Ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα και η Πηνελόπη Μπενάκη με την αδελφή του πατέρα τους Μαριέτα Μηταράκη, που έχει στην αγκαλιά τον μικρότερο αδελφό τους Αλέξανδρο.
[πηγή: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη]
___________
«Η ζωή του σπιτιού μας ήταν η συνηθισμένη αλεξανδρινή ζωή, ίσως αρκετά πιο ηθική από τα άλλα σπίτια, πιο πατριαρχική, αλλά καθόλου πνευματική. Ο πατέρας παραδομένος ολότελα στη δουλειά και στα κοινοτικά. Η μητέρα στο νοικοκυριό της, στα φιλανθρωπικά και στα κοινωνικά, επισκέψεις, δεξιώσεις, βεγγιέρες και σπάνιους χορούς. Η ατμοσφαίρα του σπιτιού ήταν αυστηρή, ξερή, έλειπε η γλύκα, η επικοινωνία, η αγάπη»
«Γύρω μου στην αλεξανδρινή κοινωνία όλα με πλήγωναν και με απέκρουαν. Τη δύναμή μου να τραβήξω σε μένα τη συμπάθεια ή την φιλία του τάδε ή του δείνα, την έκλεια βαθιά μέσα μου, νοιώθοντας τι σκόρπισμα που θα ήταν στο κοσμοπολίτικο αυτό ανθρωπομάζεμα όπου κανένας δεν ξεχώριζε». […]
Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία έχουν ειδική σημασία στο πλαίσιο του αυτοβιογραφικού εγχειρήματος. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Παν. Μουλλά, αυτοβιογραφούμαι σημαίνει «υπακούω στο παιδί που ζει μέσα μου και που δε λέει να μεγαλώσει».
Το σύντομο απόσπασμα από τις Πρώτες Ενθυμήσεις της Πηνελόπης Δέλτα περιγράφει αναδρομικά την εικόνα της πατρικής μορφής, όπως αυτή χαράχτηκε στη συνείδηση και τη μνήμη της μικρής κόρης.
Όπως συμβαίνει συχνά, ο αυτοβιογραφικός μονόλογος της Δέλτα φανερώνει περισσότερα για το δικό της τραυματισμένο ψυχισμό παρά για την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των προσώπων για τα οποία γίνεται λόγος.
Οικογένεια Εμμανουήλ Μπενάκη, αρχές 20ου αιώνα (Συλλογή Αλέξανδρου Κ. Σαμαρά)
__________________
Ενότητα 1η - Ο χαρακτήρας του πατέρα - οι σχέσεις του με τα παιδιά
Τον πατέρα, εμείς τα παιδιά τον φοβούμασταν πάρα πολύ για να μπορούμε και να τον αγαπούμε. Σαν έμπαινε ο πατέρας στο σπίτι, τσιμουδιά δεν ακούουνταν στο σπουδαστήριο, όσο μικρά ή μεγάλα και αν ήμασταν. Αν τύχαινε και βρισκόμαστε στην είσοδο για να δούμε την ώρα ή για καμιά δουλειά, την ώρα που άνοιγε ο πατέρας με το κλειδί του και έμπαινε, πηγαίναμε φρόνιμα και τον χαιρετούσαμε(δε μας φιλούσε, απλώς μας χαιρετούσε μ' ένα: «Ε, κάτι εδώ; Πες να σερβίρουν γρήγορα, βιάζομαι»). Και φεύγαμε βιαστικά, μη μας βρει κανένα ψεγάδι.
Θυμούμαι την επιβλητική του παρουσία, το μεγαλείο του, την ομορφιά του, το ψηλό, δεμένο αλλά λεπτό κορμί του, ίσιο σαν λαμπάδα, τα πυκνά και σγουρά μαύρα μαλλιά του, τα γένια του, μαύρα και αρκετά μακριά, κομμένα τετράγωνα, κατά την τότε μόδα, τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές, «τα ωραία Μπενάκικα μάτια», όπως έλεγε η μητέρα μου στα γεράματα της, πάντα με λαχτάρα και συγκίνηση. Τον θυμούμαι που έμπαινε στην είσοδο και γέμιζε, λες, αμέσως το σπίτι∙ θυμούμαι το θαυμασμό μου για τον «πατέρα», την υπερηφάνεια, και συνάμα τη βία να εξαφανιστούμε, μη μας βρει καμιάν αιτία για κατσάδα ή μπάτσο.
Οι μπάτσοι στο πρόσωπο ήταν συχνοί, δίνουνταν εύκολα και θυμούμαι ακόμα τώρα το αίσθημα της ντροπής, του εξευτελισμού, όσο και της ζάλης που ακολουθούσε κάθε μπατσιά που πηγαινοέφερνε το μυαλό μας. Μας μπάτσιζε ο πατέρας κάποτε, αλλά σπανιότερα από τη μητέρα, που ζούσε περισσότερο στο σπίτι και τιμωρούσε συνεπώς συχνότερα και ευκολότερα.
Ο πατέρας ήταν βίαιος, θυμώδης, αυθαίρετος, κοτζάμπασης. Εκείνο που ήθελε το ήθελε και το επέβαλλε. Διέταζε. Και οι άλλοι υπήκουαν. Επιβάλλουνταν. Και οι άλλοι υποχωρούσαν. Ηταν αφέντης. Κάποτε τύραννος. Μα ήταν βαθιά ευγενής. Και ήταν τίμιος στη σκέψη όσο και στις δοσοληψίες. Και ήταν ειλικρινής, και ήταν υπερήφανος, ίσιος, αλύγιστος, αμείλικτος στο ζήτημα «συνείδηση». Το νιώθαμε μεις τα παιδιά, και το ένιωθαν όλοι που τον ήξεραν. Ο πατέρας ήταν «χαρακτήρας».
