Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Αντώνης Σαμαράκης, Ζητείται Ελπίς


Η συγκεκριμένη εκπομπή είναι αφιερωμένη στον ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ, στον πεζογράφο της μεταπολεμικής γενιάς, το έργο του οποίου γνώρισε διεθνή αναγνώριση. Ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ θυμάται την συνέντευξη που είχε πάρει από τον συγγραφέα, στο πλαίσιο της σειράς «Πορτραίτο της Πέμπτης» (1977). 



Στην εκπομπή εκείνη ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ πλαισιώνεται από δέκα μαθητές Γυμνασίου, οι οποίοι δίνουν τη δική τους εικόνα για τον λογοτέχνη. Η συζήτηση επικεντρώνεται στα έργα του ΣΑΜΑΡΑΚΗ «Ζητείται ελπίς», «Σήμα κινδύνου», «Αρνούμαι», «Διαβατήριο», καθώς και «Το λάθος», ενώ προβάλλονται και πλάνα της γαλλικής κινηματογραφικής μεταφοράς αυτού του βιβλίου. 

Επιδιώκοντας να προβάλλει άγνωστες πτυχές της ζωής του συγγραφέα, ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ αναφέρεται στην παλαιότερη φιλοδοξία του Σαμαράκη να ασχοληθεί με το θέατρο, και ακούγεται ηχογραφημένο μήνυμα στο οποίο ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ κάνει λόγο για το συγκεκριμένο γεγονός, εκφράζοντας παράλληλα και τις ευχαριστίες του για αυτά που του χρωστά το Θέατρο Τέχνης. Η συνέντευξη διανθίζεται με αποσπάσματα από τα έργα του ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ «Μια κάποια περίπτωση», «Το διαβατήριο», καθώς και το παιδικό ποίημα «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», τα οποία διαβάζει η ΝΙΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ. 

Στον επίλογο της εκπομπής ο ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ απαντά σε ερώτημα σχετικά με το ρόλο του λογοτέχνη στην κοινωνία, και απευθύνει, κλείνοντας, ένα μήνυμα προς τη νέα γενιά.

[Από το αρχείο της ΕΡΤ]


" Είχε μια διαρκή εφηβεία και στη ζωή του και στα γραπτά του" 

Η πορεία του Αντώνη Σαμαράκη

Γεννημένος στην Αθήνα στις 16 Αυγούστου του 1919, ο Αντώνης Σαμαράκης σπούδασε νομικά από το 1937 ως το 1941, ενώ από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945 ως το 1963.

Αντιστασιακή δράση ανέπτυξε και κατά τη δικτατορία. Στη Μεταπολίτευση δημοσίευσε πολλά κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου.

Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας.

Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας.


Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ζητείται ελπίς». Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. 

Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητώv της Ιατρικής.

Μυθιστορήματα

Σήμα κινδύνου (1959), Το λάθος (1965), Εν ονόματι (1998), 

Διηγήματα

Ζητείται ελπίς(1954), Αρνούμαι (1961), Το διαβατήριο (1973), Η κόντρα (1992), Αυτοβιογραφία 1919- (1996) , Γραφείον ιδεών (1962)

[Πηγή: el.wikipedia.]


Στιγμιότυπο μετά από συνέντευξη τύπου για τη διοργάνωση τηλεμαραθωνίου
της UNICEF, αγκαλιά με προσκαλεσμένα παιδιά από την Κολομβία.


Α. Σαμαράκης, πεζογράφος της κοινωνικής συνείδησης

Ο Σαμαράκης έταξε ευθύς εξ αρχής ορισμένους στόχους, και στα είκοσι χρόνια της πεζογραφικής σταδιοδρομίας του δεν απίστησε ποτέ σ’ αυτούς· ίσα-ίσα τους εμπλούτισε, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σήμερα σαν σταυροφόρος που έχει πάρει όρκο να χτυπάει μέχρι τελευταίας πνοής του τους μισητούς εχθρούς του ανθρώπου και της ανθρωπιάς. Και είναι οι εχθροί αυτοί οι κάθε πόλεμος, ο πυρηνικός πόλεμος, ο ολοκληρωτισμός, η εκμηδένιση του αδύναμου μοναχικού ατόμου μέσα στους τερατικούς μηχανισμούς της εποχής μας. 

Από την πλευρά της τεχνικής βασίζεται απαρέγκλιτα σε κάποιο εύρημα ή συρροή ευρημάτων που εντυπωσιάζουν. Από την πλευρά του τρόπου με τον οποίο εκφράζει την αντίθεσή του σε όσα καταγγέλλει, προσφεύγει πάντα στη χειρονομία. Οι ήρωες των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του προβαίνουν σε κάποια χειρονομία: ξεριζώνουν ένα δέντρο, καταστρέφουν μια εφεύρεσή τους, φυγαδεύουν εκείνον που συλλάβανε, σκοτώνουν ένα παιδάκι που παίζει τον πόλεμο κ.ο.κ.

Δεν είναι, λοιπόν, άστοχο αν ονομάσουμε τον Σαμαράκη πεζογράφο της κοινωνικής συνείδησης. Και για να εκδηλώσει την εξανάστασή του ή για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου συχνά χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ. Όπλο από τα πιο αποτελεσματικά.


" Όσο υπάρχουν άνθρωποι ανήσυχοι στον κόσμο μας, όσο υπάρχει ανησυχία
 στον κόσμο μας , υπάρχει ελπίδα"  Αντώνης Σαμαράκης (Σήμα Κινδύνου )


H επιτυχία του Σαμαράκη οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην εύστοχη επιλογή των ηρώων του: απλοί, καθημερινοί άνθρωποι - «κανένα από τα πρόσωπα του Σαμαράκη δεν ανήκει στους ισχυρούς», παρατηρεί στο δοκίμιό του για το συγγραφέα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στο περιοδικό «Γιατί». Με τους ήρωές του αυτούς ο Σαμαράκης διαλέγεται ισότιμα, πλάι - πλάι, και όχι απέναντι ή από καθέδρας. 

H γραφή του Σαμαράκη είναι άμεσα «καταναλώσιμη». «Τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του Σαμαράκη αντιπροσωπεύουν το σύγχρονο άνθρωπο που συνθλίβεται από τους μηχανισμούς του κράτους και την αδιαφορία».  Ως πολίτης και δημόσιο πρόσωπο έχει οξυμμένη συνείδηση της κοινωνικής του αποστολής. 

Ο Σαμαράκης δεν παύει ποτέ να υψώνει στεντόρεια τη φωνή του κατά των παντοειδών παρεμβάσεων των εξουσιαστικών μηχανισμών. H σχέση του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τις εχθρικές εξουσίες και τις ολοκληρωτικές υπό κοινοβουλευτικό μανδύα, είναι ένας σταθερός θεματικός άξονας του Σαμαράκη. O Αντώνης Σαμαράκης πιστεύει ότι «ο συγγραφέας οφείλει να είναι η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή». Συνομιλώντας με το Βασίλη Λεβαντίδη, απαντά στη σχετική ερώτηση ως εξής: 

Ποια είναι η υποχρέωση του συγγραφέα; 

Να είναι παρών! Να είναι η φωνή εκείνων που δεν έχουν φωνή, των καταπιεσμένων, των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων, των φυλακισμένων, των φορέων του AIDS που τους κλείνουμε σε γκέτο και δεν τους θέλουμε ενώ δεν μεταδίδεται έτσι απλά το AIDS. 

Των  απεξαρτημένων παιδιών που με αγώνα απεξαρτήθηκαν από τα ναρκωτικά και όμως δεν τους θέλουμε και δεν τους δίνουμε δουλειά και δεν τους βρίσκουμε δουλειά και δεν  τους δεχόμαστε, των ρομά, δηλαδή των τσιγγάνων που ζουν σε γκέτο. Δεν είναι  παραδεκτή η γκετοποίηση της Ελλάδας.




Ο ανθρωπισμός του Α. Σαμαράκη

[…] Ο άνθρωπος του Σαμαράκη αγωνίζεται για την ελευθερία του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο (με τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την πίστη) να διατηρήσει τη διανοητική ισορροπία κα την ηθική ακεραιότητά του. Παράλληλα, πίσω από το κατακερματισμένο κοινωνικό σκηνικό, οι χαρακτήρες του διατηρούν μιαν εσωτερική πληρότητα, μιαν αίσθηση εσωτερικής αυτάρκειας, που αγωνίζεται μόνη —και για τούτο αδέσμευτη— εναντίον των κοινωνικών συμβάσεων και γενικότερα εναντίον του ανθρώπινου παραλογισμού.

Εδώ ήταν το επίκεντρο της ανησυχίας μου: η ανησυχία για την ελευθερία. Γιατί οι λογής λογής φόβοι που κυριαρχούν στον κόσμο μας, και προ παντός οι δυο βασικοί φόβοι, ο φόβος του πολέμου και ο φόβος της πείνας, τελικό αποτέλεσμα έχουν να προδίνουμε την ελευθερία, την ανάγκη για ελευθερία που μας είναι έμφυτη. Και σιγά σιγά, θά ’ρθουν οι κατοπινές γενιές που δε θα αισθάνονται τίποτα στη λέξη «ελευθερία» Γιατί θα νεκρωθεί το ένστικτο της ελευθερίας με την διαρκή υποταγή στο φόβο του πολέμου και στο φόβο της πείνας. […]

 Στηριγμένος στη θεμελιώδη αυτή ανησυχία ως βασική βιοθεωρητική προϋπόθεση του έργου του, ο Σαμαράκης οδηγεί τον αναγνώστη του στον χώρο μιας αποφασιστικά απελευθερωμένης σκέψης, μιας επίμονα ελεύθερης ατομικότητας, όπου κυριαρχούν οι αξίες ενός διαχρονικού ανθρωπισμού και η βαθειά πίστη στη μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπου. […]





Περί εξουσιών και ελπίδας...

Έχετε δηλώσει ότι  οι εξουσίες έχουν την τάση να ξεχνούν το ανθρώπινο παράδειγμα. 

Ε αυτό είναι! Μα αυτό είναι το λάθος τους. 
Ενώ είναι πάνοπλες, πανίσχυρες, τον ανθρώπινο  παράγοντα τον ξεχνούν. Όποτε έπεσε μια δικτατορία, μία χούντα, ένα τυραννικό  καθεστώς, ο ανθρώπινος παράγων ήταν που τον γκρέμισε. 
Ο ανθρώπινος παράγων τον οποίο ξεχνούν. Θα είδατε και πρόσφατα, στις χώρες εκείνες που έχουν καθεστώτα  τυραννικά πως βούλιαξαν σαν να ήταν από χαρτάκι. 

Οι κοινωνικές  ανισότητες φαίνεται ότι μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο… 

Πολύ καλά τα λέτε. Ας αρχίσουμε πάλι από την ελπίδα. 

Η ελπίδα, που θα έπρεπε να είναι ένα αγαθό σε  κοινή χρήση ελεύθερο, είναι ένα αγαθό εν ανεπάρκεια αλλά και εν ελλείψει. Και  βέβαια εμείς παλιά λέγαμε γενικά στο σχολείο « dum spiro  spero », όσο αναπνέω ελπίζω.
 Αλλά στην Αθήνα, με την μόλυνση του  περιβάλλοντος, όσο αναπνέεις δεν ελπίζεις γιατί μπαίνει και η μόλυνση. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, σήμερα διάβαζα στις εφημερίδες, στον «Αγγελιοφόρο» ότι  έχετε μία σημαντική μόλυνση, ένα νέφος. Και πάλι δεν ελπίζεις λοιπόν. 

Εδώ  χρειάζεται αγώνας ατομικός και συλλογικός για να βρεθεί αυτή η ελπίδα. 



Και οι νέοι; κι ο έρωτας; 

O Αντώνης Σαμαράκης υπήρξε και παραμένει ένας απότους πιο αγαπημένους συγγραφείς των νιάτων που πάντα θα διψούν και θα ZHTANE ΕΛΠΙΔΑ και θα APNOYNTAI τον κόσμο ως έχει, όπως ο ίδιος που υπήρξε η άγρυπνη συνείδηση της ταραγμένης εποχής του (1954-1973), εξεγερμένη στις παντοειδείς ορατές και αόρατες εξουσίες, στρατευμένη σ' έναν μαχόμενο ανθρωπισμό, ταγμένη «φυλάττειν Θερμοπύλας». (Γιάννης Κουβαράς «H AYΓH»)

Θα λέγατε κάτι σε έναν νέο - κοιτώντας τον στα μάτια - έναν νέο που κάνει δειλά – δειλά, τα πρώτα του βήματα στη ζωή;

Ναι, ναι στα μάτια όσο μπορώ γιατί δεν έχουμε δικαίωμα να κοιτάμε στα μάτια τα παιδιά σήμερα, είμαστε ένοχοι. Είμαστε ένοχοι, εμείς οι μεγάλοι, στα χρόνια και στα αξιώματα.


Και μπροστά στα μάτια ενός παιδιού πρέπει να σκύβουμε με συντριβή το κεφάλι. Αν μπορούσα κάπως να το κοιτάξω θα του έλεγα, σε παρακαλώ  να αγωνιστείς, γιατί τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγώνα, να μείνεις έτσι όπως είσαι σήμερα, στα φυσικά σου χρώματα αυθόρμητος, ειλικρινής χωρίς υποκρισίες σε όλους  τους τομείς, να είσαι πάντα ο εαυτός σου.


Κι εγώ κάνω τη διάκριση μεταξύ της θαυμάσιας νέας  γενιάς που έχουμε σήμερα και εμάς. Εμείς οι μεγάλοι κάνουμε αυστηρά κριτική άδικη και  βλακώδη και γελοία. Διότι εμείς λέμε "η νεολαία σήμερα"

Ποια νεολαία σήμερα; Η νεολαία είναι θαυμάσια, εμείς δεν είμαστε άξιοι της νεολαίας. Λέγαμε η αγνή  ελληνική επαρχία και εγώ είμαι από επαρχία και οι ρεματιές ήταν γεμάτες με εξώγαμα πνιγμένα και η αιμομιξία σύννεφο. 



Σήμερα οι σχέσεις των δύο φύλων είναι  ειλικρινείς, απλές. Εγώ είδα στην Καλαμαριά προχθές, το βλέπω και στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις τη νύχτα μέσα... ένα αγόρι και ένα κορίτσι  αγκαλιασμένα. Η εικόνα της ομορφιάς, της αλήθειας και της ζωής. 



Και παίρνω κουράγιο, αισιοδοξία, όπως παίρνω κουράγιο από τα φορτηγά που γράφουν πίσω 

«Έχει  ο Θεός». 

Εντάξει, έχει ο Θεός αλλά ως πότε θα έχει;

Μήπως απελπίστηκε και αυτός;
Θα του έλεγα λοιπόν κι αυτό: 


«Να μείνεις όπως είσαι παιδί μου, να αγωνιστείς να μείνεις όπως είσαι»! 




Η έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Ζητείται ελπίς»


Το ’53 είχα διάφορες σκέψεις, αμφιβολίες, ερωτηματικά, προβληματισμούς, ιδέες που δεν μπορούσαν να γίνουν ποιήματα. Έτσι έγραψα μια πρώτη σειρά διηγημάτων που τα συγκέντρωσα στο πρώτο μου βιβλίο «Ζητείται ελπίς». 

Το τύπωσα μόνος μου με χίλια βάσανα, με τα δικά μου βέβαια έξοδα, με υπερωρίες και ξενύχτια. Τύπωσα 50 αντίτυπα και γυρνούσα από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο, όχι για να το αγοράσουν. Δωρεάν τους το έδινα, να το βάλουν στην αποθήκη τους. Πλήρης αδιαφορία. Ήμουν ένας άγνωστος, φτωχοντυμένος δημόσιος υπάλληλος της δεκάρας. 

Φτάνω στο Σύνταγμα και κάθομαι σ’ ένα καφενεδάκι. Δίπλα μου εργάτες, άνθρωποι της δουλειάς και του πόνου. Μ’ έπιασαν λυγμοί. Έκλαιγα σα μικρό παιδί. Με κοιτούσαν με αγάπη και ενδιαφέρον, όπως οι απλοί άνθρωποι του λαού ξέρουν και όχι βέβαια οι διανοούμενοι, οι πολυπράγμονες. Τότε, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πώς, πήρα το αντίτυπο του βιβλίου και το αφιέρωσα στον εαυτό μου «Στον Αντώνη. Κουράγιο. Αντώνης» και έβαλα τη χρονολογία. 


