Ο δεύτερος βασικός λόγος είναι ότι οι άνθρωποι συχνά μιλάνε χρησιμοποιώντας μεταφορές. Να μερικά παραδείγματα μεταφορών:
Η λέξη «μεταφορά» σημαίνει κουβαλάω κάτι από το ένα μέρος στο άλλο και σε πολλές γλώσσες προέρχεται από τα ελληνικά, δηλαδή από τις ελληνικές λέξεις μετά (που θα πει από το ένα μέρος στο άλλο) και φέρειν (που θα πει κουβαλάω) και ισχύει όταν περιγράφεις κάτι χρησιμοποιώντας μια λέξη στη θέση ενός πράγματος διαφορετικού από τη λέξη. Αυτό σημαίνει πως η λέξη «μεταφορά» είναι μια μεταφορά.
Νομίζω πως θα έπρεπε να λέγεται «ψέμα», γιατί δε λύνεται ο αφαλός μας από τα γέλια και οι άνθρωποι δε βγάζουν τα άπλυτα τους στη φόρα• τα πλένουν. Κι όταν προσπαθώ να σχηματίσω μια εικόνα της φράσης στο κεφάλι μου, απλώς μπερδεύομαι, γιατί δεν είναι δυνατόν να σου φυτρώσουν ξαφνικά 14 μάτια για να γίνεις προσεκτικός. Στο τέλος φτάνεις να ξεχάσεις για τι πράγμα μιλούσε ο άλλος.
Το όνομα μου είναι μια μεταφορά. Με λένε Κρίστοφερ, δηλαδή Χριστόφορο, και θα πει αυτός που φέρει τον Χριστό, από τις ελληνικές λέξεις χριστός (ο χρισμένος από τον Θεό) και το ρήμα φέρω, και ήταν το όνομα που δόθηκε στον Άγιο Χριστόφορο επειδή πέρασε τον Ιησού Χριστό στην αντίπερα όχθη ενός ποταμού.
Αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς άραγε τον έλεγαν πριν περάσει τον Χριστό από το ποτάμι. Μπα, τίποτα δε θα τον έλεγαν, γιατί αυτή η ιστορία είναι μια αποκρυφιστική ιστορία, πράγμα που σημαίνει πως κι αυτή ψέματα είναι.
Πήρα την απόφαση να ανακαλύψω ποιος σκότωσε τον Ουέλινγκτον, παρόλο που ο πατέρας μου είχε πει να μη χώνω τη μύτη μου στις δουλειές των άλλων. Έτσι είμαι: δεν κάνω πάντα αυτό που μου λένε. Κι αυτό γιατί όταν οι άνθρωποι σου λένε τι να κάνεις, συνήθως σε μπερδεύουν και δε βγάζεις νόημα.
Για παράδειγμα, συχνά ο κόσμος λέει:
«Κάνε ησυχία», αλλά κανείς δε σου λέει για πόση ώρα να κάνεις ησυχία.
Άλλο παράδειγμα: τυχαίνει να δεις μια ταμπέλα που γράφει
ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ. Κανονικά όμως θα έπρεπε να λέει
ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΜΠΕΛΑ ή
ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΡΚΟ, γιατί υπάρχει κι ένα σωρό γρασίδι που επιτρέπεται μια χαρά να το πατάς.
Εξάλλου οι άνθρωποι παραβαίνουν τους κανόνες διαρκώς. Για παράδειγμα, ο πατέρας οδηγεί συχνά με ταχύτητα πάνω από 50 χιλιόμετρα την ώρα σε περιοχές με όριο ταχύτητας 50 χιλιόμετρα, και μερικές φορές οδηγεί ενώ έχει πιει και συχνά δε φοράει τη ζώνη ασφαλείας, όταν οδηγεί τo φορτηγάκι. Στη Βίβλο λέει
Ου φονεύσεις, παρ' όλα αυτά και οι Σταυροφορίες έγιναν, συν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο Πόλεμος του Κόλπου, και σε όλους υπήρχαν χριστιανοί που σκότωναν κόσμο.
Επίσης δεν ξέρω τι εννοεί ο πατέρας όταν λέει:
«Μη χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων», γιατί δεν ξέρω τι εννοεί όταν λέει «δουλειές των άλλων». Εγώ κάνω ένα σωρό πράγματα με άλλους ανθρώπους και στο σχολείο και στο μαγαζί και στο σχολικό. Η δουλειά η δική του είναι να πηγαίνει σε σπίτια άλλων ανθρώπων και να τους φτιάχνει τους καυστήρες τους και τη θέρμανση τους. Κι όλα αυτά τα πράγματα είναι δουλειές των άλλων.
Η Σόμπαν καταλαβαίνει. Όταν μου λέει να μην κάνω κάτι, λέει ακριβώς τι είναι αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνω, κι αυτό εμένα μου αρέσει.
Για παράδειγμα, είπε μια φορά: «Δεν πρέπει ποτέ να δίνεις γροθιές στη Σάρα ή να τη χτυπάς με οποιονδήποτε τρόπο, Κρίστοφερ, ακόμα κι αν σε χτυπήσει πρώτη. Αν σε ξαναχτυπήσει, μείνε μακριά της, ακίνητος, μέτρα από το 1 μέχρι το 50 κι υστέρα έλα και πες σ' εμένα τι έκανε, ή πες τι έκανε σε κάποιο από τα άλλα μέλη του προσωπικού».
Ή, για παράδειγμα, είπε μια φορά: «Αν θέλεις να κάνεις κούνια και είναι άλλα παιδιά στις κούνιες, δεν πρέπει ποτέ να τα σπρώχνεις για να κατέβουν. Πρέπει να τα ρωτάς αν μπορείς να κάνεις κι εσύ. Κι ύστερα πρέπει να περιμένεις μέχρι να τελειώσουν».
Όταν όμως άλλοι άνθρωποι σου λένε τι δεν μπορείς να κάνεις, δεν το κάνουν μ' αυτόν τον τρόπο. Έτσι αποφασίζω από μόνος μου τι να κάνω και τι να μην κάνω.
Δεν υπάρχει παράδεισος
Εγώ είπα πως δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το σύμπαν και πως ούτε καν υπήρχε ένας εντελώς άλλος τόπος. Εγώ νομίζω πως οι άνθρωποι πιστεύουν στον Παράδεισο επειδή δεν τους αρέσει η ιδέα τού να πεθάνουν επειδή θέλουν να συνεχίσουν να ζουν και δεν τους αρέσει η ιδέα να μπαίνουν άλλοι άνθρωποι στο σπίτι τους και να τους πετάνε τα πράγματα τους στα σκουπίδια.
Ο αιδεσιμότατος Πίτερς είπε: «Ε... όταν λέω πως ο Παράδεισος είναι έξω από το σύμπαν, είναι απλώς τρόπος του λέγειν. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που πάνε στον Παράδεισο βρίσκονται μαζί με τον Θεό».
Εγώ απάντησα: «Ναι, μα ο Θεός πού είναι;»
Και ο αιδεσιμότατος Πίτερς είπε πως θα έπρεπε να το κουβεντιάσουμε μιαν άλλη μέρα, που θα είχε περισσότερο χρόνο.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει όταν πεθαίνεις είναι ότι ο εγκέφαλος σου σταματάει να λειτουργεί και ότι το σώμα σου σαπίζει, όπως έγινε με το κουνέλι όταν πέθανε και το θάψαμε στο χώμα, στο βάθος του κήπου. Όλα τα μόρια του διασπάστηκαν σε άλλα μόρια, χώθηκαν μέσα στη γη, τα έφαγαν τα σκουλήκια και πήγαν μέσα στα φυτά. Κι αν πάμε και ψάξουμε στο ίδιο σημείο ύστερα από 10 χρόνια δε θα έχει απομείνει τίποτ' άλλο εκτός από το σκελετό του. Και σε 1.000 χρόνια, ακόμα κι ο σκελετός του θα έχει εξαφανιστεί. Όμως δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί τώρα πια κι αυτός είναι μέρος των λουλουδιών και της μηλιάς και της βατομουριάς.
Όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, τους βάζουν μερικές φορές σε κάσες, πράγμα που σημαίνει πως για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έρχονται σε επαφή με το χώμα, ώσπου να σαπίσει το ξύλο της κάσας.
Αλλά τη μητέρα μου την αποτέφρωσαν. Αυτό σημαίνει πως την έβαλαν σε μια κάσα, την έκαψαν, την άλεσαν κι έγινε στάχτη και καπνός. Δεν ξέρω τι γίνεται με τη στάχτη και δεν μπόρεσα να ρωτήσω στο κρεματόριο, γιατί δεν πήγα στην κηδεία. Όμως ο καπνός βγαίνει από την καμινάδα και ανεβαίνει ψηλά στην ατμόσφαιρα. Μερικές φορές κοιτάζω ψηλά στον ουρανό και νομίζω πως υπάρχουν εκεί πάνω μόρια της μητέρας, ή σε σύννεφα πάνω από την Αφρική ή την Ανταρκτική, ή πως πέφτουν στη γη σαν βροχή στα τροπικά δάση της Βραζιλίας, ή σαν χιόνι κάπου αλλού.
Εγώ θα αποδείξω πως δεν είμαι ηλίθιος......
Όλα τα άλλα παιδιά στο σχολείο μου είναι ηλίθια, μόνο που εγώ υποτίθεται πως δεν πρέπει να τα λέω ηλίθια, παρόλο που αυτό ακριβώς είναι. Υποτίθεται πως δεν πρέπει να λέω πως έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή πως έχουν ειδικές ανάγκες. Αυτό όμως είναι βλακεία, γιατί καθένας έχει μαθησιακές δυσκολίες. Γιατί το να μάθεις να μιλάς γαλλικά ή το να καταλάβεις τη θεωρία της σχετικότητας είναι δύσκολο. Εξάλλου καθένας έχει ειδικές ανάγκες, όπως ο πατέρας, που πρέπει να κουβαλάει ένα μικρό κουτάκι με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες μαζί του για να βάζει στον καφέ του, για να μην παχαίνει, ή η κυρία Πίτερς που φοράει ένα μπεζ ακουστικό βαρηκοΐας, ή η Σόμπαν που φοράει τόσο χοντρά γυαλιά, που σε πιάνει πονοκέφαλος έτσι και τα δανειστείς. Και κανένα από τα άτομα αυτά δεν είναι Άτομο Με Ειδικές Ανάγκες, παρόλο που έχουν ειδικές ανάγκες.
Ωστόσο η Σόμπαν είπε πως πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις, γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε ένα παιδί σαν τα παιδιά στο σχολείο σπαστικό και ανάπηρο και μογγολάκι, που είναι απαίσιες λέξεις. Όμως και αυτό είναι βλακεία, γιατί μερικές φορές τα παιδιά από το σχολείο στο τέρμα του δρόμου μάς βλέπουν που βγαίνουμε από το σχολικό και φωνάζουν:
«Ειδικές Ανάγκες! Ειδικές Ανάγκες! Ειδικές Ανάγκες!» Εγώ όμως δεν τους δίνω καμιά σημασία, γιατί δεν ακούω τι λέει ο υπόλοιπος κόσμος. Κι εμένα μόνο με ξύλα και πέτρες μπορείς να με βάλεις κάτω κι έχω και τον ελβετικό στρατιωτικό σουγιά μου, έτσι και κάνουν πως με δέρνουν. Κι άμα τους σκοτώσω, θα είναι αυτοάμυνα και δε θα πάω φυλακή.
Εγώ θα αποδείξω πως δεν είμαι ηλίθιος. Τον άλλο μήνα θα δώσω εξετάσεις στα μαθηματικά για το απολυτήριο και θα πάρω άριστα.
Περιγραφή.... μέσα από τα μάτια ενός παιδιού με "ειδικές .......ικανότητες"!!!!!!
Η Σόμπαν έλεγε πως, όταν γράφεις ένα βιβλίο, πρέπει να περιλαμβάνεις μερικές περιγραφές πραγμάτων. Εγώ έλεγα πως μπορούσα να βγάλω φωτογραφίες και να τις βάλω στο Βιβλίο. Εκείνη όμως έλεγε πως η ιδέα ενός Βιβλίου ήταν να περιγράφει πράγματα χρησιμοποιώντας λέξεις, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τις διαβάζουν και να φτιάχνουν μια εικόνα μέσα στο κεφάλι τους. Έλεγε πως το καλύτερο ήταν να περιγράφεις πράγματα που ήταν ενδιαφέροντα ή αλλιώτικα.
Έτσι, αποφάσισα να κάνω μια περιγραφή του κήπου. Όμως ο κήπος δεν ήταν ούτε πολύ ενδιαφέρων ούτε πολύ διαφορετικός. Ήταν απλώς ένας κήπος, με γρασίδι, με μιαν αποθήκη και μ' ένα σχοινί μπουγάδας. Αλλά ο ουρανός ήταν ενδιαφέρων και αλλιώτικος. Συνήθως οι ουρανοί φαίνονται βαρετοί γιατί είναι καταγάλανοι ή κατάγκριζοι ή σκεπασμένοι όλοι μ' ένα μοτίβο από σύννεφα και θαρρείς πως είναι χαμηλά και όχι εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω απ' το κεφάλι σου. Νομίζεις πως κάποιος τους ζωγράφισε πάνω σε μια μεγάλη οροφή. Όμως αυτός ο ουρανός είχε πολλά διαφορετικά σύννεφα πάνω του, σε διαφορετικά ύψη, και μπορούσες να δεις πόσο μεγάλος ήταν κι αυτό τον έκανε να φαντάζει θεόρατος.
Πιο πέρα μακριά στον ουρανό υπήρχαν ένα σωρό μικρά λευκά σύννεφα που έμοιαζαν με λέπια ψαριών ή με αμμόλοφους και είχαν ένα πολύ κανονικό μοτίβο.
Πιο κει, ακόμα πιο μακριά, προς τα δυτικά, υπήρχαν κάτι μεγάλα σύννεφα που ήταν χρωματισμένα ελαφρά πορτοκαλιά, γιατί κόντευε να σουρουπώσει και ο ήλιος έδυε.
Ύστερα, πάρα πολυ κοντά στο έδαφος, υπήρχε ένα τεράστιο σύννεφο που ήταν χρωματισμένο γκρίζο, γιατί ήταν σύννεφο που έφερνε βροχή.
Αφού το κοίταξα ώρα πολλή, το είδα καθαρά να κινείται πολύ αργά κι ήταν σαν εξωγήινο διαστημόπλοιο εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρύ, όπως στην ταινία Στενές επαφές τρίτου τύπου, με τη διαφορά πως δεν ήταν φτιαγμένο από στερεό υλικό. Ήταν φτιαγμένο από σταγονίδια συμπυκνωμένων υδρατμών, δηλαδή από το υλικό που φτιάχνονται τα σύννεφα.
Θα μπορούσε να είναι ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο.
Ο κόσμος νομίζει πως τα εξωγήινα διαστημόπλοια είναι στερεά και φτιαγμένα από μέταλλο και πως έχουν φώτα ολόγυρα τους και ότι κινούνται αργά στον ουρανό, επειδή κι εμείς έτσι θα κατασκευάζαμε ένα διαστημόπλοιο, αν ήμασταν σε θέση να φτιάξουμε ένα τόσο μεγάλο. Όμως οι εξωγήινοι, αν υπάρχουν, πιθανότατα είναι πολύ διαφορετικοί από εμάς. Μπορεί να μοιάζουν με μεγάλα γαστρόποδα ή να είναι επίπεδοι σαν αντανακλάσεις. Ή μπορεί να είναι μεγαλύτεροι κι από τους πλανήτες. Ή μπορεί να μην έχουν καν σώματα. Μπορεί να είναι απλώς πληροφορίες, όπως μέσα σ' έναν υπολογιστή. Και τα διαστημόπλοια τους μπορεί να μοιάζουν με σύννεφα ή να είναι φτιαγμένα από ασύνδετα αντικείμενα, όπως σκόνη ή φύλλα.
Έπειτα αφουγκράστηκα τους ήχους στον κήπο και άκουσα καθαρά ένα πουλί να κελαηδάει, κι άκουσα θόρυβο από κίνηση, που ήταν σαν το κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά, κι άκουσα καθαρά κάποιον να παίζει μουσική κάπου και παιδιά να φωνάζουν. Κι ανάμεσα στους θορύβους εκείνους, αν αφουγκραζόμουν πολύ προσεκτικά και στεκόμουν εντελώς ακίνητος, άκουγα καθαρά μέσα στ' αυτιά μου ένα αμυδρό κλαψούρισμα και τον αέρα να μπαινοβγαίνει από τη μύτη μου.
Στη συνέχεια μύρισα τον αέρα για να δω αν μπορούσα να διαπιστώσω τι μυρωδιά είχε ο αέρας του κήπου. Όμως δεν μπόρεσα να μυρίσω τίποτα. Δε μύριζε τίποτα. Κι ήταν κι αυτό εξίσου ενδιαφέρον.
Παρατηρώ τα πάντα. Γι' αυτό δε μου αρέσουν τα καινούργια μέρη. Αν βρίσκομαι σ' ένα μέρος που γνωρίζω, όπως το σπίτι μου, το σχολείο ή το σχολικό, ένα μαγαζί ή ένα δρόμο, τα έχω δει σχεδόν όλα από τα πριν και το μόνο που έχω να κάνω είναι να κοιτάζω τα πράγματα που έχουν αλλάξει ή μετακινηθεί. Για παράδειγμα, κάποια εβδομάδα η αφίσα με τα Άπαντα του Σαίξπηρ είχε πέσει από τον τοίχο της τάξης στο σχολείο και ήταν εύκολο να το καταλάβεις, γιατί είχε τοποθετηθεί πάλι στη θέση της, γερμένη όμως ελαφρά προς τα δεξιά, και γιατί υπήρχαν τρεις μικροί κύκλοι από κόλλα στον τοίχο, στην αριστερή πλευρά της αφίσας.
Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι νωθροί. Ποτέ τους δεν παρατηρούν τα πάντα. Ρίχνουν απλώς μια ματιά, όπως λέμε, που είναι το ίδιο σαν να λέμε «χαζεύω κάτι» ή «στυλώνω» το βλέμμα σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, για παράδειγμα όταν μια μπάλα του μπιλιάρδου λοξοκοιτάζει μιαν άλλη μπάλα του μπιλιάρδου. Έτσι οι πληροφορίες μέσα στα κεφάλια τους είναι στ' αλήθεια απλές. Για παράδειγμα, αν είναι κανείς στην εξοχή, οι πληροφορίες μπορεί να είναι κάτι από τα εξής: