Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Επιστροφές νοερές στα χρόνια της νεότητας, Ιάκωβος Καμπανέλλης


Αναμνήσεις και καταγωγές θεραπευτικές

Δεν ξέρω αν καταφέρω να διατυπώσω αυτό που θέλω να πω και που είναι η σκέψη, η αυτάρεσκη, έστω φαντασιοπληξία, ότι ψυχικά συγκατοικούμε με τους προγόνους μας. Ότι είμαστε φυσικά «γέννημα» των γονιών μας, «θρέμμα» του τρόπου ζωής της κοινωνίας που ζούμε, της εικόνας του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά, και μιας μνήμης χωρίς λήθη, που μας τη μετέδωσαν τα φυλετικά μας γονίδια φέρνοντάς την, ας πούμε, από τα χρόνια που ο Κούρος στο Φλεριό έσπασε το πόδι του πριν φτάσει στον προορισμό του.


Ο Κούρος στο Φλεριό των Μελάνων, Νάξος

Όταν ένας άνθρωπος χάνει τη μνήμη του, όταν παθαίνει αμνησία, θεωρείται και είναι ψυχοπαθής. Τα συμπτώματα είναι κρίσεις μελαγχολίας κι ένα οδυνηρό αίσθημα μοναξιάς. 

Όταν ένας τόπος αρνείται τις μνήμες του, κατασκευάζει την αμνησία του με το να αφαλοκόβεται από το παρελθόν και τις παραδόσεις του, είναι ένας υποψήφιος ψυχοπαθής. 

Ούτε μεμονωμένα κάποιο άτομο, ούτε ένας τόπος μπορούν να ζήσουν χωρίς αναμνήσεις, χωρίς καταγωγές, χωρίς νοερές επιστροφές σε πρόσωπα και γεγονότα της περασμένης ζωής. Αυτή την ανάγκη την είχε πάντα ο άνθρωπος.

Όλοι μας σε κάποιες δύσκολες ώρες έχουμε καταφύγει στις αναμνήσεις μας, κι αυτές συχνά μας έχουν σώσει από άλλες καταφυγές! Ίσως επικίνδυνες. Έχουν ευτυχώς αυτή τη θεραπευτική ιδιότητα οι αναμνήσεις, γιατί τι άλλο είναι από γεγονότα της καταγωγής μας, μυθοποιημένα μάλιστα από τις ενστικτώδεις λειτουργίες του χαρακτήρα μας.

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Από σκηνής και από πλατείας Εκδόσεις Καστανιώτη 1990


Παρηγορητικοί οικογενειακοί μύθοι...

.. Αναφέρομαι κυρίως στις πρώτες δεκαετίες της ζωής μου και σε γεγονότα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου, τον τρόπο σκέψης μου και δρομολόγησαν τις πιο σημαντικές αποφάσεις μου.

Γεννήθηκα στη Νάξο το Δεκέμβρη του 1921. Από το σόι του πατέρα μου τόπος καταγωγής μου είναι η Χίος και από το σόι της μητέρας μου η Κωνσταντινούπολη.

Ωστόσο ο τόπος που εγώ γεννήθηκα είναι η Χώρα της Νάξου, όπου κατέφυγε έναν αιώνα πριν από τη δική μου γέννηση ο προπάππους μου. Είχε έρθει στη Νάξο μ' ένα καΐκι που μετέφερε πρόσφυγες από τη Χίο τις ημέρες της μεγάλης σφαγής που διέπραξαν οι Τούρκοι το 1822. Ήταν ο μόνος που γλίτωσε από μια πολυμελή οικογένεια ψαράδων, και τη σωτηρία του συνόδευε ο μύθος πως μια μαυροφόρα γυναίκα -υπονοούσαν φυσικά την Παναγία- τον έκρυψε σε μια σπηλιά και ύστερα φρόντισε να τον παραλάβει ένα καΐκι που ξέφευγε προς τις Κυκλάδες.

