Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλκη Ζέη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλκη Ζέη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

«Θα σε στείλω κατάστρωμα άναυλα....», Άλκη Ζέη, Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία


Είχε παραξενευτεί που ήξερα ένα ποίημά του απέξω......

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τον γνώρισα. Πάντως μετά την Κατοχή. Τον συναντούσαμε με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στο σπίτι του ηθοποιού Αντώνη Γιαννίδη. Είχε πολύ παραξενευτεί όταν του είπα πως ξέρω ένα ποίημά του απέξω. Έβαλε τα γέλια.

- Εγώ κοντεύω να μην το θυμάμαι.

Με την αδελφή μου είχαμε ξεσχολίσει όλη την Ανθολογία του Αποστολίδη. Στην Κατοχή, μόλις πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει ο ύπνος, παραβγαίναμε ποια θα θυμηθεί πιο πολλά ποιήματα απέξω. Ένας ποιητής μόνο δεν μας άρεσε και δεν μαθαίναμε ούτε έναν στίχο του. Θα το πω κι ας γίνω ρεζίλι. Ήτανε ο Σικελιανός.

Του Κόλια ήτανε δημοσιευμένα στην Ανθολογία τρία ποιήματά του. «Ήθελα», «Οι γάτοι των φορτηγών» και «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί». Εγώ προτιμούσα το πρώτο και θαρρώ πως με λίγη προσπάθεια ακόμα μπορώ να το θυμηθώ σχεδόν όλο. 


Ήθελα

Ήθελα πάντα να 'μενα μικρό κι αγνό παιδί
που απ' το ψυχρό δωμάτιο του έξω ποτέ δε βγαίνει
και που, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι·

που έχει μια ήρεμη καρδιά και σα μικρού πουλιού δειλή,
και που άλλη δεν εγνώρισε γυναίκα απ' τη μαμά του·
που ώρες πολλές, σε μια γωνιά, μένει και διόλου δε μιλεί,
και κάποια κούκλα που αγαπά κρατάει σφιχτά σιμά του·

που τα ψυχρά απογέματα, τα φθινοπωρινά,
το δρόμο έξω κοιτάζοντας απ' το παράθυρό του,
άγνωστα μέρη σκέφτεται, ταξίδια μακρυνά,
που στα βιβλία που διάβασεν ή που είδε στ' όνειρό του...

Και μια βραδιά χειμερινή που όλα με χιόνι έχουν στρωθεί,
μες στο ψυχρό και θλιβερό δωμάτιό του πεθαίνει
κι ως Αρλεκίνος να τον πάρει ο Χάρος έχει ερθεί
κι απέναντί του τον κοιτούν παλιάτσοι συντριμμένοι

Το ποίημα αυτό ήταν δημοσιευμένο στο Πειραϊκό Βήμα και δεν είχε ενταχθεί σε κάποια ποιητική συλλογή (βρίσκεται στο βιβλίο Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδόσεις Άγρα και στην Ανθολογία Ρένου Αποστολίδη ). Ήταν υπογεγραμμένο από τον Πέτρο Βαλχάλα: ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Καββαδίας στα πρώτα του κείμενα. Το εν λόγω ποίημα είναι γραμμένο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1928 έως τον Ιανουάριο του 1930.



«Το ψέμα, για να γίνεται πιστευτό πρέπει να διανθίζεται....»

Ήτανε Ιούλιος του 1945
.
Δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα με τον Γιώργο, μα είχε ζητήσει επίσημα το χέρι μου από τον πατέρα μου. Ο ίδιος είχε φύγει στη Θεσσαλονίκη, τουρνέ με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών - την Ασπασία Παπαθανασίου, την Αλέκα Παΐζη, τον Τίτο Βανδή και άλλους. Τους ακολουθούσε ακόμα ως μουσικός του θιάσου ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν λέγεται πόσο λαχταρούσα να πάω να τους βρω. Τα εμπόδια όμως αξεπέραστα. Πρώτον, ο πατέρας μου δεν θα με άφηνε να πάω να βρω τον Γιώργο «εκτός έδρας» και ύστερα δεν θα μου έδινε λεφτά για τα ναύλα. Το πρώτο εμπόδιο είχα σκεφτεί πώς να το ξεπεράσω. Στην Κατοχή, είχα μαθητέψει στη «σχολή» του Κώστα Αξελού. Μας μάζευε πέντε έξι κοπέλες και μας έκανε μαθήματα. Ούτε όμως μαρξισμού, ούτε φιλοσοφίας, αλλά πώς να λέμε ψέματα στους γονείς μας αν έπρεπε να λείψουμε - για δουλειές της Αντίστασης - πολλές ώρες από το σπίτι ή και ολόκληρο βράδυ.

Το ψέμα, μας έλεγε, για να γίνεται πιστευτό πρέπει να διανθίζεται. Αν πείτε απλά πως πήγατε στο σπίτι της τάδε φίλης σας, μπορεί και να μη σας πιστέψουν. Αν πείτε όμως πως οι γονείς της τσακώθηκαν, πως ο πατέρας έφυγε βροντώντας την πόρτα και η μητέρα λιποθύμησε σχεδόν, πως πήγε να πέσει από την καρέκλα και πιάστηκε από το τραπεζομάντιλο που ήταν βυσσινί και τραβήχτηκε μαζί με μια κανάτα με νερό, που βρισκότανε στο τραπέζι, κι έπεσε το νερό πάνω στις παντόφλες της που ήτανε προπολεμικές με φουντάκια... κι έτσι συνέχιζε ολόκληρη ιστορία. Μας είχε χάνει ξεφτέρια και πάντα έπιανε το κόλπο. Τώρα λοιπόν κι εγώ είχα σκεφτεί μια ολόκληρη ιστορία, σε συνεννόηση με τη μητέρα μου και κάποια φίλη που είχε στη Θεσσαλονίκη, όπου υποτίθεται πως θα έμενα σπίτι της. Μπορούσα βέβαια και καμιά φορά να δω τον Γιώργο. Με τα ναύλα όμως δεν γινότανε τίποτα.

Πήγα στον Γιαννίδη να πω τον πόνο μου και βρήκα τον Κόλια εκεί. Μ’ άκουγαν κι οι δυο με προσοχή.

- Με τη θάλασσα πώς τα πας; με ρώτησε ξαφνικά ο Κόλιας. Ζαλίζεσαι;

- Έχεις ακούσει ποτέ Σαμιώτισσα να παθαίνει ναυτία; απάντησα με ύφος Μπουμπουλίνας.

- Σπουδαία τότε, έκανε όλο χαρά ο Κόλιας. Πέρνα αύριο από το σπίτι να τα κανονίσουμε. Θα σε στείλω κατάστρωμα άναυλα.



«Βιάσου, μη σου τον φάει καμιά θεατρίνα»

Έτρεξα την άλλη μέρα σπίτι του, αφού είχα το βράδυ πει στον πατέρα μου πως η φίλη της μαμάς μού στέλνει εισιτήριο πρώτης θέσης.

Ο Κόλιας με υποδέχτηκε καταχαρούμενος, μ’ έβαλε στην τραπεζαρία κι άρχισε να ψάχνει μια στοίβα εφημερίδες που ήτανε κάτω στο πάτωμα. Αφού τις σκόρπισε, άρχισε να φωνάζει:

- Ζένιαααααααα. Ζένιααααααααα.

Εμφανίστηκε η αδελφή του η Ζένια, μια όμορφη λεπτοκαμωμένη γυναίκα.

- Τι ξεφωνίζεις, το βαπόρι σου βούλιαξε; είπε με μια απαλή τραγουδιστή φωνή.

Ύστερα με πρόσεξε κι ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Ο Κόλιας συνέχισε ν’ ανακατεύει τις εφημερίδες και γύρισε θυμωμένος στη Ζένια.

- Πού την έβαλες τη σημερινή εφημερίδα; Η Ζένια απάντησε ήρεμα ήρεμα:

- Εγώ πού την έβαλα; Εσύ την πήρες από τα χέρια μου και τη διάβαζες στην τουαλέτα.

Ο Κόλιας έμεινε μια στιγμή άφωνος, ύστερα έκανε ένα «ωχ» και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.

- Έτσι είναι αυτός, είπε γελώντας η Ζένια. Χάνει τα πάντα και τα γυρεύει από μένα.

Σε λίγο εμφανίστηκε ο Κόλιας μουτρωμένος.

- Καταλαβαίνεις; Τη σελίδα με τα ατμόπλοια βρήκα να μεταχειριστώ.

- Μη μου πεις πως έψαξες στο καλάθι με τα χαρτιά; έκανε έντρομη η Ζένια.

- Και πού ήθελες να ψάξω, στο ψυγείο; απάντησε τσατισμένος ο Κόλιας κι ύστερα πρόσθεσε θριαμβευτικά: Το βρήκα όμως.

- Τρέχα να πλύνεις τα χέρια σου και μετά μας λες τι βρήκες, είπε η Ζένια και τον έσπρωξε στην πόρτα βγαίνοντας μαζί του. 

Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας κι είπε μ’ ένα παιδιάστικο, πονηρό χαμόγελο:

- Δυσκολεύτηκα λιγάκι γιατί δεν διακρίνονταν καλά οι ώρες, μα έβγαλα άκρη.

Η άκρη ήτανε πως μεθαύριο έφευγα για τη Θεσσαλονίκη.

- Βιάσου, έκανε εκείνος, μη σου τον φάει καμιά θεατρίνα.





«..θαλασσοπόρα, ναι, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα»

Δώσαμε ραντεβού στον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Είχα να μπω σε πλοίο πριν από τον πόλεμο. Το τελευταίο ταξίδι για τη Σάμο.

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι σάμπως και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα.

- Κάτσε δω και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά.

Κόσμος, γυναίκες και παιδιά με μπόγους, καλάθια και βαλίτσες παίρνανε θέση στο κατάστρωμα. Φορούσα το καινούργιο μου φουστανάκι για τον Γιώργο που θα με προϋπαντούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μαζί μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιάν σκαμνάκι και μου είπε.

- Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.
Βάλανε το σκαμνάκι σε μια γωνιά και με... τοποθέτησαν. Ύστερα ο Κόλιας πρόσεξε το φουστανάκι, μου και το κοίταζε, νόμισα πως του άρεσε.

- Είπαμε πως είσαι θαλασσοπόρα, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα.
Αυτό το «πράγμα» ήτανε το καινούργιο μου φουστανάκι που φύλαγα για τον Γιώργο. Άνοιξα το μικρό βαλιτσάκι που είχα μαζί μου κι έβγαλα ένα μάλλινο ζακετάκι που μου είχε χώσει μέσα την τελευταία στιγμή η μαμά μου.

Ο Κόλιας με φίλησε σταυρωτά, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και είπε να του φιλήσω τον ψηλό - εννοούσε τον Γιώργο.

Καθισμένη στη γωνιά μου, στο πλιάν σκαμνάκι, τον έβλεπα να φεύγει και να γυρίζει το κεφάλι κάθε τόσο να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό του.

Νομίζω πως δεν τον ξαναείδα. Όταν γυρίσαμε από τη Θεσσαλονίκη, ο Κόλιας ταξίδευε κι εμείς μόλις που προλάβαμε να παντρευτούμε κι άρχισαν οι περιπέτειές μας.


Η προτομή του Νίκου Καββαδία στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς


Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί ......

Πριν από λίγα χρόνια είχα πάει στην Κεφαλονιά καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, μου ήρθανε στον νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.

Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί 
Που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει 
Και που σκυφτό παράξενα βιβλία φυλλομετρεί 
Κι απέναντι του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.

Ύστερα θυμήθηκα το ζεστό φιλικό του χέρι που μ’ έσερνε σπρώχνοντας τον κόσμο για να φτάσουμε στο κατάστρωμα του βαποριού, που θα με πήγαινε στον Γιώργο πριν μου τον φάνε οι θεατρίνες.


Άλκη Ζέη, Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία, Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά (σελ. 59-65), εκδόσεις Μεταίχμιο



Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του «Ιωνία», έργο του Γιάννη Τσαρούχη (1950). 

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

«Ας το πάρουν πίσω το βραβείο Λένιν, μα σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω...», Άλκη Ζέη, Ο Βάρναλης στη Μόσχα


Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν (1959) 
_____________

«Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου...»

Ο Βάρναλης στη Μόσχα! Θα ήτανε γύρω στο 1959. Είχε πάρει πριν καιρό το βραβείο Λένιν, μα πέτρινα τα χρόνια ακόμα, δεν έλεγαν να φύγουν, και δεν του έδιναν διαβατήριο στην Ελλάδα για τη Σοβιετική– τότε – Ένωση.

Τον περιμέναμε λοιπόν με λαχτάρα κι ανησυχούσαμε αν θα μπορούσαμε να τον δούμε, αφού στην τελετή της απονομής του βραβείου εμείς οι Έλληνες της Μόσχας, οι πολιτικοί πρόσφυγες, ήμασταν αποκλεισμένοι. Μόλις είχαν αρχίσει οι σχέσεις Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς, μην έχοντας καμιά επαφή με το ελληνικό κράτος, αφού στους πιο πολλούς είχαν στερήσει την υπηκοότητα, ουσιαστικά δεν υπήρχαμε. Λίγο αργότερα όμως όποιος ερχότανε από την Ελλάδα, είτε επίσημος είτε ανεπίσημος, ζητούσε να συναντηθεί μαζί μας.

– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου, μας είπανε πως φώναζε ο Βάρναλης σαν πεισματάρικο μικρό παιδί, όταν δεν μας είδε σε καμιά από τις επίσημες εκδηλώσεις που του έκαναν.

Μια μέρα πήραμε ένα οργισμένο τηλεφώνημά του.

– Αύριο θα έρθω να σας δω, αν δεν με φέρουν, θα δραπετεύσω.

– Πού είστε;
τον ρωτήσαμε.

– Στον παράδεισο, είπε πιο θυμωμένα ακόμα, σ’ ένα αναπαυτήριο που είναι βαρετό σαν τον παράδεισο.

Μόλις μας είπε πού βρισκότανε, καταλάβαμε αμέσως. Τον είχαν στείλει να ξεκουραστεί μαζί με τη γυναίκα του, τη Δώρα, σ’ ένα μαγευτικό μέρος στα περίχωρα της Μόσχας. Εκεί πήγαιναν τα στελέχη του κόμματος και διαλεχτοί ξένοι από όλο τον κόσμο. Δάσος, σημύδες, λίμνες και ησυχία απόλυτη. Ήμασταν όμως σίγουροι πως ο Βάρναλης, κλεισμένος εκεί, και με τη Δώρα μάλιστα, δεν θα μπορούσε να το αντέξει.

Ο Κ. Βάρναλης, στη Μόσχα (1959), απονομή Βραβείου «Λένιν»
__________________


Βαρετά όπως στον παράδεισο.....

Την άλλη μέρα από το τηλεφώνημα, ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο στάθηκε έξω από την πολυκατοικία μας κι έκανε τους γείτονές μας να λαχταρήσουν. Ήταν νωρίς τ’ απόγευμα κι ο οδηγός που μας έφερε τον Βάρναλη - μόνο του, χωρίς τη Δώρα- είπε πως θα τον έπαιρνε πίσω πριν από τις έξι, για να προλάβει το βραδινό φαγητό.

– Μπορούμε να του δώσουμε να φάει κάτι κι εμείς, αστειεύτηκε ο Γιώργος, μα ο οδηγός δεν το εκτίμησε καθόλου.

– Αυτή την εντολή έχω, απάντησε ξερά. Ευτυχώς ο Βάρναλης δεν κατάλαβε τον διάλογο.

Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, τη θυμάμαι κείνη τη μέρα σαν να ήτανε χτες. Ο Βάρναλης καθισμένος σε μια πολυθρόνα και δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι ένα ποτηράκι βότκα, να προσπαθεί να μιλήσει, μα ψεύδιζε, κι αυτό τον έκανε έξω φρενών.

Μας είπε πως γι’ αυτό έφταιγε η Δώρα και, όπως είδε πως δεν καταλαβαίναμε, βάλθηκε να μας εξηγεί.

Ψευδά ψευδά μας διηγήθηκε με θυμό και χιούμορ τη διαμονή του στον... παράδεισο.

- Όλες οι μέρες ίδιες. Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, ξανακοιμάσαι κι ακούς μόνο τα πουλάκια να κελαηδάνε και τη Δώρα να μουρμουρίζει. 
 

Ο Βάρναλης με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, την οποία παντρεύτηκε το 1929
________________

Εγώ, σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω...

Εκεί που μένανε, μέσα στο πάρκο, είχε μια λίμνη και βαρκούλες που μπορούσες να κάνεις βόλτες. Τέτοιο τοπίο θα το ζήλευε ο καθένας, εκτός από τον ίδιον που βαριότανε. Πήγαινε όμως τη βόλτα για να περάσει η ώρα που δεν πέρναγε με τίποτα. Μπήκανε λοιπόν χτες σε μια βαρκούλα. Κάποιος τραβούσε κουπί κι ο Βάρναλης καθισμένος απέναντι στη Δώρα έβρεχε το χέρι του μέσα στο νερό. Παραδέχτηκε ότι γκρίνιαζε όλη την ώρα. Κλεισμένος στον παράδεισο, ενώ ήθελε να δει κόσμο, να κουβεντιάσει. Δεν ήτανε κουρασμένος για να ’χει ανάγκη τόση απόλυτη ξεκούραση, που σε κάνει να μην μπορείς να σκεφτείς τίποτα. Γκρίνιαζε, λοιπόν, αφού δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Η Δώρα άρχισε να τον λέει αχάριστο, που οι άνθρωποι τον περιποιούνταν τόσο και που του δώσανε και το βραβείο Λένιν. Τότε άναψε και φούντωσε κι ο ίδιος κι αρχίσανε τρικούβερτο καβγά. Ο άνθρωπος που τράβαγε κουπί έκανε πως δεν άκουγε κι ούτε τους κοιτούσε. Μια στιγμή ο καβγάς κορυφώθηκε, όταν η Δώρα του είπε:

– Δεν έπρεπε να σου δώσουνε το βραβείο Λένιν, αφού εσύ στα νιάτα σου ήσουνα βασιλικός, ενώ εγώ ήμουνα πάντα δημοκράτισσα.

Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ο Βάρναλης άρχισε να στριγκλίζει και θα έμεινε κάμποσο φαίνεται με το στόμα ανοιχτό, γιατί η Δώρα τού άρπαξε ξαφνικά τη μασέλα και την πέταξε στη λίμνη! Σηκώθηκε τότε όρθιος να την αρπάξει από το μαλλί, μα η βάρκα άρχισε να σκαμπανεβάζει κι ο άνθρωπος που τραβούσε το κουπί, τρομαγμένος, τους έδειχνε να καθίσουν στις θέσεις τους. Κάθισαν βέβαια ακίνητοι, με την πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο, και μόλις βγήκανε από τη βάρκα, πριν πάνε στο δωμάτιό τους, φώναξαν τον διερμηνέα. Ήτανε μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, που λάτρευε και θαύμαζε τον Βάρναλη. Ο ίδιος, για να μη γίνουν ρεζίλι, της είπε πως έσκυψε να πάρει νερό από τη λίμνη να δροσίσει το πρόσωπό του και του έπεσε η μασέλα. Είχε μια παλιά μαζί του, μα ήτανε χάλια. Ας ψάχνανε στον πάτο της λίμνης να του βρουν την άλλη. Η διερμηνέας του είπε να μην ανησυχεί και πως, αύριο κιόλας, θα φρόντιζε να του στείλουν οδοντοτεχνικό να του πάρει μέτρα και να του κάνουν δώρο μια ολοκαίνουργια μασέλα.

Όταν έφυγε η διερμηνέας, ο Βάρναλης τα ’βάλε φυσικά με τη Δώρα.

– Εγώ, της είπε, σοβιετική μασέλα δεν βάζω. Μπορεί να έχουν κάνει σ’ αυτόν τον τόπο μεγάλα επιτεύγματα και μπαλέτο σαν κι αυτό που είδαμε να μην έχω ξαναδεί, αλλά μασέλες δεν ξέρουν να φτιάχνουν.

Τους είχε δει όλους όταν πήγαιναν για φαγητό στην τραπεζαρία. Μια κοψιά, ίδιο χαμόγελο. Θα μπορούσε κάλλιστα ο ένας να δανείζει τη μασέλα του στον άλλο.
Η Δώρα είπε πάλι πως τζάμπα του δώσανε το βραβείο Λένιν, για να τον κάνει πάλι έξαλλο.

– Ας το πάρουν πίσω, της είπε, μα σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω.

Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα τον Ιούλη του 1959. 
Στη φωτογραφία με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου στην Κόκκινη Πλατεία
______________

Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα......

Όπως χαθήκανε τα όνειρά μου για τη Μόσχα, έτσι χάθηκε κι από τη μνήμη μου αν ξανάδαμε τον Βάρναλη πριν φύγει. Θυμάμαι με λεπτομέρειες έναν έναν όσους είχαν έρθει στη Μόσχα σπίτι μας, τι φάγαμε, τι κουβεντιάσαμε. Θυμάμαι τι φορούσαν ο Οδυσσέας Ελύτης, η Άννα Συνοδινού, ο Ανδρέας Εμπειρικός κι ο Λέων Κουκούλας, ο Θόδωρος Κρίτας, η Βάσω Μανω λίδου κι ένα σωρό άλλοι. Μα από τον Βάρναλη δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Μήπως δεν τον ξαναείδαμε, δεν μας τον ξανάφεραν, παρόλο που είμαι σίγουρη πως εκείνος θα χτυπούσε τα πόδια και θα ’λεγε:

– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου.

Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα. Μου το είπε, αρκετά χρόνια μετά, η διερμηνέας του. [.....]

Άλκη Ζέη, Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα, 
Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά, εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ. 156-161)

Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του Βραβείου Λένιν. 
Αριστερά ο Ηλίας Ερεμπουργκ (Αρχείο εκδοτικού οίκου «ΚΕΔΡΟΣ»).
_____________

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

«Κάθε σελίδα πληρωμένη μ' ένα εφιαλτικό όνειρο…. ο Δεκέμβρης του ’44», Άλκη Ζέη

Η επίθεση στη διαδήλωση της Κυριακής της 3ης του Δεκέμβρη, έγινε με εντολή της κυβέρνησης του Παπανδρέου και του αρχηγού της Ελληνικής αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ. 54 νεκροί και 70 τραυματίες τα θύματα της. 
 (Σπύρος Λιναρδάτος: Πολιτική και Πολιτικοί)


Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. (Dmitri Kessel)

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη..... 


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. 
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.

Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.... 

Γιώργος Σεφέρης, Τυφλός, 
 [Α΄. Από τις «Μέρες του 1945 – 1951»] 
[ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄]

Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Ο Δεκέμβρης του '44.......να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου...

Αν με ρωτούσαν τι θα 'θελα να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα, και δεν ήτανε και λίγα, θ' απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: Ο Δεκέμβρης του '44. Θα ήθελα να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου. Να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία.

Και τώρα που γράφω γι' αυτόν, δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δεν με νοιάζουν πια. Ξέρω πως κάθε μου σελίδα θα την πληρώσω μ' ένα εφιαλτικό όνειρο. Ύστερα από τόσα χρόνια... εδώ στις Βρυξέλλες... περιτριγυρισμένη από παιδιά και εγγόνια, στο μεγάλο μου δωμάτιο με τα ψηλά ταβάνια και παράθυρα που φτάνουν ως πάνω, ζέστη μέσα, έξω κρύο, ο ήλιος όμως λάμπει και κάνει σαν καθρέφτες τα τζάμια των απέναντι σπιτιών. Μια σειρά σπίτια χτισμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου οι στέγες τους δεν ξεπερνούν η μια την άλλη. Όλες με κεραμίδια, άλλα βυσιννιά, άλλα μαύρα κι άλλα κεραμιδί χρώμα. Μικροί κήποι με τους φράχτες τους ασπασμένους με καταπράσινα φυτά - χειμωνιάτικα. Αυτοκίνητα αραιά και συμμετρικά παρκαρισμένα. Κάθε τόσο περνάει κανένα αθόρυβα από τον δρόμο και πού και πού βγάζει κανείς βόλτα τον σκύλο του.

Κι εγώ τώρα θα συνεχίσω να γράφω στον υπολογιστή για τον Δεκέμβρη που θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου. Θα γράφω σκηνές σαν να είναι κινηματογραφική ταινία. Γιατί ο φακός της μνήμης μου τις κατέγραψε και βγαίνουν τώρα σαν τα αρχεία της ΕΡΤ, για να έρχονται μπροστά σου όσο και να θέλεις να τις ξεχάσεις.



Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. (Dmitri Kessel)


«Χτυπάνε»

Η Διδώ κι εγώ στην πλατεία Συντάγματος. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα μαζί της. Ο Γιώργος θα πήγαινε με τους ηθοποιούς του. Γιατί δεν πήγα κι εγώ μαζί; Άγνωστο.

Κρατιόμαστε χέρι χέρι με τη Διδώ μην χαθούμε. Λαοθάλασσα. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά της πλατείας ακριβώς απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Τραγουδάμε. Η Διδώ με τη φωνή πριμαντόνας κι εγώ παράφωνα. «Λαοκρατία κι όχι βασιλιά...».

Ξαφνικά η Διδώ ξεφωνίζει: «Χτυπάνε». Μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτουμε αριστερά, ανάμεσα σε κάτι αγκαθωτούς θάμνους. Η Διδώ δεν προσπαθεί να σηκωθεί. Μένουμε εκεί χάμω στ' αγκάθια. «Χτυπάνε από τη στέγη του παλατιού τον κόσμο» μουρμουρίζει εκείνη.

Ακούγονται φωνές, πολυβολισμοί, μα πάλι τραγούδι: «Το 'χουμε βάλει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία και όχι βασιλιά...».

Τραγούδι, πυροβολισμοί, πολλοί τώρα, κι ο κόσμος τρέχει, πέφτει μπρούμυτα...


«Πυροβολούν άοπλους»… Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Τι θα γίνει να ρωτάς.....


Βρεθήκαμε
 στο σπίτι. Δεν ανεβαίνουμε απάνω, καθόμαστε στα σκαλιά. Αμίλητες. Γρατζουνισμένες. Η Διδώ μου βγάζει τ' αγκάθια από τα μαλλιά κι εγώ από το παλτό της.

Ευπρεπιζόμαστε. Να μας δει ο μπαμπάς!

- Πάλι καλά που ματώσαμε από αγκάθια, λέει η Διδώ. Μπορούσανε να 'τανε και σφαίρες.

- Θείτσα, τι έγινε;

- Τι θα γίνει να ρωτάς, λέει κι αγκαλιαζόμαστε. Ένα αγκάθι μ' έχει τρυπήσει για τα καλά, το νιώθω στη χούφτα μου.

Εκείνη λέει ν' ανέβουμε στο σπίτι. Εγώ θέλω να πάω στο σπίτι του Γιώργου, να δω αν γύρισε. Δεν μ' αφήνει. «Θα 'ρθει εκείνος, σίγουρα». Ανεβαίνουμε. Η μαμά κι ο θείος Πλάτων στέκονται στην πόρτα. Μας ακούσανε κι απορούσαν τι κάνουμε τόση ώρα στις σκάλες. «Να φτιαχτούμε λίγο... φαίνεται, έχουμε το χάλι μας... μην μας δει έτσι ο μπαμπάς... πού πήγαμε; Στη Δέσποινα και τον Μπάστα. Είχε κάτι ξεχάσει η Διδώ σπίτι τους και πήγα μαζί της».

Η Διδώ νευρίασε.

- Εδώ σκοτώνουνε και...