[Από συνέντευξη του Α. Σαμαράκη το 1990]



Το διήγημα "Ζητείται Ελπίς"
Ερμηνευτική προσέγγιση


Η διάψευση των ελπίδων με το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου
  • Αβεβαιότητα ψυχρού πολέμου, φόβος για έκρηξη νέου πολέμου, τοπικές εστίες συγκρούσεων, πυρηνικές δοκιμές, εύθραυστη ειρήνη
  • Ιδεολογική σύγχυση, κοινωνική αθλιότητα, φτώχεια, ισοπεδωτική κοινωνική αλλοτρίωση, συλλογική αδιαφορία, υπαρξιακά άγχη, ανατροπή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας, προσωπική απόγνωση
Hiroshima after the atomic bomb | Alfred Eisenstaedt
Hiroshima after the atomic bomb, Alfred Eisenstaedt

Χαρακτηρισμός του κεντρικού ήρωα

Ο ήρωας είναι ένας κύριος που συνηθίζει να διαβάζει εφημερίδα καθημερινά, να παρατηρεί τη ζωή γύρω του και να γράφει διηγήματα για να εκφραστεί. Είναι πνεύμα ανήσυχο, κριτικό, με ενδιαφέρον για τα προβλήματα της εποχής του. Είναι ένας πρώην πολεμιστής που είχε αγωνιστεί διακινδυνεύοντας τη ζωή του για τα ιδανικά του στα οποία τότε πίστευε. Τη γεμάτη πάθος τότε πίστη, διαδέχθηκε η απογοήτευση και η διάψευση. Είναι ευαίσθητος γιατί λυπάται βαθιά για τη χρεοκοπία των ιδεολογιών και των αξιών. Είναι ένας ιδεαλιστής που τώρα πια είναι δυστυχισμένος γιατί δεν έχει πού να πιστέψει. 

Αγαπά τους ανθρώπους, θέλει να επικοινωνήσει μαζί τους, φοβάται όμως μήπως παρεξηγήσουν την αγωνία του για το μέλλον της ανθρωπότητας, τη μανία του να ζητά το καλύτερο, το ρομαντισμό του. 

Την ανησυχία του τη διοχετεύει στα γραπτά του, τα οποία ωστόσο δεν εκδίδει φοβούμενος τη δογματική κριτική και τον στερεοτυπικό πολιτικό χαρακτηρισμό αριστερός ή δεξιός. Ξαφνικά αποφασίζει να εκφράσει την υπαρξιακή ανάγκη του δημοσιεύοντας την αγγελία "Ζητείται ελπίς". Η βιασύνη του δηλώνει την προσπάθεια του ήρωα να βρει ένα σύνδεσμο με τη ζωή γύρω του, έξοδο από τη βασανιστική μοναξιά του, αντίδραση στη συνθηκολόγηση την παθητικότητα και τον εφησυχασμό, διασώζοντας έτσι μια χαραμάδα ελπίδας, την πίστη στον άνθρωπο.





Οι εκφράσεις της καθαρεύουσας και η λειτουργία τους – η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα

  • Ειρωνική αποτύπωση της διγλωσσίας της εποχής του 50 – επίσημη γλώσσα, αποκλειστικά γραπτή, επιβεβλημένη από τα συντηρητικά καθεστώτα της εποχής στην εκπαίδευση, επιστήμη, διοίκηση, νομοθεσία, τύπο. 
  • Η σκόπιμη ενσωμάτωση στοιχείων της καθαρεύουσας (Μικρές Αγγελίες, τίτλοι ειδήσεων), πλάι σε νεότερους φτιαχτούς τύπους (ευμορφιάς), τύπους της δημοτικής και ξενικές ή ελληνοποιημένες λέξεις, σαρκάζει την αλλοτρίωση και τον μιμητισμό της άρχουσας κυρίως τάξης, αλλά και τη γενικότερη σύγχυση, αποπροσανατολισμό και απώλεια ταυτότητας της σύγχρονης εποχής.
  • Η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, ανεπιτήδευτη δημοτική, άμεση, πυκνή και ουσιαστική, αποφεύγει κάθε λογοτεχνικό στολίδι, θυμίζοντας τη γλώσσα της καθημερινότητας.
  • Το ύφος του συγγραφέα είναι γοργό, ζωντανό και παραστατικό. Το χαρακτηρίζει ο μικροπερίοδος λόγος, μικρές και κοφτές προτάσεις, πολλά ασύνδετα, αποσιωπήσεις, επαναλήψεις λέξεων φράσεων, βραχυλογία και εκφραστική πυκνότητα, κινηματογραφική τεχνική.

«Ένα στοιχείο που εύκολα απομονώνει και εντοπίζει ο αναγνώστης είναι η συχνή και περίπου φωτογραφική αναπαράσταση μέσα στα κείμενα του Σαμαράκη στοιχείων που αποδίδονται με τον οπτικό τρόπο που τα αντιλαμβάνονται οι επιμέρους πρωταγωνιστές. 

Η τακτική αυτή, που εξυπηρετεί προφανώς σκοπούς αληθοφάνειας, αμεσότητας και περίπου κινηματογραφικής πιστότητας των γεγονότων, θα πρέπει να συνδεθεί με την εξίσου συχνή χρήση παραθεμάτων από επίσημα έγγραφα, τίτλους και κείμενα εφημερίδων και απομονωμένες φράσεις ραδιοφωνικών εκπομπών, τα οποία συλλήβδην ή εναλλακτικά χρησιμοποιεί συνεχώς ο Σαμαράκης. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να εκμεταλλεύεται την επικαιρότητα να εμπνέεται από αυτή. […]

 Η ενσωμάτωση στη δράση αυτών των φαινομενικά αλλότριων στοιχείων μεταδίδει συνήθως και τη βαθιά ειρωνική ή σατιρική διάθεση που διατρέχει πάρα πολλές σελίδες του έργου του. Έχει ήδη παρατηρηθεί πως τα παραθέματα αυτά διατυπωμένα στην καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι δημόσιες υπηρεσίες και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, εμπεριέχουν την κωμική ουσία της γλώσσας.




Αφηγηματικά στοιχεία

Οπτική γωνία αφήγησης: εξωτερική οπτική γωνία, τριτοπρόσωπη αφήγηση, αντικειμενική παράσταση. Ο αφηγητής αμέτοχος στην ιστορία, παντογνώστης. Εκτός από τα στοιχεία της εξωτερικής πραγματικότητας, διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο του ήρωά του και διαβάζει σκέψεις και συναισθήματα.

Αφηγηματικός χρόνος: ιστορικός χρόνος η δεκαετία του 50, μεταπολεμική περίοδος ψυχρού πολέμου. 
Μυθικός χρόνος ένα απόγευμα ως το σούρουπο, συντομότατος όπως σε όλα τα διηγήματα της συλλογής.
Η αναδρομική αφήγηση ενός παιδικού συμβάντος αποτελεί αφηγηματικό εύρημα που προωθεί το μύθο και τον οδηγεί στην κορύφωσή του, συντελώντας στη μεταμόρφωση του ήρωα.

Η ανωνυμία του ήρωα και η αοριστία χώρου προσδίδει διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα στο μήνυμα, καθώς εκπροσωπούνται όλοι οι διαψευσμένοι, απελπισμένοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από εθνικότητα, τόπο κατοικίας, ιδεολογικό προσανατολισμό.


Frida-Kahlo-Without-Hope-1945


« . . .ΚΑΙ ΩΡΑΝ 7.15 Μ.Μ.» (από τη συλλογή Ζητείται Ελπίς)

Η μεγάλη αίθουσα του «Ηθοπλαστικού και Κοινωφελούς Συλλόγου» ήτανε γεμάτη. Πιασμένες όλες οι καρέκλες• στο βάθος κάμποσοι όρθιοι. Ή ώρα ήταν ακόμα 7 παρά 10. Ως τις 7.15 που θ'αρχίζανε, θαρχότανε κι άλλος κόσμος [..........] 

— Δεν έπρεπε να στείλουν τόσες προσκλήσεις, σκέφτηκε. Έπρεπε να υπολογίσουν πως θα κάνει πολλή ζέστη με τόσον κόσμο.

Έριξε μια ματιά στο πρόγραμμα:

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


συγκεντρώσεως οργανουμένης την 17ην Οκτωβρίου, 
ημέραν Παρασκευήν και ώραν 7.15 μ.μ-, 
υπό του Ηθοπλαστικού και Κοινωφελούς Συλλόγου 
προς τιμήν των κατά τον τελευταίον πόλεμον 
ηρωικώς πεσόντων τέκνων του Νομού μας

Ακολουθούσε το λεπτομερές πρόγραμμα. Στην αρχή, η μπάντα του Δήμου θα έπαιζε ένα εμβατήριο. Ύστερα ο πρόεδρος θα έλεγε δυο λόγια, παρουσιάζοντας τον ομιλητή. Ύστερα η σειρά του . . . Ακολουθούσανε δυο απαγγελίες ποιημάτων από την κυρία Διευθυντού της Εθνικής Τραπέζης και από την κόρη του Οικονομικού Εφόρου. Επίσης θά λάβαινε μέρος και η χορωδία κυριών και δεσποινίδων, την είχε γυμνάσει η κυρία Φρουράρχου που έλεγε πως έχει δίπλωμα του Κρατικού Ωδείου — οι κακές γλώσσες λέγανε πως το δίπλωμα το είχε πάρει από τον μπακάλη. Το πρόγραμμα θα έκλεινε η μπάντα του Δήμου παίζοντας τον Εθνικό Ύμνο [.......]

Η αίθουσα ήτανε στολισμένη με σημαίες και δάφνες. Είχε βάλει το καλό του κοστούμι, το γκρι με τις μπλε ρίγες. Αγόρασε καινούρια γραβάτα. ΄Εβαλε και μαντίλι στο τσεπάκι.
΄Ολοι οι επίσημοι παρόντες: ο Επίσκοπος, ο Νομάρχης, ο Φρούραρχος, ο Δήμαρχος, οι δικαστικοί, ο Διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης κλπ. Και η αφρόκρεμα της κοινωνίας της πόλεως.

7.15 ακριβώς. Η μπάντα του Δήμου έπαιξε ένα εμβατήριο. ΄Υστερα ο πρόεδρος ανέβηκε στό βήμα. Είπε λίγα λόγια, παρουσίασε τον ομιλητή. ΄Ύστερα ανέβηκε αυτός στο βήμα. Είχε βέβαια τρακ. Ελαφρό τρακ. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του, στό σαγόνι. ΄Ανοιξε τα χειρόγραφά του καί ξερόβηξε. Είχε σκεφτεί, από πριν, να μην ξεροβήξει όπως κάνουν οι περισσότεροι ομιλητές,  μα σαν ανέβηκε στο βήμα ξερόβηξε.

΄Αρχισε με φωνή που είχε κάποια αστάθεια, σιγά σιγά έστρωνε:

«Αι σημαίαι ανεδιπλώθησαν εις τον άνεμον ότε εσήμανεν η πολυπόθητος ώρα της ελευθερίας. Και αι καρδίαι πάντων ημών έπαλλον μέχρι διαρρήξεως . . .» [.............]

Το αρχικό τρακ είχε εξαφανιστεί. ΄Ηπιε δυο γουλιές νερό. Και συνέχισε. Τότε είδε, στο βάθος, όρθιο, στην πρώτη σειρά ορθίων, ένα παιδί. ΄Ενα αγόρι, που δε θα ήτανε παραπάνω από δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρονών.

—  Περίεργο πώς  μπήκε  μέσα !  σκέφτηκε.

Δεν  ήτανε άλλο  παίδι  στην  αίθουσα.   Μόνο  μεγάλοι.

«Εκ της τέφρας των ερειπίων τα οποία επεσώρευσεν ο πόλεμος και η Κατοχή, μία νέα εποχή ανέτειλε διά την ανθρωπότητα,  ως ο φοίνιξ εκ της τέφρας του ...»

Κοίταξε ξανά το παιδί. Το είδε που τον κοίταζε κατάματα. Συνέχισε:

«Μία εποχή, κατά την οποίαν η άνθρωπότης θα βαδίσει προς τα πεπρωμένα της, εις την λεωφόρον του μέλλοντος, το οποίον ανοίγεται εμπρός της φωτεινόν και λαμπρόν ...»

Συνέχισε έτσι στον ίδιο τόνο. Πότε πότε κοίταζε το παιδί, που το βλέμμα του ήτανε καρφωμένο πάνω του. ΄Ενιωθε μια στενοχώρια.


Hibakusha - οι επιζώντες της ατομικής βόμβας 
Τα μάτια ενός παιδιού που αντίκρισαν τη φρίκη


—  Να  μην ήταν αυτό το παιδί !  συλλογίστηκε. Η   ομιλία  του  συνεχιζότανε  με λυρικές  εξάρσεις:

«Η θυσία των ηρωικών τέκνων του Νομού μας, τα οποία έπεσαν ηρωικώς εις τον τελευταίον πόλεμον, δεν απέβη επί ματαίω. Διά του αίματός των, ηνωμένου μετά του αίματος εκατομμυρίων άλλων ηρώων εις όλον τον κόσμον,  εθεμελίωσαν νέον κόσμον ...»

΄Ηπιε ξανά δυο γουλιές νερό [....]΄Ενιωθε το βλέμμα του παιδιού πάνω του. ΄Ηξερε βέβαια πως αυτά που έλεγε ήτανε «φιλολογία», πως οι πληγές που είχαν ανοιχτεί από τον πόλεμο και την Κατοχή ήτανε πολύ βαθιές, πως ο κόσμος μας είναι ο ίδιος και χειρότερος, πως ένας καινούριος πόλεμος απλώνει τη σκιά του πάνω στη γη, πως το μέλλον κάθε άλλο παρά «φωτεινόν και λαμπρόν» ανοίγεται . . . Τα ήξερε όλα αυτά, μα η περίσταση απαιτούσε να μιλήσει έτσι. ΄Ομως το παιδί ήτανε πάντα εκεί, τό βλέμμα του στυλωμένο πάνω του. Μπορούσε να κάνει «φιλολογία», μπορούσε να λέει ψέματα μπροστά σε μεγάλους, επισήμους και μη, αλλά μπροστά σ' ένα παιδί . . .

Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Είχε τώρα την αίσθηση πως ασεβεί στην μνήμη των συντρόφων του που είχανε μείνει για πάντα εκεί . . . Νάλεγε πως με τη θυσία τους κερδήθηκε η ελευθερία, ναι. Μα όχι όλα αυτά για τον καινούριο κόσμο, για τη νέα εποχή, για το μέλλον που ανοίγεται «φωτεινόν και λαμπρόν».

Πόσες φορές θάχουν ειπωθεί, σκέφτηκε, στις χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, ύστερ' από κάθε πόλεμο, αυτά τα ωραία λόγια !
Πήρε τό μάτι του τον αρχισυντάκτη της τοπικής εφημερίδας «Ο Νέος Αστήρ». Καθόταν δίπλα σ' ένα παράθυρο.

Δυο χειρόγραφα τού μένανε ακόμα. Ευτυχώς κόντευε νά τελειώσει !

΄Ηπιε λίγο νερό. Μά όσο προχωρούσε προς το τέλος, τόσο πιο έντονο ένιωθε πάνω του το βλέμμα του παιδιού. Η ταραχή του μεγάλωνε.

Προσπάθησε να τά σταματήσει όλα αυτά που γυρίζανε  στο νου του.   Μα ήταν αδύνατο.                                 
Δεν  υπήρχε  τίποτα  καινούριο,  η ανθρωπότητα είχε ξαναρχίσει τον ίδιο δρόμο, δεν υπήρχε τίποτα καινούριο σ' αυτόν το δρόμο, τίποτα, τίποτα !   Σκούπισε τον ιδρώτα του.

Το τελευταίο χειρόγραφο ήτανε τώρα. Να μπορούσε να βαστάξει ! ΄Εβαλε όλη του τη δύναμη να βαστάξει ως το τέλος. ΄Οχι, δεν μπορούσε να κάνει «φιλολογία» μπροστά σ' ένα παιδί, δεν μπορούσε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε να μην είναι ο αληθινός εαυτός του μπροστά σ' ένα παιδί !

Μια φωνή μέσα του έλεγε : «Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ !»

΄Ηπιε λίγο νερό. Προσπάθησε να την πνίξει τη φωνή. Μα  τούτη  εξακολούθησε:   «Δεν  μπορώ!   Δεν  μπορώ!»

Μιλούσε εντελώς μηχανικά. Κοίταξε ξανά το παιδί. Το είδε στο βάθος, το βλέμμα του ήτανε στυλωμένο πάνω του.

— Δεν  μπορώ !   Δεν  μπορώ !   φώναξε.



children of war
children of war


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ  ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Οι μοναχικοί άνθρωποι του κόσμου του Σαμαράκη προσπαθούν να δώσουν λύσεις ουσιαστικές (εξ ου και «χειρονομίες» ουσίας). Όταν όμως το αδιέξοδο (κοινωνικό, ψυχικό, ηθικό) είναι αδιαπέραστο, καταφεύγουν σε κάποια συμβολική «χειρονομία», λυτρωτική. Με τη συμβολική αυτή «χειρονομία» δεν υπερβαίνονται, φυσικά, τα αδιέξοδα, υποδηλώνεται ωστόσο με ενάργεια σε ποια εγρήγορση βρίσκεται η ηθική συνείδηση. 

Με δεδομένο ότι από την πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη απουσιάζουν οι επικές σελίδες, κατανοούμε και γιατί απουσιάζουν οι «χειρονομίες» ομάδων. Κατά βάση η «χειρονομία» είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τον ήρωα από το μέσο άνθρωπο της κοινωνίας. Από και διά της «χειρονομίας» ο άνθρωπος αυτός παύει να είναι ο μέσος, κανονικός, καθημερινός άνθρωπος, που μέχρι τώρα βίωνε μια ζωή «εντελώς ευθεία» […].

[…] Η στάση, γενικά, των βασικών ηρώων (οι οποίοι ουδέποτε εκδηλώνουν άγρια ένστικτα) είναι στάση αμυντική.


  • Ισχύουν οι παρατηρήσεις αυτές στην περίπτωση των κεντρικών ηρώων στα διηγήματα «Ζητείται ελπίς» και  « . . .Και Ώραν 7.15 μ.μ.»; Σε ποιες συμβολικές «χειρονομίες» καταφεύγουν οι ήρωες και τι αποκαλύπτουν σε κάθε περίπτωση αυτές οι «χειρονομίες»; 
  • Ποιες ομοιότητες διακρίνετε ανάμεσα στο διήγημα «Ζητείται ελπίς» και  « . . .Και Ώραν 7.15 μ.μ.», που ανήκει στην ίδια συλλογή;
  • Φτιάξτε τις δικές σας "Μικρές Αγγελίες". Ποια είναι τα "ζητούμενα" της δικής μας εποχής, του δικού μας κόσμου, της δικής σας ζωής; 
  • Με αφορμή το συγκεκριμένο διήγημα και τους προσωπικούς σας προβληματισμούς, σκέψεις, ανησυχίες και επιθυμίες, γράψτε το δικό σας κείμενο, διήγημα, ποίημα. Βρείτε εικόνες, μουσική και επενδύστε το. 

File:Assistants and George Frederic Watts - Hope - Google Art Project.jpg
George Frederic Watts , Hope

Ζητείται ελπίς!!! Υπάρχει ελπίς; Και πού  κατοικεί; 


Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη (Ύμνος της Αγάπης, Προς Κορινθίους Α' Επιστολή του Αποστόλου Παύλου)


Τι είναι η ελπίδα; 
  • Καταφύγιο και τροφή κάθε θνητής - αδύναμης φύσης, Έλπιζε ως θνητός ( Περίανδρος),  Ελπίς γαρ η βόσκουσα τους πολλούς βροτών (Σόλων),  Οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα (παροιμία)
  • Δομική ουσία του ονείρου, της υπομονής, της εγκαρτέρησης ότι κάποτε όλα θα διορθωθούν, κάποτε θα γίνει ένα θαύμα και όλα θα φτιάξουν, Το όνειρο ενός ξύπνιου (Διογένης ο Λαέρτιος)
  • Παρηγοριά, προϋπόθεση να φέρει κανείς εις πέρας τη ζωή, αντίδοτο στο φόβο,  Μέχρι τώρα φοβόμασταν, από τώρα και στο εξής θα ελπίζουμε (Victor Frankl), 
  • Επαφή με την ψυχή μας, αντίλυτρο της σκληρής αγωγής που θητεύει στον πόνο.


Σενέκας: "Ο φόβος και η ελπίδα είναι ενωμένα.." | Simple Mind
Σενέκας: "Ο φόβος και η ελπίδα είναι ενωμένα.."

Ή μήπως είναι 

  • αυταπάτη, ο μεγάλος πλαστογράφος της αλήθειας (Baltasar Gracian)
  • ψευδαίσθηση, άλλοθι, παραπλανά τους τεμπέληδες και τους αλαζόνες που επαναπαύονται στις υποσχέσεις της(Vauvenargues)
  • εμπόδιο στην κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων, που ξεπερνιέται πολύ δυσκολότερα από το φόβο.(Παναγιώτης Κονδύλης) 
  • το χειρότερο κακό, γιατί παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων.(Φρήντριχ Νίτσε )
  • μήπως χρεοκοπία, επειδή ξοδεύουμε πολλά σε ελπίδες και προσδοκίες (Eric Hoffer)
  • ασφαλιστική δικλείδα για κάθε λογής απογοήτευση, Ευλογημένοι αυτοί που δεν ελπίζουν τίποτε, γιατί δεν θα απογοητευθούν ποτέ(Jonathan Swift)
  • δειλία ή ανοησία, αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος.( Albert Camus)
  • το τελευταίο ανάχωμα πριν την εξέγερση. Οι ισχυροί θεοί ξέρουν ότι οι θνητοί δεν πρέπει να φτάσουν στην απόγνωση. Γιατί η απόγνωση καθιστά τον άνθρωπο απρόβλεπτο, ανεξέλεγκτο και επομένως επικίνδυνο. Έτσι λοιπόν, έφτιαξαν μια ελπίδα που είναι η κόρη της παραπλάνησης και η μητέρα της αυταπάτης. 


Κι ο μύθος της Πανδώρας


  • Τα δώρα βρίσκονται κλεισμένα, εκείνος που τα ανοίγει θα πρέπει να γνωρίζει, να νοιώθει προσωπική ευθύνη για το τι θα του συμβεί. Η ελπίδα δεν είναι παρά η επαφή με τον εσώτερο εαυτό μας, εκείνο που παρέμεινε στον πάτο του κουτιού, την ψυχή μας, ακόμη και όταν η ελεύθερη βούληση μας οδηγεί σε αδιέξοδα.




Και τα τραγούδια; Τι λένε για την ελπίδα; 


Aπ' την Ελπίδα Χτυπημένος

Στίχοι: Ιωάννου Οδυσσέας
Μουσική-Ερμηνεία: Πλιάτσικας Φίλιππος 

Πέτρα το σώμα που απ΄τη θάλασσα φαγώθηκε
Mέχρι το κόκκαλο να φτάνει ο αέρας
Και περιμένω σαν εργάτης που νυχτώθηκε
Την πληρωμή μιας ατέλειωτης μέρας

Όρθιος να μένω εκεί που οι άλλοι γονατίσανε
Σαν φάρος πριν τον σκεπάσει ένα κύμα
Βράχος που όλοι οι βοριάδες τον σκαλίσανε
Θα μείνω για να μου στείλεις ένα σήμα 

Θα μείνω εδώ για να γυρίσεις
Απ' την ελπίδα χτυπημένος
Ξέρω πως δυο ζωές θα αργήσεις..
Μα έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος

Σαν χαρτοπαίχτης που τα φύλλα δεν γυρίσανε
Κι ο μόνος δρόμος που του μένει, να μπλοφάρει
Ένα παιδί που από το χέρι το αφήσανε
Και περιμένει κάποιον να΄ρθει να το πάρει




Ελπίζω 

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος & 
Δημήτρης Πουλικάκος & Πάνος Κατσιμίχας ( Τερτσέτο )


Ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ' ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω
στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ 
στο καλό, ελπίζω, και στην, μεγάλη του τη χάρη, 
στον ήλιο που θα βγει, στον ουρανό, αύριο το πρωί και πάλι 
μην φύγεις, δεν θέλω να σβήσουν
οι όμορφες, στιγμές, που πέρασα μαζί σου, ελπίζω... ελπίζω

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις, και μη λες θα φύγω
οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο

Στη μέρα που φεύγει χωρίς μια ντροπή
κάθε όμορφο πράγμα, για λίγο στη Γη
η αλήθεια που φέρνει στον κόσμο, ένα μικρό παιδί 
Κοντά σου μόνο βλέπω και ξορκίζω το κακό
τις νύχτες κάνω όνειρα δεν είμαι μοναχός
και αγαπώ εσένα που όταν θέλεις κρύβεις μέσα σου θεό

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις και μη λες θα φύγω
οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο

Ελπίζω σ' όλα αυτά ελπίζω
και σ' άλλα πολλά ελπίζω





Ελπίδα 

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία:   Παντελής Θαλασσινός


Πάω με όρτσα το πανί και την ελπίδα βάρκα, 
με τη Βιολέτα τη Φανή και με τη Φαίδρα τσάρκα.

Οτσάρισε, ορτσάρισε, κράτα την πλώρη ίσια, 
στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια.
Πόδισε, Γιάννη, πόδισε, πάρ’ το σχοινί στα χέρια, 
ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ’ αστέρια.

