Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

«...κι εγώ με λέξεις θα κόβω τις κλωστές της νοσταλγίας...», Η άλλη Πηνελόπη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Domenico Beccafumi, Penelope (περίπου 1514)

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου.......

And your absence teaches me
what art could not

Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
—απουσία από τη ζωή—
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…

Η εκλεκτή καρδιά σου
—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σα να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Λέει η Πηνελόπη, 
Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα, Καστανιώτης.

Glyn Warren Philpot, Penelope (surrounded by suitors)

Η σκέψη μου σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι...

Απ’ το παράθυρο
ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει
αλλού
και το σπίτι να ταξιδεύει
πάνω σ’ ένα φύλλο.

Μέσ’ απ’ τη γρίλια
κομμένοι φέτες συνεδριάζουν
οι μνηστήρες της σιωπής μου
οργανώνουν τη ζωή μου
σαν βεγγέρα
κι ανεβαίνει ως τα πάνω πατώματα
η τσίκνα
απ’ τα εδέσματα
της μακρότατης αναμονής μου.

Πετούν γύρω μου οι μνηστήρες
ζαλισμένοι απ’ το φως
της εκθαμβωτικής μοναξιάς μου·
όταν τους κοιτώ από ψηλά
είναι που βρίσκομαι σε μια κάμαρη
γεμάτη Οδυσσέα.

Ας μη μιλήσω πάλι
για τη θεσπέσια φωνή του
τη λίγη πρωτοτυπία του
που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή
αλλά για μιαν αλλαγή
μια λαμπερή κλωστή
μέσα μου.

Περιμένοντας φτάνω στην ουσία
του εαυτού μου.
Πώς να περιγράψω το κουκούτσι
όταν πια δεν περιβάλλεται
είναι γυμνό και δε φοβάται
δονείται, δε σπαρταρά
και μου επιβάλλει τη σταθερότητα
του χρόνου;

Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα
και πιάνει όλη τη φύση
αν η πορεία συνεχιστεί
κι ο θάνατος θα είναι
μια αξία.

Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς,
ήμουνα κάποτε κι εγώ
με λάσπες στο κεφάλι
λεμονανθούς στ’ αυτιά
φώναζα παθιασμένα
«λευτερωθείτ’ απ’ τα δεσμά!»

μα τα δεσμά είναι βαθιά
μια συμπεριφορά
που παίζει ο εαυτός
τον εαυτό του.

Τώρα ένα παράθυρο μόνο·
πίσω του η μικρή μου
ιδιωτική σκιά
ο φυσικός μου κόσμος.

Κλεισμένη μες στο σπίτι
όπως μες στο χρόνο
κοιτάζω το δέντρο
όπως το θεό:
έξω απ’ το χρόνο.
Καταλαβαίνω λίγο
την παρουσία μου
εδώ
μ’ εσένα και χώρια από σένα·

το κρέας μου σε περιμένει
μα η σκέψη μου σ’ είδε να ’ρχεσαι
από καιρό
και σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι.
Τα πρόσωπα υπάρχουν
μόνο μέσα μας
τα μάτια τους λάμνουν
στα υγρά του οργανισμού μας.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Οι μνηστήρες,
Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα, Καστανιώτης

Dante Gabriel Rossetti, Penelope (1869)


Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός και του ’κλεισε την πόρτα.....

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.

Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.

Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.

Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.

Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλεισε την πόρτα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Η άλλη Πηνελόπη, 
Ποιήματα (1986-1996), Καστανιώτης

David Ligare, Penelope (1980)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου