Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Ο Αγώνας του 1821 στην μεταπολεμική και νεότερη ποίηση

Διονύσιος Σολωμός - Γεώργιος Καραϊσκάκης:
 Έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή» (φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).
_______

Από την εθνικοπατριωτική στην κριτική στάση 

Η πρόσληψη του αγώνα του ’21 από τη μεταπολεμική, την ποίηση της γενιάς του ’70 καθώς και από την ποίηση που δημοσιεύεται προς το τέλος του 20ού αιώνα, διαφέρει αισθητά από την εθνικοπατριωτική, εξιδανικευτική οπτική της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, η οποία στέκεται με υπερηφάνεια απέναντι στα γεγονότα της Επανάστασης. Με το πέρασμα του χρόνου και ζώντας τις ιστορικές περιπέτειες που τους σημαδεύουν, οι ποιητές στέκονται ολοένα και κριτικότερα απέναντι στην Eπανάσταση, άλλοτε απομυθοποιώντας ή ελέγχοντας κι άλλοτε εκφράζοντας λύπη, ματαίωση ή και εναντίωση σε επαναστατικούς χειρισμούς ή κακώς κείμενα, όπως οι εμφύλιες συρράξεις, οι διολιοφθορές, τα «καπάκια» κ.ο.κ.

Όποιες όμως τάσεις κι αν εγγράφονται στην ποικιλία των εκφάνσεών τους στη νεότερη αυτή ποίηση, υμνητικές ή απλώς υπαινικτικές, συνδεδεμένες με γεγονότα της νεότερης ιστορίας ή μη, είναι φανερό πως ο αγώνας του ’21, οι ηρωικές μορφές που τον υπηρέτησαν, οι νικηφόρες αλλά και οι οδυνηρές στιγμές του είναι χαραγμένες βαθιά στις ψυχές των ποιητών μας, αφού το χρέος ή η ανάγκη τους να μιλήσουν για όλα αυτά είναι η δύναμη και η ώθηση που γεννά τα ποιήματά τους.

Δύο αιώνες μετά, οι λογαριασμοί μας με την Επανάσταση, που αποτελεί οργανικό κομμάτι του εθνικού υποσυνείδητου, παραμένουν και θα παραμείνουν ανοικτοί, όσο μια πληθυσμιακά μικρή εθνική κοινότητα θα αναζητά εναγώνια στο παρελθόν της τα ερείσματα του συλλογικού παρόντος της.

Διονύσιος Σολωμός, έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή»
(φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).
_________

Οι μικροί ποιητές, οι ποιητές θεοί...

Λάβετε τα περικλειόμενα και καταλάβετε οπού το Μισολόγγι 
κινδυνεύει και ακοντά οπού κινδυνεύει όλον το Εθνος μας.

(Επιστολή πολιορκημένων, 2 Μαρτίου 1826)

Έρχεται και με βρίσκει στην καρδιά εκείνο κάθε τόσο που έβρισκε στην «ανάγνωση» η ολιγογράμματη μητέρα μου —το «οπού»— κάθε που της ζητούσα επίμονα να μου διαβάσει κάτι με την γνωστή της καλοσύνη, που δεν την ξαναβρήκα πουθενά σχεδόν. Όπου συναντούσε ενα ένοχο ακέφαλο «που», εκείνη συλλάβιζε το αθώο της «οπού» και διασκέδαζα εγώ, και με την αδερφή μου γελούσαμε κρυφά, ωσάν ανόητοι εγγράμματοι, που δεν εννοούσαν τη γλώσσα όσων είχαν μόλις με την κραυγή του 20ού αιώνα γεννηθεί. Κι ακόμη, ως νέοι μοντέρνων καιρών, μα στην ουσία αρνητές των παλαιών, δεν εννοούσαμε το γλωσσικό ανάκρουσμα που κρυβόταν σε όσους προηγήθηκαν από μας και που ξεμύτιζε μ’ εκείνο το «οπού» εως τα μέσα του νέου αιώνα, που έμελλε να ζήσουμε ελεύθεροι —εμείς— από τις πλούσιες πληγές του· που έρχεται τώρα και με πετυχαίνει στην καρδιά...

Τη γλώσσα που συνάντησα αργότερα, και σαν αριστερός, στου Μακρυγιάννη τ’ απομνημονεύματα, ή και πιο πριν σαν μαθητής, στου Κασομούλη τα ενθυμήματα, κι ουδόλως με δυσκόλεψε, εφόσον είχα την πείρα απ’ τα δικά της ομιλήματα. Και τώρα χαίρομαι που είμαι απόγονος κι εγώ μιας τέτοιας γλώσσας, που πιο πολύ και ακριβότερα στου Σολωμού αγάπησα τα λαμπερά ξεσπάσματα - και στα αγνά του Κάλβου και σπάνια κοιτάσματα.

Ό,τι δεν πίστεψα νωρίς, έρχεται αργά και στην καρδιά με πετυχαίνει. Γιατί δεν ξέχασα ποτέ το πώς και πού την αθωότητα να βρίσκω, ίσαμε που τις βασανιστικές ανάγκες μου να συντηρώ με τρόπο φυσικό. Σαν τα λιμνάζοντα της πόλης μου νερά, όταν την υπερέβαινε η λίμνη της, που κάθιζαν στις άπλες της, και εισχωρούσαν στις συνθήκες των ανθρώπων, και που απομακρύνονταν για λίγο, και ματαγύριζαν νυχτερινά κι από τα σάλτσινα με την μπασιά ξεχείλιζαν.

Υπά
ρχουν κι οι μικροί θεοί οπού δεν απαιτούν πίστη, αλλ’ είναι οι ίδιοι στον άνθρωπο πιστοί και τον φυλάνε με τον λόγο τους, χωρίς τις προσευχές και δίχως παρακλήσεις - οι ποιητές θεοί - που ούτε γράφουν ούτε και σβήνουν αμετάκλητα, αλλά κρατούνε την ανθρώπινη ουσία αχάλαστη μες στους καιρούς, και κάθε τόσο, με τρόπο θαυμαστό, την μεταλαμπαδεύουν σε λίγους φωτισμένους· που μεσ’ από την ίδια γλώσσα εκείνοι μας παιδαγωγούν και μας ανάγουν…

Νίκος Αντωνάτος, Το οπού, Εικών ή λίθος, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2014.

Φωτό: Σταμάτης Καταπόδης
_________


Ελληνοπούλα μια σταλιά

Για μια τρισχαριτωμένη τρίχρονη παιδούλα, 
που, ντυμένη την εθνική μας φορεσιά, ανέμιζε 
στην παρέλαση τη γαλανόλευκη.

Ελληνοπούλα μια σταλιά, χωράς το Εικοσιένα!

Άγγελος Παρθένης, Ελληνοπούλα, 
Μεγάλη Άρκτος, Αθήνα, Κέδρος, 2013


Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόκριτος της Μάνης, κηρύσσει την Επανάσταση στη Μεσσηνία. 
Λιθογραφία του Peter von Hess, 1852 (λεπτομέρεια – Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
________

Σαν πας στην Καλαμάτα...

Σαν πας στην Καλαμάτα,
νέα γυναίκα ζωγραφισμένη μου,
και ’ρθεις με το καλό,
φέρε μου γραφές,
μαντάτα και μηνύματα,
σφραγίδες κι ενθυμήματα
Μάρτη του είκοσι ένα.
Εσένα, λέω, Μεσσήνια Κυρά,
Νεοελληνική Ιστορία.
Φέρε μου να ξεφυλλίσω τη μεγάλη απόφαση, 
μορφές παλικαριών, μάχες, αγωνίες
φωτιές και προσδοκίες.
Φέρε μου κι ένα μαντίλι καλαματιανό,
φλάμπουρο τρανό
για το ξεκίνημα του Αγώνα.

Τάκης Σιδέρης, Η  Νεοελληνική Ιστορία στην Καλαμάτα, 
Ατομική Έκθεση, Αθήνα, Κέδρος, 1997


Κωνσταντίνος Παρθένης, Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, 1933. Εθνική Πινακοθήκη
__________

Αποθέωσις...

Ο Παρθένης με το νεφτελίδικο λάδι του
αποθέωσε έναν ολόκληρο Αθανάσιο Διάκο.
Ο Παπαλουκάς με το πασταδόρικο λάδι του
αποθέωσε ένα ολόκληρο
καμένο χωριό της Μυτιλήνης.

Τάκης Σιδέρης, Παρθένης και Παπαλουκάς, 
Το αντρειωμένο τοπίο, Αθήνα, Εριφύλη, 1998


Φανταστικά πορτρέτα του Κάλβου: Σχέδιο του Γιώργου Σεφέρη
_________


«...σωθήτωσαν αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας»

Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
Μνημονεύετε Αλέξανδρον Παπαδιαμάντη

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Δεν είναι πια η απόσταση
μα οι κάθετες παρεμβολές
δεν είναι οι λέξεις
μα η παγίδα της φωνής
φίλε, τι να σου γράψω, πώς
να δονήσω τις φριχτές μεμβράνες
τι να σου πω για τους τυφλούς
τον νουν τα όμματα.
Πικρό είναι το ψωμί της εξορίας,
είπε ο Κάλβος, κρούοντας
την αυθεντική του λύρα.

Είμαστε τώρα εξόριστοι
μέσα στο ίδιο μας το σπίτι
και γύρω μας ασχημονούν
οι μεταμφιεσμένοι επιδρομείς.
Η Ελλάς ξεφεύγει από τα χέρια μας.

Και στη γυμνή επιφάνεια
των καιρών οι κούφιοι
της στιγμής αξιωματούχοι
νοθεύοντας τις λέξεις
ασελγούντες επί της σεπτής
του Γένους ιστορίας
οι κορακόφθαλμοι...

Τέτοιες στιγμές, διαβάζοντας 
τον πληγωμένο βάρδο, κρούω 
κι εγώ την λύρα του, κράζω 
μέσ’ στις στροφές του: σωθήτωσαν 
αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας!

Ο Μακρυγιάννης είπε:
«σημειώνω τα λάθη ολονών 
και φτάνω ως την σήμερον...»
Πιο πέρα: «και η πατρίς κατάντησε 
παλιόψαθα των ατίμων...»
Πιο πέρα: «Πάρ’ το αυτό 
το χαρτί και βάλ’ το σε μια πέτρα 
να είναι σίγουρο, μην κάψουν 
το σπίτι και καγεί...»
Πιο πριν: «Κι αν είν’ εκείνοι φτωχοί
εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι
πολύ εις τα στορικά του κόσμου...»
Κι εγώ τα λόγια του στοιχειοθετώ.

Φίλε μου, τόσα χρόνια 
προσπαθώντας να εκφρασθώ 
με συγχωρείς την γλώσσα μου 
δεν ξέρω να μιλώ· και όμως
ένα τοπίο μοναχά 
με συντηρεί και λίγες λέξεις 
από την ελληνική λαλιά μας.

Αριστοτέλης Νικολαΐδης (1922 -1996), Γράμμα εξορίας, 1967, 
Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952 -1990, Αθήνα, Πλέθρον, 1991.

Σχεδιαστική απεικόνιση του τραγικού τέλους του Θ. Βλαχάβα (Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ', σ. 415).
__________

Σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο πού να βαδίσει ο άγιος
και πού ο απροσκύνητος να σταθεί;

[...] «Ορέ μουρτάτες, είπε, εμένα καλά με παιδεύετε...
Όχι γιατί μου αξίζει, μα γιατί έτσι είναι ο νόμος:
Ο νικημένος να πληρώνει τη λεβεντιά του με τον πιο άγριο θάνατο.
Όμως αυτόν τον δυστυχισμένο καλόγερο
τι τον τυραννάει και δεν τον τελειώνει ο σκύλος;
Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν δικός μας.
Αυτός δεν είχε σηκώσει ντουφέκι, μήτε και τραγουδούσε τα τραγούδια 
       τ’ αντάρτικα.
Αυτός το σταυρό μόνο κρατούσε
παρακινώντας τους σηκωμένους να προσκυνήσουν
να γονατίσουν ακόμα μπροστά στον αφέντη
άλλη Δικαιοσύνη ζητώντας κι άλλη Ελευθερία, μέσα απ’ την πίστη του, 
       τάζοντας.» [...]

Και κει, στην αυλή του Αλή, οι δυο άνθρωποι βασανίζονταν.
Με καρτερία πάντως αξιοθαύμαστη υπομένοντας τα μαρτύρια
και με αξιοπρέπεια αδιάπτωτη προχωρώντας – και οι δυο – προς το
       θάνατο.

Έτσι γίνονταν στα 1808 κι έτσι θα γινόταν και 140 χρόνια αργότερα.
Κι έτσι γίνεται πάντα όταν πέφτουν δίσεχτα χρόνια.

Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Γιατί σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο
πού να βαδίσει ο άγιος
και πού ο απροσκύνητος να σταθεί;
Και πώς να σωθεί ο αμόλυντος;

Όμως με τη ζωή του πάντα ο γενναίος
ζεσταίνει τους σκλαβωμένους.
Και με το θάνατό του τους οδηγεί
απ’ την υποταγή
στην ανάσταση.

Θανάσης Κωσταβάρας (1927 - 2007), Θάνατος και αποθέωσις του καπετάν Θύμιου Βλαχάβα και του ιερομόναχου Δημητρίου στα Γιάννινα, Ιστορήματα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1985


«Οι δύο εραστές»: Η μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα εν μέσω Τουρκίας και Ρωσίας.
Γελοιογραφία, Βρεττανικό Μουσείο.
Πηγή: Πανόραμα Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, Αθήνα
_____________


Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν αξιέραστος κόρη...

Ξέρω πολλούς μεγάλους πατριώτες μεταξύ αυτών
και ο Αλή Πασάς Τεπελενλής Έλλην εκ πεποιθήσεως 
φιλέλλην έστω εξ ενστίκτου νάρκισσος μπεκρής εραστής 
των Γραμμάτων και Τεχνών λάτρης της μουσικής
η αόρατη πλευρά του Αιτωλού Κοσμά - άλλος αυτός 
τυχοδιώχτης ξεροκέφαλος αντικαριερίστας άγιος
απ’ άλλο ανέκδοτο.

Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν 
αξιέραστος κόρη της οποίας οι σπουδαίοι ερασταί 
(όρα και στρατηγόν Μακρυγιάννην)
παραμένουν
ακόμα μέσα στα χαρτιά αμελέτητοι και μακρινοί
συγγενείς
διά την λεγομένην μάζαν που με κάτι 
ψευτογκόμενους
που τους αλλάζει σαν πουκάμισα 
καλά τα περνάει - α! ονόματα δε λέμε...

Θωμάς Γκόρπας, Πατριωτικοί στίχοι, 
Τα Ποιήματα [1957-1983], Αθήνα, Κέδρος, 2006


Μνημείο Γεωργίου Καραϊσκάκη. Νέο Φάληρο. 
William J. Woodhouse, αρχές 20ου αιώνα
__________


Πώς ν’ αναγνωρίσουν τη Δυοβουνιώτου ενός άλλου αιώνα;

Για όσους αγνοούν τη Δυοβουνιώτου 
ή προφασίζονται ότι δυσκολεύονται να την εντοπίσουν 
θέλω να δώσω κι άλλα σημεία.
Τα μακρά τείχη εκεί κοντά περνούσαν
 η οιμωγή «εκ του Πειραιώς εις το άστυ» από εκεί ανέβαινε.

Λίγο πιο πάνω έξω από το φημισμένο γήπεδο
πλάι στον ηλεκτρικό σταθμό
έπεσε ο Καραΐσκάκης στις 22 Απριλίου 1827.

Το ταπεινό μνημείο που επιμένει να μνημονεύει τη θυσία
το έπνιξαν ρέκτες πολεοδόμοι
στις ανισόπεδες και το Palais des Sports.

Άλλα όμως γυρεύουν οι μανιώδεις οπαδοί 
που συρρέουν κάθε τόσο αλαλάζοντας
και πώς ν’ αναγνωρίσουν τη Δυοβουνιώτου ενός άλλου αιώνα, 
πώς να συμμεριστούν τις οιμωγές μου.

Τάσος Γαλάτης, Ο άλλος αιώνας, 
Κάθοδος, Αθήνα, Τυπωθήτω, 2011

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, όπως τον «είδε» ο Χρήστος Μποκόρος: σαν σκιά. 
Από την ατομική έκθεση «1821, η γιορτή» στο Μουσείο Μπενάκη.
_________


Ο ακραίος λόγος
Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Στον Ξάνθο Μαϊντά
Για να συνθέσεις ένα ποίημα
και να επιτύχεις τον Ακραίο Λόγο,
όπως λες, Ευμένη,
πρέπει πολλά να έχουν συμβεί.

Και πρέπει πρώτα απ’ όλα
να σ’ έχει εις θάνατον καταδικάσει
και να σε καταδιώκει ως προδότη της πατρίδας σου
ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Πρέπει, εσύ επίσης, με το μικρό σου ασκέρι
ν’ ανηφορίζεις πικραμένος αλλ’ όχι απελπισμένος
στα Άγραφα ή στο Βελούχι και τον Ασπροπόταμο.

Τότε αβίαστα θα αναβλύσει ο ακραίος λόγος,
ο καίριος και ο ανεπανάληπτος και ο ελληνικός.

Έχει και τουμπελέκια ο πούτζος μου
έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω
θα μεταχειρισθώ.

Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Ο ακραίος λόγος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, 
Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα., Αθήνα, Τυπωθήτω, 2008 


Η προτομή της Μαντώς Μαυρογένους, στο παλιό λιμάνι, στη μέση της πλατείας που φέρει το όνομά της
_____________


Η ηρωίδα της Μυκόνου

Η προτομή της περιφρονημένη 
παρακολουθεί την ασωτία 
του πανέμορφου νησιού που έσωσε 
πλούτη και κάλλη αφειδώς ξοδεύοντας 
στ’ όνομα της ελευθερίας.

Περιστοιχισμένη από αγοραίους 
κολασμένους έρωτες 
απελπισμένα αναπολεί 
τον άτυχο, αγνό δεσμό της 
με τον Υψηλάντη.

Θυμάται τη μοσχοβολημένη άνοιξη 
που τότε μύριζε θειάφι μπαρούτι 
καθώς εισπνέει αναθυμιάσεις 
από χασίσι κι αλκοόλ.

Το ντελικάτο της κορμί 
πατώντας πάνω σέ πτώματα 
φάνταζε υπερκόσμιο, δαιμονισμένο 
τρέποντας σε φυγή τον στόλο των Αλγερινών 
των Τούρκων έπειτα.

Έντρομα τα πληρώματα 
των καραβιών του εχθρού 
έφευγαν πανικόβλητα κάνοντας χώρο 
για να περάσουν σήμερα κότερα αστραφτερά 
και γιοτ πολυτελή.

Ελάχιστοι επισκέπτες ακουμπούν 
στο βάθρο της λίγα λουλούδια 
που υποδέχεται μ’ ένα χαμόγελο 
κάπως ειρωνικό στα πελιδνά της χείλη 
και σιγοψιθυρίζει:

Η αγάπη της πατρίδος μου
η πίστις εις την θρησκείαν μου
η δίψα δικαίας εκδικήσεως
εξήραν την ψυχήν μου
και μου ενέσπειραν τον πόθον των μαχών.

Η πλαγιογραφημένη τελευταία στροφή φέρει υποσημείωση από την ποιήτρια: 
«Λόγια της Μαντώς Μαυρογένους χαραγμένα κάτω από την προτομή της.»

Αγγελική Σιδηρά, Η ηρωίδα της Μυκόνου, Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020


Το λάβαρο των Κυπρίων αγωνιστών του 1821, λευκό με γαλανό μεγάλο σταυρό στη μέση και στο επάνω μέρος την ένδειξη «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ».
________

Το Εικοσιένα στην Κύπρο

Σκεφτότανε τ’ αθάνατον Εικοσιένα 
και την πικρή σκλαβιά μέσα στη νύχτα.
Είχε μια λύπη στην ψυχή, που αυτός ωρίμαζε, 
χώρια και μόνος, στη σκιά της Λευτεριάς.
Κι έλεε: «Πότε βγάνω το κεφάλι 
από τ’ άνομα κέρδη του πλησίον;»
Και δεν έπαιρνε απόκριση. Ήξερε δα 
πως ένας φτάνει και συχνά περσεύει.
Γι’ αυτό καθότανε την άγρια, κοφτερή 
να πελεκάη ελευτερία.

Αυτή και μόνη του ’δινε κουράγιο 
να βυθοσκοπηθή αργά προς τα μεσάνυχτα 
και να γλυκοκοιμάται «υπέρ την νύκτα».

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Το Εικοσιένα στην Κύπρο, 
Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973

____________

Σημ.«υπέρ την νύκτα»: Στίχος προερχόμενος από την ένατη στροφή της καλβικής ωδής «Εις ελευθερίαν»:
θ΄.
Μία δύναμις ουράνιος 
εις τήν ψυχήν σας δίδει 
πτερά ελαφρά, και υψώνεται 
λαμπρόν το μέτωπόν σας 
                  υπέρ την νύκτα.


Ψηφιοποιημένες συλλογές ΕΛΙΑ
______

«Θλιβερή παρωδία παλαιών συγκινήσεων...»

«Ούτοι εν άρμασι...»
Εικοσιπέντε σήμερα
του Μαρτίου μηνός,
του δευτέρου αιώνος
ακριβής μεσημβρία,
μα πάλι αίσθηση ψυχρή
τις ακοές μας πλήττει.

Απ’ τους λάλους εξώστες
της Ελλάδος Ελλήνων
των αρχαίων μας όρκων
τις σεπτές συλλαβές
αλαλάζουν κενά
τα επίορκα κύμβαλα.

Στις εικόνες των τοίχων
με γαλάζιες γραφές
ηττημένος ο βάρβαρος,
μα νικά ο εχθρός
μ’ άλλο πρόσωπο ορθός,
που ανίκητος είναι.

Ματωμένο της νίκης
το τιμώμενο μέτωπο.
Θλιβερή παρωδία
παλαιών συγκινήσεων,
κομιδή των οστών μας
η παρούσα πανήγυρις.

Γύρω μας ολα σαθρά.
Αδέρφια, το τραγούδι μας
πού να πατήση;
Με γαλάζιες πομπές
το σκήνωμα κηδεύεται
σήμερα της ψυχής μας.

Κωνσταντίνος Ι. Δάλκος, 25-3-1971, Ως εν παρόδω, Αθήνα, 2004


Τάσσος, «Μακρυγιάννης», 1945. Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο. Στο φόντο, χειρόγραφο του Μακρυγιάννη. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
__________


Ελλάδα 1973

Μεσίστιες σημαίες στα μπαλκόνια
απέραντη βουή στους δρόμους
σταματημένη. Κι η Ελλάδα
τουριστικό κέντρο,
κέντρο μετακομιστικού εμπορίου
και διερχομένων μεγιστάνων.
Μπορντέλα στη Σοφοκλέους, πάροδος Αθηνάς

Κι ο Μακρυγιάννης
με τ' Απομνημονεύματα στο χέρι
ποιος τον ξέρει

Λεύκιος Ζαφειρίου, Ελλάδα 1973, 
Ποιήματα 1964 - 2010, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2011


Αθηναϊκή παρέλαση του 1945, η πρώτη μετά την απελευθέρωση. Φωτογραφικό Αρχείο Αθηνών Παύλου Μυλωνά - Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη
__________

Πρωϊνό εθνικής επετείου

Απ’ τα χαράματα ο κουτσός οδοκαθαριστής καθαρίζει 
το δρόμο.
Ύστερα η παρέλαση που περνά τον γεμίζει μ’ εμβατήρια
κι άλλα σκουπίδια.

Θάνος Κ. Ξηρός, Πρωϊνό εθνικής επετείου, 
Τα ποιήματα 1975-2010. Αθήνα. 2012

Νικόλαος Γύζης, Η Δόξα των Ψαρών, 1898
________

Πατριδογνωσία

Είσαι τ’ αποκλεισμένο Μεσολόγγι με την πείνα του 
κι η προσφυγιά της Σμύρνης
το γιουσουρούμ της Κυριακής 
και η πατρίδα που πουλιέται.
Είσαι οι δρόμοι που φυγαν στα ξένα οι μετανάστες 
κι ο στεναγμός στα γήπεδα χαμένης ευκαιρίας 
ο έρωτας που πνίγηκε σε όρους συμβολαίων 
και των Ψαρών η ράχη.
Είσαι το χθες που πάλιωσε 
και τ’ αύριο που δεν ήρθε.

Θάνος Κ. Ξηρός, Πατριδογνωσία, 
Τα ποιήματα 1975-2010. Αθήνα. 2012


Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο
Πηγή: https://www.argolikeseidhseis.gr/2012/10/blog-post_6469.html
__________


Όπως πάντα

Εδώ είταν, είπε· κι’ από δω έκαμε απόπειρα 
να δραπετεύσει· δείχνοντας στο σκληρό χώμα την προσπάθεια 
των δυνατών χεριών του. Όμως δε μπόρεσε. Αυτός 
που έριξε στην ήττα μια τόσο βάρβαρη
                                                                        αυτοκρατορία.
Ύστερα βγαίνοντας μάς έδειξε το σεπτό Ναύπλιο 
το ωραίο Τολό πορφυρωμένο μέσα στον ήλιο του απογέματος. 
Ωστόσο, στα δικά μας μάτια στη δική μας μνήμη η μορφή του 
γέμιζε όλο το τοπίο· το ανάδιδε· κι’ ακόμα το περιείχε
 αφήνοντας μια αίσθηση παντού πικρή περήφανη 
της ζωής του. «Καλύτερα άδικα παρά δίκαια» είπε, 
όταν μια φούχτα επιστήθιοι φίλοι στο διάλειμμα της δίκης 
τον πλησίασαν, φωνάζοντας «αίσχος» και «άδικα σε σκοτώνουν 
Στρατηγέ», όταν ακούστηκε εκείνο το φριχτό 
«Εις θάνατον» από τα «Εθνικόφρονα» στόματα των δικαστών του. 
Α, αργότερα βέβαια το «εις θάνατον» έγινε «ισόβια» 
και πιο ύστερα ο βασιλεύς έδωκε χάριν...

Σ’ Αυτόν που σήκωσε της Ρωμιοσύνης τον τροχό 
απ’ την άβυσσο, με χαρά και με αίμα.
Σ’ αυτόν το Γέρο που προσπάθησε να δραπετεύσει 
από τούτο το αιώνιο, κι’ αψηλό Παλαμίδι.

Μανώλης Πρατικάκης, Όπως πάντα, 
Ποίηση 1971 - 74, Αθήνα, εκδ. 70 - Πλανήτης, 1974


«Ρήγας Φεραίος» Μαρμάρινος ανδριάντας του Ιωάννη Κόσσου, 1871 Αθήνα, 
Προπύλαια Πανεπιστημίου Αθηνών (http://photodentro.edu.gr/)
__________


Ωδή
(απόσπασμα)

πατρίδα είναι, το σκοτεινό κελί το ξεσοβαντισμένο
πατρίδα είναι ο ανάπηρος στη δημοσιά και το κομμένο πόδι στο μουσείο
ο θάνατος εισπράκτορας στο πρωινό λεωφορείο
ο κόρακας που ξέβαψε στην αντηλιά η καβαλίνα στο χορτάρι
η γριούλα στο σκουπιδοτενεκέ και το σκυλί στο μαξιλάρι
πατρίδα είναι τούτο το κορμί τα γόνατα που δεν προσμένουν
η εκκλησία με το σακάτη άγιο τα δέντρα με τους κρεμασμένους
τα ρημαγμένα πλήθη της ζωής τα ρημαγμένα πλήθη του θανάτου
ο ανδριάντας του Βελεστινλή κι ο ανδριάντας του Μαυροκορδάτου.

Νάσος Βαγενάς, Ωδή, 
Πεδίον Άρεως (Ποιήματα 1970-1974), Αθήνα, Διογένης, 1974.


Lord Byron on His Deathbed, by Joseph Denis Odevaere
___________


Μπάυρον

Όχι, δεν σε ξεσήκωσαν οι βόγγοι 
των σκλαβωμένων και οι αντεροβγάλτες.
Αν κάποια μέρα βρέθηκες στο Μεσολόγγι, 
ήταν για να ξορκίσεις τους δικούς σου εφιάλτες.

Ήρωας δεν ήσουν, ούτε βέβαια και παρίας. 
Έγνοια σου μόνη, να κοιμάσαι με τις Μούσες. 
Κι αν σου το ’λεγαν, θα γελούσες 
πως θα γινόσουν σύμβολο ελευθερίας.

Ένδοξε βάρδε, αγέρωχε μυλόρδε Μπάυρον, 
που πάνσεπτος, ιερός, σού έλαχε ο αίνος, 
ακούσιε κληρονόμε θησαυρών άυλων,

μια χάρη σού ζητώ. Σηκώσου
απ’ τον αθάνατο ύπνο σου, όχι νυσταγμένος,
και δώσε μου έναν θάνατο σαν τον δικό σου.

Νάσος Βαγενάς, Μπάυρον, 
Στη νήσο των Μακάρων, Αθήνα, Κέδρος, 2010


Θανάσης Απάρτης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1958
_________


Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Δεν ήταν ο θάνατος του Οδυσσέα που
με πρόλαβε.

Έφευγε με τα παλικάρια του για το βουνό 
       και τα τσαρούχια τους χτυπάγανε στη 
               γυάλινη σιωπή σαν τη νύχτα προχωρούσε.

Μόλις περάσανε τον ποταμό έμεινε πίσω 
        να τους καμαρώνει στον αέρα δυνατά 
έι στον Γκίκα έι στον Ρίγγα έι και
σε σένα Αθάνατε.

Τον θάνατο τον αψήφαγε όσο κι αν είδε 
       στον ύπνο που κοιμόταν το ίδιο όνειρο 
              πολλές φορές και ξανά. Αγόραζε καινούρια 
      φορεσιά στο πανηγύρι του Άι-Λευτέρη
     του Τρυγητή κι ήταν μαύρα τα ρούχα 
      και φαρδιά έπλεε μέσα ο καπετάνιος 
       σαν να κολύμπαγε.

Είδε ακόμα στον ύπνο του το κυπαρίσσι του 
         τυλιγμένο στη φωτιά ήρθαν τά πρόβατα 
        κοντά και δεν αρπάζαν καθόλου φωτιά
μόνο περιμέναν.

Κάλεσε τον γραμματικό του υπαγόρεψε 
       τα όνειρα τα χτεσινά γράψε τα σημάδια 
           της ψυχής μου γραμματικέ Χατζηπανταζή 
         γράψ’ τα ελληνικά δοκίμασα τα γηρατειά 
        πολλές φορές στα νιάτα μου και ξέφυγα 
          δοκίμασα το θάνατο και ξέφυγα γιατί εγώ 
       είμαι ο Ανδρίτσος ο ίδιος ο πατέρας μου 
     από παλιά και σήμερα ακόμα δεν τους 
φοβούμαι.

Το άλλο πρωί με το άσπρο φως άρχισε 
       το κανόνι από χαμηλά και η σκηνή
                   με τα σπασμένα μάρμαρα με τις κολόνες 
               φούσκωνε σαν το πανί σαν το πανάκι 
στο άσπρο φως.

Ο Ρίγγας τ’ ορφανό τον σήκωσε στην άγκαλιά του 
       να στάζει αίμα ο καπετάνιος του και θάνατο 
    σαν το σφαχτό τον σήκωνε στα χέρια του 
ο Ρίγγας κι έκλαιε σαν το μωρό.

Κάθονταν γύρω στο νεκρό αρχηγό καταγής 
 με τις παλάμες στα γόνατα και σφιχτά 
        σαν τα γατιά κάποιος τους τότε ομολόγησε 
        ζει ο καπετάνιος σύντροφοι δεν πέθανε ζει
            και βασιλεύει τυλιγμένος στα υγρά εντόσθια 
   της μάνας του δικός μας και ζωντανός 
         δικός μας και ζωντανός.

Έπειτα σώπασαν.

Έπειτα σηκώθηκαν.

Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, 
Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα. Με πέντε ζωγραφιές του Αλέκου Φασιανού, Αθήνα, Δελφίνι, 1995


Έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «1821, η γιορτή» (φωτ.: Μουσείο Μπενάκη).
_________________

Πατριωτικό

Πανηγυρισμοί, παρελάσεις, παράσημα
λόγοι, λόγιοι, λόγια.
Ζήτω η Ελλάδα!
Ζήτω το Έθνος! 
Ζήτω το αθάνατο Εικοσιένα!
Η πολιτεία σημαιοστολισμένη
στο ανοιξιάτικο φέρετρό της.
Ελευθερία ή θάνατος.
Ελευθερία και θάνατος.
Ελευθερία ο θάνατος.

Γιώργος Καραντώνης, Πατριωτικό, 
Πεπραγμένα, τ. Α΄, (Ποιήματα 1974 -1997), Αθήνα, Ποιήματα των Φίλων, 2014


Ιστορημένο χειρόγραφο του Σπύρου Βασιλείου από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και τη Θανή του Καραϊσκάκη, 1942, ακουαρέλα σε χαρτί.
____________


Δ' Όλα φεύγουν

Πώς πάνε στον Πειραιά, καλπάζοντας με αυτοκίνητα
φορώντας μεσοφόρια και εσθήτες λιγοθυμισμένων
με αξιοπρέπειες ανύπαρκτες, μέσα σε ξένους ήχους
και δυο πλατάνια φυτεμένα σε ξένο χώμα.

Εσύ μιλάς για φυσιογνωμίες, αυτοί γρυλλίζουν.

Τι περιμένεις; Η πόλη φεύγει, δίχως πανιά
τα πλοία βούλιαξαν, οι άνεμοι σβηστήκαν
ο γυιος της Καλογριάς, αδικοσκοτωμένος· εμείς πουθενά,
στον τοίχο ο Μακρυγιάννης, ζωγραφισμένος.

Δε ζητάμε παραπάνω, μονάχα να μιλήσουμε
σαν εκείνους.

Τα ίδια πράγματα, τα ίδια πρόσωπα, όλα τα ίδια
στον καθρέφτη των νερών, στα μάτια σου
κάθε φορά που ζυγώνεις, μεταμορφώνονται
σε νερό, χώμα και άνεμο, τα υπομένεις.

Μα τα ξένα πρόσωπα, τα ξένα πράγματα,
πώς να τ’ αντέξεις.

Δημήτρης Πιστικός, Δ' Όλα φεύγουν, 
Ανάγνωση, Πειραιάς, 1991


Παναγιώτης Γράββαλος, Ο θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη, Χαλκογραφία 
(δοκίμιο καλλιτέχνη), 1997. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας
_________


Της μοναξιάς

Βουίζαν χτες τη νύχτα τρομερά
οι πολυκατοικίες· στους δρόμους
είχε σηκωθεί ένας δυνατός αγέρας ξεσηκώνονταν
θαμμένες ρεματιές
πυκνό ακουγόταν
το ποδοβολητό ασυγκράτητων αλόγων
κι ο αχός απ’ τα σπαθιά που απειλητικά 
ανεβοκατεβαίναν

στις λαγκαδιές, στους λόγγους, στα ρουμάνια 
της κρυφής Αθήνας ψες αργά
περνούσε πάνω στο φορείο του και θριάμβευε 
ο στρατηγός Γεώργιος Καραΐσκάκης.

Σωτήρης Σαράκης, Της μοναξιάς, Δοκιμασίες και δοκιμές. 
Ποιήματα 1971 1998, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2011


Θόδωρος Παπαγιάννης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεκαετία 1980. Στο φόντο, λεπτομέρεια επιστολής προς την «Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν» με υπογραφή του Γεωργίου Καραϊσκάκη (ιδιωτική συλλογή)
____________


Παραλ-ήρημα

Αλκιβιάδης Κλεινίου, Αλκμεωνίδης 
Γεώργιος Καραΐσκάκης, Μούλος

άτυχος γέρο-Πλούταρχε
που αυτό το ανάποδο ζευγάρι
ποτέ δε θα ιστορήσεις.

Σωτήρης Σαράκης, Παραλ-ήρημα, Δοκιμασίες και δοκιμές. 
Ποιήματα 1971 - 1998, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2011


Θεόφιλος, Ο ήρωας Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη με τον Κιουταχή, 1928-1930
___________

Πολεμικό δίπτυχο

Α' Η Επανάσταση

Σκεφτείτε το, ω Έλληνες Χριστιανοί
σκεφτείτε το, αν δεν αμάρτανε η καλόγρια
και δε γεννιόταν ο μεγάλος μας Καραϊσκάκης
σκεφτείτε το πού θα κατέληγε
η επανάστασή μας.

Β' Συνοψίζοντας

Ω των ηρώων παμμέγιστε
ψυχή ακραία, στρατηγέ Καραϊσκάκη
ω εσύ που συνοψίζοντας του γένους την εσχάτη περιφρόνηση
προς θάνατο και Αυτοκρατορία
γύρισες κι απλώς έδειξες
έδειξες και στους δυο τα οπίσθιά σου.

Σωτήρης Σαράκης, Πολεμικό δίπτυχο, Στιγμή στο χάος, 
Ποιήματα 1999 - 2010, (επιμ.: Θ. Πυλαρινός), Αθήνα, Κουκκίδα, 2014


Η κεντρική πλατεία του Καρπενησίου το 1930, με την προτομή του Μάρκου Μπότσαρη. Φωτογράφος Γεώργιος Βαφιαδάκης. Πηγή: Ψηφιοποιημένες συλλογές ΕΛΙΑ
__________


Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας

Η προτομή μετακόμισε
απ' το δημόσιο πάρκο
στο απογευματινό παράθυρο
λαϊκής συνοικίας

Και κανείς περαστικός
δεν υποψιάζεται καν
πως έχει την τιμή να μιλάει
με τον τελευταίο απόγονο
του Μάρκου Μπότσαρη

Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, 
Τεστ κοπώσεως, Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 2002


Έκτορας Δούκας, «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη», 1930, Τράπεζα της Ελλάδος
__________

Ο Καραϊσκάκης στο μπαρ «Τσάι στη Σαχάρα»

Τότε είδoμεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από
τον ημέτερον στρατόν και ευθύς ο πυροβόλησησας
ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο
επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ

Κολυμπώντας σε νέφη από κρασί μεσάνυχτα μπήκα στο μπάρ. Καθώς σε θυμιάματα οργίαζαν οι πόθοι, μπήκε αυτός· ο που φτάνει συχνά στο μισοΐπνι μου. Πλησίασε δίπλα μου κι αμίλητος κάθησε κατεβάζοντας ένα cutty sark ανέρωτο. Μέσα σε νότες αφρισμένες κορίτσια έπιναν σκύβοντας όπως σε φέρετρο ανοιχτό. Με έπιασε μανία να μάθω. Τι να ’χε κατά νου τότε ριγμένος από τ’ άλογο; «Άσε τα λόγια και πιες». Είπε και με πήραν φωταψίες σε τριγμούς μεγαφώνων. Και η νύχτα λιγόστευε στο μπαρ, τον αγκάλιασα. Α! βρε Καραΐσκο πουτσαρά, πώς φύρανε η φύτρα μας.

Με κοίταξε περίλυπος και σώπαινε άγρια κοψιά μιας γύφτισσας μοίρας. Θα μάθαινα άραγε, τι να είχε κατά νου;

Τι να σκεφτόσουν καθώς κρύωνε η πληγή, και αρματωμένα τα παιδιά σου πότιζαν τον ελαιώνα με δάκρυα; Ξεμάτωνες ρουφηγμένος από θανάσιμα ρίγη κι έλεγες πως ξέρεις τον αίτιο, Καραϊσκάκη χωρατατζή, του γένους καμάρι.

Σε έπιασα απ’ το μπράτσο, πήραμε τους νοτισμένους δρόμους. Αλαφιασμένο φίδι η γλώσσα μου, έλεγε να με πας στο Φάληρο, να δω πώς έγινε το φονικό της Ρωμιοσύνης από φονιά ρωμιό. Ποιος ήταν; σου φώναξα. Πες μου, αλλιώς να μην ξανάρθεις. Γεράκι το βλέμμα σου και βρυχηθμός η πνοή σου, και τρόμαξα. «Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον», ξανάπες· στα μούτρα λεβαντίνων και άκαπνων το ισόβιο φτύμα σου.
1988-1992

Ηλίας Γκρης, Ο Καραϊσκάκης στο μπαρ «Τσάι στη Σαχάρα», 
Η Έφεσος των αλόγων, Δελφίνι, 1993
 

Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1953, Λάδι σε χαρτόνι
__________


Οδυσσεύς Ανδρούτσος

Ι

Ήμουν και ’γω μες στη σπηλιά 
Των ιδεών κοιτώντας τις αντανακλάσεις 
Στα τρία χρόνια που σου μένουν 
Πρέπει να στέρξεις να προφτάσεις 
Να φέρεις πάνω κάτω τον ντουνιά 
Αδιάφορος δεν πρέπει να περάσεις... 
Είχες μία θεϊκή αποστολή 
Να τριγυρνάς στα βιλαέτια 
Να μιλάς στων σκλάβων τη ψυχή 
Και άλλα τέτοια.
Ο άλλος χρώσταγε πολλά 
Στην αλαφράδα και στη ρώμη 
Και στο σπαθί και στη γροθιά 
Και σε πολλά άλλα ακόμη 
Ήτανε πρώτος με διαφορά 
Μα εκεί που άξιζε πολλά 
Ήταν που είχε τα μυαλά 
Πάνω απ’ τη κόμη.
Εσύ επάνω στην ασπίδα 
Να παριστάνεις το Γαλάτη 
Κι η ιστορία σού κολλά 
Τη ρετσινιά του παραβάτη.
Εκείνον πάλι τόνε είδα 
Στο σκοτεινό το μονοπάτι 
Που πάει σύρριζα απ’ το κάστρο 
Και αψηφώντας τους αιώνες 
Που κουβαλούν οι Παρθενώνες 
Για την αγάπη της Νταλιάνας 
Αλαφροπάταγε σκυφτά
Η προδοσία τόνε ζώνει 
Κι όπως προδίδουν το πρεζόνι
 Στους μπάτσους τα άλλα τα φρικιά 
Σε βρήκε βράδυ Οδυσσέα...
Φίλοι σου στήσανε χωσιά 
Το καραούλι δίνει σήμα 
Δραπέτης τάχα και χαράμης 
Φίλος των Τούρκων, Μπεκτασής 
Κι άλλες του κώλου κατηγόριες 
Φροντίσανε να φορτωθείς.

[...]


Νίκος Χειλαδάκης, Οδυσσεύς Ανδρούτσος Ι, 
Επτάκις 7, Οροπέδιο, 2012 


"Ρήγας ο Φεραίος", Προσωπογραφία του Ρήγα Βελεστινλή, ελαιογραφία σε μουσαμά.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
_____________

[Είχε έναν παπαγάλο]

Είχε έναν παπαγάλο
ο Ρήγας ο Βελεστινλής
που όλο επαναλάμβανε: 
«Ελευθερία ή θάνατος»
συνέχεια το ίδιο: 
«Ελευθερία ή θάνατος»
Ώσπου ο Ρήγας εκνευρίστηκε πολύ
με το χαζό πουλί
και κάπου το 'δωσε, το χάρισε.

Δεν ήθελε, φοβήθηκε να μη θυμάται
φοβήθηκε να του θυμίζουν
το ιερό το σύνθημα
ο ντελικάτος Έλληνας.

Γιάννης Βαρβέρης, [Είχε έναν παπαγάλο], 
Ζώα στα σύννεφα, Αθήνα, Κέδρος, 2013


Ευάγγελος Δράκος, Αναπαράσταση της δοξολογίας της 23ης Μαρτίου στην Καλαμάτα (Καλαμάτα, Μπενάκειο Μουσείο)
___________

Ραγιάδες

23 Μαρτίου σκάρτα οχτώ βρέθηκα στην αναπαράσταση. Τους ήρωες του Εικοσιένα τους αγαπούσα σαν είδα όμως στο άλογο τον Γέρο του Μοριά σκαρφάλωσα ευθύς σε μια μουριά - καληώρα οι ραγιάδες βγήκα στο κλαρί. Κάτω ο πατέρας είχε γίνει Τούρκος μα ευτυχώς ο ήρωας δεν τον είδε και τη γλύτωσε. Ήρθαν μετά ο Παπαφλέσσας κι ο Νικηταράς. Οι τρεις τους φαίνεται έπαιζαν μαζί μικροί - ο ένας έλεγε στον άλλο καλό βόλι. Ακούς μπαμπά μου φώναξα καλό πράμα οι βόλοι: η Ιστορία με δικαίωσε. Άρχισαν ύστερα οι χοροί κομμάτι ξαλεγράρισε το Γένος. Τα ’χα μπερδέψει όλα παπα-Λάμπραινα οι ήρωες τα κλαρίνα οι μπαταριές έγιναν στο μυαλό μου ένα. Και το πιο ωραίο: με τέτοιους άντρες γύρω ωρίμασα κι εγώ. Μα πια σαν καθετί ώριμο τι ήθελα στο δέντρο. Κατέβηκα με έσυρε σπίτι φυσικά απ’ τον καρπό ο πατέρας. Του έχωνα τα νυχάκια μου όπου έβρισκα - έλιαζε πίσω τα δικά του ο αϊτός.

Γιάννης Τζανετάκης, Ραγιάδες, 
Στο νήπιο με στυλό, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998


Αναγνωστικό Α΄ Δημοτικού 1971
___________

«...η ηρωίδα μου είσαι πάντοτε εσύ»

Ένα μουστάκι παχύ
και τσιγκελωτό
όπως του Οδυσσέα Ανδρούτσου
αμέτρητα τέτοια μουστάκια
μιας αντρίλας ιδρωμένης
κι εγώ (με τη φαντασία μου φυσικά)
τσουρουφλίστηκα απ’ αυτόν τον ήλιο
γλίστρησα στα χιλιοπατημένα σκαλοπάτια
έφαγα όλη τη μούχλα του Παλαμηδιού
είδα του Ρήγα την κρεμασμένη ελευθερία
την περικεφαλαία πάντοτε ορθωμένη
του Νέου του Μωριά
κυριλέ Φαναριώτες
Φιλική Εταιρεία σε σκοτεινά δωμάτια
με κεριά να στάζουν
πάνω σε βιβλία μασονικά
Άγγλοι Γάλλοι
Ρωσική σαλάτα
Ορλωφικά
πέτρες με αίμα
φουστανέλες λεκιασμένες
μπρος και πίσω
φουστανέλες όλο σπέρμα
σαύρες πολύχρωμες
πόδια σιδερένια
στων μοναστηριών τις πόρτες
και μάχες με νεκρούς χιλιάδες
που ονειρευόμασταν μικροί
μαθητές δημοτικού
εκείνα τα ατέλειωτα βαριεστημένα μεσημέρια
με κοντά παντελονάκια
και πληγωμένα γόνατα
από παιχνίδια με την μπάλα
οι γυαλιστερές αφίσες
                   στη σχολική αίθουσα 
με μπακαλιάρο σκορδαλιά 
και ρετσίνα 
γενέθλια κάθε 25η 
σ’ ένα μπαλκόνι στη Ραφήνα 
που έγινε (για μένα βέβαια) 
της Μπουμπουλίνας το καράβι 
το πείσμα της Μαντούς 
τα μπουρλότα του Κανάρη 
του Μιαούλη τα ρεσάλτα 
σε κύματα αρματολά 
η γέφυρα της Αλαμάνας 
σούβλα πυρωμένη
            μέσα από τον Διάκο 
κανίβαλοι κανίβαλοι κανίβαλοι 
σημερινοί και χθεσινοί 
το γιαταγάνι που κόλλησε 
στην παλάμη του Νικηταρά 
επειδή έσφαξε πολλούς 
κι όλοι μαζί την Τριπολιτσά 
στην ίδια αυτήν παλάμη 
που γέρος άπλωνε για ζητιανιά 
το κρυφό κρυμμένο μου σχολειό
(άραγε υπήρξες ποτέ;)
το καριοφίλι
ενός σκουριασμένου παπά
που το βρίσκεις τώρα πια
μονάχα στο Μοναστηράκι
τα γαμωσταυρίδια του Καραϊσκάκη
πλατεία γήπεδο θύρα επτά
αυτά και άλλα πολλά
ψέματα που έγιναν αλήθεια
και πολιτικοί
πολλοί πολιτικοί
καπάκια για τον δικό μας αιώνα
αλήθεια που προσπάθησαν 
να κάνουν ψέμα 
η διχόνοια 
η φιλαργυρία 
η αχαριστία
και ο εμφύλιος εγωισμός

ήρωές μου δεν είναι τίποτα αγριεμένοι πασάδες
με μακριά χαϊδεμένα γένια
ούτε κίτρινοι προδότες
ούτε απελπισμένοι
και γι’ αυτό αποφασισμένοι
ακόμα και για θάνατο γραικοί

τελικά η ηρωίδα μου 
είσαι πάντοτε εσύ.

Κωστής Γκισομούλης, Μεθυσμένοι ήρωες του 1821, 
Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020


Πορτρέτο του Λόρδου Μπάυρον (1836), από τον Richard Westall, 
National Portrait Gallery, Λονδίνο
___________


Έπος

Στην επανάσταση του '21
εξετάστηκα δώδεκα φορές:
έξι φορές στο δημοτικό σχολείο
τρεις φορές στο γυμνάσιο
και τρεις φορές στο λύκειο.
Υπήρξε για εμένα πάντα
θέμα SOS στις εξετάσεις.
Ως διδακτέα ύλη
άγχωνε τους καθηγητές.
Σε ποιον ήρωα να δώσουν
λιγότερη σημασία;
Η λέξις έπος
αν και δισύλλαβη
ακόμα με δυσκολεύει.

Η πιο καλή στιγμή
όταν έπαιξα σε θεατρικό
το κρυφό σχολειό
με ένα κερί χωρίς παπάδες.
Η πιο δύσκολη στιγμή
όταν μηδενίστηκα στο διαγώνισμα
γιατί έγραψα πως
σουβλίστηκε ο Μιαούλης.
Για λόγους που δεν μπορώ
να εξηγήσω
θυμάμαι περισσότερο
τον Λόρδο Βύρωνα.
Είχε μια ευγένεια στο πρόσωπο
και αγαπούσε την Ελλάδα.

Βάκης Λοϊζίδης, Έπος, 
Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα 
μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020


«Παράδοση Τριπολιτσάς», Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.
 Πηγή: Πανόραμα Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, Αθήνα
_____________

Η καταστροφή της...
[μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα]

Στης Τριπολιτσάς τον φρεσκοποτισμένο κάμπο 
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα σφαγμένα γυναικόπαιδα
τα χέρια-πόδια-κεφαλές
τα ολόσχιστα κρανία και τα ολοσκόρπιστα μυαλά
κι από τον κόρφο της βγάζει
μικρό εγχειρίδιο
και μονομιάς το μπήγει στην καρδιά της, 
το αίμα της ποτίζει το αθώο χόρτο.

Θανάσης Τριαρίδης, Η καταστροφή της...[μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα], 
Θα σας περιμένω. «Ποιήματα» 2013-2018, Αθήνα. Gutenberg, 2018


Πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα εμπνευσμένος από τη μάχη της Αλαμάνας
________


Αλαμάνα (1821)

Είχες τόλμη. Δεν σου ’λειπε κι ο νους.
Σου ’παν να πας μαζί τους, αλλ’ ήσουν αγνός. 
Το τέλος σου δεν σ’ απελπίζει, ξέρεις πως 
την άνοιξη σφάζουνε τους αμνούς.

Χάρης Ψαρράς, Αλαμάνα (1821), 
Ημερολόγιο 2020.1821: Λογοτεχνία και Επανάσταση με κείμενα 
μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, Αθήνα, Πατάκης, 2020


Θεόδωρος Βρυζάκης, «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα» (1858),  Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
_________


ΠΗΓΗ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ  ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Ανθολόγηση: Θανάσης Γαλανάκης – Μάνος Κουμής, Έρευνα υλικού, γενική φιλολογική επιμέλεια, υπομνηματισμός: Θανάσης Γαλανάκης, Κοσμήματα, επεξηγηματικά υπομνήματα: Ηρώ Νικοπούλου, Αθήνα, Τράπεζα Πειραιώς – Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος 2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου