Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

«Ο Μάλμπερρυ Σέλλερς μάς στέλνει φιλιά από το σύμπαν», Μαρκ Τουέιν, Ο Αμερικανός Κόμης


Ποιος είναι ο Αμερικανός κόμης; 

Ποιος είναι, λοιπόν, ο Αμερικανός κόμης του μυθιστορήματος; Ο Μάλμπερρυ Σέλλερς κατοικεί «στον κόσμο του». Αποκαλεί «έπαυλη» το ετοιμόρροπο σπίτι του στις παρυφές της Ουάσινγκτον, δηλώνει «Συνταγματάρχης, Νομικός Πράκτωρ», εργάζεται ως «μέντιουμ, υπνωτιστής, πνευματικός θεραπευτής» και άλλα τέτοια, είναι άνθρωπος γενναιόδωρος αλλά «αποτυχημένος, που όμως όλοι τον συμπαθούν λες και είναι η πιο λαμπρή περίπτωση επιτυχίας», σύμφωνα με την περιγραφή της γυναίκας του, ένας αλλοπαρμένος εφευρέτης που το μεγάλο του σχέδιο είναι κάτι που προοικονομεί τους κλώνους μέσω DNA του 20ού αιώνα: «η συμπύκνωση πνευμάτων», χάρη στην οποία θα καταφέρει να επαναφέρει στη ζωή νεκρούς από κάθε αιώνα της ανθρώπινης ιστορίας και θα πιάσει έτσι την καλή καθώς σκοπεύει να διαθέσει τα παλικάρια του, τους νεκρούς που θα έχει επαναφέρει στη ζωή, στην κυβέρνηση προκειμένου να εργαστούν στην αστυνομία, στον στρατό και σε άλλες ευαίσθητες θέσεις με τα μισά λεφτά και χωρίς κόστος διαβίωσης (οι νεκροί δεν πεινάνε), χωρίς κίνδυνο διαφθοράς (οι νεκροί δε λαδώνονται) ή απώλειας (οι νεκροί δεν πεθαίνουν). 

Καθώς, όμως, δεν τον ενδιαφέρει μόνο το κέρδος αλλά έχει και όραμα, θα ξεθάψει επίσης τους έμπειρους πολιτικούς όλων των εποχών και με τους νεκρούς του θα προσφέρει στη χώρα ένα, επιτέλους, ικανό Κογκρέσο αντικαθιστώντας τους «πρακτικώς νεκρούς ανθρώπους» που το συγκροτούν κτλ. 


Η εμμονή ωστόσο του οραματιστή Σέλλερς είναι να αγοράσει από τον Τσάρο τη Σιβηρία και να εγκαθιδρύσει την καλύτερη δημοκρατία του κόσμου (με πόλεις όπως το «Ελευθεριορλοφσκοϊζαλίνσκι και το «Λευτερολοβναϊβάνοβιτς»), δεδομένουν ότι εκεί ζει εξόριστο το καλύτερο ανθρώπινο δυνα μικό του πλανήτη, εκεί είναι απαράμιλλα «ο ανδρισμός, τα κότσια, ο αληθινός ηρωισμός, ο αλτρουισμός, η αφοσίωση σε υψηλά και ευγενή ιδανικά, η λατρεία της ελευθερίας, η εκπαίδευση και τα καλά μυαλά» («τα δεσποτικά καθεστώτα δεν έχουν τίποτε ανάγκη εκτός από ανθρώπινα πρόβατα» αποφαίνεται). 

Ο συνταγματάρχης Σέλλερς, από μια κέντα της τύχης, θα βρεθεί κληρονόμος του Αμερικανού που υποστηρίζει ότι είναι ο νόμιμος κόμης του Ρόσμορ και ζητά να επικυρωθεί η νόμιμη διεκδίκησή του από τη Βουλή των Λόρδων. Οπότε, ο συνταγματάρχης γίνεται αίφνης λόρδος και απαιτεί έτσι να τον προσφωνούν, αποκαλεί τη σύζυγό του και την κόρη του λαίδη και μετονομάζει με φυσικότητα την άθλια κατοικία του σε «Πύργο Ρόσμορ». Παρά ταύτα, αν και αριστοκράτης πλέον, δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειές του να γίνει πλούσιος χάρη στις δικές του προσπάθειες και στην προσωπική του δουλειά, όπως επιτάσσει η αμερικανική δημοκρατία.



"He was constructing what seemed to be some kind of frail mechanical toy" 
Illustration to 1896 edition of "The American Claimant" by Mark Twain.
________________

Ο στρατηγός Σέλλερς έχει στοιχεία του ίδιου του Τουέιν...

Ο
στρατηγός Μάλμπερρυ Σέλλερς θεωρείται πως στηρίζεται στον εκκεντρικό Τζέιμς Λάμπτον, ξάδελφο της μητέρας του Τουέιν, μα και στον μακρινό του ξάδελφο Τζέσσι Μ. Λέδερς, ο οποίος επί χρόνια γινόταν φορτικός στον Τουέιν επιχειρώντας να τον πείσει να ψάξει το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας και να τον βοηθήσει να διεκδικήσουν τη βρετανική κομητεία του Ντάραμ, που εκείνος πίστευε πως τους ανήκε. 

Επίσης, όμως, ο στρατηγός Σέλλερς έχει στοιχεία του ίδιου του Τουέιν, όχι μόνο επειδή ο ήρωας βρίσκεται στην ίδια οικονομική δυσχέρεια με τον συγγραφέα του, αλλά και επειδή ο Τουέιν είχε επίσης πάθος με την τεχνολογία - «γκατζετάκια» θα τον λέγαμε σήμερα - και διαρκώς επένδυε σε καινούριες εφερεύσεις.

Ο Αμερικανός κόμης, σύμφωνα με καταχώριση στο ημερολόγιο του Τουέιν στις 2 Μαΐου 1891, ολοκληρώθηκε σε 71 ημέρες, ταχύτητα που ίσως δίνει το μέτρο της οικονομικής ανάγκης η οποία οφειλόταν εν μέρει στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η εκδοτική επιχείρηση του συγγραφέα, αλλά και στην υψηλού κόστους ζωή της οικογένειάς του.

Στις οικονομικές δυσκολίες αυτές είχε προστεθεί, το 1890 (τρία χρόνια προτού χρεοκοπήσει), η πανάκριβη επένδυση του Τουέιν σε μια νέα εφεύρεση, μια τυπογραφική μηχανή στοιχειοθεσίας, η οποία δε λειτούργησε ποτέ σωστά και σύντομα ξεπεράστηκε από την λινοτυπική. 

Ο Μαρκ Τουέιν έχει χαρακτηριστεί ως ο Αμερικανός 'Ομηρος, ο Αμερικανός Θερβάντες, ο Σαίξπηρ της Αμερικής. Βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης και των αντιφάσεών της, διεισδυτικός παρατηρητής του ανθρώπινου μεγαλείου και της, ταυτόχρονης, μικρότητας, ο Τουέιν αντιλαμβάνεται πως ο κάθε άνθρωπος, για να καταφέρει να ζήσει, χρειάζεται πρωτίστως αυτοσεβασμό και αποδοχή του εαυτού του.

Στον Αμερικανό κόμη του, ο Μαρκ Τουέιν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πρόβλημα της ταυτότητας σε μια βιομηχανική κοινωνία. Χαρτογραφεί με αυτοσαρκαστική κατανόηση την ανθρώπινη ηθική, που μεταβάλλεται ανάλογα με το προσωπικό συμφέρον καθενός, συνωμοτικά υπογραμμίζει πως όλοι έχουμε τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό μας, μεγάλα όνειρα και παταγώδεις αποτυχίες, αστεία ελαττώματα και τραγικές αδυναμίες. Και εντέλει, ως άλλος Μάλμπερρυ Σέλλερς, «μας στέλνει φιλιά από το σύμπαν
».

Ελένη Κεχαγιόγλου, Επίμετρο, Μαρκ Τουέιν, Ο Αμερικανός κόμης, εκδόσεις Πατάκη


«...αποτυχημένος στα μάτια του κόσμου - όχι στα δικά μου»

«Πάντα ο ίδιος, όλο σχέδια, γενναιόδωρος, μεγάλη καρδιά, αλλοπαρμένος, όλο ελπίδες, ένας ασήμαντος, ένας αποτυχημένος, που όμως όλοι τον συμπαθούν λες και είναι η πιο λαμπρή περίπτωση επιτυχίας».

«Έτσι γινόταν από παλιά. Και ήταν φυσικό, αφού πάντα σε σκλάβωνε με την προθυμία του, κι είχε πάντα κάτι που σε έκανε να νιώθεις άνετα να του ζητήσεις βοήθεια ή χάρη - δεν τον ντρεπόσουν, ούτε ένιωθες αυτό το “μακάρι να μην είχα την ανάγκη σου” που νιώθεις με άλλους ανθρώπους».

«Έτσι ακριβώς είναι ακόμα - και είναι να απορεί κανείς, γιατί πολλές φορές τον έχουν αντιμετωπίσει άθλια άνθρωποι που τον χρησιμοποίησαν για να αναρριχηθούν στα ψηλά και μετά, όταν δεν τον είχαν πια ανάγκη, του δώσανε μια κλοτσιά να πάει κάτω. Το βλέπεις πως για ένα διάστημα νιώθει πληγωμένος, πως έχει στραπατσαριστεί η περηφάνια του, γιατί όλο αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτή την ιστορία -οπότε κι εγώ παλιά πίστευα πως όλο και κάτι θα έχει μάθει και την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτικός- αλλά σιγά! Σε κάνα δυο βδομάδες τα έχει ξεχάσει όλα και πάλι μπορεί ο κάθε εγωιστής αλήτης από το πουθενά να έρθει να του κλαφτεί και να του κάνει την καρδιά χαλί για τα παπούτσια».

«Θα πρέπει να δοκιμάζεται πολύ η υπομονή σας μερικές φορές».

«Α, μπα, έχω συνηθίσει πια - και προτιμώ να τον έχω έτσι παρά να είναι αλλιώςΌταν τον λέω αποτυχημένο, εννοώ πως είναι αποτυχημένος στα μάτια του κόσμου - όχι στα δικά μου. Δεν ξέρω αν θα τον ήθελα διαφορετικό, ή τέλος πάντων, πολύ διαφορετικό. Καμιά φορά αναγκάζομαι να τον μαλώνω, ακόμα και να του γαβγίζω, μπορείς να πεις, αλλά μου φαίνεται πως το ίδιο θα έκανα και διαφορετικός να ήταν - έτσι είμαι φτιαγμένη, βλέπεις. Αλλά γαβγίζω πολύ πιο λίγο και είμαι πιο ευχαριστημένη όταν τα κάνει θάλασσα παρά όταν δεν τα κάνει».

« Άρα, δεν τα κάνει πάντα θάλασσα» είπε πιο χαρούμενος τώρα ο Χόκινς.

«Αν τα κάνει; Σε καλό σου, όχι. Πότε πότε, πιάνει την καλή, όπως λέει. Και τότε είναι η ώρα μου ν’ αρχίσω την γκρίνια και τη μουρμούρα. Γιατί τότε τα λεφτά φεύγουν σαν νερό - όποιος έρχεται πρώτος πληρώνεται και πρώτος. Αμέσως μαζεύει στο σπίτι ανάπηρους και χαζούς και αδέσποτες γάτες και κάθε λογής ερείπια που κανένας άλλος δεν τα θέλει αλλά τα θέλει εκείνος, και μετά, όταν ξαναγυρίσει η φτώχεια, αναγκάζομαι τους περισσότερους να τους διώξω αλλιώς θα πεθάνουμε από την πείνα· αυτό τον στενοχωρεί. Κι εμένα, δηλαδή. 


Illustration to 1896 edition of "The American Claimant" by Mark Twain.
__________________


“Κι αν δεν έχει ο Θεός, θα έχω εγώ”

Να, ο γερο-Ντάνι’λ κι η Τζίννυ, που τους πούλησε στον Νότο ο σερίφης μια από τις φορές που είχαμε χρεοκοπήσει, πριν τον πόλεμο - μόλις έγινε ειρήνη, γύρισαν πίσω και οι δύο, ταλαίπωροι και εξαντλημένοι απ’ τη δουλειά στις βαμβακοφυτείες, ανήμποροι, κι ούτε στάλα δύναμη πια μέσα στο γέρικο πετσί τους για το υπόλοιπο του ταξιδιού τους επί γης - κι εμείς ταπί, τόσο ταπί που μαζεύαμε και τα ψίχουλα για να μείνουμε ζωντανοί, αλλά εκείνος άνοιξε την πόρτα διάπλατα, κι αν τον έβλεπες πώς τους δέχτηκε, θα νόμιζες πως είχαν ακούσει τις προσευχές μας και ήρθαν κατευθείαν από τα ουράνια. Τον πήρα, λοιπόν, παράμερα και του είπα, "Μάλμπερρυ, δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε - δεν έχουμε να περάσουμε ούτε εμείς οι ίδιοι - δεν έχουμε να τους ταΐζουμε”. 

Εκείνος με κοίταξε σαν πληγωμένος και είπε, "Δηλαδή, να τους διώξουμε; - ενώ ήρθαν σε μένα με τόση πίστη και εμπιστοσύνη σαν να πήγαιναν στον... στον... αχ, Πόλλυ, κάποια στιγμή προφανώς θα την είχα αγοράσει όλη αυτή την εμπιστοσύνη, ή θα την είχα νοικιάσει, κατά κάποιον τρόπο - τέτοια πράγματα δεν τα αποκτάς τζάμπα - οπότε πώς μπορώ τώρα να αρνηθώ το χρέος μου; Και τους βλέπεις, είναι τόσο φτωχοί και γέροι και μόνοι και...

Εγώ όμως είχα ήδη ντραπεί, οπότε τον σταμάτησα και σαν να ανανεώθηκε το θάρρος μέσα μου, κι έτσι του είπα μαλακά: “Θα τους κρατήσουμε - κι έχει ο Θεός”. Χάρηκε τότε εκείνος, κι άρχισε πάλι να βγάζει έναν από τους συνήθεις λόγους του που ξεχειλίζουν αυτοπεποίθηση, αλλά σε λίγο συγκρατήθηκε και είπε ταπεινά:

“Κι αν δεν έχει ο Θεός, θα έχω εγώ”. Όλα αυτά, πολλά χρόνια πίσω. Ε, κι όπως βλέπεις, τα γερο-σαράβαλα ακόμα εδώ είναι».

«Μα δεν κάνουν τις δουλειές του σπιτιού;»

«Σιγά! Άκου εκεί! Και βέβαια θα τις έκαναν, αν μπορούσαν, οι κακόμοιροι, μπορεί μάλιστα να νομίζουν πως κάνουν και μερικές. Αλλά αυτό είναι μόνο στο μυαλό τους. Ο Ντά- νι’λ κάθεται και περιμένει στην εξώπορτα, καμιά φορά πάει και για τίποτα θελήματα έξω- και καμιά φορά πάλι βλέπεις τον έναν από τους δυο ή και τους δυο να κάνουν πως ξεσκονίζουν λίγο εδώ μέσα - αλλά αυτό, μόνο όταν λέμε κάτι που θέλουν ν’ ακούσουν και να χώσουν κι εκείνοι τη μύτη τους. Και για κάποιο λόγο, όταν είναι η ώρα του φαγητού είναι πάντα εκεί. Στην πραγματικότητα, όμως, είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε μια νέγρα κοπελίτσα για να τους φροντίζει και μια νέγρα γυναίκα να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να βοηθάει τη μικρή στη φροντίδα τους».

«Ε, πάντως φαντάζομαι πως θα πρέπει να είναι επαρκώς ευτυχείς».

«Δε θα το ’λεγα. Τσακώνονται μεταξύ τους σχεδόν όλη την ώρα - τις πιο πολλές φορές για τη θρησκεία, γιατί ο Ντάνι΄λ είναι βαπτιστής, από εκείνους τους λουθηρανούς, και η Τζίννυ είναι φωνακλού μεθοδίστρια και πιστεύει στην ιδιαίτερη Πρόνοια, ενώ ο Ντάνι’ λ όχι, γιατί αυτός νομίζει πως είναι ελεύθερο πνεύμα ή κάτι τέτοιο - κι όλο παίζουν και τραγουδάνε μαζί τραγούδια της φυτείας και μιλάνε και κουτσομπολεύουνε ασταμάτητα και αγαπιούνται πραγματικά και τον Μάλμπερρυ τον έχουν πολύ ψηλά, κι αυτός κάνει υπομονή μαζί τους και ανέχεται την κακομαθησιά και τις χαζομάρες τους, κι έτσι - ε, τώρα που το σκέφτομαι, είναι μια χαρά ευτυχείς. Αλλά δε με πειράζει. Έχω συνηθίσει. Αν έχω στο πλευρό μου τον Μάλμπερρυ, μπορώ να συνηθίσω οτιδήποτε- και η αλήθεια είναι πως δε με πολυνοιάζει τι συμβαίνει, αρκεί να τον έχω».

« Ε, τότε, στην υγειά του, και μακάρι να ξαναπιάσει σύντομα την καλή».

«Και να μαζέψει πάλι όλους τους κουτσούς και τους στραβούς και να κάνει το σπίτι πάλι νοσοκομείο; Γιατί αυτό θα κάνει. Το ’χω δει και το ’χω ξαναδεί, ούτε φαντάζεσαι πόσες φορές. ,Οχι, Ουάσινγκτον, εγώ θέλω οι καλές που θα πιάνει από δω και μπρος να είναι μετρίως καλές, πολύ μετρίως».

« Ε, τότε, όπως και να ’ναι η καλή, ή ακόμα κι αν δεν είναι καθόλου, εύχομαι να μην του λείψουν ποτέ οι φίλοι - που δε νομίζω πως θα του λείψουν, όσοι υπάρχουν άνθρωποι που καταλαβαίνουν πόσο -»

«Οι φίλοι, να του λείψουν, αυτουνού!» είπε και έγειρε λίγο το κεφάλι με μια έκφραση ολοφάνερης περηφάνιας. «Βρες μου εσύ, Ουάσινγκτον, έστω κι έναν άνθρωπο που να μην τον συμπαθεί. Μην το πεις παραέξω, αλλά περνάω τον διάολό μου για να τους εμποδίζω κάθε φορά να του αναθέτουν πότε το ένα αξίωμα και πότε το άλλο. Και το ξέρουν πολύ καλά πως δεν έχει καμιά δουλειά να αναλαμβάνει αξιώματα, αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να δυσκολεύεται πιο πολύ απ' αυτόν να πει όχι. Ο Μάλμπερρυ Σέλλερς με επίσημο αξίωμα! Θεέ και Κύριε, φαντάζεσαι τι θα γινόταν. Από τα πέρατα της γης θα ερχόντουσαν για να δουν αυτό το τσίρκο. Καλύτερα να ’μουνα παντρεμένη με τους Καταρράκτες του Νιαγάρα». 


Illustration to 1896 edition of "The American Claimant" by Mark Twain.
______________


«Θα αγοράσω τη Σιβηρία και θα στήσω μια δημοκρατία»

Έχεις προσέξει πόσα φυλλάδια και βιβλία έχω σχετικά με τη Ρωσία;»

«Ναι, νομίζω πως ο καθένας θα το πρόσεχε αυτό - εφόσον δεν είναι νεκρός, δηλαδή».

«Ε, λοιπόν, προσπαθώ να ενημερώνομαι εδώ και κάμποσο καιρό. Είναι ένα έθνος σπουδαίο, υπέροχο, που του αξίζει να απελευθερωθεί». Σταμάτησε για λίγο, κι έπειτα πρόσθεσε, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου: «Κι όταν αποκτήσω τα χρήματα, θα το απελευθερώσω».

«Χριστός κι Απόστολος!»

«Καλά, γιατί τρόμαξες έτσι;»

«Μπα σε καλό σου, όταν ετοιμάζεσαι να μπουμπουνίσεις κανένα σχόλιο που τον άλλο μπορεί να τον στείλει στην ταράτσα από την έκπληξη, φρόντιζε να έχεις και λίγη έκφραση στο πρόσωπό σου, έναν παραπάνω τονισμό, λίγη ένταση στη φωνή σου για να είναι ο άλλος άνθρωπος προετοιμασμένος. Δεν μπορείς να σκας τέτοια γιγαντιαία πράγματα με τόσο άχρωμη φωνή. Ταράζεται ο άλλος. Καλώς, συνέχισε τώρα, είμαι εντάξει. Πες μου τα πάντα. Ξεχειλίζω από ενδιαφέρον - και από συμπάθεια, επίσης».

«Λοιπόν, έκανα μια κατόπτευση και κατέληξα ότι οι μέθοδοι των Ρώσων πατριωτών καλές είναι, αν λάβεις υπόψη πόσο πολλά εμπόδια έχουν να ξεπεράσουν τα παλικάρια, δεν είναι όμως οι καλύτερες. Ή, τουλάχιστον, οι ταχύτερες. Προσπαθούν να φέρουν την επανάσταση στη Ρωσία από τα μέσα· αυτό πάει πολύ αργά και υπάρχει διαρκώς ο κίνδυνος να διακοπεί η διαδικασία· έχει, επίσης, άπειρους κινδύνους για τους εργάτες. Ξέρεις πώς ξεκίνησε ο Μέγας Πέτρος τον στρατό του; Δεν τον ξεκίνησε στα εδάφη της οικογένειας, κάτω από τη μύτη των στρέλτσι· όχι, τον ξεκίνησε πέρα μακριά, κρυφά - ένα σύνταγμα μόνο στην αρχή, και απ’ αυτό πήγε παραπέρα. Και πριν προλάβουν να καταλάβουν τίποτα οι στρέλτσι, το σύνταγμα είχε γίνει στρατιά, οι ίδιοι είχαν βρεθεί από κάτω και έπρεπε άρα να τελειώνουν. Αυτή η τόση δα ιδέα δημιούργησε το μεγαλύτερο και χειρότερο δεσποτικό καθεστώς που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Η ίδια ιδέα μπορεί να το διαλύσει κιόλας. Και θα το αποδείξω. Θα πάω σε μια ακρούλα και θα αρχίσω να εξελίσσω το σχέδιό μου όπως ακριβώς έκανε κι ο Πέτρος».

«Εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό, Ρόσμορ. Και τι ακριβώς θα κάνεις;»

«Θα αγοράσω τη Σιβηρία και θα στήσω μια δημοκρατία».

«Άντε πάλι - πάλι το μπουμπούνισες χωρίς να προειδοποιήσεις! Θα την αγοράσεις;»

«Ναι, μόλις έχω τα χρήματα. Δε μ’ ενδιαφέρει η τιμή, εγώ θα την πάρω. Θα μπορώ να την αγοράσω και θα την αγοράσω. Τώρα, σκέψου το εξής - κάτι που σου εγγυώμαι πως δεν το έχεις σκεφτεί ποτέ σου. Ποιος είναι ο τόπος όπου ο ανδρισμός, τα κότσια, ο αληθινός ηρωισμός, ο αλτρουισμός, η αφοσίωση σε υψηλά και ευγενή ιδανικά, η λατρεία της ελευθερίας, η εκπαίδευση και τα καλά μυαλά είναι είκοσι πέντε τοις εκατό περισσότερα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη επικράτεια του κόσμου;»

«Η Σιβηρία!»

«Σωστά».

«Πράγματι· είναι όντως έτσι, αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου».

«Κανείς ποτέ δεν το σκέφτεται. Αλλά ναι, είναι έτσι. Σ’ εκείνα τα ορυχεία και σ’ εκείνες τις φυλακές είναι συγκεντρωμένοι οι πιο εξαιρετικοί και ευγενείς και ικανοί άνθρωποι που κατάφερε ποτέ να πλάσει ο Θεός. Τώρα, αν είχες έναν τέτοιο πληθυσμό να πουλήσεις, θα τον πουλούσες ποτέ σε δεσποτικό καθεστώς; Όχι, το δεσποτικό καθεστώς δεν τον έχει καθόλου ανάγκη. Θα έχανες τα λεφτά σου. Τα δεσποτικά καθεστώτα δεν έχουν τίποτε ανάγκη εκτός από ανθρώπινα πρόβατα. Αν όμως ήθελες να ξεκινήσεις μια δημοκρατία;»

«Ναι, κατάλαβα. Είναι το τέλειο υλικό γι’ αυτή τη δουλειά».

«Ε, ναι, νομίζω πως είναι! Έχεις, λοιπόν, εκεί τη Σιβηρία, με το καλύτερο και εκλεκτότερο υλικό στον πλανήτη για μια δημοκρατία, το οποίο όλο και πληθαίνει, όλο και πληθαίνει - καταλαβαίνεις! Κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα επανδρώνεται σύμφωνα με το πιο τέλεια σχεδιασμένο σύστημα που επινοήθηκε ποτέ. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ρώσων κοσκινίζονται και ξανακοσκινίζονται συνέχεια, με υπομονή, από μυριάδες εκπαιδευμένους ειδικούς, από κατασκόπους εντεταλμένους από τον αυτοκράτορα προσωπικά· και όποιον πετύχουν, άντρα, γυναίκα ή παιδί με μυαλό, με παιδεία ή με χαρακτήρα, τον στέλνουν κατευθείαν στη Σιβηρία. Είναι αξιοθαύμαστο, είναι υπέροχο. Είναι τόσο αποτελεσματικό, που κρατά το γενικό πνευματικό και εκπαιδευτικό επίπεδο της Ρωσίας στο επίπεδο του Τσάρου».

«Έλα τώρα, αυτό ακούγεται υπερβολικό».

«Καλά, έτσι λένε αυτοί. Αλλά κι εγώ νομίζω πως είναι ψέμα. Και εν πάση περιπτώσει, δε μου φαίνεται σωστό να λοιδορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ολόκληρο έθνος. Αλλά, τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι υλικό υπάρχει εκεί στη Σιβηρία για μια δημοκρατία».

Έκανε μια παύση, και το στήθος του φούσκωσε και τα μάτια του έτσουξαν από τη συγκίνηση. Έπειτα, τα λόγια άρχισαν να ρέουν με όλο και περισσότερη ενέργεια και φλόγα, και σηκώθηκε όρθιος σαν να ήθελε να τους χαρίσει μεγαλύτερη ελευθερία. 


«Τη στιγμή που θα οργανώσω αυτή τη δημοκρατία, το φως της ελευθερίας, της ευφυΐας, της δικαιοσύνης, της ανθρωπιάς που θα αναβλύζει, που θα ξεχειλίζει, που θα εκτοξεύεται σαν φλόγα από εκεί θα συγκεντρώσει επάνω του τα βλέμματα ολόκληρου του κατάπληκτου κόσμου, σαν το θαύμα ενός καινούριου ήλιου· τα αμέτρητα πλήθη σκλάβων της Ρωσίας θα σηκωθούν και θα προελάσουν ανατολικά, με το μέγα φως να μεταμορφώνει τα πρόσωπα στην πορεία, ενώ πίσω τους, πέρα μακριά, θα βλέπεις - τι; Έναν κενό θρόνο σε μιαν έρημη χώρα! Μπορεί να γίνει και, μα τον Θεό, θα το κάνω!»


Illustration to 1896 edition of "The American Claimant" by Mark Twain.
__________________


«...Θα παρέχω, δηλαδή, κλίμα κατά παραγγελία....»

[....] Η αλήθεια, αγαπητέ μου Χόκινς, είναι ότι τώρα δα γεννήθηκε στο μυαλό μου μια συγκλονιστική ιδέα, οπότε δεν προλαβαίνω ούτε καν να περάσω να πω αντίο στους αγαπημένους μου. Το ύψιστο καθήκον του ανθρώπου έχει πάντα προτεραιότητα έναντι των πιο ασήμαντων, και πρέπει να επιτελείται άμεσα και ενεργητικά, όποιο κι αν είναι το κόστος για τα συναισθήματα ή τη βολή του. 


Και το πρώτο από όλα τα καθήκοντα του ανθρώπου είναι απέναντι στην τιμή του την οποία πρέπει να διατηρεί άσπιλη. Και η δική μου απειλείται. Τον καιρό που ένιωθα βέβαιος για την προσεχή οικονομική μου ασφάλεια, απέστειλα στον Τσάρο της Ρωσίας - ίσως λίγο πρόωρα- προσφορά για την εξαγορά της Σιβηρίας προς ένα τεράστιο ποσό. Έκτοτε, κάποιο συμβάν με προειδοποίησε ότι η μέθοδος διά της οποίας προσδοκούσα να αποκτήσω αυτά τα χρήματα - δηλαδή, η συμπύκνωση σε κλίμακα άνευ ορίου - αμαυρώθηκε από μια παροδική αβεβαιότητα. Η αυτοκρατορική του υψηλότης ενδέχεται να αποδεχθεί την προσφορά μου ανά πάσα στιγμή. Εάν αυτό συμβεί τώρα, θα βρεθώ σε επώδυνα δύσκολη θέση και σε οικονομική ανεπάρκεια. Δε θα μπορώ να αγοράσω τη Σιβηρία.
Αυτό θα γίνει γνωστό και η τραπεζική μου αξιοπιστία θα πληγεί.  

Πράγματι, τελευταία έχω περάσει ζοφερές ώρες κατ’ ιδίαν, τώρα όμως ο ήλιος λάμπει ξανά· βρήκα τον δρόμο· θα καταφέρω να ανταποκριθώ στην υποχρέωσή μου, και μάλιστα, πιστεύω, χωρίς καν να ζητήσω επέκταση του χρόνου αποπληρωμής. Αυτή η σπουδαία νέα ιδέα μου - η εκλεκτότερη από όσες έχω μέχρι τώρα συλλάβει - θα με βγάλει σίγουρα ασπροπρόσωπο. 

Αυτή τη στιγμή φεύγω για Σαν Φρανσίσκο για να τη θέσω σε δοκιμασία, με τη βοήθεια του μεγάλου τηλεσκοπίου Λικ. Όπως όλες οι πλέον αξιοσημείωτες ανακαλύψεις μου, έτσι κι αυτή βασίζεται σε σταθερούς, πρακτικούς επιστημονικούς νόμους· οποιαδήποτε άλλη βάση είναι σαθρή και, ως εκ τούτου, αναξιόπιστη. Εν ολίγοις, λοιπόν, συνέλαβα την εκπληκτική ιδέα να αναδιοργανώσω το κλίμα της γης σύμφωνα με τις επιθυμίες των ενδιαφερομένων πληθυσμών. 

Θα παρέχω, δηλαδή, κλίμα κατά παραγγελία, έναντι μετρητού ή μετοχών, παίρνοντας και το παλιό κλίμα ως έναντι, φυσικά με έκπτωση, εφόσον είναι σε κατάσταση που επιδέχεται επιδιόρθωση με μικρό κόστος, ώστε εν συνεχεία να δοθεί προς ενοικίαση σε φτωχές και απομακρυσμένες κοινότητες που δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν κάποιο καλό κλίμα και δεν ενδιαφέρονται επίσης να έχουν κάποιο ακριβό μόνο για φιγούρα. 

Οι μελέτες μου με έπεισαν ότι η ρύθμιση του κλίματος, και η δημιουργία νέων ποικιλιών του από τις παλαιότερες, είναι εφικτή. Είμαι μάλιστα πεπεισμένος ότι έχει ξαναγίνει- έχει ξαναγίνει σε εποχές προϊστορικές από πολιτισμούς ξεχασμένους και μη καταγεγραμμένους. Παντού ανακαλύπτω πανάρχαιες ενδείξεις τεχνητής διαχείρισης του κλίματος σε περασμένους καιρούς. 

Πάρε, για παράδειγμα, την περίοδο των παγετώνων. Τυχαία δημιουργήθηκε; Καθόλου. Έναντι αμοιβής έγινε. Έχω χιλιάδες αποδείξεις γι’ αυτό, και κάποια μέρα θα τις αποκαλύψω.

[...] Ελπίζω και προσδοκώ να πουλήσω δικαιώματα λιανικής πώλησης στις μικρότερες χώρες έναντι λογικού τιμήματος και να προσφέρω μια καλή επιχειρηματική πρόταση για κλίμα στις μεγάλες αυτοκρατορίες και σε ειδικές τιμές, μαζί με σπέσιαλ εκδόσεις ειδικές για στέψεις, μάχες και άλλες σημαντικές και ιδιαίτερες περιστάσεις. Η επιχείρηση αυτή έχει δισεκατομμύρια, δεν απαιτείται κανένας πολύ δαπανηρός σχέδιασμός, και θα ξεκινήσω την υλοποίησή της μέσα σε λίγες μέρες - ή λίγες εβδομάδες, το πολύ. Θα είμαι έτοιμος, λοιπόν, να πληρώσω μετρητοίς για τη Σιβηρία επί τη παραδόσει, διασώζοντας έτσι την τιμή και την αξιοπιστία μου. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό.

[...] Ήδη, όμως, έχω πει αρκετά ώστε να έχεις μια ιδέα του τεράστιου μεγαλείου του σχεδίου μου, και της δυνατότητάς του να υλοποιηθεί, και του εξαιρετικά προσοδοφόρου χαρακτήρα του. Θα έρθω να σας βρω όλους σας ευτυχείς στην Αγγλία μόλις πουλήσω μερικά από τα βασικά μου κλίματα και κανονίσω με τον Τσάρο για τη Σιβηρία.

Μέχρι τότε, έχε τον νου σου για σινιάλα από μένα. Σε οκτώ μέρες από σήμερα, θα είμαστε σε εκ διαμέτρου αντίθετες περιοχές- γιατί εγώ θα βρίσκομαι στις παρυφές του Ειρηνικού κι εσείς πέρα στον Ατλαντικό, πλησιάζοντας προς την Αγγλία. Εκείνη τη μέρα, εφόσον είμαι ζωντανός και η θαυμαστή μου ανακάλυψη έχει ήδη αποδειχθεί και έχει γίνει αποδεκτή, θα σου στείλω χαιρετισμό, κι ο αγγελιαφόρος μου θα τον φέρει όπου κι αν είσαι, στις ερημιές της θάλασσας· διότι θα φυσήξω μια πελώρια ηλιακή κηλίδα πάνω στον δίσκο του ήλιου σαν τολύπη καπνού, και εσείς θα ξέρετε πως πρόκειται για το σινιάλο της αγάπης μου, και θα πείτε: «Ο Μάλμπερρυ Σέλλερς μάς στέλνει φιλιά από το σύμπαν».

Μαρκ Τουέιν, Ο Αμερικανός κόμης, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, επίμετρο Ελένη Κεχαγιόγλου, εκδόσεις Πατάκη

Logo on cover of 1896 edition of The American Claimant by Mark Twain.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

«Σκέφτομαι τον πατέρα μου», Γιώργος Ιωάννου


O Ιωάννης Σορολόπης, πατέρας του Γ. Ιωάννου, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας.
_________________

Zητώ τους μυστικούς Xριστούς
στα τέμπλα και τους νάρθηκες.
Aυτό που έβλεπα παιδί ξανά με συνταράζει.

Mες στα σκοτάδια τον πατέρα μου ζητώ,
διψώ για τη στοργή του κάθε βράδυ.
Aπό το βάρος του γυρίζοντας τρεκλίζω.

Kάθε καινούρια γνωριμία με γελά.
Oύτε ο πατέρας ήταν, ούτε ο Xριστός μου.

Γ. Ιωάννου, Το βάρος του,Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα, 
εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1999 


Ο Γ. Ιωάννου με τους γονείς του, τη γιαγιά του και θείους του (1932)
___________


«Οι δικοί του Άγιοι, οι λαικοί, παιδεμένοι άνθρωποι..»

Ο Γιώργος Ιωάννου ανήκε σε προσφυγική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας είναι Σορολόπη, το οποίο ο Ιωάννου θα το αλλάξει το 1955, σε μια προσπάθεια να κλείσει μέσα του το παιδικό τραύμα, που του έχει προκαλέσει η  κοροϊδία των συμμαθητών του στο σχολείο. 

«Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου “Ιωάννης” κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω».

Ο πατέρας του πεθαίνει στις 26 Μαΐου 1962.

Ο
Ιωάννου δεν θα κρύψει ποτέ την  προσφυγική λαϊκή  καταγωγή του, αντίθετα, θα γράψει γι’ αυτήν πολλές φορές: «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων.» 

Μετέωρος ανάμεσα στη λαϊκή και στην αστική τάξη και σε ένα επίσης διφορούμενο ισχυρό εμείς - η οικογένειά του, οι Mικρασιάτες πρόσφυγες, η Θεσσαλονίκη, νιώθει πως η καρδιά του ελκύεται σταθερά από τους κακοπαθημένους.

Οι δικοί του Άγιοι θα είναι πάντα οι λαϊκοί, παιδεμένοι άνθρωποι.

Οι γονείς του Γ. Ιωάννου: Ιωάννης Σορολόπης και Αθανασία Καραγιάννη
_____________________

«Τι θέλεις να κάνω εγώ για σένα;» 

[.... ] λυπάμαι, κλαίω μέσα μου, όταν σκέπτομαι τον πατέρα μου και όλους τους ομοίους του, χθεσινούς και τωρινούς — γιατί, βέβαια, ο πατέρας μου δεν αποτελούσε καμιά ιδιαίτερη περίπτωση — κλαίω για τη φοβερή δουλειά, την άπειρα σκληρή δουλειά, την επικίνδυνη δουλειά, την ακατάπαυστη, που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, για να του δώσουν στο τέλος ένα μισθουδάκι, που μας έφτανε δεν μας έφτανε ως τις 25 του μηνός. Τις υπόλοιπες πέντε ή έξι μέρες — γιατί ακόμα κι αν τραβούσε 31 ο μήνας, είχε αυτό σημασία για μας, και ο Φλεβάρης ήταν ο πιο αγαπητός — τις περνούσαμε μέσα σε φοβερή στέρηση αλλά και στυγνή αξιοπρέπεια. Όλα, ακόμα και η μετάβασή μας με το τραμ κάπου, αναβάλλονταν για τις πρώτες μέρες του μήνα.

Και όμως ο άνθρωπός μας δούλευε σαν το σκλάβο, δεν είχε ώρα πηγαιμού και ερχομού, δεν ήξερε τι θα πει κρύο ή ζέστα, χιόνι ή βροχή, καθώς ως θερμαστής δούλευε το φτυάρι σε κείνη την ανοιχτή από πίσω μεριά ατμομηχανή, που την πήγαινε, με τα δικά του μπράτσα και μόνο, στη Φλώρινα, στη Δράμα, στην Αλεξανδρούπολη ή στη Λάρισα.

Καί ξαναλέω· στη θέση του ήταν άπειροι, όχι μόνο σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά και σε πολλές άλλες παρόμοιες. Εγώ όμως που δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος ούτε θεωρητικός καμιάς κοσμοθεωρίας — και ούτε θέλω να είμαι — μιλώ από τα απτά αυτά που ξέρω, φωτισμένα, βέβαια, από κάποιον κρυφό φωτισμό.

Ο άνθρωπος αυτός τελικά πέθανε στον διάδρομο ενός νοσοκομείου, τη μόνη και τελευταία φορά που χρειάστηκε να καταφύγει εκεί. Κι αυτό δεν έγινε σε καμιά αρχαιότητα, όπως θα νόμιζε κανένας κρύος, αλλά στις μέρες τις κοντινές μας. Στους ίδιους διαδρόμους, αν όχι και δρόμους, έχουν πεθάνει και πεθαίνουν όλοι οι όμοιοί του. Δεν προσπαθώ να κάνω τραγική την κατάσταση, αντίθετα να περιστείλω την έκτασή της.

Την εποχή που ο άνθρωπος αυτός ξεζουμιζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ποσοστό εκείνων που δεν δούλευαν, μα την περνούσαν μπέικα, ήταν το ίδιο αν όχι και ανώτερο από το τωρινό. Και την εποχή που αναστέλλονταν όλη η κίνηση του σπιτιού μας, γιατί δεν είχαμε ένα τάλιρο — για να μην πω και λιγότερο και φανώ απίστευτος στα μάτια των γελοίων, που ελπίζω να μη διαβάζουν τα κείμενά μου — αυτοί είχαν την ίδια οικονομική ευχέρεια, ή μάλλον την ανάλογη, της εποχής, τις ίδιες δυνατότητες να κάνουν σχέδια, και προπαντός να πραγματοποιούν, για τα παιδιά τους, τα οποία, αν ήταν καλοί γονείς, μπορούσαν κάποια στιγμή να τα πάρουν κατ’ ιδίαν και να τους πουν: 


«Τι θέλεις να κάνω εγώ για σένα;».

Όλο αυτή τη μαγική ερώτηση, τελευταία, ονειρεύομαι, δήθεν ότι μου την λέει ο πατέρας μου και σε μένα. Ποιος ξέρει τι σημαίνει αυτό, μάλλον τερματισμό κάποιας διαδικασίας, και ακούγεται τώρα έτσι μέσα μου.

Θέλω να πω ότι τα ίδια θα συμβαίνουν και τώρα και δεν το ξέρουμε — δεν το ξέρω, εννοώ. Γιατί εγώ τα κατάφερα, ξεγλίστρησα σαν τη λαδρόνα. Δουλεύω, βέβαια, αλλά δεν είμαι ούτε θερμαστής, ούτε σκαφτιάς, ούτε ναυτικός, για να βγάζω τόσο δύσκολα το ψωμί μου. Εγώ ανακατεύτηκα μ’ αυτούς τους άλλους, κάνω δουλειές που επινοήθηκαν για τους τρυφερούς βλαστούς των, και — όσο κι αν είναι αντισυνδικαλιστικό, θα το ομολογήσω — κάθε φορά που πληρώνομαι το μισθό μου μένω κατάπληκτος για τα χρήματα που παίρνω με τόσο λιγοστό κόπο, γιατί μέτρο δικό μου είναι ο πατέρας μου και οι όμοιοί του, που αν δεν έφταναν στο σημείο να σέρνονται απ’ την κούραση, να ’ναι βουτηγμένοι στη μουντζούρα, να σαπίζουν οι κάλτσες και να κολλούν πάνω στα ποδάρια τους, το μεροκάματο δεν τους το ’διναν. Λοιπόν δεν μιλώ για τον εαυτό μου, κι ούτε το βάρος πέφτει στο πώς περνώ εγώ σήμερα. 



Ο Γιώργος Ιωάννου με την οικογενειά του το 1963 στη βεράντα του σπιτιού τους στην Αγίου Δημητρίου. Από αριστερά ο αδερφός του Χριστόδουλος (Λάκης), η αδερφή του Δήμητρα, η γιαγιά Αφεντούλη, ο συγγραφέας, η μητέρα του Αθανασία και ο αδερφός του Θοδωράκης που έφυγε από τη ζωή το 1964 σε ηλικία 18 χρόνων. (αρχείο Θ. Γ. Σαρηγιάννης). 
_________________

«Τι δουλειά μπορεί να έχουμε εμείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους;»

Όποτε έτυχα σε σπίτια φιλικά, από αυτά όπου κανένας τους δεν δουλεύει, και ακούω τα μέτρα που παίρνουν για τον εαυτούλη τους, τα λεφτά που είναι σε θέση να σκορπίσουν για να θεραπεύσουν την παρωνυχίδα τους, τη σημασία που δίνουν στά ντυσίματά τους, στα φαγιά τους, στις δίαιτές τους, στην ακόρεστη διάθεση για ψυχαγωγία τους, στα ατελεύτητα δώρα τους, δεν μπορώ, όσο κι αν δεν θέλω, δεν μπορώ να μη νιώσω μια ασυγκράτητη αγανάκτηση μέσα μου.

Σκέφτομαι τον πατέρα μου, τις στρατιές των μουντζούρηδων συντρόφων του, τις γυναίκες, ιδίως τις γριές, που έρευαν μέσα στα ανήλιαγα δωμάτια πλέκοντας ή μπαλώνοντας κάλτσες, θεωρώντας μεγάλη περιουσία ακόμα και το πενηντάλεπτο. Σκέφτομαι όλους εκείνους τους άκρας τιμιότητας ανθρώπους, που αγνοούσαν τι θα πει συκοφαντία, πλεκτάνη, βρωμιά, και ζηλοφθονία ακόμα, και που για να παρηγορηθούν στη ζωή έπαιρναν κουράγιο από τους θανάτους και τις αρρώστιες των πλουσίων και των δυνατών. Αυτούς που «αγανακτούσαν», όπως οι ίδιοι έλεγαν, απ’ τη δουλειά, μα πέρασαν τόσο πικρά, τόσο περιορισμένα τη ζωή τους — δεν τους χαρίστηκε σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε δραχμή και το θεώρησαν πολύ φυσικό αυτό.

Τους σκέφτομαι και τους ντρέπομαι. Τίποτε δεν έχουμε κάνει γι’ αυτούς και για τις κακοπάθειές τους. Και θαρρώ πως έτσι θα μείνει το πράγμα. Δεν υπάρχει πια κανείς, που θα ήθελε να φέρει σε κάποια ισορροπία την κατάσταση, να επιβάλει, επιτέλους, κάποια ποινή, μια μικρή σκληρή δικαιοσύνη.

Άλλωστε, σήμερα οι παρατάξεις αυτές που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, και που έκαμναν τους μάρτυρες αυτούς — και τους άλλους — να είναι πλημμυρισμένοι οράματα και ελπίδες, εκτός του ότι έχουν γίνει από το φριχτό λέγε λέγε ολότελα κατειργασμένες και φυσικά αγνώριστες, έχουν κατά μέγα μέρος τους καταληφθεί από αυτούς ακριβώς τους άεργους, τους πλούσιους, τους αργόσχολους, τους ως επί το πλείστον ψυχοπαθείς, που κόβουν μ’ απλοχεριά κι εδώ τα μεγάλα λόγια τους. Τι δουλειά μπορεί να έχουμε εμείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους;

Γιώργος Ιωάννου, Σκέφτομαι τον πατέρα μου, "εφήβων και μη", εκδόσεις Κέδρος. (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντί», τεύχος 120, στις 3/3/1979)

Ο Γιώργος Ιωάννου στο Καστρί Κυνουρίας, όπου τοποθετήθηκε το 1960, ως φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης
______________