Ο θείος Πλάτων κι η Διδώ αποφάσισαν να μείνουν σπίτι μας. Μετά, βγήκαν τα χωνιά το βράδυ κι έλεγαν: «Αύριο όλοι στην κηδεία των θυμάτων, μην λείψει κανείς». Βγήκε κι ο Θανασάκης μ' ένα χωνί. Είχε ψηλώσει, δεκατεσσάρων χρονών, η φωνή του δεν είναι πια παιδική, λίγο παράτονη ακούγεται μέσα από το χωνί.

«Όλοι αύριο στην...»
Βγήκε στο μπαλκόνι της η κυρία Μιράντα με τη ρόμπα της:

- Σκάσε, παλιόπαιδο. Θέλουμε να κοιμηθούμε.

Η κυρία Μιράντα... που έκανε καιρό να μιλήσει στη μαμά στον ενικό... που δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της κι όλο έλεγε «με συγχωρείτε», ενώ δεν είχε φταίξει σε τίποτα.

Ο Γιώργος πέρασε πολύ αργά. Ήταν καλά κι εμείς το ίδιο κι αυτό έφτανε. Αύριο όμως θα πηγαίναμε μαζί. Θα ερχότανε πρωί πρωί να με πάρει. Είδε τη Λενούλα με τα μάτια πρησμένα και τρόμαξε. Με ρώτησε τι έχει.

- Ο μπαμπάς, λέω, δεν την άφησε να βγει και θα την περίμενε ο Γκάτσος.

Ένα πανό που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. (Dmitri Kessel)


Κι άρχισε ο Δεκέμβρης....

Από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα ένας κόσμος γονατισμένος να τραγουδάει το «Επέσατε θύματα...». 

Κι άρχισε ο Δεκέμβρης. Τριάντα τρεις μέρες...

Νιώθω σαν να είμαι οπερατέρ και γυρίζω καρέ - καρέ τις σκηνές φρίκης.

Ανεβαίνουμε με τον Άδωνη Κύρου τη Λήμνου. Πάμε στην πλατεία Κυψέλης που έχει μια συγκέντρωση της ΕΠΟΝ. Έχουμε αργήσει γιατί πονούσε το πόδι του που είχε τραυματιστεί στην Κατοχή. Πάει σιγά σιγά κουτσαίνοντας. 

Ξάφνου, στη μέση της Λήμνου, ακούμε έναν τρομαχτικό θόρυβο, σαν να έπεσε βόμβα. Κοιταζόμαστε. Κραυγές κι ύστερα τρέχει κατεβαίνοντας τον δρόμο κόσμος τρομαγμένος, φωνάζοντας: «Μας σκοτώνουν». Τους πιο πολλούς τους ξέρουμε. Βλέπω τη φίλη μου την Αθηνά που τρέχει αλαφιασμένη. Τη σταματάω. Φοράει ένα χοντρό σκούρο πράσινο παλτό. Στην πλάτη της είναι καρφωμένο ένα κομμάτι σίδερο. Μιλάει μπερδεμένα. Κάνω να της βγάλω το σίδερο. «Μηηη» μου αρπάζει κάποιος το χέρι, «είναι πληγωμένη, μην τραβήξεις το σίδερο».

Η Αθηνά δεν το ξέρει πως είναι πληγωμένη. Σαν να παραμιλάει.

- Μας χτύπησαν... οι Άγγλοι άκουσαν τα χωνιά που φώναζαν πού θα μαζευτούμε... πέταξαν όλμο... στη μέση... πάνω στη στέγη... η Ζωρζ...

- Τι η Ζωρζ; Την ταρακουνάω.

- Το χέρι της, το πόδι της, κρεμότανε...

- Ζει; ξεφωνίζω.

- Φώναζε, ούρλιαζε.

Η Αθηνά τρέμει σύγκορμη. Ο Άδωνης τη συγκρατεί. Ξέχασε το πόδι του. Έρχεται κι ένα άλλο γνωστό παιδί. Θα την πάνε σπίτι της. Μένει κοντά.

Εγώ τρέχω να πάω στο σχολείο. Από την αντίθετη μεριά τρέχουν άλλοι, πέφτουν απάνω μου.

- Η Ζωρζ; τους ρωτάω.

Δεν ξέρουν, με προσπερνάνε.

Στο σχολείο, στην αυλή. Μπροστά μπροστά κάτω ξαπλωμένη η Αλίκη γεμάτη αίματα, το πόδι της κρέμεται, το κρατάει με τα δυο της χέρια. Ουρλιάζει. Στην αυλή κεραμίδια, σίδερα, άνθρωποι, όλα ανάκατα. Μέσα από το μισογκρεμισμένο κτίριο δυο νεαροί κρατάνε μια κοπέλα, άλλος από τους ώμους, άλλος από τα πόδια. Την έχουν σκεπάσει με ένα παλτό. Μέσα στα αίματα, το γνώρισα το παλτό της Ζωρζ. Βογκάει. Τα μάτια της διάπλατα. Δεν με βλέπει.

- Ήρθε γιατρός, φωνάζει κάποιος. Ποιος ξέρει αγγλικά;

- Γιατί αγγλικά; Πάω κοντά της. Ζουμ.

Ο φακός απάνω της.

- Ησύχασε, της λέει αυτός που ήξερε αγγλικά, βρέθηκε γιατρός, είναι Αμερικανός!

Ο γιατρός σκύβει από πάνω της και τότε εκείνη με το χέρι που δεν είχε πληγωθεί αρχίζει να τον χτυπάει και να φωνάζει: «Στάλιν... Στάλιν». Την κρατάνε δύο, της ξεσκεπάζουν το πόδι και το χέρι. Μέσα στα αίματα. Θαρρείς, κρέμονται.

Ύστερα δεν ξέρω, είχα λιποθυμήσει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου τον Γιάννη, τον αδελφό του Γιώργου, με την άσπρη μπλούζα του• νόμιζα πως ονειρεύομαι. Φορούσε ένα περιβραχιόνιο κι έγραφε κάτι με κόκκινα γράμματα. Η αυλή έχει αδειάσει. Μόνο αίματα παντού και πέτρες και ξύλα.

- Η Ζωρζ, ξεφωνίζω τώρα.

Ο Γιάννης με παίρνει αγκαλιά.

- Την πήραν. Έλα, θα σε πάω σπίτι.

- Όχι, σε παρακαλώ, πάμε να τη βρούμε.

- Δεν ξέρω πού την πήγαν. Θα μάθω, σου δίνω τον λόγο μου.

«Στάλιν... Στάλιν...» ξεφώνιζε και μου έρχεται η στριγκλιά της στ' αυτιά μου. «Στάλιν...» και χτύπαγε τον αμερικανό γιατρό με το γερό της χέρι.

Σαν τατουάζ έχει κολλήσει αυτή η σκηνή απάνω μου για πάντα.


Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδόσεις Μεταίχμιο ( σελ. 328-334)


.. άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. (Dmitri Kessel)


Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες....

Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Ουκρανό φωτογράφο Dmitri Kessel, που, ως πολεμικός ανταποκριτής για το περιοδικὸ Life, αποβιβάστηκε τον Οκτώβριο του 1944 στον Πειραιά, μαζί με τα Βρετανικά στρατεύματα.

Οι φωτογραφίες που μας έδωσε από την Ελλάδα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Σπαραγμού ξαφνιάζουν με τη διεισδυτικότητά τους και την απλότητα που καταγράφουν μαινόμενες στιγμές της Ιστορίας μας. 

Ο Kessel ήταν παντού και κατέγραφε… Τον πόνο, τον θυμό, την αγωνία, την ταπείνωση, την περηφάνια, τον αγώνα και το πάθος ενός αγωνιζόμενου λαού…

Όταν ρωτήθηκε γιατί έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο κατά τη φωτογράφηση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, απάντησε πολύ απλά ότι "somebody had to".



Γράφει ο Πέτρος Γαϊτάνος, το Νοέμβρη του 1994, στην εισαγωγή του Λευκώματος "DMITRI KESSEL, ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ '44", Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ 

Οι φωτογραφίες που ο Dmitri Kessel έβγαλε στην Ελλάδα του 1944 έμειναν περισσότερο ανέκδοτες και παρουσιάστηκαν τον Αύγουστο του 1994, πενήντα χρόνια μετά, όταν ένας άλλος μεγάλος φωτογράφος του αιώνα μας, ο Ντέηβιντ Ντάνκαν, έφερε στην Αθήνα αυτό το πολύτιμο υλικό και μας το έδωσε λέγοντας.
«Ο Ντμίτρ Κέσελ ήταν εδώ, κάτω από την Ακρόπολη, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες και ο ηρωισμός, η αγωνία και το πάθος μάτωσαν αυτή την όμορφη χώρα. Σας στέλνει, μέσα απ’ την καρδιά του, όσα θραύσματα μάζεψε από εκείνα τα γεγονότα. Τη δική του φωτογραφική μαρτυρία».





Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

«27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ενθάδε κείται το ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΖΟΝΙ».... Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου


Το Τριζόνι

Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, Σούλα Μπιρμπίλη

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
κανείς δε με σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά 
της νύχτας το τριζόνι

Έννοια σου λέει, έννοια σου
Κι εγώ είμαι εδώ σιμά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου 
Και για παρηγοριά σου.

Τρι και τρι και τρι και τρι
Τι γλυκιά που είν' η ζωή 
Τι γλυκιά και τί πικρή
Τρι και τρι και τρι και τρι.....


Ο θάνατος του τριζονιού...

Ως τις πέντε το πρωί, το τριζόνι χαρχάλευε ακόμη στο χαρτονένιο κουτί του. Ο Πέτρος το είχε ακουμπήσει το βράδυ σ’ ένα σκαμνί πλάι στο κρεβάτι του, γιατί σαν πήγε να επιθεωρήσει το κουτί με τα ζου­ζούνια του, πριν πέσει να κοιμηθεί, βρήκε το τριζό­νι στις μεγάλες του ακεφιές.

 Έτσι ήτανε την πρώτη μέρα που το γλίτωσε από τη γάτα. Το άγγιζε μ’ ένα ξυλαράκι κι εκείνο μόλις που κουνούσε τα πόδια του. Ο Πέτρος το ’βαλε στο κουτί, το τάιζε φυλλα­ράκια, ώσπου κείνο σιγά σιγά ζωντάνεψε κι άρχισε να τρίζει για τα καλά. Σήμερα, μάλιστα, λογάριαζε να το ’χωνε στη σχισμάδα του μεγάλου δοκαριού, κάτω στην αποθήκη. Μια χαρά τα πήγαινε μέχρι χτες το βράδυ, που ξανακύλησε στα ξαφνικά, γι’ αυτό και το πήρε ο Πέτρος κοντά του. 

Σα σιγουρεύ­τηκε πως είναι καλά το τριζόνι του και έτριζε, τον πήρε ο ύπνος, μα σαν ξύπνησε στις οχτώ το πρωί το τριζόνι του δεν ακουγότανε πια. Ο Πέτρος ανα­κάθισε στο κρεβάτι του, πήρε το κουτί, το ακούμπησε πάνω στα σκεπάσματα και κοίταξε το πεθαμένο τριζόνι, που δεν είχε πεθάνει, σαν όλα τα μαμούνια, ανάσκελα, με κοκαλωμένα τα πόδια στον αέρα, μα ήτανε γερμένο στο πλάι με το ένα του φτερούγι ξε­διπλωμένο. Καλά που ήτανε Κυριακή, αλλιώς, θα έπρεπε να φύγει ο Πέτρος για το σχολείο και δε θα είχε καιρό ούτε να το θάψει.

Στο σπίτι κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Έκανε λιακάδα και ζέ­στη, μόλο που ο Οκτώβρης κόντευε να τελειώσει. [.....]

Έβαλε το τριζόνι μέσα στη χαραμάδα του δοκα­ριού, έκλεισε τη σχισμή με πηλό και χάραξε πάνω στο ξύλο μ’ ένα σουγιαδάκι: 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940.

27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 γράφει και ο πατέρας σε μια κίτρινη καρτέλα που έχει απλωμένη πάνω στο τρα­πέζι της τραπεζαρίας. Άμα γεμίσει με αριθμούς πολ­λές εκατοντάδες τέτοιες καρτέλες, τότε θα νοικιάσουν πιο μεγάλο σπίτι........

Ο Πέτρος ορκίζεται μέσα του πως από φέτος θα γίνει πρώτος μαθητής και μόλις τελειώσει το σχολείο θα δουλεύει και θα σπουδάζει, κι όλα τα Σαββατόβραδα θα πηγαίνει τη μαμά στον κινηματογράφο. Αυτά τα συλλογιέται τα Σάββατα, μα σαν ξημερώσει μια Κυ­ριακή όλο λιακάδα δεν είναι πια τόσο σίγουρος, αν θα είναι από φέτος ο πρώτος στην τάξη.

27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 έχει γράψει πάνω στο λευκό φύλλο της χαρτογραφίας, που τον περιμένει άδικα να σχεδιάσει τον χάρτη της Αυστραλίας. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες και βάζουν γεωγραφία κάθε Δευτέρα, για να χει όλη την Κυριακή τη σκοτούρα της χαρτογραφίας. Όλο αποφασίζει πως θα κάνει πρωί πρωί τον χάρτη να ξεμπερδεύει, μα πάντα κά­τι συμβαίνει. Αν δεν είχε πεθάνει σήμερα το τριζόνι, μπορεί τώρα να τον είχε κιόλας τελειώσει.

Ο θείος Άγγελος ήρθε το βράδυ μετά το φαγητό κι έπιασε κουβέντα με τους μεγάλους για τον πόλεμο. Ο Πέτρος συλλογιότανε το τριζόνι κι η καρδιά του σφίχτηκε. Τι τους έπιασε τους άλλους με το πόλεμο...

Ο Πέτρος έκλεισε τη χαρτογραφία, της οποίας το φύλλο είχε μείνει κατάλευκο με την ημερομηνία μόνο στην κορφή, και την έβαλε στη σάκα του. Τι θα 'λεγε στον κύριο Λουκάτο, τον δάσκαλό του, όταν ερχότανε η ώρα να μαζέψει τις χαρτογραφίες; Ας 'τανε κάτι να μην πήγαινε αύριο σχολείο. Όχι βέβαια πόλεμος, που λέει ο θείος Άγγελος, μα μπορούσε να πάθαινε, ας πούμε, μαγουλάδες. Όλη η τάξη έπαθε και μόνο αυτός είχε την ατυχία να μην κολλήσει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κουκουλώνεται πάνω από το κεφάλι να μην τον εμποδίζει το φως.....

Αν δεν είχε πεθάνει το τριζόνι, θα την είχε σχεδιάσει πρωί πρωί την Αυστραλία.


Τι κάθεσαι, τα παιδιά πήγανε στον πόλεμο
....

...
«27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ενθάδε κείται το ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΖΟΝΙ»... αυτό είναι γραμμένο με μεγάλα πρασινωπά γράμματα στη χαρτογραφία... γι’ αυτό δεν τον μαλώνει ο κύριος Λουκάτος.
- Γιατί φορείς πένθος; ρωτάει ο δάσκαλος.

- Για το τριζόνι, απαντάει ο Πέτρος και κοιτάζει το μαύρο κρέπι στο μανίκι του.

- Να πενθήσουν όλοι, διατάζει ο κύριος Λουκάτος.

Η τάξη όμως είναι άδεια... ούτε ένα παιδί... και στην έδρα κάθεται τώρα ο θείος Άγγελος.

- Τι κάθεσαι, τα παιδιά πήγανε στον πόλεμο, λέει του Πέτρου.

...Έξω στον δρόμο ακούγονται φανφάρες...  Βρέθηκε κι ο Πέτρος στο πλήθος... ο κόσμος ουρλιάζει... ο Πέτρος τρέχει... τρέχει να γλιτώσει από τις φωνές... προσπαθεί να χωρέσει στη χαραμάδα του δοκαριού... μα το τριζόνι δεν τρίζει...ουρλιάζει κι αυτό δυνατά και απαίσια... εκείνος στριμώχνεται στη χαραμάδα, να μην το ακούει... κάποιος τον σπρώχνει... θέλει, φαίνεται, να κλείσει τη χαραμάδα με πηλό... μα το τριζόνι ουρλιάζει... ουρλιάζει... ένα χέρι τού χαϊδεύει το μέτωπο... 

Άνοιξε τα μάτια του. Πάνω από το κρεβάτι του η μαμά κι η Αντιγόνη......Ο Πέτρος ανακάθεται βιαστικά. Άργησε, φαίνεται, να ξυπνήσει για το σχολείο. Μα να που το ούρλιαγμα συνεχίζεται και στον ξύπνο του, κι η μαμά είναι τρομαγμένη.

- Σήκω, του λέει, να είσαι ντυμένος, έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;



Άλκη Ζέη, Ο θάνατος του τριζονιού, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 
εκδόσεις Μεταίχμιο


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Νίκος Γκάτσος, "Έχει τέτοια μεγαλοπρέπεια που με τρομάζει.. ", Άλκη Ζέη, με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο




Έχει τέτοια μεγαλοπρέπεια που με τρομάζει.

Ούτε φτερά να είχαμε στα πόδια μας. Από τη Ζαίμη βρεθήκαμε στου Λουμίδη, στη Σταδίου. Πλάι στην τράπεζα του μπαμπά μας. Καλά που ήτανε Κυριακή.

- Καλώς τες, καλώς τες, είπανε όλοι. Κι ύστερα ο Μάριος (Πλωρίτης) φώναξε το γκαρσόνι.

- Τάκη, δύο εσπρέσο.

Να μαστε λοιπόν καθισμένες στου Λουμίδη δίπλα δίπλα, να πίνουμε ένα θεόπικρο ζουμί που το λένε εσπρέσο κι η Λενούλα να μου μουρμουρίζει: «Πιες το». Γιατί είδε πως εγώ είχα βάλει κιόλας το φλιτζάνι στο πιατάκι.

Κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό και τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο. Τον κοίταξα κι εγώ. Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Έμοιαζε με ισπανό ευγενή. Πώς να μην μείνει με ανοιχτό στόμα η αδελφή μου. Μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

- Τι καθίσατε πλάι πλάι, εδώ δεν είναι σχολείο. Δεσποινίς μου, λέει στη Λενούλα και κάνει μια υπόκλιση σαν να ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ελάτε να καθίσετε δίπλα μου, και της προτείνει το χέρι.

