Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

«Κάθε σελίδα πληρωμένη μ' ένα εφιαλτικό όνειρο…. ο Δεκέμβρης του ’44», Άλκη Ζέη

Η επίθεση στη διαδήλωση της Κυριακής της 3ης του Δεκέμβρη, έγινε με εντολή της κυβέρνησης του Παπανδρέου και του αρχηγού της Ελληνικής αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ. 54 νεκροί και 70 τραυματίες τα θύματα της. 
 (Σπύρος Λιναρδάτος: Πολιτική και Πολιτικοί)


Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. (Dmitri Kessel)

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη..... 


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. 
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.

Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.... 

Γιώργος Σεφέρης, Τυφλός, 
 [Α΄. Από τις «Μέρες του 1945 – 1951»] 
[ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄]

Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Ο Δεκέμβρης του '44.......να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου...

Αν με ρωτούσαν τι θα 'θελα να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα, και δεν ήτανε και λίγα, θ' απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: Ο Δεκέμβρης του '44. Θα ήθελα να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου. Να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία.

Και τώρα που γράφω γι' αυτόν, δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δεν με νοιάζουν πια. Ξέρω πως κάθε μου σελίδα θα την πληρώσω μ' ένα εφιαλτικό όνειρο. Ύστερα από τόσα χρόνια... εδώ στις Βρυξέλλες... περιτριγυρισμένη από παιδιά και εγγόνια, στο μεγάλο μου δωμάτιο με τα ψηλά ταβάνια και παράθυρα που φτάνουν ως πάνω, ζέστη μέσα, έξω κρύο, ο ήλιος όμως λάμπει και κάνει σαν καθρέφτες τα τζάμια των απέναντι σπιτιών. Μια σειρά σπίτια χτισμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου οι στέγες τους δεν ξεπερνούν η μια την άλλη. Όλες με κεραμίδια, άλλα βυσιννιά, άλλα μαύρα κι άλλα κεραμιδί χρώμα. Μικροί κήποι με τους φράχτες τους ασπασμένους με καταπράσινα φυτά - χειμωνιάτικα. Αυτοκίνητα αραιά και συμμετρικά παρκαρισμένα. Κάθε τόσο περνάει κανένα αθόρυβα από τον δρόμο και πού και πού βγάζει κανείς βόλτα τον σκύλο του.

Κι εγώ τώρα θα συνεχίσω να γράφω στον υπολογιστή για τον Δεκέμβρη που θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου. Θα γράφω σκηνές σαν να είναι κινηματογραφική ταινία. Γιατί ο φακός της μνήμης μου τις κατέγραψε και βγαίνουν τώρα σαν τα αρχεία της ΕΡΤ, για να έρχονται μπροστά σου όσο και να θέλεις να τις ξεχάσεις.



Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. (Dmitri Kessel)


«Χτυπάνε»

Η Διδώ κι εγώ στην πλατεία Συντάγματος. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα μαζί της. Ο Γιώργος θα πήγαινε με τους ηθοποιούς του. Γιατί δεν πήγα κι εγώ μαζί; Άγνωστο.

Κρατιόμαστε χέρι χέρι με τη Διδώ μην χαθούμε. Λαοθάλασσα. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά της πλατείας ακριβώς απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Τραγουδάμε. Η Διδώ με τη φωνή πριμαντόνας κι εγώ παράφωνα. «Λαοκρατία κι όχι βασιλιά...».

Ξαφνικά η Διδώ ξεφωνίζει: «Χτυπάνε». Μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτουμε αριστερά, ανάμεσα σε κάτι αγκαθωτούς θάμνους. Η Διδώ δεν προσπαθεί να σηκωθεί. Μένουμε εκεί χάμω στ' αγκάθια. «Χτυπάνε από τη στέγη του παλατιού τον κόσμο» μουρμουρίζει εκείνη.

Ακούγονται φωνές, πολυβολισμοί, μα πάλι τραγούδι: «Το 'χουμε βάλει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία και όχι βασιλιά...».

Τραγούδι, πυροβολισμοί, πολλοί τώρα, κι ο κόσμος τρέχει, πέφτει μπρούμυτα...


«Πυροβολούν άοπλους»… Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Τι θα γίνει να ρωτάς.....


Βρεθήκαμε
 στο σπίτι. Δεν ανεβαίνουμε απάνω, καθόμαστε στα σκαλιά. Αμίλητες. Γρατζουνισμένες. Η Διδώ μου βγάζει τ' αγκάθια από τα μαλλιά κι εγώ από το παλτό της.

Ευπρεπιζόμαστε. Να μας δει ο μπαμπάς!

- Πάλι καλά που ματώσαμε από αγκάθια, λέει η Διδώ. Μπορούσανε να 'τανε και σφαίρες.

- Θείτσα, τι έγινε;

- Τι θα γίνει να ρωτάς, λέει κι αγκαλιαζόμαστε. Ένα αγκάθι μ' έχει τρυπήσει για τα καλά, το νιώθω στη χούφτα μου.

