Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

«Ο Θησέας σφάλλει αν με νομίζει νικημένη, εμένα, την Αριάδνη....», Ρέα Γαλανάκη, Εγώ, η Αριάδνη


John William Waterhouse, Ariadne (1898)
Εγώ, η Αριάδνη....

Επειδή «οι μύθοι έχουν πολλές ουρές για να τους πιάσεις....»

Επειδή «την ερωτική ιστορία της Αριάδνης και του Θησέα την "έγραψε" ο άντρας αυτής της μυθικής σχέσης, ο Θησέας, εκπρόσωπος των ελληνικών φύλων που επικράτησαν και των καινούριων θεών που παραμέρισαν τις παλαιότερες μεσογειακές θρησκείες.

Είναι μόνο η αφήγηση του αρσενικού στον έρωτα, του νικητή σε όλα άντρα. Λες και σώθηκε από μόνος του, ο τόσο νικητής, ο τόσο ανυποψίαστος σε όλα......

Ιδού, λοιπόν, ο λόγος στη ίδια την Αριάδνη....


George Frederic Watts, Ariadne (1894)
The Metropolitan Museum of Art


«...μια νεαρή κοπέλα ερωτευμένη.Υπήρξα κι έτσι. Όχι όμως μόνον έτσι....»


[....[ Βιαζόταν ο Θησέας, πάντα βιάζονται οι νικητές, περισσότερο οι δήθεν σε όλα νικητές. Κι εγώ εκπροσωπούσα τον εχθρικό σ’ εκείνον παλιό κόσμο, που είχε επιβάλει φόρο αίματος στην πατρίδα του Αθήνα, εκπροσωπούσα και τους δύοντες θεούς της Κρήτης, ακόμη και μια κοινωνία όπου οι γυναίκες στέκονταν πιο σεβαστές, πιο ιερές, πιο ελεύθερες απ’ ό,τι στα δικά του μέρη. [.....]

Ο Θησέας βέβαια θα διακηρύξει, και θα τον ακούσουν όλοι οι κατοπινοί αιώνες, όλοι οι μελλοντικοί θεοί κι ανθρώποι, πως ήμουν μια γυναίκα σκοτεινή, περήφανη, που ναι μεν τον βοήθησα, ωστόσο πρόδωσα τον τόπο μου κι έπρεπε, ίσως, να τιμωρηθώ γι’ αυτό. Ακόμη και των πιο προσωπικών στιγμών μου η ιστορία θα γραφτεί από τον νικητή, που θα φροντίσει βέβαια να αφαιρέσει από την αφήγησή του το αγκάθι της δικής του ατιμίας. Μοιάζει σαν να ορίζει με το ξίφος του ο νικητής μια νέα γλώσσα, αλλάζοντας το νόημα όσων λέξεων επιθυμεί, λόγου χάριν έρωτας, ατιμία, ενοχή, εξουσία, προδοσία. Του Θησέα τα ελληνικά θα επιζήσουν, οι δικές μας κρυπτικές πανάρχαιες γραφές μάλλον θα χαθούν.

Μιλώ, λοιπόν, στη θάλασσα, κι ας μην ακουστούν οι πανάρχαιες, οι σιβυλλικές μου λέξεις ποτέ κι από κανέναν. Μιλώ και λέω ότι ο Θησέας σφάλλει αν με νομίζει νικημένη, εμένα, την Αριάδνη. Σ’ αυτή την ακτή εγκατέλειψε μια νεαρή κοπέλα ερωτευμένη.

Υπήρξα κι έτσι. Όχι όμως μόνον έτσι.[....]



George Frederick Watts, Ariadne in Naxos (1875)




Έπρεπε να υποταχθώ στον άντρα, για να ξαναβλαστήσω ως γυναίκα....

Σήμερα, μόνη μου μέσα στο φως του ήλιου, όλα μου φαίνονται πιο καθαρά. Και ισχυρίζομαι ότι η πρόσκαιρη υποταγή μου στον Θησέα, στον πόθο μάλλον του Θησέα, δεν ήταν και καμιά ταπείνωση δική μου, ωστόσο και η ερωτική του νίκη δεν ήταν και καμιά σπουδαία νίκη. Είναι απλό, ο Θησέας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι για μένα, τη γυναικεία θεότητα ενός πανάρχαιου κόσμου, την ιέρεια των νημάτων και των μυστικών τους στην υφαντική, προπαντός τη βλαστική θεά, θεά των εποχικών κύκλων και της βλάστησης, υπήρχε ένα αναγκαίο στάδιο: έπρεπε πρώτα να υποταχθώ στον άντρα, για να μπορέσω πάλι να ξαναβλαστήσω ως γυναίκα.

Κύκλοι ατέρμονες του χρόνου και της βλάστησης. Ένας ελικοειδής λαβύρινθος - πώς με κυκλώνει τούτη η λέξη από παντού...

Υπήρχε, με άλλα λόγια, κάτι σαν προκαθορισμένο από τη μοίρα σχέδιο: Έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να πεθάνω για να μπορέσω να αναστηθώ, ώστε γι’ ακόμη μια φορά να συμβολίσω, όπως άρμοζε στον ρόλο μου ως γυναικεία θεότητα, ολόκληρο τον κύκλο της φύσης. Θάνατο της ζωής κάθε χειμώνα, ξαναζωντάνεμά της κάθε άνοιξη, αυτό το τόσο απλό.

Όποιος, ωστόσο, συμβολίζει τον αέναο κύκλο θανάτου και ζωής, δεν μπορεί να είναι απόλυτα θνητός. Ο ωραίος Θησέας, άνθρωπος με θεϊκή καταγωγή όπως τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά να ισχυρίζεται ενώ χορεύαμε, έπαιξε, δίχως καθόλου να το καταλάβει, τον ρόλο που έπρεπε να παίξει, που του ήταν γραφτό να παίξει, για να ολοκληρωθεί ο δικός μου προορισμός. Έπαιξε τον ρόλο του στη δική μου ιστορία, τη δική μου πορεία, την ανεξάρτητη από τη δική του. Και εν αγνοία του όλα αυτά, ενώ κυνηγούσε μόνο τον δικό του στόχο.

Τίποτε δεν κατάλαβε απ’ αυτά ο μεθυσμένος από τη νίκη και το αίμα νικητής. Ούτε καν ότι η κινητήρια δύναμη του κυκλικού συμβολισμού, δηλαδή του δικού μου θηλυκού συμβολισμού, είναι ο έρωτας, η γονιμότητα, η αναπαραγωγή της φύσης και ο θάνατος. Από πάντα και για πάντα.

Ο πόθος μου για τον ωραίο ξένο, όσο κι αν με τράνταξε, μάλλον ένα κομμάτι του παραπάνω σχεδίου για την ολοκλήρωσή μου ήταν κι αυτός. Αλλά και η βοήθειά μου προς τον θύτη, η δήθεν προδοσία, η αρπαγή και η εγκατάλειψή μου, όλα μέρος του αναπόφευκτου σχεδίου ήταν.

Μιλώ κι ακούω τα λόγια μου, ξέρω τι λέω. Είμαι ήρεμη, όσο ποτέ. Είμαι, επιτέλους, κύρια του εαυτού μου. [.....]

Angelica Kauffman, Ariadne left on the island of Naxos

Ποιος νικά, ποιος δεν νικά, λοιπόν, στον έρωτα; 

Γελώ ξανά, o έρωτας έχει μια πηγαία χάρη, αν όχι μια πηγαία σοφία: να ειρωνεύεται εκείνους που νομίζουν ότι είναι σε όλα νικητές.[.....]

Ο θεός Διόνυσος έρχεται προς τη μεριά μου......Ζει, δεν νικήθηκε ούτε θα νικηθεί ποτέ από κανένα νεαρό θεό ο γηγενής στην Κρήτη, ο Κρήσιος Διόνυσος. Έρχεται. Μαζί μου ερωτευμένος.

Ο θεός Διόνυσος είναι αυτός που θα με ξανασηκώσει, θα με αναστήσει, για να κλείσει έτσι ο κύκλος της πτώσης με την έγερσή μου. 


Στο πλευρό του Διόνυσου, ενός θεού που δεν συγκαταλέγεται στο καινούργιο δωδεκάθεο, μα εξακολουθεί να είναι πανίσχυρος, να είναι ο αγαπημένος των ανθρώπων, θα δεχτούν κι εμένα, τη γυναίκα του, στην τάξη των ηρώων οι θεοί. Γιοι μας ο Στάφυλος και ο Οινοπέας. 

Κάποιοι τόποι θα συνεχίσουνε να με λατρεύουν ωσάν μια πάναγνη γυναικεία θεότητα, ως τη σύζυγο του Διόνυσου. Το χρυσό στεφάνι μου θα συνεχίσει να φεγγοβολά, αστερισμός στο ουράνιο στερέωμα.

Ποιος νικά, ποιος δεν νικά, λοιπόν, στον έρωτα;

Γι’ αυτό έκανα πως κοιμόμουν και τον άφησα να φύγει με το πένθιμο καράβι. Όλα έγιναν σωστά. Κι όχι μόνο έγιναν, μα επιπλέον ονειρεύτηκα πως όλα έγιναν σωστά, όταν αποκοιμήθηκα με ύπνο βαθύ, παυσίλυπο, σ’ αυτή την έρημη ακρογιαλιά της Νάξου.


Ρέα Γαλανάκη, Εγώ η Αριάδνη, 
Δυο γυναίκες, δυο θεές, εκδόσεις Καστανιώτη


Tintoretto, Bacchus and Ariadne ( 1578)


Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

«...κι εγώ με λέξεις θα κόβω τις κλωστές της νοσταλγίας...», Η άλλη Πηνελόπη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Domenico Beccafumi, Penelope (περίπου 1514)

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου.......

And your absence teaches me
what art could not

Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
—απουσία από τη ζωή—
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…

Η εκλεκτή καρδιά σου
—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σα να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Λέει η Πηνελόπη, 
Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα, Καστανιώτης.

Glyn Warren Philpot, Penelope (surrounded by suitors)

Η σκέψη μου σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι...

Απ’ το παράθυρο
ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει
αλλού
και το σπίτι να ταξιδεύει
πάνω σ’ ένα φύλλο.

Μέσ’ απ’ τη γρίλια
κομμένοι φέτες συνεδριάζουν
οι μνηστήρες της σιωπής μου
οργανώνουν τη ζωή μου
σαν βεγγέρα
κι ανεβαίνει ως τα πάνω πατώματα
η τσίκνα
απ’ τα εδέσματα
της μακρότατης αναμονής μου.

Πετούν γύρω μου οι μνηστήρες
ζαλισμένοι απ’ το φως
της εκθαμβωτικής μοναξιάς μου·
όταν τους κοιτώ από ψηλά
είναι που βρίσκομαι σε μια κάμαρη
γεμάτη Οδυσσέα.

Ας μη μιλήσω πάλι
για τη θεσπέσια φωνή του
τη λίγη πρωτοτυπία του
που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή
αλλά για μιαν αλλαγή
μια λαμπερή κλωστή
μέσα μου.

Περιμένοντας φτάνω στην ουσία
του εαυτού μου.
Πώς να περιγράψω το κουκούτσι
όταν πια δεν περιβάλλεται
είναι γυμνό και δε φοβάται
δονείται, δε σπαρταρά
και μου επιβάλλει τη σταθερότητα
του χρόνου;

Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα
και πιάνει όλη τη φύση
αν η πορεία συνεχιστεί
κι ο θάνατος θα είναι
μια αξία.

Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς,
ήμουνα κάποτε κι εγώ
με λάσπες στο κεφάλι
λεμονανθούς στ’ αυτιά
φώναζα παθιασμένα
«λευτερωθείτ’ απ’ τα δεσμά!»

μα τα δεσμά είναι βαθιά
μια συμπεριφορά
που παίζει ο εαυτός
τον εαυτό του.

Τώρα ένα παράθυρο μόνο·
πίσω του η μικρή μου
ιδιωτική σκιά
ο φυσικός μου κόσμος.

Κλεισμένη μες στο σπίτι
όπως μες στο χρόνο
κοιτάζω το δέντρο
όπως το θεό:
έξω απ’ το χρόνο.
Καταλαβαίνω λίγο
την παρουσία μου
εδώ
μ’ εσένα και χώρια από σένα·

το κρέας μου σε περιμένει
μα η σκέψη μου σ’ είδε να ’ρχεσαι
από καιρό
και σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι.
Τα πρόσωπα υπάρχουν
μόνο μέσα μας
τα μάτια τους λάμνουν
στα υγρά του οργανισμού μας.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Οι μνηστήρες,
Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα, Καστανιώτης

Dante Gabriel Rossetti, Penelope (1869)


Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός και του ’κλεισε την πόρτα.....

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.

Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.

Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.

Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.

Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλεισε την πόρτα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Η άλλη Πηνελόπη, 
Ποιήματα (1986-1996), Καστανιώτης

David Ligare, Penelope (1980)