Εμμανουήλ Μπενάκης (1843 - 1929), πολιτικός και εθνικός ευεργέτης, ο πατέρας της Πηνελόπης Δέλτα
___________
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
- α΄πρόσωπος αφηγητής, εσωτερική οπτική γωνία με συμμετοχή στα δρώμενα, αναδρομική αφήγηση της ώριμης πλέον αυτοβιογραφούμενης συγγραφέως (θυμούμαι)
- Περιγραφή παραστατική, λεπτομερής
- Διάλογος σύντομος αφηγημένος
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ-ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ- ΙΔΕΕΣ
- Πατέρας: επιβλητική, γοητευτική, μεγαλοπρεπής παρουσία, ευπαρουσίαστος, αλλά τυπικός, ψυχρός, απόμακρος, απρόσιτος, απλησίαστος, χωρίς συναισθηματικές διαχύσεις, οικειότητα, εκδηλώσεις τρυφερότητας, τιμωρεί χωρίς να επιβραβεύει, αυστηρός, αυταρχικός, άτεγκτος. Εμπνέει στα παιδιά: φόβο, τρόμο αλλά και θαυμασμό, υπερηφάνεια, σεβασμό, δέος
- Το έλλειμμα στοργής, η επιβολή σιδερένιας πειθαρχίας, ο ξυλοδαρμός, απότοκο των παιδαγωγικών αντιλήψεων στους κόλπους της μεγαλοαστικής κοινωνίας του 19ου αι, προκαλεί τραυματικά συναισθήματα, ντροπή, εξευτελισμό σ’ ένα υπερευαίσθητο παιδί, όπως η αφηγήτρια
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
- Μεταφορές: τον τρέμαμε, δεμένο κορμί, αμυγδαλωτά μάτια που πετούσαν φλόγες,κάθε μπατσιά πηγαινοέφερνε το μυαλό
- Παρομοίωση: κορμί, ίσιο σα λαμπάδα, Έμπαινε και γέμιζε, λες, αμέσως το σπίτι
- Ασύνδετα: την επιβλητική του παρουσία........ «τα ωραία Μπενάκικα μάτια»
Εμμανουήλ Μπενάκης (1843 - 1929), πολιτικός και εθνικός ευεργέτης,πατέρας της Πηνελόπης Δέλτα
______________
Αργότερα τον γνώρισα και τον εξετίμησα. Ως το τέλος της ζωής του μου έμεινε θεότης απλησίαστος. Μα μου έμεινε και η τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου, κάτι σαν λατρεία, σαν θρησκεία. Έκλαψα χάριν του φοβερά. Έκλαψα όλη μου τη ζωή. Μου επιβλήθηκε πάντα και με τυράννησε, ξέροντας και μην ξέροντας. Και ως το τέλος βάρυνε η θέληση και η τυραννία του στη ζωή μου. Και όμως έμεινε η τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
- Εσωτερικός μονόλογος, εξομολόγηση-κατάθεση ψυχής, αναβίωση τραυματικών εμπειριών, παρά περιγραφή της πατρικής φιγούρας
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ-ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ- ΙΔΕΕΣ
- Πατέρας: βίαιος, ευέξαπτος, τύραννος, επιβλητικός, ανυποχώρητος, εξουσιαστικός χαρακτήρας, αλλά και βαθιά ευγενής, έντιμος, συνεπής, ειλικρινής, δίκαιος, ευθύς, ακέραιος, υπερήφανος
- Στα μάτια της αφηγήτριας: θεότης απλησίαστος, αντικείμενο λατρείας, μυθοποιημένο πρόσωπο- αντρικό πρότυπο. Ανίκανη να τον κρίνει, να τον δει στα ανθρώπινα μέτρα του, λόγω της επιβεβλημένης απόστασης, των ετερόκλητων στοιχείων της γοητευτικής προσωπικότητάς του, άσκησε τυραννική επίδραση πάνω της, εγκλωβίζοντάς την σε μια σχέση ισόβιας συναισθηματικής εξάρτησης.
- Παρομοιώσεις: (σαν) θεότης απλησίαστος, σαν λατρεία, σαν θρησκεία
- Ασύνδετα, πολυσύνδετα, Μικροπερίοδος λόγος, κοφτές προτάσεις
- Επαναλήψεις: τελευταία μεγάλη αγάπη της ζωής μου, έκλαψα χάριν του, όλη μου τη ζωή
- Κλιμάκωση: αργότερα....σαν θρησκεία
- Αντίθεση: Βίαιος....τύραννος, μα βαθιά ευγενής....στο ζήτημα συνείδηση, ξέροντας και μην ξέροντας
- Χαρακτηριστικά επίθετα
ΠΗΓΗ: https://www.tovima.gr/2009/01/11/culture/sto-saloni-tis-pinelopis/
________________
Θυμούμαι μια μέρα, ένα μεσημέρι (ήμουν κάπου 9-10 ετών;) ένας στρειδάς άνοιγε στρείδια στην πίσω πόρτα του σπιτιού μας (στο καινούριο, δικό μας σπίτι) και ο πατέρας έτρωγε μερικά, και όλο άνοιγε στρείδια ο στρειδάς και τ' αράδιαζε στην πιατέλα για το τραπέζι, και διάλεγε κανένα ο πατέρας και το έτρωγε. Και αφού γέμισε η πιατέλα, τα μέτρησε ο πατέρας, μέτρησε πόσα είχε φάγει και του τα πλήρωσε έξι γροσάκια τη δωδεκάδα, αντί τέσσερα που τα πλήρωναν άλλη φορά.
«Είναι μεγάλα και πολύ φρέσκα», μου είπε ανεβαίνοντας την πίσω σκάλα προς την τραπεζαρία. Ο στρειδάς είχε ευχαριστήσει μ' ένα χαμόγελο που πήγαινε ως τ' αυτιά του, χτυπώντας καρδιά και μέτωπο επανειλημμένως.
«Τον πλήρωσες;», ρώτησε η μητέρα, σαν μπήκαμε στην τραπεζαρία.
«Ναι».
«Πόσες δωδεκάδες;»
«Τόσες». Και της είπε.
«Και πόσα τα πλήρωσες;»
«Έξι γροσάκια τη δωδεκάδα».
«Καημένε Μανόλη! Τέσσερα είναι η τιμή τους».
«Είναι μεγάλα και πολύ φρέσκα».
«Άσχημα έκανες! Πολύ άσχημα! Έτσι τον κακομαθαίνεις, και θα γυρεύει στο μέλλον πάντα έξι γρόσια!»
«Ωχ, καημένη γυναίκα! Πώς θα ζήσει και αυτός, αν δεν πληρώσεις τον κόπο του και τον καιρό του;», καλόβουλα είπε ο πατέρας.
Ο λόγος αυτός ήταν ένας σταθμός στη ζωή μου. Ως τότε δεν είχα σκεφθεί, παζαρεύοντας, όπως τύχαινε συχνά, για χόρτα και άλλα, παρά πώς να κάνω την οικονομία του σπιτιού και να κάνω τα καλά μου, να κόψω το γροσάκι του πουλητή που χτυπούσε την πόρτα. Πρώτη φορά είδα και την άλλη μεριά του προβλήματος, πως κοντά στην οικονομία μας στέκουνταν και για τον άλλο η ανάγκη να ζήσει, να βγάλει το ψωμί του, να πληρωθεί η εργασία του κατά την αξία της.
Και λάτρεψα τον πατέρα μου σαν κάτι ανώτερο. Δεν τον πλησίαζα όμως. Δεν τον αγαπούσα με τρυφερότητα. Έστεκε πολύ μακριά μας, θεότης απρόσιτος, μα θεότης.
Π. Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις, Ερμής
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
- Αφήγηση, Διάλογος. Ένα απλό περιστατικό αποκτά το κύρος και τη σημασία κομβικού σημείου στη ζωή τόσο του παιδιού όσο και του ώριμου αυτοβιογράφου
- Πατέρας: γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος, διαθέτει ανθρωπιά, κατανόηση και καλοσύνη. Από την πλεονεκτική θέση που βρίσκεται αποτιμά δίκαια το μόχθο του απλού δουλευτή και την ανάγκη του για ανταμοιβή. Τα λόγια του ήταν μάθημα ανωτερότητας. Εκτός από το δικό μας συμφέρον οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την προσφορά και την ανάγκη του άλλου.
- Μητέρα: συνετή διαχειρίστρια των εξόδων του σπιτιού επιτιμά τον πατέρα για τη γενναιοδωρία του.
- Παρομοίωση: λάτρεψα τον πατέρα μου σαν κάτι ανώτερο
- Μεταφορές: σταθμός στη ζωή μου, να κόψω το γροσάκι
- Επανάληψη: θεότης απρόσιτος, μα θεότης
Η Πηνελόπη, ως υποδειγματική κόρη, ήταν υποχρεωμένη να εμφανίζεται στις κοσμικές συγκεντρώσεις της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, τις οποίες ωστόσο βαριόταν αφόρητα.
_____________
- Να σχολιάσετε την αντίδραση του πατέρα στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Τρελαντώνης» που ακολουθεί. Συμφωνεί ή έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του, έτσι όπως τον παρουσιάζει η αφηγήτρια στο απόσπασμα από τις «Πρώτες Ενθυμήσεις»;
Ο Αντώνης και τα αδέρφια του, η Αλεξάνδρα, η Πουλουδιά, ο Αλέξανδρος, έχουν έρθει από την Αίγυπτο, όπου ζουν με τους γονείς τους, για να περάσουν το καλοκαίρι με τους θείους τους στον Πειραιά. Τα παιδιά περνούν διάφορες περιπέτειες που κυρίως προκαλούντα από τις αταξίες και το ανήσυχο πνεύμα του Αντώνη. Στο παρακάτω απόσπασμα οι γονείς των παιδιών καταφθάνουν στον Πειραιά και βρίσκουν τον Αντώνη πληγωμένο στο μέτωπο από έναν καυγά με άλλα παιδιά στο δρόμο.
Πετάχθηκε τότε η Κλειώ και είπε:
—Σα βρεθείς στη μέση, θεία μου, δεν μπορείς να μην πολεμήσεις και συ. Σας βεβαιώνω πως και ο Γιάννης το ίδιο θα έκανε.
—Δηλαδή το ίδιο έκανα! επιδιόρθωσε ο Γιάννης.
—Τι; Ανακατώθηκες στον πετροπόλεμο; Έριξες και συ πέτρες; ρώτησε σαστισμένη η θεία Μαριέτα.
—Και βέβαια έριξα, κι έφαγα μερικές, μα όχι στο κεφάλι. Ο Αντώνης ήταν πιο άτυχος και την έφαγε στο πρόσωπο.
Αγανακτισμένη γύρισε η θεία Μαριέτα στη θεία Αργίνη.
—Και το επιτρέπεις εσύ; ρώτησε.
Η θεία Αργίνη γέλασε.
—Όχι, είπε, δεν το επιτρέπω, και το ξέρει ο Γιάννης. Και δεν θα έπαιζε πετροπόλεμο χωρίς ανάγκη. Κάτι θα 'τυχε. Πες, Γιάννη, πώς έγινε; Και είπε ο Γιάννης:
—Ήταν κάτι χαμίνια, κοτζάμ αγόρια, που πιάστηκαν με μια τσούρμα μικρά, μαρίδα τόση δα, και τη βάλανε μπροστά. Τα μικρά διαφεντεύθηκαν τότε με πέτρες, έριξαν και οι μεγάλοι, και άναψε ο πετροπόλεμος. Μπήκε στη μάχη και ο Αντώνης, τον είδα από μακριά και έτρεξα και εγώ, κι έριξα κι εγώ πέτρες και τους σκόρπισα. Αυτό ήταν όλο!
—Τ' ακούς; Τ' ακούς, Μανόλη; αναφώνησε η θεία Μαριέττα.
—Τ' ακούω, είπε ήσυχα ο πατέρας.
Και, κοιτάζοντας τον Αντώνη από κάτω από τα πυκνά του φρύδια, ρώτησε:
—Ένα πράμα ήθελα να ξέρω. Γιάννη, σαν είδες τον Αντώνη να ρίχνει πέτρες, σε ποιο στρατόπεδο πολεμούσε; Με τη μαρίδα ή με τα χαμίνια;
—Με τη μαρίδα, βέβαια! Μπήκε στη μάχη την ώρα που υποχωρούσαν οι μικροί και τις έτρωγαν!
—Φαντάσου τι μπορούσε να πάθει.. .έκανε η μαμά.
Μα τη διέκοψε ο πατέρας:
—Ε, καλά! Είπε ξεσουρώνοντας τα φρύδια του. Αν ήταν με τη μαρίδα, χαλάλι του, και ας πάθαινε. Αν μου έλεγαν όμως Αντώνη, πως πήγες με τους πιο δυνατούς, θα τελείωνε άσχημα η σημερινή μας συνάντηση. Μα μιας και πολέμησες με τους μικρούς, που τις έτρωγαν κιόλα από τους μεγάλους, όχι μόνο δε θα σε τιμωρήσω, μα θα σου πω πως έκανες καλά. Και τώρα, έλα να με φιλήσεις!
Ουφ! Τι ξαλάφρωμα για τ' αδέλφια του Αντώνη! Και για τον Αντώνη τι καμάρι τα λόγια του πατέρα!
Η μητέρα μας, υψηλή και κείνη, έμορφη, με ωραιότατο χρωματισμό, γαλανά μάτια, καστανά μαλλιά, κόκκινα χείλια, ωραίο στάσιμο, αυστηρή και κείνη, στέκονταν μακριά μας, σα θεότης, που τη λατρεύεις χωρίς να προσπαθείς να την πλησιάσεις. Χάδια από κείνην δεν είχαμε, ούτε ποτέ μας εγκαρδίωνε να της πούμε τον καημό μας. Το ίδιο και ο πατέρας. Ήταν δύο θεότητες, που τις λατρεύεις, τις φοβάσαι, μα προτιμάς να μένεις μακριά απ' αυτές.
Κάθε πρωί, την ώρα που έπαιρναν τον καφέ τους στην κρεβατοκάμαρα τους, πλυμένα, χτενισμένα, καθαρά πηγαίναμε μείς τα παιδιά να πούμε «καλημέρα» στους γονείς. Τούς φιλούσαμε επισήμως, πάντα με κάποιο φόβο στην καρδιά, μην ξεσπάσει καμιά κατσάδα, ιδίως αν είχαμε βαρεμένη τη συνείδηση με καμιάν αταξία, πού τη γνώριζε η Ευγενία, μα που δεν τη μαντάτευε ποτέ, μας φιλούσαν και κείνοι, μέναμε κοντά τους ένα δύο λεπτά, αν είχαν καμιά παραγγελία να μας κάνουν ή καμιά παρατήρηση, και φεύγαμε σιωπηλά, φρόνιμα, φροντίζοντας ν' αποφύγουμε όσο το δυνατόν να θυμούνται την παρουσία μας. Το βράδυ, πριν πάμε να κοιμηθούμε, πάλι πλυμένοι και χτενισμένοι, πηγαίναμε να πούμε «καληνύχτα», φιλούσαμε, μας φιλούσε η μητέρα (ο πατέρας επέστρεφε αργά στο σπίτι, αφού είχαμε πλαγιάσει), και αυτά ήταν τα δύο και μόνα φιλήματα της ημέρας.
Πότε αρχίσαμε να τρώμε στο τραπέζι με τούς γονείς, δεν ξέρω. Πάντως τρώγαμε μόνο το μεσημέρι. Το βράδυ τρώγαμε με τη νάρσα μας στο nursery. Θυμούμαι ένα μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι ό πατέρας, με φώναξε κοντά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέφτει το μαχαίρι στο αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πατέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυμούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ' αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά.
Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύλο. Ήμουν τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ο πατέρας μου με το καμτσί του του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα μεγάλωσα.
Τη μητέρα μου τη λάτρευα. Από τα πρώτα χρόνια, όσο μακριά πάει η ενθύμηση μου, την αγαπούσα με πάθος αρρωστιάρικο.
Υψηλή, ωραία, πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσιτη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα που έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.
Απ' όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τράβηγμα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφάνεια του που ήταν μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα κορίτσια είχαμε για κεινον "hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν πάντα φωνή της σοφίας.(…)
Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
Η υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Πού να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.
Ούτε να πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα στολίδι.
— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
Εντούτοις είχε και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες. Μα η ετοιμασία, η φροντίδα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με κλειδωμένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κάνουν πώς τον περιφρονούν, πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφορούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές ματιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή φορέματος, το κρυφό τσίμπημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία, έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παιδιά. Ό πατέρας μας σαν έμπαινε στο σπίτι και κρέμαγε το καπέλο στην κρεμάστρα, έριχνε μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, έσιαζε με τη βούρτσα και το χτένι που ήταν στο ραφάκι της κρεμάστρας τα πυκνά του μαλλιά, διόρθωνε τη γραβάτα του αν είχε στραβώσει, βούρτσιζε το ρούχο του βιαστικά και πήγαινε στην τραπεζαρία με το βιαστικό του πάντα: «Σερβίρετε γρήγορα.»
Μα ο πατέρας ήταν ο αφέντης, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ότι έκαμνε, το έκαμνε ανοιχτά.
Όταν όμως τύχαινε να δω τη μητέρα να κρυφοκοιτάξει τον καθρέφτη, να κρυφοσηκώσει κανένα μαλλάκι κάτω από το τρίχινο διχτάκι που φορούσαν τότε στο μέτωπο, να διορθώσει κρυφά το νταντελάκι του λαιμού της ή να τεντώσει τη ζαρωμένη της φούστα, ντρεπόμουν. Και δεν ήξερα γιατί ντρεπόμουν. Μας είχαν μάθει και μας, πως ήταν κακό να κοιτάζεις στον καθρέφτη. Μα αν ήταν κακό, γιατί το έκανε ή μαμά; Και αν δεν ήταν κακό, γιατί το έκανε κρυφά;
Ο πατέρας κοίταζε στον καθρέφτη και διορθώνουνταν. Μα εκείνος το έκαμνε χωρίς να κρυφθεί. Εκείνος είχε πάντα κάποια καλή αιτία να το κάνει. Ενώ η μαμά το έκανε κρυφά, άρα ήταν κακό, άρα δεν έπρεπε να γίνεται.
Θυμούμαι ακόμα τη δυσφορία, την ψυχική ανησυχία που μ' έπιανε και με βασάνιζε κάθε φορά που τύχαινε να πιάσω επ΄ αυτοφώρω τη μητέρα σε καμιά της τέτοια κρυφή κίνηση. Και πόσο ντρέπουμουν που την είχα δει, προπάντων που, αν το αντιλαμβάνουνταν η μητέρα, θύμωνε και ξεσπούσε σε κανένα μάλωμα:
— «Τι θες εδώ; Τι μπαίνεις κρυφά στην κάμαρα; Πήγαινε γρήγορα στο σπουδαστήριο, μη σε δείρω!»
Και έφευγα δρομέως! Τι ήθελα να το δω! Τι ήθελα στην τραπεζαρία! Τι ήθελα να μπω «κρυφά» στην κάμαρα! Πάντα «κρυφά» περπατούσαμε, μην κάνομε κρότο, μη μας ακούσουν, έξω από τις ώρες που δικαιωματικώς μπαίναμε στην τραπεζαρία ή στην κρεβα-τοκάμαρα των γονέων.
Και μαζευόμουν τρομαγμένη, και αν με ρωτούσαν τ' αδέλφια μου: «Τι έπαθες πάλι; Τι έκανες και σε μάλωσαν;» δεν έλεγα, από ντροπή, από κάποιο αίσθημα μειώσεως που δεν ήξερα να το εξηγήσω μα που πονούσε βαθιά, γιατί άγγιζε τη μητέρα, τη «θεότητα», τη λατρεμένη, που έκαμνε πράματα πού δεν έπρεπε να κάνει, που τα είχα δει, ενώ δεν έπρεπε να τα είχα δει.
Πληγές παιδικές, αυτές, που δε γιατρεύονται ποτέ.
(….)
Ήταν αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα. Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε πάντα στον πατέρα, την ώρα που της επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε πάντα στα νερά της, τον έκαμνε εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε, χωρίς να ξέρομε ούτε το πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο σπίτι ήταν η μητέρα. Κ' επειδή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα, στο σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική, επιβλητική, τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη.
(….)Ήταν αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές.
3. Στο απόσπασμα από "Τα Χέγια" της Ζωρζ Σαρή, η ηρωίδα, η Μάτα, περιγράφει τη σχέση με τον πατέρα της. Να την συγκρίνετε με τη σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον δικό της πατέρα, έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται μέσα από "τον τραυματισμένο ψυχικό κόσμο" της ευάλωτης ως παιδί και γυναίκας, αφηγήτριας.
Η Μάτα είναι μαθήτρια στο Λύκειο. Ζει με την οικογένειά της στη Λαμία. Αισθάνεται ότι της κρύβουν διάφορα μυστικά σχετικά με το οικογενειακό παρελθόν και την εξαφάνιση της μητέρας της. Η σχέση με τον πατέρα της διαταράσσεται όταν έρχονται στο φως κάποια στοιχεία για το παρελθόν αλλά ξεπερνά τα προβλήματα και στερεώνεται εξαρχής σε νέες βάσεις, της αλήθειας και της ειλικρίνειας. Τα χέγια είναι μια αποκριάτικη γιορτή που γίνεται στον τόπο καταγωγής τους, ένα χωριό της Φθιώτιδας, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της μιλούσαν για τη μάνα τους. Η μάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η μάνα μού αγόρασε ποδιά...», «η μάνα μ' έδειρε...», «η μάνα μου είπε...». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που μάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι μανάδες περίμεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όμορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράμερα. Πάντα μαυροντυμένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε με ύφος επιτιμητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν μην κολλήσει η ανιψιά της καμιά αρρώστια. Μια μέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιμένει το μεσημέρι;» και η Μάτα του απάντησε: «Όχι, μάνα μου». Δεν ήθελε να ξεχωρίζει από τ' άλλα παιδιά.
Ήταν όμως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όμορφος, τόσο όμορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις μανάδες του κόσμου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε μα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα μαθητάκια. Περπατούσε καμαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα 'λεγε. Για τη δασκάλα, που μάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωμό της με τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη... «Τον ήξερες, εσύ μπαμπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε με τις κουβέντες της και τα καμώματά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραμύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία με πολύχρωμες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουμπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήματα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδρομές. Καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν μαζί παλιές ελληνικές ταινίες, μαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα. Είχε τραμ. Να και μια λατέρνα. Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεμο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, μεγαθήρια.». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθημερινές· σύντομες: «τι θα φάμε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει.», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο.», «μπας κι είσαι άρρωστη; —ακουμπούσε τα χείλη του πάνω στο μέτωπό της— είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε μια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάμε σινεμά», «το Πάσχα θα πάμε στο Δαδί...». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να μην ήθελε ν' ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
4. Μελετήστε το άρθρο που ακολουθεί και προσπαθήστε να εξηγήσετε με τα "κλειδιά" της ψυχολογίας τον εγκλωβισμό της Πηνελόπης Δέλτα σε μια σχέση ισόβιας συναισθηματικής εξάρτησης εξαιτίας της τυραννικής επίδρασης που άσκησε πάνω της ο πατέρας της.
Μια από τις πιο όμορφες ταινίες μικρού μήκους. Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σ' ένα κορίτσι και τον πατέρα της.
Αυτή η μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων ήταν η νικήτρια των Όσκαρ του 2000 . Κέρδισε επίσης πάνω από 20 βραβεία και θεωρείται η πιο επιτυχημένη από την σειρά των έργων του σκηνοθέτη Michael Dudok De Wit.
Ένας πατέρας αποχαιρετά τη μικρή του κόρη και φεύγει. Καθώς τα ολλανδικά τοπία ζουν μέσα στις εποχές τους , παρατηρούμε το κορίτσι να ζει μέσα σ αυτά . Μεγαλώνει , γίνεται μια νεαρή γυναίκα , αποκτά μια οικογένεια και τα χρόνια περνούν , αλλά πάντα μέσα της υπάρχει μια βαθιά λαχτάρα για τον πατέρα της.
Η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μεταφορά . Ο πατέρας που φεύγει σε μια βάρκα σημαίνει ότι πεθαίνει και οι εικόνες της κόρης που προσμένει να ρθει πίσω σημαίνουν ότι πάντα τον σκεφτόταν για όλη τη ζωή της . Προς το τέλος , όταν η πλέον ηλικιωμένη κόρη αρχίζει να περπατά μέσα από την κατάφυτη , στερεμένη πια κοίτη, υπονοεί ότι πέθανε και ταξιδεύει στη μετά θάνατον ζωή για να δει τον πατέρα της για μια ακόμη φορά ....
ΛΕΟΝ ΤΟΛΣΤΟΙ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Στον αυτοβιογραφικό μονόλογο του Tolstoy που ακολουθεί, η παιδική ηλικία αντιμετωπίζεται ως "παράδεισος" γεμάτος "αθώα χαρά και αστείρευτη επιθυμία για τρυφερότητα". Η απέραντη αγάπη για τη μητέρα και ο πόνος στο ενδεχόμενο του αποχωρισμού από εκείνη και συνεκδοχικά ο πόνος για κάθε δυστυχία στον κόσμο, όπως τον συλλαμβάνει ο παιδικός νους, περιγράφουν μια αγαπητική διάθεση, ολότελα χαμένη μάλλον στην ενήλικη πια ζωή. Εδώ, η παιδική ηλικία είναι περισσότερο ο τόπος της νοσταλγικής επιστροφής παρά η ερμηνεία των επιλογών και της στάσης του αυτοβιογραφούμενου στο παρόν.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η Πηνελόπη Μπενάκη - Δέλτα με τον αδελφό της Αντώνη Μπενάκη, έφηβοι
________
2. Πώς παρουσιάζεται η μητέρα στα αποσπάσματα από τις "Ενθυμήσεις", που ακολουθούν; Πώς περιγράφεται η σχέση της με τα παιδιά; Ποιες είναι οι αντιλήψεις και τα στερεότυπα που κυριαρχούσαν στην μεγαλοαστική κοινωνία του 19ου αιώνα σχετικά με τις γυναίκες;
Κάθε πρωί, την ώρα που έπαιρναν τον καφέ τους στην κρεβατοκάμαρα τους, πλυμένα, χτενισμένα, καθαρά πηγαίναμε μείς τα παιδιά να πούμε «καλημέρα» στους γονείς. Τούς φιλούσαμε επισήμως, πάντα με κάποιο φόβο στην καρδιά, μην ξεσπάσει καμιά κατσάδα, ιδίως αν είχαμε βαρεμένη τη συνείδηση με καμιάν αταξία, πού τη γνώριζε η Ευγενία, μα που δεν τη μαντάτευε ποτέ, μας φιλούσαν και κείνοι, μέναμε κοντά τους ένα δύο λεπτά, αν είχαν καμιά παραγγελία να μας κάνουν ή καμιά παρατήρηση, και φεύγαμε σιωπηλά, φρόνιμα, φροντίζοντας ν' αποφύγουμε όσο το δυνατόν να θυμούνται την παρουσία μας. Το βράδυ, πριν πάμε να κοιμηθούμε, πάλι πλυμένοι και χτενισμένοι, πηγαίναμε να πούμε «καληνύχτα», φιλούσαμε, μας φιλούσε η μητέρα (ο πατέρας επέστρεφε αργά στο σπίτι, αφού είχαμε πλαγιάσει), και αυτά ήταν τα δύο και μόνα φιλήματα της ημέρας.
Πότε αρχίσαμε να τρώμε στο τραπέζι με τούς γονείς, δεν ξέρω. Πάντως τρώγαμε μόνο το μεσημέρι. Το βράδυ τρώγαμε με τη νάρσα μας στο nursery. Θυμούμαι ένα μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι ό πατέρας, με φώναξε κοντά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέφτει το μαχαίρι στο αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πατέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυμούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ' αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά.
Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύλο. Ήμουν τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ο πατέρας μου με το καμτσί του του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα μεγάλωσα.
Υψηλή, ωραία, πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσιτη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα που έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.
Απ' όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τράβηγμα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφάνεια του που ήταν μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα κορίτσια είχαμε για κεινον "hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν πάντα φωνή της σοφίας.(…)
Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
Η υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Πού να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.
Ούτε να πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα στολίδι.
— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
Εντούτοις είχε και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες. Μα η ετοιμασία, η φροντίδα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με κλειδωμένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κάνουν πώς τον περιφρονούν, πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφορούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές ματιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή φορέματος, το κρυφό τσίμπημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία, έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παιδιά. Ό πατέρας μας σαν έμπαινε στο σπίτι και κρέμαγε το καπέλο στην κρεμάστρα, έριχνε μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, έσιαζε με τη βούρτσα και το χτένι που ήταν στο ραφάκι της κρεμάστρας τα πυκνά του μαλλιά, διόρθωνε τη γραβάτα του αν είχε στραβώσει, βούρτσιζε το ρούχο του βιαστικά και πήγαινε στην τραπεζαρία με το βιαστικό του πάντα: «Σερβίρετε γρήγορα.»
Μα ο πατέρας ήταν ο αφέντης, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ότι έκαμνε, το έκαμνε ανοιχτά.
Όταν όμως τύχαινε να δω τη μητέρα να κρυφοκοιτάξει τον καθρέφτη, να κρυφοσηκώσει κανένα μαλλάκι κάτω από το τρίχινο διχτάκι που φορούσαν τότε στο μέτωπο, να διορθώσει κρυφά το νταντελάκι του λαιμού της ή να τεντώσει τη ζαρωμένη της φούστα, ντρεπόμουν. Και δεν ήξερα γιατί ντρεπόμουν. Μας είχαν μάθει και μας, πως ήταν κακό να κοιτάζεις στον καθρέφτη. Μα αν ήταν κακό, γιατί το έκανε ή μαμά; Και αν δεν ήταν κακό, γιατί το έκανε κρυφά;
Ο πατέρας κοίταζε στον καθρέφτη και διορθώνουνταν. Μα εκείνος το έκαμνε χωρίς να κρυφθεί. Εκείνος είχε πάντα κάποια καλή αιτία να το κάνει. Ενώ η μαμά το έκανε κρυφά, άρα ήταν κακό, άρα δεν έπρεπε να γίνεται.
Θυμούμαι ακόμα τη δυσφορία, την ψυχική ανησυχία που μ' έπιανε και με βασάνιζε κάθε φορά που τύχαινε να πιάσω επ΄ αυτοφώρω τη μητέρα σε καμιά της τέτοια κρυφή κίνηση. Και πόσο ντρέπουμουν που την είχα δει, προπάντων που, αν το αντιλαμβάνουνταν η μητέρα, θύμωνε και ξεσπούσε σε κανένα μάλωμα:
— «Τι θες εδώ; Τι μπαίνεις κρυφά στην κάμαρα; Πήγαινε γρήγορα στο σπουδαστήριο, μη σε δείρω!»
Και έφευγα δρομέως! Τι ήθελα να το δω! Τι ήθελα στην τραπεζαρία! Τι ήθελα να μπω «κρυφά» στην κάμαρα! Πάντα «κρυφά» περπατούσαμε, μην κάνομε κρότο, μη μας ακούσουν, έξω από τις ώρες που δικαιωματικώς μπαίναμε στην τραπεζαρία ή στην κρεβα-τοκάμαρα των γονέων.
Και μαζευόμουν τρομαγμένη, και αν με ρωτούσαν τ' αδέλφια μου: «Τι έπαθες πάλι; Τι έκανες και σε μάλωσαν;» δεν έλεγα, από ντροπή, από κάποιο αίσθημα μειώσεως που δεν ήξερα να το εξηγήσω μα που πονούσε βαθιά, γιατί άγγιζε τη μητέρα, τη «θεότητα», τη λατρεμένη, που έκαμνε πράματα πού δεν έπρεπε να κάνει, που τα είχα δει, ενώ δεν έπρεπε να τα είχα δει.
Πληγές παιδικές, αυτές, που δε γιατρεύονται ποτέ.
(….)
Ήταν αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα. Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε πάντα στον πατέρα, την ώρα που της επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε πάντα στα νερά της, τον έκαμνε εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε, χωρίς να ξέρομε ούτε το πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο σπίτι ήταν η μητέρα. Κ' επειδή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα, στο σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική, επιβλητική, τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη.
(….)Ήταν αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές.
Η Πηνελόπη Δέλτα με τις δύο κόρες της (1897)
[πηγή: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη]
________________
Η Μάτα είναι μαθήτρια στο Λύκειο. Ζει με την οικογένειά της στη Λαμία. Αισθάνεται ότι της κρύβουν διάφορα μυστικά σχετικά με το οικογενειακό παρελθόν και την εξαφάνιση της μητέρας της. Η σχέση με τον πατέρα της διαταράσσεται όταν έρχονται στο φως κάποια στοιχεία για το παρελθόν αλλά ξεπερνά τα προβλήματα και στερεώνεται εξαρχής σε νέες βάσεις, της αλήθειας και της ειλικρίνειας. Τα χέγια είναι μια αποκριάτικη γιορτή που γίνεται στον τόπο καταγωγής τους, ένα χωριό της Φθιώτιδας, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της μιλούσαν για τη μάνα τους. Η μάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η μάνα μού αγόρασε ποδιά...», «η μάνα μ' έδειρε...», «η μάνα μου είπε...». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που μάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι μανάδες περίμεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όμορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράμερα. Πάντα μαυροντυμένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε με ύφος επιτιμητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν μην κολλήσει η ανιψιά της καμιά αρρώστια. Μια μέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιμένει το μεσημέρι;» και η Μάτα του απάντησε: «Όχι, μάνα μου». Δεν ήθελε να ξεχωρίζει από τ' άλλα παιδιά.
Ήταν όμως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όμορφος, τόσο όμορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις μανάδες του κόσμου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε μα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα μαθητάκια. Περπατούσε καμαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα 'λεγε. Για τη δασκάλα, που μάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωμό της με τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη... «Τον ήξερες, εσύ μπαμπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε με τις κουβέντες της και τα καμώματά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραμύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία με πολύχρωμες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουμπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήματα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδρομές. Καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν μαζί παλιές ελληνικές ταινίες, μαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα. Είχε τραμ. Να και μια λατέρνα. Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεμο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, μεγαθήρια.». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθημερινές· σύντομες: «τι θα φάμε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει.», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο.», «μπας κι είσαι άρρωστη; —ακουμπούσε τα χείλη του πάνω στο μέτωπό της— είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε μια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάμε σινεμά», «το Πάσχα θα πάμε στο Δαδί...». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να μην ήθελε ν' ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Ζωρζ Σαρή, Τα χέγια, εκδόσεις Πατάκη
Father and Daughter by George Elgar Hicks
______________
Τους πρώτους μήνες της ζωής του, το παιδί έχει μια πολύ δυνατή, σχεδόν αποκλειστική σχέση με τη μητέρα του. Ωστόσο, στη συνέχεια της ανάπτυξής του, κυρίως στο στάδιο της πρώιμης παιδικής ηλικίας 3-6 ετών, η επίδραση του πατέρα στην αγωγή του παιδιού γίνεται πιο άμεση. Το παιδί συνειδητοποιεί την ύπαρξη του πατέρα και στρέφεται προς αυτόν. Καθώς ο ρόλος του γίνεται πιο αισθητός, το νήπιο καταλαβαίνει ότι -παράλληλα με τη μητέρα του- και αυτό το πρόσωπο/πατέρας παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Κατά αυτό τον τρόπο και επιθυμώντας να διευρύνει τον κόσμο του, στρέφεται στην πατρική φιγούρα. Στην ηλικία αυτή, ο μπαμπάς αντιπροσωπεύει το σύνδεσμο με τον έξω κόσμο και αντανακλά τη δύναμη και την εξουσία.
Η πατρική φιγούρα για το κορίτσι αποτελεί ένα σεξουαλικό πρότυπο που θα συντελέσει στο να διαφοροποιηθεί σεξουαλικά, μέσω της ανεύρεσης του φύλου. Έχει βρεθεί ότι η φυσική ή ακόμα και η ψυχολογική απουσία του πατέρα μπορεί να οδηγήσουν το κορίτσι στην απουσία αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης στο άλλο φύλο. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι η ποιότητα της σχέσης του κοριτσιού με τον πατέρα καθορίζει και την ποιότητα της σχέσης που θα έχει στο μέλλον με το αντίθετο φύλο γενικά. Δίπλα του νιώθει για πρώτη φορά δυνατή, κι αν ανήκει στις τυχερές εκείνες κόρες που έχουν την απρόσκοπτη προσοχή του, θα αρχίσει να διαμορφώνει και τις πρώτες «καλές» εντυπώσεις για το άλλο φύλο. Από την ηλικία αυτή, αρχίζει να διαμορφώνει άποψη για το τι σημαίνει «άντρας», τι να περιμένει και τι να ζητήσει απ' αυτόν. Αν υπάρχει καλή σχέση σεβασμού με τον μπαμπά της, στο μέλλον θα απορρίψει οποιονδήποτε άντρα καταλάβει πως δεν τη σέβεται.
Ο πρώτος άντρας στη ζωή της
Αναμφίβολα, δημιουργείται ένας στενός δεσμός με τον πατέρα, ο οποίος προσφέρει στο κορίτσι μια πρόσθετη ασφαλή βάση για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξή του. Αξίζει να αναφερθεί ότι την περίοδο αυτή εμφανίζεται το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, το αντίστοιχο του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, που αφορά τα κορίτσια όμως και τη σχέση που διαμορφώνουν με τον πατέρα τους, ο οποίος είναι για εκείνα ο «πρώτος έρωτας», ο άνθρωπος που θα τους δείξει όλα αυτά που η μαμά δεν μπορεί, θα τις αγκαλιάσει δυνατά, θα τις συμβουλέψει και θα τις παρηγορήσει όταν χρειαστεί. Σύμφωνα με το σύμπλεγμα αυτό, λοιπόν, το κορίτσι προσκολλάται στον πατέρα και εκδηλώνει αποστροφή προς τη μητέρα, την οποία φθονεί, με την έννοια ότι της «κλέβει» τον μπαμπά/έρωτά της.
Παρ' όλα αυτά, ένα μικρό κορίτσι, όπως και κάθε παιδί, νιώθει έντονα την ανάγκη να βλέπει τους γονείς του ν' αγαπιούνται, καθώς η σχέση των γονιών είναι άμεσα συνδεδεμένη γνωστικά για εκείνο με το εάν αγαπήσει και εάν αγαπηθεί το ίδιο. Αντανακλά, λοιπόν, την ποιότητα της μετέπειτα συναισθηματικής/σεξουαλικής ζωής της. Θέλει να κάνει μέσα της σαφές πως ο μπαμπάς της είναι ερωτευμένος με μια και μοναδική γυναίκα: τη μητέρα της. Για αυτόν το λόγο, προσπαθεί να της μοιάσει και την καθιστά πρότυπό της, με στόχο πάντα την πλήρη αποδοχή από τον πατέρα. Κάπως έτσι λύνεται και το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, με την ταύτιση του κοριτσιού με το γονέα του ίδιου φύλου, δηλαδή τη μητέρα (ταύτιση με το γυναικείο φύλο, εύρεση σεξουαλικής ταυτότητας). Αν μεγαλώσει με την εικόνα δύο ανθρώπων που αγαπιούνται, τότε το μόνο σίγουρο είναι πως θα θέλει ν' αναπαραγάγει στο μέλλον το θετικό αυτό μοντέλο. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η δυσαρμονία στη σχέση των γονιών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δυσαρμονία στην ψυχοσύνθεση του παιδιού.
ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
Αυτή η μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων ήταν η νικήτρια των Όσκαρ του 2000 . Κέρδισε επίσης πάνω από 20 βραβεία και θεωρείται η πιο επιτυχημένη από την σειρά των έργων του σκηνοθέτη Michael Dudok De Wit.
Ένας πατέρας αποχαιρετά τη μικρή του κόρη και φεύγει. Καθώς τα ολλανδικά τοπία ζουν μέσα στις εποχές τους , παρατηρούμε το κορίτσι να ζει μέσα σ αυτά . Μεγαλώνει , γίνεται μια νεαρή γυναίκα , αποκτά μια οικογένεια και τα χρόνια περνούν , αλλά πάντα μέσα της υπάρχει μια βαθιά λαχτάρα για τον πατέρα της.
Η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μεταφορά . Ο πατέρας που φεύγει σε μια βάρκα σημαίνει ότι πεθαίνει και οι εικόνες της κόρης που προσμένει να ρθει πίσω σημαίνουν ότι πάντα τον σκεφτόταν για όλη τη ζωή της . Προς το τέλος , όταν η πλέον ηλικιωμένη κόρη αρχίζει να περπατά μέσα από την κατάφυτη , στερεμένη πια κοίτη, υπονοεί ότι πέθανε και ταξιδεύει στη μετά θάνατον ζωή για να δει τον πατέρα της για μια ακόμη φορά ....
Στον αυτοβιογραφικό μονόλογο του Tolstoy που ακολουθεί, η παιδική ηλικία αντιμετωπίζεται ως "παράδεισος" γεμάτος "αθώα χαρά και αστείρευτη επιθυμία για τρυφερότητα". Η απέραντη αγάπη για τη μητέρα και ο πόνος στο ενδεχόμενο του αποχωρισμού από εκείνη και συνεκδοχικά ο πόνος για κάθε δυστυχία στον κόσμο, όπως τον συλλαμβάνει ο παιδικός νους, περιγράφουν μια αγαπητική διάθεση, ολότελα χαμένη μάλλον στην ενήλικη πια ζωή. Εδώ, η παιδική ηλικία είναι περισσότερο ο τόπος της νοσταλγικής επιστροφής παρά η ερμηνεία των επιλογών και της στάσης του αυτοβιογραφούμενου στο παρόν.
Αχ, αυτές οι ευτυχισμένες μέρες της παιδικής ηλικίας που δε θα ξαναγυρίσουν πια! Πώς είναι δυνατό να μην αγαπήσει κανείς και να μη φυλάξει τρυφερά στη μνήμη του τέτοιες χαρούμενες εποχές; Αυτές οι μνήμες δροσίζουν και εξυψώνουν την ψυχή και είναι η πηγή της μεγαλύτερής μου απόλαυσης.
Κάθεσαι στην ψηλή σου καρέκλα στο τραπέζι για τσάι και αρχίζεις να ανατρέχεις στα βάθη της καρδιάς σου. Είναι αργά κι εσύ έχεις τελειώσει από ώρα το γάλα σου με τη ζάχαρη. Νυστάζεις τόσο πολύ που δεν μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, κι όμως δεν κουνιέσαι από τη θέση σου - μόνο κάθεσαι κι ακούς. Και πώς να μην ακούσεις; Η μαμά μιλάει σε κάποιον και ο ήχος της φωνής της είναι τόσο γλυκός, τόσο ζεστός. Ο ήχος και μόνο πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά μου! Με μάτια μισόκλειστα απ' τον ύπνο χαζεύω το πρόσωπό της, και ξαφνικά γίνεται πολύ μικρή, το πρόσωπό της δεν είναι μεγαλύτερο από ένα κουμπί. Αλλά μπορώ παρόλα αυτά να το δω ξεκάθαρα: τη βλέπω να με κοιτάζει και να γελά. Μ' αρέσει να τη βλέπω τόσο μικρούλα. Κλείνω τα μάτια περισσότερο και τώρα δεν είναι μεγαλύτερη από ένα μικρό αγόρι που καθρεφτίζεται στην κόρη το ματιού, αλλά κουνιέμαι και η μαγεία διαλύεται. Μισοκλείνω τα μάτια μου, αλλάζω θέση, προσπαθώ με κάθε τρόπο να επαναφέρω τη μαγεία, αλλά μάταια.
Κατεβαίνω από την καρέκλα μου και βολεύομαι σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια μου διπλωμένα κάτω από το σώμα μου."Θα αποκοιμηθείς πάλι, μικρέ μου Νικολάι," μου λέει η μαμά. "Γιατί δεν πηγαίνεις επάνω;" "Δε θέλω να πάω στο κρεβάτι, μαμά," απαντώ. Θολά, γλυκά οράματα πλημμυρίζουν το μυαλό σου, όλος υγεία ο παιδικός ύπνος βαραίνει στα βλέφαρά σου και σε μια στιγμή κοιμάσαι βαθιά, μέχρι να έρθει κάποιος να σε σηκώσει. Μέσα στα όνειρά σου αισθάνεσαι ένα απαλό χέρι να σ' αγγίζει: το αναγνωρίζεις και μόνο από το άγγιγμα και, ενώ κοιμάσαι, το αρπάζεις από ένστικτο και το πιέζεις δυνατά στα χείλη σου.
Οι άλλοι έχουν όλοι φύγει. Μόνο ένα κερί καίει στο σαλόνι. Η μαμά είπε ότι εκείνη θα με ξυπνούσε. Είναι αυτή που κάθισε στην πολυθρόνα που κοιμάμαι και χαϊδεύει τα μαλλιά μου με το υπέροχο απαλό της χέρι και ακούω τη γνωστή αγαπημένη φωνή να μου λέει στο αυτί:"Σήκω, αγάπη μου, είναι ώρα να πας στο κρεβάτι."
Δεν υπάρχουν αδιάκριτοι θεατές για να την κάνουν να συγκρατηθεί και δε φοβάται να εκφράσει όλη της την τρυφερότητα και την αγάπη. Δεν κουνιέμαι, μόνο φιλώ και ξαναφιλώ το χέρι της."Σήκω τώρα, αγγελέ μου."
Βάζει το άλλο της χέρι γύρω απ' το λαιμό μου και τα λεπτά της δάχτυλα διατρέχουν το σβέρκο μου και με γαργαλούν. Είναι ησυχία και μισοσκόταδο στο δωμάτιο. Αισθάνομαι να τρέμω λίγο από το γαργαλητό, αλλά και γιατί ξύπνησα από τον ύπνο. Η μαμά κάθεται κοντά μου, με αγγίζει. Νοιώθω τη μυρωδιά της και τη φωνή της. Μ' όλα αυτά τινάζομαι επάνω, την αγκαλιάζω απ' το λαιμό, χώνω το κεφάλι μου στο στήθος της και ψιθυρίζω ξεψυχισμένα: "Αχ αγαπημένη, αγαπημένη μου μαμά, σ' αγαπώ τόσο πολύ!" Χαμογελά μ' εκείνο το μελαγχολικό, μαγευτικό χαμόγελο, παίρνει το κεφάλι μου στα δυο της χέρια, με φιλάει στο μέτωπο και με κλείνει στην αγκαλιά της.
"Ώστε μ' αγαπάς πάρα πολύ;" Στέκεται σιωπηλή για μια στιγμή και μετά λέει: "Να θυμάσαι να μ' αγαπάς πάντα και να μη με ξεχάσεις. Όταν η μαμά δεν θα είναι πια εδώ, δε θα την ξεχάσεις; Δε θα την ξεχάσεις, μικρέ μου Νικολάι;" Με φιλάει ακόμη πιο τρυφερά."Όχι! Μη μιλάς έτσι, καλή μου μαμά, δική μου μαμά!" Φωνάζω και φιλώ τα γόνατά της ενώ δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου -δάκρυα αγάπης και έκστασης.
Μετά απ' αυτό πιθανόν πηγαίνω επάνω στο δωμάτιό μου και με τη μικρή μου καπιτονέ ρόμπα στέκομαι μπροστά στις εικόνες και, τι εξαίσιο συναίσθημα, καθώς λέω: "Ω Θεέ μου, ευλόγησε τον μπαμπά και τη μαμά." Επαναλαμβάνω τις προσευχές που για πρώτη φορά τα παιδικά μου χείλη πρόφεραν ψευδίζοντας με την καθοδήγηση της αγαπημένης μου μητέρας, και η αγάπη γι' αυτήν και η αγάπη για το Θεό κατά έναν περίεργο τρόπο ενώνονται σε ένα κοινό συναίσθημα.
Πάντα μετά την προσευχή κουκουλωνόμουν με τα στρώματα και η καρδιά μου αισθανόταν ανάλαφρη, αμέριμνη και χαρούμενη. Τα όνειρα διαδέχονταν το ένα το άλλο γρήγορα -αλλά τι όνειρα ήταν εκείνα; Ήταν ασύλληπτα και ακαθόριστα, αλλά γεμάτα από αγνή αγάπη και ελπίδα για χαρά. Μπορεί να σκεφτόμουν τον Karl Ivanych και τους δυστυχισμένους όμοιούς του (ήταν το μόνο δυστυχισμένο άτομο που γνώριζα) και τον λυπόμουν τόσο πολύ και τον συμπαθούσα τόσο πολύ ώστε δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου και έλεγα στον εαυτό μου: "Θεέ μου, χάρισέ του ευτυχία, άφησέ με να τον βοηθήσω και να ελαφρύνω τη θλίψη του: Είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσία για χάρη του." Ύστερα έκανα χώρο στη γωνία στο κάτω μαξιλάρι για το αγαπημένο μου παιχνίδι -ένα πορσελάνινο λαγό ή ένα σκυλάκι- και αναγάλλιαζα βλέποντάς το εκεί, τόσο βολικά και ζεστά. Ακολουθούσε μια ακόμη προσευχή στο Θεό για να δώσει χαρά και ευτυχία σε όλους και για τον καιρό να είναι καλός την άλλη μέρα για τη βόλτα μας, και γυρνούσα από την άλλη μεριά, σκέψεις και όνειρα γλιστρούσαν μαζί μέχρι που τελικά αποκοιμιόμουν απαλά και ήρεμα ενώ το πρόσωπό μου ήταν ακόμη βρεγμένο από τα δάκρυα.
Θα επιστρέψει ποτέ άραγε αυτή η ανέμελη φρεσκάδα, αυτή η δίψα για αγάπη, αυτή η δύναμη της αγάπης που έχει κανένας στην παιδική του ηλικία; Υπάρχει καλύτερη εποχή στη ζωή μας, απ' όταν οι δύο ωραιότερες αρετές -η αθώα χαρά και η απέραντη λαχτάρα για στοργή- είναι τα μοναδικά κίνητρα της ζωής μας; Πού είναι αυτές οι θερμές προσευχές; Πού είναι το μεγαλύτερο απ' όλα τα δώρα -τα αγνά δάκρυα της συγκίνησης; Ένας φύλακας άγγελος πέταξε από τον παράδεισο με ένα χαμόγελο να σκουπίσει αυτά τα δάκρυα και να σκορπίσει τα όνειρα στην αμόλυντη φαντασία της παιδικής ηλικίας. Άφησε στην καρδιά μου άραγε η ζωή τόσο βαριά ίχνη που αυτά τα δάκρυα και αυτή η έκσταση με έχουν εγκαταλείψει για πάντα; Άραγε μόνο η ανάμνησή τους απομένει;
Leo Tolstoy, Childhood, Boyhood, Youth - trans. Rosemary Edmonds Harmondsworth, Penguin, 1964, σσ. 52-54 [Μετάφραση για τον Η/Κ Μαρία Μουμτζή].
Προσπαθηστε να αλλαξετε command στο back ground νομιζω πρεπει να βελλετε κατι στην αρχη και δεν θα ειναι τοσες πολλες οι εικονες.
ΑπάντησηΔιαγραφή