Εκείνη λέει ν' ανέβουμε στο σπίτι. Εγώ θέλω να πάω στο σπίτι του Γιώργου, να δω αν γύρισε. Δεν μ' αφήνει. «Θα 'ρθει εκείνος, σίγουρα». Ανεβαίνουμε. Η μαμά κι ο θείος Πλάτων στέκονται στην πόρτα. Μας ακούσανε κι απορούσαν τι κάνουμε τόση ώρα στις σκάλες. «Να φτιαχτούμε λίγο... φαίνεται, έχουμε το χάλι μας... μην μας δει έτσι ο μπαμπάς... πού πήγαμε; Στη Δέσποινα και τον Μπάστα. Είχε κάτι ξεχάσει η Διδώ σπίτι τους και πήγα μαζί της».

Η Διδώ νευρίασε.

- Εδώ σκοτώνουνε και...

Ο θείος Πλάτων κι η Διδώ αποφάσισαν να μείνουν σπίτι μας. Μετά, βγήκαν τα χωνιά το βράδυ κι έλεγαν: «Αύριο όλοι στην κηδεία των θυμάτων, μην λείψει κανείς». Βγήκε κι ο Θανασάκης μ' ένα χωνί. Είχε ψηλώσει, δεκατεσσάρων χρονών, η φωνή του δεν είναι πια παιδική, λίγο παράτονη ακούγεται μέσα από το χωνί.

«Όλοι αύριο στην...»
Βγήκε στο μπαλκόνι της η κυρία Μιράντα με τη ρόμπα της:

- Σκάσε, παλιόπαιδο. Θέλουμε να κοιμηθούμε.

Η κυρία Μιράντα... που έκανε καιρό να μιλήσει στη μαμά στον ενικό... που δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της κι όλο έλεγε «με συγχωρείτε», ενώ δεν είχε φταίξει σε τίποτα.

Ο Γιώργος πέρασε πολύ αργά. Ήταν καλά κι εμείς το ίδιο κι αυτό έφτανε. Αύριο όμως θα πηγαίναμε μαζί. Θα ερχότανε πρωί πρωί να με πάρει. Είδε τη Λενούλα με τα μάτια πρησμένα και τρόμαξε. Με ρώτησε τι έχει.

- Ο μπαμπάς, λέω, δεν την άφησε να βγει και θα την περίμενε ο Γκάτσος.

Ένα πανό που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. (Dmitri Kessel)


Κι άρχισε ο Δεκέμβρης....

Από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα ένας κόσμος γονατισμένος να τραγουδάει το «Επέσατε θύματα...». 

Κι άρχισε ο Δεκέμβρης. Τριάντα τρεις μέρες...

Νιώθω σαν να είμαι οπερατέρ και γυρίζω καρέ - καρέ τις σκηνές φρίκης.

Ανεβαίνουμε με τον Άδωνη Κύρου τη Λήμνου. Πάμε στην πλατεία Κυψέλης που έχει μια συγκέντρωση της ΕΠΟΝ. Έχουμε αργήσει γιατί πονούσε το πόδι του που είχε τραυματιστεί στην Κατοχή. Πάει σιγά σιγά κουτσαίνοντας. 

Ξάφνου, στη μέση της Λήμνου, ακούμε έναν τρομαχτικό θόρυβο, σαν να έπεσε βόμβα. Κοιταζόμαστε. Κραυγές κι ύστερα τρέχει κατεβαίνοντας τον δρόμο κόσμος τρομαγμένος, φωνάζοντας: «Μας σκοτώνουν». Τους πιο πολλούς τους ξέρουμε. Βλέπω τη φίλη μου την Αθηνά που τρέχει αλαφιασμένη. Τη σταματάω. Φοράει ένα χοντρό σκούρο πράσινο παλτό. Στην πλάτη της είναι καρφωμένο ένα κομμάτι σίδερο. Μιλάει μπερδεμένα. Κάνω να της βγάλω το σίδερο. «Μηηη» μου αρπάζει κάποιος το χέρι, «είναι πληγωμένη, μην τραβήξεις το σίδερο».

Η Αθηνά δεν το ξέρει πως είναι πληγωμένη. Σαν να παραμιλάει.

- Μας χτύπησαν... οι Άγγλοι άκουσαν τα χωνιά που φώναζαν πού θα μαζευτούμε... πέταξαν όλμο... στη μέση... πάνω στη στέγη... η Ζωρζ...

- Τι η Ζωρζ; Την ταρακουνάω.

- Το χέρι της, το πόδι της, κρεμότανε...

- Ζει; ξεφωνίζω.

- Φώναζε, ούρλιαζε.

Η Αθηνά τρέμει σύγκορμη. Ο Άδωνης τη συγκρατεί. Ξέχασε το πόδι του. Έρχεται κι ένα άλλο γνωστό παιδί. Θα την πάνε σπίτι της. Μένει κοντά.

Εγώ τρέχω να πάω στο σχολείο. Από την αντίθετη μεριά τρέχουν άλλοι, πέφτουν απάνω μου.

- Η Ζωρζ; τους ρωτάω.

Δεν ξέρουν, με προσπερνάνε.

Στο σχολείο, στην αυλή. Μπροστά μπροστά κάτω ξαπλωμένη η Αλίκη γεμάτη αίματα, το πόδι της κρέμεται, το κρατάει με τα δυο της χέρια. Ουρλιάζει. Στην αυλή κεραμίδια, σίδερα, άνθρωποι, όλα ανάκατα. Μέσα από το μισογκρεμισμένο κτίριο δυο νεαροί κρατάνε μια κοπέλα, άλλος από τους ώμους, άλλος από τα πόδια. Την έχουν σκεπάσει με ένα παλτό. Μέσα στα αίματα, το γνώρισα το παλτό της Ζωρζ. Βογκάει. Τα μάτια της διάπλατα. Δεν με βλέπει.

- Ήρθε γιατρός, φωνάζει κάποιος. Ποιος ξέρει αγγλικά;

- Γιατί αγγλικά; Πάω κοντά της. Ζουμ.

Ο φακός απάνω της.

- Ησύχασε, της λέει αυτός που ήξερε αγγλικά, βρέθηκε γιατρός, είναι Αμερικανός!

Ο γιατρός σκύβει από πάνω της και τότε εκείνη με το χέρι που δεν είχε πληγωθεί αρχίζει να τον χτυπάει και να φωνάζει: «Στάλιν... Στάλιν». Την κρατάνε δύο, της ξεσκεπάζουν το πόδι και το χέρι. Μέσα στα αίματα. Θαρρείς, κρέμονται.

Ύστερα δεν ξέρω, είχα λιποθυμήσει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου τον Γιάννη, τον αδελφό του Γιώργου, με την άσπρη μπλούζα του• νόμιζα πως ονειρεύομαι. Φορούσε ένα περιβραχιόνιο κι έγραφε κάτι με κόκκινα γράμματα. Η αυλή έχει αδειάσει. Μόνο αίματα παντού και πέτρες και ξύλα.

- Η Ζωρζ, ξεφωνίζω τώρα.

Ο Γιάννης με παίρνει αγκαλιά.

- Την πήραν. Έλα, θα σε πάω σπίτι.

- Όχι, σε παρακαλώ, πάμε να τη βρούμε.

- Δεν ξέρω πού την πήγαν. Θα μάθω, σου δίνω τον λόγο μου.

«Στάλιν... Στάλιν...» ξεφώνιζε και μου έρχεται η στριγκλιά της στ' αυτιά μου. «Στάλιν...» και χτύπαγε τον αμερικανό γιατρό με το γερό της χέρι.

Σαν τατουάζ έχει κολλήσει αυτή η σκηνή απάνω μου για πάντα.


Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδόσεις Μεταίχμιο ( σελ. 328-334)


.. άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. (Dmitri Kessel)


Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες....

Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Ουκρανό φωτογράφο Dmitri Kessel, που, ως πολεμικός ανταποκριτής για το περιοδικὸ Life, αποβιβάστηκε τον Οκτώβριο του 1944 στον Πειραιά, μαζί με τα Βρετανικά στρατεύματα.

Οι φωτογραφίες που μας έδωσε από την Ελλάδα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Σπαραγμού ξαφνιάζουν με τη διεισδυτικότητά τους και την απλότητα που καταγράφουν μαινόμενες στιγμές της Ιστορίας μας. 

Ο Kessel ήταν παντού και κατέγραφε… Τον πόνο, τον θυμό, την αγωνία, την ταπείνωση, την περηφάνια, τον αγώνα και το πάθος ενός αγωνιζόμενου λαού…

Όταν ρωτήθηκε γιατί έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο κατά τη φωτογράφηση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, απάντησε πολύ απλά ότι "somebody had to".



Γράφει ο Πέτρος Γαϊτάνος, το Νοέμβρη του 1994, στην εισαγωγή του Λευκώματος "DMITRI KESSEL, ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ '44", Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ 

Οι φωτογραφίες που ο Dmitri Kessel έβγαλε στην Ελλάδα του 1944 έμειναν περισσότερο ανέκδοτες και παρουσιάστηκαν τον Αύγουστο του 1994, πενήντα χρόνια μετά, όταν ένας άλλος μεγάλος φωτογράφος του αιώνα μας, ο Ντέηβιντ Ντάνκαν, έφερε στην Αθήνα αυτό το πολύτιμο υλικό και μας το έδωσε λέγοντας.
«Ο Ντμίτρ Κέσελ ήταν εδώ, κάτω από την Ακρόπολη, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες και ο ηρωισμός, η αγωνία και το πάθος μάτωσαν αυτή την όμορφη χώρα. Σας στέλνει, μέσα απ’ την καρδιά του, όσα θραύσματα μάζεψε από εκείνα τα γεγονότα. Τη δική του φωτογραφική μαρτυρία».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου