Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Η ανάγκη φυγής: Από την Ελένη του Ευριπίδη στα τραγούδια του σήμερα..


Πάντα φυγές, αποδράσεις - συχνά ανέφικτες, ανεκπλήρωτες - ονειρεύονται οι άνθρωποι, από τραυματικές και αδιέξοδες πραγματικότητες, την αιχμαλωσία, τον πόνο, άρρωστες εξαρτήσεις και ενοχές, τυραννικά απωθημένα και λάθη, από τον ίδιο τον εαυτό τους ακόμα. Τα τραγούδια είναι καθρέφτης της διαχρονικής αυτής ανάγκης του ανθρώπου.


Στο Γ’ Στάσιμο της Ελένης του Ευριπίδη, οι γυναίκες του Χορού, αιχμάλωτες του βασιλιά Θεοκλύμενου στην Αίγυπτο εκφράζουν από τη μια την άδολη χαρά τους για τη λύτρωση και τη φυγή του Μενέλαου και της Ελένης, κι από την άλλη εύχονται να μπορούσαν να πετάξουν στον αγέρα σαν τους γερανούς:


Να μπορούσα να πετάξω στον αγέρα
σαν τα λιβυκά πουλιά που αφήνουν
μπόρες χειμωνιάτικες και πάνε,
φτερουγώντας στη σειρά, τον πρωτολάτη

πρόθυμα υπακούοντας, όταν
πάνω από ξερούς ή καρπισμένους
κάμπους τα οδηγάει κι όλο κράζει
αψηλά στον ουρανό πετώντας.


(Ευριπίδη, Ελένη, στ. 1621-1628, μτφρ. Τάσου Ρούσσου)





Στη δημοτικά μας τραγούδια η ίδια ακριβώς ευχή πηγάζει από την ανάγκη της ευρύχωρης, από ψηλά ματιάς, είτε πρόκειται για το "ένδοξο αλωνάκι", τον κάμπο του Μεσολογγιού, είτε για την ξενιτεμένη αγάπη: 


«να' μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ' αψήλου, ν' αγνάντευα τη Pούμελη, το έρμο Mεσολόγγι, 
πώς πολεμάει με την Tουρκιά, με τέσσερις πασάδες»



"Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια
ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα
νά 'βλεπα την αγάπη μου, νά 'βλεπα τον καλό μου,
σε τι σαντήρια κάθεται ..."




Την ίδια επιθυμία φυγής, από τον πόνο αυτή τη φορά, εκφράζουν και οι στίχοι του Χρήστου Κολοκοτρώνη. Μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδάει η Πόλυ Πάνου



Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ' αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.

Να 'μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να 'σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.







Στο θεατρικό έργο του Βάρναλη "Άτταλος ο Τρίτος" (1971), ο Άτταλος, αφού χαρίζει το βασίλειό του, παίρνει την κιθάρα και τραγουδάει. Έτοιμος να φύγει από την ανθρωποσφαγή, τη  γη που μόνο πληγή λογίζεται και τη λάσπη. Με αυτιά και μνήμη κλεισμένη συνειδητά στο κακό. 
Σε δύο διαφορετικές εκδοχές μελοποίησης: Η πρώτη σε μουσική και ερμηνεία του Ν. Κυριαζή.
Η δεύτερη σε διασκευή και προσαρμογή στις απαιτήσεις του νέου κύματος από το Σταύρο Κουγιουμτζή με τον τίτλο "Γεια χαρά, καλή", ενταγμένη στο γνωστό δίσκο του «Όταν ανθίζουν πασχαλιές» (1971). Ερμηνεύει ο Γιάννης Καλατζής.


Πάνω στου πελάου
το σπιθάτ' αφρό
έστησα χορό,
φεύγω, αναχωρώ!


Έκανα φτερά
κι έγινα πουλί
γεια χαρά, καλή,
και μην κλαις πολύ.

Θάνατος εδώ
κι ανθρωποσφαγή.
Τούτ΄η μάβρη γη
κόκκινη πληγή.

Μέσα στην καρδιά
κόβω κάθε τι
που με συγκρατεί
με τη λάσπη αφτή,

Βούλωσα κι αφτιά
και μνημονικό,
για να μην ακώ
τίποτα κακό.

Ντύθηκα γαμπρός
από καινουργίς
άστρο της αυγής,
έβγα να με διεις.

Πάω για θεός
σε νησί τρανό
μες στο γαλανό
τον ωκεανό.

Άνεμος φυσά
παίρνει με και πα
κι η καρδιά χτυπά!
Όλα Χαρωπά!

Παίρνει με και πα
πούλουδο αλαφρό.
Πάντα με χορό
φέβγω, αναχωρώ!




Στους στίχους του Άλκη Αλκαίου, «τα πουλιά φεύγουν στα ξένα σαν τρένα εναέρια». «Η ψυχή, που δε χωράει ούτε στο σώμα, ούτε στα λόγια, ζητάει ουρανό.» Φυγή και δω, ανέφικτη μάλλον…. Μουσική και ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Μια στήλη φως του δειλινού
τη γρίλια μου περνάει,
όνειρο η μέρα πάει
και πίσω δε γυρνά.
Ανοίγω το παράθυρο
στον τελευταίο ήλιο.
Κόλλησε το βινύλιο,
σ΄ ένα "ποτέ ξανά ".

Σαν όνειρο σ΄ αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ΄ απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.

Φεύγουν στα ξένα τα πουλιά
σαν εναέρια τρένα,
να παίρνανε και μένα
μαζί τους μια φορά.
Τις αλυσίδες τ΄ ουρανού
κάθε ψυχή ζητάει.
Στο σώμα δε χωράει
στα λόγια δε χωρά.

Σαν ουρανό σ΄ αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ΄ απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.





Αλλά η φυγή μπορεί να είναι και απόδραση, διαρκής αυτή τη φορά, από ό,τι έχει οριστικά τελειώσει, απ’ όπου νιώθει κανείς ξένος….. Και η φυγή αυτή φέρνει πιο κοντά στην καρδιά, που από τη φύση της είναι πετούμενο, πιο κοντά στην αλήθεια, που απελευθερώνει.
Στίχοι και μουσική: Ορφέας Περίδης




Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά
παίρνει φωτιά και ξημερώνει
στην τελευταία ρουφηξιά

κάνω όρκο να τελειώσει πια
ό,τι τελειώνει.

Μπαίνω στο τρένο την αυγή
για να με βρει σε άλλο μέρος
η μέρα ετούτη που θα μπει
να με γλιτώσει από κει
που ήμουνα ξένος.

Φεύγω, φεύγω, κάθε μέρα φεύγω
μέτρο μέτρο, όλο πιο μακριά
φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω, 
στην καρδιά μου όλο πιο κοντά.

Ρίχνω στα μάτια μου ένα φως
και κάνω ανάκριση μονάχος, 
ο χωρισμένος μου εαυτός
είναι που χώρισε τον κόσμο
από λάθος.

Άραγε τι να φταίει τι
που ονειρευόμαστε στον ξύπνιο, 
και να ‘ναι η λησμονιά αυτή
που ανοίγει πόρτες το πρωί
στον πρώτο χτύπο.




Από το «γοργοτάξιδο καράβι της Σιδώνας», που οδηγεί το Μενέλαο και την Ελένη πίσω «στ’ ακρογιάλια με τ’ απάνεμο λιμάνι / στου Περσέα τα λαμπρά παλάτια» (στ. 1593-4) σ’ ένα άλλο καράβι, της φυγής κι αυτό, που αναζητά μια πατρίδα… Οι στίχοι και η μουσική είναι του Νίκου Ζούδιαρη και ερμηνεύει η Γεωργία Νταγάκη:


Ένα καρά ένα καράβι της φυγής, 
ένα γλυκό καράβι, 
στα όνειρα, στα όνειρά μου έρχεται
και μπαίνει κάθε βράδυ...

Στην πλώρη γράφει λεύτερος
στην πρύμνη δεν αντέχω
κι έχει στα άλμπουρα ψηλά,
ό,τι εγώ δεν έχω...

Κι ο καπετάνιος με ρωτά
κι ο καπετάνιος λέει,
"μήπως πεινάς,
μήπως πεινάς, μήπως διψάς,
κι είσαι σκοτεινιασμένος" ;

"Μήτε πεινώ,
μήτε πεινώ, μήτε διψώ,
μα ψάχνω μια πατρίδα
γιατί δεν έχω μια μεριά,
να γύρω το κορμί μου,
αν με προδώσει η θάλασσα,
ο σκύλος κι η καλή μου"...

Ένα καρά ένα καράβι της φυγής
ένα γλυκό καράβι,
στα όνειρά, στα όνειρά μου έρχεται
και φεύγει κάθε βράδυ....





Η φυγή από μια σχέση, η δύναμη να λες αντίο, να επιλέγεις τη γόνιμη μοναχικότητα από το συμβιβασμό και την εξάρτηση. Οδυνηρή η φυγή, δύσκολη η απόφαση, με παλινδρομήσεις, αμφιβολίες και πάλη εσωτερική. Μουσική: Cocciante Riccardo & Gaudi & G. Irene Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης, Ερμηνευτές: Ελεωνόρα Ζουγανέλη και Πάνος Μουζουράκης


Και τώρα πως φεύγουνε το βήμα πως κάνουνε μπροστά
τα μάτια πως κλείνουνε σ' αυτό που αγάπησε η καρδιά
είναι η μεγάλη ώρα να πεις το μένω ή το ζω
στη πόρτα απλώνω τα χέρια και θα βγω.

Φεύγω για μένα μια φορά
Μια φορά για μένα
Μα όπου κι αν πάω η καρδιά
με γυρνάει σε σένα.

Και τώρα πως φεύγουνε
που εγώ δε σου έφυγα ποτέ
το σώμα πως λύνουνε να τρέξει για το μεγάλο ναι
όσο ήμουνα μαζί σου ένιωθα μοναξιά
μα τώρα, τώρα είμαι μόνη αληθινά.

Φεύγω για μένα μια φορά
Μια φορά για μένα
Μα όπου κι αν πάω η καρδιά
με γυρνάει σε σένα.

Αυτά είναι τα δύσκολα
Αυτά είναι τα αδύνατα
Να πεις για μια φορά δε γυρίζω αληθινά
Αυτά είναι τα δύσκολα
Αυτά είναι τα απίστευτα
Να πεις για μια φορά θα τραβήξω αντίθετα.





Η φυγή με το βλέμμα στον ορίζοντα δεν είναι εύκολη υπόθεση!! Δεν θα μάθεις ποτέ να πετάς, αν δεν βρεθείς στην άκρη του γκρεμού. Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης & Αντώνης Σκαμνάκης
Μουσική: Αντώνης Σκαμνάκης
Ερμηνεία: Χαΐνηδες



Του ήλιου και της μοίρας τα ρολόγια
θολά και σκουριασμένα απ' τη βροχή
μιας μάνας δεν ακούσανε τα λόγια
και σέρνουν κύκλο πάλι απ' την αρχή.

Η ηδονή που 'ναι γραμμένη με κοντύλι
μες στης ψυχής το πιο βαθύ κιτάπι
μοιάζει με κόρη που συνάντησες το δείλι
στα μάτια την εκοίταξες κι εντράπη

Είσαι πουλί και θέλεις να πετάξεις
και όλο τον ορίζοντα κοιτάς
στην άκρη του γκρεμού αν δεν κοιτάξεις
ποτέ σου δε θα μάθεις να πετάς

Σφίγγεις τα χείλη και φορτώνεις σ' ένα κάρο
στάχυα τα όνειρά σου σε δεμάτια
τη νιότη σκιάχτρο αφήνεις πίσω για το χάρο
και ξεκινάς γι' ανεύρετα παλάτια.



Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Φραντς Κάφκα, Ποσειδώνας


Αφιερωμένο στον Φραντς Κάφκα το doodle της Google, για τα 130 χρόνια από τη γέννησή του (3 Ιουλίου 1883 - 3 Ιουλίου 2013) 

Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1883 στη Πράγα, από γονείς Εβραίους, γερμανόφωνους.
  • 1883-89: Η Πράγα κείνη την εποχή συνδύαζε μοναδικά τη γερμανική, τσέχικη κι εβραϊκή κουλτούρα και ζωή. Ο πατέρας του μεγαλέμπορος. Αυστηρός. Είχε 3 αδερφές μεγαλύτερες. Ήρεμα παιδικά χρόνια.
  • 1889-01: Στο γερμανικό δημοτικό σχολείο της Πράγας και στο γερμανικό γυμνάσιο της παλιάς πόλης. Η παιδεία του πλήρως γερμανική.
  • 1901-06: Σπουδές γερμανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Ύστερα από προτροπή και πίεση του πατέρα για λόγους σίγουρης σταδιοδρομίας, ακολουθεί τη Νομική. Γράφει τα πρώτα του έργα. Τα περισσότερα χαμένα. 
  • 1906-07: Πτυχίο Νομικής. Ένα χρόνο πρακτική δικηγορική εξάσκηση. Γράφει την «Περιγραφή Ενός Αγώνα» από τα πρώτα, πιο εκτενή κι ολοκληρωμένα έργα του.
  • 1908-12: Υπάλληλος ως δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρία εργατικών ατυχημάτων στη Πράγα, «ασχολούμενος μανιοκαταθλιπτικώς με τη λογιστική διαχείριση των υδάτων» μέχρι το 1922 όπου παίρνει σύνταξη για λόγους υγείας. Την άχαρη αυτή ζωή του υπαλλήλου ποτέ δεν αγάπησε.Το ωράριό του - από τις 8 π.μ έως τις 6 μ.μ - έκανε δύσκολη την αφοσίωσή του στο συγγραφικό έργο, περιορίζοντας παράλληλα την προσωπική του ζωή. Μόνη του ελπίδα ζωής «μια ακόμη μικρή περιοδεία». Αν και ο ίδιος ο Κάφκα ισχυριζόταν συχνά πως δεν ήταν καλός στη δουλειά του, οι αρκετές προαγωγές του αποδεικνύουν πως υπήρξε μάλλον ευσυνείδητος και εργατικός υπάλληλος στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.  

Μερικές ιστορίες του δημοσιεύτηκαν το 1909 όταν ήταν 26 ετών. Το καλοκαίρι του 1912 έγραψε τα διηγήματα "Η Κρίση" και "Η Μεταμόρφωση" οι οποίες και τον καθιέρωσαν ως σημαντικό συγγραφέα. "Η Μεταμόρφωση", η πιο διάσημη ιστορία του, περιγράφει την περίπτωση ενός νεαρού άντρα που ένα πρωινό ξυπνάει μεταμορφωμένος σε μια τεράστια κατσαρίδα. 
Οι πιο πολλές του ιστορίες διαδραματίζονται σε ένα ασφυκτικό κλειστό σύμπαν όπου ο χρόνος συμπιέζεται και όπου επαναλαμβάνεται ένα κοινό θέμα: το μοναχικό θύμα που καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ. Αυτό το θέμα αναπτύσσεται περισσότερο στο περίφημο μυθιστόρημά του "Η Δίκη". Εδώ ο πρωταγωνιστής σύρεται σε μια δίκη χωρίς να γνωρίζει γιατί κατηγορείται και τελικά εκτελείται.
Τα ημιτελή και αποσπασματικά έργα του Κάφκα επικυρώνουν την αγωνία ολόκληρου του εικοστού αιώνα. Δημιουργούν εικόνες που για πρώτη φορά εικονογραφούν τα δεδομένα του καινούργιου πολιτισμού : τη δίκη, τον πύργο, τους μηχανισμούς βασανισμού, το ανθρώπινο σκαθάρι, τον πεινασμένο καλλιτέχνη. Μέσα σε αυτά τα οραματιστικά σύμβολα συμπυκνώνονται τα συνεχή διλήμματα: γραφειοκρατία και απανθρωπιά, κεφάλαιο και εκμετάλλευση της ανθρώπινης ψυχής, πατριαρχία ενάντια στην ελεύθερη σκέψη. Άλλωστε ο όρος καφκικό έχει ήδη κατοχυρωθεί ως ορολογία για εκείνα τα έργα τέχνης που τα χαρακτηρίζει κάτι παράξενο, ασυνήθιστο και παράλογο. 
Το 1924, λίγο πριν τον θάνατό του από φυματίωση, ο Κάφκα έδωσε οδηγίες στον φίλο του και συγγραφέα Μαξ Μπροντ να κάψει τα γραπτά του, πράγμα που δεν έκανε ο Μπροντ προς όφελος της λογοτεχνίας.

.    

 

Επιστολή προς τον Πατέρα του (αποσπάσματα)


Τούτο ήταν εκείνον τον καιρό μια μικρή αρχή μόνο, αλλά αυτό το συναίσθημα της μηδαμινότητας που συχνά με καταλαμβάνει (ένα από μιαν άλλην άποψη παρ’ όλα ταύτα επίσης ευγενές και γόνιμο συναίσθημα) κρατά εν πολλοίς απ’ τη δική σου την επιρροή. Εγώ χρειαζόμουν λίγην ενθάρρυνση, λίγην ευγένεια, λίγο άνοιγμα του δρόμου μου, αντί γι’ αυτό εσύ μου τον έφραζες, με την καλή πρόθεση βέβαια να πάρω άλλον δρόμο. Αλλά για ’κείνα δεν έκαμνα εγώ. Μ’ ενθάρρυνες λ.χ., όποτε χαιρετούσα και παρήλαυνα καλά, αλλά εγώ δεν ήμουν μελλοντικός στρατιώτης, ή μ’ ενθάρρυνες, όποτε μπορούσα να τρώγω πολύ ή να πίνω μάλιστα και μπύρα επιπλέον, ή όποτε μπορούσα να τραγουδώ επαναλαμβάνοντας τραγούδια χωρίς να τά ’χω καταλάβει, ή να ψιττακίζω τις δικές σου τις αγαπημένες τις εκφράσεις, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν για το μέλλον το δικό μου. 


Εκείνον τον καιρό κι εκείνον τον καιρό παντού τη χρειαζόμουν την ενθάρρυνση εγώ. Εμένα ήδη με κατέθλιβε η σωματική σου διάπλαση και μόνο. Θυμάμαι λ.χ. πώς γδυνόμαστε συχνά-πυκνά μαζί σε κάποια καμπίνα. Εγώ λιπόσαρκος, αδύναμος, μια σταλιά, εσύ δυνατός, ψηλός, ευρύστερνος. Ήδη μέσα στην καμπίνα ένιωθα αξιοθρήνητος εγώ, και μάλιστα όχι μόνο ενώπιόν σου, αλλά ενώπιον όλου του κόσμου, διότι εσύ ήσουν για μένα το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όταν όμως βγαίναμε ύστερα από την καμπίνα κι εμφανιζόμαστε ενώπιον των ανθρώπων, εγώ απ’ το χέρι σου, ένας μικρός σκελετός, ανασφαλής, ξυπόλυτος επάνω στις σανίδες, φοβούμενος το νερό, ανίκανος να μιμηθώ τις δικές σου τις κολυμβητικές κινήσεις, που εσύ μου τις έδειχνες με καλές προθέσεις, αλλά κάμνοντας με στην πραγματικότητα να ντρέπομαι συνεχώς βαθύτατα, τότε εγώ πολύ απελπιζόμουν κι όλες οι άσχημες οι εμπειρίες μου σ’ όλους τους τομείς τέτοιες στιγμές εναρμονίζονταν μεγαλοπρεπώς. 

Tα γραπτά μου είχαν να κάμνουν μ' εσένα, εγώ θρηνούσα εκεί βέβαια μόνο ό,τι δεν μπορούσα να θρηνήσω στην αγκαλιά σου. Ήταν ένας σκόπιμα παρατεταμένος τρόπος να σε αποχαιρετώ, μόνο που ήταν ασφαλώς εξαναγκασμένος από εσένα, αλλά εξελισσόταν στην κατεύθυνση που όριζα εγώ.

young Franz Kafka, and diaries
Ο  νεαρός Φραντς Κάφκα και τα ημερολόγιά του



Ο Ποσειδώνας του Κάφκα- η σχέση του με το μυθικό πρότυπο 

  • Έχει τη διακυβέρνηση όλων των υδάτων του κόσμου, ταξιδεύει στα κύματα, ζει στο παλάτι του στα βάθη του Ωκεανού, επισκέπτεται τακτικά τον Όλυμπο και διαμαρτύρεται για τον υποδεέστερο ρόλο του σε σχέση με τον παντοδύναμο αδελφό του, το Δία.
  • Όμως ο Ποσειδώνας του Κάφκα εμφανίζεται στη διακυβέρνηση του παγκόσμιου μηχανισμού ως ένα υψηλόβαθμο, διευθυντικό στέλεχος, που δουλεύει ασταμάτητα με σχολαστικότητα και ζήλο, αλλά χωρίς να αγαπάει τη δουλειά που κάνει.
  • Αντιμετωπίζει προβλήματα, άλλα υπαρκτά (απουσία ελεύθερου χρόνου- αναψυχής) και άλλα πλαστά (θεωρεί το ρόλο του υποβαθμισμένο, σε διαρκή ανταγωνισμό με την υπέρτερη εξουσία του Δία, καταπιέ­ζεται και δουλεύει από υποχρέωση, δεν ξέρει τι πραγματικά θέλει και έχει την εντύπωση ότι όλοι αντιμετωπίζουν απαξιωτικά το ρόλο του, επειδή νομίζουν «Έτσι συνέχεια κόβει βόλτες πάνω στα κύματα κρατώντας την τρίαινα του»).
  • Συμπεριφέρεται παθητικά, έχοντας εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια ν’ αλλάξει την μικρόψυχη, γραφειοκρατική πραγματικότητα που ζει, αλλοτριωμένος σε τέτοιο βαθμό, ώστε οδηγείται τελικά στην αδιαφορία-συναισθηματική νάρκη. Περιμένει την καταστροφή του κόσμου για να βγει από το τέλμα.






Τα αφηγηματικά μέσα παρουσίασης του Ποσειδώνα 

  • Πραγματικές ή πλαστές αντιθέσεις :Ο Ποσειδώνας απαξιώνει τη δουλειά του, αλλά δουλεύει ασταμάτητα - του γίνονται διάφορες προτάσεις για άλλη εργασία, αλλά τίποτα δεν του ταιριάζει περισσότερο από τη δουλειά του 
  • Εσωτερικές συγκρούσεις ο Ποσειδώνας έχει τη δεύτερη θέση στη διακυ­βέρνηση του κόσμου και ο ηγετικός του ρόλος στο χώρο της δικαιοδοσίας του είναι αδιαμφισβήτητος· ωστόσο ο ίδιος δεν είναι ικανοποιημένος και τον υπο­βαθμίζει με τη μίζερη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων του και το αίσθημα του ανικανοποίητου που τον εξουσιάζει 

Δεν τον ικανοποιεί η δουλειά του, ωστό­σο τη διεκπεραιώνει ευσυνείδητα και σχολαστικά, με ζήλο, με υπευθυνότητα και με επιτυχία 

Θα ήθελε μια πιο χαρούμενη εργασία, αλλά βρίσκεται μετέωρος μπροστά στο άλυτο πρόβλημα της εκλογής, ανίκανος να θυσιάσει το κύρος και την αίγλη που απολαμβάνει από την άσκηση των μέχρι τώρα καθηκόντων του 

  • Ειρωνεία : Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο τον και λογάριαζε - όταν του γινόντουσαν διάφορες προτάσεις— Ο Μεγάλος Ποσειδώνας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει παρά μονάχα μια πολύ υψηλή θέση— η θεϊκή του αναπνοή κοβόταν και το σεβάσμιο στήθος του έτρεμε — περιμένει την καταστροφή του κόσμου για... να κάνει ένα μικρό ταξιδάκι, μια τόση δα εκδρομούλα. 





Το αδιέξοδο του Ποσειδώνα – το πρόβλημα εκλογής και η αγωνιώδης αναζήτηση της ελευθερίας 

Δέσμιος των επιλογών και των συμβατικών του υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να επιτελεί αιώνια τη λειτουργία του, «κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί ν’ απαλλάξει τον Ποσειδώνα από τα καθήκοντά του», γιατί μια τέτοια απαλλαγή θα έφερνε σε σύγχυση τον κόσμο, έχει μεταβληθεί σε μια μηχανή που δουλεύει ασταμάτητα, μη μπορώντας να διαθέσει χρόνο για το πνεύμα και την ψυχή του. Νευρωτικός, αγχώδης και ανικανοποίητος, οδηγείται σε απόγνωση που του καταπνίγει κάθε δυνατότητα για ελεύθερη και πρωτόβουλη δράση.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 




  • Ο Κάφκα ένιωθε έντονα το αίσθημα της ενοχής και της αντίθεσης με τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της « Σύγχρονός μας ο Κάφκα» γράφει: Ο Κάφκα είναι σκλάβος μιας πραγματικότητας που δεν του αρέσει, αλλά και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε χωρίς καμιά ελπίδα. Ζούσε τη θλίψη σαν ζωή, και τη ζωή σαν τέλος. “Για τον Κάφκα ο άνθρωπος γεννήθηκε ακυβέρνητος στο χάος και εκμεταλλεύσιμος από τσαρλατάνους, συχνά αθέατους, που το παίζουν θεοί”. Αισθάνεται: “…υπεύθυνος για την ασκήμια του κόσμου που τον περιβάλλει και βρώμικος”. Όλα φαίνονται να τον πληγώνουν, να τον λυπούν, να τον οργίζουν, αλλά ακόμη κι όταν είναι οργισμένος δεν αντιδρά. Προτιμά να αγνοεί παρά να ενεργεί.

Εντοπίστε μέσα στο διήγημα αυτό στοιχεία ενοχής, απαισιοδοξίας και αντιθέσεων. Να λάβετε επίσης υπόψη σας τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και πιο πολύ την αντίθεση που σφράγισε την ευαίσθητη ψυχή του, η οποία διαπλάστηκε από τη μορφή του πατέρα του, ενός δραστήριου και πρακτικού εμπόρου που τον προίκισε μ’ ένα ισόβιο αίσθημα κατωτερότητας και από την ευαίσθητη και τρυφερή μητέρα του. 


Αρχείο:Kafka5jahre.jpg


  • Ποιες διαφορές εντοπίζετε στον τρόπο με τον οποίο  αντιμετωπίζει τη ζωή και τη δουλειά του ο γύφτος στο ποίημα του Κ. Καρυωτάκη με τον τρόπο που την αντιμετωπίζει ο  Ποσειδώνας στο διήγημα του Φ. Κάφκα;
  • "Ανάθεσέ μου μια δουλειά όπου μπορώ να βάλω ένα κομμάτι του εαυτού μου και δεν είναι δουλειά, είναι τέχνη!" Bliss Carmann


Κώστας Καρυωτάκης, «Στροφές, 10»



Μπρούτζινος γύφτος - τράλαλα! -

τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
και που χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος - τράλαλα! -
δίνει κλοτσιά στον ήλιο!




  • Αξιοποιώντας τη μυθική μέθοδο να παρουσιάσετε σ’ ένα δικό σας σύντομο διήγημα τις σκέψεις του ΄Ηφαιστου, θεού της φωτιάς και της μεταλλουργίας.
Ο Ήφαιστος, σε αντίθεση με τον Ποσειδώνα χαίρεται να δουλεύει στο  σιδηρουργείο του, στο βυθό του Αιγαίου, σφυρηλατώντας όμορφα αντικείμενα που του παραγγέλλουν οι θεοί και όπλα για μερικούς ανθρώπους.
Αντλήστε υλικό και έμπνευση από τη ραψωδία Σ της Ιλιάδας (Οπλοποιία), όπου ο Ήφαιστος, μετά από παράκληση της Θέτιδας, καταγίνεται με την κατασκευή της καινούργιας πανοπλίας  του Αχιλλέα.
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τριτοπρόσωπη ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σχόλιο, περιγραφή, εσωτερικό μονόλογο, διάλογο.


Αρχείο:Diego Velasquez, The Forge of Vulcan.jpg

  • Ο Ποσειδώνας αντιμετωπίζει ένα δίλημμα, σύγκρουση, δηλαδή ανάμεσα στις επιθυμίες και τις αξίες του, τα «θέλω», τα «πρέπει» και τα «πιστεύω» του. Αλλάζοντας την οπτική γωνία του διηγήματος – ψυχογραφήματος, δώστε φωνή στον ίδιο, ώστε να μιλήσει για όσα τον απασχολούν και τον προβληματίζουν, τόσο στη ζωή όσο και στην εργασία του. Χρησιμοποιήστε πρώτο πρόσωπο και εσωτερικό μονόλογο.




  • Τι θα συμβούλευε ένας ψυχολόγος – σύμβουλος επιχείρησης τον Ποσειδώνα προκειμένου να  αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο τα διλήμματα και τις αντιφάσεις στη ζωή και την εργασία του; Γράψτε ένα διάλογο (μπορείτε να συνεργαστείτε ανά δύο υποδυόμενοι τους ρόλους ) ή μια επιστολή – απάντηση στους προβληματισμούς του ή  ένα άρθρο που θα στείλετε σε περιοδικό ψυχολογίας. Αξιοποιήστε  το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Μπουραντά, «Επί σκηνής χωρίς πρόβα» και το άρθρο:"Οι επτά κανόνες ηγεσίας στην επιχείρηση" 



Αντιμετωπίζοντας τις αντιφάσεις και τα διλήμματα


ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΧΝΑ να αντιμετωπίσουμε αντιφάσεις και διλήμματα που δυστυχώς δεν προσφέ­ρουν εύκολες λύσεις ή επιλογές. Για παράδειγμα, θέλου­με και επιτυχημένη καριέρα και αρκετό χρόνο για προ­σωπική ζωή. Θέλουμε τα παιδιά μας να μας ακούν, αλλά ταυτόχρονα να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες και ανεξάρ­τητη σκέψη. Τα διλήμματα, συνήθως, προκύπτουν όταν έχουμε να κάνουμε με μια επιλογή που, ενώ είναι σύμφω­νη με κάποιες αξίες ή επιθυμίες μας, ταυτόχρονα συ­γκρούεται ή είναι αντίθετη με κάποιες άλλες. Για παρά­δειγμα, μαθαίνουμε ότι ένας φίλος μας έκανε κάτι παρά­νομο. Αν τον καταγγείλουμε, είναι αντίθετο με την αξία της φιλίας. Αν δεν τον καταγγείλουμε, είναι αντίθετο με τη αξία της ακεραιότητας. Είναι συνεπώς ένα δίλημμα. Υπάρχουν επίσης, για παράδειγμα, ζευγάρια που, ενώ θέ­λουν να χωρίσουν, αντιμετωπίζουν το δίλημμα εάν πρέπει να το κάνουν ή πρέπει να παραμείνουν μαζί, κάνοντας μια συμβατική ζωή, για να μη δυσαρεστήσουν τα παιδιά τους και τους προκαλέσουν αρνητικές συνέπειες. Εδώ, πράγ­ματι, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Αλλά δύο ιδέες μπο­ρεί κάποιες φορές να μας είναι χρήσιμες σχετικά με το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε.

Το πρώτο, που μπορεί να μας βοηθήσει όταν βρισκόμα­στε σε ένα δίλημμα, είναι η σαφής ιεράρχηση των αξιών μας. Ακούγοντας την εσωτερική μας φωνή, μπορούμε και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το τι αξίζει για μας περισσότε­ρο και με αυτό το κριτήριο να επιλέξουμε.

Στην περίπτωση που πραγματικά δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε την καλύτερη επιλογή με βάση την ιεράρχηση των αξιών, ένα δεύτερο κριτήριο μπορεί να είναι το κατά πόσο η επιλογή που θα κάνουμε δεν θα μας αποκλείσει άλλες επιλογές στο μέλλον. Εδώ επιτρέψτε μου να παραθέσω μία παράγραφο από το βιβλίο μου Όλα σου τα 'μαθα, μα ξέ­χασα μια λέξη, που είναι αρκετά σχετική και που ακολου­θώ τις συμβουλές της όταν βρίσκομαι σε δίλημμα και δεν μπορώ να επιλέξω μεταξύ των εναλλακτικών. «Αρκεί πού και πού να ξαποσταίνεις, να κοιτάς ψηλά στον ουρανό και να αφήνεις το όνειρο να αγγίζει την ψυχή σου. Μετά, να αφήνεις την ψυχή σου να καθοδηγεί τη σκέψη σου. Αυ­τή είναι η μόνη πυξίδα που σου δείχνει τον δρόμο στο άγνωστο της ύπαρξης σου. Δεν υπάρχει θεωρία, ούτε κα­νόνες, ούτε συνταγές. Η ελευθερία της επιλογής είναι το ίδιο το είναι μας που μετατρέπεται στο γίγνεσθαι. Το πά­θος είναι πιο ορθό από τον ορθολογισμό. Συχνά η εσωτε­ρική φωνή είναι πιο αληθινή από τη λογική ανάλυση. Παρ' όλα αυτά, αν τα λόγια της ψυχής σου είναι ακατανόητα, αν ακούς περισσότερες φωνές, έχω μια σκέψη. Προσπάθησε η κάθε επιλογή σου να μην αποκλείει τις επόμενες. Τότε το ρίσκο είναι ασήμαντο και δεν μπορεί να σταματή­σει το ταξίδι της ζωής σου». Το νόημα αυτής της παραγρά­φου είναι ότι, όταν δεν μπορούμε ορθολογικά να αντιμετω­πίσουμε ένα δίλημμα, τότε το μόνο που μας απομένει είναι το ένστικτο ή η διαίσθηση, σχετικά με το πόσο η επιλογή μας είναι κοντά στα όνειρα μας, στον ιδανικό μας εαυτό και σε αυτό που μας παθιάζει περισσότερο.

Τρίτον, μια άλλη σκέψη που μπορεί να βοηθήσει, κυ­ρίως στις αντιφάσεις, είναι το "both and more" ή, καλύτε­ρα, το «και το ένα και το άλλο». Αρκετές φορές μάς τυ­ραννά το «ή», η διάζευξη. Να κάνω ετούτο ή εκείνο, να έχω υψηλή ποιότητα ή χαμηλό κόστος, να έχω επιτυχημέ­νη καριέρα ή ποιοτική προσωπική ζωή, να ικανοποιήσω το χατίρι του ενός ή του άλλου παιδιού μου, της μαμάς ή του μπαμπά. Το «και το ένα και το άλλο» σημαίνει να προ­σπαθούμε να βρίσκουμε έξυπνες λύσεις που να ικανοποι­ούν και το ένα και το άλλο ταυτόχρονα. […..]





Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Η σαρωτική εφηβεία της μέσης ηλικίας ή αλλιώς τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν και ζητούν εκδίκηση»

Anthony Frederick Augustus Sandys, Penelope, 1878

Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία. Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ...» Όλα συνηγορούν σ' αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν. Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ζουν τα δικά τους βάσανα.
Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Μάρω Βαμβουνάκη, Ερωτευμένος Πολωνός (από το εξώφυλλο του βιβλίου)

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε. Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά; Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι' αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση. Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ' ένα φάκελο που γράφει απ' έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ' την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος...» Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ' εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ' αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι' αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ' αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.



The Artist's Mistress by Charles Sims RA RWS, 1873-1928.

[……] Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε - συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι' αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ' τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».


Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», εκδόσεις Ψυχογιός



Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ο Έρωτας του Δον Περλιμπλίν με την Μπελίσα στον κήπο του»

Άννυ Πασπάτη (Μπελίσα), Νικήτας Τσακίρογλου (Περλιμπλίν).

Των ερώτων τα θαύματα

Ο
 έρωτας του Δον Περλιμπλίν και της Μπελίσα στον κήπο (The Love of Don Perlimplín and Belisa in the Garden) γράφτηκε το 1928 από τον ισπανό δραματουργό Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1933.

Το έργο αφηγείται την ιστορία ενός ηλικιωμένου εργένη, του Περλιμπλίν. Ο άνδρας πείθεται από την υπηρέτρια του την Μαρκόλφα να αναζητήσει γυναίκα για να παντρευτεί καθώς αυτή είναι ηλικιωμένη και σύντομα δεν θα μπορεί να τον φροντίζει. Ο Δον Περλιμπλίν εκφράζει τις αμφιβολίες του αλλά τελικά συμφωνεί να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερη του, Μπελίσα. 

Νικήτας Τσακίρογλου (Περλιμπλίν), Μαργαρίτα Λαμπρινού (Μαρκόλφα).

Η Μπελίσα οδηγείται σε αυτόν τον γάμο παρακινούμενη από την άπληστη μητέρα της, που την πείθει πως ένας τέτοιος γάμος θα την κάνει πιο ελκυστική για τους άλλους άνδρες. 

Την πρώτη νύχτα του γάμου τους, η Μπελίσα απατάει τον Περλιμπλίν. Αυτός, όμως, θα γίνει ο μυστικοσύμβουλός της και θα χαίρεται να την ακούει να του μιλάει για τα ηδονικά όνειρα που πλέκει για κάποιον άγνωστο, ο οποίος τριγυρνάει τη νύχτα κάτω από τα παράθυρά της, με το πρόσωπο κρυμμένο μέσα στην κόκκινη κάπα του. 

Ο τυλιγμένος με κόκκινα άνθρωπος, διακρίνεται ανάμεσα στα κλαριά του κήπου, παραπατάει και πέφτει. Είναι ο Περλιμπλίν: ο μασκοφόρος εραστής ήταν αυτός. Αυτοκτονώντας σκοτώνει τον αντίζηλο του.

Η Μαρκόλφα θα τον σαβανώσει με το κόκκινο νεανικό του κοστούμι και η Μπελίσα θα αγαπήσει για πάντα και με πάθος νεκρό τον Περλιμπλίν.

Ο Λόρκα συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο το κωμικό με το τραγικό στοιχείο, αναζητώντας την πνευματική ουσία του έρωτα και ανάγοντας τον από το επίπεδο του σώματος στο επίπεδο της ψυχής. 

Άννυ Πασπάτη (Μπελίσα), Νικήτας Τσακίρογλου (Περλιμπλίν).

Ο Λόρκα στο "Περλιμπλίν και Μπελίσα... "δανείζεται" τη στοιχειώδη ιστορία της λαϊκής φυλλάδας, αλλά μόνο για να την ανατρέψει εκ βάθρων και για να της δώσει περιεχόμενο τραγικό.

Ο πλούσιος, άσχημος, άχαρος γερο-φασουλής Δον Περλιμπλίν του Λόρκα... είναι ο μόνος Περλιμπλίν στον κόσμο που δεν έκανε... περλιμπλινική καριέρα! Ζει μόνος, σε μια γριά οικονόμο - υπηρέτρια που τον φροντίζει, στο αρχοντικό, μεγάλο, άχαρο σπίτι του, ανάμεσα σε αμέτρητα βιβλία που του κρατούν συντροφιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα... και ούτε καν φαντάζεται τι σημαίνει να ονομάζεται "Δον Περλιμπλίν".

Απέναντι απ' το σπίτι του τελευταίου Ισπανού ιδαλγού, Δον Περλιμπλίν, έρχεται να εγκατασταθεί μια πανέμορφη νέα κοπέλα που με το μοιραίο της όνομα, "Μπελίσα", είναι σαν να ξεπήδησε μέσα απ' τις σελίδες του Λόπε ντε Βέγκα και κουβαλά μαζί της όλη την "προίκα" μιας μυθικής περσόνας. Είναι η προσωποποίηση της "ξελογιάστρας", αιώνιας γυναίκας, της άπιαστης, άπιστης, ποθητής μικρής ερωμένης! Ενσαρκώνει όλους τους μύχιους, ανεκπλήρωτους πόθους του Περλιμπλίν και στήνει μπροστά του ολοζώντανη τη θηλυκή μορφή που τον έλκει και τον σαγηνεύει ακαταμάχητα: της λαϊκής "κούκλας" Μπελίσα.

Έχει φτάσει πια, όπως φαίνεται, ο καιρός του δικού του: "έρως ανίκατε μάχαν"! Ή είναι σαν ο δαίμονας που προσπαθούσε μάταια τόσον καιρό να βάλει σε πειρασμό τον Δον Κιχώτη δείχνοντας του ωραία, ηλιόλουστα, υπαρκτά τοπία γυμνών γυναικών, ενώ εκείνος δεν είχε μάτια για αλλού εκτός από την αιώνια, ανύπαρκτη και ιδανική για τούτο αγαπημένη του, Δουλτσινέα, να έστρεψε τώρα το διαπεραστικό του βλέμμα επάνω στον Περλιμπλίν! 

Εδώ σε αυτό το σημείο ακριβώς, τη στιγμή που συναντιούνται ο ήρως της λαϊκής φυλλάδας "αλληλούιας" με την ηρωίδα του Λόπε, κλείνει η παρένθεση μας κι αρχίζει το έργο του Λόρκα.

Στον... ξύλινο φασουλή που έγινε άνθρωπος μέσα από τον έρωτά του, ο θεατής αναγνωρίζει μια όψη του προδομένου εαυτού του. Δεν ξέρει αν πρέπει να γελά ή να κλαίει με τα παθήματα του ήρωα, όμως τώρα σίγουρα γνωρίζει από πρώτο χέρι... τι σημαίνει να ονομάζεσαι "Δον Περλιμπλίν".


Βέρα Δεληγιάννη (Μητέρα της Μπελίσας), Άννυ Πασπάτη (Μπελίσα).

...η όμορφη Μπελίσα στον κήπο θα τον καρτερεί

Στο
 Μεγάλο Ερωτικό (1972), συναντάμε την αξεπέραστη ερμηνεία της Φλέρυς Ντανωνάκη στο τραγούδι "Πέρα στο θολό ποτάμι" από το έργο Περλιμπλίν και Μπελίσα. Μουσική Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Νίκος Γκάτσος.

Πέρα στο θολό ποτάμι
έσκυψε η νύχτα να λουστεί.
Έτσι και η όμορφη Μπελίσα
μ' ένα φιλί θα δροσιστεί.

Πάνω στο πέτρινο γεφύρι
κάθεται η νύχτα δροσερή.
Έτσι και η όμορφη Μπελίσα
στον κήπο θα τον καρτερεί.


Γέλιο και κλάμα για κάθε φασουλή που αγάπησε.....

Το μονόπρακτο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Ο Έρωτας του Δον Περλιμπλίν με την Μπελίσα στον κήπο του» παρουσιάστηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1976 μαζί με τους «Φασουλήδες του Κατσιπόρα», ιλαροτραγωδία για κουκλοθέατρο, σε σκηνοθεσία του Κώστα Μπάκα. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Νικήτας Τσακίρογλου και η Άννυ Πασπάτη.


Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι αποκαλυπτικός ως προς τη σκηνική πρόθεση του Λόρκα: «Amor de Don Perlimplin con Belisa en su jardin — Aleluya erotica en cuatro cuadros y un prologo — Version de Camara», «Ο Ερωτας του Δον Περλιμπλίν με την Μπελίσα στον κήπο του - Τραγούδι της αγάπης σε τέσσερις εικόνες και έναν πρόλογο - Παραλλαγή δωματίου».

Με τον όρο «versiοn de camara» ο ποιητής έδινε μια υπόσχεση. Θα επιχειρούσε κάποτε να αναπτύξει το θέμα του έργου σε έκταση τέτοια που να καλύπτει τις πολυσύνθετες προϋποθέσεις του. Η φριχτή του μοίρα δεν του επέτρεψε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Έτσι, μας άφησε αυτή την ευλογημένη μικρογραφία, που δεν ξεπερνά τις διαστάσεις που έχουν το χαμόγελο και το δάκρυ, ενωμένα κι αξεχώριστα.

Το 1933,
 τη χρονιά που ο θίασος της Χοζεφίνας Ντίαθ ντε Άρτιγκα ανέβασε στο θέατρο Beatriz» της Μαδρίτης τον «Περλιμπλίν» ο Ισπανός ποιητής σε μια του συνέντευξη δήλωνε χαρακτηριστικά:

«Ο
Έρωτας του Δον Περλιμπλίν και της Μπελίσας είναι το σχέδιο ενός δράματος. Έβαλα σ' αυτό το έργο μόνο τις απαραίτητες λέξεις, για να διαγράψω απλώς τους χαρακτήρες..... Ο Δον Περλιμπλίν είναι ανάμεσα στους άνδρες ο λιγότερο απατημένος σύζυγος. Η απονεκρωμένη του φαντασία ζωντανεύει ύστερα από τη χυδαία απάτη της γυναίκας του. Δεν θ' αργήσει όμως να «κερατώσει» με μιας όλες μαζί τις γυναίκες...

Εκείνο
που φρόντισα στο έργο αυτό ήταν να υπογραμμίσω την αντίθεση ανάμεσα στα στοιχεία του λυρισμού και του γκροτέσκ και παράλληλα να τα συνδυάζω σε κάθε περίπτωση. Το μονόπρακτο αυτό είναι διαρθρωμένο με μουσική σαν μια μικρή όπερα δωματίου».



Στις λίγες αυτές γραμμές δίνεται συνοπτικά όλη η δραματουργική ιδιοσυγκρασία του λορκικού κειμένου. Το έργο εμφανίζει την ώριμη κυριαρχία πάνω σε μια θαυμαστή τεχνική, που oι όροι της πρέπει να αναζητηθούν στη φάρσα, το κουκλοθέατρο, το μπαλέτο, την όπερα και την παντομίμα. Οι ήρωές του είναι φτιαγμένοι από το υλικό του παραμυθιού, από την πρωτόγονη δηλαδή ουσία του θεάτρου. Νευρόσπαστα σε επιδέξια χέρια, χάρτινες φιγούρες που μιλούν, τραγουδούν και χορεύουν, αναπαριστάνοντας κάποιο δράμα της ζωής. Ο λόγος τους έχει την αφαίρεση της ποίησης. Περιορίζεται σε λέξεις ελάχιστες, φορτισμένες από όνειρο και πάθος.

Το μονόπραχτο αυτό συμπυκνώνει κατά τρόπο χαρακτηριστικό την πρωταρχική και αποκλειστική αρετή της λορκικής δραματουργίας : Ένα ποίημα που γίνεται θέατρο, αποκαλύπτοντας στη σκηνή τις πολλές, κρυφές του διαστάσεις.
Χωρίς αμφιβολία, ο Περλιμπλίν του Λόρκα είναι ο φασουλής που το 'σκασε από το κουκλοθέατρο, για να βγει στη σκηνή των ανθρώπων. Το ίδιο και η Μπελίσα, αυτή η άκαρδη, χάρτινη κούκλα. Εκείνος, το θύμα της ερωτικής θυσίας, που θα τιμωρήσει τον θύτη του, δίνοντας της την ψυχή που της έλειπε. Εκείνη, το ανέρωτο σκεύος της αγάπης, που θα νιώσει πόσα δάκρυα κοστίζει μια ένανθρώπιση. Και οι δυο μαζί: το νευροσπαστικό ειδύλλιο ενός καθημερινού ζευγαριού, που από γελοιογραφία γίνεται χορός θανάτου. Ο Περλιμπλίν, μόνο πεθαμένος θα κερδίσει την Μπελίσα— την όποια Μπελίσα— θυσιάζοντας σε αντάλλαγμα «το κορμί της κλειδαρότρυπας», που τόσο αγάπησε. Η ολοζώντανη Μπελίσα μόνο στην απουσία του θανάτου θα μάθει να κλαίει τον Έρωτά της, τον Περλιμπλίν — τον όποιο Περλιμπλίν— που ανεπίστρεπτα χάνεται.

«Το ουσιαστικό θέατρο» είχε γράψει ο Φεντερίκο Γκαρθία «είναι σχολείο γέλιου και θρήνου». Η άποψη λειτουργεί καίρια στην περίπτωση αυτής της ονειρικής μινιατούρας, που οι φιγούρες της μεταλαβαίνουν το «σκοτεινό νερό» της ύπαρξης και ακτινοβολούν ένα άμεσο και ριζικό πάθος. Το λαϊκό αυτό πάθος που έκανε έναν Ισπανό ποιητή να μπορεί να δονεί ένα μόνιμο και οικουμενικό ανθρώπινο νεύρο.

Το γέλιο και το κλάμα, αυτή η καθημερινή δισυπόστατη εκδήλωση της ζωής, παγιδεύουν συναισθηματικά τον θεατή του «Περλιμπλίν». Πρέπει να γελάσει και να κλάψει μαζί, όσο διαρκεί αυτό το λιλιπούτειο δράμα δωματίου, καθώς θα αναπολεί το δικό του χαμένο για πάντα Περλιμπλίν και τη δικιά του μακρινή Μπελίσα. Μια γκροτέσκα μίμηση μοιχείας, που καταλήγει σ' ένα ρομαντικό ειδύλλιο θανάτου, με καρφωμένο το μαχαίρι της ποίησης στην καρδιά του κάθε φασουλή πού αγάπησε.

ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ (από το πρόγραμμα της παράστασης της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Περλιμπλίν και Μπελίσα - Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα (1977)»


Περλιμπλίν, μια τραγική μαριονέτα

Ο συντηρητικός πουριτανός και μυστικοπαθής Περλιμπλίν, πληγωμένος από τις απιστίες της γυναίκας του και μη μπορώντας να απελευθερώσει τον πόθο που ένιωσε για το κορμί της, όταν το είδε γυμνό από την κλειδαρότρυπα, μεταμφιέζεται σε νεαρό εραστή, της εμπνέει ένα ασυγκράτητο πάθος και παρασύροντάς την σε μια φανταστική μοιχεία, καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά του.

Μέρος
της θεματικής του κειμένου, τα σκοτεινά αισθήματα του έρωτα και του μίσους, η έλξη για τη ζωή και το θάνατο, το μυθικό πρότυπο του πόθου και η διφορούμενη φύση της μεταμφίεσης.

Θύ
μα και θύτης μαζί ο Περλιμπλίν, περνάει από τη γελοιότητα του ηλικιωμένου, απατημένου συζύγου στην καταστροφική δύναμη μιας νιότης που δεν έζησε ποτέ και μεταμορφώνεται σε τραγική μαριονέττα.


Απόσπασμα από κριτική της Ελένης Βαροπούλου για την παράσταση της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Περλιμπλίν και Μπελίσα - Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα (1977)» Δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7/11/1976)


Το παραπάνω υλικό καθώς και οι φωτογραφίες προέρχονται από το ψηφιοποιημένο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου: http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=422#photos



Αγάπη αγάπη

Νίκος Γκάτσος, Σταύρος Ξαρχάκος, Δήμητρα Γαλάνη
Από το θεατρικό έργο "Περλιμπλίν και Μπελίσα" του Λόρκα.

Αγάπη αγάπη
κουράστηκα να σε περιμένω.
Δώσ’ μου το χέρι σου το ματωμένο.

Αγάπη αγάπη
ποια χαραυγή θα σε ξαναφέρει
μ’ ένα αστροκέντητο πικρό μαχαίρι;

Αγάπη αγάπη
στο περιβόλι που σε προσμένω
στείλε το αηδόνι σου το δακρυσμένο.

Federico García Lorca by David Seymour from La maleta de Capa/Capa's Suitcase/The Mexican Suitcase. The Mexican Suitcase is a set of three small cardboard boxes in which remained saved and missing for seven decades, between 3000 and 4000 negatives that Robert Capa, Gerda Taro, and David Seymour ( Chim ) took, mainly during the Spanish Civil War-- May 1936 to the spring of 1939.:

Federico Garcia Lorca
5 Ιουνίου 1898 -19 Αυγούστου 1936

Η εκπομπή «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ» αφιερώνει ένα από τα επεισόδια της στον Ισπανό Ποιητή και θεατρικό Συγγραφέα FEDERICO GARCIA LORCA (1898 – 1936). 

Ο Διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και λογοτέχνης ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ προσεγγίζει την ποίηση και την θεατρική πορεία του Ποιητή μέσα από τις επιρροές, που του άσκησε η ισπανική λογοτεχνία του 18ου και 19ου αιώνα, η ανδαλουσιανική ποίηση και το μαυριτάνικο και τσιγγάνικο τραγούδι.