Στο πέλαγο ξανοίγομαι και το πανί μολάρω, 
σοφράνο πάω πνίγομαι, σταβέντο κουπαστάρω.

Οτσάρισε, ορτσάρισε, κράτα την πλώρη ίσια, 
στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια.
Πόδισε, Γιάννη, πόδισε, πάρ’ το σχοινί στα χέρια, 
ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ’ αστέρια.

Ο φάρος κάνει σήματα και τονε σβήνει η μέρα, 
σοφράνο βρίσκω κύματα, σταβέντο βρίσκω αέρα.

Οτσάρισε, ορτσάρισε, κράτα την πλώρη ίσια, 
στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια.
Πόδισε, Γιάννη, πόδισε, πάρ’ το σχοινί στα χέρια, 
ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ’ αστέρια.






Η ελπίδα δε χάθηκε ακόμη - Δραμαμίνη


Στίχοι : Γιάννης Μιχαηλίδης 
Μουσική : Γιάννης & Χάρης Μιχαηλίδης
Φωνή : Γιώργος Χατζηκωνσταντίνου


Η λάμψη εκεί με τραβά 
της πόλης που ανάβουν τα φώτα
μα όσο κι αν φύγω μακριά 
πάντα θα 'μαι εδώ , πάντα θα 'ναι τώρα 

γιατί ξέρω ...
ο δρόμος δε βγάζει στη νύχτα 
στης άγνωστης πόλης τα σπίτια 
δε βγάζει στη μέρα που θα ΄ρθει
στα μέρη πάνω στο χάρτη 

Ο δρόμος μέσα μας βαθιά οδηγεί
Ο δρόμος μέσα μας βαθιά οδηγεί ... ο δρόμος 

Η αγάπη δίνει το χρώμα στη γη 
Η αγάπη δίνει το χρώμα στη γη 
Ν΄αλλάξει ο κόσμος από αγάπη μόνο μπορεί !!!

Κι αν νιώθω πως χάθηκα πιά ...
Η ελπίδα δε χάθηκε ακόμη
Αφού ακόμα μπορείς και γελάς 
σκόνη γίνονται όλοι μου οι φόβοι 




Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Η Επανάσταση του 1821 μέσα από το στοχασμό και τη γραφίδα του Κ. Παπαγιώργη

Με την κριτική, νηφάλια, ανθρωποδιεισδυτική ματιά του απόντος, αλλά «ωσεί παρόντος» Κωστή Παπαγιώργη, στα ιστορικά συμβάντα και στους πρωταγωνιστές του "αντινομικού Εικοσιένα."




«Στόχος μου είναι να καταλάβω και να εξηγήσω γιατί τα πράγματα εξελίχτηκαν με τον τρόπο που εξελίχτηκαν και πώς συνδέονται μεταξύ τους…»
Eric Hobsbawm, The Age of Extremes (1994)


«Το σημαντικό είναι να μάθεις πρώτα τα γεγονότα. Μετά μπορείς να τα διαστρεβλώσεις κατά το δοκούν.»
Μαρκ Τουέην 


L’Echo de Navarin, romance hellènique …paroles de Mr. Alphonse Jarry

Προεστοί: «φιλότουρκοι» και «αντιδραστικοί» ή «επαναστάτες ενάντια στην ίδια τους την τάξη»;

Άρχοντες σαν τους Δεληγιανναίους, που είχαν τα πρωτεία της Γορτυνίας και ολόκληρα χωριά δικά τους δεν μπορούσαν να δεχτούν ξενόφερτους αποστόλους ενός ξεσηκωμού, που αν αποτύγχανε, θα οδηγούσε τους ντόπιους στο παλούκωμα και τους «ξένους» στη φυγή. Ο καταμερισμός των ευθυνών ήταν κατάφωρα άδικος. Οι ξένοι έφερναν μόνο την ιδέα, οι ντόπιοι θα αναλάμβαναν όλες τις θυσίες, υλικές και μη.

Την Επανάσταση την ήθελαν, ωστόσο δεν μπορούσαν να φανταστούν μια Πελοπόννησο χωρίς Τούρκους που δεν θα κυβερνιόταν από τους ίδιους. Τι θα απογίνονταν τα κεκτημένα τους; Τι νόημα είχε να ξεσηκωθούν για να παραδώσουν τα πρωτεία του τόπου σε ξενόφερτους επαναστάτες, δηλαδή σε σφετεριστές της δικής τους εξουσίας;

Με ένα λόγο, η θέση των προεστών και των κληρικών ήταν πιο περίπλοκη από των Τούρκων, των Φιλικών και του ταπεινού λαού. Η τάξη τους ήταν συντηρητική, προσκυνημένη και «φιλότουρκη», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεχθάνονταν κάθε μεταβολή. Το κοινωνικό τους πρωτείο δεν αναιρούσε την ανάγκη του ξεσηκωμού, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο άρχοντας του τόπου, κι αν δεν γινόταν δυο φορές άρχοντας, θα κρατούσε τα κεκτημένα του. 

Αφού λοιπόν αποκλειόταν να ταχθούν με το μέρος του τυράννου - όντως, καμιά μεγάλη οικογένεια δεν εξώμοσε ούτε πρόδωσε -, το μόνο που απέμενε ήταν το ακόλουθο οξύμωρο: συναίνεσαν στον ξεσηκωμό, συνεπαναστάτησαν, φοβούμενοι ωστόσο περισσότερο τους (ντόπιους και ετερόχθονες) φιλογενείς παρά τους Οθωμανούς, για να καταλήξουν τελικά στο συμπέρασμα ότι επαναστάτησαν ενάντια στην ίδια την τάξη τους. Άρα δεν είναι παράξενο που βλέπουμε τον Κανέλλο Δεληγιάννη να δηλώνει στον Δικαίο ότι αν κάποιοι είχαν δικαίωμα να κινήσουν «τον κολοσσαίον μοχλόν της Επαναστάσεως», αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους κοτζαμπάσηδες. «Αν αποφασίσωμεν να κάμωμεν την επανάστασιν, θα σκεφθώμεν σοβαρώς και θα την κάμωμεν ημείς, χωρίς τας εδικάς σας ανυπάρκτους υποσχέσεις και του Υψηλάντη τα ονειροπολήματα».

Οι προεστοί θεωρήθηκαν κάστα φιλότουρκων, «χριστιανοί Τούρκοι», και μολονότι μετείχαν στον Αγώνα και πολλοί έχασαν οικείους και τεράστιες περιουσίες, έμειναν στα χρονικά σαν αντιδραστική δύναμη, η οποία κράτησε ανασχετικό ρόλο στη μοιραία τροπή των πραγμάτων. Οι κλέφτες, ως άνθρωποι του τουφεκιού, κέρδισαν την εθνική δόξα, ενώ κανείς κοτζάμπασης δεν τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας. Η καταδίκη είναι περίπου ομόφωνη, απόδειξη ότι όλες οι Ιστορίες του Αγώνα κράτησαν αρνητική στάση απέναντί τους.

Όταν ο Καποδίστριας έλεγε «μόνοι βγάλατε τα μάτια σας», δεν αναφερόταν σε τάξεις ή σε πρόσωπα. Κατήγγελλε μάλλον τη Φιλική Εταιρεία και εννοούσε ότι η στιγμή του ξεσηκωμού ήταν άκαιρη. Κι όμως, στην ελληνική περίπτωση το κρίσιμο ζήτημα - λίκνο ατελεύτητης διαμάχης και εθνικής δεισιδαιμονίας - εντοπίστηκε όχι στο αν έπρεπε να γίνει ο ξεσηκωμός, παρά στο ποιοι έφεραν σε πέρας τον πόλεμο. Οι κλέφτες και οι αρματολοί; Οι προεστοί; Η παράταξη του Υψηλάντη; Ο κύκλος της Πίζας με πρωτοστάτες τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, τον Καρατζά και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο; Ο ταπεινός λαός; Ο αληπασαδίζων Κωλέττης; Οι τρινήσιες ναυτικές δυνάμεις; Οι μεγάλες ωκεάνιες δυνάμεις; Η ιστορική συγκυρία; 



Η εμφύλια διαμάχη περνάει στο χαρτί....

Μετά το πέρας του Αγώνα και την πανηγυρική ίδρυση του κρατιδίου, άρχισαν να εκδίδονται οι Ιστορίες του απελευθερωτικού πολέμου και να αποτυπώνονται πλέον στο χαρτί οι αφηγήσεις γύρω από τα γεγονότα. Διά της γραφής αυτή τη φορά, ήρθαν αντιμέτωπες οι εγγενείς δυνάμεις του έθνους. Η εμφύλια διαμάχη έπαιρνε τυπογραφική μορφή και όσοι επιβίωσαν, από τους πρωταγωνιστές ίσαμε τούς μικροκαπεταναίους, είχαν βρει μαλλί να ξάνουν. 

Η ιστορική πληρότητα - εκ των πραγμάτων ανέφικτη – δεν ήταν, ούτε είναι το ζητούμενο. Άπειρες οι πτυχές του πολέμου και αδύνατον να αποκατασταθούν ακόμα και από τους έχοντες το μέγα προνόμιο της αυτοψίας και της αυτηκοΐας. Τα χέρια που έσπευσαν ήταν πολυάριθμα και ασίγαστη η διαμάχη για την ιστορική δικαιοσύνη. «Όποιος θα είπη την αλήθειαν, θα πιη πρώτος φαρμάκι», εξομολογιόταν ο Φωτάκος. 

Τα «απομνημονεύματα» ανήκουν στους λαϊκούς αγωνιστές, αυτούς που επωμίστηκαν τα πολεμικά βάρη. Αντίθετα, δεν άφησαν ενθυμήματα πρόσωπα σαν τον Μαυροκορδάτο, τον Υψηλάντη, τον Καποδίστρια, τον Κωλέττη, τον Νέγρη, τον Καρατζά κ.ά. Λείπουν επίσης, και λείπουν εκτυφλωτικά, μαρτυρίες του Λόντου, του Ζαΐμη, του Πετρόμπεη, του Σισίνη, όσο κι αν η μαρτυρία του Π. Π. Γερμανού μπορεί να θεωρηθεί απολογία της ιθύνουσας τάξης του Μοριά.

Σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών, το 1854 δηλαδή, ο κοτζαμπάσης της Γορτυνίας Κανέλλος Δεληγιάννης συγγράφει μια τρίτομη Ιστορία του απελευθερωτικού πολέμου με έναν και μόνο σκοπό: να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του. 




Το βασικό κίνητρο της συγγραφής του ήταν ο αποτροπιασμός απέναντι στα πρόσωπα της νέας τάξης πραγμάτων, αυτά που «αναξίως» είχαν κερδίσει  πόστα και εξουσίες. Η πατρίδα είχε αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και, αντί να δει Θεού πρόσωπο, είχε περιέλθει στην εξουσία ξενόφερτων ανθρώπων, «απάτριδων», «τυχοδιωκτών» και «φερέοικων».

Αν και συνταξιοδοτήθηκε με τίτλο αντιστρατήγου και διετέλεσε μετά την εγκατάσταση της βασιλείας συνταγματάρχης-ακόλουθος και νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας, ο Κανέλλος πέθανε πάμφτωχος, καθότι η τεράστια οικογενειακή περιουσία εξανεμίστηκε για τις χρείες του Αγώνα. Ανήκε στην πανίσχυρη γενεά των κοτζαμπάσηδων που έχασαν τα πάντα μέσα σε μια δεκαετία (τυπική περίπτωση ο Ανδρέας Λόντος, που χρεωκόπησε  και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία το 1845). Κατά συνέπεια στην πνευματική του διαθήκη μόνο την απολογία ενός απελπισμένου ανθρώπου μπορούμε να διαβάσουμε. Αγκυλωμένος ανάμεσα στα μεγαλεία του παρελθόντος και στην ευτέλεια του παρόντος, εξυμνεί τη μοραΐτικη ολιγαρχία, ενώ επιτίθεται ιταμά κατά των ανθρώπων του ελεύθερου κράτους.


Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 19-25 (επιλογή αποσπασμάτων)



Τα αδιέξοδα του Ξεσηκωμού: Επανάσταση ή «πανεθνικός εμφύλιος»; 

Τα πρόσωπα του Αγώνα, περνώντας δια πυρός και σιδήρου, σκληραγωγήθηκαν μεν, αλλά μέσα από τους φατριασμούς και τα απερίγραπτα μίση έφτασαν στο έσχατο σημείο ηθικής ευτέλειας. Αν μάλιστα υπολογίσουμε ότι όλοι λίγο πολύ είχαν την αίσθηση του αδικημένου, μπορούμε να μαντέψουμε γιατί συνήθως τα απομνημονεύματα στάζουν φαρμάκι. Η Επανάσταση εξαχρείωσε τους ανθρώπους της, έφερε τους πρωταγωνιστές σε σημεία πρωτοφανούς αγριότητας και ανθρωποβορίας, διέλυσε βάναυσα τον αόρατο ιστό που εξασφάλιζε τη συνοχή των πληθυσμών. Σαν πολύμορφος εμφύλιος διέφθειρε τις ισχύουσες αξίες.

Το απομνημόνευμα του Κανέλλου, γραμμένο με υποβολέα τη χαλασμένη καρδιά ενός νικημένου άρχοντα, αντλεί την αλήθεια του από τη μνησικακία και τη χολερική εκδίκηση παρά από την υπερηφάνεια για τα εθνικά κατορθώματα. Οι «Έλληνες»μπορεί να κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, αλλά οι Μοραΐτες άρχοντες έχασαν την «πατρίδα» τους από τους ίδιους τους νέο-Έλληνες. Γι’ αυτό και η εξιστόρησή του αφορά μόνο τον Μοριά και τους ανθρώπους του.  Ίσως γι’ αυτό το βιβλίο του αποτελεί μέγα επιχείρημα για να καταλάβουμε πόσο σημαντική ήταν η τάξη του για τον Αγώνα και πόσο «επαναστατική» εντέλει αποδείχτηκε.

Οι κοτζαμπάσηδες όντως αποδείχθηκαν επαναστατική δύναμη. Αυτοί σήκωσαν πολλά από τα βάρη του Αγώνα. Η μετεπαναστατική ιστοριογραφία βέβαια δεν μπορούσε να φτάσει σε παρόμοιες εκτιμήσεις. Έκρινε κοντόθωρα, στενοκέφαλα, με βάση τα άμεσα δεδομένα, τα οποία ήταν από πρώτη ματιά αδιάσειστα. 

 Η τάξη των ολιγαρχικών ήταν αντιδραστική μέσα στη ντόπια κοινωνία, μόνο που η δυναμική της αποστασίας υπερέβαινε τον ταξικό παράγοντα. Αφότου κηρύχτηκε ο πόλεμος, η οικονομική ολιγαρχία ήταν αυτή που χρηματοδότησε τους στρατούς – ιδιωτικούς και μη – και κατηύθυνε εν πολλοίς τα διαταραγμένα πνεύματα.

Η ψευδολογία, η συκοφαντία, οι λεονταρισμοί, οι επιδείξεις εθελοτυφλίας, υστερόπρωτης φιλοπατρίας και αυτοεξύμνησης είναι τα συνήθη μέσα του Κανέλλου. Πλην όμως το κείμενο δεν καταδικάζεται λόγω ευτέλειας. Αν και γράφει μονίμως με αρνητικά αισθήματα, ευάλωτος στο προσωπικό μίσος, η ψυχογραφία του είναι μοναδική για την εποχή. Οι προσωπικές του αδυναμίες αντιστοιχούν πλήρως στα αδιέξοδα του ξεσηκωμού. Η χολερική του ιδιοσυγκρασία τον αναδεικνύει, μαζί με πλήθος άλλους, σε άξιο τέκνο του πανεθνικού εμφυλίου, ο οποίος κατ’ ευφημισμόν βαπτίσθηκε Επανάσταση από τους ιδεολόγους ιστορικούς. Μέσα από τη δράση του και τις αναδιπλώσεις της συνείδησής του παρακολουθούμε ευκρινώς τους αναβαθμούς του εθνικού πολέμου, την εξαχρείωση και την ακατάλυτη βούληση των προσώπων, καθώς και την προσωπική του συντριβή, καθότι άνηκε σε μια δράκα αρχόντων που δεν την ευνοούσε η ιστορική συγκυρία.


Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 26-30 (αποσπάσματα)



Smolki Muller, Αδαμάντιος Κοραής, λιθογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 


Το γλωσσικό ζήτημα και ο Κοραής

Το γλωσσικό ζήτημα το είχε λύσει η Εκκλησία, αυτό υποστηρίζει ο Παπαδιαμάντης. Αν δεις τα συναξάρια, τον τρόπο που είναι γραμμένα, θα ανακαλύψεις μια γλώσσα κατανοητή – είναι κράμα βέβαια, αλλά την καταλαβαίνεις κι εσύ, και η γιαγιά σου ακόμα. Αυτή τη γλώσσα την "πνίξανε", φέρανε από τη Γαλλία αρχές και είπανε: να η λαϊκή γλώσσα. Αυτό λέει ο Παπαδιαμάντης: εμείς είμαστε εδώ οι συνεχιστές, κι έρχεται ένας από το Παρίσι (ο Ψυχάρης) και μας διδάσκει πώς να μιλάμε.



Η Εκκλησία ήταν η ίδια η απόδειξη της γλωσσικής ενότητας του Γένους. Όποιο συμφυρμό κι αν παρουσίαζε ο Συναξαριστής, ήταν γραμμένος σε μια γλώσσα «παπαδική», με μνήμη που ξεκινούσε από τα αρχαία και, μέσω του Ευαγγελίου, έφτανε ομαλά στο παρόν. Η μέση οδός ήταν γεγονός.

Αν ο Κοραής δεχόταν την παραδεδομένη λύση, τη μόνη υπάρχουσα άλλωστε, αναγκαστικά θα έπρεπε να αποδεχθεί και την ιστορία της λύσης - που δεν ήταν άλλη από την ιστορία του υπόδουλου Γένους. Αλλά τότε τι νόημα θα είχε η μετακένωση; Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο να καταστρατηγηθούν τα σχέδιά του, οδηγήθηκε στην πρόταση της καθαρεύουσας. Η σκέψη να καταρτισθεί ένα Νεοελληνικόν λεξικόν, το «πρώτον βιβλίον του έθνους», κατά τη γνώμη του, δεν ήταν άτοπη. Άτοπη και παράτυπη ήταν η πεποίθηση του - εθνικού, γλωσσικού, θρησκευτικού- καθαρμού. Πέρα από το αν το ψάρι θα λεγόταν οψάριον και. το σκυλί σκυλίον, η γλωσσική αναμόρφωση είχε απώτερες βλέψεις. Το Έθνος όφειλε να καθαρθεί (αυτό σημαίνει καθαρεύουσα) από τη λέπρα της Ιστορίας του, από τις προσμείξεις, τις νοθεύσεις και τις κιβδηλείες αιώνων. Συνεπώς, ο μεγάλος αντίπαλος ήταν και πάλι η Εκκλησία. 


Κωστή Παπαγιώργη, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 38

Προσωπογραφία του Ιωάννη Κωλέττη. 


Η επιβολή της προοπτικής του Κοραή - ομολογία, πίστης στη δυτικοφροσύνη

Οι απόψεις του Κοραή δεν παρέμειναν τοποθετήσεις ενός ελευθερόφρονα Γραικο-γάλλου διανοητή, παρά διαπότισαν το ντόπιο φρόνημα και απέβησαν επίσημη εθνική πολιτική. Όσοι βλέπουν τον Χιώτη διανοούμενο ως την πιστότερη έκφραση της εποχής του και προσωποποίηση της νεώτερης Ελλάδας δεν έχουν άδικο. Η αναγόρευσή του από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (1827) σε Δάσκαλο του Γένους δεν ήταν απλή τιμή• αποτελούσε, συνάμα, και μια ομολογία, πίστης στη δυτικοφροσύνη. Ο εκδυτικισμός, η εισαγωγή του ορθολογισμού, του μιμητισμού και καθετί ξενόφερτου συγκροτούν σήμερα το βασικό πιστεύω του «καλλιεργημένου Έλληνα». 

Το εθνικό κράτος - δυτικό πρότυπο κι αυτό- δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με το υπερεθνικό νόημα μιας Ορθοδοξίας που παρέμενε αιχμάλωτη στην Ανατολή, με κεφαλή Τούρκο υπήκοο. Πέρα από την αντίθεση των φιλότουρκων και των μισότουρκων, η αντίθεση αποκεφάλιζε μια παράδοση που δεν είχε καμιά συνέχεια στα νεωτεριστικά σχέδια.
Η Μεγάλη Εκκλησία έπρεπε να θυσιασθεί εν ονόματι του ακρωτηριασμένου εθνικού κράτους, που περιελάμβανε μόνο το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, στις ρομαντικές απεικονίσεις των Κλεφτών του '21, στο βάθος του πίνακα εμφανίζεται συμβολικά ένας αρχαίος ναός. Έτσι το παρόν γεφυρωνόταν με το αρχαίο μεγαλείο, εξαλείφοντας τον ενδιάμεσο χριστιανικό ναό. Αυτό ακριβώς το νόημα προσέλαβε και η αναγκαστική αλλαγή της πρωτεύουσας: η Κωνσταντινούπολη ήταν το Βυζάντιο, η Αθήνα ήταν η στροφή προς την αρχαιότητα. Μετά από περιπλανήσεις αιώνων, τα γνήσια τέκνα των αρχαίων Ελλήνων επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη! Πώς αλλιώς μπορούσε να δικαιωθεί η πολιτική του κρατιδίου; Ακρωτηριασμένο γεωγραφικά, πληθυσμιακά και θρησκευτικά, όφειλε πια, με τη «φιλολογική» ανάκτηση της καταγωγής, να αναζητήσει τη μοίρα του μέσα στα κράτη της Δύσης. Η εθνεγερσία είχε ως υπέρογκο τίμημα τη νέα δουλεία• η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, τη νέα εξωμοσία.






Το τίμημα της εθνεγερσίας η νέα δουλεία

Παρά το εθνικό του κλέος, το '21 δεν είχε εκπληρώσει την εθνοσωτήρια αποστολή του. Όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίθηκε στους παμβαλκανικούς οραματισμούς του Ρήγα, αλλά, κυρίως, γιατί έπλασε ένα κρατίδιο που θύμιζε προγεφύρωμα μάλλον των δυτικών δυνάμεων παρά ελεύθερο έθνος. Η τελική «νίκη» ήρθε ως αποτέλεσμα απελπισμένων προσπαθειών και έξωθεν παρεμβάσεων, όχι ως επικράτηση των επαναστατών. Ποιος θα μπορούσε να κάνει λόγο για αυτονομία και ενότητα; Η ξένη κηδεμονία εύκολα κατάφερε να διαβρώσει εξ υπαρχής την ντόπια ηγεσία και να κατακερματίσει τον πληθυσμό σε αυτόχθονες, ετερόχθονες και αλύτρωτους Έλληνες. Μόνο μια νέα επανάσταση θα αποκαθιστούσε τη φυσιογνωμία του Έθνους. 

Αλλά αυτή η επανάσταση δεν έγινε, κι όταν επιχειρήθηκε είχε τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα της οριστικής συρρίκνωσης του ελληνισμού. Ανίσχυρο, χωρίς αντιστάσεις και πολιτισμική φυσιογνωμία, το ελεύθερο κράτος κατέστη εύκολα υποχείριο της ευρωπαϊκής ηγεμονίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Το καθεστώς της συμμαχικής προστασίας και οι παρενέργειές του στη μετεπαναστατική Ελλάδα. (Βρετανικό μουσείο) 
__________________


Εξάλλου είναι μάταιο να θρηνούμε για ένα ανολοκλήρωτο '21. Ό,τι κι αν διατείνονται οι διακεκριμένοι απολογητές της Ορθοδοξίας, η ιστορική συγκυρία δεν επέτρεπε άλλη προοπτική. Ετερόχθονες το ξεκίνησαν το '21, αυτόχθονες το συνέχισαν, και άλλοι - ξένοι, δυστυχώς - το ολοκλήρωσαν. 

Ειδικά σήμερα, μια παμβαλκανική Ομοσπονδία που θα περιλάμβανε όλους τούς λαούς της «ενδιάμεσης περιοχής» - της Ρωσίας και της Τουρκίας μη εξαιρουμένων - μοιάζει παρανοϊκό όνειρο. Ξεριζωμένος, δίγνωμος και παραβλώψ, ο νεοέλληνας θα αναγκασθεί να ζήσει σε μια χώρα που, είτε είναι «ιστορικό λάθος» είτε εθνική νεύρωση, θα δεχθεί ως συνθήκη της την απομόνωση και την περικύκλωση. Η τουρκοπατημένη ρωμιοσύνη στερήθηκε το ιστορικό μέλλον η δυτική ρωμιοσύνη έπεσε στα χέρια των ελευθερωτών της.

Κωστή Παπαγιώργη, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 39-41




Η ρωσική αρκούδα αρπάζει την Ελλάδα, πατώντας τον Σουλτάνο, ενώ Αυστριακός, Άγγλος και Γάλλος διαμαρτύρονται (Βρετανικό μουσείο)