Αναφέρω αυτόν τον «οικογενειακό μύθο» γιατί πιστεύω πως συντέλεσε στην ψυχοσύνθεση, τον τρόπο σκέψης, τη συμπεριφορά κάποιων απογόνων του μικρού χιώτη πρόσφυγα - και νομίζω κι εμένα. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι βασικοί χαρακτήρες σε έργα, όπως ο Κυρ Ιορδάνης και η Αστά στην "Αυλή των θαυμάτων", ή η Γυναίκα στο μεγάλο μονόπρακτο "Η Γυναίκα και το Λάθος" είναι πρόσφυγες από την Ιωνία με μια μυθοπλαστική φαντασία στις δύσκολες ώρες της ζωής τους.

Στη Νάξο του 1822 ο μικρός πρόσφυγας παρουσιάστηκε στη Μητρόπολη για περίθαλψη και έδωσε το όνομα Φώτης Θαλασσινός και Καμπανέλλης.


Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Μαργαρίτα Λαμπρινού (Αστά).
Η αυλή των θαυμάτων (1983) Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας

Παιχνίδια που δεν τελείωναν στο φτιάξιμό τους.....

Όταν γεννήθηκα εγώ, στις 2 Δεκεμβρίου του 1921, ο πατέρας μου Στέφανος Καμπανέλλης και η μητέρα μου Αικατερίνη, το γένος Λάσκαρη, είχαν ήδη πέντε παιδιά, και μετά από μένα γέννησαν άλλα τρία.

Το μέρος όπου μεγάλωσα, η Χώρα της Νάξου, είναι παραθαλάσσιο. Επειδή τότε δεν είχαμε ούτε καν μία μπάλα για ποδόσφαιρο, τα παιχνίδια μας ήταν πάντα με τη Φύση και πάντα τα φτιάχναμε μόνοι μας. Πηγαίναμε σε μια ακρογιαλιά – Ορώντα έλεγαν το μέρος. Ήταν η «αποθήκη» των υλικών μας εκεί. Χρησιμοποιούσαμε τα ξύλα που ξεβράζει η θάλασσα. Παίρναμε ένα κομμάτι σανίδι, το κόβαμε λίγο, το διορθώναμε. Ένα κομμάτι από τενεκεδοκούτι έμπαινε στην πρύμνη, για τιμόνι. Πανιά ήταν τα φτερά από τα κοράκια συνήθως, άλλες φορές από γλάρους. Έτοιμο το καραβάκι μας. Το ρίχναμε στη θάλασσα και, ανάλογα με τον καιρό, πιστεύαμε ότι το έβρισκαν παιδιά από τη Μύκονο ή την Πάρο απέναντι. Αυτή είναι μια εικόνα που μου έρχεται πάντα στο μυαλό.



Όπως και ένα άλλο παιχνίδι που κάναμε: πηγαίναμε σε ένα λόφο κοντά στη θάλασσα που ανέφερα πριν και σκάβαμε αυλάκια – κάτι λαγούμια, στενά μεν, αλλά με μεγάλο μήκος. Στη συνέχεια, τα σκεπάζαμε από πάνω με χώμα, φύλλα ή ό,τι άλλο βρίσκαμε. Ήταν για να κυκλοφορούν το χειμώνα, οι σαύρες και τα μυρμήγκια, χωρίς να βρέχονται. Αισθανόμασταν ότι κάνουμε κάτι σημαντικό έτσι – δεν ήταν μόνο για να περάσει η ώρα...

Τα συγκεκριμένα παιχνίδια δίνουν μια προέκταση σ' αυτό που γίνεται: το καραβάκι που δεν πλέει απλώς αλλά που το βλέπαμε να φεύγει, να πηγαίνει κάπου, που πιθανόν είχε κάποιον παραλήπτη. Ή τα αυλάκια για τα μυρμήγκια και τις σαύρες είχαν μια συνέχεια, μια χρήση. Ήταν, δηλαδή, παιχνίδια που δεν τελείωναν στο φτιάξιμό τους. 


«Εσύ θα γίνεις συγγραφέας»

Ήμουν στην τρίτη δημοτικού. Αγαπούσα πολύ τον δάσκαλό μου. Ηταν ένας ψηλός και εύρωστος άνδρας, ο οποίος όμως, είτε σου έλεγε μια καλή κουβέντα είτε σε μάλωνε, είχε τον ίδιο βαρύ τόνο στη φωνή του. Κι αν δεν καταλάβαινες ακριβώς τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, παιδευόσουνα να δεις αν σε έχει επαινέσει ή αν σε έχει επιπλήξει. 

Έχοντας διακρίνει στις εκθέσεις μου κάποια πράγματα που του άρεσαν, μου είπε με τον κατηγορηματικό τρόπο που περιέγραψα:«Εσύ θα γίνεις συγγραφέας»
Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη. Το μυαλό μου πήγε στο ότι θα γίνω «αχθοφόρος» ή «σκουπιδιάρης». Λέω «κάτι κακό» θα είναι κι έβαλα τα κλάματα...

Robert Doisneau

"..η μαγεία του διαβάσματος μου απεκαλύφθη χάρη σ' αυτό το δώρο την κατάλληλη ώρα."

Εκείνον τον καιρό ο πατέρας μου με άδεια ασκήσεως εμπειρικού φαρμακοποιού εργαζόταν σαν φαρμακοποιός και είχε κάποια οικονομική άνεση. Γι'αυτό και τα μεγαλύτερα από τ' αδέλφια μου μπόρεσαν να τελειώσουν το γυμνάσιο.

Το 1930 όμως ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να παραδώσει το φαρμακείο που νοίκιαζε, έμεινε ουσιαστικά άνεργος και, μετά από μάταιες προσπάθειες να μας συντηρήσει κάνοντας άλλες δουλειές, αποφάσισε να μετακινηθούμε στην Αθήνα. Οι συνθήκες αυτής της μετακίνησης ήταν τόσο κακές, που μας έκαναν να νιώθουμε όπως οι μικρασιάτες πρόσφυγες που αποτελούσαν την αξιολύπητη φτωχολογιά στη Νάξο.

Ήμουν δεκατριών χρονών, είχα τελειώσει την Α' Γυμνασίου κι ήμουν ιδιαίτερα καλός στην Έκθεση, γενικά στα Ελληνικά, στην Ιστορία και τη Γεωγραφία. Αλλά στις προσωπικές μου «αποσκευές», φεύγοντας από τη Νάξο, κουβαλούσα κάποια σημαδιακά αποκτήματα και βιώματα. Δυο χρόνια πριν, κάποιο πλουσιόπαιδο από την Αθήνα που παραθέριζε με την οικογένειά του στη  Νάξο μού είχε χαρίσει έναν τόμο της Διάπλασης των Παίδων, το "Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα" του Ιουλίου Βερν και το "Παραμύθι χωρίς όνομα" της Πηνελόπης Δέλτα. Νομίζω πως, εκείνον τον καιρό, δεν αποκλείεται να ήμουν σε ολόκληρο το νησί το μοναδικό παιδί με εξωσχολικά βιβλία.

Πάντως  Το βιβλίο που ιδιαίτερα με συνεπήρε ήταν το "Παραμύθι" της Δέλτα. Ένα χρόνο μετά, ένας θίασος που πέρασε από το νησί έδωσε παραστάσεις με πατριωτικά και κωμικά σκετς. Ήταν η πρώτη φορά που εγώ και τα συνομήλικά μου παιδιά είδαμε θέατρο. Το εντάξαμε στα παιχνίδια μας αποστηθίζοντας διαλόγους και αφηγήσεις από το "Παραμύθι", παίζοντας το θάνατο του Πολύδωρου μέσα σε μια παλιά άχρηστη βάρκα τραβηγμένη στο γιαλό.


Το Παραμύθι χωρίς όνομα (1959) 
Θίασος Βασίλη Διαμαντόπουλου, Μαρίας Αλκαίου - Νέο Θέατρο 
Σκηνοθεσία: Βασ. Διαμαντόπουλος, Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Βακαλό, 
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Να μη χωράς στον εαυτό σου...

Σ
την Αθήνα η ζωή ήταν δύσκολη για την οικογένειά μας με συνέπεια να πρέπει κι εγώ να δουλέψω και να πηγαίνω σχολείο τη νύχτα. Η σκέψη να μάθω μια τέχνη φαίνεται πως ώθησε τον πατέρα μου να με γράψει στη νυχτερινή Βιοτεχνική Σχολή - ήταν παράρτημα της Σιβιτανιδείου Σχολής στην Αθήνα - για να σπουδάσω Τεχνικό Σχέδιο. Όταν τελείωσα αυτή τη σπουδή, που πρέπει να ομολογήσω ότι καθόλου δεν μ’ ενδιέφερε, έπιασα δουλειά σε μια τεχνική εταιρία. 

Αν έχουν κάποια σημασία οι παραπάνω λεπτομέρειες στο βιογραφικό ενός συγγραφέα, αυτή έγκειται στο ότι πέρασα την εφηβεία και τη νιότη μου με μια διαρκή τάση φυγής - και θα πρόσθετα και μελαγχολίας: μια ψυχική κατάσταση που επίσης μεταφυτεύτηκε σαν γνώρισμα σε βασικούς χαρακτήρες έργων μου, όπως ο Αλέξης στην "Έβδομη ημέρα της Δημιουργίας", ο Δημήτρης στην "Ηλικία της νύχτας" και η Στέλλα στο "Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια." Το δράμα αυτών των θεατρικών προσώπων που αναφέρω ενδεικτικά είναι ότι «δεν χωράνε στον εαυτό τους».

Η 'Εβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Εθνικό Θέατρο, Β' Σκηνή, 1955-56 
Σκηνοθεσία: Κωστής Μιχαηλίδης
Βύρων Πάλλης (Αλέξης), Τζένη Καρέζη (Χριστίνα) 

Η Ηλικία της νύχτας (1959) 
 Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν 
 Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν 
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιάννης Στεφανέλλης


Τα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία, ένας ιδανικός χώρος φυγής...... 

Ευτυχώς για μένα στα στενάχωρα εκείνα νεανικά χρόνια βρήκα έναν ιδανικό χώρο φυγής.Ήταν τα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία στη γωνία των οδών Αθηνάς και Λυκούργου.Ήμουν τόσο τακτικός πελάτης και οι σχέσεις μου με τους μαγαζάτορες έγιναν τόσο φιλικές, που τελικά δεν χρειαζόταν ν' αγοράζω όλα τα βιβλία που ήθελα να διαβάζω. Εκείνα που ήταν σε πολλούς τόμους, ή για άλλους λόγους ακριβά, μπορούσα κατ' εξαίρεση να τα νοικιάζω μ' ένα δίφραγκο τις εκατό σελίδες. 

Μπορώ χωρίς υπερβολή να ισχυριστώ ότι στα δεκαοχτώ μου χρόνια είχα κιόλας διαβάσει ένα μέγα μέρος από την παγκόσμια πεζογραφία, ποίηση και ιστορία. Κι ακόμη είχα καταφέρει να μάθω μόνος μου γαλλικά και, βοηθούμενος από τα λεξικά μου, να διαβάζω στο πρωτότυπο Αλφόνς Ντωντέ, Ανατόλ Φρανς, Αντρέ Ζιντ. 

Αυτό το τελευταίο θα ήταν μόνο μια περιαυτολογία, αν στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν των Ες-Ες, όπου έμεινα κρατούμενος τα χρόνια 1943-45, τα γαλλικά μου δεν είχαν συντελέσει στο να βγω από κει ζωντανός.

Οι υπαίθριοι βιβλιοπώλες στην οδό Μασσαλίας.

Πηγές: 
  • http://www.kambanellis.gr
  • Αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη (www.lifo.gr)
  • Εθνικό θέατρο, Η αυλή των θαυμάτων, Πρόγραμμα της παράστασης 2011-12, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου