Το Τριζόνι
Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, Σούλα Μπιρμπίλη
Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
κανείς δε με σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
της νύχτας το τριζόνι
Έννοια σου λέει, έννοια σου
Κι εγώ είμαι εδώ σιμά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
Και για παρηγοριά σου.
Τρι και τρι και τρι και τρι
Τι γλυκιά που είν' η ζωή
Τι γλυκιά και τί πικρή
Ο θάνατος του τριζονιού...Ως τις πέντε το πρωί, το τριζόνι χαρχάλευε ακόμη στο χαρτονένιο κουτί του. Ο Πέτρος το είχε ακουμπήσει το βράδυ σ’ ένα σκαμνί πλάι στο κρεβάτι του, γιατί σαν πήγε να επιθεωρήσει το κουτί με τα ζουζούνια του, πριν πέσει να κοιμηθεί, βρήκε το τριζόνι στις μεγάλες του ακεφιές.
Έτσι ήτανε την πρώτη μέρα που το γλίτωσε από τη γάτα. Το άγγιζε μ’ ένα ξυλαράκι κι εκείνο μόλις που κουνούσε τα πόδια του. Ο Πέτρος το ’βαλε στο κουτί, το τάιζε φυλλαράκια, ώσπου κείνο σιγά σιγά ζωντάνεψε κι άρχισε να τρίζει για τα καλά. Σήμερα, μάλιστα, λογάριαζε να το ’χωνε στη σχισμάδα του μεγάλου δοκαριού, κάτω στην αποθήκη. Μια χαρά τα πήγαινε μέχρι χτες το βράδυ, που ξανακύλησε στα ξαφνικά, γι’ αυτό και το πήρε ο Πέτρος κοντά του.
Σα σιγουρεύτηκε πως είναι καλά το τριζόνι του και έτριζε, τον πήρε ο ύπνος, μα σαν ξύπνησε στις οχτώ το πρωί το τριζόνι του δεν ακουγότανε πια. Ο Πέτρος ανακάθισε στο κρεβάτι του, πήρε το κουτί, το ακούμπησε πάνω στα σκεπάσματα και κοίταξε το πεθαμένο τριζόνι, που δεν είχε πεθάνει, σαν όλα τα μαμούνια, ανάσκελα, με κοκαλωμένα τα πόδια στον αέρα, μα ήτανε γερμένο στο πλάι με το ένα του φτερούγι ξεδιπλωμένο. Καλά που ήτανε Κυριακή, αλλιώς, θα έπρεπε να φύγει ο Πέτρος για το σχολείο και δε θα είχε καιρό ούτε να το θάψει.
Στο σπίτι κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Έκανε λιακάδα και ζέστη, μόλο που ο Οκτώβρης κόντευε να τελειώσει. [.....]
Έβαλε το τριζόνι μέσα στη χαραμάδα του δοκαριού, έκλεισε τη σχισμή με πηλό και χάραξε πάνω στο ξύλο μ’ ένα σουγιαδάκι: 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940.
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 γράφει και ο πατέρας σε μια κίτρινη καρτέλα που έχει απλωμένη πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Άμα γεμίσει με αριθμούς πολλές εκατοντάδες τέτοιες καρτέλες, τότε θα νοικιάσουν πιο μεγάλο σπίτι........
Ο Πέτρος ορκίζεται μέσα του πως από φέτος θα γίνει πρώτος μαθητής και μόλις τελειώσει το σχολείο θα δουλεύει και θα σπουδάζει, κι όλα τα Σαββατόβραδα θα πηγαίνει τη μαμά στον κινηματογράφο. Αυτά τα συλλογιέται τα Σάββατα, μα σαν ξημερώσει μια Κυριακή όλο λιακάδα δεν είναι πια τόσο σίγουρος, αν θα είναι από φέτος ο πρώτος στην τάξη.
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 έχει γράψει πάνω στο λευκό φύλλο της χαρτογραφίας, που τον περιμένει άδικα να σχεδιάσει τον χάρτη της Αυστραλίας. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες και βάζουν γεωγραφία κάθε Δευτέρα, για να χει όλη την Κυριακή τη σκοτούρα της χαρτογραφίας. Όλο αποφασίζει πως θα κάνει πρωί πρωί τον χάρτη να ξεμπερδεύει, μα πάντα κάτι συμβαίνει. Αν δεν είχε πεθάνει σήμερα το τριζόνι, μπορεί τώρα να τον είχε κιόλας τελειώσει.
Ο θείος Άγγελος ήρθε το βράδυ μετά το φαγητό κι έπιασε κουβέντα με τους μεγάλους για τον πόλεμο. Ο Πέτρος συλλογιότανε το τριζόνι κι η καρδιά του σφίχτηκε. Τι τους έπιασε τους άλλους με το πόλεμο...
Ο Πέτρος έκλεισε τη χαρτογραφία, της οποίας το φύλλο είχε μείνει κατάλευκο με την ημερομηνία μόνο στην κορφή, και την έβαλε στη σάκα του. Τι θα 'λεγε στον κύριο Λουκάτο, τον δάσκαλό του, όταν ερχότανε η ώρα να μαζέψει τις χαρτογραφίες; Ας 'τανε κάτι να μην πήγαινε αύριο σχολείο. Όχι βέβαια πόλεμος, που λέει ο θείος Άγγελος, μα μπορούσε να πάθαινε, ας πούμε, μαγουλάδες. Όλη η τάξη έπαθε και μόνο αυτός είχε την ατυχία να μην κολλήσει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κουκουλώνεται πάνω από το κεφάλι να μην τον εμποδίζει το φως.....
Αν δεν είχε πεθάνει το τριζόνι, θα την είχε σχεδιάσει πρωί πρωί την Αυστραλία.
Τι κάθεσαι, τα παιδιά πήγανε στον πόλεμο....
...«27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ενθάδε κείται το ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΖΟΝΙ»... αυτό είναι γραμμένο με μεγάλα πρασινωπά γράμματα στη χαρτογραφία... γι’ αυτό δεν τον μαλώνει ο κύριος Λουκάτος.
- Γιατί φορείς πένθος; ρωτάει ο δάσκαλος.
- Για το τριζόνι, απαντάει ο Πέτρος και κοιτάζει το μαύρο κρέπι στο μανίκι του.
- Να πενθήσουν όλοι, διατάζει ο κύριος Λουκάτος.
Η τάξη όμως είναι άδεια... ούτε ένα παιδί... και στην έδρα κάθεται τώρα ο θείος Άγγελος.
- Τι κάθεσαι, τα παιδιά πήγανε στον πόλεμο, λέει του Πέτρου.
...Έξω στον δρόμο ακούγονται φανφάρες... Βρέθηκε κι ο Πέτρος στο πλήθος... ο κόσμος ουρλιάζει... ο Πέτρος τρέχει... τρέχει να γλιτώσει από τις φωνές... προσπαθεί να χωρέσει στη χαραμάδα του δοκαριού... μα το τριζόνι δεν τρίζει...ουρλιάζει κι αυτό δυνατά και απαίσια... εκείνος στριμώχνεται στη χαραμάδα, να μην το ακούει... κάποιος τον σπρώχνει... θέλει, φαίνεται, να κλείσει τη χαραμάδα με πηλό... μα το τριζόνι ουρλιάζει... ουρλιάζει... ένα χέρι τού χαϊδεύει το μέτωπο...
Άνοιξε τα μάτια του. Πάνω από το κρεβάτι του η μαμά κι η Αντιγόνη......Ο Πέτρος ανακάθεται βιαστικά. Άργησε, φαίνεται, να ξυπνήσει για το σχολείο. Μα να που το ούρλιαγμα συνεχίζεται και στον ξύπνο του, κι η μαμά είναι τρομαγμένη.
- Σήκω, του λέει, να είσαι ντυμένος, έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;
Άλκη Ζέη, Ο θάνατος του τριζονιού, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου,
εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου