Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

«Σκέφτομαι τον πατέρα μου», Γιώργος Ιωάννου


O Ιωάννης Σορολόπης, πατέρας του Γ. Ιωάννου, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας.
_________________

Zητώ τους μυστικούς Xριστούς
στα τέμπλα και τους νάρθηκες.
Aυτό που έβλεπα παιδί ξανά με συνταράζει.

Mες στα σκοτάδια τον πατέρα μου ζητώ,
διψώ για τη στοργή του κάθε βράδυ.
Aπό το βάρος του γυρίζοντας τρεκλίζω.

Kάθε καινούρια γνωριμία με γελά.
Oύτε ο πατέρας ήταν, ούτε ο Xριστός μου.

Γ. Ιωάννου, Το βάρος του,Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα, 
εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1999 


Ο Γ. Ιωάννου με τους γονείς του, τη γιαγιά του και θείους του (1932)
___________


«Οι δικοί του Άγιοι, οι λαικοί, παιδεμένοι άνθρωποι..»

Ο Γιώργος Ιωάννου ανήκε σε προσφυγική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας είναι Σορολόπη, το οποίο ο Ιωάννου θα το αλλάξει το 1955, σε μια προσπάθεια να κλείσει μέσα του το παιδικό τραύμα, που του έχει προκαλέσει η  κοροϊδία των συμμαθητών του στο σχολείο. 

«Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου “Ιωάννης” κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω».

Ο πατέρας του πεθαίνει στις 26 Μαΐου 1962.

Ο
Ιωάννου δεν θα κρύψει ποτέ την  προσφυγική λαϊκή  καταγωγή του, αντίθετα, θα γράψει γι’ αυτήν πολλές φορές: «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων.» 

Μετέωρος ανάμεσα στη λαϊκή και στην αστική τάξη και σε ένα επίσης διφορούμενο ισχυρό εμείς - η οικογένειά του, οι Mικρασιάτες πρόσφυγες, η Θεσσαλονίκη, νιώθει πως η καρδιά του ελκύεται σταθερά από τους κακοπαθημένους.

Οι δικοί του Άγιοι θα είναι πάντα οι λαϊκοί, παιδεμένοι άνθρωποι.

Οι γονείς του Γ. Ιωάννου: Ιωάννης Σορολόπης και Αθανασία Καραγιάννη
_____________________

«Τι θέλεις να κάνω εγώ για σένα;» 

[.... ] λυπάμαι, κλαίω μέσα μου, όταν σκέπτομαι τον πατέρα μου και όλους τους ομοίους του, χθεσινούς και τωρινούς — γιατί, βέβαια, ο πατέρας μου δεν αποτελούσε καμιά ιδιαίτερη περίπτωση — κλαίω για τη φοβερή δουλειά, την άπειρα σκληρή δουλειά, την επικίνδυνη δουλειά, την ακατάπαυστη, που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, για να του δώσουν στο τέλος ένα μισθουδάκι, που μας έφτανε δεν μας έφτανε ως τις 25 του μηνός. Τις υπόλοιπες πέντε ή έξι μέρες — γιατί ακόμα κι αν τραβούσε 31 ο μήνας, είχε αυτό σημασία για μας, και ο Φλεβάρης ήταν ο πιο αγαπητός — τις περνούσαμε μέσα σε φοβερή στέρηση αλλά και στυγνή αξιοπρέπεια. Όλα, ακόμα και η μετάβασή μας με το τραμ κάπου, αναβάλλονταν για τις πρώτες μέρες του μήνα.

Και όμως ο άνθρωπός μας δούλευε σαν το σκλάβο, δεν είχε ώρα πηγαιμού και ερχομού, δεν ήξερε τι θα πει κρύο ή ζέστα, χιόνι ή βροχή, καθώς ως θερμαστής δούλευε το φτυάρι σε κείνη την ανοιχτή από πίσω μεριά ατμομηχανή, που την πήγαινε, με τα δικά του μπράτσα και μόνο, στη Φλώρινα, στη Δράμα, στην Αλεξανδρούπολη ή στη Λάρισα.

Καί ξαναλέω· στη θέση του ήταν άπειροι, όχι μόνο σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά και σε πολλές άλλες παρόμοιες. Εγώ όμως που δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος ούτε θεωρητικός καμιάς κοσμοθεωρίας — και ούτε θέλω να είμαι — μιλώ από τα απτά αυτά που ξέρω, φωτισμένα, βέβαια, από κάποιον κρυφό φωτισμό.

Ο άνθρωπος αυτός τελικά πέθανε στον διάδρομο ενός νοσοκομείου, τη μόνη και τελευταία φορά που χρειάστηκε να καταφύγει εκεί. Κι αυτό δεν έγινε σε καμιά αρχαιότητα, όπως θα νόμιζε κανένας κρύος, αλλά στις μέρες τις κοντινές μας. Στους ίδιους διαδρόμους, αν όχι και δρόμους, έχουν πεθάνει και πεθαίνουν όλοι οι όμοιοί του. Δεν προσπαθώ να κάνω τραγική την κατάσταση, αντίθετα να περιστείλω την έκτασή της.

Την εποχή που ο άνθρωπος αυτός ξεζουμιζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ποσοστό εκείνων που δεν δούλευαν, μα την περνούσαν μπέικα, ήταν το ίδιο αν όχι και ανώτερο από το τωρινό. Και την εποχή που αναστέλλονταν όλη η κίνηση του σπιτιού μας, γιατί δεν είχαμε ένα τάλιρο — για να μην πω και λιγότερο και φανώ απίστευτος στα μάτια των γελοίων, που ελπίζω να μη διαβάζουν τα κείμενά μου — αυτοί είχαν την ίδια οικονομική ευχέρεια, ή μάλλον την ανάλογη, της εποχής, τις ίδιες δυνατότητες να κάνουν σχέδια, και προπαντός να πραγματοποιούν, για τα παιδιά τους, τα οποία, αν ήταν καλοί γονείς, μπορούσαν κάποια στιγμή να τα πάρουν κατ’ ιδίαν και να τους πουν: 


«Τι θέλεις να κάνω εγώ για σένα;».

Όλο αυτή τη μαγική ερώτηση, τελευταία, ονειρεύομαι, δήθεν ότι μου την λέει ο πατέρας μου και σε μένα. Ποιος ξέρει τι σημαίνει αυτό, μάλλον τερματισμό κάποιας διαδικασίας, και ακούγεται τώρα έτσι μέσα μου.

Θέλω να πω ότι τα ίδια θα συμβαίνουν και τώρα και δεν το ξέρουμε — δεν το ξέρω, εννοώ. Γιατί εγώ τα κατάφερα, ξεγλίστρησα σαν τη λαδρόνα. Δουλεύω, βέβαια, αλλά δεν είμαι ούτε θερμαστής, ούτε σκαφτιάς, ούτε ναυτικός, για να βγάζω τόσο δύσκολα το ψωμί μου. Εγώ ανακατεύτηκα μ’ αυτούς τους άλλους, κάνω δουλειές που επινοήθηκαν για τους τρυφερούς βλαστούς των, και — όσο κι αν είναι αντισυνδικαλιστικό, θα το ομολογήσω — κάθε φορά που πληρώνομαι το μισθό μου μένω κατάπληκτος για τα χρήματα που παίρνω με τόσο λιγοστό κόπο, γιατί μέτρο δικό μου είναι ο πατέρας μου και οι όμοιοί του, που αν δεν έφταναν στο σημείο να σέρνονται απ’ την κούραση, να ’ναι βουτηγμένοι στη μουντζούρα, να σαπίζουν οι κάλτσες και να κολλούν πάνω στα ποδάρια τους, το μεροκάματο δεν τους το ’διναν. Λοιπόν δεν μιλώ για τον εαυτό μου, κι ούτε το βάρος πέφτει στο πώς περνώ εγώ σήμερα. 



Ο Γιώργος Ιωάννου με την οικογενειά του το 1963 στη βεράντα του σπιτιού τους στην Αγίου Δημητρίου. Από αριστερά ο αδερφός του Χριστόδουλος (Λάκης), η αδερφή του Δήμητρα, η γιαγιά Αφεντούλη, ο συγγραφέας, η μητέρα του Αθανασία και ο αδερφός του Θοδωράκης που έφυγε από τη ζωή το 1964 σε ηλικία 18 χρόνων. (αρχείο Θ. Γ. Σαρηγιάννης). 
_________________

«Τι δουλειά μπορεί να έχουμε εμείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους;»

Όποτε έτυχα σε σπίτια φιλικά, από αυτά όπου κανένας τους δεν δουλεύει, και ακούω τα μέτρα που παίρνουν για τον εαυτούλη τους, τα λεφτά που είναι σε θέση να σκορπίσουν για να θεραπεύσουν την παρωνυχίδα τους, τη σημασία που δίνουν στά ντυσίματά τους, στα φαγιά τους, στις δίαιτές τους, στην ακόρεστη διάθεση για ψυχαγωγία τους, στα ατελεύτητα δώρα τους, δεν μπορώ, όσο κι αν δεν θέλω, δεν μπορώ να μη νιώσω μια ασυγκράτητη αγανάκτηση μέσα μου.

Σκέφτομαι τον πατέρα μου, τις στρατιές των μουντζούρηδων συντρόφων του, τις γυναίκες, ιδίως τις γριές, που έρευαν μέσα στα ανήλιαγα δωμάτια πλέκοντας ή μπαλώνοντας κάλτσες, θεωρώντας μεγάλη περιουσία ακόμα και το πενηντάλεπτο. Σκέφτομαι όλους εκείνους τους άκρας τιμιότητας ανθρώπους, που αγνοούσαν τι θα πει συκοφαντία, πλεκτάνη, βρωμιά, και ζηλοφθονία ακόμα, και που για να παρηγορηθούν στη ζωή έπαιρναν κουράγιο από τους θανάτους και τις αρρώστιες των πλουσίων και των δυνατών. Αυτούς που «αγανακτούσαν», όπως οι ίδιοι έλεγαν, απ’ τη δουλειά, μα πέρασαν τόσο πικρά, τόσο περιορισμένα τη ζωή τους — δεν τους χαρίστηκε σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε δραχμή και το θεώρησαν πολύ φυσικό αυτό.

Τους σκέφτομαι και τους ντρέπομαι. Τίποτε δεν έχουμε κάνει γι’ αυτούς και για τις κακοπάθειές τους. Και θαρρώ πως έτσι θα μείνει το πράγμα. Δεν υπάρχει πια κανείς, που θα ήθελε να φέρει σε κάποια ισορροπία την κατάσταση, να επιβάλει, επιτέλους, κάποια ποινή, μια μικρή σκληρή δικαιοσύνη.

Άλλωστε, σήμερα οι παρατάξεις αυτές που επαγγέλλονται την κοινωνική δικαιοσύνη, και που έκαμναν τους μάρτυρες αυτούς — και τους άλλους — να είναι πλημμυρισμένοι οράματα και ελπίδες, εκτός του ότι έχουν γίνει από το φριχτό λέγε λέγε ολότελα κατειργασμένες και φυσικά αγνώριστες, έχουν κατά μέγα μέρος τους καταληφθεί από αυτούς ακριβώς τους άεργους, τους πλούσιους, τους αργόσχολους, τους ως επί το πλείστον ψυχοπαθείς, που κόβουν μ’ απλοχεριά κι εδώ τα μεγάλα λόγια τους. Τι δουλειά μπορεί να έχουμε εμείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους;

Γιώργος Ιωάννου, Σκέφτομαι τον πατέρα μου, "εφήβων και μη", εκδόσεις Κέδρος. (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντί», τεύχος 120, στις 3/3/1979)

Ο Γιώργος Ιωάννου στο Καστρί Κυνουρίας, όπου τοποθετήθηκε το 1960, ως φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης
______________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου