε τα λόγια και πιες». Είπε και με πήραν φωταψίες σε τριγμούς μεγαφώνων. Και η νύχτα λιγόστευε στο μπαρ, τον αγκάλιασα. Α! βρε Καραΐσκο πουτσαρά, πώς φύρανε η φύτρα μας.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Με κοίταξε περίλυπος και σώπαινε άγρια κοψιά μιας γύφτισσας μοίρας. Θα μάθαινα άραγε, τι να είχε κατά νου;</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Τι να σκεφτόσουν καθώς κρύωνε η πληγή, και αρματωμένα τα παιδιά σου πότιζαν τον ελαιώνα με δάκρυα; Ξεμάτωνες ρουφηγμένος από θανάσιμα ρίγη κι έλεγες πως ξέρεις τον αίτιο, Καραϊσκάκη χωρατατζή, του γένους καμάρι.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Σε έπιασα απ’ το μπράτσο, πήραμε τους νοτισμένους δρόμους. Αλαφιασμένο φίδι η γλώσσα μου, έλεγε να με πας στο Φάληρο, να δω πώς έγινε το φονικό της Ρωμιοσύνης από φονιά ρωμιό. Ποιος ήταν; σου φώναξα. Πες μου, αλλιώς να μην ξανάρθεις. Γεράκι το βλέμμα σου και βρυχηθμός η πνοή σου, και τρόμαξα. «Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον», ξανάπες· στα μούτρα λεβαντίνων και άκαπνων το ισόβιο φτύμα σου.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">1988-1992</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Ηλίας Γκρης</b>, Ο Καραϊσκάκης στο μπαρ «Τσάι στη Σαχάρα», </div><div style="text-align: right;">Η Έφεσος των αλόγων, Δελφίνι, 1993</div><div style="text-align: right;"> </div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh8X4YOvoTLFNnoqCQ0h84_2iKl1nxMfSSHwrg8QG6-rmT6xCnTpjqSc7mfc5nbjyJAHzra5PSuBI_EvRWAhAc4tBGeVojOb01er6SoKpb-IuxJgEHVlLSrMCln6rwjW-wbIYDQ9NF9UqLeYwXT2FcyyZd_15hjtd6RXYgWtY1TRx-4JZSfXUUGJS-h=s1194"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh8X4YOvoTLFNnoqCQ0h84_2iKl1nxMfSSHwrg8QG6-rmT6xCnTpjqSc7mfc5nbjyJAHzra5PSuBI_EvRWAhAc4tBGeVojOb01er6SoKpb-IuxJgEHVlLSrMCln6rwjW-wbIYDQ9NF9UqLeYwXT2FcyyZd_15hjtd6RXYgWtY1TRx-4JZSfXUUGJS-h=w452-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1953, Λάδι σε χαρτόνι</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Οδυσσεύς Ανδρούτσος</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b><span style="font-size: medium;">Ι</span></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ήμουν και ’γω μες στη σπηλιά </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Των ιδεών κοιτώντας τις αντανακλάσεις </div><div style="text-align: center;">Στα τρία χρόνια που σου μένουν </div><div style="text-align: center;">Πρέπει να στέρξεις να προφτάσεις </div><div style="text-align: center;">Να φέρεις πάνω κάτω τον ντουνιά </div><div style="text-align: center;">Αδιάφορος δεν πρέπει να περάσεις... </div><div style="text-align: center;">Είχες μία θεϊκή αποστολή </div><div style="text-align: center;">Να τριγυρνάς στα βιλαέτια </div><div style="text-align: center;">Να μιλάς στων σκλάβων τη ψυχή </div><div style="text-align: center;">Και άλλα τέτοια.</div><div style="text-align: center;">Ο άλλος χρώσταγε πολλά </div><div style="text-align: center;">Στην αλαφράδα και στη ρώμη </div><div style="text-align: center;">Και στο σπαθί και στη γροθιά </div><div style="text-align: center;">Και σε πολλά άλλα ακόμη </div><div style="text-align: center;">Ήτανε πρώτος με διαφορά </div><div style="text-align: center;">Μα εκεί που άξιζε πολλά </div><div style="text-align: center;">Ήταν που είχε τα μυαλά </div><div style="text-align: center;">Πάνω απ’ τη κόμη.</div><div style="text-align: center;">Εσύ επάνω στην ασπίδα </div><div style="text-align: center;">Να παριστάνεις το Γαλάτη </div><div style="text-align: center;">Κι η ιστορία σού κολλά </div><div style="text-align: center;">Τη ρετσινιά του παραβάτη.</div><div style="text-align: center;">Εκείνον πάλι τόνε είδα </div><div style="text-align: center;">Στο σκοτεινό το μονοπάτι </div><div style="text-align: center;">Που πάει σύρριζα απ’ το κάστρο </div><div style="text-align: center;">Και αψηφώντας τους αιώνες </div><div style="text-align: center;">Που κουβαλούν οι Παρθενώνες </div><div style="text-align: center;">Για την αγάπη της Νταλιάνας </div><div style="text-align: center;">Αλαφροπάταγε σκυφτά</div><div style="text-align: center;">Η προδοσία τόνε ζώνει </div><div style="text-align: center;">Κι όπως προδίδουν το πρεζόνι</div><div style="text-align: center;"> Στους μπάτσους τα άλλα τα φρικιά </div><div style="text-align: center;">Σε βρήκε βράδυ Οδυσσέα...</div><div style="text-align: center;">Φίλοι σου στήσανε χωσιά </div><div style="text-align: center;">Το καραούλι δίνει σήμα </div><div style="text-align: center;">Δραπέτης τάχα και χαράμης </div><div style="text-align: center;">Φίλος των Τούρκων, Μπεκτασής </div><div style="text-align: center;">Κι άλλες του κώλου κατηγόριες </div><div style="text-align: center;">Φροντίσανε να φορτωθείς.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...]</div><div><br /></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Νίκος Χειλαδάκης</b>, Οδυσσεύς Ανδρούτσος Ι, </div><div style="text-align: right;">Επτάκις 7, Οροπέδιο, 2012 </div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiDNpEeLgWisCxsQBI0AG-k-h6h_v-xTgUa1Iy_0D2yEQTqcz7NYMKdkIkGLdIhYqgqEZBUe8_EtL7RxpMi7HOYf9CN6Y_Rziuiu-DAdBQwBpwHPHNvKoiHDS-HaiO4_B8rxR0PBCynl9HQCPJ3tVHZaR2UfJ_597i6IBEqyIdv5bZJp4ZvY085q2K5=s499"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiDNpEeLgWisCxsQBI0AG-k-h6h_v-xTgUa1Iy_0D2yEQTqcz7NYMKdkIkGLdIhYqgqEZBUe8_EtL7RxpMi7HOYf9CN6Y_Rziuiu-DAdBQwBpwHPHNvKoiHDS-HaiO4_B8rxR0PBCynl9HQCPJ3tVHZaR2UfJ_597i6IBEqyIdv5bZJp4ZvY085q2K5=w485-h640" width="485" /></a></div><div style="text-align: center;">"Ρήγας ο Φεραίος", Προσωπογραφία του Ρήγα Βελεστινλή, ελαιογραφία σε μουσαμά.</div><div style="text-align: center;">Εθνικό Ιστορικό Μουσείο</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>[Είχε έναν παπαγάλο]</b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Είχε έναν παπαγάλο</div><div style="text-align: center;">ο Ρήγας ο Βελεστινλής</div><div style="text-align: center;">που όλο επαναλάμβανε: </div><div style="text-align: center;">«Ελευθερία ή θάνατος»</div><div style="text-align: center;">συνέχεια το ίδιο: </div><div style="text-align: center;">«Ελευθερία ή θάνατος»</div><div style="text-align: center;">Ώσπου ο Ρήγας εκνευρίστηκε πολύ</div><div style="text-align: center;">με το χαζό πουλί</div><div style="text-align: center;">και κάπου το 'δωσε, το χάρισε.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δεν ήθελε, φοβήθηκε να μη θυμάται</div><div style="text-align: center;">φοβήθηκε να του θυμίζουν</div><div style="text-align: center;">το ιερό το σύνθημα</div><div style="text-align: center;">ο ντελικάτος Έλληνας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Γιάννης Βαρβέρης</b>, [Είχε έναν παπαγάλο], </div><div style="text-align: right;">Ζώα στα σύννεφα, Αθήνα, Κέδρος, 2013</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEit7uqsy5uGKKAtFuo0ljiDRTqH-rOQlWg8quh7EHYBsYtYCpQ-_1_HQvvBUlvGhLirZRa_it3kDWNfw2_Uj0k-Y6aHIL8fJrFQEYQna69o1nVn-gyOL8q_bEQT1k_GqrUFEVchjmzIr_tyTzAk4nJ6EkSaiv3t2svo3TYt41ynbJnfEGt7t3LFdFrx=s700"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEit7uqsy5uGKKAtFuo0ljiDRTqH-rOQlWg8quh7EHYBsYtYCpQ-_1_HQvvBUlvGhLirZRa_it3kDWNfw2_Uj0k-Y6aHIL8fJrFQEYQna69o1nVn-gyOL8q_bEQT1k_GqrUFEVchjmzIr_tyTzAk4nJ6EkSaiv3t2svo3TYt41ynbJnfEGt7t3LFdFrx=w640-h474" /></a></div><div style="text-align: center;">Ευάγγελος Δράκος, Αναπαράσταση της δοξολογίας της 23ης Μαρτίου στην Καλαμάτα (Καλαμάτα, Μπενάκειο Μουσείο)</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ραγιάδες</b></span></div><div><br /></div><div style="text-align: left;">23 Μαρτίου σκάρτα οχτώ βρέθηκα στην αναπαράσταση. Τους ήρωες του Εικοσιένα τους αγαπούσα σαν είδα όμως στο άλογο τον Γέρο του Μοριά σκαρφάλωσα ευθύς σε μια μουριά - καληώρα οι ραγιάδες βγήκα στο κλαρί. Κάτω ο πατέρας είχε γίνει Τούρκος μα ευτυχώς ο ήρωας δεν τον είδε και τη γλύτωσε. Ήρθαν μετά ο Παπαφλέσσας κι ο Νικηταράς. Οι τρεις τους φαίνεται έπαιζαν μαζί μικροί - ο ένας έλεγε στον άλλο καλό βόλι. Ακούς μπαμπά μου φώναξα καλό πράμα οι βόλοι: η Ιστορία με δικαίωσε. Άρχισαν ύστερα οι χοροί κομμάτι ξαλεγράρισε το Γένος. Τα ’χα μπερδέψει όλα παπα-Λάμπραινα οι ήρωες τα κλαρίνα οι μπαταριές έγιναν στο μυαλό μου ένα. Και το πιο ωραίο: με τέτοιους άντρες γύρω ωρίμασα κι εγώ. Μα πια σαν καθετί ώριμο τι ήθελα στο δέντρο. Κατέβηκα με έσυρε σπίτι φυσικά απ’ τον καρπό ο πατέρας. Του έχωνα τα νυχάκια μου όπου έβρισκα - έλιαζε πίσω τα δικά του ο αϊτός.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Γιάννης Τζανετάκης</b>, Ραγιάδες, </div><div style="text-align: right;">Στο νήπιο με στυλό, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a b7="" b9="" ba="" bc="" bf="" ce="" cf="" d.jpg="" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3vDywiienUGYeq7lxc6jeBJ_nnJBW_wOskINn_T6wv0Z14iMgZGzNpj4XepeMfiVVjSe0mv3jlGY7cstecFXrWzvLqNyiBMHScpMRcKCZLSippNETnyl9fBch3c2oYolden37sEzy4u34X3sq0Fg2sMQMU6yFOh_Vjh7JRxQKAHN8aldCl6i--5HO/s695/%CE%91"><img b7="" b9="" ba="" bc="" bf="" border="0" ce="" cf="" d.jpg="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3vDywiienUGYeq7lxc6jeBJ_nnJBW_wOskINn_T6wv0Z14iMgZGzNpj4XepeMfiVVjSe0mv3jlGY7cstecFXrWzvLqNyiBMHScpMRcKCZLSippNETnyl9fBch3c2oYolden37sEzy4u34X3sq0Fg2sMQMU6yFOh_Vjh7JRxQKAHN8aldCl6i--5HO/w640-h372/%CE%91" /></a></div><div style="text-align: center;">Αναγνωστικό Α΄ Δημοτικού 1971</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«...η ηρωίδα μου είσαι πάντοτε εσύ»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ένα μουστάκι παχύ</div><div style="text-align: center;">και τσιγκελωτό</div><div style="text-align: center;">όπως του Οδυσσέα Ανδρούτσου</div><div style="text-align: center;">αμέτρητα τέτοια μουστάκια</div><div style="text-align: center;">μιας αντρίλας ιδρωμένης</div><div style="text-align: center;">κι εγώ (με τη φαντασία μου φυσικά)</div><div style="text-align: center;">τσουρουφλίστηκα απ’ αυτόν τον ήλιο</div><div style="text-align: center;">γλίστρησα στα χιλιοπατημένα σκαλοπάτια</div><div style="text-align: center;">έφαγα όλη τη μούχλα του Παλαμηδιού</div><div style="text-align: center;">είδα του Ρήγα την κρεμασμένη ελευθερία</div><div style="text-align: center;">την περικεφαλαία πάντοτε ορθωμένη</div><div style="text-align: center;">του Νέου του Μωριά</div><div style="text-align: center;">κυριλέ Φαναριώτες</div><div style="text-align: center;">Φιλική Εταιρεία σε σκοτεινά δωμάτια</div><div style="text-align: center;">με κεριά να στάζουν</div><div style="text-align: center;">πάνω σε βιβλία μασονικά</div><div style="text-align: center;">Άγγλοι Γάλλοι</div><div style="text-align: center;">Ρωσική σαλάτα</div><div style="text-align: center;">Ορλωφικά</div><div style="text-align: center;">πέτρες με αίμα</div><div style="text-align: center;">φουστανέλες λεκιασμένες</div><div style="text-align: center;">μπρος και πίσω</div><div style="text-align: center;">φουστανέλες όλο σπέρμα</div><div style="text-align: center;">σαύρες πολύχρωμες</div><div style="text-align: center;">πόδια σιδερένια</div><div style="text-align: center;">στων μοναστηριών τις πόρτες</div><div style="text-align: center;">και μάχες με νεκρούς χιλιάδες</div><div style="text-align: center;">που ονειρευόμασταν μικροί</div><div style="text-align: center;">μαθητές δημοτικού</div><div style="text-align: center;">εκείνα τα ατέλειωτα βαριεστημένα μεσημέρια</div><div style="text-align: center;">με κοντά παντελονάκια</div><div style="text-align: center;">και πληγωμένα γόνατα</div><div style="text-align: center;">από παιχνίδια με την μπάλα</div><div style="text-align: center;"><div><div>οι γυαλιστερές αφίσες</div><div> στη σχολική αίθουσα </div><div>με μπακαλιάρο σκορδαλιά </div><div>και ρετσίνα </div><div>γενέθλια κάθε 25η </div><div>σ’ ένα μπαλκόνι στη Ραφήνα </div><div>που έγινε (για μένα βέβαια) </div><div>της Μπουμπουλίνας το καράβι </div><div>το πείσμα της Μαντούς </div><div>τα μπουρλότα του Κανάρη </div><div>του Μιαούλη τα ρεσάλτα </div><div>σε κύματα αρματολά </div><div>η γέφυρα της Αλαμάνας </div><div>σούβλα πυρωμένη</div><div> μέσα από τον Διάκο </div><div>κανίβαλοι κανίβαλοι κανίβαλοι </div><div>σημερινοί και χθεσινοί </div><div>το γιαταγάνι που κόλλησε </div><div>στην παλάμη του Νικηταρά </div><div>επειδή έσφαξε πολλούς </div><div>κι όλοι μαζί την Τριπολιτσά </div><div>στην ίδια αυτήν παλάμη </div><div>που γέρος άπλωνε για ζητιανιά </div><div>το κρυφό κρυμμένο μου σχολειό</div><div>(άραγε υπήρξες ποτέ;)</div><div>το καριοφίλι</div><div>ενός σκουριασμένου παπά</div><div>που το βρίσκεις τώρα πια</div><div>μονάχα στο Μοναστηράκι</div><div>τα γαμωσταυρίδια του Καραϊσκάκη</div><div>πλατεία γήπεδο θύρα επτά</div><div>αυτά και άλλα πολλά</div><div>ψέματα που έγιναν αλήθεια</div><div>και πολιτικοί</div><div>πολλοί πολιτικοί</div><div>καπάκια για τον δικό μας αιώνα</div><div>αλήθεια που προσπάθησαν </div><div>να κάνουν ψέμα </div><div>η διχόνοια </div><div>η φιλαργυρία </div><div>η αχαριστία</div><div>και ο εμφύλιος εγωισμός</div><div><br /></div><div>ήρωές μου δεν είναι τίποτα αγριεμένοι πασάδες</div><div>με μακριά χαϊδεμένα γένια</div><div>ούτε κίτρινοι προδότες</div><div>ούτε απελπισμένοι</div><div>και γι’ αυτό αποφασισμένοι</div><div>ακόμα και για θάνατο γραικοί</div><div><br /></div><div>τελικά η ηρωίδα μου </div><div>είσαι πάντοτε εσύ.</div></div><div><br /></div></div><div style="text-align: right;"><b>Κωστής Γκισομούλης</b>, Μεθυσμένοι ήρωες του 1821, </div><div style="text-align: right;">Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiz25XxfI9GJj6aJXqWE-wE2VsYg8vPHxXjRyKGX7d8EZf7L1U4XDNOGmvjEi3lTHjIWGf_VV3PJQ7NwW5j6bcjZHwYVHgwj8EwYKyEGuAkVD60xcANbAbL9dcHlYnccAssDs1mxiWAZ2x7qK_DLCHfun10z6uZISAzPbAWuKLMOESW8RwuN1B6xzTf=s1046"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiz25XxfI9GJj6aJXqWE-wE2VsYg8vPHxXjRyKGX7d8EZf7L1U4XDNOGmvjEi3lTHjIWGf_VV3PJQ7NwW5j6bcjZHwYVHgwj8EwYKyEGuAkVD60xcANbAbL9dcHlYnccAssDs1mxiWAZ2x7qK_DLCHfun10z6uZISAzPbAWuKLMOESW8RwuN1B6xzTf=w490-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Πορτρέτο του Λόρδου Μπάυρον (1836), από τον Richard Westall, </div><div style="text-align: center;">National Portrait Gallery, Λονδίνο</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Έπος</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Στην επανάσταση του '21</div><div style="text-align: center;">εξετάστηκα δώδεκα φορές:</div><div style="text-align: center;">έξι φορές στο δημοτικό σχολείο</div><div style="text-align: center;">τρεις φορές στο γυμνάσιο</div><div style="text-align: center;">και τρεις φορές στο λύκειο.</div><div style="text-align: center;">Υπήρξε για εμένα πάντα</div><div style="text-align: center;">θέμα SOS στις εξετάσεις.</div><div style="text-align: center;">Ως διδακτέα ύλη</div><div style="text-align: center;">άγχωνε τους καθηγητές.</div><div style="text-align: center;">Σε ποιον ήρωα να δώσουν</div><div style="text-align: center;">λιγότερη σημασία;</div><div style="text-align: center;">Η λέξις έπος</div><div style="text-align: center;">αν και δισύλλαβη</div><div style="text-align: center;">ακόμα με δυσκολεύει.</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Η πιο καλή στιγμή</div><div style="text-align: center;">όταν έπαιξα σε θεατρικό</div><div style="text-align: center;">το κρυφό σχολειό</div><div style="text-align: center;">με ένα κερί χωρίς παπάδες.</div><div style="text-align: center;">Η πιο δύσκολη στιγμή</div><div style="text-align: center;">όταν μηδενίστηκα στο διαγώνισμα</div><div style="text-align: center;">γιατί έγραψα πως</div><div style="text-align: center;">σουβλίστηκε ο Μιαούλης.</div><div style="text-align: center;">Για λόγους που δεν μπορώ</div><div style="text-align: center;">να εξηγήσω</div><div style="text-align: center;">θυμάμαι περισσότερο</div><div style="text-align: center;">τον Λόρδο Βύρωνα.</div><div style="text-align: center;">Είχε μια ευγένεια στο πρόσωπο</div><div style="text-align: center;">και αγαπούσε την Ελλάδα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Βάκης Λοϊζίδης</b>, Έπος, </div><div style="text-align: right;">Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα </div><div style="text-align: right;">μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIGOf4CSuzRzC4TovoG66ezSVWu6-QTQBinQv_zOpaYafKAqOTDHgJtx9xoQcu8kr-D-CsfSyHOUlSXxm8MNDAmRPyk9eZz32OVlZ4BhDGuZ1tqcdag-qsaZ9uMACId2Qs2WT3_9GAznfkaIcMt4-PJ-I-sK_UgyeghnbD9hFMS-FECv9AEoqTC53Q/s3479/%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIGOf4CSuzRzC4TovoG66ezSVWu6-QTQBinQv_zOpaYafKAqOTDHgJtx9xoQcu8kr-D-CsfSyHOUlSXxm8MNDAmRPyk9eZz32OVlZ4BhDGuZ1tqcdag-qsaZ9uMACId2Qs2WT3_9GAznfkaIcMt4-PJ-I-sK_UgyeghnbD9hFMS-FECv9AEoqTC53Q/w640-h450/%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«Παράδοση Τριπολιτσάς», Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.</div><div style="text-align: center;"> Πηγή: Πανόραμα Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, Αθήνα</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η καταστροφή της...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>[μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα]</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Στης Τριπολιτσάς τον φρεσκοποτισμένο κάμπο </div><div style="text-align: center;">περπατώντας η Δόξα μονάχη</div><div style="text-align: center;">μελετά τα σφαγμένα γυναικόπαιδα</div><div style="text-align: center;">τα <i>χέρια-πόδια-κεφαλές</i></div><div style="text-align: center;">τα <i>ολόσχιστα κρανία</i> και τα <i>ολοσκόρπιστα μυαλά</i></div><div style="text-align: center;">κι από τον κόρφο της βγάζει</div><div style="text-align: center;">μικρό εγχειρίδιο</div><div style="text-align: center;">και μονομιάς το μπήγει στην καρδιά της, </div><div style="text-align: center;">το αίμα της ποτίζει το <i>αθώο χόρτο.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: right;"><b>Θανάσης Τριαρίδης</b>, Η καταστροφή της...[μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα], </div><div style="text-align: right;">Θα σας περιμένω. «Ποιήματα» 2013-2018, Αθήνα. Gutenberg, 2018</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiNErKQqFFYx_HqLPDduV9ASznXnNwILi3SPdqVDv7ULLqWmVnxm68Baosk2ztrn2orE3kp1WM2mvYcQLSp251WtrkRl5eQjiQuDjWDEOxzR2HJps1pRAZgRSTB_H_2XZ1aY4-DpKyci2lNX_1PWTT5wXEvRPV4hz7eBse4WxKh_f7odENDFDKLMlOk=s604"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiNErKQqFFYx_HqLPDduV9ASznXnNwILi3SPdqVDv7ULLqWmVnxm68Baosk2ztrn2orE3kp1WM2mvYcQLSp251WtrkRl5eQjiQuDjWDEOxzR2HJps1pRAZgRSTB_H_2XZ1aY4-DpKyci2lNX_1PWTT5wXEvRPV4hz7eBse4WxKh_f7odENDFDKLMlOk=w640-h448" /></a></div><div style="text-align: center;">Πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα εμπνευσμένος από τη μάχη της Αλαμάνας</div><div style="text-align: center;">________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αλαμάνα (1821)</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;">Είχες τόλμη. Δεν σου ’λειπε κι ο νους.</div><div style="text-align: center;">Σου ’παν να πας μαζί τους, αλλ’ ήσουν αγνός. </div><div style="text-align: center;">Το τέλος σου δεν σ’ απελπίζει, ξέρεις πως </div><div style="text-align: center;">την άνοιξη σφάζουνε τους αμνούς.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Χάρης Ψαρράς</b>, Αλαμάνα (1821), </div><div style="text-align: right;">Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα </div><div style="text-align: right;">μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiRZP5MAXrtd90EAeNy9XqUrjznx2URFL8BqsL8c9RN_LhTnXqMMoPEm4yjWzFdfB_iJvc4Anrtaux5N5u5psTv15qLZlu3SVL3pRzKNXgJMvITwUWWyOdwWDf7qGajOPNpa_bS_1QHVo97XyGPu__0WFzv72bv0wN_eZoDZn7X9siQ8g2FfpdG_qF/s599/424px-Theodoros_Vryzakis,_Grateful_Hellas_(1858).jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiRZP5MAXrtd90EAeNy9XqUrjznx2URFL8BqsL8c9RN_LhTnXqMMoPEm4yjWzFdfB_iJvc4Anrtaux5N5u5psTv15qLZlu3SVL3pRzKNXgJMvITwUWWyOdwWDf7qGajOPNpa_bS_1QHVo97XyGPu__0WFzv72bv0wN_eZoDZn7X9siQ8g2FfpdG_qF/w454-h640/424px-Theodoros_Vryzakis,_Grateful_Hellas_(1858).jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Θεόδωρος Βρυζάκης, «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα» (1858), Εθνικό Ιστορικό Μουσείο</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #351c75; font-family: arial; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #351c75; font-family: arial; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΗ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Ανθολόγηση: Θανάσης Γαλανάκης – Μάνος Κουμής, Έρευνα υλικού, γενική φιλολογική επιμέλεια, υπομνηματισμός: Θανάσης Γαλανάκης, Κοσμήματα, επεξηγηματικά υπομνήματα: Ηρώ Νικοπούλου, Αθήνα, Τράπεζα Πειραιώς – Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος 2021.</span></div></div></div></div></div></div></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-19755993406490087262022-03-04T08:16:00.000+02:002022-03-04T08:17:57.227+02:00Πειραιώτικες μνήμες του Παναγιώτη Τέτση<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgKrPKI9FVDlFjeBy6ae9ad5Mjg_MJ7Q0J3eZik0bEEZHJJuoNk59b4N1TMgEHBW5Vw9xs12LsJVtAYYNRk8WCtF4X0B8-8KGr6K0okJzWSmi_RlZNN7C1-qisrInjDe64cQcYqZin8NmHZqtvyf7KOfprDo1R69BNZS315Re_QAwoCp4_1JSqNhf78=s768"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgKrPKI9FVDlFjeBy6ae9ad5Mjg_MJ7Q0J3eZik0bEEZHJJuoNk59b4N1TMgEHBW5Vw9xs12LsJVtAYYNRk8WCtF4X0B8-8KGr6K0okJzWSmi_RlZNN7C1-qisrInjDe64cQcYqZin8NmHZqtvyf7KOfprDo1R69BNZS315Re_QAwoCp4_1JSqNhf78=w502-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Τέτσης Παναγιώτης-Αυτοπροσωπογραφία, 1954</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://paletaart3.wordpress.com/2014/02/08/%CF%84%CE%AD%CF%84%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-panayotis-tetsis-1925-part-ii/%CF%84%CE%AD%CF%84%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/" target="_blank">paletaart3 – Χρώμα & Φώς</a></div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Από την Ύδρα στον Πειραιά</b></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 από ντόπιους γονείς και ήταν γιος εστιάτορα.Στην Ύδρα</span><span style="font-family: arial;"> έζησε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια.Τελείωσε το Α΄ δημοτικό σχολείο και παρακολούθησε μια μόνο τάξη στο Γυμνάσιο Ύδρας. Λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του: </span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">«</span><i style="font-family: arial;">Και οι δυο γονείς μου είναι Υδραίοι. Και έχω κι έναν αδερφό μεγαλύτερο από εμένα. Στην Ύδρα έμεινα μέχρι τα δώδεκα. Υπήρχε σχολείο μέχρι την πρώτη γυμνασίου, όχι παραπάνω. Και αυτή η τάξη, η πρώτη γυμνασίου, είχε δημιουργηθεί γιατί υπήρχε η ναυτική σχολή για τους καπεταναίους. Για να πηγαίνουν τα Υδραιόπουλα στη σχολή έπρεπε να κάνουν μία τάξη του γυμνασίου.</i></div><div class="separator" style="text-align: left;"><i style="font-family: arial;"><br /></i></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i>Ο πατέρας μου είχε στην Ύδρα ένα καφενείο που δεν πολυπήγαινε καλά και το μετέτρεψε σε εστιατόριο, αλλά και εκεί δεν πρόκοψε, γιατί δεν υπήρχε τουρισμός τότε. Κανένας δεν έβγαινε στην Ύδρα να πάει να φάει έξω. Και κανείς δεν ερχόταν σε αυτό το ξερονήσι. Αυτοί που πήγαιναν για παραθερισμό προτιμούσαν τις Σπέτσες. Είχε ωραίο ξενοδοχείο, την Κοργιαλένειο Σχολή – οι καλές οικογένειες εκεί έστελναν τα παιδιά τους. Έφταναν τότε τα σκάφη στην Ύδρα, που ήταν κομψά – δεν υπήρχαν τα σημερινά, που μοιάζουν με μπαούλα –, κοντοστεκόντουσαν έξω από το λιμάνι κι έφευγαν. Ξερότοπος.</i></span><i style="font-family: arial;">»</i></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjTF3V_uSUoeYxItHQcsFj7LinmQTNfPSIt07QaveVDAEVJhNaEp2trdTVpShKo--rZbCbfEddHC_JNiD24vDhelFg3Mcd5bERISaoG455dicH9pHmuTV0w9YNxysxLENhDSXEYMQH2sOLaV_uLTWMoNJSIb-n4YnmdUacPhfvBbYE_bM2ztuP4UirI=w420-h640" /></div><div style="text-align: center;">Το μπακάλικο – ταβέρνα του ισογείου στο πατρικό σπίτι της Ύδρας.</div><div style="text-align: center;">Το 2007 ο Π. Τέτσης το δώρισε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος και από το 2016 η Οικία και το ατελιέ είναι επισκέψιμα για το κοινό.</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://nhmuseum.gr/ektheseis/oikia-atelie-tetsi-ydra/item/267-i-oikia-panagioti-tetsi?fbclid=IwAR2kJOYC8ngC4R9RncqnKn4al_fTsxZteze0tiP5fxjLHlcJv2lgtYje0gg" target="_blank">Η οικία Παναγιώτη Τέτση</a></div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><br /></div>Την επόμενη χρονιά, το 1937, ο Π. Τέτσης αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένειά του, που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, αρχικά στη συνοικία Βρυώνη και αργότερα (μεταπολεμικά), στην Πλατεία Σερφιώτη στην Καλλίπολη. </span><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">«</span><i style="font-family: arial;">Στον Πειραιά ήρθαμε οικογενειακώς το 1937. Στην αρχή μέναμε στη συνοικία του Βρυώνη. Ήταν μια ωραία περιοχή και ο «καλός» της δρόμος η Σωκράτους. Μετά την ονόμασαν Βασιλέως Κωνσταντίνου, σήμερα λέγεται Ηρώων Πολυτεχνείου και να δούμε πόσα ακόμα ονόματα θα αλλάξει. Μετά, στην Κατοχή, μέναμε λίγο πιο πάνω, στον λόφο της Καλλίπολης. Μου αρέσει να πηγαίνω ακόμα εκεί. Στο Χατζηκυριάκειο, στην ταβέρνα του Ηλία για ψαράκι. Και στον Άγιο Νείλο. Τα αγαπώ αυτά τα μέρη.»</i></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Ο Τέτσης σε πλήθος συνεντεύξεων, ομιλιών, παρουσιάσεων και εκθέσεων, διαρκώς επαναλάμβανε τις αναμνήσεις του από τη ζωή του στον Πειραιά. Εκεί έζησε στιγμές τόσο δυνατές και σε τέτοια ηλικία, ικανές να σημαδέψουν τη ζωή κάθε ανθρώπου, όπως η δύσκολη μετεγκατάσταση ενός παιδιού από το νησί του σε μια μεγάλη πόλη, ο πόλεμος του ’40, η αποβίβαση των Ιταλών αιχμαλώτων στην Ακτή Ξαβερίου, οι ιταλικοί και αργότερα οι γερμανικοί βομβαρδισμοί, η κατοχή, ο μεγάλος συμμαχικός βομβαρδισμός της 11ης Ιανουαρίου του 1944, οι πομπές των βομβοπλήκτων Πειραιωτών προς την Αθήνα, ο μαρτυρικός θάνατος των κοριτσιών της Ραλλείου. </span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator" style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i>«Τα δεκαέξι χρόνια που έζησα στον Πειραιά», </i>γράφει ο ίδιος<i>, </i></span><i><span style="font-family: arial;">«δεν είναι λίγα, να με αποξενώνουν, άλλωστε ένας νησιώτης είναι και μισοπειραιώτης μια και ο Πειραιάς ποτέ δεν αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο με τις μάνες νησιά.»</span></i></div><div class="separator"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div class="separator"><span style="font-family: arial;">Η πρώτη επαφή του Π. Τέτση με τον Πειραιά έγινε δυο χρόνια πριν την μετεγκατάσταση της οικογένειας, καλοκαίρι του 1935, όταν ο δεκάχρονος τότε μαθητής ακολούθησε τη γιαγιά και τη θεία του, που ταξίδεψαν εκεί για κάποια υπόθεσή τους. Γράφει λοιπόν τις εντυπώσεις του από εκείνο το πρώτο ταξίδι και την ολιγοήμερη διαμονή τους στο ξενοδοχείο «Πειραιεύς», ένα νεοκλασικό κτίριο, γωνία Μπουμπουλίνας και ακτής Μιαούλη.</span></div><div class="separator"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhHj1vLB3gYXTSmqhLRne7v0JhZ2tv8mtML0mOCzYmQZztg2QM6ej_aaV2blNMXWbK2ljF9bhTElGkJvYsMOSdPq3TTCSgSZC2TuRzcggPZl1hHbjpyfclnSVA_l0cckNghqlsI2gtOX6vok-9Eal20fdFCtz3g48BJvyG6iha90hWS2ROoXhq2jl1Q=s1500"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhHj1vLB3gYXTSmqhLRne7v0JhZ2tv8mtML0mOCzYmQZztg2QM6ej_aaV2blNMXWbK2ljF9bhTElGkJvYsMOSdPq3TTCSgSZC2TuRzcggPZl1hHbjpyfclnSVA_l0cckNghqlsI2gtOX6vok-9Eal20fdFCtz3g48BJvyG6iha90hWS2ROoXhq2jl1Q=w640-h424" /></a></div><div style="text-align: center;">Παναγιώτης Τέτσης -Λιμάνι, 1958-60</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://paletaart3.wordpress.com/2014/02/08/%cf%84%ce%ad%cf%84%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%82-panayotis-tetsis-1925-part-ii/#jp-carousel-6928" target="_blank">paletaart3 – Χρώμα & Φώς</a></div><div style="text-align: center;">_______</div></span><div class="separator"><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial; font-style: italic;"><br /></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Πειραϊκές Μνήμες, 1935</b></span><div style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: arial;"><br /><i>Βράδυ ο Πειραιάς έλαμπε εκτυφλωτικά από πλήθος λαμπιόνια· τέτοια φωταψία σαν νάταν Νέα Υόρκη! (τη Νέα Υόρκη που δεν ήξερα και γνώρισα πολλές - πολλές δεκαετίες μετέπειτα για τρία εικοσιτετράωρα). Η φαντασία, ο μύθος της πόλης αυτής, της πολυπληθέστερης τότε του κόσμου, με τη βοήθεια κάποιου ταχυδρομικού δελταρίου, από συγγενείς μετανάστες, με απόψεις της σχημάτιζαν στο νου το ίνδαλμα της απόμακρης, της ανέγγιχτης πόλης της επαγγελίας· όμως απόμακρης αληθινά γιατί τότε Αμερική - μετανάστευση σήμαινε απουσία έως θανάτου.<br /><br />Στον Πειραιά για πρώτη φορά με έφερνε ένα ταξίδι της γιαγιάς και θείας που έρχονταν για κάποια υπόθεσή τους. Ήμουν δέκα ετών και προφανώς ήταν τέλος Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου γιατί θα είχε τελειώσει το σχολικό έτος και σκέφθηκαν τότε να μου προσφέρουν ως δώρο το μαγευτικό ταξίδι προς τη μεγαλούπολη. <b>Εγκατασταθήκαμε για τις λίγες ημέρες παραμονής σε ένα ξενοδοχείο μέτριο - μικρή επιχείρηση Υδραίων - γωνία Μπουμπουλίνας και ακτής Μιαούλη το παλαιό αυτό κτήριο, στα λεγόμενα νεοκλασικά, στέκει ακόμα εκεί γιατί χαρακτηρίστηκε διατηρητέο. Απέναντι γωνιά ήταν το καλό ξενοδοχείο Μέγαρο Βάττη, τετραώροφο και με ασανσέρ, αλλά δεν ήταν για εμάς. </b></i></span><div style="text-align: center;"><b style="font-family: arial; text-align: left;"><br /></b></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiZy8huS1Fou3VbzPVDS1QVeDvbPELXcN_GO5ch3ebgR2ZK5MvAZ4utNeNCAFqcI5HgRkJncm2NX6OL7o7G3qXglazv1uSj2jMVwyn91FC1qXXtZPyE6Z0oCIQbW4fuYh05t6rUq1GUskVw3dd2CC4LXsIUjPDPaXIEiOiKMdwsnje-0dZxPimCd-9S=s701"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiZy8huS1Fou3VbzPVDS1QVeDvbPELXcN_GO5ch3ebgR2ZK5MvAZ4utNeNCAFqcI5HgRkJncm2NX6OL7o7G3qXglazv1uSj2jMVwyn91FC1qXXtZPyE6Z0oCIQbW4fuYh05t6rUq1GUskVw3dd2CC4LXsIUjPDPaXIEiOiKMdwsnje-0dZxPimCd-9S=w640-h390" /></a></div><div style="text-align: center;">Στην Ακτή Μιαούλη του Μεσοπολέμου, το ξενοδοχείο με την επωνυμία «Πειραιεύς», διακρίνεται στο δεξί άκρο της φωτογραφίας, στη σκιά κυριολεκτικά του τότε νεότευκτου Μεγάρου Βάττη, στους πάνω ορόφους του οποίου λειτουργούσε το πολυτελές ξενοδοχείο «Διεθνές».</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://greekshippingmiracle.org/special-sections/piraeus/?fbclid=IwAR0GZOskTVlgk_Pfs_sjwTrN2TFxuTECpwFq3yDCKZ8mj2P0OjCPTSaNqSM" target="_blank">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjMLBNTcfXG153yeuh9bgbkeu1TyMRkhpZOFqLNUNi_ZPnPsVf8GHWyb1EUkFjSjqS8kwoihedUXABmbpUoq5PkTOBMPMbKdYk1fIyZDBseHji8czpTkkUCQqSXRdjhrhVZp_3wzSVcs3F4wrWIlQQjU89eDM1uUhiYx9Whjt78enuLIMZa10tygN5U=s848"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjMLBNTcfXG153yeuh9bgbkeu1TyMRkhpZOFqLNUNi_ZPnPsVf8GHWyb1EUkFjSjqS8kwoihedUXABmbpUoq5PkTOBMPMbKdYk1fIyZDBseHji8czpTkkUCQqSXRdjhrhVZp_3wzSVcs3F4wrWIlQQjU89eDM1uUhiYx9Whjt78enuLIMZa10tygN5U=w464-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Το <b>Μέγαρο Βάττη</b>, έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη(1924). </div><div style="text-align: center;">Ένα μέρος του λειτούργησε ως πολυτελές ξενοδοχείο με την επωνυμία «Διεθνές»</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://greekshippingmiracle.org/special-sections/piraeus/?fbclid=IwAR0GZOskTVlgk_Pfs_sjwTrN2TFxuTECpwFq3yDCKZ8mj2P0OjCPTSaNqSM" target="_blank">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Ο Πειραιάς, τότε, χαρακτηριζόταν από μια ζωντάνια όλων των τάξεων: φτωχολογιά, μικροαστική, μεσοαστική και μεγαλοαστική. Κάτω από το ξενοδοχείο κυκλοφορούσαν οι τρεις πρώτες οι οποίες είχαν τα όρια· περιορίζονταν από τον σταθμό του Ηλεκτρικού μέχρι το παλιό τελωνείο, στην πλατεία, μπρος στον Άγιο Νικόλαο. Εκεί ήταν το κύριο λιμάνι για την συγκοινωνία και επικοινωνία με τα νησιά και όχι μόνον. Η μεταξύ σταθμού και Αγίου Διονυσίου ήταν παρακατιανή περιοχή, διάφορα συνεργεία και συσσωρευμένες μαούνες· η ακτή Τζελέπη δίχως προκυμαία, χώμα, ούτε άμμος, βρομερή λάσπη που με δυσκολία άραζαν μερικά ιστιοφόρα για τη μεταφορά μικροεμπορευμάτων προς τα νησιά και παράκτια χωριά που στερούνταν οδικές επικοινωνίες. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjwEPtkTYDszLTiYPn6AZJ2MxY3ErlM6RnRMYWuXumnEw0eI6oGqSH7zJEewZl7HdpmZv_9Y0rkyyw2NuiHs2lWgCFxidJo3UmN1wSId7_HRf7EYh8l2f2iIek1kYV2_2TUXhe7iSII8BHDitYt8z51yjrlWFdVZWxgmrp_9MhnbsE1M30TgsO7ZJ1g=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjwEPtkTYDszLTiYPn6AZJ2MxY3ErlM6RnRMYWuXumnEw0eI6oGqSH7zJEewZl7HdpmZv_9Y0rkyyw2NuiHs2lWgCFxidJo3UmN1wSId7_HRf7EYh8l2f2iIek1kYV2_2TUXhe7iSII8BHDitYt8z51yjrlWFdVZWxgmrp_9MhnbsE1M30TgsO7ZJ1g=w640-h426" /></a></div><div style="text-align: center;">1929.Πειραιάς. Γενική άποψη του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου. Κόσμος στο δρόμο, κάρα, αυτοκίνητα και το τραμ να περνά. Στο βάθος η Ακτή Μιαούλη και το Ρολόι του Πειραιά.</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Πειραιάς, 90 χρόνια πριν και σήμερα… (φωτογραφίες)</a></div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgG9CGiKNUNs3ya-P6HoLKDQCGe-lL2FtpjIVOrFSpEsu3KGd7fTrtlapPOrp2Pwgq2BixIvH_CvyD69iH3lDsHdsxHr46maOANBuDHpFJDvSVZ4FPqeuni3Lsp3YEbjmAomrt5sKr_73MfHGLM9z37Z9Qis0cG67RUs5BolAYmg3XkmnclpoSoSRU-=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgG9CGiKNUNs3ya-P6HoLKDQCGe-lL2FtpjIVOrFSpEsu3KGd7fTrtlapPOrp2Pwgq2BixIvH_CvyD69iH3lDsHdsxHr46maOANBuDHpFJDvSVZ4FPqeuni3Lsp3YEbjmAomrt5sKr_73MfHGLM9z37Z9Qis0cG67RUs5BolAYmg3XkmnclpoSoSRU-=w640-h474" /></a></div><div style="text-align: center;">Πειραιάς,1929. Εμπορικά καταστήματα, σπίτια και υπαίθρια καφενεία στην Ακτή Τζελέπη.</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://infomust.gr/%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B9%CE%AC%CF%82-90-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF/" target="_blank">Πειραιάς, 90 χρόνια πριν και σήμερα… (φωτογραφίες)</a></div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Από το τελωνείο προς τον προλιμένα ούτε μύλος ούτε διαμορφωμένη παραλία, ρυπαρή θάλασσα, λάσπη, χώμα που είχε χάσει το χρώμα του από τη μαυρίλα της σκόνης των ξυλοκάρβουνων που ξεφόρτωναν καΐκια ειδικά σ’ αυτήν την περιοχή που είχε τη σφραγίδα «τα καρβουνιάρικα» κάποια ακόμα φορτηγά ατμόπλοια παροπλισμένα έδειχναν την άχαρη σιλουέτα τους. Πέρα απο εκεί, περιοχή έρημη, βραχάκια και στην άκρη του προλιμένα το «Παλατάκι».<br /><br />Από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου παρακολουθούσα χαζεύοντας, την κίνηση της ημέρας. Ένα βουητό· κόσμος πηγαινοερχόταν, κάρα, φορτηγά αυτοκίνητα που ακόμα δεν είχαν λάστιχα με αέρα, συμπαγή αμαξάκια και κάποια ταξί της τότε μορφής, απαστράπτοντα με τα γυαλισμένα νίκελ και το τραμ της παραλίας της Ε.Η.Σ. που κυλούσε σε διαφορετικού πλάτους ράγες όπως και εκείνο του Περάματος λιγότερο θορυβώδες από τα πράσινα, εκτελούσε το πήγαινε - έλα Τελωνείο - Άγιος Διονύσιος. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjrLo7pkH1h5IQkYSnym6g3vVBn_VAV5KLMnLTZYWv-cCAx2iSz5yq0wkHxLFlZY4mL7Xy8CK50dMkI3O6kjrtdiUk0wF9-bMGPe3rXY7p2U7e8MFzoKMqrui07AhWYoefeo-ppWzx9QIuiyLWoHmVVwsF0t6Fe_-knsQK0NB0wxkSzC91AOBJJE0mE=s633"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjrLo7pkH1h5IQkYSnym6g3vVBn_VAV5KLMnLTZYWv-cCAx2iSz5yq0wkHxLFlZY4mL7Xy8CK50dMkI3O6kjrtdiUk0wF9-bMGPe3rXY7p2U7e8MFzoKMqrui07AhWYoefeo-ppWzx9QIuiyLWoHmVVwsF0t6Fe_-knsQK0NB0wxkSzC91AOBJJE0mE=w640-h406" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Τιτάνειος Κήπος, ο Άγιος Σπυρίδωνας, η Ακτή Μιαούλη και στο βάθος δεξιά διακρίνεται το ξενοδοχείο «Πειραιεύς», στο οποίο έμενε ο Π.Τέτσης. Το Μέγαρο Βάττη δεν είχε ακόμα χτιστεί.</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjkg18GGiGmIsWodDAsbec4dua6m7V0GFl4SNoJg22iaGVD68ylFCOJHh_XPQ6XhdfhwoQn92YTOr9B50DfiPosJMzDpz0Dsxfv28Mg5_2-ucp1nlDI6tqiO7CQFA40p3qmstqHFGyZAwVmDRcwoTGG2NahmPS53u8wOB_-esgPEtWpgha4D8w1LefW=s631"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjkg18GGiGmIsWodDAsbec4dua6m7V0GFl4SNoJg22iaGVD68ylFCOJHh_XPQ6XhdfhwoQn92YTOr9B50DfiPosJMzDpz0Dsxfv28Mg5_2-ucp1nlDI6tqiO7CQFA40p3qmstqHFGyZAwVmDRcwoTGG2NahmPS53u8wOB_-esgPEtWpgha4D8w1LefW=w640-h430" /></a></div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://greekshippingmiracle.org/special-sections/piraeus/?fbclid=IwAR0GZOskTVlgk_Pfs_sjwTrN2TFxuTECpwFq3yDCKZ8mj2P0OjCPTSaNqSM" target="_blank">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">___________</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Τα μαγαζιά γεμάτα κίνηση γύρω στην παραλία, λαϊκά παπουτσάδικα με πλήθος πραμάτεια γέμιζαν τις προσόψεις και τα ζευγάρια ενωμένα πίσω στη φτέρνα μ’ ένα σπαγγάκι για να μην μπλέκονται· βέβαια υπήρχαν και καλύτερα καταστήματα όπως το παπουτσίδικο Παγώνη κι άλλα προς το εσωτερικό πιο πάνω και προς τη λεωφόρο Σωκράτους - Βασ. Κωνσταντίνου - Ηρώων Πολυτεχνείου, Μπουμπουλίνας και την Φίλωνος έως την 2ας Μεραρχίας, που ήταν καθωσπρέπει δρόμος· από εκεί και πέρα μέχρι το τέρμα η οδός της αμαρτίας και της ηδονικής ευδαιμονίας. Αναζητήσατε Μουρσελά και Γαλανό. Από αυτά τότε τίποτε δεν εγνώριζα, ούτε θυμάμαι πολλά γιατί λόγω ηλικίας δεν είχα ελευθερία κινήσεων. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjC8q6p1c33Hha-cJzfli3J5lcJl-ED-g2-XBm1av9FtgesuS7Ub8S0tp0dnlq9jJYwCcLO3Vv5nFaLdMANv0gHs1Xor_qNwp00TgHGvz-yCMoopdPZpmK3RQZwPCfzAOelFWgfDwGcjjHw5LaQzIVbDA1PKpKcvhZR-oiNRLaUj0cLmuBE4PoX8omV=s614"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjC8q6p1c33Hha-cJzfli3J5lcJl-ED-g2-XBm1av9FtgesuS7Ub8S0tp0dnlq9jJYwCcLO3Vv5nFaLdMANv0gHs1Xor_qNwp00TgHGvz-yCMoopdPZpmK3RQZwPCfzAOelFWgfDwGcjjHw5LaQzIVbDA1PKpKcvhZR-oiNRLaUj0cLmuBE4PoX8omV=w640-h404" /></a></div><div style="text-align: center;">Η λεωφόρος Σωκράτους - νυν Ηρώων Πολυτεχνείου.</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">_______</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj3TivFK3-QNAB8vlAIX6gpK5jeMVIHTO1IH5nv8gk0VW3rQEX91QhT2K3KwO8U4s9utXaYA29u6bHkHpNcZhD4WPr9Z2LpNZJBwaFL_CiYI-rVA3YJdNHxTKuSm77NzHszNShKsqgSxCKC4S-0ssBz_uUsZAfV9xD5iPU4QEbjSO5kzCxifIuz_JFX=s635"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj3TivFK3-QNAB8vlAIX6gpK5jeMVIHTO1IH5nv8gk0VW3rQEX91QhT2K3KwO8U4s9utXaYA29u6bHkHpNcZhD4WPr9Z2LpNZJBwaFL_CiYI-rVA3YJdNHxTKuSm77NzHszNShKsqgSxCKC4S-0ssBz_uUsZAfV9xD5iPU4QEbjSO5kzCxifIuz_JFX=w640-h474" /></a></div><div style="text-align: center;">Η οδός Μπουμπουλίνας, προς την Ακτή Μιαούλη. Στο βάθος διακρίνεται αριστερά το Μέγαρο Βάττη και ακριβώς απέναντι το ξενοδοχείο «Πειραιεύς».</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh6GvyLLCWW6mzJTJrvos-FXdzkSZSAZgdYDgPdTgaPVQmbFTp2R5h0_44WDNN7HTPyVgw1_iXUTTbD2uD0nY3VK8Hz2OUQMfdImjec6gJhcUwqsKhfxvnjWZWSktxEv1APjzzdmii3nmvAp45zVsMUofT9LkUcoFSrr-bxHAnn2H9Ejb4DWn2ly5bv=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh6GvyLLCWW6mzJTJrvos-FXdzkSZSAZgdYDgPdTgaPVQmbFTp2R5h0_44WDNN7HTPyVgw1_iXUTTbD2uD0nY3VK8Hz2OUQMfdImjec6gJhcUwqsKhfxvnjWZWSktxEv1APjzzdmii3nmvAp45zVsMUofT9LkUcoFSrr-bxHAnn2H9Ejb4DWn2ly5bv=w640-h486" /></a></div><div style="text-align: center;">Πειραιάς.1920. Άποψη του λιμανιού προς την πλευρά της Τρούμπας με το ρολόι να φαίνεται στο βάθος.</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Πειραιάς, 90 χρόνια πριν και σήμερα… (φωτογραφίες)</a></div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Δεν θυμάμαι αν υπήρχε διαμορφωμένος ο Τινάνειος Κήπος και μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα, το κάποτε μοναστηράκι το ταμένο για την Λαμπριάτικη ακολουθία από τον Παπαδιαμάντη· εμπόδιζαν τη θέα του κάποια μικρομάγαζα μεταξύ αυτού και το «Ναυτάκι». Το «ωρολόι» το επιστέγασμα του Δημαρχείου· τα δυο αυτά ήσαν η καρδιά του Πειραιά. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEioH3CrNY4tmMI3ZAn6bZN28pqsbZTXOnVeRZw21gMpXpCslf8rKjvXAoGFaIQJ6xHrx8Zc0azF4Fgd8ohGseb08mIDhHfrqZz0PXUFiG1dqy_6xy9A75MzBXqgOdILHQtuniTJlF0pvacVEw7Q9t3Y-K61HlfTNB6ZbpALvIQZ0TJGQs129Yrik_c5=s632"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEioH3CrNY4tmMI3ZAn6bZN28pqsbZTXOnVeRZw21gMpXpCslf8rKjvXAoGFaIQJ6xHrx8Zc0azF4Fgd8ohGseb08mIDhHfrqZz0PXUFiG1dqy_6xy9A75MzBXqgOdILHQtuniTJlF0pvacVEw7Q9t3Y-K61HlfTNB6ZbpALvIQZ0TJGQs129Yrik_c5=w640-h406" /></a></div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgUbavamyCb8689sZMe92euzLO3VhIzvjbhkGTCMuqS_nyK4ZdhK08wY1LXHaoX_S-LN2dWuCqQhnR9tvFLHWCWugPZDmSlU2RANsIINuYd7vWgPBx0PpEbEZXFPK_QP5-e1UiqfmJMjaB0y5hMGm88-m5Eg4DtGjL4Mru7vuFqR32tXmk9W9KEvQAk=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgUbavamyCb8689sZMe92euzLO3VhIzvjbhkGTCMuqS_nyK4ZdhK08wY1LXHaoX_S-LN2dWuCqQhnR9tvFLHWCWugPZDmSlU2RANsIINuYd7vWgPBx0PpEbEZXFPK_QP5-e1UiqfmJMjaB0y5hMGm88-m5Eg4DtGjL4Mru7vuFqR32tXmk9W9KEvQAk=w640-h428" /></a></div><div style="text-align: center;">Το Δημαρχείο του Πειραιά με το «ωρολόι». Κατεδαφίστηκε το 1968, επί δημαρχίας Αριστείδη Σκυλίτση (περίοδος Δικτατορίας)</div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: https://www.lifo.gr/culture/tha-xanahtisoyn-roloi-toy-peiraia</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjDigGK9ooBzDtnr1CuH9ZvtPG5Kmc0FK06cYxRb8C7fLdOnwHO9gielXiyOJhgZY-ZqJlhC36hSZV_fGAuixhRYZ40Sy20jjPSrlsoEFDK14hsV5KdWPPjknPAzeSdUQKqeS4mmvOaM4KxzkHlnCkGXHUXwR80swlEHBqkWuapYcEYefvBnAEkGkoi=w640-h484" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">_______</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i>Δεν μπορώ να πω αν είδα παρτέρια με χλόη· σ’ αυτά τα πρωτεία τα ’χε τότε η Αθήνα που ο θαυμασμός μου εκδηλώθηκε όταν κάποιο απόγευμα - βράδυ φτάσαμε στην Ομόνοια κι αντίκρισα καταμεσής της πλατείας το φρεσκοφυτεμένο γρασίδι - κοινώς σήμερα gazon με την προστατευτική επιγραφή «μην πατάτε την χλόη». Κι αυτό ήταν το κάτι περισσότερο που με ωθούσε στα ύψη του ονειρικού. <b>Η αφετηρία μου δεν ήταν παρά το ξερό βραχώδες γεμάτο χρυσίζοντα στον ήλιο του καλοκαιριού γαϊδουράγκαθα της Ύδρας.</b><br /><br />Όμως ο Πειραιάς ήταν τότε και είναι το λιμάνι· από αυτό και προς αυτό γινόταν το κύριο αλισβερίσι, ήταν το κέντρο της Ελλάδος. Μπρος στο «ωρολόι» και στον Άγιο Σπυρίδωνα απλωνόταν η «σκάλα» των πλοίων, βαπόρια και βαποράκια για Κυκλάδες και Αργοσαρωνικό, τα κάπως μεγαλύτερα για Βόλο, Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Αν ερχόταν κανένα μεγαλύτερο πλοίο όπως της Ιταλικής εταιρείας με τον Άγιο Μάρκο ως σήμα ή όταν το 38 εμφανίστηκε το «Νέα Ελλάς» - τι υπερηφάνεια! - με τα τότε μέσα πλοηγήσεως ήταν προβληματικό το διπλάρωμα επικουρούσαν τότε δυο - τρία ρυμουλκά απο την πλώρη και την πρύμη.</i> </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh5MjDdk-eKFikXWP5C7IJ1Dp62Xfa4kJr_ZKHGcUDpehrgnIsC46aHZKkqbKgsz0HjlaoA6XSnB2ipQFbqa0FjnX8UO6kpR5A7NxIbspeUuZ3odkk1K4ftsHaphW65J2Vw8IN7z86FWzaCEc8PyIY1gHImKolTudAvCd8SwvHGry2rJS7Gcci_k1Ec=w640-h388" /></div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: <a href="https://www.blogger.com/blog/post/edit/6781385968392925472/1975599340649008726#">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Εκεί μπροστά στην προκυμαία του Αγίου Σπυρίδωνα η μεγάλη κίνηση με την επιβίβαση και την αποβίβαση δημιουργούσε έναν διάχυτο εκνευρισμό ξεφορτώνονταν μπόγοι, κόφες, κοφίνια, πεσκέσια σε καλάθια σκεπασμένα με πανί και ραμμένα γύρω-γύρω για τους συγγενείς από το νησί, κάποια αγαθά κι ένας ζωντανός χρυσαφής κόκκινος κόκκορας, λίγο πριν πρωταθλητής του έρωτα στο κοτέτσι υπέμεινε καρτερικά, γιατί η παράταση του νήματος της ζωής του έδειχνε πως δεν θα κρατούσε για πολύ, γιατί ο Σταμάτης, χαλαρός σε αντιστάσεις, υπέκυπτε στους πειρασμούς της λαιμαργίας τόσο των φίλων του όσο και των δικών του, ώστε να παραδοθούν στις ηδονές του ουρανίσκου κι ο πετεινός περνούσε τότε στην κατσαρόλα του γειτονικού ταβερνιάρη και γι’ αυτό το κυκλαδίτικο έμμετρο, το οποίο παραδίδω ατόφιο όπως μου το διηγήθηκαν: <b>«τις πετεινοί τις κόκκινοι, τις ταχυδρομημένοι, τις παραδίνει το Σταμά (Σταμάτης) στα κάτασπρα ντυμένοι».</b> </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Σ’ αυτό το αλισβερίσι το πηγαιν’ έλα, αφίξεων και αναχωρήσεων εκείνοι που έφευγαν ήταν απαραίτητο να κρατούν μια αρμαθιά από φρέσκα μυρωδάτα κουλούρια, αυτά που λέγονται σιμίτια, πασπαλισμένα με άφθονο σουσάμι και θα ’ταν παράλειψη αν ένας Υδραίος ταξιδιώτης αποβιβαζόμενος στο νησί δεν κρατούσε την απαραίτητη πλούσια αρμαθιά, περασμένη σε σπάγγο, αυτών των μοναδικών κουλουριών.<br /><br />Η φαντασμαγορική βραδυνή όψη του Πειραιά με την πλημμύρα από σπινθηρίζοντα σαν μαργαριτάρια λαμπιόνια, η Νέα Υορκη μου της εποχής, έμελλε να αποτυπωθεί για πάντα στην εικόνα της μνήμης. Έτσι τελειώνουν οι ολιγοήμερες χλοερές διακοπές στη μεγαλούπολη.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhopSY97Fdf772_JyrpAabUoyvNCYZfsMMy1Xq8NYR3qJdskT--BdGmbau8fuhu6TwgpjdhUmKHJmvGi9Yu0663DI_wE2Wht9CWPqx9pUUwJWdd8zrX-HJyqEOg3fiDQjxKUrL4Ps0C1qxI3nBFLBQjM9nRDUo52_ufGayk1-P4g7deF2VcfQD4d1x0=w640-h446" /></div><div style="text-align: center;">Επιβίβαση σε πλοίο με χρήση κλίμακας - 1933</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://www.blogger.com/#">Παλαιός Πειραιάς. Τριάντα φωτογραφικές αποτυπώσεις εποχής</a></div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>1937, στο 2° Γυμνάσιο Αρρένων</b></span></span></div><br /><span style="font-family: arial;">Το 1937, με την εγκατάσταση της οικογένειας Τέτση στον Πειραιά, στη συνοικία Βρυώνη, ο 12χρονος τότε μαθητής, γράφεται στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. Ο ίδιος περιγράφει αυτές τις αναμνήσεις του στο βιβλίο του «Φαρμακείον Ευάγγελου Ραφαλιά» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2010), στο οποίο υπάρχει μάλιστα ένα ολόκληρο κεφάλαιο που φέρει τίτλο «Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς». Εκεί γράφει σχετικά:<br /><br /><i>«Η συνοικία Βρυώνη από τις ωραιότερες. Κύρια είσοδος του κτιρίου από την οδό Αφεντούλη. Τότε το κτίριο ήταν από τα ονομαζόμενα νεοκλασικά. Μεγαλόπρεπα μαρμάρινα σκαλοπάτια που εκτείνονταν στο μεγαλύτερο μέρος της πρόσοψης. Επιστάτης – κωδωνοκρούστης ο μπάρμπα-Θανάσης. Σήμερα υψώνεται εκεί τετραώροφο ουδέτερο κτίριο.».</i></span></div><div style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: arial;">Μάλιστα ο Τέτσης ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει την κατά το νόμο εξέταση γνώσεων, ώστε να γίνει δεκτός στο πειραιώτικο Γυμνάσιο. <i>«Εκείνο το ζοφερό πρωινό ένιωσα να με ρίχνουν απροστάτευτο – παρόλο ότι με συνόδευε ο αδελφός της μητέρας μου - σε μια σπηλιά λιονταριών».</i><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>1937. Δυο χρόνια αργότερα. Οι συνθήκες εντελώς άλλες. Κάθετη πτώση· μετοικεσία- σχεδόν πρόσφυγες γιατί η Ύδρα δεν μας χωρούσε πια. Ο Πειραιάς σε άλλη όψη το περιβάλλον, οι άνθρωποι. Ο φίλος συμμαθητής Μανώλης Χριστουλάκης το επεσήμανε γράφοντας τελευταία για ένα <b>«συνεσταλμένο αγόρι και φοβισμένο, σαν κυνηγημένο αγρίμι, που βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε μια αγέλη αγριόσκυλων!»</b> Πώς να μην ήταν έτσι; Πρώτες ημέρες του Πειραιά κι έπεσα στα νύχια ενός λιονταριού που σε κάθε στιγμή επέπιπτε να με κατασπαράξει επιχαίρον από τη δειλία μου και την άγνοιά μου σε θέματα εξετάσεων, τόσο που ξέσπασα σε κλάματα λέγοντας μέσα από δάκρυα, πως αυτά δεν τα είχαμε διδαχθεί στο ημιγυμνάσιο μιας Α' τάξης της Ύδρας. Αυτός ήταν ο μαθηματικός που δεν ήταν παρά το άγος που με κυνηγούσε και με ταλαιπωρούσε επί τρία χρόνια! Ο άθλιος! Η πρώτη μου επαφή στο σχολείο, στον Πειραιά, στο 2° Γυμνάσιο Αρρένων ήταν εκείνου.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i> Έχοντας παρακολουθήσει τη μοναδική τάξη, την Α' του ημιγυμνασίου στην Ύδρα, απαραίτητη για την εισαγωγή των μελλοντικών μαθητών στην σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας, μόνης στην Ελλάδα με εκπαίδευση, αντίστοιχη εκείνης της Σχολής Δοκίμων του Π.Ν., έπρεπε κατά νόμον τότε να υποστώ δοκιμασία εξετάσεων για τη συνέχιση στην 2α τάξη, αυτό που έβαλε σφραγίδα στα υπόλοιπα χρόνια να ’χω κακές σχέσεις με μαθηματικά αλλά και που ανέτρεπε τη ψυχολογία μου για κάμποσο νιώθοντας ότι βρίσκομαι σε όχι φιλικό περιβάλλον που δεν ενδιαφέρονταν για την πρόσληψη γνώσεων από τους νέους. Εκτός από τον παιδοφάγο οι υπόλοιποι διδάσκοντες είναι ή αδιάφοροι, ή ιδιόμορφοι, ενίοτε φαιδροί· εξαίρεση η Καθηγήτρια της Ιχνογραφίας, νέα και ωραία, της γαλλικής και ο καλοκάγαθος γίγας της μουσικής ο Γεωργαντάς, για τον οποίο έχω γράψει επανειλημμένα και ο οποίος είχε φλογερή φιλοδοξία και ταλέντο να ψαρεύει φωνές για να οργανώνει μαθητικές χορωδίες.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjoMY0tODbUooXgStfHB-bm3LYocOeNrh9n8qSDh3qfX59D_sK-Q2QgSFH2-o81dMEWnctlmOWwHvq8_aptHxb9mKrXN2yG4unSw4oR-olYztt5SYNJj1_9GGiVTjunmJEpvoHm8gV6bZzQaKrfTfDjYT4SAnfbjUn8Ie1--d06yEt6LGlshzJPeZK3=s468"><img border="0" height="429" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjoMY0tODbUooXgStfHB-bm3LYocOeNrh9n8qSDh3qfX59D_sK-Q2QgSFH2-o81dMEWnctlmOWwHvq8_aptHxb9mKrXN2yG4unSw4oR-olYztt5SYNJj1_9GGiVTjunmJEpvoHm8gV6bZzQaKrfTfDjYT4SAnfbjUn8Ie1--d06yEt6LGlshzJPeZK3=w640-h429" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;">Το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς ιδρύθηκε το 1914 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αφεντούλη 5, στο οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε το Φιλανθρωπικό Β΄ Παρθεναγωγείο της Υδραϊκής Συνοικίας.</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="http://pireorama.blogspot.com/2012/03/2-1-6.html" style="text-align: left;" target="_blank">Δεύτερο (2ο) Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά (μεταγενέστερα 1ο & 6ο).</a></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><i>«Τ</i></span><i style="font-family: arial;">ο σχολείο το τελείωσα με παράξενο τρόπο. Πήγαινα στην πέμπτη γυμνασίου όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Είχαμε κάνει μαθήματα έναν σκάρτο μήνα. Αμοληθήκαμε στους δρόμους και φωνάζαμε κατά των Ιταλών, γιατί πολλές ατιμίες είχαν κάνει και μας είχαν ταλαιπωρήσει. Κλείσανε τα σχολεία. Ήρθε η Κατοχή, φτάσαμε τέλη Μαΐου, ήρθε κι ο φοβερός χειμώνας του '41-42 κι εμείς είχαμε πάρει έτσι το ενδεικτικό της πέμπτης και υποτίθεται πηγαίναμε έκτη. Πέθαινε ο κόσμος από την πείνα, από τον βαρύ χειμώνα, τα σχολεία κλειστά και κάποια στιγμή ανοίγουν και μας δίνουν απολυτήρια. Είμαι ευτυχής που γλίτωσα τη Χημεία, τη Φυσική και την Τριγωνομετρία. Δεν σημαίνει ότι είμαι πιο αγράμματος από τους άλλους. Ιδίως αυτό το φοβερό με τη χημεία, να θυμάμαι όλους τους τύπους, ευτυχώς το γλίτωσα.</i><span style="font-family: arial;"><i>»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgFEDZMmIMQCryFZsTGqZ1szy6ZmsEikfzVU82yupocUeEg-OA_EIFNLF58InsSGImqgvM2dvyJT_RfR2x_x2opjHjnv2FuH6XSC4497lVGZLEz7oWAnMIq63rciE79O1OM0p7G7F_j7r-eiEDNzGTBTq8i_GcVWMNAKUR7ttG7LTnRmEs6JzYjJkfk=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgFEDZMmIMQCryFZsTGqZ1szy6ZmsEikfzVU82yupocUeEg-OA_EIFNLF58InsSGImqgvM2dvyJT_RfR2x_x2opjHjnv2FuH6XSC4497lVGZLEz7oWAnMIq63rciE79O1OM0p7G7F_j7r-eiEDNzGTBTq8i_GcVWMNAKUR7ttG7LTnRmEs6JzYjJkfk=w640-h476" /></a></div><div style="text-align: center;">Λαϊκή αγορά το 1932</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://www.blogger.com/#">Πλατεία Πηγάδας (Θέση Μύλοι)</a></div><div style="text-align: center;">________</div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div>Ο ιταλικός βομβαρδισμός της Πηγάδας</b></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Στις 5 Νοεμβρίου του 1940, προς το μεσημέρι με έναν ήλιο υπέρλαμπρο να δίνει μια μοναδική διαύγεια στους Ιταλούς πιλότους, αυτοί βομβάρδισαν την Πλατεία Πηγάδας. Οι ιταλοί εξέλαβαν τη λαϊκή αγορά της Πηγάδας που υπήρχε την ημέρα εκείνη και το πλήθος κόσμου που είχε συγκεντρωθεί για να ψωνίσει, ως κινήσεις στρατεύματος και απόπειρα επιβίβασης οργανωμένων στρατιωτικών τμημάτων στα πλοία που ανέμεναν στο λιμάνι. Από τον βομβαρδισμό σκοτώθηκαν δεκάδες Πειραιώτες.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Ο 15χρονος τότε Παναγιώτης Τέτσης θυμάται και γράφει σχετικά με τον ίταλικό βομβαρδισμό της Πηγάδας: </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i>«Κάποια ημέρα, Τρίτη, ημέρα λαϊκής αγοράς σε πλατεία κοντά στο σπίτι, σειρήνες, μεσημεριάτικα και σε λίγο εκρήξεις βομβών με στόχο τη λαϊκή και θύματα τα κάρα και μερικά γαϊδουράκια»</i></div></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhZQCWr0j1d4pVNH70Naw6Bi0R4pSJty4o-H-NjrZKAkQvP7C1GytCu89Ao7D4LIRPWfXlo8O6F4ynMQv1qXPe6e5vO_rAyqOL_MsXKtXdBonf8ZSeEOQDmJ3PzopFcDFOLYp6nA7PHaq_sozxyA4jK8DQAw6jzzpZqmm-kssKEdUe3JFOt8q0BPccO=s700"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhZQCWr0j1d4pVNH70Naw6Bi0R4pSJty4o-H-NjrZKAkQvP7C1GytCu89Ao7D4LIRPWfXlo8O6F4ynMQv1qXPe6e5vO_rAyqOL_MsXKtXdBonf8ZSeEOQDmJ3PzopFcDFOLYp6nA7PHaq_sozxyA4jK8DQAw6jzzpZqmm-kssKEdUe3JFOt8q0BPccO=w640-h412" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά, 11 Γενάρη 1944</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://www.blogger.com/#">Μηχανή του χρόνου</a></div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>11η Ιανουάριου 1944, ο συμμαχικός βομβαρδισμός</b></span></span><div><br /></div><div><div><i style="font-family: arial;">«Αυτή την 11η Ιανουάριου 1.30 με 2.00 μ.μ. εσήμανε συναγερμός, κανείς δεν θορυβήθηκε κι εγώ, όπως πάντα, πήγαινα πεζή προς το σπίτι μου, πλατεία Σερφιώτη. Μόλις είχα περάσει από την διασταύρωση της Βασιλέως Γεωργίου με την Βασιλέως Κωνσταντίνου (τότε, και άλλοτε Σωκράτους) άρχισαν οι αλλεπάλληλες εκρήξεις. Δεν μπορώ τώρα να υπολογίσω την ταχύτητα που ανέπτυξα τρέχοντας, με τα πόδια στο κεφάλι, ώστε να απομακρυνθώ από την περιοχή των στόχων. Δεν νομίζω ότι ο χρόνος για να φτάσω στην οδό Χαριλάου Τρικούπη ήταν περισσότερος του ενός λεπτού. Κατέφυγα ασθμαίνοντας και κούρνιασα κάτω από μια εξωτερική πόρτα της οδού Καραΐσκου, κοντά στο Γυμνάσιο, ώσπου να κοπάσει ο ορυμαγδός και να πάνε στον αγύριστο οι αγγλοαμερικάνοι. </i></div><div><span style="font-family: arial;"><div><i><br /></i></div><div><i>Ο απολογισμός της καταστροφής εκείνη την στιγμή ήταν αδύνατος,... Μετά από ημέρες είδα τι είχε χαθεί και τι είχε απομείνει από τον Πειραιά· αν και στην Γεωργίου του Α' είχε ανοιχτεί τεράστιος κρατήρας σ’ όλο το πλάτος της οδού, ευτυχώς το Δημοτικό Θέατρο έστεκε· λίγο πιο κάτω από την Αγία Τριάδα δεν είχαν απομείνει παρά κάποιοι τοίχοι στην παραλία, τα κτήρια κι ένα μεγάλο ξενοδοχείο είχαν πέσει. </i></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhgmNFFb85flfkSiup3FVH1Ack3AOGG7KpS5sdk7sbssWGU02IhjWnNPChifwSq01wTvP6JUR05FAx-c07wRHqmRN2FGfS9Ad2FDzU-JclcMDOCsrej2pHjYcPyh14OfK2ln-OVu1cpRakyPrT1JgKhkcecz-md_TCeyGOisyVIhFAwP47BVf4YM0CT=s768"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhgmNFFb85flfkSiup3FVH1Ack3AOGG7KpS5sdk7sbssWGU02IhjWnNPChifwSq01wTvP6JUR05FAx-c07wRHqmRN2FGfS9Ad2FDzU-JclcMDOCsrej2pHjYcPyh14OfK2ln-OVu1cpRakyPrT1JgKhkcecz-md_TCeyGOisyVIhFAwP47BVf4YM0CT=w640-h396" /></a></div><div style="text-align: center;">Απρίλιος του 1946. Τα ερείπια της βομβαρδισμένης Αγίας Τριάδας.</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://www.blogger.com/#">Μηχανή του χρόνου</a></div><div style="text-align: center;">________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><i>Όμως μετά από χρονικό διάστημα επισφραγίσθηκε το απόφθεγμα «ουδέν κακόν αμιγές καλού»· κατά την διάρκεια ανακατασκευών και ανοικοδομήσεως εκεί πλησίον, το πειραϊκό έδαφος προσέφερε τα δύο μεγάλα χάλκινα αγάλματα, αριστουργήματα από τα λίγα της αρχαιότητος, που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιώς. Ήταν η παρηγοριά του πολύπαθου Πειραιά, της πόλης με τα πιο ωραία νεοελληνικά κτήρια, από τα οποία μόνον ελάχιστα σώζονται.»</i></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Σίμος, Τέτσης, Πειραϊκά Γράμματα, Τριμηνιαία Φιλολογική Έκδοση του Πειραϊκού Συνδέσμου, έτος 20ο – τεύχος 79, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2016, σελ. 46-47</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjSGdCmw7L3KxhGehJBj7ydAaxEnAWAyVpNjEC5fBqfZO5wRBWHYwb4WrRmYZVjV5NImBuV9ZsJQkOQnik8eWlUC1OCJtpRbtofLmluJO_1fX9ikeeJdTK2Rc7Fy4eg48kX31sAJWmsmHl-ONrJ0xPBDNLa3oRf0QQxzkv3Dzu_7yEZYOKrwzttDFum=s600"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjSGdCmw7L3KxhGehJBj7ydAaxEnAWAyVpNjEC5fBqfZO5wRBWHYwb4WrRmYZVjV5NImBuV9ZsJQkOQnik8eWlUC1OCJtpRbtofLmluJO_1fX9ikeeJdTK2Rc7Fy4eg48kX31sAJWmsmHl-ONrJ0xPBDNLa3oRf0QQxzkv3Dzu_7yEZYOKrwzttDFum=w640-h636" /></a></div><div style="text-align: center;">Το σημείο που βρέθηκαν τα αγάλματα. Οδός Φίλωνος, κάθετα η Λεωφόρος Βασ. Γεωργίου Α΄, μεταξύ του Τινάνειου κήπου και του Μεγάρου Σπυράκη.</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://www.blogger.com/#">Μηχανή του χρόνου</a></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgRnUh6gqjpHFgi4sOr-blglMHZ3PVRoL7gbTEdFvnRi0WipdRuJPp-CGXT6irIA9EZ1xK7mayGu20FNjqBR6unGPDlW1fYhv37z4pC4F-MDCZShFRgJ6S0W_Dx1n2ZaocLurPbqf9hnqGkww1tIFZXp1B9do6Hp_owMMbPTTRYrlcQI1RdDd3LgMXr=s1600"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgRnUh6gqjpHFgi4sOr-blglMHZ3PVRoL7gbTEdFvnRi0WipdRuJPp-CGXT6irIA9EZ1xK7mayGu20FNjqBR6unGPDlW1fYhv37z4pC4F-MDCZShFRgJ6S0W_Dx1n2ZaocLurPbqf9hnqGkww1tIFZXp1B9do6Hp_owMMbPTTRYrlcQI1RdDd3LgMXr=w456-h640" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Ιωάννου Αλεξάνδρου Μελετοπούλου. ΠΕΙΡΑΪΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ. Ανάτυπον εκ της ετησίας εκδόσεως «Πειραιάς 1960». Εικών 23. «Εις ελαχίστην απόστασιν, μερικών εκατοστών του μέτρου, ευρέθησαν την 25ην Ιουλίου 1959 τα αγάλματα της Αθηνάς και της Αρτέμιδος, ως εις την παρατιθεμένην φωτογραφίαν, ήτις ελήφθη επίσης προτού τα αγάλματα ανασυρθούν εκ της θέσεως, εις ην είχον ταφή».</div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="https://dimitriskrasonikolakis.blogspot.com/2014/07/55-1959.html" target="_blank">Η πειραϊκή γη αποκαλύπτει τα χάλκινα αγάλματα.</a></div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div></span><div><span style="color: #0b5394; font-family: arial; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><div><span style="color: #0b5394; font-family: arial; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Πειραϊκά Γράμματα, Τριμηνιαία Φιλολογική Έκδοση του Πειραϊκού Συνδέσμου, έτος 20ο – τεύχος 79, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2016, σελ. 11-13, 46-47.</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.lifo.gr/culture/eikastika/otan-o-zografos-panagiotis-tetsis-afigithike-ti-zoi-toy-sti-lifo" target="_blank">Όταν ο ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης αφηγήθηκε τη ζωή του στη LifO</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://paletaart3.wordpress.com/2014/02/08/%cf%84%ce%ad%cf%84%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%82-panayotis-tetsis-1925-part-ii/" target="_blank">Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis [1925-2016] Part.II</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://nhmuseum.gr/ektheseis/oikia-atelie-tetsi-ydra/item/267-i-oikia-panagioti-tetsi?fbclid=IwAR2kJOYC8ngC4R9RncqnKn4al_fTsxZteze0tiP5fxjLHlcJv2lgtYje0gg" target="_blank">Η οικία Παναγιώτη Τέτση</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://kanaliena.gr/piraikes-istories-panagiotis-tetsi/" target="_blank">Πειραϊκές ιστορίες: Παναγιώτης Τέτσης και Πειραιάς</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://greekshippingmiracle.org/special-sections/piraeus/?fbclid=IwAR0GZOskTVlgk_Pfs_sjwTrN2TFxuTECpwFq3yDCKZ8mj2P0OjCPTSaNqSM" target="_blank">Ο Πειραιάς τον εικοστό αιώνα</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://infomust.gr/%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B9%CE%AC%CF%82-90-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF/" target="_blank">Πειραιάς, 90 χρόνια πριν και σήμερα… (φωτογραφίες)</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://kataggeilte.blogspot.com/2019/11/blog-post_9486.html" target="_blank">Παλαιός Πειραιάς. Τριάντα φωτογραφικές αποτυπώσεις εποχής</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="http://pireorama.blogspot.com/2012/03/2-1-6.html" target="_blank">Δεύτερο (2ο) Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά (μεταγενέστερα 1ο & 6ο).</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="http://pireorama.blogspot.com/2012/09/blog-post.html" target="_blank">Πλατεία Πηγάδας (Θέση Μύλοι)</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.mixanitouxronou.gr/i-pireotes-akougan-ta-aeroplana-ke-panigirizan-me-ta-cheria-ipsomena-ston-ourano-meta-xekinise-o-sfodroteros-vomvardismos-stin-ellada-apo-tin-amerikaniki-aeroporia-to-tragiko-telos-ton-egklovismenon/" target="_blank">Οι Πειραιώτες πανηγύριζαν με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Μετά ξεκίνησε ο σφοδρότερος βομβαρδισμός στην Ελλάδα από την αμερικανική αεροπορία. Το τραγικό τέλος των εγκλωβισμένων στα καταφύγια (φωτο)...</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://dimitriskrasonikolakis.blogspot.com/2014/07/55-1959.html" target="_blank">Η πειραϊκή γη αποκαλύπτει τα χάλκινα αγάλματα.</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.mixanitouxronou.gr/o-thisayros-toy-peiraia-quot-pos-ta-kompreser-tis-apocheteysis-eferan-sto-fos-tessera-koryfaia-agalmata-tis-archaiotitas-to-alyto-mystirio-tis-omadikis-tafis-toys/" target="_blank">Ο “θησαυρός του Πειραιά”. Πως τα κομπρεσέρ της αποχέτευσης έφεραν στο φως τέσσερα κορυφαία αγάλματα της αρχαιότητας. Το άλυτο μυστήριο της ομαδικής ταφής...</a></span></li></ul><div><br /></div><br /></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-3439985303384642952022-02-21T11:45:00.000+02:002022-02-21T11:46:36.658+02:00«Ο Μπάυρον, στοιχειωμένος ανάμεσα Αγγλία και Μεσολόγγι...»· ο Νίκος Κούνδουρος στην Κριμαία του 1991<div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgWsC1T0pkbWseGzIpEg62m8vxd5sdRnpDDIBbcXTZJcrUI5J8Tt-Z3kLQmJryXxdjj7rqDEEzpdicPNmdrtUH5wpLnw9pZcGtChspQjy5iH7zddIhHePXfJPWGsaFUPaCnjjWR3kngvB3fQKVtMYA62aasdbFv1MCQntI0k7ZGUzNC-Ar52jrbNrlZ=s1920" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="746" data-original-width="1920" height="248" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgWsC1T0pkbWseGzIpEg62m8vxd5sdRnpDDIBbcXTZJcrUI5J8Tt-Z3kLQmJryXxdjj7rqDEEzpdicPNmdrtUH5wpLnw9pZcGtChspQjy5iH7zddIhHePXfJPWGsaFUPaCnjjWR3kngvB3fQKVtMYA62aasdbFv1MCQntI0k7ZGUzNC-Ar52jrbNrlZ=w640-h248" width="640" /></a></div><br /><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Με το σώμα στην Κριμαία, τη σκέψη στη Σωτηρία...</b></span></span><br /><div style="text-align: start;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: start;">Τον Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο του 1991, <span style="font-family: arial;">ο Νίκος Κούνδουρος βρίσκεται στην Κριμαία για τα γυρίσματα της ταινίας <b>«Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου»</b>. </span>Στις 6 Αυγούστου του '91, ξεκινάει ένα «μονόπλευρο κουβεντολόι» του 65χρονου τότε Νίκου Κούνδουρου με τη γυναίκα του Σωτηρία Ματζίρη, τη θεατρική κριτικό, με την οποία συμπορευόταν ήδη έντεκα χρόνια. </div><div style="text-align: start;"><br /></div><b>Με το σώμα του στην Κριμαία, αλλά την καρδιά του, τη σκέψη, την έννοια του στραμμένα στη γυναίκα του Σωτηρία</b>, ο Νίκος Κούνδουρος γράφει και στέλνει γράμματα: γράμματα στα οποία με τρόπο κινηματογραφικό, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας, η άγρια φύση της Ρωσίας, ο χειμώνας που έρχεται ήδη τον Αύγουστο, το γειτονικό δάσος και το σκηνικό της ταινίας - βαρύ, ξύλινο, γεμάτο σκαλωσιές. Μέσα σε ένα δωμάτιο, ο Κούνδουρος βιώνει ασκητικά παρέα με τα χαρτιά και τις μουσικές του, ζει τις πολιτικές αναταράξεις του 1991 δίπλα του και τις μεταφέρει με εξαιρετική ζωντάνια και αγωνία. Οι δυσκολίες, ο κόπος, οι αναποδιές, η πενιχρή σε εφόδια χώρα, οι αργοί ρυθμοί των ανθρώπων, τον ταλανίζουν. Ωστόσο, </span><span style="font-family: arial;">πίσω από κάθε τρυφερή αλλά και σκληρή όψη της ζωής, </span><span style="font-family: arial;">νιώθει τη γυναίκα του εμψυχωτικά παρούσα. Είναι το στημόνι που πάνω του υφαίνει δημιουργικά τις ημέρες της καλλιτεχνικής «εξορίας» του, δίνοντας ουσία και περιεχόμενο στα πράγματα: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>«Βλέπω από το ανοιχτό μπαλκόνι μου ένα πυκνό δάσος και πιο πέρα θάλασσα και βουνά κι αν δεν είσαι κι εσύ να τα δεις μου φαίνονται χάρτινα, σαν το ντεκόρ μου»</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Μέσα από τα γράμματά του - ιδιωτικά μαζί και δημόσια - αναδύεται ένας άνδρας <b>«ιδιοφυής, χαρισματικός, είρων, πολεμοχαρής, αλλά και </b></span><b><span style="font-family: arial;">αθώος</span><span style="font-family: arial;"> σαν έφηβος</span><span style="font-family: arial;">».</span></b></div><div><b><span style="font-family: arial;"><br /></span></b></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgFEvfK-L1F3i_9kVoq5yYVXaueVOqtzfU_mVpvgHl3Y_pEPFBgfSg8CV0xidYD2vj006Vj8tmzcYBDEKUcdI9wY0fiRAl3dlI9_uYbT8rgwNgVdQkQKW7nRq0zx9zRMZ0fCdLiRAVH9oD6Vtm83OCUDcsMJaWUP26K9QdEk-8nYNR4y4JS8Zpc0du7=s1046"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgFEvfK-L1F3i_9kVoq5yYVXaueVOqtzfU_mVpvgHl3Y_pEPFBgfSg8CV0xidYD2vj006Vj8tmzcYBDEKUcdI9wY0fiRAl3dlI9_uYbT8rgwNgVdQkQKW7nRq0zx9zRMZ0fCdLiRAVH9oD6Vtm83OCUDcsMJaWUP26K9QdEk-8nYNR4y4JS8Zpc0du7=w640-h434" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Νίκος Κούνδουρος με το συνεργείο της ταινίας στην Κριμαία</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Εκατόν δέκα μέρες κι άλλες τόσες νύχτες»</b></span></div><div><b><span style="font-family: arial;"><br /></span></b></div><span style="font-family: arial;">«Εκατόν δέκα μέρες κι άλλες τόσες νύχτες» πέρασε ο Νίκος Κούνδουρος με το συνεργείο του στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση το 1991, την εποχή των γυρισμάτων του <b>«Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου»</b>, ταινία την οποία ο ίδιος ξεχώριζε, όπως τουλάχιστον δηλώνει σε συνέντευξή του στον Θανάση Δρίτσα, καρδιολόγο, συνθέτη και συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2013.</span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«Η ταινία που εγώ ξεχωρίζω είναι η ταινία μου αφιερωμένη στον Μπάυρον, με τίτλο Μπάυρον-μπαλάντα για ένα δαίμονα, παραγωγή του 1992. Αφενός είμαι λάτρης της προσωπικότητας του Λόρδου Μπάυρον, ο Μπάυρον ήταν ένας ξεχωριστός νέος με τον οποίο ήσαν ερωτευμένες όλες οι ευρωπαίες πριγκήπισσες εκείνη την εποχή. <b>Ο Μπάυρον ασκούσε πάνω μου μια γοητεία από τότε που ήμουν πιτσιρίκος, υπέρμαχος της παν-ελευθερίας, μου άρεσε ο αναρχισμός του, μου άρεσε ο ουμανισμός του, ο ρομαντισμός του, ακόμη και ο θάνατος του.</b> Επίσης για τον Μπάυρον είχα πολύ μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις όταν γύριζα την ταινία και μπορούσα να κάνω ότι ήθελα κυριολεκτικά. Όμως η ταινία αν και πολυβραβευμένη και πολυδιαφημισμένη έκοψε ασήμαντο αριθμό εισιτηρίων».</i></span><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>«Το χωριό Ζαμπρούντογιε βρίσκεται στη Γιάλτα και η Γιάλτα είναι στην Κριμαία και η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας»</i>, γράφει ο σκηνοθέτης και παραγωγός της ελληνοσοβιετικής συμπαραγωγής – μάλλον υπερπαραγωγής του «Λόρδου Βύρωνα». Την ταινία είχε οργανώσει ο Νίκος Κούνδουρος, <b>με συντονιστή τον εξαιρετικά έμπειρο και πολύτιμο</b> <b>Μάνο Ζαχαρία, διευθυντή φωτογραφίας</b> <b>τον Νίκο Καβουκίδη</b> και <b>ενδυματολόγο τον Διονύση Φωτόπουλο.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b>Ένα επιτελείο από 60 τεχνικούς και ηθοποιούς, Έλληνες και Ρώσους, ανασύστησε το Μεσολόγγι στο οποίο φτάνει τον Ιανουάριο του 1824, ο Λόρδος Βύρωνας (Μάνος Βακούσης),</span><b style="font-family: arial;">με πρόθεση να βοηθήσει με τα χρήματά του τους επαναστατημένους Έλληνες, αλλά και να μεγαλουργήσει στη χώρα με το ένδοξο παρελθόν.</b><span style="font-family: arial;"> Φαλακρός και χωλός, βρίσκεται στον αντίποδα των εξιδανικευτικών αποτυπώσεων, <b>«απελπισμένος μέσα στην υπαρξιακή αγωνία του και αναζητώντας έναν τόπο για να πεθάνει σαν ένας ομηρικός ήρωας». </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">«Αυτό που συναντάει είναι η πραγματικότητα της κακουχίας και της εξαθλίωσης. Μια Ελλάδα ταπεινή χωρίς το φως της, άσχημη. Του απονέμεται ο βαθμός του στρατηγού του ελληνικού στρατού, όμως γύρω του υπάρχουν λίγοι έλληνες άτακτοι και ξένοι μισθοφόροι, τους οποίους πληρώνει ο ίδιος. Η ημέρα της μεγαλειώδους μάχης στην οποία θα δοξαστεί με νίκη ή θάνατο δεν έρχεται ποτέ, κι αντί αυτής διαρκώς παλεύει με τους δικούς του δαίμονες. Στην άκρη των ταξιδιών του στην Ευρώπη, το Μεσολόγγι, το όραμα του Μπάιρον, η λυτρωτική προσωπική κορύφωση σε έναν λαμπερό τόπο φθείρεται αντι-ηρωικά, και αυτό που τελικά τον οδηγεί στον θάνατο είναι το αδύναμο σώμα και η ταλαιπωρημένη υγεία του.»</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial; text-align: start;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgv8FN3KXwDW5VaPAktoXRmolSmChm5AwB9-ZIA5InTukSgbqj2xByP8qMGxjJDoR9laGk5KYPYhZ6N3lhmMf6ExtXKVEoN3dkNbotrd-9735ewGXfF-g0qXyYfqNBv9035I8YVQ2sF9HWGl_QcbfyuQ2PK0i97JTbfXSz9OITvai3-nmWftZOwUfJ-=s800" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="500" data-original-width="800" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgv8FN3KXwDW5VaPAktoXRmolSmChm5AwB9-ZIA5InTukSgbqj2xByP8qMGxjJDoR9laGk5KYPYhZ6N3lhmMf6ExtXKVEoN3dkNbotrd-9735ewGXfF-g0qXyYfqNBv9035I8YVQ2sF9HWGl_QcbfyuQ2PK0i97JTbfXSz9OITvai3-nmWftZOwUfJ-=w640-h400" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Αν ο Μπάυρον δεν γίνει καλή ταινία...</b></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><i>6 Αυγούστου 91</i></b></span></div><span style="font-family: arial;"><i><div style="text-align: right;"><br /></div>Από χτες είμαι πάλι εδώ πάνω, πιο ξένος από κάθε άλλη φορά, καθώς η σκέψη του τόσο πολλού καιρού που θα μείνω με μετατρέπει από περιπατητή και ταξιδιώτη σε εξόριστο.[...] <br /><br />Τέλος της δεύτερης μέρας. Μένουν ακόμα περίπου εκατόν δέκα μέρες και άλλες τόσες νύχτες στην απέραντη Σοβιετική Ένωση... <b>Ο Μπάυρον περιμένει στοιχειωμένος ανάμεσα Αγγλία και Μεσολόγγι και, για να γίνουν τα πράγματα όπως είναι η τάξη και το σωστό, του παραδίνω τώρα σιγά σιγά το δύστροπο μυαλό μου και ό,τι άλλο διαθέτω, έτοιμος πια για το μεγάλο μακροβούτι.</b> <br /><br />[...] Άρχισα να μπερδεύω το χρόνο. Χτες έλεγα στον Διονύση Φωτόπουλο και στον Ρώσο σκηνογράφο πως <b>θέλω το σκηνικό και τα λασπωμένα ρούχα της ταινίας να παραπέμπουν στη σφαγή και την καταστροφή του Μεσολογγιού που θα γίνει δυο χρόνια αργότερα από την ημερομηνία του Μπάυρον και της ταινίας.</b> Με κοίταξαν και κουνούσαν το κεφάλι. Ποιος ξέρει τι σκεφτόντουσαν και δεν το ’λεγαν. Τους καλούσα να παρακολουθήσουν με τα υλικά της μνήμης κάτι που δεν έγινε αλλά θα γίνει, κι αυτό έμοιαζε ωραίο. Το κατάλαβα πως τους κεντρούσε το κέφι να το ψάξουν, να το κατακτήσουν, να το παγιδέψουν με τα σύνεργα της τέχνης του ο καθένας. <b>Αν ο Μπάυρον δεν γίνει καλή ταινία -πιο πολύ από καλή- θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεμένο μήλο.</b></i></span><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" height="424" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiAl6VRe1W9n_pkurFL9mEBuLWwfsL6U4-2vH6t1pxL-U0AJCMgv_FdvfFgmx3_YqMCo_NHvkDdtUOCC71L7O_XjEsJH7dxb2WjJ9alh1BIiILnufjilYVdaf66zAABZKs0PWCAPiBtKacVFxXHWM78bYEP3_gPj8Lkbvlpy8UEBCyKyF9DH_nXcwAM=w640-h424" width="640" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα</div><div style="text-align: center;">____________</div><br /><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;"><br /></span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Είμαι ταπεινά φιλόδοξος γι’ αυτήν την ταινία»</span></b></div></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><i>[11 Αυγούστου, Κυριακή]</i></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><div>Το τεράστιο ντεκόρ της ταινίας μοιάζει τέρας με τις ατέλειωτες σκαλωσιές που το στηρίζουν από πίσω. Ένα δάσος από κομμένους κορμούς δέντρων από πίσω και μια γκριζόασπρη νεκρική πόλη από μπρος, ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να μη κουνήσω μέτρο από κει όσο καιρό θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Έχω ζητήσει να μου φτιάξουν ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσα στο δάσος από σκαλωσιές κι εκεί θα φωλιάσω την αφεντιά μου, μ’ ένα ξερό ξύλινο κρεβάτι, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, τα χαρτιά μου και τις μουσικές μου. Ανάμεσα στα τεράστια μαδέρια που μυρίζουν φρεσκοπριονισμένο έλατο και το αληθινό δάσος που αρχίζει λίγα μέτρα παραπέρα. <b>Εκεί θα εγκαταστήσω μυστικά τον εγκέφαλο της ταινίας, τον δικό μου δηλαδή, που θα ’χει τώρα να παλαίψει με τους δαιμόνους της δύσκολης δουλειάς που ξεκινά σε λίγες μέρες</b> σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Ουκρανίας - δεν κατάφερα να προφέρω το τατάρικο όνομά του - για ν’ απολήξει σε λίγους μήνες στα στρογγυλά μεταλλικά κουτιά τα τόσο γνώριμα και σε σένα τώρα. <b>Σκέφτομαι πως αυτή η ταινία μπορεί και να ’ναι η τελευταία μου, κι έχω βάλει όλο μου το πνεύμα να φυλακίσω σ’ αυτήν την πανάκριβη ζελατίνα όσο μπορώ πιο πολλά από τα υλικά που ’χω μαζέψει στο σκουπιδότοπο του κεφαλιού μου. Είμαι ταπεινά φιλόδοξος γι’ αυτήν την ταινία. Λέω ταπεινά γιατί ξέρω πόσο λίγο βαραίνει πια στη ζωή μας μια ταινία, λέω φιλόδοξος γιατί μ’ αρέσει κιόλας αυτή η έπαρση που συνοδεύει τη δημιουργία ενός έργου μέσα από κενό, από το μηδέν από το χάος.</b> Αν δεν ήμουνα τόσο πονηρεμένος - ή πονηρός; - θα δήλωνα δημόσια την περιφρόνησή μου για την μπούφικη έπαρση του καλλιτέχνη, που εννιά φορές στις δέκα τον περιφρονώ και άλλες τόσες τον λυπάμαι.</div><div><br /></div><div>Σε λίγο φεύγει ο Μάνος Ζαχαρίας για την Αθήνα. Θα του δώσω τούτα τα χαρτιά και δεν ξέρω πότε θα φτάσουν στα χέρια σου. <b>Ελπίζω κάπως σύντομα, αν και η λέξη ακούγεται παράταιρη σ’ αυτή τη χώρα που όλα κινούνται πάνω σε βωδάμαξες. </b></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: right;"><b>12 Αύγουστου</b></div><div><br /></div><div>...ο καιρός είναι ακόμα βροχερός αλλά χωρίς κρύο. Από την Αθήνα έχουν φτάσει όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας και οι τρεις από τους πέντε βοηθούς. Ο Μάριος, η Βενετία και ο Οδυσσέας. Η Λένα είναι μαζί μου, το ίδιο και ο Γρηγόρης. Δεν τον ξέρεις, είναι ένα εξαιρετικό παιδί, γλυκομίλητο και ανακουφιστικά ικανό σε όλα. Αυτό που λέμε το δεξί μου χέρι, ίσως και λίγο το αριστερό, καθώς ο ακούραστος Γρηγόρης μετέχει σε όλα. </div><div><br /></div></i></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjMiz3frgD4uE7o-5-L2rLmEUjsuO7rzMoc-VIbrR4MVdd-ELqdQA6EYXdHbTlm31TX-qTW1CycRp_W6wvSHVwo8EIgrtEaSFnuIM4P7fAHKljBTpOO8ZciYzSjgPpB6HVpAbWgye24rTDHQ4GDPgnnDBqGwB5itvCnUHubzHVCBcND59YJ73JdnxKC=s1029"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEjMiz3frgD4uE7o-5-L2rLmEUjsuO7rzMoc-VIbrR4MVdd-ELqdQA6EYXdHbTlm31TX-qTW1CycRp_W6wvSHVwo8EIgrtEaSFnuIM4P7fAHKljBTpOO8ZciYzSjgPpB6HVpAbWgye24rTDHQ4GDPgnnDBqGwB5itvCnUHubzHVCBcND59YJ73JdnxKC=w640-h476" /></a></div><div style="text-align: center;">Σχέδιο του Ν. Κούνδουρου για το σκηνικό της ταινίας</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Ανάμεσα στον επαρχιωτισμό των Σοβιετικών και τη Γιάλτα του Τσέχοφ</span></b></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><div style="text-align: right;"><b>16 Αυγούστου. </b></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div><b>Από χτες είμαστε στην Κριμαία.</b> Πρωί πρωί πήρα ένα αυτοκίνητο κι ανέβηκα στο χωριό που χτίζεται το ντεκόρ. Ένα τέρας από ατελείωτες ποσότητες ξυλου - το ’χουν μπολικο εδώ πέρα - και γύψο και πολυεστέρα. Μοιάζει επιβλητικό και σπουδαίο, αλλά δεν είναι. <b>Οι Σοβιετικοί έχουν έναν αφοπλιστικό επαρχιωτισμό που δεν ξέρεις πώς να τους φερθείς.</b> <b>Το σκηνικό μυρίζει σκηνικό, ό,τι χειρότερο δηλαδή μπορεί να μας συμβεί σ’ αυτή την άκρη του κόσμου όπου όλα μοιάζουν εκατό φορές πιο δύσκολα. Τα υλικά, εκτός από τα ξύλα, είναι από δυσκολοεύρετα ως ανύπαρκτα.</b> Τώρα δεν έχουν ώχρα και άσπρο χρώμα για να κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις για τα πρώτα γυρίσματα. Απελπισμένη αναζήτηση στην Αθήνα του Ράπτη και του Ζαχαρία να μας στείλουν χρώματα, περιπέτεια που τρώει χρόνο και προσπάθεια. Ευτυχώς που είναι μαζί μου για δυο βδομάδες ο Οδυσσέας Λάππας και χύθηκε κιόλας στη δουλειά. Με ξέρει και τον ξέρω, τα καλά του και τα κακά του, και τώρα αποδείχνεται πολύτιμος σε τούτη την ερημιά.</div><div><br /></div><div>Γράφω ερημιά και λέω τη μισή αλήθεια, καθώς <b>είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω η παραλιακή Γιάλτα βράζει από κόσμο.</b> Χιλιάδες ηλιοψημένων Σοβιετικών απ’όλες τις άκρες των κλυδωνιζόμενων σοσιαλιστικών Δημοκρατιών τους έχουν μαζευτεί εδώ για τις πολύτιμες διακοπές τους. Είναι εργάτες μάλλον, με τις χοντρές εργάτισσες κυρίες τους και τεράστιες ποσότητες παιδιών. Έχουν πρόσωπα καλοσυνάτα και αγαθά, αλλά δεν λείπει και το πιο σύγχρονο είδος, αγόρια και κοπέλες με όλα τα σουσούμια της μόδας, προπαντός τα κορίτσια. Κοντές φούστες, γυμνές κοιλιές, τσόκαρα με ψηλό τακούνι κτλ. Περπατάνε πιασμένες χέρι χέρι ανά δύο, όπως καλή ώρα και στον Άγιο και σε όλα τα μέρη της γης. </div><div><br /></div><div><b>Το απόγεμα χτες κατεβήκαμε κι εμείς στην παραλία, στον όμορφο παραλιακό δρόμο του Τσέχοφ που τον περπάτησα πριν τρεις μήνες, άδειο, χειμωνιάτικο και μελαγχολικό. Τώρα έμοιαζε με όλους τους καλοκαιριάτικους παραλιακούς δρόμους, μόνο που ήτανε κάπως περίεργα βουβός. Αυτός ο λαός δεν μιλάει δυνατά, δεν γελάει δυνατά, δεν καβγαδίζει με φωνές. Η μοχθηρή Λένουσκα λέει πως έχουν ξεσυνηθίσει να μιλάνε και να γελάνε. Φοβούνται.</b></div><div><b><br /></b></div></i></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyljErTROZzRTICYCedqryOd1d37fW_boWcKRj5Uz_oXlh0OEOmrEMaxiXdO-dHWbmcuoOUWTohNmIg44M0IOvf-dkX8kUZ2c22HC7Nhuj3kcMGMS9GQTCqbTZ7tn22beh_Bnse7HVBWI/s800/0_bdc27_200d2d5a_XL.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyljErTROZzRTICYCedqryOd1d37fW_boWcKRj5Uz_oXlh0OEOmrEMaxiXdO-dHWbmcuoOUWTohNmIg44M0IOvf-dkX8kUZ2c22HC7Nhuj3kcMGMS9GQTCqbTZ7tn22beh_Bnse7HVBWI/w640-h468/0_bdc27_200d2d5a_XL.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο παραλιακός δρόμος της Γιάλτας, 1880</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Είναι Δευτέρα 19 Αυγούστου του 1991...</span></b></div><div style="font-style: italic; text-align: right;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic; text-align: right;"><b>19 Αυγούστου </b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;"><b>ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ.</b> Η είδηση, η λέξη μόνο, σ’ ανατριχιάζει σα να βρίσκεις φίδι κάτω από το μαξιλάρι σου όταν πας να κοιμηθείς. Έχουμε κρεμαστεί στα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων και στα στόματα των μεταφραστών. Οι ειδήσεις φτάνουν κομματιαστές, από τους τοπικούς σταθμούς που έχουν ακόμα την ελευθερία να μεταδίδουν χωρίς πίεση τα νέα. Ο μοσχοβίτικος σταθμός παίζει συνέχεια εμβατήρια και εθνικούς χορούς, κοινό συνήθειο όλων των πραξικοπηματιών σε όλο τον κόσμο. Και κάθε μισή ώρα η βαριά καταθλιπτική φωνή που σου παγώνει την ψυχή και ξέρεις από πριν τι ακριβώς θα πει. </div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">[...] Το σπίτι που ζούμε εδώ, στην Κριμαία, είναι ζωσμένο από δάσος. Είναι ένα παλιό αρχοντικό από την εποχή των Βογιάρων και των πριγκίπων και επισκευάστηκε τώρα, κάπως βιαστικά, για να μας στεγάσει. Είναι ακόμα αγκαλιασμένο από σκαλωσιές. Φαίνεται πως τους μαστόρους και τους εργάτες τους έστειλε στα σπίτια τους το πραξικόπημα γιατί έχουν όλοι εξαφανιστεί, κι <b>εμείς είμαστε εδώ μόνοι και αμήχανοι, κυκλωμένοι από τους μικρούς και μεγάλους φόβους μας για το άγνωστο που μέσα του κουρνιάσαμε και περιμένουμε. </b></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic;">[...]<b> Ξέρω πως τούτη τη στιγμή που σου γράφω, κάπου πολύ κοντά μας γίνονται πράγματα που θ’ αλλάξουν ίσως την ιστορία του αιώνα που φεύγει.</b> <b>Αν πετύχει το πραξικόπημα, εδώ θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, και δεν θα ’ναι μόνο για τούτη την κλυδωνιζόμενη χώρα.</b> Πάνω από το κεφάλι μου γυρίζει ώρες τώρα ένα τεράστιο στρατιωτικό ελικόπτερο. Λένε πως ο Γκορμπατσόφ είναι περικυκλωμένος σε κάποιο σπίτι στην άλλη μεριά του δάσους.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><b>Ξαναγράφω την ημερομηνία. Είναι Δευτέρα 19 Αυγούστου του 1991...</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh7qRYWQnG1O78Hx7SOoR1z-CCN5uboen394382mIB9BpydH6mbjdY4ri_YuR6Mj3M6NYR0QOp8QofVoZcpyrFENP2SW_yeeiJJssYhSi63xoSbfLhRi4Kah2q8CcBfuasFENPppPKu4QeAS9B-mO0FTtdCasnGwDYTdk5yN2DO32j29pogi2T4ZnIm=s672"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh7qRYWQnG1O78Hx7SOoR1z-CCN5uboen394382mIB9BpydH6mbjdY4ri_YuR6Mj3M6NYR0QOp8QofVoZcpyrFENP2SW_yeeiJJssYhSi63xoSbfLhRi4Kah2q8CcBfuasFENPppPKu4QeAS9B-mO0FTtdCasnGwDYTdk5yN2DO32j29pogi2T4ZnIm=w640-h480" /></a></div><div style="text-align: center;">Μάνος Βακούσης, Vera Sotnikova (στο ρόλο της Augusta)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μια ταινία - αντίσταση στην ευτέλεια</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><i><b>26 Αυγούστου</b></i></span></div><div><i><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><i>Το φοβερό σκηνικό της ταινίας μοιάζει, κάθε μέρα που περνά, και πιο πολύ με τη νεκρή πόλη που θέλω ν’ αναστήσω. Ατέλειωτοι πέτρινοι τοίχοι από γκρίζο γρανίτη, σπίτια χωρίς παράθυρα, στενοί δρόμοι και περάσματα που μόλις μπορεί να χωρέσει άνθρωπος. <b>Η ιδέα της αναπαράστασης μιας γειτονιάς του Μεσολογγίου έχει ξεπεραστεί από καιρό, καθώς όλη η ταινία έχει πια ξεπεράσει την εξάρτησή της από τόπους και χρόνο και ονόματα και αναζητά και κερδίζει τον δικό της τόπο και τον δικό της χρόνο και τα δικά της ονόματα.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b> Ο ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με βοήθησαν να μπω οριστικά σ’ αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα</b> αλλά με εμπόδιζε η επιμονή - και η φύση - του Φώτη Κ. που δεν μπορούσε ν’ απαρνηθεί εύκολα τη βρετανική τάξη που είναι η δεύτερη φύση του. Το σενάριο - ευτυχώς- είναι χτισμένο ορθολογιστικά και σχεδόν φρόνιμα, όπως πρέπει δηλαδή, μια και το ίσιο το θέμα, η ζωή ενός ανθρώπου, σ’ αναγκάζει σε κάποια πειθαρχία. Έτσι, <b>σίγουρος πως η βάση είναι αρκετά ανθεκτική, λευτέρωσα εκείνα τα απείθαρχα στοιχεία που πριν από χρόνια γεννήσανε το «Δράκο» και που τα κράταγε σε κάποια γωνιά του μυαλού αυτό που ο Κώστας Ζουράρις λέει εθνική μιζέρια. </b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Με λίγα λόγια, <b>ετούτη η ταινία που γεννιέται μέρα με τη μέρα σε τούτη ’δω την άκρη της γης, θα περιέχει την ταπεινή κατάθεσή μου στον πολιτισμό των Ελλήνων και την αντίστασή μου στην ευτέλεια που μας κυκλώνει και κοντεύει να μας αχρηστέψει, καθώς οι σειρήνες του εύκολου και του ξεκούραστου και του ανέμελου έχουν αρχίσει να γλυκαίνουν τ’ αυτιά ολωνών μας. </b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>Ο «Byron» θέλει να είναι ένα τραγούδι, μια ελεγεία για την απελπισία και για το θάνατο, ένα δοξαστικό στην αγωνία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του και με τις ζωές των άλλων. Μια ταινία ευφρόσυνη μέσα στη θανατερή μελαγχολία της κι ακόμα διασκεδαστική</b>, καθώς δείχνει άνθρώπους να παίζουν άλλους ανθρώπους, με δεξιοτεχνία και ταλέντο και κέφι και όλα τέλος πάντων τα πανάρχαια καμώματα των μάγων και των παπάδων και των θεατρίνων. Είμαι αισιόδοξος και γεμάτος χαρά και περηφάνια για την ταινία που χτίζεται εδώ, στερεή σαν τοίχος, τούβλο στο τούβλο, πέτρα στην πέτρα. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj3V7JIZFCNPwH2Ati_xfHejKHjIVDc-j0Nlye4koNa8rQIEg9I618RuBm7KFjPT6AeqNNq-v0CkvGkzaOyrNSDShp9DkLTaDdkcIbaP9ZiHyHNzF3Yms3qAhZAznubYhVnCPiQ1uvO3k95QJLZcFynVslpX-CW8tzMYsHmit4FMLWGanAXjZ0Sbbu9=s678"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEj3V7JIZFCNPwH2Ati_xfHejKHjIVDc-j0Nlye4koNa8rQIEg9I618RuBm7KFjPT6AeqNNq-v0CkvGkzaOyrNSDShp9DkLTaDdkcIbaP9ZiHyHNzF3Yms3qAhZAznubYhVnCPiQ1uvO3k95QJLZcFynVslpX-CW8tzMYsHmit4FMLWGanAXjZ0Sbbu9=w640-h478" /></a></div><div style="text-align: center;">Μάνος Βακούσης, Άκης Σακελλαρίου (στο ρόλο του κόμη Pietro Gamba)</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Το πρώτο γύρισμα, μια μικρή γιορτή...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: right;"><b>30 Αυγούστου </b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Χτες κάναμε το πρώτο μας γύρισμα. Έσπασα ένα πιάτο πάνω στο μεγάλο κανόνι που παίζει στην ταινία και οι Σοβιετικοί χειροκροτούσανε, και οι δικοί μας μαζί τους, και δυο-τρεις οπερατέρ της τηλεόρασης στριφογυρνάγανε τριγύρω σαν μέλισσες κι εγώ σκεφτόμουνα που εσύ δεν ήσουνα εδώ και κανένας άλλος δεν μ’ ένοιαζε και ήτανε λίγο σαν να μην ήμουνα ούτ’ εγώ εκεί και ούτε συγκίνηση ένιωθα ούτε τίποτ’ άλλο σπουδαίο. Χάζευα μονάχα με κάποια περιέργεια, όπως χαζεύω στα πανηγύρια και στις γιορτές των άλλων και <b>λέω ευτυχώς που δεν την έχω χάσει αυτή την παιδική δίψα για ό,τι γίνεται ,γύρω μου, γι’ ανθρώπους και για τόπους και για καμώματα, καινούργια και παλιά.</b> </div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Τέλειωσα λοιπόν στα γρήγορα τη μικρή γιορτή, είπα και δυο κουβέντες για τους δημοσιογράφους και τα κανάλια τους και είδα στα χαμόγελά τους και στο σφίξιμο των χεριών πόσο τους άρεσαν οι κουβέντες μου, σαχλές κουβέντες για τους λαούς που αδελφώνονται μέσα από την κοινή γλώσσα για όλους, την τέχνη, και μου φάνηκε για μια στιγμή που με μπέρδεψε λίγο, πως <b>τούτοι οι συγκινημένοι άνθρωποι που μ’ άκουγαν είχανε ακόμα μια αθωότητα μέσα τους, πως οι κουτές και μαγειρεμένες φράσεις μου δεν ήτανε μονάχα για να κλείσει όμορφα η μικρή γιορτή μας.</b> </div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Ντράπηκα λίγο -πολύ λίγο- γιατί <b>πάντα μού μένει μια μικρή ανησυχία όταν δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα σύνορα ανάμεσα στο παιχνίδι και στην αλήθεια</b> και ύστερα τα ξέγραψα όλα με μια θεατρική χειρονομία, δήλωσα πως είμαστε εδώ για να δουλέψουμε κι όχι για να βγάλουμε λόγους, και οπισθοχώρησα όμορφα και μελετημένα, και χώθηκα στην πιο κοντινή από τις πολλές πόρτες του ντεκόρ ακούγοντας τα χειροκροτήματα τών Ρώσων. Εδώ αισθάνθηκα λίγο άσχημα αλλά έδωσα μια μικρή σπρωξιά στην ταραχή μου και η φιέστα - εξωτερική και εσωτερική- τέλειωσε.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhTDFPJWQWhCpB_TxjODBcS3PEYyxamMbbECKybm4NafSvC7Z2nHxYA5CHknIQvUpyY93cRr9_EIAsGdATVu4EXij6RV0OGlCL1V3lG8sFWx2sB_mPlxK23_Fm8ZnEtBBcwmTmSvrjL4z0svvuyP8ONc0RGEslOwPkDas_HgcPoCBDjZY3cIV9V_-_K=s544" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="383" data-original-width="544" height="450" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhTDFPJWQWhCpB_TxjODBcS3PEYyxamMbbECKybm4NafSvC7Z2nHxYA5CHknIQvUpyY93cRr9_EIAsGdATVu4EXij6RV0OGlCL1V3lG8sFWx2sB_mPlxK23_Fm8ZnEtBBcwmTmSvrjL4z0svvuyP8ONc0RGEslOwPkDas_HgcPoCBDjZY3cIV9V_-_K=w640-h450" width="640" /></a></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Ο Νίκος Κούνδουρος στα γυρίσματα της ταινίας</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">___________</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«...τρέμω από την κούραση σαν άλογο που κέρδισε τέσσερις κούρσες μαζεμένες»</span></b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;"><div style="text-align: right;"><b>4 του Σεπτέμβρη</b></div><div style="text-align: right;"><b> </b></div><div>Δεν ξέρω πώς γίνεται και μέσα στη φοβερή αναστάτωση της δουλειάς που άρχισε με ρυθμό και θόρυβο μιας τεράστιας μηχανής που πήρε επιτέλους μπροστά ύστερα από φοβερές προσπάθειες. Ξεκινήσαμε τόσο απότομα που οι Σοβιετικοί τα 'χουν εντελώς χάσει, ασυνήθιστοι σε ενθουσιασμούς και σε ρυθμούς που τους έχουν από χρόνια χάσει. </div></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">[...] Ανήσυχος λοιπόν για όλα αλλά αισιόδοξος για την ταινία που γεννιέται, πηγαίνω τώρα στο κρεβάτι μου, είναι μόνο εννιά και μισή το βράδυ, και <b>τρέμω από την κούραση σαν άλογο που κέρδισε σήμερα τέσσερις κούρσες μαζεμένες. </b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: right;"><b>Τρίτη, 24 του Σεπτέμβρη</b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Είναι έξι το πρωί. Σε μια ωρα θ’ αρχίσει να ξυπνάει όλο το σπίτι, στις εφτάμισι φεύγουν τα αυτοκίνητα για το χωριό. Τούτες οι πρωινές ώρες είναι οι πιο δικές μου, δηλαδή οι πιο δικές μας, γιατί και οι άλλες ώρες δικές μου είναι, τις ρουφάω με απληστία και ευγνωμοσύνη γιατί <b>ξέρω πως αυτή η ταινία είναι ίσως η τελευταία. Όχι γιατί εγώ δεν θα 'χω το κέφι και το κουράγιο να στήσω πάλι και πάλι καινούργια σχέδια και καινούργιες ταινίες, μα γιατί το βλέπω πως όλο και πιο δύσκολη γίνεται η ζωή για μας τους κυνηγούς των δύσκολων πραγμάτων.</b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiAYgFnGXnbB-UPp3DUWIE52rGm1WYZjnZ_7avJ1aZhoQ5VC2wweY7Gljz_QOuOw1EtE8qktD5yzNDmIsMLGP1LqtveLsRzlKbwbC6S5lw12uz6bo4hbSPeAWSuRIBe3Uz3kmnhPFFO4cmQLn7K63Jluf_5UKE9i2_aCcZhhxf3tvpynRyJzcrz5NwR=s900"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiAYgFnGXnbB-UPp3DUWIE52rGm1WYZjnZ_7avJ1aZhoQ5VC2wweY7Gljz_QOuOw1EtE8qktD5yzNDmIsMLGP1LqtveLsRzlKbwbC6S5lw12uz6bo4hbSPeAWSuRIBe3Uz3kmnhPFFO4cmQLn7K63Jluf_5UKE9i2_aCcZhhxf3tvpynRyJzcrz5NwR=w640-h436" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b><br /></b></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Μια ταινία που «απορροφά σαν αλεξικέραυνο τις αστραπές του θυμού μου»</span></b></div><div style="font-style: italic;"><div style="text-align: right;"><b>Σάββατο, 16 Νοέμβρη</b></div><div><b><br /></b></div><div>Αν δεν ήτανε τούτη η ταινία κι αν δεν ήσουνα εσύ, η ερημιά τριγύρω θα ’τανε ανυπόφορη. Είναι πέντε το πρωί, σε μια ώρα θα μαζευτούμε όλοι στον κάτω διάδρομο του ξενοδοχείου και η μέρα θα κυλήσει ζωηρή και γεμάτη κίνηση, φωνές, ζωντάνια. Το ξέρω πως τίποτα δεν είναι για πάντα, και για τούτη τη χαρά που μοιάζει με κάποιο είδος ευτυχίας έφτασε το τέλος. Σε μια εβδομάδα θ’ αφήσουμε πίσω μας τις χιλιάδες στιγμές που ζήσαμε στην Ουκρανία και ξέρω πως δεν είναι μόνο για μένα δύσκολη αυτή η ώρα. Είναι όλοι συγκινημένοι και μετράμε πια μ’ ανυπομονησία ανάποδα τις μέρες και τις ώρες που μας μένουν. <b>Βιαζόμαστε να τελειώσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα, να τελειώσει η στενοχώρια του χαιρετισμού, να μπούμε σε αυτοκίνητα και αεροπλάνα και να πετάξουμε από πάνω μας το βάρος από τις καυτές μνήμες τόσων ανθρώπων και τόσων πραγμάτων και τόσων εικόνων και τόσων λόγων που προορίζονται πια για τα συρτάρια του μυαλού, όμορφα και πονηρά ταξινομημένα που μόνο γλύκα να μείνει.</b></div><div><b><br /></b></div><div>[...] <b>Η ταινία για τον Μπάυρον απορρόφησε και απορροφά τώρα τις αλλεπάλληλες αστραπές του θυμού μου για όλα, σαν αλεξικέραυνο. Από τώρα κιόλας αδιαφορώ με υπεροψία για οποιαδήποτε γνώμη, κριτική, υπόδειξη κλπ. απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Η ταινία, το ξέρω τώρα πια, δεν είναι ούτε προϊόν ούτε έκθεμα ούτε αντικείμενο για ανάλυση, για κριτική, για επαίνους, για έγκριση ή για απόρριψη. </b>Αν δεν είχε το πανάκριβο περίβλημά της θα την έβαζα σ’ ένα συρτάρι, για τη χαρά τη δικιά μου και των φίλων μου. Σαν το VORTEX.</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgLHa7MJ6qY8JOgrAOc0kE70DppvkIvIf1Hc_5PYKwMBZ1lF_HoGyzFJcGANfNb5zFeTx2BhFRmx-7NjQFVqi6nzcnKXejE8VolkIDH27hARgnfSxbXY-obAuBfdmaoCLv-JiIybrUfHnc/s1024/Vortex-1967-poster.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1024" data-original-width="719" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgLHa7MJ6qY8JOgrAOc0kE70DppvkIvIf1Hc_5PYKwMBZ1lF_HoGyzFJcGANfNb5zFeTx2BhFRmx-7NjQFVqi6nzcnKXejE8VolkIDH27hARgnfSxbXY-obAuBfdmaoCLv-JiIybrUfHnc/w450-h640/Vortex-1967-poster.jpg" width="450" /></a></div><br /><div><br /></div><div style="font-weight: bold;"><br /></div></div><div><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Πάει κι αυτό, λοιπόν»</span><i> </i></b></div><div style="font-style: italic; text-align: right;"><b>Κυριακή 17 [Νοέμβρη]</b></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Σήμερα πήγαμε από τις εφτά το πρωί στο κάστρο, στήσαμε τα σύνεργά μας,ντύσαμε τους </div><div style="font-style: italic;">κομπάρσους και ξαπλώσαμε στο χορτάρι περιμένοντας μάταια να βγει κανένα σύννεφο. Είχε έναν ήλιο κρητικό, ζεστό και λαμπερό, καλοκαιριάτικο. Οι Ρώσοι κομπάρσοι ήτανε ζωηροί και ευχάριστοι, στήσανε ομάδες με κιθάρες και τραγουδούσανε. <b>Φάγαμε στο γρασίδι, τεντωθήκαμε πάνω στις τεράστιες τέντες του φροντιστηρίου και η Κυριακή έγινε αληθινή Κυριακή. </b></div></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic;"><div style="text-align: right;"><b>Τετάρτη, 20 Νοέμβρη 1991</b></div><div style="text-align: right;"><b><br /></b></div><div>Είναι Τετάρτη, τρεις το πρωί, κάθομαι στο μικρό τραπέζι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με τις τρεις τσάντες μου έτοιμες για ταξίδι. Σήμερα τελειώσαμε και με το κάστρο του Σουντάκ. Η ταινία τέλειωσε εδώ, το τελευταίο γύρισμα το ξεπετάξαμε βιαστικά γιατί μας έφευγε ο ήλιος.</div><div><br /></div><div>Σε λίγες ώρες αποχαιρετάμε και τούτο το μέρος, το κάστρο, το ντεκόρ, τους ανθρώπους που προφτάσαμε και γνωρίσαμε. Χαιρετήσαμε τους Ρώσους που φεύγουν πρωί πρωί πριν από μας. Τους ηλεκτρολόγους, τους τεχνίτες των σκηνικών, τον Σάσα, τον Βολούτια, τον Βλάντ, τον Αλεξάντερ, τον άλλο Σάσα, τις δίδυμες, την Έλλη και τη Λουντμίλα, τη Ραΐσα, τους σωφέρ των φορτηγών, τον χοντρό της γεννήτριας με το γατάκι. Όλους. <b>Ήτανε σα να χαιρετούσαμε την Ουκρανία, τη Ρωσία, σα να τέλειωσαν όλα σήμερα, εδώ. </b></div><div><br /></div><div>Ο Μπάυρον έκλαιγε, η Μάσα του τον κοίταγε με απελπισμένη τρυφερότητα, ο Αλεξάντερ έβαλε όσο μπαρούτι του απόμεινε μέσα σ’ ένα κανόνι και του ’βαλε φωτιά και χάλασε ο κόσμος από τη βροντή κι αντιλάλησε όλο το κάστρο κι όλοι χειροκροτούσαν και φωνάζανε, μπας και φύγει η στενοχώρια που μάς είχε μαγκώσει την ψυχή.<b> Πάει κι αυτό, λοιπόν. </b></div></div><div style="font-style: italic;"><b><br /></b></div><div style="text-align: right;">Νίκος Κούνδουρος, Γράμματα από την Κριμαία, 1991, εκδόσεις Άγρα</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="423" src="https://www.youtube.com/embed/4b87EKwHulY" width="508" youtube-src-id="4b87EKwHulY"></iframe></div><br /></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #351c75; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #351c75; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div></span><ul style="font-weight: bold; text-align: left;"><li><b><span style="font-family: arial;">Νίκος Κούνδουρος, Γράμματα από την Κριμαία 1991, εκδόσεις Άγρα</span></b></li></ul><ul style="font-weight: bold; text-align: left;"><li><b><span style="font-family: arial;"><a href="https://ritsmas.wordpress.com/2021/04/30/%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%AF-%CE%BC/" target="_blank">Ο γιατρός θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον Νίκο Κούνδουρο</a></span></b></li></ul><ul style="font-weight: bold; text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.filmy.gr/movies-database/byron-ballad-for-a-demon/" target="_blank"><b>Μπάυρον: Η Μπαλάντα ενός Δαιμονισμένου</b></a></span></li></ul></div></div></div></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-23287243862727854052022-02-07T09:19:00.000+02:002022-02-07T09:22:01.401+02:00Η «Άγρια γυναίκα» αντιμέτωπη με το «αρπακτικό» της ψυχής: από το μύθο του Μπλαβογένη στη Μαρυλλίδα του Κ. Λογαρά <div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgd6GDUdcWMZt7R-8gZelkAKGy4SDQ-JQfLG2mtonHmrBwnyRRtTI297SXT3ktdWrN-BboPLMoObv_GqjAXxM5E1fQ0T1JHpescseMTeA2wt0Mk6MRApv5IQyizIVwnoSCzDbxsWhP9kfMA8_prtsP_jt1E0B7VLHqMyWq3T64cGxCqyNFCX2ubQ-fF=s626"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgd6GDUdcWMZt7R-8gZelkAKGy4SDQ-JQfLG2mtonHmrBwnyRRtTI297SXT3ktdWrN-BboPLMoObv_GqjAXxM5E1fQ0T1JHpescseMTeA2wt0Mk6MRApv5IQyizIVwnoSCzDbxsWhP9kfMA8_prtsP_jt1E0B7VLHqMyWq3T64cGxCqyNFCX2ubQ-fF=w512-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«The Company of Wolves», by Emily W. Martin</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Επί τα ίχνη των λύκων...</b></span></p><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Στο βιβλίο της </span><b style="font-family: arial;">«Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους»</b><span style="font-family: arial;">, η Μεξικανή ποιήτρια, ψυχαναλύτρια και ακτιβίστρια Clarissa Pinkola Estés, με σημείο εκκίνησης τη θέση ότι η γυναικεία ψυχή έχει απαξιωθεί και κακοποιηθεί, προσπαθεί να καταδείξει τη ζωτική αξία της λεπταίσθητα ανυπότακτης γυναίκας ως φύλου και ως ενέργειας. <b>Σκοπός της είναι να αφυπνίσει το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, όπως εμφανίζεται στα μυητικά όνειρα, στις ενοράσεις, στα σύμβολα, στην πρωτόγονη τέχνη και στα λαϊκά παραμύθια, στο συλλογικό ασυνείδητο. </b>Το επίθετο «άγρια» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την υποτιμητική σημερινή του σημασία, ως κάποια εκτός ελέγχου, ένα πλάσμα βάρβαρο ή αχαλίνωτο, αλλά με την αρχική του έννοια, ένα πλάσμα εγγενώς πλήρες και με υγιή όρια, σοφό, ολοζώντανο και φυσικό σαν την αναπνοή. <b>Η γυναίκα – ακόμα και κάτω από την εκλεπτυσμένη της όψη – είναι η φύση, η παντοτινά άγρια, το πλάσμα εκείνο που ψυχικά συγγενεύει με τους λύκους.</b></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Οι υγιείς λύκοι και οι υγιείς γυναίκες έχουν κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά: οξυμμένη διαίσθηση, παιχνιδιάρικο πνεύμα και μεγάλη ικανότητα αφοσίωσης. Από τη φύση τους, οι λύκαινες και οι γυναίκες θέλουν να σχετίζονται, είναι φιλοπερίεργες, πολύ ανθεκτικές και δυνατές. Βαθιά διαισθητικές, φροντίζουν με κάθε τρόπο τα μικρά τους, τους συντρόφους τους και την αγέλη τους. Είναι ικανές να προσαρμόζονται σε συνθήκες που διαρκώς αλλάζουν, μένουν αφοσιωμένες μέχρι τέλους και επιδεικνύουν μεγάλη γενναιότητα.»</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Μεγαλωμένη και η ίδια στη Φύση – <i>«στα σύνορα του Μίσιγκαν, σε έναν τόπο περιτριγυρισμένο από δάση, οπωροφόρα δέντρα και χωράφια, πολύ κοντά στις Μεγάλες Λίμνες»</i>, σε οικογένειες Ούγγρων και Σουηβών μεταναστών, που δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, η Clarissa Pinkola Estés κληρονόμησε την προφορική παράδοση των μύθων και των ιστοριών και μελέτησε τη βιολογία της άγριας ζωής ανάμεσα σε πλάσματα που λάτρεψε: αρκούδες, αλεπούδες, φίδια, αετούς και κυρίως λύκους: </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Πέρα στο Βορρά, οι λύκοι έρχονταν με χοροπηδητά και προσευχές στα ξέφωτα που τα έλουζε το φεγγάρι. Μπορούσαμε να πιούμε άφοβα από το ίδιο ρυάκι.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Η αγάπη μου για την άγρια γυναίκα μετράει από τότε που ήμουν παιδί, αν και τότε δεν ήξερα να την πω έτσι. Ήμουν μάλλον λάτρης του ωραίου παρά των σπορ, και το μόνο που ήθελα ήταν να περιπλανιέμαι σε κατάσταση έκστασης. Από το τραπέζι και την καρέκλα προτιμούσα το χώμα, τα δέντρα και τις σπηλιές, γιατί σε κείνα τα μέρη ένιωθα ότι έγερνα στο μάγουλο του Θεού.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Το ποτάμι πάντοτε μου ζητούσε να το επισκεφθώ μόλις έπεφτε σκοτάδι, τα χωράφια ήθελαν να τα διασχίσω για να αρχίσουν να θροΐζουν, οι φωτιές ζητούσαν να τις στήσω στο δάσος τη νύχτα, και οι ιστορίες γύρευαν να ειπωθούν μακριά από τα αυτιά των ενηλίκων.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ήμουν τυχερή, μεγάλωσα στη Φύση. Οι κεραυνοί μού έμαθαν τον ξαφνικό θάνατο και τον εφήμερο βίο. Τα νεογέννητα ποντικάκια μού έδειξαν πώς η νέα ζωή γλυκαίνει τον θάνατο. Τα μικρούτσικα απολιθώματα που έβγαζα από το παχύ χώμα με έκαναν να καταλάβω ότι ο τόπος μου είχε κατοικηθεί από πολύ, πάρα πολύ παλιά. Έμαθα την ιερή τέχνη του καλλωπισμού βάζοντας πεταλούδες μονάρχες στο κεφάλι μου, έχοντας πυγολαμπίδες για νυχτερινά κοσμήματα και σμαραγδένιους βατράχους για βραχιόλια.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Μια λύκαινα που σκότωσε το κουτάβι της γιατί το είχαν πληγώσει θανάσιμα με έμαθε τη σκληρή τέχνη της συμπόνιας και το γιατί πρέπει να αφήνουμε το ετοιμοθάνατο να πεθάνει. Οι χνουδωτές κάμπιες που έπεφταν από τα κλαδιά και σέρνονταν να ξανανεβούν στο δέντρο με έμαθαν την προσήλωση. Καθώς σέρνονταν πάνω στο μπράτσο μου και με γαργαλούσαν, μου έδειξαν ότι το δέρμα μπορεί να αποκτά ζωή. Το σκαρφάλωμα στις κορφές των δέντρων μού έδωσε μια πρόγευση από την αίσθηση της ερωτικής επαφής.»</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Οι λύκοι είναι πάντα ικανοί να κινούνται χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.Ο ήχος τους θυμίζει τους ángeles timidos, τους ντροπαλούς αγγέλους. Μένουν πίσω και παρακολουθούν κρυφά το πλάσμα που τους έχει κινήσει την περιέργεια. Μετά, εντελώς ξαφνικά, εμφανίζονται μπροστά του, μισοπροβάλλοντας πίσω από τα δέντρα και στυλώνοντας πάνω του το χρυσαφί τους μάτι. Απότομα στρέφονται πίσω κι εξαφανίζονται, αφήνοντας μια κηλίδα άσπρης τραχηλιάς και φουντωτής ουράς. Ύστερα ξαφνικά ξεπετιούνται πάλι πίσω από το άγνωστο πλάσμα. <b>Αυτή είναι η κρυφή παρακολούθηση. Αυτό πάει να πει το να γίνεις η σκιά κάποιου.</b></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i></i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Η Άγρια Γυναίκα παρακολουθεί κρυφά τις γυναίκες για χρόνια. Να, τώρα τη βλέπουμε φευγαλέα. Να, τώρα γίνεται αόρατη ξανά. Κι ωστόσο, εμφανίζεται τόσο πολλές φορές στη ζωή μας, και με τόσες μορφές, που νιώθουμε να περιτριγυριζόμαστε από τις εικόνες της και τις παροτρύνσεις της. Έρχεται σε εμάς στα όνειρα ή στις ιστορίες – ειδικά στις ιστορίες της προσωπικής μας ζωής – γιατί θέλει να δει ποιες πραγματικά είμαστε κι αν μπορούμε πλέον να την ακολουθήσουμε. <b>Αρκεί να κοιτάξουμε τη σκιά μας για να δούμε ότι δεν πρόκειται για τη σκιά ενός δίποδου θνητού όντος, αλλά για τις θαυμαστές μορφές μιας ύπαρξης άγριας και ελεύθερης».</b></i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEizccQCNOirtjnrxXnvITWqX0bSBifz5yUK_9F6HDhPUuNFHubDQfHwZC6UMEiCS-oQ1WMUpjJL6W2WpMU_magdS_ky7uz0EF0cq5s4CaKPwt_cd9LhxTazmMOZywVK5FwvYS-r5KryyeKyBPZR6JaYz1VQA97Y_9-COBri4XUVCGMR8RmFrlEWnBXN=w514-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Painting by Anne Patay</div><div style="text-align: center;">_______</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ένα αγρίμι, μεγαλωμένο στη σκιά των ξωτικών</b></span><div><br /> <div><div><span style="font-family: arial;">Ένα τέτοιο πλάσμα, ελεύθερο, αυθεντικό, γήινο και ανεπιτήδευτο είναι η κεντρική ηρωίδα, η Μαρυλλίδα, στο τελευταίο μυθιστόρημα του </span><b style="font-family: arial;">Κώστα Λογαρά</b><span style="font-family: arial;"> </span><b style="font-family: arial;">«Όταν βγήκε απ’ τη σκιά»</b><span style="font-family: arial;">, που κυκλοφόρησε λίγο πριν την εκπνοή του 2021 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Παιδί της φύσης, γεννημένη κάπου στο βορρά, τελευταίες μέρες του Γενάρη, με μια σελήνη γεμάτη κι </span><i style="font-family: arial;">«αστραφτερή σαν το καθαρό ασήμι»,</i><span style="font-family: arial;"> ατίθαση, ανυπότακτη, σαν ξωτικό, </span><i style="font-family: arial;">«παράξενο πουλί»</i><span style="font-family: arial;">, ένα με τα χωράφια, το ποτάμι, τα ζωντανά του τόπου της.</span></div><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Παιδί που ήταν, περπάταγε ξυπόλυτη, καβάλαγε ασέλωτο το άλογο κρατώντας το σφιχτά από τη χαίτη, ή κόλλαγε το παιδικό κορμί, το δίχως αναπτυγμένο ακόμα στήθος, στη δυνατή λαιμαριά του ζώου - σώμα δικό της και σώμα αλόγου, ένα. Και χανόταν στα χωράφια, πέρα στα δέντρα, στο ποτάμι. Πολλές φορές έτρεχε ξυπόλυτη, ξεκάλτσωτη. Έφευγε απ' το σχολείο δίχως να δίνει λόγο σε κανέναν, πήγαινε στα χωράφια όπου η μάνα κι ο πατέρας της φύτευαν καπνά. Καθόταν σε μια πέτρα κι έβλεπε τους δικούς της από μακριά. Σκυμμένους πάνω απ' τα κοτσάνια του καπνού. Μετά από ώρα, είτε ο ένας είτε ο άλλος, η μάνα ή ο πατέρας της, σηκώνονταν να ξεπιαστούν, και ξάφνου, σαν το ξωτικό, την βλέπανε να τους κοιτάζει από μακριά. Καθισμένη πάνω στην πέτρα ή στα γυμνά της πόδια. Πώς; Από πού είχε εμφανιστεί;</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ήταν δέκα ή έντεκα χρονών, λεπτή σαν μίσχος, κι ανέβαινε ευλύγιστη στα δέντρα κι έκοβε καρπούς. Έπαιζε με λυκόσκυλα, κυνήγαγε ορτύκια με το όπλο του πατέρα της, φρόντιζε την κατσίκα και τ' άλλα ζωντανά, τσαλαβουτούσε τα πόδια στα νερά του ποταμιού. Κι ούτε φοβόταν να σκοτώσει φίδια, δεξιά κι αριστερά στις όχθες του· μικρές οχιές που λιάζονταν πάνω στις ποταμίσιες πέτρες τις λειασμένες από τα νερά του χείμαρρου. Τον χειμώνα κατέβαιναν ορμη τικά απ' το βουνό κόβοντας την περιοχή στα δυο, το καλοκαίρι στέρευαν σχεδόν. Έπαιρνε την πέτρα ή ένα ραβδί και τσακ-τσακ στο κεφάλι του φιδιού, το τσάκιζε αστραπιαία πριν προλάβει καν να το σηκώσει....»</i></span></p><p><span style="font-family: arial;"><i>«Πλάσμα φευγάτο φερμένο απ’ αλλού»,</i> άλλοτε ανεξήγητα οικεία κι άλλοτε σαν πεισμωμένο αγρίμι, ανίκανη να ελέγξει τα λόγια της: </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Όταν φούντωνε, μπούκωναν στο στόμα της τα λόγια, οι λέξεις καβάλαγαν η μια την άλλη, ύψωνε τη φωνή κι άκουγες ήχους απειλητικούς σαν γρυλίσματα από μικρό κουτάβι.</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Σχέσεις με κανέναν. Τα δικά της πρόσωπα, τα οικεία, της ψυχής, ήταν σκιές πέρα απ' τα βουνά, άναρχα σχήμα τα, οράματα της ανήσυχης ματιάς της· αόρατες μορφές μιας αναρχούμενης ψυχής, που της μίλαγαν ψιθυριστά μια άλλη γλώσσα. Δεν ταίριαζε στο περιβάλλον του σπιτιού της. Και κάποτε θα δραπέτευε, θα έφευγε.»</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η πρώτη απόδραση από το πατρικό σπίτι, από τους άγαρμπους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ασφυκτιούσε, έγινε στα δώδεκά της χρόνια. <i><span style="color: #800180;">«Κι ως τα δεκαοχτώ έζησε στη μεγάλη πόλη, στα σκοτάδια της και στις φωτεινές της λεωφόρους. Μόνη της, χωρίς φίλες της ηλικίας της – άλλες τη ζήλευαν κι άλλες τη θαύμαζαν – «θηλυκιά, απρόσιτη, εκλεκτική κι απόμακρη για τα συνομήλικα αγόρια, που δοκίμαζαν την αδιαφορία της στο άνισο παιχνίδι τους μαζί της.» </span></i> Όποτε την έπιανε η νοσταλγία και φούντωναν μέσα της οι μυρωδιές του γιασεμιού και της λεβάντας – αναπόσπαστα δεμένες με την αθωότητα και το μυστήριο των παιδικών της χρόνων – γύριζε στα λημέρια της. Μια στο τόσο. Για λίγο.</span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Η άγρια επιθυμία να χαϊδέψει τη χαίτη του αλόγου, να βυθίσει το βλέμμα της στο βλέμμα των σκυλιών της, να αγγίξει τις πλεγμένες στον φράχτη βατουκλιές και να γδαρθεί, την έσπρωχνε ξανά στο σπίτι της».</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο κόσμος της Μαρυλλίδας - από τον οποίο βιάζεται με τη φυσική ορμή της νιότης να αποδράσει - είναι αυθεντικός, ριζωμένος στη γη, κουβαλάει όλη την αρχέγονη σοφία, την ενστικτώδη γνώση που παρηγορεί και θεραπεύει. Άνθρωποι τραχείς, που αν και μιλάνε γλώσσες διαφορετικές <i>– σλάβικες, βουλγάρικες, ανακατεμένες με ελληνικά –</i> συνεννοούνται μεταξύ τους εγκάρδια. Η πατρίδα της, το «Αλτινό» - λέξη που εμπεριέχει την έννοια του ύψους - εκπροσωπεί τη χοϊκή αντίληψη της ζωής, με τους στέρεους κανόνες και τους τρόπους ξεριζωμένων μεταναστών, που στον πολυτάραχο βίο τους, έμαθαν να ζουν στερημένα – <i>«δεν αφήνουν τίποτα χαμένο, ακόμα κι όταν η φύση πεθαίνει»</i> –, έμαθαν να φεύγουν εύκολα, να στεριώνουν δύσκολα, να δημιουργούν με κόπο, αλλά με πάθος και αλήθεια τον «παράδεισό» τους. </span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgtqBWr-GPVz1LfZbdWW3iPngwQzIT0LhjYKBgPyCl5ilvD924AWvafetYaSVX5FWopbf6Ek1WElrS_iPgMpJTNNtT_tBGS9zMpmqUCtF8DeRwSNXUDq_jcyUGr2esl6Ky5Nss4-7QgeUtvgjE430Q0W9ZLT59XqFnHdLkv5hW7Rx6jCUYK1R0Qdcyu=s1833"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgtqBWr-GPVz1LfZbdWW3iPngwQzIT0LhjYKBgPyCl5ilvD924AWvafetYaSVX5FWopbf6Ek1WElrS_iPgMpJTNNtT_tBGS9zMpmqUCtF8DeRwSNXUDq_jcyUGr2esl6Ky5Nss4-7QgeUtvgjE430Q0W9ZLT59XqFnHdLkv5hW7Rx6jCUYK1R0Qdcyu=w524-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Fading Memory» by David Szauder</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ξένη στη «Ληθώ», ένα τόπο χωρίς οσμή</b></span></span><p><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα, το δεκαοκτάχρονο κορίτσι με το <i>«ανήσυχο, σχεδόν πάντα αγριεμένο βλέμμα»</i>, θα αποδράσει για δεύτερη φορά, ακολουθώντας τον Ερρίκο στις θάλασσες του νότου, με γνήσια λαχτάρα που μόνο ο έρωτας υπαγορεύει, πρόθυμη να ντύσει με το δικό του πνεύμα την άγρια φύση της και να ντυθεί, ως νεοφώτιστη, τον πολιτισμό της νέας της πατρίδας. Η «Ληθώ», όνομα που ετυμολογικά παραπέμπει στο «λανθάνω» – δηλαδή «διαφεύγω της προσοχής» – στο σκοτάδι, στη «λήθη», ενθουσιάζει τη Μάριαν. Όσο όμως, ψάχνει συγκινημένη, τη θέση της δίπλα στα λιόδεντρα του τόπου, που σε ευεργετούν χωρίς τίποτα να σου ζητάνε, ανάμεσα στους ανθρώπους νιώθει ξένη, παρείσακτη. <b>Τούτοι δω οι άνθρωποι κρύβονται, έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με τη φύση, έχουν απεμπολήσει τα ανθρώπινα στοιχεία τους, δεν έχουν μυρωδιά κι η γεύση τους είναι πικρή, σαν τα φυλλαράκια της ελιάς.</b> Προσποιούνται, υπολογίζουν, παίζουν θέατρο μεταξύ τους, ζουν με νεύματα και ψέματα, για τα μάτια του κόσμου, εκπαιδευμένοι να «φαίνονται», ανίκανοι να «είναι».</span></p><p><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα – κλεισμένη ασφυκτικά μέσα στο δυτικότροπο Μάριαν, που ο Ερρίκος διάλεξε για κείνη – <i><span style="color: #800180;">«δεν τα γνώριζε αυτά τα καμώματα, τα μισόλογα, δεν είχε ζήσει έτσι. Οι άνθρωποι οι δικοί της μπορεί να ήταν άξεστοι, χοντροκομμένοι, αλλά δεν είχαν ψεύτικη συμπεριφορά. Τα λόγια τους βαριά, μίλαγαν και σε γρατζούνιζαν, σε πλήγωναν σαν να σου κάρφωναν καρφιά – αλλά μπροστά σου, ποτέ πίσω απ' την πλάτη σου. Εδώ βρισκόταν έξω απ' τα νερά της. Κάτι της διέφευγε, δεν ανήκε στη δική τους κάστα. Ήταν σαν ξένη, άλλη η νοοτροπία της, ο τρόπος που εκείνη ήξερε να ζει». </span></i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η εποχή της αθωότητας και του μυστηρίου – της λεβάντας και του γιασεμιού – είχε δώσει τη θέση της στην εποχή της «Brut», στην άγρια οσμή του Ερρίκου Μαλτέζου – βαριά, επιβλητική, αρσενική – μια μεθυστική δύναμη που την παρέσυρε με την ορμή της κι όλα τα σκέπασε, όλα τα κατέκλυσε. Αν, όμως κάποτε, η οσμή του Ερρίκου υποχωρούσε και έσβηνε, πώς θα επιζούσε η Μαρυλλίδα – Μάριαν σ’ ένα τόπο, όπως η Ληθώ, ανάμεσα σε <i>«ανθρώπους που δεν έχουν μυρωδιά, δεν αφήνουν ίχνη, δεν εκπέμπουν τίποτα»;</i> </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Δίχως μυρωδιές δεν θα μπορούσε να επιζήσει· δεν θα ήταν ικανή να καταγράψει στη συνείδηση τον χώρο, τους ανθρώπους γύρω της, η ζωή θα γινόταν εφιάλτης.»</i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh4i1qc6eVzDr4mRB7YOjx8XevFvH4Oh9FWNOdk43phEv_9qzvkcOk0bpj7Q_OHCFnHTtsMyWCcUXUYrM28Q7ca9WpesndeBy4F8oSNKOCjdteOAc-7x7PrRXnCBTGRapdq3lDaO-AbP5U_eIFbAeXTGgkiLC52YTQt24tomcv8tWsJ9sdhyigVBYA2=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh4i1qc6eVzDr4mRB7YOjx8XevFvH4Oh9FWNOdk43phEv_9qzvkcOk0bpj7Q_OHCFnHTtsMyWCcUXUYrM28Q7ca9WpesndeBy4F8oSNKOCjdteOAc-7x7PrRXnCBTGRapdq3lDaO-AbP5U_eIFbAeXTGgkiLC52YTQt24tomcv8tWsJ9sdhyigVBYA2=w530-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Anna Taut, Awakening of wolfs, 2011</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Επιστροφή στη σκιά της «Άγριας γυναίκας»</b></span></span><p><span style="font-family: arial;">Μπροστά στην αόρατη απειλή, η Μάριαν αναδιπλώνεται κι αρχίζει να θησαυρίζει στη μυστική της «κιβωτό» γεύσεις, ήχους, οσμές κι ονόματα και σ’ αυτά θα καταφεύγει κάθε φορά που θ’ αντικρίζει βλέμματα σκοτεινά, απροσδιόριστα, εχθρικά. Χάρη σ’ αυτά, τα «δυο τρία απλά» της μέσα ζωής της, <i>«σκάβοντας και βγάζοντας τις πέτρες, ευχαριστώντας το δικό της θεό που της χάρισε τη δωρεά των λουλουδιών, των δέντρων και του χώματος»</i>, η Μάριαν θα καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την ενστικτώδη γυναικεία ψυχή και να σαρκωθεί ξανά ως το πλάσμα που κάποτε υπήρξε. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Τη σχέση της με τη φύση, ακριβώς επειδή πρόκειται για βίωμα βαθύ – δεν είναι ρομαντική ανάμνηση, ούτε επίφαση – ο Ερρίκος δεν θα καταφέρει ούτε να την επηρεάσει, ούτε να την ξεριζώσει, παρά τις «φιλότιμες προσπάθειες» που καταβάλλει από την αρχή της γνωριμίας τους. <i><b>«Τι τα θες αυτά; Την αποθάρρυνα. Δεν σου χρειάζονται. Εγώ είχα καλύτερα σχέδια για κείνην...ούτε γεωπονική ούτε βοτανολογία»</b></i>. Στη μορφή της Μάριαν – <i>«ένα κράμα παράξενης ωραιότητας και απλής συμπεριφοράς»</i> –, εκείνος βρήκε ό,τι του έλλειπε κι έσπευσε να το ιδιοποιηθεί, να το κάνει κτήμα του. Ως «τρόπαιο θριάμβου», την περιέφερε τον πρώτο καιρό και προσπαθούσε να «αναπληρώσει» τις ελλείψεις στο χαρακτήρα της, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί δίπλα του, να ταιριάξει στον κόσμο του.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Μέσα στα χρόνια - κι ήταν πολλά – ενός απονεκρωμένου γάμου, μιας βουβής σχέσης, με το ελεγκτικό ψυχρό βλέμμα του Ερρίκου να ψάχνει πάνω της λάθη, να την προσβάλλει και να την ταπεινώνει, η Μάριαν δεν έχασε την ικανότητά της να παρατηρεί, να αφουγκράζεται, να οσμίζεται, να γεύεται, ν' αγγίζει τον κόσμο γύρω της: τα σταυρωμένα χέρια με τις μπλαβιές φλέβες, τη μυρωδιά γερασμένου σώματος, το κακοτράχαλο ροχαλητό, τον ήχο του κενού ανάμεσά τους, τη μυρωδιά του χώματος, την οσμή του σκοτωμένου αίματος, την πικρή τζούρα του καφέ στο στόμα της, τα δουλεμένα δικά της χέρια με τα μικρά εξογκώματα στους κόμπους των δαχτύλων, τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού της χαμένα στο άσπρο χνούδι, το γουργουρητό της Χνουδίτσας, τα μαύρα ακαταστατα τσουλούφια και τις φουσκωμένες αντρικές φλέβες στα χέρια του γιου της, την πνιγηρή αψιά μυρωδιά της Paco Rabanne, το ζυμωμένο ψωμί, το μαγειρεμένο με την ψυχή της φαγητό. </span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><b>«Για μένα ο κόσμος είναι γεύση και οσμή» </b></i>θα πει η ίδια, υπερασπίζοντας απλά την αλήθεια της, στη διάρκεια του δείπνου που οργάνωσε ο Ερρίκος για τους λόγιους του σιναφιού του, στο οποίο όμως θριαμβεύει κυριολεκτικά η υποδεέστερη, η «πνευματικά εκτός κλίματος διανοουμένων.</span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Για μένα», είπε ήρεμα, «είναι δημιουργία και τα δυο, δεν τα ξεχωρίζω, είτε διαβάζω κάτι που με συγκινεί είτε σκαλίζω το χώμα. Με το ίδιο ενδιαφέρον που παρακολουθώ την εξέλιξη μιας ιστορίας που μ' αρέσει βλέπω και τις κολοκυθιές ή τις μελιντζάνες μου αργά αργά να μεγαλώνουν. Κι οι λέξεις έχουν ρίζες και ριζώνουν. Μυρίζουν διαφορετικά στο στόμα καθενός, μοσχομυρίζουν ή ζέχνουν ανάλογα πώς τις καλλιεργείς. Και στη μαγειρική, μια συνταγή μαγειρεμένη από διαφορετικούς ανθρώπους ποτέ δεν βγαίνει ίδια».</i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Το πρόσωπό της είχε γαλήνη. Σαν εκείνον που λέει μια αλήθεια μα δεν έχει ανάγκη να την αποδείξει σε κανέναν.</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Πίσω από την κομψή και αιθέρια ύπαρξη, που συντόνισε και οργάνωσε στην εντέλεια τα πάντα, ίσως μόνο ο οξυδερκής κριτικός της παρέας να διέβλεψε τη θλίψη και τον <i><b>«τιθασευμένο δυναμισμό»</b></i> ενός αγριμιού που ακόμα περπατούσε ξυπόλητο στο χώμα της αυλής - το δέρμα του πέλματος είναι ευαίσθητο, όλα μπορεί να τα νιώσει - μιας ύπαρξης μοναχικής, που έβρισκε καταφύγιο στις <i>«δικές της μουσικές και μυρωδιές, στα δικά της χώματα». </i></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Την κατακλύζαν ήχοι κι οσμές από δροσερό περιβόλι - ευωδιαστή ντομάτα, άκοπη, πάνω σε καλαμένια υποστυλώματα -, αψάδα πιπεριάς και φρέσκια ρίγανη. Δεν χάθηκαν αυτές οι μυρωδιές, δεν αφανίστηκαν ποτέ. Αναδύονταν μέσα απ' το χώμα. Τα 'βλεπε, τα οσφραίνονταν όλα, γεύονταν τη γεύση, άκουγε καθαρά τους ήχους που έκαναν καθώς ωρίμαζαν. Ήταν ολότελα δικά της και είχαν παραμείνει αλώβητα».</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η Μάριαν κρατάει ζωντανή στην πολύτιμη «κιβωτό» της τη συλλογική ταυτότητα, μεταφερμένη από γενιά σε γενιά, μνήμη κυτταρική, που εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια του κόσμου. Περασμένη στο δικό της σώμα από τη «μάγισσα» γιαγιά, εκείνη που σφυρίζει ένα τραγούδι κι οι μέλισσες, χιλιόμετρα μακριά, το ακούνε και γυρνάνε στο καλάθι της· τη γιαγιά που ευωδιάζει τριαντάφυλλο, σκάβει, τσαπίζει ως τα ενενήντα της, φροντίζει τα ζωντανά της, μιλάει με το χώμα, τη φύση, την πέτρα και τη λάσπη. Και από την άλλη γιαγιά απ' τη μεριά του πατέρα της: </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Πλάθοντας το ψωμί της μουρμούριζε ονόματα, λόγια ακατάληπτα και προσευχές δικές της. Ευγνωμονούσε για το χώμα που καρπίζει, για το νερό που τρέχει και ποτίζει τον μπαξέ της. Τα τρυφερά βλαστάρια των χορταρικών που σε λίγο θα 'μπαιναν στα πιάτα τους. Ζύμωνε κι ονομάτιζε αποθαμένους. Έναν έναν. Σαν να τους καλούσε στο τραπέζι».</i></span></p><div><span style="font-family: arial;">Χάρη στις γεύσεις, τους ήχους, τις οσμές του «άγριου» ενστικτώδους εαυτού της, η Μάριαν θ' αντέξει. Όλη η φύση με τις εκφάνσεις της διδάσκει την αντοχή. Θα περιπλανηθεί χρόνια, μέχρι να σκληρύνουν και πάλι οι πατούσες της, μαθημένες να πατάνε ξυπόλητες, να αντλούν δύναμη από το χώμα και τη γόνιμη λάσπη. Θα βαδίσει μέσα στα σκοτάδια, θα δοκιμαστεί, θα καταφέρει να βγει από την αποπνικτική σκιά του Ερρίκου και του ψεύτικου κόσμου του και να ενωθεί ξανά με τις οικείες μυστηριακές σκιές του δικού της τόπου.</span></div><p><span style="font-family: arial;">Στο τελευταίο κεφάλαιο, η Μαρυλλίδα θα βρεθεί για τελευταία φορά στη Ληθώ· έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ο Ερρίκος την έφερε εκεί για να ζήσει μαζί του. Την νύχτα εκείνη, πριν εγκαταλείψει για πάντα την άρρωστη πόλη, στον ύπνο ή στο ξύπνιο της, οι λύκαινες θα καλωσορίσουν την επιστροφή της και θα την καλέσουν στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης.</span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>«Ελάχιστα κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Ξαπλωμένη στο σκοτάδι με τα μάτια ανοιχτά. Όλο το βράδυ ακούγονταν μακρινές φωνές – στον ύπνο ή στον ξύπνο της, δεν μπορούσε να διακρίνει –, ιαχές και αλυχτίσματα λύκων. Είχαν κατεβεί, θαρρείς, από τα δάση, είχανε βγει από τις ρωγμές των βράχων, και την καλούσαν να ενωθεί μαζί τους σ' έναν νυχτερινό χορό εκδίκησης. Την προσκαλούσαν να μπει μαζί τους στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης. Ρωμαλέες λύκαινες με μάτια μικρά, τριγωνικά, που φωσφορίζαν στο σκοτάδι, με λαιμούς μυώδεις, πόδια λεπτά και δυνατά, έτοιμα να τρέξουνε θριαμβικά, να ξεχυθούν στους δρόμους της έρημης πόλης...»</i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh_yXA9lnitOSK3WtqHQHbg9WfGBG95ysc_TxJTAaYMXYRd3At6y7knhWSbDB8u7MUqCELy1iKOYrApksHU81BdNVBYkfAWUv_MZLt4uuhQNq8NjufWtmjSL-4oMGHaQioGXPCJhRRaPvbXXZK58ihVgeMZj8ffkwVngzpCrBKfNsjQNhTy0ekdCmik=s740"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh_yXA9lnitOSK3WtqHQHbg9WfGBG95ysc_TxJTAaYMXYRd3At6y7knhWSbDB8u7MUqCELy1iKOYrApksHU81BdNVBYkfAWUv_MZLt4uuhQNq8NjufWtmjSL-4oMGHaQioGXPCJhRRaPvbXXZK58ihVgeMZj8ffkwVngzpCrBKfNsjQNhTy0ekdCmik=w432-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«In the Company of Wolves», by Angela Carter</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα «εκπατρίζεται», ζει ως «ξένη» μεγάλο κομμάτι της ζωής της, σχεδόν τριάντα χρόνια, αόρατη, χαμένη στη σκιά ενός ανθρώπου, εκπαιδευμένου να <i>«φαντασιώνεται τον κόσμο του, αντί να τον ζει»</i>. «Επαναπατρίζεται», όμως, θριαμβευτικά στον τόπο της, στην «αγέλη» της, στη θηλυκή ενστικτώδη φύση της, που ακόμα και κακοποιημένη παραμένει άφθαρτη. Το πλάσμα που φτιάχτηκε ελεύθερο και αμόλυντο, παραμένει εύπλαστο, ανοικτό και δεκτικό στην αλήθεια, όταν την συναντά στο δρόμο της, αλλά δεν θα διαβρωθεί ποτέ από ανθρώπους ψεύτικους, ούτε θα ασπαστεί τις νοσηρές πρακτικές μιας απονεκρωμένης, αφύσικα εκπολιτισμένης κοινωνίας.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Ερρίκος, αντίθετα, έζησε όλη του τη ζωή ως «αναρριχητής της μεγαλοπρέπειας» σε μια μικροαστική κοινωνία που κρύβει τον πυρετό της και υποκρίνεται, σ' έναν κόσμο με κυρίαρχες αξίες τον υπολογισμό και τη σκοπιμότητα. Γαλουχημένος με τις αρχές μιας ελεγκτικής, χειριστικής μητέρας, δεν έκοψε ποτέ τον ομφάλιο λώρο, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την επικράτειά της. Εκείνη ήταν, μέχρι το θάνατό της, <i>«η άγκυρα που που τον κράταγε σταθερό»,</i> αλλά και εγκλωβισμένο στο ρόλο του εκδικητή των μητρικών ματαιωμένων φιλοδοξιών. Ούτε τον χαμένο πατέρα «πένθησε» ο Ερρίκος, αρνήθηκε την Κάθοδο, ως δρόμο που οδηγεί στην «πατρική οικία», δεν ανακατεύτηκε ποτέ με το χώμα, τις στάχτες, τη συναίσθηση της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Μεγαλομανής, εξουσιαστικός και κάλπικος, αγκιστρωμενος στην καρέκλα του γραφείου του, ασφαλής και προστατευμένος από το χαμηλό ταβάνι του ανήλιαγου υπογείου, δεν κατάφερε ποτέ <i>«να δοθεί, να ξοδευτεί, ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί»</i>. Την παρ' αξίαν αναρρίχησή του – επιστήμονας, συγγραφέας, διανοούμενος, πολιτικός – θα ακολουθήσει η βαρύγδουπη πτώση του: <i>«Εξάντλησε όλα τα στάδια μονομιάς κι έκαψε γρήγορα όλα τα χαρτιά του»</i>. Όταν στα εξήντα του, η τέχνη, η πολιτική, η ίδια η ζωή τον έχει απορρίψει», είναι πια αργά να επιχειρήσει τη λυτρωτική «Κατάβαση», να διασωθεί από τον άγονο κόσμο του, να αποβάλει την «παιδική κακία». Ως «ξένος» από τον εαυτό του, το όνομά του, την αλήθεια του, την αγάπη, το «θεό» του, θα αρκεστεί να ομολογήσει την αποτυχία του: <i><b>«Νιώθω ότι τίποτα δεν έζησα».</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Αν το ζητούμενο στην πορεία της ζωής, ανδρών και γυναικών, είναι η κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας, η συνειδητοποίηση και η αυτογνωσία, πώς μπορεί αυτό να πραγματωθεί αν κοπεί ο δεσμός μας με τη φύση, την βαθιά ενστικτώδη ψυχή μας; <b>Πρέπει να παλέψουμε ώστε ν’ αφήσουμε την ψυχή μας να μεγαλώσει με τον τρόπο της και μέχρι το φυσικό της βάθος, να συναντηθούμε με την «άγρια γυναίκα» ή τον «άγριο άντρα» μέσα μας, να συνδεθούμε και ν’ αγκαλιάσουμε αυτό το λανθάνον στοιχείο του χαρακτήρα μας, τις ασυνείδητες «θηλυκές» και «αρσενικές» αρχές, εξίσου σημαντικές και ανεξάρτητες από το βιολογικό μας φύλο. </b></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiHJglFXza3ii5ELGAPwvPH7tR8fUquB1AqBuS6eEQGRaCBLLeHcm56HACHavS9xYbInG04H6dkzQrmmnPuC2rFUxhDWzP80h-soeZT3q0vetV02BMmDdAiIbr3eD5xQ19zY4lwWrq99jDaunJ1dbh3qxq1rC2v3Qc5M-beGOTkPrXqhd8jOdyvgn3q=s774"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEiHJglFXza3ii5ELGAPwvPH7tR8fUquB1AqBuS6eEQGRaCBLLeHcm56HACHavS9xYbInG04H6dkzQrmmnPuC2rFUxhDWzP80h-soeZT3q0vetV02BMmDdAiIbr3eD5xQ19zY4lwWrq99jDaunJ1dbh3qxq1rC2v3Qc5M-beGOTkPrXqhd8jOdyvgn3q=w466-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Anima & Animus» by Kim Lorentzson</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Τόσο η «θηλυκή», όσο και η «αρσενική» αρχή – «Anima» και «Animus» αντίστοιχα τα ονομάζει ο Carl Jung – έχουν και τη σκοτεινή πλευρά τους. Προκειμένου όμως να υπάρχει εξέλιξη, χρειάζεται ν’ αναπτυχθούν όλες οι πτυχές της ψυχής, να αλληλοσυμπληρωθούν όλες εκείνες οι ιδιότητες των δύο φύλων, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Στην ουσία χρειάζεται να δημιουργήσουμε ισορροπία στις κλίμακες παθητικών (θηλυκών) και επιθετικών (αρσενικών) ενεργειών μέσα μας. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα, στην πορεία της ζωής της, η οποία δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη – <i>«έκανα ένα ταξίδι μέσα από συμπληγάδες»</i>, μονολογεί η ίδια – καταφέρνει να ανασύρει την «ανδρική» ενέργεια, που θα της επιτρέψει άνετα και αβίαστα να εκφράσει τις ιδέες και το δημιουργικό της πνεύμα στον εξωτερικό κόσμο. Αντίθετα, ο Ερρίκος θα αποδειχτεί ανίκανος να συνδεθεί με τη «θηλυκή» πλευρά του, να αφεθεί, να παραδοθεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Όταν η σχέση με τη μητέρα παραμένει διά βίου, ανώριμη ή τραυματική, όταν το θηλυκό στοιχείο καταστέλλεται μέσα στον άνθρωπο, ενεργοποιείται η ματαιοδοξία, η κυριαρχική μανία, η αυτοκαταστροφή. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Αν επιμείνουμε να βρούμε χαμένους και κερδισμένους σ’ αυτή την αναμέτρηση καθενός με τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γύρω του, <b>η Μαρυλλίδα μοιάζει αδιαφιλονίκητα νικήτρια.</b> Στην πορεία της ζωής της, δεν έχασε ποτέ τη σχέση της με τη γη, τη φύση, το χώμα – σαν τη μυθική συνονόματή της, με το αίμα της το πότισε και φύτρωσε το πανέμορφο λουλούδι με τα βαθυκόκκινα άνθη. Ούτε την πίστη της έχασε στους δικούς της θεούς, αυτούς που νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει, όταν ένας μεγάλος κύκλος τελειώνει. Πόσο διαφορετική αλήθεια η δική της πίστη από την «ευσέβεια» της Δόμνας και του Ερρίκου: ένας ρόλος με κοινωνικό αντίκρυσμα η δική της, «ευσεβισμός», προσωπείο του φόβου μπροστά στο θάνατο η δική του! </span></p><p><i style="color: #800180; font-family: arial;">«Κάποιον επιθυμεί βαθιά να ευχαριστήσει η Μαρυλλίδα, να προσφέρει την ευγνωμοσύνη της σ' αυτόν. Δεν έχει στο μυαλό της τον θεό που έχουνε οι άλλοι αυτή έχει θεούς δικούς της: τον ήχο των νερών, τις μυρωδιές, τις αλλαγές των εποχών. Αισθάνεται γι' αυτά ένα δέος. Το δέος απέναντι στις ορατές και αόρατες δυνάμεις της φύσης, τις ρίζες που μας τρέφουν, τους καρπούς που ωριμάζουν, το νερό που ξεδιψάει ζώα κι ανθρώπους, την ευεργεσία της σκιάς. Αυτά είναι θεοί, αυτά γεννούνε θαύματα. Θεός για τη Μαρυλλίδα είναι κυματισμοί νερών, θροΐσματα φύλλων, ροή χειμάρρου αλυχτίσματα λύκων και σκυλιών, φωνές πουλιών της άνοιξης. Η καμπύλη ενός σώματος καθώς διπλώνεται στα δυο σκύβοντας για να σκάψει τη γη, να φυτέψει τον σπόρο στο χώμα· ή για να μαζέψει ύστερα τα γεννήματα της γης, τους κόπους των χεριών του».</i></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEg4B1JPD8gS6ktrgO1IuVYamD4h8KPsdiwljfOmJERp60yiSOc81jNNtY-epZDiHiUdVBjAf3Ljfk-Tc5XNmvO_dg_4wlqiNZz2i08LPhLgwyyoKexqOWAmyPT_E_zlvV3sEomjCTlioxPcR6V-qEKB1J1QlA-WTVK_VZhoyDfLmSeu5-vogOklXFpt=s452"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEg4B1JPD8gS6ktrgO1IuVYamD4h8KPsdiwljfOmJERp60yiSOc81jNNtY-epZDiHiUdVBjAf3Ljfk-Tc5XNmvO_dg_4wlqiNZz2i08LPhLgwyyoKexqOWAmyPT_E_zlvV3sEomjCTlioxPcR6V-qEKB1J1QlA-WTVK_VZhoyDfLmSeu5-vogOklXFpt=w482-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">Wolf Alice (for Angela Carter) της Gina Litherland (2011)</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα βγήκε από τη σκιά του Ερρίκου, ακολουθώντας τις δικές της σκιές, τα δικά της ξωτικά, που μυστικά βρίσκονταν πάντα μαζί της. Μόνιμη κάτοικος, όχι τουρίστρια, στην επικράτεια της Άγριας Γυναίκας, επανενώθηκε μαζί της κι όλοι της οι φόβοι έφυγαν μακριά. <i>«Υπάρχει ένα μεσαιωνικό ρητό»</i>, σημειώνει η Clarissa Pinkola Estés, <i>«που λέει ότι εάν είσαι σε κατηφόρα και σε κυνηγάει μια δύναμη τρομακτική, ικανή να πιάσει τη σκιά σου, τότε θα γίνεις κι εσύ μια τρομακτική δύναμη... Ως παιδί η Οπάλ Ουάιτλι έγραψε τα παρακάτω για τη συμφιλίωση με τη δύναμη του άγριου». </i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="font-weight: bold; text-align: center;">Σήμερα κοντά στο απόβραδο οδήγησα</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">το κορίτσι που δεν έβλεπε</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">για λίγο μέσα στο δάσος</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">μες στο σκοτάδι, στις σκιές.</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">Την πήγαινα προς μια σκιά</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">που ερχόταν καταπάνω μας.</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">Η σκιά άγγιξε με τα βελούδινα δάχτυλά της</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">τα μάγουλα του κοριτσιού.</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">Τώρα και το κορίτσι</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">προτιμάει τις σκιές.</div><div style="font-weight: bold; text-align: center;">Όλος ο φόβος της έφυγε.</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="364" src="https://www.youtube.com/embed/o2FSsCuVbZI" width="619" youtube-src-id="o2FSsCuVbZI"></iframe></div><div style="text-align: center;">«BARBABLÙ» di Gabriel Pacheco e Chiara Lossani</div><div style="text-align: center;">___________ </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η ιστορία του Μπλαβογένη ή το μέσα φυσικό αρπακτικό </b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σαν την νεαρή γυναίκα στο παραμύθι του Κυανοπώγωνα του Σαρλ Περώ – του Μπλαβογένη, όπως αποδίδεται από την Clarissa Pinkola Estés – <b>η Μαρυλλίδα υπέκυψε στη γοητεία του «αρπακτικού – δυνάστη», παγιδεύτηκε στη σκιά ενός κυριαρχικού, σκοτεινού άνδρα, αλλά αφυπνίστηκε και κατάφερε να βρει το μονοπάτι που οδηγεί βαθιά στον φυσικό, ενστικτώδη Εαυτό της. </b><i>Οι ιστορίες</i>, σημειώνει η </span><span style="font-family: arial;">Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια</span><span style="font-family: arial;">, </span><i style="font-family: arial;">περιέχουν το γιατρικό για να αποκαταστήσουμε ή να ξαναβρούμε τη χαμένη ψυχική δύναμη, να κάνουμε ένα άγριο στοιχείο να επιστρέφει όταν το καλούμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγγλική λέξη «reclamation» (αποκατάσταση, ανάκτηση) προέρχεται από το παλαιό γαλλικό «reclaimer», που σημαίνει «καλώ πίσω το γεράκι που άφησα ελεύθερο να πετάξει».</i></div><div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Η Μαρυλλίδα ενσαρκώνει την πολύ ανθρώπινη ιστορία της αφελούς, αμύητης ακόμα Ψυχής, η οποία δέχεται με νεανικό ενθουσιασμό να παντρευτεί τον σαγηνευτικό άντρα, να γίνει το «έπαθλο», το θήραμα του «αρπακτικού – δυνάστη», που την αιχμαλωτίζει, την περιορίζει και την αφήνει με την αίσθηση ότι είναι ανίκανη να προχωρήσει στη ζωή. Ο Ερρίκος εκπροσωπεί αυτήν την καταστροφική δύναμη – δεν είναι τυχαίο ότι οι προδιορισμοί «σκοτεινός», «αρπακτικό», «σατράπης» του αποδίδονται από το ίδιο τον συγγραφέα – που αντί να δυναμώσει το φως της νεαρής θηλυκής δύναμης της Ψυχής, θέλει να το σβήσει, να την αποκόψει από την ενστικτώδη φύση της. Στη λαογραφία, στους μύθους, στα όνειρα, όπως και στην καθημερινότητα άλλωστε, συναντάμε πολλά πρόσωπα, που απομυζούν το φως μας, προσπαθούν να πνίξουν τη συνειδητότητά μας, να ισοπεδώσουν την αυτοπεποίθηση, τον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητά μας.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η ιστορία του Κυανοπώγωνα, ή Μπλαβογένη, στις ποικίλες παραμυθιακές παραλλαγές και λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του, είναι γνωστή στα βασικά σημεία της: <b>ένας ήρωας προχωρά σε γάμους, προσφέροντας πλούτη ή τιμωρία και θάνατο στις ασυμβίβαστες συζύγους. </b>Στην εκδοχή της Clarissa Pinkola Estés, ο Μπλαβογένης, σαν τον πανούργο ιχνηλάτη, αντιλαμβάνεται ότι η νεαρή κοπέλα, σε αντίθεση με τις μεγαλυτέρες και πιο υποψιασμένες αδελφές της, ενδιαφέρεται γι' αυτόν και της ζητάει να τον παντρευτεί. Στον μοιραίο γάμο ενώνονται η γλυκιά αφέλεια με την ποταπή σκοτεινιά. Όταν εκείνος θα φύγει για ταξίδι, οι οδηγίες που της δίνει είναι ρητές: μπορεί να κάνει ό, τι θέλει εκτός από ένα. Απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει το μικρό κλειδάκι με τη σκαλιστή κεφαλή, εκείνο που μπορεί να της αποκαλύψει την αλήθεια, αυτό που κρύβεται πίσω από το προφανές. Εάν υπακούσει, επιλέγει τον πνευματικό της θάνατο, αν ανοίξει την πόρτα στο φρικτό μυστικό δωμάτιο, επιλέγει τη ζωή. Με τη παρακίνηση των μεγαλύτερων αδελφών της, θα κατέβει στο κελάρι, θ' ανοίξει τη σφαλισμένη πόρτα και θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους σκελετούς και τα κρανία των προηγούμενων «φιλοπερίεργων» συζύγων του Μπλαβογένη. Όμως το αίμα που δε φεύγει από το κλειδί, που λεκιάζει τα φορέματα στην ντουλάπα, δεν την αφήνει να ξεχάσει, αντίθετα την φέρνει αντιμέτωπη με τη φονική δύναμη, η οποία τώρα απειλεί τη δική της αφυπνισμένη ψυχή. Η νεαρή γυναίκα έχει αμετάκλητα βγει από την αφέλειά της, ξεγελάει τον διώκτη της, κερδίζει χρόνο για να προετοιμαστεί τάχα, ενώ καλεί τους Ψυχικού αδελφούς της - την ευλογία της δύναμης και της δράσης - που θα την λυτρώσουν από τον σκοτεινό σύζυγο ή από το «εγγενές αρπακτικό», υπεύθυνο για την απονέκρωση της ενστικτώδους Ψυχής μέσα της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Στην ιστορία του Μπλαβογένη, όπως και σε όλες όσες χρησιμοποιούν τα ίδια μοτίβα, <b>η γυναίκα καταφέρνει από θύμα στην αρχή, να αφυπνιστεί, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να οργανώσει την απόδρασή της και να παροπλίσει τον σύζυγο-δυνάστη ή το εγγενές αρπακτικό μέσα της. </b>Γιατί μπορεί ο σύντροφός της να περιορίζει και να διαλύει τη ζωή της, όμως το εσωτερικό αρπακτικό καραδοκεί μέσα στην ίδια την Ψυχή της. <b>Όσο καιρό υποχρεώνεται να ζει με ψαλιδισμένα φτερά, αδύναμη, ηττημένη, φοβισμένη, βουβή, υποτάσσεται στο αρπακτικό. Όταν όμως ανοίξει την πόρτα της Ψυχής, θα δει τις πλευρές της θηλυκής φύσης που έχουν αιχμαλωτιστεί, ίσως και θανατωθεί και πλέον μπορεί, με τρόπους ακόμα πιο δυναμικούς να διεκδικήσει την αυτοδιάθεσή της.</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhLn-1uScKV0jzY1QcBFRPas0vMxgpZ81bmcgi_es5nxgNh3p2AJAQ6vHkq5EGABHJGypbgc3aKxJLFglulKFq3eoJgGo6k23Dl-d6DvTLoZQGRHtSIRLduOWzAGKCnfEaiZBHJgYpgaF0oH_t33Ds_vzTD6qUDlWO6uCFCcklRBYw8CMZEnUb01VxO=s710"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhLn-1uScKV0jzY1QcBFRPas0vMxgpZ81bmcgi_es5nxgNh3p2AJAQ6vHkq5EGABHJGypbgc3aKxJLFglulKFq3eoJgGo6k23Dl-d6DvTLoZQGRHtSIRLduOWzAGKCnfEaiZBHJgYpgaF0oH_t33Ds_vzTD6qUDlWO6uCFCcklRBYw8CMZEnUb01VxO=w508-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Blue Beard» by CoalRye, fairytalemood.tumblr.com</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αιχμάλωτη του σκοτεινού άντρα</b></span></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Η δεκαοκτάχρονη Μαρυλλίδα σαγηνεύεται από την άγρια μυρωδιά, την αρρενωπή φωνή, το μελαμψό δέρμα και το αστραφτερό μυαλό του Ερρίκου. <i>«Στα νιάτα σου εύκολα ξεγελιέσαι...κι ύστερα από χρόνια, αυτό που κάποτε σου έδινε τη βεβαιότητα, διαπιστώνεις ότι ήταν το δόλωμα της προσωπικής σου εξαπάτησης»</i>. Όπως ακριβώς και η νεαρή σύζυγος στην ιστορία του Μπλαβογένη, αυταπατάται, παρακάμπτει τη διαίσθησή της, παρόλο που αυτή έχει σημάνει συναγερμό ήδη από την πρώτη τους συνάντηση και το σκοτείνιασμα του Ερρίκου στην ερώτησή της για τον πατέρα του. <i>«Ήταν η πρώτη παγωμάρα στη γνωριμία τους...»</i>, θυμάται.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Με την εγκατάστασή τους στη Ληθώ, ο φόβος, η παγωμάρα, η αποξένωση μονιμοποιούνται και επιδεινώνονται. Το κορίτσι – «τρόπαιο», από την αρχή αταίριαστο στον κόσμο του Ερρίκου, τού προκαλεί σιγά σιγά δυσφορία. Την περιφρονεί, την υποτιμά, την ισοπεδώνει. Κι εκείνη βλέπει τη μια μετά την άλλη, τις επιθυμίες και τις ανάγκες της απονεκρωμένες: αγάπη, μητρότητα, μοίρασμα, επικοινωνία, αναγνώριση. Όταν φτάσει, όπως η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη, στο υπόγειο με το καταχωνιασμένο κασελάκι που κρύβει το χαμένο παρελθόν του Ερρίκου, μια τελευταία ελπίδα να ζωντανέψει η σχέση τους αχνοφαίνεται: <i>«να ηττηθεί εκείνος από την αλήθεια, να λυγίσει, να κλάψει, να αναζητήσει μια αγκαλιά να κρυφτεί - τη δική της.»</i> Όχι, όμως! Εκείνος εκρήγνυται αμυνόμενος. <i>«Το στόμα του ηφαίστειο, λόγια σαν μανιασμένη θάλασσα»:</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Πώς τόλμησες; Άνοιξες τα συρτάρια μου, με ποιο δικαίωμα; Καταπάτησες με τον πιο χυδαίο τρόπο την ατομική μου ελευθερία, παραβίασες την ιδιωτική μου ζωή! Μπήκες κρυφά στον προσωπικό μου χώρο. Αυτό το λένε απάτη! Σιχαίνομαι την πράξη σου. Τίποτα δεν είναι πιο φρικτό απ' αυτό που έκανες».</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η Μάριαν, αν και συναισθάνεται πως έχει να κάνει μ' ένα αδύναμο πληγωμένο παιδί, ανίκανο ν' αγαπήσει τον εαυτό του, πόσο μάλλον κάποιον άλλον, βουλιάζει στην παραίτηση:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Όλα φώναζαν την ήττα της, έδειχναν την αποτυχία. Το βλέμμα του που δεν έφτανε ως αυτήν, η σιωπή του, η απουσία κάθε μυρωδιάς του... Βούλιαζε συνεχώς... Έψαχνε έναν τρόπο να κρυφτεί, να εξαφανίσει την ασήμαντη ύπαρξή της, να εξαλείψει την ντροπή, τις ενοχές...Ήταν εγκλωβισμένη από παντού...τα ξωτικά της, πίσω απ' τα βουνά, την είχαν εγκαταλείψει.»</span></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhmmaCmIctRqlO89pooz2HIEhB96PPhCpXKq-dyToSapPMIeu2kpzhm_xAzfrjingIo0-VAplF-2MprufUfJ729zcq3ZkLBmrCqJMPl9AliCKL5C-qPMJ1oKwKvMYLmEnmQxAJylsiOxcv16NjCEEZEkcSCC2APE5JENZ0JYZSbJz3yuSKrEGJEY3bK=s640"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhmmaCmIctRqlO89pooz2HIEhB96PPhCpXKq-dyToSapPMIeu2kpzhm_xAzfrjingIo0-VAplF-2MprufUfJ729zcq3ZkLBmrCqJMPl9AliCKL5C-qPMJ1oKwKvMYLmEnmQxAJylsiOxcv16NjCEEZEkcSCC2APE5JENZ0JYZSbJz3yuSKrEGJEY3bK=w456-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Barba Αzul» by Henrique Vieira, flickr. co</div><div style="text-align: center;">_________</div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div>Η οσμή του αίματος</b></span></span><div><span style="font-family: arial;"><br />Μακριά από τον τόπο της, τους δικούς της θεούς και ανθρώπους, αόρατη σχεδόν σαν φάντασμα, μέσα σ' έναν νεκρό γάμο, νιώθει ήδη πεθαμένη μέσα της. Η «ρωγμή» στη σχέση της με τον Ερρίκο, θα γίνει γρήγορα <i>«ρωγμή ανάμεσα σ' αυτήν και τη ζωή» </i>κι οι χαρακιές στην ψυχή της θα μετατραπούν σε χαρακιές στις φλέβες της. <b>Το αίμα που ρέει, όπως ακριβώς το αίμα πάνω στο κλειδί στην ιστορία του Μπλαβογένη, είναι γυναικείο, αίμα από τη φλέβα της ψυχής. Είναι αποδεκατισμένες οι πιο βαθιές και πλούσιες ψυχικά δυνάμεις της δημιουργικής ζωής μιας γυναίκας, που αντικρίζει κατά πρόσωπο την σοκαριστική αλήθεια.</b> Η οσμή του αίματος όμως, δεν θα την αφήσει να ξεχάσει, ούτε να συνεχίσει να κουκουλώνει τα αδιέξοδά της. Η απροκάλυπτα εγωιστική αντίδραση του Ερρίκου, διαλύει και τις τελευταίες της ψευδαισθήσεις:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Ήταν μια πράξη εγωισμού. Έτοιμη να καταστρέψεις τη ζωή σου. Τη δική μου. Την καριέρα μου». Άρχισε να γελάει η Μάριαν με αυτό που άκουσε, ένα γέλιο αδύναμο αλλά βαθύ. Μέχρι που το γέλιο γύρισε σε λυγμό κι έκλαιγε μ' αναφιλητά.</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Και καθώς η παλιά της ζωή πεθαίνει, η Μάριαν νιώθει την πληγή, μυρίζει το αίμα, αναγνωρίζει μέσα κι έξω της, την καταστροφική φονική δύναμη που την κρατάει αιχμάλωτη, και αφυπνίζεται· αρχίζει να ζει και να οργανώνει την απόδρασή της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Θα φύγω», είπε αποφασισμένη. «Θέλω να βρεθώ στα μέρη μου». Κοφτά. Ούτε θυμός ούτε πόνος.</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhEKpOv-12YOc7oXEnTqKs6KwswWzZpdrFC1lLvwuX0YMRy2424-DmOlRDg-pJ_h8xlJM2rlx--0BfKzMGT9LwV4jk8JZV4c3MbeEKkn3K9zDAF4ODAs8U67ft3HbSfChTcXG2bfxYEN80QHMGsOcLbypkF4ngWm5DTmqwCuKc3LcAeKAnue504z_0Y=s766"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhEKpOv-12YOc7oXEnTqKs6KwswWzZpdrFC1lLvwuX0YMRy2424-DmOlRDg-pJ_h8xlJM2rlx--0BfKzMGT9LwV4jk8JZV4c3MbeEKkn3K9zDAF4ODAs8U67ft3HbSfChTcXG2bfxYEN80QHMGsOcLbypkF4ngWm5DTmqwCuKc3LcAeKAnue504z_0Y=w472-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Barbablu», illustrazione di ©Marco Lorenzetti.</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Να κερδίζεις χρόνο, ν' ανασυντάσσεις τις δυνάμεις σου...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Όπως και η γυναίκα του Μπλαβογένη, η Μάριαν, ζητάει παράταση χρόνου, οργανώνει τη στρατηγική της, καλεί τους εσωτερικούς και εξωτερικούς μαχητές της, τις δυνάμεις εκείνες που θα την κάνουν αποφασιστική κι ετοιμοπόλεμη, ικανή ν' αποκαταστήσει τη διαρρηγμένη σχέση με την αδάμαστη ενστικτώδη ψυχή της.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Στα τριάντα πέντε της θα γυρίσει στο τόπο της, στους γνώριμους ήχους και μυρωδιές, αναζητώντας τα ξωτικά της, αλλά <i>«ο παράδεισος δεν είναι τόπος, είναι σοφία που την βρίσκεις γυρίζοντας και ψάχνοντας, σαν τις μέλισσες»</i>, όπως θα της πει ο Κύρος, ο παλιός συμμαθητής. Εκείνος, με την πορεία του, τη ζωή, τις δημιουργίες, με την αλήθεια του, κρυφάνοιξε μέσα της μια χαραμάδα φως. Όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα ν' αποφασίσει:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Η Μάριαν δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, από κει έπρεπε να ξεκινήσει. Μέσα της είχε θάψει για πάντα το παιδί που κάποτε ήταν... τα τόσα χρόνια απουσίας εκτόπισαν τον αρχαίο εκείνο εαυτό».</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Θα γυρίσει πίσω, στο νότο, στον κατ’ επίφασιν γάμο της και θα βιώσει μια ακόμα απώλεια, εκείνη του υιοθετημένου γιου, ο οποίος θα κόψει στα δεκαοκτώ του το σκοινί που τύλιγε γύρω από το λαιμό και των δύο ο Ερρίκος. <i>«Του άρεσαν τα ζώα, η φύση, η μοναχική ζωή. Ήταν παιδί δικό μου... Ήθελε να φεύγει. Να φύγει. Να πετάξει και να φύγει»</i>, συλλογίζεται η Μάριαν στα χρόνια της απουσίας του, της απουσίας εφηβικής οσμής, που την αναζητά στο δωμάτιο, στα ρούχα, στα σκεπάσματα, στο μαξιλάρι του.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Ο πόνος της κράτησε κάμποσο. Ώσπου είπε φτάνει, ως εδώ. Βγήκε απ' το πένθος της και κατέφυγε ξανά στη γη, στο χώμα. Να πατήσει ξυπόλυτη, να βρει τη δύναμή της. Όργωσε με τη φρέζα, έσκαψε, φύτεψε. Κρατήθηκε. Η Μάριαν αντέδρασε. Και άντεξε.»</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Με τα χρόνια, αυτό που έμοιαζε πεθαμένο μέσα της, αρχίζει να ξαναζωντανεύει. Μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, <i>«καλεί ολόκληρο το σύμπαν κι εκείνο ανταποκρίνεται κι εμφανίζεται μπρος της. Ψάχνει, ρωτάει, απαντάει, κουβεντιάζει με όποιον θέλει, στέλνει μηνύματα. Μια πόρτα ανοιχτή, την ανοίγει και βρίσκεται με πρόσωπα αγαπημένα, φωνές που νόμιζε πως είχαν βγει για πάντα απ' τη ζωή της. Και τους ξαναβρίσκει τώρα στο διαδίκτυο»</i>. Ξαναβρίσκει το γιο της, που έχει όνομα - όχι «Εκείνος, «Στέφανος», κάποιες φορές και «Στέπαν». Ανταλλάσουνε μηνύματα, ενώνουν τα κομμάτια της ζωής τους».<br /><br />Κι έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη καλεί τους αδελφούς της, ή ανασύρει την ανδρική ενέργεια μέσα της, η Μάριαν, αφυπνίζει με τη βοήθεια του γιου της, την ενέργεια εκείνη που χρειάζεται για ν' αναλάβει δράση, να αντιμετωπίσει, μια για πάντα, τον εσωτερικό «φονιά» του θηλυκού, τον μαρασμό του πάθους της για ζωή.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Ο Στέπαν έψαχνε μια γη, μια γλώσσα ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί, ανθρώπους που να νοιαστούν γι' αυτόν, που να τον θέλουν, έτσι διαφορετικό. Δίχως να τον κρίνουνε γι' αυ τό. Κι η Μάριαν έψαχνε ένα στέκι να μοιραστεί και να μοιράσει το φαΐ και το ψωμί της. Τα μπερεκέτια του μπαξέ της. Σ’ έναν κήπο ανοιχτό στον κόσμο. Μακριά απ' τα σκοτάδια του μυαλού που συνθλίβουν τη ζωή. Να συνεχίσει από κει που έκοψε το νήμα με τα ξωτικά της.</span></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /><b>«Τώρα!» είπε δυνατά. «Αυτή είναι η ώρα της δικής σου απόφασης, Μαρυλλίδα»</b> – αυτό το όνομα ξεπήδησε αυθόρμητα από τα χείλη της. Το άκουσε. Απ' όλα τα κατά καιρούς ονόματα, αυτό. Τα παλιά σημάδια στο σώμα της είχαν σβηστεί, οι χαρακιές στα χέρια. Τώρα θα μπορούσε να γιατρέψει την ψυχή της».</i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhSYvdleYUhDV47mT9Uwf12CuOfBRXyK5lmPSJmfGDVPYQvpt0tQkPQhuXOnM8KrZxCQ4iaTU-hVVI6hXBOEVcgdmbegu20NIT_c0YWQESP-dbu7VsMUSKigsXJxXTxcln-0FoEPjVnm-dySslUxGzp5hQoCrHml2EnRH7hnqg5Qbzv5A_jTWVGrTsT=s582"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhSYvdleYUhDV47mT9Uwf12CuOfBRXyK5lmPSJmfGDVPYQvpt0tQkPQhuXOnM8KrZxCQ4iaTU-hVVI6hXBOEVcgdmbegu20NIT_c0YWQESP-dbu7VsMUSKigsXJxXTxcln-0FoEPjVnm-dySslUxGzp5hQoCrHml2EnRH7hnqg5Qbzv5A_jTWVGrTsT=w550-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">« Blooming life» by Christian Schloe</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μια γυναίκα στη ροή του κόσμου</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><i>«Από την προϊστορία είχα ξεκινήσει την πορεία μου στην έρημο, και δίχως άστρο να με οδηγεί, μονάχα με την οδό της απωλείας να με οδηγεί, μονάχα με το ξεστράτισμα να με οδηγεί ‒ μέχρι που, μισοπεθαμένη από την έκσταση της κούρασης, φωτισμένη από πάθος, είχα επιτέλους βρει το θησαυροφυλάκιο. Και μες στο θησαυροφυλάκιο, μέσα σε σπινθηρισμούς δόξας, το κρυμμένο μυστικό» </i></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Κλαρίσε Λισπέκτορ,Τα κατά Α.Γ. πάθη, μτφρ: Μάριος Χατζηπροκοπίου, </div><div style="text-align: right;">Αντίποδες, Αθήνα 2018,</div><div style="text-align: right;">___________________ </div></span><div><span style="font-family: arial;"><br />Στα πενήντα της, η Μάριαν καταφέρνει να βρει το όνομά της, να ενώσει τους αρμούς και να ισορροπήσει τα κομμάτια της - <i>«Ποτέ μου δεν υπήρξα μοιραία γυναίκα. Σύντροφός, στήριγμα, γήινη ήμουν πάντα. Και μητέρα. Παρόλο που δεν γέννησα παιδιά... Είχα όμως σαν παιδιά δικά μου παιδιά αλλωνών»</i>, γράφει στον Στέφανο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Επιτέλους, <i>«έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο».</i> Αυτό θα γίνει σιγά σιγά ο «Κήπος της αΜαρυλλίδας»: μια φάρμα φιλόξενη, μαγική, ένα στέκι, «ένα οικογενειακό τραπέζι γι αυτούς που οργώνουν τους δρόμους της Ευρώπης», σχέδια για φεστιβάλ νεολαίας, ν' ανακατεύονται οι γλώσσες, οι ήχοι, φύλα, φυλές και θρησκεύματα, ιδεολογίες, αντιλήψεις και συνήθειες.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Έχει αφήσει πίσω της την πνιγηρή ατμόσφαιρα η Μαρυλλίδα και πλέον ακτινοβολεί αισιοδοξία. Η εσωτερική ζωή της έχει μπει σε κίνηση ξανά. Το κορμί βρήκε και πάλι τη θέση του στη ροή του κόσμου. Η γυναικεία ψυχή, θεμέλιο της νέας ζωής, γίνεται κύτταρο δημιουργίας ενός κόσμου που μοιάζει να τον ανασύρει από τα βάθη των αιώνων. Ξεχασμένο, κατεστραμμένο, απαξιωμένο. Που ακόμα ζούσε στα όνειρά της, ανέπνεε στη φαντασία της. Ζούσε στη μνήμη της, μεταφερμένο από γενιά σε γενιά, από τη γιαγιά της γιαγιάς της. Κι από εκείνην στην ίδια τη Μαρυλλίδα. Κι απ' αυτές σε όλα τα όντα που, περνώντας στα σώματα των απογόνων τους την κυτταρική μνήμη, εκφράζουν τη συνέχεια του κόσμου. Τη συλλογική ταυτότητα. Κινδύνεψε να την χάσει μα τελικά την διέσωσε στην κιβωτό της.</span></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Κάθε πρωί τριγυρνάει ανάμεσα στα δέντρα της, στα φυτά της, παρατηρεί τους καρπούς να μεγαλώνουν. Δεν ρίχνει φυτοφάρμακα. Τα φροντίζει με ευλάβεια. Έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο».</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Βρίσκει το ρυθμό της ζωής της, τις χαμένες μυρωδιές:<i> <span style="color: #800180;">«Ο ρυθμός της ζωής της. Ο ρυθμός της φύσης. Και οι εποχές μία μία χωριστά με τις οσμές τους. Αυτός είναι ο ρυθμός του κόσμου της. Μυρίζει και πάλι γιασεμί…»</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br />Δυνατή, ανοιχτή στον κόσμο, η Μαρυλλίδα έχει ξαναγεννηθεί. Έγινε πάλι το παιδί που κάποτε ήταν. Άνθιζε ένας φιμωμένος εαυτός που δίσταζε μέχρι τα χτες σχεδόν να βγει προς τα έξω. Τον έτρεφε κρυφά, τον άφηνε να αναπνέει γύρευε πού, σε ποιες χαράδρες της ψυχής. Αθέατος. Σαν εκείνο το παράξενο φυτό με τους χνουδωτούς καρπούς – που μόλις λειώσει ο πάγος, τα κοιμισμένα ίχνη της ζωής αναδύονται μέσα απ' το χνούδι.</span></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh-6ERwQ1RGQITu3b_h0OypQavg0cd6YbzYor2ApG5UxZWI-nF3LAD3dxFBz3bUQE1pkbqR2_S9-cCd1WtfYWrJRLGk7QzoC_sskSdD4CtCOUGxl_3QdMgZal3UTwf_wshOHo5Ggg3F6GZtPkdzCoTDzRuwoYXP9jmqwkGjxc_asFEeiYQ2kwo6Rncx=s549"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEh-6ERwQ1RGQITu3b_h0OypQavg0cd6YbzYor2ApG5UxZWI-nF3LAD3dxFBz3bUQE1pkbqR2_S9-cCd1WtfYWrJRLGk7QzoC_sskSdD4CtCOUGxl_3QdMgZal3UTwf_wshOHo5Ggg3F6GZtPkdzCoTDzRuwoYXP9jmqwkGjxc_asFEeiYQ2kwo6Rncx=w454-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«Bluebeard's Secret Chamber», painting by Matt Mahurin</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Παροπλίζοντας το αρπακτικό μέσα μας</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><b>Ο Ερρίκος, όπως και ο Μπλαβογένης, ενσκαρκώνει τη «σκοτεινή δύναμη», που εναντιώνεται στη Φύση και διακαώς επιθυμεί την υπεροχή και την κατίσχυση έναντι των άλλων.</b> Η δύναμη αυτή όμως δεν είναι μόνο εξωτερική, ούτε και εύκολα αναγνωρίσιμη πάντα. <b>Ο «σκοτεινός άντρας» ενοικεί στην Ψυχή, παραμονεύει στις παρυφές της ζωής όλων των γυναικών – και των ανδρών με διαφορετική ίσως συμβολική μορφή – περιμένοντας την ευκαιρία να τους αντιταχθεί, να συρρικνώσει και να ακινητοποιήσει τις φυσικές ενστικτώδεις δυνάμεις τους. </b></div><div><br /></div><div><b>Τόσο η νεαρή σύζυγος του Μπλαβογένη όσο και η Μαρυλλίδα θα καταφέρουν να θέσουν υπό έλεγχο αυτήν την παραπλανητική δύναμη που διαφεύγει μέσα στην ψυχή, να την κατατροπώσουν και να κρατήσουν απ’ αυτήν μόνο ό,τι τους είναι χρήσιμο.</b> Στη φύση τίποτα δεν είναι περιττό ή άχρηστο. Η ενέργεια που αποσπάται από το αρπακτικό μέρος της ψυχής, ίσως να αποδίδεται εκ νέου στη σπλαχνική Μητέρα της ζωής/θανάτου/ζωής, για να μεταμορφωθεί και να ξαναεμφανιστεί λιγότερο εριστικό. Στο τέλος της ιστορίας του Μπλαβογένη, τα κόκαλα και οι χόνδροι του μένουν βορά στα όρνεα. Η φύση θα διαλύσει το αρπακτικό στοιχείο, θα το επωάσει ξανά, για να το αποδώσει πάλι στη ζωή, μικρότερο, αναγνωρίσιμο και με πολύ λιγότερη δύναμη να εξαπατά και να καταστρέφει. </div><div><br /></div><div><i>«Οι άνθρωποι έχουν αρνηθεί την απλή τους φύση. Ένα ζώο που χορταίνει αφήνει το υπόλοιπο κουφάρι και το τρώνε τ' άλλα ζώα. Ενώ ο άνθρωπος ποτέ δεν αρκείται σε όσα έχει. Τίποτα δεν παραχωρεί στους άλλους. Θα το αποθηκεύσει κι ας σαπίσει...η φύση καταστρέφει ό,τι πρέπει να καταστραφεί»</i>, σκέφτεται η Μαρυλλίδα, επιστρέφοντας από την κηδεία του Ερρίκου, για να γυρίσει στο περιβόλι της, να ξεβοτανίσει πριν προλάβουν <i>«τα αγριόχορτα και πνίξουν τα ζαρζαβατικά της».</i></div><div><br /></div><div><b>Παρατηρητική και διαισθητική η Μαρυλλίδα, καταφέρνει να κατανοήσει τη φύση του «αρπακτικού» - μια δύναμη μοναχική, παντοτινά εξόριστη από τη λύτρωση: </b><i>«Αν είχε το χάρισμα του λόγου, θα έγραφε για μια μορφή δυστυχισμένη, ένα ήρωα σκοτεινό κι απρόσιτο. Δυστυχισμένο ακόμα και στις δόξες του»</i>. Αυτή τη δύναμη θα την παροπλίσει και θα πάρει πίσω ό,τι της έκλεψε· θα μετατρέψει την κακοποιό ενέργειά του σε σφρίγος, ζωτικότητα, ψυχική φλόγα, δημιουργία. </div><div><br /></div><div>Και ποιος ξέρει; Ίσως μέσα στη ροή του χρόνου, όπως σημειώνει η Clarissa Pinkola Estés, <i>«κάθε διαδικασία εξατομίκευσης από την πλευρά του ενός αλλάζει το σκοτάδι του συλλογικού ασυνείδητου όλων, εκεί όπου κατοικοεδρεύει το αρπακτικό». </i></div><div><i><br /></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhzNh3gLL-5-ZxIJj8a1h6uGSq-FAbDPcBuP8xEswS9wjUfUeif3pZa8sgVYD8wFq1vEB4UIGy_RkkMymMg2ImpKENbcXK1KeLmyQrTtZN9rj9Jm3HUHTi-jCwxoIpJaRrcr4r85vSLUc_NhPo75NeZ6QnWSGZ8LgA65yq5jDzmAqKQmwCU1QdkHG2l=s741"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEhzNh3gLL-5-ZxIJj8a1h6uGSq-FAbDPcBuP8xEswS9wjUfUeif3pZa8sgVYD8wFq1vEB4UIGy_RkkMymMg2ImpKENbcXK1KeLmyQrTtZN9rj9Jm3HUHTi-jCwxoIpJaRrcr4r85vSLUc_NhPo75NeZ6QnWSGZ8LgA65yq5jDzmAqKQmwCU1QdkHG2l=w432-h640" /></a></div><div style="text-align: center;">«The Bloody Chamber» by Erika Steiskal</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Οι ιστορίες είναι φάρμακο</b></span></div><div><br /></div><div>Απ’ αυτή τη σκοπιά, ιστορίες όπως του Μπλαβογένη ή της Μαρυλλίδας θέτουν σε κίνηση την εσωτερική μας ζωή, όταν μοιάζει φοβισμένη, ακινητοποιημένη, στριμωγμένη στη γωνία. Οι ιστορίες είναι πλάσματα ζωντανά, είναι «νομάδες» ‒ όπως οι λύκοι και οι γυναικείοι κύκλοι ‒, διασχίζουν σύνορα, επιδημίες και πολέμους, τρέφουν τη λαχτάρα για ζωή, αποκρυσταλλώνουν βιώματα. Και εν τέλει, πετυχαίνουν πολύ περισσότερα από το να λειτουργούν <b><i>«ως καθρέφτης, μέσα στον οποίο αναγνωρίζουμε πτυχές του εαυτού μας»</i></b>. Λαδώνουν το βίντσι και τις τροχαλίες, κάνουν την αδρεναλίνη να ρέει, δείχνουν τη διέξοδο, δημιουργούν ωραία φαρδιά ανοίγματα σε τοίχους τυφλούς, μας οδηγούν πίσω στην αληθινή ζωή, φυσική, μυστηριακή, τελετουργική. <b>Προτείνουν, χωρίς καν να το επιδιώκουν, έναν τρόπο ζωής.</b></div><div><br /></div><div><b><i>«Στις περιόδους των μεγάλων κρίσεων, αποζητάμε τα προσωπικά μας καταφύγια...ό,τι θεωρούμε πως είναι η πραγματική πατρίδα μας. Η Τέχνη χτίζει τον ου-τοπικό και παρήγορο κόσμο της με βιωμένα πάντα υλικά»</i></b>, σχολιάζει ο αρθρογράφος – συγγραφέας Κ. Λογαράς. Το μυθιστόρημά του, όπως και το παραμύθι του Μπλαβογένη, μας καλούν να αναθεωρήσουμε αξίες, να αναζητήσουμε το αυθεντικό βίωμα - ατομικό και συλλογικό - τους φυσικούς ανθρώπινους τρόπους, σε μια «εικονιστική» κοινωνία, εντός της οποίας η ζωή βιώνεται ενσώματα και ψηφιακά συγχρόνως και ο εαυτός «εξαϋλώνεται» βαθμιαία σε εικόνα.</div><div> </div><div>Κι ενώ ο πλανήτης εκπέμπει σήμα κινδύνου και το οποιοδήποτε αφήγημα περί σεβασμού της θηλυκής αρχής έχει καταρριφθεί - τόσες ανά τον κόσμο γυναικοκτονίες και φυσικές καταστροφές - ίσως το μόνο αντίδοτο, πάνω στην κρίσιμη καμπή όπου διακυβεύονται τα ιερά και τα όσια της ζωής, είναι ο παροπλισμός του «αρπακτικού» εντός μας και εκτός. Μια κοινωνία και μια κουλτούρα που εξωθεί τα μέλη της να αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή να αποφεύγουν τη βαθιά ενστικτώδη ζωή, ενδυναμώνει το στοιχείο του αυτο-αρπακτικού στην ατομική Ψυχή και καταδικάζει όλες τις ζωές σε παράλυση και πνευματική λιμοκτονία. </div><div><br /></div><div>Ακόμα όμως και σε εποχές που το αρπακτικό είναι ή του επιτρέπεται να είναι επικυρίαρχο, αρκεί να τεθούν ξανά οι ερωτήσεις - κλειδί, χρήσιμες για την ενδοσκόπηση στον έσω κόσμο μας αλλά και στο εξωτερικό πολιτισμικό πλαίσιο: </div><div><br /></div><div><b><i>«Ποιο στοιχείο καλό ή χρήσιμο από τον καθένα μας, από την κουλτούρα μας, τη γη, τη φύση μας έχει πεθάνει, κείται νεκρό εδώ;». </i></b></div><div><br /></div><div>Το επόμενο βήμα είναι να ψάξουμε τις απαντήσεις, με συνειδητότητα, τόλμη και αλήθεια. <b>Ό,τι ακριβώς έκανε η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη, ό,τι ακριβώς έκανε η Μαρυλλίδα.</b></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgssJG910LNujtryuRqg-w3w0hKz-NPr1Z347R8ZOreNjSkH3_QVCYZtd4_I3p4MHvQmQkvle-mOLvEZEPM66HkgXEQYgVuoW22cT4rxNwzAltdbP7ASwVLevLl2S8vA5hG5hRjlAi59XJJHITdB5ie_u1LTFX1EB9G48IUj1ubdIY0oOOeliMmZFIH=s640" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="640" data-original-width="480" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEgssJG910LNujtryuRqg-w3w0hKz-NPr1Z347R8ZOreNjSkH3_QVCYZtd4_I3p4MHvQmQkvle-mOLvEZEPM66HkgXEQYgVuoW22cT4rxNwzAltdbP7ASwVLevLl2S8vA5hG5hRjlAi59XJJHITdB5ie_u1LTFX1EB9G48IUj1ubdIY0oOOeliMmZFIH=w480-h640" width="480" /></a></div><br /><div><span style="color: #674ea7; font-size: medium;"><b>ΠΗΓΕΣ</b></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="color: #20124d;"><b>Κώστας Λογαράς, Όταν βγήκε απ' τη σκιά, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021</b></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="color: #20124d;"><b>Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους, </b></span><b style="color: #20124d;">Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας, </b><b style="color: #20124d;">μτφρ. Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2020</b></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="color: #20124d;"><b><a href="https://bookpress.gr/kritikes/koinonia/14707-gynaikes-pou-trexoun-me-tous-lykous-tis-klarisa-pinkola-estes-sta-limeria-tis-thilykotitas" target="_blank">Ιωάννα Σπηλιοπούλου, «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους», της Κλαρίσα Πίνκολα Εστές – Στα λημέρια της θηλυκότητας</a></b></span></li></ul></div><div><br /></div><div><br /></div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-80812210385432166322021-11-28T11:32:00.002+02:002021-11-28T11:33:11.270+02:00Δημήτριος Φιλιππότης: Ο «μαρμαροφάγος» γλύπτης και ο «ξυλοκόπος του»<p><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"></span></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyia8oXpX88qZq_yMAYIWnbfBqIkwWDWpNSJvkH_UjcPTdUVzciSGubBX9XJhiszevUJo68bOLCudGm7bA3Py47o_iKSZr1ggNvGk8xJt70tpZ4QUDoIK7LQ4w3Sbyp5JdTXfrOdFUUHg/s1159/1-2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="823" data-original-width="1159" height="454" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyia8oXpX88qZq_yMAYIWnbfBqIkwWDWpNSJvkH_UjcPTdUVzciSGubBX9XJhiszevUJo68bOLCudGm7bA3Py47o_iKSZr1ggNvGk8xJt70tpZ4QUDoIK7LQ4w3Sbyp5JdTXfrOdFUUHg/w640-h454/1-2.jpg" width="640" /></a></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><p><b>Γλύπτης από κούνια</b></p></b></span><p></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Δημήτριος Φιλιππότης - το επώνυμο «Φιλιππότης» θεωρείται ότι έχει ιταλική προέλευση και προέρχεται από το όνομα Filippo με την προσθήκη της κατάληξης -otti, δηλωτικής του υποκοριστικού - γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1834. Πατέρας του ήταν ο γνωστός εμπειρικός αρχιτέκτονας, ναοδόμος και μαρμαρογλύπτης Ζαχαρίας ή «μαστρο-Ζαχαριάς» και μητέρα του η Ελένη. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον πατέρα του, όπως και οι δυο άλλοι νεότεροι γιοι της οικογένειας, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος. Το 1848, μάλιστα, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο Δημήτριος ακολούθησε τον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε <i>«επί κεφαλής πολλών τεχνιτών μέχρι το 1855»</i>. Προφανώς και παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε τις ικανότητες να επιβλέπει άλλους μαθητευόμενους στην ανέγερση και διακόσμηση εκκλησιών και αρχοντικών μεγάλων αστικών οικογενειών.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Την περίοδο 1858-1862 σπούδασε στο τμήμα της Γλυπτικής του Σχολείου των Τεχνών, κοντά στον Βαυαρό γλύπτη Christian Η. Siegel, και από το 1859 στον Γεώργιο Φυτάλη,στο εργαστήριο του οποίου παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα μαρμαροτεχνίας. Το μαρμαρογλυφείο των Φυτάληδων, με το χαρακτηριστικό όνομα «Ανδριαντοποιεΐον αδελφών Φυταλών», είναι ανεπίσημα μια σχολή γλυπτικής, προσφέροντας εμπειρική μαθητεία σε σπουδαστές της Γλυπτικής στο Σχολείο των Τεχνών, που εκείνο αδυνατεί να προσφέρει, λόγω ελλείψεως αιθουσών και οργανωμένων εργαστηρίων. Έτσι, οι μεν σπουδαστές ολοκληρώνουν το πρακτικό μέρος της εκπαίδευσής τους στο εργαστήριο του καθηγητή τους, ο δε Γεώργιος Φυτάλης τροφοδοτεί με χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό το οικογενειακό εργαστήριο.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου αρχικά και του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στη συνέχεια, συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη (1864-1870), η οποία γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση κατά τον 18° και μέχρι τα μέσα ακόμη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όταν από το 1810 αναλαμβάνει διευθυντής της ο μεγάλος κλασικιστής γλύπτης Antonio Canova. Στον απόηχο αυτής της δόξας ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Ρώμη και ο Φιλιππότης. Δάσκαλοί του αναφέρονται οι κλασικιστές Emil Wolff και Karl Voss.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αρίστευσε επανειλημμένα, το αποκορύφωμα της δόξας του όμως αποτελεί η βράβευσή του στη Γενική Έκθεση της Ρώμης, το 1870, όπου είχε εκθέσει τον «Θεριστή». Με τη βράβευση αυτή καταξιώνεται ως ένας από τους «εξοχωτέρους» γλύπτες της Ευρώπης και έκτοτε, σε όλη του την καλλιτεχνική πορεία θα αναφέρεται στο γεγονός αυτό, κυρίως για να αμυνθεί, όταν αμφισβητείται η καλλιτεχνική του αξία ή για να εκφράσει την πικρία του, όταν παραγνωρίζεται από την Πολιτεία.</span></p><p></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinRVdGThpWiT1298qBiyAn6A6ounCf21XlgbERHbeTekC-SwCnkgyiDZ3KpEk6hNdFSDImYr5DyEI3BWIS6tO6YQ3kJJgnfmAlPIYvMWf8Q9iQZjBMJbXBA9t25xJMU7UJ-Tl9aToi3KA/s884/filippotis-dimitrios-tinos-kallitexnes.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="585" data-original-width="884" height="424" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinRVdGThpWiT1298qBiyAn6A6ounCf21XlgbERHbeTekC-SwCnkgyiDZ3KpEk6hNdFSDImYr5DyEI3BWIS6tO6YQ3kJJgnfmAlPIYvMWf8Q9iQZjBMJbXBA9t25xJMU7UJ-Tl9aToi3KA/w640-h424/filippotis-dimitrios-tinos-kallitexnes.jpg" width="640" /></a></div><div><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο «μαρμαροφάγος»</b></span><p></p><p><span style="font-family: arial;">Το 1870 ο Φιλιππότης επιστρέφει στην Αθήνα και εγκαθίσταται μονίμως, μέχρι και το θάνατό του. Το εργαστήριό του στην οδό Πατησίων 38, κοντά στο Πολυτεχνείο, χαρακτηρίζεται ως <b><i>«στενόχωρο και ακατάλληλο, σκοτεινό, πενιχρό και εντελώς απόκεντρο»</i></b>. Ο καθηγητής Μιχάλης Τόμπρος μαρτυρεί ότι θυμάται τον Φιλιππότη να εργάζεται έξω από το εργαστήριό του, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του. Δεν γνωρίζουμε αν όντως ήταν η αδυναμία του καλλιτέχνη να εργάζεται έξω στο ύπαιθρο ή αν αναγκαζόταν εξαιτίας της στενότητας και του λιγοστού φωτισμού του εργαστηρίου του.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, που σπούδαζε τότε στο Πολυτεχνείο: <i><b>«...στο εργαστήρι του, που ήταν ένα είδος μαρμαράδικου ανοιχτού προς το δρόμο, μπορούσε να δει κανείς το γέρο γλύπτη που εργαζόταν φορώντας ένα χάρτινο μπερέ στο κεφάλι. Σ’ αυτό το εργαστήρι - μαγαζί υπήρχαν πολλά ωραία γλυπτά, όλα από πεντελικό μάρμαρο..».</b></i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Από το 1870 έως και το 1904 περίπου η καλλιτεχνική παραγωγή του Φιλιππότη υπήρξε πλούσια σε προτομές και ταφικά μνημεία, και εντυπωσιακή όσον αφορά έργα πρωτότυπα, προορισμένα να κοσμήσουν ελεύθερους χώρους. Ο Φιλιππότης υπήρξε ο <i><b>«κατεξοχήν εργάτης του μαρμάρου»</b></i> και οι ίδιοι οι συνάδελφοί του τον επονόμασαν <i><b>«μαρμαροφάγο»</b></i>. Είχε τόση μεγάλη πείρα στην επεξεργασία του μαρμάρου, ώστε μπορούσε να ξεφύγει ελεύθερα από το πρόπλασμα, πράγμα που διαπιστώνεται άλλωστε στις διαφορές που παρουσιάζουν αντίτυπα έργων του σε μάρμαρο από το πρόπλασμά τους. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Η συνεχής και ακαταπόνητη εργασία όλα αυτά τα χρόνια καθώς και οι ατελείωτες ώρες λάξευσης πάνω στο μάρμαρο επέφεραν ανεπανόρθωτη ζημία στην όρασή του και όταν πέθανε ήταν σχεδόν τυφλός.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Στο διάστημα της μακράς αυτής καλλιτεχνικής πορείας ο Φιλιππότης νυμφεύθηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά: από την πρώτη του σύζυγο Ελένη-Λέλα Λυκιαρδοπούλου - πέθανε από φυματίωση στις 2 Ιανουάριου του 1881, σε ηλικία 27 ετών - απέκτησε την Φερενίκη (1875-1968). Από τη δεύτερη σύζυγό του Καλομοίρα Μεσολωρά, απέκτησε τρία παιδιά – τα δύο πέθαναν σε μικρή ηλικία και μόνο ο Ευάγγελος έζησε και αναδείχθηκε σε καταξιωμένο δικηγόρο της πρωτεύουσας.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Φιλιππότης έχαιρε της εκτίμησης και της εύνοιας του βασιλιά Γεωργίου Α’, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά το εργαστήριό του, άλλοτε μόνος του, άλλοτε με τη βασίλισσα και άλλοτε με μέλη της βασιλικής οικογένειας της Δανίας, ή άλλους βασιλείς, που κατά καιρούς επισκέπτονταν την Ελλάδα. Συνήθως, όταν κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο καλλιτέχνης είχε τελειώσει και εξέθετε κάποιο νέο, σπουδαίο έργο του, ο Γεώργιος επισκεπτόταν το εργαστήριο και το περιεργαζόταν για ώρα. Αν ένα έργο προκαλούσε ιδιαίτερα το θαυμασμό του οι επισκέψεις πύκνωναν. Ειδικά στην περίπτωση του προπλάσματος του «Ξυλοθραύστη» επισκέπτεται το εργαστήριο διαδοχικά με τη μητέρα του, τον πατέρα του, το θείο του και τον αδελφό του. </span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiN-IC2MlLIy9WWd_3RcGS-e6uRYLT6cjDU6n0Vaml5CqpGYYCF3G-2Ff0a6uh-l2_XDcbcEY2qgf7_v00OMSCDn5MiIdM5kaYgRbdhQi_47vYHrBcW5P4VJUnz1FwG2nYdtUxbZ23EdxY/s731/3.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiN-IC2MlLIy9WWd_3RcGS-e6uRYLT6cjDU6n0Vaml5CqpGYYCF3G-2Ff0a6uh-l2_XDcbcEY2qgf7_v00OMSCDn5MiIdM5kaYgRbdhQi_47vYHrBcW5P4VJUnz1FwG2nYdtUxbZ23EdxY/w640-h526/3.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το εργαστήριο του Φιλιππότη στην οδό Πατησίων 38, όπως είναι σήμερα</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Έζησε λαθών, μακράν του κοινωνικού θορύβου και της καλλιτεχνικής τύρβης»</span></b></span><p><span style="font-family: arial;">Η ζωή του Φιλιππότη υπήρξε απλή και περιορισμένη. Αν και, όπως μαρτυρείται, ζούσε αρκετά απομονωμένος, φαίνεται ότι διατηρούσε στενούς δεσμούς με λίγους ομοτέχνούς του, ανάμεσα στους οποίους πιο σημαντικοί ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο επίσης για την εποχή του ιδιόρρυθμος Λύτρας, που αγαπούσε ιδιαίτερα τη μοναξιά, ήθελε μόνο τον Φιλιππότη να τον συνοδεύει στους σιωπηλούς του περιπάτους.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Διατηρούσε ακόμη ο Φιλιππότης και συνήθειες καθαρά λαϊκές. Συνήθιζε να συχνάζει στο καπηλειό - παλιά συνήθεια των μαρμαροτεχνιτών, να συγκεντρώνονται τα βράδια σε ταβέρνες και να συζητούν τα προβλήματα και τα νέα της δουλειάς τους - όπου περνούσε ατέλειωτες ώρες ο φίλος του ζωγράφος Βολανάκης.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, που είχε γνωρίσει το Βολανάκη, γράφει σχετικά: <i>«Όταν γνώρισα το ζωφράφο Βολανάκη, ήταν ήδη πολύ γέρος, δεν έβλεπε καλά και φορούσε χοντρούς φακούς με φασαμέν επιπλέον είχε αποκτήσει την κακιά συνήθεια να πίνει και περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας στα καπηλειά, παρέα με καροτσέρηδες κι εργάτες. Συχνά στις ώρες εκείνες της ταβέρνας καθόταν μαζί του ένας γέρος γλύπτης, φίλος και συνομήλικός του. Αυτός είχε ζήσει και εργαστεί πολλά χρόνια στη Ρώμη...».</i></span></p><p><span style="font-family: arial;">Παρά το γεγονός ότι παραγνωρίσθηκε η καλλιτεχνική του αξία και προσφορά από τους κρατικούς φορείς για πολλά χρόνια, προς το τέλος της ζωής του τιμήθηκε δύο φορές, το 1908 με τον Σταυρό του Σωτήρος και το 1915 με το μετάλλιο Γραμμάτων και Τεχνών, που είχε θεσπισθεί τότε για πρώτη φορά.</span></p><p><span style="font-family: arial;">Ο Φιλιππότης πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1919 στην Αθήνα μετά από πολύμηνη ασθένεια. Η κηδεία του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 1919 και ενταφιάστηκε στο Α' Νεκροταφείο με σήμα έναν απέριττο μαρμάρινο σταυρό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κηδεία του δεν έγινε δημοσία δαπάνη, κανείς εκπρόσωπος της κυβέρνησης δεν παραβρέθηκε και από τους συναδέλφους τους καλλιτέχνες μόνον ο Ιακωβίδης και ο Βικάτος ήταν παρόντες. Μερικές εφημερίδες και το περιοδικό «Πινακοθήκη» αφιέρωσαν λίγες γραμμές, ενημερώνοντας το κοινό για το θάνατο του καλλιτέχνη, οι λιγοστές πληροφορίες όμως που παρέχουν περιέχουν αρκετές ανακρίβειες. Το κοινό σημείο των σύντομων αυτών δημοσιευμάτων είναι ότι επισημαίνουν την απέριττη ζωή του, τόσο την καλλιτεχνική όσο και την κοινωνική: <b>«έζησε λαθών, μακράν του κοινωνικού θορύβου και της καλλιτεχνικής τύρβης».</b> Ακόμη τονίζουν την παραγνώρισή του από το Κράτος και τον κοινωνικό θάνατο που η λήθη και η αγνωμοσύνη επέφεραν στον καλλιτέχνη, πολύ πριν τον φυσικό θάνατό του.</span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5cN0FtdJiAZstaK2G2m20l4o-UJyx9t1sMIt90uy18qHbJk9mnbEnnHy0q8LbdQ1W5aSLa7TRmmuqzLdazYnQ_8s5iSXxdeNNsd8r8maiKfzAtfAl4fTF1Y0gptFTDKqu3iJrD2Rur3M/s1600/SECTION+5+42+FILIPPOTIS+GRAVE.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5cN0FtdJiAZstaK2G2m20l4o-UJyx9t1sMIt90uy18qHbJk9mnbEnnHy0q8LbdQ1W5aSLa7TRmmuqzLdazYnQ_8s5iSXxdeNNsd8r8maiKfzAtfAl4fTF1Y0gptFTDKqu3iJrD2Rur3M/w384-h640/SECTION+5+42+FILIPPOTIS+GRAVE.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Οικογενειακός τάφος του Φιλιππότη στο Α' Νεκροταφείο. </div><div style="text-align: center;">Αγοράστηκε το 1880 έναντι 125 δραχμών</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Ο ιδιοτροπώτερος και ο μάλλον μεμψίμοιρος των καλλιτεχνών»</b></span><p><span style="font-family: arial;">Το 1901 στην «Επετηρίδα των Φιλοτέχνων» ο Φιλιππότης χαρακτηριζόταν ως <b><i>«ο ιδιοτροπώτερος και ο μάλλον μεμψίμοιρος των καλλιτεχνών».</i></b> Πέρα από τα οποιαδήποτε ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, που δίνουν έναν τόνο υπερβολής στα λόγια και στις εκδηλώσεις του Φιλιππότη, η ιδιορρυθμία και η ιδιοτροπία του τρέφονται από εξωτερικές αιτίες, που σχετίζονται άμεσα με το επίπεδο της γλυπτικής στην Ελλάδα, αλλά και με τον τρόπο που αυτή αντιμετωπίζεται από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, και κυρίως από την πολιτεία. </span></p><p><span style="font-family: arial;">Ως καλλιτέχνης θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο και παραγνωρισμένο από την πολιτεία που δεν υποστήριζε το έργο του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίζει να δημιουργεί έργα της δικής του αποκλειστικά έμπνευσης και επιλογής, όπως συνέβη κατά τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας στην Ελλάδα. </span></p><p><span style="font-family: arial;"><i><b>«...Η Πατρίς είχεν ήδη από πολλού λησμονήσει ως άσημον τινά και άχρηστον εργάτην μη δυνάμενον να δώση μορφήν εις την αχαρακτήριστον της εποχής του ζωήν».</b></i> Ο καλλιτέχνης, αναγκασμένος να εργάζεται με παραγγελίες για λόγους καθαρά βιοποριστικούς, ομολογεί στον Θωμόπουλο, πετώντας τον μαντρακά του πάνω στο μάρμαρο δακρυσμένος: <i><b>«μηδέν παιδί μου, μηδέν, να τι φτιάχνει ο Φιλιππότης»</b></i>, και του έδειξε ένα μικρό μαρμάρινο σταυρό, που σκάλιζε για το νεκροταφείο. </span></p><p><span style="font-family: arial;"></span></p><p><span style="font-family: arial;">Η μεμψιμοιρία του Φιλιππότη είναι θέμα χαρακτήρα, αλλά διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην εποχή του, από τον τρόπο που η πολιτεία χειριζόταν τους καλλιτέχνες και πώς η κοινωνία τους αποδεχόταν. Με αφορμή το θάνατο του Λύτρα αρθρογράφος στο «Άστυ» (15 Ιουν. 1904) συνοψίζει σε μια χαρακτηριστική πρόταση μια πραγματικότητα, που όλοι οι άνθρωποι της τέχνης γνώριζαν και οι περισσότεροι καλλιτέχνες βίωναν στην νεοελληνική πρωτεύουσα: <b><i>«εν Έλλάδι η τύχη των μεγάλων καλλιτεχνών είναι ένας ακάνθινος στέφανος επί του μετώπου των».</i></b></span></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="406" src="https://www.youtube.com/embed/fVhKhi3eOPM" width="599" youtube-src-id="fVhKhi3eOPM"></iframe></div><br /><br /><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Ο Ξυλοθραύστης»</b></span> <div><br /><div><span style="font-family: arial;">Στο έργο, το οποίο αναφέρεται και ως <b>«Ξυλοκόπος»</b>, <b>«Ξυλοσχίστης»</b>, <b>«Υλοτόμος»,</b> </span><span style="font-family: arial;">ο Φιλιππότης επιλέγει μια καθημερινή σκηνή αγροτικής ζωής που προϋποθέτει ένα στιβαρό ανδρικό σώμα.</span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">Είναι αξιοθαύμαστη η λεπτομερής απόδοση της ανατομίας του ανδρικού σώματος σε μια στιγμή εντατικής προσπάθειας: αποτύπωση των τεταμένων μυών και των γραμμώσεων καθώς και των διογκωμένων φλεβών στο μέτωπο, στο λαιμό, αλλά κυρίως στην περιοχή των χεριών. </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Ο Φιλιππότης «εμφυσά» ενέργεια στο σώμα της μορφής με τον τρόπο που παριστάνει το στόμα ελαφρά ανοιχτό, μόλις να έχει εισπνεύσει τον αέρα που της χρειάζεται, ο θώρακας να διευρύνεται για να τον συγκρατήσει και να ολοκληρώσει την προσπάθειά της. Το σώμα αυτό που δονείται από εσωτερική δύναμη και ενέργεια, καθώς ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του υλικού του, έρχεται να ολοκληρώσει η ρεαλιστική απόδοση του προσώπου με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά: στρογγυλό, μικρό κεφάλι με κοντά μαλλιά, διατεταγμένα σε λεπτούς βοστρύχους, συνοφρυωμένο μέτωπο, μικρά, βαθουλωτά, σχεδόν μισόκλειστα μάτια, μεγάλη, πεπλατυσμένη μύτη με φουσκωμένα ρουθούνια, σαρκώδη χείλη, ελαφρώς ανοιχτό στόμα, τονισμένο πηγούνι, τριγωνικό πρόσωπο.</div><div><br /></div><div>Η συνθετική δομή του έργου και η ρεαλιστική απόδοση του σώματος μέσα στην κλασικιστική γυμνότητά του ανάγουν μια καθημερινή σκηνή σε μνημειακό στιγμιότυπο ανθρώπινης δύναμης και ζωτικότητας. Ο Φιλιππότης αξιοποιεί στοιχεία της κλασικής τέχνης, κυρίως κινήσεις των σκελών, αλλά και του κορμού, που μπορούν να υπηρετήσουν τις προθέσεις του. Η μορφή σε έντονο διασκελισμό, με το ένα σκέλος λυγισμένο και το πίσω να σχηματίζει μια συνεχή, ευθεία γραμμή με τη ράχη, υιοθετήθηκε από την αρχαία τέχνη από πολύ νωρίς ως σύμβολο ενεργητικότητας, ρώμης και αποφασιστικότητας. Ενώ λοιπόν α<b>πό τη μια πλευρά το έργο παρουσιάζει αυτή την εκλεκτική συγγένεια με αρχαία πρότυπα, που το κάνει να κινείται μέσα στο πνεύμα του κλασικισμού, από την άλλη η ρεαλιστική απόδοση του σώματος και του προσώπου το κατατάσσει στις προσπάθειες για υπέρβαση της στείρας μίμησης των κλασικών και κλασικιστικών προτύπων, και από την άποψη αυτή φανερώνει και την τόλμη, αλλά και την πλούσια μορφοπλαστική φαντασία του δημιουργού του. </b></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhoEQEwwFUIXGOSaCiNvNS4btrQaA3rAB1X4nM-F0kMJGmLDgwm7q7QqzdHnJtYuceDJxng-f04MjGkwGIt4LXyk1fiIGqgYKmnPfBL_9waI8S1fzCCuT9ushyphenhyphenTo33-8G0mJpc1CWihBJE/s856/IMG_3159.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="856" data-original-width="642" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhoEQEwwFUIXGOSaCiNvNS4btrQaA3rAB1X4nM-F0kMJGmLDgwm7q7QqzdHnJtYuceDJxng-f04MjGkwGIt4LXyk1fiIGqgYKmnPfBL_9waI8S1fzCCuT9ushyphenhyphenTo33-8G0mJpc1CWihBJE/w480-h640/IMG_3159.JPG" width="480" /></a></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχάλη Τόμπρου για τον «Ξυλοθραύστη», ο Φιλιππότης χρησιμοποίησε ως μοντέλο τον γνωστό γυμναστή του Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου, Β. Γιαννούλη, όπως ο ίδιος ο αθλητής του εκμυστηρεύθηκε. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Τόμπρο, κάποια μέρα που περνούσε έξω από το μαρμαρογλυφείο του πατέρα του, Θεόδωρου Τόμπρου, ο Β. Γιαννούλης, βλέποντας τον νεαρό τότε Τόμπρο να εργάζεται, του εκμυστηρεύθηκε τα εξής: </div><div><br /></div><div><i><b>«'Ακουσε Τομπράκι, θα σου πω ένα μυστικό που δεν το ξέρει κανείς άλλος. Εγώ πόζαρα στον Φιλιππότη για να φτιάξη τον Ξυλοθραύστη. Με τάραξε επί μήνες ολόκληρους. Με υποχρέωνε, να παραμένω συνέχεια σκυφτός και με σφιγμένα χέρια για να διαγράφονται καλύτερα οι μυς μου. Γκρίνιαζα αλλ΄ αυτός επέμενε.»</b></i></div><div><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;">Για το ίδιο θέμα ο Δ. Ι. Καλογερόπουλος μας πληροφορεί ότι <i><b>«ηναγκάσθη 28 μοδέλα να αλλάξη, τα οποία τότε εσπάνιζον.» </b></i>Οσο και υπερβολικός να θεωρηθεί ένας τέτοιος<br />αριθμός, δείχνει ωστόσο την αναζήτηση του καλλιτέχνη να δώσει τις δικές του απαντήσεις<br />στις προκλήσεις του θέματός του.</span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Ξυλοθραύστης έχει μια πονεμένη ιστορία πίσω του, αφού η μεταφορά του από το γύψινο πρόπλασμα στην τελική εκδοχή σε μάρμαρο χρειάστηκε σχεδόν τριάντα χρόνια. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στις 12 Οκτωβρίου 1871 η εφημερίδα «Μέλλον» μας πληροφορεί ότι ο Φιλιππότης <i><b>«εξετέλεσεν ήδη έργον εις φυσικόν μέγεθος παριστάνον ξυλοκόπον»</b></i>, το οποίο και εκθέτει στο εργαστήριό του για το κοινό. Φαίνεται ότι ο Φιλιππότης θέλησε σύντομα να μεταφέρει τον «Ξυλοθραύστη» στο μάρμαρο και να τον εκθέσει μαζί με τον «Θεριστή» στην παγκόσμια έκθεση της Βιέννης, το 1873, αλλά δεν εξασφάλισε τα χρήματα που απαιτούνταν για να μεταφέρει και τα δύο έργα στο μάρμαρο και έτσι ο «Ξυλοθραύστης» παραμένει στο γύψο. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το πρόπλασμα του «Ξυλοθραύστη» εκθέτει ο Φιλιππότης στα «Ολύμπια» του 1875, το έργο όμως δεν λαμβάνει καμμία διάκριση. Έκτοτε ο Ξυλοθραύστης» θα παραμείνει κλεισμένος στο εργαστήριο του καλλιτέχνη ως <b><i>«ο δεσμώτης της οδού Πατησίων»</i></b>, ενώ ο καλλιτέχνης ελπίζει ότι κάποιος πλούσιος φιλότεχνος ή ακόμη και το ίδιο το κράτος θα το παραγγείλει σε μάρμαρο. </span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Το 1896, ίσως και με αφορμή τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ο Φιλιππότης αποφάσισε να μεταφέρει τον Ξυλοθραύστη στο μάρμαρο με δικά του έξοδα. Δυστυχώς όμως, όταν το έργο είχε σχεδόν τελειώσει, το μάρμαρο ράγισε και το έργο δεν ολοκληρώθηκε. </span><span style="font-family: arial;"><b>Το πρώτο αυτό αντίτυπο του «Ξυλοθραύστη» ανήκει στα γλυπτά της βίλλας Καζούλη, που σήμερα βρίσκονται στον κήπο του νοσοκομείου ατυχημάτων «Απόστολος Παύλος» (Κ.Α.Τ.).</b> Εκτός από το μεγάλο ράγισμα που διατρέχει το στέρνο της μορφής διαγώνια μέχρι την κοιλιά, φαίνεται καθαρά σε σχέση με τον «Ξυλοθραύστη» του Ζαππείου ότι η επεξεργασία του προσώπου δεν έχει ολοκληρωθεί, οι επιφάνειες στην περιοχή των ματιών, της μύτης και του στόματος δεν έχουν πάρει την τελική τους μορφή, όπως επίσης και τα μαλλιά είναι ακόμη μια συμπαγής μάζα, όπου έχει γίνει απλώς το πρώτο χονδρό ξεχώρισμα των βοστρύχων. Αλλά και το υπόλοιπο σώμα υστερεί ως προς την ακριβή απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών, ενώ ο όγκος του κορμού είναι αδιαμόρφωτος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhGESEzzzNcxYusqIaoUC_h8N2RLGUH9LottOpO4iYqnxORA57GHSv0or_V-gaYZG0hdbDXlD7rH4D-kut_IhjwsmwLtCNRfkiLR6x3BigKU0cKo2Jgae9HOOXFVR4ezM-u4GkdXHMdq3E/s989/261262624_2425610240906352_263156199806516155_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhGESEzzzNcxYusqIaoUC_h8N2RLGUH9LottOpO4iYqnxORA57GHSv0or_V-gaYZG0hdbDXlD7rH4D-kut_IhjwsmwLtCNRfkiLR6x3BigKU0cKo2Jgae9HOOXFVR4ezM-u4GkdXHMdq3E/w422-h640/261262624_2425610240906352_263156199806516155_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο «Ξυλοθραύστης» της βίλλας Καζούλη, στον κήπο του Κ.Α.Τ.</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><div>Το 1900 ξεκίνησε για δεύτερη φορά τη μεταφορά του σε μάρμαρο, πάλι με δικά του έξοδα. Τον Απρίλιο του 1900 ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αφιερώνει στην εφημερίδα «Ακρόπολις» άρθρο με τίτλο «Ο Ξυλοκόπος» με την ευκαιρία της μεταφοράς του έργου στο μάρμαρο. Μεταξύ των άλλων σημειώνει: <i><b>«Το έργον θα συντελεσθή εντός του έτους τούτου. Ο γλύπτης προς τούτο αφήκε πάσαν άλλην εργασίαν, δαπανών και αυτόν τον άρτον της οικογένειας του υπέρ αυτού...». </b></i></div><div><br /></div><div>Το έργο υπήρξε η συμμετοχή του Φιλιππότη στην έκθεση του Παρνασσού, το 1901. <i><b>«Ο Ξυλοκόπος του Φιλιππότου βασιλεύει»</b></i> ανάμεσα στα 26 έργα γλυπτικής που εκτίθενται και θεωρείται το αριστούργημα της έκθεσης. Παρόλα αυτά απογοήτευση και θλίψη καταλαμβάνει τους φιλοτέχνους, όταν η έκθεση τελειώνει και δεν πωλείται κανένα έργο γλυπτικής, και κυρίως ο «Ξυλοθραύστης»: <i><b>«...ο Ξυλοκόπος του Φιλιππότου, το άριστον ομολογουμένως των έργων της εκθέσεως θα επανέλθη και θα κρυβή εις τα σκότη του εργαστηρίου, όθεν μετά τριακονταετή εργασίαν τελευταίον συντελεσθέν είδε το φώς.»</b></i> Ενόψει αυτού του γεγονότος ο αρθρογράφος της «Εστίας» προτείνει σε έναν ιδιωτικό φορέα να αγοράσει το έργο, στην Αθηναϊκή Λέσχη, που και στο παρελθόν έχει υποστηρίξει τις καλές τέχνες αγοράζοντας πίνακες μεγάλων ζωγράφων. Η πρόταση δεν τελεσφορεί και ο «Ξυλοθραύστης» επιστρέφει στο εργαστήριο του καλλιτέχνη.</div><div><br /></div><div>Πολύ σύντομα ήδη μετά την ολοκλήρωσή του, το πρόπλασμα του «Ξυλοθραύστη» χαρακτηρίζεται «αριστούργημα» και στον Τύπο δίνονται εκτενείς περιγραφές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο βασιλιάς Γεώργιος επισκέπτεται επανειλημμένα το εργαστήριο του καλλιτέχνη για να θαυμάσει το έργο, συνοδευόμενος κάθε φορά από μέλη της οικογένειάς του. Η φήμη του έργου εξαπλώνεται γρήγορα και <i>«εκ περιεργείας κινούμενοι»</i> οι επισκέπτες πληθαίνουν. </div><div><br /></div><div>Η θέα του μνημειακού έργου μέσα στο <i>«πενιχρόν και απόκεντρον υπόγειον»</i>, που προφανώς ήταν το εργαστήριο του Φιλιππότη, ευαισθητοποιεί ιδιαίτερα τους φιλοτέχνους που το επισκέπτονται. Ο Φιλιππότης αρχίζει έκτοτε να ενσαρκώνει την ιδέα του μεγάλου, εμπνευσμένου γλύπτη, που είναι αναγκασμένος να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους χωρίς καλλιτεχνικές ευαισθησίες, και εργάζεται παρόλα αυτά χωρίς ηθική και υλική υποστήριξη, πιστός στο όραμά του: <i><b>«ένας μάρτυς και αυτός καρτερικός της τέχνης, η οποία αγωνίζεται να ζήση εις εν περιβάλλον τόσω υλιστικόν». </b></i></div><div><br /></div><div>Η περίπτωση του Φιλιππότη και του έργου του, που μένει για πολλά χρόνια πρόπλασμα αναμένοντας γενναιόδωρο χορηγό, θα θεωρηθεί από τους συγχρόνους του ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα επιδείξεως αδιαφορίας και αγνωμοσύνης εκ μέρους της πολιτείας προς τον καλλιτέχνη, που την τιμά με το έργο του. <b><i>«Είναι ατύχημα, ου μόνον διά την τέχνην, αλλά δι’ αυτό το έθνος εν τη καθόλου πνευματική αυτού δράσει ο Ξυλοθραύστης του κ. Δ. Φιλιππότου να μένη πρόπλασμα...».</i></b> </div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-AooalyAHDht06qsvDgZJncLt8l1ekh6QxcD8yRT9J2But-_v6mOZR18t0bWN-TcezqCIzDXACcGwF5_YfRoMUj129pITX-6UJ4Duene5pjgy7mpDzgNFQO-BPERwftqXsHFcCzdiLJE/s1217/IMG_3162.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="913" data-original-width="1217" height="480" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-AooalyAHDht06qsvDgZJncLt8l1ekh6QxcD8yRT9J2But-_v6mOZR18t0bWN-TcezqCIzDXACcGwF5_YfRoMUj129pITX-6UJ4Duene5pjgy7mpDzgNFQO-BPERwftqXsHFcCzdiLJE/w640-h480/IMG_3162.JPG" width="640" /></a></div><br /><div><br /></div><div>Ο «Ξυλοθραύστης» συνιστά κριτήριο της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και του καλλιτεχνικού επιπέδου των πλουσίων, που δεν συγκινούνται από το μεγαλείο του, ώστε να αναλάβουν την εκτέλεσή του στο μάρμαρο. Ενώ η εικοσιπενταετία που παρεμβάλλεται από την κατασκευή του προπλάσματος μέχρι την πρώτη μεταφορά του στο μάρμαρο είναι και η πιο παραγωγική στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Φιλιππότη, το γεγονός ότι, και άλλα έργα δικής του εμπνεύσεως, αλλά, κυρίως, ο «Ξυλοθραύστης» παραμένει στο γύψο αναπτύσσει μια ιδιόμορφη ψυχολογία στον καλλιτέχνη, που ο Δ. I. Καλογερόπουλος ονομάζει «καλλιτεχνική ιδιοτροπία». </div><div><br /></div><div>Το πρόπλασμα του «Ξυλοθραύστη» γινόταν αντικείμενο θαυμασμού από επισκέπτες αλλά και τους απλούς διερχόμενους Αθηναίους, ο καλλιτέχνης όμως <b><i>«έμαραίνετο βλέπων την έμπνευσίν του, την ιδιοφυίαν του παραγνωριζομένας, μη αμειβομένους τους κόπους του». </i></b>Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ιδιοτροπίας ήταν η συνήθεια του Φιλιππότη να στολίζει με στεφάνι από άνθη το πρόπλασμα του «Ξυλοθραύστη», να τοποθετεί τέσσερα κεριά στις άκρες του και να το αφήνει έξω από την είσοδο του εργαστηρίου του τη νύχτα της Πρωτομαγιάς: </div><div><br /></div><div><b><i>«Αυτό και μόνον το γεγονός δύναται να δώση το μέτρον της ιδιοτροπίας του γλύπτου κ. Δημητρίου Φιλιππότου, ου ο Ξυλοθραύστης, την ποιητικήν εκείνην νύκτα συνήνωσε την χάριν διά των ανθέων και το πένθος διά του φωτός των λαμπάδων. Άλλοι ίσως να εξέλαβον το γεγονός ως ρεκλάμαν, άλλοι - και μάλιστα συνάδελφοί του - το εχαρακτήρισαν ως αναξιοπρεπές, εγώ το ανακηρύττω ως διαμαρτυρίαν της τέχνης κατά της επικρατούσης αμουσίας και ως ιδιοτροπίαν καλλιτεχνικήν, από την οποίαν κανείς αληθής καλλιτέχνης, δεν είναι απηλλαγμένος.»</i></b></div><div><br /></div><div>Στις 21 Μαΐου του 1895 ο Φιλιππότης δημοσιοποιεί με επιστολή του, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καιροί», την αίσθηση εγκατάλειψης και παραγνώρισης που τον διακατέχει, και πάλι εξαιτίας κυρίως, του γεγονότος ότι ο «Ξυλοθραύστης» παραμένει στο γύψο: </div><div><br /></div><div><i><b>«Ας έλθωσι και ας ίδωσι οι τυφλοί τα έργα μου εις το εργαστήριόν μου. Ο ξυλοκόπος μου, αληθές αριστούργημα δυνάμενον να τιμήσει εμέ και την πατρίδα μου, μένει από ετών εν γυψίνω προπλάσματι και θα καταστροφή πιθανώς χωρίς να μείνη εις αιώνα προς ανάμνησιν τουλάχιστον του καλλιτέχνου Φιλιππότου... Ελάτε τυφλοί και λάβετε τον ξυλοκόπον μου, παραβάλλετε δε αυτόν με τα άλλα υπάρχοντα έργα, τα αρχαία και τα νεώτερα, και κρίνατε, εάν δύνασθε, περί της αξίας του...».</b></i></div><div><i><b><br /></b></i></div><div><i><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnSUcxQV-zX-plWtUyRD9X6fbUCWf9s4-uzpLSrTmRweMlWEDm4iVj_Q_xEHbUfsRwT7W5QK4ZMR6MaCbIW_lRWbBANp3qZWR2ym5JvQsf19tamSnu9QyhRP8-IOhsgmVozABAPDigaCc/s1142/IMG_3160.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="856" data-original-width="1142" height="480" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnSUcxQV-zX-plWtUyRD9X6fbUCWf9s4-uzpLSrTmRweMlWEDm4iVj_Q_xEHbUfsRwT7W5QK4ZMR6MaCbIW_lRWbBANp3qZWR2ym5JvQsf19tamSnu9QyhRP8-IOhsgmVozABAPDigaCc/w640-h480/IMG_3160.JPG" width="640" /></a></div><br /></i></div><div>Η πρώτη επίσημη κριτική που έχουμε για τον «Ξυλοθραύστη» ανήκει στον Γ. Βιζυηνό. Είναι κριτική μονομερής και δεν εντάσσει το έργο γενικότερα στην εποχή του. Ενώ επαινεί ανεπιφύλακτα τα άλλα διακοσμητικά γλυπτά του Φιλιππότη, για τον «Ξυλοθραύστη» ο Βιζυηνός είναι φειδωλός. Θεωρεί το έργο <i>«φιλότιμον του τεχνίτου σπουδήν»</i>, αναγνωρίζει μόνο την προσπάθεια του καλλιτέχνη να επιδείξει την ικανότητα, που γνωρίζει ο ίδιος ότι έχει, στην επεξεργασία του μαρμάρου, αποδίδοντας το γυμνό ανδρικό σώμα.</div><div><br /></div><div>Γενική είναι η παραδοχή ότι το έργο σημαδεύει την εποχή του και την ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής. Δεν είναι απλώς το <i><b>«αριστούργημα»</b></i> ή το <i><b>«αριστοτέχνημα»</b></i> του Φιλιππότη, αλλά είναι, επιπλέον, ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής γλυπτικής, <b><i>«αδάμαντα και στέμμα της ελληνικής γλυπτικής»</i></b>, το ονομάζει ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς. Επιστέγασμα της γενικής αποδοχής που απολαμβάνει το έργο θεωρείται το γεγονός ότι <b><i>«είναι το μόνον έργον την αξίαν του οποίου όλοι ανεξαιρέτως οι γλύπται μας αναγνωρίζουν».</i></b></div><div><br /></div><div>Το 1907 ο καλλιτέχνης απορρίπτει πρόταση να αγοράσει το έργο η Εθνική Πινακοθήκη. Ο διευθυντής, Γεώργιος Ιακωβίδης, προσέφερε 7.000 δραχμές, καθώς, την εποχή εκείνη, η μοναδική κρατική συμβολή για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών και τον εμπλουτισμό των συλλογών του μουσείου ήταν 3.000 δραχμές ετησίως από το κληροδότημα του Δημητρίου Δωρίδη.</div><div><br /></div><div><b>Το 1908, μετά από εισήγηση του Γ. Βρούτου, το Δημοτικό συμβούλιο συμφωνεί με πρόταση του Δημάρχου Σπύρου Μερκούρη και αγοράζεται ο «Ξυλοθραύστης» από το Δήμο Αθηναίων αντί 15.000 δρχ</b>., που θα καταβάλλονταν στον γλύπτη σε τρεις δόσεις των 5.000 δρχ. Ειδική επιτροπή του Δήμου παραλαμβάνει τον «Ξυλοθραύστη» από τον Φιλιππότη, ενώ παρών κατά την παραλαβή του έργου είναι και ο γιος του καλλιτέχνη Ευάγγελος. Το έργο, που αποτελεί και το πρώτο γλυπτό ελεύθερης έμπνευσης που στήθηκε στην Αθήνα, τοποθετείται με σχετική μυστικότητα στη μικρή πλατεία πίσω από τη Ρωσική εκκλησία του Αγ. Νικοδήμου. </div><div><br /></div><div>Η αγορά του έργου από τον Δήμο επικροτείται από τον Τύπο, όπως επίσης και η άμεση τοποθέτησή του στο συγκεκριμένο χώρο με μυστικότητα, <i>«διότι βεβαίως, εάν προεκάλει ή Δημαρχία γνώμας περί του πού πρέπει να στηθή το άγαλμα, όλοι θα έλεγαν την ιδική των ίσως θα εγίνοντο διαδηλώσεις και δημοψηφίσματα συνοικιών και θα επαναλαμβάνετο η αθάνατος ιστορία του φούρνου του Ναστραντίν Χότζα»</i>. Αυτό όμως που καταδικάζεται είναι ο τρόπος τοποθετήσεως του έργου <i>«κατάχαμα, εις το ύψος των διαβατών, χωρίς εν υπόβαθρον»</i>. Η <i>«άθλια»</i> αυτή τοποθέτηση δεν αναδεικνύει το μεγαλείο του έργου, και επιπλέον, η ανυπαρξία έστω και ενός απλού κιγκλιδώματος εκθέτει <i>«το καλλιτέχνημα επί του παρόντος εις περιπτύξεις και αύριον εις κτυπήματα των διαβατών και των αγυιοπαίδων».</i> </div><div><br /></div><div>Παροτρύνεται ο Δήμος να αναλάβει σύντομα πρωτοβουλία για την προστασία του έργου, <i><b>«πριν οι διαβάτες περνώντας απλώνουν το χέρι των και χαϊδεύουν το κεφάλι του αγάλματος ή γράφουν εις την μύτην του το όνομά των»</b></i>. Ο Δήμος ανταποκρίνεται στις υποδείξεις και αποφασίζει να τοποθετήσει κιγκλίδωμα γύρω από το άγαλμα. Μέχρι να τοποθετηθεί το κιγκλίδωμα η αστυνομία παρακαλείται με ειδικό έγγραφο να φρουρεί το έργο, ώστε οι διαβάτες να μην αναγράφουν το όνομά τους πάνω του.</div><div><br /></div><div>Όπως μας πληροφορεί ο Θωμάς Θωμόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αθήναι» με τίτλο <i>«Η νίκη της ελληνικής γλυπτικής»</i>, περαστικοί μπροστά από τον «Ξυλοθραύστη», <i><b>«χάσκοντες και ανυπομονούντες υψώνουν τας ράβδους των και χτυπούν το ζωντανόν μάρμαρον όσοι ποθούντες να δοκιμάσουν αν είναι από ζάκχαριν ή από πέτραν»</b></i>. Ο ίδιος ο Φιλιππότης, για να προστατεύσει το έργο από βανδαλισμούς, φρόντισε να στείλει έναν πιστό μαθητή του, ο οποίος <i>«έμεινε άγρυπνος επί δύο νύχτας εκεί κάτω από το άγαλμα, εμποδίζων τους περιέργους»</i> μέχρι να το περιφράξει ο Δήμος. Ευμενώς σχολιάζεται η τοποθέτηση <i>«μαρμάρινου περατώματος»</i> στον «Ξυλοθραύστη», που του προσδίδει <i>«ιδιαιτέραν χάριν»</i> καθώς και η εγκατάσταση σιδηρένιου κιγκλιδώματος. </div><div><br /></div><div>Φαίνεται όμως ότι ο αθηναϊκός λαός δεν είναι ώριμος να δεχθεί το πρώτο ελεύθερο γλυπτό που στήνεται στην πρωτεύουσα. Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αθήναι», με τίτλο «Η διακόσμησις των Αθηνών», ο A. Ν. Βερναρδάκης θεωρεί την τοποθέτηση του «Ξυλοθραύστη» στη μικρή πλατεία της Ρωσικής εκκλησίας σφάλμα και ατόπημα, ανάξιο της πόλεως, που οφείλεται στη σπουδή της Δημαρχίας να διακοσμήσει την Αθήνα, και μάλιστα ακολουθώντας τις υποδείξεις ενός ξένου. Το 1908 ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης είχε καλέσει τον διευθυντή των αρχιτεκτονικών υπηρεσιών του Βερολίνου, Λουδοβίκο Όφμαν και του είχε αναθέσει τη σύνταξη εξωραϊστικού σχεδίου της Αθήνας. </div><div><br /></div><div>Για να ενισχύσει την άποψή του ο A. Ν. Βερναρδάκης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον «Ξυλοθραύστη»: <i><b>«...ο Ξυλοθραύστης του Φιλιππότου με την άψογον εκτέλεσίν του, αλλ’ ουδέν πλέον, εστήθη εν τη οδώ του Κήπου. Η τε ιδέα, στάσις, παράστασις, μέγεθος κ.τ,λ. είναι ήκιστα κατάλληλα διά δημόσιον θέαμα. Η θέσις του έργου τούτου είναι μάλλον ο κήπος του Πολυτεχνείου...».</b></i></div><div><br /></div><div>Μέσα σε αυτή την προοπτική θα πρέπει να τοποθετήσουμε και τις ακραίες αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν από μέρος του κοινού με στόχο το έργο. Σοβαρές και προσχεδιασμένες απόπειρες βανδαλισμού επιχειρούνται τα χρόνια που ακολουθούν. Την νύκτα της 18ης Μαΐου του 1910 άγνωστος ρίχνει στη δεξιά πλευρά του έργου καρμίνιο, ερυθρά βαφή που απορροφάται από το μάρμαρο: </div><div><br /></div><div><i><b>«το ωραίον γλυπτικόν καλλιτέχνημα παρουσιάσθη αίφνης αιμοσταγές, και εκίνει την συμπάθειαν των ατελειώτων κύκλων των περιπατητών, οίτινες εσταμάτησαν προ του θεάματος, ωσάν να ήτο άληθής τραυματίας»</b></i>. </div><div><br /></div><div>Ο Δήμος επικηρύσσει το δράστη για 100 δρχ. ενώ ειδικός αναλαμβάνει να εξαλείψει το χρώμα. Το γεγονός προκαλεί θλίψη στο φιλότεχνο κοινό και ο Θωμάς Θωμόπουλος με άρθρο του στο περιοδικό «Ο Καλλιτέχνης» εκφράζει <i>«την οδύνην όλου του καλλιτεχνικού κόσμου των Αθηνών»</i>. Το άρθρο έχει τίτλο «Ηρώων θάνατος», είναι συναισθηματικά φορτισμένο και εκφράζει την απογοήτευση του καλλιτέχνη για την γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα. Οι επιθέσεις εναντίον του «Ξυλοθραύστη» εκδηλώνουν για τον Θωμόπουλο τη βαθύτερη παρακμή στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία: </div><div><br /></div><div><i><b>«...έπεσε τ’ ωραίο παλληκάρι στο βούρκο αυτόν του τόπου μας που κινδυνεύει να μας πνίξει όλους. Δεν θα ξαναγεννηθούν λοιπόν πια οι ήρωες της ιδέας εδώ μεσ’ στην Αττική σαν τον μαρμάρινον αυτόν έφηβον να κτυπήσουν και να εξολοθρεύσουν το κακό σύριζα». </b></i></div><div><br /></div><div>Ο «Ξυλοθραύστης» είναι για τον Θωμόπουλο σύμβολο της προσπάθειας που έχει ανάγκη η Ελλάδα για να προχωρήσει μπροστά:<i><b> </b></i></div><div><i><b><br /></b></i></div><div><i><b>«Και ο ωραίος έφηβος με όλη την υπερήφανη προσπάθειά του... κλίνει το ηρωϊκό του κορμί να καθαρίσει τα κούτσουρα που του εμποδίζουν το δρόμο για να βαδίση νικητής του χαμού της Ελλάδος».</b></i></div><div><br /></div><div>To 1912 νέος βανδαλισμός εκδηλώνεται εναντίον του «Ξυλοθραύστη». <i><b>«Ηκρωτηριάσθη ο ατυχής, διά λόγους φαίνεται σεμνοτυφίας, αποκοπείσης της ήβης αυτού».</b></i></div><div><br /></div><div> Διαδίδεται ότι το έργο γίνεται στόχος επειδή γειτνιάζει με την Ρωσική εκκλησία και η σεμνότυφη θρησκοληψία ορισμένων δεν μπορεί να το ανεχθεί. Έτσι μετά τον λιθοβολισμό του, το 1914, θεωρείται επιβεβλημένη η μεταφορά του σε άλλο σημείο της πόλης. Προτείνεται από τους φιλότεχνους η μεταφορά του στο Ζάππειο: </div><div><br /></div><div><b><i>«Τα δένδρα θα είναι ευσπλαγχνικώτερα των ανθρώπων. Άλλως τε θα είναι ο Ξυλοθραύστης εις το στοιχείον του εκεί εν μέσω της βλαστήσεως»</i></b>. </div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEimGDUGtzGGJjg81XbcSGzvha9s4qHny1uPFbppiBd0s0Z8ua9_lcTuFuONL4ivG6u6oH16gPWlAwVOUniJJEWeb0UXuqm85O0-qxAE-2yKOSbes7FIKOTJPpyPAOt9ebw5dB4tzXmmkQM/w640-h412/222138_219494644729571_7705932_n.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Η αρχική θέση του «Ξυλοθραύστη» του Δημητρίου Φιλιππότη στη μικρή πλατεία της Ρωσικής Εκκλησίας (σημερινή πλατεία Ραλλούς Μάνου) από φωτογραφία του Ελβετού φωτογράφου Frederic Boissonnas (1858 – 1946) της πρώτης ή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αι.</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">_____________</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Το επόμενο έτος αποφασίζεται η μεταφορά του έργου στο Ζάππειο, απέναντι από τον Αρδηττό. Αγνωστο για ποιο λόγο η απόφαση δεν υλοποιείται. Το 1955, μέσα στα πλαίσια μεγάλων εξωραϊστικών έργων που εκτελεί στην πρωτεύουσα το υπουργείο συγκοινωνιών και δημοσίων έργων αποφασίζεται να μετακινηθεί ο «Ξυλοθραύστης» στην πλατεία που σχηματίζεται στη διασταύρωση των λεωφόρων Αμαλίας και Όλγας, έξω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το σκεπτικό γι’ αυτήν την επιλογή ήταν να μην απομακρυνθεί το έργο από την αρχική του θέση με την οποία το συνδέει μακρά παράδοση. </div><div><br /></div><div><b>Τελικά ο «Ξυλοθραύστης» μεταφέρεται στην έξοδο του Ζαππείου και της οδού Ηρώδου του Αττικού, απέναντι από το στάδιο, το 1961, όπου και παραμένει έκτοτε.</b></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEium7k7lc8MdSIXmICAHFeGcdOH1yYB-f0XMPrqXB4GQZhSVk9cj_i_qJ8A5dI0fL-_lUzwk4EXjS5IPNRi63iSRwvL6v0W7BvPMNQm0MUXR04UjCeNIhxPDw9aoCij2Vj7beqh2QhnoJg/s600/DP02.01.23.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEium7k7lc8MdSIXmICAHFeGcdOH1yYB-f0XMPrqXB4GQZhSVk9cj_i_qJ8A5dI0fL-_lUzwk4EXjS5IPNRi63iSRwvL6v0W7BvPMNQm0MUXR04UjCeNIhxPDw9aoCij2Vj7beqh2QhnoJg/w636-h640/DP02.01.23.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Αρχείο/Συλλογή: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ και ΕΛΕΝΗ ΦΡΑΓΚΙΑ</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><b style="color: #2b00fe; font-size: large;">Πηγή</b></div></span></div><p></p><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Ευθυμία Ε. Μαυρομιχάλη, Ο γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης και η εποχή του, τόμος Α’, διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1999</span></li></ul><p></p><div><br /></div></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-2340065639436997872021-11-16T09:23:00.000+02:002021-11-16T09:25:55.981+02:00 Mohja Kahf, «Υπέροχες γυναίκες, φίλες που μου δίνουν την ποίηση»<div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirAOfuTJPocnOGpZ9-oyReRUjdxlSIyzZkID8krmrbYBqk0d_vfLF_3tCm_x8vSYLiGhtBOE5tZTi1sJUE1sYFWKRLpyKMUm2bARkwz5RG5LO_WADzKJ8O_-oYTH6JjJPun1qYKsBnJLU/s960/1013944_273543942783306_574745973_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirAOfuTJPocnOGpZ9-oyReRUjdxlSIyzZkID8krmrbYBqk0d_vfLF_3tCm_x8vSYLiGhtBOE5tZTi1sJUE1sYFWKRLpyKMUm2bARkwz5RG5LO_WADzKJ8O_-oYTH6JjJPun1qYKsBnJLU/w510-h640/1013944_273543942783306_574745973_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Mohamad Alwahibi, Syrian Artist</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: left;"><b>Mohja Kahf, «Υπέροχες γυναίκες, φίλες που μου δίνουν την ποίηση»</b></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Γεννημένη στη Δαμασκό της Συρίας το 1967, η Mohja Kahf μετανάστευσε το 1971 με την οικογενειά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φεμινίστρια, ποιήτρια, συγγραφέας και καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας - το 1999 ολοκλήρωσε τη διατριβή της με θέμα <i><b>«Δυτικές αναπαραστάσεις μουσουλμάνων γυναικών: Από τη στρίγκλα στην οδαλίσκη»</b></i> - η Kahf γράφει για τις ζωές, τα βιώματα, τα όνειρα, τις αντιφάσεις και τις αναπαραστάσεις των Αραβίδων μουσουλμάνων στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου Αμερική. </div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiXBOf-D26c1ibua_NszIV0YivPcCsoX61uI_YPkM_lTvRQjotBrTURHOY_2DOOXKGxKnbHBxwC_4mUMdjcj9WddA0NPnDAPHkDiopuVME0W0FuPwzDWCr33qKuSpj8M2b-UXsqyaFH540/s499/51MGRqWxnaL._SX331_BO1%252C204%252C203%252C200_.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="499" data-original-width="333" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiXBOf-D26c1ibua_NszIV0YivPcCsoX61uI_YPkM_lTvRQjotBrTURHOY_2DOOXKGxKnbHBxwC_4mUMdjcj9WddA0NPnDAPHkDiopuVME0W0FuPwzDWCr33qKuSpj8M2b-UXsqyaFH540/w428-h640/51MGRqWxnaL._SX331_BO1%252C204%252C203%252C200_.jpg" width="428" /></a></div><br /><div><br /></div><div>Στα ποιήματά της οι γυναίκες δεν είναι θύματα αλλά γυναίκες υπερήφανες, με εξαιρετικό ψυχολογικό και συναισθηματικό σθένος, που αγωνίζονται, διεκδικούν, χτίζουν τα δικά τους κοινωνικά και λογοτεχνικά δίκτυα και αντιστέκονται στην επίθεση που δέχονται τα σώματα και οι ζωές τους. Είναι γυναίκες που ερωτεύονται, γράφουν, γλεντούν, ταξιδεύουν, σπουδάζουν, εργάζονται, δημιουργούν. Είναι <i><b>«υπέροχες γυναίκες», «πλάσματα ομορφιάς και πάθους,/ εργάτριες δυνατές κι ερωτευμένες»</b></i>.</div><div><br /></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjOfQ921gpESYMfUeHSoa0jfeh5RCHo1ZRxwAKG7ZyrEReQwDV4L6gW1-T0rxzwdc5s5Rhw-64lTq1QUfw1tzrBsN_D30Bou0kY7DhfKc46i9UqxlkptHyo-aYbNlSCTrRWsJCsQc_YrvY/s680/EU_FY8kUEAIlxxr.png" style="font-family: "Times New Roman"; margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="680" data-original-width="680" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjOfQ921gpESYMfUeHSoa0jfeh5RCHo1ZRxwAKG7ZyrEReQwDV4L6gW1-T0rxzwdc5s5Rhw-64lTq1QUfw1tzrBsN_D30Bou0kY7DhfKc46i9UqxlkptHyo-aYbNlSCTrRWsJCsQc_YrvY/w640-h640/EU_FY8kUEAIlxxr.png" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Υπέροχες γυναίκες</span></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b><i>Όλες οι γυναίκες μιλάνε δυο γλώσσες:</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>τη γλώσσα των ανδρών</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>και τη γλώσσα των σιωπηλών βασάνων.</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Μερικές γυναίκες μιλάνε και μια τρίτη,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>των βασιλισσών τη γλώσσα.</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Είναι υπέροχες</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>και είναι φίλες μου.</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Είναι οι φίλες που μου δίνουν την ποίηση.</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Αν δεν ήταν αυτές</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>θα ’μουν μια μοδίστρα χωρίς δουλειά.</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Μου στέλνουν τα φορέματά τους</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>και πάνω τους ράβω ποιήματα,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>τεράστια πανιά για ωκεάνια ταξίδια.</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι υπέροχες φίλες μου, αυτές οι γυναίκες</i></div><div style="text-align: center;"><i>που είναι κομψές και μαστορεύουν μηχανές,</i></div><div style="text-align: center;"><i>που διδάσκουν γυναικολογία και λογοτεχνία,</i></div><div style="text-align: center;"><i>και δουλεύουν σε φυλακές και τραγουδάνε</i></div><div style="text-align: center;"><i> και φτιάχνουν γλυπτά</i></div><div style="text-align: center;"><i>και ζωγραφίζουν τα ενενήντα-εννιά ονόματα*</i></div><div style="text-align: center;"><i>που κρατά η μια τα μυστικά της άλλης</i></div><div style="text-align: center;"><i>και μεταφέρει η μια το πνεύμα της στην άλλη</i></div><div style="text-align: center;"><i>σαν μικρά πακέτα από προζύμι,</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>από σας ράβω την ποίηση.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Mαζεύω, σε χούφτες, γυαλιστερές</i></div><div style="text-align: center;"><i>πούλιες που πέφτουν από τα σώματά σας</i></div><div style="text-align: center;"><i>καθώς ερωτεύεστε, παντρεύεστε, χωρίζετε,</i></div><div style="text-align: center;"><i>παίρνετε την κηδεμονία, παίρνετε γατιά, μπαίνετε</i></div><div style="text-align: center;"><i>σε ανώτατα δικαστήρια,</i></div><div style="text-align: center;"><i>μαλώνετε με τον Θεό.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Καβάλα σε άλογα που καλπάζουν</i></div><div style="text-align: center;"><i>σώζετε τους αδύναμους και τους πληγωμένους–</i></div><div style="text-align: center;"><i>Πλάσματα ομορφιάς και πάθους,</i></div><div style="text-align: center;"><i>δυνατές εργάτριες ερωτευμένες–</i></div><div style="text-align: center;"><i>εσείς είστε τα ποιήματα.</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Εγώ είμαι μόνο η στενογράφος σας.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Είμαι η πεινασμένη μεταγραφέας</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>των μαγικών συνταγών που θησαυρίζετε</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>στα σεντούκια των προγιαγιάδων σας.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Οι υπέροχες φίλες μου –οι έξοχες</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>γυναίκες της ζωής μου,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>που ανυψώνουν τις κόρες μου,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>είστε ένα πολύχρωμο παλτό</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>με μεταξένιο ύφασμα** τόσο αραχνοΰφαντο</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>που μπορεί να τσαλακωθεί από ένα μόνο χέρι.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Εσείς οι νύμφες του Παραδείσου***, εσείς οι γοργόνες,</i></div><div style="text-align: center;"><i> κολυμβήτριες</i></div><div style="text-align: center;"><i>σε επικίνδυνα νερά, που αψηφάτε τους καρχαρίες–</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι υπέροχες φίλες μου,</i></div><div style="text-align: center;"><i>διψασμένες Άγαρ**** και γελαστές Σάρες,</i></div><div style="text-align: center;"><i>εσείς εύγλωττες ακτινοβόλες Αϊσά,</i></div><div style="text-align: center;"><i>Μαρίες που πίνετε τα μυστικά</i></div><div style="text-align: center;"><i>μιλκσέικ του παραδείσου,</i></div><div style="text-align: center;"><i>πανούργες Ζουλέικα της επιθυμίας,</i></div><div style="text-align: center;"><i>χαρούμενες Βαλάντα, Χάριετ</i></div><div style="text-align: center;"><i>που χωρίζετε τη θάλασσα στα δυο, Εσθέρ στο παλάτι,</i></div><div style="text-align: center;"><i>Πηνελόπες που μηχανορραφείτε υπομονετικά,</i></div><div style="text-align: center;"><i>εσείς είστε η τελευταία ελπίδα των συρρικνωμένων</i></div><div style="text-align: center;"><i> γυναικών.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Εσείς είστε το τελευταίο χέρι βοηθείας στους πεσόντες</i></div><div style="text-align: center;"><i> ιππότες</i></div><div style="text-align: center;"><i>Εσείς είστε το μοναδικό έπος που απέμεινε στον κόσμο</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ελάτε μαζί μου, ελάτε με ποίηση</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Πηδήξτε πάνω σ’ αυτό το άγριο άρμα, βιαστείτε –</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Βοηθήστε με μ’ αυτά τ’ απείθαρχα άλογα που ρουθουνίζουν</i></div><div style="text-align: center;"><i>Μαζί θα διασχίσουμε τον ουρανό</i></div><div style="text-align: center;"><i>τον ήλιο που θα κάνει τη γη να ακτινοβολεί –</i></div><div style="text-align: center;"><i>ή θα την κάψει στην τρομερή λαμπρότητά του,</i></div><div style="text-align: center;"><i>κι αυτός είναι ένας καλός τρόπος να πεθάνεις</i></div><div style="text-align: right;"><i>_______________</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">* Αναφορά στα ενενήντα-εννιά ονόματα του Αλλάχ.</div><div style="text-align: right;">** Στο πρωτότυπο γίνεται λόγος για τη μέθοδο βαφής «tie-dye», κατά την οποία το ρούχο διπλώνεται σε ένα συγκεκριμένο σχήμα και «δένεται» (π.χ. με κορδόνια ) προκειμένου η βαφή να μην διαπεράσει όλο το ύφασμα.</div><div style="text-align: right;">*** Στο πρωτότυπο «houris», δηλαδή πλάσματα απαράμιλλης ομορφιάς που συντρόφευαν όσους έμπαιναν στον παράδεισο.</div><div style="text-align: right;">**** <u>Άγαρ</u>: Αιγύπτια δούλα της Σάρας που προσφέρθηκε στον Αβραάμ για τεκνοποίηση. <u>Αϊσά</u>: μία από τις γυναίκες του Μωάμεθ, την οποία παντρεύτηκε στα εννιά της χρόνια. <u>Ζουλέικα</u>: Σύμφωνα με τον θρύλο, έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον κύκλο της για τον ερωτικό πόθο της προς τον Ιωσήφ, έναν νεαρό Εβραίο σκλάβο<i style="font-style: italic;">.</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh86TXcbXOECUwOrGgI7ZcN2cUwHGBbMnGFUCVwpn7fZnPiadz00yNfcgRBzJ-EEP9trU6P_wvFslM3ni-SsRdopJsm4I8Dw8qC-cDVdgxG4vVR725neq6knIBlPNwy9q8gmdgTp4JiSNI/s1360/716LxQ6Q%252BhL.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1360" data-original-width="880" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh86TXcbXOECUwOrGgI7ZcN2cUwHGBbMnGFUCVwpn7fZnPiadz00yNfcgRBzJ-EEP9trU6P_wvFslM3ni-SsRdopJsm4I8Dw8qC-cDVdgxG4vVR725neq6knIBlPNwy9q8gmdgTp4JiSNI/w414-h640/716LxQ6Q%252BhL.jpg" width="414" /></a></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><br /></div></span><div><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα, μόνο ξυπνά τους δαίμονες κάτω απ’ το κρεβάτι σου»</b></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div></span></span><span style="font-family: arial;">Το 2003 η Mohja Kahf δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή - και ένα από τα πιο καθοριστικά έργα της σύγχρονης αραβο-αμερικανικής ποίησης- με τίτλο <b>E-mails from Scheherazad</b> (Ιμέιλ απ' τη Σεχραζάντ), στην οποία, κατά κύριο λόγο, θίγει ζητήματα ταυτότητας, φύλου, θρησκείας και εθνότητας. Η Σεχραζάντ μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή, γίνεται μια νεαρή κοπέλα που μεταναστεύει στο Νιου Τζέρσεϊ από τη Συρία, ακροβατεί ανάμεσα στην περηφάνια της καταγωγής της από τη μια και την ντροπή του να είσαι διαφορετικός από την άλλη και πολεμά μαχητικά τα στερεότυπα που θεωρούν τις αραβικές χώρες, όπως η Συρία, ως βίαιες και καθυστερημένες.</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η θρυλική Σεχραζάντ από τις «Χίλιες και μία νύχτες», που κατάφερε να σωθεί χάρη στην αρετή της αφήγησης, α</span><span style="font-family: arial;">πεκδύεται την αναπαράσταση του πειθήνιου σεξουαλικού αντικειμένου, με την οποία επιφορτίστηκε εξαιτίας των δυτικών μεταφράσεων/παραφράσεων </span><span style="font-family: arial;">και επανανοηματοδοτείται ως σύμβολο μιας γυναίκας δυναμικής και αυτόβουλης, ενός εαυτού σε επαγρύπνηση. </span><i><b>«Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα. Η Σεχραζάντ ξυπνάει τους δαίμονες κάτω απ’ το κρεβάτι σου».</b></i></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><i><b><br /></b></i></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg11WAVSGrRcMdK5ledcsFuHzzNWA5GtP5xZWZIcVe0ifbcG83BOp1clr0sVPavrRlHyxGlgN9bcZibgeBivaPu5lGo4n5oJcuO-cKSp7akUoMwBup4SgzbhHv8AxCRfQDVSy9j04KUYfc/s1014/Scheherazade.tif.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg11WAVSGrRcMdK5ledcsFuHzzNWA5GtP5xZWZIcVe0ifbcG83BOp1clr0sVPavrRlHyxGlgN9bcZibgeBivaPu5lGo4n5oJcuO-cKSp7akUoMwBup4SgzbhHv8AxCRfQDVSy9j04KUYfc/w504-h640/Scheherazade.tif.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Sophie Gengembre Anderson, Scheherazade, 1850 – 1900, </div><div style="text-align: center;">The New Art Gallery Walsall, England</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Νομίζεις λοιπόν ότι ξέρεις τη Σεχραζάντ</b></div></span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Νομίζεις λοιπόν ότι ξέρεις τη Σεχραζάντ</i></div><div style="text-align: center;"><i>Νομίζεις ότι σου λέει ιστορίες πριν κοιμηθείς.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Ιστορίες που θα σ’ ευχαριστήσουν και θα σε παρηγορήσουν,</i></div><div style="text-align: center;"><i>Ότι επινοεί πλάσματα παραμυθένια</i></div><div style="text-align: center;"><i>που θα εκπληρώσουν τις ευχές σου</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Η Σεχραζάντ ξυπνά</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>τους δαίμονες που κρύβονται κάτω απ’ το κρεβάτι σου</i></b></div><div style="text-align: center;"><i>Βρίσκονταν από πάντα εκεί</i></div><div style="text-align: center;"><i>Σε κλειδώνει στο δωμάτιο μαζί τους</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Κι όταν πασχίζεις να τους ξεφύγεις,</i></div><div style="text-align: center;"><i>όταν τρέχεις</i></div><div style="text-align: center;"><i>ως το τέλος του διαδρόμου, συνειδητοποιείς</i></div><div style="text-align: center;"><i>ότι εκείνος οδηγεί σ’ έναν άλλο διάδρομο</i></div><div style="text-align: center;"><i>Και κάθε πόρτα που ανοίγεις είναι μια ψεύτικη πόρτα</i></div><div style="text-align: center;"><i>Και ξαφνικά βρίσκεσαι σ’ ένα δωμάτιο</i></div><div style="text-align: center;"><i>μέσα σ’ ένα δωμάτιο μέσα σ’ ένα δωμάτιο μέσα σ’ ένα δωμάτιο</i></div><div style="text-align: center;"><i>Και ξαφνικά αναγκάζεσαι να τους αντιμετωπίσεις,</i></div><div style="text-align: center;"><i>τους δαίμονες που ξαμολά,</i></div><div style="text-align: center;"><i>τον τρόμο που πηγάζει</i></div><div style="text-align: center;"><i>από μέσα σου κι από μέσα της</i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Και ξαφνικά η Σεχραζάντ εξαφανίζεται,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>αλλά οι ιστορίες που ξεκλείδωσε συνεχίζουν και συνεχίζουν</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>- αυτή είναι η δύναμη της αφήγησης-</i></b></div><div style="text-align: center;"><i>Και ξαφνικά βρίσκεσαι</i></div><div style="text-align: center;"><i>να κολυμπάς στη θάλασσα προς τον Ύφαλο των Εσχάτων,</i></div><div style="text-align: center;"><i>να πετάς προς την Κοιλάδα Όπου Όλα Είναι Πιθανά,</i></div><div style="text-align: center;"><i>να περπατάς με γυμνά πόδια σε μια λεπίδα</i></div><div style="text-align: center;"><i>πάνω απ’ το Χάσμα της Φωτιάς,</i></div><div style="text-align: center;"><i>να προσγειώνεσαι σ’ έναν αγρό όπου παλεύεις με τον Ίμπλις*,</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>ο οποίος μεταμορφώνεται στον εραστή σου,</i></div><div style="text-align: center;"><i>σε θάνατο, σε γνώση, σε θεό,</i></div><div style="text-align: center;"><i>έναν θεό που το πρόσωπό του μεταμορφώνεται σ’ αυτό της Σεχραζάντ</i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Και ξαφνικά βρίσκεις τον εαυτό σου</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div><div style="text-align: right;"><b><i>_______________</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">* Ο διάβολος. Κατά ισλαμικές διδαχές, ο θεός δημιούργησε τριών ειδών πλάσματα:</div><div style="text-align: right;">τους αγγέλους, τα τζίνι και τους ανθρώπους.</div><div style="text-align: right;">Σύμφωνα με το Κοράνι, ο Ίμπλις ήταν ένα ανυπάκουο και διαβολικό τζίνι.</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfpIlPNFRwozWCFbcnJVXcnWl13JZ9PpyfioX_8AdKrvtSa9_YHZ7bNReA2dEYxEEIyjDVROH4w3IMxk1Uw0w1QMTrDB7ooPoDqRYKFGuJ9gH2dUGXL6CSuXkRpRrlArsG2cdj8HbBH7Y/s753/753px-Ferdinand_Keller_-_Scheherazade_und_Sultan_Schariar_%25281880%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfpIlPNFRwozWCFbcnJVXcnWl13JZ9PpyfioX_8AdKrvtSa9_YHZ7bNReA2dEYxEEIyjDVROH4w3IMxk1Uw0w1QMTrDB7ooPoDqRYKFGuJ9gH2dUGXL6CSuXkRpRrlArsG2cdj8HbBH7Y/w640-h510/753px-Ferdinand_Keller_-_Scheherazade_und_Sultan_Schariar_%25281880%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ferdinand Keller, Sheherazade and Sultan Schariar, 1880</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><b> </b></div></div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ιμέιλ απ’ τη Σεχραζάντ</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Γεια σου, μωρό. Η Σεχραζάντ είμαι. Επέστρεψα </i></div><div style="text-align: center;"><i>Για το μιλένιουμ και μένω στο Χάκενσακ,</i></div><div style="text-align: center;"><i>Στο Νιου Τζέρσεϊ. <b>Αφηγούμαι ιστορίες για να ζήσω.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Ρωτάς αν έτσι βγάζω τα προς το ζην.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Μην ξεχνάς: Στην πατρίδα μου </i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Οι λέξεις είναι ακαταμάχητες. Εσωσα τις παρθένες </i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Πριν αποκεφαλιστούν απ’ τον βασιλιά, τις σκότωνε </i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Για να ηρεμεί το τέρας της αμφιβολίας μέσα του.</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Είπα μια ιστορία. Εκείνος την άκουσε και συνειδητοποίησα </i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Ότι η μια ιστορία οδηγούσε στην άλλη. Δυνάμεις απελευθερώθηκαν,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Τύλιξα την κλωστή γύρω απ' το καρούλι της νύχτας. Χίλιες μέρες </i></b></div><div style="text-align: center;"><i><b>Αργότερα πήραμε διαζύγιο.</b> Τακτοποιήθηκε</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>& ήθελε μια σύζυγο, κάποια που να μην είναι καλλιτέχνιδα.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Εγώ ήθελα να εκδώσω. Ήταν πιο δύσκολο,</i></div><div style="text-align: center;"><i>Παραδόξως, για την αδερφή μου την Ντουναρζάντ. Εκείνη </i></div><div style="text-align: center;"><i>Ήταν που κάθε βράδυ ξεκινούσε να λέει ιστορίες.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Μαζί με τον πρώην μου κάνουν πλέον σε σχολεία σεμινάρια </i></div><div style="text-align: center;"><i>Τέχνης & επίλυσης διαφορών. <b>Η αφήγηση τα σπάει!</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Εγώ διδάσκω δημιουργική γραφή στο Μοντκλέρ Στέιτ, </i></div><div style="text-align: center;"><i>Γράφω το έβδομο μυθιστόρημά μου και κάνω περιοδεία.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Ο Σαχραγιάρ κι εγώ μοιραζόμαστε την κηδεμονία της μικρής μας κόρης.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Χωρίσαμε συναινετικά. <b>Του έμαθα να θεραπεύει</b></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Τη βίαιη φλέβα του με ιστορίες, άλλωστε</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Και κείνος με βοήθησε ν’ ανακαλύψω την αληθινή μου κλίση.</i></b></div></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjhz5ZGR7XXqiCFWvlCDEuiY4WSn6pQAA4CSemYKbsXOnGOqaSaF-uIAZCicBE8C6bk8EqlzLbS0aVW8fRl1eO1MNzWuIVZx94Y3SV12Eec9WP3yaF-_C4OdACEvM6HB4tbUSdCUS1SBXk/w496-h640/120034783_4529137257158976_3940334558640928951_n.jpg" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">"Arabic couple" by Said Elatab</div><div style="text-align: center;">__________</div><br /><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Σπάζοντας τα στερεότυπα</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Για δεκαετίες οι Αραβο-αμερικανίδες έρχονταν αντιμέτωπες με <b>το στερεότυπο της εξωτικής, λάγνας οδαλίσκης, της υποτακτικής γυναίκας, θύμα της πατριαρχικής αραβικής κοινωνίας</b> -στερεότυπο που είχε καλλιεργήσει ο οριενταλισμός κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Όπως τα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής παρήγαγαν και εκμεταλλεύτηκαν τα ρατσιστικά στερεότυπα για τις αραβικές κοινωνίες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την αποικιοκρατία, έτσι και η αμερικανική προπαγάνδα τα χρησιμοποιεί για να νομιμοποιήσει τη γεωπολιτική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στις αραβικές χώρες: <b>η Αραβίδα εξακολουθεί να είναι άβουλη και καταπιεσμένη, μόνο που τώρα πια το σώμα της είναι καλυμμένο από την κορυφή ως τα νύχια.</b> </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Αυτή η γυναικεία φιγούρα είναι το αχώριστο ταίρι του σκοταδιστή, βίαιου Άραβα μουσουλμάνου, ένα στερεότυπο που επίσης έλκει την καταγωγή του από τον οριενταλισμό αλλά έγινε καθολικό και αδιαμφισβήτητο στα τέλη της δεκαετίας του ’80. </b>Παίρνει μάλιστα διάφορες μορφές, όπως αυτή του φανατικού που εχθρεύεται τη χειραφέτηση των λευκών γυναικών, του σεξουαλικά πεινασμένου άντρα, του αλλόθρησκου που κακοποιεί και βιάζει. <b>Το στερεότυπο του Αραβα/μουσουλμάνου βιαστή είναι το δίδυμο αδελφάκι αυτού της παθητικής και σιωπηλής Αραβίδας/μουσουλμάνας: από τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν τις μουσουλμάνες σαν αντικείμενα, σαν ιδιοκτησία τους, τις καταπιέζουν και τις κακοποιούν, τότε αυτές θα πρέπει να αποδέχονται την προστασία και το σεξουαλικό ενδιαφέρον των λευκών αντρών-σωτήρων.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Τα εν λόγω στερεότυπα παίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του αντιαραβισμού και του αντιμουσουλμανισμού καθώς το αμερικανικό κράτος τα αναπαράγει συστηματικά, από τη μία, για να πείσει τους υπηκόους του ότι οι πόλεμοι που διεξάγει στη Μέση Ανατολή δεν είναι αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατικών συμφερόντων και ιμπεριαλισμών αλλά μεταξύ πρωτοκοσμικών/πολιτισμένων και υπανάπτυκτων/ανορθολογικών κρατών και, από την άλλη, για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση εκατομμυρίων Αραβίδων και Αράβων προλετάριων - ανεξαρτήτως θρησκεύματος - σε ολόκληρο τον κόσμο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα αμερικανικά στρατεύματα παρουσιάζονται ως ελευθερωτές των μουσουλμάνων γυναικών. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τη <b>Laura Bush</b> να δηλώνει ότι μετά τη στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν <b><i>«οι γυναίκες δεν είναι πια φυλακισμένες στα σπίτια τους. Ο αγώνας ενάντια στην τρομοκρατία είναι επίσης αγώνας για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών»</i>.</b> Τι κι αν αυτός ο «αγώνας» συνεπάγεται τον θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων, τι κι αν το στερεότυπο της υπάκουης, άβουλης, οπισθοδρομικής γυναίκας τις εκθέτει στη σεξουαλική βία και την οικονομική εκμετάλλευση, οι μουσουλμάνες θα πρέπει να ευγνωμονούν τον Αμερικανό στρατιώτη-ήρωα.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Σε αυτή τη συζήτηση, βέβαια, οι ίδιες οι γυναίκες είναι πάντοτε βουβές, απούσες. Όπως σημειώνει η Mohja Kahf, <b>στο δημόσιο λόγο η μουσουλμάνα γυναίκα παρουσιάζεται συνήθως είτε ως θύμα είτε ως φυγάς που απέδρασε από τις καταπιεστικές μουσουλμανικές κοινωνίες.</b> Και στις δύο περιπτώσεις <b><i>«δεν είναι ομιλούν υποκείμενο αλλά παγιδευμένη στις δυτικές αφηγήσεις, εκείνες είναι που της δίνουν φωνή, μιας και η ίδια είναι ανίκανη να εκθέσει και να αναλύσει τα δεινά της».</i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /> Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πίσω από τα ρατσιστικά, σεξιστικά στερεότυπα και τον κυρίαρχο, πατριαρχικό λόγο, θα δούμε <b>γυναίκες που απαιτούν να ακουστούν και να γίνουν ορατές, που αγωνίζονται για την ανατίμηση των ίδιων και των κοινοτήτων τους.</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjPR9O90eKxDSa2BIfRQji01-WCmMfUKVNfznXBvHiGbdIe9OGEdteZtuBSnZMVqlYfYwGloP2FEApmZWsrY50mTacmSQwCcWDTUj6cKR0sD6IlE71E1j5bJMR7x618HkMWoS03nt5yC3Y/s1279/1280px-Jean_Auguste_Dominique_Ingres_005.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjPR9O90eKxDSa2BIfRQji01-WCmMfUKVNfznXBvHiGbdIe9OGEdteZtuBSnZMVqlYfYwGloP2FEApmZWsrY50mTacmSQwCcWDTUj6cKR0sD6IlE71E1j5bJMR7x618HkMWoS03nt5yC3Y/w640-h358/1280px-Jean_Auguste_Dominique_Ingres_005.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Jean Auguste Dominique Ingres, Grande Odalisque, 1814, Louvre Museum</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αν οι οδαλίσκες</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Αν όλες οι οδαλίσκες </i></div><div style="text-align: center;"><i>σ’ όλους τους πίνακες </i></div><div style="text-align: center;"><i>σ’ όλα τα μουσεία</i></div><div style="text-align: center;"><i>σ’ όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης</i></div><div style="text-align: center;"><i>σηκώνονταν κι έφευγαν,</i></div><div style="text-align: center;"><i>θ’ άφηναν μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο</i></div><div style="text-align: center;"><i>κι όσους θα κοίταζαν μέσα της</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα τους ρούφαγε η Ασία και η Αφρική</i></div><div style="text-align: center;"><i>μέχρι ολόκληρη η χερσόνησος της Ευρώπης</i></div><div style="text-align: center;"><i>να εξαφανιστεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τεράστιους</i></div><div style="text-align: center;"><i>γλουτούς του κόσμου</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFKGZyA1Cin-49U-RDmbyltPmLxWssINBRUwKWwY7t6GY97mwU-ttA2uq3BuF1jhFbhzyv95zqisphDm5fTdLFHHel4LMvovf2OUQzuOXHqz_n8OX0-P1vKBv7sfki4trt6LJ-VAMw4WE/s1280/tumblr_pmnkq3syFi1s6aowvo1_1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFKGZyA1Cin-49U-RDmbyltPmLxWssINBRUwKWwY7t6GY97mwU-ttA2uq3BuF1jhFbhzyv95zqisphDm5fTdLFHHel4LMvovf2OUQzuOXHqz_n8OX0-P1vKBv7sfki4trt6LJ-VAMw4WE/w640-h640/tumblr_pmnkq3syFi1s6aowvo1_1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">“Can You Not Take Up So Much Space? II", illustration of Shehzil Malik.</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου</b></span></div><div><br /></div><div><i>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου </i></div><div><i>Τα στήθη μου δεν είναι πηγάδια ούτε βουνά, </i></div><div><i>δεν είναι Μπαντρ* ούτε Ούχουντ** </i></div><div><i>Τα στήθη μου δεν θέλουν να ηγηθούν επαναστάσεων </i></div><div><i>ούτε να γίνουν αιχμάλωτοι πολέμου</i></div><div><i><b>Τα στήθη μου ζητάνε αμνηστία· ελευθέρωσέ τα </b></i></div><div><i><b>για ν’ αγάλλομαι μες στη γαλακτερή πληρότητά τους, </b></i></div><div><i><b>για να τα προσφέρω στη γλυκιά μου αγάπη </b></i></div><div><i><b>χωρίς τις σημαίες και τα λάβαρά σου πάνω τους</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου </b></i></div><div><i><b>Τα μαλλιά μου δεν είναι ιερά ούτε ευτελή, </b></i></div><div><i><b>δεν ευθύνονται για τη σύγχυσή σου </b></i></div><div><i><b>ούτε είναι μονοπάτι προς την απελευθέρωσή σου</b></i></div><div><i><b>Τα μαλλιά μου δεν θα φέρουν την πρόοδο ούτε θα εξαγνίσουν το νερό </b></i></div><div><i><b>αν κυματίζουν ξέπλεκα στο αεράκι</b></i></div><div><i><b>Δεν θα μας σώσουν απ’ όσους μας επιτίθενται </b></i></div><div><i><b>αν είναι καλυμμένα κι απ’ τον ήλιο προστατευμένα </b></i></div><div><i><b>Ξέμπλεξε τα χέρια σου απ’ τα μαλλιά μου </b></i></div><div><i><b>για να τα χτενίζω και να τα χαίρομαι,</b></i></div><div><i><b>για να τα τιμώ και να τα χρίω,</b></i></div><div><i><b>για να τα λύνω πάνω στο στέρνο της γλυκιάς μου αγάπης</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου</i></div><div><i>Ο κήπος μου δεν είναι χωράφι δικό σου</i></div><div><i>Οι γοφοί μου δεν είναι λεωφόροι που οδηγούν στη Χρυσή Πόλη</i></div><div><i><b>Η κοιλιά μου δεν είναι αποθήκη για το σιτάρι σου</b></i></div><div><i><b>Η μήτρα μου δεν είναι λίκνο των στρατιωτών σου</b></i></div><div><i><b>ούτε σκαρί για το ταξίδι σου στην πατρίδα</b></i></div><div><i>Άφησέ με ν' ανακαλύψω τις λίμνες</i></div><div><i>που λαμπυρίζουν στα καταπράσινά μου δάση</i></div><div><i>και να κατανοήσω τη δύναμη των νερών τους</i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b>Άφησέ με ν’ αποφασίσω εγώ αν θα γεμίσω το δισκοπότηρό μου</b></i></div><div><i><b>με το κρασί ή το μέλι της γλυκιάς μου αγάπης </b></i></div><div><i><b>Είναι το δικό σου δέρμα που θα σκιστεί </b></i></div><div><i><b>όταν ξεπροβάλει το κεφάλι του νέου κόσμου;</b></i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου </i></div><div><i><b>Πώς τολμάς να βάζεις το χέρι σου </b></i></div><div><i><b>εκεί που άδεια δεν έδωσα;</b></i></div><div><i><b>Σου 'δωσε, άραγε, ο Θεός άδεια </b></i></div><div><i><b>να βάλεις το χέρι σου εκεί;</b></i></div><div><i>Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου </i></div><div><i>Αποσύρσου απ’ τα δυτικά και τ’ ανατολικά μέτωπα </i></div><div><i>Απόσυρε τους εξοπλισμούς και την πολιορκία </i></div><div><i>ώστε να ετοιμάσω τη γη</i></div><div><i>για τη νέα εποχή από πασχαλιά κι από τριφύλλι,</i></div><div><i>ώστε να γιορτάσω αυτή την άνοιξη</i></div><div><i>την πομπή της ομορφιάς μαζί με τη γλυκιά μου αγάπη</i> </div><div style="text-align: right;">_________________</div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">* <u>Μπαντρ</u>: Τοποθεσία στη σημερινή Σαουδική Αραβία όπου το 624 μ.Χ. έλαβε χώρα σημαντική μάχη μεταξύ των μουσουλμάνων υπό την ηγεσία του Μωάμεθ και των Κουραϊσιτών, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τη Μέκκα. Η μάχη κατέληξε νικηφόρα για το Ισλάμ.</div><div style="text-align: right;"> ** Το 625 μ.Χ. σε μια κοιλάδα βόρεια του βουνού Ούχουντ οι μουσουλμάνοι, υπό την ηγεσία του Μωάμεθ ηττήθηκαν από τις δυνάμεις των Κουραϊσιτών.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgB905wB4_zPWgKsZeNyExeLh19yTKkH9DZ-SsRQ6hjTpfjHZiGUeDFeATHzlP6ytJSjGjp2Tq2eyVysTItUdnl_foGHN5XzGNx0l2u3n-za48sS62SVxtAQV0OTXb_-CTRxD6zXZGvKOM/s408/Prashant-BL.jpg"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgB905wB4_zPWgKsZeNyExeLh19yTKkH9DZ-SsRQ6hjTpfjHZiGUeDFeATHzlP6ytJSjGjp2Tq2eyVysTItUdnl_foGHN5XzGNx0l2u3n-za48sS62SVxtAQV0OTXb_-CTRxD6zXZGvKOM/w627-h640/Prashant-BL.jpg" width="627" /></a><br /><span style="font-family: arial;">«Under The Hijab Is…», Artwork by Prashant BL</span></div><div><span style="font-family: arial;">_________<br /></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Σκηνή με χιτζάμπ #1</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>«Ντύνεσαι περίεργα», είπε το αγόρι της πρώτης λυκείου με τ’ αστραφτερά μπλε μαλλιά στην καινούρια στην τάξη μουσουλμάνα με τη μαντίλα, και οι κρίκοι στη γλώσσα του σκόνταψαν στο «ργ» του «περίεργα».</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div></span><span style="font-family: arial;"><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIZDUE8YqgRbZBK0c_1Oufd8jozN6tA1oB07OuMn7DKlaezXfe_jp6v_nwwSFGvuYQIxhmuvruDpsfkFdsILxu-5i8k0OD9uZTot6mXScreWLdlayyh2Y43A49FDnHMJoimQDyOP7v4Eo/s836/e277bb7e68eb8bba171a92a566b9b3c4.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIZDUE8YqgRbZBK0c_1Oufd8jozN6tA1oB07OuMn7DKlaezXfe_jp6v_nwwSFGvuYQIxhmuvruDpsfkFdsILxu-5i8k0OD9uZTot6mXScreWLdlayyh2Y43A49FDnHMJoimQDyOP7v4Eo/w432-h640/e277bb7e68eb8bba171a92a566b9b3c4.jpg" /></a><br />Hijab by SafaAnis on DeviantArt</span></div><div><span style="font-family: arial;">__________<br /></span><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Σκηνή με χιτζάμπ #2</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>«Εσείς οι μουσουλμάνοι έχετε ρούχα που περιορίζουν τις γυναίκες», είπε και παραπάτησε καθώς έφευγε με τα δεκάποντα τακούνια και το καλσόν της για να τελειώσει ακόμα ένα μεροκάματο ως σερβιτόρα στην πισίνα.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjHuqsUejSDHjISNZla77MXS3QNyf9J_yrvF7bxY8IlsM3j37co1Eka6Mk4ZzsnctJJ0OGhxDd1Ky8BqFxMfLt1RuyqpyP1ioQFgWVMFE0Pot1zHHawtzMvxxXdg0UBsiTRYIbV8973kQM/s750/Under-the-hijab-AI.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="545" data-original-width="750" height="466" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjHuqsUejSDHjISNZla77MXS3QNyf9J_yrvF7bxY8IlsM3j37co1Eka6Mk4ZzsnctJJ0OGhxDd1Ky8BqFxMfLt1RuyqpyP1ioQFgWVMFE0Pot1zHHawtzMvxxXdg0UBsiTRYIbV8973kQM/w640-h466/Under-the-hijab-AI.jpg" width="640" /></a></div>«Under The Hijab Is…», Artwork by Prateeti Verma</div><div style="text-align: center;">___________<br /><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Σκηνή με χιτζάμπ #7</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Όχι, δεν είμαι φαλακρή κάτω απ’ το μαντίλι</i></div><div style="text-align: center;"><i>Όχι, δεν είμαι από κείνη τη χώρα</i></div><div style="text-align: center;"><i>όπου οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να οδηγούν</i></div><div style="text-align: center;"><i>Όχι, δεν θέλω ν’ αποστατήσω</i></div><div style="text-align: center;"><i>Είμαι ήδη Αμερικανή</i></div><div style="text-align: center;"><i>Σας ευχαριστώ ωστόσο για την προσφορά </i></div><div style="text-align: center;"><i>Τι άλλο χρειάζεται να ξέρετε </i></div><div style="text-align: center;"><i>για την ασφάλεια που αγόρασα,</i></div><div style="text-align: center;"><i> τον τραπεζικό λογαριασμό που άνοιξα, </i></div><div style="text-align: center;"><i>την κράτηση που έκανα στο αεροπλάνο;</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ναι, μιλάω αγγλικά </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ναι, κουβαλώ εκρηκτικά </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Λέξεις τα λένε </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Κι αν δεν αφήσεις πίσω τις προκαταλήψεις σου </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>θα σε ανατινάξουν</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div></span><span style="font-family: arial;"><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhAn2egNxV2Z5LoCGXXFMj_A9_BjhtwkV5e7n9lATvZeyUKEjVFhlicR1esNiZoV3mbtnKkH05mFuT7taimelHUrjc_0dSsKP15t6sWEuNFHwLJDFrZBG6-4HLlMCcCdClwk_j2rje6N1M/s807/116337314_1782235035247515_4749420620976364013_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhAn2egNxV2Z5LoCGXXFMj_A9_BjhtwkV5e7n9lATvZeyUKEjVFhlicR1esNiZoV3mbtnKkH05mFuT7taimelHUrjc_0dSsKP15t6sWEuNFHwLJDFrZBG6-4HLlMCcCdClwk_j2rje6N1M/w508-h640/116337314_1782235035247515_4749420620976364013_n.jpg" /></a><br />Artwork by Salam Alahmad, a Syrian plastic artist</span></div><div><span style="font-family: arial;">___________<br /></span><div><i><b><br /></b></i></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Οι άντρες με τρελαίνουν</b></span></div><div><br /></div><div><i><b>Οι άντρες με τρελαίνουν</b></i></div><div><i><b>Πώς γίνεται να νομίζουν ότι ο ήλιος είναι όλος δικός τους,</b></i></div><div><i><b>ότι το νερό είναι όλο δικό τους</b></i></div><div><i>Πώς γίνεται να δέχονται τον άνεμο στις πλάτες τους</i></div><div><i>σαν να 'ταν ο άνεμος υπηρέτρια του πατέρα τους</i></div><div><i>που τους την κληροδότησε δίχως τα γογγυτά</i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b>Οι άντρες με τρελαίνουν</b></i></div><div><i><b>Πώς γίνεται να νομίζουν ότι η εύφορη γη κι ο χρυσός κι ο Θεός είναι όλα </b></i></div><div><i><b> δικά τους</b></i></div><div><i><b>Πώς γίνεται να νιώθουν μεγαλόψυχοι όταν αφήνουν έναν μικρό χώρο </b></i></div><div><i><b>ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους για όλες τις γυναίκες του κόσμου </b></i></div><div><i>Πώς γίνεται να καταπίνουν την άγρια φύση των λιβαδιών χρώμα το χρώμα </i></div><div><i>και να νιώθουν σπουδαίοι όταν θυμούνται να δώσουν ένα κόκκινο </i></div><div><i>τριαντά</i><i>φυλλο σε μια γυναίκα</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Οι άντρες με τρελαίνουν</i></div><div><i>Πώς γίνεται αν μια γυναίκα πάρει μια αχτίδα απ’ τον ήλιο</i></div><div><i>ή διασχίσει ένα ποτάμι κολυμπώντας</i></div><div><i>να την κατηγορούν ότι παραβίασε</i></div><div><i>την κοπερνίκεια τάξη,</i></div><div><i>ότι ανέτρεψε τις τροχιές των πλανητών</i></div><div><i>και τις τροχιές των προσκυνητών στην Κάαμπα</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Οι άντρες με τρελαίνουν</i></div><div><i>Πώς γίνεται να λησμονούν ότι ο κόσμος αναπαύεται</i></div><div><i>στην πλάτη μιας χελώνας</i></div><div><i>κι ότι η χελώνα ισορροπεί πάνω σε μια αράχνη</i></div><div><i>κι ότι η αράχνη αιωρείται σαν μια σταγόνα ιδρώτα</i></div><div><i>στον κρόταφο μιας γυναίκας που τρίβει το πάτωμα</i></div><div><i>κάτω απ’ τα πόδια του Κοπέρνικου και των προσκυνητών στην Κάαμπα*</i></div></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;"><i>__________________</i></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: right;">* <u>Κάαμπα </u>(κύβος): Ιερό οικοδόμημα κυβικού σχήματος στη Μέκκα, </div><div style="text-align: right;">που θεωρείται πνευματικό κέντρο του Ισλαμισμού.</div></span><span style="font-family: arial;"><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgOuPQLH5g3xotWFlgtAqBpom88egIOmwgOsVkQEpa5Foiipmmd5OPanTLlLRzwsnzz4brKlKlYJK8THNJfAouRXdbVUobrGNes6e6miQuuJ4JvOo4MxeMsY4-R4wzfX0960LYbqNKC83I/s822/9e4b6e2c6d42bf3be0306806e60a224c.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgOuPQLH5g3xotWFlgtAqBpom88egIOmwgOsVkQEpa5Foiipmmd5OPanTLlLRzwsnzz4brKlKlYJK8THNJfAouRXdbVUobrGNes6e6miQuuJ4JvOo4MxeMsY4-R4wzfX0960LYbqNKC83I/w440-h640/9e4b6e2c6d42bf3be0306806e60a224c.jpg" /></a><br />«I am of Arab women», painting by Aeich Thimer</span></div><div><span style="font-family: arial;">____________<br /></span><span style="font-family: arial;"><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Χαμηλώνοντας το βλέμμα</b></span></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Πες στους πιστούς άντρες να χαμηλώνουν το βλέμμα και να προφυλάσσουν την αγνότητά τους [...] </b></div><div style="text-align: right;"><b>και πες στις πιστές γυναίκες να χαμηλώνουν το βλέμμα και να προφυλάσσουν την αγνότητά τους.</b></div><div style="text-align: right;"><span style="white-space: pre;"> </span></div><div style="text-align: right;">ΚΟΡΑΝΙ, 24:30 & 31</div><div><br /></div><div><i><b>Αγαπώ τον άντρα που χαμηλώνει το βλέμμα</b></i></div><div><i><b>και τη γυναίκα που χαμηλώνει το βλέμμα</b></i></div><div><i><b>Αγαπώ τον άντρα που κοιτάζει λαίμαργα</b></i></div><div><i><b>και τη γυναίκα που κοιτάζει λαίμαργα</b></i></div><div><i>Ήμουν ο άντρας με το λαίμαργο βλέμμα</i></div><div><i>και ο άντρας με τη σιδηρά αυτοπειθαρχία</i></div><div><i>που τραβά το βλέμμα του απ’ ό,τι είναι καλυμμένο, καλυμμένο</i></div><div><i>Ήμουν η γυναίκα με το αδηφάγο στόμα</i></div><div><i>και η γυναίκα με την πειθαρχημένη βούληση</i></div><div><i>σαν τσεκούρι που σκίζει απότομα το ξύλο</i></div><div><i>σαν τσεκούρι τη στιγμή που υψώνεται</i></div><div><i>ισορροπεί, αυτή η αιώρηση πριν την κάθοδο</i></div><div><i>Και είμαι το βλέμμα και η αιώρηση</i></div><div><i>και το ξύλο που σκίζεται</i></div><div> </div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="363" src="https://www.youtube.com/embed/NxfAyADwM1w" width="484" youtube-src-id="NxfAyADwM1w"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</b></span></div><div><br /></div><div>Ο άντρας που αγαπώ μου καθαρίζει το τραπέζι </div><div>Ο άντρας που αγαπώ ξέρει πώς να τρίβει </div><div>με σύρμα κουζίνας τις κατσαρόλες και τα τηγάνια μου </div><div>μέχρι ν’ αστράψουν </div><div><b>Με κάνει και λάμπω</b></div><div><b>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</b></div><div><b>Τ’ αρρενωπά του χέρια σχηματίζουν μικρούς κύκλους σαπουνάδας</b></div><div><b>γύρω απ’ τις καμπύλες των ντελικάτων ποτηριών μου</b></div><div><b>γλιστρώντας γεμάτα αφρούς ως κάτω στον λεπτό λαιμό τους</b></div><div>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</div><div><b>Ο άντρας που αγαπώ κινείται με υπομονή</b></div><div><b>στην κουζίνα μου, στρίβει με ευκινησία σπάτουλας,</b></div><div><b>θυμάται πού βρίσκεται και σε τι χρησιμεύει</b></div><div><b>κάθε σύρτης, πόμολο και συρτάρι</b></div><div>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</div><div><b>Ο άντρας που αγαπώ αναλαμβάνει τις ευθύνες του</b></div><div><b>όταν τελειώνουμε κουρασμένοι το γεύμα,</b></div><div><b>καθαρίζοντας μέχρι και τον τελευταίο πάγκο,</b></div><div><b>κυνηγώντας ακόμα και το τελευταίο γλυκό ψίχουλο</b></div><div><b>μέχρι τις υγρές γωνίες του νεροχύτη</b></div><div>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</div><div>Αλέθει άψογα τη σπειροειδή ψλούδα του τελευταίου μανταρινιού </div><div>Δεν φοβάται να κατέλθει μέχρι τη ρουφήχτρα του σκουπιδοφάγου </div><div>και να εξετάσει τις γυμνές λεπίδες με τα γυμνά του δάχτυλα </div><div>Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα</div><div> </div></div></span><span style="font-family: arial;"><br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjzcgXygTzAWfJnA2H9V9Gd61pCqC7vcJOBHGAa9aelRQaTwa_FMnXsTFLHuP-D9c90t21WqRo1Rww0I3mhL0jctnEPTAaqx3d_FePhMAwnY20kwGuXJahheH_GVw8YbnEWnWQeBIJJNzc/s552/shepard-greaterthanfear-1-5550x7400-5690.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjzcgXygTzAWfJnA2H9V9Gd61pCqC7vcJOBHGAa9aelRQaTwa_FMnXsTFLHuP-D9c90t21WqRo1Rww0I3mhL0jctnEPTAaqx3d_FePhMAwnY20kwGuXJahheH_GVw8YbnEWnWQeBIJJNzc/w480-h640/shepard-greaterthanfear-1-5550x7400-5690.jpg" /></a><br /> An art piece from Shepard Fairey’s 2017 collection titled, “We The People”</span></div><div><span style="font-family: arial;">_________________<br /><br /><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αναζητώντας πατρίδα στη γραφή</b></span></div></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-weight: bold; text-align: right;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;">Η Mohja Kahf ισορροπεί πάνω στο ενωτικό που ενώνει και ταυτόχρονα χωρίζει την αραβική και την αμερικανική της ταυτότητα, αναψηλαφεί έναν μετέωρο πολλαπλό εαυτό, αναζητά μια πατρίδα την οποία αναδομεί μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού. <b>Από τη μια η αραβική καταγωγή και ο μουσουλμανισμός, που ενίοτε προσδίδουν στην ποιήτρια την ταυτότητα του δακτυλοδεικτούμενου «Άλλου» και, από την άλλη, το αμερικανικό περιβάλλον με τις άπειρες δυνατότητες. Στον ποιητικό της λόγο, τα στοιχεία αυτά προσλαμβάνουν διαφορετικές αποχρώσεις, άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε έρχονται σε σύγκρουση.</b></div><div style="text-align: left;"><div><br /></div><div>Η έννοια της πατρίδας τεμαχίζεται σε γενέθλια χώρα και χώρα υποδοχής και αναδομείται μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού. Η γενέθλια χώρα ανασυστήνεται εξωραϊσμένη με όχημα τη στατική ανάμνηση και τη νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν είναι άμεσα προσβάσιμη. Στο ποίημα <b>«Τα κεράσια»</b> (1998), η Αραβο-αμερικανίδα ποιήτρια υφαίνει μια πατρίδα που περιμένει να την υποδεχτεί με θαλπωρή. <i><b>«Αλλά η Συρία με θυμάται: Είμαι σίγουρη γι’ αυτό»</b></i>. <b>Παρόλο που η βεβαιότητα αυτή στο τέλος του ποιήματος, που αποτελεί συνάμα πορεία αναζήτησης του εαυτού, ανατρέπεται, η Kahf εξακολουθεί να κουβαλά τη σκόνη του ταξιδιώτη.</b></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>Η Samaa Abdurraqib σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το βίωμα των Αραβο-αμερικανών δημιουργεί δύο ειδών φαντασιακές κοινότητες:</div><div><br /></div><div><div><i>τα υποκείμενα κατασκευάζουν τους εαυτούς τους τόσο ως Άραβες που φαντάζονται ότι υπάρχει μια κοινότητα στη γενέθλια χώρα τους στην οποία ανήκουν όσο και ως Αμερικανούς που φαντάζονται ότι υπάρχουν κι άλλοι Μουσουλμάνοι στην Αμερική που μοιράζονται κοινά ιδανικά.</i></div></div><div><i><br /></i></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgK0jbhqE1xfMRhQx515vpPRtStTQYd8ovQzrv0sublLRTOcnWY2uNeOf27OjTmmO7TwN-IUvDJzbR_2OLR6doEJ8EHNmkXQ-nMi2NVsoI-dgvHpLhnpXTQacjjXLl-FAa8qRtSJStrZts/s2015/103433888_3104392342916515_2823838300799859336_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgK0jbhqE1xfMRhQx515vpPRtStTQYd8ovQzrv0sublLRTOcnWY2uNeOf27OjTmmO7TwN-IUvDJzbR_2OLR6doEJ8EHNmkXQ-nMi2NVsoI-dgvHpLhnpXTQacjjXLl-FAa8qRtSJStrZts/w512-h640/103433888_3104392342916515_2823838300799859336_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Έπεσαν τα πρώτα πυρά</b></span></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><br /></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b>Υπάρχει ένα Παγκόσμιο Κέντρο Αγάπης μες στο θώρακά μου</b></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b>Υπάρχει κι ένα Παγκόσμιο Κέντρο Μίσους επίσης</b></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b>Έπεσαν τα πρώτα πυρά. Έπεσαν τα πρώτα πυρά,</b></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b>Και δεν ξέρω ποιο από τα δυο</b></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><b>Θα καταρρεύσει πρώτο.</b></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><i><br /></i></div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjybG7-sdr5xrL-yBRhC868N733kCXmuLy6ujbtTq5V_xUfSM9LEUqzYyUuhvpZgWjx0WE8xOzIForUlZxGw_93OqtJ_M0csvEJRmvZ9X-K-u-AK-I4g5vb7q0FCR5KMssfi-A9ZKR_Vn8/s406/show-photo.jpg"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjybG7-sdr5xrL-yBRhC868N733kCXmuLy6ujbtTq5V_xUfSM9LEUqzYyUuhvpZgWjx0WE8xOzIForUlZxGw_93OqtJ_M0csvEJRmvZ9X-K-u-AK-I4g5vb7q0FCR5KMssfi-A9ZKR_Vn8/w618-h640/show-photo.jpg" width="618" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Mohja Kahf’s grandparents, Edibeh and Nazeef, overlooking the Barada Valley in Syria.</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><i><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η Γιαγιά μου πλένει τα πόδια της</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>στον νιπτήρα του μπάνιου στο ΙΚΕΑ</b></span></div><div style="text-align: center;"><i> </i></div><div style="text-align: center;"><i>Η γιαγιά μου βάζει τα πόδια της στον νιπτήρα του μπάνιου στο ΙΚΕΑ</i></div><div style="text-align: center;"><i>για να τα πλύνει σύμφωνα με το τελετουργικό της προσευχής,</i></div><div style="text-align: center;"><i>wudu,</i></div><div style="text-align: center;"><i>γιατί πρέπει να προσευχηθεί στο κατάστημα, αλλιώς θα χάσει</i></div><div style="text-align: center;"><i>την υποχρεωτική για τους μουσουλμάνους ώρα προσευχής </i></div><div style="text-align: center;"><i>Το κάνει με εξαιρετική ευστάθεια, κρατώντας ισορροπία</i></div><div style="text-align: center;"><i>με το παχουλό σεπτό της χέρι</i></div><div style="text-align: center;"><i>στον αυτόματο στεγνωτήρα χεριών,</i></div><div style="text-align: center;"><i>αφού βγάλει πρώτα τις ορθοπεδικές της κάλτσες</i></div><div style="text-align: center;"><i>και τις ακουμπήσει κατά μέρος, τις διπλώσει στα τρία,</i></div><div style="text-align: center;"><i>και μου δώσει να κρατήσω την τσάντα της και τα πακέτα</i></div><div style="text-align: center;"><i>για να τελέσει αυτό το σεβάσμιο τελετουργικό</i></div><div style="text-align: center;"><i>πριν επιστρέψει στο τελετουργικό αγοράς ειδών οικιακής χρήσης</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ευυπόληπτες προϊστάμενες του ΙΚΕΑ κουνάνε το κεφάλι και κατσουφιάζουν</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Όταν αντιλαμβάνονται τι κάνει η γιαγιά μου,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>μια προσβολή στην αμερικανική πορσελάνη,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>μια μόλυνση των American Standards</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>από κάτι ξένο και ανθυγιεινό</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>που απαιτεί πολιτική παρέμβαση και πιθανή χρήση απολυμαντικού</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Σαστίζουν και χειρονομούν και βλέπω</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>μια σύγκρουση πολιτισμών να ζυμώνεται στο μπάνιο του ΙΚΕΑ</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Η γιαγιά μου, παρόλο που δεν μιλά γρι αγγλικά,</i></div><div style="text-align: center;"><i>πιάνει το νόημα και το βλέμμα της στον καθρέφτη λέει,</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>έχω πλύνει τα πόδια μου πάνω σε κεραμικά Ιζνίκ στην Ισταμπούλ</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>με νερό απ΄ τα πιο αρχαία αρδευτικά συστήματα του κόσμου,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>έχω πλύνει τα πόδια μου στα λουτρά της Δαμασκού</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>σε ζωγραφισμένες λεκάνες Κίνας</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>μπροστά στις καλύτερες οικογένειες της Αλέπο</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Κι αν εσείς οι Αμερικανοί ξέρατε</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>από πολιτισμό και καθαριότητα,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>θα φτιάχνατε πλατύτερους νιπτήρες</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Η γιαγιά μου γνωρίζει μια κουλτούρα – τη σωστή,</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>όπως και οι προϊστάμενες των μεσοδυτικών πολιτειών.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Όταν η γιαγιά μου σηκώνει το καλοπεριποιημένο της πόδι</i></div><div style="text-align: center;"><i>και το βάζει στο χείλος του νιπτήρα, την φαντάζονται</i></div><div style="text-align: center;"><i>να κάθεται πριν πριν στις λάσπες πάνω σ’ έναν σκουριασμένο τενεκέ </i></div><div style="text-align: center;"><i>σε μια οποιαδήποτε τροπική περιοχή γεμάτη ακαθαρσίες,</i></div><div style="text-align: center;"><i>στο Μεξικό ή στη Μέση Ανατολή, δεν έχει σημασία.</i></div><div style="text-align: center;"><i>«Δεν επιτρέπεται αυτό που κάνετε», διαμαρτύρεται μια απ΄ τις γυναίκες,</i></div><div style="text-align: center;"><i>γυρνίζοντας σ΄εμένα, «Πες της ότι δεν επιτρέπεται».</i></div><div style="text-align: center;"><i>«Πλένουμε τα πόδια μας πέντε φορές τη μέρα»,</i></div><div style="text-align: center;"><i>δηλώνει τσαντισμένη η γιαγιά μου στ’ αραβικά.</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>«Τα πόδια μου είναι πιο καθαρά από τον νιπτήρα τους.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ανησυχούν για τον νιπτήρα τους, έτσι δεν είναι; Εγώ</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>είμαι αυτή που θα ’πρεπε ν’ ανησυχώ για τα πόδια μου!</b></i></div><div style="text-align: center;"><i>Η γιαγιά μου με σκουντά, «Μπρος, πες τους»</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Όρθια ανάμεσα στην πόρτα και τον καθρέφτη, μπορώ να δω</i></div><div style="text-align: center;"><i>σε πολλαπλές γωνίες, τη γιαγιά μου και τις υπόλοιπες πελάτισσες,</i></div><div style="text-align: center;"><i>όλες τους καθώς πρέπει και καλόκαρδες γυναίκες, επιμελείς</i></div><div style="text-align: center;"><i>με την καθαριότητα και την περιποίηση, ευπρεπείς</i></div><div style="text-align: center;"><i>Ακόμα και τώρα η γιαγιά μου, χωρίς να βιάζεται, στεγνώνει </i></div><div style="text-align: center;"><i>Διακριτικά τα παπούτσια της με χαρτομάντιλα απ΄ την τσάντα της</i></div><div style="text-align: center;"><i>Γιατί η γιαγιά μου φορά πάντα κομψά παπούτσια που ταιριάζουν </i></div><div style="text-align: center;"><i>με την τσάντα της, νομίζω για την περίπτωση που συναντήσει</i></div><div style="text-align: center;"><i>τυχαία κάποια συμπατριώτισσά της απ΄ τις καλύτερες οικογένειες </i></div><div style="text-align: center;"><i>της Αλέπο – εδώ, μπροστά στην έκθεση οικιακών συσκευών</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Χαμογελώ στις γυναίκες των μεσοδυτικών πολιτειών</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>σαν να είπε η γιαγιά μου κάτι καλό για κείνες</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>και σηκώνω τους ώμους στη γιαγιά μου σαν εκείνες</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>να ζήτησαν συγνώμη μέσω εμού</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Καμιά δεν ξεγελιέται, όμως εγώ</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>κρατώ την πόρτα ανοιχτή για όλες</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>και ξεπροβάλλουμε μαζί στον όροφο με τις εκπτώσεις</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>και χανόμαστε στο υπέροχο κοινό έδαφος</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>των ειδών οικιακής χρήσης σε προσφορά</b></i></div></div><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_4bIHR1mdgDDy3r4ktWw8CL6RFoe2nDpevXsRzN2E7rXghkU6H2BlSek_lk8L2NMaMGLRkqhAhjYoG-Or-Ti0IdoSgUuD5V1cN6cT6wN5P8Yh-HpZeKi9TFA0RrzZCwmNFqw-BBufGBE/s555/wudu-andrew-day-photography.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_4bIHR1mdgDDy3r4ktWw8CL6RFoe2nDpevXsRzN2E7rXghkU6H2BlSek_lk8L2NMaMGLRkqhAhjYoG-Or-Ti0IdoSgUuD5V1cN6cT6wN5P8Yh-HpZeKi9TFA0RrzZCwmNFqw-BBufGBE/w640-h462/wudu-andrew-day-photography.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">"Wudu", photograph by Andrew Day Photography</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Τα κεράσια</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b><i>Έφυγα απ’ τη Συρία πολλά χρόνια πριν, παιδί,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>και δεν θυμάμαι τη Συρία</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>αλλά η Συρία με θυμάται:</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>είμαι σίγουρη γι’ αυτό</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Η Συρία φυλάει ένα μικρό μαξιλάρι</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>με κεντημένο τ’ όνομά μου</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Η Συρία φυλάει μερικά κεράσια</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>σ’ ένα μπολ για μένα</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>στο βάθος του ψυγείου</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Πέρσι τον Απρίλη, ένας φίλος που ’χε έρθει μόλις από τη Συρία</i></div><div style="text-align: center;"><i>με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι προσπάθησε ν’ αγοράσει ένα βιβλίο ποίησης</i></div><div style="text-align: center;"><i>σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη Σρούγιε,</i></div><div style="text-align: center;"><i>ένα βιβλίο σφηνωμένο ψηλά σ’ ένα σκονισμένο ράφι</i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Ο βιβλιοπώλης είπε,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>«Δεν μπορείτε να πάρετε κανένα από αυτή τη στίβα·</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>είναι για τη Μόχα, την κόρη</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>του Μονζέρ και της Μεϊσούν».</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Βλέπεις; Η Συρία ακόμα θυμάται</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>τα παιδιά της που μένουν στον ύστερο καπιταλισμό,</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>μια γενιά πληροφορίας μακριά</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Κάποιοι λένε ότι η Συρία</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα με κοίταζε επίμονα με επαρχιώτικη εχθρότητα</i></div><div style="text-align: center;"><i>αν γύριζα πίσω</i></div><div style="text-align: center;"><i>Κάποιοι λένε ότι το μόνο που θα ’κανε η Συρία</i></div><div style="text-align: center;"><i>είναι ν’ αδειάσει το πορτοφόλι μου με απαιτήσεις για λαδώματα,</i></div><div style="text-align: center;"><i>να παραπονεθεί για την τιμή των πεπονιών,</i></div><div style="text-align: center;"><i>να υπολογίσει την τιμή του ρολογιού και του δαχτυλιδιού μου,</i></div><div style="text-align: center;"><i>και να με παραδώσει στην αστυνομία</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Είμαι σίγουρη ότι αν γύριζα πίσω στη Συρία,</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα έπαιζε μουσική</i></div><div style="text-align: center;"><i>και όλο το μελόδραμα μιας Χίντι ταινίας:</i></div><div style="text-align: center;"><i>Η γη θα μ’ αγαπούσε</i></div><div style="text-align: center;"><i>Τα δέντρα θα έγερναν πάνω μου σαν θείες</i></div><div style="text-align: center;"><i>Τα βουνά θα με προστάτευαν σαν ξαδέρφια</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι αρχαίοι ναοί θα με φίλαγαν στο μέτωπο</i></div><div style="text-align: center;"><i>Τα τζαμιά θα με κράταγαν και θα με λίκνιζαν στις αψίδες τους</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι συναγωγές θ’ άπλωναν ευλογίες στους ώμους μου σαν σάλι</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Είμαι σίγουρη ότι τα σιντριβάνια θα πιτσίλιζαν τα πόδια μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>σαν φίλοι που με γνωρίζουν απ’ την πρώτη δημοτικού</i></div><div style="text-align: center;"><i>Κάθε πρωί θα μοσχοβολούσε καφέ και κάρδαμο</i></div><div style="text-align: center;"><i>Κάθε απόγευμα θα είχε γεύση κολίανδρου και μέντας</i></div><div style="text-align: center;"><i>Κάθε βράδυ θα ξεθώριαζε σαν μουσική από ούτι</i></div><div style="text-align: center;"><i>Όλοι θα ξαπλώναμε στη σκεπή κάτω απ’ τ’ αστέρια,</i></div><div style="text-align: center;"><i>τρώγοντας καρύδια και πίνοντας τσάι σε μικρά ποτήρια με λουλούδια</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Είμαι σίγουρη ότι η Δαμασκός θα ρούφαγε ναργιλέ</i></div><div style="text-align: center;"><i>και θα γέλαγε βαθιά σαν θείος</i></div><div style="text-align: center;"><i>Η Αλέπο</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα μου σιγοτραγούδαγε</i></div><div style="text-align: center;"><i>σαν ένας γοητευτικός γαλανομάτης μουεζίνης</i></div><div style="text-align: center;"><i>Η Χάμα θα κατσούφιαζε και θα φερόταν σκληρά</i></div><div style="text-align: center;"><i>αλλά με μια κρυφή καλοσύνη στο φρύδι της</i></div><div style="text-align: center;"><i>Η Χομς θα ’βαζε οβάλ πιατέλες μπρος μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>με γεμιστές μελιτζάνες να ξεχειλίζουν αμύγδαλα,</i></div><div style="text-align: center;"><i>κι η Λατάκια θα με πήγαινε στην παραλία</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα χοροπήδαγε μαζί μου και θα μου αγόραζε μεγάλες λαμπερές πλαστικές μπάλες</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Είμαι σίγουρη ότι τα χωριά θα βούταγαν τα μαλλιά μου στη χένα</i></div><div style="text-align: center;"><i>και θα με πήγαιναν στον γάμο της κόρης τους στην Ντέιρ αλ Ζορ</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι τσιγγάνοι θα έδεναν εσάρπες γύρω από τους γοφούς μου</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα ’παιζαν τα ξεκούρδιστα βιολιά τους και θα με στροβίλιζαν</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι Κιρκασιανοί θα έστελναν έναν υπέροχο γαμπρό</i></div><div style="text-align: center;"><i>για να με πάρει μακριά στο σκοτάδι της νύχτας πάνω σε κατάμαυρα άλογα</i></div><div style="text-align: center;"><i>στολισμένα με φούντες κόκκινες και χρυσαφένιες</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι Κούρδοι θα τρύπαγαν τ’ αυτιά μου με ασημένιες κουρδικές λέξεις</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι Παλαιστίνιοι της Συρίας θα μου ’πλεκαν ένα φόρεμα</i></div><div style="text-align: center;"><i>και θα ’δεναν τα σχολικά μου βιβλία σε μια σάκα</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι Δρούζοι θα με μυούσαν σε απόκρυφα μυστήρια</i></div><div style="text-align: center;"><i>σε μικρούς λευκούς ναούς πάνω σε βουνοκορφές</i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι Αλεβίτες θα με ’βαζαν να καθίσω και θα μου ’λεγαν</i></div><div style="text-align: center;"><i>παλιές δυνατές ιστορίες, που περνάνε</i></div><div style="text-align: center;"><i>χαμηλόφωνα από γενιά σε γενιά εδώ και εκατοντάδες χρόνια</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Οι έχθρες που βασίζονται στην τάξη και στη σέκτα θα εξαφανίζονταν,</i></div><div style="text-align: center;"><i>μαζί με τις πολιτικές φυλακές και τα βασανιστήρια με ηλεκτρικό ρεύμα,</i></div><div style="text-align: center;"><i>και κανείς δεν θα φοβόταν να τον δουν να μιλάει σ’ έναν άλλον</i></div><div style="text-align: center;"><i>ή ν’ ακούει ποίηση για τη Συρία</i></div><div style="text-align: center;"><b><i>(Αυτό είναι δικό μου ποίημα και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>με τον κόσμο εντός του)</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Μπορώ να φανταστώ τέτοια πράγματα γιατί όλα αυτά τα χρόνια</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>έχω ιχνηλατήσει αυτούς τους ανθρώπους και αυτά τα μέρη στον χάρτη μου</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Δες, εδώ στον δικό μου χάρτη της Συρίας</i></b></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Έχει ξεθωριάσει στα σημεία που είναι διπλωμένος</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>επειδή τον κουβαλάω σε μια μικρή τσέπη που λέγεται καρδιά</i></b></div><div style="text-align: center;"><i>(Κοίτα, σου είπα ότι πρόκειται για μελόδραμα)</i></div><div style="text-align: center;"><i>Να πώς πάει η σαπουνόπερα: Η Συρία</i></div><div style="text-align: center;"><i>παίζει μια φτωχή γυναίκα μ’ έναν σκληρό αφέντη</i></div><div style="text-align: center;"><i>που δεν την αφήνει να με φροντίζει</i></div><div style="text-align: center;"><i>όπως αξίζει να φροντίζουν ένα παιδί</i></div><div style="text-align: center;"><i>Δεν την αφήνει να με ταΐσει κεράσια</i></div><div style="text-align: center;"><i>ούτε να με ντύσει με μαλλί από την Αλέπο</i></div><div style="text-align: center;"><i>Δεν την αφήνει να μου καρφιτσώσει μικρά χρυσά μπιχλιμπίδια</i></div><div style="text-align: center;"><i>για να με προστατεύει από το κακό το μάτι</i></div><div style="text-align: center;"><i>Έτσι αναγκάστηκε να στείλει το παιδί της πολύ μακριά</i></div><div style="text-align: center;"><i>παρόλο που έκλαιγα κι έκλαιγε κι αυτή</i></div><div style="text-align: center;"><i>(Πώς τελειώνουν αυτές οι αιγυπτιακές ταινίες;)</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Και πού πήγα εγώ;</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Και τι απέγινα;</i></b></div><div style="text-align: center;"><i>Και στο καινούργιο μου σπίτι έτρωγα κεράσια;</i></div><div style="text-align: center;"><i>Και στη θετή μου οικογένεια ένιωθα ζεστασιά όπως με το μαλλί από την Αλέπο;</i></div><div style="text-align: center;"><b><i>Τι παθαίνει ένα παιδί που δεν μπορεί να μιλήσει πια</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>τη γλώσσα της μητέρας του;</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Τι παθαίνει ένα πουλί όταν δεν μπορεί να πετάξει πια</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>στο φυσικό του περιβάλλον;</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Τι παθαίνει ένα κορίτσι που ήθελε κάποτε ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>σ’ ένα μικρό μαξιλάρι, κεντημένο με τ’ όνομά της;</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i><br /></i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Πες μου ποιος έφαγε τα κεράσια</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Ήταν σ’ ένα μικρό μπολ στο βάθος του ψυγείου</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>Ήταν για μένα γιατί η Συρία θυμάται</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>ήμουν</i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>σίγουρη γι’ αυτό</i></b></div><div><b><i><br /></i></b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhw30n7NU6mfNZHdzjeLGH-8lY3eG1kgk_GldDAWJTaSzLSs_9z6B_6mykPOPN9XmQDMzJEnyi8ETV8ZYCshikZ54TixsWO3gwJW_TElb5aXmdVGNtUZtJX1Jqh03pv_zMx-bfOYWRLyjU/s960/13626442_1133004970055272_2586097883088620472_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhw30n7NU6mfNZHdzjeLGH-8lY3eG1kgk_GldDAWJTaSzLSs_9z6B_6mykPOPN9XmQDMzJEnyi8ETV8ZYCshikZ54TixsWO3gwJW_TElb5aXmdVGNtUZtJX1Jqh03pv_zMx-bfOYWRLyjU/w640-h480/13626442_1133004970055272_2586097883088620472_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Η σκόνη του ταξιδιού</span></b></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><i>Όταν φτάνουν στη νέα χώρα</i></div><div style="text-align: center;"><i>οι ταξιδιώτισσες την κουβαλούν στους ώμους,</i></div><div style="text-align: center;"><i>τη σκόνη τ’ ουρανού που άφησαν πίσω</i></div><div style="text-align: center;"><i>Μπορούσα να τη μυρίσω στα ρούχα</i></div><div style="text-align: center;"><i>της γυναίκας στο λεωφορείο με το χνουδωτό πουλόβερ</i></div><div style="text-align: center;"><i>Ήταν η σκόνη του ταξιδιού από την Κίνα</i></div><div style="text-align: center;"><i>Απλωνόταν στην ξένη ραφή του φερμουάρ</i></div><div style="text-align: center;"><i>Έλεγε: Θα συναντηθούμε ξανά στο Πεκίνο,</i></div><div style="text-align: center;"><i>στην Γκουανγκζού. Θα συναντηθούμε ξανά.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Η μητέρα μου κουβαλούσε τη σκόνη του ταξιδιού στα μαντίλια της </i></div><div style="text-align: center;"><i>Τη φαντάζομαι νεαρή φοιτήτρια όπως εκείνη τη γυναίκα στο λεωφορείο, </i></div><div style="text-align: center;"><i>να πηγαίνει σπίτι, να βγάζει απ’ τη βαλίτσα τα ρούχα και να τα τινάζει, </i></div><div style="text-align: center;"><i>να τα κρεμάει, ένα ένα, τα ρούχα απ’ την παλιά τη χώρα Τ</i></div><div style="text-align: center;"><i>η μέρα της καθαριότητας η μητέρα μου ξετύλιγε τα μαντίλια της </i></div><div style="text-align: center;"><i>Κράταγε τη μια άκρη, ο αδερφός μου ή εγώ την άλλη, </i></div><div style="text-align: center;"><i>τεντώναμε το υγρό μετάξι και το τινάζαμε</i></div><div style="text-align: center;"><i>Τινάζαμε τα μαντίλια, ο αδερφός μου ή εγώ, κάτω απ’ το υπόστεγο, </i></div><div style="text-align: center;"><i>απαλές ψιχάλες έπεφταν στα πρόσωπά μας σαν στάχτη </i></div><div style="text-align: center;"><i>από συντρίμμια μετά την καταστροφή μιας πόλης, </i></div><div style="text-align: center;"><i>οι κάτοικοί της εκτοπισμένοι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.</i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Δεν ξέραμε τότε</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>ότι ήταν η σκόνη του ταξιδιού.Έλεγε:</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Θα συναντηθούμε ξανά στη Δαμασκό, </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>στην Αλέπο. Θα συναντηθούμε ξανά.</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Ήταν η Συρία στα μαντίλια της μάνας μας </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Δεν το ξέραμε τότε</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Τώρα την κουβαλάμε και στους δικούς μας ώμους</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmGDMYWwqvl7a7RvcJfEB5raCx-cUFotcUziZkTwQScQ0XGVG2zTijESk8Er4cZEF0P9ETAmiR3xq3N-tRFFaIOokNDZ8cGczGq3dSZjUFuoLJtjESyK3WouXWtBFVUBYRJzdJAzc9kR4/s960/tumblr_nir0sb7LyB1rh95y0o1_1280.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmGDMYWwqvl7a7RvcJfEB5raCx-cUFotcUziZkTwQScQ0XGVG2zTijESk8Er4cZEF0P9ETAmiR3xq3N-tRFFaIOokNDZ8cGczGq3dSZjUFuoLJtjESyK3WouXWtBFVUBYRJzdJAzc9kR4/w480-h640/tumblr_nir0sb7LyB1rh95y0o1_1280.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Μαθαίνοντας να προσεύχομαι από την αρχή»</span></b></div></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Η Kahf εντάσσει τον εαυτό της στα παιδιά του ’67 που γεννήθηκαν μέσα στις ρωγμές, που διώχτηκαν, που κουβαλούν το τραύμα του διχασμού, που αναζητούν χώρο, που ψάχνουν το «ανήκειν». Τα ερωτήματα τίθενται, αλλά μένουν αναπάντητα. Μόνο στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, <i><b>«Μαθαίνοντας να προσεύχομαι από την αρχή»</b></i>, δίδεται ένα είδος κάθαρσης, μέσα από τη δίοδο της πνευματικότητας:</div></span><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: center;">[...] Ψηλαφώντας,</div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><br /></div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Θ’ ανακαλύψω τα κουμπιά και τους κόμπους</div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Στον τοίχο της ψυχής μου. Ανοίγοντας</div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Την πόρτα της, θ’ αναδυθώ σε λιβάδια</div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Θρήνου και αγριολούλουδων. Θα βρω</div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Τον βράχο, το ποτάμι, το δέντρο, τον άνεμο, τον δρόμο</div><div style="font-style: italic; text-align: center;">Αυτά, θα γίνουν η καθημερινή μου προσευχή.</div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8-57A9qVf_TicAg7uL06Vk_t4j18cWCivkHEVA1Q-O-5eJjntOpMXKzkO_uX8syojyjNjgQvrAmWR5MUKPKqmEHovPUevCYzxacFDHXpHE2G1UmP-jUA6VmpQQ-kULTouAhiOvmp4__I/s1140/syria--1140x855.webp"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8-57A9qVf_TicAg7uL06Vk_t4j18cWCivkHEVA1Q-O-5eJjntOpMXKzkO_uX8syojyjNjgQvrAmWR5MUKPKqmEHovPUevCYzxacFDHXpHE2G1UmP-jUA6VmpQQ-kULTouAhiOvmp4__I/w640-h480/syria--1140x855.webp" /></a></div><div style="text-align: center;">Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #2b00fe; font-size: medium;">Πηγές</span></b></div><div style="text-align: left;"><b><span style="font-size: medium;"> </span></b></div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Αραβίδες Ντίβες, Ανθολογία σύγχρονης αραβο-αμερικανικής ποίησης. Το βιβλίο κυκλοφορεί από το περιοδικό Τεφλόν και το Αρχείο 71.</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Ημέιλ από τη Σεχραζάτ, Mohja Kahf, κείμενο - μετάφραση: Ράνια Καραχάλιου, Τεφλόν (Ποιητικό Σκεύος και όχι μόνο), τεύχος 9, καλοκαίρι - φθινόπωρο 2013 </span></li></ul></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://prabook.com/web/mohja.kahf/3778651#" target="_blank">Mohja Kahf, educator novelist writer author poet</a></span></li></ul></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-64246060322128722192021-11-10T08:30:00.000+02:002022-03-07T06:49:09.324+02:00«Χαρταϊτοί μου, γαλάζια ανομοιοκατάληκτα ποιήματα...»· Γιάννης Ρίτσος, «Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς»<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEilAm93Dgsyt7dWCIjbWHb9Fw2nLq_KNRpCx_iastj8KV0PmQZeGWJD3dJfVvnm9qUBAeYn0g1vCuttxIMs2wg6HVVbKkkjq0WyodKlvaSqV3CIbIZtAzHf51mLatnqJ2kBqURD2EnGo2Y/s1024/fasianos_aetos2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEilAm93Dgsyt7dWCIjbWHb9Fw2nLq_KNRpCx_iastj8KV0PmQZeGWJD3dJfVvnm9qUBAeYn0g1vCuttxIMs2wg6HVVbKkkjq0WyodKlvaSqV3CIbIZtAzHf51mLatnqJ2kBqURD2EnGo2Y/w640-h376/fasianos_aetos2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Αλέκος Φασιανός, Χαρταετός, Αθήνα 1935</div><div style="text-align: center;">_________</div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div>«Ασκήσεις ειλικρίνειας»</b></span></span><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Σειρά σου τώρα</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><b>χωρίς φώτα</b></div><div style="text-align: right;"><b>χωρίς σκηνικά</b></div><div style="text-align: right;"><b>να παίξεις εαυτόν.</b></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Στο υπερώον, Υπερώον, </div><div style="text-align: right;">εκδόσεις Κέδρος, 2013</div><div style="text-align: right;">___________</div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><span style="color: #800180;">Το «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων» - ημερολόγια και αυτοβιογραφία μαζί, κρεμασμένα κατάντικρυ στη ματαιότητα - είναι τα εξομολογητικά πεζογραφήματα του Γιάννη Ρίτσου, που κυκλοφόρησαν σε εννέα τόμους από το 1982 ως το 1986. Πρόκειται για μια περιπέτεια που ξεκίνησε το 1942, ως <i><b>«Ασκήσεις ειλικρίνειας»</b></i>, προσπάθεια - όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την περιγράφει - <i>«να ξεδώσει μια στάλα απ’ την πίκρα, την πείνα και τον θάνατο, κάτω από ’να ύφος καραγκιοζίστικο, παλαβό, αυτοειρωνικό ή και παρανοϊκό»</i>.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Μέσα από την εννεαλογία του, ο Ρίτσος τόλμησε να μιλήσει <i>«για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας…»</i>. Ούτε τον εαυτό του άφησε απ’ έξω, ζωγραφίζοντάς τον με σαρκασμό και αυτοκριτική διάθεση: </span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><i><span style="color: #800180;">Πίσω απ’ τα «ωραία» διαφαίνεται ο κίνδυνος σχηματισμού μιας «σχολής», μιας βολικής μανιέρας δελεαστικής αλλά καθόλου ευθύβολης. Γι’ αυτό κι εγώ, με το καινούριο μου πουλόβερ που μου χάρισε η Ρούλα, επιμένω να κατακρίνω τις τρικλοποδιές που βάζει στη φωνή μου η αισθητική αυταρέσκεια. Και κάθε φορά που συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω τον εαυτό μου ν’ ακκίζεται υποκρινόμενος τον ωραίο ταχυδακτυλουργό ή τον δεξιοτέχνη κλόουν ή το κέρινο μανεκέν μιας προθήκης της οδού Σταδίου, τον πιάνω απ’ τ’ αυτί και του φωνάζω: Αρίοστε, άσε τις ζεβζεκιές και τις κουτσουκέλες, άσε τα σκέρτσα και τις μπούρδες. Πες την αλήθεια.</span></i></div><div><i><br /></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVICXEmO2hbzqokfIIY4UTkkDnoN2VL-of6YDiJk66y71Lv8mMoQ1MV4pMGJ0Ktf6xwZk3GmUWJhKw-vHE6JH9jwc6vY7rmjkVrueVe6m150C8CZ0gP66VVMY89m3-T1akzyfzn6OcWwI/s1600/7e600306c9c4542f352b11b5c504f823.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="900" data-original-width="1600" height="360" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVICXEmO2hbzqokfIIY4UTkkDnoN2VL-of6YDiJk66y71Lv8mMoQ1MV4pMGJ0Ktf6xwZk3GmUWJhKw-vHE6JH9jwc6vY7rmjkVrueVe6m150C8CZ0gP66VVMY89m3-T1akzyfzn6OcWwI/w640-h360/7e600306c9c4542f352b11b5c504f823.jpg" width="640" /></a></div><br /></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Για μια χαμογελαστή αμοιβαιότητα αδελφοσύνης»</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><b style="color: #800180; font-size: x-large;"><br /></b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><b>Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε</b></div><div style="text-align: right;"><b>τώρα.</b></div><div style="text-align: right;"><b>Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος</b></div><div style="text-align: right;"><b>παράνομη κ' η αλήθεια.</b><span style="text-align: left;"><b>[…]</b></span><b> </b></div><div style="text-align: right;"><b>Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.</b></div><div style="text-align: right;"><b>Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο</b></div><div style="text-align: right;"><b>κι αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν. </b></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι, </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα, τόμος Β' (1941-1958), εκδόσεις Κέδρος</div><div style="text-align: right;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div><div><br /></div><div><span style="color: #800180;">Αυτά τα εξομολογητικά, αυτοβιογραφικά σπαράγματα είναι «ένα σκούντημα του αγκώνα», ένα κάλεσμα του Ρίτσου να μοιράσει και να μοιραστεί με τους συγκαιρινούς, αλλά πιότερο με τους αυριανούς, τους εσαεί συντρόφους του, την ομορφιά, που κανείς δεν την αντέχει μόνος του κι ίσως έτσι, να καταφέρουμε μια μέρα, όλοι μαζί <i>«να φτάσουμε στη Χώρα του Χαμόγελου, εκεί, που πέρα από φυλές, θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσες, θ’ αναγνωρίζει ο άνθρωπος τον άνθρωπο αδελφό του απ’ το ίδιο αυτεπίγνωστο χαμόγελο και θ’ ανταλλάσουν βλέμματα κι αισθήματα μιας πανανθρώπινης δημιουργικής ευχαριστίας».</i></span></div><div><br /></div><div><i>«Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα μαλακώνουν, γλυκαίνουν. Καταστροφές, δράματα, θάνατοι, σεισμοί, πόλεμοι, βασανιστήρια, αρρώστιες. Και δεν είναι που τα ξεχνάς. Όχι. Απεναντίας είναι που τα θυμάσαι, τ’ αναπολείς, τα φέρνεις πίσω ευγενισμένα, γενικευμένα, αχνισμένα απ’ την ανάσα του αιώνιου, σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, όπως τα ερείπια αρχαίων ναών, τ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα, τα πήλινα κτερίσματα κι αναθήματα ή τα γδαρμένα ψηφιδωτά. Είναι προπάντων που τα ε ί δ ε ς και τα ε ί π ε ς. Τα είδες όχι πια σ έναν χώρο ατομικό, σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα ξέστρωτο κρεβάτι κι έναν ραγισμένο καθρέφτη, αλλά σ’ έναν χώρο ασύνορο, μέσα σ’ έναν καθολικό νόμο μακρινής επαναλαμβανόμενης ιστορίας, του αέναου μύθου. Και τα είπες όχι σαν ένα προσωπικό σου επεισόδιο (το πιο προσωπικό), αλλά σαν γεγονός ενός άλλου, ενός τρίτου, και όλων μας. Ένα χαμόγελο επιστέγασμα. Και ξαναλές κείνους τους στίχους:</i></div><div><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><b>Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει μες στο σκοτάδι, </b></div><div style="text-align: center;"><b>ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, </b></div><div style="text-align: center;"><b>ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><i>Μόνος μες στο σκοτάδι με το χαμόγελό του. Και το χαμόγελό του ένα αστέρι πάνω απ’ το σκοτάδι. Ο έσπερος. Αυτό το χαμόγελο συχνά το ξεχωρίζεις σε πρόσωπα στοχαστικά και λυπημένα[...] αυτό το άφωνο χαμόγελο είναι πιο αξιαγάπητο απ’ το πλουσιότερο γέλιο. Είναι μια μικρή σεμνόπρεπη νίκη πάνω στις άγριες επιθυμίες μας, στα βάσανά μας, στους φόβους μας, στο ανικανοποίητό μας — μια νίκη που δε μας δόθηκε, μα την κερδίσαμε μόνοι μας με μόχθους, με θέληση, με εργασία, άντικρυ σε μεγάλες δυσκολίες κι εχθρότητες, σ’ ένα εσωτερικό, σιωπηλό και άφαντο πεδίο ατελεύτητης μάχης. Μια νίκη πάνω στον ίδιο τον εαυτό μας.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>[...]<b>Ω, είναι πράγματα που μήτε το καλύτερο ποίημα δεν μπορεί να τα πει, και μόνο ένα τέτοιο χαμόγελο τα λέει μια για πάντα. Μ’ ένα τέτοιο χαμόγελο θέλω κι εγώ να σφραγίσω τα χαρτιά μου, κι όσα δεν μπόρεσα εγώ να πω να τα λέει αυτό, γιατί το ακούω ασώπαστο βαθιά μου, το έχω, μα δε θα ’ταν τίποτα αν το κρατούσα μονάχα για μένα, αν δεν μπορούσα να το δώσω. Γι’ αυτό αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται πάντα οι αληθινοί ποιητές, οι αληθινοί άνθρωποι, για μια χαμογελαστή αμοιβαιότητα αδελφοσύνης.</b></i><b><i>»</i></b></div><div style="text-align: right;"> </div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, </div><div style="text-align: right;">Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, τόμος 7, εκδόσεις Κέδρος</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi7lDTp3vEX7jmWZJ0C1mT-9kHr7BL9wbjOKTL_879cIAmqnBbmfSlqPzncjKMWKHbUd_UTNZ1aS2734YkCewli-YBe4jBO1sKM08134U0v0tB773fn5KwAOBn1JH-bJkWARimL6wHiwUw/w640-h640/79e0d7f71987a598ac2b7984b62fe53b.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Philip McKay photography</div></span><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Προσοχή μη σου ξεφύγει πως αγαπάς ακόμα τους χαρταϊτούς...»</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div>[...] Μα πάνου απ’ όλα προσοχή μη σου ξεφύγει μια στιγμή πως αγαπάς ακόμα τους χαρταϊτούς, πως έχεις μιαν ολάκερη συλλογή από δαύτους, στο πατάρι, πάνου απ’ το λουτρό, μαζί με τις άδειες βαλίτσες, πως ακόμη φτιάχνεις χαρταϊτούς με τους παλιούς τρόπους, με καλάμια, σπάγκους, αλευρόκολλα [...]</span><div><span style="font-family: arial;"><br />Γι’ αυτό, όταν αγοράζεις κόλλες για τους χαρταϊτούς σου απ’ το χαρτοπωλείο που΄ναι στο υπόγειο της πολυκατοικίας μας, λες στην κυρία Κατίνα, σαν σεβάσμιος γέροντας (όπως σε θεωρούν στη γειτονιά), να, ξέρετε, κυρία Κατίνα, θέλω να τυλίγω τα βιβλία να μην ξεθωριάζουν τα εξώφυλλά τους απ’ την αντηλιά. Και γιατί, κύριε Ίων, παίρνετε κόκκινες, κίτρινες, μπλε, πράσινες κόλλες κι όχι άσπρες; Για να ξεχωρίζω τα φιλοσοφικά, τα κοινωνιολογικά, τα λογοτεχνικά κ.τ.λ. απ’ το χρώμα του περιτυλίγματος. Αχ, τι σοφός που είσθε, κύριε Ίων. Ο κύριος Ίων χαμογελάει με απέραντη μετριοφροσύνη, μυστική αυταρέσκεια και πονηρούτσικη αυτοειρωνεία.[...]</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Παίρνει τις πολύχρωμες κόλλες του τυλιγμένες ρολό να μην τσακίζουν, χαμογελάει, λέει «ευχαριστώ» και φεύγει [...]</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Αθήνα, 15.ΙΙ. 84</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0ufkXy6dpKsFWN1GjfyY23ubBpuD9F4PF10uneEjSRr19-tGzg0fwe20o2InkA6tZ0BOsz5moPiB3ZPVBWqAMn_dtC1LYRyaiQrY-V2tw64Ux2q6kSIt32UlzXFUQXoRUt74r-mOBASc/s1523/1100_436778be-998c-497b-bbe5-93ff9718f1e2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0ufkXy6dpKsFWN1GjfyY23ubBpuD9F4PF10uneEjSRr19-tGzg0fwe20o2InkA6tZ0BOsz5moPiB3ZPVBWqAMn_dtC1LYRyaiQrY-V2tw64Ux2q6kSIt32UlzXFUQXoRUt74r-mOBASc/w438-h640/1100_436778be-998c-497b-bbe5-93ff9718f1e2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Αλέκος Φασιανός, Χαρταετός</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Οι χαρταϊτοί θέλουν παρέα...»</b></span><br /><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Από σπάγκους, άλλο τίποτα. Σώζονται κι οι παιδικές καλούμπες κι εκείνες κάτω απ’ το κρεβάτι της Ιφιγένειας. Χώρια πια οι σπάγκοι του μακαρίτη θείου Αναξαγόρα. Κι άλλωστε μήτε που χρειάζονται πολλές οργιές σπάγκος μια κι οι αϊτοί αυτοί δεν πετάνε. Ίσα ίσα για τα δεσίματα, τα ζύγια, την ουρά και δυο τρία μέτρα σπάγκος για μια τυχόν περπατητή δοκιμή. Γιατί όσο καλά κι αν ξέρεις τα μέτρα, είναι απαραίτητο και μερικές δοκιμές για να γίνουν σωστά τα ζύγια, τα αυτιά, το μάκρος και το βάρος της ουράς. Πού και πώς όμως; Να βγεις με τα σπόρια της γειτονιάς και ν’ αμολάς αϊτούς στην πλατεία του Άτλαντα και να σε βλέπουν οι ποδοσφαιριστές, ο ταβερνιάρης ο κυρ Νίκος, ο χασάπης, ο μανάβης, ο περιπτεράς, η κυρία Κατίνα, ο ανθοπώλης κι οι παπαγάλοι του; Δε γίνεται. Τι σέβας πια θα σου ’χαν οι άνθρωποι;</div><div> </div><div>[...] Να πας πάλι μια μακρινή εκδρομή, εκεί που θα ’σαι εντελώς άγνωστος, και ν’ αμολάς μόνος σου σαν κούκος, πάνω στο λοφίσκο, τον αϊτό σου, αυτό θα ’ναι πολύ θλιβερό σαν καθυστερημένο μνημόσυνο της παιδικής μας ηλικίας. Όχι, όχι. <b>Οι χαρταϊτοί θέλουν παρέα, φωνές, γέλια, τεντωμένους σπάγκους, τεντωμένα νεύρα, τεντωμένα μάτια, κάποτε μια πυκνωμένη ανταγωνιστική σιωπή, γαλάζιο, αναμετρήσεις στα ύψη, φουρφουρίσματα χαρτιών, ουρές, εναέρια πλεούμενα, βουτιές, καμπύλες και δοξαστικές ανυψώσεις ως την ακραία τανυσμένη παλλόμενη ακινησία που μεταβιβάζεται νικηφόρα μεσ' απ' την κάθετη φλέβα του σπάγκου στις φλέβες σου. </b>Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σ' εκείνο ακριβώς το σημείο, γίνεται η γνωριμία με τους μικρούς και μεγάλους Αγγέλους, με τους αρχαίους και τους μελλοντικούς Έρωτες, εκεί ακριβώς γίνεται κι η ανταλλαγή του αίματος — του γαλάζιου αίματος. Είναι μια πρώτη απελευθέρωση απ’ το σχολείο, απ’ το δάσκαλο, απ’ το σπίτι, απ’ τον πατέρα, απ’ τις κουρτίνες, απ’ το βουρτσάκι των δοντιών, απ’ τους αριθμούς, απ’ τα παπούτσια, απ’ τα κουμπιά κι απ’ τα σώβρακα. <b>Όι, όι, χαρταϊτοί μου, στον ουράνιο στίβο, ουράνια αθλήματα, ποιήματα, γαλάζια ανομοιοκατάληκτα ποιήματα. Πάνε αυτά. Πάνε</b>. </div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgyby7dM2ehc1oAnYmZrmLVHp_K1o_c9_f-M61dSPYEkSd55D4FzLwJ1XH8zPzCULs9wNzeenLdoH2EOj_W_r80bi8OTyormw46DzWmo3BAC-MSsclp8-LYH_L1c2lemxKwtg36yUr9YfA/s640/e450bb59082f2877df74f59ec6a505ea.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgyby7dM2ehc1oAnYmZrmLVHp_K1o_c9_f-M61dSPYEkSd55D4FzLwJ1XH8zPzCULs9wNzeenLdoH2EOj_W_r80bi8OTyormw46DzWmo3BAC-MSsclp8-LYH_L1c2lemxKwtg36yUr9YfA/w528-h640/e450bb59082f2877df74f59ec6a505ea.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Kite flying illustration by Rafael Lopez</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">_________</div><div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Όμορφα θα ’τανε να ταξιδεύανε στον ουρανό...»</b></span></div><div><br /></div><div>Τώρα κάθουμαι εδώ με τις χρωματιστές μου κόλλες, τους σπάγκους, τα ψαλίδια, την αλευρόκολλα, φτιάχνω τους χαρταϊτούς μου που δεν πρόκειται να πετάξουν, μα μου κρατάνε συντροφιά, μου θυμίζουν, με παίρνουν σε άλλα ταξίδια, στα παλιά, στ' αυριανά, έξω απ' το χρόνο, κάπου ήσυχα, μαλακά, τρυφερά, έτσι να μπορείς να σκαλίσεις τα δόντια σου μ' ένα ξυλάκι, να τρίψεις τα δάχτυλα των ποδιών σου, να πεις τη λέξη «φως» χωρίς να φοβάσαι ότι λες ψέματα. <b>Γι' αυτό νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη για τους χαρταϊτούς μου που μου επιτρέπουν ν' αψηφάω την ηλικία μου, να 'μαι συνομήλικός τους, να ’χω μιαν άγκυρα κεντημένη στο μανίκι μου και να μπορώ να φτερνίζομαι ή να χασμουριέμαι όποια ώρα, χωρίς να δίνω λόγο σε κανέναν. Όλ’ αυτά, βέβαια, στα κρυφά. </b></div><div><br /></div><div>[...]<b>Γυρίζω στους χαρταϊτούς μου, στα παιδιά μου. Τα κανακεύω.</b> Ζωγραφίζω πάνω τους πουλιά, ψάρια, λουλούδια, άλογα, ένα γαϊδουράκι φορτωμένο δυο κοφίνια πατάτες. <b>Όμορφα θα ’τανε να ταξιδεύανε στον ουρανό τα ψάρια, τ’ άλογα, το γαϊδουράκι.</b> Και τούτα τα ζύγια δεν είμαι σίγουρος αν είναι πετυχημένα. Πρέπει να τα δοκιμάσω. </div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi5czKkIQY0Cj_rsFvAbQ063X2ZzH68FbSnnH0poR4swIXe1-dvtpYcls4NEUnMQa4sL07KfVnXw_1EWZzSYYJEKpfg_IX35f96DaPe5-Bo9cLzmuImucCHFxvEGgR011wDJXxgPF3e3ak/s940/4152.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi5czKkIQY0Cj_rsFvAbQ063X2ZzH68FbSnnH0poR4swIXe1-dvtpYcls4NEUnMQa4sL07KfVnXw_1EWZzSYYJEKpfg_IX35f96DaPe5-Bo9cLzmuImucCHFxvEGgR011wDJXxgPF3e3ak/w640-h420/4152.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Henri Cartier-Bresson Flies a Kite, Provence, 1987. </div><div style="text-align: center;">Photograph: John Loengard. Courtesy of LIFE Gallery of Photography</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Μπράβο, μαέστρο, στην πένα τα ζύγια σου...»</b></span></div><div><br /></div><div>Μόλις νύχτωσε, βγαίνω στη μεγάλη ταράτσα μου, σβήνω όλα τα φώτα στο διαμέρισμά μου για να μη με δουν απ’ τις γύρω πολυκατοικίες. Μα ποιος θα βγει στη βεράντα του με τέτοιο κρύο; Κοιτάω ολόγυρα. Όλα τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες με κατεβασμένα τα ρολά. Σκοτάδι. Τίποτα. Είμαι λεύτερος να δοκιμάσω τον καινούργιο αϊτό μου. Έχω φορέσει τις μαλακές παντόφλες μου για να μην κάνω θόρυβο και μ’ ακούσουν απ’ τον κάτου όροφο οπού μένει ο συνταξιούχος συμβολαιογράφος κι η παράλυτη γυναίκα του. Ο άνεμος είναι ευνοϊκός. Μονάχα που πλαταγίζουν πιότερο απ’ όσο πρέπει τα χαρτιά, η ουρά, τ’ αυτιά του αϊτού μου. <b>Ήσυχα, μωρό μου, του λέω, κι αρχίζω να τρέχω στην ταράτσα μου αμολώντας λίγα μέτρα σπάγκο. Βρε, κέφι που το ’χει το πουλί μου να πετάξει τ’ αψήλου. Μπράβο, μαέστρο, στην πένα τα ζύγια σου. </b></div><div><br /></div><div>Κείνη τη στιγμή δυο παιδικές φωνές: Κύριε Ίων, χαρταϊτούς αμολάτε; (Βρε τα μπαστάρδικα· είναι τα δυο παιδιά, κοριτσάκι κι αγόρι, του πλαϊνού διαμερίσματος· φαίνεται έχουν σκαρφαλώσει πάνω σε καρέκλες και κοιτάνε πάνω απ’ το σιδερένιο κάδρο του τζαμένιου παραπετάσματος που χωρίζει τη βεράντα τους απ’ τη δική μου). Όχι, παιδιά μου· ο άνεμος έφερε στην ταράτσα μου έναν χαρταϊτό· κάποιο τρελόπαιδο φαίνεται θα τον αμόλησε νυχτιάτικα, κόπηκε ο σπάγκος κι έφτασε ως εδώ. Δε μας τον δίνετε εμάς; Δεν μπορώ· πρέπει να τον επιστρέψω στο παιδί που τον έχασε. Τα παιδιά χαχανίζουν...Χάλασε ο κόσμος. </div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjX1xjECaqR6TehjvA0aC7l1tfxSCYdu-QP4RntSfv0qbSniaSk9WWVu0APoOM1BmLcsjVZJVeyPWJ8yVitfL1FbklLOuOAmDECfkkCKX6lU-OM0orR-czMVgFT83MxPD9d26FM9IxnbKY/s640/63a7f690c102ec6e6643cf05101250ea.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjX1xjECaqR6TehjvA0aC7l1tfxSCYdu-QP4RntSfv0qbSniaSk9WWVu0APoOM1BmLcsjVZJVeyPWJ8yVitfL1FbklLOuOAmDECfkkCKX6lU-OM0orR-czMVgFT83MxPD9d26FM9IxnbKY/w500-h640/63a7f690c102ec6e6643cf05101250ea.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Prague 1961. Verses for children illustrated by Ota Janeček.</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ασπίδες χάρτινες, αλλά γερές κι αδιαπέραστες...»</b></span></div><div><br /></div><div>Μπαίνω μέσα. Κατεβάζω τα παντζούρια στα πορτοπαράθυρα. Παίρνω τον χαρταϊτό στα γόνατά μου. Είσαι άταχτο παιδί, του λέω. Πολλή φασαρία κάνεις. Θα μας πάρει χαμπάρι η γειτονιά. Και τι θα πει ο φούρναρης, ο χασάπης, η κυρία Κατίνα και τα καθρεφτάκια της; <b>Τι παράπονο έχεις από μένα; Εγώ σου ζωγράφισα και πουλιά και ψάρια και λουλούδια και το γαϊδουράκι με τα δυο κοφίνια πατάτες. Ούτε ο Ήφαιστος δεν έσιαξε τόσα πράματα στην ασπίδα του Αχιλλέα. Μα μήπως κι εσείς δεν είσαστε οι ασπίδες μου; Χάρτινες ασπίδες, θα πεις. Ναι, χάρτινες, αλλά γερές, αδιαπέραστες. Με προστατεύουν από τις επιθέσεις του χρόνου, απ' τη σκληρότητα, απ' την ασκήμια</b>, απ' τους κάθε λογής Κυπαρίσσηδες και Βροντόσαυρους, μου κρατάνε πάντα τη θέση μου στο μεγάλο καναπέ, μες στο ιερό οτου Ελκομένου, μαζί με τον Αργύρη, το Σταυράκη, τον Κοκοβιό, μαζί με τα διάτρητα χέρια του Εσταυρωμένου και τα μεγάλα μάτια της Παναγίας, τα πιο λυπημένα όλου του κόσμου. <b>Άντεστε το λοιπόν, χηνάκια μου, μωρά μου, ώρα να κοιμηθούμε.</b></div><div><br /></div><div><b>Τσιμουδιά. Να μη μας πάρουνε είδηση. Εμείς θα τα λέμε μεταξύ μας, κι αύριο μεθαύριο μπορεί να τ’ ακούσουν κι άλλοι. Αυτοί που μάθαν να χαμογελάνε κατά μέσα τους και να ταΐζουν τα σπουργίτια στην αυλή τους.</b> Ανεβαίνω στο σιδερένιο σκαμνί κι' αφήνω τον χαρταϊτό μου στο πατάρι, πάνω απ’ το λουτρό, μαζί με τ’ αδερφάκια του. Καληνυχτούδια μωρά μου, καλά όνειρα. <b>Όποιος αγαπάει ένα πουλί, ένα άστρο, ένα παιδί, αυτός πάντα του βλέπει όμορφα όνειρα κι ο κόσμος γίνεται όμορφος ως πέρα απ’ τον ύπνο του, ως πίσω απ’ τα κλεισμένα μάτια του, ως μέσα στο πιο άγνωστο χαμόγελό του</b>...Καληνύχτα.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">ΑΘΗΝΑ, 16.ΙΙ.84</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς, </div><div style="text-align: right;">Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, τόμος 5, εκδόσεις Κέδρος</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjffC0iTW8iCAUKkN5miAPSR9MT4IFtgWccSEO5xIDmRTPVsQsUjKC-805Ivjur6yjjwYh-0-22RvZsl0goz1QT_7DL_hhioPsSI0pLgfo7AJR3gjTaSPFeVFBhO8nvLsmBbtAp5t3WroU/s2048/58b3450e3ed9e894442cccd4667753e2.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjffC0iTW8iCAUKkN5miAPSR9MT4IFtgWccSEO5xIDmRTPVsQsUjKC-805Ivjur6yjjwYh-0-22RvZsl0goz1QT_7DL_hhioPsSI0pLgfo7AJR3gjTaSPFeVFBhO8nvLsmBbtAp5t3WroU/w640-h494/58b3450e3ed9e894442cccd4667753e2.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Συνοικία το όνειρο,1961,σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη και σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά. </div><div style="text-align: center;">Πρωταγωνιστούν: Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης και Αλίκη Γεωργούλη.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div><br /></div></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-44693869426044314382021-10-30T16:26:00.000+03:002021-10-30T16:33:13.183+03:00Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει...<div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEikNDtAi5lDHsHnZAZdSb4tfj25bPCJWFKdGd4k-SMs18xghOpGVkiGRUPF4UIPh_OTlBs2w7z2Ko5e-l3ojc5fWT4BFV4jvo6G2mSeIXGbZQmhazU9IvS-Jzyx8iC9FZueyegp36UPfLk/s648/jro-ive-missed-you-r1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEikNDtAi5lDHsHnZAZdSb4tfj25bPCJWFKdGd4k-SMs18xghOpGVkiGRUPF4UIPh_OTlBs2w7z2Ko5e-l3ojc5fWT4BFV4jvo6G2mSeIXGbZQmhazU9IvS-Jzyx8iC9FZueyegp36UPfLk/w640-h514/jro-ive-missed-you-r1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«I’ve Missed You» by Jeff Rowland</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μπήκε ο Νοέμβρης...</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><b>Μπήκε ο Νοέμβρης και ταξιδεύει</b>· μ’ ένα τρένο, μ' ένα πλοίο, με ΚΤΕΛ. Ολόχρυσα δέντρα λίγα και γυμνά, πολλά όμως τα πεσμένα φύλλα - κίτρινα, κόκκινα, διπρόσωπα - και </span><span style="font-family: arial;">δάκρυα που σωπαίνουν στων φύλλων την άκρη.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span><b>Νοέμ</b></span><b>βρης με ομίχλες, σύννεφα μολυβιά, ψιλόβροχο</b>, </span><span style="font-family: arial;"><b>μπόρες</b></span><span style="font-family: arial;">, </span><span style="font-family: arial;">να σ’ αρπάζει η βροχή </span><span style="font-family: arial;">σ’ όνειρο ξένο,</span><span style="font-family: arial;"> να μαυρίζει απ' το νερό η γκρίζα πέτρα, μια κίτρινη σελήνη κι ο </span><span style="font-family: arial;">άνεμος να παίρνει γράμματα, αγάπες, στιγμές ή να φέρνει ρίγη και κρυφή προσμονή.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial; text-align: center;"><b>Μικρός Νοέμβρης, αδιατάρακτος</b> - τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο - άλλοτε να παίρνει τη μορφή της </span><span style="font-family: arial; text-align: center;">που</span><span style="font-family: arial;"> ανοίγει πληγές,</span><span style="font-family: arial; text-align: center;"> που κρατάει δυο χρόνια με απατηλές υποσχέσεις, στάχτη χωρίς φωτιά </span><span style="font-family: arial; text-align: center;"> κι άλλοτε πάλι στο έμπα του χειμώνα, ν' ανάβει καλοκαίρι σε μάτια ηλιοβρεγμένα, σε βλέμματα μεθυσμένα</span><span style="font-family: arial; text-align: center;">, σε φιλιά ζεστά.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας, της ιερής συγκομιδής, εποχή των χρυσανθέμων, εορτών και επετείων</b> - του Αγίου Μηνά, των Αρχαγγέλων, τ' Αγιαντρεός που αντρειεύει το κρύο και του Πολυτεχνείου της γενιάς μας - ευκαιρία για δηλώσεις, σημαίες,</span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">συνθήματα, ντουντούκες κι οργή. </span><b><span style="font-family: arial;">Κι αν το μέλλον το καίμε ή το κάψαμε κιόλας, μένει το κέρδος σωμάτων, η αλήθεια των ψυχών και κείνα </span><span style="font-family: arial;">τα όνειρα των εραστών του Νοεμβρίου, που ποτέ δε σβήνουν...</span></b></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiS_U2F_Y26v5dDMmzXZOxsnhniLe8ta0irOr7VT3TtKmxtV05bwyC0HBNie4xiwaufwwe0Wt3_-COgFx38NzXezvhjxamRStvmQGMIaqbYuvrTVdZjODpQkUeVueEWuoAS4CqlZIg0V5E/w485-h640/ceb1cf81ceb3cf85cf81cf8ccf82-cebfcf85cebcceb2ceadcf81cf84cebfcf82-ceb7-cebacf85cf81ceafceb1-cebcceb5-cf84ceb1-cf87cf81cf85cf83ceaccebd.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Ουμβέρτος Αργυρός (1884-1963), Η κυρία με τα χρυσάνθεμα</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μπήκε ο Νοέμβρης </b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Το χτες που μ’ αφήνει, μια μέρα μου σβήνει,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">το σήμερα τρέχει και δε με προσέχει,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ας μη με προσέξει μέχρι να φέξει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και τ’ αύριο σαν φτάσει, θα μ’ έχει ξεχάσει.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Και μπήκε ο Νοέμβρης, πώς θα ΄ρθεις να με βρεις,</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>με τόσο χειμώνα πού να `βρω κρυψώνα,</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">να μην με αρπάξει, ρυτίδα μου φτιάξει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κι ο Μάρτης σαν φτάσει, θα μ’ έχει ξεχάσει.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Την Άνοιξη θα `ρθεις, θ’ ανοίγει ο Μάρτης,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">θα δεις, θα `μαι μόνο παιδί είκοσι χρόνων,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κι ας βρήκα κρυψώνες σαράντα χειμώνες,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">θα δεις, θα `μαι μόνο παιδί είκοσι χρόνων.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Στίχοι, μουσική & ερμηνεία: Λαθρεπιβάτες (Παντελής Θαλασσινός & Γιάννης Νικολάου)</div><div style="text-align: right;">(από τον δίσκο «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», 1987)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="337" src="https://www.youtube.com/embed/Y6eZhGFERDg" width="580" youtube-src-id="Y6eZhGFERDg"></iframe></div><br /></span><div><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αθήνα Λάρισα ωραία Θεσσαλία</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">με μια πληγή από παλιά μελαγχολία</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">μ' ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">μ' ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας με καράβι ταξιδεύει</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Χανιά Ηράκλειο και κόλπο Μιραμπέλου</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">μεθυστικά στα πανηγύρια μνημονεύει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Αγ.Μηνά και Μιχαήλ του Αρχαγγέλου</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας με το ΚΤΕΛ στην Πάτρα πάει</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">μέρα γιορτής νιώθει το κρύο ν' αγριεύει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">αφού ευχήθηκε στην πόλη που αγαπάει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τριάντα μέρες στη βαλίτσα του μαζεύει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρης μήνας...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης</div></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Mουσική και ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">(από το άλμπουμ «Καλαντάρι», 2006</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="374" src="https://www.youtube.com/embed/cD_TxM6aOTI" width="531" youtube-src-id="cD_TxM6aOTI"></iframe></div></div><div><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει...</b></div></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Το τρένο φεύγει στις οκτώ ταξίδι για την Κατερίνη</div><b><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει να μη θυμάσαι στις οκτώ</b></div><div style="text-align: center;"><b>να μη θυμάσαι στις οκτώ το τρένο για την Κατερίνη</b></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει.</b></div></b><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σε βρήκα πάλι ξαφνικά να πίνεις ούζο στου Λευτέρη</div><div style="text-align: center;">νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη να 'χεις δικά σου μυστικά</div><div style="text-align: center;">να 'χεις δικά σου μυστικά και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει</div><div style="text-align: center;">νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Το τρένο φεύγει στις οκτώ μα εσύ μονάχος έχεις μείνει</div><div style="text-align: center;">σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη μες στην ομίχλη πέντε οκτώ</div><div style="text-align: center;">μες στην ομίχλη πέντε οκτώ, μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνη</div><div style="text-align: center;">σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><b><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει</b></div><div style="text-align: center;"><b>να μη θυμάσαι στις οχτώ</b></div><div style="text-align: center;"><b>το τρένο για την Κατερίνη…</b></div></b><div style="text-align: right;">Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης </div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη</div></span></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">(από το δίσκο «Τα λαϊκά», 1968)</span></div><div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="367" src="https://www.youtube.com/embed/CbVJ4tMB8Bw" width="524" youtube-src-id="CbVJ4tMB8Bw"></iframe></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Νοέμβριος ήταν και τότε...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στο μάκρος του δρόμου τα φύλλα πεθαίνουν</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Κι απάνω στα φύλλα τα δάκρυα σωπαίνουν</div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβριος ήταν και τότε</b></div><div style="text-align: center;"><b>Ποιος χρόνος αλήθεια και πότε</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Εσύ το λησμόνησες πια</div><div style="text-align: center;">μα εγώ καθώς πέφτουν τα φύλλα</div><div style="text-align: center;">ξανά με βαθειά ανατριχίλα</div><div style="text-align: center;">θυμάμαι χαμένα φιλιά...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβριος ήταν και τότε</b></div><div style="text-align: center;"><b>ποιος χρόνος αλήθεια και πότε</b></div><div style="text-align: center;">Εσύ το λησμόνησες πια χαμένα φιλιά</div><div style="text-align: center;">και κίτρινα φύλλα παντού ερημιά.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τα φύλλα πεθαίνουν στου δρόμου τα μάκρη</div><div style="text-align: center;">Τα δάκρυα σωπαίνουν στων φύλλων την άκρη</div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβριος ήταν αλήθεια</b></div><div style="text-align: center;"><b>που μου 'φερες τα παραμύθια</b></div><div style="text-align: center;"><b>του κόσμου με μια σου ματιά...</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Ζακ Ιακωβίδης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Κλειώ Δενάρδου, 1970</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="399" src="https://www.youtube.com/embed/svGUUEsbOGw" width="480" youtube-src-id="svGUUEsbOGw"></iframe></div></div></span><div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Του Νοεμβρίου τα καφενεία...τ</b><span style="text-align: left;"><b>ου Νοεμβρίου </b></span><b style="text-align: left;">τις Κυριακάδες</b></span></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b>Του Νοεμβρίου τα καφενεία</b></div><div style="text-align: center;">τάβλι, κολτσίνα, πρέφα, πικέτο</div><div style="text-align: center;">και πότε- πότε Αβησσυνία</div><div style="text-align: center;">τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Του Νοεμβρίου τις Κυριακάδες</b></div><div style="text-align: center;">πάμε στην ΑΕΚ με τον Σπυρέτο</div><div style="text-align: center;">κι ύστερα γκρίνια, βρισιές, καυγάδες</div><div style="text-align: center;">τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πότε κηδεία και πότε γάμος</div><div style="text-align: center;">βάζουμε σκούρα, κλαίμε, γελάμε</div><div style="text-align: center;">τα βάσανά μας δυο χούφτες άμμος</div><div style="text-align: center;">κι έτσι περνάμε κι έτσι γερνάμε</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος </div><div style="text-align: right;">Μουσική: Βασίλης Κουμπής</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης </div><div style="text-align: right;">(από το δίσκο «12 μήνες», 1971)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="331" src="https://www.youtube.com/embed/yRp7UrKN8zo" width="446" youtube-src-id="yRp7UrKN8zo"></iframe></div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Πάλι Νοέμβριος όπως και τότε...</span></b></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b>Ήταν Νοέμβριος όπως και τώρα</b></div><div style="text-align: center;">στο δάσος παίζαμε πάλι κρυφτό</div><div style="text-align: center;">κι όταν εξέσπασε Θεέ μου η μπόρα</div><div style="text-align: center;">σμίξαν τα χείλη μας φιλί ζεστό</div><div style="text-align: center;">κι όταν εξέσπασε Θεέ μου η μπόρα</div><div style="text-align: center;">σμίξαν τα χείλη μας φιλί ζεστό</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Πάλι Νοέμβριος όπως και τότε</b></div><div style="text-align: center;">τα τρένα κύλαγαν απ' το σταθμό</div><div style="text-align: center;">φεύγουν για πόλεμο οι στρατιώτες</div><div style="text-align: center;">μη κλαίς καρδούλα μου θα ξαναρθώ</div><div style="text-align: center;">φεύγουν για πόλεμο οι στρατιώτες</div><div style="text-align: center;">μη κλαίς καρδούλα μου θα ξαναρθώ</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Στίχοι & μουσική: Γιώργος Κριμιζάκης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Δημήτρης Ζευγάς, 1972</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="295" src="https://www.youtube.com/embed/Wq2YlDOmU6s" width="519" youtube-src-id="Wq2YlDOmU6s"></iframe></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Θυμάμαι του Νοέμβρη τα στερνά...</b></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Θυμάμαι τη βραδιά στις φυλλωσιές</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">που μ’ έμαθες γι’ αγάπη να μιλάω,</div><div style="text-align: center;">τον έρωτα στις ακροθαλασσιές</div><div style="text-align: center;">θυμάμαι, αγαπημένε, και ριγάω.</div><div style="text-align: center;">Θυμάμαι και πως θα ’θελα ξανά</div><div style="text-align: center;">να βγάλω μια κραυγή, να ξεψυχήσω,</div><div style="text-align: center;">τον έρωτα που μου ’μαθες εσύ</div><div style="text-align: center;">ακόμα μια φορά να ξαναζήσω.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Καρδούλα μου, μην κλαις και μη λυπάσαι,</div><div style="text-align: center;">μονάχα να χτυπάς και να θυμάσαι,</div><div style="text-align: center;">καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,</div><div style="text-align: center;">μονάχα πες του πως τον αγαπάς,</div><div style="text-align: center;">καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,</div><div style="text-align: center;">μονάχα πες του πως τον αγαπάς.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Θυμάμαι τις απέραντες στιγμές,</div><div style="text-align: center;">θυμάμαι λεπτομέρειες, θυμάμαι,</div><div style="text-align: center;">τον ήλιο, τη βροχή, τις αστραπές,</div><div style="text-align: center;">απάνω στο κορμί μου να γλεντάνε.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Θυμάμαι του Νοέμβρη τα στερνά,</b></div><div style="text-align: center;"><b>που μου ’λεγες "Τρελή σε αγαπάω",</b></div><div style="text-align: center;"><b>θυμάμαι και δε γίνεται αλλιώς</b></div><div style="text-align: center;"><b>μονάχα να φωνάξω πως πονάω.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Καρδούλα μου, μην κλαις και μη λυπάσαι,</div><div style="text-align: center;">μονάχα να χτυπάς και να θυμάσαι,</div><div style="text-align: center;">καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,</div><div style="text-align: center;">μονάχα πες του πως τον αγαπάς,</div><div style="text-align: center;">καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,</div><div style="text-align: center;">μονάχα πες του πως τον αγαπάς.</div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: right;">Στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης </div><div style="text-align: right;">Μουσική: Γιώργος Κριμιζάκης </div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Καίτη Χωματά</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Θα σου δώσω τις χαρές όλου του κόσμου», 1977</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="316" src="https://www.youtube.com/embed/fhos4cgz9Xo" width="539" youtube-src-id="fhos4cgz9Xo"></iframe></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις</b></div><div style="text-align: center;">έκλεισε η πόρτα της προσμονής.</div><div style="text-align: center;">Σβήνω στην πίκρα μιας Κυριακής</div><div style="text-align: center;">και συ φαντάρος μες στο Κιλκίς.</div><div style="text-align: center;">Ούτε στο χάρτη δεν υπάρχουν δρόμοι</div><div style="text-align: center;">και οι ταχυδρόμοι χάσαν τη φωνή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις</b></div><div style="text-align: center;">κι είναι το τέλος κάποιας αρχής.</div><div style="text-align: center;">Σβήνω στην πίκρα της λησμονιάς</div><div style="text-align: center;">και συ φαντάρος της μοναξιάς.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ούτε στο χάρτη δεν υπάρχουν δρόμοι</div><div style="text-align: center;">και οι ταχυδρόμοι χάσαν τη φωνή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις</b></div><div style="text-align: center;">κι είναι γραμμένο να μ’ αρνηθείς.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Στίχοι & μουσική: Τάκης Μουσαφίρης </div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Κατερίνα Στανίση</div><div style="text-align: right;">(από το album «Ακόμα μια μέρα», 1984)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="396" src="https://www.youtube.com/embed/HUkPIudu9VA" width="477" youtube-src-id="HUkPIudu9VA"></iframe></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: right;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Νοέμβρη μήνα δεκατρείς...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Νοέμβρη μήνα δεκατρείς ήτανε που σε ξαναπήρα</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b>για το ταξίδι της ζωής στων αστεριών το δρόμο γύρα.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σε πήρα δρόμο στα παλιά, γνώριμα μέρη, ξεχασμένα,</div><div style="text-align: center;">παίζανε Σεραφείμ μικρά και τραγουδάγανε για σένα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρη μήνα δεκατρείς ήτανε που σε ξαναπήρα</b></div><div style="text-align: center;"><b>για το ταξίδι της ζωής στων αστεριών το δρόμο γύρα.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι ως κοίταζα τα μάτια μου μες στα δικά σου μάτια,</div><div style="text-align: center;">μεθούσα και χανόμουνα σ’ άγνωρα μονοπάτια,</div><div style="text-align: center;">μεθούσα και χανόμουνα σ’ άγνωρα μονοπάτια,</div><div style="text-align: center;">ως κοίταζα τα μάτια μου μες στα δικά σου μάτια.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρη μήνα δεκατρείς άναψε πάλι καλοκαίρι</b></div><div style="text-align: center;"><b>μέσα στου κόσμου τη βοή, ποιος άλλος άραγε το ξέρει.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μέρα δε θα ’χει τελειωμό τούτο το όνειρο για σένα</div><div style="text-align: center;">δίνουν και δένουν το χαμό τα μάτια σου τα ηλιοβρεγμένα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρη μήνα δεκατρείς άναψε πάλι καλοκαίρι</b></div><div style="text-align: center;"><b>μέσα στου κόσμου τη βοή, ποιος άλλος άραγε το ξέρει.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Νίκος Πανδής</div><div style="text-align: right;">Μουσική &ερμηνεία: Σπύρος Σαμοΐλης</div><div style="text-align: right;">(από το δίσκο «Λαϊκές Εικόνες», 1985)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="371" src="https://www.youtube.com/embed/JZwSYIKS8i4" width="447" youtube-src-id="JZwSYIKS8i4"></iframe></div><br /><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή</b></span></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Μπλέ μολυβί, σύννεφο γκρι,</div><div style="text-align: center;">άνεμος φέρνει κρυφή προσμονή,</div><div style="text-align: center;">νύχτα ψυχρή πέφτει θαμπή,</div><div style="text-align: center;">ριγάει το πάτωμα στην επαφή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Γόβα ψηλή, γάμπα χυτή,</div><div style="text-align: center;">μες στο μετάξι θεά σκωπτική,</div><div style="text-align: center;">μάτια κλειστά, μπλε μολυβί</div><div style="text-align: center;"><b>είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Φως αμυδρό των αστεριών,</div><div style="text-align: center;">θέα στη θάλασσα των ποιητών,</div><div style="text-align: center;">πιάνο με ουρά, κρίνοι λευκοί,</div><div style="text-align: center;">του φθινοπώρου το βαλς ενοχή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Αρχίζει ο χορός, την οδηγεί,</div><div style="text-align: center;">στο βλέμμα χάνεται, λιώνει και ζει,</div><div style="text-align: center;">μάτια κλειστά, μπλε μολυβί,</div><div style="text-align: center;"><b>είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή.</b></div><div><div><br /></div></div><div style="text-align: right;">Στίχοι: Αναστασία Μητσοπούλου</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Aπόλλων Κουσκουμβεκάκης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Άννα Ματσούκα - Athens Chamber Orchestra</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Θα 'θελα»,εκδόσεις «Καθρέφτης»</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="349" src="https://www.youtube.com/embed/fYh9iEjm0hM" width="520" youtube-src-id="fYh9iEjm0hM"></iframe></div><br /><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αρχές Νοέμβρη θα χιονίσει...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...] <b>Αρχές Νοέμβρη θα χιονίσει</b></div><div style="text-align: center;"><b>η απουσία σου θα ντύσει γη κι ουρανό.</b></div><div style="text-align: center;">Κι εγώ θα νιώθω πως παγώνω</div><div style="text-align: center;">σαν το καράβι που `ναι μόνο σ’ ωκεανό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Θ’ αλλάζουν μήνες κι εποχές</div><div style="text-align: center;">και τις λιακάδες οι βροχές θ’ ακολουθάνε</div><div style="text-align: center;">κι αν μπαίνουν τ’ άστρα σε τροχιές</div><div style="text-align: center;">χωρίς εσένα οι εποχές το ίδιο θα `ναι.</div><div style="text-align: right;">Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Γιώργος Αρσενίδης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Βούλα Σαββίδη</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Αλκυονίδα μέρα», 1996</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="323" src="https://www.youtube.com/embed/Il9RmL32Xyg" width="477" youtube-src-id="Il9RmL32Xyg"></iframe></div><br /><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Νοέμβρης και σ’ αρπάζει η βροχή...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Τα φώτα στην Πανόρμου νυσταγμένα</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">τσιγάρο που τελειώνει στα χείλη σου η ζωή</div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρης και σ’ αρπάζει η βροχή</b></div><div style="text-align: center;"><b>σ’ όνειρο ξένο</b></div><div style="text-align: center;">Το πλήθος που βουλιάζει στην πλατεία</div><div style="text-align: center;">καράβι μεθυσμένο στα χέρια ποιητών</div><div style="text-align: center;">κι εσύ με τα σημάδια των καιρών</div><div style="text-align: center;">σ’ όνειρο ξένο</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όπως διπλώνουν οι σημαίες στη Σταδίου</div><div style="text-align: center;">και τα ραδιόφωνα σωπαίνουν</div><div style="text-align: center;">μ’ ένα χασάπικο παλιό</div><div style="text-align: center;">σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά</div><div style="text-align: center;">μεσ’ το ψιλόβροχο και μεσ’ την παγωνιά</div><div style="text-align: center;">σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τα όνειρα δεμένα στα λιμάνια</div><div style="text-align: center;">βαγόνια σκουριασμένα σε άγονες γραμμές</div><div style="text-align: center;">κι εσύ φωτογραφία απ’ το χθες</div><div style="text-align: center;">σ’ όνειρο ξένο</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ματιές που αλητεύουν στο σκοτάδι</div><div style="text-align: center;">τα λόγια που δεν είπες στο στόμα σου πληγή</div><div style="text-align: center;">κορμιά που ταξιδέψαν τη σιωπή</div><div style="text-align: center;">σ’ όνειρο ξένο</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όπως διπλώνουν οι σημαίες στη Σταδίου</div><div style="text-align: center;">και τα ραδιόφωνα σωπαίνουν μ’ ένα χασάπικο παλιό</div><div style="text-align: center;">σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά</div><div style="text-align: center;">μεσ’ το ψιλόβροχο και μεσ’ την παγωνιά</div><div style="text-align: center;">σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Στίχοι & μουσική: Γιώργος Σταυρακάκης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Γεωργία Γρηγοριάδου</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Carousel», εκδόσεις «Καθρέφτης ήχων αληθινών», 2008</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="404" src="https://www.youtube.com/embed/exasnTYzve0" width="533" youtube-src-id="exasnTYzve0"></iframe></div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο φετινός Νοέμβρης λέει πως δε θα ’ρθεις...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ο φετινός Νοέμβρης κράτησε δυο χρόνια.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Του χρόνου θα κρατήσει τα διπλά.</b></div><div style="text-align: center;">Θα `ναι ο καιρός που θα περνάει απατηλά</div><div style="text-align: center;">και θα υπόσχεσαι για μένα πιο πολλά</div><div style="text-align: center;">και δε θ’ αφήσεις να χαθώ στα μαύρα χιόνια.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ο φετινός Νοέμβρης θα `χει τη μορφή σου.</b></div><div style="text-align: center;">Θα `χει σιωπή στα χείλη και παλιές βροχές</div><div style="text-align: center;">για ό,τι συντηρείται με τις προσευχές</div><div style="text-align: center;">και όσα περιμένουν άρρωστες ψυχές.</div><div style="text-align: center;">Μονάχα εγώ θα ζω για την επιστροφή σου.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ο φετινός Νοέμβρης λέει πως δε θα ’ρθεις</b></div><div style="text-align: center;">και δε θ’ αγγίξω ό,τι αγάπησα πολύ.</div><div style="text-align: center;">Τρομάζει πάντα η ομορφιά σου το φιλί.</div><div style="text-align: center;">Κορμί, ψυχή σπασμένα όλα σαν γυαλί.</div><div style="text-align: center;">Η ομορφιά σου καίει ερήμην κάποιας στάχτης.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Ζαχαρίας Καρούνης </div><div style="text-align: right;">(από το album «Απ' το μηδέν», 2015)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="341" src="https://www.youtube.com/embed/Ubuj5TkG-xk" width="557" youtube-src-id="Ubuj5TkG-xk"></iframe></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Όσα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου...</b></span></div></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα</div><div style="text-align: center;"><b>που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου...</b></div><div style="text-align: center;">Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,</div><div style="text-align: center;">ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,</div><div style="text-align: center;">Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,</div><div style="text-align: center;">Σε όνειρα…</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου</div></span><p style="text-align: center;"></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTb7yC7cjiFwPaw3vn1pvilevyse1QmdTAnneyyiN3JKDMaM4yDAWMrRSENGWzf0Zisx2nIYCuFEXuFbe1oSFkm8lu69a3cbNcRefeXlCOPQzSmSGNYGECklwaSgOC3KlnRNVARPPwgFE/s750/november-first.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTb7yC7cjiFwPaw3vn1pvilevyse1QmdTAnneyyiN3JKDMaM4yDAWMrRSENGWzf0Zisx2nIYCuFEXuFbe1oSFkm8lu69a3cbNcRefeXlCOPQzSmSGNYGECklwaSgOC3KlnRNVARPPwgFE/w640-h468/november-first.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Andrew Wyeth, November First, 1950</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">[...] Τα Φύλλα ζήτησαν άδεια και την πήραν –</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b>Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του</b></div><div style="text-align: center;">Πάνω σε καρφί Βελουδένιο.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Emily Dickinson, Έλα στον κήπο μου. Ποιήματα,</div><div style="text-align: right;">μτφρ. Κώστας Λάνταβος, εκδόσεις Αρμός, 2013</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqRT0O2ep_akuDNAKReyGQpq6YTkc9csGWxjVasx-OPIoRDEYfasl3UUMpuD6AtLvspD9KdBmdEURskxCrAwuR1xrfSnG4wfwOnME5V-hRvTQTekxIxsktwm1Jp3OWXX0rmRqojtE7AC4/s532/85506f4c79e1dd042075a26030432f22.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqRT0O2ep_akuDNAKReyGQpq6YTkc9csGWxjVasx-OPIoRDEYfasl3UUMpuD6AtLvspD9KdBmdEURskxCrAwuR1xrfSnG4wfwOnME5V-hRvTQTekxIxsktwm1Jp3OWXX0rmRqojtE7AC4/w640-h638/85506f4c79e1dd042075a26030432f22.jpg" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">«November Fog», Nicholas Bell Photography</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης...</span></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[…] <b>Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης</b></div><div style="text-align: center;">με σημαίες παντού χθεσινής βροχής</div><div style="text-align: center;">παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –</div><div style="text-align: center;">δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Κική Δημουλά, Ατροφικό ένστικτο, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, 2011</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhLNytgLcehsV6bIz83f7apxp3keXqDi-EXO1JqHXAehE2gMBXOrMFVfGIGDH04fz2H8aMdFVCl4IYkojJDiHxu08BIBGiUkrL0I8kdg5MbQMTc4Xcw568Mk8pezaT0HgT7PeFFbm9Qagk/s1122/november-1882%25281%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhLNytgLcehsV6bIz83f7apxp3keXqDi-EXO1JqHXAehE2gMBXOrMFVfGIGDH04fz2H8aMdFVCl4IYkojJDiHxu08BIBGiUkrL0I8kdg5MbQMTc4Xcw568Mk8pezaT0HgT7PeFFbm9Qagk/w472-h640/november-1882%25281%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Carl Larsson, November, 1882</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μας άγγιξε ψυχρό </div><div style="text-align: center;">το φθινοπωρινό λυκόφως.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...] Μέσα στο δάσος </div><div style="text-align: center;">οι έρημοι πάγκοι</div><div style="text-align: center;">συνομιλούν μυστικά</div><div style="text-align: center;">με τα πεσμένα φύλλα</div><div style="text-align: center;">και με τους ίσκιους.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div style="text-align: center;">Εδώ κι εκεί απομένουν</div><div style="text-align: center;">τα μαύρα σημάδια</div><div style="text-align: center;">κι οι στάχτες</div><div style="text-align: center;">απ' τις φωτιές που ανάβαν</div><div style="text-align: center;">χαρούμενα παιδιά</div><div style="text-align: center;">τα βράδια του θέρους.</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...] <b>Στο άνοιγμα αυτό του δάσους</b></div><div style="text-align: center;"><b>φτάνουν τη νύχτα</b></div><div style="text-align: center;"><b>τα φοβισμένα ελάφια</b></div><div style="text-align: center;"><b>και κοιτάζουν με μάτια νωπά</b></div><div style="text-align: center;"><b>την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πόσα μάτια μας βλέπουν.</div><div style="text-align: center;">Δεν ωφελεί να κρυφτούμε.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία XXVΙ, </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα τόμος Α' (1930-1942), εκδόσεις Κέδρος</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhC9bHJ_LbjzKnCTQUiEMoZKEwUp2fvYWYi2ElZrdad39zDpYDjQFq3EbCWiHCk_N72XvD8QfCOQyjHuawM3fSpflwneMoY1PCR0fk8sBobvnVleSqTsqtGncoDqwaooLiZGCEDJ1kC47U/s685/november-moon-1942-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhC9bHJ_LbjzKnCTQUiEMoZKEwUp2fvYWYi2ElZrdad39zDpYDjQFq3EbCWiHCk_N72XvD8QfCOQyjHuawM3fSpflwneMoY1PCR0fk8sBobvnVleSqTsqtGncoDqwaooLiZGCEDJ1kC47U/w426-h640/november-moon-1942-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Paul Nash, November Moon, 1942</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Νοέμβρης μήνας...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Άφησέ τους ακόμα μια μέρα με τις μικρές τους λέξεις ,</div><div style="text-align: center;">με τους μικρούς περιπατητικούς θανάτους, <b>Νοέμβρης μήνας,</b></div><div style="text-align: center;"><b>κάτω απ τα </b><span style="text-align: left;"><b>λίγα ολόχρυσα δέντρα.</b></span></div><div style="text-align: center;">Θεέ μου τι μόνοι, τι ξένοι ο ένας στον άλλον…</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Σαν προσευχή, Γραφή τυφλού, εκδόσεις Κέδρος, 2002</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhUm3RxRbe9ykxXwLCagooOJLv0-b3BCcVxYZZtfMjnX7u80rSEsTut0gb3r0hu74kqg02ch7bjpAPswSt4-sPmQc8pDHtIJ_ZhKPeFjgnWC8pezONPMIOnLcEgiblOP1xV-ny-7Fg7G8s/s750/rainy-landscape-ii-1977.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhUm3RxRbe9ykxXwLCagooOJLv0-b3BCcVxYZZtfMjnX7u80rSEsTut0gb3r0hu74kqg02ch7bjpAPswSt4-sPmQc8pDHtIJ_ZhKPeFjgnWC8pezONPMIOnLcEgiblOP1xV-ny-7Fg7G8s/w640-h368/rainy-landscape-ii-1977.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Nikos Hadjikyriakos-Ghikas, Rainy Landscape II, 1977</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Νοέμβρης, βροχή, αναμονή...</b></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><b>Νοέμβρης· Οι δύο ευκάλυπτοι μες στη βροχή· τα σανιδένια τραπέζια· παλιές αποθήκες γυμνές· κόκκινος τοίχος μουσκεμένος· ούτε ξυλουργός ούτε τζαμάς ούτε ηλεκτρολόγος —κανένας.</b> Ένα, δύο, Κύριε, —γιατί; —Τέσσερα, εφτά, Κύριε, - πόσο; Τα σκαλοπάτια γλιστράνε. Ο φρουρός κατεβαίνει το λόφο. Ο άλλος επάνω στο φυλάκιο μ' ένα τρανζίστορ, Κύριε. Βρεγμένα τα μαλλιά σου —α, τα μαλλιά σου να τ ’ αγγίξω. Μου πήρε ο αγέρας άπ' το χέρι το τσιγάρο, το 'ριξε στη λάσπη. Α , Κύριε, πόσο; —πέντε, εφτά, και πέντε, εφτά, και πάλι πέντε.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Συνέχεια αναμονής· <b>Μήνες και μήνες περιμέναμε. Κοιτούσαμε το δρόμο. Τίποτα. Μαντατοφόρος δε φαινότανε. Το μονοπάτι πέτρες κι αγκάθια. Οχτώβρης, Νοέμβρης, Δεκέμβρης.</b> Και το μακρύ τραπέζι λησμονημένο κάτω απ’ τα δέντρα. Ώσπου, στο τέλος, έφτασε ο επιστάτης· ακούμπησε στο βρεγμένο τραπέζι τα δώδεκα μεγάλα ποτήρια. Το ’να τού έπεσε κάτω· έγινε θρύψαλα. Και θα ’πρεπε πάλι απ ’ την αρχή να περιμένουμε.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη [1967 - 1971], </div><div style="text-align: right;">[Σειρά πρώτη, Λέρος, Νοέμβριος 1967 - Ιανουάριος 1968], </div><div style="text-align: right;">Ποιήματα 1963-74,τόμος Ι' εκδόσεις Κέδρος</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjlhj6XFxj5iHa6ATM39aEqYyMsiLfFQb4o9TqMg_vZTEnb1DQw2H1c_8hdesfemKAq1Lj-uw8ta3E_L36e632NgYHnFMH8yNeP123BVFhbKuIAijbDB_fQsuJAlzUAjrQTaKrAg2YxIU/s2048/november-1890.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjlhj6XFxj5iHa6ATM39aEqYyMsiLfFQb4o9TqMg_vZTEnb1DQw2H1c_8hdesfemKAq1Lj-uw8ta3E_L36e632NgYHnFMH8yNeP123BVFhbKuIAijbDB_fQsuJAlzUAjrQTaKrAg2YxIU/w550-h640/november-1890.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Theodor Severin Kittelsen, November, 1890</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«...μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη»</b></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><div style="text-align: left;">Ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι του παράθυρου. <b>Το τζάμι πολύ ψυχρό —πιότερο τώρα, μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη.</b> Κάπου, μέσα στο σπίτι, πίσω από τη ράχη του, το νιώθει με ακρίβεια, είναι ενα κυκλικό στίγμα θερμότητας, — ναι, κυκλικό· — μήπως το ξυπνητήρι πάνω στο τραπέζι; μήπως το ποτήρι ή το ποίημα; — όχι· μάλλον τα μήλα ξεχασμένα στη φρουτιέρα της τραπεζαρίας, διπρόσωπα κι αυτά — κίτρινο, κόκκινο· —προφάσεις, προφάσεις· ενώ η σιωπή διαυγής, κρυσταλλωμένη ακινητεί στο τζάμι.</div><div><br /></div><div>Γιάννης Ρίτσος, Κρυστάλλωση, Χειρονομίες [1967 - 1970], </div><div>Ποιήματα, τόμος Ι', εκδόσεις Κέδρος</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="356" src="https://www.youtube.com/embed/uY4qDpNOE98" width="529" youtube-src-id="uY4qDpNOE98"></iframe></div><br /><div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Ψηλά στα Ζαγόρια, Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο...</span></b></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">«Μια εικόνα. Ενα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά. Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. <b>Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο.</b> Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά..." Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο. Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ.»</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div>[απόσπασμα από συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στη στήλη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 31/5/2002]</div></div><div><br /></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2VB0pkNd-MmRvGg7anSVHzhusHdEBCaB9Z7sAUi9m21uNaSssGuhFZF-d0p5_gRzqFpe0uP2y80xgLFpxBfRVMUL2CDPE7_I4l2Cvl_dFTp6U2xSo2krLzatzPuOFzEz1vq2bOp5cHyA/s995/2020112113580433-1000x1000.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="995" data-original-width="737" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2VB0pkNd-MmRvGg7anSVHzhusHdEBCaB9Z7sAUi9m21uNaSssGuhFZF-d0p5_gRzqFpe0uP2y80xgLFpxBfRVMUL2CDPE7_I4l2Cvl_dFTp6U2xSo2krLzatzPuOFzEz1vq2bOp5cHyA/w474-h640/2020112113580433-1000x1000.jpg" width="474" /></a></div><br /><div><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Μεγάλη στενοχώρια που του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε...»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...] Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.</div><div style="text-align: center;">Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει</div><div style="text-align: center;"><b>Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που</b></div><div style="text-align: center;"><b>Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. </div><div><br /></div><div>Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον, 1998, εκδόσεις Ίκαρος </div></div></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="353" src="https://www.youtube.com/embed/MM5LaLITQwM" width="502" youtube-src-id="MM5LaLITQwM"></iframe></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="322" src="https://www.youtube.com/embed/Zbu1GZRAwTE" width="493" youtube-src-id="Zbu1GZRAwTE"></iframe></div><div style="text-align: center;">Μουσική, πιάνο, ερμηνεία: Μιχάλης Τερζής</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><div style="text-align: right;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων ...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων</b> –</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.</div><div style="text-align: center;">Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων</div><div style="text-align: center;">τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει</b></div><div style="text-align: center;">σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική</div><div style="text-align: center;">κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη</div><div style="text-align: center;">θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div>Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι</div><div>κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.</div><div>Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι</div><div>σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.</div><div><br /></div><div>Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι</div><div>σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.</div><div>Να κατακτήσεις και το μπλε που είναι στον Άδη.</div><div>Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.</div><div><br /></div><div>Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι</div><div>πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.</div><div>Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι</div><div>γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.</div><div><br /></div><div>Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.</div><div>Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.</div><div>Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια</div><div>και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.</div><div><br /></div><div>Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –</div><div>διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.</div><div>Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος</div><div>να το φορέσουν των ανέμων εραστές.</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει</b></div><div style="text-align: center;">σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.</div><div style="text-align: center;">Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη</div><div style="text-align: center;">μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div>Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων</div><div>πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.</div><div>Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων</div><div>και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.</div><div><br /></div><div>Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.</div><div>Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.</div><div>Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις</div><div>κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.</b></div><div style="text-align: center;">Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.</div><div style="text-align: center;">Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων</div><div style="text-align: center;">πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά</div><div style="text-align: center;">έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων</div><div style="text-align: center;">τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Μάνος Ελευθερίου, Η δόξα των ανέμων </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">(Από την ποιητική συλλογή «Η πόρτα της Πηνελόπης», </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">2004, εκδόσεις Γαβριηλίδη</span>.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiO84inwy5ttt1zBFh6rIUJdjResLTK_SsOQCriunHUTWncua9LYS2yICYaoAmOFXk4NIgEfWbdeODuWSUqGfZ0HpcjH92R1_UHv-fhosYAk1MYl5iEad2nfN3zncV4tnQv2W9-JlsiVA8/s752/7e9f8277bd41e395f82132e22ae7c747.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiO84inwy5ttt1zBFh6rIUJdjResLTK_SsOQCriunHUTWncua9LYS2yICYaoAmOFXk4NIgEfWbdeODuWSUqGfZ0HpcjH92R1_UHv-fhosYAk1MYl5iEad2nfN3zncV4tnQv2W9-JlsiVA8/w480-h640/7e9f8277bd41e395f82132e22ae7c747.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«November Sea» by Carol Thompson</div><div style="text-align: center;">_______</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις...»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις,</div><div style="text-align: center;">αν γίνουν τα κύματα στεριά και γιασεμιά τα φύκια…</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Θα με θυμάσαι,</div><div style="text-align: center;">όταν στο μαξιλάρι το δάκρυ, θα κεντά την τελευταία φυγή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Θα γυρίσεις,</div><div style="text-align: center;">Αύριο, όταν η αξόδευτη αγάπη γίνει μοίρα ελεύθερη…</div><div><br /></div><div>Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα Νοέμβρης 2015</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="334" src="https://www.youtube.com/embed/bGpoU-w2ywY" width="470" youtube-src-id="bGpoU-w2ywY"></iframe></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Νοέμβρης μεθυσμένος...</b></span></div><div><br /></div></div><div style="text-align: center;">Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός, ο αέρας δυναμώνει</div><div style="text-align: center;">βάζω της μνήμης τα φτερά και βλέπω την οθόνη</div><div style="text-align: center;">στην Πλάκα και στο Σύνταγμα, με φίλους ξεχασμένους</div><div style="text-align: center;">σε μια ταινία εποχής να' μαστε συ κι εγώ.</div><div style="text-align: center;">Πέντε χρόνια μετά το εξήντα οκτώ...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πού με πας, εικόνα πού με πας</div><div style="text-align: center;">Με πονάς, για αγάπη όταν μιλάς</div><div style="text-align: center;">Εικόνα πού με πας...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Έμοιαζε σαν παραίσθηση, έτρεχα μαγεμένος</div><div style="text-align: center;"><b>το χέρι σου στο χέρι μου, Νοέμβρης μεθυσμένος</b></div><div style="text-align: center;"><b>σαν ψυχεδέλεια τρελή, που παίζει με το ψέμα</b></div><div style="text-align: center;">φλόγες του πάθους κι έκσταση, αίμα στο σκηνικό</div><div style="text-align: center;">τρέχεις εσύ από κει, κι εγώ από δω...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πού με πας, εικόνα που με πας</div><div style="text-align: center;">Με πονάς, γι' αγάπη όταν μιλάς</div><div style="text-align: center;">Εικόνα πού με πας...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός κι ό,τι με συντροφεύει</div><div style="text-align: center;">μέσα μου ζει αθάνατο κι έτσι θα πορευτώ</div><div style="text-align: center;">Μακριά απ'τη φθορά που μένει εδώ...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πού με πας, εικόνα πού με πας</div><div style="text-align: center;">Με πονάς, γι' αγάπη όταν μιλάς</div><div style="text-align: center;">Εικόνα πού με πας...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;">Στίχοι, μουσική & ερμηνεία: Νίκος Ζιώγαλας</div></div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Γυρνά ο καιρός», 1994)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="349" src="https://www.youtube.com/embed/1SKTQsL4xMs" width="512" youtube-src-id="1SKTQsL4xMs"></iframe></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: right;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Νοέμβρη μήνα στην Κοζάνη...</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Σε όποιο κρεβάτι κι αν κοιμάμαι</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">με το τραγούδι σου ξυπνώ</div><div style="text-align: center;">τα λόγια όλα τα θυμάμαι</div><div style="text-align: center;">κι όμως ξεχνάω το σκοπό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σε ποιο λιμάνι, σε ποια πόλη</div><div style="text-align: center;">βρέθηκα πάλι να γυρνώ</div><div style="text-align: center;">άγνωστος μέσα στους αγνώστους</div><div style="text-align: center;">αχ! Τι γύρευα, τι ζητώ.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και μες στη νύχτα προσπαθώ</div><div style="text-align: center;">να βρω το δρόμο</div><div style="text-align: center;">για να γυρίσω να σου πω</div><div style="text-align: center;">δυο λέξεις μόνο.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Νοέμβρη μήνα στην Κοζάνη</b></div><div style="text-align: center;">Δεκέμβρη στην Κομοτηνή</div><div style="text-align: center;">πρωτοχρονιάτικα στη Δράμα</div><div style="text-align: center;">με μια βαλίτσα στη βροχή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τώρα κατάλαβα τα λόγια</div><div style="text-align: center;">τώρα κατάλαβα γιατί,</div><div style="text-align: center;">γιατί το έβαλα στα πόδια</div><div style="text-align: center;">γιατί δεν ήρθα στη γιορτή.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Νίκος Πορτοκάλογλου</div><div style="text-align: right;">Μουσική & ερμηνεία: Νίκος Ζιώγαλας</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Αλλιώτικα φτερά», 2000)</div></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="373" src="https://www.youtube.com/embed/9EVNRK4Ilck" width="485" youtube-src-id="9EVNRK4Ilck"></iframe></div></span></div><div><br /><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ήταν 18 Νοέμβρη...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Ήταν 18 Νοέμβρη</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">πέρα στο Μακρούν μπροστά</div><div style="text-align: center;">φτάσαν ταχτικοί χακένιοι</div><div style="text-align: center;">με τα μεταγωγικά.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τα παιδιά τους καρτερούσαν</div><div style="text-align: center;">του στρατού του λαΐκού</div><div style="text-align: center;">και με τις χειροβομβίδες</div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τους εκάναν τ’ αλατιού</span><span style="font-family: arial;">.</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Behan Brendan & Βασίλης Ρώτας </div><div style="text-align: right;">Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη</div><div style="text-align: right;">(από το δίσκο «Ένας όμηρος», 1966)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="350" src="https://www.youtube.com/embed/R1MycuGvq48" width="587" youtube-src-id="R1MycuGvq48"></iframe></div><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«...του Νοέμβρη μια βραδιά»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Όπως κλείνουνε, όπως σβήνουνε</div><div style="text-align: center;">τα τριαντάφυλλα 'κει δα,</div><div style="text-align: center;"><b>έτσι κλείσανε και τα μάτια σου</b></div><div style="text-align: center;"><b>του Νοέμβρη μια βραδιά,</b></div><div style="text-align: center;"><b>έτσι κλείσανε και τα μάτια σου</b></div><div style="text-align: center;"><b>του Νοέμβρη μια βραδιά.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όπως φθινοπωριάζει,</div><div style="text-align: center;">φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,</div><div style="text-align: center;">ένα πεσμένο φύλλο,</div><div style="text-align: center;">άνθρωπος δίχως φίλο,</div><div style="text-align: center;">σπίτι που δεν γιορτάζει.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τώρα δίπλωσες, τώρα σταύρωσες</div><div style="text-align: center;">τις φτερούγες σου αϊτέ,</div><div style="text-align: center;">όλα τα 'λεγα, πως θα ορφάνευα</div><div style="text-align: center;">δεν το πίστευα ποτέ,</div><div style="text-align: center;">όλα τα 'λεγα, πως θα ορφάνευα</div><div style="text-align: center;">δεν το πίστευα ποτέ.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι όπως φθινοπωριάζει,</div><div style="text-align: center;">φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,</div><div style="text-align: center;">ένα πεσμένο φύλλο,</div><div style="text-align: center;">άνθρωπος δίχως φίλο,</div><div style="text-align: center;">σπίτι που δε γιορτάζει.</div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Σώτια Τσώτου.</div><div style="text-align: right;">Μουσική: Απόστολος Καλδάρας.</div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Χριστιάνα</div><div style="text-align: right;">(από το δίσκο «Σκόρπια φύλλα», 1975)</div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="320" src="https://www.youtube.com/embed/QYO0SsGY35U" width="484" youtube-src-id="QYO0SsGY35U"></iframe></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>17 του Νοεμβρίου</b></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>17 του Νοεμβρίου</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού</div><div style="text-align: center;">Οσίου Λαζάρου του ζωγράφου και Χαζάρου</div><div style="text-align: center;">Ζαχαρίου του σκυτοτόμου</div><div style="text-align: center;">Γενναδίου και Μαξίμου πατριαρχών</div><div style="text-align: center;">Νίκωνος μαθητού Σεργίου του Ρώσου και</div><div style="text-align: center;">του πολυτεχνείου της γενιάς μου</div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Στίχοι: Ηλίας Αναγνωστάκης</div><div>Μουσική & ερμηνεία: Ορφέας Περίδης </div><div>(από το δίσκο «Ονειροπόλων μόχθοι», 2011)</div></span></div></div></span></span></div></div></div></div>
<div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="403" src="https://www.youtube.com/embed/_V8k2lsLeXA" width="483" youtube-src-id="_V8k2lsLeXA"></iframe></div><br /><div><span style="font-family: arial; text-align: left;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Νοέμβρης...κι εδώ γινόταν του χαμού</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">[...] <b>Νοέμβρης ήταν η χρονιά</b></div><div style="text-align: center;"><b>κι εδώ γινόταν του χαμού</b></div><div style="text-align: center;"><b>εγώ ήμουν δεκαεννιά</b></div><div style="text-align: center;"><b>κι αυτή εβδομηντατρία</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και να που ερωτεύτηκα</div><div style="text-align: center;">κάποια χρονολογία</div><div style="text-align: center;">κι ο έρωτας κρατάει για καιρό</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μα έχει ο καιρός γυρίσματα</div><div style="text-align: center;">μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ</div><div style="text-align: center;">μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου</div><div style="text-align: center;">εκεί γύρω στα σαράντα</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Στα κόμματα γαντζώθηκαν</div><div style="text-align: center;">κι εγώ δεν ξέρω τι να πω</div><div style="text-align: center;">και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Η απόσταση μας έσωσε</div><div style="text-align: center;">μα οι θύμησες πληγώνουν</div><div style="text-align: center;">και λέμε σαν βρισκόμαστε</div><div style="text-align: center;">τα ίδια και τα ίδια</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μα νιώθω σαν μικρό παιδί</div><div style="text-align: center;">που πάλι το μαλώσανε</div><div style="text-align: center;">και φεύγω σε μια άγονη επαρχία</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Κοιτάζω πάλι πίσω μου</b></div><div style="text-align: center;"><b>δυο γιους απόκτησα κι εγώ</b></div><div style="text-align: center;"><b>δεκαεννιά Νοέμβρηδες</b></div><div style="text-align: center;"><b>μου βάρυναν την πλάτη</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σημαίες και γαρύφαλλα</div><div style="text-align: center;">εμπόριο κι απάτη</div><div style="text-align: center;">και λόγοι επισήμων στο κενό</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κρατάω το στόμα μου κλειστό</div><div style="text-align: center;">τα χείλη μου ματώσανε</div><div style="text-align: center;">κι αυτοί που μας προδώσανε</div><div style="text-align: center;">ανέραστοι να μείνουν</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε</div><div style="text-align: center;">αυτό έχω μόνο να τους πω</div><div style="text-align: center;">τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν</div></span><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Στίχοι & μουσική: Διονύσης Τσακνής</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"> (από το άλμπουμ «Η νύχτα θα το πει», 1994</span></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="371" src="https://www.youtube.com/embed/jJ8IuWFKrpA" width="496" youtube-src-id="jJ8IuWFKrpA"></iframe></div><span style="font-family: arial; font-size: large;"><div><span style="font-family: arial; font-size: large;"><br /></span></div><b><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180;">«Ο Νοέμβρης για τα κόμματα είναι μια γιορτή...»</span></b></div></b></span></div><div><span style="font-family: arial; font-size: large;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Βλέπω φωτιές, καπνούς</div><div style="text-align: center;">στους δρόμους κάποιοι τρέχουν</div><div style="text-align: center;">Μοιάζουν πως απόψε στο μυαλό τους κάτι έχουν</div><div style="text-align: center;"><b>Ίσως φταίει ο Νοέμβρης που έχει έρθει στη γιορτή του,</b></div><div style="text-align: center;"><b>ντυμένος με στεφάνια στην πιο γιορτινή μορφή του.</b></div><div style="text-align: center;">Μια πόλη περιμένει, πανηγύρι έχει στήσει, να γλεντήσει</div><div style="text-align: center;">με ντουντούκες και τραγούδια κάτι θέλει ν’ αναστήσει</div><div style="text-align: center;">με σημαίες και φωνές, με συνθήματα κι οργή</div><div style="text-align: center;">ετοιμάσανε τα κόμματα κι απόψε μια γιορτή.</div><div style="text-align: center;">Eυκαιρία για ένα λόγο στο μπαλκόνι, στην tv</div><div style="text-align: center;">Πρέπει το μήνυμα κι η θέση μας απόψε ν’ ακουστεί</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δυνατά, πιο δυνατά,</div><div style="text-align: center;">πιο δυνατά, πιο δυνατά!</div><div style="text-align: center;">Δώστε νέες υποσχέσεις για να είναι όλοι καλά.</div><div style="text-align: center;">Κι αν οι μνήμες μιας γενιάς δίνουν μάχη κάθε μέρα.</div><div style="text-align: center;">αν οι λέξεις έχουν γίνει συννεφάκια στον αέρα</div><div style="text-align: center;"><b>ο Νοέμβρης θα `ναι πάντα για τα κόμματα γιορτή,</b></div><div style="text-align: center;"><b>θα `ναι πάντα η ευκαιρία για δηλώσεις.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική</div><div style="text-align: center;">τα κόμματα ετοιμάσανε γι’ απόψε μια γιορτή</div><div style="text-align: center;">Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική</div><div style="text-align: center;">ευκαιρία για δηλώσεις, ευκαιρία για γιορτή</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Δεκαεφτά Νοεμβρίου, νύχτα επεισοδιακή</b></div><div style="text-align: center;"><b>ντυμένοι όλοι οι δρόμοι στο μπλε και στο χακί.</b></div><div style="text-align: center;">Έκτακτα δελτία ενδιαφέροντος μηδέν</div><div style="text-align: center;">οι πολιτικοί σ’ έκτακτο ανακοινωθέν.</div><div style="text-align: center;">Καίγεται η Αθήνα για άλλο ένα βράδυ</div><div style="text-align: center;">καταδικασμένη να `χει άλλο ένα σημάδι</div><div style="text-align: center;">και μια Ελλάδα ολόκληρη με τέτοια ιστορία</div><div style="text-align: center;">να γίνεται τροφή για τα άγρια θηρία.</div><div style="text-align: center;">Ποιος αργοπεθαίνει, πάντα κάποιος τη θρηνεί</div><div style="text-align: center;">γιατί έτσι επιβάλλει η πολιτική</div><div style="text-align: center;">Να `χεις πάντα ένα λόγο για οτιδήποτε συμβαίνει</div><div style="text-align: center;">και να κλαις με μαύρο δάκρυ για οτιδήποτε πεθαίνει.</div><div style="text-align: center;">Γιορτάζουμε απόψε μια επέτειο μεγάλη</div><div style="text-align: center;">ψηλά κρατήστε πατριώτες το κεφάλι</div><div style="text-align: center;"><b>Ο Νοέμβρης για τα κόμματα είναι μια γιορτή</b></div><div style="text-align: center;"><b>Μη χάσετε το βράδυ τις δηλώσεις στην tv</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική</div><div style="text-align: center;">τα κόμματα ετοιμάσανε γι’ απόψε μια γιορτή</div><div style="text-align: center;">Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική</div><div style="text-align: center;">ευκαιρία για δηλώσεις, ευκαιρία για γιορτή...</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div style="text-align: right;">Στίχοι: Νίκος Βουρλιώτης </div><div style="text-align: right;">Μουσική: Μιχάλης Παπαθανασίου </div><div style="text-align: right;">Ερμηνεία: Goin' Through</div><div style="text-align: right;">(από το άλμπουμ «Η γιορτή (The Early Years)», 1998</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFiY2ppcWLv9RkHdDl51p_uONPtxyq__BcJPZEW6jr4JRwFxW6nzsj4KdWqecb7W4BKG2-FpMT_HA52hogQrPG79Z1ycXA8qPUIVzHBZxzdD-aFsu4PZAcJ-dBtG8ruTzILkJmADQC9a8/s1079/November.jpeg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1079" data-original-width="720" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFiY2ppcWLv9RkHdDl51p_uONPtxyq__BcJPZEW6jr4JRwFxW6nzsj4KdWqecb7W4BKG2-FpMT_HA52hogQrPG79Z1ycXA8qPUIVzHBZxzdD-aFsu4PZAcJ-dBtG8ruTzILkJmADQC9a8/w428-h640/November.jpeg" width="428" /></a></div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div><div><br /></div></div></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-15164445959129985302021-10-14T12:01:00.001+03:002021-10-14T12:08:19.634+03:00Ο τόπος του έρωτα, η μοναδική τους πατρίδα. Joseph Roth, Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ<div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgz_R9MYYMVafwwgK1bVqXQagiZX9zIwhlvQq6S3OO7YEKq2iiBBhnQQBOwth9Q8828uZ4DKfzHvZk5A-wrJ9Tu47izQgtEAJIlnUGoeUBlue6-N9uMetGU3-xg-lIl-2JFi72Ssu1e58M/s320/josephroth-zeichnung.jpg"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgz_R9MYYMVafwwgK1bVqXQagiZX9zIwhlvQq6S3OO7YEKq2iiBBhnQQBOwth9Q8828uZ4DKfzHvZk5A-wrJ9Tu47izQgtEAJIlnUGoeUBlue6-N9uMetGU3-xg-lIl-2JFi72Ssu1e58M/w488-h640/josephroth-zeichnung.jpg" width="488" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">William Feuer, portrait of Joseph Roth</span></div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ένας έρωτας κεραυνοβόλος στη δίνη ενός κόσμου που καταποντίζεται...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">«Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ» του Γιόζεφ Ροτ είναι μια ιστορία που εντάσσεται στο πλαίσιο της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο που ήρθε κι έκοψε όλους τους δρόμους, χωρίζοντας για μια ολόκληρη γενιά, τον κόσμο στο Πριν και στο Μετά. <b>Δημοσιευμένη το 1933, τον πρώτο χρόνο της κυριαρχίας των Ναζί στη Γερμανία</b>, μέσα σε μια ανθολογία με συγγραφείς, που, όπως ο Γιόζεφ Ροτ, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, είναι μια ιστορία κεραυνοβόλου έρωτα.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το διήγημα αυτό, το οποίο η νοτιοαφρικανή νομπελίστρια λογοτεχνίας Ναντίν Γκόρντιμερ θεωρούσε <b>«ίσως το πιο σπουδαίο διήγημα που γράφτηκε ποτέ, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο, ακόμα και των διηγημάτων του Τσέχοφ»</b>, περιγράφει πώς η εύτακτη ζωή ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου στη γραμμή Βιέννης Τεργέστης αναστατώνεται από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 1914. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Οξυδερκής παρατηρητής της Ανθρώπινης Κατάστασης, ο Γιόζεφ Ροτ, δεν βλέπει μόνο το εξωτερικό παρουσιαστικό, αλλά και το εσωτερικό, το μύχιο των ανθρώπων γύρω του. <b>Ακριβώς με τον τρόπο του Τσέχοφ - ως ένας ορκισμένος παρατηρητής της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης - ο συγγραφέας διεισδύει στο μυαλό και στην ψυχή του σταθμάρχη Φαλλμεράυερ</b>. Αφουγκράζεται και ξεδιπλώνει τις πιο βαθιές, επίμονες σκέψεις του, κάθε διαβάθμιση των ακατέργαστων συναισθημάτων του, μέσα σε έναν κόσμο ρευστό, διαρκώς μεταβαλλόμενο - αυτόν που τόσο καλά γνωρίζει ο ίδιος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjGfE_4j5uHlLu0-KANlVbrfJLZOXkIiG9I7JfH-Ueqluh-pd3KOcsHS2dKwE-oM55HU0l1DJGdnjkdeVZCEqAvtqo5RcZquHr6GUnsjlRi40mbO5oGkLQmuw3QVYvP1BjXg8R8K6fmi5A/s563/8465b10920822bc1f4fa455b17d8a47b.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="554" data-original-width="563" height="630" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjGfE_4j5uHlLu0-KANlVbrfJLZOXkIiG9I7JfH-Ueqluh-pd3KOcsHS2dKwE-oM55HU0l1DJGdnjkdeVZCEqAvtqo5RcZquHr6GUnsjlRi40mbO5oGkLQmuw3QVYvP1BjXg8R8K6fmi5A/w640-h630/8465b10920822bc1f4fa455b17d8a47b.jpg" width="640" /></a></div></div><br /><br /><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μια καταστροφή που γέννησε έναν έρωτα</b></span><br /><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><b>Ο σταθμάρχης Άνταμ Φαλλμεράυερ «ζει καρφωμένος στο Βορρά», διορισμένος στο σταθμό Λ, «στη γραμμή Βιέννη - Τεργέστη</b>, ούτε δυο ώρες απόσταση από τη Βιέννη». Δέσμιος των συμβάσεων, παντρεύεται, «ακούγοντας όχι τη φωνή της λογικής του, αλλά την ψυχρή παρότρυνση της ψυχρής καρδιάς του» και αποκτά δυο δίδυμα κοριτσάκια – αντί για γιο που βαθιά μέσα του προσδοκούσε – τα οποία τρεις μήνες μετά τη γέννα αρχίζει να αγαπά, δηλαδή, να τα φροντίζει «με την παραδοσιακή ευσυνειδησία ενός πατέρα αστού και καλού υπαλλήλου του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου». <br /><br /><b>Αυτή η αδιατάρακτη, σαν ήρεμη λίμνη ζωή του, όμως, θα ανατραπεί εκ βάθρων από την εισβολή του τυχαίου</b>. Ένα λάθος στη σύνδεση σε μια απλή αλλαγή διακλάδωσης στις ράγες και η ταχεία από την πόλη Μπ. συγκρούεται με σταματημένο φορτηγό τρένο· το σιδηροδρομικό ατύχημα γίνεται δυστύχημα. Ο σταθμάρχης τα ’χει χαμένα, βλέπει τους νεκρούς, τους τραυματίες, προσπαθεί να κάνει κάτι για να μη νιώθει περιττός ή ένοχος, ώσπου το βλέμμα του πέφτει στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο φορείο, στη Ρωσίδα, από την περιοχή του Κίεβου, κόμησσα Βαλέβσκα. Ανίδεη στην αρχή, θα πάρει στα λευκά της χέρια τη μοίρα του, εκείνος θα της παραδοθεί και η ζωή του θ' αλλάξει ρότα.<br /><br /><i><span style="color: #800180;">Κι ενώ άρχιζε από μέσα του να σκέφτεται πως θα ’ταν ίσως προτιμότερο νά βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα, το βλέμμα του έπεσε (καθώς πλανιόταν άσκοπα εδώ κι εκεί) σε μια γυναίκα, που μόλις είχαν ακουμπήσει σ' ένα φορείο. Εκεί την είχαν αφήσει κι εκεί ήταν τώρα· <b>με τα μεγάλα σκούρα μάτια της καρφωμένα στις κοντινές δάδες, με μια ασημόγκριζα γούνα να τη μισοσκεπάζει και προφανώς ανήμπορη να σαλέψει. Στο στρογγυλό, χλομό πρόσωπό της η βροχή έπεφτε ακούραστη και οι δάδες έριχναν τρεμάμενο το φως τους. Το πρόσωπό της το ίδιο έλαμπε, ένα υγρό, ασημένιο πρόσωπο στη μαγική εναλλαγή σκιάς και φλόγας. Τα λεπτά άσπρα χέρια της ακουμπισμένα στη γούνα, ασάλευτα όπως κι εκείνη, έμοιαζαν μικρά υπέροχα πτώματα.</b> </span></i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><b>Του σταθμάρχη του φάνηκε πως αυτή η γυναίκα στο φορείο βρισκόταν σ' ένα μεγάλο άσπρο νησί ησυχίας, καταμεσής σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σαματά και αντάρα· λες και ανάβλυζε η ίδια κύματα σιγής, κύματα σιωπής.</b> Και πράγματι, όλοι οι βιαστικοί και πολυάσχολοι έκαναν κύκλο, σαν να ’ θελαν ν’ αποφύγουν τη γυναίκα στο φορείο. Ήταν πεθαμένη; Δεν χρειαζόταν πια βοήθεια; Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ πλησίασε διστακτικά.<br /><br />Η γυναίκα ήταν ζωντανή. Δεν είχε τραυματιστεί.<br /><br />Όταν ο Φαλλμεράυερ έσκυψε από πάνω της - χωρίς να περιμένει την ερώτησή του, σαν να ’θελε μάλιστα να την προλάβει αυτήν την ερώτηση, λες και τη φοβόταν -, είπε ότι δεν είχε χτυπήσει, ότι μπορούσε να σηκωθεί. Δεν είχε πάθει τίποτα, μόνο τα πράγματά της είχε χάσει. Και σίγουρα μπορούσε να σηκωθεί. Και πράγματι ανασηκώθηκε. Ο Φαλλμεράυερ τη βοήθησε. Με το αριστερό του χέρι πήρε το γούνινο παλτό της, με το δεξί την αγκάλιασε από τους ώμους, περίμενε ώσπου να σταθεί στα πόδια της, τής έριξε τη γούνα στην πλάτη, πέρασε ξανά το χέρι του πάνω από το παλτό της κι έτσι προχώρησαν μαζί, χωρίς λέξη, λίγα βήματα πιο πέρα, περνώντας τις ράγες και τα συντρίμμια, ως ένα κοντινό φυλάκιο των γραμμών, ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στη στεγνή φωτισμένη ζεστασιά του.<br /><br />«Καθίστε λίγο εδώ » είπε ο Φαλλμεράυερ. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φροντίσω έξω. Θα ξανάρθω γρήγορα».<br /><br />Και την ίδια στιγμή ήξερε ότι έλεγε ψέματα, ότι έλεγε ψέματα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Μα το ψέμα είχε βγει από τα χείλη του σαν αυτονόητο. Και μόλο που τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο απ’το να μείνει κοντά στη γυναίκα, την ίδια στιγμή ήταν για εκείνον φριχτό πολύ να φανεί στα μάτια της άχρηστος, που τίποτ' άλλο δεν είχε να κάνει, ενώ έξω άλλοι πολλοί βοηθούσαν και έσωζαν κόσμο.</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1-DiruzUVOIshyphenhyphenS90qk_nmRrjEZv6ldtOSfvab6Od5LNgeeee4FBhwL975aytypoeJ32hbrkWU4SMedNA6BLYVALJa5YWPZbg4XtaK5oP9o27mpVsi5m1wgLGw0DocHiYDd1pYru868g/s1100/_96492596_pc.18_01ladyinafurwrapcsgcicglasgowmuseumscollection.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1-DiruzUVOIshyphenhyphenS90qk_nmRrjEZv6ldtOSfvab6Od5LNgeeee4FBhwL975aytypoeJ32hbrkWU4SMedNA6BLYVALJa5YWPZbg4XtaK5oP9o27mpVsi5m1wgLGw0DocHiYDd1pYru868g/w568-h640/_96492596_pc.18_01ladyinafurwrapcsgcicglasgowmuseumscollection.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Alonso Sánchez Coello, Lady in a Fur Wrap, late 1570s</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μια ευωδιά που αντιστέκεται στη φυγή...</b></span><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, τη φιλοξενεί για έξι μέρες μέχρι να συνέλθει και να συνεχίσει το ταξίδι της, ν' ανταμώσει τον άντρα της που την περίμενε στο Μεράν. Της παραχωρεί την κάμαρά του και το κρεβάτι του και φεύγοντας εκείνη, αφήνει πίσω της τη «μυρωδιά της δερμάτινης βαλίτσας και του παράξενου αρώματός της.». Ένα ευχαριστήριο γράμμα της κόμησσας από την Ιταλία θα αναζωπυρώσει τον έρωτά του και θ' αλλάξει τον τρόπο που βλέπει πια τη γυναίκα του: </span><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ήταν σύντομο γράμμα. Ο Φαλλμεράυερ το ’μάθε απέξω. Δεν χρειαζόταν να το δει, ήξερε σε ποια ακριβώς θέση βρισκόταν η κάθε λέξη. Γραμμένα με μενεξεδί μελάνι, σε όμορφες, καθαρές σειρές, τα γράμματα έμοιαζαν με σμάρι παράξενων, πανέμορφων πουλιών που πετούσαν σε καταγάλανο ουρανό. «Άνια Βαλέβσκα» ήταν η υπογραφή από κάτω. <b>Τόσο καιρό λαχταρούσε να μάθει το μικρό όνομα της ξένης - και δεν είχε τολμήσει να τη ρωτήσει ποτέ, λες κι ήταν το όνομά της κάποια από τις κρυφές ομορφιές του κορμιού της. Και τώρα, που το ’χε μάθει, είχε για ένα διάστημα την αίσθηση πως εκείνη του ’χε κάνει δώρο ένα γλυκό μυστικό της. </b>Από ζήλια, λοιπόν, και για να το ’χει έστω για λίγο καταδικό του, αποφάσισε να δείξει στη γυναίκα του το γράμμα δύο μέρες αργότερα. Και διαπίστωσε ότι απ’τη στιγμή που διάβασε το μικρό όνομα της Βαλέβσκα, άρχισε να βρίσκει άσχημο το όνομα της γυναίκας του· Κλάρα την έλεγαν. </i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Βλέποντας τώρα με πόση αδιαφορία τα χέρια της κυρίας Κλάρας ξεδίπλωναν το γράμμα, <b>θυμήθηκε τα χέρια της κόμησσας όπως ήταν την πρώτη στιγμή που τ’ αντίκρισε, ακουμπισμένα στο γούνινο παλτό της, ασάλευτα, δύο χέρια φωτεινά, ασημένια. Τότε έπρεπε να τα φιλήσω, πέρασε η σκέψη από το μυαλό του. Τότε, επιτόπου.</b> «Πολύ ευγενικό γράμμα» είπε η γυναίκα του και το ξανάβαλε στο φάκελο. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν το ατσάλι, μάτια αφοσιωμένα στο καθήκον. Δεν τα σκίαζε η παραμικρή έγνοια. <b>Η κυρία Κλάρα Φαλλμεράυερ είχε το χάρισμα να μετατρέπει ακόμα και τις έγνοιες σε καθήκοντα, να βρίσκει ικανοποίηση ακόμα και στα βάσανα.</b> Αυτό του φάνηκε του Φαλλμεράυερ ότι το κατάλαβε ξαφνικά - γιατί τέτοιου είδους σκέψεις ή εμπνεύσεις δεν τις συνήθιζε. </i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Εκείνο το βράδυ ο Φαλλμεράυερ προφασίστηκε κάποια επείγουσα υπηρεσιακή υποχρέωση, και αποφεύγοντας την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του έπεσε για ύπνο κάτω στο σταθμαρχείο, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι</span> <span style="color: #800180;">στο πάνω πάτωμα, από πάνω του, στο κρεβάτι του, εξακολουθούσε να κοιμάται η ξένη.</span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhk2__gl4V3m0HgaY87Ag29LeaNFJ-zgN5pa8hw08eDacEHIUcZTN-z3irJTU881TdG2B3MBOcT7Ygvxz2WUnlF4boNio7XZnrt_yOZ6uQnvzhGQc5InIXSsBL7PaXFgYeKnj1xP-mqIS0/s666/6add13925f01d0050e92c06514bc3479.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="666" data-original-width="500" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhk2__gl4V3m0HgaY87Ag29LeaNFJ-zgN5pa8hw08eDacEHIUcZTN-z3irJTU881TdG2B3MBOcT7Ygvxz2WUnlF4boNio7XZnrt_yOZ6uQnvzhGQc5InIXSsBL7PaXFgYeKnj1xP-mqIS0/w480-h640/6add13925f01d0050e92c06514bc3479.jpg" width="480" /></a></div><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ο πόλεμος, τέλος κι απελευθέρωση μαζί»</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Ύστερα ήρθε ο πόλεμος του 1914, τέλος κι απελευθέρωση μαζί, όπως για τον Γιόζεφ Ροτ, έτσι και για τον Φαλλμεράυερ. Αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου μ’ ενθουσιασμό και με την αίσθηση πως λυτρώθηκε από μια αδιέξοδη κατάσταση. <b>Η σκέψη του παρέμενε καρφωμένη σε κείνη, «μια γυναίκα από χώρα εχθρική». Ο πόλεμος δεν κατάφερε να μπει εμπόδιο ανάμεσα σε κείνον και την αγαπημένη γυναίκα. Ίσα ίσα, ο πόλεμος έγινε η γέφυρα που τους ένωνε.</b> Να «μην ειρηνεύσει ποτέ ξανά η γη», ευχόταν ο ερωτευμένος Φαλλμεράυερ, που για χάρη εκείνης της ξένης, προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και που πάλι για χάρη της, βάλθηκε να μάθει ρώσικα, τη μητρική της γλώσσα. </div><div><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">«Μάθαινε γλυκόλογα, πολύτιμες ρώσικες λέξεις αγάπης. Και μιλούσε μ’ εκείνην. Ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος τους είχε χωρίσει, μα αυτός της μιλούσε...με κάθε καινούργιο ήχο της ξένης γλώσσας που μάθαινε, πλησίαζε την ξένη γυναίκα.» </div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTGXqvLQDk-z-6Yz12rYNxmOmmCTngI8PLmxLuc2U7RGK3-2GRmoKIZbkjaDH6-OPdgWaO9cwW8c-FFXdagWO3gA46TBNrqgxe9kNIdxIWsIbjw9i4_7H8NdjIACpraQo92MmQEecTjRs/s677/resting-soldier-1911.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTGXqvLQDk-z-6Yz12rYNxmOmmCTngI8PLmxLuc2U7RGK3-2GRmoKIZbkjaDH6-OPdgWaO9cwW8c-FFXdagWO3gA46TBNrqgxe9kNIdxIWsIbjw9i4_7H8NdjIACpraQo92MmQEecTjRs/w640-h568/resting-soldier-1911.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Mikhail Larionov, Resting Soldier, 1911, Tretyakov Gallery, Moscow, Russia</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Πουθενά δεν θα πάω! Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»</b></span></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div>Μέχρι που κατάφερε να βρεθεί κοντά στο Κίεβο και να φτάσει στο κτήμα που ανήκε στην οικογένεια Βαλέβσκι. Η κόμησσα ήταν εκεί, ο άντρας της έλειπε, πολεμούσε στο μέτωπο. «Σίγουρος πως το πεπρωμένο του είχε αρχίσει να πραγματοποιείται», ο Φαλλμεράυερ εγκαθίσταται στο αρχοντικό των Βαλέβσκι, τρώει μαζί της, συζητάει, ακούει τις ιστορίες που εκείνη τού αφηγείται, μα πιο πολύ κι απ’ τα λόγια της, «αφουγκράζεται, με τους πόρους του ορθάνοιχτους, το άρωμά της».</div><div><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Η κόμησσα Βαλέβσκα ήταν εκεί. Κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τη σκάλα, φορώντας μαύρο στενό φόρεμα με κλειστό γιακά, μια μονή σειρά μικρά μαργαριτάρια στο λαιμό κι ενα σφιχτό ασημένιο βραχιόλι στον αριστερό καρπό της. Του Φαλλμεράυερ του φάνηκε πως εξαιτίας του είχε ντυθεί έτσι - και η φωτιά, που ήδη έκαιγε μέσα στην καρδιά του για κείνη, σαν να πέταξε εκείνη τη στιγμή μια νέα, ξεχωριστή, μικρή φλόγα. <b>Ο έρωτας άναβε καινούργια φώτα.</b> Ο Φαλλμεράυερ χαμογέλασε. «Περίμενα πολύ», είπε, «αλλά περίμενα μέ χαρά, όπως ξέρετε. Ήμουν πίσω στον κήπο και κοιτάζοντας τα παράθυρα φανταζόμουν ότι είχα την ευτυχία να σας βλέπω. Έτσι πέρασε ή ώρα».</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Θα ήθελε ίσως να φάει κάτι; ρώτησε η κόμησσα· ήταν η ώρα του φαγητού. Και βέβαια, απάντησε ο Φαλλμεράυερ, πεινούσε. Αλλά από τα τρία πιάτα που σερβιρίστηκαν τσίμπησε μια-δυο μπουκιές μόνο.</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Η κόμησσα μίλησε για την κήρυξη του πολέμου. Πώς γύρισαν βιαστικά από το Κάιρο. Για το Τάγμα της Φρουράς του αντρός της. Για τους συντρόφους του. Μετά για τα χρόνια της νιότης τους. Για τους γονείς της. Για τα παιδικά της χρόνια. Ήταν λες κι αναζητούσε με αγωνία ιστορίες, λες κι ήταν πρόθυμη ακόμα και να επινοήσει ιστορίες - μόνο και μόνο για να εμποδίσει τον έτσι κι αλλιώς σιωπηλό Φαλλμεράυερ, να μην τον αφήσει να μιλήσει. </i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Εκείνος χάιδευε το ξανθό μικρό μουστάκι του κι έδειχνε να την ακούει με προσοχή. Μα πιο πολύ άκουγε το άρωμά της παρά τα λόγια της. Αφουγκραζόταν με τους πόρους του ορθάνοιχτους. Κι εξάλλου, ακόμα και τα λόγια της ευωδίαζαν, ακόμα κι η γλώσσα της. Ό,τι κι αν ήταν αυτά που του έλεγε, αυτός έτσι κι αλλιώς τα μάντευε. <b>Τίποτα δικό της δεν μπορούσε να μείνει κρυφό γι’ αυτόν. </b>Τι μπορούσε να του κρύψει; Το αυστηρό της φόρεμα καθόλου δεν προστάτευε το κορμί της από το βλέμμα του - γιατί το βλέμμα του ήξερε. Ένιωθε τη λαχτάρα των χεριών του, τον πόθο των χεριών του για τη γυναίκα. </i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, της είπε ότι σκεφτόταν να μείνει κι άλλο, είχε άδεια σήμερα, και θα έπαιρνε κανονική άδεια σε λίγες μέρες, όταν θα γινόταν υπολοχαγός. Και πού θα πήγαινε; ρώτησε η κόμησσα. <b>«Πουθενά!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»</b></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="color: #800180; font-style: italic;">[...] Ένα βράδυ, είχε υγρασία και μια μαλακή καλή βροχή άρχισε να πέφτει, ο Φαλλμεράυερ σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Μια κίτρινη λάμπα πετρελαίου ήταν αναμμένη στη σκάλα. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, όπως η νύχτα, όπως η βροχή, που έπεφτε σιγανά, τρυφερά στο χώμα και το μονότονο τραγούδι της ήταν ο ύμνος της ίδιας της νυχτερινής σιωπής.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Ξάφνου ακούσε τρίξιμο απ'τη σκάλα. Το άκουσε ο Φαλλμεράυερ, παρόλο που ο ίδιος ήταν έξω από την πόρτα. Γύρισε. Είχε αφήσει τη βαριά πόρτα ανοιχτή πίσω του. Είδε την κόμησσα Βαλέβσκα να κατεβαίνει. Ντυμένη κανονικά, σαν να ’τανε μέρα. Υποκλίθηκε, χωρίς να πει λέξη. Τον πλησίασε. Κι έτσι στάθηκαν, αμίλητοι, για μια στιγμή. Ο Φαλλμεράυερ άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του. Επίσης του φάνηκε πως άκουγε και την καρδιά της γυναίκας, πως χτυπούσε και η δική της καρδιά δυνατά σαν τη δική του - και μάλιστα χτυπούσαν και οι δύο στον ίδιο ρυθμό. Ο αέρας ξαφνικά λες κι έμεινε ακίνητος, βαρύς, δεν σάλευε καθόλου, ούτε μια τόση δα πνοή από το άνοιγμα της πόρτας. </div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">«Πάμε να περπατήσουμε στη βροχή» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα σας φέρω ένα παλτό!» Και χωρίς να περιμένει την απάντησή της, όρμησε στο δωμάτιό του, γύρισε με το παλτό του, το ’ριξε στους ώμους της γυναίκας - όπως την είχε τυλίξει κάποτε με το δικό της γούνινο παλτό, τότε, το αξέχαστο βράδυ της καταστροφής -, και τέλος πέρασε και το μπράτσο του πάνω από το παλτό. Έτσι βγήκαν και περπάτησαν, στη νύχτα και στη βροχή.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Κατηφόρισαν την αλέα με τις σημύδες, και παρά την υγρή σκοτεινιά οι λεπτοί αραιοί κορμοί έφεγγαν ασημένιοι, σαν να 'χαν φωτάκια αναμμένα μέσα τους. Κι ο Φαλλμεράυερ ένιωσε την ασημένια λάμψη των πιο τρυφερών δέντρων του κόσμου να ξυπνάει μέσα του τόση τρυφεράδα που άθελά του έσφιξε πιο πολύ το χέρι του στους ώμους της γυναίκας· και αισθάνθηκε κάτω από το σκληρό βρεγμένο ύφασμα του παλτού την υποχωρητική καλοσύνη του κορμιού της· τη μια στιγμή το ’νιωθε να γέρνει προς το μέρος του, ναι, σχεδόν να κολλάει πάνω του, και την άλλη ν’ απομακρύνεται, ανοίγοντας ξανά αγεφύρωτο χάσμα άνάμεσά τους. Το χέρι του άφησε τους ώμους της, ανέβηκε στα βρεγμένα της μαλλιά, χάιδεψε το βρεγμένο αυτί της, άγγιξε το βρεγμένο της πρόσωπο. </div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Και την επόμενη στιγμή στάθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα, γύρισαν ο ένας στον άλλον, αγκαλιάστηκαν, το παλτό έπεσε από τους ώμους της, βουβό, βαρύ, στη γη - <b>κι εκεί, στη βροχή μέσα, στη νύχτα μέσα, πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, άρχισαν να φιλιούνται.</b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh142JkgiVwJqMf2rSLxrhhamFbLCm0LTYYxidd65DBYqXmWNcIBUMc4EoQv2iNtohGGtAtgFnmm3mkyaWA21AJGoFo7konD3KQkNh5KJxKcYneCXe81xVTCytoNoLlImxxLmxK6pPvYn4/s705/14c9e66728988fd2d60d8e5effbb5595.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh142JkgiVwJqMf2rSLxrhhamFbLCm0LTYYxidd65DBYqXmWNcIBUMc4EoQv2iNtohGGtAtgFnmm3mkyaWA21AJGoFo7konD3KQkNh5KJxKcYneCXe81xVTCytoNoLlImxxLmxK6pPvYn4/w512-h640/14c9e66728988fd2d60d8e5effbb5595.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«The kiss» by Ron Hicks</div><div style="text-align: center;">________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του»</b></span></div><div><br /></div><div>Από εκείνη τη βραδιά μια καινούργια ζωή αρχίζει για το ζευγάρι, ενώ ο μεγάλος κόσμος τραβάει τους ανεξιχνίαστους δρόμους του, αδιάφορος για τον έρωτά τους. Το κοιμισμένο μυαλό του ερωτευμένου σταθμάρχη ξυπνάει, αναλαμβάνει δράση και καταφέρνει, με διαύγεια και ένστικτο μαζί, να οδηγήσει την αγαπημένη του μακριά από την επανάσταση και τους «ξεσηκωμένους μουζίκους, που ετοιμάζονταν να κάψουν και να ληστέψουν τ’ αρχοντικά των μέχρι τότε αφεντάδων τους». Τραβώντας νότια, φτάνουν στο Μπακού κι από κει, μέσω θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξουν στο Μόντε Κάρλο, όπου οι Βαλέβσκι είχαν αγοράσει πριν από τον πόλεμο μια μικρή έπαυλη. </div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><b>Ο Φαλλμεράυερ ένιωθε στην κορυφή της ευτυχίας του, στην κορυφή της ζωής του. Τον αγαπούσε η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Πιο σπουδαίο ακόμα: Αγαπούσε αυτός την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Την είχε συνέχεια δίπλα του, όπως χρόνια ολόκληρα πριν την είχε μέσα του. Τώρα ζούσε ο ίδιος μέσα σ' εκείνη. Στα μάτια της έβλεπε κάθε ώρα και στιγμή τον εαυτό του, όποτε ήταν κοντά της - και δεν υπήρχε ώρα της ημέρας που να μην είναι κοντά οι δυο τους.</b> Αυτή η γυναίκα, που λίγο καιρό πριν δεν την άφηνε η περηφάνια της να υπακούσει στις επιθυμίες της καρδιάς και του κορμιού της· αυτή η γυναίκα τώρα ήταν παραδομένη χωρίς όρους και χωρίς δική της θέληση στο πάθος του Φαλλμεράυερ, ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου. <b>Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του. </b></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Και σαν τον Φαλλμεράυερ, έτσι κι η κόμησσα Βαλέβσκα: Άλλο τίποτα δεν ήθελε. Η θύελλα της αγάπης, που από τη μοιραία νύχτα της καταστροφής στο σταθμό του Λ. είχε αρχίσει να φουντώνει στην καρδιά του Φαλλμεράυερ, είχε πια συνεπάρει και τη γυναίκα, την είχε ξεσηκώσει και την είχε πάρει χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι και τη ζωή της, από την πραγματικότητα που ήξερε και ζούσε. <b>Την είχε παρασύρει στον άγριο και άγνωστο τόπο των συναισθημάτων και των σκέψεων. Αυτός ο τόπος ήταν πια η πατρίδα της. </b></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><b>Ό,τι κι αν γινόταν στον μεγάλο ανάστατο κόσμο δεν τούς ένοιαζε τους δυο τους.</b> Η περιουσία που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας τούς εξασφάλιζε αρκετά χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να δουλέψουν. Για το μέλλον δεν ανησυχούσαν. Όταν πήγαιναν στο καζίνο, το έκαναν με μια αίσθηση πλουσιοπάροχης άνεσης κι ευχέρειας. Είχαν το περιθώριο να χάνουν χρήματα - και πράγματι έχαναν, λες κι ήθελαν να επιβεβαιώσουν την άλήθεια του ρητού: Όποιος κερδίζει στην αγάπη χάνει στα λεφτά. Χαίρονταν και οι δύο μ' αυτές τις χασούρες· σαν να τους έδινε η δεισιδαιμονία την επιβεβαίωση που χρειάζονταν για να 'ναι σίγουροι για την αγάπη τους. Μα σαν όλους τους ευτυχισμένους δεν μπορούσαν να κρατηθούν και την έβαζαν συνέχεια σε δοκιμασία την ευτυχία τους· για να χαίρονται βλέποντάς τη να περνάει τις δοκιμασίες αυτές, και χάρη σ' αυτές - ει δυνατόν - να μεγαλώνει κι άλλο.</div></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCIAEmaTgcR1GFlgLCOjt9VzYvhc-Tv6_L9fogckn3zPrdcaNV5dXgUseahjZS2cq9_tNj0F4mQ32eDQ5ujyTcY2wXyEMEEvxtajrT1QnnUvfeAv95NM_q7n1QV8fMtrOhs42F7WMC8Pg/s999/impassionate%252Bruminations%252B40x30%252Bolb%252B12-2018_1900pxl.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCIAEmaTgcR1GFlgLCOjt9VzYvhc-Tv6_L9fogckn3zPrdcaNV5dXgUseahjZS2cq9_tNj0F4mQ32eDQ5ujyTcY2wXyEMEEvxtajrT1QnnUvfeAv95NM_q7n1QV8fMtrOhs42F7WMC8Pg/w480-h640/impassionate%252Bruminations%252B40x30%252Bolb%252B12-2018_1900pxl.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Impassionate ruminations» by Ron Hicks</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή...» </b></span></div><div><br /></div><div>Κι είναι τώρα η κόμησσα Βαλέβσκα που, παραδομένη χωρίς όρους στο πάθος, στον άγριο κι ως τότε άγνωστο γι’ αυτήν τόπο των συναισθημάτων, που φοβάται μη χάσει τον αγαπημένο της, που ζητάει εχέγγυα του έρωτά του: να χωρίσει τη γυναίκα του, να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά του, <b>ν’ αποκτήσει ένα παιδί δικό του - «ίσως, ποιος ξέρει;, για να σιγουρέψει» - όπως όλες οι γυναίκες όταν αγαπούν - «τη συνέχεια του κόσμου»</b>. Για την ώρα, όλα γίνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της:</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Έμεινε έγκυος. Ο Φαλλμεράυερ, σαν όλους τους ερωτευμένους άντρες ευγνώμων και στη μοίρα και στη γυναίκα που είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει τις επιταγές της, κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του. Η τρυφερότητά του δεν είχε πια ούτε αρχή ούτε τέλος. <b>Έβλεπε εμπρός του, είχε χειροπιαστή στα χέρια του την αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση του εαυτού του και του έρωτά του. Τώρα για πρώτη φορά ένιωθε τι σημαίνει πλήρωση.</b> Η ζωή δεν είχε ακόμα αρχίσει. Το παιδί θα γεννιόταν σε έξι μήνες. Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjG624z1A6OpNdRUPjMVP8xjW3neQ5UynsD-LbW6tug23vp0oTEvLlD3cANF8XSJWHLoELR75cb2Echrgzi8itoi3skRGb0U6B5QpuMaqwnhvsAbiU63nMrNW-NtiTIAOWG1Xs32ngs7Lw/s2000/62878_2000_2000.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjG624z1A6OpNdRUPjMVP8xjW3neQ5UynsD-LbW6tug23vp0oTEvLlD3cANF8XSJWHLoELR75cb2Echrgzi8itoi3skRGb0U6B5QpuMaqwnhvsAbiU63nMrNW-NtiTIAOWG1Xs32ngs7Lw/w416-h640/62878_2000_2000.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Γιάννης Μόραλης, Έγκυος γυναίκα, 1948</div><div style="text-align: center;">Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μια ματιά, μια αποχώρηση, ένα τέλος.</b></span></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Οι άνθρωποι</b></div><div style="text-align: right;"><b>σαν αρθρωτές φιγούρες</b></div><div style="text-align: right;"><b>πιάνονται</b></div><div style="text-align: right;"><b>συνδέονται για λίγο</b></div><div style="text-align: right;"><b>κι αποσπώνται.</b></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Τίτος Πατρίκιος, Αντικριστοί καθρέφτες, </div><div style="text-align: right;">Στιγμή, 1988 (Ποιήματα Β΄, 1959-2017, Κίχλη, 2018)</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div>Χάρη σε κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας όμως, ο κόμης Βαλέβσκι κατάφερε να γλιτώσει από τη λαίλαπα του πολέμου και την οργή των μπολσεβίκων. </div><div><br /></div><div><div><i><span style="color: #800180;">«Δεν γίνεται να τον περιμένουμε!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Πρέπει να φύγουμε!»</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">«Θα του πω την αλήθεια όλη» απάντησε εκείνη. «Θα περιμένουμε!»</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">«Έχεις στην κοιλιά σου το παιδί μου!» επέμεινε ο Φαλλμεράυερ. «Η κατάσταση είναι αδιανόητη».</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">«Θα μείνεις ώσπου να ’ρθει! Τον ξέρω! Θα καταλάβει !» απάντησε η γυναίκα.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Δεν ξαναμίλησαν για τον κόμη Βαλέβσκι. Περίμεναν.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Περίμεναν, ώσπου μια μέρα ήρθε τηλεγράφημα από κείνον. Θα έφτανε το τάδε βράδυ. </span></i></div></div><div><br /></div><div>Ο σύζυγος επιστρέφει, οι δυο τους τον παραλαμβάνουν στο σταθμό του Μόντε Κάρλο και καθισμένο στο αναπηρικό του καροτσάκι τον κουβαλούν – «σαν να ’ταν μια από τις πολλές αποσκευές» - στο σπίτι.</div><div><br /></div><div>Μια καταστροφή γέννησε τον έρωτα κι εκείνος με τη σειρά του γέννησε μια νέα καταστροφή. Μπροστά στο παρελθόν που εισβάλλει απροσδόκητα στο πολλά υποσχόμενο παρόν του ερωτευμένου ζευγαριού, απέναντι στα στέρεα, δοκιμασμένα συζυγικά αισθήματα, ο Φαλλμεράυερ αποχωρεί, χωρίς λόγια και περιττές εξηγήσεις.<b> Όπως αναπάντεχα διασταυρώνονται πολλές φορές, το ίδιο και χωρίζονται οι δρόμοι των ανθρώπων. Εντός της μεγάλης ιστορίας κι ενώ γύρω τους κάθε βεβαιότητα καταρρέει, τα άτομα γίνονται μόρια που ζουν, παρασύρονται και χάνονται στον κυκεώνα των εξελίξεων.</b></div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="color: #800180; font-style: italic;">«Πεινάω» είπε ο κόμης Βαλέβσκι.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Όταν ετοιμάστηκε το τραπέζι, αποδείχθηκε οτι ο Βαλέβσκι δεν μπορούσε να φάει μόνος του. Έπρεπε να τον ταΐσει η γυναίκα του. Κι όταν, μετά από το στενάχωρο βουβό δείπνο, ήρθε η ώρα του ύπνου, ο κόμης είπε: «Νυστάζω. Βάλτε με στο κρεβάτι».</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Η κόμησσα Βαλέβσκα, ο υπηρέτης και ο Φαλλμεράυερ ανέβασαν τον κόμη στην κάμαρά του, στο πρώτο πάτωμα, όπου τού είχαν στρώσει τό κρεβάτι του.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">«Καληνύχτα!» είπε ο Φαλλμεράυερ. Βγαίνοντας πρόλαβε να δει την αγαπημένη του να ισιώνει τα μαξιλάρια και να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Και τότε ο Φαλλμεράυερ έφυγε· ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="text-align: right;">Joseph Roth, Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, </div><div style="text-align: right;">Επίμετρο: Nadine Gordimer, Εκδόσεις Άγρα, 2021</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgsFdPaPbyvG_jVKdeFox0hRTWIynMeW55k1LfIIf1cHFBA1t_Zc2zk64Sge_WC3oER4tA9OOoD0E4wdfTC2T9qmb5tYcVSFyjOg1s1FxVF8ysPWXVJ3yMM8BmMxiw729oqMkzIyEqxZjo/w428-h640/23952564ce36587e26c0cbbf5042b576.jpg" /></div><div style="text-align: center;">«Fall up the Tracks b&w» by Todd Wall</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #2b00fe;">ΠΗΓΕΣ</span></b></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.toperiodiko.gr/%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B7%CF%82-%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%85%CE%B5%CF%81-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CF%8C%CE%B6%CE%B5/" target="_blank">Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, «Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ» του Γιόζεφ Ροτ. Η αξία της αποχώρησης, Το Περιοδικό, 07/07/2021</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.fractalart.gr/o-stathmarchis-fallmerayer/" target="_blank">Λεύκη Σαραντινού, «Στα μάτια της έβλεπε κάθε ώρα και στιγμή τον εαυτό του»</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.avgi.gr/tehnes/392140_o-notos-mesa-mas" target="_blank">Ευγενία Μπογιάνου, Ο Νότος μέσα μας, η Αυγή, 21.07.21</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li>«Έρωτας στα ερείπια» του Μάρκου Καρασαρίνη, Από τις προθήκες του ΒΗΜΑΤΟΣ</li></ul></div><div style="color: #800180; font-style: italic; text-align: right;"><br /></div></span></div></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-75402351793382403072021-08-03T08:30:00.003+03:002022-08-03T08:02:46.342+03:00Να κάνουμε «οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου»... Ανδρέας Εμπειρίκος<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhxrlPv1PLWiHn3gn_v2gjdoyU76dTAgK1-yA-t1xA3jJ1ItAlIITUO663Np5XVNwJsC-sVzngQohyphenhyphenC3Nxccs7TTN_paXqImqN-iEM2utdOji82DkG6jZsNQSxJpLNsAJogrqO806JKbPY/s930/118760905_1898989670242894_6432427934655624598_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhxrlPv1PLWiHn3gn_v2gjdoyU76dTAgK1-yA-t1xA3jJ1ItAlIITUO663Np5XVNwJsC-sVzngQohyphenhyphenC3Nxccs7TTN_paXqImqN-iEM2utdOji82DkG6jZsNQSxJpLNsAJogrqO806JKbPY/w640-h640/118760905_1898989670242894_6432427934655624598_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Από το λεύκωμα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Φωτοφράκτης», εκδόσεις Άγρα 2001.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! </b></span><i><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div>«Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μες στην καρδιά των Aθηνών, μες στην καρδιά του θέρους [...]<br /><br />Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι [...]<br /><br />Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.<br /><br />Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:<br /><br /><b>«Θεέ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.»</b></i></span><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b><div style="text-align: right;">Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», από την «Οκτάνα», </div><div style="text-align: right;">εκδ. Ίκαρος, 1980</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgdMktYMGnHXICEr8JDvlXI4PPnXFDGOAUQjPLi5fzfpBi4-YtTly7hg72LGvcQsJYwvJEy7LFdfhWBHmZ7JE_8ahZIBIVrbfftJpsKLskN56g7c6An11Tb4D6bu4rdXcYmI2f5sJtAqg8/s856/IMG_20210802_202926.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgdMktYMGnHXICEr8JDvlXI4PPnXFDGOAUQjPLi5fzfpBi4-YtTly7hg72LGvcQsJYwvJEy7LFdfhWBHmZ7JE_8ahZIBIVrbfftJpsKLskN56g7c6An11Tb4D6bu4rdXcYmI2f5sJtAqg8/w416-h640/IMG_20210802_202926.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Ανδρέας Εμπειρίκος, Άνδρος, 1971</div><div style="text-align: center;">_____________</div><br /></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Δεν ήταν θάνατος αυτός...</b></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>«<b>Ο Ανδρέας Εμπειρίκος περνούσε βαθιές κρίσεις. Εξάλλου ο συναισθηματισμός του έφτανε σε λεπτότητες ασύλληπτες, ξεπερνούσε τα φυσιολογικά όρια. Σε αντιστάθμισμα η καρτερικότητά του ήταν μεγάλη και – το κυριότερο η αρετή του να παραμένει αντικειμενικός στην κρίση του, άτρωτη.</b> Λίγοι εγνώρισαν όσον αυτός, στα Δεκεμβριανά, τις φρικαλεότητες της ομηρείας. Και όμως λίγοι –τι λέω- κανένας από τους ομοιοπαθείς του δεν εδοκίμασε τέτοιαν οργή και τέτοιαν εξανάσταση ψυχής, όταν συνειδητοποίησε την επομένη της 21ης Απριλίου τι σήμαινε για την Ελλάδα η «επανάσταση των Συνταγματαρχών» που, εν τέλει, θα τον έκανε και να σωπάσει οριστικά. </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Οι διαψεύσεις οι ιδεολογικές που εγνώρισε μία πάνω στην άλλη, τ’ αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου, η απώλεια της μητέρας του και του αδερφού του, ο αποκλεισμός του από την ψυχαναλυτική δραστηριότητα, η σιωπή γύρω από το έργο του, θα 'φταναν να λυγίσουν κι έναν πολύ μικρότερης ευαισθησίας καλλιτέχνη. Δε λύγισε. Προπαντός δεν έκανε παραχωρήσεις. Αφοσιωμένος στην οικογένειά του και σε τρεις-τέσσερις φίλους, περιορίστηκε στην οδό Νεοφύτου Βάμβα και στην Άνδρο που κυριολεκτικά την λάτρευε.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgCCpClYu5lBPFJx1FaU-Xx-jX7HA3bU100Oie-HjpyASWgaHnkqeq3P0OnEwd7VMUDS3AbqQfpynqyrNV7HPXeddJaCyS4s670-TJg9KQ-Md0o_iAY9EBdTkIt1Y9MAw4i8cUhpHf4qI/s719/116800586_1869392556535939_4763160133356094452_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgCCpClYu5lBPFJx1FaU-Xx-jX7HA3bU100Oie-HjpyASWgaHnkqeq3P0OnEwd7VMUDS3AbqQfpynqyrNV7HPXeddJaCyS4s670-TJg9KQ-Md0o_iAY9EBdTkIt1Y9MAw4i8cUhpHf4qI/w640-h426/116800586_1869392556535939_4763160133356094452_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην Άνδρο με τον Οδυσσέα Ελύτη.</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><br />[...] <b>Κι όταν, κάποτε, η στιγμή εσήμανε για τον ίδιον, η καίρια και η τελευταία, την αντιμετώπισε με ηρεμία Σωκρατική</b>. Μόνον η συναίσθηση ότι έκανες όσο γίνεται καλύτερα κείνο που σου δόθηκε να κάνεις, μπορεί ν' αφαιρεί από φόβο και να προσθέτει σε θάρρος μπροστά στο κενό. Οι τρεις φορές που τον είδα σ' ένα κρεβάτι ξενοδοχείου της Κηφισιάς ξέροντας ότι κι εκείνος ήξερε, μοιάζανε πιο δύσκολες για μας τους φίλους και τους δικούς του παρά για κείνον.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η προσπάθεια να φανούμε ψύχραιμοι σα να μη συνέβαινε τίποτα ήταν εμφανής. Η δική του καθόλου. Αξιοπρεπής, μας κοίταζε αποσπασμένος από την προσωπική του δοκιμασία ίσια στα μάτια και μιλούσε για ποίηση όπως τις παλιές καλές ημέρες, μόνο με μια φωνή ολοένα και πιο σβησμένη, βγαλμένη από ένα σώμα παραδομένο κατά τρία τέταρτα στον αφανισμό.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Τη δεύτερη φορά, θυμάμαι, μου χάρισε με τρεμάμενα χέρια τις καινούργιες εκδόσεις των βιβλίων του. Την τρίτη έμενε στο μισόφωτο ξαπλωμένος και άκουγε χωρίς να μιλά. Με πλήρη όμως διαύγεια και αυτοκυριαρχία.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο συντριβάνι. <b>Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα.</b> Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στην μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του εκεί, στην Κηφισιά, σ' ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν' αρθρώσει το όνομά του. <b>Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. </b>Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ κι ύστερα τα πουλιά και το κελαϊδητό τους –μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ' ουρανού και τις λευκές </span><span style="font-family: arial;">πέτρες.<br /><br /><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο σελ. 70-72, εκδόσεις Ύψιλον</div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEha7GcwI2_lwCkaG2NIIMdbIAnnTHnRnjFnthgVEMfzth9JGsEsEmCgA9A85ofhprkiFgkTnQAz-ru7T5qPipS6jGfFfAi685SGLlVPONCQMIQeqKHdaZD4bXo43XTvRRDl2BczMcrXLUc/s652/IMG_20210802_202305.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEha7GcwI2_lwCkaG2NIIMdbIAnnTHnRnjFnthgVEMfzth9JGsEsEmCgA9A85ofhprkiFgkTnQAz-ru7T5qPipS6jGfFfAi685SGLlVPONCQMIQeqKHdaZD4bXo43XTvRRDl2BczMcrXLUc/w640-h506/IMG_20210802_202305.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τον Μάρκο Φ. Δραγούμη (Αύγουστος 1974)</div><div style="text-align: center;">____________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Υποδεχόταν το θάνατο με τη στωικότητα ενός αγίου...»</b></span></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>«Το φθινόπωρο του 1974 έγινε το δημοψήφισμα για να αποφασισθεί αν θα επέστρεφε ή όχι ο Βασιλιάς. Επικράτησε το "όχι" και η Βιβίκα, ο Ανδρέας κι εγώ ενωθήκαμε με τον λαό στη Βασιλίσσης Σοφίας πανηγυρίζοντας για το αποτέλεσμα. Αυτή ήταν νομίζω η τελευταία φορά που βρέθηκα με τον Ανδρέα πριν αρρωστήσει. </div><div><br /></div><div>Τον είδα μια φορά ακόμα τον Ιούλιο του 1975 στο ξενοδοχείο «Απέργη, στην Κηφισιά. Είχε ζητήσει να περάσει εκεί τον λίγο χρόνο που του έμενε να ζήσει. Κάποια στιγμή θέλησε να με δει μαζί με τον Νάνο [Βαλαωρίτη]. </div><div><br /></div><div>Σταθήκαμε δίπλα στο κρεβάτι του με μεγάλη συγκίνηση κι εκείνος μας κοίταξε με ένα αποχαιρετιστήριο βλέμμα γεμάτο αγάπη. Ήταν μια εικόνα που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου. <b>Ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή, υποδεχόταν τον θάνατο με τη στωικότητα ενός αγίου.»</b></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μάρκος Φ. Δραγούμης, Το χρονικό μιας φιλίας, Οδός Πανός, τχ. 164, </div><div style="text-align: right;">Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8U3x68pdjz7AkS5tPY0yTsfBEUBXEZV_IB6Qn4eewE14cMyPJmQGPPaErJ9ZiiJWdWHsjwFggWdMS8-d2w1xSJWgXOr2s22wVI6M0d9bY8iBslPFQKbZt51xvRmygglljUEoc7ss3rJbtrtHUyTSfIVrSa1rcO10g98DBYvh4imsJzofOTwFEhK25/s600/%CE%9D.%20%CE%92%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8U3x68pdjz7AkS5tPY0yTsfBEUBXEZV_IB6Qn4eewE14cMyPJmQGPPaErJ9ZiiJWdWHsjwFggWdMS8-d2w1xSJWgXOr2s22wVI6M0d9bY8iBslPFQKbZt51xvRmygglljUEoc7ss3rJbtrtHUyTSfIVrSa1rcO10g98DBYvh4imsJzofOTwFEhK25/w640-h402/%CE%9D.%20%CE%92%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ανδρέας Εμπειρίκος (στη μέση) και Νάνος Βαλαωρίτης (δεξιά)</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ο θάνατός του είχε κάτι από τον θάνατο ενός αγίου»</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">«Όταν πέθαινε τον επισκέφθηκα. <b>Ο θάνατός του είχε κάτι από τον θάνατο ενός αγίου. Ήταν χαρούμενος, πρόσχαρος όπως πάντα.</b> Με πήρε κοντά του και ζήτησε να με κοιτάξει έντονα, μια και καλή για την αιωνιότητα… Το πνεύμα του ήταν και τότε απόλυτα παρόν, σφριγηλό, ζωντανό. Η παρουσία του ακόμα κι εκεί ήταν συντριπτική. Ήταν ένας οραματιστής που πέθαινε, όπως διαβάζαμε γι' αυτό σε ρώσικα μυθιστορήματα. Έδινε μιαν άλλη έννοια στον θάνατο. Μια έννοια θριάμβου, νίκης, υπέρβασης. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b>Για μένα ο Ανδρέας Εμπειρίκος ζει και θα ζει πάντοτε. Είναι ένας αθάνατος. Έστω κι αν πέθανε ένα μέρος του, όπως του Ηρακλή το θνητό μέρος, το άλλο, το αθάνατο πνεύμα που πάλλεται επάνω απ' τον γαλανό ουρανό, την καφετιά γη, και την θάλασσα του Αιγαίου, όπου είχε τη ρίζα του, δεν θα χαθεί ποτέ.</b> Είναι στις ψυχές μας το υπό- και το υπέρ-συνειδητό στοιχείο που ξυπνάει μέσα μας τη νοσταλγία της αγωνίας ενός έρωτα καθολικού, για ό,τι υπάρχει και για ό,τι δεν υπάρχει ακόμα, αλλά μπορεί να υπάρξει κάποτε μέσα στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της οικουμένης, στο σφύζον εκείνο σύμπαν που το βλέπουμε και το μαντεύουμε γύρω μας.»</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;">Νάνος Βαλαωρίτης, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως παρουσία πνευματική και ανθρώπινη στον ελληνικό χώρο, Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδόσεις ύψιλον</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNeUz-8cOhFgQvkYtbsjw0VF_QuR3S6itPS0v6OIDZ_mJIT_tPpFWpvkLcwTljx6FpBLLtrpjajh8UBFJ57R-gddbEHPPPAOY6hdyGch7d_FJw-1XFigG7gPcKaUHXTOyi4zBExOdEq6U/w640-h460/FB_IMG_1627879091007.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στη Βρετάνη στη δεκαετία του '50</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος</b></div><div style="text-align: center;"><b>στον Πόρο</b></div><div style="text-align: center;">τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα</div><div style="text-align: center;">τσιγάρα να καίνε σαν κεριά</div><div style="text-align: center;">γύρω γύρω στα τραπέζια</div><div style="text-align: center;">τσιγάρα πάνω στις καρέκλες</div><div style="text-align: center;">τσιγάρα παντού</div><div style="text-align: center;">κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος</div><div style="text-align: center;">τα μάτια του να καίνε.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">― Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;</div><div style="text-align: center;">εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">― Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα</div><div style="text-align: center;">στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο</div><div style="text-align: center;">το φοβερό το γέλιο του·</div><div style="text-align: center;">πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια</div><div style="text-align: center;">ένα σύννεφο σπουργίτια</div><div style="text-align: center;">πέρα απ’ το θάνατό του.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μίλτος Σαχτούρης, (από τα Εκτοπλάσματα, Κέδρος 1986)</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiriVr2r_1J3cd3KwiMd6OFm25cq8ux4wG-gCuvx-MXmL6wPJCITLiwpykgVJLjkWlVCyCAUGl26IziRYjTUqZwXgqJj5KLb5E3hpRc1d3a3BqDWOHbHPXAq8gavLrHLBe1A_0k2FroEQc/s1050/embeirikos.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiriVr2r_1J3cd3KwiMd6OFm25cq8ux4wG-gCuvx-MXmL6wPJCITLiwpykgVJLjkWlVCyCAUGl26IziRYjTUqZwXgqJj5KLb5E3hpRc1d3a3BqDWOHbHPXAq8gavLrHLBe1A_0k2FroEQc/w476-h640/embeirikos.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το γιο του Λεωνίδα. </div><div style="text-align: center;">© Φωτογραφικό αρχείο Λεωνίδα Εμπειρίκου - Εκδόσεων Άγρα </div><div style="text-align: center;">_________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς...</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας. Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου. </span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">[...] δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">[...] από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του, που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. <b>Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις.</b> Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;"><a href="https://m.popaganda.gr/art/books/oli-alithia-gia-ton-andrea-empiriko" target="_blank">Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει για το πατέρα του Ανδρέα Εμπειρίκο.</a></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEir9AzfcrpfH4LMeEEiSqUmrO7L4vEM47KJ0Xv3497cpOpifg8wob8o4bWDd-IGfPRY1lvsrweylFUF-AsRPkSS5fcFr9sGqlorHbKFM5Ho79cRvszJwHMCAmWeNFdMZct7_bEDy53lpfc/s738/229863507_348547440329569_2596072497015633605_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEir9AzfcrpfH4LMeEEiSqUmrO7L4vEM47KJ0Xv3497cpOpifg8wob8o4bWDd-IGfPRY1lvsrweylFUF-AsRPkSS5fcFr9sGqlorHbKFM5Ho79cRvszJwHMCAmWeNFdMZct7_bEDy53lpfc/w640-h400/229863507_348547440329569_2596072497015633605_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«21.4.58 [Φωτογραφία του Ανδρέα, της Βιβίκας και του Λεωνίδα Εμπειρίκου]», </div><div style="text-align: center;">Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 707</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού...»</b></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div>«<b>Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν.</b> Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιουράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. </div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFu4WMyasH5AKSOpnMNwhVpLZZYq6EkteXr1OraoJw-A037-3aLMeAxSgPSHQtuNI4R23FnZFGsB47KzuUIhGss7xs-a1DoXr35FDb6iplCGneCOkqqmWTPBOYKp74U0T-TXoOLT5xJsI/s655/229051834_397699965116485_2744460734710034517_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFu4WMyasH5AKSOpnMNwhVpLZZYq6EkteXr1OraoJw-A037-3aLMeAxSgPSHQtuNI4R23FnZFGsB47KzuUIhGss7xs-a1DoXr35FDb6iplCGneCOkqqmWTPBOYKp74U0T-TXoOLT5xJsI/w640-h400/229051834_397699965116485_2744460734710034517_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το γιο του Λεωνίδα στο τρένο Παρίσι – Βενετία (26-6-61)</div><div style="text-align: center;">Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><br /></div><div>Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. <b>Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν η εξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού.</b> Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. </div><div><br /></div><div><b>Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος</b>. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. <b>Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας. </b></div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtsNoNPmjryy6RaR8peQFIbT3gM05DTbicpK6ct_GpI4JYi6cVFtLmER-XFL7NsybLrtMHoUjc-0TVYoMpHT8ILUDVtCc9LBynqOk3HcveqIpuw844NDWuZxojK73TNaejBAjkt_0bEA8/s757/228469137_311845397353321_7985515731975468105_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtsNoNPmjryy6RaR8peQFIbT3gM05DTbicpK6ct_GpI4JYi6cVFtLmER-XFL7NsybLrtMHoUjc-0TVYoMpHT8ILUDVtCc9LBynqOk3HcveqIpuw844NDWuZxojK73TNaejBAjkt_0bEA8/w640-h562/228469137_311845397353321_7985515731975468105_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«[Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου] Με τον γιο του Λεωνίδα. Μύκονος, Αύγουστος 1971», Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 715</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αντισυμβατικός και ανεξέλεγκτος, όταν σπάνια θύμωνε...</b></span></div><div><br /></div><div>Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται.</div><div><br /></div><div><b>Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. </b>Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. <b>Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, και ακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".</b></div><div><br /></div><div>Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου. </div><div><br /></div></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDSoQaHSuLtcI9DhAoEpOk787tiagB1IcC9U7_BEO6FWgptX3z19_bs3sLKgKgBFvgFH2aOubX45C7rr-Mce_WMRyyJSkRkW6o9KW8e3PNw7HSgStzKmrHcyIH1oEy5-uJpgUwYLkTSgw/w640-h394/xANDREAS-EMBIRIKOS-ME-STEFANIA-YAYA-KAI-LEONIDA-MIKRO-960x610.jpg.pagespeed.ic.ztgTNRzPrx.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μικρός, η γιαγιά του Στεφανία και ο Α. Εμπειρίκος</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><br /><span>Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων. <br /><br />Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάους, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του. Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.»<br /><br /><div style="text-align: right;"><a href="http://empirikos.blogspot.com/2009/06/blog-post.html" target="_blank">Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη,</a></div><div style="text-align: right;"><a href="http://empirikos.blogspot.com/2009/06/blog-post.html" target="_blank">για τον πατέρα του Ανδρέα Εμπειρίκο.</a></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgm77_fl09gfO5S6uIpZD-wW9fBtdPKF3z3L1rxjR-IQBJUoBJMY7kzl5FGXxNbzN7BRgIwVCZOZNiJGlIwsd2ThBVywHoSe9d6FdbRwqzFTjyh1gRa09kDTPInLaisLna82njtDa6uD-o/s707/228989483_529008295194160_3881002733437589130_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgm77_fl09gfO5S6uIpZD-wW9fBtdPKF3z3L1rxjR-IQBJUoBJMY7kzl5FGXxNbzN7BRgIwVCZOZNiJGlIwsd2ThBVywHoSe9d6FdbRwqzFTjyh1gRa09kDTPInLaisLna82njtDa6uD-o/w640-h410/228989483_529008295194160_3881002733437589130_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Από το λεύκωμα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Φωτοφράκτης», εκδόσεις Άγρα 2001.</div><div style="text-align: center;">____________</div><span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα...</b></span></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. <b>Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. </b>Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhNDPs2tIjyHN4rtyl2tidAtS8e50nsH4TCnFDxfFMdSPUSSeSni2rr_vkD0b7luUCufzQC3atpcEbB4gDtVyu_Cg0Hz_VXpj0tRE8aRY-ME1RbBTzHMv9kUvDLF2ojk3_-6VQ6lVM1Vyc/s640/25022418_h0082875.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhNDPs2tIjyHN4rtyl2tidAtS8e50nsH4TCnFDxfFMdSPUSSeSni2rr_vkD0b7luUCufzQC3atpcEbB4gDtVyu_Cg0Hz_VXpj0tRE8aRY-ME1RbBTzHMv9kUvDLF2ojk3_-6VQ6lVM1Vyc/w500-h640/25022418_h0082875.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης,</div><div style="text-align: center;">Μάρτιος του 1935 σε μια παραλία της Μυτιλήνης, κοντά στην Πέτρα.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο.</b> Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. <b>Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου.</b> Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.</span></div></div></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><a href="http://empirikos.blogspot.com/2009/06/blog-post.html" target="_blank">Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη, </a></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><a href="http://empirikos.blogspot.com/2009/06/blog-post.html" target="_blank">για τον πατέρα του Ανδρέα Εμπειρίκο.</a></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjQvUpvrTlDhRjFAjBf3-ciA5RLy-2wvKAZX_SRLoQQVb8mfs6sBh8tyBNOdGabVaXXIVwWVGTuDV77ti8ovdzP7C2rR8Z0Ah970_EBHWyHi1ITmcPTwmKx7aaCzTnhG8fTWZQ1fs2BzmQ/w482-h640/untitled-14_18.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Γιάννης Τσαρούχης. © Φωτογραφικό αρχείο Λεωνίδα Εμπειρίκου - Εκδόσεων Άγρα</div><div style="text-align: center;"><div>_________________</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Υπάρχει πάντα ο σκώληξ ο ακοίμητος»</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">«Ένα βράδυ στου Ανδρέα Εμπειρίκου, πάνε πάνω από δέκα χρόνια, εκεί που μιλούσαμε περί παντός του επιστητού – θεολογία, ποίηση, ζωγραφική, κοινωνιολογία – άξαφνα τον άκουσα να προφέρει αυτή τη φράση: <i><b>υπάρχει πάντα ο σκώληξ ο ακοίμητος</b></i>. Όταν τον ρώτησα γιατί το είπε αυτό, μου απάντησε: <i><b>υπάρχει ο θάνατος και ο τάφος</b></i>. Έμαθα στα ξένα πως πέθανε γαλήνιος, γεμάτος καλοσύνη, ασφαλώς ευλογώντας τη ζωή. Ήταν στ' αλήθεια ποιητής. Τελειωτικά απέφυγε τον χωρισμό σώματος και ψυχής. Αυτόν τον διχασμό που ανατρέφει το φάντασμα του θανάτου και κάνει σχεδόν απτό ό,τι αναγκαστικά είναι ακατανόητο.»</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Τσαρούχης, Οδός Πανός, τχ. 164, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014</div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Σας παρακαλώ, έχουμε πένθος... </b></span></div><div><br /></div><div>Την πρώτη επέτειο του θανάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου, στις 3 Αυγούστου 1975, πήγαμε με τον Γιάννη Τσαρούχη στο Ξενοδοχείο Απέργη, στην Κηφισιά, να πάρουμε την Κυρία Βιβίκα Εμπειρίκου για δείπνο. <b>Η Κυρία Εμπειρίκου, με τον γιο τους Λεωνίδα, είχαν νοικιάσει το ίδιο δωμάτιο που ξεψύχησε ο Εμπειρίκος εις ανάμνησιν του μοιραίου γεγονότος.</b></div><div><br /></div><div>[...] Καταλήξαμε, με ταξί, σε κοντινή ταβέρνα. Τότε, δύο μουσικοί, με κιθάρες, μας πλησίασαν για να παιανίσουν άσματα. <b>Ο Τσαρούχης τους είπε αυστηρά: Σας παρακαλώ, έχουμε πένθος. </b></div><div><b><br /></b></div><div>Κι αυτοί, αμέσως, απομακρύνθηκαν.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιώργος Χρονάς, Οδός Πανός, τχ. 164, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgRl5SEaDHYpMJoeM-FJu8sOJIiQmEPKg8Hq26iOOyLUOEMSqlCVA0MtWD_ZbVjtxnbTX_AW3ibiJWM0wjLRa7NWS7k70ormyy2hTeRBGZopQj_b8o5FKhvw4FRT3RHDsU96bD0yC-OPcU/s999/228934484_370074534466661_3971158026829896767_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgRl5SEaDHYpMJoeM-FJu8sOJIiQmEPKg8Hq26iOOyLUOEMSqlCVA0MtWD_ZbVjtxnbTX_AW3ibiJWM0wjLRa7NWS7k70ormyy2hTeRBGZopQj_b8o5FKhvw4FRT3RHDsU96bD0yC-OPcU/w464-h640/228934484_370074534466661_3971158026829896767_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«[Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου]», </div><div style="text-align: center;">Χάρτης, τχ. 17-18 (Νοέμβριος 1985), σ. 516</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-80845786512772655782021-06-13T21:21:00.003+03:002021-06-19T10:37:07.655+03:00Mary Anning: η αφανής ηρωίδα της παλαιοντολογίας στην Αγγλία του 19ου αιώνα<div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiqG1BpZIgKKP5C-0F8yEjwvF0MPLDLp83PXfSBT5RQcQzlPmq2KeUfBzA8jXgveESKzfE0c86MqPM824Eo5oISXdZngijOmgaHPAuR1_OGO8pEVa30IUMFGwDu0RbiU2JEni26byxumwQ/s1875/AMMONITE-HIGH-RES-1500x1875.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1875" data-original-width="1500" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiqG1BpZIgKKP5C-0F8yEjwvF0MPLDLp83PXfSBT5RQcQzlPmq2KeUfBzA8jXgveESKzfE0c86MqPM824Eo5oISXdZngijOmgaHPAuR1_OGO8pEVa30IUMFGwDu0RbiU2JEni26byxumwQ/w512-h640/AMMONITE-HIGH-RES-1500x1875.jpg" width="512" /></a></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br />«Ammonite»: Μια ταινία φόρος τιμής στην Mary Anning</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><b>Το «Ammonite» (2020) είναι μια φανταστική ιστορία, στηριγμένη στην πραγματική ζωή της πρωτοπόρου, αυτοδίδακτης παλαιοντολόγου του 19ου αιώνα, Mary Anning.</b> Η ιστορία της Mary Anning ενέπνευσε τον <b>Francis Lee</b>, ο οποίος έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία με πρωταγωνίστριες την <b>Kate Winslet</b> και την <b>Saoirse Ronan. </b></span><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;">Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους δημιουργία του 52χρονου σήμερα Άγγλου σκηνοθέτη, μετά το 2017 και την ταινία <b>«Του Θεού η Χώρα» («God's Own Country»)</b>, μια τραχιά εκδοχή του «Brokeback Mountain» του Ανγκ Λι. Ένας ομοφυλόφιλος έρωτας στην Μεγάλη Βρετανία του Brexit και των απαγορευμένων επιθυμιών, εμπνευσμένος από την προσωπική ιστορία του ίδιου του σκηνοθέτη, που αποφάσισε να αφήσει τη φάρμα του πατέρα του για να γίνει ηθοποιός.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />«Μέσα από την ιστορία της έλξης δυο αντρών, ο Francis Lee μιλά για την βρετανική ταυτότητα, την οικειότητα της σαρκικής εξάρτησης, την κανονικότητα της σεξουαλικής επιλογής, και σχολιάζει την υπόκωφη αγωνία για το μέλλον, την πρακτική των σιωπηλών ομολογιών, τη συγκέντρωση στη σκληρή εργασία για να αδρανήσει το πνεύμα. Με πυξίδα τη συναισθηματική γενναιοδωρία που αναζητά ζεύγη κι όχι μονάδες, <b>το «God’s Own Country» ορίζει ως «θεϊκή πατρίδα» (ή μήπως παράδεισο;) κάτι οικουμενικό: την αγάπη»</b>, <a href="https://www.cinemagazine.gr/paizontai_tora/arthro/tou_theoy_h_xora-130971830/" target="_blank">γράφει ο Πάνος Γκένας</a>, με αφορμή την προβολή </span><span style="font-family: arial;">της ταινίας </span><span style="font-family: arial;">στη χώρα μας.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="386" src="https://www.youtube.com/embed/3Z2JnIpUSTA" width="465" youtube-src-id="3Z2JnIpUSTA"></iframe></div><br /> </span></div><div><div><span style="font-family: arial;">Στη δεύτερη ταινία του, ο Francis Lee γράφει και σκηνοθετεί μια ιστορία αγάπης - όχι ένα βιογραφικό έργο, όπως δηλώνει ο ίδιος - ανάμεσα σε δυο γυναίκες στην Αγγλία του 1840. </span><b><span style="font-family: arial;">Η Mary Anning, </span><span style="font-family: arial;">έχοντας αφήσει πίσω τις μέρες των φημισμένων ανακαλύψεών της, </span><span style="font-family: arial;">ψάχνει </span><span style="font-family: arial;">για κοινά απολιθώματα </span></b><span style="font-family: arial;"><b>στην κρύα, άγρια και θυελλώδη ακτή του Lyme Regis, στο Dorset της Αγγλίας.</b> Χωρίς άλλους πόρους ζωής πλέον, </span><span style="font-family: arial;">αφού το ενδιαφέρον για τα απολιθώματα έχει εκλείψει, πουλάει ό,τι βρίσκει σε πλούσιους τουρίστες για να στηρίξει τον εαυτό της και την άρρωστη χήρα μητέρα της. </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjn76iVWx5pEz2IpUkGM-M01deMAeBlV-FS-NkpjckgeC3_rpMRuA_s4e7axskkI7hFxxXluLib7fHs5t88v2VlPXEvOgX0m8k8rWpuDRZxu8c0Zb8KBvOmVdUw0u1mNuTm-IcOyovveZc/s1360/35mm_AM_RAN-studio_DAY11-000030680018-1360x765.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjn76iVWx5pEz2IpUkGM-M01deMAeBlV-FS-NkpjckgeC3_rpMRuA_s4e7axskkI7hFxxXluLib7fHs5t88v2VlPXEvOgX0m8k8rWpuDRZxu8c0Zb8KBvOmVdUw0u1mNuTm-IcOyovveZc/w640-h360/35mm_AM_RAN-studio_DAY11-000030680018-1360x765.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Saoirse Ronan as Charlotte Murchison</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Όταν ένας τέτοιος τουρίστας, ο Roderick Murchison, φτάνει στο Lyme στα πλαίσια μιας ευρωπαϊκής περιοδείας, εμπιστεύεται στη Mary τη φροντίδα της νεαρής συζύγου του Charlotte, </span><span style="font-family: arial;">για να «πάρει θαλασσινό αέρα» και να αναρρώσει από τη «μελαγχολία» μετά την απώλεια ενός παιδιού. </span><span style="font-family: arial;">Η Mary, της οποίας η ζωή είναι ένας καθημερινός αγώνας με τη φτώχεια, δεν μπορεί να απορρίψει την πρότασή του και την αμοιβή που τόσο έχει ανάγκη, αλλά, περήφανη και παθιασμένη με τη δουλειά της, συγκρούεται αρχικά με την ανεπιθύμητη επισκέπτρια. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Είναι δύο γυναίκες από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. <b>Η </b></span><b><span style="font-family: arial;">Charlotte Murchison - την υποδύεται η Saoirse Ronan - είναι μια γυναίκα </span><span style="font-family: arial;">ανώτερης τάξης από το Λονδίνο, </span></b><span style="font-family: arial;"><b>ευάλωτη όμως και θλιμμένη από την απώλεια του παιδιού και την αδιαφορία του συζύγου της</b>. </span><span style="font-family: arial;">Ωστόσο, παρά το κοινωνικό χάσμα και τη διαφορετική προσωπικότητα καθεμιάς, η Mary και η Charlotte ανακαλύπτουν ότι μπορούν να προσφέρουν η μια στην άλλη μια έξοδο από τη μοναξιά και τη θλίψη. Είναι η αρχή μιας παθιασμένης ερωτικής σχέσης που τις απορροφά ολοκληρωτικά και αλλάζει αμετάκλητα την πορεία στη ζωή και των δύο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg46A82WHina1uA8YcxKyxQwlgaTmt9nrU7q0jeeSe4LINX2fqAwMcXt6_DYJr7ol7oyj4oqMZrSPWWBbHKWFqyjd1uh6MKTaO0HjosmdjiqVGnKGmLU9wsm31KeAnOLn_bCz5fYrrI9PA/s1280/Lyme-Regis-Museum.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg46A82WHina1uA8YcxKyxQwlgaTmt9nrU7q0jeeSe4LINX2fqAwMcXt6_DYJr7ol7oyj4oqMZrSPWWBbHKWFqyjd1uh6MKTaO0HjosmdjiqVGnKGmLU9wsm31KeAnOLn_bCz5fYrrI9PA/w640-h638/Lyme-Regis-Museum.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πορτρέτο της Mary Anning από άγνωστο καλλιτέχνη πριν από το 1842</div><div style="text-align: center;">Πηγή: Lyme Regis Museum</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Γυναίκα και φτωχή σε μια πατριαρχική ταξική κοινωνία. Κι όμως, τα κατάφερε!</b></span><br /> <br /><b>Ποια ήταν όμως πραγματικά η </b><b>Mary Anning; </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>«Ήταν τρία πράγματα που δεν θα θέλατε να είστε στη Βρετανία του 19ου αιώνα - ήταν γυναίκα, ανήκε στην εργατική τάξη και ήταν φτωχή»</b></i>, λέει η Anya Pearson, που μαζί με την 13χρονη σήμερα κόρη της Evie Swire, </span><span style="font-family: arial;">αγωνίζονται για να στηθεί ένα άγαλμα προς τιμήν της Mary Anning. <i><b>«Ήταν μια εποχή που ακόμη και οι μορφωμένες γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να κατέχουν ιδιοκτησία ή να ψηφίζουν, αλλά παρά τα εμπόδια, εκείνη μπόρεσε να κάνει όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα.»</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η ζωή της Anning σημαδεύτηκε από κακουχίες και τραγωδίες, αλλά και από επιστημονικές πρωτιές. Διακινδύνευε συνεχώς τη ζωή της κυνηγώντας απολιθώματα και κάνοντας ανακαλύψεις που τράβηξαν την προσοχή της επιστημονικής ελίτ, παρόλο που η κοινωνική θέση και το φύλο της δεν της επέτρεψαν ποτέ να λάβει την αναγνώριση που της άξιζε.<br /><br /><b>Η Mary </b></span><span style="font-family: arial;"><b>Anning γεννήθηκε στις 21 Μαΐου 1799 στο Lyme Regis του Dorset</b>, </span><span style="font-family: arial;">μέρος αυτού που σήμερα ονομάζεται <b>Jurassic Coast</b> και έχει χαρακτηριστεί </span><span style="font-family: arial;">από την UNESCO «Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς» για τα απολιθώματα και γενικότερα για το γεωλογικό του ενδιαφέρον. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, της οποίας τα οκτώ πέθαναν πριν φτάσουν στην ενηλικίωση. </span><span style="font-family: arial;">Ενώ η Mary μεγάλωνε, βασιλιάς της Μ. Βρεττανίας ήταν ο Γεώργιος III, ο πόλεμος μεταξύ του βρετανικού και του γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα μαινόταν και η Jane Austen είχε εκδώσει το 1811, το πρώτο της βιβλίο «Sense and Sensibility» («Λογική και ευαισθησία»). </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Ως παιδί, η Mary </span><span style="font-family: arial;">βοηθούσε τον πατέρα της να μαζέψει απολιθώματα, τα οποία πουλούσε στο παραθαλάσσιο μαγαζί του, αλλά το 1810, όταν ήταν μόλις 11 ετών, εκείνος πέθανε από φυματίωση. Μετά το θάνατό του, για να βοηθήσει τη μητέρα της να τα βγάλει πέρα, η Anning συνέχισε να συλλέγει απολιθώματα και τα πουλούσε σε τουρίστες και συλλέκτες. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Με μηδαμινές σπουδές, η Mary Anning κατάφερε να αποκτήσει μόνη της γνώσεις γεωλογίας και ανατομίας, τεμαχίζοντας ψάρια και σουπιές, προκειμένου να κατανοεί καλύτερα τα απολιθώματα που έβρισκε.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEipNJc3ofc8T0ZSRFFghSZPcpynF5o2xPyTXMnubTsz9gkF5n5oNUFA7KC0yIg-okjjhITnjXfSu84hURS7HOtga-ZJ9cKW-WNIzerBR0kdg59FoN9lotSa5TOtBE5r_ZZ0AllZ9lIkcqI/s1728/icthyosaur.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEipNJc3ofc8T0ZSRFFghSZPcpynF5o2xPyTXMnubTsz9gkF5n5oNUFA7KC0yIg-okjjhITnjXfSu84hURS7HOtga-ZJ9cKW-WNIzerBR0kdg59FoN9lotSa5TOtBE5r_ZZ0AllZ9lIkcqI/w640-h302/icthyosaur.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The ichthyosaur skeleton collected by Mary Anning</div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://oumnh.ox.ac.uk/mary-annings-ichthyosaur</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><br /><b>Το 1811, σε ηλικία μόλις 12 ετών, η Mary ανακάλυψε έναν σκελετό 5,2 μέτρων</b>. Εκείνη την εποχή, η γεωλογία και η παλαιοντολογία ήταν αναπτυσσόμενες επιστήμες και το «εξωπραγματικό» αυτό πλάσμα ήταν το πρώτο που μελετήθηκε από επιστήμονες και συζητήθηκε για χρόνια. Ονομάστηκε τελικά <b>«Ichthyosaurus»</b> - αν και τώρα γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ούτε ψάρι ούτε σαύρα, αλλά θαλάσσιο ερπετό - και η Anning το πούλησε για £ 23, για να αγοραστεί το 1819 σε δημοπρασία από το Βρετανικό Μουσείο. Μπορεί μέχρι και σήμερα να το δει κανείς στο Oxford University Museum of Natural History</span><span style="font-family: arial;">. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVbDRl-HMPOd5oqDHr4oTBa4gg9HFS3NGJ5ti9B_ypKhvRtfVFDClLO60HojeLkhyphenhyphen_sTQ2JwybISu6_WicDPlPcrxzxMpGsz4kU67r1a4TVMXOQf0KmSYukW_cS_rRGPcPxSo3BqpeYUA/s670/_114870651_mediaitem114870650.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVbDRl-HMPOd5oqDHr4oTBa4gg9HFS3NGJ5ti9B_ypKhvRtfVFDClLO60HojeLkhyphenhyphen_sTQ2JwybISu6_WicDPlPcrxzxMpGsz4kU67r1a4TVMXOQf0KmSYukW_cS_rRGPcPxSo3BqpeYUA/w640-h484/_114870651_mediaitem114870650.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Mary Anning's plesiosaur, Fossil Way Gallery, Natural History Museum, London</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><b>Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1823, βρήκε τον πρώτο πλήρη σκελετό ενός πλησιόσαυρου</b> (plesiosaurus), ενός θαλάσσιου ερπετού τόσο παράξενου που οι επιστήμονες πίστευαν ότι ήταν ψεύτικο. Ο Γάλλος <b>Georges Cuvier</b>, γνωστός ως πατέρας της παλαιοντολογίας, αμφισβήτησε το εύρημα. Σε ειδική συνάντηση και μετά από μακρά συζήτηση στη Γεωλογική Εταιρεία του Λονδίνου - η Mary Anning δεν είχε προσκληθεί - ο Cuvier παραδέχτηκε το λάθος του. Παρά την αυξανόμενη φήμη της στην αναζήτηση και αναγνώριση απολιθωμάτων, η επιστημονική κοινότητα δίσταζε να αναγνωρίσει το έργο της.<br /><br />Οι άντρες επιστήμονες, αν και αγόραζαν τα απολιθώματα που η Mary αποκάλυπτε, καθάριζε και ταυτοποιούσε, τις περισσότερες φορές δεν αναγνώριζαν τις ανακαλύψεις της στα επιστημονικά τους έγγραφα σχετικά με τα ευρήματα, ακόμη και όταν αναφέρονταν στο πρωτοποριακό της εύρημα του ιχθυόσαυρου. Ακόμη και η Γεωλογική Εταιρεία του Λονδίνου αρνήθηκε να την αποδεχτεί· στην πραγματικότητα, δεν δέχτηκε γυναίκες μέχρι το 1904.<br /><br /><b>Το 1828 η Anning ανακάλυψε τα πρώτα γνωστά στο Ηνωμένο Βασίλειο λείψανα ενός πτερόσαυρου</b>, που πιστεύεται ότι είναι το μεγαλύτερο ζώο που έχει πετάξει ποτέ.</span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiY5cq_sq_XiE1bgWrUZGnWUrzuz5i2TaK-tf0_hdBE_qpjZzIapqoe_fqAwnqwe6ErEdgLH-F25gb3zuqQC_IhuOU-1x3JmPBZIExZKTf7zuX6skaIbcRol7KsF8X7NuVri1FDQTlzXmk/s1728/icthyosaur_0.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiY5cq_sq_XiE1bgWrUZGnWUrzuz5i2TaK-tf0_hdBE_qpjZzIapqoe_fqAwnqwe6ErEdgLH-F25gb3zuqQC_IhuOU-1x3JmPBZIExZKTf7zuX6skaIbcRol7KsF8X7NuVri1FDQTlzXmk/w640-h302/icthyosaur_0.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Duria Antiquior - A More Ancient Dorset</div><div style="text-align: center;">_________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;">Οι ανακαλύψεις της ενέπνευσαν τον διάσημο γεωλόγο και παιδικό της φίλο <b>Henry De la Beche</b> να ζωγραφίσει το <b>«Duria Antiquior - A More Ancient Dorset»</b> το 1830. Πούλησε αντίγραφα για να συγκεντρώσει χρήματα για τη Mary, η οποία αγωνιζόταν να επιβιώσει. Το <b>Duria Antiquior</b> - <b>πλήρες με ιχθυόσαυρους, πλησιόσαυρους και πτερόσαυρους - είναι η πρώτη εικονική αναπαράσταση της προϊστορικής ζωής βασισμένη σε απολιθώματα.</b></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjDAQhHmjEcp0PLodO1UJZpMpri_owfl8AH6OFItZ0yX-2Y6tsuVT-dLWLWdMWa_dZWb4R-33RkgeHuxD5zfOy2Ibbiez58TFEj7mTStnbrV9031R3hddqBAWn4kZIJqhah1VwmHsjF9bk/s753/book-of-the-great-sea-dragons-two-column.jpg.thumb.768.768.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjDAQhHmjEcp0PLodO1UJZpMpri_owfl8AH6OFItZ0yX-2Y6tsuVT-dLWLWdMWa_dZWb4R-33RkgeHuxD5zfOy2Ibbiez58TFEj7mTStnbrV9031R3hddqBAWn4kZIJqhah1VwmHsjF9bk/w640-h370/book-of-the-great-sea-dragons-two-column.jpg.thumb.768.768.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Book of the Great Sea Dragons</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><b><br /></b>Ο Πλησιόσαυρος της Mary Anning ενέπνευσε επίσης το <b>«Book of the Great Sea Dragons»</b> του <b>Thomas Hawkins</b>, που δημοσιεύθηκε το 1840. <br /><br /><b>Η Mary Anning πέθανε από καρκίνο του μαστού το 1847. Ήταν μόλις 47 ετών</b> και εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες παρά τις πρωτοποριακές επιστημονικές ανακαλύψεις μιας ζωής.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrpIRrKndmZBB1mpPo7JF_c0WRd_uX4YeqOyqCMaQpCQiaEltwYke3wl7acseKv44OHR9kamB1wul4vGH8RI6bfaL1LimomV1qUD5x-LwLQMOb9zPKRH2uG7qcE7jDPRoP388ankydzhU/s1500/Lyme-Regis-Musem-Things-to-Do.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrpIRrKndmZBB1mpPo7JF_c0WRd_uX4YeqOyqCMaQpCQiaEltwYke3wl7acseKv44OHR9kamB1wul4vGH8RI6bfaL1LimomV1qUD5x-LwLQMOb9zPKRH2uG7qcE7jDPRoP388ankydzhU/w640-h426/Lyme-Regis-Musem-Things-to-Do.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Lyme Regis Museum on the site of Mary Anning's birthplace</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η κληρονομιά της Mary Anning</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>«Εάν η Mary Anning είχε γεννηθεί το 1970, θα ήταν επικεφαλής ενός τμήματος παλαιοντολογίας στο Imperial ή στο Cambridge»</b></i>, λέει ο David Tucker, διευθυντής του μουσείου στο Lyme Regis. <i><b>«Αλλά εκείνη έπρεπε να πουλάει αυτά που έβρισκε. Έτσι, στα μουσεία, τα απολιθώματα πιστώνονταν στο όνομα του πλούσιου άνδρα που τα πλήρωσε, αντί της φτωχής γυναίκας που τα βρήκε. Αυτό δεν αφορά μόνο το φύλο· η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη με παραγνωρισμένες συνεισφορές επιστημόνων της εργατικής τάξης.»</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το Μουσείο του Lyme Regis - χτισμένο στην τοποθεσία του πρώην οικογενειακού σπιτιού της Mary Anning - διοργανώνει και πραγματοποιεί τακτικά εκπαιδευτικά προγράμματα με θέμα «το κυνήγι απολιθωμάτων». <b>Από το 2017 έχει ανοίξει στο μουσείο και νέα πτέρυγα αφιερωμένη στην ιστορία της Mary Anning. </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnqRQX4REwyAUwemDH4edx7y0QyawzFdbeioNwRoZI0VD8R8hQrLovviz0W6nYjKvzVotVrHxqts7LVM6XDWx7OGjWVYKL3pr3QhRLkaCgLkjdqa-TXxlBbuXquXMAUmQDqe7gtOLtyaM/s549/_114908614_museum.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="549" data-original-width="393" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnqRQX4REwyAUwemDH4edx7y0QyawzFdbeioNwRoZI0VD8R8hQrLovviz0W6nYjKvzVotVrHxqts7LVM6XDWx7OGjWVYKL3pr3QhRLkaCgLkjdqa-TXxlBbuXquXMAUmQDqe7gtOLtyaM/w458-h640/_114908614_museum.jpg" width="458" /></a></div><br /><br />Πάνω από 170 χρόνια μετά το θάνατό της, η ιστορία της Anning διδάσκεται πλέον στα σχολεία και μια εκστρατεία, υποστηριζόμενη από τον Sir David Attenborough, βρίσκεται σε εξέλιξη για να ανεγερθεί ένα άγαλμα προς τιμήν της. Η Evie Swire, στα 11 της, ξεκίνησε την εκστρατεία για το άγαλμα, ισχυριζόμενη ότι <b>στο Ηνωμένο Βασίλειο τα αγάλματα ανδρών με το όνομα John ήταν περισσότερα από τα αγάλματα όλων συνολικά των γυναικών.</b> Πρόσφατα, ανατέθηκε στη γλύπτρια Denise Dutton να φιλοτεχνήσει το άγαλμα της Mary Anning</span><span style="font-family: arial;">, το οποίο θα στηθεί στην παραλία του </span><span style="font-family: arial;">Lyme Regis. </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgtas2SjlyTLsbMlVU3HuQp5GWxHfY4rYw_mkV7rDkjinSGF9LhSaEY7kbbZQEP1edYnUH8O881PgmL_U1jstjl5CRJBiVx24G-YiHHe__y3_iJE9iDcWQt6cuaoLG5wld0OV8S-LwIwt0/s753/mary-anning-rocks-statue-two-column.jpg.thumb.768.768.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgtas2SjlyTLsbMlVU3HuQp5GWxHfY4rYw_mkV7rDkjinSGF9LhSaEY7kbbZQEP1edYnUH8O881PgmL_U1jstjl5CRJBiVx24G-YiHHe__y3_iJE9iDcWQt6cuaoLG5wld0OV8S-LwIwt0/w640-h412/mary-anning-rocks-statue-two-column.jpg.thumb.768.768.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">A preliminary sketch of how the statue of Mary Anning could look. </div><div style="text-align: center;"> ©Mary Anning Rocks</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Δυο γυναίκες, ένας έρωτας</b></span></div><div><br /></div><div>Το βλέμμα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Francis Lee στέκεται τόσο στη σχέση, που σιγά σιγά αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες, όσο και στην ιστορία της Mary Anning, η οποία ήταν πρωτοπόρος στον τομέα της, αλλά δεν εκτιμήθηκε ποτέ στην εποχή της. Ελλείψει γραπτών στοιχείων από την εποχή της, ο Francis Lee χρειάστηκε να συμπληρώσει τα κενά εφευρίσκοντας τμήματα της ιστορίας της Mary, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της με την Charlotte. </div><div><br /></div><div>Από τη μια μεριά, λοιπόν, ο Francis Lee φωτίζει την Mary Anning, <b>μια γυναίκα της εργατικής τάξης, φτωχή και αυτοδίδακτη, που κατάφερε με επινοητικότητα, θάρρος και σκληρή δουλειά, μέσα σε μια πατριαρχική, ταξική κοινωνία, να εξελιχθεί σε μια κορυφαία παλαιοντολόγο της γενιάς της. </b></div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Από την άλλη μεριά, η εμμονή του σκηνοθέτη με την οικειότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, το πώς λειτουργούμε σ' αυτές και πώς τις διαχειριζόμαστε, τον έσπρωξε να την εμπλέξει σ' ένα ερωτικό ρομάντζο. Αλλά σ' αυτήν την πατριαρχική κοινωνία, όπου οι γυναίκες ανήκαν σ' έναν άντρα και με δεδομένο ότι οι άντρες επιστήμονες είχαν αγνοήσει τη δουλειά της Mary Anning, <b>αποφάσισε να της δώσει μια σχέση με γυναίκα, δίνοντας έτσι φωνή σε πολλές παρόμοιες «υποστηρικτικές διά βίου και παθιασμένες σχέσεις μεταξύ γυναικών»</b>, όπως λέει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του. </div></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Στην ταινία, η Mary Anning βρίσκεται στα σαράντα και - στην πραγματικότητα λίγα χρόνια πριν πεθάνει στα 47 της από καρκίνο του μαστού - ξανά φτωχή, με την πρόκληση, πέραν της επιβίωσης, να ξαναβρεί τον ενθουσιασμό της για δουλειά και να βγει από το μοναχικό της καβούκι για χάρη ενός έρωτα. </div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifHGqDwWdH_SrsYbmQEydH1V5kH6gzUYNQV5dhXbut11UJR1GdXuC0Rrk2ICeCUdGBiMhlKkV9rsPg2iuK2BfCi9YhlrREzN5NiKRcrNmAjW-fGb-dF8uMgYlA4ejDVeQUoXy0VOflLMc/s1000/Ammonite-interview-still-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifHGqDwWdH_SrsYbmQEydH1V5kH6gzUYNQV5dhXbut11UJR1GdXuC0Rrk2ICeCUdGBiMhlKkV9rsPg2iuK2BfCi9YhlrREzN5NiKRcrNmAjW-fGb-dF8uMgYlA4ejDVeQUoXy0VOflLMc/w640-h424/Ammonite-interview-still-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Francis Lee on the set of Ammonite with Kate Winslet. Courtesy of Neon.</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ήθελα το άνοιγμα της ταινίας να πει σχεδόν όλα όσα θα ήταν η ταινία»</b></span></div><div><br /></div><div>Η ταινία ανοίγει με ήχους και εικόνες μιας υπηρέτριας που πλένει το πάτωμα ενός μουσείου και κλείνει με τις δύο γυναίκες στο ίδιο μουσείο, να κοιτάζονται μέσα από τα τζάμια μιας προθήκης, στην οποία εκτίθεται ο ιχθυόσαυρος, το πρώτο εύρημα της 12χρονης τότε Mary Anning, χωρίς καμία αναφορά στο όνομά της. <b>Φόρος τιμής στους αφανείς και παραγνωρισμένους ήρωες, που όπως η Mary Anning, εργάζονται σιωπηλά για να ανακαλύψουν, να καθαρίσουν και να αναδείξουν αυτό που άλλοι θα οικειοποιηθούν, θα εκμεταλλευτούν, θα ιδιοποιηθούν· αυτό που κι εμείς θαυμάζουμε στις προθήκες ή στους τοίχους ενός μουσείου ή αίθουσας τέχνης, αγνοώντας εκείνους που κρύβονται αδιαμαρτύρητα στο σκοτάδι. </b></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKR76z9EH5m9hv24w3ATyh0NdOFw-Sf7aIHX4YRvOXZqzfna3r32zuroq0zHUiVcbvQ-S27AcNbZ4sSXz0Mzl_x7YDvhvscctDupBb6ay5IzLxXKK6-je4FeDCjZsjyhPxyD1HEwcSQNU/s1200/Eh-P5TfWoAYGRmK.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKR76z9EH5m9hv24w3ATyh0NdOFw-Sf7aIHX4YRvOXZqzfna3r32zuroq0zHUiVcbvQ-S27AcNbZ4sSXz0Mzl_x7YDvhvscctDupBb6ay5IzLxXKK6-je4FeDCjZsjyhPxyD1HEwcSQNU/w640-h424/Eh-P5TfWoAYGRmK.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Kate Winslet as Mary Anning and Saoirse Ronan as Charlotte Murchison</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><b>Βασικό μέλημα του σκηνοθέτη σ' όλη την ταινία, είναι να εστιάσει και να φωτίσει, εκτός από την Mary Anning, όλους εκείνους τους ανθρώπους του μόχθου, που κοπιάζουν κι όμως παραμένουν αόρατοι.</b> Μια λεπτομέρεια που αναδεικνύει αυτή την πτυχή και συνάμα αποδίδει τα εύσημα στην αγαπημένη ταινία του Francis Lee, είναι η σκηνή λίγο πριν το τέλος: ενώ η κάμερα ακολουθεί την Mary Anning καθώς βαδίζει προς το σπίτι της Charlotte στο Λονδίνο, το βλέμμα της - μαζί και το δικό μας - πέφτει σε <b>μια υπηρέτρια που καθαρίζει το εξωτερικό σκαλί στο σπίτι που γυρίστηκε το φιλμ «Phantom Thread»</b> (2017) του Paul Thomas Anderson, με τον Daniel Day-Lewis, στην Fitzroy Square. </div><div><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDkUVv00RNRd3MOX7U9ni6gimidUxi5R9bkjl8jiY59Y5e97b_JfeqpYWH9Sjx-89mntTn6zxcJUBrdil_ulEIjbxG4QQjjtiSBRkUL1g8A7HWw6Nx62HgDTk36kxFF7xRIvaoPAzcWQQ/s2048/Kate-Winslet_-Ammonite-movie-set-in-London-14.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDkUVv00RNRd3MOX7U9ni6gimidUxi5R9bkjl8jiY59Y5e97b_JfeqpYWH9Sjx-89mntTn6zxcJUBrdil_ulEIjbxG4QQjjtiSBRkUL1g8A7HWw6Nx62HgDTk36kxFF7xRIvaoPAzcWQQ/w426-h640/Kate-Winslet_-Ammonite-movie-set-in-London-14.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Francis Lee with Kate Winslet. </div><div style="text-align: center;">Ammonite Movie Set In London</div><div style="text-align: center;">_________</div><br /><div><br /></div><div>Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο στις 11 Σεπτεμβρίου 2020. Κυκλοφόρησε στην Αυστραλία στις 14 Ιανουαρίου 2021 και στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 26 Μαρτίου 2021. Εκτός απροόπτου, η ταινία θα προβληθεί μέσα στο καλοκαίρι και στην Ελλάδα.</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="366" src="https://www.youtube.com/embed/AnDhlrs3XVM" width="441" youtube-src-id="AnDhlrs3XVM"></iframe></div><br /><div><br /></div><div><br /></div></span></div><div><div><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: medium;"><b>Πηγές</b></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.nhm.ac.uk/discover/mary-anning-unsung-hero.html" target="_blank">Mary Anning: the unsung hero of fossil discovery</a></span></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.bbc.com/news/uk-england-dorset-54510746?fbclid=IwAR1sCObjj6i6T4o0sksGHbC8Ci_WVWOo_6IvyvJq1qDIiBaFXPqTRv5x41w" target="_blank">Ammonite: Who was the real Mary Anning?</a></span></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://jurassiccoast.org/visit/attractions/lyme-regis-museum/" target="_blank">Lyme Regis Museum</a></span></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.see-saw-films.com/film/ammonite/#about" target="_blank">Ammonite, Francis Lee</a></span></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://seventh-row.com/2020/12/04/francis-lee-ammonite-interview/?fbclid=IwAR0RtlYEJslJFsdElWZX47OPA7blueR4ZfKwfXSzjcgqZtgkvaiBwKGXfsQ" target="_blank">Francis Lee on Ammonite and the voiceless women of history</a></span></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.cinemagazine.gr/paizontai_tora/arthro/tou_theoy_h_xora-130971830/" target="_blank">Του Θεού η Χώρα</a></span></li></ul></div><div><br /></div><div><br /></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-55480160444108385792021-05-04T20:23:00.003+03:002021-05-08T20:52:18.396+03:00Το σπαθί στην ουρά του Δράκου με τα οκτώ κεφάλια· από τα χέρια του Susano-o στα χέρια του Yamato Takeru<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjv1sLwx_arG0fj24ksAkOYx54dHLhDwN1B3iIiT9GHJtVwFUvfzAZTD_qUkaumjDR2192Ih_l2TP6KHf2X7cnYzOWqqFLty_d8s3QBRKltIpTTs3JSHGGU8XI9SMrz8J5S2T_7iwn0HKs/s2100/Susanoo-no-Mikoto-slays-Yamata-no-Orochi-in-Izumo-By-Tsukioka-Yoshitoshi.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjv1sLwx_arG0fj24ksAkOYx54dHLhDwN1B3iIiT9GHJtVwFUvfzAZTD_qUkaumjDR2192Ih_l2TP6KHf2X7cnYzOWqqFLty_d8s3QBRKltIpTTs3JSHGGU8XI9SMrz8J5S2T_7iwn0HKs/w640-h316/Susanoo-no-Mikoto-slays-Yamata-no-Orochi-in-Izumo-By-Tsukioka-Yoshitoshi.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Susanoo slaying the Yamata no Orochi, woodblock print by Tsukioka Yoshitoshi, 1887</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο εξόριστος θεός</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στο <b>Kojiki</b>, «το χρονικό των αρχαίων υποθέσεων» (712) , αλλά και στο μεταγενέστερο </span><span style="font-family: arial;"><b>Nihon Shoki</b>, </span><span style="font-family: arial;">«Χρονικά της Ιαπωνίας από τους πρώτους χρόνους έως το 697 μ.Χ» (720), ανιστορείται η δημιουργία των νησιών που αποτελούν την Ιαπωνία από τους θεούς Izanagi και Izanami, καθώς και η γέννηση των μεταγενέστερων θεοτήτων που αποτελούν το ιαπωνικό πάνθεον.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;">Όταν η Izanami έμεινε κυριάρχος του Κάτω Κόσμου κι ο </span>Izanagi έφυγε,κυνηγημένος, στάθηκε να πλυθεί στο ρυάκι, για να βγάλει από πάνω του το μίασμα. Καθώς σκούπισε το αριστερό του μάτι </span><span style="font-family: arial;">γεννήθηκε <b>η θεά του ήλιου</b> <b>Amaterasu</b> (Εκείνη-Που-Φωτίζει-Τον-Παράδεισο),</span><span style="font-family: arial;"> η μεγαλύτερη θεότητα της Ιαπωνικής Θρησκείας, Shinto. Όταν σκούπισε το δεξί του μάτι γεννήθηκε <b>ο θεός του φεγγαριού Tsukiyomi</b>. Κι όταν σκούπισε τη μύτη του δημιούργησε <b>τον Susano-o, το θεό των ανέμων, της καταιγίδας και των υδάτων. </b>Ευχαριστημένος με τα παιδιά του, έδωσε στο καθένα ένα βασίλειο για να κυβερνήσει: στην </span><span style="font-family: arial;">Amaterasu το βασίλειο των Ουρανών</span><span style="font-family: arial;"> (Takamagahara), στον </span><span style="font-family: arial;">Tsukiyomi το βασίλειο της Νύχτας και στον Susano- o το βασίλειο της Θάλασσας.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σύμφωνα με τους μύθους, ο Susano- o αρνείται να αναλάβει τα καθήκοντά του ως θεός των θαλασσών, αλλά θρηνεί χωρίς σταματημό κάνοντας τα δέντρα να μαραθούν και τις θάλασσες να στεγνώσουν. Όταν ο Izanagi ρωτά τον γιο του γιατί κλαίει, εκείνος του λέει ότι θέλει να επισκεφτεί τη μητέρα του, Izanami, στον Κάτω Κόσμο. Αυτό εξοργίζει τον Izanagi που διώχνει μακριά το γιο του. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGsHJASucAgAbkx2Gs3ZU8FDrVmnxSqKmZ2cdVih4bbTey0MnpnxqQ_8g2PF_gi8ghyAGpF-DYTpCeD2WlWjUQMPKDwT9nJAVF23wBiMkB6VPhrM5f_2ItPTQrxavFpLqxriWcYHPbcQg/s1373/T%25C3%25B4zan_-_Tsuba_with_the_Sun_Goddess_Amaterasu_and_Her_Brother_Susano-%25C3%25B4_-_Walters_51244.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGsHJASucAgAbkx2Gs3ZU8FDrVmnxSqKmZ2cdVih4bbTey0MnpnxqQ_8g2PF_gi8ghyAGpF-DYTpCeD2WlWjUQMPKDwT9nJAVF23wBiMkB6VPhrM5f_2ItPTQrxavFpLqxriWcYHPbcQg/w612-h640/T%25C3%25B4zan_-_Tsuba_with_the_Sun_Goddess_Amaterasu_and_Her_Brother_Susano-%25C3%25B4_-_Walters_51244.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Tsuba (Sword guard) with the Sun Goddess Amaterasu and Her Brother Susano-ô» by Tôzan (late 19th century), </div><div style="text-align: center;">Walters Art Museum, Baltimore, United States of America</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Πριν φύγει όμως από τη σφαίρα των θεών, ο Susano- o ζητάει ν' αποχαιρετήσει την αδερφή του, Amaterasu. Εκείνη, καχύποπτη για τις προθέσεις του αδερφού της, ετοιμάζεται για την αντιπαράθεση. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Τα αδέλφια συμμετέχουν σε έναν περίεργο διαγωνισμό για να αποδείξουν την ειλικρίνεια των προθέσεων τους και ο Susano- o απαιτεί να είναι εκείνος ο νικητής, προκαλώντας με τις ενέργειές του τρομερό χάος στην επικράτεια της Amaterasu. Μολονότι η θεά προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον εξευμενίσει και εξαντλεί τα όρια της ανοχής της, εκείνος συνεχίζει να συμπεριφέρεται με ασυγχώρητη ξεδιαντροπιά: καταστρέφει τους ορυζώνες της και ρίχνει περιττώματα στην ιερή αίθουσα που χρησιμοποιεί η Amaterasu για να δοκιμάσει το νέο ρύζι των χωραφιών. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Σε κάποια παραλλαγή του μύθου, μάλιστα, σαν τελική προσβολή, ο Susano- o, αφηνιασμένος, ανοίγει μια τρύπα στην οροφή του υφαντουργείου της και πετάει μέσα ένα «ουράνιο παρδαλό άλογο, που το είχε γδάρει κόντρα». Μόλις το αντίκρισαν οι κυρίες της θεάς που ύφαιναν τα μεγαλόπρεπα φορέματα των θεοτήτων, θορυβήθηκαν τόσο πολύ που πέθαναν από φόβο.</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiiKP-L5ZxlJVdAuCyjqgwMRDmbhnVPHnTNdXkP918-RW7J6EjQn0HL6R20JSOLPBzg4ZTs213sXT16vjB0FacgfCl7pkZmxG8_liBM4vyiPBQQs4dN4RQhVMw0usoxAY-94DI8m43tOTg/s1188/%25E9%25A0%2588%25E4%25BD%2590%25E4%25B9%258B%25E7%2594%25B7%25E5%2591%25BD%25E3%2581%25AE%25E4%25B9%25B1%25E6%259A%25B4_-_Susanoo%2527s_Rampage.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiiKP-L5ZxlJVdAuCyjqgwMRDmbhnVPHnTNdXkP918-RW7J6EjQn0HL6R20JSOLPBzg4ZTs213sXT16vjB0FacgfCl7pkZmxG8_liBM4vyiPBQQs4dN4RQhVMw0usoxAY-94DI8m43tOTg/w452-h640/%25E9%25A0%2588%25E4%25BD%2590%25E4%25B9%258B%25E7%2594%25B7%25E5%2591%25BD%25E3%2581%25AE%25E4%25B9%25B1%25E6%259A%25B4_-_Susanoo%2527s_Rampage.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hagino Yoshiyuki, The god Susanoo throws the Heavenly Horse </div><div style="text-align: center;">into the goddess Amaterasu's loom, 1911</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η Amaterasu προσπαθεί να κρατήσει συμφιλιωτική στάση, αλλά ο αδελφός της συνεχίζει τις σκληρές πράξεις του, μέχρι που εκείνη, κυριευμένη από φόβο, κρύβεται σε μια σπηλιά και ρίχνει τον κόσμο στο σκοτάδι.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"> Όταν η Amaterasu βγαίνει από τη σπηλιά και αποκαθιστά το φως και την τάξη στον κόσμο, αυτή και οι άλλες θεότητες συσκέπτονται και επιβάλλουν τιμωρίες στον Susano- o: τον υποχρεώνουν να κόψει τη γενειάδα του, να ξεριζώσει τα νύχια των χεριών και των ποδιών του και τον </span><span style="font-family: arial;">εξορίζουν στη γη. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Καθώς εκείνος περιπλανιέται, ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη τοποθεσία για να χτίσει το παλάτι του, βρίσκεται στην </span><span style="font-family: arial;">περιοχή Izumo,</span><span style="font-family: arial;"> στο δυτικό Honshu. </span><span style="font-family: arial;">Στις όχθες του ποταμού Hii, βλέπει ένα ζευγάρι γέρων με την κόρη τους να κλαίνε με αναφιλητά. </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhNdTQjIPZrpQK7rXfywf262heYwDsHph3VmCq4YkfCmEo4G6F7fwVsQ_EG_oZujruhdwkZznDRkYQLeEkpni2USER8j8CbxY04ZNyeCKkn_6HR3VlLKujw3ZiZTI4QI9GPNw5yO57oxGY/s2048/Susanoo_rescues_Kushinada_Hime_from_the_dragon_%25285759552944%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhNdTQjIPZrpQK7rXfywf262heYwDsHph3VmCq4YkfCmEo4G6F7fwVsQ_EG_oZujruhdwkZznDRkYQLeEkpni2USER8j8CbxY04ZNyeCKkn_6HR3VlLKujw3ZiZTI4QI9GPNw5yO57oxGY/w460-h640/Susanoo_rescues_Kushinada_Hime_from_the_dragon_%25285759552944%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Toyohara Chikanobu, Susanoo rescues Kushinada Hime from the dragon, 1886 (αντίγραφο) The San Diego Museum of Art Collection</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο Susano-o συναντά την πριγκίπισσα Kushinada</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Susano-o καθηλώθηκε από την ομορφιά της κοπέλας και το γοερό μοιρολόι των γέρων που έχυναν πικρά δάκρυα.</span></div><span style="font-family: arial;"><br /><i> — «Γιατί κλαίτε;»</i> ρώτησε περίεργος. </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— <i>«Νεαρέ μου, η κόρη μου πρόκειται να θυσιαστεί στον μεγάλο Δράκο Orochi. Η γυναίκα μου και εγώ είχαμε άλλες επτά κόρες αλλά ο Δράκος τις κατασπάραξε όλες»,</i> είπε με απελπισία ο γέρος. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— <i>«Μόνο η στερνή μας κόρη απέμεινε, αλλά ο Orochi την θέλει και αυτή»</i> είπε η γριά με απόγνωση.<br /><br />Ο Susano-o τους λυπήθηκε. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— <i>«Αν σκοτώσω το δράκο, θα μου δώσεις την κόρη σου για γυναίκα μου;»</i>, ρώτησε το ζευγάρι.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο γέρος τον κοίταξε. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— «Ποιος είσαι, νεαρέ;» απόρησε. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— <i>«Είμαι ο Susano-o. Μόλις εξορίστηκα από τον Παράδεισο και σκοπεύω να μείνω για πάντα στην Γη»,</i> είπε απλά. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο γέρος υποκλίθηκε σεβάσμια, ακουμπώντας το μέτωπό του τρεις φορές στο χώμα. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της, σκούπισε τα δάκρυά της και κοίταξε τον Susano-o κατάματα. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">— <i>«Είμαι η πριγκίπισσα Kushinada, η τελευταία του Οίκου μου. Αν με υπερασπιστείς, θα είμαι δική σου για πάντα, Κύριε».</i></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh99cEZz_d7rare8zB4tWkrLeWtqsUDhPFTzcIZQveqF24LrAv19BDTrSCeDAM9WpgHBB-JQHngFTSStebFfnB9baSNySJJLxVkRHm6sMj-q9vY_-PMAna0Ol6aDnW1vXaytGs-bB9DXro/s777/kushinada_hime_by_jurithedreamer_d72cpkb-fullview.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh99cEZz_d7rare8zB4tWkrLeWtqsUDhPFTzcIZQveqF24LrAv19BDTrSCeDAM9WpgHBB-JQHngFTSStebFfnB9baSNySJJLxVkRHm6sMj-q9vY_-PMAna0Ol6aDnW1vXaytGs-bB9DXro/w494-h640/kushinada_hime_by_jurithedreamer_d72cpkb-fullview.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Susanoo meeting Kushinada first time before he goes to fight with Yamata no Orochi « </div><div style="text-align: center;">by jurithedreamer, https://www.deviantart.com/</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Susano-o συμφώνησε χαρούμενος και για να προφυλάξει την πριγκίπισσα, την μεταμόρφωσε σε ένα χτένι που το έβαλε στα μαλλιά του·</span> οι Ιάπωνες είχαν πολύ μακριά μαλλιά τότε. Μετά, παράγγειλε στους γέρους να φτιάξουν δυνατό σάκε και να το τοποθετήσουν σε οκτώ βαρέλια, ένα σε κάθε πύλη του φράκτη που κατασκεύασαν γύρω απ’ το σπίτι τους. Έτσι κι έγινε.</div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhz-p7kxmIFvccU0jYf9e5qBkFdkU32C2qnauVA62c_BP4JLpcBf03a5RE_uIm15HutEHed9epWBiNDNJm8up1j6bU-IKvJGHaE4iTY83nYCuvws0WRNrcxNwodpJ2rsEhsBL2Qnn_c3aA/w406-h640/Susan%25C5%258D_no_mikoto_LCCN2008660593.jpg" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Taiso, Yoshitoshi ( 1839-1892), Susanō no mikoto, Kushinada -Hime 1880, </div><div style="text-align: center;">Library of Congress</div><div style="text-align: center;">__________</div><br /><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Susano-o σκοτώνει το δράκο και βρίσκει το σπαθί</b></span></div><div><br /></div><div>Κάποια στιγμή, ο Orochi φάνηκε από μακριά: ήταν τεράστιος όσο δυο κοιλάδες και ειχε οκτώ φοβερά κεφάλια και οκτώ ουρές που ήταν πιο χοντρές και από τα γέρικα πεύκα της επαρχίας Izumo. Όσο φοβερός και αν ήταν όμως, είχε την κοινή αδυναμία των υπερφυσικών ζώων που είναι το αλκοόλ: όταν λοιπόν ήπιε και τις οκτώ μερίδες σάκε, έπεσε να αποκοιμηθεί μεθυσμένος.</div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Από εκεί και πέρα, όλα ήταν εύκολα για τον Susano-o. Έκοψε όλα τα κεφάλια του Orochi ένα προς ένα και τις ουρές του μία προς μια, μέχρι που ο ορμητικός ποταμός Hii κοκκίνησε με το αίμα του. Όταν έκοψε όμως την τελευταία ουρά του Δράκου, το ξίφος του έσπασε στα δυο. Το να σπάσει το ξίφος του Κόμη της Θάλασσας και των Ανέμων δεν είναι κάτι συνηθισμένο και ο Susano-o απορημένος κοίταξε τη σχισμένη σάρκα του Oroshi για να δει τι συνέβη. Έτσι, βρήκε κρυμμένο ένα θαυμάσιο μαγικό σπαθί, το Ame-no-Murakumo-no-Tsurugi, το «Σπαθί που μαζεύει τα σύννεφα τ’ ουρανού»<b>, το πιο ιερό σπαθί της Ιαπωνίας το οποίο ο Susano-o χάρισε στην αδελφή του Amaterasu ως δώρο συμφιλίωσης.</b> </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEif1T6TK5HXcYm2Mg6yJi8bSOoE8OZB97GbJE1GcaBcWvY4rOh6nckFXdDU28Lh1VfKI1PDxkkBV6bRNMQi8Xam6aUa8Va-SUd8ULhLQ3Wy-IW9qxXbCWF_kmuelAbhRhEKdklDKXRt34o/s1662/YamataNoOrochi.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEif1T6TK5HXcYm2Mg6yJi8bSOoE8OZB97GbJE1GcaBcWvY4rOh6nckFXdDU28Lh1VfKI1PDxkkBV6bRNMQi8Xam6aUa8Va-SUd8ULhLQ3Wy-IW9qxXbCWF_kmuelAbhRhEKdklDKXRt34o/w640-h308/YamataNoOrochi.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Susanoo slaying the Yamata no Orochi, woodblock print by Toyohara Chikanobu, circa 1870s</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Susano-o χτίζει τη γαμήλια στέγη του</b></span><br /><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Δράκος ήταν τώρα κομματάκια και ο Susano-o με την Kushinada στο πλευρό του, αποφάσισε να χτίσει σε εκείνη την περιοχή το παλάτι του. Φτάνοντας στη Suga είπε: <i><b>«Νιώθω την καρδιά μου να ξανανιώνει εδώ. Αυτό είναι το μέρος που έψαχνα!»</b></i>. Εκεί έφτιαξε το παλάτι του, </span><span style="font-family: arial;">διόρισε επιστάτη τον πεθερό του </span><span style="font-family: arial;">κι έζησε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του. <b>Το τραυματισμένο παιδί που εκδικείται τον κόσμο και προκαλεί γύρω του χάος, έχει μεταμορφωθεί σ' έναν ήρωα, που πραγματοποιεί άθλους, γίνεται χρήσιμος στον τόπο και τους ανθρώπους του και βρίσκει τη θέση του στη ζωή. </b></span><span style="font-family: arial;"><b>Στην περιοχή που έχτισε το παλάτι του ο Susano-o υπάρχει μέχρι σήμερα ιερό του Shinto.</b></span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Ο μύθος λέει ότι μόλις ο Susano-o ολοκλήρωσε την κατασκευή του παλατιού, ένα μεγάλο χρυσό σύννεφο εμφανίστηκε στον ουρανό και κοιτάζοντάς το, </span><span style="font-family: arial;">απήγγειλε </span><span style="font-family: arial;">το πρώτο ποίημα, «waka» - όπως λένε - στην ιστορία της Ιαπωνίας και πρόδρομο των «haiku».</span><span style="font-family: arial;"> <b>Μέσα από εικόνες που αντιπαραβάλλονται - τα σύννεφα που με εκρηκτική δύναμη ανεβαίνουν στον ουρανό και η γη που προστατεύεται με φράκτη - δηλώνεται η αξία </b></span><span style="font-family: arial;"><b>του γάμου </b></span><span style="font-family: arial;"><b>και οι ρόλοι των συζύγων μέσα σ' αυτόν. </b>Το νόημα του ποιήματος έχει περίπου ως εξής: </span><span style="font-family: arial; text-align: center;">Όπως το Ιζούμο είναι ένας τόπος προστατευμένος από άφθονα σύννεφα, έτσι κι εγώ φτιάχνω ένα παλάτι περιφραγμένο, για να ζήσω με τη γυναίκα μου: </span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Izumo-tatsu</div><div style="text-align: center;">Izumo Yaegaki</div><div style="text-align: center;">Tsuma-gomi ni</div><div style="text-align: center;">Yaegaki tsukuru</div><div style="text-align: center;">Sono Yaegaki o<span style="text-align: left;"> </span></div></span><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="440" src="https://www.youtube.com/embed/NVIBcAc4kxo" width="529" youtube-src-id="NVIBcAc4kxo"></iframe></div><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><b><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Δρακοντοκτόνοι ήρωες σ' Ανατολή και Δύση....</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div>Δράκοντες, παρόμοιοι με τον Yamata no Oroch,i εμφανίζονται ακατάπαυστα μέσα στους αιώνες. </b>Ήδη από τους κοσμογονικούς μύθους, δράκοι πολεμούν εναντίον των Θεών, καθώς οι τελευταίοι προσπαθούν να επιβάλουν την Τάξη της Δημιουργίας μέσα στο Χάος. Στους μύθους, τις παραδόσεις, τα παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις, απέναντι στο δράκο βρίσκεται πάντοτε ένας θεός ή ήρωας, ένας αντρειωμένος ή ένας άγιος, που τον πολεμά. <b>Έτσι, πάλι μέσα στους αιώνες, σε Ανατολή και Δύση, παράλληλα με την ύπαρξη των δράκων, ξετυλίγεται και ο μύθος του δρακοκτόνου ήρωα, όπως ο Susano –o. </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><b>Ο Δίας σαν νέος παγκόσμιος κυρίαρχος, κυνηγά με τους κεραυνούς του τον τρομερό δρακόμορφο γίγαντα Τυφώνα</b> και τον καταπλακώνει ρίχνοντας πάνω του την Αίτνα. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο Μαντρούκ σκοτώνει την δρακόμορφη θεότητα του Χάους Τιαμάτ</b>, δημιουργεί τον ουρανό και τη γη και γίνεται έτσι ο κυριότερος θεός του βαβυλωνιακού πανθέου. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBJwWZsUVRHJERp1WApgntolMwMFU-roaazlJU3M3r9q2aO-Ovc31MA38OjZLWS679Qh-VQ6HFpQAeWSCFaktk2Oc3vZocgvH6MHYYHWzf-SqwSXl1oqYqC8bEuElwIee2DHDRp3lXJjI/s1280/Chaos_Monster_and_Sun_God.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjBJwWZsUVRHJERp1WApgntolMwMFU-roaazlJU3M3r9q2aO-Ovc31MA38OjZLWS679Qh-VQ6HFpQAeWSCFaktk2Oc3vZocgvH6MHYYHWzf-SqwSXl1oqYqC8bEuElwIee2DHDRp3lXJjI/w640-h472/Chaos_Monster_and_Sun_God.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Μαρντούκ πολεμά και σκοτώνει την Τιαμάτ</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στο «Άσμα των Βόλσουνγκ», <b>ο Ζίγκουρντ σκοτώνει το δράκο Φάφνιρ,</b> που έχει το άντρο του σε μια απάτητη σπηλιά και φυλάει έναν καταραμένο θησαυρό. </span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhv3JyiehR5sfpLSOwCS0AnKAfEtDq8Yr8GesN-kG_Zd7wpx05W3OkJv2myJakdHBfkL9SbiaxymB_7ssL3bXLvUiPIuYrMp_QpDpncUzyf57Bgs8ChHrSW7gQMP4qboHsWW1xHSLXNTgw/s800/800px-Siegfried_kills_Fafnir.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhv3JyiehR5sfpLSOwCS0AnKAfEtDq8Yr8GesN-kG_Zd7wpx05W3OkJv2myJakdHBfkL9SbiaxymB_7ssL3bXLvUiPIuYrMp_QpDpncUzyf57Bgs8ChHrSW7gQMP4qboHsWW1xHSLXNTgw/w640-h460/800px-Siegfried_kills_Fafnir.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Arthur Rackham, Siegfried kills Fafnir</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><b>Ο Ίντρα, η κορυφαία θεότητα του Βεδικού πανθέου, συγκρούστηκε με τον δρακόμορφο Βρίτρα</b>, που έχε κλέψει όλο το νερό του κόσμου, κρατώντας σε ξηρασία τη γη για μια μεγάλη περίοδο. Ο Ίντρα, αφού πρώτα γκρέμισε 99 κάστρα τα οποία ανήκαν στο δράκο, τον σκότωσε και τα νερά άρχισαν και πάλι να πέφτουν από τον ουρανό. Έτσι έγινε βασιλιάς ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjHggM0x7Jl3SL9uKXBfcEizOrDcDiBn4Xm-3jsDx35veN6bqlTaWPYcQ7RvJZ3Zu8sXbt5nZPMyDz33CwIj4VyEpeV_dkeviD4zLGQVS1u5XXpwtZsWGZNIRWxFyaFMd8WflfdsZ-KjS8/s1160/800px-Indra_kills_Vrttirasura_%2528story_from_Rik_Veda%252C_featured_in_Bhagavatha%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjHggM0x7Jl3SL9uKXBfcEizOrDcDiBn4Xm-3jsDx35veN6bqlTaWPYcQ7RvJZ3Zu8sXbt5nZPMyDz33CwIj4VyEpeV_dkeviD4zLGQVS1u5XXpwtZsWGZNIRWxFyaFMd8WflfdsZ-KjS8/w442-h640/800px-Indra_kills_Vrttirasura_%2528story_from_Rik_Veda%252C_featured_in_Bhagavatha%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Indra kills Vrttirasura (story from Rig Veda, featured in Bhagavata)</div><div style="text-align: center;">___________</div><br /></span><div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: arial;">Ο Θεός Απόλλωνας - ήλιος σκοτώνει με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος, τον Πύθωνα, μια τεράστια σαύρα που φύλαγε την πηγή των Δελφών</b><span style="font-family: arial;"> κι έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες· όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους.</span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><b>Ο Κάδμος, πάλι, όταν αποφάσισε να χτίσει τη Θήβα, βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ έναν «κρηνοφύλακα δράκο», γέννημα του Θεού Άρη.</b> Ο Δράκος έτρωγε όσους ανθρώπους πήγαιναν να πάρουν νερό από την πηγή Άρεια και εμπόδιζε την υδροδότηση της πόλης. Ο Κάδμος πήγε ο ίδιος στην πηγή για να αντιμετωπίσει το τέρας. Με μια πέτρα θρυμμάτισε το κεφάλι του δράκου και έσπειρε τα δόντια του, από τα οποία ξεφύτρωσαν τρομεροί πολεμιστές, οι περίφημοι «Σπαρτοί».</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCbWZG7kQCsqnSYABLADBFnHJXccgUNSGxCFQ-hrResFPrO_ghqEUWeEJ8kApW-zAEhYWqNVZPkLiAq3RyOdkpIJMVzoGvvZEVhyq2xsOUZnir9WVuvogAqCNSOUae3afzAljUc38Cq6E/s800/182809153_2116738921801300_7601611017993567024_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgCbWZG7kQCsqnSYABLADBFnHJXccgUNSGxCFQ-hrResFPrO_ghqEUWeEJ8kApW-zAEhYWqNVZPkLiAq3RyOdkpIJMVzoGvvZEVhyq2xsOUZnir9WVuvogAqCNSOUae3afzAljUc38Cq6E/w640-h484/182809153_2116738921801300_7601611017993567024_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hendrik Goltzius, Cadmus slays the dragon, 1573 – 1617</div><div style="text-align: center;">________________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><b>Άλλοτε πάλι, οι δράκοντες, όχι μόνο φυλάνε τις υδάτινες πηγές και εμποδίζουν τους κατοίκους να προμηθευτούν νερό, αλλά απαιτούν μία ή και πολλές ανθρωποθυσίες για χάρη τους</b>, όπως ο Yamata no Oroch,i, που έχει ήδη κατασπαράξει τις επτά αδελφές της Kusa-nada-Hime, όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο της δράσης ο Susano –o.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Ένα τέτοιο θαλάσσιο τέρας, σταλμένο από τον Ποσειδώνα, κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα στην Αιθιοπία, αν δεν θυσιαζόταν, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, η πριγκίπισσα Ανδρομέδα. Αλυσοδεμένη, την εγκατέλειψαν σ΄ ένα βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει το Κήτος. <b>Ο Περσέας, καβάλα στον Πήγασο, βλέπει την κοπέλα, και θαμπωμένος από την ομορφιά της, σκοτώνει το θαλάσσιο δράκοντα, παντρεύεται την Ανδρομέδα και την παίρνει μαζί του στην Τίρυνθα.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcqvK3epE4Eci6mgNKbvEu9jkWOwqLeRXo0I9ZMlgGqXKYogIOL7lJxPNHGP47314MN_pz-KCq7AEOHO8DxrqDZNoRAMcbVkqXI-KuASs6SUe4fJastjBImHZsDe2_2O2EwulM6qK2hTU/w640-h362/Piero_di_Cosimo_-_Andromeda_liberata_da_Perseo.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Piero di Cosimo, Andromeda liberata da Perseo, circa 1510, Galleria degli Uffizi, Firenze</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div><span style="font-family: arial;"><b>Καβάλα στον Πήγασο, επίσης, ο Βελλεροφόντης κατάφερε να σκοτώσει τη Χίμαιρα, ένα άγριο τέρας με κεφάλι λιονταριού, ουρά δράκοντα και ένα κεφάλι κατσίκας στη μέση, που έβγαζε φλόγες από τα ρουθούνια του, λεηλατούσε και άρπαζε τα κοπάδια.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2U_AoqQ6AyrmIs_lk9XiHH5vARff2v0w8AXc2y361cDDxMwSZyllfsDFhNIigECo1RDyOsiiRNGqNm1IjboPLevaKBr1Y-gMq8u5baTntAj02oTscGrHyH5AKmM3-mzhARjwgUIB-m80/s607/Pittore_di_baltimora_%2528apulia%2529%252C_piatto_con_chimera_e_bellerofonte_su_pegaso%252C_350-300_ac_ca._%2528depositi_M._Naz._romano%2529.JPG"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2U_AoqQ6AyrmIs_lk9XiHH5vARff2v0w8AXc2y361cDDxMwSZyllfsDFhNIigECo1RDyOsiiRNGqNm1IjboPLevaKBr1Y-gMq8u5baTntAj02oTscGrHyH5AKmM3-mzhARjwgUIB-m80/w640-h632/Pittore_di_baltimora_%2528apulia%2529%252C_piatto_con_chimera_e_bellerofonte_su_pegaso%252C_350-300_ac_ca._%2528depositi_M._Naz._romano%2529.JPG" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Βελλεροφόντης καβάλα στον Πήγασο, σκοτώνει την Χίμαιρα, Απουλία, 350-300 π.Χ, Monsters Exhibition, Palazzo Massimo, Rome, 2014</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο Ηρακλής </b>πάλι, <b>δρακοντοκτόνος από την κούνια του</b>, αρπάζει τα δύο φίδια - δράκοντες, που έστειλε η Ήρα και τα πνίγει και αργότερα, σ' εναν από τους δώδεκα άθλους του, σκοτώνει την Λερναία Ύδρα, ένα ερπετό με εννέα φιδίσια κεφάλια, το οποίο ζούσε στην λίμνη Λέρνα. Αφού αντιμετωπίσει πολλούς ακόμα δρακόμορφους αντιπάλους, <b>θα σώσει την Ησιόνη, την κόρη του Λομέδοντα, η οποία, δεμένη σε μια ακρογιαλιά της Τροίας, περίμενε τον θάνατό της από έναν θαλάσσιο δράκοντα, επίσης σταλμένο από τον Ποσειδώνα, που θα την καταβρόχθιζε.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjObdb188sRxhfGqZ0UC_BxfLBzWYnxJu4XARqjwPvztm4VH4fyrzLjLeJjbhRM9vE-16spGqxzHQk_s8CoiuarXYrvMPn1mB0pWX-P34FgUfTdOEI-_6GD1dqm9hO0m-VkTQr8wSoVhjQ/s1280/Hercules_rescuing_Hesione_from_a_sea-monster._Engraving._Wellcome_V0036065.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjObdb188sRxhfGqZ0UC_BxfLBzWYnxJu4XARqjwPvztm4VH4fyrzLjLeJjbhRM9vE-16spGqxzHQk_s8CoiuarXYrvMPn1mB0pWX-P34FgUfTdOEI-_6GD1dqm9hO0m-VkTQr8wSoVhjQ/w640-h320/Hercules_rescuing_Hesione_from_a_sea-monster._Engraving._Wellcome_V0036065.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hercules rescuing Hesione from a sea-monster. Engraving</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Στην Αλαγία - ανατολική επαρχία της Αττάλειας, όπου βασίλευε κάποιος Σέλβιος - ένα θηρίο, σύμφωνα με την παράδοση, καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκου για πολλά χρόνια. Ολόκληροι στρατοί αντιτάχθηκαν στο τέρας, χωρίς αποτέλεσμα. <b>Ο κλήρος έπεσε και στη βασιλοπούλα, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος, νεαρός αξιωματικός στο στράτευμα του Διοκλητιανού, ο οποίος έφιππος σκότωσε το δράκο με το κοντάρι του.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-C8IQVCPFFPfuKhkir68LQElKImpKGdsovo03XoaHYjGL0wVOKJXfKFoCbA08JcFModvbonLjUjQD-G9W4iaPMLurgM5PR91PEgAXB4JksOKyNLCMhnkaCrFRnJK1weY6rWIfAEigfXQ/s1041/180917443_2115255401949652_7599919224096819261_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-C8IQVCPFFPfuKhkir68LQElKImpKGdsovo03XoaHYjGL0wVOKJXfKFoCbA08JcFModvbonLjUjQD-G9W4iaPMLurgM5PR91PEgAXB4JksOKyNLCMhnkaCrFRnJK1weY6rWIfAEigfXQ/w640-h394/180917443_2115255401949652_7599919224096819261_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Άγιος Γεώργιος δρακοντοκτόνος, Β΄ μισό 16ου αιώνα, αποδίδεται στον Γεώργιο Κλόντζα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.</div><div style="text-align: center;">________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><b><br /></b></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="font-weight: bold;"><b>Το σπαθί στα χέρια του εγγονού της Amaterasu</b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;">Η Amaterasu θα γίνει γεννήτορας του βασιλικού οίκου της Ιαπωνίας, <b>παραδίδοντας το «Σπαθί που μαζεύει τα σύννεφα τ’ ουρανού», στον εγγονό της Ninigi</b></span><span style="font-family: arial;"><b>,</b> <b>μαζί μ' έναν μαγικό καθρέφτη κι ένα κόσμημα, για να τα φέρει ως δώρα στη γη.</b> Αυτά τα τρία αντικείμενα θα αποτελούν έκτοτε τα σύμβολα του αυτοκρατορικού θεσμού, η κατοχή των οποίων αποδεικνύει τη νομιμότητα του αυτοκράτορα. </span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><b>«Yata no Kagami»</b>, ο χάλκινος καθρέφτης, </span><span style="font-family: arial;">σύμβολο της Θεάς του Ήλιου και της αγνότητας </span></li><li><span style="font-family: arial;"><b>«Kusanagi no Tsurugi»</b>, το ξίφος, σύμβολο του θάρρους. </span></li><li><span style="font-family: arial;"><b>«Yasakani no Magatama»</b>, ένα περιδέραιο, σύμβολο της καλοσύνης, που διώχνει τα κακά πνεύματα.</span></li></ul><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8KFZZ9G-MTJ9mH6h9QINuvPpmzdH1Alz-gxa1GMkw9wZdn60KLIKGYJCZaJryWuSh7daIc3RYqXHHQtq4_Xozo5Z4WNe59KM6GhSEO2kjKzR1A4qg4F8wz1vkg5mCxe7EwYYFZ8gmtsc/s1149/Meiji-tenno_among_kami_and_emperors.jpg" style="font-family: arial;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8KFZZ9G-MTJ9mH6h9QINuvPpmzdH1Alz-gxa1GMkw9wZdn60KLIKGYJCZaJryWuSh7daIc3RYqXHHQtq4_Xozo5Z4WNe59KM6GhSEO2kjKzR1A4qg4F8wz1vkg5mCxe7EwYYFZ8gmtsc/w428-h640/Meiji-tenno_among_kami_and_emperors.jpg" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Όρθια αριστερά η Amaterasu κρατάει τους «τρεις ιερούς θησαυρούς», </div><div style="text-align: center;">δεξιά της ο εγγονός της Ninigi.</div><div style="text-align: center;">Toyohara Chikanobu, Meiji-tenno among kami and emperors, 1878</div><div style="text-align: center;">_______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Η ιστορία του Yamato Takeru</span></b></div><div><b><br /></b></div><div><b>Πολλές γενιές αργότερα, το μαγικό σπαθί θα βρεθεί στα χέρια του Yamato Takeru, θρυλικού πρίγκηπα και ήρωα της δυναστείας Yamato</b>, ο μύθος του οποίου τοποθετείται χρονικά στη διάρκεια της ημι-ιστορικής περιόδου της εθνικής ενοποίησης της Ιαπωνίας υπό τους ηγέτες της φυλής Yamato. Το βασίλειο του Yamato επικεντρωνόταν στην περιοχή Κίνκι - περιοχή Νάρα, Κυότο κτλ.- στο κέντρο περίπου της Honshū. Σύμφωνα με άλλη άποψη, δεν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, αλλά για πλασματικό χαρακτήρα, που ενσωματώνει χαρακτηριστικά πολλών ηρώων της δυναστείας Yamato, οι οποίοι έζησαν την περίοδο μεταξύ του τέταρτου, έκτου ή και έβδομου αιώνα και κατάφεραν να συνενώσουν κάτω από την εξουσία της πολυάριθμα κρατίδια.</div></span><span style="font-family: arial;"><br />Σύμφωνα με το Kojiki και το Nihonshoki, <b>ο Yamato Takeru ήταν ένας από τους γιους του θρυλικού ή ημι-ιστορικού 12ου αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Keiko</b> (71-130 μ.Χ), ο οποίος, σύμφωνα με τους μύθους και τα αρχεία, λέγεται ότι έζησε έως την ηλικία των 106 ετών και απέκτησε 80 παιδιά. Μεταξύ αυτών των παιδιών ήταν δύο γιοι, ο πρίγκιπας Oh-usu και ο μικρότερος αδερφός του πρίγκιπας O-usu. Αυτός ο μικρότερος αδελφός θα γίνει ο ήρωας Yamato Takeru </span><span style="font-family: arial;">και από νωρίς θα δείξει την πολεμική του ανδρεία. </span><span style="font-family: arial;">Το Nihonshoki τον περιγράφει ως εξής: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><b><span style="font-family: arial;"><i>«Όταν ήταν νέος, διακρινόταν από επιθετικό πνεύμα</i></span><span style="font-family: arial;"><i> και όταν μεγάλωσε, η εμφάνισή του δεν πέρναγε απαρατήρητη, το ύψος του ήταν 3,3 μέτρα και η δύναμή του ήταν τέτοια, που μπορούσε να σηκώσει ένα τεράστιο χάλκινο καζάνι</i></span><span style="font-family: arial;"><i>»</i></span><i style="font-family: arial;">.</i></b></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Κατάφερε, υποτάσσοντας όλες τις φυλές που αντιστέκονταν - τους Kumaso στα νοτιοδυτικά και τους Emishi στα βορειοανατολικά - να πετύχει την επέκταση της κυριαρχίας των Yamato σε όλα σχεδόν τα νησιά της Ιαπωνίας.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Οι περιγραφές του χαρακτήρα του Yamato Takeru είναι παρόμοιες στο Kojiki και στο Nihonshoki</span><span style="font-family: arial;">, αλλά η σχέση του με τον πατέρα του, αυτοκράτορα Keiko, περιγράφεται πολύ διαφορετικά στα δύο βιβλία. Στο Kojiki η ιστορία του Yamato Takeru είναι τραγικά διαποτισμένη από την εχθρότητα και το μίσος του πατέρα απέναντι στο γιο, που παρ' όλα αυτά, παραμένει αφοσιωμένος και εκτελεί υπάκουα τις επικίνδυνες αποστολές που εκείνος του αναθέτει. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο αυτοκράτορας - πατέρας στο Kojiki έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του κακού, εξουσιαστικού και ζηλόφθονου πατέρα, αρχετυπικό μοτίβο στις μυθολογίες όλου του κόσμου, οι οποίες βρίθουν από τύπους της κτηνώδους πατρικής εικόνας, που καταστρέφει τα αρσενικά, κυρίως παιδιά για να μη της πάρουν, τα κλειδιά.</b> Τα καταπίνει σαν τον Ουρανό, τα καταβροχθίζει σαν τον Κρόνο, τα τεμαχίζει σαν τον Τάνταλο, τα εξορίζει σαν τον Λάϊο. Η Γαία και η Ρέα βοηθούν τα αρσενικά παιδιά να σωθούν κι η Θέτις φορά στον Αχιλλέα γυναικεία ρούχα και τον κρύβει ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, βασιλιά της Σκύρου, για να ξεφύγει από το θάνατο, που εκείνη ξέρει πως θα τον βρει στην Τροία. </span><span style="font-family: arial;">Κι αυτός ακόμα ο παλαιοδιαθηκικός Αβραάμ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να θυσιάσει τον Ισαάκ, ούτε βέβαια κι ο Ιακώβ, που αν και φερόταν καλά μόνο στον Ιωσήφ - όχι στους υπόλοιπους έντεκα γιους του - δεν έκανε τίποτα για να τον προστατέψει από την οργή των αδελφών του.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Στην ιστορία που αφηγείται το Kojiki, ο σκληρός πατέρας διώχνει μακριά από το παλάτι το γιο του, φοβούμενος για τη ζωή και το θρόνο του και του αναθέτει αποστολές επικίνδυνες, με την ελπίδα να μη γυρίσει πίσω ζωντανός. Με τη σειρά του, ο έφηβος γιος - στην ηλικία που ο μυθολογικός ήρωας, εκούσια ή ακούσια βγαίνει από το σπίτι για να μυηθεί στον κόσμο των ανδρών - με παράπονο και δάκρυα στην αρχή, ακολουθεί το δρόμο των περιπετειών, προκειμένου να κερδίσει την πατρική αποδοχή και αγάπη.</b></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJYu6snkqHD6a0qn_sw2hxeellZ2sgZ50xAHd4Xx778h7hFlhQfBrpwTW3hSZUYTb-UjxAh413L29-ixtJdAPwurn1AgPNiazOIl3aLIO0ViWFzLJgQc5ugVEGLqkHbQqhoNkIQFJPlEc/s2000/pixta_13938833_M-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJYu6snkqHD6a0qn_sw2hxeellZ2sgZ50xAHd4Xx778h7hFlhQfBrpwTW3hSZUYTb-UjxAh413L29-ixtJdAPwurn1AgPNiazOIl3aLIO0ViWFzLJgQc5ugVEGLqkHbQqhoNkIQFJPlEc/w640-h426/pixta_13938833_M-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru statue holding a sword Kusanagi in hand (Nihondaira, Shizuoka City)</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div><b>Το κάλεσμα του ήρωα</b></div></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Στο Kojiki, ο Yamato Takeru, αρχικά γνωστός ως πρίγκηπας O-usu, σκοτώνει τον μεγαλύτερο αδελφό του Oh-usu. Στο Nihonshoki, αντίθετα, ο Yamato Takeru και ο αδελφός του είναι δίδυμοι και δεν γίνεται πουθενά λόγος για την αδελφοκτονία. </div><div><br /></div>Σύμφωνα με την εκδοχή που παρουσιάζεται στο Kojiki, λοιπόν, ο αυτοκράτορας Keikô μαθαίνει ότι δύο όμορφες αδελφές ζουν εκεί κοντά και στέλνει τον πρίγκιπα Oh-usu να του τις φέρει στο παλάτι. Όταν τις βρίσκει ο Oh-usu, αποφασίζει να παντρευτεί ο ίδιος και τις δύο αδελφές και στον πατέρα του στέλνει δύο άλλα κορίτσια αντί για κείνες. Ο αυτοκράτορας Keikô αντιλαμβάνεται την απάτη του γιου του και αρνείται να παντρευτεί τις δύο αντικαταστάτριες. Μετά από αυτό το επεισόδιο, ο πρίγκιπας Oh-usu παύει να γευματίζει πρωί και βράδυ με τον πατέρα του, όπως έκανε μέχρι τώρα, συμπεριφορά αταίριαστη στην αφοσίωση που οφείλει ένας γιος στον πατέρα του. Έτσι ο Keikô ζητά από τον άλλο γιο του, τον πρίγκιπα O-usu, να υπενθυμίσει στον αδελφό του τα καθήκοντά του. Πέντε μέρες όμως μετά, ο πρίγκιπας Oh-usu δεν έχει ακόμη εμφανιστεί στα γεύματα και ο αυτοκράτορας Keikô ρωτάει ξανά τον O-usu εάν πράγματι συμβούλεψε τον αδελφό του σχετικά με την συμπεριφορά του. <b>Εκείνος απαντά ότι δεν απέτυχε να διδάξει στον μεγαλύτερο αδερφό του το καθήκον του. </b>Έτσι ο O-usu αποκαλύπτει στον πατέρα του ότι ένα πρωί, αιφνιδίασε τον αδερφό του, τον άρπαξε, του έκοψε τα μέλη και βάζοντάς τα σε μία ψάθα τα πέταξε.</span></div><div><br /></div><span style="font-family: arial;"><b>Αυτή η βάναυση πράξη, που σε καμιά περίπτωση δεν συνάδει με συμπεριφορά πολιτισμένου ήρωα, θα έχει, ωστόσο, ως συνέπεια το κάλεσμα του Yamato Takeru για δράση. </b>Η αδελφοκτονία<b> </b>αποδίδεται στον υπερβάλλοντα ζήλο του νεαρού πρίγκηπα να υπακούσει στον πατέρα του. Η πίστη και η αφοσίωση στον πατέρα (στοιχεία που σχετίζονται και επηρεάζονται από την εισαγόμενη κομφουκιανική ηθική) ήταν καθοριστικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία της διακυβέρνησης και της κληρονομικής εξουσίας, και έτσι ειρωνικά η συμπεριφορά του Yamato Takeru υπογραμμίζει αυτά τα χαρακτηριστικά απέναντι στην παραβίασή τους από τον μεγαλύτερο αδελφό του. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><b>Παρ' όλα αυτά, ο αυτοκράτορας, τρομαγμένος από τη βαρβαρότητα και την ψυχρή συμπεριφορά του μόλις 15χρονου γιου του, τον στέλνει να αντιμετωπίσει μερικούς απόμακρους ανυπότακτους ηγέτες. Οι μύθοι γύρω από τον Yamato Takeru λαμβάνουν χώρα κατά την περίοδο που η Ιαπωνία δεν ήταν ακόμη ένα πραγματικά ενοποιημένο κράτος. Οι φυλές - ειδικά εκείνες που βρίσκονται μακριά από την κεντρική επικράτεια των Yamato - ήταν πιθανότατα απρόθυμες να δηλώσουν υποταγή στην κεντρική αρχή.</b></span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Το κάλεσμα για δράση του Yamato Takeru δείχνει έναν συνδυασμό πολλών στοιχείων που ήταν ζωτικής σημασίας στην πρώιμη ανάπτυξη του ιαπωνικού κράτους: πίστη, γενεαλογία και ενοποίηση. <b>Υπακούοντας στον πατέρα του, ο Yamato Takeru αποδέχεται το κάλεσμα και ξεκινάει να ειρηνεύσει και να επεκτείνει τα όρια του οίκου του. Η ιστορία του Yamato Takeru δείχνει την επείγουσα ανάγκη, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, να σταθεροποιηθεί ο κόσμος και να επικρατήσει έλεγχος και ειρήνη στο βασίλειο.</b></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhP3J1xTuo9XNt7Fta9YEaILw2C0wUl2DMM_N3rc1ZH4nl__CCY1SEXIeG2F3ZbPrm7NrKdGFJ-S2KXINDnyRBTfCptATrBLmWLeeqXe5cw-Xo6a0BbQgGnLu3FgRdJ_aqvCTpw1lNRA4/s1072/Yamato_Takeru_no_Mikoto_by_Shigeru_Aoki.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhP3J1xTuo9XNt7Fta9YEaILw2C0wUl2DMM_N3rc1ZH4nl__CCY1SEXIeG2F3ZbPrm7NrKdGFJ-S2KXINDnyRBTfCptATrBLmWLeeqXe5cw-Xo6a0BbQgGnLu3FgRdJ_aqvCTpw1lNRA4/w340-h640/Yamato_Takeru_no_Mikoto_by_Shigeru_Aoki.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru no Mikoto by Shigeru Aoki (1882–1911), </div><div style="text-align: center;">Tokyo National Museum</div><div style="text-align: center;">__________</div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η αποστολή στα νοτιοδυτικά· Kumaso και Izumo</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο αυτοκράτορας Keikô, λοιπόν, στέλνει τον 15χρονο πρίγκηπα, αρχικά στο νησί Kyushu, στα νοτιοδυτικά του βασιλείου του, για να υποτάξει τους αδελφούς Kumaso Takeru, ελπίζοντας ότι δεν θα επιστρέψει ζωντανός.</b> Με λίγους υπηρέτες μόνο, ο O-usu επισκέπτεται για πρώτη φορά τ</span><span style="font-family: arial;">η θεία του Yamato Hime, </span><span style="font-family: arial;">στην επαρχία Ise, στο ιερό που είχε ιδρύσει εκείνη με εντολή της Amaterasu και στο οποίο υπηρετούσε ως αρχιέρεια. Η Yamato Hime του δίνει ένα μεταξωτό γυναικείο φόρεμα, το οποίο θα αποδειχτεί χρήσιμο στην αποστολή του κι ο νεαρός πρίγκηπας, μ' ένα μαχαίρι κρυμμένο στα ρούχα του, αναχωρεί για τον προορισμό του. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο O-usu φτάνει στο φρούριο των Kumaso και μαθαίνει ότι οργανώνουν μια μεγάλη γιορτή.Τη νύχτα της γιορτής ντύνεται με τα γυναικεία ρούχα, που πήρε από τη θεία του και γλιστράει ανάμεσα στους καλεσμένους. Οι δύο αρχηγοί των Κουμάσο, γοητευμένοι από την όμορφη κοπέλα και θολωμένοι από το ποτό, της ζητούν να καθήσει μαζί τους. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEguFkjlsczI507e-ElbByw9fojSiUa3wN1IsXAXjgtC6HkoeWDPfKwiUgArzLBQ-vpoz-s0StwHvk6vHgvYDeg1LobwMyhilAnDe6zGM2sB832NY8VMHdMppmfJvPy__jFVvhk1MKrTTeI/s1411/YamatoTakeru.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEguFkjlsczI507e-ElbByw9fojSiUa3wN1IsXAXjgtC6HkoeWDPfKwiUgArzLBQ-vpoz-s0StwHvk6vHgvYDeg1LobwMyhilAnDe6zGM2sB832NY8VMHdMppmfJvPy__jFVvhk1MKrTTeI/w362-h640/YamatoTakeru.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru dressed up like a woman, drawn by Kikuchi Yosai</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><br />Ο O-usu βρίσκει την ευκαιρία που περίμενε, σκοτώνει τον μεγαλύτερο από τους αδελφούς Kumaso και στη συνέχεια κυνηγά τον νεότερο, που προσπαθεί να δραπετεύσει. Όταν ο O-usu συλλαμβάνει το δεύτερο αδελφό, εκείνος ζητά, πριν πεθάνει, να μάθει την ταυτότητά του άντρα που αποδείχτηκε πιο δυνατός κι από τα δύο αδέφια. Έτσι ο O-usu αποκαλύπτει </span><span style="font-family: arial;">ότι είναι πρίγκιπας, γιος του αυτοκράτορα Keikô, που ήρθε με διαταγή να τους σκοτώσει. <b>Ο νεότερος αδελφός, λίγο πριν πεθάνει, εντυπωσιασμένος από τη γενναιότητα του νεαρού πρίγκιπα, του δίνει το όνομα Yamato Takeru, που σημαίνει «γενναίος άντρας από την περιοχή Yamato».</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b style="text-align: left;"><br /></b></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjh18wuWwbYCj0EH7FTStqWu-5SVP30tfuspwIvQc9VjfOhFrYbzzRzoffAltWEVUVGVLWHJR6VRQzdO4pDHGCMDpDkU6i15ZPsZDnbdM0dauwoEU650ZT5XSdwnRdZDyTVorR5xXt0DFg/s800/Yamato_Takeru_at_16-crop.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjh18wuWwbYCj0EH7FTStqWu-5SVP30tfuspwIvQc9VjfOhFrYbzzRzoffAltWEVUVGVLWHJR6VRQzdO4pDHGCMDpDkU6i15ZPsZDnbdM0dauwoEU650ZT5XSdwnRdZDyTVorR5xXt0DFg/w432-h640/Yamato_Takeru_at_16-crop.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Tsukioka Yoshitoshi, Yamato Takeru dressed as a maidservant, </div><div style="text-align: center;">preparing to kill the Kumaso leaders, 1886</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;">Ο Yamato Takeru πηγαίνει στη συνέχεια στην επαρχία Izumo, μια ακόμα ανυπότακτη περιοχή. Φ</span><span style="font-family: arial;">τάνοντας εκεί, «πιάνει φιλίες» με τον </span><span style="font-family: arial;">Izumo Takeru,</span><span style="font-family: arial;"> ισχυρό τοπικό ήρωα</span><span style="font-family: arial;">, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του, με σκοπό να τον σκοτώσει. Φτιάχνει λοιπόν μυστικά ένα ψεύτικο σπαθί από ξύλο και το δένει στη μέση του. Οι δύο άντρες βρίσκονται μαζί στον ποταμό </span><span style="font-family: arial;">Hii</span><span style="font-family: arial;">, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και όσο ο </span><span style="font-family: arial;">Izumo Takeru κολυμπά, </span><span style="font-family: arial;">ο Yamato Takeru αντικαθιστά το κοφτερό σπαθί του εχθρού με το ξύλινο και του προτείνει να μονομαχήσουν. <b>Ο ήρωας του Izumo μένει ανυπεράσπιστος με το ψεύτικο σπαθί και ο Yamato Takeru του παίρνει το κεφάλι. </b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1-pKMTIUWGBSP_sT8qzUUmhhlcWQE6WrJcgrwY47dBwYGZCzDrCMS2CrmZY_P1vWqBQnAAMUwe3R3QEhQ_st7ZdArwGVV40bJ_Zrg_wOKuY95NYZp_kL-UH2Y59lUkMClpWvVrcgyjAg/s1024/Yamato_Takeru_no_Mikoto_LCCN2009615033.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1-pKMTIUWGBSP_sT8qzUUmhhlcWQE6WrJcgrwY47dBwYGZCzDrCMS2CrmZY_P1vWqBQnAAMUwe3R3QEhQ_st7ZdArwGVV40bJ_Zrg_wOKuY95NYZp_kL-UH2Y59lUkMClpWvVrcgyjAg/w444-h640/Yamato_Takeru_no_Mikoto_LCCN2009615033.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Yamato Takeru no Mikoto about to stab a man with a sword» </div><div style="text-align: center;"> by Taiso, Yoshitoshi (1839-1892)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το «Σπαθί που μαζεύει τα σύννεφα» γίνεται το «Σπαθί που κόβει το γρασίδι»</b></span></div><div><br /></div><div>Όταν ο Yamato Takeru επιστρέφει στο παλάτι, αντί για τον έπαινο και την πατρική επιδοκιμασία που δικαιολογημένα περιμένει, βρίσκεται αντιμέπωπος με μια κρύα υποδοχή και την ανάθεση από τον αυτοκράτορα Keiko μιας ακόμα δυσκολότερης αποστολής: </div><div><i><b><br /></b></i></div><div><i><b>«Πήγαινε να ειρηνεύσεις τις άγριες θεότητες και τους επαναστατημένους των δώδεκα επαρχιών της Ανατολής»</b></i>. </div><div><br /></div><div>Όταν φτάνει η ώρα να ξεκινήσει προκειμένου να υποτάξει τους Emishi (αρχαίες φυλές της Ιαπωνίας, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται, ίσως και οι Ainu, σύμφωνα με πρόσφατες εθνολογικές μελέτες), ο Keiko τού δίνει έναν σύντροφο, τον πρίγκιπα Sumitomo-mimitake κι ένα μακρύ δόρυ με λαβή από ξύλο πουρναριού, σύμβολο αυτοκρατορικής εξουσίας και μαγικό εργαλείο συνάμα. <b>Παρόλο που ο αυτοκράτορας δεν «αγκαλιάζει» τον ήρωα γιο του, γίνεται σαφές ότι ο Yamato Takeru έχει γίνει ένας ζωτικός και αναντικατάστατος εκπρόσωπος της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας, ο οποίος, καθώς η ιστορία εξελίσσεται, περιγράφεται με γλώσσα που συνήθως προορίζεται για αυτοκράτορες.</b></div><div><br /></div><div>Πριν φύγει ο νεαρός, επισκέπτεται ξανά τη θεία του, Yamatohime-no-mikoto, παραπονιέται για τον πατέρα του που θέλει το θάνατό του και ζητάει ξανά τη βοήθειά της.</div><div><br /></div><div><i><b>«Μήπως ο αυτοκράτορας θέλει να πεθάνω; Γιατί με στέλνει γι’ άλλη μια φορά, να ειρηνεύσω τώρα τους επαναστάτες των δώδεκα επαρχιών της Ανατολής, χωρίς να μου δώσει στρατό, χωρίς να μ’ αφήσει να πάρω ανάσα από την προηγούμενη αποστολή στη Δύση; Όταν το σκέφτομαι, μου φαίνεται ότι θέλει το θάνατό μου».</b></i></div><div><br /></div><div><b>Εκείνη του δωρίζει τότε το ουράνιο σπαθί Ame-no-Murakumo-no-Tsurugi, που βρίσκεται στη φύλαξή της</b> κι ένα σάκο, με την οδηγία να τον ανοίξει όταν βρεθεί σε κρίσιμη στιγμή. </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRWqzlJVIZVsVNiIssgAQwzY2_LOSgNyU2cbR8hKED_kJOyKP77xoTM89m4i7Cq_Di7XDqWz4bMdXDXGXaPdwGAchsLtUilJRL2yCGqqNN0OxyA638TwPtlrlAEh1pGT7_SfowbveRNG4/s1167/Yamato_Takeru_by_Takahashi_Yuichi_%2528Geidai_Museum%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRWqzlJVIZVsVNiIssgAQwzY2_LOSgNyU2cbR8hKED_kJOyKP77xoTM89m4i7Cq_Di7XDqWz4bMdXDXGXaPdwGAchsLtUilJRL2yCGqqNN0OxyA638TwPtlrlAEh1pGT7_SfowbveRNG4/w514-h640/Yamato_Takeru_by_Takahashi_Yuichi_%2528Geidai_Museum%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Prince Yamato Takeru, by Takahashi Yuichi, before 1894 </div><div style="text-align: center;">University Art Museum, Tokyo University of the Arts, Japan</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div>Σύμφωνα, πάντως, με το Nihonshoki, ο αυτοκράτορας Keiko επέλεξε για την ασποστολή αυτή, αρχικά τον αδελφό του Yamato Takeru, πρίγκηπα Oh-usu. Όταν εκείνος δείλιασε και τράπηκε σε φυγή, ο Yamato Takeru πήρε εθελοντικά τη θέση του και κέρδισε έτσι την υπόσχεση του πατέρα του να τον διαδεχτεί στο θρόνο. <b>Ενώ, λοιπόν, στο Kojiki, ο νεαρός πρίγκηπας ξεκινάει με θλίψη και δάκρυα εξαιτίας της πατρικής απόρριψης, στο Nihonshoki φεύγει δοξασμένος για να εκπληρώσει τις προσδοκίες του αυτοκράτορα πατέρα του. </b></div><div><br /></div><div>Οπλισμένος μ' αυτό το σπαθί, ο Yamato Takeru είχε μια σειρά από αξιόλογες νίκες, σε μία από τις οποίες λίγο έλειψε να βγει αληθινή η ευχή του πατέρα του και να χάσει τη ζωή του. Όταν έφτασε στην επαρχία Sagami, ο κυβερνήτης τον παρέσυρε ύπουλα σ' ένα λιβάδι, έβαλε φωτιά στο γρασίδι και σκότωσε το άλογό του, για να μην μπορεί να διαφύγει. Παγιδευμένος ο Takeru στο φλεγόμενο πεδίο, είδε το σπαθί του να κινείται μόνο του και να κόβει το γρασίδι μπροστά του, εμποδίζοντας έτσι τη φωτιά να εξαπλωθεί. </div><div><br /></div><div>Στην κρίσιμη στιγμή, άνοιξε το σάκο και χρησιμοποίησε το δεύτερο δώρο της θείας του, ένα πυρόλιθο, με τον οποίο φούντωσε τη φωτιά. Με το μαγικό σπαθί που έλεγχε τους ανέμους, ο Takeru κατάφερε να στρέψει τη φωτιά προς την κατεύθυνση του εχθρού και να κάνει στάχτη τον κυβερνήτη της επαρχίας και την ακολουθία του. <b>Μετά την επιτυχία αυτή, ο Yamato Takeru μετονόμασε το ιερό σπαθί σε «Kusanagi no Tsurugi» (το σπαθί που κόβει το γρασίδι), για να γιορτάσει τη νίκη και τη σωτηρία του από βέβαιο θάνατο.</b></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6x776zHsj3ZDWNX-ZG2g9-NITf_GIwKAlrdSvAqyRTMO7SXedOJ7yMiogfaAwRyrE0wLgiKQYBAibe7eNTxx6ZlNi_De4E4FDOCSJt0FHTEmgzFNp6Mm3W4sAUHtys6gcjKuTYlOxdLE/w450-h640/Yamato-Takeru-with-Sword-Kusanagi-no-Tsurugi-by-Ogata-Gekko.png" /></div></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ogata Gekkô (1859–1920), Prince Yamato Takeru and his sword Kusanagi no Tsurugi, 1887 Museum of Fine Arts Boston</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">____________</span></div><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibesBk_Ahln7XLXUFWaGzjZtaJ3H3TO5CsC3xMmMGEW7si3LI54TJidrD9HTRXPAregDoBkn4iTx53mEwe8Qo3EMZ2Zvky9db3cUVZR-5sl_GkdrYQtOPexl4TAa5L0qcsJVEC5USZcDI/s2048/Yamamoto_Takeru_no_mikoto_between_burning_grass.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibesBk_Ahln7XLXUFWaGzjZtaJ3H3TO5CsC3xMmMGEW7si3LI54TJidrD9HTRXPAregDoBkn4iTx53mEwe8Qo3EMZ2Zvky9db3cUVZR-5sl_GkdrYQtOPexl4TAa5L0qcsJVEC5USZcDI/w432-h640/Yamamoto_Takeru_no_mikoto_between_burning_grass.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru between burning grass by Utagawa Kuniyoshi (1798 - 1861)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYTYgDPXO_Crk0hyphenhyphen5NrsLgokQzI8hRpmSj6Dxx1HX-hs8-Tpu4ksr_-rJtMBkaxsr7P6mIWuw1A1vrtZhFfC5UVC5LYK3nyPHe7jVPy2HiLHq2jiX4wsK-lRN2Q5SC0SsnOX8j_DBx_5A/s500/unnamed.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYTYgDPXO_Crk0hyphenhyphen5NrsLgokQzI8hRpmSj6Dxx1HX-hs8-Tpu4ksr_-rJtMBkaxsr7P6mIWuw1A1vrtZhFfC5UVC5LYK3nyPHe7jVPy2HiLHq2jiX4wsK-lRN2Q5SC0SsnOX8j_DBx_5A/w640-h490/unnamed.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Yamato Takeru προστατεύει την Oto Tachibana Hime στην φλεγόμενη πεδιάδα.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η θυσία της Oto Tachibana Hime</b></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Φεύγοντας από την πεδιάδα του Sagami με προορισμό την επαρχία Kanagawa, έφτασε στη θάλασσα του Hashirimizu, την οποία έπρεπε να διασχίσει για να φτάσει στη σημερινή Yokosuka. Λέγεται, ότι όταν αντίκρισε την απέναντι στεριά, ο Yamato Takeru είπε με δυνατή φωνή: <i><b>«Είναι τόσο μικρή αυτή η θάλασσα, που μ’ ένα μόνο άλμα περνάς απέναντι»</b></i>. Τα απερίσκεπτα λόγια και το προκλητικό ύφος του προκάλεσαν το θυμό του Watatsumi, θεού της θάλασσας, ο οποίος σήκωσε γιγάντια κύματα και το πλοίο δεν μπορούσε να συνεχίσει την πορεία του. </div><div><br /></div>Τότε η γυναίκα - ή παλλακίδα, σύμφωνα με άλλη εκδοχή - του Yamato Takeru, Oto Tachibana Hime, που τον συνόδευε στο ταξίδι του, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αποστολή και </span><span style="font-family: arial;">για να κατευνάσει το θυμό του Watatsumi, προσευχήθηκε και πήδηξε στη θάλασσα, αποφασισμένη να θυσιαστεί για χάρη του συζύγου της. Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να πέσει στα κύματα, συνέθεσε, λένε, ένα ποίημα, στο οποίο μνημόνευε την ευγένεια και την προστατευτική στάση του Yamato Takeru απέναντί της, όταν κινδύνεψαν από τη φωτιά.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«</i></span><i style="font-family: arial;">Κυκλωμένοι όταν βρεθήκαμε από την πυρκαγιά στην πεδιάδα του Sagami, όρθιος </i><i style="font-family: arial;">εσύ στη μέση της φωτιάς, ανησυχούσες για μένα…»</i></div><div><br /></div><div><b><span style="font-family: arial;">Πράγματι, η θυσία της </span><span style="font-family: arial;">Oto Tachibana Hime εξευμένισε την οργή του θεού και η </span></b><span style="font-family: arial;"><b>τρικυμία κόπασε.</b> Επτά ημέρες αργότερα, μόνο η χτένα της ξεβράστηκε στην απέναντι ακτή. Ο Yamato Takeru κατασκεύασε ένα μαυσωλείο και απόθεσε τη χτένα. Στο </span><span style="font-family: arial;">Hashirimizu Shrine υπάρχει μνημείο, με σχήμα που θυμίζει πηδάλιο πλοίου και στη μεταλλική επιφάνεια του οποίου απεικονίζεται η Oto Tachibana Hime. Λέγεται ότι προσφέρει ασφάλεια και προστασία σε όσους ταξιδεύουν, για ν' αντιμετωπίζουν τα απρόβλεπτα και επικίνδυνα κύματα των ωκεανών.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgznjW-bGn2OBiF9IZDI6AUXvs-9xVtLuE8RKE9s6jaGs7LvO8yPgNCwkS4HEDC6_Wy5KVXGr-Jnt5p3hBOZm9FatzHrNDWj6F71xBBZNn5fe3cIC1m2MA1JoG_pCDg1Y1gaUAzWRkJPLA/s1600/SC168196.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgznjW-bGn2OBiF9IZDI6AUXvs-9xVtLuE8RKE9s6jaGs7LvO8yPgNCwkS4HEDC6_Wy5KVXGr-Jnt5p3hBOZm9FatzHrNDWj6F71xBBZNn5fe3cIC1m2MA1JoG_pCDg1Y1gaUAzWRkJPLA/w640-h316/SC168196.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Yamato Takeru's Wife Tachibana-hime Calms the Storm by Jumping into the Sea at Kazusa Bay» by Utagawa Yoshitora </div><div style="text-align: center;">Museum of Fine Arts, Boston</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBaTV8me4lPLqXTEYjwfYGxKpc9m_pmO665gALZx2HlEYC6jC5q3cQBiKCJpoxh8MFIUUl3IaO3sjYm13qM-vWyICZgEcMG7w1yg2H-CVHT4e9T-dOCxGc_ewFxnoIeQv6m0YSpGIIpnE/s700/o0700039414287666188.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="394" data-original-width="700" height="360" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBaTV8me4lPLqXTEYjwfYGxKpc9m_pmO665gALZx2HlEYC6jC5q3cQBiKCJpoxh8MFIUUl3IaO3sjYm13qM-vWyICZgEcMG7w1yg2H-CVHT4e9T-dOCxGc_ewFxnoIeQv6m0YSpGIIpnE/w640-h360/o0700039414287666188.jpg" width="640" /></a></div><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfBHblxesD1G-CQ1o3rjRyGkd0Gw1xZ7Gm5_t_csIZtwiq2gbUiIwrg7WZUfGktPSSRUMPKYzVz93xWMhNarj854lX4LIhFK4USPZI7tHigwzkeLOhpWwcHJfIYXF9-iPkqqoC2xaNYw0/s600/o0600050514287666109.jpg"><img border="0" height="539" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfBHblxesD1G-CQ1o3rjRyGkd0Gw1xZ7Gm5_t_csIZtwiq2gbUiIwrg7WZUfGktPSSRUMPKYzVz93xWMhNarj854lX4LIhFK4USPZI7tHigwzkeLOhpWwcHJfIYXF9-iPkqqoC2xaNYw0/w640-h539/o0600050514287666109.jpg" width="640" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Oto Tachibana Hime θυσιάζεται για να σώσει τον Yamato Takeru</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwQmbEo6xwow0h4kWhTA9pStiLZARoe-pEGpoN34kEsPsJGdLxpbTWbu3RUU6l2PdLaWDUeY6fiyTEvHlwmzm7hgjiBak3UHCYZ57zccYFTLnoF3ER69q79nS4kKRPklUTFqHwbbp6REo/s960/Tachibana+Hime.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwQmbEo6xwow0h4kWhTA9pStiLZARoe-pEGpoN34kEsPsJGdLxpbTWbu3RUU6l2PdLaWDUeY6fiyTEvHlwmzm7hgjiBak3UHCYZ57zccYFTLnoF3ER69q79nS4kKRPklUTFqHwbbp6REo/w480-h640/Tachibana+Hime.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το μνημείο στο Hashirimizu Shrine, Yokosuka, Kanazawa</div></span><div style="text-align: center;">____________________</div><span style="font-family: arial;"><br /><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο θάνατος και η επιστροφή του ήρωα</b></span></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Yamato Takeru συνέχισε τα ταξίδια του, ξεπέρασε δυσκολίες και κέρδισε μάχες πολλές στα ανατολικά, με το ιερό σπαθί στο χέρι. Επιστρέφοντας όμως στην επαρχία Owari, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Miyazu Hime, με την οποία ήδη ήταν αρραβωνιασμένος κι αφού άφησε το σπαθί στη φύλαξή της, αγνοώντας τις δικές της εκκλήσεις να το πάρει μαζί του, </span><span style="font-family: arial;"><b>ξεκίνησε να αντιμετωπίσει με γυμνά χέρια το θεό του όρους Ibuki</b>. </span><span style="font-family: arial;">Σκαρφαλώνοντας στο βουνό, εμφανίστηκε μπροστά του ένας λευκός αγριόχοιρος, μεγάλος όσο μια αγελάδα, τον οποίο ο Yamato Takeru αγνόησε, πιστεύοντας ότι ήταν αγγελιοφόρος του θεού. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος ο θεός μεταμορφωμένος σε αγριόχοιρο, που προκάλεσε άγρια καταιγίδα με χαλάζι και ο Yamato Takeru λιποθύμησε. Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του σε μια πηγή κατεβαίνοντας από το βουνό, ωστόσο ήταν ήδη άρρωστος. </span><span style="font-family: arial;">Όλο και πιο αδύναμος, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στην πεδιάδα Tagi είπε: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>«Πάντα ήθελα να πετώ στον ουρανό. Όμως τα πόδια μου δε με υπακούν πια· τρεμουλιάζουν»</b></i>.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Όταν έφτασε στο Nobono (σημερινή πόλη Kameyama στο νομό Mie), συνέθεσε τέσσερα αποχαιρετιστήρια τραγούδια, στα οποία αναπολούσε την πατρίδα του Yamato: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Γιαμάτο, είσαι η πιο λαμπρή πεδιάδα!</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Τα βουνά κατεβαίνουνε κυκλώνοντάς σε</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>σα φράχτες από πρασινάδα.</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Γιαμάτο, τι ωραία που είσαι! </b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Προς το σπίτι μου το αγαπημένο</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>μαζεύονται τα σύννεφα.</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Το ποίημα αυτό έμεινε ατέλειωτο. Η αρρώστια του χειροτέρεψε, έφτιαξε, λοιπόν, το τελευταίο ποίημα: </span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Το σπαθί που άφησα</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>κοντά στο κρεβάτι ενός κοριτσιού.</b></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Α, αυτό το σπαθί!</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Μόλις ολοκλήρωσε την εκφώνηση αυτού του τελευταίου ποιήματος, πέθανε. Ήταν </span><span style="font-family: arial;">το 43ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Keiko (113 μ.Χ) και ο Yamato Takeru ήταν </span><span style="font-family: arial;">τριάντα μόλις χρονών.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα για το θάνατο του Yamato Takeru έφτασαν εκεί οι γυναίκες και τα παιδιά του, έχτισαν ένα μαυσωλείο και τον θρήνησαν με τέσσερα τραγούδια, που έκτοτε τραγουδιούνταν στις επικήδειες τελετές των αυτοκρατόρων. <b>Μετά την ταφή, η ψυχή του </b></span><span style="font-family: arial;"><b>Yamato Takeru μεταμορφώθηκε σ' ένα μεγάλο άσπρο γερανό και πέταξε προς την πατρίδα του. </b></span><span style="font-family: arial;"><b>Σε κάθε μέρος που το πουλί σταματούσε για να ξεκουραστεί έχτιζαν κι ένα ιερό προς τιμήν του. Τελικά το πουλί εξαφανίστηκε στον ουρανό και κανείς δεν το ξαναείδε ποτέ. </b> </span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στο Kojiki δεν γίνεται πουθενά λόγος για τις αντιδράσεις του πατέρα του, σε αντίθεση με το Nihonshoki, όπου ο αυτοκράτορας Keiko παρουσιάζεται να θρηνεί μέρα και νύχτα το θάνατο του αγαπημένου του γιου, να αναγνωρίζει την έκταση και το μέγεθος των επιτυχιών του και να ανησυχεί για το μέλλον της χώρας τώρα που εκείνος δεν ζει πια.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEip2y6OsHbtePgsUnboswFVWvXI0S4LHaGdOf6zm2nzaA_TkouAQjRy1d3mTdL9LjyX1vhcFzSgzMWFnTQteRIoghXOVZv57oFVsT1mLTcc0jABExp2wZFZ223IjsV_ClpK8EMRWcEbVM4/s1920/Mount+Ibuki+top+2011-03-06.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEip2y6OsHbtePgsUnboswFVWvXI0S4LHaGdOf6zm2nzaA_TkouAQjRy1d3mTdL9LjyX1vhcFzSgzMWFnTQteRIoghXOVZv57oFVsT1mLTcc0jABExp2wZFZ223IjsV_ClpK8EMRWcEbVM4/w640-h352/Mount+Ibuki+top+2011-03-06.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru Statue at Summit of Mt.Ibuki</div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://snappygoat.com/</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Yamato Takeru, ένας ηττημένος ήρωας</b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><b><span style="font-family: arial;">O Yamato Takeru μεταμορφώνεται </span><span style="font-family: arial;">σταδιακά, </span><span style="font-family: arial;">στη διάρκεια των αποστολών του, από έναν δυνατό αλλά απερίσκεπτο και βάναυσο νεαρό πρίγκιπα σ' έναν στοχαστικό, συναισθηματικό, ευάλωτο και τελικά ηττημένο ήρωα. Στην ήττα του, ωστόσο, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θρίαμβός του και αυτό </span><span style="font-family: arial;">είναι ίσως, που κάνει τον</span><span style="font-family: arial;"> Yamato Takeru, τον αρχετυπικό γιαπωνέζο ήρωα. </span></b><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Ο Yamato Takeru - όπως άλλωστε και πολλοί από τους ήρωες και θεότητες που εμφανίζονται στο Kojiki - δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η επιτομή της ηθικής ή της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχουν απόλυτες τομές ανάμεσα στο καλό και το κακό, τη δύναμη και την αδυναμία. <b>Ο Yamato Takeru οφείλει πολλές από τις επιτυχίες του στην εξαπάτηση, αλλά αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδυναμία ή «κακία». Η πονηριά, η εξυπνάδα και η απάτη θεωρούνται απόδειξη της γενναιότητας και της εφευρετικότητας του ήρωα. </b></div><div><br /></div><div>Αυτό που κάνει κάποιον ήρωα σε αυτούς τους μύθους είναι συχνά η ικανότητά του να συνδυάζει δράση και συναίσθημα, να αναγνωρίζει και να εκφράζει αδυναμία. <b>Υπάρχει μια μακρά παράδοση στην Ιαπωνία, σύμφωνα με τη οποία ο αληθινός ήρωας είναι αυτός που συνδυάζει την πολεμική ικανότητα (bu) με τη λογοτεχνική ικανότητα (bun) και με πολλούς τρόπους ο Yamato Takeru είναι πρόδρομος αυτής της παράδοσης. </b></div><div><br /></div><div>Αν και δεν γράφει, εκφράζει τα συναισθήματά του μέσω του τραγουδιού, που είναι το κύριο όχημα της έκφρασης στην προγραφική εποχή. Είναι σαν η έκφραση να μετριάζει - ή και να εξαργυρώνει - τη βαρβαρότητα των πράξεων. <b>Ο ιδανικός ήρωας δεν είναι ένας τέλειος ήρωας χωρίς ελαττώματα και αδυναμίες, αλλά αυτός που μεγαλώνει, αναγνωρίζει τις αποτυχίες και τις αδυναμίες του και τις μοιράζεται με λόγια βγαλμένα από την καρδιά του.</b></div><div><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLOaFaKna1alur7tOvxjGTrlN4Y4cF34pk4J1CBf2O6SZvaWE6ymdJ0X6COTgr4wNkpwT-NFWHwVo7HaEHiB5692Se9umHmefW4e5YnnFdAkSkMTfuQ6s0MH5SS5slGi2Iqi-Z9NoGAls/s1200/Kenroku-en_Statue_of_Yamato_Takeru.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLOaFaKna1alur7tOvxjGTrlN4Y4cF34pk4J1CBf2O6SZvaWE6ymdJ0X6COTgr4wNkpwT-NFWHwVo7HaEHiB5692Se9umHmefW4e5YnnFdAkSkMTfuQ6s0MH5SS5slGi2Iqi-Z9NoGAls/w480-h640/Kenroku-en_Statue_of_Yamato_Takeru.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Statue of Yamato Takeru, Kenroku-en, Kanazawa, Ishikawa Prefecture, Japan</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Πάντα ήθελα να πετώ στον ουρανό...»</span></b></div><div><b><br /></b></div><div><b>Η ιστορία του Yamato Takeru συνδυάζει τα στοιχεία των τριών θρησκειών / ιδεολογιών που συνυπήρχαν στην πρώιμη εποχή της Ιαπωνικής ιστορίας: Κομφουκιανισμός, Βουδισμός και Σίντο.</b></div></span><div><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Οι αρχές του Κομφουκιανισμού αναγνωρίζονται στην έμφαση που δίνεται στην υποταγή του γιου στην πατρική επιθυμία και στη διατήρηση της ιεραρχίας. </span></li><li>Οι κοινές έννοιες με τον Βουδισμό φαίνονται στην τελική αποτυχία του ήρωα, στη ματαιότητα της δράσης, στην αποστασιοποίηση και αναγέννησή του.</li><li>Τα στοιχεία Σίντο είναι εμφανή στη βοήθεια που παίρνει ο Yamato Takeru από τη θεία του, Yamatohime, ιέρεια της Αματεράσου και στην παρουσία, σε όλο τον μύθο, των θεών, άλλων υποστηρικτικών κι άλλων καταστροφικών.</li></ul>Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η δύναμη του ήρωα προέρχεται από την οικογένειά του. Ως γιος του αυτοκράτορα, έχει αυτοδίκαια την εξουσία να φτάσει πίσω στις θεότητες της Ιαπωνίας. Έπειτα, δέχεται τις βοήθειες και τα όπλα του, είτε από τον πατέρα του, είτε από τη θεία του, την ιέρεια του Σίντο. Βεβαίως, η δύναμή του προέρχεται και από την ατομική του δύναμη, γενναιότητα και ικανότητα. Όμως, είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η καταγωγή του είναι το κύριο πλεονέκτημά του. Το ΠΟΙΟΣ είναι τον κάνει αυτό που ΕΙΝΑΙ.<br /><br /></span><span style="font-family: arial;">Ο Yamato Takeru, </span><span style="font-family: arial;">με την εξουδετέρωση των ανυπότακτων ηγετών και την καθυπόταξη των εχθρικών θεοτήτων, πετυχαίνει την ενοποίηση και την ειρήνευση της επικράτειας των Yamato. Αν και όχι με τρόπο συμβιβαστικό ή γενναιόδωρο, καταφέρνει ωστόσο να εξασφαλίσει τη σταθερότητα στη χώρα και την αφοσίωση των επαρχιών στην αυτοκρατορική οικογένεια.<br /><br />Η ανάστασή του δεν είναι μόνο μια φοβερή «επιστροφή», αλλά εμπνέει επίσης τελετές και τραγούδια που γίνονται ζωτικά κομμάτια όλων των μελλοντικών αυτοκρατορικών κηδειών. <b>Η ιστορία του είναι η ιστορία ενός ήρωα που χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, αλλά και από μια άκαμπτη αφοσίωση στην αποστολή και τους προγόνους του.</b> Η επιτυχία του δεν υπήρξε μόνο δικό του έργο αλλά και </span><span style="font-family: arial;">της βοήθειας που του παρείχαν η </span><span style="font-family: arial;">οικογένειά του και οι πρόγονοί του. Στο τέλος, αξιώθηκε έναν θάνατο και μια αναγέννηση τέτοια, όπως την ευχήθηκε.</span></div><div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrrpeZCwlqNtaeSy-5bixX-pPElZvI6OgYZ7fGaz01iINSOSpSQNpyA8F2iaymBdC-xMv6auqrX0ZYFOQU5_uJu1skn2ckhfif47XLzgYGaBwlrFuSHFRV7IsY_3eRIXSQP_Y71ePGHMQ/s1600/SC222563.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrrpeZCwlqNtaeSy-5bixX-pPElZvI6OgYZ7fGaz01iINSOSpSQNpyA8F2iaymBdC-xMv6auqrX0ZYFOQU5_uJu1skn2ckhfif47XLzgYGaBwlrFuSHFRV7IsY_3eRIXSQP_Y71ePGHMQ/w640-h490/SC222563.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Yamato Takeru Gazing at Mount Fuji» by Yashima Gakutei, </div><div style="text-align: center;">Museum of Fine Arts, Boston</div><div style="text-align: center;">______________</div></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="font-weight: bold;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><b>Τι απέγινε το σπαθί Kusanagi;</b></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><b>Το σπαθί Kusanagi μεταφέρθηκε στο ιερό της Atsuta, στο Owari.</b></span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">Εκλάπη, </span><span style="font-family: arial;">όμως, από τον βουδιστή μοναχό Dogyo στο έβδομο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Tenchi (668) και βρέθηκε στην Αυτοκρατορική αυλή. Ωστόσο, το 686, διαπιστώθηκε ότι η κατάρα του σπαθιού Kusanagi προκάλεσε την ασθένεια του αυτοκράτορα Tenmu, και το σπαθί μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά στο ιερό Atsuta.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Υπάρχει μια τελετουργία στο ιερό Atsuta, που ονομάζεται «Eyodo shinji» και στην οποία οι πιστοί γιορτάζουν την επιστροφή του σπαθιού. Αυτό σημαίνει ότι το σπαθί Kusanagi ήταν εξ' αρχής ιερό κειμήλιο που ανήκε στο ιερό Atsuta. Πιθανόν να υπήρξε κάποιο είδος τριβής μεταξύ της αυτοκρατορικής αυλής και του ιερού γύρω από το σπαθί, που κατέληξε στη συμφωνία να διεξάγονται οι </span><span style="font-family: arial;">θρησκευτικές τελετές </span><span style="font-family: arial;">στο ιερό Atsuta. Ίσως η ιστορία του σπαθιού, από τη στιγμή που έφυγε από το ιερό Ise για να καταλήξει στο Owari μέσω του Yamato Takeru, να ειπώθηκε προκειμένου να δώσει μια λογική εξήγηση.</span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><b>Έκτοτε, το ιερό σπαθί φέρεται να φυλάσσεται στο ιερό Atsuta. Χρησιμοποιείται περιστασιακά στις αυτοκρατορικές στέψεις, αλλά πάντα σε περιτυλίγματα. Παρόλο που δεν έχει εμφανισθεί και καταγράφεται μόνο σε παραδόσεις και ιστορικά έγγραφα, οι αρχές έχουν καταφέρει να διατηρούν το μυστήριο όσον αφορά στην ύπαρξή του, αφού ουδέποτε επιβεβαίωσαν ή αρνήθηκαν την ύπαρξή του.</b></div><div><br /></div><div>Η μόνη επίσημη αναφορά του σπαθιού εμφανίζεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου <b>παρόλο που ο αυτοκράτορας Χιροχίτο απαρνήθηκε το δικαίωμα της θεϊκής ιδιότητάς του, εντούτοις διέταξε τους φύλακες των κειμηλίων «να τα υπερασπισθούν με κάθε κόστος»</b>. </div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiQconAbUhELTgW9Yw_yNyC_HF0qXvYBQxgHNFYtkBg-u1JMpSpvtTj2KNhpnr-KnNzfGn6GPM0UAgteT_J4xUFckxi3XCcN5_Y0xOdBWu-0KKyOJySQjRcLkX8F1JwOhWU_WZZcgl6Go/s1600/Japan+1000+Yen+1945.JPG"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiQconAbUhELTgW9Yw_yNyC_HF0qXvYBQxgHNFYtkBg-u1JMpSpvtTj2KNhpnr-KnNzfGn6GPM0UAgteT_J4xUFckxi3XCcN5_Y0xOdBWu-0KKyOJySQjRcLkX8F1JwOhWU_WZZcgl6Go/w640-h370/Japan+1000+Yen+1945.JPG" /></a></div><div style="text-align: center;">Japan 1000 Yen banknote 1945 Yamato Takeru</div><div style="text-align: center;">____________</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><span style="font-family: arial;"><br /></span></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><span style="font-family: arial;">Ο </span>Yamato Takeru ως σύμβολο</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Ο μύθος και η προσωπικότητα του Yamato Takeru ξετυλίγονται σ’ έναν κυκεώνα θρύλων και αφηγήσεων που πολλές φορές αλληλοαναιρούνται - όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον βασιλιά Αρθούρο - χωρίς οι μελετητές να έχουν καταφέρει, ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση, ομόφωνα να καταλήξουν αν πρόκειται για μυθική φιγούρα ή ιστορικό πρόσωπο.</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σύμφωνα με τον Αμερικανό ανθρωπολόγο C. Scott Littleton, <b>οι ομοιότητες ανάμεσα στον Yamato Takeru, στο βασιλιά Αρθούρο και στον Καυκάσιο ήρωα Μπατράζ, κάθε άλλο παρά συμπτωματικές είναι.</b> Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, οι τρεις ήρωες προέρχονται από ένα κοινό μυθικό αρχέτυπο των νομαδικών φυλών του βορειοανατολικού Ιράν (Σαρμάτες, Αλανούς κ.α), των οποίων η λαογραφία επηρέασε τόσο την Ιαπωνία όσο και τη Δυτική Ευρώπη, μεταξύ του δεύτερου και του πέμπτου αιώνα μ.Χ.</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br />Αν και στη μεσαιωνική εποχή, έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες ενοποίησης των πολυάριθμων αφηγήσεων σχετικά με τον Yamato Takeru, η έμφαση δόθηκε στις θαυματουργές δυνάμεις του σπαθιού Kusanagi, η κατοχή του οποίου ενισχύει τη θέση και τον πολιτιστικό ρόλο του αυτοκρατορικού θεσμού απέναντι στην τάξη των πολεμιστών που έχουν την περίοδο αυτή την πολιτική εξουσία.</span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /><b>Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ιαπωνική κυβέρνηση πρόβαλε τη μορφή του Yamato Takeru ως το πρότυπο του πιστού και υπάκουου στρατιώτη, έτοιμου να πεθάνει προκειμένου να τιμήσει τη χώρα και τον αυτοκράτορα. Εξάλλου, οι μελετητές μετά τον πόλεμο, κατέδειξαν τη συμβολή της εικόνας του Yamato Takeru </b></span><b><span style="font-family: arial;">στη </span><span style="font-family: arial;">δημιουργία εθνικής ταυτότητας.</span></b></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br />Η εικόνα του Yamato Takeru έχει τροποποιηθεί και ερμηνευτεί διαφορετικά σε κάθε περίοδο της ιαπωνικής ιστορίας και χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει την άποψη κάθε ερμηνευτή.<b>Σ’ ένα δυναμικό πεδίο, όπου πολιτικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, εθνικές συνιστώσες συναντιούνται και αλληλεπιδρούν, ο Yamato Takeru είναι ένα σύμβολο, που παίρνει - και θα συνεχίσει να παίρνει σε κάθε εποχή - διαφορετική τροπή, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετεί.</b></span></div></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div>Πέρα και πάνω, όμως, από τη σημασία που έχει η εικόνα του Yamato Takeru για τους Ιάπωνες, δεν παύει ν' αντιπροσωπεύει το παγκόσμιο αρχέτυπο του ήρωα, που καλείται να βαδίσει από τον κόσμο της καθημερινότητας σε μια περιοχή υπερφυσικών θαυμάτων, ν' αντιμετωπίσει σκληρές δοκιμασίες και να κερδίσει αποφασιστικές νίκες, για χάρη της οικογένειας και της κοινωνίας που ζει. </div><div><br /></div></span></span><span style="font-family: arial;"><b>Νεαρός, υπερβολικά δυνατός, παρορμητικός και αψύς, ο Yamato Takeru </b></span><span style="font-family: arial;"><b>θυμίζει σε πολλά τον Αχιλλέα της μυθολογικής παράδοσης και της Ιλιάδας.</b> Ντυμένοι κι οι δυο με γυναικεία ρούχα, που διάλεξαν γι’ αυτούς οι γυναίκες προστάδιδές τους, θα φανερώσουν την ανδρική τους φύση και θα αναλάβουν την αποστολή για την οποία είναι ταγμένοι: ο Αχιλλέας αρπάζοντας το κρυμμένο ανάμεσα σε κορδέλες, νήματα, ρόκες και αδράχτια σπαθί, ενώ ο Yamato Takeru βγάζοντας το μαχαίρι που έκρυβε στη ρόμπα του και σκοτώνοντας τους μεθυσμένους εχθρούς.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><b>Και οι δυο παράφοροι και επιρρεπείς στα πιο ακραία και ανεξέλεγκτα συναισθήματα, οργίζονται, σκοτώνουν με πρωτοφανή αγριότητα, αλλά και θλίβονται, παραπονιούνται, κλαίνε. </b></span><span style="font-family: arial;">Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας δε διστάζει να τραβήξει το σπαθί του, προκειμένου να προασπίσει τη θιγμένη από τον Αγαμέμνονα τιμή του, ενώ λίγους στίχους πιο κάτω, χύνει πικρά δάκρυα, καλώντας τη μητέρα του, για να της παραπονεθεί και να ζητήσει ικανοποίηση για την προσβολή που υπέστη. Η πίκρα του ήρωα για τη λιγόχρονη ζωή του και τον πρόωρο θάνατο που τον περιμένει, θυμίζει τη θλίψη και τα παράπονα του Yamato Takeru στην ιέρεια θεία του. <b>Και οι δυο θα κερδίσουν τιμές, θα δοξαστούν και θα γίνουν σύμβολα, αλλά θα πεθάνουν νέοι.</b></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjQnA00ih2GpI88jeb0v-kgVMUuPlhDEzQqPA3ewPBO58jbaAKzbCiCXALW6s5ujQnnt5ddEtMfC04YMzLhcZYji0L5VqJR-RkWy-w-xMswjU70bQMrmQA7kEKgwUewQU7YEMeGNz5SkI/s1600/SC211179.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjQnA00ih2GpI88jeb0v-kgVMUuPlhDEzQqPA3ewPBO58jbaAKzbCiCXALW6s5ujQnnt5ddEtMfC04YMzLhcZYji0L5VqJR-RkWy-w-xMswjU70bQMrmQA7kEKgwUewQU7YEMeGNz5SkI/w478-h640/SC211179.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Yamato Takeru by Ban Takeki, 1975, Museum of Fine Arts, Boston</div><div style="text-align: center;">______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><b><span style="color: #2b00fe; font-size: medium;">Πηγές</span></b></div><div style="text-align: left;"><br /></div></span><div><ul style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><li>Κοτζίκι, Αρχαία γιαπωνέζικη επική χρονογραφία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989</li><li><a href="https://www.kankou-shimane.com/en/japanesemythology/yamata-no-orochi/" target="_blank">The Legend of Yamata-no-Orochi</a></li><li><a href="https://en.wikipedia.org/wiki/Amaterasu">https://en.wikipedia.org/wiki/Amaterasu</a></li><li><a href="http://neverendingstoryhaikutanka.blogspot.com/2014/05/poetic-musings-first-yamato-uta-first.html" target="_blank">Poetic Musings: First Yamato Uta (First Japanese Poem)</a></li><li><a href="https://en.wikipedia.org/wiki/Yamato_Takeru">https://en.wikipedia.org/wiki/Yamato_Takeru</a></li><li><a href="https://www.japanese-wiki-corpus.org/literature/Yamato%20Takeru.html" target="_blank">Yamato Takeru</a></li><li><a href="https://mythus.fandom.com/wiki/Yamato_Takeru" target="_blank">Yamato Takeru</a></li><li><a href="https://www.encyclopedia.com/environment/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/yamato-takeru" target="_blank">Yamato Takeru</a></li><li><a href="https://orias.berkeley.edu/yamato-plot-summary" target="_blank">Yamato Plot Summary</a></li><li><a href="https://orias.berkeley.edu/yamato?fbclid=IwAR2Ur32VQ9SrPNrrJAkqXw2buYUXp63GS0wDAJSGHn_XIPuiibXC_KtnUDU" target="_blank">The Hero's Journey: Yamato, Interview with Stephania Burke</a></li><li><a href="http://deepyokosuka.blogspot.com/2018/07/oto-tachibana-hime-woman-who-sacrificed.html" target="_blank">Oto Tachibana Hime (弟橘媛) --- A woman who sacrificed herself for her husband</a></li></span><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://heritageofjapan.wordpress.com/following-the-trail-of-tumuli/4th-century-the-legend-of-prince-yamatotakeru-the-path-he-took-and-yamatos-expansion/" target="_blank">4th century: The Legend of Prince Yamatotakeru: the path he took and Yamato’s expansion</a></span></li><li><a href="https://plutarchproject.com/index.php/takeru-yamato/" target="_blank">TAKERU YAMATO: MYTHICAL HERO OF JAPAN</a></li><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.studentuk.com/2016/07/28/the-story-of-prince-yamato-take/" target="_blank">The Story of Prince Yamato Take by Yei Theodora Ozaki</a></span></li></ul><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiOLLvREOUn4fwznvZj01WNnCvDs73rY0lVZcZ-i-TrmRqrsO4ForHWkrT2or-CgzuDR9CHeA3bdI7L4YEUQITBxSYic3tR0ICSn-ipBdXVJiwEjU_mfXahErYUjtwzxVZ8PB7tKeBwZf4/s1024/Yamato_Takeru%2528bronze_statue%252COsaka%252901.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiOLLvREOUn4fwznvZj01WNnCvDs73rY0lVZcZ-i-TrmRqrsO4ForHWkrT2or-CgzuDR9CHeA3bdI7L4YEUQITBxSYic3tR0ICSn-ipBdXVJiwEjU_mfXahErYUjtwzxVZ8PB7tKeBwZf4/w480-h640/Yamato_Takeru%2528bronze_statue%252COsaka%252901.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">A bronze statue of Prince Yamato Takeru with the sword Kusanagi no Tsurugi on his waist. </div><div style="text-align: center;">At Ootori-taisha shrine, Sakai, Osaka, Japan</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"></span></div></div></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-31761782120648722162021-04-24T18:08:00.000+03:002021-04-24T18:12:38.316+03:00Λάζαρος, «ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος»<div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglcMC4m9oiVMSIiDYpt_aDhKUEW31jTJUPbXDOxrJoBYWRHX2MlF1KpXvKQw9Lf5DeLvsIpKkuPNKjPgVUuXboE0mnQMdyWiBVUgo6ratouwIcz5qLgubEsSYTZuKLz9mJROZP_W705ck/s2048/Anagoria_Alessandro_Tiarini_Auferweckung_Lazarus.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEglcMC4m9oiVMSIiDYpt_aDhKUEW31jTJUPbXDOxrJoBYWRHX2MlF1KpXvKQw9Lf5DeLvsIpKkuPNKjPgVUuXboE0mnQMdyWiBVUgo6ratouwIcz5qLgubEsSYTZuKLz9mJROZP_W705ck/w640-h562/Anagoria_Alessandro_Tiarini_Auferweckung_Lazarus.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Alessandro Tiarini, La resurrezione di Lazzaro, Ekaterinburg Museum of Fine Arts</div><div style="text-align: center;">_________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="font-family: arial; text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μετά την Ανάσταση η σιωπή και η άγνοια...</b></span></div><div style="font-family: arial; text-align: start;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: start;">Αν λάβουμε υπ’ όψιν λόγους «αισθητικής οικονομίας», είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα η Ανάσταση του Λαζάρου απ’ αυτήν του Ιησού, η οποία είναι υπέρβαρη από γεγονότα, ξεχειλίζει από διδάγματα και συνέπειες και τελικά, στο διαπασών της υπέρβασης, καταλήγει στην Ανάληψη.</div><div style="font-family: arial; text-align: start;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: start;">Αντίθετα, η εξιστόρηση του πρώτου γεγονότος είναι λιτή, με χαμηλές συγκινήσεις, μια παράσταση με δεύτερους ρόλους που συνωθούνται ανώνυμοι στο ευαγγέλιο του Ιωάννη. <b>Κυρίως, όμως, είναι μια ιστορία που καταλήγει στη σιωπή και στην άγνοια για το μέλλον του Λαζάρου. Στο εξής δεν μαθαίνουμε, ούτε ακούμε τίποτε που να τον αφορά.</b></div><div style="font-family: arial; text-align: start;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: start;">Στα μέτρα του δράματος, τι μοναχικότερο υπάρχει από ένα πρόσωπο που με την Ανάστασή του συντρίβει πανηγυρικά τους φυσικούς νόμους αλλά αποσιωπάται αμέσως μετά, χάριν του απόλυτου πρωταγωνιστή, ο οποίος εκμηδενίζει ή κάνει ασήμαντους τους υπόλοιπους ρόλους;</div><div style="font-family: arial; text-align: start;"><br /></div><div style="font-family: arial; text-align: right;"><b>Κώστας Μαυρουδής, Ο Λάζαρος,</b> Στενογραφία, εκδόσεις Κέδρος, 2006.</div></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2Pl_GURbcAWbRehq1oXMa4oXwMppEocCspEDGtCqx-axpOtwJYVsaCXlB9uoJrojIUd1EEIk8T15YXqziQ3kcTGAy5yxlWbySQY3_-Wndnu5KDb6fM24J9UZAx0VQen76lJCklTT1zIo/s769/769px-Bonnat01.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2Pl_GURbcAWbRehq1oXMa4oXwMppEocCspEDGtCqx-axpOtwJYVsaCXlB9uoJrojIUd1EEIk8T15YXqziQ3kcTGAy5yxlWbySQY3_-Wndnu5KDb6fM24J9UZAx0VQen76lJCklTT1zIo/w640-h500/769px-Bonnat01.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Léon Bonnat, The Resurrection of Lazarus, 1857</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Κάρβουνα μέσα στην καρδιά του Λάζαρου»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">«Είν’ όλα νέα σήμερον</div><div style="text-align: center;">έτος δωρήματα ελπίδες</div><div style="text-align: center;">και μόνον την καρδίαν μου</div><div style="text-align: center;">αρχαίαι δέρουν καταιγίδες» </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Βροχή μες στις στοές βροχή</div><div style="text-align: center;">χαλάζι μέσα στ’ αυτοκίνητα</div><div style="text-align: center;">με παγωμένα πόδια</div><div style="text-align: center;">γιά δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός</div><div style="text-align: center;">φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Κάρβουνα μέσα στην καρδιά του Λάζαρου</b></div><div style="text-align: center;"><b>Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε</b></div><div style="text-align: center;"><b>σου κάνουν δώρο έναν τόπο μακρινό</b></div><div style="text-align: center;"><b>ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες</b></div><div style="text-align: center;"><b>ένα λιβάδι τρομερό</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε</b></div><div style="text-align: center;"><b>Λάζαρε εργοστασιάρχη Λάζαρε κακέ</b></div><div style="text-align: center;"><b>Λάζαρε γίνε ποταμός της άνοιξης</b></div><div style="text-align: center;"><b>γίνε σκουλαρίκι γίνε σίφουνας</b></div><div style="text-align: center;"><b>αγάπησε τη ζωή</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">«Είν’ όλα νέα σήμερον»</div><div style="text-align: center;">γιά δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός</div><div style="text-align: center;">φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες</div><div style="text-align: center;">«και μόνον την καρδίαν μου</div><div style="text-align: center;">αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Μίλτος Σαχτούρης, Λάζαρος,</b> </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Παραλογαίς», 1948</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgisqbnag5Dw2Z0fbwLyOuxoYgI1lYPtMy0UH_Y5bOTpYBSURyn4AJVQC49ZdV-hhUN5bEcKFTY4wEc1OeGrNSBtWuWA-ftOwtRSPQWXiyUc3nyvTyMTQdMgEPgf5w8tFLOyAtXAoLyC_w/s1992/Michael-pacher-st-wolfgang-altarpiece-resurrection-of-lazarus.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgisqbnag5Dw2Z0fbwLyOuxoYgI1lYPtMy0UH_Y5bOTpYBSURyn4AJVQC49ZdV-hhUN5bEcKFTY4wEc1OeGrNSBtWuWA-ftOwtRSPQWXiyUc3nyvTyMTQdMgEPgf5w8tFLOyAtXAoLyC_w/w512-h640/Michael-pacher-st-wolfgang-altarpiece-resurrection-of-lazarus.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Michael Pacher, Resurrection of Lazarus, 1479</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Πώς θ’ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό;»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κάτωχρος κι εξαντλημένος ο Ιησούς στάθηκε </div><div style="text-align: center;">κοντά στον τάφο. «Λάζαρε, βγες έξω» φώναξε. </div><div style="text-align: center;">Όλοι περίμεναν. <b>Κι ο φτωχός νεκρός που ένιωσε </b></div><div style="text-align: center;"><b>ότι εδώ στον τάφο του παίζεται η τύχη του κόσμου</b>, </div><div style="text-align: center;">τι να ’κανε; Η γη είχε χαθεί, </div><div style="text-align: center;"><b>πώς θ’ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό;</b></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Τάσος Λειβαδίτης, Ο Θεός χρειάζεται τη βοήθειά μας,</b> </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Εγχειρίδιο ευθανασίας», εκδ. Κέδρος, 1979.</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiGG7TeUzEvpckRJLcQ7jkJrponldeFZNSbCCyaNQL4AX1_2i3zoCXkYZeU3r14upW4o_Q2TIG3tn1TXSTPYEC2ua2b5o8e3hc_7tKcrGpIfwIrkJOPGU4u4ELm38hbHrgv3UXd0XQ6kx4/s770/Giotto%252C_Lower_Church_Assisi%252C_Scenes_from_the_Life_of_Mary_Magdalene-Raising_of_Lazarus_01.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiGG7TeUzEvpckRJLcQ7jkJrponldeFZNSbCCyaNQL4AX1_2i3zoCXkYZeU3r14upW4o_Q2TIG3tn1TXSTPYEC2ua2b5o8e3hc_7tKcrGpIfwIrkJOPGU4u4ELm38hbHrgv3UXd0XQ6kx4/w416-h640/Giotto%252C_Lower_Church_Assisi%252C_Scenes_from_the_Life_of_Mary_Magdalene-Raising_of_Lazarus_01.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Giotto, Raising of Lazarus, Basilica inferiore di San Francesco d'Assisi</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Εγώ θα μείνω ακίνητος εδώ...»</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τώρα ζω στο χρόνο των λουλουδιών</div><div style="text-align: center;">του κόσμου τα σκυλιά είναι δεμένα.</div><div style="text-align: center;">Ξάφνου γυρνούν τα σπλάχνα μου</div><div style="text-align: center;">ακούω απ’ έξω τη φωνή του Ιησού.</div><div style="text-align: center;">Τι κρύβει πάλι μες στα χέρια του;</div><div style="text-align: center;"><b>Στέψη ετοιμάζει ή τη σταύρωσή μου;</b></div><div style="text-align: center;"><b>Εγώ θα μείνω ακίνητος εδώ</b></div><div style="text-align: center;"><b>και θα γυρνώ τη ρόδα του τρελού.</b></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Γιώργος Κακουλίδης, Η απάντηση του Λάζαρου στο ποίημα του γυρισμού</b>, </div><div style="text-align: right;">Μονσινιόρ», Καστανιώτης, 1996.</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRclMBtoVqS8Poh1gJrmzI_C9OSFqTZ79ArIrMKW0qjviPmQ4QlSZy2zqFmamoFduRFjCp15l8i74j_mSt4GnxTUX2A6nOERbCseIPPo_APWfenCQABRjPwAzsMazarJFoW1adRQEilO0/s2048/Resurrection_of_Lazarus%252C_painting_in_the_East_Slovak_Mseum%252C_2018-05-24.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRclMBtoVqS8Poh1gJrmzI_C9OSFqTZ79ArIrMKW0qjviPmQ4QlSZy2zqFmamoFduRFjCp15l8i74j_mSt4GnxTUX2A6nOERbCseIPPo_APWfenCQABRjPwAzsMazarJFoW1adRQEilO0/w394-h640/Resurrection_of_Lazarus%252C_painting_in_the_East_Slovak_Mseum%252C_2018-05-24.jpg" /></a></div> <span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Resurrection of Lazarus, between 1450 and 1460,</div></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">(painter unknown), East Slovak Museum</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">_________</span></div><br /></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Δεν έπρεπε στο "Δεύρο έξω" να υπακούσω...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία</div><div style="text-align: center;">όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.</div><div style="text-align: center;"><b>Τώρα, θύμα ενός θαύματος, για χρόνια περιφέρομαι</b></div><div style="text-align: center;"><b>ένας ρακένδυτος που τον κοιτούν όλοι φιλύποπτα</b></div><div style="text-align: center;"><b>αν πρέπει να τον πάρουν για τρελό ή να τον πιστέψουν.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μα κι ο ίδιος πια δεν ξέρω τι, ποιος είμαι</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">χωρίς καν συγγενείς και φίλους που όλοι φοβηθήκαν</div><div style="text-align: center;">ή ζήλεψαν για τους δικούς τους - ποιος να ξέρει;</div><div style="text-align: center;">Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου</div><div style="text-align: center;">οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης</div><div style="text-align: center;">ποτέ δεν σκέφτηκες τι απέγινε</div><div style="text-align: center;">ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου.</div></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b>Ω ναι, δεν έπρεπε στο «Δεύρο έξω» να υπακούσω</b></div><div style="text-align: center;"><b>μα την ειρηνική μου οδό αποσύνθεσης ν’ ακολουθήσω</b></div><div style="text-align: center;"><b>ταπεινά, σαν τους κοινούς θνητούς.</b></div><div style="text-align: center;">Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω</div><div style="text-align: center;">σε τι ανάσταση νεκρών</div><div style="text-align: center;">ανάμεσα σ’ εξαίρεση ζωής</div><div style="text-align: center;">και στον κανόνα του θανάτου;</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και τέλος</div><div style="text-align: center;">πού να βρω δύναμη προτού πεθάνω να πεισθώ</div><div style="text-align: center;">ότι στ’ αλήθεια και για πάντα</div><div style="text-align: center;">θα πεθάνω;</div><br /><div style="text-align: right;"><b>Γιάννης Βαρβέρης, Ο Λάζαρος Μετά Το Θαύμα</b>, </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος», εκδ. Κέδρος.</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgOxN3El5U1nc1vsnZvRYFmQinAwnNuJrLGw1DIIx_7zpG1UWtaxKjtouwY5VjuWE8w4mVvTyHw8zyhPDbTncL3bTLpfqu-17LvjXe-powcbAQab-sz205YoL5XYucYZdgWDfq_iroX4-Q/s1024/the-raising-of-lazarus-1896.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgOxN3El5U1nc1vsnZvRYFmQinAwnNuJrLGw1DIIx_7zpG1UWtaxKjtouwY5VjuWE8w4mVvTyHw8zyhPDbTncL3bTLpfqu-17LvjXe-powcbAQab-sz205YoL5XYucYZdgWDfq_iroX4-Q/w640-h470/the-raising-of-lazarus-1896.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Eduard von Gebhardt, The Raising of Lazarus, 1896</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Δεν ήθελα... η γαλήνη να μου στερηθεί»</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μη με παρεξηγείτε, δεν ήθελα –και ποιος θα ’θελε; – </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">η γαλήνη να μου στερηθεί. Με σκέφτηκε; </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ν’ αφυπνίζει ήθελε δίχως θαύματα,</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"> τι με σηκώνει από τον ύπνο τον βαθύ. </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Με ρώτησε αν τον χόρτασα, εμένα, στη ζωή; </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Κι αν πέθανα νέος, γιατί ν’ αγανακτήσει. </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ξέρει τι είδα στην αντίπερα την κτήση. </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ήταν η ζωή μου τόσο πια μοναδική </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">που νόμο έπρεπε να παραβεί, να μ’ εξυμνήσει;</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Μη με παρεξηγείτε, δάκρυα δεν κυλούν από χαρά. </b></div><div style="text-align: center;"><b>Μοναδικός θα περιφέρομαι, να ξεχωρίζω. Όχι ήρωας, </b></div><div style="text-align: center;"><b>μα πιόνι βασιλιά. Μόνος επιζών, όσο αυτός τη νίκη κυνηγά. </b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μη με παρεξηγείτε, το χέρι του δεν το φιλώ. </div><div style="text-align: center;">Κάτω προσπαθώ να τον τραβήξω. Να σας σώσω. </div><div style="text-align: center;">Μαζί του να ξαναταφώ.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, Το παράπονο του Λαζάρου</b>, </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο», Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2012</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8KVqqCU3gKz9l4uFn5EFb_EwBobpPWyvlJ0lQmw8l9YLNBrI_kx_13OrKxKzWdOVpImrOM2gEQ1Tvrsxh2C2ghfJSiag-d6Sxk1T09eNiT86cO55ZL5_BSjE1VU5hfSR8AlETmseFLyo/s992/Luca_Giordano_-_Raising_of_Lazarus_-_WGA9010.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8KVqqCU3gKz9l4uFn5EFb_EwBobpPWyvlJ0lQmw8l9YLNBrI_kx_13OrKxKzWdOVpImrOM2gEQ1Tvrsxh2C2ghfJSiag-d6Sxk1T09eNiT86cO55ZL5_BSjE1VU5hfSR8AlETmseFLyo/w640-h452/Luca_Giordano_-_Raising_of_Lazarus_-_WGA9010.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Luca Giordano, Raising of Lazarus, 1675</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Εδώ θ’ αναστηθώ πάλι και πάλι εδώ...»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"> Άφησα χόρτα ποταμούς μέσα στο νου </div><div style="text-align: center;">ν’ αφρίσουν το περβόλι άφησα χρώματα μαβιά </div><div style="text-align: center;">του φθινοπώρου βράχια σκοίνα πυκνά </div><div style="text-align: center;">που όμως δεν είναι να καούν </div><div style="text-align: center;">το έμπα του ονείρου να σφαλίσουν. </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πώς σε λειμώνες άγριους ο λόγος ανατέλλει </div><div style="text-align: center;">πώς σε γιαλούς απρόσμενους το ξύλινο το σήμαντρο </div><div style="text-align: center;">σημαίνει και πώς το πένθος του κορμιού </div><div style="text-align: center;">μια μόνο στη ζωή φορά πέρα για πέρα διαπερνά </div><div style="text-align: center;">το πέτρινο κουκούλι της σιωπής του </div><div style="text-align: center;">δε γίνεται να τ’ αρνηθώ. </div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Εδώ λοιπόν θα καρτερώ εδώ </div><div style="text-align: center;">πώς ανακρούεται το χάος να γευτώ </div><div style="text-align: center;">τις Συμπληγάδες του ύπνου να περάσω </div><div style="text-align: center;"><b>εδώ θα καρτερώ την ύστατη αλήθεια να μοιράσω </b></div><div style="text-align: center;"><b>στα διψασμένα μάτια των πιστών </b></div><div style="text-align: center;"><b>εδώ θ’ αναστηθώ πάλι και πάλι εδώ </b></div><div style="text-align: center;"><b>θα ζήσω μες στο μαύρο θάνατό μου. </b></div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Δημήτρης Χουλιαράκης, «Πέτρα και Λάζαρος – III</b>, </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Το λείψανο των ημερών», εκδ. Κέδρος, 1994</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgIBw8wL5cZFRgAfdnOlx2CR1uE9gVmL5-G-EvuqhXswGKRZukhHNW5BUy2VQxcoYPCC6zTjiWp5fhbLUPpkjexJmNVScSgw_qTdif5deObTyPUfIJ3QViKgEvO1WUmiaF3i_fEd_k1trw/s1024/Jan_Symonsz._Pynas_-_De_opwekking_van_Lazarus.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgIBw8wL5cZFRgAfdnOlx2CR1uE9gVmL5-G-EvuqhXswGKRZukhHNW5BUy2VQxcoYPCC6zTjiWp5fhbLUPpkjexJmNVScSgw_qTdif5deObTyPUfIJ3QViKgEvO1WUmiaF3i_fEd_k1trw/w552-h640/Jan_Symonsz._Pynas_-_De_opwekking_van_Lazarus.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Jan Pynas, The Raising of Lazarus, </div><div style="text-align: center;">circa 1620, Philadelphia Museum of Art</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Είχα και γω να δεύρο κάποιους έξω...»</b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: center;">Νεφοσκεπές ψιλόβροχο ημέρας.</div><div style="text-align: center;">Κάτι μωραί καμπάνες πιτσιλάνε</div><div style="text-align: center;">τον ύπνο του Λαζάρου να εξέλθει.</div><div style="text-align: center;">Καλά στοκαρισμένο το φως γύρω γύρω.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Είχα και γω να δεύρο κάποιους έξω</b></div><div style="text-align: center;"><b>μα δε μου αποκρίθηκαν αν θέλουν.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Πώς ν’ αποκριθούν</div><div style="text-align: center;">με ωτακουστή που άφησες καλά στοκαρισμένο</div><div style="text-align: center;">το φως γύρω γύρω.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Κι έπειτα γιατί τους ρωτάς αν θέλουν.</div><div style="text-align: center;">Το θαύμα δε ρωτάει.</div><div style="text-align: center;">Σ’ αρπάζει από το αυτί και</div><div style="text-align: center;">σέρνοντας σε πετάει στο φως.</div><div style="text-align: center;">Χαίρεσαι βέβαια με την έκλαμψη, δεν αντιλέγω</div><div style="text-align: center;">αλλά σε τρώει από μέσα σκουλήκι η αγωνία</div><div style="text-align: center;">μην είναι και τα θαύματα θνητά.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Άστους λοιπόν καλύτερα εκεί</b></div><div style="text-align: center;"><b>μην έχωμεν να άρωμεν για δεύτερη φορά</b></div><div style="text-align: center;"><b>κενόν τον κράββατόν τους.</b></div><br /><div style="text-align: right;"><b>Κική Δημουλά, Του Λαζάρου,</b> </div><div style="text-align: right;">από την ποιητική συλλογή «Ενός λεπτού μαζί», εκδόσεις «Ίκαρος», 1998.</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtG4gvHmWKd01K1MUGB44Rd_bJ2xSvudM-6Al-VnugaLoL9AiMx6e7FbkSVBhQ3B5LDpLxySGtksvedBhUloOqhwnZM7qSMMgUcQ3cuTRzv7soQMie9FVSUXTstJCoJSJ4RClV693QfAw/s2048/Juan_de_Flandes_001.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtG4gvHmWKd01K1MUGB44Rd_bJ2xSvudM-6Al-VnugaLoL9AiMx6e7FbkSVBhQ3B5LDpLxySGtksvedBhUloOqhwnZM7qSMMgUcQ3cuTRzv7soQMie9FVSUXTstJCoJSJ4RClV693QfAw/w450-h640/Juan_de_Flandes_001.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Juan de Flandes, The Resurrection of Lazarus, 1514-1519, </div><div style="text-align: center;">Museo Nacional del Prado</div><div style="text-align: center;">_________</div><br /><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Εγώ όμως μισούσα τα θαύματα»</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μια μέρα άκουσα φωνές που έρχονταν απ’ έξω.</div><div style="text-align: center;">Επιτέλους, φωνές απ’ έξω, σκέφτηκα, φωνές άλλων</div><div style="text-align: center;">που έχουν το φως μέσα τους και που το λένε,</div><div style="text-align: center;">που έρχονται απ’ τον αέρα, όχι από μένα.</div><div style="text-align: center;">Φωνές που καθώς πλησίαζαν ήταν ψίθυροι.</div><div style="text-align: center;">Βήματα που σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα μου.</div><div style="text-align: center;">Κάποιος είπε: Ενθάδε κείται, λες και το διάβαζε.</div><div style="text-align: center;">Σιώπησαν οι υπόλοιποι.</div><div style="text-align: center;">Μια φωνή με κάλεσε: Λάζαρε, είπε,</div><div style="text-align: center;">έγειρε και ύπαγε.</div><div style="text-align: center;">Την αναγνώρισα, μα έκανα πως δεν την άκουσα.</div><div style="text-align: center;">Θυμήθηκα τον Ιωνά. Στάθηκα ακίνητος.</div><div style="text-align: center;"><b>Σκέφτηκα:</b></div><div style="text-align: center;"><b>θα προτιμούσα</b></div><div style="text-align: center;"><b>να μην το κάνω,</b></div><div style="text-align: center;"><b>ποτέ να μην βγω από ’δώ μέσα.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Γνωρίζω υπερβολικά καλά τον κόσμο.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Εκεί έξω, το ξέρω, καραδοκεί ο κακός έρωτας,</b></div><div style="text-align: center;"><b>το πικρό του μέλι, η πλάνη του, η απειλή του.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Εγέρθητι. Δεύρο έξω από μνημείο σου.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Εγώ όμως μισούσα τα θαύματα.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Κι έπειτα, είχα αγαπήσει</b></div><div style="text-align: center;"><b>πολύ αυτή τη ζωή του πεθαμένου.</b></div><div style="text-align: center;">Άφησα να περάσουν τα χρόνια. Τώρα περιμένω</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">μια φωνή να με καλέσει, να μου πει</div><div style="text-align: center;">τι πρέπει να κάνω, τι επιθυμώ.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Juan Vicente Piqueras, Ο Λάζαρος αρνείται ν’ αναστηθεί</b>, </div><div style="text-align: right;">Ιστορία της δίψας (Historia de la sed), μετάφραση: Κώστας Βραχνός</div><div style="text-align: right;"><br /></div><br /><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZlgzvRF3XSHxl5i40Fl3jU5XyYkggf8zkzhiDVWGT_2Z8lfDjJ6V0xScMy_FD09BD2sIwPUUrODkX9LhBXdkZBt-i_7_IeIwFvSEAcIXc89oA0enViP7Rj_fmUvlQSYypKr4OeFO9LBM/s2048/kmcpcdkmdpv.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZlgzvRF3XSHxl5i40Fl3jU5XyYkggf8zkzhiDVWGT_2Z8lfDjJ6V0xScMy_FD09BD2sIwPUUrODkX9LhBXdkZBt-i_7_IeIwFvSEAcIXc89oA0enViP7Rj_fmUvlQSYypKr4OeFO9LBM/w640-h630/kmcpcdkmdpv.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Giotto, Raising of Lazarus, 1304 – 1306 (detail)</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>«Ποτέ δεν έπαψα να είμαι σαβανωμένος...»</b></div></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μιλάω και φωνή δεν έχω. Σωπαίνω κι ακούω</div><div style="text-align: center;">το πώς δε σιμώνει κανείς ίσαμε το μνήμα μου.</div><div style="text-align: center;">Είμαι η</div><div style="text-align: center;">φωτιά που μέσα της φλέγομαι, μισώ τη σιωπή,</div><div style="text-align: center;">και δεν αντέχω άλλο τον τρόπο αυτό</div><div style="text-align: center;">για να μη ζω.</div><div style="text-align: center;">Το σώμα μου είναι μια πυροστιά</div><div style="text-align: center;">που δε λέει να σβήσει.</div><div style="text-align: center;"><b>Το κορμί μου είναι η σκληρή ψυχή μου,</b></div><div style="text-align: center;"><b>είναι η μνήμη μου</b></div><div style="text-align: center;"><b>τυλιγμένη στο σουδάριο των σεντονιών</b></div><div style="text-align: center;"><b>όπου βυθίστηκα, ποτέ</b></div><div style="text-align: center;"><b>δεν έπαψα να είμαι σαβανωμένος.</b></div><div style="text-align: center;">Το κορμί μου εδώ απλωμένο είναι ο τόπος</div><div style="text-align: center;">των γεγονότων, ο χάρτης του φόβου μου.</div><div style="text-align: center;">Είναι ένα παιδί τρομαγμένο και κρυμμένο</div><div style="text-align: center;">στο ερμάριο της καρδιάς του</div><div style="text-align: center;">ακούγοντας την αρχαία φωνή της μητέρας του</div><div style="text-align: center;">που το γυρεύει, το φωνάζει,</div><div style="text-align: center;">και έχουν περάσει τα χρόνιο κι αυτό συνεχίζει εκεί κρυμμένο,</div><div style="text-align: center;">χωρίς φωνή. Του λείπει ο αέρας.</div><div style="text-align: center;">Κανείς πια δεν το γυρεύει. Κανείς δεν το φωνάζει.</div><div style="text-align: center;">Κανείς δεν περιμένει την πληγή του. Κανείς δεν έρχεται.</div><div style="text-align: center;">Κανείς δεν θυμάται ό,τι έχω λησμονήσει.</div><div style="text-align: center;">Το κορμί μου, ναι. Δε λησμονεί. Δεν κινείται.</div><div style="text-align: center;">Τα μάτια μου χρειάζονται το φως που τους αρνήθηκα.</div><div style="text-align: center;">Επιθυμία μου είναι να επιθυμώ και να αφεθεί</div><div style="text-align: center;">το κορμί μου στο φως των όσων δεν έχει ζήσει,</div><div style="text-align: center;">στη φωνή που θα του πει: Εγέρθητι και αγάπα.</div><div style="text-align: center;">Και να εγερθεί και να αγαπά χωρίς το εγώ να το αντιληφθεί.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Juan Vicente Piqueras, Ο Λάζαρος ζητά βοήθεια</b>, </div><div style="text-align: right;">μετφρ: Νίκος Πρατσίνης</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpOb7wMCyydPop-r-D6x0jShVn9FYrdfDTuisThOCgTrhp8oRRz4QePBPfsIZ4NQFZ2K5-U4kuWIKJxXbhrrAe9gN-8yvAJ6jHfqWQIknRKoy6YpCUwSsn-Mrw0VOWw8SPMxB4gOw7I8g/s1800/Giovanni_di_Paolo_-_The_Resurrection_of_Lazarus_-_Walters_37489A.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpOb7wMCyydPop-r-D6x0jShVn9FYrdfDTuisThOCgTrhp8oRRz4QePBPfsIZ4NQFZ2K5-U4kuWIKJxXbhrrAe9gN-8yvAJ6jHfqWQIknRKoy6YpCUwSsn-Mrw0VOWw8SPMxB4gOw7I8g/w640-h590/Giovanni_di_Paolo_-_The_Resurrection_of_Lazarus_-_Walters_37489A.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Giovanni di Paolo, The Resurrection of Lazarus, 1426, </div><div style="text-align: center;">Walters Art Museum, Baltimore, USA</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><br /> <br /><br /><br /><br /></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-33238204251949887512021-04-01T08:34:00.000+03:002021-04-01T08:35:13.003+03:00«Δεν ήμουν ένα αξιαγάπητο παιδί γιατί δεν ήξερα να υπακούω», Μαρία Πολυδούρη... πριν τον Καρυωτάκη<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvPMmzSHsYV_F4E4tnr-sH77dMoOCZFQX8u98L07531b957K7-05mn96B2rIXcEk__p4dZaKAQJcSaPPx3NvRXZg6S9ci8i2mE29iYpG3Dn7vFFh3gFqd1qYnYQKbOOA9UEazCUZyQ-mQ/w446-h640/assargiotaki_11.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, λάδι και παστέλ σε χαρτί, </div><div style="text-align: center;"> © 2019 The Sotiris Felios Collection.</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από τον φόβο, και αισθάνονται σαν παιδιά χαϊδεμένα. Γεννημένοι προώρως, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας την μία πόρτα ύστερα από την άλλη. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας από αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε· ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενιτιά, ούτε του έρωτα η θάλασσα.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><i>Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σα φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν τ’ άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέκταση, πάντα διψασμένη.<b> Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη.</b> Αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, απ’ τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες.</i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Τίποτα δεν πρέπει να γίνηκε πάνω σε τούτη τη γη έτσι τυχαία και άσκοπα· όλα είχανε τον προορισμό τους. Η θάλασσα! Γίνηκε για να τη χαρεί, να ευφρανθεί μες στα κύματά της. Μα ήταν στη Σωτηρία! Το ’σκαγε και πήγαινε να κολυμπήσει. Δική της κι η νύχτα - κι οι αμμουδιές - κι ο χορός - κι η πεζοπορία - τα δάση κι ο έρωτας. <b>Για όλα είχε τον εαυτό της να δώσει και ενθουσιασμό για να τα χαρεί. Αγαπούσε να υπάρχει, λες κι ήτανε πρεσβευτής της ζωντανής ζωής.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /><b>Γιατί η Μαρία πέθανε ζώντας.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiDDRU4svqxvzAQZZo0Mr8yOSVBEXbp4_KL7OHZEm7JLbfPlnU2q2YPYpnCn3RvZrmViksu1sTRk-YN5KXkEODvSgFHI-5RQ4z17owaOzB3TxwR2vAak5CNQxqjzgp7ovtVSW5Xhf4V-C0/s600/1E15.066.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiDDRU4svqxvzAQZZo0Mr8yOSVBEXbp4_KL7OHZEm7JLbfPlnU2q2YPYpnCn3RvZrmViksu1sTRk-YN5KXkEODvSgFHI-5RQ4z17owaOzB3TxwR2vAak5CNQxqjzgp7ovtVSW5Xhf4V-C0/w382-h640/1E15.066.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μαρία Πολυδούρη, δεκαετία 1920</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: medium;"><b>Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><i>Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.</i></b></span></div><div style="text-align: left;"><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>Η δίψα της αγάπης που ζητεί</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Ήμουν το πρωτολούλουδο.</b> Κλειστή</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.[...]</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Μαρία Πολυδούρη, Η αγάπη του Ποιητή, 1923, εκδόσεις Εστία</span></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Να η ημέρα μου! </b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial;">Η Μαρία ήταν η τρίτη κόρη του Ευγένιου Πολυδούρη, φιλόλογου καθηγητή από τη Μικρομάνη Μεσσηνίας, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας καλλιεργημένης γυναίκας με προοδευτικές ιδέες. Το σπίτι τους βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μπενάκη και Τζάνε, στη συνοικία της Υπαπαντής, κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο. Εκτός από τις δύο αδελφές, την Πέπη και τη Βιργινία, η Μαρία θα αποκτήσει αργότερα και δύο αδελφούς, τον Κώστα και τον Ευάγγελο.</span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">1 Απριλίου [1921]</span></div><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Να η ημέρα μου! η ημέρα που ήρθα στον κόσμο μέσα σ' ένα σπιτάκι όμορφο, γεμάτο φως... η ημέρα π' άκουσα τα πρώτα κελαδήματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος.</b> Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει. Κι όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ' αυτή τη ζωή των 20 ετών. Κι ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου!</i></span></p><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i><b>Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής!</b> Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. <b>Απρίλιε... Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει με απελπίζεις. . .</b></i></span></p><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">[Το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη αρχίζει με την εγκατάστασή της στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1921 και τελειώνει στις 5 Ιουλίου του 1922.] </span></p><span style="font-family: arial;"><i><b>Σε μια μικρούλα παραθαλάσσια πόλη που ήταν πατρίδα και της μητέρας μου και του πατέρα μου γεννήθηκα και μεγάλωσα.</b> Η μικρή κοινωνία της αποτελούνταν από μερικούς επιστήμονες, από λιγότερους έμπορους και πολύ λιγότερους γαιοκτήμονες . . . Ο πατέρας μου μονολότι ήταν επιστήμονας επιδόθηκε στη μέριμνα για τα κτήματά του όλο τον καιρό που είναι η πιο ευχάριστη κι όταν ακόμη είναι κοπιαστική μέριμνα. Το πώς θα φυτέψεις το περιβόλι σου, το πώς θα μεγαλώσεις το σπίτι σου, το πώς θα πολλαπλασιάσεις το αγαθά που σου δίνει η γη σου.</i></span><div><span style="font-family: arial; text-align: right;"><br /></span></div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">[Η κα Κοραλία στον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά: αχρονολόγητο κείμενο που τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1925, σε μια προσπάθεια της Μ. Πολυδούρη να γράψει ένα αυτοβιογράφημα, σχέδιο το οποίο και εγκαταλείπει.]</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjS0r0cxSMBYjU3zFbHgcfx709Ta0eL4fyBdenWskl6C1qJzsNmDN3sWd_0Xsyy541Iyi8gctnjNB3jRXJ1lBQxokuavLDyPRREp8syspbcU_2Pxig22gDBfljTkr3qfqENVqN9UQWzzYM/s600/1E15.067.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjS0r0cxSMBYjU3zFbHgcfx709Ta0eL4fyBdenWskl6C1qJzsNmDN3sWd_0Xsyy541Iyi8gctnjNB3jRXJ1lBQxokuavLDyPRREp8syspbcU_2Pxig22gDBfljTkr3qfqENVqN9UQWzzYM/w430-h640/1E15.067.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μαρία Πολυδούρη, δεκαετία 1920</div><div style="text-align: center;">_______</div></span><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Εγώ για μένα...»</b></span></p><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">Το 1905, ο πατέρας της μετατίθεται στο Γυμνάσιο του Γυθείου, όπου η Μαρία θα τελειώσει το Δημοτικό και το Σχολαρχείο. Είναι η μικρή πόλη των παιδικών της χρόνων που θα θυμάται με αγάπη. </span><span style="font-family: arial;">1913. Στο Γύθειο τελειώνει το Δημοτικό και γράφεται στην Πρώτη τάξη του Ελληνικού. Σύμφωνα με ανέκδοτη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας, <b>στο Γύθειο η Μαρία Πολυδούρη δέχτηκε τις πρώτες επιδράσεις από τα μανιάτικα μοιρολόγια:</b> <i>«Τόσο συγκινήθηκε μ’ αυτά η ευαίσθητη ψυχή της που καταπιάστηκε αμέσως με το γράψιμό τους, εκείνο το αδέξιο γράψιμο της πρώτης μικρής τάξης».</i></span></span></p><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;">Ωστόσο η μικρή Μαρία θα βιώσει την εμπειρία του θανάτου και μέσα στην ίδια της την οικογένεια, αφού τότε θα χάσει δύο αδέλφια της σε νηπιακή ηλικία, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, αλλά και τις αυτοβιογραφικές της σημειώσεις που γράφει πολύ αργότερα, το 1928, μέσα στη Σωτηρία.</span></p><p style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i>[...] <b>Ναι γεννήθηκα για να ζήσω με μια πλούσια ξεχειλισμένη ζωή.</b> Γεμάτη όνειρα και περηφάνια. Στο σπίτι μου με καμάρωναν σαν κάτι ωραίο και δυνατό. Η επίβλεψη που είχαν για τ’ άλλα παιδιά για μένα ήταν κάτι περιττό. «Αφήστε τη. Δεν έχει ανάγκη» έλεγε συχνά ο πατέρας μου. <b>Κι έτσι, γιατί ήμουν δυνατή, γιατί δεν αφέθηκα στη ζωή, κέρδισα τη δυσμένειά της. Μ' εκδικήθηκε, όπως ξέρει να εκδικιέται η ζωή. Καταστροφή. Καταστροφή. Καταστροφή.</b></i></span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><i><b>Ήμουν οκτώ με δέκα χρονών σε μια μικρούλα πόλη κοντά στη θάλασσα.</b> Έξω, σ' ένα στενό δρομάκι γύρω στο βουνό ήταν το σπίτι μας. Η θάλασσα κάτω απότομα βούιζε τις νύχτες χτυπώντας στα βράχια. Οι άνεμοι φυσούσαν από παντού και στη ψηλή ταράτσα έμενα ώρες πέρνοντας μέρος μέσα στα στοιχεία. Μου φαίνοταν κιόλας πως μ' εννοούσαν, πως με λογάριαζαν. Είχα ένα ύφος δαμάστριας έπειτα στο νησάκι όταν σκαρφάλωνα σ' έναν ψηλό βράχο στην ακτή μέσα στο ζωηρό άνεμο που με δίπλωνε. Φανταζόμουν πως ήμουν ωραία, πιο ψηλή καθώς λικνίζονταν το λεπτό κορμί μου στον άνεμο. Πώς δεν περνούσε τότε στη σκέψη μου τ' όνειρο της καταστροφής που με περίμενε; Έπειτα το φιδωτό δρομάκι στο βουνό που πότε μας έκρυβε την ακτή, πότε μας την έδειχνε παιχνιδιάρα, γεμάτη αφρούς. Στο δρομάκι αυτό ολομόναχη γύριζα σαν πεταλούδα μέσα στ' άνθη. Οι ανεμώνες χίλια σχήματα και χίλια χρώματα. Πόσα όνειρα. Μια απέραντη διάθεση σα νοσταλγία σαν ονειροπόλημα. Ένα φανταστικό άρωμα που μεθούσε την ψυχή μου. Περπατούσα αρμονικά και μελετημένα καταμόναχη μέσα στη φύση... Γιατί όχι; <b>Ερωτοτροπούσα πάντα συχνότερα μ' ένα λουλούδι κι ένα πουλί παρά μ' έναν άνθρωπο.</b></i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i><b>Το θάνατο τον έβλεπα πολύ τραγικό. Δεν καταλάβαινα πώς ένα ωραίο πλάσμα μπορεί να πεθάνει και η ζωή να τελειώνει.</b> Όταν είδα να πεθαίνουν δυο αδερφάκια μου, κάτι όμορφα κι έξυπνα παιδάκια, κατάλαβα πως το τραγικότερο πράμα στη ζωή ήταν ο θάνατος. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι. Έγραφα τραγούδια για ωραίες γυναίκες που ήταν η ζωή η ίδια και που άξαφνα πεθαίνουν. Για παιδάκια που γελούν σαν ωραία όνειρα και δεν προφταίνουν να αγαπήσουν το φως. <b>«Ώστε έτσι είναι; Θα πεθάνω;» αυτό ήταν ένα τραγικό ερώτημα. </b>Η μητέρα μου με συμβούλευε να μην τελειώνω έτσι τα τραγούδια μου μ' ένα «πέθανε» γιατί αυτό δεν είναι ωραίο. Λοιπόν η ζωή ήταν μια κωμωδία; Τις αλήθειες πρέπει να τις αποσιωπούμε, να τις κρύβουμε και σχεδόν να ντρεπόμαστε γιατί τις ανακαλύψαμε. Έμπαινα στις συνθήκες ολοένα. Ολοένα έδινα και μια στην ψυχή μου να πάει πιο βαθιά, να μη φαίνεται τόσο. Η απομόνωσή μου ερχόταν σιγά και βέβαια.</i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i>Τι θα μιλούσα με τ' αδέρφια μου; Αυτά έψαχναν όταν έλειπα από το σπίτι να βρουν κανένα τραγούδι μου να το διαβάσουν στους άλλους να γελάσουν. Όταν γύριζα, στο τραπέζι ήμουν ο στόχος. «Το παιδάκι με τα βελουδένια μάτια που του τα 'κλεισε ο άνεμος», «Το ρολόι που σταμάτησε σε μια ώρα τραγική», όλ' αυτά τα διακωμωδούσαν και γελούσαν. Γελούσα και γω μαζί τους ασυναίσθητα σχεδόν, χωρίς να καταλαβαίνω πως έτσι, πως γι' αυτό θα έκλεινε σιγά σιγά η ψυχή μου για να μην ξανανοίξει.</i></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><i>Τι θα μιλούσα με τ' αδέρφια μου; Είχα ένα τάλαντο να μιμούμαι φωνές, κινήσεις άλλων ακόμα και να μεταμορφώνομαι σε ορισμένους τύπους γνωστούς. <b>Ήμουν ο καραγκιόζης, μ' αγαπούσαν όπως αγαπά κανείς τον καραγκιόζη, δηλαδή όταν δεν είχα διάθεση ήταν σαν να μην ήμουν.</b></i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i><b>Η απροσεξία των άλλων, η απομόνωση μ' έκανε να προσέχω περισσότερο τον εαυτό μου σαν κάτι εγκαταλειμμένο που έχει ανάγκη. Εγώ για μένα. </b>Μοιραία η αγάπη σε μένα μούκλεινε σιγά σιγά τα μάτια στους γύρω μου. Μ' αυτό ήταν κάτι που πέρασε αργότερα, όταν αντιλήφθηκα πως δεν μπορεί κανείς νάναι περισσότερο από ότι είναι. Κι αν δεν τους παρουσιάστηκε η περίπτωση να εξυψωθούν γι' αυτό περισσότερο είναι αξιολύπητοι παρά μισητοί. <b>Μα η γαλήνη στη σκέψη θα 'ταν μια ωριμότης αφύσικη για την ηλικία μου των δέκα χρονών.</b></i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i>Το νησάκι μέσα στον ανοιχτό κόλπο με τα ψηλά βράχια του, με το μικρό δάσος του από ελιές κι αμυγδαλιές, με το εκκλησάκι του μέσα στα κύματα και τον πύργο του φάρου ήταν το καταφύγιό μου με τους φίλους που είχα μαζέψει σιγά γύρω μου. Παιδιά γνωστών οικογενειών σχεδόν συνομήλικα. Η Φαίδρα μια μελαχροινούλα σγουρόμαλλη, η Νίνα, η Πιπίνα, η Αγλαΐα, ο Αλέξης. Ο Αλέξης ήταν ο συνηθισμένος μας καβαλιέρος. Θα 'ταν ως 13 χρονών ένα ξανθό χαϊδεμένο παιδάκι που περισσότερο τον περιποιόμαστε παρά μάς περιποιόταν. Είχα ακόμα τις μπούκλες γύρω στην τραχηλιά μου και τα χέρια μου ήταν ακόμη παιδιάστικα μικρά χεράκια, όταν πλάι στην ονειροπόλο ψυχή μου αναπτύσσοταν μια διάθεση ενεργητική σα χείμαρος.</i></div><div style="text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="text-align: left;"><i>Κάθε μια από μας είχε μια σπηλιά που ήταν το σπίτι της. Τη στόλιζε αναλόγως της εποχής με λουλούδια της κάπαρης – αυτά τα φανταχτερά ωραία λουλούδια - με ανεμώνες, με αγριοβιγκόνια, με κυκλάμινα, με μυγδαλιές. Εκεί έβλεπε κανείς την ψυχοσύνθεση καθενός. Ο Αλέξης ήταν ο άντρας, δεν έκανε παρά να μαζεύει συνεχώς για μας. Εμάζευε λουλούδια, πέτρες μεγάλες, ξύλα και τα λοιπά. Η μια έφτιανε ένα νοικοκυρίστικο σαλόνι και ψεύτικα γλυκά, περιμένοντας τους άλλους, τους φίλους, που θα 'ρχονταν να το χαρούνε. Η άλλη έφτιανε το κρεββάτι της (ως παντρεμένη) που θα κοιμόταν με τον άντρα της, αν και όλη η προσπάθεια νάναι ωραίο θα 'ταν για τον άντρα της παρά για τον εαυτό της!<b> </b></i></div></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: arial;"><i>Εγώ είχα κάνει ένα είδος ανάκλιντρο. Φαίνεται πως θα το είχα στολίσει πολύ ωραία όλοι εκστατικοί ρωτώντας με τι είναι αυτό. Όταν όμως με είδαν να ξαπλώνομαι πάνω κει τα ‘χασαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατό να παιδευόμουν τόσες ώρες για να καθίσω εγώ η ίδια.</i></b></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: left;"><br /></div><div style="font-style: italic; text-align: left;">Αυτό ήταν το παραστράτημα, ο κακός δρόμος. Δεν ήξερα πως θα πλήγωνα την ψυχή μου και δινόμουν για πάντα στη δυστυχία. <b>Η απομόνωση αύξαινε. Ήμουν ο καραγκιόζης που όσο κι αν τον έγδυνες δε θα έφτανες στο τέλος. </b></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><b><br /></b></div><div style="text-align: right;">10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;"><div><i><b>Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο;</b> Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι...</i></div><div style="text-align: right;">Με αγάπη</div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» – «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα...»)</div></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqcX-j2RinmCg22h5ewIhCEgUL8WNdov9dfTuWleHMKmP97YbOI3ShxJxC3zItPmpPmztQX7S3W1OelWX_UKU8n4S4nyHk9JPIUn1RrDzpSv3kb0c25-fb0TXYtNBAZxPYO2Phf7vf54M/s1117/167153476_4036225929733304_6546294130133591046_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjqcX-j2RinmCg22h5ewIhCEgUL8WNdov9dfTuWleHMKmP97YbOI3ShxJxC3zItPmpPmztQX7S3W1OelWX_UKU8n4S4nyHk9JPIUn1RrDzpSv3kb0c25-fb0TXYtNBAZxPYO2Phf7vf54M/w430-h640/167153476_4036225929733304_6546294130133591046_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Φωτογραφία διαβατηρίου της Μαρίας Πολυδούρη</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div>«Δεν είχε θάλασσα. Μια μεγάλη στέρηση για μένα»</b></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><span style="color: #800180;">Το 1914 ο καθηγητής Ευάγγελος Πολυδούρης μετατίθεται και πάλι. Η οικογένεια τον ακολουθεί στα Φιλιατρά. </span></div><div><br /></div><div><div style="font-style: italic;"><b>Όταν ήμουν δώδεκα χρονών έν’ απόγευμα αφήσαμε την μικρούλα πόλη που είχε κλείσει τις παιδιάστικες αναμνήσεις μου και κατοικήσαμεν μιαν άλλη στην Πελοπόννησο λιγάκι μεγαλύτερη, αλλά πολύ μικρότερη σε ορίζοντα. Δεν είχε θάλασσα. Μια μεγάλη στέρηση για μένα. </b>Εκτός από την άγρια θάλασσα της πρώτης κατοικίας μας είχα γνωρίσει και το ήρεμο ακρογιάλι της ιδιαίτερης πατρίδας μου όπου κάθε καλοκαίρι περνούσαμε τις παύσεις σ' ένα κτήμα της γιαγιάς μου. Έκανα συντροφιά κει πέρα με ψαράδες που άπλωναν τα δίχτυα τους στην αμμουδιά και παρευρισκόμουν με τρελή ευχαρίστηση στη βραδινή σούπα τους.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Τώρα το ωραίο ακρογιάλι με τις φρεσκοβαμένες μαούνες που φάνταζαν σαν ξωτικά τις νύχτες, το ακρογιάλι με τους ψαράδες που μαγέρευαν την ψαρόσουπα μέσ' στην αστροφεγγιά, έχασε την ομορφιά του. Έγινε μια πλαζ με bain-mixtes!</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><b style="font-style: italic;">Τόσο απαραίτητη η θάλασσα στην ψυχή μου, θα μου έλειπε εκεί. Βρισκόταν κάπως μακριά αλλά μια θάλασσα χωρίς το θέλγητρο αυτών που γνώρισα. </b></div><div><b style="font-style: italic;"><br /></b></div><div style="text-align: right;">10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNZ4nFLk__nNi7LPW4Wfd369QZD-SmhBhTbgVsYOyEPHWFiyp9vNe8Hgx4P4F1IrWsLyK0OFbPhOULA4D7tmtkAqCakOktvqAThR97NgDJQ4p0DZcw2E7LAMm1gRiuNODr4IHsHCx8BuQ/s960/%25CF%2580%25CE%25BF%25CE%25BB%25CF%2585%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2581%25CE%25B7.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNZ4nFLk__nNi7LPW4Wfd369QZD-SmhBhTbgVsYOyEPHWFiyp9vNe8Hgx4P4F1IrWsLyK0OFbPhOULA4D7tmtkAqCakOktvqAThR97NgDJQ4p0DZcw2E7LAMm1gRiuNODr4IHsHCx8BuQ/w480-h640/%25CF%2580%25CE%25BF%25CE%25BB%25CF%2585%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2581%25CE%25B7.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πορτρέτο της Μαρίας Πολυδούρη του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη </div><div style="text-align: center;">από το άλμπουμ του «Έλληνες ποιητές»</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Το χαμόγελό σου, άνθι της έρημης ψυχής μου»</b></span></div><div><br /></div><div><span style="color: #800180;">Το 1915 γεννιέται ο μικρός της αδελφός Ευάγγελος, που χαϊδευτικά θα τον φωνάζουν Λίλη. Η αδελφή της Βιργινία αναφέρει ότι οι γονείς της ανακάλυψαν «ένα τετράδιο γεμάτο νανουρίσματα που το προόριζε για το μικρό αδερφάκι της». Η Μαρία αναπτύσσει μια στοργική - μητρική σχέση με τον κατά δεκατρία χρόνια μικρότερο αδελφό της, για τον οποίο θα γράψει το ποίημα με τίτλο <b>«Λίλης Π.» </b></span></div><div><br /></div><div><div style="text-align: center;"><i>Στην άφεγγη ψυχή μου </i></div><div style="text-align: center;"><i>λάμπουν χρυσά αστεράκια </i></div><div style="text-align: center;"><i>οι παιδικές σου χάρες, </i></div><div style="text-align: center;"><i>τα θαυμαστά λογάκια.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Σαν κρίνο φωτοβόλο </i></div><div style="text-align: center;"><i>το προσωπάκι· κάτι </i></div><div style="text-align: center;"><i>σάλευε, χάδι ονείρου, </i></div><div style="text-align: center;"><i>το τρυφερό σου μάτι.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Και τα χεράκια πλάνες </i></div><div style="text-align: center;"><i>στη θλίψη της μορφής μου. </i></div><div style="text-align: center;"><i>Το χαμόγελό σου, άνθι </i></div><div style="text-align: center;"><i>της έρημης ψυχής μου.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Μα πιο πολύ, το μύρο </i></div><div style="text-align: center;"><i>της ύπαρξής σου — θάμα, </i></div><div style="text-align: center;"><i>τα πρώιμά σου λογάκια, </i></div><div style="text-align: center;"><i>της σκέψης μου άγιο νάμα.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Ανίδεα σεις λογάκια </i></div><div style="text-align: center;"><i>—καημός και προφητεία— </i></div><div style="text-align: center;"><i>ποια μοίρα να μιλούσε </i></div><div style="text-align: center;"><i>στην πλάνα σας γοητεία; </i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Τώρα τη γλυκιά σου όψη </i></div><div style="text-align: center;"><i>σκύβεις συλλογισμένη </i></div><div style="text-align: center;"><i>στα σοβαρά βιβλία </i></div><div style="text-align: center;"><i>και μ’ έχεις ξεχασμένη.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Δε θα ιδώ να χαράζει </i></div><div style="text-align: center;"><i>το ανάγλυφό της χάδι </i></div><div style="text-align: center;"><i>στο χλωμό μετωπάκι, </i></div><div style="text-align: center;"><i>τη σκέψη κάποιο βράδυ.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Στης ζωής το εντευκτήριο </i></div><div style="text-align: center;"><i>με βιαστικό το βήμα </i></div><div style="text-align: center;"><i>θα ’ρχεσαι εσύ, θα φεύγω </i></div><div style="text-align: center;"><i>εγώ βουβά σαν κύμα.</i></div><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Θα φεύγω κι η ματιά σου </i></div><div style="text-align: center;"><i>ποτέ δε θα με φτάνει.</i></div><div style="text-align: center;"><i>Μα θα ’χω τα θαυμάσια </i></div><div style="text-align: center;"><i>λογάκια σου στεφάνι.</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">«Λίλης Π.», από τη συλλογή «Ηχώ στο χάος»</div><div><br /></div></div><div><span style="color: #800180;">Η συμπατριώτισσά της ποιήτρια Τίλλα Μπαλή δίνει μια εικόνα της από εκείνη την περίοδο, όταν η έφηβη Μαρία έπαιζε το ρόλο της μικρής μητέρας:</span></div><div><br /></div><div><i>Τη θυμάμαι τη Μαρία, με μια πλεξούδα που της κατέβαινε κάτω από τη μέση —γιατί είχε πλούσια μαύρα ίσια μαλλιά— κι ένα κοντό φορεματάκι λεπτό πάνω από τα γόνατα, γιατί είχε αρχίσει να ψηλώνει και να δένει. <b>Τις περισσότερες φορές κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό αδερφάκι και το ντάντευε στοργικά.</b> Κι όμως, ήταν σοβαρή, λιγομίλητη και δεν είχε την παιδικότητα της ηλικίας της. Ονειροπαρμένη κοίταζε το φεγγάρι με μια μελαγχολική σχεδόν ρέμβη, κι άλλοτε την άκουγα να τραγουδάει. </i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtGzKdd5yCYvAbVedY225CttHFlAk61x-LDjHlB_fz0uIQIRi6_kjLbj3dwzt1x2sHVWI2mHjOKpBE_S1cZ8MQZ9nmkXjYQB7w98WDpj_owUw9KBuuhEu9Isfi3Cq-yp06ViqhG223OuE/s637/b0aa2a9808161727e6590cfce36db07c.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjtGzKdd5yCYvAbVedY225CttHFlAk61x-LDjHlB_fz0uIQIRi6_kjLbj3dwzt1x2sHVWI2mHjOKpBE_S1cZ8MQZ9nmkXjYQB7w98WDpj_owUw9KBuuhEu9Isfi3Cq-yp06ViqhG223OuE/w502-h640/b0aa2a9808161727e6590cfce36db07c.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Painting by Katie m. Berggren</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Η «εποχή της γενέσεως»</span></b></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><div><span style="color: #800180;">Στα Φιλιατρά η Μαρία φοιτά στην Πρώτη και στη Δευτέρα τάξη του Γυμνασίου. Μια μέρα ο πατέρας της ρώτησε τον Σχολάρχη, τον αείμνηστο Ριζάκο πώς πάει η κόρη μου η Μαρία, τότε αυτός απάντησε: </span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><i><b>«Στη Μαρία διακρίνω σατανικό μυαλό, να μη σας λείψουν απ’ τα χέρια σας ούτε στιγμή τα γκέμια, κύριε Πολυδούρη, γιατί θ’ αφηνιάσει και θα χαθεί»</b></i>. </span></div><div style="font-style: italic;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Μια μέρα η θάλασσα ξεβράζει σε μια παραλία το πτώμα ενός νέου. Το τραγικό γεγονός ενέπνευσε στην Πολυδούρη το λυρικό πεζό <b>«Δυστυχής μήτηρ»</b>. Αυτό που συγκλόνισε τη Μαρία - ο τίτλος άλλωστε είναι δηλωτικός - δεν ήταν τα νιάτα που χάθηκαν, αλλά ο σπαραγμός της μάνας. Ο Γυμνασιάρχης στέλνει το διήγημα για δημοσίευση στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ, ενώ λίγο μετά θα ακολουθήσει η δημοσίευση στο ίδιο περιοδικό ενός ακόμα πεζόμορφου κειμένου με τίτλο <b>«Αποχωρισμός φίλων». </b>Τα δύο αυτά πρωτόλεια πεζά είναι και τα μοναδικά που γράφει η Πολυδούρη στην καθαρεύουσα.</span></div><div style="font-style: italic;"><br /></div></div></span></div><div><div style="text-align: left;"><i><b style="font-family: arial;">Πήγαινα τώρα πια στο Γυμνάσιο, έμπαινα στην εφηβική ηλικία κι άρχιζε μια σκοτεινή εποχή πάλης χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. </b><span style="font-family: arial;">Όλες μου οι αντιθέσεις οι πιο βίαιες. Ένα μίσος για κάθε πράξη μου, για με την ίδια, για τον εαυτό μου που μου ξέφευγε.</span><b style="font-family: arial;"> </b><span style="font-family: arial;">Το αυθόρμητο, η καλοσύνη μου, ο έρωτας για όλα, ξεχείλιζαν, μού φεύγαν για έναν κόσμο, ένα περιβάλλον ανίδεο, σχεδόν εχθρικό για μένα. </span><span style="font-family: arial;">Το γεγονός ότι αισθανόμουν την ανάγκη να εκδηλωθώ και το έκανα σε ανθρώπους που περιφρονούσα μ' έκανε άνω κάτω. </span><b style="font-family: arial;">Έτσι στέρησα τον εαυτό μου από κάθε χαρά στη ζωή.</b><span style="font-family: arial;"><b> </b>Σε κάθε παρόρμησή μου ένα «όχι», ένα «όχι» τραχύ σα μαστίγωμα. Το παραστράτημα που τότε δεν το 'βλεπα και τώρα το παρακολουθώ απ' την αρχή του ως το τέλος. </span><b style="font-family: arial;">Μια περηφάνεια ωραία και σκληρή, η σιωπή, μια σιωπή επίμονη σαν την πλάκα του τάφου, να το πρόγραμμά μου. Γιατί να μιλώ; Η ζωή περνάει αδιάφορα.</b></i></div><div style="text-align: left;"><i><b style="font-family: arial;"><br /></b></i></div><div style="text-align: left;"><b style="font-family: arial; font-style: italic;">Στο σχολείο ήμουν μια καλή μαθήτρια, όμως όχι αγαπητή στους Καθηγητές μου. Με σέβονταν δεν ξέρω γιατί, εξαναγκαστικά όμως δε μ' αγαπούσαν.</b><b style="font-family: arial; font-style: italic;"> Δεν ήμουν επιμελής, δε σηκωνόμουν να πω μάθημα παρά όταν ήθελα εγώ και συχνά έλειπα απ' το μάθημα κατεβαίνοντας στην παραλία. </b><span style="font-family: arial; font-style: italic;">Δε μου ζητούσαν ούτε εξηγήσεις. Μα όταν τα διαγωνίσματα έρχονταν ήταν γνωστό από πριν τι βαθμό θα έπαιρνα. Οι εκθέσεις μου διαβάζονταν και στις άλλες τάξεις. Όταν με ρωτούσαν για το μέλλον μου τους έλεγα ότι θα γινόμουν Υπουργός και με κοίταζαν παράξενα!</span></div><div style="text-align: left;"><i style="font-family: arial;"><br /></i></div><div><i style="font-family: arial;"><b>Έγραφα σε μερικά περιοδικά παιδικά τίποτε διηγήματα τόσο συμπυκνωμένα, τόσο παράφορα, που δεν καταλαβαίνω σ' αυτά παρά την «εποχή της γενέσεως» που περνούσα. Η πάλη, η προδοσία του ίδιου του εαυτού μο</b></i><span style="font-family: arial;"><i><b>υ.</b></i><br /><br /><div style="text-align: right;">10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]</div></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg2wTxXVS2OmR4P72uEDHJkwXSXhpntYplw5ySCqpsX1KxJg-ozY-coiQf_ea1Mw1s1G5e-IeLxG54Os1AEHijyw-A-jzpqu-V2fUq5hKchXp0JM22XdAU1Z3SYalrP1VRgmIGwxK4KNoE/w404-h640/%25CE%259C%25CE%25B5_%25CE%25A7%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%258C%25CF%2586%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25BF_%25CE%25A3%25CF%2580%25CF%2585%25CF%2581%25CF%258C%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BF.14.2._1922_copy.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Η Μαρία Πολυδούρη με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο, 1922</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Δυστυχής μήτηρ»</b></span><span style="font-family: arial;"><div><i><br /></i></div><div><i>Ήτο νυξ σεληνόλουστος. Η σελήνη σιγά-σιγά επρόβαινε και αι ακτίνες της εχρύσιζον τα κύματα που ήσυχα-ήσυχα ηπλώνοντο στην ακροθαλασιά, και πάλιν απεσύροντο, αφίνοντα τα βρεγμένα χαλίκια του γιαλού να λάμπουν υπό το ωχρό φως της.</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Επλησίαζε μεσονύκτιον... Ουδεμία κίνησις! Ουδείς θόρυβος! Ο θαυμαστής της νυκτερινής καλλονής ήσυχος εξηκολούθη τας σκέψεις του. Αίφνης ταράσσεται! ακούει αλλεπαλλήλους θορύβους των χαλικιών. Στρέφει αριστερά, δεξιά, δεν δύναται να ανεύρη τί το προξενούν τον θόρυβον. Τέλος το βλέμμα του εστηρίχθη (προσηλώθη) επί όγκου σανίδων (σεσηπότες πλοιαρίου πιθανώς), έχει την πεποίθησιν ότι ο θόρυβος εξ αυτού προήρχετο, διότι άλλο τι δεν εφαίνετο, αλλά πώς γίνεται [δύναται] να γίνει τούτο; ηπόρει! Επιχειρεί να τον πλησιάσει, αλλ’ ο θόρυβος του μικρού παρατηρητού δεν τον αφήνει. Αίφνης ακούει ένα «Αχ!»· ριγεί. Επιχειρεί να τραπεί εις φυγήν αλλ’ η παιδική του περιέργεια να εννοήσει τίς ήτο ο εκβάλλων την απελπιστικήν αυτήν κραυγήν και τί επερίμενε μέχρι της ώρας εκείνης!..., δεν τον άφινεν. Προχωρεί ολίγον της θαλάσσης (αθορύβως) και πίπτει πρηνής όπισθεν ογκώματος του εδάφους, δεν προσέπιπτον επ’ αυτού αι ακτίνες της σελήνης και δεν εφαίνετο. Είδεν αίφνης γυναίκα εγειρομένην όπισθεν του όγκου των σανίδων. Καταλαμβάνεται υπό αδημονίας! Η γυνή αύτη ήτο πελωρίου αναστήματος με ενδυμασίαν ολόμαυρον. Η μορφή της υπό το φως της σελήνης εφαίνετο ωχροτάτη, η δε ξανθή κόμη δεν παρήλασε ουδόλως του προσώπου της. Ίσταται με τα χείρας άνωθεν των οφθαλμών, προτιθέμενη να διακρίνει τι εις το βάθος, μακράν εις το πέλαγος... <b>Εκβάλλει φωνήν απελπισίας... προσθέσασα «Υιέ μου, υιέ μου! το μεσονύκτιον επέρασε. ακόμη δεν εφάνης!... Αχ! θα επεθύμησες τους αδελφούς σου, και εγώ σας επεθύμησα!». </b>Την είδε να προχωρεί εις το βάθος της θαλάσσης και να βυθίζεται... ηφανίσθη!...</i></div><div><i><br /></i></div><div><i>Το φεγγάρι έδυσε! Το παν περιήλθεν εις το σκότος! τα κύμματα μανιώδη εξέσπαζον στην ακροθαλασσιά...</i></div><div><i><br /></i></div><div><i><b>Η γυνή αύτη ήτο μάνα δέκα υιών: άπαντες ναύται εύρον θάνατον εις τον βυθόν της θαλάσσης, πλην ενός, όστις περιμένεται, υπό της μητρός μέχρι της ορισθείσης ώρας.</b> Η ώρα παρήλθεν και η μήτηρ απελπισθείσα αναζητεί αυτούς εις τον βυθόν της θαλάσσης. <b>Εχόρτασε την μοναξιά στον κόσμο... Δύστυχη μάνα!!!</b></i></div><div><br /></div><div>Φιλιατρά Μαρίκα Πολυδούρη</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5Qcprehb2mdfJsraugu_MlihET-fpYKmR1ZWzMnX5Z3M1CKuwIfwMbgsgt5CH7ljezeSIPpAWnlk2uxxv2TX9rBGOyItAn8bocg3XPVU-LqYFFwTid17Gk6HmNgwlqRjfgffQBUT1bZg/s599/mourner.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5Qcprehb2mdfJsraugu_MlihET-fpYKmR1ZWzMnX5Z3M1CKuwIfwMbgsgt5CH7ljezeSIPpAWnlk2uxxv2TX9rBGOyItAn8bocg3XPVU-LqYFFwTid17Gk6HmNgwlqRjfgffQBUT1bZg/w402-h640/mourner.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Nicolae Tonitza, Mourner</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Αποχωρισμός φίλων»</b></span></div><div><br /></div><div><i>Το έαρ επρόβαλλε ανθοστόλιστον. Ο ήλιος εξηφανίζετο πέραν εις τον ορίζοντα και αι τελευταίαι του ακτίνες εχρύσιζον την κορυφήν των υψικόμων δένδρων· παμπληθείς πίδακες ύδατος σκιρτώσιν από παλεύκων δεξαμενών, διαχέοντες εις τον αέρα δρόσον θελκτικήν προς την οποίαν ενούται η μυροβόλος απόπνοια των πορτοκαλεών και ιάσμων. Πλουσιόπτερα πτηνά ίπτανται χαρμοσύνως από δένδρου εις δένδρον και το μελωδικόν άσμα της αηδόνος πληροί τον αέρα. Είναι ποιητική η ώρα εκείνη της ημέρας καθ’ ήν η φύσις φαίνεται εγειρομένη του ληθαργικού ύπνου εν ω εβύθισαν αυτήν αι περίχρυσοι του ηλίου ακτίνες. Κατά την ώραν εκείνην άλλοι μεν των κατοίκων επιστρέφουσιν εκ της εργασίας κοπιώντες, άλλοι καταλείπουσι την μονότονον συντροφιάν εν τω οίκω και εξέρχονται να εισπνεύσωσι την μυρώδη αύραν. Το παν εγελούσε και πάντες χαράν αποπνέοντες διήρχοντο τας ανθοβριθείς οδούς εκ των απηχήσεων του γέλωτος. Τα κύματα ηρέμα κυλίονται και μετά σεβασμού ασπάζονται την ακτήν. Άσματα ακούονται εξερχόμενα από τας λέμβους αίτινες εντός του λιμένος βιαίως διέκοπτον την ηρεμία της θαλάσσης. Εις μίαν μικράν οικίαν πλησίον της ακροθαλασσιάς βασιλεύει άκρα ησυχία! Εις τον εξώστην της διακρίνεται είς νέος παρατηρών μετά προσοχής πλοίον απερχόμενον, διατί άρα γε;...! <b>εκ των κινήσεών του φαίνεται ως μη δυνάμενος να πνίξει την πικρίαν ήτις θλίβει και πιέζει την καρδίαν του, θα είναι δυστυχής!!! Χωρίζεται από τον φίλον του. Τις οίδε αν θα τον επανίδει!! </b>Ματαίως ήθελε οπλισθεί με ξίφος όπως διαχωρίσει το ύδωρ, ματαίως ήθελε να σκεδάσει την λύπην του δια οίνου! <b>Ο άνθρωπος εν τω κόσμω τούτω, όταν δεν ευρίσκει τα πράγματα αρμονικά με τους πόθους του, δεν έχει παρά να ριφθεί εντός ακάτου και με τα μαλλιά του ριπιζόμενα υπό της αύρας να αφεθεί εις την διάθεσιν των τρελών κυμάτων!</b></i></div><div><br /></div></div><div>Φιλιατρά Μαρίκα Πολυδούρη</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiCJBcRUaRNRGLWQihxmxFaOu1Pu52TJs17iVDwEr0AKspPo3Nv5qGe3C3Kb4qyrs62CsEkUcE3SBqI0BXFAamOS_W1SLbR4fYIeuHDboK_1MXxuoQeXWK3XnjJP7oD_Q9U4LslLsk9ivk/s1227/the-departure.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiCJBcRUaRNRGLWQihxmxFaOu1Pu52TJs17iVDwEr0AKspPo3Nv5qGe3C3Kb4qyrs62CsEkUcE3SBqI0BXFAamOS_W1SLbR4fYIeuHDboK_1MXxuoQeXWK3XnjJP7oD_Q9U4LslLsk9ivk/w406-h640/the-departure.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Odilon Redon, The Departure, c.1906</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Δεν έβλεπα παρά εχθρούς γύρω μου»</b></span></div><div><br /></div></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;">Στη σχέση με τη μητέρα της και κυρίως στη δυσκολία της επικοινωνίας, που της δημιούργησε συναισθήματα απόρριψης και επιθετικότητας, αγάπης και ενοχής, η Πολυδούρη αναφέρεται στο αυτοβιογραφικό κείμενο του 1928. <b>Της έχει αφιερώσει μάλιστα δύο ποιήματα, ένα στην συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» κι ένα στην «Ηχώ στο χάος»</b>. Αντίθετα η σχέση με τον πατέρα της φαίνεται λιγότερο ταραγμένη, παρά το γεγονός ότι και σ' αυτόν καταλογίζει το ότι ανέφερε μπροστά της τις γνώμες των άλλων για κείνη.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic;"><b>Στο σπίτι μου με είχαν εγκαταλείψει στην τύχη μου.</b> Τίποτα δεν τους ανησυχούσε. Μόνο η περηφάνια μου τους πείραζε στα νεύρα πότε πότε. Η ποίησή μου δεν τους έφερνε πια ούτε γέλια. Τ' αδέρφια μου ήταν σοβαρά απασχολημένα με τα μαθήματα. Το μόνο που μας ένωνε ήταν το τραγούδι. Τραγουδούσαμε όλα με πολύ αρμονία και αγαπούσαμε το τραγούδι σχεδόν με πάθος. </div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i>Η μητέρα μου, μου φαινόταν – και ασφαλώς ήμουν απατημένη – με κοίταζε μ' ένα γέλιο περιφρονήσεως, το ίδιο γέλιο πάντα. <b>Δυσπίστησα για την αγάπη της μητέρας και τη μεταχειρίστηκα με μια σκληρότητα αφάνταστη.</b> Δε θα μπορούσα ποτέ να επαναλάβω τα λόγια που της είπα αργότερα στο κρεββάτι της του θανάτου. Μ' αν αυτά την έκαναν δυστυχισμένη, πόσο πιο δυστυχισμένη έκαναν εμένα αυτό δεν το κατάλαβε; <b>Από μικρούλα ακόμα της είχα μια παράξενη αγάπη. Μου άρεσε, τη ζήλευα. Πολλές φορές έτυχε να βλέπω εντατικά το χλωμό μακρύ χέρι της βαλμένο τυχαία κάπου. Να το βλέπω με μια διάθεση ν' ακουμπήσω εκεί το μάγουλό μου δεν ξέρω για πόση ώρα. Μα η αισθηματικότης μου αυτή την τρόμαζε ή την ενοχλούσε; Δεν ήμουν ένα αξιαγάπητο παιδί γιατί δεν ήξερα να υπακούω. </b>Τη διαισθανόμουν αισθηματική και το ότι αρνιόταν τη φιλία της σε μένα, κάποτε μάλιστα μου έδειχνε εχθρότητα, με απογοήτευε πια για τη ζωή όλη.</i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><i><span style="font-family: arial;"><b>Ο πατέρας μου παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι την σκοτεινή εποχή που περνούσα.</b> Είχε μια φανερή ανησυχία στο βλέμμα όταν τον κοίταζα μ' ένα βλέμμα τόσο απομακρυσμένο σα να μη τον γνώριζα. <b>Πολλές φορές είδα το βλέμμα του θολωμένο κι αυτό το δάκρυ μέσα στα γαλάζια στοργικά μάτια ήταν το πιο γλυκό πράμμα στη ζωή μου</b>. Τίποτε δε θυμάμαι με περισσότερη ευγνωμοσύνη, σχεδόν με ταπεινοσύνη. Θα ήθελα να γονατίσω και να κρύψω την όψη μου μέσα στα χέρια του. Μα έμεινα σκληρή και απομακρυσμένη. Δε μου μίλησε ποτέ. Ίσως γιατί φαντάστηκε ότι αυτό δε θ' άλλαζε τίποτε. Ίσως γιατί νόμιζε πως μια εκδήλωσις τέτοια εκ μέρους του θα μ' έκανε περισσότερο ευαίσθητη. Και κρατούσε μια ηρεμία επιβλητική απέναντί μου. </span><span style="font-family: arial;"><b>Η μητέρα μου γελώντας έλεγε πως είμαι μυθιστορηματική. Ενώ ο πατέρας μου ερχόταν αργά τις νύχτες να με σηκώσει από το τραπέζι μου εμπρός που αποκοιμιόμουν για να με βάλει στο κρεββάτι. Μου έσβηνε το φως χωρίς να μου πει λέξη κι έφευγε.</b></span></i></div><div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: left;">Κάποτε που με είδε εξαιρετικά σιωπηλή και χλωμή μ' έσεισε με ταραχή απ' τους ώμους φωνάζοντας <b>«μα συ θα πεθάνεις! Όμως δεν επέθανα.</b></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><b><br /></b></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i>Το καλοκαίρι όπως πάντα θα ξεκινούσαμε για την πατρίδα μας. Περίμενα με λαχτάρα να ξαναβρεθώ μόνη στο μεγάλο στρογγυλό ακρογιάλι που τόσο αγαπούσα. Ήμουν κιόλα Δεσποινίς με τα δεκατέσσερα χρόνια μου.<b> Φρόντιζα με κάθε τρόπο να ντύνομαι πολυτερέστερα και κομψότερα από τις μεγαλύτερες αδερφές μου κι αυτό στενοχωρούσε πολύ τη μητέρα μου.</b> Οι αδελφές μου απλά κορίτσια έβλεπαν με περισσότερη περιέργεια παρά ζήλεια ό,τι έκανα. Με παρακολουθούσαν με εξεταστικό μάτι και βλέποντας ότι η εξαίρεση ήταν κάτι που το κέρδιζα χωρίς κόπο, το 'βρισκαν και φυσικό να μην υποτάσσομαι στους κανόνες της οικογένειας που ίσχυαν για όλους τους άλλους. </i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><br /></div></span></div><div><div style="text-align: left;"><i><b style="font-family: arial;">Η μητέρα μου είχε ένα ύφος στενοχωρημένο και καρτερικό σα να περίμενε να ιδεί τι θα απογίνω ενώ ο πατέρας μου ξεχνούσε ότι δεν έπρεπε να αναφέρει εμπρός μου τις γνώμες των άλλων για μένα. Είχε υποστή την επίδρασή μου</b><span style="font-family: arial;">. Έτσι ολοένα οπλιζόμουν με την επιβολή και την αδιαφορία στους γύρω μου, φτιάνοντας μια ψεύτικη κατάσταση που ολοένα περισσότερο κούραζε την ψυχή μου. Πόσες νύχτες δεν πέρασα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα κάγγελα του μπαλκονιού της κάμαράς μου σε μια ήρεμη μα τέλεια απογοήτευση. </span><b style="font-family: arial;">Δεν έβλεπα παρά εχθρούς γύρω μου, δε με περιποιόντουσαν παρά για να με υποδουλώσουν.</b></i></div><p style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία. Η Μ. Πολυδούρη εγκαταλείπει και αυτό το σχέδιο, ενώ αρκετά στοιχεία του κειμένου της δίνουν υλικό για τη δημιουργία ποιημάτων που περιλαμβάνει κυρίως στη συλλογή </span><span style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">«Οι τρίλιες που σβήνουν», 1928</span></span><span style="font-family: arial;">]</span></p><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT8hEzXzLrMzt86yoY5luBBT2NZH4tW9W9jBPZA3yaGAjRtwpr6HQocda_c-SOj3MQxrs-pBJzw0GtV0kFNQhwP6vqWG75wbfoJDSNtc6UropS2mI0LC_Jz-G52VlNv4d5iDvlNLEGYeI/s685/%25CE%259C%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B1_%25CE%25A0%25CE%25BF%25CE%25BB%25CF%2585%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B7_1920__-2-.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT8hEzXzLrMzt86yoY5luBBT2NZH4tW9W9jBPZA3yaGAjRtwpr6HQocda_c-SOj3MQxrs-pBJzw0GtV0kFNQhwP6vqWG75wbfoJDSNtc6UropS2mI0LC_Jz-G52VlNv4d5iDvlNLEGYeI/w580-h640/%25CE%259C%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B1_%25CE%25A0%25CE%25BF%25CE%25BB%25CF%2585%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B7_1920__-2-.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μαρία Πολυδούρη, περίπου 1920</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μητέρα μου καλή, πονετική...</b></span></div><div><br /></div><div>Μητέρα μου, παιδί σου εμέ πιστό </div><div>με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.</div><div>Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό </div><div>και μέσα μου η ψυχή σου φωλιασμένη.</div><div><br /></div><div>Δε σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ </div><div>μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, </div><div>μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ </div><div>για πάντα θλιβερή μετανιωμένη.</div><div><br /></div><div>Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική </div><div>ζωή σου στη ζωή μου να τη νιώσω </div><div>Μητέρα μου καλή, πονετική.</div><div><br /></div><div>Και στον κρυφό καημό σου, να μη δουν </div><div>τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω </div><div>και γω τα σπλάχνα μου — άνθη να μαδούν...</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη, Της μητέρας μου, Οι τρίλιες που σβήνουν</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η μνήμη σου, μαρτυρική κι αγία</b></span></div><div><br /></div><div>Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει </div><div>η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος. </div><div>Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος </div><div>γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.</div><div><br /></div><div>Εμένα, που σε δέχτηκα ευλογία </div><div>κι έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου, </div><div>ας με δεχτεί σα να ’μαι αμάρτημά σου </div><div>η μνήμη σου, μαρτυρική κι αγία.</div><div><br /></div><div>Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα, </div><div>τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.</div><div>Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω </div><div>πόσους μετρούν νεκρούς τ’ αγαπημένα.</div><div><br /></div><div>Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα </div><div>που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει </div><div>στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει... </div><div>Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτοιαν ώρα.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη, [Εξομολόγηση], Ηχώ στο χάος</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhivJ2dZfcf68MhIvauyZ4zSAXhpmjFMOKvhu2-jYld1qtJOzGpxzqn0l3jE-CJa2PQNHhuGxuwZwIY-AO-jSRzx1EiRq46L3R29Th2dpmXjZQ9pqEp5WeSOgfCLIoLWBpMEbDV_cn_Kq0/s1032/upl58d0d88b3a362.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1032" data-original-width="700" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhivJ2dZfcf68MhIvauyZ4zSAXhpmjFMOKvhu2-jYld1qtJOzGpxzqn0l3jE-CJa2PQNHhuGxuwZwIY-AO-jSRzx1EiRq46L3R29Th2dpmXjZQ9pqEp5WeSOgfCLIoLWBpMEbDV_cn_Kq0/w434-h640/upl58d0d88b3a362.jpg" width="434" /></a></div><div style="text-align: right;"><br /></div></div></div></span><p style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Αμύνομαι για όλες τις γυναίκες του κόσμου»</b></span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;">Το 1917 η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην γενέθλια πόλη και η Μαρία φοιτά στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου της Καλαμάτας, όπου ξεχωρίζει για τη φιλομάθειά της και τις επιδόσεις της στα Αρχαία Ελληνικά. Αγαπά τους λυρικούς ποιητές και ιδιαίτερα τη Σαπφώ, στίχους της οποίας μεταφράζει. <b>Συγκεντρώνει τα ποιήματά της «σε ένα μεγάλο τετράδιο με μεταξωτό μπλε ντύσιμο και ζωγραφισμένες μαργαρίτες».</b> <b>Είναι η πρώτη της συλλογή με τίτλο Μαργαρίτες η οποία παρέμεινε ανέκδοτη και αργότερα χάθηκε, όπως και πολλά γραπτά της.</b> </span></p><p><span style="color: #800180; font-family: arial;">Παράλληλα με την ποίηση δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα, τα δικαιώματα των γυναικών και την εξίσωση των δύο φύλων. Συναναστρέφεται μεγαλύτερές της λόγιες κυρίες της Καλαμάτας, έχοντας σύμμαχό της την προοδευτική μητέρα της, η οποία ήταν θαυμάστρια της Καλλιρόης Παρρέν και διάβαζε την Εφημερίδα των κυριών.</span></p><p><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">Τον Ιούνιο</span><span style="font-family: arial;"> του </span><span style="font-family: arial;">1918 παίρνει το απολυτήριό της με διάκριση «πάνυ καλώς» και διαγωγή «κοσμιωτάτη». Στα δεκάξι της χρόνια, φορώντας ακόμα τη σχολική της ποδιά, παίρνει μέρος στο διαγωνισμό της </span><span style="font-family: arial;">Νομαρχίας. <b>Διαπρέπει γράφοντας μια έκθεση με θέμα την εργασία την οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της, κλείνει με ένα στίχο του Ορατίου.</b> Έτσι, στις 11 Ιουλίου, πριν ακόμα προλάβει να χαρεί τις διακοπές της, διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας.</span></span></p></div></div></div><span style="font-family: arial;"><i>Στα 1918 πέσανε στα χέρια της δεκαεξάχρονης τότε ποιήτριας έντυπα πολύ κατατοπιστικά για τη ρωσική επανάσταση. Η Μαρία, έξαλλη από συγκίνηση, συντάσσει μια γεμάτη πάθος προπαγανδιστική προκήρυξη, την αντιγράφει σε καμιά εικοσαριά αντίγραφα, τα κλείνει σε φάκελα και τα παραδίνει στη μεγαλύτερη αδερφή με την παράκληση να τα μοιράσει στους συναδέλφους της. Εκείνη, ανίδεη, πιστεύοντας πως πρόκειται για τίποτα ποιηματάκια ή για κάποια φάρσα, εκτελεί την παραγγελία και δεν μπορεί καθόλου να εξηγήσει, ανίδεη καθώς ήταν, το σκανδαλισμένο ύφος των συναδέλφων της και τις παράξενες ματιές που της ρίχνουν καθώς διαβάζουν τις φλογερές προκηρύξεις. Ευτυχώς ο πατέρας είναι πολύ γνωστός κι αξιοσέβαστος, για να ’χει οποιαδήποτε συνέπεια το πράγμα, εχτός από τη φάρσα που σκαρώνει ο ίδιος την επομένη στη μεγάλη του κόρη.</i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><br />- Δεσποινίς, της λέει την ώρα του φαγητού, σας πληροφορώ ότι πρόκειται να συλληφθείτε δι’ απροκάλυπτον παρακίνησιν εις επανάστασιν.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Τα ’χασε η δεσποινίς!</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />- Εγώ, πατέρα;</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Η Μαρία όμως, με τα μάγουλα ολοκόκκινα και τα μάτια λαμπερά, πετιέται απάνω, έτοιμη να ζήσει τη μοίρα της ηρωίδας και φωνάζει περήφανα:</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />- Εγώ, μπαμπά, εγώ έγραψα τις προκηρύξεις.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Και το επεισόδιο, φυσικά, τελείωσε με γέλια για όλους, εχτός από τη Μαρία, που άλλαξε σχέδια για το μέλλον της, πράγμα που λύπησε βαθιά τους γονείς της. Αποφάσισε να μην πάει στη φιλολογία, αν κι ήταν κιόλας έτοιμη, αλλά να γραφτεί στα νομικά. Η καινούργια της απόφαση αναστατώνει τους δικούς της, που αντιδρούν μ’ όλες τους τις δυνάμεις. Αλλά η Μαρία θα κηρύξει απεργία πείνας που θα τραβήξει μια ολόκληρη βδομάδα. Άδικα θα την παρακαλεί η μητέρα της να βάλει κάτι στο στόμα της. Η μικρή θα μείνει ακλόνητη.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /><b>«Από τούτη τη στιγμή</b> -έλεγε- <b>αμύνομαι για όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου μού δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Έχω να παλέψω για τόσα πράγματα. Και δε θα το πετύχω, φυσικά, κάνοντας τη δασκαλίτσα σε κάποιο ορεινό χωριουδάκι»</b>. Και φυσικά οι γονείς υποχωρήσανε, όχι στα επιχειρήματά της αλλά στο πείσμα και το πάθος της.</i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiWlpA48y7kcaa6Q5hfyCBJFY4bD6ejX-ydx_V3HojtLr68y98H3-7bvkf_8ZLWTDkxDLFGMisLjnRR5x2Mpt8rDG-AWDe266hH4GJMDUzkOOvB_sKfPs0uWWADSxChaMIkMhu3ClRSwdY/s1090/166433764_172164234736043_4273225289014168717_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiWlpA48y7kcaa6Q5hfyCBJFY4bD6ejX-ydx_V3HojtLr68y98H3-7bvkf_8ZLWTDkxDLFGMisLjnRR5x2Mpt8rDG-AWDe266hH4GJMDUzkOOvB_sKfPs0uWWADSxChaMIkMhu3ClRSwdY/w440-h640/166433764_172164234736043_4273225289014168717_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η φοιτητική ταυτότητα της Μαρίας Πολυδούρη</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial; font-size: large;"><b>«Αν μάντεψε την ψυχή μου καλά την ονόμασε χήρα...»</b></span></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">Το 1920 </span></span><span style="color: #800180; font-family: arial;">πεθαίνει ξαφνικά ο πατέρας της Μαρίας από πνευμονία και έπειτα από σαράντα μέρες ακολουθεί η μητέρα της, ήδη καταβεβλημένη από αδενοπάθεια. Ο θάνατός τους την συγκλονίζει αλλά και την απελευθερώνει ταυτόχρονα. Ζητάει και πετυχαίνει μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας, όπου νομάρχης ήταν τότε ο λογοτέχνης και ποιητής Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας.Τ</span><span style="color: #800180; font-family: arial;">ην 1η Φεβρουάριου </span><span style="color: #800180; font-family: arial;">1921, </span><span style="color: #800180; font-family: arial;">εγκαθίσταται στα Εξάρχεια, σε ένα σπίτι της οδού Μεθώνης. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><br /></span></span></div><div><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">Αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική, ενώ παράλληλα εργάζεται στη Νομαρχία </span><span style="font-family: arial;">Αττικής ως «γραφεύς β' τάξεως». Στη διάρκεια του 1921 τη σκέψη της απασχολεί ένας φαντασιακός έρωτας για έναν παλιό της γνώριμο, τον Σπύρο Μαρκέτο, ο οποίος βρίσκεται στη Σμύρνη. Όταν όμως εκείνος φτάνει στην Αθήνα και διορίζεται διευθυντής στη Νομαρχία Αττικής, η Μαρία νιώθει τον ενθουσιασμό της να εξατμίζεται. </span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><br /></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;">Παράλληλα κάνει καινούργιες γνωριμίες και συνειδητοποιεί τη γοητεία που ασκεί στους άνδρες που την πλησιάζουν. Οι πρώτες εντυπώσεις από τη νέα φάση τής ζωής της αποτυπώνονται στις σελίδες του ημερολογίου της με οξυδέρκεια και χιούμορ ασυνήθιστα για ένα κορίτσι της ηλικίας της.</span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;"><br /></span></span></div><span style="font-family: arial;"><b>1 Φεβρουαρίου [1921]</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>Η σημερινή ημέρα! πόσες και πόσες σκέψεις ευχάριστες και πόσα χτυποκάρδια και πόσα δάκρυα μεσ’ απ’ το πρίσμα που την έβλεπα! Μου είχε καταντήσει χωρίς υπερβολή το μοναδικό όνειρο και σαν τέτοιο το φανταζόμουν απραγματοποίητο. Τώρα; Είναι το απλούστερο πράγμα! <b>Ευρίσκομαι εδώ, στην Αθήνα, την πόλι των ονείρων μου για να δω πραγματοποιούμενη κάθε σκέψη μου. Ο Θεός να με βοηθήσει. Είναι τόσο μεγάλος ο καημός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν!</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Πόσο αισθάνομαι τον εαυτόν μου έκπληκτον, μια νέα ζωή αρχίζει μέσα μου, ευρίσκομαι στο πρώτο βήμα του προγράμματός μου και μου φαίνεται πως αγγίζω το τελευταίο. Το στενό δωμάτιό μου, μου φαίνεται πολύ ευρύχωρο κι’ όμως η σκέψη μου έχει σταματήσει. Έχω για τόσα πράγματα σπουδαία να φροντίσω κι’ όμως δεν ανησυχώ. Είμαι ήσυχη σαν να ξεύρω ότι έτσι αυτομάτως θα λυθούν όλα αυτά.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Μια αφηρημάδα με κατέχει. Ο θόρυβος της κινήσεως μού δίδει την εντύπωση ότι έχω πάρει κινίνο. Ένα ένα βιβλίο παίρνω στα χέρια μου και το αφήνω χωρίς να το ανοίξω. <b>Προσπαθώ να μελετήσω τον εαυτόν μου. Δεν βρίσκω τίποτε μέσα μου ούτε το θάρρος μου αλλά ούτε και δειλία. Αρχίζω να κάνω πιο πυκνά το σταυρό μου.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>10 Φεβρουαρίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b><i>Δεν κατόρθωσα ακόμα ούτε σχετικώς να συνηθίσω την πόλι αυτή με τους μακριούς δρόμους. Η αδιαφορία μου των πρώτων ημερών έχει εξαφανισθεί απολύτως. <b>Μόνη όπως περιέρχομαι στους δρόμους με τη σκέτη καλογερική ποδιά μου, με το τριμμένο παλτό μου, το μεταποιημένο από μένα καπέλο μου νομίζω ότι όλοι μου ρίχνουν ειρωνικά βλέμματα και ότι όλη η ευθυμία των γύρω μου περιπατούντων είναι εις βάρος μου. </b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Αισθάνομαι τον εαυτό μου βαθιά ταπεινωμένον και μερικές στιγμές νοιώθω ότι έχω πολύ χαμηλωμένο το κεφάλι και το σώμα κυρτωμένο. Σε μια στιγμή καταβάλλω μια υπερήφανη προσπάθεια να πετάξω αυτό το ράσο του μισοκακόμοιρου, να πάρω ύφος εύχαρι, βάδισμα ζωηρό αλλά αυτό δεν γίνεται παρά για λίγα λεπτά.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Στην πρώτη ωραία, ζωηρή, εύθυμη γυναίκα που θ’ απαντήσω μπρος μου, στην πρώτη κομψή σιλουέττα νεαρού που κοιτάζει ψηλά σαν να θέλει ν’ αποφύγει να ρίξει και ένα βλέμμα επάνω μου, παίρνω την ίδια μου πόζα. <b>Θεέ μου! πόσο μέμφομαι τον εαυτόν μου μέσα μου γι’ αυτήν την αδυναμία. Τι να γίνει; Είμαι άνθρωπος!</b></i></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>15 Φεβρουάριου </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο· είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν κάμποσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! παρ’ ολίγον θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. <b>Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>20 Φεβρουάριου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Να ’μαι και στο Πανεπιστήμιο στην αίθουσα της Νομικής. [...] Την υποδοχή που μου έκαναν οι συμφοιτηταί μου θα τη θυμούμαι πάντα. Χειροκροτήματα συνεχή (είναι η συνήθειά των στην κάθε καινούργια εμφάνιση). <b>Κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου καλά την ονόμασε χήρα...</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><span style="font-family: arial;"><b>22 Φεβρουαρίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>Ό,τι μου δίνει μια ευχαρίστηση πραγματική είναι το Πανεπιστήμιο και μόνο αυτό! <b>Ξαναζώ τα μαθητικά μου χρόνια που τα πρόσφατα οικογενειακά μου δυστυχήματα, οι λύπες… μ’ έκαναν να τα θωρώ τόσο μακρισμένα. </b>Λίγες μορφές γελαστές από τους συμφοιτητάς μας μ’ έχουν κινήσει την συμπάθεια. <b>Σε ορισμένες στιγμές ενθουσιασμένη μαζί τους, δεν θα εύρισκα καθόλου παράξενο να τους φιλήσω με την διάθεση που θα φιλούσα τον αδελφούλη μου</b>...</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><b>1 Μαρτίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b><i>Του ήλιου οι ακτίνες καίνε πότε-πότε και μας προειδοποιούν ότι η Άνοιξη δεν αργεί. Το κρύο όμως εξακολουθεί. Κάτι νοιώθω να ξεσκεπάζεται μέσα μου, κάτι κοιμισμένο, όχι πεθαμένο. Διαβολεμένες εικόνες που υποδουλώνετε την ψυχή μου, μου είσθε τόσο μισητές όσο και αγαπητές. Μια αμφιβολία σαν χάος ανοίγεται μέσα μου, μια θλίψη βαθιά σαν πόντος, μια μελαγχολία ακατανίκητη. <b>Να γιατί μ’ αρέσει η άτακτη ζωή. Τις πρώτες ημέρες που δεν είχα τίποτε ακόμα τακτοποιημένο για τη νέα ζωή μου δεν την άκουγα την πληγή μου καθόλου, κατόρθωσα να την πιστέψω θεραπευμένη…Τι τρομερή απάτη! Τώρα που ησύχασαν όλα τ' άλλα, ξαναφαίνεται πάλι να την ίδια!…Θα ήθελα να φύγω και από δω… να φύγω… να φύγω…</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>2 Απριλίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>Κατόρθωσα να πάρω άδεια για να μελετήσω· μετά ένα μήνα θα δώσω εξετάσεις. <b>Πόσο ευχάριστα περνώ τις ώρες κοντά στα βιβλία μου. Τίποτε δεν θα μπορούσε σ’ αυτήν την εποχή να με παρηγορήσει όπως αυτά.</b> Κλείνουν μια δύναμη απεριόριστη μέσα τους που τη νοιώθω ακόμα πιο μεγάλη. <b>Ζητώ σιμά τους να ξεχάσω το παν κι αν όχι αυτό - είναι τόσο μεγάλο - να παρηγορηθώ, να γελάσω στη ζωή μου που ανθίζει μπρος μου. Θα την έχουν άραγε αυτή τη δύναμη; έως τώρα τίποτε δεν μου έκαναν…</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /><b>Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνηση! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακριά! Ω θεέ μου! Είναι τώρα που νοιώθω πιο σιμά μου τη δυστυχία, την ανησυχία, τον πόνο.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>4 Απριλίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b><i>Τίποτε… τίποτε… τίποτε… στο διάβολο και η φιλοσοφία και η υπομονή και η σταθερότης. Ένα μεγάλο, ατέλειωτο κενό με περιζώνει. <b>Θαρρώ πως βρίσκομαι μέσα σε μια ξερή στέρνα!</b> Ούτε το Ζάππειο, ούτε οι ωραίοι κήποι, ούτε το Φάληρο ούτε η Φρεαττύδα ούτε η Κηφισιά (αχ, η Κηφισιά!) μου δίνει ό,τι ζητώ, ό,τι μου λείπει! κάθε άλλο! Μια βουή σαν καμπάνα βουίζει στα αυτιά μου - Σου λείπει! - Πλήξις, πλήξις!</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>20 Απριλίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i>Η ωραιοπάθεια μου όσο πάει και μεγαλώνει… Τρομερόν! Εκοίταζα σήμερα έτσι ασυναίσθητα και ανεπιφύλακτα έναν σωστόν Άδωνι στην ομορφιά, τόσο που έχασε την υπομονή του και περνώντας σιμά μου μ’ ερώτησε… <b>- μ’ αγαπάς μελαχρινούλα μου;</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>30 Απριλίου</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b><i><b>Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε! </b>Ύστερα από τρεις ημέρες έχω εξετάσεις και το χτυποκάρδι παίζει το μέρος του!</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">[Το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη αρχίζει με την εγκατάστασή της στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1921 και τελειώνει στις 5 Ιουλίου του 1922.]</div></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjdP0ApOIQAaZt3VU1Bf10AbDPp_vjIu6LvFd6PoJBMKtrtacAcvmjAqrhZHgxMYrCp4nOH7sY1bkWcIzVCWyjY5EWUqYYYb1SzahEE-yR8vIoAZ42nU5xHlpt0zAay-clRyROEuG581Oo/s1113/assargiotaki_10-768x1113.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjdP0ApOIQAaZt3VU1Bf10AbDPp_vjIu6LvFd6PoJBMKtrtacAcvmjAqrhZHgxMYrCp4nOH7sY1bkWcIzVCWyjY5EWUqYYYb1SzahEE-yR8vIoAZ42nU5xHlpt0zAay-clRyROEuG581Oo/w442-h640/assargiotaki_10-768x1113.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, </div><div style="text-align: center;"> σινική μελάνη, ακουαρέλα και παστέλ σε χειροποίητο χαρτί </div><div style="text-align: center;"> © 2019 The Sotiris Felios Collection.</div></span><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: medium;"><b>Πηγές</b></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, Εισαγωγή - Eπιμέλεια Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, Φιλολογική Επιμέλεια - Επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981</span></li></ul><div><br /></div></span>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-22217398108734288952021-03-31T22:31:00.002+03:002022-03-31T13:08:31.930+03:00Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός κι ευαίσθητος, των στίχων και των τραγουδιών.<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjeJALuJMNBP1WQMZsfdKScwVf12o0SxCxda-9Hbt8pCY17evim7sX3AkVhnRlZ2Sdl8-f8284RNuLQjIiKbsw5FxwLvdgF_jJlSTd5AP8FPXT0cP8ifb-gDuNIbLCICWK9hSjK1q2OcDk/s933/13dcafa9d5b56affedad0e2b53832d17.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjeJALuJMNBP1WQMZsfdKScwVf12o0SxCxda-9Hbt8pCY17evim7sX3AkVhnRlZ2Sdl8-f8284RNuLQjIiKbsw5FxwLvdgF_jJlSTd5AP8FPXT0cP8ifb-gDuNIbLCICWK9hSjK1q2OcDk/w480-h640/13dcafa9d5b56affedad0e2b53832d17.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Spring Awakening», by Catrin Welz-Stein</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div><b>Ο Απρίλης — φημισμένος κηπουρός</b></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο Απρίλης</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>— φημισμένος κηπουρός —</b></span></div><div><span style="font-family: arial;">πήδηξε το πρωί στον χέρσο κήπο μου</span></div><div><span style="font-family: arial;">κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η άνοιξη,</span></div><div><span style="font-family: arial;">κρυμμένη πίσω απ’ το τριαντάφυλλο,</span></div><div><span style="font-family: arial;">βλέπει την έκπληξή μου και γελάει,</span></div><div><span style="font-family: arial;">ενώ με την απέραντη χαρά μου</span></div><div><span style="font-family: arial;">παρασημοφορεί τον μάγο κηπουρό.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Κική Δημουλά, 1η Απριλίου, Από τη συλλογή Ερήμην (1958)</span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjJJJDIMuK3W4QB-zn3uWzMXhDqKybpGjZLhA1LMqJYbnHPkRO7HjoZLzJ-biGrKeLe-y-scHw06UYpRt_oJWokZe_QOaRqsj7uviKC89MzFIaW7RFoT_F1b8MbYUrjD2mPYr_kZn2GZ6k/s1200/3+csok_istvan__a_tavasz_ebredese_128567_47765.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjJJJDIMuK3W4QB-zn3uWzMXhDqKybpGjZLhA1LMqJYbnHPkRO7HjoZLzJ-biGrKeLe-y-scHw06UYpRt_oJWokZe_QOaRqsj7uviKC89MzFIaW7RFoT_F1b8MbYUrjD2mPYr_kZn2GZ6k/w640-h356/3+csok_istvan__a_tavasz_ebredese_128567_47765.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">István Csók: Spring Awakening, 1900</div><div style="text-align: center;">__________</div></span></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ήλιοι - Απρίλιοι</b><b>...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Να είχαμε μιαν άνοιξη.</div><div style="text-align: center;">Μη γελάς.</div><div style="text-align: center;">Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.</div><div style="text-align: center;">Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια</div><div style="text-align: center;">πως είναι Απρίλης.</div><div style="text-align: center;">Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.</div><div style="text-align: center;">Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί</div><div style="text-align: center;">κάθε που αλλάζει ο καιρός,</div><div style="text-align: center;">κάθε που δεν αλλάζει.</div><div style="text-align: center;">Μη γελάς.</div><div style="text-align: center;"><b>Έαρ δε γίνεται</b></div><div style="text-align: center;"><b>με ρίμες</b></div><div style="text-align: center;"><b>ήλιοι - Απρίλιοι,</b></div><div style="text-align: center;"><b>ήλιοι - Απρίλιοι,</b></div><div style="text-align: center;">ομοιοκατάληκτες στιγμές,</div><div style="text-align: center;">χρόνος χρωμάτων,</div><div style="text-align: center;">στρέμματα φωτός,</div><div style="text-align: center;">χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Κική Δημουλά, Oι λυπημένες φράσεις</div><div style="text-align: right;">(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiHVoOxbbMBaz_2jlyEnmzN7UnCdTmdNAv6E_cX_Fw4P_yfnQqc-npQKSPc0EUC4TQrv66n7ocMsh3lcrXXGzuyzoVYIhiC8OgY2raL_tlbD93DKxmAv8ILWLi3VRLw6X8GdOqPnz_9CIA/s747/sparrows-on-bamboo-tree.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiHVoOxbbMBaz_2jlyEnmzN7UnCdTmdNAv6E_cX_Fw4P_yfnQqc-npQKSPc0EUC4TQrv66n7ocMsh3lcrXXGzuyzoVYIhiC8OgY2raL_tlbD93DKxmAv8ILWLi3VRLw6X8GdOqPnz_9CIA/w334-h640/sparrows-on-bamboo-tree.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ohara Koson, Sparrows on bamboo tree</div><div style="text-align: center;">__________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Προσέχετε τα σπουργιτάκια τ' Απρίλη</b></div></span><div style="text-align: center;"><div><br /></div><div><b>Προσέχετε τα σπουργιτάκια τ' Απρίλη.</b></div><div>Μη νομίζετε πως είναι σαν τ' άλλα</div><div>που παίζουν με τις ρόδες του αυτοκινήτου</div><div>και φεύγουν μισή στιγμούλα πριν τα πατήσουν.</div><div>Αυτά μένουν και σκοτώνονται.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κώστας Μόντης, από τη συλλογή «Στιγμές», 1958.</div><div><br /></div></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggFzQ1bzyj_rtW6_RAgxAF2_e37t6Wu1spGjK5fbmGfcfddWDSHgNUeE_WXoCgqWvzow58-SqxRbMEhkJ2XPXAOhOc5wDN5_J9sucUiFBBhgCF1qYw-UNAKdOEyjA4_blXeGWlIy3BI_U/w502-h640/amaryllis.jpg" /></div><div style="text-align: center;">William Holman Hunt, Amaryllis</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Θυμάμαι ήταν Απρίλης...</b></div></span></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: center;"><b>…Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το αν-</b></div><div style="text-align: center;"><b> θρώπινο βάρος σου</b></div><div style="text-align: center;"><b>Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία</b></div><div style="text-align: center;">Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη</div><div style="text-align: center;">Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες —Μα θυμάμαι πόνεσες</div><div style="text-align: center;">Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια</div><div style="text-align: center;">Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παν-</div><div style="text-align: center;"> τοτινά του ο χρόνος</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σ’ άφησα τότες</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια</div><div style="text-align: center;">Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω</div><div style="text-align: center;">Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό</div><div style="text-align: center;">Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει</div><div style="text-align: center;">Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας</div><div style="text-align: center;">Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Ηλικία της γλαυκής θύμησης (απόσπασμα), </div><div style="text-align: right;">Προσανατολισμοί, εκδόσεις Ίκαρος</div><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmwluFwLrGORQWm9B0sHqN-lpF0MPVPypdN-cgjSP8CTfUT6sGV1WvAE3VP4DC5WtY60dhz7kQMT6GkmcRsCJ4D-gh0Pj6gkZd-K1mcvi5Ozu9torVvEMXE8bJ-JB6Dr23LxTR3PHfRWQ/w434-h640/l.April.jpg" /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Michael Cheval, April</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: center;">ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος</div><div style="text-align: center;">το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου</div><div style="text-align: center;"><b>ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο</b></div><div style="text-align: center;">της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει.</div></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Οδυσσέας Ελύτης, Το Δοξαστικόν, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος</div><br /></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT4OkRAjIu9_bnAs2FJgWWXvRxkH8DxD48t4vr_JiptdfjqFy9r8F4Fm0jf3e-jA3nihjNNs_kaOW57NZrQVZu4D1Qe98qPAnSPdWKd-FGYBr95nHSIbK9vYGy06D4OM629tkaDrQaQho/w456-h640/il_1140xN.776615612_tu3f.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Art by Claudia Tremblay</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Απρίλης της νιότης την πνοή φυσούσε... </b></span></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δεν ήμουν πλάι σου την άνοιξη αυτή</div><div style="text-align: center;"><b>καθώς ο Απρίλης, πολύχρωμος και λαμπερός</b></div><div style="text-align: center;"><b>της νιότης την πνοή φυσούσε μες στο κάθε τι -</b></div><div style="text-align: center;">ως και ο Κρόνος γελούσε κι έπαιζε, ο σκοτεινός.[...] </div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: right;">Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Σονέτο 98, </div><div style="text-align: right;">μτφρ. Μιλτιάδη Σαριγιαννίδη-Θαλασσινού</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhr5mZgIf5H3vAS1Qiqb6LqciPVEUbOzqxr2QQaj5amFJYMa15XAgdBjblMXNGp71tAhJ0_hfEo153xDo0eY5Uuayu7EaMzrU8Y23DTmUVOdCp7J8Mu7IlLYQ4s63FWvELNDEn-I9Nctvc/s1600/aprile-francesco-del-cossa-13.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhr5mZgIf5H3vAS1Qiqb6LqciPVEUbOzqxr2QQaj5amFJYMa15XAgdBjblMXNGp71tAhJ0_hfEo153xDo0eY5Uuayu7EaMzrU8Y23DTmUVOdCp7J8Mu7IlLYQ4s63FWvELNDEn-I9Nctvc/w520-h640/aprile-francesco-del-cossa-13.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Francesco del Cossa, April. Fresco in Palazzo Schifanoia (detail), 1470</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Με τα χέρια λεύτερα, τον Απρίλη να μπατσίσω</b></div></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Μες στο δάσος, μες στη νύχτα</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Μια τρυπίτσα είναι τ’ αστέρι,</div><div style="text-align: center;">Τρέχει από κει μέσα, τρέχει,</div><div style="text-align: center;">Τρέχει ρυάκι το φλουρί,</div><div style="text-align: center;">Ρυάκι το μαργαριτάρι,</div><div style="text-align: center;">Γέμισα τις τσέπες μου,</div><div style="text-align: center;">Γέμισα τα χέρια μου-</div><div style="text-align: center;">Δεν μπορώ να περπατήσω.</div><div style="text-align: center;">Πάρτε τα μου ή πάρτε με.</div><b><div style="text-align: center;"><b>Με τα χέρια λεύτερα,</b></div><div style="text-align: center;"><b>Τον Απρίλη να μπατσίσω.</b></div></b><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Ποίημα XVIII, </div><div style="text-align: right;">από τη συλλογή «Τραγούδια τ’ Ουρανού και του Νερού»</div></span></div></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjI9MyRXkq03PROrJ3VrOXG38zRSDnIoS1kshNvRAqFFZAGB5pJW5pOP25dmGAjTlPbfpWJ4rquVeKR_6eGNXJVLJZARCbdXjTpELK5HRWtN8KW2UwzIJMMEWsIjjqao0LosOuUYPtVvHk/w540-h640/francesco-del-cossa-allegory-of-april-triumph-of-venus-detail-wga05405.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Francesco del Cossa, April. Fresco in Palazzo Schifanoia (detail) - Triumph of Venus, 1470</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>...τέσσερις Απρίληδες</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>… Ένα καροτσάκι</b></div><div style="text-align: center;"><b>τέσσερις Απρίληδες το σέρνουν</b></div><div style="text-align: center;"><b>στο στρατί – στρατί του γαλαξία,</b></div><div style="text-align: center;"><b>τέσσερις Απρίληδες με σέρνουν</b></div><div style="text-align: center;"><b>μες στον ουρανό.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μια κουνουπιέρα</div><div style="text-align: center;">τούλινο καραβάκι</div><div style="text-align: center;">οι ανάσες των πουλιών, των αστεριών</div><div style="text-align: center;">παίρνουν το καραβάκι</div><div style="text-align: center;">καταμεσίς στον ωκεανό</div><div style="text-align: center;">-πού πάμε, κοριτσάκι;</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μεγάλος που ‘ναι ο κόσμος,</div><div style="text-align: center;">μεγάλος, τι μεγάλος-</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Τέσσερις τοίχοι</div><div style="text-align: center;">ένα παιδάκι</div><div style="text-align: center;">μια μητέρα</div><div style="text-align: center;">οι στίχοι</div><div style="text-align: center;">ένα καροτσάκι-</div><div style="text-align: center;">μην τρέχεις,</div><div style="text-align: center;">πώς να σε φτάσω;</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δεν έχει τοίχους η χαρά</div><div style="text-align: center;">δεν έχει χώρισμα η αγάπη…</div></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό άστρο, εκδόσεις Κέδρος</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8383tMKgREPdMAFGvh2yAn1JHbtWiX17g6PeaOPTwI6ZYI8kUlJrhKUDUBS6XyCWTgifWi0HhMXcjnHTuFAl9FwjVCwZPjFMOEgnd3UVr0X08Kzyd48bFvzt-HYNmsQe5tyuUYGH0pB4/s750/xlarge-55-39-burchfield-imageprimacy-800.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8383tMKgREPdMAFGvh2yAn1JHbtWiX17g6PeaOPTwI6ZYI8kUlJrhKUDUBS6XyCWTgifWi0HhMXcjnHTuFAl9FwjVCwZPjFMOEgnd3UVr0X08Kzyd48bFvzt-HYNmsQe5tyuUYGH0pB4/w640-h474/xlarge-55-39-burchfield-imageprimacy-800.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Charles E. Burchfield, An April Mood, 1946 - 1955</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Απρίλης με το Θάνατο χορεύουν και γελούνε...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Μέρα χρυσή, κατάχρυση, μα πώς ναν τη χαρείς;</div><div style="text-align: center;">Κι ο μπάτης ο ανοιξιάτικος στα στήθια σου βαρύς.</div><div style="text-align: center;"><b>Απρίλης με το Θάνατο χορεύουν και γελούνε</b></div><div style="text-align: center;"><b>κι όσα λουλούδια και καρποί, ξέν’ άρματα σε κλειούνε.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Ετούτ’ οι σκότεινοι άνθρωποι σκοτώνουν την ημέρα,</div><div style="text-align: center;">τ’ ασήκωτο κεφάλι τους βαραίνει τον αέρα.</div><div style="text-align: center;">Ψεύτικα ζουν σε ψεύτικη πατρίδα. Που ’ναι σκλάβοι,</div><div style="text-align: center;">αλυσωμένοι από παντού, δεν το ’χουν καταλάβει,</div><div style="text-align: center;">μάιδε, πως είναι πεθαμένοι από την πρώτην ώρα,</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">που νεκρογεννηθήκανε στην πεθαμένη χώρα.</div><div style="text-align: center;">Κι όμως, πολύν καιρό δεν έχει, ετούτ’ οι πεθαμένοι</div><div style="text-align: center;">κάνανε θάμ’ αθάνατο στην πάσαν οικουμένη.</div><div style="text-align: center;">Πάλι από δαύτους, σύντομα, μόλις η Μάνα κράξει,</div><div style="text-align: center;">θα βγει ζωή κι ανάσταση για τη Μεγάλη Πράξη.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κώστας Βάρναλης, Ψυχοδύναμη, Ελεύθερος Κόσμος, Μέρος Δεύτερο, </div><div style="text-align: right;">ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ 1904-1975, εκδόσεις Κέδρος, 2014</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfRvjDyv_1uASr7T3Q__Gh4HiosvTvMA0j2gyN7ybcDrIzTA6cU0dn0xlwd3C5xmZ3TMuRaRNfOSv0juSwMW9-X1MgfKts3yDB8WEoN3jWFwbB2P3DFI226FXhK24DHM5--fojYhGjWzCypHMkKNpb-Q8TpBAqJ4KinPnAEBS3CX74OGIv-FBpNBLq/s594/410.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfRvjDyv_1uASr7T3Q__Gh4HiosvTvMA0j2gyN7ybcDrIzTA6cU0dn0xlwd3C5xmZ3TMuRaRNfOSv0juSwMW9-X1MgfKts3yDB8WEoN3jWFwbB2P3DFI226FXhK24DHM5--fojYhGjWzCypHMkKNpb-Q8TpBAqJ4KinPnAEBS3CX74OGIv-FBpNBLq/w484-h640/410.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">S. G. Anderson, Το κορίτσι με τις πασχαλιές. 1893. </div><div style="text-align: center;">Ιδιωτική Συλλογή</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Κι ας ήρθε ο Απρίλης ...</b></span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Κι ας ήρθε ο Απρίλης με τα βάγια και τις πασχαλιές·</b></div><div style="text-align: center;">πια δεν ακούω τίποτε, θαρρείς και χιόνισε όλη νύχτα.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">5. 4. 1946</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιώργος Σεφέρης, Απρίλης, Από τις «Μέρες του 1945 – 1951», </div><div style="text-align: right;">ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄, Ίκαρος</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNk5P8-MXTLu9uaqEdTTA4cewbZDLXff_QZbrpjWzVA51EapL85Q37Opd8J-PF3EUgkA_JoQ9_SbCoLp0hMsvmcD-pA-Wga7lku76kIyD67MVmxsjfEZ2INK72sMw7jyQSjtIWOeHLges/w316-h640/lilac-irises-1917.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Claude Monet, Lilac Irises, 1914 - 1917</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div></div><div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><div style="text-align: center;"><b>Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός...</b></div></b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b>Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, </b>σμίγοντας</div><div style="text-align: center;">Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας</div><div style="text-align: center;">Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.</div><div style="text-align: center;">Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας</div><div style="text-align: center;">Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας</div><div style="text-align: center;">Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς...</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">Τ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα (1922), Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (1936), </div><div style="text-align: right;">Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.</div></span><br /><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhRT_cvHC2YYdyQiBPqHK6pbQ9ADXunD3iJHjQmHxk-tw0NFCe-IpHdht_9uKNIVAtDN21CDOU3X9G-VLMCbir36hDAqEsHq6vqIDeH_KvbQeBFqj1dO1Q5wZUv48NFju-_eoSYUVQDHoU/w416-h640/cebacf8ccebdcf84cebfceb3cebbcebfcf85-cf86cf8ecf84ceb7cf82-ceb1ceb8ceb1cebdceaccf83ceb9cebfcf82-ceb4ceb9ceaccebacebfcf82.jpg" /></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Φώτης Κόντογλου, «Αθανάσιος Διάκος, ο αητός της Ρούμελης»</div><div style="text-align: center;">_________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div style="text-align: center;"><b>Μέρα τ’ Απρίλη...Πώς να πεθάνω;</b></div></span></span><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b>Μέρα τ’ Απρίλη</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b>γεμάτη θάμπος</b></div><div style="text-align: center;">γελούσε ο κάμπος</div><div style="text-align: center;">με το τριφύλλι.</div><div style="text-align: center;">Ως την εφίλει</div><div style="text-align: center;">το πρωινό θάμπος,</div><div style="text-align: center;">η φύση σάμπως</div><div style="text-align: center;">γλυκά να ομίλει.</div><div style="text-align: center;">Εκελαδούσαν</div><div style="text-align: center;">πουλιά πετώντας</div><div style="text-align: center;">όλο πιο πάνω.</div><div style="text-align: center;">Τ’ άνθη ευωδούσαν.</div><div style="text-align: center;">Κι είπε απορώντας:</div><div style="text-align: center;"><b>«Πώς να πεθάνω;»</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: right;">Κώστας Καρυωτάκης, Διάκος, Ελεγεία και Σάτιρες</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_a6lDOO3f7k3mUstuAJatpWfTB3WQy9KZyslbzVRUZ_D8v22kMRh5Cx-Kq3CRAcuxlzrWZnSkY_7-rccczVXHaLEOFfPMX-3-n6Jblvbbq92uqQYZ0DK3zir4sZyZvPuh5BfRpSLBs5Q/s1000/a-young-woman-in-a-rose-garden-1886.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_a6lDOO3f7k3mUstuAJatpWfTB3WQy9KZyslbzVRUZ_D8v22kMRh5Cx-Kq3CRAcuxlzrWZnSkY_7-rccczVXHaLEOFfPMX-3-n6Jblvbbq92uqQYZ0DK3zir4sZyZvPuh5BfRpSLBs5Q/w406-h640/a-young-woman-in-a-rose-garden-1886.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Auguste Toulmouche, A Young Woman in a Rose Garden, 1886</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Tο πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><i>Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,</i></div><div style="text-align: center;"><i>ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,</i></div><div style="text-align: center;"><i>ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·</div><div style="text-align: center;">απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.</div><div style="text-align: center;">Δε βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη</div><div style="text-align: center;">στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·</div><div style="text-align: center;"><b>κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,</b></div><div style="text-align: center;"><b>στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει</b></div><div style="text-align: center;"><b>το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη.</b></div><div style="text-align: center;">Ξεφεύγουνε απ’ το σύννεφον αχτίδες</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει</div><div style="text-align: center;">μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες</div><div style="text-align: center;">που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια</div><div style="text-align: center;">και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει</div><div style="text-align: center;">καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κώστας Καρυωτάκης, Χαμόγελο, </div><div style="text-align: right;">Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων,1919</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiG2Id5Mm5Mq1jZxer2qdBlC51g9T9RFkYtcU_7HgMP4WwFY2HianX1IHoThdspSMpq0gC9SHUzsUH9i1Z7rXwOFV1-EOJyhHIdW9a-UDiZ1xmvIa9dbvVHpaH-c5yRkG5RSQavO29YJ-4/s800/tate-tate-t01719-10.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiG2Id5Mm5Mq1jZxer2qdBlC51g9T9RFkYtcU_7HgMP4WwFY2HianX1IHoThdspSMpq0gC9SHUzsUH9i1Z7rXwOFV1-EOJyhHIdW9a-UDiZ1xmvIa9dbvVHpaH-c5yRkG5RSQavO29YJ-4/w640-h420/tate-tate-t01719-10.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Simeon Solomon, The Moon and Sleep, 1894, Tate Britain, London, UK</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη...</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος</b></div><div style="text-align: center;"><b>σμίξαν.</b> Το μεσονύχτι μεθυσμένοι</div><div style="text-align: center;">πέρασαν μ’ ευθυμία.</div><div style="text-align: center;">Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη</div><div style="text-align: center;">ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.[...]</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη, Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας, </div><div style="text-align: right;">Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEheSvHlMfJkCdlRNjk4eiShe9I2z7xlOLSu-4BXyTGEzd3Rp3Zjz07ZYGuMRwtM0IaYQCgEZMip87bl7dB_EMhp_QgTUo-Igov8LMUYDVw6rLIXMYh_qwbLsoxu_Zrsfg4GdTSrqvq_h9M/s1719/assargiotaki_11.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEheSvHlMfJkCdlRNjk4eiShe9I2z7xlOLSu-4BXyTGEzd3Rp3Zjz07ZYGuMRwtM0IaYQCgEZMip87bl7dB_EMhp_QgTUo-Igov8LMUYDVw6rLIXMYh_qwbLsoxu_Zrsfg4GdTSrqvq_h9M/w446-h640/assargiotaki_11.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, λάδι και παστέλ σε χαρτί, </div><div style="text-align: center;">© 2019 The Sotiris Felios Collection.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη...</span></b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Μ' απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.</b></div><div style="text-align: center;"><b>Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.</b></div><div style="text-align: center;">Η δίψα της αγάπης που ζητεί</div><div style="text-align: center;">σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><div style="text-align: center;">Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή</div><div style="text-align: center;">τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει</div><div style="text-align: center;">μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,</div><div style="text-align: center;">όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.[...]</div></div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη, Η αγάπη του Ποιητή, 1923, εκδόσεις Εστία</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwrj-bWTkpv5EGl0b2ZtJvgt5D70XKNPAzt8taQ09zv_zg4mA6q1r387o7S6rCyeru1gvf1fwU4jKPA3E8pKJ8X6LP6uxU-iMFOMcJhGJH_R95qYjxunHlGGyeLPrCXVcJFlglgKMjOYs/s1176/red-thorns.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwrj-bWTkpv5EGl0b2ZtJvgt5D70XKNPAzt8taQ09zv_zg4mA6q1r387o7S6rCyeru1gvf1fwU4jKPA3E8pKJ8X6LP6uxU-iMFOMcJhGJH_R95qYjxunHlGGyeLPrCXVcJFlglgKMjOYs/w466-h640/red-thorns.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Odilon Redon, Red Thorns</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Του Απρίλη δακρυπότιστη τριανταφυλλιά...</b></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: center;"><div><b>Του Απρίλη οι δροσοπότιστες τριανταφυλλιές φουντώνουν. </b></div><div>Αγκάθινα που απλώνουν τα κλαριά, </div><div>τα τρυφερά τριαντάφυλλα πριν ανοιχτούν ματώνουν </div><div>και κρέμονται λιπόψυχα, βαριά.</div><div><br /></div><div><b>Του Απρίλη δακρυπότιστη τριανταφυλλιά θεριεύει </b></div><div><b>στο στήθος μου η αγάπη αγκαθωτή.</b></div><div>Ρόδο η καρδιά μου αμύριστο πληγώνεται όπως νεύει </div><div>και να! στο φως λιπόψυχη, ανοιχτή.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Μαρία Πολυδούρη, Απριλιάτικο, </div><div style="text-align: right;">Αθήνα -Παρίσι (1922 - 1927), εκδόσεις Εστία</div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinSqOwPYoFEF4TFlVHd8ix7vlEEQ298NOLRY79JwzjYAojAfl_rGkYbuj-KE1Zn2x3pu1PY2CkvNAjYjeDa3pVp8gqXb5EhuJqq3jaxfnHKSoGNOwaTQqvDSCQ0IWb6ZJMInPu1oGUggo/s1129/summer-offering-young-girl-with-roses-1911.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinSqOwPYoFEF4TFlVHd8ix7vlEEQ298NOLRY79JwzjYAojAfl_rGkYbuj-KE1Zn2x3pu1PY2CkvNAjYjeDa3pVp8gqXb5EhuJqq3jaxfnHKSoGNOwaTQqvDSCQ0IWb6ZJMInPu1oGUggo/w322-h640/summer-offering-young-girl-with-roses-1911.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Sir Lawrence Alma-Tadema, Summer Offering(Young Girl with Roses), 1911</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Τ’ είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα;</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Δε μπορώ να μη σε βλέπω το χειμώνα,</div><div style="text-align: center;">δε μπορώ να μη σε βρω το καλοκαίρι,</div><div style="text-align: center;"><b>τ’ είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα,</b></div><div style="text-align: center;"><b>σα δεν έρθεις με τριαντάφυλλα στο χέρι;</b> [...]</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κωστής Παλαμάς, Στιγμές και Ρίμες, Δειλοί και Σκληροί Στίχοι</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhHgzHx6OcIwFpQo-5NkYGztWyM52UxrxU8plTnKelQrokKYQOsySoNL-7uvKw2aL3w_LugMBANBQ9c20NQQsnEmfoFnliSTXiKh4MufOjeg6BOaGYZCC9g9b-jWd9-_qxo5R7nAao4GQE/s1441/aurora-and-cephalus.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhHgzHx6OcIwFpQo-5NkYGztWyM52UxrxU8plTnKelQrokKYQOsySoNL-7uvKw2aL3w_LugMBANBQ9c20NQQsnEmfoFnliSTXiKh4MufOjeg6BOaGYZCC9g9b-jWd9-_qxo5R7nAao4GQE/w470-h640/aurora-and-cephalus.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Pierre-Narcisse Guerin, Aurora and Cephalus, 1810</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ο Απρίλις κι η Αυγή</b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ταίρι νιόνυφο προβαίνει</b></div><div style="text-align: center;"><b>Ο Απρίλις κι η Αυγή,</b></div><div style="text-align: center;">Να του στρώση το προσμένει</div><div style="text-align: center;">Νυμφικό κρεββάτ’ η Γη.[...]</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">1881</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κωστής Παλαμάς, Ο Απρίλις κι η Αυγή, Τραγούδια της Καρδιάς και της Ζωής, </div><div style="text-align: right;">Άπαντα, τόμος πρώτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, </div><div style="text-align: right;">Πάτρα, Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcdvcfZw4AuR-yj_IOp7uHSjq2qxG58bAX1KxdTkrCwUkH85CUj1Qbr0AH4IEc0f8Uvs4_NMuirGRQXHXCCCcPzxycJWQ94FEaxbVmRIhqcYJZmbXrN0idW7yd6Ol8umnkUj5S4-iUiqs/s2048/March_and_April_LACMA_61.41.4.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcdvcfZw4AuR-yj_IOp7uHSjq2qxG58bAX1KxdTkrCwUkH85CUj1Qbr0AH4IEc0f8Uvs4_NMuirGRQXHXCCCcPzxycJWQ94FEaxbVmRIhqcYJZmbXrN0idW7yd6Ol8umnkUj5S4-iUiqs/w640-h470/March_and_April_LACMA_61.41.4.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Hans Sebald Beham, March and April, between 1546 and 1547, </div><div style="text-align: center;">Los Angeles County Museum of Art</div><div style="text-align: center;">____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Ο Απρίλις θησαυρούς αφίνει!</b></span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><div><br /></div><div><b>Ο Απρίλις ξανθός, αρχοντιά φημισμένη,</b></div><div><b>Ζαχαρένια θωριά, ο Απρίλις πεθαίνει·</b></div><div>Και ο Μάις απάνου του γέρνει,</div><div>Χαροκόπος λεβέντης, μα δίχως μυαλά,</div><div><b>και του φρόνιμου Απρίλι τα μάτια σφαλά,</b></div><div><b>Και τα πλούτη του παίρνει.</b></div><div><br /></div><div><b>Ο Απρίλις σωρούς θησαυρούς και καλούδια,</b></div><div><b>Τι πουλιά, τι νερά, τι δροσιές, τι λουλούδια</b></div><div><b>Στα παλάτια τα πράσιν’ αφίνει!</b></div><div>Κι απ’ την ίδια στιγμή και απ’ την πρώτη βραδειά</div><div>Να ο Μάις· αλύπητα δίχως καρδιά</div><div>Τα 'ξοδεύει, τα χύνει. [...]</div><div><br /></div><div>Μάιος 1883</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">Κωστής Παλαμάς, Μάιος, Μήνες, Τα Τραγούδια της Πατρίδος μου,</div><div style="text-align: right;"> Άπαντα, τόμος πρώτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, </div><div style="text-align: right;">Πάτρα, Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς.</div></div></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="432" src="https://www.youtube.com/embed/enqbQJTE0k0" width="520" youtube-src-id="enqbQJTE0k0"></iframe></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ένας ευαίσθητος Απρίλης </b></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης</div><div style="text-align: center;">Μουσική: Παντελής Θαλασσινός</div><div style="text-align: center;">Δίσκος: Καλαντάρι (2006)</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ένας ευαίσθητος Απρίλης, ένας αθέατος καιρός</b></div><div style="text-align: center;"><b>γελάει το φρουρό της πύλης και βγαίνει ήλιος λαμπερός.</b></div><div style="text-align: center;">Πετά τα ρούχα του στρατιώτη, φορά πουκάμισο λευκό</div><div style="text-align: center;">και στην αγάπη του την πρώτη στέλνει ένα όνειρο γλυκό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Φέρνει μια ζάλη στους ανέμους, ανατριχίλα στο νερό</div><div style="text-align: center;">με την καρδιά στήνει πολέμους και με τον Έρωτα χορό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Ένας ευαίσθητος Απρίλης, ένας αθέατος καιρός</b></div><div style="text-align: center;"><b>γελάει το φρουρό της πύλης και βγαίνει ήλιος λαμπερός.</b></div><div style="text-align: center;">Από τους κήπους κόβει βάγια κι απ' την αυλή του πασχαλιές</div><div style="text-align: center;">για να στολίσει τα ναυάγια που μείναν δίχως αγκαλιές.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;">Φέρνει μια ζάλη στους ανέμους, ανατριχίλα στο νερό</div><div style="text-align: center;">με την καρδιά στήνει πολέμους και με τον Έρωτα χορό.</div><div style="text-align: center;"><br /></div><br /></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="429" src="https://www.youtube.com/embed/3cq_VgNv7gw" width="516" youtube-src-id="3cq_VgNv7gw"></iframe></div><br /><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Απρίλιος </b></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Στίχοι και Μουσική: Ορφέας Περίδης</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ψαράδες την πρωταπριλιά μεγάλο ψέμα είπαν</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">σκαρφάλωσαν στις φασολιές και στα ουράνια βγήκαν</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ήπιαν το γάλα των θεών, όλο το γαλαξία</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">αιώρες στο άλσος το ιερό με τα κορίτσια είδαν</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">τους πόθους και τα πάθη, το ερωτευμένο ελάφι</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Το Σάββατο τους ξύπνησαν οι γκάιντες και τα ντέφια</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ο Λάζαρος ο αγέλαστος βάγια σκορπάει στα δίχτυα</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">το μοιρολόι της Παναγιάς, των γυναικών λουλούδια</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">αυτά αναστήσαν τον Χριστό, χαρές δες και λουλούδια</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κι ο Άδης επικράνθη, τ' άδυτα μύχια βάθη</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Φωτιές τα χριστολούλουδα, η πλάση που ανασαίνει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">χείλη με χείλη το γλυκό φιλι που ανασταίνει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ο 'Αι Γιώργης στην πηγή πολέμησε τον δράκο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">και τα νερά λευτέρωσε και πότισε τον κάμπο</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">ολόκληρη οικουμένη φιλί που ανασταίνει</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ψυχές ξυπνήσαν σώματα κι ήπιαν όλο το πάθος</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">πόσο κρατάει ο έρωτας όσο ανοιχτό ένα άνθος!</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Άχρονο φως αόρατο, κατέβα να μας ντύσεις</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κι όλου του κόσμου τις καρδιές να τις παρηγορήσεις</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">κόκκινες να τις βάψεις κι αόρατο να λάμψεις</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="333" src="https://www.youtube.com/embed/JQ0jbpwvQ-A" width="534" youtube-src-id="JQ0jbpwvQ-A"></iframe></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πότε θα μπούμε στον Απρίλη</b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Πυθαγόρας</div><div>Μουσική: Γιώργος Γιαννουλάτος</div><div>Πετρή Σαλπέα</div><div>Τα λιοτρόπια (1974)</div><div><br /></div><div>Έπιασε το ξεροβόρι</div><div>Και δεν λες να μού’ρθεις πια</div><div>Με φωτιά και πανωφόρι</div><div>Δεν ζεσταίνεται η καρδιά</div><div><br /></div><div><b>Πότε θα μπούμε στον Απρίλη</b></div><div><b>Το «σ’αγαπώ» να θυμηθείς;</b></div><div>Πότε θα σμίξουμε τα χείλη</div><div>Πότε καρδούλα μου θα’ρθείς;</div><div><br /></div><div>Έχω στην καρδιά χειμώνα</div><div>Και στα χείλη παγωνιά</div><div>Πως σε πίκρανα λησμόνα</div><div>Φάρμακο είναι η λησμονιά</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="448" src="https://www.youtube.com/embed/YN8hPpLeQuw" width="539" youtube-src-id="YN8hPpLeQuw"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Έστησ' ο Έρωτας χορό</b></span></div><div><br /></div><div>(Ποίηση: Δ.Σολωμού, Σύνθεση: Γ.Μαρκόπουλου) </div><div><br /></div><div><b>Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,</b></div><div><b>Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,</b></div><div><br /></div><div>Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους</div><div>Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.</div><div>Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,</div><div>Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,</div><div>Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,</div><div>Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,</div><div>Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.</div><div>Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.</div><div><br /></div><div>Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,</div><div>Ακίνητ' όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ' ως τον πάτο,</div><div>Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,</div><div>Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.</div><div><br /></div><div>Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;</div><div>Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!</div><div><br /></div><div>Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,</div><div>Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,</div><div>Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,</div><div>Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,</div><div><br /></div><div>Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.</div><div><br /></div><div style="text-align: right;">(ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ </div><div style="text-align: right;">ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ)</div></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="416" src="https://www.youtube.com/embed/xhW0YohUoHg" width="500" youtube-src-id="xhW0YohUoHg"></iframe></div><br /></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Απρίλη μου </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι και μουσική: Μίκης Θεοδωράκης</div><div>Γρηγόρης Μπιθικώτσης</div><div>Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)</div><div><br /></div><div><b>Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ</b></div><div>και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ </div><div>Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις</div><div>μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές</div><div><br /></div><div>Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά</div><div>Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ</div><div>Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ</div><div>Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το `χω μυστικό</div><div><br /></div><div>Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό</div><div>του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο</div><div>Στο γαϊτανο , στο γαϊτανοφρυδό σου</div><div>κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο</div><div><br /></div><div>Γιομίζ’ η γειτονιά...</div><div><br /></div><div>Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό</div><div>και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα `ρθω</div><div>στη μάνα σου, στη μάνα σου θα `ρθω</div><div>να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="411" src="https://www.youtube.com/embed/ph0YVv7NpbE" width="495" youtube-src-id="ph0YVv7NpbE"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Κοιμήσου παλικάρι </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Νίκος Γκάτσος</div><div>Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης</div><div>Βίκυ Μοσχολιού</div><div>Δίσκος: Θαλασσινά φεγγάρια (1974) </div><div><br /></div><div><br /></div><div>Αγάπη δίχως άκρη κι η θάλασσα πλατιά</div><div>Και της καρδιάς το δάκρυ, </div><div>Πικρή σταλαγματιά</div><div><br /></div><div>Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ’ αρμυρό</div><div>Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, </div><div>κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ</div><div><br /></div><div><b>Αστροφεγγιά του Μάρτη, τ’ Απρίλη ξαστεριά</b></div><div><b>Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, </b></div><div><b>Να ξαναδείς στεριά</b></div><div><br /></div><div>Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ’ αρμυρό</div><div>Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, </div><div>Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="415" src="https://www.youtube.com/embed/r0AdJIePNws" width="499" youtube-src-id="r0AdJIePNws"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Του σκοτωμένου αγοριού</b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος</div><div>Μουσική: Μίμης Πλέσσας</div><div>Δίσκος: Μίλα μου για τη λευτεριά (1971)</div><div>Ρένα Κουμιώτη</div><div><br /></div><div>Του σκοτωμένου αγοριού το αίμα</div><div>κοντά στο ρέμα, κοντά στο ρέμα</div><div>όταν περνάς μην το πατήσεις</div><div>σκύψε να προσκυνήσεις</div><div><br /></div><div><b>Δίπλα στα φρύγανα κοιμόταν σαν Απρίλης </b></div><div><b>στάχυα στα χείλια του και στα μαλλιά</b></div><div><b>κι ακούστηκε η πιστολιά</b></div><div><b>και χάθηκε ο Απρίλης</b></div><div><br /></div><div>Του σκοτωμένου αγοριού τους βώλους</div><div>κατάρα σ’ όλους, κατάρα σ’ όλους</div><div>βάλ’ τους ξανά στην κασετίνα</div><div>κι απέ ξαναπροσκύνα</div><div><br /></div><div>Δίπλα στα φρύγανα κοιμόταν σαν τον Μάη</div><div>στάχυα στα χείλια του και στα μαλλιά</div><div>κι ακούστηκε η πιστολιά</div><div>και το αγόρι πάει</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="422" src="https://www.youtube.com/embed/9NZvQ4T6waQ" width="508" youtube-src-id="9NZvQ4T6waQ"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το κορίτσι μου στ΄ άστρα </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Ανδρέας Αγγελάκης</div><div>Μουσική: Δήμος Μούτσης</div><div>Γιάννης Πουλόπουλος (1967)</div><div><br /></div><div><br /></div><div><b>Κρίνα τ’ Απρίλη ανθούν στην γλάστρα</b></div><div><b>να το κορίτσι μου, αστέρι στ’ άστρα</b></div><div><br /></div><div>Θάλασσα ατέλειωτοι γαλάζιοι κάμποι</div><div>στ’ άσπρα παράθυρα ο ήλιος λάμπει</div><div><br /></div><div>Άσπρα τριαντάφυλλα η αυγή θα στείλει</div><div>για το κορίτσι μου γιορτάστε φίλοι</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="433" src="https://www.youtube.com/embed/lN-i-EzRdwM" width="521" youtube-src-id="lN-i-EzRdwM"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ήτανε Απρίλης μήνας </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι, μουσική: Γιώργος Μητσάκης</div><div>Γιώργος Νταλάρας (1969)</div><div>Φωνητικά: Τάσσα Μαυρίδου</div><div><br /></div><div><br /></div><div><b>Ήτανε Απρίλης μήνας τα λουλούδια ανθίζανε</b></div><div><b>και στα πάρκα της Αθήνας τα παιδιά σφυρίζανε</b></div><div><br /></div><div>Κι εγώ τότε σε πρωτόδα που ανθίζανε τα ρόδα</div><div>κι είχες πρόσωπο με χάρη περισσή </div><div>και το πιο όμορφο λουλούδι `σουν εσύ</div><div><br /></div><div>Ποιο χέρι σ’ έχει κόψει λουλούδι τρυφερό</div><div>σε ποια αγκαλιά να γείρω αγάπη πού να βρω</div><div>εγώ στους κήπους τώρα σεργιάνι δε θα βγω</div><div>το δάκρυ μου ποτάμι να πέσω να πνιγώ</div><div><br /></div><div>Κι όταν μ’ εύρει ο χειμώνας ορφανό σε μια γωνιά</div><div>το κορμί μου θα παγώσει ο βοριάς κι η παγωνιά</div><div><br /></div><div>Κι η καρδιά μου ορφανεμένη πεταλούδα πληγωμένη</div><div>που αγάπησε για πρώτη της φορά</div><div>κι είναι τώρα με σπασμένα τα φτερά</div><div><br /></div><div>Ποιο χέρι σ’ έχει κόψει λουλούδι τρυφερό</div><div>σε ποια αγκαλιά να γείρω αγάπη πού να βρω</div><div>εγώ στους κήπους τώρα σεργιάνι δε θα βγω</div><div>το δάκρυ μου ποτάμι να πέσω να πνιγώ</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="424" src="https://www.youtube.com/embed/G0VyzRqmrVk" width="510" youtube-src-id="G0VyzRqmrVk"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Απρίλης </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος</div><div>Μουσική: Βασίλης Κουμπής</div><div>Πόπη Αστεριάδη (1972) </div><div><br /></div><div><b>Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη</b></div><div><b>σαν δυοσμαρίνι ευωδάς</b></div><div>κάθε που με ξεπροβοδάς</div><div>μ’ ένα φιλί στα χείλη</div><div><br /></div><div><b>Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη</b></div><div><b>άσπρα μου δόντια δροσερά</b></div><div>ποια Παναγιά καλοκυρά</div><div>μωρό σ’ εγλυκοφίλει;</div><div><br /></div><div><b>Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη</b></div><div><b>έλα στο πλάι μου ξανά</b></div><div>να γιάνεις ό,τι με πονά</div><div>κι όσα ο καιρός θα στείλει</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="436" src="https://www.youtube.com/embed/0aJyn2ycEAE" width="523" youtube-src-id="0aJyn2ycEAE"></iframe></div><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Είπες Απρίλη πως θα `ρθεις</b></span><div> </div><div>Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης</div><div>Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος</div><div>Βίκυ Μοσχολιού & Λάκης Χαλκιάς (1974) </div><div><br /></div><div><b>Είπες Απρίλη πως θαρθείς</b></div><div><b>κοντά μου να πλαγιάσεις</b></div><div>κι όλες τις νύχτες ξαγρυπνώ</div><div>μετρώ τα χρόνια και γερνώ</div><div>ίσως και να με χάσεις.</div><div><br /></div><div>Ξεχάστηκα κι απ’ το Θεό</div><div>μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.</div><div><br /></div><div>Σαν μεγαλώσει το παιδί </div><div>τα γράμματα θα μάθει</div><div>για να σπουδάσει και να δει</div><div>τι σ’ έσπρωξε να πας εκεί</div><div>τα ίδια να μην πάθει.</div><div><br /></div><div>Ξεχάστηκα κι απ’ το Θεό</div><div>μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="443" src="https://www.youtube.com/embed/7neSEqz-A3Q" width="532" youtube-src-id="7neSEqz-A3Q"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος</div><div>Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος</div><div>Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος</div><div>Δίσκος: Τα συναξάρια (1981)</div><div><br /></div><div><b>Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης</b></div><div>και να μου δίνεις τον καημό μ' απλοχεριά,</div><div>σε κάποια απόμερη γωνιά της Νέας Κρήνης</div><div>με το τζουκ-μποξ να με γυρίζεις στα παλιά.</div><div><br /></div><div>Σε ένα ρεμπέτικο θα ρίξω την ψυχή μου,</div><div>να ξεγελάσω το χαμένο τον καιρό. </div><div><b>Ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου </b></div><div><b>ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ.</b></div><div><br /></div><div>Θεσσαλονίκη κι απ' το Κάστρο το βραδάκι</div><div>να σ' αγναντεύω και να λιώνω σαν κερί,</div><div>δεκαοχτώ χρονώ τρελό παλικαράκι</div><div>με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή.</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="429" src="https://www.youtube.com/embed/CXfMuuQftso" width="516" youtube-src-id="CXfMuuQftso"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Μέρες που φύγαν </b></span></div><div><br /></div><div>Μουσική/ στίχοι: Γιώργος Σταυριανός</div><div>Μαρία Δημητριάδη</div><div>Δίσκος: Οι φόβοι του μεσημεριού (1986)</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Μέρες που καρτερούσα </div><div>ν’ αλλάξουν οι καιροί, </div><div>νύχτες που σεργιανούσα </div><div>τρεμάμενο κερί.</div><div><br /></div><div>Μέρες που συλλογιόμουν</div><div>πού να 'σαι, πού γυρνάς</div><div>κι από ποια βρύση ξένη</div><div>πίνεις και ξεδιψάς.</div><div><br /></div><div>Μέρες που φύγαν, μέρες που θά 'ρθουν, </div><div>χρόνια που σ’ αγαπώ.</div><div>Η αγάπη φτάνει σαν πυροφάνι</div><div>στης νύχτας το χορό.</div><div><br /></div><div>Μέρες που φύγαν, μέρες που θά 'ρθουν, </div><div>χρόνια θα σ’ αγαπώ.</div><div><b>Γίνομαι αγάπη, γίνομαι Απρίλης, </b></div><div><b>σκύβω και σε φιλώ.</b></div><div><br /></div><div>Τα χρόνια που διαβήκαν</div><div>να σβήσω δεν μπορώ, </div><div>οι πίκρες που μας βρήκαν</div><div>δεν έχουν τελειωμό.</div><div><br /></div><div>Στα σύνορα της νύχτας</div><div>προσμένει η χαρά</div><div>και μες στο φως λουσμένη</div><div>μας γλυκοχαιρετά.</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="454" src="https://www.youtube.com/embed/SZtdUS_jABg" width="546" youtube-src-id="SZtdUS_jABg"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Άστρο τ΄ Απρίλη</b></span> </div><div> </div><div>Στίχοι, μουσική: Στάθης Δρογώσης</div><div>Δίσκος: Τα φώτα που σβήνουν (1999) </div><div><br /></div><div>Μεσ’ στα σκοτάδια</div><div>Οι άνθρωποι περνούν</div><div>Ρίχνουν τα ζάρια</div><div>Κι ύστερα γερνούν</div><div><br /></div><div>Πρόσωπα άδεια</div><div>Ψεύτικα γελούν</div><div>Μεσ’ στα σκοτάδια</div><div>Οι άνθρωποι πονούν</div><div><br /></div><div><b>Μα εγώ σε θέλω</b></div><div><b>Σαν φως μονάχο</b></div><div><b>Σαν άστρο του Απρίλη</b></div><div><b>Στην πόλη που τ’ άστρα δε ζουν</b></div><div><br /></div><div>Μα εγώ σε θέλω</div><div>Σαν φως μονάχο</div><div>Ζεστό με τυλίγει</div><div>Κι όλα περνούν</div><div><br /></div><div>Ζούνε και ελπίζουν</div><div>Το τέλος να φανεί</div><div>Κι όλο γυρίζουν</div><div>Πάλι απ’ την αρχή</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="443" src="https://www.youtube.com/embed/BnVfDwEqIL8" width="532" youtube-src-id="BnVfDwEqIL8"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη</b></span></div><div><br /></div><div>Πουλόπουλος Γιάννης</div><div>Μουσική/Στίχοι: Γλέζος Γιάννης/Τζεφρώνης Διονύσης</div><div><br /></div><div><b>Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη</b></div><div><b>το τρενάκι της ψυχής μου ξεκινάει</b></div><div>και στης νιότης με γυρίζει τα λημέρια</div><div>στα μεγάλα τα ζεστά μου καλοκαίρια</div><div><br /></div><div>Τα γλυκά μου βασανάκια τ ανοιξιάτικα</div><div>μου ραγίζουν την καρδούλα κυριακάτικα</div><div><br /></div><div><b>Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη</b></div><div><b>χελιδόνι η καρδιά μου και πετάει</b></div><div>και θυμάμαι κάτι αγάπες περασμένες</div><div>γελαστές και τρυφερές και πονεμένες</div></div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="456" src="https://www.youtube.com/embed/UMEipuZxfWY" width="548" youtube-src-id="UMEipuZxfWY"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Εκδρομή </b></span></div><div><br /></div><div>Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος</div><div>Στίχοι : Άρης Δαβαράκης</div><div>Δημήτρης Μπάσης</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Η εκδρομή μου αρχίζει απ' την Ομόνοια</div><div>Όσο μ' αγαπάς θα ζω αιώνια</div><div>Μάιο μήνα έχω βρει το δρόμο μου</div><div>Να 'ρθω να σε συναντήσω</div><div><br /></div><div><b>Κάθε χρόνο μόλις μπει Απρίλιος</b></div><div><b>Σα χωράφι μοιάζει όλη η υφήλιος</b></div><div><b>Παίρνω το δισάκι μου στον ώμο μου</b></div><div><b>Για να σε ξαναγαπήσω</b></div><div><br /></div><div>Πάμε στα νησιά</div><div>Νύχτες μεσημέρια</div><div>Πάμε Κηφισιά</div><div>Πάμε και στ' αστέρια</div><div>σ' τα όχι και τα μη</div><div>Μην κολλάς στα πρέπει</div><div>Η δικιά μας η εκδρομή</div><div>Όλα τα επιτρέπει</div><div><br /></div><div>Κι όπως θα χαϊδεύεται ο Ιούνιος</div><div>Και στο φως θα καίγεται ο Ιούλιος</div><div>Θα εκραγεί η γης Δεκαπενταύγουστο</div><div>Μέσα στην καυτή αγκαλιά μας</div><div><br /></div><div>Το κρασί που κάθε χρόνο το 'πινες</div><div>Πριν οι παπαρούνες γίνουν κόκκινες</div><div>Θα χυθεί και φέτος μέσ' τα χάδια μας</div><div>Θα μεθύσει τα φιλιά μας</div></div><div><br /></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="420" src="https://www.youtube.com/embed/CQOG1om4hdE" width="505" youtube-src-id="CQOG1om4hdE"></iframe></div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Θα 'ταν 12 του Μάρτη </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης</div><div>Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής</div><div>Χάρις Αλεξίου</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Θα 'ταν 12 του Μάρτη,</div><div>μεσημέρι Κυριακής,</div><div>τότε που 'φευγες στρατιώτης</div><div>μ' ένα τρένο της γραμμής.</div><div><br /></div><div>Τρίτη θέση σε βαγόνι,</div><div>μες στο κρύο και στο χιόνι.</div><div><br /></div><div>Μάρτης στη Θεσσαλονίκη,</div><div>καλοκαίρι στο Ντεπό</div><div>Τα τραγούδια σου θυμάμαι,</div><div>τα τραγούδια που αγαπώ.</div><div><br /></div><div>Και στην άκρη ξεχασμένη,</div><div>μια ζωή σε περιμένει.</div><div><br /></div><div><b>Τον Απρίλη αρρωσταίνεις</b></div><div><b>και το Μάη δε μιλάς.</b></div><div><b>Μου 'γραψες δυο λέξεις μόνο,</b></div><div><b>πως ακόμα μ' αγαπάς.</b></div><div><br /></div><div>Μ' αγαπάς και με θυμάσαι,</div><div>μες στο χιόνι που κοιμάσαι.</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="439" src="https://www.youtube.com/embed/8nip4O6dXHk" width="527" youtube-src-id="8nip4O6dXHk"></iframe></div><br /><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Πρώτη τ΄ Απρίλη </b></span></div><div> </div><div>Στίχοι, μουσική: Τάσος Βουγιατζής</div><div>Ελένη Δήμου</div><div>Δίσκος: Αντιθέσεις (1989) </div><div><br /></div><div>Ποιητής του ονείρου στο παιχνίδι του γύρου κι αυτός</div><div>να μαζεύει εικόνες από γκρίζους χειμώνες σκυφτός</div><div>Όπως κι όλα τα παιδιά στη δική μου τη γενιά</div><div>που δε βρίσκουν πουθενά παρηγοριά</div><div><br /></div><div><b>Κι αν είναι ψέμα, πάλι βγαίνει αληθινό</b></div><div><b>Κι αν τα `χω όλα, ένα τίποτα κρατώ</b></div><div><b>Κι αν μ’ αγαπήσεις, αύριο θα μ’ αρνηθείς</b></div><div><b>Είναι πρώτη τ’ Απρίλη και δε θα με πιστέψει κανείς</b></div><div><br /></div><div>Τα σταυρόλεξα λύνει και σ’ ατέλειωτη δίνη κυλά</div><div>Ουρανούς και φεγγάρια τους κλειδώσαν στ’ αμπάρια ξανά</div><div>Κι όπως όλα τα παιδιά στη δική μου τη γενιά</div><div>Μια τρελάδικο και μια στη λησμονιά</div><div><br /></div><div><b>Κι αν είμαι λάθος, αύριο θα βγω σωστός</b></div><div><b>Κι αν είμαι φίλος, σύντομα θα γίνω εχθρός</b></div><div><b>Κι αν μ’ αγαπήσεις, αύριο θα μ’ αρνηθείς</b></div><div><b>Είναι πρώτη τ’ Απρίλη και δε θα με πιστέψει κανείς</b></div><div><b><br /></b></div><div><b>Και μια πρώτη τ’ Απρίλη μες στον ήχο θα χαθώ της σιωπής</b></div></div><div><br /></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="434" src="https://www.youtube.com/embed/-PHdTM5h0Yc" width="523" youtube-src-id="-PHdTM5h0Yc"></iframe></div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Όφις και κρίνος </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Ειρήνη Γιωτοπούλου</div><div>Μουσική: Χρυσόστομος Καραντωνίου</div><div>Πάνος Παπαϊωάνου</div><div>Δίσκος: Ποτάμι ο καιρός (2009)</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Δε θέλω να σε βλέπω όταν περνάς</div><div>και η ανάγκη σου να πνίγει τη δική μου.</div><div><b>Μήνας Απρίλης μα παράθυρα κλειστά</b></div><div><b>και το φιλί σου να λερώνει την ψυχή μου.</b></div><div><br /></div><div>Και έτσι παράταιρος και μόνος θα σταθώ</div><div>σαν τα λιμάνια που προσμένουνε αγάπη</div><div>εσύ θ’ απλώνεις τα πανιά σου στον καιρό</div><div>σε μια πορεία που εγώ χάραξα στον χάρτη.</div><div><br /></div><div>Δεν έχω ανάγκη να σε αγγίζω όπως παλιά</div><div>και η μυρωδιά σου να σαλεύει τη πνοή μου.</div><div>Έχω πια μάθει πως να ζούμε χωριστά</div><div>μέρα τη μέρα σ’ εξορίζω απ’ το κορμί μου.</div><div><br /></div><div>Και έτσι παράταιρος και μόνος θα σταθώ</div><div>σαν τα λιμάνια που προσμένουνε αγάπη</div><div>εσύ θ’ απλώνεις τα πανιά σου στον καιρό</div><div>σε μια πορεία που εγώ χάραξα στον χάρτη.</div><div><br /></div><div>Δε θέλω πια να μάθω τι ζητάς</div><div>αφού δεν ήμουν ούτε θα `μαι στα όνειρά σου.</div><div>Όφις και κρίνος ήταν η πλοκή σε μας</div><div>ο έρωτάς μου το σφιχτό τ’ αγκάλιασμά σου.</div><div><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="429" src="https://www.youtube.com/embed/hRPoritz90s" width="516" youtube-src-id="hRPoritz90s"></iframe></div><div><br /></div><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Το βαλς του Απρίλη </b></span></div><div><br /></div><div>Στίχοι: Σοφία Καραχάλιου</div><div>Μουσική: Λάζαρος Σαμαράς</div><div>Φωτεινή Βελεσιώτου</div><div><br /></div><div><br /></div><div>Αγκαλιές ήρθαν σαν μήνες, </div><div>άλλες για να με ζεστάνουν</div><div>κι άλλες ήρθαν σαν τον Μάρτη, </div><div>άνω - κάτω να με κάνουν.</div><div><br /></div><div>Άνθρωποι, κορμιά σαν δέντρα, </div><div>είχαν μέσα μου ριζώσει, </div><div>άλλοι είχανε ανθίσει, </div><div>άλλοι είχαν μαραζώσει.</div><div><br /></div><div><b>Μα εγώ ζητούσα έναν, </b></div><div><b>το Απρίλη μου τον ψεύτη</b></div><div><b>και τα λόγια που με δέναν, </b></div><div><b>της καρδούλας μου τον κλέφτη.</b></div><div><br /></div><div>Άλλοι μέσα στο Δεκέμβρη</div><div>μου ζητούσανε να γιάνω, </div><div>τις ψυχές τις παγωμένες</div><div>κι έτσι μόνιμα να χάνω.</div><div><br /></div><div>Τα λουλούδια που μυρίζουν</div><div>άλλοι για να με γλυκάνουν, </div><div>στου Ιούλη τα νυχτέρια, </div><div>τα φεγγάρια μου να φτάνουν.</div><div><br /></div><div><b>Μα εγώ ζητούσα έναν</b></div><div><b>τον Απρίλη μου τον ψεύτη</b></div><div><b>και τα λόγια που με δέναν, </b></div><div><b>της καρδούλας μου τον κλέφτη</b></div></div><div><b><br /></b></div><div><br /></div></span></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-17069505605741869972021-03-24T20:52:00.002+02:002022-03-21T07:57:19.104+02:00«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν», Οδυσσέας Ανδρούτσος<div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhedRnq2MirAYWhTXLVXjRd_ovyXUcze7jjyij2wB7yVatSeE2XvzPqjPE5leIQTZSI7uyVpVpX_0WPsebklDs-1l4QOW3I9T1S4eD349npifBskD2HVM7_KhMq43BVWH-hW1Y-Y41OMMg/s1264/Odysseus_Tritzo_Also_called_Ulysses_Governor_-General_of_Eastern_Greece_-_Friedel_Adam_De_-_1830.jpg" style="font-family: arial;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhedRnq2MirAYWhTXLVXjRd_ovyXUcze7jjyij2wB7yVatSeE2XvzPqjPE5leIQTZSI7uyVpVpX_0WPsebklDs-1l4QOW3I9T1S4eD349npifBskD2HVM7_KhMq43BVWH-hW1Y-Y41OMMg/w406-h640/Odysseus_Tritzo_Also_called_Ulysses_Governor_-General_of_Eastern_Greece_-_Friedel_Adam_De_-_1830.jpg" /></a></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ιππεύων, σχέδιο του Άνταμ Φρίεντελ (1830 περίπου)</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Ένας μικρός Αλή Πασάς της Γκιαούρ Λειβαδιάς»</b></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη, γύρω στα 1790 και οφείλει το όνομά του - αρχαϊκό, σύμφωνα με τη λόγια τάση της εποχής - στη Μαρουδιά, γυναίκα του Λάμπρου Κατσώνη. <b>«Διά την πολλήν αυτού ζωηρότητα», η μητέρα του Ακριβή «θα τον πέμψει εις πλοίον εκ νεαράς ηλικίας», προκειμένου να τιθασεύσει τον χαρακτήρα του. </b></span><span style="font-family: arial;">Ο πατέρας του Οδυσσέα, καπετάν Ανδρούτσος, είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη και αφού συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη. </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σε ηλικία 15 ετών καταλήγει στα Γιάννενα, χάρη στην πάγια συνήθεια του Αλή Πασά να καλεί στη αυλή του τα ορφανά τέκνα των παλαιών κλεφτών. Η σωματική του ρώμη τού δίνει το τιμητικό δικαίωμα να μπει στην ιδιαίτερη φρουρά του πασά, στους τσοχανταραίους και σύντομα να προαχθεί σε τσαρκατζή, μέλος της σωματοφυλακής, η οποία δεν αριθμούσε πάνω από εκατό νοματαίους – Αρβανίτες οι περισσότεροι.<br /><br />Στα Γιάννενα ο Οδυσσέας έμαθε αρβανίτικα, ιταλικά και κυρίως, γαλουχήθηκε στον αληπασαλίδικο τρόπο ζωής και εμποτίστηκε με ορισμένα κακοήθη χούγια που θα τον συνοδεύσουν στον υπόλοιπο βίο του: <b>ήταν φιλάργυρος, δόλιος και καχύποπτος, σε βαθμό που ποτέ δεν έλεγε το μέρος όπου θα έπεφτε να κοιμηθεί και συχνά μεταμφιεζόταν όταν επρόκειτο να ταξιδέψει.</b><br /><br />Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τεπελενλή, μόλις στα είκοσι έξι του και χωρίς κλέφτικη ή αρματολική πείρα,<b> ο Οδυσσέας τοποθετείται, το 1816, ως αρματολός της «Γκιαούρ Λειβαδιάς»</b> – λεγόταν έτσι εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής των χριστιανών απέναντι στους Αρβανίτες, τους Τούρκους και τους Εβραίους. Στην επαρχία αυτή, πολύ σύντομα, ο Ανδρούτσος εξελίσσεται σε «μικρό Αλή», οργανώνοντας στρατιωτική δικτατορία ή στραταρχία κατά την εκφραστική της περιοχής και αντιγράφοντας πιστά τα φερσίματα του Τεπελενλή.<br /><br />Η αποστασία του Αλή κλόνισε την ισορροπία στην περιοχή και έκανε φανερό στον Ανδρούτσο ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει το αρματολίκι της Λειβαδιάς, χωρίς υποστήριξη από τα Γιάννενα. Τόσο για τους χριστιανούς αρματολούς, που αντλούσαν το κύρος τους κατευθείαν από τον πασά των Ιωαννίνων, όσο και για τους Τουρκαλβανούς, που απάρτιζαν το ισχυρό στράτευμά του, οι λύσεις ήταν μόνο δύο: είτε θα κατέφευγαν στα σουλτανικά στρατεύματα είτε θα στρέφονταν προς την Ελληνική Επανάσταση, που ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί.<br /><br />Ο Ανδρούτσος επέλεξε τη δεύτερη λύση, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε την Ανατολική Στερεά και περνώντας από την Πρέβεζα - όπου διέμεναν η μάνα και η γυναίκα του – θα περάσει μαζί τους στην Ιθάκη. Εκεί θα μείνει ως τα τέλη του 1820, από κει θα μπαρκάρει σε εμπορικό πλοίο και μεταμφιεσμένος - κινδύνευε άμεσα τόσο ως αληπασαλής όσο και ως απλός Ρουμελιώτης – θα φτάσει στις 15 Μαρτίου του 1821 στην Πάτρα. Μετά από συνεννοήσεις με τους Φιλικούς θα περάσει στην απέναντι ακτή με προορισμό τον Βάλτο ή το Ξηρόμερο.<br /><br />Μόνος, έξω από την επαρχία του και απροσανατόλιστος ακόμα – αρματολός που θα ξεσήκωνε πληθυσμούς οι οποίοι δεν ανήκαν σε δική του περιοχή ήταν ασυνήθιστο τότε - προσπαθεί με σπασμωδικές κινήσεις να προσεγγίσει τους Γαλαξειδιώτες, θυμίζοντάς τους την προσωπική του θέση στην περιοχή:<br /><br /><i><b>«Εγώ, καθώς γνωρίζετε καλώτατα, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξας. Οι Τούρκοι, ό,τι κι αν ζητήσω, μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέως δε χωρατεύει· έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου που τους εζεμάτισε».</b></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEishQmma0c3Ee2QxmQ8aiwzVaV9xP0c12A3xkAgRS2uOOn-kYYk76vcCuAnPGRZgKKrh1RKvWvbvQQfXvTR1yOr2tmJ3IsPxzYyE3OvwCssjiCb0PJYU061wFlwuQVLkklfZ4-XjJWXBpM/s800/Joanovitch_Paul_%25281859%25E2%2580%25931957%2529_The_Sword_Dance%252C_Private_Collection.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEishQmma0c3Ee2QxmQ8aiwzVaV9xP0c12A3xkAgRS2uOOn-kYYk76vcCuAnPGRZgKKrh1RKvWvbvQQfXvTR1yOr2tmJ3IsPxzYyE3OvwCssjiCb0PJYU061wFlwuQVLkklfZ4-XjJWXBpM/w640-h418/Joanovitch_Paul_%25281859%25E2%2580%25931957%2529_The_Sword_Dance%252C_Private_Collection.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Paul Joanovitch, The Sword Dance, Private Collection</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">Δεν ανήκε πια στα Γιάννενα, τον είχε κερδίσει η Επανάσταση...</span></b><i><br /></i><br /><b>Η επαναστατική σταδιοδρομία, ωστόσο, του Οδυσσέα Ανδρούτσου θ' αρχίσει μετά το μαρτυρικό θάνατο του Διάκου στην Αλαμάνα</b>, που είχε αναλάβει «αρχηγός των αρμάτων της Λειβαδιάς», όταν ο Οδυσσέας έφυγε για την Ιθάκη. Ο Διάκος μαζί με τον Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη, τον Σκαλτσά και τον Κομνά Τράκα, προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να συγκρατήσουν τη στρατιά του Ομέρ Βρυώνη, που μέσω της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, κατευθυνόταν στην Πελοπόννησο. <br /><br />Ο πρώην αληπασαλής Ομέρ Βρυώνης είχε την ατυχή – όπως αποδείχτηκε μια βδομάδα μετά, στο Βαλτέτσι – έμπνευση να ενισχύσει το στράτευμά του με τον προσεταιρισμό ντόπιων ολιγαρχών, αντί να στραφεί με ραγδαία προέλαση προς τον Ισθμό, καθώς ο δρόμος ήταν ελεύθερος μετά την αποχώρηση του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Όταν ο Ομέρ Βρυώνης έμαθε ότι ο Οδυσσέας βρισκόταν στην Ευρυτανία, του έγραψε σαν παλιός φίλος, τάζοντάς του, για να τον δελεάσει, την αρχηγία ολόκληρης της Ανατολικής Ελλάδας.<br /><br /><b>Αυτή ήταν η γλώσσα που μιλιόταν στην αυλή των Ιωαννίνων και έτσι ξεκίνησαν και τα «καπάκια» - γνωστή σε όλους και αποδεκτή χερσοελλαδίτικη τακτική - που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε πέτρα σκανδάλου και ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα στα χέρια του Μαυροκορδάτου, διαχωρίζοντας τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες», ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.<br /></b><br /><b>Φτάνοντας, λοιπόν στη Γραβιά - στο μικρό χάνι, που ο Βρυώνης είχε ορίσει ως τόπο συνάντησης με τον Οδυσσέα - σκόπευε να προβεί σε συμφωνίες με το παλιό του φίλο, όχι να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο.</b> Η σκέψη να κλειστούν στο πλινθόκτιστο χάνι – «μια αυλή, με πληθoύρια και στη μέση ένα χαμηλό σπίτι μ' ένα πάτωμα» - ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα σχέδια του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, που ήθελαν να πιάσουν το γιοφύρι της Χαϊνίτσας και κατόπιν τις γύρω πλαγιές. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το τόλμημα ήταν πρωτάκουστο όσο και το τελικό του αποτέλεσμα που μυθοποιήθηκε δικαιολογημένα από τους ιστορικούς. </span><b><span style="font-family: arial;">Το στεφάνι της δάφνης, που κέρδισε ο Κολοκοτρώνης στο Βαλτέτσι, </span><span style="font-family: arial;">το είχε πλέξει </span><span style="font-family: arial;">ο Οδυσσέας κι εκείνος του το πρόσφερε, αναστατώνοντας και κρατώντας τους πασάδες στη Ρούμελη.</span></b></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Είναι αξιοσημείωτη, ωστόσο, η σκηνή με τον δερβίση μπεκτατσή, που προηγήθηκε έφιππος για να μιλήσει πρώτος στον Οδυσσέα: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">– <i>«Πού πας»;</i> ρώτησε ο Ανδρούτσος, αλβανιστί.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">– <i>«Πάω κατά τα Σάλωνα»</i>, απάντησε ο δερβίσης. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ακολούθησαν εκατέρωθεν βρισιές και ο δερβίσης έπεσε από το άλογο χτυπημένος στην κεφαλή. Ο Φιλήμων δίνει την καλύτερη ερμηνεία αυτού του </span><span style="font-family: arial;">συμβολικού περιστατικού. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«Ο Ομέρ Βρυώνης, συναυλικός ων και φίλος του Οδυσσέως από του Αλή πασά, απέστειλε τούτω τον δερβίσην αυτόν, όπως υπενθυμίση τας περί γενικής οπλαρχίας υποσχέσεις τούτου και κατορθώση ούτω την κένωσιν του πανδοχείου. Ο Οδυσσεύς, γνωρίζων καλώς, οίον παρά τους Τούρκους φέρει ηθικόν αποτέλεσμα η πτώσις ενός τοιούτου απεσταλμένου, και θέλων εν ταυτώ, όπως διακόψη πάσαν περί της υποταγής αυτού ελπίδα του Ομέρ Βρυώνου, πρώτον μεν απηγόρευσε τοις άλλοις τον κατά τούτου πυροβολισμόν, πριν ο ίδιος ρίψη, κατόπιν δε προσηγόρευσεν αυτώ αλβανιστί». </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Άρα, με μια συμβολική πιστολιά, ο Οδυσσέας, διερρήγνυε τους δεσμούς του με τους παλαιούς συναγωνιστές, συναυλικούς και μπράτιμους. Δεν ανήκε πια στα Γιάννενα, τον είχε κερδίσει η Επανάσταση.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">Η αλήθεια είναι ότι η Επανάσταση τον κέρδισε και τον έχασε εν μιά νυκτί. <b>Μπορεί να φαίνεται αλλόκοτο, αλλά ο θρυλικός Οδυσσέας έλαμψε μόνο στη Γραβιά</b>. Ο υπόλοιπος βίος του, παρότι κατάμεστος από επαναστατικές προσπάθειες, δεν θα αποδώσει το παραμικρό. Εύλογη λοιπόν είναι η αναφώνηση του Παπαρρηγόπουλου: </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«A, διατί να μη πέση την ημέραν εκείνην ο Οδυσσεύς! Επιζήσας ουδέν μεν μέγα διέπραξεν έκτοτε, καίτοι κτησάμενος υπεροχήν ομολογουμένην, περιποιήσας δε εις την φιλαρχίαν αυτού χαρακτήρα όντως προδοτικόν, ετελεύτησε δέσμιος οικτρώς»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Σώζοντας την Επανάσταση στο «ξενοδοχείον της Γραβιάς», ο Οδυσσέας είχε υπογράψει μέγα συμβόλαιο με όλα τα κακά δαιμόνια και τις αντινομίες του Αγώνα. Όντως, στο διάστημα μέχρι τη δολοφονία του, δεν θα (του επιτραπεί να) επιτύχει άλλη νίκη, θα κατασυκοφαντηθεί, θα διωχθεί, θα στραφεί προς τους Τούρκους, ωσότου αφήσει την τελευταία του πνοή στην Ακρόπολη.</b></span><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnNsuZWoOVxIB8t8jt2FqRW-EidCyohVG5KZSN1_xWMQEjD9O5dnL72PiM740eVCM-Sm1D4c2aZlYMkG05LbEFo1PZEXJI7ATDBL8h4mhHHdmfQoI3eLZSE0E3wGVhNgWfer5SP4iNxKs/s1280/Zografos-Makriyannis_05_Battle_of_Gravia.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnNsuZWoOVxIB8t8jt2FqRW-EidCyohVG5KZSN1_xWMQEjD9O5dnL72PiM740eVCM-Sm1D4c2aZlYMkG05LbEFo1PZEXJI7ATDBL8h4mhHHdmfQoI3eLZSE0E3wGVhNgWfer5SP4iNxKs/w640-h512/Zografos-Makriyannis_05_Battle_of_Gravia.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη.</div><div style="text-align: center;">ΜΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ ΤΟ ΧΑΝΙ.</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν</b></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>»</b></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Μέχρι να φτάσουμε εκεί και μέχρι να εμφανιστεί η «κεντρική διοίκηση</span><span style="font-family: arial;">», </span><span style="font-family: arial;">ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε να εξασφαλίσει στην περιοχή της Βοιωτίας τόση ασφάλεια, ώστε </span><span style="font-family: arial;">«ο λύκος επεριπάτει με την προβατίναν». Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, όμως οδηγούνταν από αποτυχία σε αποτυχία, έως και τη μάχη των Βασιλικών, στις 26 Αυγούστου, στην οποία ατυχώς δεν έλαβε μέρος. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Παράλληλα άρχισαν να διαδίδονται </span><span style="font-family: arial;">εναντίον του </span><span style="font-family: arial;">πολλές συκοφαντικές πληροφορίες, οι οποίες έφτασαν </span><span style="font-family: arial;">στον </span><span style="font-family: arial;">πρίγκιπα Υψηλάντη, </span><span style="font-family: arial;">με την μορφή επιστολής</span><span style="font-family: arial;">, στην οποία κατήγγελλαν τον τοπάρχη της Βοιωτίας, ως <i><b>«ανάξιον της αρχηγίας, τουρκολάτρην, δωροδοκημένον από τον Ομέρ πασάν και αίτιον των δυστυχιών της Λεβαδείας και των συνομόρων επαρχιών»</b></i>. Ο Υψηλάντης θα γράψει στον Οδυσσέα ένα αυστηρό γράμμα - καθότι <b><i>«το δεινότερον πάντων επί της εποχής του πολέμου ήτο η επί τουρκισμώ κατηγορία»</i></b> - τονίζοντας ότι <b><i>«... ακούω πως εσύ ο Οδυσσεύς εκατήντησες να κλειστής εις μοναστήριον...».</i></b></span></div><br /><span style="font-family: arial;">Ο Ανδρούτσος, παραταύτα, δέχτηκε να λάβει μέρος στη συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και να ψηφίσει μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς την πρωτάκουστη «Νομική Διάταξη» του Νέγρη, που ούτε λίγο ούτε πολύ ίδρυε δικό του αυτοτελές κρατίδιο μέσα στην ανάστατη χώρα, υπερβαίνοντας σε καιροσκοπισμό ακόμα και τον προϊστάμενό του, τον Μαυροκορδάτο. <br /><br />Το μένος του Νέγρη εναντίον του Υψηλάντη - ο οποίος επιζητούσε ένα «γκοβέρνο μιλιτάρε», συνεπικουρούμενος από την κάστα των στρατιωτικών - τον ώθησε μέχρι την ανήκουστη σκέψη να μην επιτρέπει την είσοδο των επαναστατικών στρατευμάτων της λοιπής Ελλάδος στη δική του επικράτεια. Αντίθετα ο Άρειος Πάγος είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια ξένων – έστω και ερήμην της κεντρικής αρχής. <br /><br />Εμβρόντητοι οι κατά κανόνα αναλφάβητοι οπλαρχηγοί έμοιαζαν με μικρά παιδιά απέναντι στους ξεσκολισμένους «καλαμαράδες που έδεναν και έλυναν μπροστά στα μάτια τους ανεξέλεγκτοι. Απ' όπου και η φράση του πάντα καχύποπτου Ανδρούτσου: <b><i>«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν».</i></b></span><div><br /></div><span style="font-family: arial;">Με το πανίσχυρο αληπασαλίδικο ένστικτό του, ο Οδυσσεας υποπτεύθηκε εξαρχής ότι κάτι ριζικό αλλάζει. Ο Φιλήμονας διασώζει τα ακόλουθα λόγια του: <i><b>«Ανόητοι, μη κολακεύησθε σήμερον βλέποντες τους πολιτικούς ταπεινωμένους ενώπιον υμών. Ταπεινούνται αυτοί, όπως υψωθώσι· υψούμενοι δε, ταπεινώσουσιν ημάς διά πάσης ραδιουργίας, αντικαθιστώντες τους μικρούς και κινούντες αυτούς κατά των κατωτέρων».</b></i> Μ' έναν λόγο ο Οδυσσέας φοβόταν μην χάσει την επαρχία και το κεφάλι του - σε τέσσερα χρόνια οι φόβοι του θα βγουν αληθινοί.</span><div><br /></div><span style="font-family: arial;">Στο μεταξύ, Ιανουάριο του 1822, ανακοινώνεται η εκστρατεία κατά της Εύβοιας (Γριπονήσι), στην οποία ο Οδυσσέας σπεύδει να λάβει μέρος. <b>Αν κατόρθωνε να καταλάβει τον Καράμπαμπα, η θέση του θα άλλαζε άρδην. Η κατοχή φρουρίου ισοδυναμούσε με ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα. </b>Αιφνίδια ωστόσο κι ενώ οι ντόπιοι τον υποδέχονται με ενθουσιασμό, αποφασίζει - Φλεβάρη μήνα - να εγκαταλείψει την πολιορκία και να επανέλθει στα λημέρια του. Η απάντηση στα απελπισμένα γράμμματα των καπεταναίων που ζητούν εξηγήσεις, είναι σιβυλλική: <b><i>«σαν θα είναι καιρός θα μιλήσει»</i></b>.</span><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinejgA3D9DFXoIELy7HfshVwZWKPP9o4QXzk183BuJsIoUtGKQZu_awLdaqqhGSjDNP1pgcaxijvK3FGLiiX_HlceLQuk3VOa03HQwcefdf4r6RTakXbgwPd3JjtDVZARzCYlFcK0LcJ8/s2047/%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%2595%25CE%25B3%25CE%25B3%25CE%25BF%25CE%25BD%25CF%258C%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%2585.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinejgA3D9DFXoIELy7HfshVwZWKPP9o4QXzk183BuJsIoUtGKQZu_awLdaqqhGSjDNP1pgcaxijvK3FGLiiX_HlceLQuk3VOa03HQwcefdf4r6RTakXbgwPd3JjtDVZARzCYlFcK0LcJ8/w452-h640/%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%2595%25CE%25B3%25CE%25B3%25CE%25BF%25CE%25BD%25CF%258C%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1953, Λάδι σε χαρτόνι</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Σαν θα είναι καιρός θα μιλήσω...»</b></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Τι του χρειαζόταν άραγε ο καιρός; Τα πράγματα ήταν απλά: <b>είχαν αρχίσει κιόλας οι δόλιες πολιτικές</b></span><span style="font-family: arial;"><b> ενέργειες εναντίον του εκ μέρους του Αρείου Πάγου.</b> <b>Το στρατήγημα ήταν σαφές· θα τον ανακαλούσαν εσπευσμένα και θα έστρεφαν εναντίον του ό,τι κι αν αποφάσιζε.</b> Υπάκουος στη διαταγή; Θα βαρυνόταν με την εγκατάλειψη της εκστρατείας. Ανυπάκουος; Θα βαρυνόταν με την απειθαρχία απέναντι στο αίτημα των αρεοπαγιτών.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στα μέσα Μαρτίου φτάνουν ο Υψηλάντης με τον Νικηταρά για να ανακόψουν την αναμενόμενη κάθοδο του Δράμαλη. Οι καλοθελητές έχουν ήδη προλάβει να κεντρίσουν την έμφυτη καχυποψία του: <i style="font-weight: bold;">«Ο Νικήτας και ο Υψηλάντης ενώθηκαν οι δυο κι έχουν ένα σώμα κι έρχονται αναντίον σου να σε βαρέσουνε, να μείνουν αυτείνοι εις το ποδάρι σου». </i>Οι υποψίες εν τέλει διασκεδάζονται και οι τρεις άντρες συνδέονται με φιλία, η οποία καταθορυβεί τον Άρειο Πάγιο, που ενεργεί πάντα καιροσκοπικά και βάζει σε εφαρμογή σχέδιο εξόντωσης του Οδυσσέα,που την πρώτη φορά θα αποτύχει.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στη συνέχεια του απονέμουν τον βαθμό του χιλιάρχου - και όχι του στρατηγού ως όφειλαν - διορισμό τον οποίο ο Οδυσσέας αρνείται με περιφρόνηση και μαθαίνοντας ότι τα σώματά του διαλύθηκαν, σπεύδουν να δελεάσουν τον Νικήτα, ο οποίος μπορεί να μην διακρίθηκε ποτέ για την πολιτική του οξύτητα, ήταν όμως αμέμπτου τιμιότητας άνθρωπος και διόλου αρχομανής. Στις δύο επιστολές που έλαβε, ο Νικήτας Σταματελόπουλος αποκρίθηκε στις 27 Απριλίου 1822 - μέσω του γραμματικού του φυσικά, ως αναλφάβητος που ήταν - ψέγοντας τον Άρειο Πάγο για την πολιτική του και την πλημμελή επιμελητεία και υπογραμμίζοντας ότι δεν έπρεπε να δεχτούν την παραίτηση του Οδυσσέα και να <b>«</b></span><b><span style="font-family: arial;">τον θεατρίζουν εις τον κόσμον ως ένοχον</span><span style="font-family: arial;">».</span></b></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;">Η επιστολή του Νικήτα όχι μόνο δεν μετέπεισε τον Άρειο Πάγο, αλλά επέσπευσε τη μηχανορραφία κατά των ανυπάκουων στρατιωτικών, συμπεριλαμβάνοντας στους ανεπιθύμητους και τον Υψηλάντη, που αναχωρώντας από το Μοριά, δεν δίστασε να υψώσει τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα - κίνηση που αρκούσε να τον χαρακτηρίσει αντίπαλο του καθεστώτος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο Άρειος Πάγος στέλνει τότε δύο πρώην αληπασαλήδες, τον Αλέξη Νούτσο ως επιθεωρητή και τον Χρήστο Παλάσκα ως αντικαταστάτη του Οδυσσέα, σε μια περιοχή που εκείνος θεωρούσε δεδομένη αναντάμ παπαντάμ.</b> <b>Η εξόντωση και των δύο δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί.</b> Η κυβέρνηση, χωρίς να λογαριάσει ότι ο Ανδρούτσος ήταν ο μόνος ικανός να ανακόψει τη στρατιά του Δράμαλη και ανήμπορη να τον συλλάβει, ε<b>πικηρύσσει – για πρώτη φορά στα χρονικά της Επαναστάσεως – την κεφαλή του αντί πέντε χιλιάδες γρόσια. </b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSt8uRzoDQTEPj2qyVMVtV6NVzjxXEqe4je3YC2-MBXFpoKrMO1b5P4mxhE9fFh1fyPbO2r5MGMp1vQlkvOUsv3BYimWwL_hAzDQ6Wgz08DtLNLgdpmOWfWu93dPJ8jY4imzrCNDxZApQ/s600/%25CE%259F_%25CE%259F%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25AD%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9_%25CE%25BF_%25CE%2593%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%2583%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AD%25CF%2586%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD_%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2582_%25CE%25B5%25CF%2587%25CE%25B8%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2582.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSt8uRzoDQTEPj2qyVMVtV6NVzjxXEqe4je3YC2-MBXFpoKrMO1b5P4mxhE9fFh1fyPbO2r5MGMp1vQlkvOUsv3BYimWwL_hAzDQ6Wgz08DtLNLgdpmOWfWu93dPJ8jY4imzrCNDxZApQ/w450-h640/%25CE%259F_%25CE%259F%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25AD%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9_%25CE%25BF_%25CE%2593%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%2583%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AD%25CF%2586%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD_%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2582_%25CE%25B5%25CF%2587%25CE%25B8%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2582.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Peter Von Hess, Ο Οδυσσέας και ο Γκούρας καταστρέφουν </div><div style="text-align: center;">τους εχθρούς στην Φοντάνα (Έγχρωμη λιθογραφία)</div><div style="text-align: center;">____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;">Επικεφαλής του στρατεύματος τοποθετείται ο Γκούρας, που πρώτη φορά αντιμετωπίζει τη δυνατότητα να πάρει τη θέση του προστάτη του. </span><span style="font-family: arial;">Γράφει ο Μακρυγιάννης: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><i>«Τώρα έβαλαν τον Δυσσέα σκότωσε τον Αλέξη Νούτζο, τον σεβάσμιον άρχοντα. Πόσο ψυχώνει η Τουρκιά μ’ αυτό, πόσο αδυνατίζομε εμείς! Το ίδιον και τον Παλάσκα. Δεν είναι αληθινό οπού τον έβαλαν, τον Δυσσέα, αυτείνοι και τους σκότωσε; Τους έστειλαν δυο ξένους μέσα εις το σπίτι του, ‘σ τον τόπο του τον πατρικόν, και τον φορτώθηκαν αυτόν και τους ανθρώπους του. Ποιον άλλον καπετάνιον πείραξαν; Μόνον τον Δυσσέα. [...]</i></span><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Κλαίγει ο Κωλέτης και οι άλλοι κυβερνήται μας τον χαμόν του Αλέξη και Παλάσκα σαν τη φώκια, όπου κλαίγει τον πνιμένον όσο που σαπίζει, και κάθεται και τον τρώγει. Έτζι θα φάνε κι εμάς τους δυστυχείς. Σε συμβουλεύω, αδελφέ Γκούρα, να πας ν’ ανταμωθείς με τον Δυσσέο και ν’ αδελφωθείς και να πάμε εις τα πόστα μας, ότι θα μπούνε οι Τούρκοι αντουφέκηγοι και θα δώσουμε λόγον δι’ αυτό εις τον Θεόν και ‘σ τους ανθρώπους.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />[...] Σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τον Άγιον Λουκά κι ανταμωθήκαμε με τον Δυσσέα και φιληθήκαμε...»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;">Προτού αποσυρθεί στη Μαυρότρουπα, πάνω από τη Βελίτσα, «οργισμένος, απλησίαστος και αδρανών»,ο Οδυσσέας, αρχίζοντας συνομιλίες με τους Τουρκαλβανούς σωματάρχες, παλιούς συναδέλφους του από τα Γιάννενα, θα επιτύχει μια αποσκίρτηση των αλβανικών σωμάτων του Δράμαλη, που ισοδυναμούσε με περηφανή νίκη. <b>Αν και προ του γενικού κινδύνου και της κατακραυγής, θα αμνηστευθεί, δεν θα του αναγνωριστεί ότι με αυτό το «καπάκι» έσωσε την Πελοπόννησο, στερώντας από τον Δράμαλη τα ισχυρότερα σώματά του. </b><br /><br />Ο Δράμαλης θα διαβεί βέβαια, για να πάει στον αγύριστο, και ο Οδυσσέας δεν θα παραλείψει να εκφράσει το μένος του κατά της κυβερνήσεως γράφοντας στον αντιπρόεδρο του εκτελεστικού Θανάση Κανακάρη: <i><b>«Σας στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους για να σας διορθώσουν. Κάντε τους ό,τι θέλετε. Εγώ σας υπόσχομαι να μην αφήσω να περάσουν άλλοι κι αναλαμβάνω τον σερασκέρ Χουρσήτ πασά...»</b></i></span><div><span style="font-family: arial;"><b><i><br /></i></b></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyoggKe8Gz1U24qO4s4G0eYSvql9UeS2iC6HBoMGPqb0SySHzq5qDXs4kJL8qB3oA4PNsTD9F5w5X04x34uwdAfYwHkRMMeykE8MEIm1C4LO6rv3xyEK4nuMM5it8erbkq3k_72-qb7ok/s599/%25CE%259F%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25AD%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9_%25CE%2599%25CF%2589%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B7%25CF%2582_%25CE%2593%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2582.jpeg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyoggKe8Gz1U24qO4s4G0eYSvql9UeS2iC6HBoMGPqb0SySHzq5qDXs4kJL8qB3oA4PNsTD9F5w5X04x34uwdAfYwHkRMMeykE8MEIm1C4LO6rv3xyEK4nuMM5it8erbkq3k_72-qb7ok/w516-h640/%25CE%259F%25CE%25B4%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25AD%25CE%25B1%25CF%2582_%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9_%25CE%2599%25CF%2589%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B7%25CF%2582_%25CE%2593%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2582.jpeg" /></a></div><div style="text-align: center;">Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Οδυσσέας Ανδρούτσος και Ιωάννης Γκούρας </div><div style="text-align: center;">καταστρέφουσι εν Φοντάνα μέγα τουρκικό στρατό το 1822</div><div style="text-align: center;">______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι όταν το 'βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι...»</span></b><br /></span><div><span style="font-family: arial;"><br />Τότε, μ’ ένα γύρισμα της τύχης -<i> «γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι όταν το 'βρε</i></span><span style="font-family: arial;"><i> εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι</i></span><span style="font-family: arial;"><i>»</i>, σχολιάζει την συγκυρία ο Μακρυγιάννης - </span><span style="font-family: arial;"><b>ο Οδυσσέας θα βρεθεί αίφνης από επικηρυγμένος και κατασυκοφαντημένος, φρούραρχος των Αθηνών και αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ελλάδας.</b> Στις 27 Αυγούστου, με σώμα τριακοσίων οπλοφόρων και με τους Γκούρα, Μακρυγιάννη, Μαμούρη, Κατσικογιάννη θα μπει στο κάστρο της πόλης και, με λυμένα τα χέρια, <b>θα κάνει ό,τι μπορεί για ν' αποδείξει στους ντόπιους ότι η πόλη τους δεν τελούσε υπό προστασία αλλά υπό στυγνή κατοχή.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">Καθώς οι αρεοπαγίτες έχουν φρυάξει για την απροσδόκητη επιτυχία του εχθρού τους, ο Οδυσσέας από τη μια απαντάει σε κάθε απειλή με τη γνωστή του θηριωδία,<b> παστρεύοντας δηλαδή τα «αγκάθια» </b>κι από την άλλη, <b>με «</b></span><b style="font-family: arial;">ψευτοκάπακο</b><span style="font-family: arial;"><b>» καθυστερεί τους εχθρούς. </b>Όταν θα γράψει στο εκτελεστικό περιμένοντας μια επικύρωση των πράξεών του, υπουργός των στρατιωτικών θα είναι ένας θανάσιμος εχθρός του - ο Κωλέττης - η επιστολή του οποίου, στις 21 Δεκεμβρίου 1822, προς τους Υδραίους, προδικάζει την τελεσίδικη προγραφή του Ανδρούτσου.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Αρχές του1823, ο Οδυσσέας θα μπει στο ελεύθερο Μεσολόγγι </span><span style="font-family: arial;">με τιμές και δόξες και από κει θα περάσει στο διχασμένο Μοριά, όπου θα συναντηθεί με τον Κολοκοτρώνη. Οι δυο άντρες είχαν δύναμη, αλλά διέφεραν μεταξύ τους στην κρίση και στις αποφάσεις. <b>Ο Κολοκοτρώνης ήθελε μεν ν' απαλλαγεί από τους πολιτικούς, αλλά δεν δεχόταν </b></span><span style="font-family: arial;"><b>«να μαγαρίσει τα χέρια του», ενώ ο Οδυσσέας ήθελε να ξεπαστρέψουν τους κοτσαμπάσηδες, επειδή φοβόταν ότι «αύριο θα τους σύρουν στη φούρκα».</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNRI8BoZXNH8RMM0MnIcmgoNwbP_FMUDT9vw_k3f0yB7NqpcHDM1o9hpBakunYqfaleA1EV0FxvaEB5Oead-zzINt9OV46n7qIZYLrJoK8lfS5f3Lmnez9OJyT-Gqt4DjHggOhwaFwzvo/s2048/%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%2591%25CF%2580%25CE%25AC%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNRI8BoZXNH8RMM0MnIcmgoNwbP_FMUDT9vw_k3f0yB7NqpcHDM1o9hpBakunYqfaleA1EV0FxvaEB5Oead-zzINt9OV46n7qIZYLrJoK8lfS5f3Lmnez9OJyT-Gqt4DjHggOhwaFwzvo/w404-h640/%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%258D%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2582_%25CE%2591%25CF%2580%25CE%25AC%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Θανάσης Απάρτης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1958</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">Θεατής στα μοραΐτικα και υδραίικα μασκαραλίκια, μουσαφίρης στο Άργος και στην πραγματικότητα ανεπιθύμητος ξενομερίτης, ο Οδυσσέας θα παραστεί στη Συλίμνα, θα δώσει όρκο πίστεως, και θα αισθανθεί ακόμα πιο ξένος όταν θα πληροφορηθεί το συμπεθεριό του Κολοκοτρώνη με τον εχθρό του Δεληγιάννη και την αποδοχή της αντιπροεδρίας του εκτελεστικού. <b>Καπάκια κι εδώ μεταξύ ντόπιων, υπαναχωρήσεις και ανέντιμες συμμαχίες. </b></span><br /><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">Αναχωρεί για την Αθήνα μαζί με τον Νέγρη - για τον οποίο δήλωνε ότι <b>«δύναται να πωλήσει και να αγοράσει δέκα φοράς την Ελλάδα» </b>- και ο Ιανουάριος του 1824 τον βρίσκει να πολιορκεί τη Χαλκίδα, χωρίς επιτυχία και πάλι. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι τα πολιτικά μέσα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από από τα όπλα, ο Οδυσσέας αρχίζει, έστω και αργά, να μυείται στη νέα «πολεμική τέχνη». <b>Ο μεγάλος του καημός, ένας ρουμελιώτικος πολιτικός συνασπισμός που ν' αποφασίζει ανεξάρτητα από τους μοραΐτες - η </b></span><span style="font-family: arial;"><b>«</b></span><span style="font-family: arial;"><b>ιερή συνέλευση» όπως ονομάστηκε - σήμανε και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας.</b> </span><span style="font-family: arial;">Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο νίκητής της Γραβιάς θα καταντούσε πολιτικός συνεργάτης του Νέγρη, του πιο φαύλου φαναριώτη απ’ όσους κατέβηκαν στον Αγώνα;</span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η δεύτερη κάθοδός του στο Μοριά μοιάζει περισσότερο με απονενοημένο διάβημα. Όλες του οι αναφορές στην κυβέρνηση μένουν αναπάντητες, του δίνουν να καταλάβει ότι είναι παρείσακτος και, για του λόγου το αληθές, γίνεται στόχος τριών δολοφονικών ενεργειών που εξύφανε ο Κωλέττης. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Το αποκορύφωμα του κατατρεγμού του είναι η ανάθεση της αρχηγίας των όπλων στον Κίτσο Τζαβέλλα. Οι πολιτικοί γνώριζαν ότι ισχυρότερο πλήγμα δεν μπορούσε να δεχθεί ένας οπλαρχηγός από την αντικατάστασή του - και δη από Σουλιώτες. Όλοι περιμένουν μια δυναμική αντίδραση από μέρους του, αλλά ο κατατρεγμένος δεν θ’ αντισταθεί. Αντίθετα ο Γκούρας, με την υποστήριξη της Διοίκησης και με τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου έχει καταφέρει να εδραιώσει τη θέση του έναντι του Ανδρούτσου, που χωρίς φίλους και συμμάχους, χωρίς κάστρο και αρχιστρατηγία, νιώθει παρείσακτος στον ίδιο του τον τόπο.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiPqKomdqHOHh3XLXcPxFIxBclO6iewX9F174ugS5CDka6o6W87VdRGk99UjRHnXzY8TAZCaTp_kN6wdR9DaDLnx0lo2p-IOmLPPxzajQEhv2RwxVC_3-6rGXZKejMCeUoTX7E4eF7ZMAI/s719/odysseas-androutsos-theofilos.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiPqKomdqHOHh3XLXcPxFIxBclO6iewX9F174ugS5CDka6o6W87VdRGk99UjRHnXzY8TAZCaTp_kN6wdR9DaDLnx0lo2p-IOmLPPxzajQEhv2RwxVC_3-6rGXZKejMCeUoTX7E4eF7ZMAI/w446-h640/odysseas-androutsos-theofilos.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ο Ήρως της Γραβιάς Οδυσσεύς Ανδρούτσος το 1821» (1912)</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Από την οχύρωση της Ακροπόλεως στην οχύρωση της Μαυρότρουπας...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Η Σπηλιά αποτελεί απτή απόδειξη του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει ο Ανδρούτσος και στον τρόπο που αντιδρούσε στον έξωθεν κλοιό.</b> <b>Από την οχύρωση της Ακροπόλεως είχε ξεπέσει στην οχύρωση της Μαυρότρουπας.</b> Για να φτάσει κανείς στην είσοδο της Σπηλιάς, έπρεπε να αναρριχηθεί σε ξύλινες σκάλες μανταλωμένες στα βράχια. Ύψους σαράντα περίπου πόδια, η πρώτη σκάλα ήταν κάθετη, ενώ η δεύτερη σχημάτιζε γωνία και οδηγούσε σε μια τρίτη σκάλα στηριγμένη σε γείσωμα. Κατόπιν υπήρχε μια καταπακτή που, όταν έβγαιναν οι αμπάρες, οδηγούσε σε μια θολωτή καμάρα με τουφεκίστρες. Έξω από την κάμαρα υπήρχε ταράτσα με προμαχώνα και ανοίγματα για κανόνια. Το ύψος της Σπηλιάς έφτανε τα τριάντα πόδια και πάλι με σκαλοπάτια έφτανες σε ένα άλλο δώμα από συμπαγή πέτρα. Υπήρχαν ακόμα πολλές μικρότερες κάμαρες που συνδέονταν με στοά. Μια από αυτές είχε μετατραπεί σε παρεκκλήσι. Σημειωτέον ότι η Σπηλιά διέθετε δικό της νερό από μια κρυφή φλέβα του βουνού, οπότε αν αποσύρονταν οι σκάλες, μετατρεπόταν σε απάτητο φρούριο. Το ύψος της εισόδου από τη γη έφτανε περίπου τα διακόσια μέτρα. <b>Στα χρονικά της Επαναστάσεως δεν υπάρχει άλλη περίπτωση οπλαρχηγού που να είχε κατασκευάσει ένα παρόμοιο καταφύγιο.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Εκεί είχε εγκαταστήσει την οικογένειά του, αφότου την απέσυρε από την Ακρόπολη, με τέσσερις φρουρούς διαφορετικής εθνικότητας καθώς και έναν σκύλο αγραφιώτικο - σωστό λιοντάρι. Εκεί θα μπορούσε ο Οδυσσέας να κρύβεται για πολλούς μήνες, ωσότου αλλάξουν τα πράγματα και μεταβάλλει γνώμη η κυβέρνηση. Όταν του το πρότεινε ο Τρελόνυ, η απάντηση ήταν αποστομωτική: <b>ένα λάφι στα τελευταία του είναι πιο επίφοβο από ένα λιοντάρι αποκλεισμένο στη φωλιά του. </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Όντως δεν έμεινε αποκλεισμένος, μόνο που αυτή τη φορά είχε σημάνει η ώρα των Τούρκων. </b>Μέσα στην παραφορά του γράφει στον Στάνχοπ:<b> <i>«...για να προφυλάξουμε τη ζωή μας τελευταίο καταφύγιο δεν μας μένει τίποτ’ άλλο παρά να προσπέσουμε στο έλεος των Τούρκων». </i></b></span><span style="font-family: arial;"><i>Στέλνει τον Μουσταφά Γκέκα - έμπιστο Τουρκαλβανό - στον Ομέρ πασά, δηλώνει υποταγή με τον όρο να λάβει το καπετανάτο του Ευρίπου. Είναι φανερό δηλαδή ότι <b>τέσσερα χρόνια αγώνα δεν έχουν άλλάξει διόλου τα κριτήριά του: διατηρεί ακόμα την αυταπάτη ότι μπορεί να επιβιώσει σαν αρματολός της προεπαναστατικής περιόδου.</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η εξόφθαλμη, αυτή τη φορά, συμμαχία με τον εχθρό επισφραγίστηκε με ένα σώμα ντελήδων καβαλάρηδων που τον ακολούθησαν δίκην φρουράς και έναν μπέη, ο οποίος είχε άναλάβει την επιτήρηση του καπετάνιου, «ακολουθώντας με όμμα γαλήνιον, πλην ενύποπτον όλας τας κινήσεις του».</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Τρελόνυ - φύλακας της σπηλιάς - βγήκε από το κρησφύγετο και συνάντησε στη Λειβαδιά τον Οδυσσέα, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει ότι με τα νέα τάχα καπάκια επεδίωκε να σώσει τους πληθυσμούς και να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για να εξασφαλίσει το μερίδιό του από το δάνειο. Ο Άγγλος δεν πείστηκε από τις εξηγήσεις του και δεν δίστασε να του προτείνει να δραπετεύσουν στην Ιθάκη με το πλοίο του συνταγματάρχη Μπέικον. Κάθε προσπάθεια όμως ήταν μάταιη·</span><span style="font-family: arial;"> η τύχη του είχε κριθεί. </span><span style="font-family: arial;"><b>Η κυβέρνηση και ο Μαυροκορδάτος είχαν αποφασίσει τη φυσική εξόντωση του Ανδρούτσου. </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Τα γεγονότα της Μαυρότρουπας θυμίζουν μυθιστόρημα περιπετειών. Ο Σκωτσέζος Φέντον, που ήδη ήταν με τον Τρελόνυ στο κρησφύγετο, είχε συνωμοτήσει με τον Ζάρβις, άνθρωπο του Μαυροκορδάτου και τον Γουάιτκομπ. Με αφορμή ένα αγώνισμα σκοποβολής, τη στιγμή που ο ανύποπτος Τρελόνυ σημάδευε το στόχο, οι δύο Άγγλοι τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Ο Γουάιτκομπ προσπάθησε να ξεφύγει προς την έξοδο, αλλά ο σκύλος τού έκλεισε το δρόμο. Παρευθύς, εμφανίζεται ο Κάμερον (δεκανέας σε γαλλικό σύνταγμα πυροβολικού, που έμενε στη Σπηλιά) και πυροβολεί τον Φέντον στο κεφάλι, ενώ ο Τούρκος Αχμέτ, (άλλο μέλος της Σπηλιάς, κρεμάει τον Γουάιτκομπ ανάποδα. Ο Τρελόνυ είχε χτυπηθεί στη γνάθο και έφτυσε πολλά δόντια. Το άλλο βόλι τον έπληξε στη ράχη και σφηνώθηκε στη σπονδυλική στήλη. Παρά την απουσία γιατρού, η θηριώδης φύση του θα τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει.</div><div><br /></div><div>Η Σπηλιά θα παραδοθεί στη Διοίκηση από την Ανδρούτσαινα, ενώ ο Τρελόνυ θα φτάσει στη Ζάκυνθο με αγγλικό πλοίο. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας, παρά την υποστήριξη του Πανουργιά, νιώθει τον κλοιό γύρω του να στενεύει. Η κυβέρνηση έχει όλα τα εχέγγυα για να τον θεωρεί εχθρό του Αγώνα και του λαού και να ονομάζει την καταδίωξή του <b>«κακοδυσσέως η πανήγυρις». </b></div><div><b><br /></b></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="352" src="https://www.youtube.com/embed/-5xnVJ4m8FI" width="424" youtube-src-id="-5xnVJ4m8FI"></iframe></div><br /><b><br /></b></div><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Κακοδυσσέως η πανήγυρις»</span></b></div><div><b><br /></b></div><div>Θριαμβευτής του εμφυλίου, ο Γκούρας εισπράττει στο Ναύπλιο σαράντα χιλιάδες γρόσια και άλλες εκατό χιλιάδες για την καινούργια εκστρατεία. Ξεκινώντας στις 11 Μαρτίου μαζί με τον Κριεζώτη και έξι χιλιάδες στράτευμα, φροντίζει να πάρει μαζί του και τον αδελφό του Ανδρούτσου Βαγγέλη για να προσδώσει δικαιότερο χαρακτήρα στην καταδίωξη. Διαπιστώνοντας μάλιστα την απροθυμία των πληθυσμών βγάζει προκήρυξη για να τους συσπειρώσει: <i><b>«Ανάγκη λοιπόν μικροί και μεγάλοι να οπλισθήτε και ενωμένοι με τα υπό την οδηγίαν μου στρατεύματα του Έθνους να εκδικηθήτε εναντίον του εξωλεστάτου τούτου Οδυσσέως και του συμβούλου του μιαρωτάτου Άγγλου Τρελλώνη».</b></i></div><div><i><b><br /></b></i></div>Όταν πια και οι δικοί του - ακόμα και τ’ αδέλφια του - αρχίζουν να φεύγουν δελεασμένοι από την αντίπαλη παράταξη, που τους έταζε «τριών μηνών μισθούς», το μόνο που απομένει στον Οδυσσέα είναι είτε να καταφύγει οριστικά στου Τούρκους είτε να παραδοθεί ελπίζοντας στην επιείκεια των πολιτικών εχθρών του. <b>Η παράδοσή δεν έγινε χωρίς αμοιβαίες υποσχέσεις</b>. Ο Κριεζώτης - που είχε συμπολεμήσει με τον καταζητούμενο στην Εύβοια - ζήτησε να συναντηθούν και επικαλέστηκε τον πατριωτισμό του και τους κινδύνους της πατρίδας από την απόβαση του Ιμπραήμ. <b>Μάλιστα αν άφηνε τους Τούρκους του υπόσχονταν - του Γκούρα μη εξαιρουμένου - να τον αφήσουν ήσυχο.</b> Για την ειλικρίνεια του Κριεζώτη δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο <b>ο Γκούρας «πολιτευόταν» εκείνη την ώρα τον αντίπαλό του. Δεν ήθελε μόνο να έμφανίσει την παράδοση σαν στρατιωτική νίκη, αλλά απέβλεπε και στους «θησαυρούς» της Σπηλιάς, που εύκολα θα περιέρχονταν στα χέρια του.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;">Ωσότου ο Ανδρούτσος μεταχθεί στην Αθήνα, θα συμβούν πολλά - ακόμα και απόπειρα να τον απαγάγουν οι δικοί του - αλλά η μόνη λύση ήταν να πείσει την κυβέρνηση να τον περάσουν από «κριτήριο» για να αποδείξει την αθωότητά του. Φτάνοντας αλυσοδεμένος στην Αθήνα, θα αντιμετωπίσει για πρώτη φορά τη διαπόμπευση.<br /><br /><i><b>«Η υπόληψις αυτού παρά τω λαώ και τους στρατιώτας είχε παντελώς εκπέσει, και οικτράν πλέον μόνον εικόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ο Οδυσσεύς. Αι γυναίκες ερράπιζον αυτόν το δε πλήθος ολίγου δειν ελιθοβόλει καθ’ οδόν τον ήρωα του χανίου της Γραβιάς»</b></i>, γράφει ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι.</span><div><span style="font-family: arial;"><br />Ανάλογη εχθρότητα αντιμετώπισε τον πρώτο καιρό, όταν άνθρωποι βαλτοί από τον αντιφρούραρχο Μαμούρη τον περιύβριζαν και τον προπηλάκιζαν με απώτερο σκοπό να θεωρηθεί επικίνδυνος και να κλειστεί στο κάστρο. <b>Πράγματι κλείστηκε τελικά στον «Γουλά», τον φράγκικο πύργο της Ακρόπολης. </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg41YnZ02P37ZC-4XBbEdrbpRawdsG-FlBSPlg_96XWl516s9IWVkZ4hQ6kJrKI94kjBBQjmT-NpNcgH_kW2kkGrMTLSXtHXMHlEm_5pajcQOszIVYpMLAui8cIKilDn5hQIbwRUdWiBw8/s1226/Acropolis_Frankish_tower.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg41YnZ02P37ZC-4XBbEdrbpRawdsG-FlBSPlg_96XWl516s9IWVkZ4hQ6kJrKI94kjBBQjmT-NpNcgH_kW2kkGrMTLSXtHXMHlEm_5pajcQOszIVYpMLAui8cIKilDn5hQIbwRUdWiBw8/w640-h472/Acropolis_Frankish_tower.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Γουλάς» ή «Κουλάς», ο φράγκικος πύργος της Ακρόπολης, όπου φυλακίστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος</div><div style="text-align: center;">____________</div> <span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η δολοφονία</b></span></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στις 6 Ιουνίου θα δολοφονηθεί από τους Μαμούρη, Τριανταφυλλίνα, Παπακώστα και Θεοχάρη με σκληρά βασανιστήρια. Η διαταγή είχε δοθεί από τον Γκούρα με την εξής συνθηματική έκφραση προς τον Μαμούρη: </span><b style="font-family: arial;"><i>«να φροντίση να πωλήση το λάδι, διότι εάν μείνη απούλητον η τιμή θα ελαττωθή μεγάλως και θα χαθή».</i></b></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο Ιταλός Βιτάλης πιθανώς είναι η μοναδική στον κόσμο έκθεση όπου εκτός του θανάτου πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος. <i><b>«Τα θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλλόντα τον εγκέφαλον, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος».</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSeyMHpwm18Twvs88CruA3b2ZYVnyQ0BmWYACOXViIt0SrTfI6Iuy9uoQt17eri0Ue4gz0xgmb9qxX2onXuWtEFfOUGD-B5kK6Bew0ssGrfP755vfENuHiFdjgY9Hmk2vgYZhXwzt5euY/s500/309794_484945_1000_1000_inner.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSeyMHpwm18Twvs88CruA3b2ZYVnyQ0BmWYACOXViIt0SrTfI6Iuy9uoQt17eri0Ue4gz0xgmb9qxX2onXuWtEFfOUGD-B5kK6Bew0ssGrfP755vfENuHiFdjgY9Hmk2vgYZhXwzt5euY/w486-h640/309794_484945_1000_1000_inner.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Kοζή Δεσύλλα, Προσωπογραφία του Oδυσσέα Aνδρούτσου, γύρω στα 1870.</div><div style="text-align: center;">Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα</div><div style="text-align: center;">______________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: medium;"><b>Πηγές</b></span></div><div><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Κωστή Παπαγιώργη, Τα καπάκια, Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, εκδόσεις Καστανιώτη</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδόσεις Μπάυρον</span></li></ul></span></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-69237079220607305932021-03-11T19:25:00.000+02:002021-03-11T19:26:15.489+02:00Τα «Μαλαματένια λόγια»... με του Μάνου τα λόγια<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-y8A2z2wtz5rpLDRaz57UBwi1_HOq43Pye44wxuFJFtmimBXFjxro2or2bDNkiiuDs6f6Jx6PAhkmgRA3E-rbmMMriPw5Jux1edpeIgelPWAA8pz4BNXYtUgWX-X4bsgurOD1uHyeVyc/s696/%25CE%259C%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2582+%25CE%2595%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CE%25B8%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-y8A2z2wtz5rpLDRaz57UBwi1_HOq43Pye44wxuFJFtmimBXFjxro2or2bDNkiiuDs6f6Jx6PAhkmgRA3E-rbmMMriPw5Jux1edpeIgelPWAA8pz4BNXYtUgWX-X4bsgurOD1uHyeVyc/w640-h462/%25CE%259C%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2582+%25CE%2595%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CE%25B8%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Σκίτσο του Κώστα Γρηγοριάδη για την Εφημερίδα των Συντακτών (23/7/2018)</div><div style="text-align: center;">_______________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Αυτός ο ακριβός ποιητής...»</b></span></div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;">«Αυτός ο ακριβός ποιητής, μέσα στη γενική του γενναιοδωρία, </div><div style="text-align: right;">έστειλε με αγάπη πολλά από τα ποιητικά παιδιά του στο σχολείο της μουσικής </div><div style="text-align: right;">όπου και αρίστευσαν χαριζόντάς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλή και γνήσια ομορφιά».</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: right;"><b>Γιάννης Βαρβέρης, για τον Μάνο Ελευθερίου</b>, Απρίλιος 2009</div><div style="text-align: right;"><br /></div><div style="text-align: left;">«Γεννήθηκα στη Σύρο. Έμεινα εκεί έως τα δεκαπέντε μου χρόνια. Κάποια μέρα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με εκκλησιαστικά κείμενα και συγκεκριμένα το ωρολόγιο πρόγραμμα της εκκλησίας, της γιαγιάς μου, με τον Ακάθιστο ύμνο και τα λοιπά, όπου κάθισα και τα έμαθα όλα απ’ έξω. Μετά το έχασα αυτό το βιβλίο, αλλά λίγο καιρό μετά νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε μία δασκάλα, εκεί γύρω στο 1950, η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά ήταν αυτή, η οποία πέθανε πρόπερσι. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Η μητέρα μου, μου είχε απαγορεύσει να πηγαίνω στο δωμάτιό της, αλλά εγώ είχα δει ότι είχε επάνω στο κομοδίνο της κάτι βιβλία. Πηγαίνω, τα κοιτάζω και βλέπω ότι ήταν η «Ποιητική Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη. <b>Εκεί διάβασα πρώτη φορά ποιήματα του Καρασούτσα για παράδειγμα, θυμάμαι τον πρώτο στίχο που έλεγε «Ω, συ που είσαι θέρος στις αχανείς εκτάσεις», τι είναι αυτό; </b></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Μέχρι τότε απήγγειλα βέβαια ποιήματα στο σχολείο, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα, τα μάθαινα παπαγαλία. Τώρα άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω, τι είναι αυτά τα πράματα; Και έτσι πήγαινα κάθε μέρα και διάβαζα ποιήματα. </div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Μια μέρα στο σχολείο, ο διευθυντής, ο κύριος Παλαιολογόπουλος που ήταν φιλόλογος, μπήκε και μας είπε: <b>«παιδιά μου, εχθές η Ελλάδα έχασε ένα μεγάλο λογοτέχνη, το Γρηγόριο Ξενόπουλο»</b>, ήταν το 1951, τι πάει να πει λογοτέχνης ούτε που ήξερα. Μου 'μεινε όμως η λέξη όπως και το όνομα, γι’ αυτό και στη μνήμη του πέρσι, αγόρασα σαράντα σελίδες του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ένα μονόπρακτο.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: right;">Μάνος Ελευθερίου, Συνταξιούχος υπάλληλος, του Νίκου Ορφανού</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6xrlevUkhfC4D0I-_2fVZk8_GsiCuaXv06oCDTsaWM4E4vnKznoBkQ6vPL_lOu_nPNwM_2ZPKLukfya-6Pz4nxNja08ebBR5Oik7EpSu3RYkwwJP20TTIZd7TiW47v3SYF64htLqR5nY/s1460/%25CE%25A3%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582.tif"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6xrlevUkhfC4D0I-_2fVZk8_GsiCuaXv06oCDTsaWM4E4vnKznoBkQ6vPL_lOu_nPNwM_2ZPKLukfya-6Pz4nxNja08ebBR5Oik7EpSu3RYkwwJP20TTIZd7TiW47v3SYF64htLqR5nY/w490-h640/%25CE%25A3%25CF%258D%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582.tif" /></a></div><div style="text-align: center;">Οικογενειακή φωτογραφία στη Σύρο, πριν το 1952 </div><div style="text-align: center;">Ο Μάνος Ελευθερίου (αριστερά), η Αγγελική (δεξιά), η μητέρα του Ευδοξία (κέντρο) με τον Στέλιο και τη Λιλή στην αγκαλιά της</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«...με τα μαλάματά της τα πολλά»</b></span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Το μόνο που θυμάμαι από τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ότι γράφτηκαν με πάρα πολύ άγχος, Κυριακές, από τη μαύρη νύχτα μέχρι το βράδυ, Σάββατα απόγευμα, υπέφερα κυριολεκτικά με αυτό το τρα γούδι. Δυστυχώς δεν κράτησα τις διαδοχικές γραφές. [...]</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Μου ζητάτε να σας μιλήσω στίχο στίχο για τα «Μαλαματένια λόγια». Ας το δοκιμάσουμε:<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Μαλαματένια λόγια στο μαντίλι,</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές.</i></div></i><div style="text-align: center;"><br /></div><b>Η λέξη «μαλαματένια» δεν είναι του Σεφέρη, όπως μου καταλόγισε κάποιος βλαξ.</b> Λες και οι λέξεις έχουν αποκλειστικότητα. Βεβαίως υπάρχουν λέξεις τις οποίες δεν μπορείς να χρησιμοποιείς αν δεν κάνεις αναφορά του προγόνου τους, όπως π.χ. «ανεπαισθήτως». Τη λέξη τη «βούτηξα» από τον Βάρναλη. Ήταν 1956, νομίζω, όταν γιορτάζονταν τα πενηντάχρονά του στο Ιντεάλ ή στο Τιτάνια και εκεί διάβασε η ηθοποιός Κυβέλη ποιήματά του. Μίλησε και ο Βάρναλης, μίλησε και ο Νίκος Βέης. Ο Βέης ήταν μέγας καθηγητής, γερμανοτραφής και ο πρώτος που κατέγραψε κώδικες του Αγίου Όρους δουλεύοντας δεκαοκτώ ώρες την ημέρα. Εκεί διάβασε η Κυβέλη: <b>«Η θάλασσα, με τα μαλάματά της τα πολλά»</b>. Εκεί τινάχτηκα. Και ο στίχος <b>«Μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά»</b>, στο τραγούδι <b>«Του κάτω κόσμου τα πουλιά» από εκεί προέρχεται. Μου άρεσαν τα οκτώ «α» στη σειρά: «Στα-μα-λά μα-τα-μια νύφη ξαγρυπνά». Αυτά τα «α» με τρέλαιναν κάποτε.</b> </span><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Σκεφτείτε πόσα «α» έχει ο στίχος του Σικελιανού: «Κι απ' τη χαρά τα μάτια της είναι διπλά ανοιχτά» και πόσα «α» έχει ο στίχος του Βαμβακάρη, αν είναι δικοί του οι στίχοι: «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα κατσαρά μαλλιά». Δεκατέσσερα «α» στη σειρά! </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η λέξη «μαλάματα» είναι λοιπόν από τον Βάρναλη , αλλά τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά και από τη Σύρο. <b>Η γιαγιά μου έλεγε για μια γυναίκα «ήρθε και ήταν μες στο μάλαμα»</b>, εννοώντας ότι φορούσε πολλά κοσμήματα. Ήταν ξεχασμένη λέξη κι όταν την άκουσα από τον Βάρναλη, ήρθε πάλι στον αφρό.<br /><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>σου μάθαινε το αύριο και το χθες.</i></div></i><br />Το αλφαβητάρι το είδα σε μια σκηνή από ένα αναγνωστικό που διαβάζει μια κοπέλα. Βλέπετε, η κάθε σκηνή παραπέμπει αλλού.<br /><div style="text-align: center;"><i>Μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>με του καιρού δεμένος τις κλωστές.</i></div></i><br />Έχω ξεφύγει από αυτά και βρίσκομαι στον δρόμο της ποίησης.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Τ' αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία</i></div><div style="text-align: center;"><i>που στράγγιξες χαμένη μια γενιά.</i></div><br /><b>Παρόλο που παραπέμπει στον στίχο του Σεφέρη, δεν έχει καμία σχέση. Μετά θυμήθηκα ότι υπάρχει κι αυτός ο στίχος, και ήταν πολύ αργά για να τον βγάλω, αλλιώς θα τον άλλαζα οπωσδήποτε. Η χαμένη γενιά είναι η γενιά της Ωραίας Ελένης. Κάνω άλματα μέσα στην ιστορία.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b><div style="text-align: center;"><i>Καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά.</i></div></i><br />Η Μαρία ήταν ένα κορίτσι που είχαν συλλάβει την περίοδο της Χούντας και είχαμε μάλιστα μάθει ότι τη βασάνισαν. Φυσικά δεν λεγόταν Μαρία. Ήταν φίλη μου. Έδωσε αργότερα κατάθεση στην Ευρώπη για τα βασανιστήρια. Είναι επώνυμο πρόσωπο.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Κι όχι να ζεις μ' αυτήν την κομπανία</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά.</i></div></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Η λογοκρισία είχε σβήσει τη λέξη «συμμορία» και ο Μαρκόπουλος το έκανε «κομπανία». Δεν ξέρω ποια ζώα ήταν στις επιτροπές της λογοκρισίας εκείνη την εποχή.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>απ' του καιρού την άγρια πληρωμή.</i></div></i><br />Πάρα πολλοί γυρνούσαν τότε από τις εξορίες, λίγο αργότερα από τις Σοβιετικές Ενώσεις ή είχαν, επιτέλους, αποφυλακιστεί ύστερα από πολύχρονη φυλάκιση. <b>Αυτό ήταν η «πληρωμή» για πολλούς, ιδιαίτερα για όσους φυλακίστηκαν με την κατηγορία, τη μόνη κατηγορία, ότι ήταν κομμουνιστές. Για εκείνους που κατηγορήθηκαν για φόνους και ήδη είχαν πάρει τον δρόμο των ουρανών από χρόνια.</b><br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι</i></div><div style="text-align: center;"><i>τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή.</i></div><br />Αυτό είναι ποιητικό. Παραπέμπει σε λόγια της «μαγείας» και σε εξωπραγματικές καταστάσεις.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>και το μαράζι δίχως αφορμή.</i></div></i><br />Βρήκαν την κακομοιριά μας. <b>Δεν υπάρχει περίπτωση μια φλόγα να μην τρέμει. Η φλόγα πάντα τρέμει. Κι όμως υπήρχαν άνθρωποι απαθείς, αμέτοχοι, ασυγκίνητοι, δήθεν απολίτικοι και γι' αυτό επικίνδυνοι για την εθνική υγεία. Αφορμή υπήρχε για το μαράζι αυτών που γύριζαν. Γι' αυτούς υπήρχε μαράζι, το ανεκπλήρωτο όνειρο μιας ιδανικής κοινωνίας, η οποία ποτέ δεν γινόταν πραγματικότητα. </b>Το πλήρες αδιέξοδο το είδαν όσοι επέζησαν μετά το 1989. Το ποίημα όμως είχε γραφτεί είκοσι χρόνια πριν.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι</i></div><div style="text-align: center;"><i>τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά.</i></div><br />Εδώ πια έχω φτάσει στα όρια της τρέλας.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει</i></div><div style="text-align: center;"><i>ένα σκυλί τη νύχτα που διψά</i></div><div style="text-align: center;"><i>Γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη</i></div><div style="text-align: center;"><i>παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.</i></div><br />Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά το νιώθω. Υπάρχει μια διάψευση, αλλά δεν μπορώ να την εξηγήσω.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια</i></div><div style="text-align: center;"><i>θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή.</i></div><br />Εδώ αναφέρομαι στους Γερμανούς και στις εκτελέσεις της Καισαριανής.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Πώς έγινε με τούτο τον αιώνα</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>και γύρισε καπάκι η ζωή</i></div><div style="text-align: center;"><i>Πώς το 'φερε η μοίρα και τα χρόνια</i></div><div style="text-align: center;"><i>να μην ακούσεις έναν ποιητή.</i></div></i><br /><b>Λέγοντας «ποιητής» εννοούσα προφήτης. Θα ήθελα να υπάρχει ένας καινούργιος Άγγελος Σικελιανός, ακόμα και ένας Παλαμάς. Μπορεί να ήταν μεγαλόστομος και πομπώδης, αλλά σε ορισμένες ώρες ήταν χρήσιμος, άσχετα από την ποιητική αξία.</b><br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>ποιος είναι ο καπετάνιος στα βουνά.</i></div></i><br />Αυτή είναι μια πολύ παλιά ρήση, ήμουν παιδάκι όταν την άκουγα και βέβαια –κρυφά – εννοώ τον Άρη Βελουχιώτη, παλιό μου είδωλο, τον οποίο αναφέρω και χρόνια μετά σε στίχο ποιήματος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><i>Ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη</i></div><div style="text-align: center;"><i>και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά</i></div><div style="text-align: center;"><i>Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι</i></div><div style="text-align: center;"><i>ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.</i></div><br />Δεν θες μια συνέχεια; Δεν πρέπει η φυλή να έχει μια συνέχεια; Τότε που το έγραφα έβλεπα μια συνέχεια. <b>Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως συνέχεια, τους επόμενους από μένα σκεφτόμουν. Θα ήταν πολύ υπεροπτικό και βλακώδες να σκεφτώ ότι είμαι η συνέχεια του Σολωμού, ο οποίος πάλευε για τα ίδια πράγματα αλλά σε άλλες σφαίρες, σε άλλες συνθήκες.</b> Μια φορά έγραψα μια αφιέρωση σε κάποιον, στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, το 1962, «για έναν καλύτερο κόσμο». <b>Το ένιωθα αυτό το πράγμα, νομίζαμε ότι αλλάζαμε τον κόσμο με τα τραγούδια και με ό,τι γράφαμε. Είχα κουραστεί αφάνταστα να γράψω τη Θητεία. Δεν ήταν εύκολο. Το κουραστικό βέβαια δεν ήταν να γράψω τις ομοιοκαταληξίες, αυτό ήταν εύκολο, δεδομένο. Έπρεπε να προσαρμόσω ιδέες, αναμνήσεις, καταγγελίες, οράματα, αγανάκτηση και ελπίδες στις ομοιοκαταληξίες. Αυτό ήταν ο κόμπος.</b><br /><div style="text-align: center;"><i><br /></i></div><div style="text-align: center;"><i>Με δέσαν στα στενά και στους Κανόνες</i></div><div style="text-align: center;"><i>και ξημερώνοντας μέρα κακή.</i></div><div style="text-align: center;"><i><div>[τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες</div><div>με πήραν και με βάλαν σε κλουβί]</div></i></div><br />Το σωστό είναι «Παρασκευή», για να ομοιοκαταληκτεί ακριβώς με τη λέξη «αργυραμοιβοί», όχι «μέρα κακή» - το αλλάξαμε για τη λογοκρισία. Οι «Κανόνες» είναι με κάπα κεφαλαίο, από τον θρησκευτικό Κανόνα. Έτυχε μέρα Παρασκευή να εκδηλωθεί το κίνημα της Χούντας, αλλά και Παρασκευή να γίνει η δολοφονία του Λαμπράκη. Δικαίως η λογοκρισία ενοχλήθηκε.<br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Και στα υπόγεια ζάρια στους αιώνες</i></div><div style="text-align: center;"><i>παιχνίδια παίζουν οι αργυραμοιβοί.</i></div><div style="text-align: center;"><br /></div>Τους αργυραμοιβούς τους έλεγαν σαράφηδες, Η λέξη «σαράφης» ήταν πιο οικεία, ήθελα να τη βάλω, αλλά δεν μου έβγαινε ποιητικά. <b>Πλέον, και τη λέξη «σαράφης» και τη λέξη «αργυραμοιβός» δεν τις ξέρει κανείς. Κάποτε η οδός Αθηνάς ήταν γεμάτη σαράφηδες, τους πήγαινες κάτι, σου έλεγαν «τόσα».</b><br /><br /><div style="text-align: center;"><i>Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής.</i></div></i><br /><b>Αυτό είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Ζαμπέτα. Όταν του διάβασα τους στίχους, χωρίς το συγκεκριμένο εξάστιχο, μου λέει: Αυτό, μάγκα μου, δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο». Το «μάγκας και νταής» το πρόσθεσα στο τέλος, ενθυμούμενος τον Ζαμπέτα. Μου άρεσαν αυτές οι λέξεις. Κυρίως με ενθουσίασε η εγκαρδίωση του Ζαμπέτα. </b>Όταν γύρισα το βράδυ στο σπίτι μου, κάθισα και έγραψα την πρώτη μορφή του εξάστιχου.<br /><div style="text-align: center;"><i>Περνούσα τα δικά σου δικαστήρια</i></div><i><div style="text-align: center;"><i>αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις</i></div><div style="text-align: center;"><i>Να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια</i></div><div style="text-align: center;"><i>και σαν κακούργο να με τιμωρείς.</i></div></i><br />Εδώ είναι ερωτικό το περιεχόμενο. Παρατραβηγμένα πράγματα. Είχε κι άλλα αυτή η ενότητα, αλλά δεν κράτησα τίποτα από τις διαδοχικές γραφές. Τις πέταξα.</span><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Μάνος Ελευθερίου, Μαλαματένια λόγια, Αυτοβιογραφική Αφήγηση</b>, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">καταγραφή - επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής - Ηρακλής Οικονόμου, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="372" src="https://www.youtube.com/embed/2cy4qVgiznI" width="448" youtube-src-id="2cy4qVgiznI"></iframe></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;">Μαλαματένια Λόγια</div><div style="text-align: center;">Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου</div><div style="text-align: center;">Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος</div><div style="text-align: center;">Πρώτη ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Λάκης Χαλκιάς, Τάνια Τσανακλίδου</div><div style="text-align: center;">Από το δίσκο «Θητεία», 1974</div><div style="text-align: center;">________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η Θητεία, ήταν όπερα για τον Γρηγόρη Λαμπράκη </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Οι στίχοι είχαν ήδη δημοσιευτεί στην τρίτη ποιητική συλλογή του Ελευθερίου, «</span><span style="font-family: arial;">Τα Ξόρκια</span><span style="font-family: arial;">»</span><span style="font-family: arial;"> (1973). Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ποιήματος και στίχων. Η σειρά των στροφών είναι διαφορετική (επιλογή του Μαρκόπουλου) και από το τραγούδι λείπει η τελευταία στροφή του ποιήματος. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί. </i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι</i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>ληστές να τις φυλούν και θυρωροί. </i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον Άδη </i></span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i>και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Τα τραγούδια του δίσκου, πριν ηχογραφηθούν -</span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 - </span><span style="font-family: arial;">τα είχε παρουσιάσει ο Νίκος Ξυλούρης στη Λήδρα, στην Πλάκα. Σε δίσκο </span><span style="font-family: arial;">κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 1974, λίγους μήνες πριν πέσει η χούντα. Ο ίδιος ο Μάνος Ελευθερίου, <a href="https://popaganda.gr/people/o-manos-eleftheriou-adiafori-gia-ton-thanato/" target="_blank">σε συνέντευξή του στον Γιώργο Βουδικλάρη, τον Οκτώβριο του 2017</a>, λέει σχετικά: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«<b>Η Θητεία με το Μαρκόπουλο ήταν μεγάλη στιγμή</b>. Έπρεπε να έβλεπες όταν παιζόταν στη Λήδρα στην Πλάκα, πριν κυκλοφορήσει σε δίσκο. Ο Μαρκόπουλος είχε την πρόνοια, για να δει και τις αντιδράσεις του κοινού, να διορθώσει ίσως αν ήθελε, κι έπαιζε τα έργα του μπροστά σε κοινό πριν τα ηχογραφήσει. Γινόταν χαμός κάθε βράδυ! Ώσπου μια φορά η Ασφάλεια μυρίστηκε τι γίνεται…Ήταν μέσα στη χούντα… Ο δίσκος κυκλοφόρησε μετά; Νομίζω μέσα στη χούντα κυκλοφόρησε. Πριν πέσει λίγο, το ’74. <b>Η Θητεία ήταν μια όπερα. Και μετά διαλέξαμε αυτά τα κομμάτια.»</b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="308" src="https://www.youtube.com/embed/1R_Cv6dwUkI" width="371" youtube-src-id="1R_Cv6dwUkI"></iframe></div></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.themachine.com.cy/manos-eleutheriou/" target="_blank">Σε μια συνομιλία του με τον Νίκο Ορφανό</a>, </span><span style="font-family: arial;">ο Μάνος Ελευθερίου αναφέρεται πάλι στη «Θητεία» και στα «Μαλαματένια λόγια»: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«Τη Θητεία την ηχογραφήσαμε μέσα στη χούντα. Τότε έγραφα συγκλονισμένος από όλα αυτά που ζούσαμε με τη χούντα. Για την ακρίβεια, <b>η Θητεία, ήταν όπερα για το Γρηγόρη Λαμπράκη</b>. Είχα πάει στην κηδεία του Λαμπράκη, αλλά και του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σωτήρη Πέτρουλα. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Ο Πέτρουλας έμενε κάπου στην Ακαδημία Πλάτωνος, είχαμε περπατήσει μέσα σε κάτι λιβάδια ήτανε, σιτοβολώνες ήτανε και φτάσαμε στο σπίτι του βράδυ, ήταν η μάνα του εκεί θυμάμαι με κάτι γυναίκες, οι αδερφές του με κάτι κεριά αναμμένα εκεί πέρα και <b>θυμάμαι τη μάνα του που λέει σε μια στιγμή: </b></i><b>«εγώ είμαι βέργα τ’ αρμυρού, κι ό,τι μου τύχει το μπορού»</b><i><b>. Απαπααα, τρελάθηκα. Τώρα του αρμυρού νερού, που η βέργα, το φυτό, γίνεται ντούρο στο νερό μέσα, του Αλμυρού της περιοχής, ποιος ξέρει.</b><br /><br />Μας λογόκρινε η χούντα συνεχώς, μας καθυστερούσε, το «ξημερώνοντας μέρα κακή» στο τραγούδι, κανονικά ήταν «ξημερώνοντας Παρασκευή», γιατί Παρασκευή είχε γίνει το πραξικόπημα. Ή το « να ζεις μ’ αυτή την κομπανία», κανονικά ήταν «μ’ αυτή τη συμμορία» και εν τω μεταξύ αλλοίωνε και τη ρίμα, γιατί το συμμορία κάνει απόλυτη ομοιοκαταληξία, με το –ρια του προπροηγούμενου στίχου, βλακείες δηλαδή. Μου έλεγε ο Μαρκόπουλος πρέπει να αλλάξουμε αυτό το στίχο, στα «Λόγια και τα χρόνια», που λέει «και του καημού την πόρτα να χτυπήσεις», κανονικά έγραφα «και του λαού την πόρτα να χτυπήσεις», μου έλεγε ο Μαρκόπουλος να βάλουμε «και του λαγού την πόρτα», άκου τώρα, του λαγού (γέλια). </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>Εκεί που γράφω «πως το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια, να μην ακούσεις έναν ποιητή», σκεφτόμουν το Μαγιακόφσκι και πως αυτοκτόνησε εκεί στη Ρωσία, ένα τέτοιο πράγμα ήθελα να υπενθυμίσω, να υπάρχει εκεί.</b></i><b><i>»</i></b></span><i style="font-family: arial;"> </i></div><div><i style="font-family: arial;"><br /></i></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjJPjS5JZar0b_a9d1lI468IuT_SoSaU9Jykk8lC2VtCJHFytvY8pT_gDYA3OmpN2SBCXTcfK1ZijPbB2VaPKJAFEDtWd3QUQZht5TJk_9q_NDEE5yVnPvVnFqTOJvEiwKywCgZXSXYoa8/s747/%25CE%25A0%25CE%25B9%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B7%25CF%2582_%25CE%259C.+%25CE%2595%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CE%25B8%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjJPjS5JZar0b_a9d1lI468IuT_SoSaU9Jykk8lC2VtCJHFytvY8pT_gDYA3OmpN2SBCXTcfK1ZijPbB2VaPKJAFEDtWd3QUQZht5TJk_9q_NDEE5yVnPvVnFqTOJvEiwKywCgZXSXYoa8/w484-h640/%25CE%25A0%25CE%25B9%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B7%25CF%2582_%25CE%259C.+%25CE%2595%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CE%25B8%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μάνος Ελευθερίου διά χειρός Ανδρέα Πιπερίδη</div><div style="text-align: center;">________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #2b00fe; font-size: medium;"><b>Πηγές</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><ul style="text-align: left;"><li><b>Μάνος Ελευθερίου, Μαλαματένια λόγια, Αυτοβιογραφική Αφήγηση, καταγραφή - επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής - Ηρακλής Οικονόμου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021</b></li></ul></div></span></div><div><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://popaganda.gr/people/o-manos-eleftheriou-adiafori-gia-ton-thanato/" target="_blank">Μάνος Ελευθερίου: «Εμένα ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει, εκεί ο πέλεκυς είναι μια και καλή»</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://dimartblog.com/2018/06/24/malamatenia-logia-3/" target="_blank">ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΛΟΓΙΑ</a></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><a href="https://www.themachine.com.cy/manos-eleutheriou/" target="_blank">ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ. | TΟΥ ΝΙΚΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ</a></li></ul></div></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-86464783119146856232021-03-07T20:10:00.001+02:002022-03-21T07:57:52.358+02:00«Χωρίς εμάς η Άγρια Γυναίκα πεθαίνει. Χωρίς την Άγρια Γυναίκα πεθαίνουμε εμείς», Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους<div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhL35VtHVe-VxGFiW4HI3jXPfdUBdkFmxutf6cogE9BNA_fFmuOXWDa4FWQljKTucSIXMp871uFaS9xiX_egdoOf6qN7MRRGTBb0lZtLoijSJD5NqTR6l0cpbKzFZWdMjrWyuElEeDJlh4/s682/Anna+Taut%252C+Awakening+of+wolfs%252C+2011.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhL35VtHVe-VxGFiW4HI3jXPfdUBdkFmxutf6cogE9BNA_fFmuOXWDa4FWQljKTucSIXMp871uFaS9xiX_egdoOf6qN7MRRGTBb0lZtLoijSJD5NqTR6l0cpbKzFZWdMjrWyuElEeDJlh4/w530-h640/Anna+Taut%252C+Awakening+of+wolfs%252C+2011.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Anna Taut, Awakening of wolfs, 2011</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Η Άγρια Γυναίκα είδος υπό εξαφάνιση...</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Η άγρια ζωή και η Άγρια Γυναίκα τελούν υπό εξαφάνιση πλέον. Με την πάροδο του χρόνου, η ενστικτώδης φύση της θηλυκότητας λεηλατήθηκε, αναχαιτίστηκε και υπερδομήθηκε. Έπεσε θύμα κακομεταχείρισης για μεγάλες περιόδους, ακριβώς όπως η άγρια ζωή και οι άγριοι τόποι.<br /><br />Κι όμως, <b>οι υγιείς λύκοι και οι υγιείς γυναίκες έχουν κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά: οξυμμένη διαίσθηση, παιχνιδιάρικο πνεύμα και μεγάλη ικανότητα αφοσίωσης. Από τη φύση τους, οι λύκαινες και οι γυναίκες θέλουν να σχετίζονται, είναι φιλοπερίεργες, πολύ ανθεκτικές και δυνατές. Βαθιά διαισθητικές, φροντίζουν με κάθε τρόπο τα μικρά τους, τους συντρόφους τους και την αγέλη τους. Είναι ικανές να προσαρμόζονται σε συνθήκες που διαρκώς αλλάζουν, μένουν αφοσιωμένες μέχρι τέλους και επιδεικνύουν μεγάλη γενναιότητα.</b><br /><br />Και οι λύκαινες και οι γυναίκες κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν και κατηγορήθηκαν άδικα ότι προξενούν μεγάλα κακά, ότι δρουν ύπουλα, πάντα επιθετικά, και ότι αξίζουν λιγότερο από τους επικριτές τους. Έγιναν στόχος όσων θέλησαν να εξαφανίσουν καθετί άγριο, και μαζί τα άγρια τοπία της Ψυχής, να εξοντώσουν καθετί ενστικτώδες, μέχρι να μη μείνει ίχνος του. Τους λύκους και τις γυναίκες τους κυνηγούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όσοι έχουν παρεξηγήσει τη φύση αυτών των δύο.<br /><br />Άσχετα με τις πολιτισμικές της καταβολές, κάθε γυναίκα κατανοεί ενστικτωδώς τις λέξεις «άγρια» και «γυναίκα». Όταν ακούμε αυτές τις λέξεις, μια παλιά, πολύ παλιά ανάμνηση αναδεύεται μέσα μας και ξαναζωντανεύει. Μας θυμίζει ότι <b>συγγενεύουμε απόλυτα, αδιαμφισβήτητα και αμετάκλητα με την άγρια θηλυκότητα - σχέση που παραμελήθηκε τόσο, ώστε έχασε την υπόστασή της, θάφτηκε μέσα στην υπερβολική εξημέρωση, τέθηκε εκτός νόμου από τη γενικότερη κουλτούρα, κατάντησε ακατανόητη για όλες.</b> Έχουμε πια ξεχάσει τα ονόματά της, δεν απαντάμε στα κελεύσματά της, κι όμως μέσα μας βαθιά, στο μεδούλι, την αναγνωρίζουμε και την αποζητάμε: Μας ανήκει και της ανήκουμε, το ξέρουμε.<br /><br /><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGLDVayr72Fq-VurNtGFl0gYJVbkZvNEVrmeoUyHAUorkc-XObEO1oA10xHbjObdZ1JU56dm0C-YnTDrK2SWsZ_7kqvSmoBxErD6G84OlmgHXAdERK_TGoZ17gIacLjZzKY6X3ZkELBow/s570/a684a22465785afc963e966ee6137dd6.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="570" data-original-width="445" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgGLDVayr72Fq-VurNtGFl0gYJVbkZvNEVrmeoUyHAUorkc-XObEO1oA10xHbjObdZ1JU56dm0C-YnTDrK2SWsZ_7kqvSmoBxErD6G84OlmgHXAdERK_TGoZ17gIacLjZzKY6X3ZkELBow/w500-h640/a684a22465785afc963e966ee6137dd6.jpg" width="500" /></a></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span></div>Αυτή η εφήμερη «γεύση του άγριου»</b></span></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b><br /></b></span></span><div><span style="font-family: arial;">Από αυτή τη θεμέλια, στοιχειακή και ουσιώδη σχέση γεννηθήκαμε είναι η ουσία από την οποία ξεπηδήσαμε. </span><b style="font-family: arial;">Είναι στιγμές που σχετιζόμαστε μαζί της, έστω και φευγαλέα, κι αυτό μας κάνει να την ποθούμε διακαώς.</b><span style="font-family: arial;"> Σε κάποιες γυναίκες αυτή η ζωογόνα «γεύση του άγριου» έρχεται στη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης, όταν θηλάζουν, όταν αναθρέφουν ένα παιδί και βλέπουν το θαύμα της αλλαγής και της μεταμόρφωσης, όταν φροντίζουν μια ερωτική σχέση όπως φροντίζει κανείς τον κήπο του.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><b>Μια κάποια «γεύση του άγριου» παίρνουμε και μέσω της όρασης, όταν βλέπουμε κάτι εξαιρετικά ωραίο.</b> Έχω τη «γεύση του άγριου» μπροστά σε ένα ηλιοβασίλεμα από αυτά που σε αφήνουν με ανοιχτό στόμα όταν βλέπω τις βάρκες να έρχονται από το βάθος της λίμνης, το σούρουπο, με τα πυροφάνια αναμμένα όταν είδα τα δαχτυλάκια των ποδιών του νεογέννητου μωρού μου, ένα ένα στη σειρά, σαν γλυκά καλαμποκάκια. Παντού μπορούμε να τη δούμε και να τη νιώσουμε.<br /><br /><b>Μπορούμε και να την ακούσουμε.</b> Μέσα από τη μουσική που δονεί το κέντρο του κορμιού μας και ξεσηκώνει την καρδιά, μέσα από το χτύπημα του τυμπάνου, το σφύριγμα, το κάλεσμα και την κραυγή. <b>Μέσα από τη λέξη, γραπτή ή προφορική. Μερικές φορές μια λέξη, μια πρόταση, ένα ποίημα ή μια ιστορία έχουν τέτοια διαύγεια και ακρίβεια, που μας κάνουν να θυμηθούμε –έστω και προς στιγμή- από τι είμαστε φτιαγμένες, ποιος είναι ουσιαστικά ο γενέθλιος τόπος μας.</b><br /><br /><b>Αυτή η εφήμερη «γεύση του άγριου» έρχεται και στη διάρκεια του μυστηρίου της έμπνευσης- ω. . , νάτη α έφυγε.</b> Λαχταράμε ακόμα ... περισσότερο να τη γευτούμε όταν συναντάμε κάποια που διαφυλάσσει τη σχέση της με το άγριο, αλλά κι όταν συνειδητοποιούμε ότι αφιερώσαμε ελάχιστο ή καθόλου χρόνο στη μυστηριακή εστία, στην εποχή των ονείρων, στο δημιουργικό κομμάτι της ζωής μας, στο πιο σημαντικό μας έργο, στις αληθινές αγάπες μας.<br /><br /></span><div><span style="font-family: arial;">Κι όμως, αυτές οι εφήμερες γεύσεις του άγριου, που μας τις δίνει η ομορφιά αλλά και η απώλεια, μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε τόσο στερημένες, αναστατωμένες και γεμάτες λαχτάρα, που να ακολουθήσουμε εντέλει την άγρια φύση μας.<br /><br />Κι όταν βρούμε τα ίχνη της, να κινητοποιήσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να προφτάσουμε, να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα με τη δουλειά, με τη σχέση, με την ίδια μας τη σκέψη, να γυρίσουμε σελίδα, να κάνουμε διάλειμμα, να σπάσουμε κανόνες, να σταματήσουμε την περιστροφή της Γης, να κάνουμε τα πάντα, αφού δεν αντέχουμε άλλο χωρίς τη γεύση του άγριου.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDKQu3wnpuC8JZCdZtKr2bGd2JDgWCzkOawuu-m4Vtx8o28_WeJlfEt3iNsNJSbL_sd3Q5lfjSc5i_5JpGEhz9FaQjNKJ-Vke_TAuZZykn_vipz7JOzaiwpBLL2EEnG5fSzzRPPMv4Mwc/s847/6235e97a0edae65466d6658fe323307f.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="847" data-original-width="564" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDKQu3wnpuC8JZCdZtKr2bGd2JDgWCzkOawuu-m4Vtx8o28_WeJlfEt3iNsNJSbL_sd3Q5lfjSc5i_5JpGEhz9FaQjNKJ-Vke_TAuZZykn_vipz7JOzaiwpBLL2EEnG5fSzzRPPMv4Mwc/w426-h640/6235e97a0edae65466d6658fe323307f.jpg" width="426" /></a></div><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Όταν οι γυναίκες βρίσκονται κοντά στην άγρια φύση τους, λάμπουν»</b></span><br /><br /><b>Όσες γυναίκες την έχασαν και την ξαναβρήκαν δεν θέλουν να την αποχωριστούν.</b> Θα δώσουν σκληρές μάχες για να την κρατήσουν, αφού αυτή κάνει τη δημιουργική τους ζωή να ανθεί, αυτή δίνει νόημα, βάθος και υγεία στις σχέσεις τους, αυτή αποκαθιστά τους γυναικείους κύκλους της ερωτικής ζωής, της δημιουργικότητας, του έργου και του παιγνιδιού. <b>Όσες γεύονται το άγριο δεν είναι πια θηράματα στο έλεος των κυνηγών, αλλά έχουν το δικαίωμα, σύμφωνα με τον νόμο της φύσης, να αυξάνονται και να ευδοκιμούν.</b> Έτσι, στο τέλος της ημέρας, η κούραση έρχεται από τα κοπιαστικά αλλά ικανοποιητικά έργα τους, κι όχι από το κλείσιμο σε μια ασφυκτική σχέση, εργασία ή νοοτροπία. Οι γυναίκες γνωρίζουν ενστικτωδώς πότε ένα πράγμα πρέπει να πεθάνει και πότε να ζήσει. Γνωρίζουν πώς να φεύγουν από μια κατάσταση, γνωρίζουν και πώς να μένουν. <br /><br />Όταν οι γυναίκες ανακτούν τη σχέση με την άγρια φύση τους, αποκτούν το χάρισμα να παρατηρούν μόνιμα την εσωτερική τους ζωή, να γνωρίζουν, να οραματίζονται, να μαντεύουν, να εμπνέουν, να διαισθάνονται, να επινοούν, να δημιουργούν, να εφευρίσκουν, να ακούνε και να καθοδηγούν και να ενθαρρύνουν τη ζωή που πάλλεται στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο . <b>Όταν οι γυναίκες βρίσκονται κοντά στην άγρια φύση τους, λάμπουν.</b> Αυτή η άγρια δασκάλα, η άγρια μητέρα, η άγρια οδηγός στηρίζει τη ζωή τους, εσωτερικά και εξωτερικά, σε κάθε περίπτωση. <br /><br />Οπότε <b>εδώ το επίθετο «άγρια» δεν χρησιμοποιείται με την υποτιμητική σημερινή του έννοια, ως κάποια εκτός ελέγχου, αλλά με την αρχική του έννοια, ως κάποια που ζει τη φυσική ζωή, όπου κάθε πλάσμα είναι εγγενώς πλήρες και με υγιή όρια.</b> Αυτές οι δύο λέξεις, «άγρια» και «γυναίκα», θυμίζουν στις γυναίκες ποιες είναι και πού βρίσκονται. Περιγράφουν μεταφορικά τη δύναμη που μας κινητοποιεί. Προσωποποιούν τη δύναμη χωρίς την οποία δεν μπορούμε να ζήσουμε.<br /><br />Η κατανόηση της φύσης της Άγριας Γυναίκας δεν είναι θρησκεία, αλλά πρακτική. Είναι ψυχολογία στην πιο αληθινή της μορφή: ψυχή και λόγος, η γνώση της ψυχής. Χωρίς την Άγρια Γυναίκα, τα αυτιά μας δεν ακούνε ούτε τι λέει εκείνη στην καρδιά μας ούτε τον δικό μας εσωτερικό ρυθμό. Χωρίς αυτή, μια μεγάλη σκιά πέφτει στα μάτια της ψυχής μας και τα σφαλίζει, κι οι μέρες περνάνε μέσα σε μια ανία που μας παραλύει ή μέσα σε ευσεβείς πόθους. Χωρίς αυτή, δεν είμαστε πια σίγουρες για τα ψυχικά μας θεμέλια·</span><span style="font-family: arial;"> ξεχνάμε τον σκοπό της ζωής μας και συγκρατιόμαστε εκεί όπου θα έπρεπε να τα δώσουμε όλα παίρνουμε πάρα πολλά ή υπερβολικά λίγα ή και τίποτα</span><span style="font-family: arial;">·</span><span style="font-family: arial;"> μένουμε σιωπηλές, ενώ μέσα μας φλεγόμαστε. Αυτή είναι ο ρυθμιστής μας. <b>Ό,τι είναι ο μυς της καρδιάς για το σώμα μας είναι η Άγρια Γυναίκα για την έκφρασή μας.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Χάνοντας την επαφή μας με την ενστικτώδη Ψυχή, ζούμε ζωή σχεδόν ρημαγμένη - εικόνες και δυνάμεις σύμφυτες στη θηλυκή μας φύση δεν έχουν το ελεύθερο να αναπτυχθούν πλήρως. <b>Αποκομμένες από την κύρια πηγή ύπαρξής μας, νιώθουμε να μας «έχουν ψαλιδίσει», τα ένστικτα και οι φυσικοί κύκλοι της ζωής μας χάνονται, γιατί τα καταπίνει η κουλτούρα μας ή η νόηση ή το εγώ – δικά μας και των γύρω μας.</b><br /><br />Για όλες μας, η Άγρια Γυναίκα συμβολίζει την υγεία. Χωρίς αυτή, η κουβέντα μας περί γυναικείας Ψυχής χάνει το νόημά της . Αυτή η ελεύθερη γυναίκα είναι το πρωτότυπο. Άσχετα με το πολιτισμικό περιβάλλον, την εποχή, τις πεποιθήσεις, δεν αλλάζει. Οι κύκλοι της αλλάζουν, οι συμβολικές της απεικονίσεις αλλάζουν, όμως αυτή δεν αλλάζει στην ουσία. Είναι αυτό που είναι, και είναι ολόκληρη.<br /><br />Βρίσκει τη δίοδό της μέσω των γυναικών. Εάν αυτές καταπιέζονται, εκείνη προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι. Αν είναι ελεύθερες, είναι κι αυτή ελεύθερη. Πόσες και πόσες φορές δεν την καταπιέζουν και πάντα καταφέρνει να ορθώσει κεφάλι. Πόσες φορές δεν την κηρύσσουν παράνομη, δεν την καταπνίγουν, δεν την πετσοκόβουν, δεν την αποδυναμώνουν, δεν τη βασανίζουν, δεν την παρουσιάζουν ως επίφοβη, επικίνδυνη, τρελή, δεν την υποτιμάνε με χίλιους τρόπους... Και όμως αυτή πάντα αναδύεται, έτσι ώστε ακόμα και η πιο ήσυχη, η πιο μετρημένη γυναίκα να κρατά μια μυστική γωνιά αποκλειστικά γι' αυτή. <b>Ακόμα και η πιο καταπιεσμένη γυναίκα έχει μια κρυφή ζωή, με κρυφές σκέψεις και κρυφά συναισθήματα, πολλά και άγρια, δηλαδή φυσικά. Ακόμα και αυτή που έχει πλήρως αιχμαλωτιστεί φυλάει εντός της μια θέση για τον αδάμαστο εαυτό της, επειδή γνωρίζει ενστικτωδώς ότι μια μέρα θα υπάρξει μια ρωγμή, ένα άνοιγμα, ότι θα έχει την ευκαιρία να δραπετεύσει.</b></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjPejewEqpzK9eAB4JiJAYmNkuaymP43MAZZ5gwxkT7F4xarn6MRu1XfxErRe8QEUuSLPHGZn5iji4OypAozkTkUGxGPMi2uUNqHFHQpo_1po9CX8HbvZCQmEiInsJQ1nLuPHFSleHIwuo/s702/2150822-DYLJTNXF-6.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjPejewEqpzK9eAB4JiJAYmNkuaymP43MAZZ5gwxkT7F4xarn6MRu1XfxErRe8QEUuSLPHGZn5iji4OypAozkTkUGxGPMi2uUNqHFHQpo_1po9CX8HbvZCQmEiInsJQ1nLuPHFSleHIwuo/w342-h640/2150822-DYLJTNXF-6.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Michelle Bird, Into the mouth of the wolf</div><div style="text-align: center;">_______</div></span><span style="font-family: arial;"><br /><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Όταν η άγρια φύση παγιδεύεται εντός μας...</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Για να βρούμε λοιπόν το κατάλληλο βάλσαμο για την πληγή της αδάμαστης Ψυχής, για να συνάψουμε σωστή σχέση με το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, πρέπει να κατονομάσουμε με ακρίβεια όσα αποδιοργανώνουν την Ψυχή. <b>Ποια είναι, λοιπόν, τα συμπτώματα της διαρρηγμένης σχέσης με την αδάμαστη δύναμη της Ψυχής; </b><br /><br />Αν επί χρόνια νιώθουμε, σκεφτόμαστε και πράττουμε με έναν από τους ακόλουθους τρόπους, τότε έχουμε χάσει εν μέρει ή εντελώς τη σχέση μας με τη βαθύτερη ενστικτώδη Ψυχή. Αναφέρω τους τρόπους με αποκλειστικά γυναικείο λεξιλόγιο: Νιώθουμε αποστεγνωμένες, κατάκοπες, αδύναμες, καταβεβλημένες, μπερδεμένες, φιμωμένες, στομωμένες, απαθείς. Νιώθουμε τρομαγμένες, ακινητοποιημένες ή αδύναμες, στερημένες την έμπνευση, τη ζωντάνια, την εκφραστικότητα, το νόημα, γεμάτες ντροπή, μακροχρόνια οργή, ευερέθιστες, κολλημένες, μη δημιουργικές, ζορισμένες, τρελαμένες. Νιώθουμε αδύναμες, πάντα γεμάτες αμφιβολίες, φοβισμένες, μπλοκαρισμένες, ανίκανες να ολοκληρώσουμε κάτι. Παραχωρούμε τη δημιουργική μας ζωή σε άλλους, επιλέγουμε συντρόφους, δουλειές ή φιλίες που μας αποστραγγίζουν, υποφέρουμε ζώντας εκτός των προσωπικών μας κύκλων, υπερπροστατεύουμε τον εαυτό, παραμένουμε αδρανείς, πάντα αβέβαιες, πάντα διστακτικές, χωρίς να βρίσκουμε το βήμα μας, χωρίς να θέτουμε όρια. <br /><br />Καθώς δεν εμμένουμε στον δικό μας ρυθμό, νιώθουμε ανασφαλείς, μακριά από τον Θεό ή τους θεούς μας, μακριά από οτιδήποτε θα μας έδινε δύναμη και θα μας αναζωογονούσε, ρουφηγμένες από την οικιακή ζωή, τη νοησιαρχία, την πολλή δουλειά ή την αδράνεια, αφού μόνο έτσι νιώθει ασφαλής κάποια που απώλεσε όλα της τα ένστικτα.<br /><br />Φοβόμαστε να ρισκάρουμε, φοβόμαστε να αποκαλύψουμε κομμάτια του εαυτού μας, φοβόμαστε να ψάξουμε για σύμβουλο, μητέρα, πατέρα, φοβόμαστε να παρουσιάσουμε την ατελή δουλειά μας μέχρι να γίνει μέγα έργο (opus), φοβόμαστε να ξεκινήσουμε για ένα ταξίδι, φοβόμαστε να δείξουμε ότι νοιαζόμαστε τον διπλανό μας ή τους γύρω μας, αγωνιούμε ότι θα κοπιάσουμε, θα εξαντληθούμε και θα εξουθενωθούμε, φοβόμαστε ότι θα σκύψουμε το κεφάλι μπροστά στην αυθεντία, θα χάσουμε όλη μας την ενέργεια την ώρα της δημιουργίας, θα κοκκινίσουμε από ντροπή, θα νιώσουμε ταπείνωση, τρομερή αγωνία, μούδιασμα, άγχος.<br /><br />Φοβόμαστε να αντεπιτεθούμε, ακόμα κι όταν έχουμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο, φοβόμαστε να δοκιμάσουμε κάτι νέο, να πούμε τη γνώμη μας, να μιλήσουμε υπέρ ή κατά, με το στομάχι δεμένο κόμπο, να συσπάται, να πονάει, διχασμένες, φιμωμένες, υπερβολικά συμβιβαστικές ή υπερβολικά καλές, εκδικητικές.<br /><br />Φοβόμαστε να σταματήσουμε, διστάζουμε να αναλάβουμε δράση, μετράμε όλη την ώρα 1-2-3... αλλά δεν ξεκινάμε, πάσχουμε από σύμπλεγμα ανωτερότητας, είμαστε διαρκώς αμφίθυμες, κι ωστόσο εξόχως ικανές και πλήρως λειτουργικές. <b>Και όλη αυτή η κατάτμηση δεν είναι αρρώστια μιας εποχής ή ενός αιώνα, αλλά μια επιδημία που ενσκήπτει σε όλες τις εποχές και τους τόπους όταν οι γυναίκες φυλακίζονται και η άγρια φύση τους παγιδεύεται.</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b><br /></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgIuJhZsWnGWW_kh7Mx0BlHUvHV8xBHqSlJYm7kB7CHd-xy9LuOvUSkDkqhcJVTW30Ot-d5-iCSEO-hbpwt-COYy0iWLt93ld9-4ItdMqIJKqsHRefSAfZJtLc6d0W0r7bYekSkbZiOzcY/s516/f83eed1a5023d13bb0f46bdd14f41843.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="516" data-original-width="506" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgIuJhZsWnGWW_kh7Mx0BlHUvHV8xBHqSlJYm7kB7CHd-xy9LuOvUSkDkqhcJVTW30Ot-d5-iCSEO-hbpwt-COYy0iWLt93ld9-4ItdMqIJKqsHRefSAfZJtLc6d0W0r7bYekSkbZiOzcY/w628-h640/f83eed1a5023d13bb0f46bdd14f41843.jpg" width="628" /></a></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Η άγρια φύση κρατάει μάτσο τα ιάματα...»</b></span></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Μια υγιής γυναίκα είναι ίδια με λύκαινα: ρωμαλέα, γεμάτη, με μεγάλη ζωτική δύναμη, μια ύπαρξη ζωοδότρα, προστατευτική με την περιοχή της, επινοητική, πιστή, περιπλανώμενη. Όμως αν αποχωριστεί την αδάμαστη φύση της, η γυναίκα αρχίζει να γίνεται ανεπαρκής, αδύναμη, σχεδόν σαν φάντασμα, αόρατη.</b> Κι όμως δεν φτιαχτήκαμε για να είμαστε ασήμαντα πλασματάκια με απαλά μαλλάκια, ανήμπορες για χοροπηδητά, ανίκανες για κυνήγια, για γέννες, για δημιουργία. Όταν η ζωή μας τελματώνει, όταν όλα φαίνονται πληκτικά, τότε είναι πάντα η κατάλληλη στιγμή για να αναφανεί η άγρια γυναίκα . Είναι πάντα η κατάλληλη στιγμή για να πλημμυρίσει το δέλτα από τη δημιουργική δραστηριότητα της Ψυχής.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Σοβεί εντός όλων μας ο νόστος για το άγριο· ελάχιστα είναι τα αντίδοτά του που έχει καταφέρει να μας επιβάλει ο πολιτισμός. Μάθαμε να νιώθουμε ντροπή γι' αυτή την πονετική λαχτάρα, αφήναμε τα μαλλιά μας μακριά για να κρύβουμε το συναίσθημά μας. Αλλά η σκιά της Άγριας Γυναίκας μάς ακολουθεί, παραμονεύει μέρα νύχτα, πάντα. <b>Όπου κι αν είμαστε, η σκιά που καλπάζει πίσω μας είναι τετράποδη</b>, αυτό είναι σίγουρο.<br /><br />Πώς μας επηρεάζει η Άγρια Γυναίκα; Με αυτήν ως σύμμαχο, οδηγό, μοντέλο και δασκάλα βλέπουμε όχι μέσα από τα υλικά μας μάτια, που είναι δύο, αλλά μέσα από τα πολλά μάτια της διαίσθησης. Όταν αξιώνουμε τη διαίσθηση, είμαστε σαν την έναστρη νύχτα: Ατενίζουμε τον κόσμο μέσα από χιλιάδες μάτια.<br /><br />Η άγρια φύση κρατάει μάτσο τα ιάματα: ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει μια γυναίκα και να είναι. Φέρει το ίαμα των πάντων. Και μας φέρνει ιστορίες και όνειρα και λέξεις και τραγούδια και σημεία και σύμβολα. Είναι και όχημα και προορισμός.<br /><br /><b>Το να συνδεθούμε με την ενστικτώδη φύση μας δεν σημαίνει να χάσουμε τον έλεγχο, να αλλάξουμε τα πάντα άρδην, να πάμε από τη Δύση στην Ανατολή και πίσω, να φερόμαστε τρελά ή αλόγιστα. </b>Δεν σημαίνει να χάσουμε τα βασικά κοινωνικά μας χαρακτηριστικά ούτε να γίνουμε λιγότερο ανθρώπινες. Το ακριβώς αντίθετο. Η άγρια φύση είναι ακέραιη στον μέγιστο βαθμό.<br /><br />Συνδεόμενες μαζί της ορίζουμε την επικράτειά μας, βρίσκουμε την αγέλη μας, είμαστε αυτές που είμαστε με σιγουριά και με περηφάνια, άσχετα από τα χαρίσματα ή τους περιορισμούς του σώματός μας, μιλάμε και ενεργούμε εξ ονόματός μας, έχουμε επίγνωση και συναίσθηση, χρησιμοποιούμε τις έμφυτες γυναικείες δυνάμεις της διαίσθησης και της αίσθησης για να βρούμε τον ρυθμό των κύκλων μας, να βρούμε πού ανήκουμε, να αναπτυχθούμε σε όλο μας το μεγαλείο, να έχουμε όσο περισσότερη αυτογνωσία μπορούμε.<br /><br />Πρέπει να παλέψουμε ώστε να αφήσουμε την ψυχή μας να μεγαλώσει με τον τρόπο της και μέχρι το φυσικό της βάθος. Για την άγρια φύση η γυναίκα δεν χρειάζεται να έχει ορισμένο χρώμα, συγκεκριμένη εκπαίδευση, ορισμένο τρόπο ζωής ή οικονομική θέση. Γιατί, <b>στην πραγματικότητα, η αδάμαστη φύση δεν ευδοκιμεί σε ατμόσφαιρα πολιτικής ορθότητας ούτε χωράει σε παλιά φθαρμένα ιδεολογήματα. Θάλλει στη φρέσκια ματιά και στην ακεραιότητα του εαυτού. Θάλλει στην ίδια της τη φύση.</b><br /><br />Οπότε, είτε είμαστε εσωστρεφείς είτε εξωστρεφείς, είτε μας αρέσουν ερωτικά οι γυναίκες ή οι άντρες, είτε είμαστε θεοσεβείς είτε όλα από τα παραπάνω, είτε έχουμε απλή καρδιά είτε τις φιλοδοξίες μιας Αμαζόνας, είτε στόχος μας είναι η κορυφή ή η εξασφάλιση του επιούσιου, είτε είμαστε πικάντικες είτε σοβαρές, στιβαρές ή τσακισμένες - <b>η Άγρια Γυναίκα είναι δική μας. Είναι όλων των γυναικών.</b><br /><br />Και πρέπει να τη βρούμε, αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην ενστικώδη ζωή, στη βαθύτερη γνώση. Οπότε, ας προχωρήσουμε και ας θυμόμαστε ποιες είμαστε βαθιά στην άγρια ψυχή μας. Τραγουδάμε για να έρθει η σάρκα της να καλύψει τα κόκαλά μας. <b>Πετάμε τα ψεύτικα πανωφόρια που μας έδωσαν και φοράμε το αληθινό μας πανωφόρι από παντοδύναμα ένστικτα και γνώση. Διεισδύουμε στα ψυχικά τοπία που κάποτε διαφεντεύαμε. Βγάζουμε τους επιδέσμους, ετοιμάζουμε το φάρμακο.</b> Κι επιστρέφουμε, τώρα, γυναίκες άγριες, που αλυχτάμε, γελάμε, τραγουδάμε τη Μία που μας αγαπάει τόσο.<br /><br />Έτσι είναι. <b>Χωρίς εμάς η Άγρια Γυναίκα πεθαίνει. Χωρίς την Άγρια Γυναίκα πεθαίνουμε εμείς</b>. Για την αληθινή ζωή, para Vida, πρέπει κι οι δύο να ζήσουμε.<br /><br /></span><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><b>Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους</b>, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας, </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">μτφρ. Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2020</span></div></div></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirGRX7ojd6a3iK1HnLmNFhi9P014JicIlF4N6dKd24zHgvmUueo9PRpN70qR3vIRm_TikRJSLhgbXqVx_v_TgUwCtd-JGJhOdJK81jLUYFgOraWyVYWMTZB0JRhjmYTj6uPGWgrbX-1eI/s600/the-wolf-is-waiting.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirGRX7ojd6a3iK1HnLmNFhi9P014JicIlF4N6dKd24zHgvmUueo9PRpN70qR3vIRm_TikRJSLhgbXqVx_v_TgUwCtd-JGJhOdJK81jLUYFgOraWyVYWMTZB0JRhjmYTj6uPGWgrbX-1eI/w470-h640/the-wolf-is-waiting.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The Wolf is Waiting by Kay Nielsen</div><div style="text-align: center;">__________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div>Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6781385968392925472.post-66488890488612249322021-02-22T20:32:00.004+02:002022-02-23T11:51:19.062+02:00Τόποι και διαδρομές αναζήτησης του ιδανικού στη «Μαρίνα» του Κοσμά Πολίτη. Από την Πάτρα ως τα νερά του Κορινθιακού...<div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgBBJii9ALr9e9mX0Utd0IUZwREJaOX9Nr2Aqhgb3s4ryTjg7hBN8L546BcmEkaXOAytaRwe0GnjvJ_brNExchkeP7q3JWB5C_YKm_jbd2LYmSafqEqDRrtxEsJXNmiAKYYkXzFFUlSqdo/s896/150759535_123256849638126_190121420553466046_n.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="896" data-original-width="896" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgBBJii9ALr9e9mX0Utd0IUZwREJaOX9Nr2Aqhgb3s4ryTjg7hBN8L546BcmEkaXOAytaRwe0GnjvJ_brNExchkeP7q3JWB5C_YKm_jbd2LYmSafqEqDRrtxEsJXNmiAKYYkXzFFUlSqdo/w640-h640/150759535_123256849638126_190121420553466046_n.jpg" width="640" /></a></div><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Οι διαδρομές ενός κοσμοπολίτη τραπεζικού - «ερασιτέχνη συγγραφέα»: Αθήνα - Σμύρνη - Ευρώπη - Πάτρα - Αθήνα</b></span></div><div><br /></div><div>Ο Παρασκευάς Ταβελούδης - Πάρις για τους δικούς του - διάλεξε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, για να υπογράφει τα βιβλία του και «για να σώσει την υπόληψή του», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Αν και γεννημένος στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888), εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Σμύρνη το 1890, μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του Λεωνίδα, εμπόρου με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. </div><div><br /></div><div>∆ώδεκα χρονών χάνει τη µητέρα του Καλλιόπη, μια γυναίκα φιλάσθενη και νευρωτική. Την ανατροφή του αναλαμβάνουν η αδελφή του Μαρία, δεκαοχτώ χρόνια µεγαλύτερή του, και µια Γαλλίδα δασκάλα. Φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αµερικάνικο Κολλέγιο Σµύρνης, αλλά ατίθασος, ζωηρός, και κακός µαθητής, εγκαταλείπει τις σπουδές στη δευτέρα Γυµνασίου και πιάνει δουλειά, στα δεκαεφτά του, στην Τράπεζα Ανατολής. </div><div><br /></div></span></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div>Στα τριάντα του γνωρίζει σε µια δεξίωση σε πλοίο την Κλάρα Κρέσπι, αριστοκράτισσα Αυστροουγγαρέζα - έκανε ιππασία µε τις κόρες του Αυτοκράτορα στη Βιέννη και αλληλογραφούσε χρόνια µε τον σπουδαίο συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ - και ο έρωτάς τους είναι ακαριαίος και αµοιβαίος. Παντρεύονται στη Σµύρνη το 1918 και σ’ ένα χρόνο γεννιέται η κόρη τους Φοίβη (Κνούλη).</div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgBPcuSUsi-sjVq2TbnkiOEoIR5Frl4-DgfrDHCmuaAvoNHxAX300uoUL2Pvm2M4wTBirU4yEWIs5VgofQz_-UqQIGOXfIfurwemI5vwrKas4MhIcYzfwmTQQGC3mjgt2P8ouY8KYGnzhc/s844/%25CE%259A%25CE%25BB%25CE%25AC%25CF%2581%25CE%25B1.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgBPcuSUsi-sjVq2TbnkiOEoIR5Frl4-DgfrDHCmuaAvoNHxAX300uoUL2Pvm2M4wTBirU4yEWIs5VgofQz_-UqQIGOXfIfurwemI5vwrKas4MhIcYzfwmTQQGC3mjgt2P8ouY8KYGnzhc/w200-h640/%25CE%259A%25CE%25BB%25CE%25AC%25CF%2581%25CE%25B1.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Η γυναίκα του Κοσμά Πολίτη Κλάρα με την κόρη τους στη Σμύρνη</div><div style="text-align: center;">Πηγή: Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116</div><div style="text-align: center;">____________________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Σαν μπήκαν τα στρατεύματα του Κεμάλ στη Σμύρνη, ο Πάρις Ταβελούδης πήρε την οικογένειά του και φύγανε. Η Τράπεζα που εργαζόταν, του έδωσε μετάθεση στη Γαλλία — Μασσαλία και Παρίσι. Το 1924 διορίζεται υπάλληλος στο παράρτηµα της Ιονικής Τράπεζας στο Λονδίνο, όπου μένει για λίγους μήνες και αμέσως μετά μετατίθεται στην Αθήνα· σ’ ένα χρόνο γίνεται υποδιευθυντής.</div></span></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span></span><span style="font-family: arial;">Το 1930, σε ηλικία σαράντα δύο ετών, με μια πετυχηµένη σταδιοδροµία, κάτοικος ιδιόκτητης οικίας στο Ψυχικό - κτισµένης µε τραπεζικό δάνειο - , κοσµικός, οµορφάνθρωπος, γοητευτικός, γλωσσοµαθής, κύριος µε τα όλα του και παντελώς άγνωστος στους πνευµατικούς κύκλους, αναταράζει τα νερά µε το βιβλίο του <b>«Λεµονοδάσος»</b>. Όπως ο ίδιος δήλωνε χαριτολογώντας ειρωνικά, ποτέ ως τότε <b>«δεν το είχε σκεφτεί να μουντζουρώνει τα χαρτιά»</b>. </span><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Σε δύο συνεντεύξεις που έδωσε το 1938, με αφορμή τη κυκλοφορία της Eroica, παρουσιάζει την εικόνα ενός κοσμοπολίτη ευπατρίδη, που στις ελεύθερες ώρες του είναι κι ερασιτέχνης συγγραφέας και αποδίδει τη στροφή του προς την τέχνη, όχι σε εσωτερική ανάγκη, αλλά σ' ένα <b>«πρόωρο ξεμώραμα», «μια διάθεση επιστροφής προς την φεύγουσαν νεότητα»</b>. </div><div><br /></div><div><div>Το 1934 ξελογιάζεται µε κάποια, εγκαταλείπει σπίτι, γυναίκα και παιδί στην εφηβεία του, µετατίθεται στην Πάτρα, ως διευθυντής του υποκαταστήματος της Ιονικής Τράπεζας και ξεκόβει εντελώς για πολλά χρόνια από την οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Πάτρα, αναζωογόνησε το εκεί υποκατάστημα και εισηγήθηκε την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κιάτο, πράγμα το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά και το Ξυλόκαστρο.</div><div><br /></div><div><div>Είχε όμως συνεχή προβλήματα με την τράπεζα, ιδίως σχετικά με την πληρωμή του δανείου, που του είχε παραχωρήσει η τράπεζα για το σπίτι του, αλλά και λόγω συνεχών αιτήσεών του - από το 1937 και εμπρός - για αναρρωτική άδεια. Είναι φανερό ότι είχε ιατρικά, ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα εκείνη την εποχή.</div><div><br /></div><div><b>Η διαμονή του στην Πάτρα έληξε - ταυτόχρονα με την διευθυντική του θητεία στην Ιονική Τράπεζα - κατά τη διάρκεια της μοιραίας αρρώστιας της κόρης του, το 1942, που «έκοψε σαν µαχαίρι τη ζωή του στα δύο»</b>. Ο Κοσμάς Πολίτης είχε παρατείνει υπέρ το δέον - κατά την κρίση της διεύθυνσης - την άδειά του, και απολύθηκε. Αργότερα όμως η τράπεζα δέχτηκε ν' αλλάξει τα επίσημα στοιχεία, ώστε να φαίνεται ότι ο Κοσμάς Πολίτης «απεχώρησεν οικειοθελώς», και του πλήρωνε τη μάλλον πενιχρή σύνταξή του. </div><div><br /></div><div>Στα πενήντα τέσσερά του, µένει άνεργος, πουλάει το σπίτι του «για δυο κουτιά σπίρτα» σ’ ένα µαυραγορίτη µε τον όρο να παραµείνει σ’ αυτό ως ενοικιαστής. Μετά την Κατοχή το σπίτι περιέρχεται στο ∆ηµόσιο και το νοίκι τρέχει ως το θάνατό του. Από κει και πέρα αγωνίζεται να ζήσει από τις µεταφράσεις του. Ο δεσµός µε τη γυναίκα του γίνεται πολύ στενός. Αγκιστρώνονται ο ένας στον άλλο. Του γίνεται έµµονη ιδέα ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η Κνούλη µπορεί να ζούσε. </div></div></div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhabifEyFelwjiqfgZFzCZeocCxDVlwCvd-f4R5crmi1TeFm61z8ZzlENuiZz29nh0sbJWmSlsXgyMBeaMo94pWq35vVVVYIiDRfH24b0NrALhV6Oo7fxqLxXDhujCLq44SESAfFw_EENA/s887/%25CE%259A%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BB%25CE%25B7.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhabifEyFelwjiqfgZFzCZeocCxDVlwCvd-f4R5crmi1TeFm61z8ZzlENuiZz29nh0sbJWmSlsXgyMBeaMo94pWq35vVVVYIiDRfH24b0NrALhV6Oo7fxqLxXDhujCLq44SESAfFw_EENA/w326-h640/%25CE%259A%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BB%25CE%25B7.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Η Φοίβη (Κνούλη), κόρη του Κ. Πολίτη (1919-1942)</div><div style="text-align: center;">Πηγή: Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116</div><div style="text-align: center;">___________________</div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><div>Το 1945 δηµοσιεύεται <b>«Το Γυρί»</b>, το 1946 <b>«Η Κοροµηλιά»</b> και μετά από δεκάξι χρόνια µυθιστορηµατικής απραξίας, το 1962, <b>«Στου Χατζηφράγκου»</b>, ο Κοσμάς Πολίτης θ’ αναστήσει μνήμες από την παιδική κι εφηβική του Σμύρνη, χωρίς ποτέ να ονοματίζει την αγαπημένη και χαμένη ελληνική πόλη.</div><div><br /></div></span></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div>Την 21η Απριλίου 1967, ηµέρα του πραξικοπήµατος των συνταγµαταρχών, πεθαίνει η γυναίκα του, η Κλάρα. Η Ασφάλεια τον συλλαµβάνει ως αριστερό και τον αφήνουν προσωρινά ελεύθερο για την κηδεία. Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ μεσολαβεί στον Παττακό και πετυχαίνει την οριστική αποφυλάκιση του «γέροντος με την εύθραυστη καρδιά». </div><div><br /></div></span></span><span style="font-family: arial;">Ο κλονισµός από το θάνατο της Κλάρας είναι ισχυρός. Η ζωή του γίνεται δύσκολη, το σπίτι καταρρέει. Αρχίζει να διαµοιράζει τα υπάρχοντά του. Στηρίζεται στους λίγους φίλους. Γεράµατα µοναχικά και θλιβερά, αλλά η εργασία, εργασία. Αρχίζει και γράφει το <b>«Τ</b></span><span style="font-family: arial;"><b>έρµα</b></span><span style="font-family: arial;"><b>»</b>.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Τέλος Ιανουαρίου του 1973 µπαίνει στον Ευαγγελισµό µε καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Λίγο µετά μεταφέρεται στον οίκο ευγηρίας Relax Palace στο Μαρούσι. Παρηγοριά του η συµπαράσταση του ζεύγους Παπούλια. </div><div><br /></div><div>Στις 16 Ιανουαρίου του 1974 ξαναμπαίνει στον Ευαγγελισμό. Προτού εισαχθεί στο νοσοκομείο, παραδίδει στην Ματίνα Παπούλια το χειρόγραφο του μυθιστορήματός του <b>«Τέρμα»</b> που δεν είχε ολοκληρώσει και που θα δημοσιευθεί το 1975. Πεθαίνει στον Ευαγγελισµό στις 23 Φεβρουαρίου 1974, ογδονταέξι χρονών. Τα τελευταία λόγια του: <b><i>«Είμαι για τις μολόχες».</i></b></div><div><br /></div><div>Για τις τελευταίες του στιγμές γράφει η Ματίνα Παπούλια: </div><div><br /></div><div>«Στην πρώτη σελίδα [του χειρογράφου που της παρέδωσε], μετά από την λέξη <b>ΤΕΡΜΑ</b> είχε γράψει ένα ποίημα του φίλου του ποιητή Αντωνίου:</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Στη μαύρη νύχτα</b></div><div style="text-align: center;"><b>ζωγραφίζω γιασεμιά</b></div><div style="text-align: center;"><b>να ξημερώση.</b></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div>Η κακή υγεία του είχε επιδεινωθεί με την διαπίστωση μιας εστίας καρκίνου στον πνεύμονα. Δεν το έμαθε ποτέ, μα φαίνεται ότι καταλάβαινε το τέλος του. Την παραμονή του θανάτου του μου είπε: <b><i>“Για φανταστείτε, κι ο πατέρας μου είχε την ίδια ηλικία.... κι η Κλάρα άνοιξη, θυμάστε, κι η Κνούλη το ίδιο..., enfin αλλα λόγια λέτε, βρε παιδιά”.</i></b></div><div><br /></div><div>Την ημέρα εκείνη δεν ήθελε να φύγω. Οι αναπνευστικές του κρίσεις γίνονταν έντονες και συχνότερες. Δεν έχασε τις αισθήσεις του μέχρι την τελευταία στιγμή. Ζητούσε συγγνώμη που ενοχλούσε και έλεγε «ευχαριστώ» για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Όπως υπέμεινε τη μοναξιά του με περηφάνεια και αξιοπρέπεια, έτσι υπέμεινε και τις τελευταίες του ώρες. [...]</div><div><br /></div><div>Το βράδυ της ημέρας εκείνης ξεφύλλιζα τα διάφορα χαρτιά του και έπιασα να ξαναδιαβάζω τα χειρόγραφά του. Σταμάτησα όταν είδα ότι οι στίχοι του Αντωνίου ήταν σβησμένοι και από κάτω γραμμένα:</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><b>Έρχεται η μαύρη νύχτα</b></div><div style="text-align: center;"><b>η αξημέρωτη. </b></div><div style="text-align: center;"><b>Φοβάμαι. </b></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div><div style="text-align: center;"><b>Κ.Π.</b></div><div style="text-align: center;"><b><br /></b></div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: right;">Μ. Παπούλια, Βιογραφικό μνημόνιο για το «Τέρμα» του Κοσμά Πολίτη,</div><div style="text-align: right;"> Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης</div></span></div></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJy-g6w3TDpS0uV-JDqph071UUyllErAiDBJEPK5OMtfcyiqkrj-aCiM3oWRxX1ynDdTSn-wnY0sTFitttzMfeUfa1f5wXCQiCHgX6MwKBHPl-YZUKsqGFeUW7057zGt22OfBTxTzGXyk/w640-h640/74372379_2571311199597488_1371839505262182400_n.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Η Ιονική Τράπεζα στην οδό Όθωνος Αμαλίας και Κολοκοτρώνη, την εποχή που ο Κοσμάς Πολίτης ήταν διευθυντής (1934-1942), Πηγή: PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Παρέες και αφιερώσεις στα χρόνια της Πάτρας</b></span><br /><br />Στην Πάτρα, ο Κοσμάς Πολίτης - ως προστατευόμενος του διοικητή της Ιονικής Τράπεζας Διονυσίου Λοβέρδου και με τη μεσολάβηση της κόρης του Ιωάννας (Ζανέτ), έγινε μέλος μιας φιλολογικής παρέας, που την αποτελούσαν: ο Μεσολογγίτης αισθητικός και λόγιος Μίµης Λιµπεράκης, η κόρη του Δ. Λοβέρδου και ποιήτρια Ιωάννα, ο Πατρινός δικηγόρος, ιστορικός και συγγραφέας Κώστας Τριανταφύλλου, οι Ξηρομερίτες Θωμάς Λαλαπάνος και Φώτης Γεροθανάσης, ο Ναυπάκτιος Γιάννης Φαρμάκης. Η παρέα, σύμφωνα με τον Μεσολογγίτη ποιητή Θωµά Γκόρπα, οργάνωνε κάθε τόσο εκδρομές στο Λούρο, στο Μεσολόγγι, στην ορεινή Τριχωνίδα, στον Προυσό, στη Ναύπακτο, στην Ερατεινή, στο Γαλαξίδι.<br /><br />Ο πολυταξιδεµένος Μεσολογγίτης εστέτ µε τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες, την ευρεία αισθητική καλλιέργεια, καθώς και τη βιωµατικότητα στη σχέση του µε τις καλές τέχνες, Μίμης (Δημήτρης) Λιμπεράκης επηρέασε τον Κοσμά Πολίτη, σε βαθμό να του αφιερώσει την «Eroica»: «Στον Κύριο Δ. Λ. αισθητικό από το Μεσολόγγι». Η σχέση των δυο ανδρών δεν ήταν µέχρι τέλους καλή, χωρίς να γνωρίζουµε το λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λιµπεράκης δεν ενθουσιάστηκε, ούτε αισθάνθηκε τιµή απ’ την αφιέρωση του μυθιστορήματος σ' αυτόν, όπως αναφέρει σε σχετικό της άρθρο η Ασπασία Γκιόκα.<br /> <br />Στοιχεία πάντως της προσωπικότητας και του έργου του Μ. Λιμπεράκη αναγνωρίζονται κάτω από το πρόσωπο του αρχαιολάτρη και ωραιολάτρη κυρίου Κλήμη στην «Eroica» και του Κύριλλου, του διανοούμενου φίλου του Φίλιππου Γορτύνη, στο «Γυρί».<br /><br />Στους ήρωες επίσης, που κινούνται γύρω από τον Φίλιππο, τον Κύριλλο και τη συντροφιά τους, προβάλλονται πολλά στοιχεία αυτής της παρέας των εστέτ διανοούμενων, οι οποίοι ερωτεύονται, ονειρεύονται, προβληματίζονται και εκφέρουν αισθητικές κρίσεις για την πορεία της τέχνης στην εποχή τους.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJFlMbLnZjWWOKTqUezQIorKolxdMmDFxVwxfTZ8WRM4ZeH1XHBoiiRV5ZS_Bb72MyuvmCWhBn442KRJTsHaAGSOy8NMMeDzZrLqR3yg-OBLTqn9md6QBqgzYBg9vavKnKDq76-gF381U/s401/%25CE%259C%25CE%25AF%25CE%25BC%25CE%25B7%25CF%2582+%25CE%259B%25CE%25B9%25CE%25BC%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2582.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJFlMbLnZjWWOKTqUezQIorKolxdMmDFxVwxfTZ8WRM4ZeH1XHBoiiRV5ZS_Bb72MyuvmCWhBn442KRJTsHaAGSOy8NMMeDzZrLqR3yg-OBLTqn9md6QBqgzYBg9vavKnKDq76-gF381U/w534-h640/%25CE%259C%25CE%25AF%25CE%25BC%25CE%25B7%25CF%2582+%25CE%259B%25CE%25B9%25CE%25BC%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2582.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Μίµης Λιµπεράκης, Ξυλογραφία του Γιάννη Λουκά</div><div style="text-align: center;">__________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«...Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό»</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">«Το Γυρί», με τη σειρά του, είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Βασιλείου (1901 -1989), τον Πατρινό αρχιτέκτονα - αλλά και συγγραφέα, μελετητή, ζωγράφο - που χάρισε στη γενέτειρά του την αναστήλωση του Ρωμαϊκού Ωδείου (1958 - 1963), «ιδίοις αυτού χρώμασι και τέχνη και έργω». Ο Γ. Βασιλείου περιγράφει τον Κοσμά Πολίτη, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω», ως έναν άνθρωπο ξεχωριστό, ικανό, γοητευτικό, με παράξενα φερσίματα και αυτοσατιρική διάθεση, αλλά δυστυχή στο σύνολο της ζωής του. Αποκαλύπτει ακόμα πως δικό του ήταν το «ισόγειο σπιτάκι - δυο δωμάτια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί», που παραχωρήθηκε από κοινό τους φίλο στον Κοσμά Πολίτη, για να φύγει από τα ξενοδοχεία, όπου έμενε ως τότε.</span></div><div><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><i>«Γνώρισα τον Κοσμά Πολίτη γύρω στα 1934, όταν ήλθε στην Πάτρα ως διευθυντής της Ιονικής Τράπεζας. Πρέπει μεμιάς να πω ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό. Μια προσωπικότητα που δεν απαντάει κανείς συχνά.<br /><br />Είχε μια έντονη γοητεία και μαζί κάποια ιδιοτροπία: ήθελει να παρουσιάζεται ότι είναι αλλιώτικος απ' όλους τους άλλους. Αλλά, παρ' ότι συχνά με παράξενα φερσίματα προσπαθούσε να επιδείξει πρωτοτυπία, παρέμενε πάντοτε γοητευτικός και αγαπητός. Ήταν ένας «αισθητικός» που αγαπούσε το ωραίο και καταλάβαινε από τέχνη.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><i>Παράλληλα, ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Μέσα σε λίγον καιρό, αφότου ήλθε στην Πάτρα, ο Κ.Π. κατόρθωσε, να μεταβάλει την Ιονική Τράπεζα, που μέχρι τότε δεν είχε καμιά κίνηση, σε ένα ζωντανό υποκατάστημα με μεγάλη πελατεία. Θυμάμαι ότι επήγαινε στα καταστήματα και έπινε καφέ με τους εμπόρους. </i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b>Ήμουν ένας από τους λίγους φίλους που είχε στην Πάτρα.</b> Από μια εκδρομή που κάναμε μαζί το 1939 στα Λουτρά του Καϊάφα εμπνεύστηκε ένα διήγημα του οποίου μου χάρισε το χειρόγραφο και που το έδωσα και δημοσιεύτηκε στα «Κριτικά Φύλλα» το 1976. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς σ' αυτό το διήγημα τον ίδιο τον Κ.Π. στο πρόσωπο του Ξένου, του οποίου τα επιδεικτικά καμώματα περιγράφει με αυτοσατιρική διάθεση.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic;"><b>Αγαπούσε πάντοτε τη γυναικεία συντροφιά. Δεν θυμάμαι, όμως, τουλάχιστον τα χρόνια που ήμαστε στην Πάτρα, να είχε ποτέ μια φίλη με αντάξιά του πνευματικότητα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι διάλεγε τις φίλες του ανάμεσα στα κορίτσια ενός εργοστασίου την ώρα που σχολούσαν από τη βραδινή τους βάρδια.</b> Πάντως ήταν ένας δυστυχής άνθρωπος στο σύνολο της ζωής του. Έχασε τη μοναχοκόρη του στα 23 της, έζησε χρόνια χωριστά απ' τη γυναίκα του, τσακώθηκε με την Τράπεζα κι έχασε τη δουλειά του. Με τη γυναίκα του συμφιλιώθηκε από την κοινή συμφορά του χαμού της κόρης τους.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><i>Όταν έφυγα από την Πάτρα </i>[το 1939 ο Γ. Βασιλείου εγκατέλειψε την Πάτρα και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα]<i>, δεν τον έβλεπα πολύ συχνά. Έλαβα ένα γράμμα από έναν φίλο μου, που μου έγραφε ότι είχε παραχωρήσει στον κοινό μας φίλο Κοσμά Πολίτη - έμενε μέχρι τότε σε ξενοδοχεία - ένα σπίτι που είχα στην Πάτρα. Ήταν ένα ισόγειο σπιτάκι - δυο δωματια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί, κοντά στο αγροτικό ορφανοτροφείο, λίγο πιο κάτω απ' τα Ψηλά Αλώνια. Έβαλα κι έχτισαν έναν ψηλό τοίχο γύρω-γύρω, όπως μου ζήτησε ο Πολίτης, «για να βγαίνει στον κήπο και να μην τον βλέπει κανείς».</i></div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Κάπου γύρω στο '45 - '46 έλαβα ένα βιβλίο του με τίτλο <b>«Το Γυρί»</b> αφιερωμένο σε μένα. To σπιτάκι των δύο δωματίων είχε μεταβληθεί σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες... Η ζωή, όμως, της Πάτρας αποδόθηκε πιστά με λιτότητα που εκπλήσσει.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="text-align: right;">Γιάννης Βασιλείου, «...Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό», </div><div style="text-align: right;">Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης</div><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: right;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2pzBKafl-LIiEbLlJ2sk990OoKPmyy4X0zj7Jtp2xCOpO21iORU5O4ewMBYDgvhkDbOZHj7ImJy2DM3jxLACD4PKTe5G45KZTQtUjmrOiZJJiBKP5NHgexmlIoqnu0XPi_uUPKFyAWYw/s630/150487319_441764977166744_5517567738366087958_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj2pzBKafl-LIiEbLlJ2sk990OoKPmyy4X0zj7Jtp2xCOpO21iORU5O4ewMBYDgvhkDbOZHj7ImJy2DM3jxLACD4PKTe5G45KZTQtUjmrOiZJJiBKP5NHgexmlIoqnu0XPi_uUPKFyAWYw/w640-h572/150487319_441764977166744_5517567738366087958_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Στη μέση, ο Ιωάννης Βασιλείου, αριστερά ο Αναστάσιος Ορλάνδος και δεξιά ο έφορος αρχαιοτήτων Ζαφειρόπουλος, στο Ρωμαϊκό Ωδείο, 1958. </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Ανδρέας Αύλιχος, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_____________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="font-family: "Times New Roman"; text-align: right;"><br /></div></span></div></div></div><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Η Πάτρα ως λογοτεχνικός χώρος στο έργο του Κ. Πολίτη</b></span></div><div><br /></div><div>Στο διάστημα της παραμονής του Κοσμά Πολίτη στην Πάτρα (1934 - 1942), δημοσιεύονται σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα»: </div><div><ul><li>Η νουβέλα <b>«Ελεονόρα»</b> (1935)</li><li>Η <b>«Eroica»</b> (1937)· το 1938 εκδίδεται σε βιβλίο και ένα χρόνο μετά (1939) του απονέμεται το <b>Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος. </b></li><li>Η νουβέλα <b>«Μαρίνα»</b> (1939). Η νουβέλα - με διαφορετικό τέλος - εκδόθηκε το 1943 σε βιβλίο με τον τίτλο <b>«Τρεις γυναίκες»</b>, μαζί με άλλες δύο νουβέλες, που τιτλοφορούνται επίσης με γυναικεία ονόματα, <b>«Ελεονόρα» </b>και <b>«Τζούλια</b>». Και οι τρεις νουβέλες, μάλλον ξαναδουλεμένες, περιλαμβάνονται στην συλλογή <b>«Η Κορομηλιά και άλλα διηγήματα»</b>, που κυκλοφόρησε το 1959. </li></ul></div><div>Καρπός της παραμονής του στην Πάτρα είναι το μυθιστόρημα <b>«Το Γυρί»</b>, το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα» (1944-1945) και εκδίδεται σε βιβλίο τον Απρίλιο του 1945. Πρωταγωνιστής είναι η συνοικία το Γυρί, στην Πάτρα, <b>«στα όρια της πόλης- στα όρια του κόσμου»</b>, όπως γράφει ο Πολίτης. Στο <b>«Γυρί»</b>, ο χώρος θεματοποιείται, και η μυθοπλασία στρατεύεται στην υπηρεσία του, προκειμένου να τον αναδείξει σε κεντρικό της θέμα. </div><div><br /></div><div>Δεν συμβαίνει το ίδιο στα πρώτα μυθιστορήματα του Κοσμά Πολίτη, αρχής γενομένης με το <b>«Λεμονοδάσος»</b>, το οποίο, αν και έχει τοπογραφικό τίτλο, δεν ονομάζει παρά μια από τις διάφορες τοποθεσίες του μυθιστορήματος (Αθήνα, Πόρος, Δελφοί, κ.λπ.) και λειτουργεί περισσότερο συμβολικά παρά τοπογραφικά. Η <b>«Εκάτη»</b> πάλι και η <b>«Eroica»</b> φέρουν τίτλους καθαρά συμβολικούς και η δράση δεν εντοπίζεται σε κανέναν πραγματικό χώρο.</div><div><br /></div></span></span><div><div><span style="font-family: arial;">Ωστόσο, η ιδέα για την «Eroica», όπως ο ίδιος ο Κ. Πολίτης δηλώνει σε συνέντευξή του, το 1947, </span><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><b>«γεννήθηκε μέσα του από ένα λουλούδι που του πέταξε παίζοντας ένα κορίτσι στην Πάτρα»</b>. Οι μελετητές, μάλιστα, αλλά και ο απλός αναγνώστης, που έχει ζήσει στην Πάτρα, μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν στην φανταστική πόλη της «Eroica», πολλά στοιχεία της προπολεμικής αχαϊκής πρωτεύουσας, με την εμπορική παράδοσή της και τις διασυνδέσεις της με την Ιταλία: οι στοές στους δρόμους της, ο κόλπος με το λιμάνι στην άλλη όχθη, όπου έγινε μια ιστορική ναυμαχία (Ναύπακτος), ακόμα και ο πληθυσμός της, περίπου σαράντα χιλιάδες κάτοικοι, αριθμός που αντιστοιχεί με τον πληθυσμό της Πάτρας την εποχή εκείνη. Όλες αυτές οι «φαινομενικές ομοιότητες» όμως δεν επιτρέπουν, σε καμία περίπτωση, την ταύτιση με την Πάτρα, ούτε και με καμιά άλλη υπαρκτή πόλη· είναι, το πιθανότερο, ένα κολάζ των τόπων όπου έζησε με τον τόπου όπου ζει. Σε συνομιλία του με τον Γ. Π. Σαββίδη, ο Κοσμάς Πολίτης λέει σχετικά:</span></span></div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div><i>«Η Ερόικα είναι ασφαλώς επηρεασμένη από τον διεθνισμό της Σμύρνης που ίσως δεν υπήρξε ποτέ, πουθενά, στην Ελλάδα , τουλάχιστον όχι στα χρόνια μου: ούτε καν στην Κέρκυρα, ούτε ασφαλώς στην Πάτρα... Ζούσα τότε στην Πάτρα, και ίσως γι' αυτό να δανείστηκα μερικά γραφικά από τον περίγυρό μου. Αλλά γιατί να τα προσδιορίσω, αφού η πολιτεία της Ερόικα δεν ήταν πια ούτε η Σμύρνη, ούτε βέβαια η Πάτρα; Το Γυρί, μάλιστα – γι' αυτό και έβαλα τ' όνομά του φαρδύ-πλατύ στον τίτλο του βιβλίου.»</i></div><div><i><br /></i></div><div><b>Το γενικό μυθιστορηματικό σκηνικό στη «Μαρίνα» του Κοσμά Πολίτη αποτελούν η Πάτρα, το Ξυλόκαστρο, το Κιάτο κι ελάχιστα η Αθήνα, στα 1939, τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού και αρχές φθινοπώρου.</b> Η νουβέλα βρίθει δεδομένων που συνθέτουν ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον, στην Πάτρα του τέλους της δεκαετίας του 1930: στίχοι από άριες από ιταλικές όπερες, θραύσμα στίχου του Μπωντλαίρ και κοινότυπες φράσεις στα γαλλικά, στίχοι από αμερικανικά τραγούδια, καφενεία με ορχήστρα, μεταμεσονύκτια μπαρ, παραθεριστές σε τουριστικά θέρετρα...</div><div><br /></div><div>Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη δράση μιας εργένικης παρέας, τριών ή τεσσάρων φίλων - ο τέταρτος ήταν ο φίλος του φίλου – που ζουν στην Πάτρα μια ξέγνοιαστη και ερωτύλα ζωή. Από ένα σημείο και μετά το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην πορεία του παράνομου ερωτικού δεσμού, που έχει συνάψει ένα από τα μέλη της συντροφιάς, ο Στέφανος, με μια παντρεμένη γυναίκα τη Ρέα, την οποία έχει γνωρίσει στο Ξυλόκαστρο. </div><div><br /></div><div><b>Στη νουβέλα αυτή, που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρικό, ο μυθοπλαστικός χώρος αποτυπώνει υπαρκτές τοποθεσίες, με τρόπο αληθοφανή και κάποτε λεπτομερειακό. </b>Οι ήρωες της νουβέλας περιπλανώνται στην πόλη και τα περίχωρα, αποφεύγοντας τους κλειστούς χώρους: στο μώλο με το φάρο, στην Άνω Πόλη, στις Ιτιές, παίρνουν το λεωφορείο από το Σκαγιοπούλειο, το τρένο για το Βραχάτι ή το Ξυλόκαστρο, το αυτοκίνητο για τη Λυκοποριά ή το Κιάτο, το πλοίο από τον Πειραιά για την Πάτρα, δίνοντας κάθε φορά, την ευκαιρία στο συγγραφέα να μνημονεύσει δρόμους, σκάλες, καφενεία, καμπαρέ, ξενοδοχεία, πλατείες, γειτονιές, και να χαράξει στο χαρτί ένα χάρτη των περιοχών που έζησε και περιδιάβηκε ο ίδιος στα χρόνια της παραμονής του στην Πάτρα και στην Κορινθία.</div><div><br /></div><div>Τα στοιχεία του Πατρινού αστικού τοπίου, της γύρω αλλά και της ευρύτερης περιοχής που εκτείνεται από την Πάτρα ως το Βραχάτι, αναγνωρίζονται και προσδιορίζονται σαφέστατα: ο μώλος, ο φάρος και το καφενεδάκι του, η μικρή ορχήστρα με τα πέντε όργανα, τα βαπόρια της ακτοπλοΐας - η «Αμφιλοχία», ή ο «Παναγιώτης Μ.» - που κατά τις εννέα περνούν ξυστά μπροστά από την εξέδρα μετά το τριπλό σφύριγμα της σειρήνας, η Παντάνασσα που δεν έγινε ο γάμος, ο γαμπρός - νοικοκύρης εξ Ανδραβίδος, το σπίτι του Λεώνη σε μια εργατική συνοικία - μάλλον το Γυρί -, το λεωφορείο που είχε το τέρμα του εκεί κοντά, το γλέντι του Αη Σωτήρα, το «Ατελιέ Μπατίστα», σ' ένα σοκάκι κάτω από το Κάστρο στην Άνω Πόλη, το κέντρο και το καμπαρέ στις Ιτιές, το τρένο από την Πάτρα για την Αθήνα με ενδιάμεσους σταθμούς το Ξυλόκαστρο και το Βραχάτι, το περιφραγμένο με συρματόπλεγμα δάσος του Πευκιά και ο μεγάλος δρόμος κατά μήκος του στο Ξυλόκαστρο, το καφενεδάκι της παραλίας, το περίπτερο κάτω από τα πεύκα, το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με το κύριο κτίριο, το παράρτημα και το περιβόλι, ο μεγάλος δρόμος που πάει προς τη Συκιά, το σπίτι που βρίσκεται στο τέλος του Πευκιά – ίσως η βίλα του Σικελιανού, η βόλτα με αυτοκίνητο ως τη Λυκοποριά, το καφενείο της πλατείας στο Κιάτο, τα βουνά της Ρούμελης απέναντι, το βενζινόπλοιο που θα φυγαδεύσει το ζευγάρι και τον Πέτια από το Ξυλόκαστρο με προορισμό την Πάτρα, το ατμόπλοιο που ξεκινώντας από τον Πειραιά, φτάνει ξημερώματα στο λιμάνι της Πάτρας. </div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjxuawB6etgtn2PlxkX6TdwhpBIhxGHAIEN_0wGXFEYdcaWP4tTzg3Mgdo_FT8yK5ztr6ypa6Hypo4fywivz7AYZlkygunSyACu4etP2HjttFrxCAB5e6kmF8usmJHf6j3_60-X0_mHyXI/s1421/12374819_526022100909139_1484784137521744828_o.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjxuawB6etgtn2PlxkX6TdwhpBIhxGHAIEN_0wGXFEYdcaWP4tTzg3Mgdo_FT8yK5ztr6ypa6Hypo4fywivz7AYZlkygunSyACu4etP2HjttFrxCAB5e6kmF8usmJHf6j3_60-X0_mHyXI/w640-h412/12374819_526022100909139_1484784137521744828_o.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα - 1935 - Το παλιό Λιμεναρχείο – καρτ ποστάλ από Ε BAY </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">______________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας</b></span></div><div><br /></div><div>Όπως στο «Λεμονοδάσος» και στην «Εκάτη», έτσι και στη «Μαρίνα», ο Κοσμάς Πολίτης φωτίζει περισσότερο τον κόσμο του. «Είναι», όπως έγραψε κι ο θεωρητικός της «Γενιάς του ’30» Ανδρέας Καραντώνης, <i>«η τάξη των εύπορων και ανεπτυγμένων αστών που ζούνε με ξεγνοιασιά, με χαρούμενη άνεση και με αρκετή κοινωνική και οικογενειακή ελευθεριότητα... που μετέχουνε νωχελικά σε όλα τ’ αγαθά της ζωής, δίχως όμως να μετέχουνε και πολύ στην ευθύνη και στον κόπο της δημιουργίας τους... που δεν αγνοούνε την τέχνη και το πνεύμα, προπαντός στις λεπτές ηδονιστικές αποχρώσεις τους... που είναι ατομιστές, κενόδοξοι, επιπόλαιοι, μαέστροι του τακτ και της κοινωνικής υποκρισίας, κυνικοί μαζί και ρομαντικοί, σπιρτόζοι, ευφυολόγοι, χαριτωμένοι...»</i> <b>Ζουν μια ζωή άδεια, που ελλείψει στόχου και νοήματος, σπαταλιέται στο κυνήγι της απόλαυσης και γρήγορα βουλιάζει στη ρουτίνα, την ανυπαρξία, το χάσιμο κάθε ιδανικού, στο κυνήγι του οποίου επιδίδονται χωρίς επιτυχία. </b></div><div><br /></div><div>Ο Μίλτος, ο Στέφανος και ο Λεώνης ανταμώνουν τα βράδια του καλοκαιριού, αρχικά στο καφενείο του φάρου και συχνά συνεχίζουν τη διασκέδασή τους στις Ιτιές, για φαγητό, ποτό, μουσική και χορό. Την ιστορία εκθέτει, σε τρίτο πρόσωπο, ο ανώνυμος «φίλος του φίλου», παρατηρητής και ακροατής των εξομολογήσεων του συγκατοίκου του για ένα διάστημα Λεώνη. </div></div><div><br /></div></span></span></div></div><div><div><div><span style="font-family: arial;">Στην αρχή της «Μαρίνας», </span><span style="font-family: arial;">καλοκαίρι μετά τη δύση του ήλιου,</span><span style="font-family: arial;"> βρίσκουμε την παρέα των εργένηδων αντρών να παίρνουν το ούζο τους στο καφενείο του φάρου. Ο φάρος, στολίδι και σύμβολο της Πάτρας – πέτρινος από το 1878, όλος και όλος 4-5 τετραγωνικά μέτρα – και το καφενεδάκι του συγκέντρωναν πλήθος κόσμου και μαζί με την Αγίου Νικολάου και το μώλο, ήταν η καθημερινή βόλτα των Πατρινών. </span><span style="font-family: arial;">Στο καφενείο, που λειτουργούσε ολόγυρα στη βάση του - την </span><b style="font-family: arial;">«πλατεία εν μέση θαλάσση»</b><span style="font-family: arial;">, όπως το διαφήμιζαν οι εφημερίδες - γίνονταν συναυλίες και οι περισσότεροι από τους γνωστούς τραγουδιστές της εποχής είχαν τραγουδήσει εκεί.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div><span style="font-family: arial;">Ο ρόλος του Φάρου ως σηματοδότη καταργήθηκε με την κατασκευή του κυματοθραύστη. Κάθε φορά που ένα καράβι ξένης εθνικότητας έμπαινε στο λιμάνι, ένας ναύτης αναλάμβανε να τοποθετήσει την εθνική σημαία του πλοίου στο Φάρο, ενώ η ορχήστρα υποδεχόταν το νεοφερμένο καράβι παίζοντας τον εθνικό του ύμνο της χώρας του. </span><span style="font-family: arial;">Ο Φάρος κατεδαφίστηκε το 1972 στην περίοδο της δικτατορίας στο όνομα του «εκμοντερνισμού» των πόλεων.</span></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEtHBm7Ne-KkPdIoSxhudiBbvaKDF8Walaaktb0Kw6KODx3wPxsmjWfAs8ftqUztnctBrFJwmR5QonEKD6bGRTL1zRVzA-rL-fYMPPQJF4fI4KYUqBGOAl_fqtXlE9FbSxtknotYeww_s/s1600/122803593_1696167177227953_3875268618232729153_o.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEtHBm7Ne-KkPdIoSxhudiBbvaKDF8Walaaktb0Kw6KODx3wPxsmjWfAs8ftqUztnctBrFJwmR5QonEKD6bGRTL1zRVzA-rL-fYMPPQJF4fI4KYUqBGOAl_fqtXlE9FbSxtknotYeww_s/w640-h424/122803593_1696167177227953_3875268618232729153_o.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">ΠΑΤΡΑ, 1930ς, Ο Φάρος και το καφενεδάκι του – ΦΩΤΟ ΣΤΟΛΙΔΗΣ </div><div style="text-align: center;"> Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_____________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Το ίδιο καφενείο<i style="font-weight: bold;"> - «καταμεσής της θάλασσας, μια στρογγυλή εξέδρα τρόγυρα σ' έναν πύργο»</i></span><span style="font-family: arial;">, εμφανίζεται και </span><span style="font-family: arial;">στο «Γυρί» (</span><span style="font-family: arial;">1944)</span><span style="font-family: arial;">, </span><span style="font-family: arial;">το μυθιστόρημα του </span><span style="font-family: arial;">Κ. Πολίτη </span><span style="font-family: arial;">με πρωταγωνίστρια την ομώνυμη συνοικία της Πάτρας, στην οποία έζησε κι ο ίδιος μετά το 1939, σύμφωνα με την μαρτυρία του Γ. Βασιλείου. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><i style="font-family: arial;">«</i><span style="font-family: arial;"><i>Θυμόταν ο Σάββας πως ο πατέρας του φορούσε μια χρυσή αλυσίδα στο γιλέκο, από τη μια του τσέπη ως την άλλη. Τις Κυριακές το απόγεμα κατέβαιναν οι τρεις μαζί, παίρνανε κάποιο δρόμο και φτάνανε στην παραλία. </i></span><i style="font-family: arial;">Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας, μια στρογγυλή εξέδρα τρόγυρα σ' έναν πύργο. </i></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Έτρωγαν γλυκά, έπαιζε η μουσική, περνούσαν βάρκες μες στη θάλασσα και καραβάκια με πανιά, κάτι θεόρατα βαπόρια βρισκόντανε αραγμένα εκεί πλάι. Μόνο που ώρες ώρες ερχότανε μια μπόχα σαν από ψοφίμι. </i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>— Φαίνεται πως έφτασε φορτίο με μπακαλάο, έλεγε ο πατέρας του.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i>Έφευγαν πια τη νύχτα, με τα ηλεκτρικά. Τέτοια ώρα περνούσε ταχτικά στην παραλία ο σιδερόδρομος, αργά αργά, μιαν ατέλειωτη γραμμή ξεσκέπαστα βαγκόνια γεμάτα με καρπούζια. Κάποιος μ' ένα φανάρι πήγαινε μπρος από τη μηχανή και παραμέριζε τον κόσμο.» </i><br /><br /><div style="text-align: right;">Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, σελ. 54, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZftJn-abykqCs-QDMPFbPBZdBRWYTbTPwyIjnA1n1T75ofV820-UzOjb8nM8hVfQqXGui28_rzV2BP7LZwl-X5QNgxfSettvKCsYaSp-o2U6s3dcN84XZIuLty2MYR8RdrLb7rS0zsDo/s443/11146603_888286251234904_4786596803771574602_n.jpg"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZftJn-abykqCs-QDMPFbPBZdBRWYTbTPwyIjnA1n1T75ofV820-UzOjb8nM8hVfQqXGui28_rzV2BP7LZwl-X5QNgxfSettvKCsYaSp-o2U6s3dcN84XZIuLty2MYR8RdrLb7rS0zsDo/w631-h640/11146603_888286251234904_4786596803771574602_n.jpg" width="631" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Ο Φάρος και το καφενείο, 1935 </span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</span></div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;">__________</span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Τ</span><span style="color: #800180;">ρεις ή τέσσερις φίλοι - ο τέταρτος ήταν ο φίλος του φίλου – ξένοι στον τόπο, εργένηδες ανάμεσα τριάντα και τριανταπέντε χρόνων το πολύ (μονάχα ο Λεώνης είχε περάσει τα σαράντα) με τις ίδιες ώρες και τον όμοιο τρόπο βραδυνής σχόλης. Το καλοκαίρι βέβαια σκορπάει κανένας εύκολα – όμως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μάλλον φανταστικό σε μια πόλη επαρχιακή. Έτσι, κάθε βραδιά σχεδόν αντάμωναν την ώρα του περίπατου μετά τη δύση του ήλιου. Έκλειναν πια τα μαγαζιά. Οι άνθρωποι ξεχύνουνταν στην παραλία Το τσούρμο από τις σκούνες και τα τρεχαντήρια καθότανε στην κουπαστή μαζί με το σκυλί του καραβιού και κοίταζαν μπροστά τους. Αιωριζόταν μυρωδιές αόριστες κι' επίμονες. Το μαϊστράλι ξεψυχούσε.</span></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Από τη μια κι' από την άλλη ανάβαν τα ηλεκτρικά στο μώλο. Ο κόσμος πηγαινοερχότανε αδιάκοπα με σούσουρο και ομιλίες, διασταυρώνανε ματιές ή χαιρετούσαν, γυρίζαν πίσω το κεφάλι κάτι να δούν ακόμα. Στην άλλη άκρη ξεχειλίζανε τα φώτα της εξέδρας αντανακλώντας μέσα στά νερά. Ερχότανε από κει πέρα κομμένες και ανάκατες οι νότες της μικρής ορχήστρας, κάποιος γνωστός σκοπός κάτι σαν dona è mobile και adio del passato. Μια ρόδινη θαμπή μενεξεδιά γραμμή απόμενε ακόμη στον ορίζοντα.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEipkhRhnQTVJXFgsV34m0bLZbrYk0g3wgGiQrG4DDFCqrt8fJMdW4ZgFYO_P7z1YUdnZwunWGzSqrULcpKWXhKJghupMr1iQHLqZ1eNbDLsV6_oqn6nt4vOH0IwFN4LAeAgr4je0e8_-L0/s950/73073219_1352202981624376_5262723564951306240_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEipkhRhnQTVJXFgsV34m0bLZbrYk0g3wgGiQrG4DDFCqrt8fJMdW4ZgFYO_P7z1YUdnZwunWGzSqrULcpKWXhKJghupMr1iQHLqZ1eNbDLsV6_oqn6nt4vOH0IwFN4LAeAgr4je0e8_-L0/w640-h428/73073219_1352202981624376_5262723564951306240_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα -περίπου 1937 - Στο Φάρο ,Πατρινοί πίνουν τον καφέ τους παρέα με τα πλεούμενα. Φωτογραφία εποχής των CHARLS & JANNET MORGAN . </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">______________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Έπαιρναν το ούζο στην εξέδρα, κάτω από το φάρο. Τούτος κατάντησε άχρηστος και παραπειστικός απ' τον καιρό που χτίστηκε ο κυματοθραύστης με τ’ αυτόματα φανάρια - μόνο η κατοικία του φαροφύλακα χρησίμευε για καμαρίνι στις αρτίστες που έφερνε κάποια φορά η επιχείρηση του καφενείου. Μα εφέτος ρίζωσε η μικρή ορχήστρα με τα πέντε όργανα – το κουϊντέτο καθώς λέγανε όσοι καταγινότανε με τέτοια.<br /><br />Μερικά κεφάλια λικνίζονταν στο σκοπό. Δεν είχε τελειωμό η παρτιτούρα. Πού και πού τα χείλια σιγοπαίζανε: A-Pari-gi mi-o ca-ro– τα-τα-ρα τα-τα... Γινόταν κάποια φασαρία στα σκαλιά, εκεί που χώριζε ο μώλος από την εξέδρα. Κάτι ξυπόλυτα πιτσιρικάκια καραδοκούσαν να τρυπώσουν μέσα, μα τα’ παιρνε είδηση ο ναύτης του λιμεναρχείου και τα ’ρχιζε στις καρπαζιές. <br /><br /></span></i><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Ξαφνικά, το μπαστούνι του Μίλτου κατρακυλούσε από την καρέκλα μ’ έναν διαβολεμένο κρότο χάμω στα πλακάκια. Στο πλαϊνό τραπέζι τα κοριτσόπουλα βάζανε τα γέλια και κοιτάζανε κρυφά προς τα εδώ. </i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Κατά τις εννέα, τόνα πίσω από το άλλο, τρία σφυρίγματα σειρήνας ανατινάζανε τις ομιλίες και τη μουσική. <b>Ξυστά μπροστά 'πο την εξέδρα περνούσε το βαπόρι της ακτοπλοΐας κατάτρυπιο από φώτα.</b> Όσοι καθότανε στ' ακριανά τραπέζια σηκωνότανε να δουν. Αυτός που έπαιζε ορθός βιολί έκανε μια στενόχωρη γκριμάτσα χτυπώντας με το πόδι του πιο δυνατά το χρόνο. Το κατάστρωμα του βαποριού ήταν μια γλυστερή αχνόφωτη γραμμή. Από κει πάνω κάτι σκιές σα να κουνούσανε τα χέρια, σα να χαιρετίζαν... Από την άκρια της εξέδρας μια γυναίκεια φωνή: - Χαρούλα, Κούλη μου! Καλό ταξίδι, στο καλό στο καλό! – και όταν πια η «Αμφιλοχία» ή ο «Παναγιώτης Μ.» χανότανε στ’ ανοιχτά, μια- δυο γυναίκες, κάποιο γεροντάκι, περνούσανε ανάμεσα στα τραπεζάκια σκουπίζοντας τα μάτια. - Η κυρία Μαρία η καημένη ... <b>Πού γίνηκε ο γάμος, στην Παντάνασσα; -Όχι, κυρία Ελένη μου, στο σπίτι. </b>- Πώς, βέβαια, είναι νοικοκύρης, εξ Ανδραβίδος.-Η Ανδραβίς, πλησίον του..; – Μάλιστα, η Ανδραβίς μετά των περιχώρων...<br /><br />Τα κοριτσόπουλα είχαν τα κεφάλια τους σκυμμένα πάνω απ' το τραπέζι – κάτι λέγαν μεταξύ τους και ρίχνανε λοξές ματιές τριγύρω. Η ρεμούλα της θάλασσας από το βαπόρι έσπαζε πάνω στο κρηπίδωμα του μώλου.<br /><br />Η ορχήστρα έπαιζε κάποιο εμβατήριο. Ήταν το σύνθημα: εμπρός, ώρα για φαγητό (ΕΛΑ, ΚΑΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΠΕΡΑΣΕΝ Η ΩΡΑ). Ο κόσμος σηκωνότανε να φύγει, ένα μπουλούκι όλοι μαζί, μέσα σε θόρυβο από τραπέζια και καρέκλες.<br /><br />- Ε, αλήτη! Πού θα βρεις καλύτερα; - κι' έκλεινε ο Μίλτος σε μια πλατειά χειρονομία το μώλο,<br />συνέχεια την παραλιακή πλατεία και, στο βάθος, δυο γραμμές από φώτα που χανότανε ολόισια ψηλά μέσ' στο σκοτάδι.<br /><br />– Αυτός! κάνει ο Στέφανος δείχνοντας το Λεώνη – και ανασήκωσε τους ώμους. <br /><br />Ωστόσο κοίταζε ο ίδιος ένα βαρκάκι με πανί που έκοβε βόλτες μέσα στο λιμάνι.</i></span></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmecL4TvjqE5ThEFhm3AHZtutZrUj0MAxJDD_eBmWQm7-bU0vPxmafTtOpyf79ZJFDS1n0DVsyXPmBhr4EFn2EEnGngKkQrn4zYjaUYLshtI1_zQ9IMqSq9ujhS4Th3W6m7zkAihoOipk/s841/13876382_1745283249075627_7610580671853757681_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmecL4TvjqE5ThEFhm3AHZtutZrUj0MAxJDD_eBmWQm7-bU0vPxmafTtOpyf79ZJFDS1n0DVsyXPmBhr4EFn2EEnGngKkQrn4zYjaUYLshtI1_zQ9IMqSq9ujhS4Th3W6m7zkAihoOipk/w640-h396/13876382_1745283249075627_7610580671853757681_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο Φάρος, 1938 </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">___________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;"><div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή» και μετά στο καμπαρέ, στις Ιτιές...</b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Μετά το ούζο στο καφενεδάκι του φάρου, η παρέα των νεαρών εργένηδων συνεχίζει για φαγητό, χορό και ποτό στις Ιτιές, αρχικά στο εξοχικό κέντρο <b>«Κρινοδάχτυλη Αυγή»</b> - δεν αποκλείεται να πρόκειται για λογοτεχνική «μεταμφίεση» του κέντρου <b>«Χαραυγή»</b>, που πράγματι λειτουργούσε και προπολεμικά στην περιοχή αυτή – και στη συνέχεια σε καμπαρέ <b>«πάνω στον ίδιο εξοχικό δρόμο, δυο βήματα πιο κάτω»</b>, όπου θα γνωριστούν με τη χορεύτρια «ακροβατικών χορών», τη Λίλυ. </span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Η ενσωμάτωση τραγουδιών, σύγχρονων με τη χρονική περίοδο στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία των μυθιστορημάτων, είναι μια από τις σταθερές του Κοσμά Πολίτη. Το τραγούδι «Moonlight and shadows», που χορεύουν στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή», ακούστηκε για πρώτη φορά ως ορχηστρικό κομμάτι στην ταινία περιπέτειας «The Jungle Princess» (1936), με τους Dorothy Lamour και Ray Milland. Η πρώτη ηχογράφηση έγινε αρχές του 1937 από την ορχήστρα του Cy Feuer, με στίχους του Leo Robin και ερμηνεία της Dorothy Lamour.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Το Σαββατόβραδο το πέρασαν στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή», το εξοχικό κέντρο στις Ιτιές κοντά στην παραλία. Ο Στέφανος στο μεταξύ – όπως γινότανε συχνά τον τελευταίο καιρό – θα ’φευγε πάλι για το Κιάτο να παρακολουθήσει τη διοργάνωση του νέου γραφείου που ίδρυσε η Εταιρία των Γενικών Αποθηκών. Και όπως ο Λεώνης θα πήγαινε κι’ αυτός ως το Βραχάτι, για δουλειές του σταφιδοεμπόριου, συμφώνησαν να πάρουν και οι δυο το τραίνο των έντεκα και είκοσι.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Έμειναν ως τη μία περασμένη στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή» χαζεύοντας αυτούς που χόρευαν...</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">- Moonlight and shadows - γιαπ-γιαπ-γιαπ-γιαπ -I belong to you, you belong to me...</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><br /></i></div><div style="font-style: italic; text-align: center;"><br /></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="397" src="https://www.youtube.com/embed/9M88mk0sicA" width="477" youtube-src-id="9M88mk0sicA"></iframe></div><br /><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div></div><div style="text-align: left;"><div style="text-align: center;"><div style="font-style: italic;">Moonlight and shadows, and you in my arms,</div><div style="font-style: italic;">And the melody in the bamboo tree, my sweet.</div><div style="font-style: italic;">Even in shadows, I feel no alarms</div><div style="font-style: italic;">While you hold me tight in the jungle light, my sweet.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Close to my heart you will always be,</div><div style="font-style: italic;">Never, never, never to part from me.</div><div style="font-style: italic;">Moonlight and shadows, and you in my arms,</div><div style="font-style: italic;">I belong to you, you belong to me, my sweet.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div style="font-style: italic;">Close to my heart you will always be,</div><div style="font-style: italic;">Never, never, never to part from me.</div><div style="font-style: italic;">Moonlight and shadows, and you in my arms,</div><div style="font-style: italic;">I belong to you, you belong to me, my sweet.</div><div style="font-style: italic;"><br /></div><div><br /></div></div></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Δεν είχε φεγγαρόφωτο. Τα ηλεκτρικά σκιάζανε τον ουρανό και κρύβανε τ' αστέρια. Μονάχα πέρα, στο ύψος κάποιας καμινάδας αόρατης μέσα στη νύ χτα, έλαμπε ο αστερισμός απ' το μονόγραμμα της φίρμας κάποιου εργοστάσιου. Και κάθε τόσο ανοιγοκλείνανε πάνω από τις ιτιές του δρόμου οι φωτεινές βεντάλιες περαστικού αυτοκίνητου.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Ο Μίλτος ωστόσο βαρέθηκε να κάθεται με σταυρωμένα πόδια. Θυμήθηκε πως κάποτε είχε γνωρίσει το κοριτσόπουλο εκείνο παραπέρα που έτρωγε τα φιστίκια του οικογενειακά.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">- Χορεύετε δεσποινίς;</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Η μικρή έκανε μια κίνηση να σηκωθεί.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">- Μεγάλη μας τιμή, πρόλαβε ο πατέρας - η κόρη μου είναι κουρασμένη. Μεγάλη μας τιμή, μεγάλη μας τιμή...</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Τότε είπαν κι αυτοί να παν καλύτερα στο καμπαρέ, εκεί θα περιποιούν βέβαια μικρότερη τιμή. Το καμπαρέ βρισκότανε πάνω στον ίδιο εξοχικό δρόμο, δυο βήματα πιο κάτω.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">- Έχει καινούρια νούμερα; ρώτησαν το γκαρσόνι μόλις μπήκαν.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">- Στον κατάλογο τουλάχιστον δεν άλλαξαν τα νούμερα, μουρμούρισε ο Μίλτος – τρακόσιες ή εγχώρια σαμπάνια. Παζαρεύουν εδώ την τιμή;</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Το περιβόλι ήταν γούπατο, έκανε υγρασία, η πελατεία λιγοστή.</span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">– Μις Λίλυ, ακροβατικοί χοροί – ανάγγειλε ο σπίκερ από το χωνί του.</span></i></div></span></div><div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></span></div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><i>Θα γίνηκε ως τέσσερις η ώρα. Η πρώτη χλωμάδα της αυγής μόλις φωτούσε – περ' από τα ηλεκτρικά του καμπαρέ – το δρόμο και την παραλία. Διακρινόταν πλαδαρό ένα πανί πάνω στην άσπρη θάλασσα. Μια ψαρόβαρκα σύρθηκε αργά ώς τα ρηχά και βγήκαν τρεις ψαράδες.</i></div></span></div></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Σβήνανε τα ηλεκτρικά μέσα στον κήπο. Οι ευκάλυπτοι από γκρίζοι γυρίζανε στο κυανί και οι ροδοδάφνες παίρνανε κάποιο χρώμα. Μια παρέα που είχε μείνει ακόμα κανόνιζε με συζητήσεις το λογαριασμό. Ανάμεσα σε όλες τούτες τις πειθαρχικές γυναίκες, από στόμα σε στόμα, δίχως καμιά να ξέρει από πού βγήκε ο λόγος, κυκλοφόρησε ψιθυριστά η άδεια πως ειν’ ελεύθερες να φύγουν. Πέρασε μια νύχτα.</i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj10f4uqpbHgaQ1BIB_jDog31k3EYHli7U9FrmBTiNYd-CeJ49t0Hti-ndqVASl4-AIU9Hwxz42aQU-tRIYgY-3FuZRapwo-C5QPEiZ3RdZTAgRU1L4_UasuM8DbuarnH3lHglKZLz09SQ/s2048/10572138_1090362991020620_4835948445805566947_o.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj10f4uqpbHgaQ1BIB_jDog31k3EYHli7U9FrmBTiNYd-CeJ49t0Hti-ndqVASl4-AIU9Hwxz42aQU-tRIYgY-3FuZRapwo-C5QPEiZ3RdZTAgRU1L4_UasuM8DbuarnH3lHglKZLz09SQ/w640-h416/10572138_1090362991020620_4835948445805566947_o.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ζυθεστιατόριο «Χαραυγή» στις Ιτιές τη δεκαετία του ΄20 </div><div style="text-align: center;">Αρχείο Panagis Mamos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Ένα σπιτάκι σ’ έναν εργατικό συνοικισμό...»</b></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Η παρέα των ανδρών προτείνει στη Λίλυ να την συνοδεύσουν και καταλήγουν όλοι μαζί, μετά από πρόταση του Λεώνη, για καφέ στο σπίτι του, στον «εργατικό συνοικισμό», που προφανώς είναι το Γυρί. Ο Λεώνης είναι ο μόνος από την παρέα που δεν μένει πλέον σε ξενοδοχείο, αλλά <b>«έχει νοικιάσει ένα σπιτάκι — στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή».</b> </span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Στην περιγραφή του εργένικου σπιτιού του Λεώνη αναγνωρίζει κανείς το ισόγειο σπιτάκι με τον μικρό κήπο, που είχε παραχωρήσει ο Γ. Βασιλείου στον ίδιον τον Κοσμά Πολίτη και το οποίο στο «Γυρί» μεταμορφώθηκε από την πένα του συγγραφέα σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες», κατοικία του Φίλιππου Γορτύνη.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;">Κοινό σημείο και των τριών «εργένηδων», του Λεώνη, του Φίλιππου και του ίδιου του Κοσμά Πολίτη – βίο εργένη, μακριά από την οικογένειά του και σε διάσταση με τη γυναίκα του, διήγε άλλωστε και ο συγγραφέας – είναι ότι μετά από την μακροχρόνια διαμονή τους σε ξενοδοχείο, εγκαταστάθηκαν σ’ ενα σπίτι με κήπο στο Γυρί. </span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Και οι ντόπιοι κάπως τον παραδέχονταν [τον Λεώνη]. Για τους άλλους λέγανε: — Τι θέλουν επιτέλους να μας παραστήσουν;</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Οι δυο ετούτοι καθόντανε ακόμα στο ξενοδοχείο — δυο χρόνια τώρα, θα ’τανε ως έξι μήνες που ο Λεώνης είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι — στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή. Το σπίτι, καθώς και κάτι παλιοπράματα που μάζωνε, τού τρώγανε όλο τον καιρό και τον απασχολούσαν αδιάκοπα: μια να διορθώνει τούτο, μια να παραγγέλνει τ’ άλλο. Έσκαβε και το περιβόλι μοναχός του, για να φυτέψει τι;—ρίγανη, δυόσμο και φλισκούνι!</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;">[...] Η Λίλυ έπιασε το Λεώνη από το μπράτσο για να βγουν στο δρόμο. Βάραινε πάνω του, σοβαρή και κουρασμένη.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;">Μα είχε και συνέχεια η αυγή ετούτη. Καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από το κάτω μέρος του εργατικού συνοικισμού, ο Λεώνης πρότεινε να τους προσφέρει έναν καφέ — το σπίτι του βρισκότανε τέσσερις γωνίες παραμέσα.</span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;">Εκεί, προτίμησαν να μείνουν στη δροσιά του κήπου μισοξαπλωμένοι πάνω στις ψαθωτές πολυθρόνες. [...]</span></div></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i>— Μπορώ να δω και μέσα; — κι έδειξε το σπίτι [</i>η Λίλυ<i>]. — Μα δεν πάω μονάχη!</i></span></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Στο σαλόνι —ένα είδος στούντιο μεγάλο, μάλλον κοινόβιο μοναστηριού — έριξε μια περιφερική ματιά. Οι τοίχοι σχεδόν γυμνοί. Εδώ κι’ εκεί μιαν αχνή ασπράδα, κάτι κοκκινωπές γυαλάδες αντανακλούσανε σε σκούρες επιφάνειες. Πάνω σ’ ένα είδος βιβλιοθήκης χαμηλής δυο κηροπήγια μ’ένα παγωμένο σιδερένιο θάμπωμα μέσα στο σκιόφωτο. Τα κεριά τους έφταναν ως το μισό ύψος από το ταβάνι.</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Κούνησε το κεφάλι της:<span style="white-space: pre;"> </span></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">— Αμ βέβαια, οι άντρες είναι πάντα ίδιοι: τους αρέσει να ξοδεύουν τα λεφτά τους σε παράλογες μανίες — όσο δεν τους τα τρώει μια γυναίκα... Έχεις και κουζίνα;</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Πήγε και στην κουζίνα, γύρισε το διακόπτη για να φέξει κι άρχισε να εξετάζει τα χαλκώματα ένα- ένα.</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">—Έρχεται καμιά γυναίκα και σου συγυρίζει; Δεν είσαι παντρεμένος, βέβαια.. Χμ, είναι αρκετά καθαρά — κι αμέσως, το όνειρό τους ολονών, όποιες κι αν είναι, ό,τι κι αν είναι:—Σαν παντρευτώ εγώ...</span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;">Ήρθε -πάλι μέσα στο σαλόνι. Ξανακοίταξε τριγύρω, στάθηκε δίχως να το σχολιάσει μπροστά σ’ ένα μαρμάρινο χέρι — κι αυτό ακουμπισμένο πάνω στη βιβλιοθήκη — κι έπειτα γονάτισε μπροστά εκεί και διάβαζε τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων.</span></div></div><div style="font-style: italic; text-align: left;"><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Περνώντας από το διάδρομο, πρόσεξε το μαστίγιο που κρεμότανε στην καπελιέρα. Τα μάτια της ανοιγοκλείσανε.[...]</span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">Ο ήλιος γιόμιζε κιόλα το περιβόλι. Όπως τους ξεπροβόδωνε ο Λεώνης, λέει στη Λίλυ: </span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: left;"><i><span style="color: #800180;">— Αν θελήσεις να σιδερώσεις κανένα σου φουστάνι, έχω και σίδερο ηλεκτρικό στο σπίτι. </span></i></div></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFlyV-betoqkn85nXWl_HQWDaIvnZUDAYQP-9iGbvd218a1kE16M1sMMlWFMBpduPDm3JGMV9mJHrwOMwGkt4-JDW7i7Mcs8SXhRUjHdwklDmd744G8IYPpgLjaKfng7y-9uhj0RMW7wQ/s792/20120910085156-8f69df7b-me.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFlyV-betoqkn85nXWl_HQWDaIvnZUDAYQP-9iGbvd218a1kE16M1sMMlWFMBpduPDm3JGMV9mJHrwOMwGkt4-JDW7i7Mcs8SXhRUjHdwklDmd744G8IYPpgLjaKfng7y-9uhj0RMW7wQ/w640-h476/20120910085156-8f69df7b-me.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Εθνικό Σκαγιοπούλειο Αγροτικό Ορφανοτροφείο Αρρένων Πατρών» (1926), στην περιοχή Γυρί. Το σπίτι που συνόρευε με το χτήμα του ορφανοτροφείου.</div><div style="text-align: center;"> Πηγή: http://paliapatra.gr/picture.php?/1214/search/1580</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><div><div style="text-align: left;"><div><i><span style="font-family: arial;">«Εδώ χάμω» καθόταν ο Φίλιππος από το περασμένο καλοκαίρι. Πρωτύτερα είχε μείνει πάνω από δυο χρόνια στο ξενοδοχείο, στην πόλη αυτή εδώ που βρέθηκε.</span></i></div><span style="font-family: arial;"><span style="font-family: arial;"><div><i><span><br /></span></i></div><div><i><span>[...] Το σπίτι - ας πούμε η βιλίτσα – είναι κι αυτό παράξενο απομεινάρι μες στην εξέλιξη της γειτονιάς. Μια σύντομη αδιέξοδο χώριζε τον κήπο του από το χτήμα του ορφανοτροφείου. Στο βάθος, κλείνουν την αδιέξοδο κάτι ξυλένια κάγκελα κάποιου γειτονικού περιβολιού.</span></i></div><div><i><span><br /></span></i></div><div><i><span>Απ' το παλιό αρχοντικό απόμεινε μονάχα το περίπτερο αυτό σε μια γωνιά του ανθόκηπου. Ένα πελώριο χολ-σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο... Από το χολ, μια σκάλα δρύινη ανέβαινε σ’ ένα πυργάκι που έδινε στο λιακωτό. Αυτό ήταν όλο όλο. Μα ωστόσο η διάταξή του, το πυργάκι με τις γυψένιες πολεμίστρες, ο ψηλός μαντρότοιχος που τριγυρνά τον κήπο, του έδιναν μια όψη που κράταγε σε απόσταση. Από το δρόμο φαινότανε μόνο το λιακωτό και το ψωροπερήφανο πυργάκι πάνω από τα δέντρα.</span></i></div><div style="text-align: right;">Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, σελ. 11, 25 -26, εκδόσεις Ύψιλον</div><div style="text-align: right;"><br /></div></span></span></div></div></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgaD1sCPLuxXvrJO00kuHaplexQyP2kUo4jdAO6Bos1oPWfbEqVt-rIbqd0TDXEup-SA9piznTNS0naeigHOYGRBTxChBlfiy5xEmQopKXVv0mHLRw0Y0-ZEGogUWYyqBJPu2wB3MN0TTs/s640/Leoforio.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgaD1sCPLuxXvrJO00kuHaplexQyP2kUo4jdAO6Bos1oPWfbEqVt-rIbqd0TDXEup-SA9piznTNS0naeigHOYGRBTxChBlfiy5xEmQopKXVv0mHLRw0Y0-ZEGogUWYyqBJPu2wB3MN0TTs/w640-h480/Leoforio.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα - 1925 - στην αφετηρία της Δημοτικής γραμμής, «Σκαγιοπούλειον - Α' Νεκροταφείον» Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Το «Ατελιέ Μπατίστα», κάτω από το Κάστρο, στις ανηφοριές</b></span></div><div><br /><div><span style="font-family: arial;"><span><span style="font-family: arial;"><div>Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της συντροφιάς στο σπίτι του Λεώνη, ο Στέφανος, εντυπωσιασμένος από μια μάσκα που έχει κρεμασμένη στον τοίχο ο φίλος του, εμφανίζεται ενώπιόν τους φορώντας την. Η αποτρόπαιη αυτή μάσκα, αντιπροσωπευτική της γήινης πλευράς της ζωής, προκαλεί με τα γκροτέσκα χαρακτηριστικά της, τρόμο στη Λίλυ, η οποία εκφράζει δυνατά τους φόβους της.</div><div><br /></div><div>Ο Στέφανος επιμένει να μάθει από το Λεώνη λεπτομέρειες για την προέλευση της μάσκας κι έτσι την επόμενη μέρα κιόλας, επισκέπτονται το «Ατελιέ Μπατίστα», ένα παλαιό σπίτι σ’ ένα σοκάκι, στις ανηφοριές κάτω από το Κάστρο. </div><div><br /></div><div>Επιβιβάζονται στο λεωφορείο, που είχε το τέρμα του εκεί κοντά, και όλη η διαδρομή συνοδεύεται από τον ήχο της φυσαρμόνικας και το τραγούδι του Μπιλίρη, ενός αγαθού διακονιάρη, που πιθανότατα είναι <b>ένας από τους «Ωραίους τρελούς της Παλιάς Πάτρας»</b>, έτσι όπως τον περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Νίκος Ε. Πολίτης: </div><div><br /></div><div><i><b>«Έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε, κυρίως ελαφρά τραγούδια και σουξέ, στην επάνω χώρα. 'Ηταν κοντός και πολύ συμπαθητικός, μονίμως χαμογελαστός ιδίως όταν κοίταζε τα κορίτσια, στα οποία τραγουδούσε όταν περνούσε έξω από χώρους όπου αυτά εργάζονταν ή συναθροίζονταν.Ο Τάκης ο Μπιλίρης έφυγε μια μέρα ξαφνικά από την Πάτρα κα χάθηκε.»</b></i></div></span></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjlpATxnZjaDeBYg5JjgL89WGcpxrrpzJMTuum7bnlDlcUwvDjlzrO5gjzugk0E1kSo0tv2UDI2Z6hdqcktySNyOhqLOYh7rbuOf60WgjgqjZowQAFvRf2beAsrlvSoawMeHYBi8rxSXNc/s754/%25CE%259C%25CE%25A0%25CE%2599%25CE%259B%25CE%2599%25CE%25A1%25CE%2597%25CE%25A3.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjlpATxnZjaDeBYg5JjgL89WGcpxrrpzJMTuum7bnlDlcUwvDjlzrO5gjzugk0E1kSo0tv2UDI2Z6hdqcktySNyOhqLOYh7rbuOf60WgjgqjZowQAFvRf2beAsrlvSoawMeHYBi8rxSXNc/w382-h640/%25CE%259C%25CE%25A0%25CE%2599%25CE%259B%25CE%2599%25CE%25A1%25CE%2597%25CE%25A3.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πηγή: <a href="http://syllektiko-pazari.blogspot.com/2010/10/33.html">http://syllektiko-pazari.blogspot.com/2010/10/33.html</a></div><div style="text-align: center;">___________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div><span style="font-family: arial;"><span><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Ο Μπιλίρης τους πληροφορεί ότι την προηγούμενη μέρα ήταν σε γλέντι του Αη Σωτήρα. Με το δεδομένο ότι η ιστορία διαδραματίζεται στο τέλος του καλοκαιριού, ίσως αναφέρεται στο μικρό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στον περίβολο του Σκαγιοπουλείου Ιδρύματος, που πανηγύριζε στις 6 Αυγούστου. </div><div><br /></div><div>Οι δυο φίλοι κατεβαίνουν <i>«μπροστά στη σκάλα που πάει ολόισα στο κάστρο»</i>, αλλά παίρνουν τις ανηφοριές, ανάμεσα στα στενοσόκακα της περιοχής. Προφανώς εννοεί τις Σκάλες της Αγίου Νικολάου, που είχαν πρόφτατα φτιαχτεί (1933-34) και συνέδεαν την Άνω με την Κάτω Πόλη. </div></span></span><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgdRtWiK4IG4SEvMcq7EIusR6n0u0mayDdL0zyXd76zOPARmZLfh8mGHzpvpL04Hg-1p1eZqUVIz2nyKaF_PdC9J8dvqzQpE6wK9eGQhU4W3Qae-eOwjZ4cfMdOJTesUO-KgWD2eBl9CiQ/s1194/15844769_1333746846682232_2494764676205508426_o.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgdRtWiK4IG4SEvMcq7EIusR6n0u0mayDdL0zyXd76zOPARmZLfh8mGHzpvpL04Hg-1p1eZqUVIz2nyKaF_PdC9J8dvqzQpE6wK9eGQhU4W3Qae-eOwjZ4cfMdOJTesUO-KgWD2eBl9CiQ/w640-h240/15844769_1333746846682232_2494764676205508426_o.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">H περιοχή του Σκαγιοπουλείου πριν την δεκαετία του '50. Δεξιά το εκκλησάκι του Σωτήρος, στο βάθος το Σκαγιοπούλειο ορφανοτροφείο. </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Aris Betchavas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα</div><div style="text-align: center;">_______________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7hwnd2WQ3VHiHNF-TIVRpIlGiAPRWX_nx5jLLWUT-SV241fcomBw8LnDDDbvJyqb2OhJL3EM4c1EMiuRKI0jYac3Z4he-LrgeSa7FlqMigi7ADUr_9arikLGSU1EEeiUNL1tb-NfgrsM/s943/%25CE%25A3%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25BF.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7hwnd2WQ3VHiHNF-TIVRpIlGiAPRWX_nx5jLLWUT-SV241fcomBw8LnDDDbvJyqb2OhJL3EM4c1EMiuRKI0jYac3Z4he-LrgeSa7FlqMigi7ADUr_9arikLGSU1EEeiUNL1tb-NfgrsM/w640-h368/%25CE%25A3%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25BF.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα – 1928 - το λεωφορείο κοντά στην αφετηρία της Δημοτικής γραμμής «Σκαγιοπούλειον - Α' Νεκροταφείον» </div><div style="text-align: center;"> Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">__________________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div><span><span style="font-family: arial;"><div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="font-family: arial;"><span><span style="color: #800180;"><i>Το απόγεμα της ίδιας Κυριακής ο Στέφανος τηλεφωνούσε απ’ το ξενοδοχείο:</i></span></span></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Λεώνη, ξέχασα να σε ρωτήσω, ήμουν ψόφιος της νύστας, — αλήθεια, πώς κοιμήθηκες; εγώ δεν έκλεισα μάτι —θέλω να σε ρωτήσω για τη μάσκα. Πού τη βρήκες;</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Την αγόρασα, δηλαδή την παράγγειλα. Πάνε λίγες μέρες... Μα έλειπες στο Κιάτο... Δεν ξέρω αν πουλάει μάσκες...</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Πού βρίσκεται το μαγαζί;</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Πώς να του δώσει να καταλάβει, ούτε καν θυμότανε τ’ όνομα του δρόμου, ίσως να μην είχε κι όνομα, κάτω από το κάστρο, στις ανηφοριές. Συμφώνησαν απ’ το τηλέφωνο να περάσει ο Στέφανος να πάρει το Λεώνη να παν οι δυο μαζί, κιόλα την άλλη μέρα, πρωί πρωί, πριν από το γραφείο.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Την άλλη μέρα το πρωί, προτού να φύγουν από το σπίτι του Λεώνη, ο Στέφανος επωφελήθηκε να εξετάσει ακόμη μια φορά τη μάσκα.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Δεν είναι από τις συνηθισμένες, δε φοριέται...</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Την κρατούσε στα χέρια του και την εξέταζε. Μάλλον ένα είδος εκμαγείου από χοντρό συμπιεσμένο χαρτόνι, το κρανίο αφησμένο πάνω από το μέτωπο, σαν κεφάλι αδειανό κομμένο κάθετα στη μέση, μια κι’έξω. Δεν είχε τρύπες ούτε στα μάτια ούτε στο στόμα ούτε στα ρουθούνια.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Τι την χρειάζεσαι; ρώτησε ο Λεώνης.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Έτσι, όπως κι εσύ, για γούστο.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Μπήκαν στο λεωφορείο από το τέρμα εκεί κοντά. Μόλις έκανε πως ξεκινάει, ο εισπράκτορας σταμάτησε τον οδηγό: — Στάσου να πάρομε και τον Μπιλίρη.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Ανέβηκε ο Μπιλίρης με τη φυσαρμόνικά του και κάθισε μπροστά, πλάι στον οδηγό. Το λεωφορείο ξεκίνησε.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Από πού έρχεσαι Μπιλίρη, έτσι, με το τριαντάφυλλο στ’ αυτί;</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />—’Λέντι, ’τες, Α’ Σωτήρα.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Λέει πως ήτανε σε γλέντι, χτες, του Αη Σωτήρα, εξήγησε ο εισπράκτορας.— Παίξε μας τίποτα, Μπιλίρη.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Ε ’ξίζει, αη σπάσω, αη σπάσω — κι έκανε πως θα πετάξει χάμω τη φυσαρμόνικα.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Μην τη σπάσεις Μπιλίρη, να, οι κύριοι θα σου δώσουν ένα τάληρο... Έλα, τραγούδησέ μας κάτι.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Τα δουλικά σταματούσανε να σφουγγαρίζουν τα κατώφλια, τα παράθυρα γεμίσανε γυναίκες—μια ευθυμία, ένα κακό, τάχανε όλοι με το τραγούδι του Μπιλίρη και με τη φυσαρμόνικα. Πίσω από το λεωφορείο τρέχανε τα τσαχπίνια. Ο Μπιλίρης, μπροστά μπροστά, πλάι στον οδηγό, δος του κι’ έπαιζε, δος του και τραγουδούσε — κοίταζε δεξιά-ζερβά καμαρωμένος για την αγαλλίαση του κόσμου. Οι μαγαζάτορες παρατούσαν τη δουλειά και βγαίνανε στις πόρτες να χαζέψουν. —Ε, Μπιλίρη! Γεια σου Μπιλίρη!</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Αη σπάσω, αη σπάσω — κι έκανε πάλι πως θα την πετάξει χάμω.</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />— Να, θα σου δώσουν ακόμη ένα τάληρο οι κύριοι ...</i></span></div><div style="font-family: "Times New Roman";"><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br />Κατέβηκαν μπροστά στη σκάλα που πάει ολόισα στο κάστρο.</i></span></div></div></span></span></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiwR4W0jN9qIIDBI92LdeOMYet_DrYt_DozGyZgR-9vFrJDABgPlCW-Op4Lgr__zcpB6OwLVCug3Q3_uw74Vv-uw9DrQC6Ry3BOUYPm35fs3HulyjIVxA3n8xfv-lVLe_aXmPwmVoxZ0Y/s1044/72827210_1354359298075411_3723800258392621056_o.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiwR4W0jN9qIIDBI92LdeOMYet_DrYt_DozGyZgR-9vFrJDABgPlCW-Op4Lgr__zcpB6OwLVCug3Q3_uw74Vv-uw9DrQC6Ry3BOUYPm35fs3HulyjIVxA3n8xfv-lVLe_aXmPwmVoxZ0Y/w426-h640/72827210_1354359298075411_3723800258392621056_o.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα – 1937 - Οι σκάλες της Αγίου Νικολάου. </div><div style="text-align: center;">«... επί δε της κορυφής της κλίμακος Αγίου Νικολάου λάμπει τεράστιον ηλεκτρικόν στέμμα...». Στήθηκε με αφορμή την επίσκεψη του Γεωργίου Β’, ο οποίος επισκέφτηκε την Πάτρα μεταξύ 14 και 17 Απριλίου 1937, επιστρέφοντας σιδηροδρομικώς από Καλαμάτα. </div><div style="text-align: center;">Φωτογραφία εποχής των CHARLS & JANNET MORGAN </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Vasilis Karavasilis, Πέτρος Νύχτας, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_________________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div></div></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Όχι από δω —πλάι, τις ανηφοριές.</i></span></div><div><br /></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Μερικά σκαλιά, ένα ίσιωμα, πάλι σκαλιά κι ανηφοριές. Σε πολλές μεριές αναγκάζονταν να προχωρούνε ένας-ένας μέσα στα στενοσόκακα. Ταρατσούλες πάνω σε δοκάρια, μπαλκονάκια ξύλινα γέρνανε ν’ ακουμπήσουν στα κεφάλια τους. Σε κάποιο στρίψιμο πρόβαλε μια στιγμή, ψηλά, το πύργωμα του κάστρου. Βασιλικοί δροσίζανε τα πεζουλάκια. Πίσω από τ’ ανοιχτό παράθυρο κάποια κοπέλα σήκωσε τά μάτια της από τη ραφτομηχανή. Μια καμαρούλα, ένα τραπέζι, ασημοκαπνισμένα εικονίσματα —σκιά, ησυχία, μιαν οσμή από χώρο κλειστό. Εδώ κι’ εκεί ο ήλιος πύρωνε την άκρη των κεραμιδιών πάνω απ’ το δρομάκο.</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>[...] Σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα σαν όλες τις άλλες, μια πόρτα σπιτιού. Μόνο πως ήτανε ζωγραφισμένη από πάνω με νερομπογιά μια τέτοια επιγραφή: ΑΤΕΛΙΕ ΜΠΑΤΙΣΤΑ. Είχανε λαχανιάσει και οι δυο τους από τον ανήφορο.</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj7lX5yY-N44My1472TwpR_Fyd_u_2siq6QZoVyZEhITwDMuE5xhD0YPve0W0mIFOO3fNWTSfF3loHEQ6_inrh8Z00PEfoGrfc0khhob3r7HT1QKtRkRe67UgboZ9pWjuwgIWdQOVWrs5Y/s960/13906811_1748244242112861_4379436840781088114_n.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj7lX5yY-N44My1472TwpR_Fyd_u_2siq6QZoVyZEhITwDMuE5xhD0YPve0W0mIFOO3fNWTSfF3loHEQ6_inrh8Z00PEfoGrfc0khhob3r7HT1QKtRkRe67UgboZ9pWjuwgIWdQOVWrs5Y/w640-h604/13906811_1748244242112861_4379436840781088114_n.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">ΠΑΤΡΑ - 1941 - Δρομάκι κάτω από το Ενετικό Κάστρο </div><div style="text-align: center;">Φωτογραφία από το ARCHIVIO STORICO - ISTITUTO LUCE </div><div style="text-align: center;"> Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">________________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div>Στο εργαστήρι θα συναντήσουν δύο ηλικιωμένους Ιταλούς κατασκευαστές μασκών, τον Σιορ Μπατίστα και τον Αρνούλφο, που αν και ζουν χρόνια στην Πάτρα, μιλάνε σπασμένα ελληνικά αναμειγνύοντάς τα με ιταλικές φράσεις. Στους τοίχους του εργαστηρίου δεν υπάρχουν μάσκες, αλλά ο Σιορ Μπατίστα ανοίγει κασέλες και βγάζει πλήθος μάσκες που αναπαριστούν πρόσωπα σε μια κατάσταση έξαψης, μορφάζοντα, με έντονα χρώματα, με μια υπερβολή στην απόδοση χαρακτηριστικών και εκφράσεων.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">« - Δεν είναι σα να ’χουνε πετρώσει πάνω στην πιο εντατική στιγμή; - παρατήρησε ο Λεώνης.<br />Τι δήλωνε το γέλιο τούτο; - η ρυτίδα εκείνη; - τα σουφρωμένα φρύδια; - όλες οι ασυμμετρίες και υπερβολές; Κάποιο κρυμμένο μυστικό που δεν μπορούσε πια να κρατηθεί ξεπρόβαλε κι αποτυπώθηκε πάνω στα πρόσωπα ετούτα. Άλλα κεφάλια ήταν κόκκιν’ από θυμό κι άλλα χλωμά από φόβο, άλλα ευθυμούσαν παρδαλά και άλλα τα μαράζωνε μια μελανή χολή.»</span></i><br /><br />Μολονότι στο κείμενο δεν υπάρχει σχετική πληροφορία, ο Σ.Ν. Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε εισήγησή του με το γενικό τίτλο <b>«Πατρινοϊταλοί – Ιταλοπατρινοί» (2015, Πολύεδρο, Πάτρα)</b>, πιστεύει πως πρόκειται πιθανότατα για μάσκες που οι Ιταλοί κατασκεύαζαν για το Πατρινό Καρναβάλι. Το 1939, έτος συγγραφής του διηγήματος, στην Πάτρα έγινε <b>«το ωραιότερο προπολεμικό Καρναβάλι»</b>. Άλλωστε και το πνεύμα του Καρναβαλιού ταιριάζει με τον κοσμοπολιτισμό και την αντι-ηθογραφική αφηγηματική πρακτική του διηγήματος.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqv4Qyym1wPRGdXd5LhLX3QZtBg4u2pHdNEXfYrV40xcIF1fsihW-8HNAXn-2J58zp8TKBYygWa-73n9NUEKi9BfBOgwUeVtzQNwLvGIFBNP_7YXqrkXg82jSY254U_WjewBuYkasLkHI/s771/%25CE%259A%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25B2%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25B9+1939.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqv4Qyym1wPRGdXd5LhLX3QZtBg4u2pHdNEXfYrV40xcIF1fsihW-8HNAXn-2J58zp8TKBYygWa-73n9NUEKi9BfBOgwUeVtzQNwLvGIFBNP_7YXqrkXg82jSY254U_WjewBuYkasLkHI/w640-h586/%25CE%259A%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25B2%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25B9+1939.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το άρμα της Βασίλισσας της Αποκριάς του 1939. </div><div style="text-align: center;">Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από την Τούλα Σπυροπούλου – Θεοδοσίου, συνοδό τότε της Βασίλισσας Τασίας Λούτα, στον Γιάννη Ε. Πολίτη και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Το Καρναβάλι της Πάτρας, εκδόσεις Πικραμένος. </div><div style="text-align: center;">Πηγή φωτό: Giannis Mylonas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα</div><div style="text-align: center;">_________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«<span style="font-family: arial;">La femina marina»</span></b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div>Ο Στέφανος ανικανοποίητος από όλες αυτές τις μάσκες, που αναπαριστούν ρεαλιστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ψάχνει ανάμεσά τους την εξιδανίκευση, την αφαίρεση, το ιδανικό της γυναικείας ομορφιάς. Το ίδιο θα αναζητήσει και στη μοιραία σχέση του με τη Ρέα.</div></span><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;">«Κι ο Στέφανος ήτανε απορροφημένος. Τις ανασήκωνε, ψαχούλιζε μες στους σωρούς σα να ’ψαχνε το ιδανικό του ανάμεσα στις μάσκες. Δίσταζε, σούρωνε τα χείλια. Στο τέλος είπε:</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Σιορ Μπατίστα, δεν έχεις τίποτ’άλλο;»</span></i> </div></span></div><div><span style="font-family: arial;"> </span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Μπατίστα φωνάζει προς «την πλαϊνή πόρτα»</span><span style="font-family: arial;">: </span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><br /></b></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><b><span style="color: #800180;">— Αρνούλφο, porta la femina marina»</span> </b>(— Αρνούλφο, φέρε τη γυναίκα της θάλασσας).</i> </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Αρνούλφος φέρνει ένα μαρμάρινο μπούστο μιας όμορφης γυναίκας, αναγεννησιακής μάλλον και όχι αρχαιοελληνικής ή ρωμαϊκής τεχνοτροπίας, που υποτίθεται πως είχε ψαρέψει με τα δίχτυα του ο ψαράς πατέρας του Αρνούλφο. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><i><span style="color: #800180;"><span style="font-family: arial;">«Τ' </span><span style="font-family: arial;">αδειανά της </span><span style="font-family: arial;">μάτια κοιτάζανε κάπου επίμονα με μιαν έκφραση γεμάτη προσοχή. Μια ευθεία, στέρεη κατατομή, λίγο αδρή. </span></span></i></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;">Η ματιά του Στέφανου απόμεινε για ώρα πάνω στο πρόσωπο και στα μαλλιά της,</span></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Δες, Λεώνη — σαν την κοιτάζεις από το πλάι κάτι θαρρείς πως πάει να πει...Να, το νόημά της είναι... Μα όχι, πάλι μου ξεφεύγει, πρόσθεσε απογοητευμένος.»</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η femina marina με την <i>«</i></span><span style="font-family: arial;"><i>ομορφιά της τον κατακτούσε λίγο - λίγο, παράσερνε ασυναίσθητα τη σκέψη»</i></span><span style="font-family: arial;"> κι ο Στέφανος θα παραγγείλει μια μάσκα - </span><span style="font-family: arial;">αποτύπωση της γυναίκας της θάλασσας - </span><span style="font-family: arial;">από χοντρό συμπιεσμένο χαρτόνι σε χρώμα άχυρου. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Όταν ο Λεώνης θα έρθει στο Ξυλόκαστρο, θα φέρει μαζί του τη «Μαρίνα», η οποία θα πάρει τη θέση της στον τοίχο, ανεβασμένη «<i>όπως- όπως στο επίπεδο του ονείρου». Από κει ψηλά,</i> <i>«το κούφιο βλέμμα της επισκοπούσε κάτι το μακρινό, έφερνε σ' έναν κόσμο απ’ όπου η ατμόσφαιρα ήταν εξορισμένη». Άλλοτε πάλι, καθώς την κοίταζες, </i></span><span style="font-family: arial;"><i>«</i></span><i style="font-family: arial;">έμοιαζε ν’ αλλάζει ύφος, σα να ζει τη μεταβλητή ζωή της θάλασσας</i><span style="font-family: arial;"><i>»</i></span><i style="font-family: arial;">.</i></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><div>«— Να — κάνει καθώς άνοιγε τή βαλίτζα του — έφερα μαζί μου τη Μαρίνα. Έφυγες προτού την ετοιμάσει ο σιορ Μπατίστα. Πέρασ’ από κει και του τη ζήτησα.</div><div><br /></div><div>Ο Στέφανος την πήρε στα χέρια του.</div><div><br /></div><div>— Μη την κοιτάζεις από τόσο κοντά, του λέει ο Λεώνης. — Δε βλέπεις πως μας κρατάει σε απόσταση;</div><div><br /></div><div>Ξεκρέμασε κάποιο καντράκι από ψηλά κι’ έβαλε στη θέση του τη μάσκα.</div><div><br /></div><div>— Έτσι, να την ανεβάσομε όπως- όπως στο επίπεδο του ονείρου... Α, είν’ ευτύχημα που η ομορφιά της δεν είναι τόσο απόλυτη ώστε να δίνει άφεση για τα επίλοιπα. Διαφορετικά, θα βρεθεί κάποιος παληός κομπάρσος να μας κατηγορήσει πάλι πως περισσότερο προσηλωνόμαστε στην εξωτερική μορφή παρά σε μιαν ιδέα... »</div></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Λίγο πριν το ζευγάρι φύγει για την Πάτρα με το βενζινόπλοιο, ο Στέφανος θα χαρίσει τη μάσκα </span><span style="font-family: arial;">στον μικρό Πέτια, το γιο της Ρέας, για να γλυτώσει από τα πειράγματα του Λεώνη. </span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">Όταν</span><span style="font-family: arial;">, </span><span style="font-family: arial;">στο τέλος του διηγήματος, </span><span style="font-family: arial;">η βάρκα με τους τρεις τους θα βυθιστεί στα νερά του Κορινθιακού,</span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">η </span><span style="font-family: arial;">μάσκα θα εμφανιστεί να επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας. </span><span style="font-family: arial;">Αυτή μόνο θα </span><span style="font-family: arial;">επιβιώσει</span><span style="font-family: arial;">,</span><span style="font-family: arial;"> </span><span style="font-family: arial;">σε αντίθεση με τους ανθρώπους</span><span style="font-family: arial;">, </span><span style="font-family: arial;">υπενθυμίζοντας το ανέφικτο και φευγαλέο στοιχείο με το οποίο είναι εμποτισμένο αυτό το διήγημα.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><b>Ο έρωτας ταυτίζεται με την γυναίκα και είναι από Κόσμου αδύνατος αλλά συγχρόνως, μόνο μέσα από αυτή την αδυνατότητά του, εν δυνάμει υπαρκτός. Ακόμη κι όταν όλα δείχνουν, όπως στη σχέση του Στέφανου με τη Ρέα, ότι μπορεί ν' αποκτήσει μια πραγματική μορφή και να πάρει ένα ορατό σχήμα, εμφανίζεται ο θάνατος, ως ο από μηχανής θεός και ως ο φυσικός χώρος του έρωτα και του απόλυτου.</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrgOsw_uH0OlrPmp_uob4TOIyvn1zME5du216SmS1TpRKpbLfvkEGPEagMwY4Cb_IOWFWuvbfiDb3juf6n-f8M_PWQuhuEz2rdTRvM5pmgySwDpDf9tawXLmw4ZtDHWAhJdu9HbOV055Y/s652/Kef%253Bali.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrgOsw_uH0OlrPmp_uob4TOIyvn1zME5du216SmS1TpRKpbLfvkEGPEagMwY4Cb_IOWFWuvbfiDb3juf6n-f8M_PWQuhuEz2rdTRvM5pmgySwDpDf9tawXLmw4ZtDHWAhJdu9HbOV055Y/w640-h464/Kef%253Bali.png" /></a></div><div style="text-align: center;">Γιώργος Γουναρόπουλος, κεφάλι, Αθήνα, ιδιωτική συλλογή (φωτογραφία από το βιβλίο της Ματούλας Σκαλτσά, Γουναρόπουλος, Αθήνα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, 1990)</div><div style="text-align: center;">_________________________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b><br /></b></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Ένα κεφάλι γυναικείο κεφάλι, αιώνια το ίδιο»</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Μίλτος, ο τρίτος της παρέας </span><span style="font-family: arial;">- μετέωρος ανάμεσα στην καθημερινότητα και τη μποέμικη ζωή των καμπαρέ -</span><span style="font-family: arial;"> ζωγραφίζει </span><span style="font-family: arial;">πάντα </span><span style="font-family: arial;">ένα γυναικείο κεφάλι και φαντάζεται το μέλλον του στο πλάι μιας συζύγου, που «με τον καιρό, θα μάθει να την υπακούει - αυτό θα πει αγάπη».</span></div><div><div><br /></div></div><div><div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>Ο Μίλτος σχεδίαζε με το μολύβι πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού ένα κεφάλι γυναικείο - αυτό που σχεδιάζει πάντα, αιώνια το ίδιο - πρόσωπο αυγουλωτό, μάτια ρηχά, δίχως σκιές, με τις δυο άκριες των χειλιών ανεβασμένες λίγο για να δείχνει πως χαμογελάει τάχα αινιγματικά. Και σαν τελείωνε τη ζωγραφιά, πρόσθετε από κάτω με κεφαλαία γράμματα: TELLE UNE RENONCULE REPOSE...[...]</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i>— Ναι, ναι, βεβαίωνε ο Μίλτος — όλα είναι πιθανά, κι ο έρωτας ακόμη... Άκου, Στέφανε, αν τύχει κάποτε και παντρευτώ πρέπει να με καλύπτεις. Ξέρω πως η γυναίκα μου θα ’ναι πολύ απαιτητική. Ανάγκη να με συνοδεύεις το βράδυ ως το σπίτι και να με δικαιολογείς πως τάχα συζητούσαμε, πως κάποια συνεδρίαση μάς κράτησε αργά... Όμως, με τον καιρό, θα μάθω να την υπακούω — αυτό θα πει αγάπη.[...]</i></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><br /></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div style="color: #800180; font-style: italic;">— Έχεις γράμμ’ από το Μίλτο, του λέει και του το δίνει. Το άνοιξε [ο Στέφανος] μ' ανυπομονησία, σα να βιαζότανε να ξεκουράσει το μυαλό του από σκοτούρες — Δες!</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Έδειξε στο Λεώνη το φύλλο του χαρτιού. Πάνω πάνω ήταν ζωγραφισμένο με την πέννα το αιώνιο γυναίκιο κεφάλι με τη συνηθισμένη επιγραφή: telle une renoncule repose.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">— Πάντα ο ίδιος, κάνει ο Στέφανος χαμογελώντας αφού διάβασε το γράμμα ως το τέλος.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">Έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα λέει:</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">— Αρτίστες, καμπαρέ—πάντα ο ίδιος!</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">— A, γυναίκες που ξέρουν ν' αγαπούν και να χορεύουν — αναστέναξε ο Λεώνης. — Στάσου να θυμηθώ μήπως ανακαλύψω κι' άλλο τίποτα στον κόσμο... Χμ, όχι, τίποτ' άλλο δε βάζει ο νους μου.</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">— Τέτοιοι έρωτες!</div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div><div style="color: #800180; font-style: italic;">— Ξέχασα! να το ιδανικό μας! — κι' έδειξε κρεμασμένη στον τοίχο τη φέμινα μαρίνα. </div><div style="color: #800180; font-style: italic;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhniwYSM_yScAtO-TOxkFD-1hbrcA8xV5YNkFPEo3JmBb03B0OcqJn2dffdTlwarLNbnddQoDLtVMmngcc1dp3jR3yU2_Vs8u0AUs-1BayJqeNGjcKX_8Eeln-BPhYbTIgOqZb8b_Kvyb4/s768/%25CE%259A%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B1_%25CE%2593%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%258C%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%2582.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhniwYSM_yScAtO-TOxkFD-1hbrcA8xV5YNkFPEo3JmBb03B0OcqJn2dffdTlwarLNbnddQoDLtVMmngcc1dp3jR3yU2_Vs8u0AUs-1BayJqeNGjcKX_8Eeln-BPhYbTIgOqZb8b_Kvyb4/w492-h640/%25CE%259A%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B1_%25CE%2593%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%258C%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%2582.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Γιώργος Γουναρόπουλος, Κοπέλα</div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://paletaart3.wordpress.com/</div><div style="text-align: center;">________</div><div style="text-align: center;"><br /></div>Το γυναικείο κεφάλι που ζωγραφίζει πάντα ο Μίλτος όσο και η μάσκα - αποτύπωση της «femina marina» παραπέμπουν, σύμφωνα με την Ασπασία Γκιόκα, στη ζωγραφική του Γιώργου Γουναρόπουλου, στον οποίο ο Κοσμάς Πολίτης αφιερώνει τη «Μαρίνα». Η αφιέρωση - «σε έναν πίνακα του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου» - είναι άκρως αινιγματική, εφ’ όσον δεν αναφέρεται τίποτα άλλο για τον πίνακα αυτόν, παρά μόνο ο δημιουργός του. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div>Ωστόσο, ο Γιώργος Γουναρόπουλος (1890-1977) υπήρξε σύγχρονος και σχεδόν συνομήλικος του Κοσμά Πολίτη και ακολούθησε μια παράλληλη πορεία ζωής με αυτόν, χωρίς βέβαια, να υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι διατηρούσαν και κοινωνικές επαφές. Είναι ωστόσο πολύ λογικό να φανταστούμε ότι ο Κοσμάς Πολίτης θα γνώριζε το έργο του Γουναρόπουλου, ο οποίος αρχίζει να εκθέτει από το 1931 στη β΄έκθεση της ομάδας «Τέχνη» στο Ζάππειο. </div><div><br /></div><div>Άλλωστε, υπάρχουν πολλές και ουσιώδεις εκλεκτικές συγγένειες στο έργο των δύο καλλιτεχνών· και οι δύο παρουσιάζουν τις γυναικείες μορφές ως φορείς ενός «γήινου και ενός αιθέριου» στοιχείου, ώστε να δικαιολογείται η αφιέρωση εκ μέρους του Κοσμά Πολίτη ενός διηγήματός του, όχι μόνο σε πίνακα του ζωγράφου Γ. Γουναρόπουλου, αλλά και στον ίδιο το ζωγράφο. </div><div><br /></div><div>Οι γυναίκες στα πρώτα έργα του Πολίτη, σαν <b>«ζωγραφιές σε φόντο χρυσής καταχνιάς»</b>, όπως τις περιέγραψε ο Καραντώνης, είναι πλάσματα που ασκούν μια διαβρωτική, ακατανίκητη γοητεία και μοιάζουν πολύ με τα γυναικεία σώματα στα έργα του Γ. Γουναρόπουλου, <b>«μορφές που εισχωρούναν ανεμπόδιστα η μία στην άλλη, σε μια διαρκή περιδίνηση, η οποία περιέχει κάτι από την υγρή κατάσταση της ερωτικής πάλης»</b>, σύμφωνα με τον κριτικό Άρη Μαραγκόπουλο. </div><div><br /></div><div><div>Υπάρχει μάλιστα, ένα γυναικείο κεφάλι του Γ. Γουναρόπουλου από γύψο, καμωμένο το 1937, με μεγάλα μάτια και ροϊκή κατατομή, στον τύπο της γυναίκας - συμβόλου. Αυτό το γλυπτό κεφάλι ο Γουναρόπουλος θα το απεικονίσει αρκετές φορές σε μεταγενέστερους πίνακές του. Είναι γύρω στην εποχή που γράφεται η Μαρίνα (1939) που στα γυναικεία πρόσωπα του Γιώργου Γουναρόπουλου αναγνωρίζουμε πολλές αναλογίες με το έργο του Κοσμά Πολίτη. Γράφει σχετικά με τα έργα αυτά η Ματούλα Σκαλτσά: </div><div><br /></div><div><i>«Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και κυρίως γύρω στα 1937, οι γυναικείες μορφές αποκτούν τη γνωστή γραμμική κατατομή και γλυπτική παρουσία, με τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου, τη μεγάλη μύτη, τα μισάνοικτα χείλη, τα μεγάλα ολάνοικτα μάτια τα στηλωμένα στο άπειρο. Αυτήν την περίοδο θα δημιουργήσει και τις γλυπτές γυναικείες μορφές, μετα ίδια πιο πάνω χαρακτηριστικά, τόσο ίδια, που θα ΄λεγε κανείς ότι τις έπλασε για να τις χρησιμοποιήσει ως μοντέλα στα ζωγραφικά του έργα». </i></div><div><br /></div><div>Φαίνεται λοιπόν ότι οι ομοιότητες είναι πολλές και σημαντικές τόσο με το «αιώνιο γυναικείο κεφάλι» που ζωγράφιζε με επιμονή ο Μίλτος, όσο και με τη «femina marina» με τ' αδειανά της μάτια και το νόημα που διαρκώς ξεφεύγει. </div></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYp2n7Xo89sa-MdLP6qmsOxZd1dIzFNzic854enrihSBqHPRBCBIDuwbAU1cU_9sfeK4IjSK1tKpz_98ba-OH-j8TFwNEYDO_RkG6u-NSbW3edDw6wWtDfvZTHcussjIra_V7IhfGDwHw/s2000/artwork-3.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiYp2n7Xo89sa-MdLP6qmsOxZd1dIzFNzic854enrihSBqHPRBCBIDuwbAU1cU_9sfeK4IjSK1tKpz_98ba-OH-j8TFwNEYDO_RkG6u-NSbW3edDw6wWtDfvZTHcussjIra_V7IhfGDwHw/w510-h640/artwork-3.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Γυναικεία μορφή με κολιέ, 1932 </div><div style="text-align: center;"> Η ελαιογραφία Γυναικεία μορφή με κολιέ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ώριμου στυλ του Γουναρόπουλου. Η γυναικεία μορφή αναδύεται μέσα από τη ρευστή χρωματικότητα ενός φανταστικού παραθαλάσσιου τοπίου. Αέρινη και εξιδανικευμένη, φορά πάνω από τα τριανταφυλλόσχημα στήθη της τον μαργαριταρένιο θησαυρό της θάλασσας. Συγχρόνως μοιάζει να απαρνείται την πραγματικότητα που υπαινίσσονται τα χαμηλά σπίτια στα αριστερά της, για τον κόσμο του ταξιδιού και της περιπέτειας που της υπόσχεται το καράβι στα ανοιχτά της θάλασσας. Ένα ταξίδι που για τον καλλιτέχνη δεν νοηματοδοτείται μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως πνευματικά και υπαρξιακά. </div><div style="text-align: center;"> Πηγή: Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, https://gounaropoulos.gr</div><div style="text-align: center;">________________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή, αναπαύεται…»</b></span></div></div><div><br /></div><div>Κάτω απο το γυναικείο πορτρέτο που ζωγραφίζει ο Μίλτος επαναλαμβάνεται σταθερά μια γαλλική φράση: TELLE UNE RENONCULE REPOSE. Η φράση προέρχεται από το ποίημα του Γάλλου καταραμένου ποιητή Baudelaire (1821-1867), <b>«Une Martyre»</b> (Μία μάρτυρας) με υπότιτλο <b>Dessin d’ un maitre inconnu </b>(Σχέδιο άγνωστου δάσκαλου) από τη συλλογή <b>«Τα Άνθη του Κακού»</b> . </div><div><br /></div><div>Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1857 και έχει ειπωθεί ότι ο υπότιτλος παραπέμπει σε έναν πίνακα του μεγάλου ρομαντικού Γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά, τον οποίον θαύμαζε πολύ ο Μπωντλαίρ, με θέμα το θάνατο του Σαρδανάπαλου. </div><div><br /></div><div>Ο στίχος της Μαρίνας, μεταφρασμένος στα ελληνικά είναι: </div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><b><i>Πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή, </i></b></div><div style="text-align: center;"><b><i>αναπαύεται…</i></b></div><div style="text-align: right;">μετάφραση Δέσπω Καρούσου</div><div><br /></div><div><b>Αυτό που αναπαύεται βέβαια πάνω στο κομοδίνο είναι ένα γυναικείο κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο</b> <b>σώμα, το οποίο</b><b> κείται πάνω στο κρεβάτι</b>· ανήκει σε μια από τις σκλάβες του Ασσύριου βασιλιά Σαρδανάπαλου, ο οποίος πριν πεθάνει, διέταξε τους δούλους του να τις σκοτώσουν. </div><div><br /></div></span><div><span style="font-family: arial;">Ο Μπωντλαιρικός στίχος, υποβλητικός αλλά σε χαλαρή σύνδεση με την υπόλοιπη αφήγηση, πιστεύει η Ασπασία Γκιόκα, φαίνεται να υπηρετεί τη δημιουργία μιας ατμοσφαιρικής εικόνας, κάτι που ο συγγραφέας σταθερά επιδιώκει με την ενσωμάτωση ποιητικών διακειμένων στα έργα του. Οι αναφορές, μάλιστα, στον Baudelaire και συγκεκριμένα στα «Άνθη του Κακού», διατρέχουν όλο το έργο του Κοσμά Πολίτη (Λεμονοδάσος, Εκάτη, Ερόικα). </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο ποιητής που διαβάστηκε και μεταφράστηκε στην Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλον ξένο ποιητή, που επηρέασε ως προς τον στίχο, τη σκέψη και τα αισθητικά κριτήρια δυο τουλάχιστον προπολεμικές γενεές, δεν θα μπορούσε ν' αφήσει ασυγκίνητο και τον Κοσμά Πολίτη.</span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div><div style="text-align: center;"><i><b>[...] la tete, avec l'amas de sa crinière sombre </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Et de ses bijoux précieux, </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Sur la table de nuit, comme une renoncule, </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Repose˙ [...]</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b><br /></b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>[...] Το κεφάλι, με την πλούσια χαίτη</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>Και τα πολύτιμα κοσμήματά του, </b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>αναπαύεται˙ [...]</b></i></div></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">μετάφραση Δέσπω Καρούσου</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: left;"><span style="font-family: arial;"><div>Ίσως πάλι, το κεφάλι το «άδειο από σκέψεις, με το ασαφές βλέμμα, λευκό σαν το φως της αυγής», όπως περιγράφεται από τον Μπωντλέρ στους επόμενους στίχους, και το αποκομμένο σώμα, μέσα στη θανατηφόρα ομορφιά του, να γεννούν συνειρμικά τις διαπιστώσεις που παρατίθενται αμέσως μετά για τις γυναίκες, τους κουρασμένους έρωτες, τις άκαρπες περιέργειες και τη γεύση ματαιότητας που αφήνουν.</div><div><br /></div><div><i><span style="color: #800180;">«Μα όλες τούτες, τις είχανε κιόλα πιέσει, τις στύψανε, τις βιάσανε για ν’ αποδώσουν ό,τι περιέκλειναν από μυστήριο και έκπληξη—τις κουράζανε κάθε βράδυ και είχαν κουραστεί κι οι ίδιοι... Δοκίμασαν να κάνουν μια σωστή εκτίμηση, κάποτε τύχαινε να νιώσουν πως κάτι πάει να φανερωθεί — μα γρήγορα χανότανε πάνω στη γέννησή του από μια διάθεση δική τους να τις υποτιμούν ή να τους δίνουν υπερβολική αξία.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Χάσαμε κάθε μέτρο της πραγματικότητας, οι δυνατότητες που φανταζόμαστε τσακίζουν το πραγματικό.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Και τους απόμενε κάτι σαν κατακάθισμα στη γεύση από τις περιέργειες ετούτες που δε βγαίναν σ' ένα τέλος.»</span></i></div><div><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFmFrZXyJyO-CZyMoGR5mrS97LGONamP1X5V5LWGnPpDOn1ZzRzAPbzJlnNTm2sfIaGoDP-Lb0bAQf0e1CQLkKBL_geBgx5ntMeotVhpW9h0dX0aMdyfgRs69-QcAm_Iye8m8zxjt0jB8/s1280/1280px-Delacroix_-_La_Mort_de_Sardanapale_%25281827%2529.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFmFrZXyJyO-CZyMoGR5mrS97LGONamP1X5V5LWGnPpDOn1ZzRzAPbzJlnNTm2sfIaGoDP-Lb0bAQf0e1CQLkKBL_geBgx5ntMeotVhpW9h0dX0aMdyfgRs69-QcAm_Iye8m8zxjt0jB8/w640-h504/1280px-Delacroix_-_La_Mort_de_Sardanapale_%25281827%2529.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Eugène Delacroix, La Mort de Sardanapale (1827), Musée du Louvre</div><div style="text-align: center;">_________________________</div></span><div style="text-align: center;"><br /></div></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Πάτρα, Ξυλόκαστρο, Κιάτο, Βραχάτι..</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Η ιστορία ξεκινάει από την Πάτρα, αλλά δεν μένει εκεί. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των δύο ηρώων της νουβέλας συνδέονται επίσης τοπογραφικά με την Κορινθία</span><span style="font-family: arial;">, το εμπόριο και τις αποθήκες της σταφίδας. Ο Λεώνης ταξιδεύει συχνά ως το Βραχάτι <i>«για δουλειές του σταφιδεμπόριου» και μάλιστα με τα πρωτοβρόχια κάνει «περιοδεία στη Βόχα – τα πεδινά της Κορινθίας – προκειμένου να ελέγξει τη ζημιά στα κλήματα της περιοχής»</i></span><span style="font-family: arial;">. Ακόμα και η αγωνία των καλλιεργητών της σταφίδας για τον καιρό και τη σοδειά αποτυπώνεται με ενάργεια στο κείμενο:</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><i><span style="color: #800180;">«Οι άνθρωποι αναδιφούσανε τον ουρανό μιλώντας για σταφίδα, γι' αδιάβροχα πανιά και για την εσοδεία. -Τέλη Αυγούστου, είπε κάποιος. Πάνω στο άπλωμα ίσια - ίσια - λες να πειράξει τα τσαμπιά που απόμειναν στα κλήματα;... Κι' όλοι κοιτάζανε ψηλά κουνώντας το κεφάλι.»</span></i></span></div><br /><span style="font-family: arial;">Μετά τη μεγάλη σταφιδική κρίση του 1890 και την κατάρρευση όλου του σταφιδικού κράτους, η κατάσταση την περίοδο αυτή έχει ομαλοποιηθεί, με την ίδρυση, το 1925, του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (Α.Σ.Ο.), που εποπτευόταν από το Ελληνικό Δημόσιο. Ο ΑΣΟ ίδρυσε σταφιδεργοστάσια, οινοποιεία, κατασκεύασε αποθήκες, παίζοντας έτσι κυρίαρχο ρόλο στην προστασία της καλλιέργειας και εμπορίας της Κορινθιακής Σταφίδας.</span></div><div> <div><span style="font-family: arial;">Στο Βραχάτι, ήδη από το 1928 λειτουργούσε το εργοστάσιο του Ανδρέα Λαζανά, μια υπερσύγχρονη για τα δεδομένα της εποχής μονάδα, που συσκεύαζε σε κιβώτια, αποθήκευε και έκανε εξαγωγή της σταφίδας στους σοβαρότερους οίκους της Αγγλία. Οι εφημερίδες της εποχής, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση, αναφέρονται άλλες στο «τεχνολογικό θαύμα» που συντελείται στην εύφορη και προδευτική περιοχή της Βόχας, κι άλλες στα εξοντωτικά ωράρια εργασίας ανδρών, γυναικών και παιδιών, στους κινδύνους για την υγεία από τα χημικά οξέα και το θειάφι, που χρησιμοποιούνται στο χρωματισμό της σουλτανίνας και στις μισθολογικές ανισότητες, ιδιαίτερα μεταξύ ανδρών και γυναικών.<br /><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT_husmQp5DLFvzR6qM9BKIQvLAFez2dN5MMAhxb0OzASflMldy_qJievivylqqkuOWruQpoTODMWB68h91NpL8Vx8Wndrj47lutNWMNtbe-A6fx62ejNwr2iViW2LDMB4MHwj2gGrIno/s1055/%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%2586%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT_husmQp5DLFvzR6qM9BKIQvLAFez2dN5MMAhxb0OzASflMldy_qJievivylqqkuOWruQpoTODMWB68h91NpL8Vx8Wndrj47lutNWMNtbe-A6fx62ejNwr2iViW2LDMB4MHwj2gGrIno/w640-h488/%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%2586%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Πάτρα - 1926 - Εργάτες φορτώνουν κουτιά με κορινθιακή σταφίδα για εξαγωγή </div><div style="text-align: center;">Γυάλινη αυτοχρωματική πλάκα εποχής -DRAΚE MEMORIAL LIBRARY</div><div style="text-align: center;">Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">________________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div>Ο Στέφανος, πάλι, στα συχνά ταξίδια του, παρακολουθεί <i>«τη διοργάνωση του νέου γραφείου που ίδρυσε στο Κιάτο η Εταιρία των Γενικών Αποθηκών»</i>. Στην επιστροφή, διανυκτερεύει σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στο Ξυλόκαστρο, κι εκεί είναι που γνωρίζει και ερωτεύεται τη Ρέα. Πίσω από τις επαγγελματικές μετακινήσεις των ηρώων της νουβέλας, ίσως κρύβονται αυτοβιογραφικά στοιχεία, μιας και ο Κοσμάς Πολίτης, ως διευθυντής της Ιονικής Τράπεζας, είχε αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες για την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κιάτο και επισκεπτόταν συχνά το Ξυλόκαστρο, </span><span style="font-family: arial;">στα πλαίσια των ενεργειών του αυτών.</span><br /><br /><span style="font-family: arial;">Στις μετακινήσεις τους, τόσο ο Στέφανος, όσο και ο Λεώνης, προτιμούν το τρένο, σπανιότερα χρησιμοποιούν αυτοκίνητο και μόνο για τη διαδρομή Βραχάτι – Κιάτο – Ξυλόκαστρο, προκειμένου να αποφύγουν <i>«το τράνταγμα του αυτοκινήτου πάνω στους άθλιους καρόδρομους της Βόχας».</i> Με αυτοκίνητο πάλι και οδηγό, ο Στέφανος, η Ρέα και ο γιος της Πέτια, πηγαίνουν ως τη Λυκοποριά για περίπατο.</span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrKi0btorZt4Nk2RqRnfxNxuS4KseadLgjA8fqo1EKKOQC7JDUALIRP62ZWcBErwIRAnBWE1fE9t-_qF8gA-bpv3H1P4BLSYf_-biR1iCowkUDlEF8uteKEf8NWA8g0Or0h2QIcpIRb8w/s838/tr%253Beno.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrKi0btorZt4Nk2RqRnfxNxuS4KseadLgjA8fqo1EKKOQC7JDUALIRP62ZWcBErwIRAnBWE1fE9t-_qF8gA-bpv3H1P4BLSYf_-biR1iCowkUDlEF8uteKEf8NWA8g0Or0h2QIcpIRb8w/w640-h458/tr%253Beno.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Το τρένο φτάνει στο σταθμό της Πάτρας, δεκαετία 1920/30 </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL</div><div style="text-align: center;">_____________________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Ο Λεώνης αποφασίζει τελικά, να περάσει δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου, στο Ξυλόκαστρο, όπου βρίσκεται ο Στέφανος, συνδυάζοντας τις δουλειές του στην Κορινθία με την ευκαιρία να τον δει και να γνωρίσει επιτέλους τη Ρέα. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Η ιστορία του Ξυλοκάστρου στον 19° αιώνα είναι συνδεδεμένη, όπως και της Πάτρας, του Αιγίου και όλης της Κορινθίας, με την ιστορία της σταφίδας. Στην παραλία βρίσκονταν οι αποθήκες σταφίδας, την οποία έστελναν στην Πάτρα για εξαγωγή με πλοιάρια, διότι ο σιδηρόδρομος (ΣΠΑΠ) δε διέθετε επαρκή βαγόνια.</div><div><br /></div><div>Η προσιτή απόσταση του Ξυλοκάστρου από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και των Πατρών, οι καταγάλανες προσβάσιμες παραλίες του, σε συνδυασμό με τα ήρεμα, ειδυλλιακά τοπία του κυρίως στον χώρο του πευκοδάσους, ανέδειξαν το Ξυλόκαστρο σε αγαπημένο προορισμό διακοπών όχι μόνο για το ευρύ κοινό, αλλά και για σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, πολιτικά πρόσωπα, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, διπλωμάτες κ.ά.</div><div><br /></div><div>Το 1919 επί προεδρίας Κωνσταντίνου Δασίου το Ξυλόκαστρο απέκτησε παραθεριστικό χαρακτήρα, αποτελώντας μια ιδανική παραθαλάσσια λουτρόπολη. Στους κατάφυτους χώρους του ευωδιαστού πευκοδάσους του απολάμβαναν τον θερινό τους περίπατο βασιλείς, πρωθυπουργοί, διάσημοι ηθοποιοί, φημισμένοι καλλιτέχνες, λογοτέχνες και ποιητές, ονομαστές οικογένειες και εξέχουσες προσωπικότητες της Ελλάδας και της Ευρώπης, που κάθε καλοκαίρι κατέκλυζαν το Ξυλόκαστρο για τον παραθερισμό και την αναψυχή τους.</div><div><br /></div><div>Στη βίλα του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, στη Συκιά, φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο μεγάλος μαέστρος και συνθέτης, Δημήτρης Μητρόπουλος, ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η «ιέρεια του χορού» Ισιδώρα Ντάνκαν.</div><div><br /></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfWcA7MCuQJ9dIoPDVWDpa6VNh_rHRfuc_9f6nTSeWQYbMgnsfai-zozY4M2XXBjeGVg4ugkG1c1f3ONR4fvOo2J_boFkfQRjO057yfMmZMpVwCOJZji1ulBujlo45Kru_tIkE1Vf0YZM/s600/%25CE%25A3%25CF%2585%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25AC-%25CE%25B2%25CE%25AF%25CE%25BB%25CE%25B1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgfWcA7MCuQJ9dIoPDVWDpa6VNh_rHRfuc_9f6nTSeWQYbMgnsfai-zozY4M2XXBjeGVg4ugkG1c1f3ONR4fvOo2J_boFkfQRjO057yfMmZMpVwCOJZji1ulBujlo45Kru_tIkE1Vf0YZM/w640-h406/%25CE%25A3%25CF%2585%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25AC-%25CE%25B2%25CE%25AF%25CE%25BB%25CE%25B1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Η βίλα του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού στην Συκιά Κορινθίας, 1915-1925 </div><div style="text-align: center;">Πηγή: Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div><span style="font-family: arial;"><div>Η ομορφιά του περιβάλλοντος του «Πευκιά» και η υψηλή αισθητική του αξία έγιναν πηγή έμπνευσης σπουδαίων Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών. Ο Κώστας Καρυωτάκης, αν και δεν είχε καταγωγή από την περιοχή, συνδέθηκε με το περιβάλλον και τη ζωή του τόπου περνώντας τις διακοπές του στο σπίτι του παππού του, στο Ξυλόκαστρο. Στο ποίημά του «Ύπνος» από τη συλλογή του «Νηπενθή» (1921) ο ποιητής αναφέρεται στο ονειρικό τοπίο και στις νεανικές αναμνήσεις του από το δάσος του «Πευκιά», το οποίο αποκαλεί «το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας».</div><div><br /></div><div style="text-align: center;"><i><b>«Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα</b></i></div><div><div style="text-align: center;"><i><b>να πάμε να πεθάνουμε μία νύχτα</b></i></div><div style="text-align: center;"><i><b>στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;»</b></i></div></div><div><br /></div><div>Το καλοκαίρι του 1938, μάλιστα, χρονικά πολύ κοντά στην εποχή που γράφτηκε η <i>«Μαρίνα», </i>στο ξενοδοχείο «Πευκιάς» του Στέφανου Παναγόπουλου, παραθερίζει η μεγάλη ηθοποιός Κυβέλη μαζί με τον βαφτιστικό της Δημήτρη Χορν. </div><div><br /></div></span></div><div>Παρακολουθώντας τις διαδρομές των ηρώων στην παραθαλάσσια κοσμοπολίτικη λουτρόπολη, ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει το περιφραγμένο με συρματόπλεγμα δάσος του πευκιά, που νωρίς το απόγευμα του Αυγούστου,<i>«ανάδινε μια ζέστη πηχτή ρετσινιού»</i>, το μεγάλο δρόμο κατά μήκος του δάσους με τους <i>«περιπατητές - καροτσάκια να τα σπρώχνουν οι νταντάδες στη γραμμή και κάθε τόσο που ακουγόταν κάποιο κλάξον σκορπίζανε δεξιά ζερβά κάτω από τις μουριές»</i>, <i>«τη θάλασσα - το μόνο γνώριμο τοπίο σε κάθε άγνωστη χώρα»</i>, την ακρογιαλιά, <i>«τους τραταδόρους και την τιποτένια συγκομιδή τους: λιγοστή μαρίδα, δυο κοκοβιοί κι ακόμα ένα ψαράκι κόκκινο, αρματωμένο με αγκάθια»</i>, το καφενεδάκι της παραλίας, το περίπτερο κάτω από τα πεύκα, όπου έπαιρναν το ορεκτικό τους οι παραθεριστές, το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με το κύριο κτίριο, το παράρτημα και το περιβόλι, το μεγάλο δρόμο που πάει προς τη Συκιά, το σπίτι που βρίσκεται στο τέλος του Πευκιά, που ίσως να 'ναι η βίλα του Σικελιανού, τη βόλτα με αυτοκίνητο ως τη Λυκοποριά.</div></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg2HN6_5kvLbbfwirfH4sWq0ldumRrn1zntdL9YwLieHb2eZGclz1biMJZataB5unJPYSHf4v8W9zlyPzYt9J8synWF8lTxu0Q5-CreLpekALpAw97cHMwVToSz9i1mMWxLunSzMFaVZ1w/s600/stathmos.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg2HN6_5kvLbbfwirfH4sWq0ldumRrn1zntdL9YwLieHb2eZGclz1biMJZataB5unJPYSHf4v8W9zlyPzYt9J8synWF8lTxu0Q5-CreLpekALpAw97cHMwVToSz9i1mMWxLunSzMFaVZ1w/w640-h388/stathmos.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Ο σταθμός του τρένου στο Ξυλόκαστρο </div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://www.xylokastro.com</div><div style="text-align: center;">___________________</div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Είναι τόσο φρικτά ερωτευμένοι...»</b></span></div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο ο Λεώνης θα γνωρίσει επιτέλους τη Ρέα, το σύζυγό της Δημήτρη, το μικρό γιο τους Πέτια και τη Νέττα, αδελφή του Δημήτρη. Μετά τις συστάσεις, κάθονται όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι κι ο Λεώνης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τις αντιδράσεις του ερωτευμένου φίλου του και τα βλέμματα λατρείας με τα οποία παρακολουθεί κάθε κίνηση της Ρέας. Αμέσως μετά, η Νέττα ζητάει από το Λεώνη να μιλήσουν κι έτσι εκείνος έχει την ευκαιρία να μάθει περισσότερα για τη σχέση του ερωτευμένου ζευγαριού.</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i>«</i></span><i><span style="color: #800180;">Τα μάτια του Στέφανου δεν εγκατέλειπαν τη Ρέα. Αδύνατον μια τέτοια έκφραση ματιάς να την προσβάλει. Χασομερνούσε πιο πολύ πάνω στα χέρια της, τα λάτρευε από τα νύχια ως τον καρπό έτσι όπως ήτανε αχνά και λίγο μελαψά καθώς στα εικονίσματα. Παρακολουθούσε όπου άγγιζαν, το ψωμί, το ποτήρι - περίμενε θαρρείς μια μετουσίωση. Ήτανε γι' αυτόν ένα δείπνο μυστικό.</span></i><span style="color: #800180;"><i>»</i></span></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhy01Uw67Q4oEzPYSqmbZcCavxKFLGV3BK5Afm_9ZkctimbEKphYTy8aWFvBJNt-rvV0fRYmEhXCCkNPCiX78Nr98DgK_mpM_MqLlGvd3ggbP_oqaDIGwZcnKg0rvC4IgZAX6tDukBq8Sg/s640/the-hands.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhy01Uw67Q4oEzPYSqmbZcCavxKFLGV3BK5Afm_9ZkctimbEKphYTy8aWFvBJNt-rvV0fRYmEhXCCkNPCiX78Nr98DgK_mpM_MqLlGvd3ggbP_oqaDIGwZcnKg0rvC4IgZAX6tDukBq8Sg/w640-h422/the-hands.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">The hands by Moise Kisling</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><div style="text-align: center;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i>— Είδατε λοιπόν, έκανε η Νέττα στο Λεώνη. — </i></span><i style="color: #800180;">Ελάτε, θέλω να σας μιλήσω. Ως πού θα πάει τούτο; </i><span style="color: #800180; font-style: italic;">Είναι τόσο φρικτά ερωτευμένοι, που δεν ενδιαφέρονται ούτε γι' αξιοπρέπεια ούτε για ηθική. Δε λογαριάζουν την περίσταση κι ακόμη ούτε νιώθουν πως ώρες - ώρες καταντούν γελοίοι... Στο ξενοδοχείο είν' όλοι με το μέρος τους....Μήπως κι αυτή η ίδια </span><span style="color: #800180;"><i>— τι άλλο χειρότερο; — μήπως δεν το ανέχεται αν κι είναι αδελφός της ο Δημήτρης; </i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div style="text-align: left;"><span style="color: #800180;"><i>— Το ανέχομαι! Τούτο μονάχα; — τους βοηθώ, καταλαβαίνετε; ... Τι θέλατε να κάνω μπροστά σε μια τόσο μεγάλη αγάπη; </i></span><span style="color: #800180; font-style: italic;">Σε μια τόσο σκληρή αγωνία; ...Κι έπειτα, τι τα θέλετε, τ' ομολογώ πως δε μπορώ να φανταστώ άλλη κατάσταση πιο φυσική γι' αυτούς τους δυο...</span></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><div><br /></div><div>Αχ, όταν η αγάπη βρίσκεται σε όμοιο επίπεδο κι' από τα δύο μέρη.. .</div><div><br /></div><div>Ο δισταγμός και οι αμφιβολίες διαβάζονταν πάνω στο πρόσωπό της. — Ω, είναι στιγμές που τίποτα δεν αγαπώ — ούτε κανέναν... Κι ο Πέτια; Τι θα γίνει ο Πέτια; Γιατί, πρέπει να σας το πω, πήραν απόφαση να παντρευτούν — δηλαδή μια τέτοια ιδέα τριγυρίζει στο μυαλό τους.</div><div><br /></div><div>— Ξέρω την αδιαλλαξία του, ψιθύρισε ο Λεώνης. </div><div><br /></div><div>Για τη Ρέα, του λέει, ο Πέτια είναι η ζωή της — α, φοβάται πως ο Στέφανος θα 'ναι γι' αυτήν κάτι χειρότερο κι από το θάνατο .</div><div><br /></div><div>Προσέξατε πόση προσπάθεια βάζουν για να μην πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου; Δεν συγκρατιούνται πια. Δυο ψυχές που κάποιος άνεμος τις συνεπαίρνει και τις βροντολογά πάνω στα βράχια — να τι θα 'ναι η ζωή τους.</div><div><br /></div><div>Μιλούσε απελπισμένα. Θαρρείς, του λέει ακόμα, πως η απόφαση του γάμου είναι γι' αυτούς μια τιμωρία που επιβάλουνε στον εαυτό τους, μια εξιλέωση για τη μεγάλη τους αγάπη — ναι, μια τόσο απέραντη αγάπη καταντάει αμαρτία, κάτι ενάντιο στη φύση. Γιατί μια τόση ακαμψία κι' ένα τέτοιο πείσμα; Επιτέλους ας μείνουν εραστές μες στο σημερινό τους περιθώριο... Αχ, θα σημάν' η γενική καταστροφή του κόσμου – του μικρού κόσμου που περιτριγυρίζει τη ζωή τους άμεσα.</div></span></i></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhQlD2XrOfn3ZyjtE4S99Rkd7Ioj1ZBgVVg1iJlMjgcGxkXGD0EcBlvMEGeab5UYnEiqP-ViycZnqTYIxteTEKY2nQKtK1O5DYAuTI_s8ABmjgp5ty1wTzFsQOPgX3GWnUXm3kcze9zK6M/s1165/the-lovers-1.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhQlD2XrOfn3ZyjtE4S99Rkd7Ioj1ZBgVVg1iJlMjgcGxkXGD0EcBlvMEGeab5UYnEiqP-ViycZnqTYIxteTEKY2nQKtK1O5DYAuTI_s8ABmjgp5ty1wTzFsQOPgX3GWnUXm3kcze9zK6M/w490-h640/the-lovers-1.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«The Lovers » by Henri Martin</div><div style="text-align: center;">_____________</div></span><br /><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Θ' αναδείξουμε μαζί τον κλήρο που μας έλαχε»</b></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Οι μέρες περνούν κι η Ρέα με τον Στέφανο, αδιάφοροι για τον κόσμο, δεν βλέπουν και δεν ακούν κανέναν. <i>«Υποταγμένοι κι οι δυο κάτω από τη δύναμη μιας κυρίαρχης γοητείας»</i>, νιώθουν μόνο την ακατανίκητη επιθυμία να βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br />Στα τέλη Αυγούστου, η Ρέα με τον Πέτια συνοδεύουν το Στέφανο στα εγκαίνια του γραφείου των Γενικών Αποθηκών στο Κιάτο. Στην επιστροφή με το αυτοκίνητο, ο Στέφανος της αποκαλύπτει το σχέδιο που έχει καταστρώσει: θα φύγουν οι τρεις τους για την Πάτρα, θα εγκατασταθούν εκεί καθένας χωριστά ωσότου η Ρέα πάρει το διαζύγιό της. </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><div><i style="font-family: arial;"><span style="color: #800180;">— Το ξέρω, του λέει σιγανά. Κανόνισέ τα όπως θέλεις. Αφήνομαι σ’ εσένα . Έχεις δίκιο, είναι η μόνη έκβαση που ανταποκρίνεται στο αίσθημά μας. Το μόνο τέλειο αντάλλαγμα.</span></i></div><div><span style="font-family: arial;"><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Τότε ο Στέφανος, ψιθυριστά, της αποκάλυψε το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Σε μια βδομάδα, το πολύ σε δέκα μέρες, θα έχουν τη φωλιά τους. Να κανονίσει κάτι λεπτομέρειες ασήμαντες, κάτι μικροζητήματα — μήπως θα ήταν προτιμότερο να στείλει από τώρα τις αποσκευές της Ρέας, τουλάχιστον τα μεγάλα κομμάτια;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Του έκλεισε το στόμα με το χέρι της: — Δε θέλω τίποτα ν' ακούσω, είμαι πολύ ευτυχισμένη.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><b>Η αποψινή επιστροφή τους έμοιαζε κιόλα με φυγή. Σφιχτοαγκαλιασμένοι παραδοθήκανε στο </b></span></i><i><span style="color: #800180;"><b>θρυλικό παρόν που εκτεινότανε ατελείωτα στο μέλλον. A, πόσο ήτανε μάταια όσα τους απασχόλησαν ως τώρα στη ζωή...</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span><div><span style="font-family: arial;"><i><span style="color: #800180;"><div>[...] Με την πρόφαση πώς παρακολουθεί το νέο υποκατάστημα, ο Στέφανος παράτεινε ακόμη τη διαμονή του. Όλα ήταν έτοιμα. Μιλούσε με τη Ρέα για το μέλλον, της έλεγε τα σχέδιά του, ζητούσε και τη γνώμη της για κάθε τι που θ' αφορούσε τη ζωή τους. Σιγά - σιγά η Ρέα έπαιρνε ενδιαφέρον στη δουλειά του. — A, της λέει — <b>τώρα μονάχα νιώθω πως σπατάλησα τον εαυτό μου σε τιποτένια πράματα. Πόσα δε θα ’μουν άξιος να κάνω στη ζωή αν τύχαινε να σ' ανταμώσω δέκα χρόνια πιο νωρίς! Θ' αναδείξουμε μαζί τον κλήρο που μας έλαχε, του αποκρίθηκε η Ρέα.</b></div><div><br /></div><div>Αποφάσισαν πως είναι προτιμότερο να φύγουν για την Πάτρα, να εγκατασταθούν εκεί καθένας χωριστά ωσότου επιτύχει το διαζύγιό της. Θα ’παιρνε βέβαια μαζί της και τον Πέτια. Η ευτυχία πάλευε με την αγωνία μέσα στην καρδιά της. Αρκούσ' ένα μικρό ασήμαντο επεισόδιο να την αναστατώσει με προαισθήματα και φόβους.[...]</div><div><br /></div></span></i></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVtHFUqImOhYpU8ZaaQztLH_MhjKKgaRY87DxknujNHp7Cf6fVerCs52efLJ6LzTzwMKtM7CGS6vdJ9Zc8PML_bfvDNalLW6hdY6WkM5N-8sBhHw1Au3Ed9HV3VRVPj_2aWv3gSyXWbd8/s600/landscape-with-couple.jpg%2521Large.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVtHFUqImOhYpU8ZaaQztLH_MhjKKgaRY87DxknujNHp7Cf6fVerCs52efLJ6LzTzwMKtM7CGS6vdJ9Zc8PML_bfvDNalLW6hdY6WkM5N-8sBhHw1Au3Ed9HV3VRVPj_2aWv3gSyXWbd8/w622-h640/landscape-with-couple.jpg%2521Large.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«Landscape with Couple» by Henri Martin</div><div style="text-align: center;">___________</div><div style="text-align: center;"><br /></div></span></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180;"><div><span style="font-size: large;"><b>«Να η μοναδική γυναίκα που αγάπησα»</b></span></div><div style="font-style: italic;"><br /></div></span></div><div><i><span style="color: #800180;">Η μέρα της φυγής πλησίαζε. </span></i></div><div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">[...] Το βραδινό, πριν ακόμα νυχτώσει ολότελα, η Ρέα περίμενε το Στέφανο μπροστά στα κυπαρίσια της αλέας, σε μια παραμεριά. Κάτι φώτα λάμπανε μακριά μέσ' στην αρχή της νύχτας, Ό,τι απόμενε από το φως της μέρας συγκεντρωνότανε πάνω στη Ρέα. <b>Η λευκή μορφή της περιπλανιότανε αργά πάνω στο μαύρο βάθος, καθάρια με τόσο ευγενική κορμοστασιά, που αυτό αρκούσε για να ψιθυρίσει ο Στέφανος σαν την αντίκρισε: — Να η μοναδική γυναίκα που αγάπησα.</b></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Πίσω από τα κυπαρίσια πορφύρωνε ο ουρανός. Η θάλασσα ήτανε μια πληγή...Όταν την πλησίασε ο Στέφανος είδε πως τα </span></i><i><span style="color: #800180;">μάγουλά της ήταν κόκκινα και πως τα μάτια της </span></i><i><span style="color: #800180;">γυαλίζαν. Η καρδιά του σφίχτηκε. — Είσαι δικός μου άνθρωπος, ράτσα μου, γενιά δική μου — τέτοια λόγια θέλει να της πει, κι ακόμα πως ένα φως αχνό τη στεφανώνει, μια λάμψη που βγαίνει από το είναι της, τέτοια τη βλέπει. Και να συρθεί εκεί, στα πόδια της γυναίκας και να της πει πως τίποτα δε θέλει, τίποτα δε ζητά, πως είναι άξιος να φύγει, να ζήσει δίχως την αγάπη της – δίχως καμιάν αγάπη και να ψοφήσει σα σκυλί. Να τι είναι άξιος να κάνει. Κανένας πόνος, καμιά θλίψη για τη Ρέα. Γιατί δεν τον διώχνει; Να τον προσβάλει πως είναι τιποτένιος που αναστατώνει έτσι μια ζωή.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;"> Πώς μ' ενοχλεί το χρώμα τούτο τ' ουρανού, πάντα δακρύζουνε τα μάτια μου, είπε η Ρέα κι έβγαλε το μαντήλι της απ' το τζαντάκι.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Του χαμογέλασε και λέει εύθυμα:</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Την Τετάρτη λοιπόν. Αύριο είναι Κυριακή — θα προφτάσω σε δυο μέρες να ετοιμαστώ. Βλέπεις σε τι μπελάδες θα με βάλεις, κύριε;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;"> Νιώθεις τουλάχιστον ευτυχισμένη;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Πώς να μη νιώθω ευτυχισμένη; Η ευτυχία που ελπίζομε δεν είναι ή μόνη αληθινή;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Τα δάχτυλά της ψάχνανε για το χέρι του.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Να ελευθερωθούμε από τον κόσμο μας κι' απ' τις συνήθειες του καιρού μας, του ψιθύρισε – ποια η ανάγκη να πάμε αύριο στην εκδρομή; Ας πάνε οι άλλοι. Το επανάλαβε δυο - τρεις φορές: οι άλλοι — σα να ’κλεινε μέσα στη λέξη τούτη ολόκληρο τον άλλο κόσμο εκτός από τους τρεις.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Θα μείνομε ο Πέτια κι εμείς οι δυο.</span></i></div></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKHoD9Nd_BjO7Cf-4bGYW1zyBEjB4sCCdKKfZHLu8HgSCtDlaQ0_zcSp3lPtS2lyIh8yQbOHMuFF3Wrkfb-w6IeYclo9kXgLNjJRKQ0NcQuyi7-vME1I2zLiedxkjxtBcFFaS89dJ_RgM/s2044/the-lovers.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKHoD9Nd_BjO7Cf-4bGYW1zyBEjB4sCCdKKfZHLu8HgSCtDlaQ0_zcSp3lPtS2lyIh8yQbOHMuFF3Wrkfb-w6IeYclo9kXgLNjJRKQ0NcQuyi7-vME1I2zLiedxkjxtBcFFaS89dJ_RgM/w542-h640/the-lovers.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">«The Lovers » by Henri Martin</div><div style="text-align: center;">____________________</div></span><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-size: large;"><b>«Ωχ, αυτή η θάλασσα!...»</b></span></div><div><br /></div><div>Η επόμενη μέρα είναι Κυριακή κι ο Στέφανος έχει τακτοποιήσει τα πάντα για το φευγιό τους, τα οποία και εκμυστηρεύεται στο Λεώνη. Τραγική ειρωνεία και προοικονομία μαζί αποτελεί το γεγονός ότι η ιδέα να το σκάσουν οι τρεις τους διά θαλάσσης είναι της Ρέας. Πολλές φορές κι από πολλούς ως τώρα - από το Δημήτρη, τη Νέττα, τον αφηγητή - έχει υπογραμμιστεί η σχέση της Ρέας με τη θάλασσα: <i>«η γυναίκα μου παθαίνει ίλιγγο απ’ τη μεγάλη αγάπη που της έχει...»</i>, σχολιάζει ο Δημήτρης κι αργότερα η Νέττα επιβεβαιώνει στο Λεώνη την παρατήρηση του αδελφού της: <i>«Έχουν μανία με τη θάλασσα κι οι δυο τους, μόνο πως η Ρέα την αγαπά μαζί και τη φοβάται...»</i>. </div><div><br /></div><div>Στα δέκα της, ένας Κεφαλονίτης – Πέτια τον έλεγαν – την έπαιρνε με τη βάρκα του, της μιλούσε ώρες ολόκληρες για τα μελίσσια και της τραγουδούσε ένα τραγούδι που έχει γίνει το αγαπημένο του μικρού Πέτια: </div><div><br /></div><div><div><i><span style="color: #800180;">«Έσφιγγε πάνω της τον Πέτια κι’ άρχισε να σιγοτραγουδά:</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;">Απ’ των αγγέλων τα στόματα βγαλμένη </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;">θυμίζει εδώ στη γη τον ουρανό...</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Είναι το αγαπημένο του τραγούδι, λέει σιγανά σαν έκλεισε τα μάτια του ο μικρός.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Αφαιρέθηκε σε μια ρέμβη. Γύρισε προς το Στέφανο:</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Πόσα χρόνια πάνε από τότε... Μου το τραγουδούσε μέσα στή βάρκα ένας γνωστός μας, ένας Κεφαλονίτης—ήταν θαρρώ μελισσοκόμος — είχε μια φωνή γλυκειά και σοβαρή...</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Τον έλεγαν κι εκείνον Πέτια—Πέτρο δηλαδή. Έζησε χρόνια στη Ρωσσία, πριν από τον πόλεμο βέβαια, ναι, μελισσοκόμος, το θυμάμαι καλά. Καθότανε και της μιλούσε ώρες ολόκληρες για τα μελίσσια, να της εξιστορεί τα θαύματ’ από τη ζωή τους. Τι έβρισκε στη συντροφιά ενός ανίδεου κοριτσιού; — εκείνη δεν ήταν περισσότερο από δέκα χρόνων το πολύ.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Μα εκεί, μέσα στη βάρκα, την τραβούσε η άλλη γοητεία, τα υδάτινα θαύματα εδώ μπροστά της. Έσκυβε πάνω από την κουπαστή και βύθιζε το βλέμμα στην ηρεμία του νερού, μια κατάβαση φανταστική μέσα σε διαφάνειες γλαρές — ένιωθε τόσο ανάλαφρη, χανότανε η αίσθηση του βάρους. Περνούσανε ίσκιοι —όχι θλιβεροί και γκρίζοι όπως στη γη — γαλάζιοι, ρόδινοι, λαχταριστοί, σαν χρυσωμένος ήτανε ο ίσκιος, καμιά πραγματικότητ’ από τη ζωή δε χώραγ’ εδώ μέσα. Η πρωινή κατάνυξη κυρίευε το νου και την καρδιά, μια προσευχή σιωπηλή...Ένας καινούργιος ουρανός, μια λύτρωση...</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Μαμάκα, θα με πάρεις κι’ εμένα μαζί σου;... μουρμούρισε ο Πέτια δίχως ν’ανοίξει τα ματάκια του.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Θα σε πάρω, χρυσό μου...</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Και τον κύριο Στέφανο;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">— Σσσσ... — κι έπιασε πάλι να τον αποκοιμίσει με το σιγανό τραγούδι της.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;">... θυμίζει εδώ στη γη τον ουρανό, </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;">κι άλλοτε μοιάζει με θάλασσ’ αγριεμένη </span></i></div><div style="text-align: center;"><i><span style="color: #800180;">κι άλλοτε πάλι με κύμα ταπεινό.»</span></i></div></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhedmIefZ_jv9HXsOe1FSDwwl0NZgmPKR8242czoRYz1PthOBpTUh-lrYgufEqPz1TBPxnAgurtBErafrz-slBvd4hvfDzcSHZb-WgekH1xj6QS2rMGqruPNlPfRgXjukm3lfKG5UTCl-A/s1001/the-mysterious-boat-1.jpg%2521HalfHD.jpg"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhedmIefZ_jv9HXsOe1FSDwwl0NZgmPKR8242czoRYz1PthOBpTUh-lrYgufEqPz1TBPxnAgurtBErafrz-slBvd4hvfDzcSHZb-WgekH1xj6QS2rMGqruPNlPfRgXjukm3lfKG5UTCl-A/w640-h512/the-mysterious-boat-1.jpg%2521HalfHD.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Odilon Redon, The Mysterious Boat, c.1892</div><div style="text-align: center;">______________________</div></span><div><br /></div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: medium;"><b>«Ένα γενναίο βενζινόπλοιο με τρεις ευγενικές ψυχές»</b></span><span style="font-family: arial;"><div><div><span style="color: #800180;"><i><br /></i></span></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Θα ήταν πιο σωστό να πεις: ένα γενναίο βενζινόπλοιο που θα 'χει πάνω τρεις ευγενικές ψυχές.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"> — Ώστε...;</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Ναι, του λέει, όλα είν' έτοιμα. Φεύγουμε την Τετάρτη για την Πάτρα.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Του εξήγησε πως έχει μιλήσει κιόλα με τον καπετάνιο της μπενζίνας. Θα τον καπαρώσει απόψε. Σκέφτηκε πως δεν είναι δυνατόν να φύγουν με το τρένο δίχως να τους πάρουν είδηση από το ξενοδοχείο, οι γνωστοί, όλος ο κόσμος στο Ξυλόκαστρο. Κι' έπειτα, οι αδιάκριτες συναντήσεις στο σταθμό, οι αναπόφευκτες γνωριμίες μεσ' στο τραίνο... Όσο για να φύγουν με αυτοκίνητο, το μόνο ανθρωπινό είναι του Σωτήρη. Αλλά φοβάται τις προκαταβολικές ακριτομύθιες ή και — ποιος ξέρει — εκβιασμούς και φασαρίες. Από τη μέρα που πήγαν στη Λυκοποριά κατάλαβε πως ο Σωτήρης είναι άνθρωπος του Δημήτρη — Για όλα τούτα προτιμήσαμε το βενζινόπλοιο... <b>Ξέρω τι σκέπτεσαι για μένα: ένας ρομαντικός αισθηματίας. Μα τώρα είμαστε δυο: το βενζινόπλοιο ήταν περισσότερο ιδέα της Ρέας παρά δική μου.</b> </span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><span style="color: #800180;"><i>— </i></span><i><span style="color: #800180;">Όλα να πάνε δεξιά, είπε ο Λεώνης και του χτύπησε τον ώμο εγκάρδια, λίγο σκαιά. Εγώ θα πάρω απόψε την ωτομοτρίς για την Αθήνα. Κάτι μικροδουλειές... Όπως κι αν είναι θα βρίσκομαι στην Πάτρα μέσα στη βδομάδα. Καλή αντάμωση λοιπόν.</span></i></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div><div><i><span style="color: #800180;">Όπως έβγαινε από το δωμάτιο έκανε να ξαναγυρίσει. Μα το μετάνιωσε κι έφυγε σφίγγοντας τις γροθιές του με απελπισία.</span></i></div></div><div><i><span style="color: #800180;"><br /></span></i></div></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhR2VaU2D2rNzsTcCk6obcXDR2zl4qZ51wOAZhcuaGFIET2kcWW0cyLMhO1suAtkBTqczvDkKAZZ3xnwQEyUF-OfYqoKSYB80c3dTtLOeeFdh9GX9sdzp6lm4fdl4kowixcycP7t0HJsvk/w534-h640/the-chimera-1867.jpg" /></a></div><div style="text-align: center;">Gustave Moreau, The Chimera, 1867</div><div style="text-align: center;">___________</div></span><br /><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>«Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε μια χίμαιρα...» </b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Τον επίλογο και το τέλος της ιστορίας θα τα πληροφορηθεί ο αναγνώστης από τον ίδιο το Λεώνη, που στην καίρια αυτή στιγμή της πλοκής, ενώ ο Στέφανος ετοιμάζεται να φύγει με τη Ρέα και το γιο της Πέτια, παίρνει τη σκυτάλη της αφήγησης από τον ανώνυμο «φίλο του φίλου». </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Στην τελευταία συνάντηση και στην κουβέντα του με τη Ρέα, ο Λεώνης διαπιστώνει πως <b>αυτό που εκείνος βλέπει ως χίμαιρα, για το ερωτευμένο ζευγάρι είναι η <i>«ευλογημένη αλήθεια»</i>, στην οποία αναπόφευκτα και αμετάτρεπτα, οφείλουν να υποταχτούν.</b> Το μόνο που του μένει είναι μια ευχή: <b>Ο Θεός να δώσει κανείς τους να μη γίνει, εκτός από σκλάβος και το θύμα αυτής της αλήθειας! </b>Η ευχή<b> </b>του, δυστυχώς, δε θα πιάσει τόπο! </span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><div>— Ας είναι, δε μένει πια παρά το τέλος κι ο επίλογος... Λοιπόν, το απομεσήμερο της Κυριακής, προτού φύγω για την Αθήνα, θέλησα ν' αποχαιρετήσω και τη Ρέα.[...] </div><div><br /></div><div>— Μείνετε λιγάκι, ξέρω πως είστ’ ενήμερος... Ξέρω ακόμα πως δεν κάνατε κανένα σχόλιο, δεν είμαι βέβαιη αν αυτό σημαίνει πως εγκρίνετε...</div><div><br /></div><div>— Υπάρχουν καταστάσεις τη διάκοψα, που είναι πάνω από κάθε σχόλιο. </div><div><br /></div><div>— Αυτό που λέτε είναι ίσως μια υπεκφυγή. Το κρίνετε, φαντάζομαι, σαν κάποια τρέλλα αρχική που, αντί να υποχωρήσει, δυνάμωσε με τον καιρό. Μα όχι, δεν είναι όπως το σκέπτεστε. </div><div><br /></div><div>— Παρεξηγήσατε τη σιωπή μου, αποκρίθηκα. Εγώ, ένας τρίτος, μονάχα με το νου μπορώ να κρίνω, δεν είν' έτσι; Και η διανόησή μου, σε τούτη την περίσταση, παραδέχεται σιωπηλή τα όνειρα και τις επιθυμίες που τρέφουν δυο καρδιές. Γνωρίζει από την ίδια της την πείρα πως τα όνειρα την οδηγήσανε συχνά προς μιαν αλήθεια που μάταια την έψαχνε πάνω στις κορυφές της σκέψης. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να πω: την οδηγήσανε συχνά προς διαφορετικές αλήθειες. </div><div><br /></div><div>— Αχ, έκανε η Ρέα, περισσότερο κι' από τα λόγια είναι η απάθεια της φωνής σας που δείχνει πως φτιάνετ’ ένα σύστημα εκεί που μόνο η καρδιά έχει το λόγο. Μα ίσως αποκλειστικά και μόνο για να εκφρασθείτε χωρίζετε αναγκαστικά το νου απ' τα αισθήματα... <b>Ξεχνάτε πως η διανόηση, για ν' αποχτήσει κάποια έχταση μέσ' στη ζωή, έχει ανάγκη από το πάθος, απ' τις ανησυχίες της καρδιάς μας, από ασυνέπειες ακόμη...</b></div><div><br /></div><div>— Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε μια χίμαιρα... </div><div><br /></div><div>— Να, βλέπετε; Μιλάμε για μια χίμαιρα – για σας, είναι μια χίμαιρα η αλήθεια. <b>Μα για μένα —για το Στέφανο και μένα ήθελα να πω — πρέπει να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με την ευλογημένη αλήθεια που πρόβαλε μπροστά μας έτσι άμεση, αναπόφευχτη, αμετάτρεφτη. Μας κλείνει τον ορίζοντα, δε μας αφήνει άλλη διέξοδο. Αν δεν υποταγόμαστε σε τούτη την αλήθεια πώς θα μπορούσαμε να πούμε πως τη νιώσαμε ως τα τρίσβαθα;.. Καταλαβαίνετε;</b></div><div><br /></div><div>Ναι, βέβαια, καταλάβαινα πως βίαζαν τον εαυτό τους να μην εγκαταλείψουν τ' όνειρο και την ελπίδα τους στην ευτυχία... Κι όλ' οι συλλογισμοί αυτοί! A, θα προτιμούσα να την έβλεπ’ αναστατωμένη από την προσδοκία της φυγής πάνω στη θάλασσα μέσα στη νύχτα. Να μου πει: ναι, κάνω μια κακοκεφαλιά, μα μ' έσπρωξε η αγάπη... Ενώ, θαρρείς συνηγορούσε για υποθέσεις της καρδιάς μ' επιχειρήματα και προφυλάξεις — σα να πρόκειται για κάποια δίκη που δεν αποκλειότανε να καταλήξει σε απόφαση θανατική.</div><div><br /></div><div>—Και μη νομίσετε, μου λέει, πως είναι κάτι ακαρτέρευτο. Από κορίτσι ακόμα σκεπτόμουν πως με την ηλικία, με τα χρόνια, θα 'ρθει μια μέρα να δω πιο καθαρά. <b>Πώς θέλετε να μην τη ζήσω την αλήθεια της ζωής μου;</b></div><div><br /></div><div><b>Καταντήσαν, σκέφτηκα, οι σκλάβοι μιας αλήθειας. Ο Θεός να δώσει κανείς τους να μη γίνει και το θύμα.</b> Ω, πόσο θα προτιμούσα να ’μενε σιωπηλή, μέσα σε μια διάχυτη ευτυχία, ανώνυμη, βαθειά, κι όχι να καταγίνεται να της ανακαλύψει ένα κέντρο και να της δίνει σημασίες διαδοχικές...</div><div><br /></div><div>Αποχαιρέτησα τη Ρέα. Καθώς έβγαινα στο δρόμο άκουσα πάνω απ' το κεφάλι μου μια παιδιάστικη φωνούλα: — Καλό ταξίδι... <b>Στο παράθυρο, πίσω από τη μάσκα της φέμινα μαρίνα, κουνούσε το χεράκι του ο Πέτια.</b></div></i></span><span style="font-family: arial;"><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://www.blogger.com/#"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhwV-vDq2CWG9XrzE1C2Vq-hm8aKAJSUH7ySQ47MKiUCscwRDBQMbi1Q1HWlfHM6W2TlBypt5oB_QsMUe4K0-Yxwf86UIfMv8SdJeEaxkQ9Ct9fL2zRtLLpd2ypI980zOSif1UhhvJKRdg/w640-h624/%25CE%25A6%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BD%25CF%2584%25CF%2589%25CE%25BD.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«Φρίντων», ένα από τα ελληνικά ατμόπλοια που εκτελούσαν προπολεμικά, κάθε Δευτέρα, το δρομολόγιο Πειραιάς - Πάτρα - Κέρκυρα - Άγιοι Σαράντα – Μπρίντεζι. Τα άλλα δύο ελληνικά ατμόπλοια ήταν η «Μυκάλη» και το «Βυζάντιο»</div><div style="text-align: center;">_____________________</div></span><span style="color: #800180; font-family: arial;"><i><div><br /></div></i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;">«Χτύπησε κάποια μπενζίνα και την έκοψε στη μέση...»</span></b></div><div><b><span style="color: #800180; font-size: large;"><br /></span></b></div></span><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">«Η ομορφιά έχει όρια που κανένας άνθρωπος </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">δεν τα περνάει ατιμώρητα. </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Είναι φριχτή σαν Μέδουσα – </span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">όσο και η Ολόγυμνη αλήθεια.»</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Κοσμάς Πολίτης, Eroica</span></div><span style="font-family: arial;"><div><br /></div></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><div><span style="color: #800180;">Έφτασα το ίδιο βράδυ στην Αθήνα. Δεν έμεινα παρά τρεις μέρες, όσο χρειάστηκα για να φροντίσω κάτι ψώνια...τέλειωσα τις δουλειές μου και την Τετάρτη, το βράδυ στις οχτώ, πήρα με τη Λίλυ το ατμόπλοιο στον Πειραιά. Τα ξημερώματα θα φτάναμε στην Πάτρα.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Το καράβι πήγαινε στο Μπρίντιζι κι ήταν γεμάτο κόσμο. Οι καμπίνες είχαν κρατηθεί απ’ τους ταξιδιώτες για την Ιταλία, όσοι θα βγαίνανε στα ενδιάμεσα έπρεπε να πορευτούνε όπως - όπως. Κατάφερα ωστόσο και τοποθέτησα τη Λίλυ σε μιά καμπίνα με άλλες κυρίες. Εγώ απόμεινα πάνω στην ξαπλωτή, στο σκεπαστό κατάστρωμα, τυλιγμένος μέσα στο πανωφόρι μου. Το Σεπτέμβριο οι νύχτες αρχίζουν να γίνουνται κάπως ψυχρές.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Δεν ξέρω τι ώρα μ’ έπιασε ο ύπνος, εκεί, πάνω στην ξαπλωτή. Με νανούριζε η ελαφριά ρεμούλα που απόμεινε απ’ το μπάτη. Αφήσαμε πίσω τη διώρυγα. Τα φώτα είχαν σβήσει στο κατάστρωμα, ο χρόνος ήταν πια ένα πελώριο κενό. Πάνω απ’ την κουπαστή χοροπηδούσε κάποιο αστέρι...</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Φαίνεται πως με ξύπνησε το σταμάτημα της μηχανής. Το κατάστρωμα ήταν πάλι φωτισμένο, περάσανε μπροστά μου κάτι ναύτες βιαστικοί — ένας κρότος ακουγόταν σαν από βαρούλκο ή σα βίντσι, ανάκατος με ομιλίες φωναχτές. Τρεις και είκοσι. Διαδοχικά, έβαλα διάφορα πράματα στό νου μου.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Πήγα κι ακούμπησα στην κουπαστή. Η θάλασσ’ απλωνόταν σκοτεινή με πού και πού ένα φωσφορισμό. Ήρθανε κι άλλοι επιβάτες και στάθηκαν μπροστά στην κουπαστή. — Qu’est-ce qu’il se passe? ρώτησε πλάι μου η Λίλυ. — Τίποτα, της λέω, πήγαινε κοιμήσου — κι ανέβηκα με βιάση τη σκάλα που οδηγάει στη γέφυρα του καπετάνιου.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Το στερέωμα ξεχείλιζε απ’ τ' αστέρια.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">— Συμβαίνει τίποτα; ρωτώ έναν άντρα με κασκέτο που στεκόταν εκεί πέρα.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">— Να, λέει, το καράβι εκείνο μάς έκανε σινιάλο να σταθούμε — κι έδειξε αριστερά.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Ένα πράσινο φως μαζί με άλλα τρόγυρα κεντούσαν το σκοτάδι.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">— <b>Χτύπησε κάποια μπενζίνα και την έκοψε στη μέση,</b> εξακολούθησε ο άνθρωπος με το κασκέτο. Δεν είχε, λέει, τα κανονισμένα φώτα— κι έτσι θα ’ναι, τους ξέρω αυτούς τους σκυλοπνίχτες. Κάποιον προφτάσανε και βγάλαν. <b>Είπε πως έρχουνται απ’ το Ξυλόκαστρο, δίχως φορτίο, μονάχα επιβάτες: έν’ αντρόγυνο μ’ ένα παιδάκι.</b> Αυτοί... — κι έκανε μια χειρονομία στον αέρα. Ψάχνομε μόνο από καθήκον, ειδεμή...</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Θεέ μου...</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Κάτι φωνάξανε από ψηλά. Ο άλλος σήκωσε το κεφάλι του και λέει: Βίρα!</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Μια πλατειά φωτερή λουρίδα έγειρε πάνω στη θάλασσα και τη γαλάτωσε λοξόφαρδα.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">— Το άλλο καράβι δεν έχει προβολέα, είπε πλάι μου αυτός με το κασκέτο. Μα εμείς που ταξιδεύομε στο εξωτερικό...</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Τρεις βάρκες αργοφέρναν βόλτες μέσα στο φωτισμένο κύκλο. Όλα φαινόταν καθαρά, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν γυαλί κι ανάμεσα φωτούσαν κάμποσες οργιές στο βάθος. Ο γαλατένιος κύκλος σερνότανε αθόρυβα πάνω στη θάλασσα μέσα στη σιωπή, μια μάκραινε και σταματούσε, μια κόντευε, οι βάρκες λάμνανε αργά και τα κουπιά ραντίζαν το νερό, θαρρείς πως περιφέρναν λιτανεία νυχτερινή ν’ αγνίσουνε τα ύδατα.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">... Ο ουρανός χλωμιάζει στο μέρος της ανατολής, κάποια πνοή σα στεναγμός πέρασε πάνω από τη θάλασσα. Οι βάρκες σιμώσανε προς τα εδώ μέσα στο φωτερό γαλάζωμα. Ένας παπάς με πετραχήλι ανέβαινε τη σκάλα. Ο άνθρωπος με το κασκέτο στεκότανε σε προσοχή, ξεσκούφωτος.</span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;"><b>Εκεί, κάτω από την αχνοπράσινη επιφάνεια, κάτι αδειανό και κούφιο κλειδωνιζόταν και κατέβαινε αργά. Ένα πρόσωπο χλωμό, σα χαρτονένιο, δίχως κανένα χρώμα ζωντανό — παιχνίδιζε με τις μαρμαρυγές μέσα στο σιντεφένιο απόμακρο του βάθους, άυλο, σα λαξεμένο ανάλαφρα μες στη γλαράδα του νερού... Τρόγυρα, τα ψαράκια του Θεού στέκονταν σε κατάνυξη — αγγελικές, αναταμένες, όρθιες οι ψυχές αντίκρ’ η μια στην άλλη, τα φτερά τους μαζεμένα ευλαβικά τριγύρω στο κορμί σαν πέπλα που αργοσαλεύουν μέσα στη μελιχρή ανταύγεια της αλμύρας...</b></span></div><div><span style="color: #800180;"><br /></span></div><div><span style="color: #800180;">Ξαφνικά, μαζεύτηκε ο προβολέας. Μια ψαροπούλα σήκωνε πανιά κι αντανακλούσε ασπριδερή μέσα στην πρωινή γαλήνη. </span></div></i><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjwn-GGblkwtdrfMHlnJ47vDq4mcuGZ7jPXkUYeMA5Xaupj0pIYERpf_pFLKNqmUgxhxrlEBZpjsCuo_8pMF9BbUpMKJ4AQ7x2IXay3_aeuQQ-J6gzsJ4bgN7h9YeJMOPMzBXUKehM4r1I/s884/148197083_237131938004761_2232812944748590416_n.png"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjwn-GGblkwtdrfMHlnJ47vDq4mcuGZ7jPXkUYeMA5Xaupj0pIYERpf_pFLKNqmUgxhxrlEBZpjsCuo_8pMF9BbUpMKJ4AQ7x2IXay3_aeuQQ-J6gzsJ4bgN7h9YeJMOPMzBXUKehM4r1I/w412-h640/148197083_237131938004761_2232812944748590416_n.png" /></a></div><div style="text-align: center;">«Κόπηκε στα δύο»</div><div style="text-align: center;">Σχέδιο του Λ. Χρηστάκη για τη «Μαρίνα»</div><div style="text-align: center;">_____________</div><div style="text-align: center;"><span style="font-style: italic;"><br /></span></div></span><span style="font-family: arial;"><div><span style="color: #800180; font-family: arial; font-size: large;"><b>Μαζί, έστω και στο θάνατο...</b></span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div>Η «Μαρίνα» δημοσιεύτηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές. Στην πρώτη εκδοχή - σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα» το 1939 - το ερωτικό τρίγωνο διαλύεται προς όφελος του νόμιμου συζύγου και στη θάλασσα βυθίζεται η «femina marina» - το ιδανικό της θάλασσας – ελευθερίας. <br /><br />Στη δεύτερη εκδοχή, αυτή του 1943, το παράνομο ζευγάρι το σκάει μαζί, αλλά πνίγεται στη θάλασσα, σε μια ένωση εσαεί μέσα στη φύση. <b>Αλλάζοντας την έκβαση του κειμένου, ο συγγραφέας εγκαταλείπει τη μεσοπολεμική εμμονή του πως η ζωή απαξιώνει κάθε ιδανικό και προσχωρεί στην ιδέα μιας ρομαντικής ταύτισης </b></span><span style="font-family: arial;"><b>έστω και στον θάνατο.</b> Είναι πιθανό, η αναθεώρηση να σχετίζεται με τον θάνατο της κόρης του συγγραφέα το 1942 και με τη συνολικότερη μεταστροφή του, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, προς μια πιο θετική αντιμετώπιση της ζωής.</span></div><div><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div><span style="font-family: arial;">Αν το συσχετίσουμε με δύο εξομολογήσεις του Κοσμά Πολίτη στον Γ. Π. Σαββίδη – του 1962 και οι δυο – φαίνεται η παραπάνω υπόθεση να ευσταθεί σοβαρά: <br /><br />Ολότελα ιδιωτική η μία [εξομολόγηση], δόθηκε σε ώρα έντονης συναισθηματικής πίεσης, στοργική προσφορά σε δυο φίλους ακριβούς: <i><b>«...Αν δεν είχα φύγει τότε από το σπίτι μου, ίσως η κόρη μου να μην έχει πεθάνει. Ίσως να είχα βρει τρόπο να την σώσω...»</b></i><br /><br />Η άλλη ειπώθηκε καθώς μας παρέδιδε το χειρόγραφό του «Στου Χατζηφράγκου». Αφορούσε τις δυο τελικές παραγράφους του μυθιστορήματός του: <i>«Αρχικά»</i>, είπε, <i>τελείωνα με την πρώτη παράγραφο. <b>Μα την τελευταία στιγμή της αντιγραφής, αποφάσισα πως δεν έχω το δικαίωμα να αφήνω τον αναγνώστη μέσα στο σκοτάδι της προσωπικής μου απόγνωσης.</b> Και πρόσθεσα την δεύτερη παράγραφο»</i>.<br /><br /><i>Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου και αγναντεύεις τ' άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.</i></span></div><div><span style="font-family: arial;"><i><br />Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα-κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.</i><br /><br /><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;">Γ.Π. Σαββίδης, Αντί Στεφάνου. Μαρτυρία για τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του Κοσμά Πολίτη, </span><span style="font-family: arial;">Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-family: arial;"><br /></span></div><div style="text-align: center;"><br /></div><div style="text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVFcEJrbU1CzoC_TbSABd95OsiLj1wnKcvapjlqtKHOOd6kNl6gUa7KHjyVeITRxltvRctR5KSHaM9LYbFnx4IBUwb8Tx8XiqRjWCmZXMSUvx_N6p6yFJ7zrrCQshRHoe6nDzCWLMxUsw/w640-h456/%25CE%25A6%25CE%25B9%25CE%25BB%25CE%25AF.jpg" /></div><div style="text-align: center;">Γιώργος Γουναρόπουλος, Φιλί δεύτερο </div><div style="text-align: center;">Πηγή: https://paletaart3.wordpress.com/</div><div style="text-align: center;">______________________</div></span><div style="text-align: center;"><b><span style="font-size: medium;"><br /></span></b></div><span style="color: #2b00fe; font-family: arial; font-size: large;"><b>Πηγές</b></span><span style="font-family: arial;"><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Κοσμάς Πολίτης, Τρεις Γυναίκες, Μαρίνα, εκδόσεις: Ο Γλάρος, 1943</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Κοσμάς Πολίτης, Eroica, επιμέλεια Peter Mackridge, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα 1991</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Νόρα Aναγνωστάκη, «Kοσμάς Πολίτης», H μεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Z', Aθήνα, Σοκόλης, 1993</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Γκιόκα Α., Η διακειμενικότητα στο πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη: Λόγος – Εικόνα – Μουσική, Διδακτορική διατριβή, Ε.Κ.Π.Α, Αθήνα, 2012.</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Δηµήτρης Λιµπεράκης, ο αισθητικός και λόγιος από το Μεσολόγγι και το εικαστικό του αποτύπωµα στο έργο του Κοσµά Πολίτη, https://www.academia.edu/</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">ΛΙΜΠΕΡΑΚΗΣ ΜΙΜΗΣ(1880-1967), Ο ποιητής και αισθητικός, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΟΣΟΥΛΑΣ, ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ, http://vivl-nafpakt.ait.sch.gr/</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;"><a href="https://www.thebest.gr/article/314589-" target="_blank">Οι μικροί "άγιοι" της Παλιάς Πάτρας- Οι ωραίοι ...τρελοί, οι ασυναγώνιστοι μπεκρήδες, οι γραφικοί χαρακτήρες- Η μυθολογία του δρόμου πριν μας αλλάξει ο καιρός</a></span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">ΠΑΤΡΙΝΟΪΤΑΛΟΙ – ΙΤΑΛΟΠΑΤΡΙΝΟΙ: Μια λογοτεχνική και ιστορική προσέγγιση, https://vasileioschristopoulos.wordpress.com</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Αγγέλα Καστρινάκη «Ο Κοσμάς Πολίτης και η ‘Μαρίνα’: από την ειρωνεία στο δράμα», Ο λόγος της παρουσίας, τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 97-103.</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης.</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">Πρωτομαγιάτικες αντιθέσεις: Οι δύο όψεις της εργασίας των γυναικών στην Βόχα το έτος 1929, https://vochahistory.wordpress.com</span></li></ul><ul style="text-align: left;"><li><span style="font-family: arial;">ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ, https://www.xylokastro-evrostini.gov.gr/parousiasi-dimou/parousiasi-istoria-ipiresies/histrory-xylokastro</span></li></ul></span></div></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><br />Γεωργία Δημητροπούλουhttp://www.blogger.com/profile/00909122343591482861noreply@blogger.com0