Εκείνη χωρίς να τα χάσει άπλωσε το δικό της κι άφησε να την οδηγήσει σ' ένα τραπεζάκι πλάι στο παράθυρο. Μπορεί να είχε μεγάλα χέρια αλλά οι κινήσεις του ήτανε αρμονικές σαν κάποια μουσική να τον συνόδευε όταν κινιόταν.

........ και η ώρα περνούσε και τα μάτια του Γκάτσου δεν ξεκολλούσαν από τη Λενούλα που καθότανε με άνεση και τα πόδια απλωμένα.

Μια στιγμή ο Εμπειρίκος γυρίζει, την κοιτάζει και λέει: 

«Μην νομίζετε πως μου διέφυγαν αι ωραιόταται κάλτσαι που φορείτε». 

Η Λενούλα φορούσε κάτι άσπρες ριγωτές βαμβακερές κάλτσες. Ήτανε η μεγάλη μόδα της Κατοχής. Τις έπλενε και τις άφηνε στον ήλιο ν' ασπρίζουν. Ήτανε πολύ περήφανη γι' αυτές. Δοκίμασα κι εγώ να φορέσω, μα σούρωναν στα αδύνατα πόδια μου και πάει όλη η γοητεία. Έτσι, πάλι σοσονάκι.

Ύστερα από λίγο ο Εμπειρίκος βάλθηκε να πειράζει τον Γκάτσο.

- Εσύ δεν πρόσεξες τας κάλτσας;

- Εγώ, Ανδρέα μου, προσέχω τους οφθαλμούς, απάντησε ατάραχος ο Γκάτσος.

Η Λενούλα εκστασιασμένη δεν έλεγε να κουνήσει. Εγώ κοίταζα απελπισμένη το μεγάλο ρολόι που ήτανε ακριβώς απέναντι μου στο χαμηλό τοιχάκι του παταριού. Πόσο θα λέγαμε στον μπαμπά πως κράτησε αυτή η παράσταση;

- Πρέπει να φύγουμε, μουρμούρισα στον Μάριο κι εκείνος μπήκε αμέσως στο νόημα....

- Τα κορίτσια πρέπει να φύγουν, λέει και σηκώνεται μαζί μου κάνοντας νόημα στη Λενούλα να σηκωθεί.

Ο Γκάτσος σηκώνεται κι αυτός.

- Να τις συνοδέψω τουλάχιστον ως την έξοδο. Κατεβαίνει μαζί μας τις σκάλες και πριν φύγουμε λέει:

- Αύριο θα σας περιμένουμε.
- Εγώ έχω σχολείο, μουρμουρίζω.
- Θα δω... αν μπορέσω, κάνει η Λενούλα.
- Αν όχι αύριο, μεθαύριο, λέει ο Γκάτσος, αφού είχαμε βγει στον δρόμο κι αρχίσαμε να τρέχουμε σχεδόν. [……] 





Όταν πήγαμε στο δωμάτιο μας η Λενούλα κάθισε αμέσως στο γραφείο της και είδα πως έγραφε ένα γράμμα.

- Πού γράφεις; ρωτάω.
- Στον Ιωακείμ, να του πω πως όλα τέλειωσαν μεταξύ μας.
- Καλά, εσύ μου είπες πως του το είπες από το καλοκαίρι.
- Καλό είναι να το έχει και γραφτό. Δεν την αφήνω στην ησυχία της.
- Γιατί είπες στον Γκάτσο πως δεν θα πας αύριο στου Λουμίδη;
- Γιατί δεν θα πάω.
Ούτε μεθαύριο;
- Ούτε.
- Δεν σ' αρέσει;
- Πάαααααρα πολύ.
- Τότε;
- Δεν ξέρω. Έχει τέτοια μεγαλοπρέπεια που με τρομάζει. Φοράει και ρεπούμπλικα. Ξέρεις κανέναν που να φοράει ρεπούμπλικα;
- Όχι, δεν ξέρω.
-  Άσε με τώρα να τελειώσω το γράμμα για να το πας στον Ιωακείμ.
- Γιατί να το πάω εγώ;
- Δεν είναι ευγενικό να το στείλω με το ταχυδρομείο. 

Από ευγένειες η αδελφούλα μου ήτανε πρώτη. Δεν πήγε όμως την άλλη μέρα στου Λουμίδη. Ούτε την παράλλη, και την πάρα παράλλη κατέφθασε ένας νεαρός στο σπίτι μας κομίζοντας μια τεράστια ανθοδέσμη από κλωνάρια αμυγδαλιάς. 
Ακολουθούσε ένα σημείωμα: «Σε περιμένω. Ν.Γ.»

Της μαμάς της άρεσαν πολύ τα λουλούδια, κυρίως οι αμυγδαλιές, μα δεν έβρισκε τίποτα που θα μπορούσε να τα δικαιολογήσει στον μπαμπά. Για κείνον οι κόρες του ήτανε πολύ μικρές για να έχουν θαυμαστές που στέλνουν κι από πάνω άνθη.

- Να τα δώσουμε στην κυρία Μιράντα, πρότεινα. Η μαμά ανακουφίστηκε.  [….]


Λευκή πετσέτα.... και σώζεις έναν άνθρωπο από τον... χαμό.


I Give Up! - http://luzialight.wordpress.com/2013/06/22/i-give-up/:

Η κυρία Μιράντα γέμισε λοιπόν τα βάζα της με αμυγδαλιές κι όταν έφτασαν ξανά την άλλη και την παράλλη μέρα και το σπίτι της κόντεψε να γίνει ανθοκήπιο, τότε η Λενούλα αποφάσισε να εμφανιστεί στου Λουμίδη. Το ναι όμως που της ζήταγε ο Γκάτσος δεν το έλεγε. Τότε άρχισε να της χαρίζει βιβλία, ακριβές εκδόσεις από του Κάουφμαν, που η μαμά τα έκρυβε μέσα στο μπουγαδοκόφινο.

Η Λενούλα πήγαινε καθημερινά στου Λουμίδη, καθότανε δίπλα στον Γκάτσο κι έπινε τον πικρό εσπρέσο, έπιασε και φιλίες με τον Ελύτη, μα δεν αποφάσιζε να βγει μόνη μαζί του.
Τέλος μια μέρα την πήρε απόμερα και της λέει πολύ σοβαρά:

- Αύριο το πρωί στις δέκα και τέταρτο θα περάσω έξω από το σπίτι σου. Αν είναι να πεις το ναι, να κρεμάσεις στο μπαλκόνι μια άσπρη πετσέτα. Αν δεν δω την πετσέτα, θα φύγω με το τρένο που πάει εργάτες στη Γερμανία και μπορεί να το ανατινάξουν.

Ήτανε τόσο πειστικός που εκείνη κατατρόμαξε. Ήρθε φουριόζα στο σπίτι και ζητούσε της μαμάς μια άσπρη πετσέτα. Η μαμά δεν είχε και της είπε να πάρει κάποια άλλη. Όχι, θέλω άσπρη, επέμενε η Λενούλα.

- Ζήτα να σου δανείσει η κυρία Μιράντα, τη συμβούλεψα, παρόλο που δεν πίστεψα πως ο Γκάτσος... θα ανατιναζόταν.

Πήγαμε μαζί στην κυρία Μιράντα που άνοιξε ένα ντουλάπι γεμάτο άσπρες πετσέτες.
Είναι από την προίκα μου, μας είπε. Ακόμα αμεταχείριστες. Έχω ένα σωρό άλλες κι ώσπου να λιώσουν...

Η Λενούλα άρπαξε την πετσέτα λέγοντας πως αύριο θα της τη δώσει πίσω. Η κυρία Μιράντα δεν ήταν καθόλου περίεργη κι ούτε ρώτησε τι τη θέλει, μόνο είπε:

- Δεν βιάζει, Λενούλα μου.

Δεν ήξερε πως έσωζε έναν άνθρωπο από τον... χαμό.

Η Λενούλα κρέμασε αποβραδίς την πετσέτα στο μπαλκόνι. Το πρωί εγώ έφυγα για το σχολείο κι εκείνη έμεινε να παραφυλάει. Ο Γκάτσος πέρασε ακριβώς στις δέκα και τέταρτο.

Από τότε τους έβλεπες χέρι χέρι, ένα πανέμορφο ζευγάρι που στον δρόμο γύριζαν οι περαστικοί και τους κοίταζαν. Όλη η Αθήνα τους καμάρωνε. Μόνο ο μπαμπάς μας δεν είχε πάρει είδηση. Δεν ήξερε πως κυριολεκτικά πλάι του, πλάι στην τράπεζα, στου Λουμίδη, η μεγάλη κόρη του κάθε μεσημέρι έπινε εσπρέσο με τον πιο όμορφο άντρα που κυκλοφορούσε στην Αθήνα, παρέα με ποιητές, ζωγράφους και καλλιτέχνες. 


Η Λενούλα και ο Γκάτσος σε δρόμο της Αθήνας το 1943 

Σαν παραμύθι.....

Ο Γκάτσος είχε πάρει είδηση πως στην αδελφή μου άρεσαν τα παραμύθια κι έκανε ό,τι μπορούσε για να την κάνει να πιστεύει πως ζούσε ένα παραμύθι μαζί του.

Παρ' όλη την Κατοχή εκείνος δεν είχε πρόβλημα οικονομικό. Είχε έναν θείο στον Καναδά που είχε βάλει στο όνομα του στην τράπεζα ένα ποσό σε δολάρια. Τότε, αν αποδείκνυες -δεν ξέρω με ποιο τρόπο - πως είχες λογαριασμό σε δολάρια, μπορούσες να δανειστείς σε δραχμές και να τα ξεπληρώσεις μετά τον πόλεμο. Η πράξη αυτή λεγότανε «αναγνώριση». 

Ο Γκάτσος, λοιπόν, είχε να ξοδεύει και όπως ήτανε γαλαντόμος καταξοδευότανε να κερνάει. Για να εντυπωσιάσει λοιπόν τη Λενούλα, νοίκιασε αμαξά κι με άλογο - δυο υπήρχαν σ' όλη την Αθήνα - για να την πάει βόλτα. Και μένα μαζί. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και του είχαμε δώσει ραντεβού στο Μουσείο. Πέρασε και μας πήρε, καμαρωτός καμαρωτός μέσα στο αμάξι, και μας έκανε βόλτα σ' όλη την Αθήνα που μας έμεινε αξέχαστη.




Η Λενούλα μπορεί να έλεγε τα μυστικά της στον Γκάτσο αλλά κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Και τι μυστικά! Εκείνη, όπως κι εγώ, είχαμε διαβάσει πολλή Δέλτα. Αλλά εγώ δεν περίμενα να μου πει ο Γιώργος πως έκανε ηρωικές πράξεις. Υποπτευόμουνα πως σε κάποια αντιστασιακή ομάδα θα ήτανε, αλλά ποτέ δεν ρωτούσα ούτε βέβαια και κείνος μου έλεγε τι έκανε. Εκείνη φαίνεται τον ζάλιζε τον Γκάτσο που τον φανταζότανε ήρωα σαν τον Αλέξιο στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου.


Μια μέρα της είπε πολύ εμπιστευτικά - και εκείνη πολύ... εμπιστευτικά μου το εξομολογήθηκε το ίδιο βράδυ - το φοβερό μυστικό και μούσκευε το μαξιλάρι της στο κλάμα. Νομίζω όμως πως της άρεσε. Της εμπιστεύτηκε πως θα έφευγε για δεκαπέντε μέρες σε μυστική αποστολή στην Αίγυπτο να συναντήσει τον Αλέκο Κανελλόπουλο. Θα έφευγε κρυφά από τη Ραφήνα με καΐκι. Από το BBC ακούγαμε πολλές φορές για μυστικές αποστολές στην Αίγυπτο κι ακούγαμε τα συνθηματικά μηνύματα αυτών που έφταναν στο Κάιρο. Τον Αλέκο Κανελλόπουλο ούτε τον είχαμε ξανακούσει, κι ούτε ξέρω αν υπήρχε κάποιος με τέτοιο όνομα.

Της είπε λοιπόν ο Νίκος πως είχε αφήσει ένα γράμμα στον Ελύτη για κείνη με την εντολή πως αν δεν γυρνούσε σε δεκαπέντε μέρες να της το δώσει.

Μια βδομάδα άντεξε η Λενούλα και πήγε να βρει τον Ελύτη που στο μεταξύ είχαν γίνει πολύ φίλοι. Εκείνος όταν είδε τα χάλια της, της είπε πως είχε το γράμμα και της πρότεινε να το ανοίξουν. «Αν δεν γυρίσω και χαθώ, να ξέρεις πως σε αγάπησα πολύ».

Η Λενούλα έλιωσε. Ο Ελύτης την αγκάλιασε και της είπε:

- Άντε, βρε, πουθενά δεν πήγε. Πες του ότι πιστεύεις πως σε λατρεύει να ησυχάσουμε όλοι.

Τι να πιστέψει εκείνη που είχε φτιάξει τον ήρωα της! Τη δέκατη πέμπτη μέρα, όπως είχε πει, ο Γκάτσος παρουσιάστηκε σαν πολεμιστής που γύρισε νικητής. Της έφερε δώρο ένα άρωμα. Εμείς έξω από την κολόνια Μενούνου δεν ξέραμε άλλο άρωμα. Της έδωσε ακόμα και μια πολύχρωμη πλεχτή ζώνη που είπε πως τη φτιάχνουν οι φελάχοι. Τη ζώνη τη φόρεσε η Λενούλα καμαρωτή, το άρωμα όμως δεν τολμούσε να το ανοίξει, μόνο με τη σκέψη πως μπορούσε να το μυρίσει ο μπαμπάς και ν' άρχιζε τις ερωτήσεις.

Μια μέρα το βρήκα εκεί που το είχε φυλαγμένο κι άρχισα να το πασπατεύω• Βλέπω στην ανάποδη μεριά του τυπωμένο με μικρά γράμματα. Φαρμακείον Γερολυμάτου, Βουκουρεστίου 4.

Η Λενούλα τρελάθηκε, έτρεξε στον Γκάτσο κι εκείνος με απόλυτη ψυχραιμία της είπε πως ο Γερολυμάτος είχε μεγάλο στοκ αρωμάτων και τα είχε στείλει πριν από τον πόλεμο στην Αίγυπτο. Πάει κι αυτό. Έλα όμως που μια μέρα είδαμε τις πλεχτές ζώνες που φτιάχνουν οι φελάχοι κρεμασμένες σ' ένα μαγαζάκι στην Ομόνοια. Τότε ο Γκάτσος μόνο που δεν γονάτισε μπροστά της και της είπε πως όλα τα έκανε για να την εντυπωσιάσει. Τον συγχώρεσε βέβαια κι από τότε τον συγχωρούσε πολλές φορές για τα παραμύθια -ομολογουμένως πολύ όμορφα - που της έλεγε.

Μα η αδελφούλα μου άλλα ήθελε. Μπορεί να πήγαιναν τα μεσημέρια στου Λουμίδη, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και κάθε Πέμπτη στου Εμπειρίκου όπου μαζευόταν όλη η διανόηση, της έλειπαν όμως τα καθημερινά απλά πράγματα. Ένας περίπατος, μια βόλτα στον βασιλικό κήπο. Να χορέψουν σε πάρτι της Κατοχής ταγκό... Αυτά για τον Νίκο ήτανε μικρά κι ασήμαντα. Συζητούσαν για τη ζωή μετά την Απελευθέρωση. Μόνο λογοτεχνία και ποίηση. Η Λενούλα κοίταζε τα προπολεμικά περιοδικά μόδας που είχε φυλαγμένα η μαμά και με ανοιχτές τις σελίδες στα φορέματα με τις νύφες διάλεγε το δικό της νυφικό κι ονειρευότανε πως είναι νύφη στο μπράτσο του Γκάτσου που σίγουρα θα φορούσε σμόκιν. Ο καημένος όμως μόνο γαμπρό δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του. Βέβαια, εκείνη δεν του έλεγε τίποτα απ' αυτά τα όνειρα, την έτρωγε όμως ο καημός. 

Μπορεί να διέσχιζαν τους δρόμους της Αθήνας κι ο κόσμος να καμάρωνε αυτό το ξεχωριστό ζευγάρι, το τόσο ταιριαστό στην ομορφιά, μα στην άποψη για τη ζωή ήτανε μίλια μακριά.



«Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι»;


O Γιώργος (Σεβαστίκογλου) θαύμαζε στον Γκάτσο την πολυμάθειά του.Ο ίδιος είχε έρθει με την οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη στα δεκατέσσερά του χρόνια. Πήγε στο γαλλικό σχολείο, στη Λεόντειο, και μετά με υποτροφία στο Κολλέγιο κι ήτανε φυσικό και τις γλώσσες να μάθει, και λογοτεχνία και θέατρο, αφού είχε δάσκαλο τον Κουν. Αναρωτιότανε λοιπόν πώς ο Γκάτσος, το παιδί από την Ασέα, το μικρό χωριό στην Πελοπόννησο, από μια οικογένεια που σίγουρα δεν είχε βιβλιοθήκη στο σπίτι, έμαθε τις γλώσσες, έμαθε λογοτεχνία, θέατρο και ποίηση, λες και είχε σπουδάσει στο Ίτον.

Κι οι δυο ερχόντανε πολλές φορές τα πρωινά στο σπίτι μας. Φυσικά όταν έλειπε ο μπαμπάς. Η μαμά πάντα τους καλοδεχότανε. Εκείνοι τότε ξεχνούσαν την ύπαρξή μας και πιάνανε μια ατέλειωτη συζήτηση για τέχνη και λογοτεχνία. Η μαμά όταν έφευγαν έλεγε: «Σήμερα πήγα στο πανεπιστήμιο». 


Όταν όμως μας ξέρανε στεναχωρεμένες γιατί ο μπαμπάς μας δεν μας είχε αφήσει να βγούμε, ερχόντανε, κοτζάμ άντρες, όταν σκοτείνιαζε, κάτω στον δρόμο απέναντι από το μπαλκόνι του σπιτιού μας, κι άναβαν τσιγάρα κι εμείς μέσα από το τζάμι ξεχωρίζαμε στο σκοτάδι τις μικρές φωτίτσες και ξέραμε πως μας σκέφτονται.

OΓκάτσος ετοίμαζε την Αμοργό κι η Λενούλα την παρακολουθούσε λέξη  λέξη και τη μάθαινε απέξω, έστω κι αν κάμποσα δεν τα καταλάβαινε. Βγήκε τελικά το '43 η Αμοργός από τις εκδόσεις Αετός, αφιερωμένη «Σ' ένα πράσινο άστρο», δηλαδή στη Λενούλα με τα πράσινα μάτια. Μα το σπουδαιότερο ήταν ότι της έδωσε το τρίτο αριθμημένο βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση. «Σ' εκείνη που στα χείλη της έγραψε ο κεραυνός το όνομα του». 

Πώς να μην καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι η αδελφή μου! Ξέχασε και τα νυφικά και όλα.


Ο Γκάτσος μας αντιμετώπιζε με πολύ χιούμορ όταν δεν καταλαβαίναμε κάτι από την Αμοργό και ζητούσαμε να μας εξηγήσει.
- Τι εννοείς, λέγαμε, «Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι»;

Κι ο Γκάτσος απαντούσε:

-   Γιατί; Ο σταυραητός είναι ένα κλεισμένο συρτάρι; και μας αποστόμωνε.




Η καμπαρντίνα.........«Με το καπέλο που έχω σας χαιρετώ». 

Κι έχω και τη Λενούλα να αναστενάζει. Όχι γιατί ο Γκάτσος φτώχυνε, αυτό ούτε που τη νοιάζει. Ο Γκάτσος στην Κατοχή ξόδευε αλόγιστα και το απόθεμα του θείου από τον Καναδά μηδενίστηκε. Μπορεί να μην αγόραζε πια κομψά ρούχα και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του να είχε τρυπήσει το παπούτσι, περπατούσε όμως πάντα με αέρα πρίγκιπα κι η Λενούλα καμάρωνε δίπλα του με μια δική του καμπαρντίνα που της χάρισε, γιατί είχε πλυθεί στη σκάφη και τα μανίκια της φτάσαν στους αγκώνες. Την έσφιγγε η Λενούλα με τη ζώνη στη μέση και της πήγαινε μια χαρά.

Αν ήμουνα Γκόγκολ θα έγραφα ολόκληρο μυθιστόρημα, όπως εκείνος έγραφε Το παλτό.

Εγώ για την καμπαρντίνα. Μα όπως είπε και ο Ξενόπουλος «Με το καπέλο που έχω σας χαιρετώ». 

Πέρασαν τα χρόνια, ο αδελφός του Γιώργου, ο Γιάννης, είχε πάρει το δίπλωμα ιατρικής. Είχε παντρευτεί κι είχε ένα αγοράκι. Πήρε μια υποτροφία για τη Σουηδία. Έφυγε μόνος και σε λίγο θα τον ακολουθούσε η γυναίκα του με τον μικρό. Ήταν καλοκαίρι όταν εκείνη ετοιμαζόταν να φύγουν, έμαθε όμως πως στη Σουηδία έκανε ψύχρα και δεν είχε ρούχο κατάλληλο. Τότε η Λενούλα σκέφτηκε την καμπαρντίνα του Γκάτσου. Δεν τη φορούσε πια. Τη δώσαμε στο καθαριστήριο και ήτανε μια χαρά. Κι έτσι η καμπαρντίνα ταξίδεψε στη Σουηδία.

Πριν από τρία χρόνια πήγα με την κόρη μου στη Στοκχόλμη να δούμε τον αδελφό του Γιώργου. Η γυναίκα του είχε αλτσχάιμερ και βρισκότανε σε οίκο ευγηρίας, που έμοιαζε περισσότερο με ξενοδοχείο τριών αστέρων. Καθόμασταν στο σπίτι με τον κουνιάδο μου και τ' ανίψια μου. Ήτανε Μάιος. Εγώ κρύωνα.

- Ψάξε, μου λέει ο ανιψιός μου, στην ντουλάπα της μαμάς, κάτι θα βρεις.

Έψαξα. Και στο βάθος βρήκα την καμπαρντίνα του Γκάτσου! Είπα να ζητήσω να μου τη χαρίσουν, ντράπηκα όμως. Γενάρης 2013. Από τις Βρυξέλλες που βρίσκομαι πήγαμε με την κόρη μου λίγο μετά τις γιορτές στη Στοκχόλμη. Αυτή τη φορά πήγαμε για την κηδεία του Γιάννη Σεβαστίκογλου που τον αγαπούσα σαν αδελφό. Για χρόνια ήτανε καθηγητής και διευθυντής στο χειρουργικό-ορθοπεδικό τμήμα του νοσοκομείου Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από δύο χρόνια.

Μείναμε στο σπίτι του. Ήταν έτσι όπως το είχαμε αφήσει την τελευταία φορά που πήγαμε. Η ίδια ντουλάπα. Την άνοιξα να κρεμάσω τα ρούχα μου και θυμήθηκα την καμπαρντίνα του Γκάτσου. Έψαξα μα δεν τη βρήκα, ούτε όμως και κανένα άλλο γυναικείο ρούχο. Ρώτησα τ' ανίψια μου τι κάνανε τα ρούχα της μητέρας τους και μου είπαν πως τα έδωσαν στους πρόσφυγες.

Και είπα τώρα μήπως στους δρόμους της Στοκχόλμης συναντούσα κανέναν Πακιστανό ή Βιετναμέζο να κυκλοφορεί με την καμπαρντίνα του Γκάτσου.

Η Λενούλα και ο Γκάτσος στο Φάληρο, στο ΄Εντεν (1943) 

Ε, ιππότη της ελεεινής μορφής! Θ' αφήσεις την αδελφή μου ήσυχη;

Η Λενούλα δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσε να κάνει κανένα μελλοντικό όνειρο με τον Γκάτσο. Το συζήτησε με τον Μάριο Πλωρίτη. Κι εκείνος της είπε πως ο Γκάτσος ήτανε εξαιρετικός, χρυσός άνθρωπος. Η Λενούλα όμως ήθελε γάμο και παιδιά. Αυτό να το έβγαζε από τον νου της. Αν συνέχιζαν, θα ήταν και οι δύο δυστυχισμένοι. Έτσι αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο χωρισμός έγινε πολύ φιλικά.

Η Λενούλα στο μεταξύ είχε αρχίσει να δουλεύει στον «Ίκαρο»
. Είχε αφήσει μαθήματα από το δίπλωμά της που θα τα έδινε αργότερα. Για να ξεπεράσει τον Γκάτσο τη βοήθησε ο Νίκος Καρύδης, που γίνανε πολύ φίλοι. Αντίθετος του Γκάτσου, προσγειωμένος εντός των δικών της ορίων. Καταλάβαινε αμέσως τα ποιήματα του. Ήταν γλυκός, τρυφερός και χαιρότανε τις καθημερινές μικροχαρές. Εκδρομές με φορτηγό στην Αίγινα, με τα πόδια στη μονή της Πεντέλης. Όλο ερχότανε και πιο κοντά με τη Λενούλα και τέλος έγιναν ζευγάρι. Ο Γκάτσος πηγαινοερχότανε στον «Ίκαρο», χαιρετιότανε πολύ φιλικά με τη Λενούλα, μα φαίνεται δεν είχε πάρει είδηση τον δεσμό της με τον Καρύδη. Όταν ξαφνικά κατάλαβε, πήγε και του έσπασε τα τζάμια του σπιτιού του κι απειλούσε πως θα βάλει φωτιά στον «Ίκαρο».
Ο Πατσιφάς έξαλλος, όλοι αναστατωμένοι, μόνο ο Ελύτης καθόταν ήρεμος ήρεμος στην καρέκλα του και χαμογελούσε.

- Ηρεμήστε, βρε παιδιά, μην τον ακούτε τι λέει. Αυτός ούτε μύγα δεν πειράζει.

Για να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, ο Καρύδης έφυγε εσπευσμένα στα Κύθηρα όπου είχαν οι γονείς του σπίτι κι έστελνε καθημερινά γράμματα και τηλεγραφήματα στην αδελφή μου. Κι εκείνη έφυγε από τον «Ίκαρο» και πήγε στον Κοκκιναρά σε μια ξαδέλφη μας ώσπου να συνέλθει. 

Κατέβηκε μια μέρα στην Αθήνα. Στον γυρισμό μόλις βγήκε από το λεωφορείο στην Κηφισιά για να πάει με τα πόδια στον Κοκκιναρά - δεν υπήρχε τότε άλλο μέσο -, είδε πως ο Γκάτσος την είχε πάρει από πίσω. Άρχισε να τρέχει, τον άκουσε να της φωνάζει πως θα τη σκοτώσει. Έφτασε κλαμένη, τρομοκρατημένη στο σπίτι της ξαδέλφης μας όπου βρισκόμουνα κι εγώ.

- Πού είναι τώρα; τη ρωτάω.
- Εδώ πιο κάτω, στο γεφυράκι τον άφησα.

Βγήκα και πήγα να τον βρω. Στεκότανε στο γεφυράκι. Έτσι ψηλός, αριστοκρατορικός, και κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του ένα κλαράκι μ' ένα μικρό φύλλο. Με είδε, δεν κουνήθηκε. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του φώναξα σαν να έπαιζα κουκλοθέατρο.

- Ε, ιππότη της ελεεινής μορφής! Θ' αφήσεις την αδελφή μου ήσυχη;

Εκείνος άφησε να του πέσει το κλαράκι από το στόμα. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, μου έκανε μια βαθιά ιπποτική υπόκλιση κι ύστερα μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε με τα μεγάλα βήματα του.

Δεν ξαναενόχλησε τη Λενούλα ούτε... έβαλε φωτιά στον «Ίκαρο».

Ο Νίκος Καρύδης με τη Λενούλα σε εκδρομή το 1945

Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδόσεις Μεταίχμιο