Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν (1959)
_____________
Τον περιμέναμε λοιπόν με λαχτάρα κι ανησυχούσαμε αν θα μπορούσαμε να τον δούμε, αφού στην τελετή της απονομής του βραβείου εμείς οι Έλληνες της Μόσχας, οι πολιτικοί πρόσφυγες, ήμασταν αποκλεισμένοι. Μόλις είχαν αρχίσει οι σχέσεις Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς, μην έχοντας καμιά επαφή με το ελληνικό κράτος, αφού στους πιο πολλούς είχαν στερήσει την υπηκοότητα, ουσιαστικά δεν υπήρχαμε. Λίγο αργότερα όμως όποιος ερχότανε από την Ελλάδα, είτε επίσημος είτε ανεπίσημος, ζητούσε να συναντηθεί μαζί μας.
– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου, μας είπανε πως φώναζε ο Βάρναλης σαν πεισματάρικο μικρό παιδί, όταν δεν μας είδε σε καμιά από τις επίσημες εκδηλώσεις που του έκαναν.
Μια μέρα πήραμε ένα οργισμένο τηλεφώνημά του.
– Αύριο θα έρθω να σας δω, αν δεν με φέρουν, θα δραπετεύσω.
– Πού είστε; τον ρωτήσαμε.
– Στον παράδεισο, είπε πιο θυμωμένα ακόμα, σ’ ένα αναπαυτήριο που είναι βαρετό σαν τον παράδεισο.
Μόλις μας είπε πού βρισκότανε, καταλάβαμε αμέσως. Τον είχαν στείλει να ξεκουραστεί μαζί με τη γυναίκα του, τη Δώρα, σ’ ένα μαγευτικό μέρος στα περίχωρα της Μόσχας. Εκεί πήγαιναν τα στελέχη του κόμματος και διαλεχτοί ξένοι από όλο τον κόσμο. Δάσος, σημύδες, λίμνες και ησυχία απόλυτη. Ήμασταν όμως σίγουροι πως ο Βάρναλης, κλεισμένος εκεί, και με τη Δώρα μάλιστα, δεν θα μπορούσε να το αντέξει.
Ο Κ. Βάρναλης, στη Μόσχα (1959), απονομή Βραβείου «Λένιν»
__________________
Την άλλη μέρα από το τηλεφώνημα, ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο στάθηκε έξω από την πολυκατοικία μας κι έκανε τους γείτονές μας να λαχταρήσουν. Ήταν νωρίς τ’ απόγευμα κι ο οδηγός που μας έφερε τον Βάρναλη - μόνο του, χωρίς τη Δώρα- είπε πως θα τον έπαιρνε πίσω πριν από τις έξι, για να προλάβει το βραδινό φαγητό.
– Μπορούμε να του δώσουμε να φάει κάτι κι εμείς, αστειεύτηκε ο Γιώργος, μα ο οδηγός δεν το εκτίμησε καθόλου.
– Αυτή την εντολή έχω, απάντησε ξερά. Ευτυχώς ο Βάρναλης δεν κατάλαβε τον διάλογο.
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, τη θυμάμαι κείνη τη μέρα σαν να ήτανε χτες. Ο Βάρναλης καθισμένος σε μια πολυθρόνα και δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι ένα ποτηράκι βότκα, να προσπαθεί να μιλήσει, μα ψεύδιζε, κι αυτό τον έκανε έξω φρενών.
Μας είπε πως γι’ αυτό έφταιγε η Δώρα και, όπως είδε πως δεν καταλαβαίναμε, βάλθηκε να μας εξηγεί.
Ψευδά ψευδά μας διηγήθηκε με θυμό και χιούμορ τη διαμονή του στον... παράδεισο.
- Όλες οι μέρες ίδιες. Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, ξανακοιμάσαι κι ακούς μόνο τα πουλάκια να κελαηδάνε και τη Δώρα να μουρμουρίζει.
– Μπορούμε να του δώσουμε να φάει κάτι κι εμείς, αστειεύτηκε ο Γιώργος, μα ο οδηγός δεν το εκτίμησε καθόλου.
– Αυτή την εντολή έχω, απάντησε ξερά. Ευτυχώς ο Βάρναλης δεν κατάλαβε τον διάλογο.
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, τη θυμάμαι κείνη τη μέρα σαν να ήτανε χτες. Ο Βάρναλης καθισμένος σε μια πολυθρόνα και δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι ένα ποτηράκι βότκα, να προσπαθεί να μιλήσει, μα ψεύδιζε, κι αυτό τον έκανε έξω φρενών.
Μας είπε πως γι’ αυτό έφταιγε η Δώρα και, όπως είδε πως δεν καταλαβαίναμε, βάλθηκε να μας εξηγεί.
Ψευδά ψευδά μας διηγήθηκε με θυμό και χιούμορ τη διαμονή του στον... παράδεισο.
- Όλες οι μέρες ίδιες. Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, ξανακοιμάσαι κι ακούς μόνο τα πουλάκια να κελαηδάνε και τη Δώρα να μουρμουρίζει.
Ο Βάρναλης με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, την οποία παντρεύτηκε το 1929
________________
Εγώ, σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω...
– Δεν έπρεπε να σου δώσουνε το βραβείο Λένιν, αφού εσύ στα νιάτα σου ήσουνα βασιλικός, ενώ εγώ ήμουνα πάντα δημοκράτισσα.
Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ο Βάρναλης άρχισε να στριγκλίζει και θα έμεινε κάμποσο φαίνεται με το στόμα ανοιχτό, γιατί η Δώρα τού άρπαξε ξαφνικά τη μασέλα και την πέταξε στη λίμνη! Σηκώθηκε τότε όρθιος να την αρπάξει από το μαλλί, μα η βάρκα άρχισε να σκαμπανεβάζει κι ο άνθρωπος που τραβούσε το κουπί, τρομαγμένος, τους έδειχνε να καθίσουν στις θέσεις τους. Κάθισαν βέβαια ακίνητοι, με την πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο, και μόλις βγήκανε από τη βάρκα, πριν πάνε στο δωμάτιό τους, φώναξαν τον διερμηνέα. Ήτανε μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, που λάτρευε και θαύμαζε τον Βάρναλη. Ο ίδιος, για να μη γίνουν ρεζίλι, της είπε πως έσκυψε να πάρει νερό από τη λίμνη να δροσίσει το πρόσωπό του και του έπεσε η μασέλα. Είχε μια παλιά μαζί του, μα ήτανε χάλια. Ας ψάχνανε στον πάτο της λίμνης να του βρουν την άλλη. Η διερμηνέας του είπε να μην ανησυχεί και πως, αύριο κιόλας, θα φρόντιζε να του στείλουν οδοντοτεχνικό να του πάρει μέτρα και να του κάνουν δώρο μια ολοκαίνουργια μασέλα.
Όταν έφυγε η διερμηνέας, ο Βάρναλης τα ’βάλε φυσικά με τη Δώρα.
– Εγώ, της είπε, σοβιετική μασέλα δεν βάζω. Μπορεί να έχουν κάνει σ’ αυτόν τον τόπο μεγάλα επιτεύγματα και μπαλέτο σαν κι αυτό που είδαμε να μην έχω ξαναδεί, αλλά μασέλες δεν ξέρουν να φτιάχνουν.
Τους είχε δει όλους όταν πήγαιναν για φαγητό στην τραπεζαρία. Μια κοψιά, ίδιο χαμόγελο. Θα μπορούσε κάλλιστα ο ένας να δανείζει τη μασέλα του στον άλλο.
Η Δώρα είπε πάλι πως τζάμπα του δώσανε το βραβείο Λένιν, για να τον κάνει πάλι έξαλλο.
– Ας το πάρουν πίσω, της είπε, μα σοβιετική μασέλα δεν θα βάλω.
Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα τον Ιούλη του 1959.
Στη φωτογραφία με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου στην Κόκκινη Πλατεία
______________
Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα......
– Θέλω να δω τους Σεβαστίκογλου.
Πάντως, έφυγε με την παλιά του μασέλα. Μου το είπε, αρκετά χρόνια μετά, η διερμηνέας του. [.....]
Άλκη Ζέη, Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα,
Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά, εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ. 156-161)
Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του Βραβείου Λένιν.
Αριστερά ο Ηλίας Ερεμπουργκ (Αρχείο εκδοτικού οίκου «ΚΕΔΡΟΣ»).
_____________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου