Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

«...όπως φυλάν τις λέξεις τους κρυφά οι ποιητές», 12+1 Ηλιοτρόπια του Άλκη Αλκαίου

Vincent van Gogh, Still Life - Vase with Fifteen Sunflowers, 
 1888, National Gallery, London, UK
__________

«Τα τραγούδια του με πιάνανε απ’ τον γιακά και με σφίγγανε στον τοίχο»


«Έχω μια σειρά τραγουδιών του Αλκαίου» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά στο αυτί ο Παντελής, μια μέρα στο Παγκράτι.

«Μη πεις τίποτα» μου λέει. Δεν είπα. Αυτά τα πράγματα θέλουν να κρατάς μυστικά και τον λόγο σου. Μετά από λίγο καιρό, που ξαναβρεθήκαμε, μου τραγούδησε πάλι σιγά «Τα βότσαλα» ένα όμορφο και δυνατό χασάπικο. Ύστερα πέρασε καιρός, ψιλοχαθήκαμε με τον Παντελή. Νέα του μου έλεγε ο κοινός φίλος Γιώργος Χριστοδούλου, ότι προχωράει δηλαδή αυτή η δουλειά και τι ωραία τραγούδια που είναι. 

Λίγο μετά, τον Δεκέμβρη του 2012, άκουσα τα κακά νέα στο ραδιόφωνο «Πέθανε ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος...» Στενοχωρήθηκα πολύ. Ήταν ο αγαπημένος μου στιχουργός. Τα τραγούδια του με πιάνανε απ’ τον γιακά και με σφίγγανε στον τοίχο. Έβαλα ένα ποτό, πήρα μια κόλλα χαρτί και έγραψα αμέσως ένα ποίημα. To L' ULTIMO BARGO (ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΠΑΡΚΟ). Δεν ξέρω, τελικά, γιατί διάλεξα έναν λατινικό τίτλο. Έτσι μου ήρθε. Ο Παντελής με τον Γιώργη τον Χριστοδούλου πήγαν στην κηδεία στην Πάργα. Στον δρόμο, μάλιστα, είχαν ένα ατύχημα. Τούμπαραν με το αυτοκίνητο, τους μάζεψε ο Θάνος Μικρούτσικος τυχαία, που ακολουθούσε. 

To L,' ULTIMO BARGO το διάβασα μια μέρα σε μια κοινή μας φίλη και μου είπε «Δημήτρη, αυτό εδώ θα το δώσω στον Παντελή για τα καινούργια τραγούδια του Αλκαίου», και μου το πήρε από τα χέρια. Ο καιρός περνούσε. Καιρός δύσκολος μέσα στην κρίση και σε ένα παράξενο πένθος χρόνια τώρα που περνάμε.


«Είναι μακρύ κι ατέλειωτο στην Πάργα το ταξίδι...»
___________

Χρόνια γυρίζει αδειανή του κόσμου η πιρόγα
θειάφι, κονιάκ και κάρβουνο στης γης τη ζυγαριά
και τα τραγούδια νηστικά πεθαίνουνε στη ρώγα
κι η ανάσα στο ζεϊμπέκικο σαν την πενιά βαριά.

Οι έρωτές μας κόψανε το πρωινό τσιγάρο
και σε υγρό σαπίζουνε αρχαίο καμπαρέ
μονάχος μες τα όνειρα πάλευες με τον Χάρο
σ' ένα βουβό παράξενο της μοίρας σου καρέ.

Είναι μακρύ κι ατέλειωτο στην Πάργα το ταξίδι
πώς να σε λέγαν άραγες δεν έμαθα ποτές
μέσα στον κόρφο έκρυβες τ' αμάλαγο το φίδι
όπως φυλάν τις λέξεις τους κρυφά οι ποιητές.

Τώρα γυρνάμε νηστικοί και ζούμε γελασμένοι
κι οι Βησιγότθοι έχουνε χαριστική βολή
της μέρας οι εξόριστοι, της νύχτας οι χαμένοι
είναι νωπά αγάλματα που αγάπησες πολύ.

Φαιό νταμάρι η θάλασσα στο τελευταίο μπάρκο
κι η Ρόζα κατακόκκινη στην πλώρη μοναχή
λαθραίες είναι οι ψυχές και σπάνε το εμπάργκο
να βρουν βαθιά στα πάθη τους την άλλη τους ψυχή.


Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές....

Όλα αυτά τα χρόνια όταν βρισκόμασταν ρωτούσα πάντα τον Παντελή τι έγινε με τα τραγούδια του Αλκαίου. «Γίνονται», μου έλεγε. Καταλάβαινα ότι ήθελε τον καιρό του. Όταν έχεις κάτι σπουδαίο στα χέρια σου θέλεις και συ να φανείς αντάξιός του.

Φέτος, στις αρχές του 2018, με πήρε τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε ότι επιτέλους τα «12+1 ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ», έτσι ονόμασε τον κύκλο αυτών των τραγουδιών, με 12 τραγούδια σε στίχους του Αλκαίου και ένα το δικό μου, είναι έτοιμα. Κολακεύτηκα. Σε λίγες μέρες μού έστειλε πρώτα το δικό μου, ένα παράξενο «κουτσοζειμπέκικο», που μου άρεσε πολύ. Μετά από λίγον καιρό μού έστειλε και τα άλλα τραγούδια της εργασίας αυτής και τα άκουσα όλα. Αυτό που με κάρφωσε από την αρχή ήταν ότι πάλι τα τραγούδια αυτά με πιάσανε από τον γιακά και με κολλήσανε σφιχτά στον τοίχο.
Ο Παντελής Θαλασσινός τόσο λυρικός και ευαίσθητος, όπως πάντα, με τις νότες να αναδεικνύουν τα λόγια του ποιητή με τον πιο ωραίο τρόπο. Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές, σαν πέτρες στις τσέπες μας για όλον τον κόσμο, στους λιθοβολισμούς των αναμάρτητων και των πετυχημένων!

Οι μελωδίες εδώ του Θαλασσινού είναι μία ακόμη δυνατή στιγμή στην καριέρα του, που έτσι κι αλλιώς τον έχει καθιερώσει ως έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς, σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα. Συγκινήθηκα.

Αυτό είναι το μυστικό στα τραγούδια, είπα. Ζήλεψα κιόλας. Αυτή η κατάκτηση του απλού είναι η πιο επαναστατική πράξη. Το απλό είναι το πιο ποιητικό πράγμα του κόσμου και το πιο δύσκολο ταυτόχρονα.



Της Φωτιάς
_______

Να μ’ αγαπάτε και να μ’ αμφισβητείτε

Μ. Χατζιδάκις

Απλώνει η νύχτα απαλά

τα εβένινά της δίχτυα
στων ημερών τα ερείπια 
το βήμα σέρνουμε δειλά

Τρέχει ο χρόνος κι η ζωή
και δε μας περιμένει 
κι εσύ μετράς τι μένει 
απ’ της φωτιάς την εποχή

Δεν μπαίνει σε κανάλια η ζωή 
κυλάει σα λάβα βράδυ και πρωί 
μην παίρνεις τίποτα τοις μετρητοίς 
να μ’ αγαπάς και να μ’ αμφισβητείς

Το σύννεφο έφερε βροχή 
κι η νύχτα μια σειρήνα 
μην κλείνεις σε βιτρίνα 
τη λεύτερή σου την ψυχή


Τραγούδια πετροβόλα και ωραία αλητήρια....

Τα ηλιοτρόπια του Θαλασσινού ανοίγουν το πρόσωπό τους μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο πάντα στον ήλιο, χωρίς να κλείνουν ποτέ τα μάτια τους.

Άκουσα πολλές φορές τα τραγούδια, σε άλλα στάθηκα πιο πολύ, σε άλλα λιγότερο, αλλά ύστερα ήθελα να τα ξανακούσω όλα από την αρχή, χωρίς καμμιά εξαίρεση. Δεν γλυτώνεις εύκολα από τους στίχους του Αλκαίου και τις μελωδίες του Θαλασσινού. Από την ακρόαση δεν βγαίνεις ποτέ ακέραιος και αρτιμελής. Τραγούδια τόσο κραταιά και τόσο ευάλωτα, πετροβόλα και ωραία αλητήρια, στις γειτονιές του πόθου.

Θυμάμαι, πολύ μικρός στο χωριό μου δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συγκεκριμένα μόνο τραγούδια άνοιγαν με το μυστικό κλειδί τους τις ψυχές των ανθρώπων που τα χόρευαν ως εξαίσιοι χορευτές, αμαρτωλοί και πάσχοντες, και αγίαζαν στις πίστες των ένθεων παθών τους. Είναι, λοιπόν, εκείνα τα τραγούδια που έχουν ανθίσει στις άγονες περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, που μεγαλώνουν μόνον με τις υγρασίες των αισθημάτων. Τα τραγούδια, όμως, από τέτοιες καλλιέργειες είναι γόνιμα και αποδοτικά. 

Η εργασία αυτή είναι συμπαγής και μας αποδεικνύει τι είναι πραγματικά αυτό που λέμε κύκλος τραγουδιών, και ότι από αυτό το ελάχιστο μιας πρωτογενούς έμπνευσης μπορεί να γεννηθεί το παν. Ο Παντελής Θαλασσινός με τους στίχους του Άλκη Αλκαίου μάς υπενθυμίζει και κάτι άλλο στον καιρό της ομογενοποίησης και του μακελλειού στο τραγούδι, και όχι μόνο, ότι τα τραγούδια δηλαδή είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, τόσο περίπλοκη, όμως, όπως το μυστήριο της ίδιας της ύπαρξης. Τα τραγούδια γίνονται ανθρώπινα μόνο όταν πλησιάζουν το θείο.

Οι ορχήστρες του Θαλασσινού είναι λιτές, δίνοντας χώρο στον λόγο και στο συναίσθημα, ακολουθώντας τον πανάρχαιο τρόπο αφήγησης του τόπου μας, χωρίς πονηριές και κόλπα. Οι ερμηνείες του εσωτερικές και δυνατές με έναν τρόπο μαγικό, που χρόνια ο Θαλασσινός έχει κατακτήσει με πολλά μεγάλα του τραγούδια. Δυνατές στιγμές είναι και οι δύο συμμετοχές της σπουδαίας Λιζέτας Καλημέρη και της νέας πολύ εκφραστικής (το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει) Φαίδρας Θαλασσινού. 

Αυτά τα ηλιοτρόπια μου όρισαν απόλυτα αυτό το ωραίο κίτρινο του Βαν Γκογκ με μια στάλα αίμα πάνω στα χείλη μου από τα φιλιά και τα όνειρα του κόσμου.

Τελικά, είμαστε βότσαλα μιας θάλασσας παλιάς σαν πρωτόπλαστο τραύμα στα νωπά μέλη των αγαλμάτων.


Δημήτρης Λέντζος, «12 + 1 Ηλιοτρόπια» Σαν Πίνακας Του Βαν Γκογκ



Δημήτρης Λέντζος - Παντελής Θαλασσινός 
___________

Η Ιστορία με τα “12 +1 Ηλιοτρόπια”, ξεκινάει κάπως έτσι..

Είν
αι μεσημέρι της 17ης Απριλίου του 2012. Απ’ το πρωί τα ραδιόφωνα παίζουν Δημήτρη Μητροπάνο, και αναγγέλουν το δυσάρεστο γεγονός!

Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Λιζέτα.

 Παντελή, πρέπει να σε δώ. Να συναντηθούμε, να σου δώσω κάτι.

— Τι είναι Λιζέτα μου;

— Θα καταλάβεις... μου λέει

Συναντηθήκαμε λοιπόν το βραδάκι στη “Συλλαβή” της Κικής και του Φίλιππου, στο Παγκράτι.

— Έχω αυτό το φάκελο για σένα. Διάβασε και θα καταλάβεις, γιατί ήθελα ειδικά σήμερα, να σε δω.


Είχε μέσα ένα γράμμα για μένα, απ’ τον Άλκη Αλκαίο, με ημερομηνία 13 Απριλίου, λίγο πριν το Πάσχα του 2012. Περιείχε δώδεκα εξαιρετικούς λαϊκούς στίχους, αριθμημένους κι αραδιασμένους, με τη δική του σειρά. (Τη σειρά την κράτησα ως σήμερα).

Ο τίτλος 12+1 Ηλιοτρόπια, και γραμμένα για τη νέα δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου.

Πάνω απ’ το +1 υπήρχε μια σημείωση,που μου έλεγε... Το +1 (στο στούντιο για γούρι)


Γύρισα στο σπίτι, να τον πάρω τηλέφωνο, με την ησυχία μου.

—  Άλκη μου, σήμερα πήρα το φάκελο στα χέρια μου. Τι ατυχία! Μας προλαβαίνει η ζωή...

— Είδες καμιά φορά η μοίρα, τι παιχνίδια παίζει Παντελή μου;

— Ναι, Άλκη μου, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει...

Μου εξήγησε ότι συζητώντας με το Δημήτρη, έκριναν,ότι αν είχα και γω το χρόνο, θα ήταν πολύ ωραίο αποτέλεσμα, μια ολοκληρωμένη δουλειά, με τους τρεις μας, ή έστω κάποιο απ’ αυτά.

Είχα ήδη συνεργαστεί με το Δημήτρη Μητροπάνο, στην προηγούμενή του δουλειά, δίνοντας του ένα τραγούδι, σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, με τίτλο “Δίψα ο έρωτας κι αρμύρα”.

— Νιώθω ότι τα τραγούδια μείναν παραπονεμένα, του είπα, γιατί ήταν προορισμένα, να τα βγάλει βόλτα ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής.

— Να τα γράψεις τα τραγούδια, Παντελή, και να τα πείς εσύ, μου είπε.

Κλείσαμε το τηλέφωνο, κι είμαι σίγουρος, πως κι οι δύο νιώθαμε τα ίδια. Τη ματαιότητα και την απουσία, να μας ταρακουνά.. Το περαστικό μας παρόν, ήταν απαλλαγμένο από κάθε ίχνος φιλοδοξίας και υστεροφημίας...

Άρχισα να γράφω τα τραγούδια, ύστερα από λίγες εβδομάδες, παίζοντας του μερικά, απ’ το τηλέφωνο. Θυμάμαι τη χαρά του, και τα ενθαρυντικά του σχόλια, που με προέτρεπαν να φτιάξω όλα τα τραγούδια...

Του άρεσαν πολύ τα “Βότσαλα”, οι “Σπαθιές στο κύμα”, το “Πανέρι”, “Ο δρόμος το γράμμα κι ο ταχυδρόμος”, που του τα έφτιαξα ένα Cdάκι και τα άκουγε τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του, και της ζωής του.


Όποιος γι αγάπη αμάρτησε, παράδεισο θα λάβει...

Σαν τα καράβια έρχονται, και φεύγουν οι αγάπες
κι’ ειναι γλυκό κι’ είναι πικρό, να ζεις με αυταπάτες
Στην προκυμαία χωρισμούς θυμάσαι κι αγωνίες
βότσαλα που στρογγυλεψαν του κόσμου οι τρικυμίες

Όλα σου τα παράπονα, σπάστα και ξαναρίχτα
κι’ έλα να ξεδιπλώσουμε πανιά μέσα στη νύχτα
Τι κι αν μας πάει στην άβυσσο του κόσμου το καράβι,
όποιος γι αγάπη αμάρτησε, παράδεισο θα λάβει.

Σαν τα καράβια έρχονται, και φεύγουν οι αγάπες
κι είναι πικρό κι ειναι γλυκό, να ζεις με αυταπάτες
Στην προκυμαία τραγουδούν ξενυχτισμένοι ναύτες
του Άκη Πάνου ενα παληό, που λέει για παραβάτες


Τα τραγούδια μου σπαθιές στο κύμα...

Ιέρεια η άνοιξη, 
με σέρνει σε χορό μεθυστικό 
μ’ αγρύπνια και κατάνυξη, 
σε βρίσκω σε τοπίο μυστικό.
Σαν την γαλήνη ήσουνα, 
πριν έρθει τρικυμία και βροχή 
κι είχες σημάδι του έρωτα, 
και ράγισμα στο βλέμμα το βαθύ

Τα τραγούδια μου σπαθιές στο κύμα 
κι’ όλο απ’ την αρχή πιάνω το νήμα 
ότι ζήσαμε είν’ ακόμα εδώ 
καληνύχτα θα σε ξαναδώ

Οι φίλοι πακετάρουνε, 
αποσκευές να φύγουν μακριά 
σε δρόμους που ονειρεύονται, 
γαλήνη πως θα βρουν και γιατρειά. 
Ποιος ουρανός ποια θάλασσα, 
τον άνεμο ρωτώ και τη βροχή 
αυτά που πίσω άφησα, 
με πάνε καροτσάκι μια ζωή


Κι η ζωή μας στο πανέρι... 

Πλοίο δίχως τιμονιέρη 
τούτος ο ντουνιάς 
κι η ζωή μας στο πανέρι 
της κοψοχρονιάς

Ποιος πληρώνει ποιος χρωστά 
πού να πάω να ρωτήσω 
πώς ο κόσμος πάει μπροστά 
κι η ζωή γυρίζει πίσω

Ίδιο έργο δυο αιώνες 
μ’ άλλους θεατές 
σ’ αγορές και σε στρατώνες 
θάλασσες κι οι ακτές




Μόνο τα μάτια σου είν' ο δρόμος ...


Ποιος άνεμος κι απόψε με γυρνά
σε δρόμους που δε βγάζουν πουθενά
εδώ με ποιους να πας και ποιους ν` αφήσεις.
τι γρήγορα που τέλειωσε η γιορτή
κι εγώ μ’ ένα μετέωρο γιατί
τους φίλους να ρωτώ αν θα γυρίσεις


Μόνο τα μάτια σου είν’ ο δρόμος
το γράμμα μου κι ο ταχυδρόμος
η λεωφόρος κι η στροφή μου
απόδραση κι επιστροφή μου.
Μόνο τα μάτια σου είν’ ο δρόμος
ο κλέφτης μου κι ο αστυνόμος
Θεός και δαίμονας μαζί
που με πεθαίνει και με ζει.

Ποιος άνεμος κι απόψε με γυρνά
σε δρόμους που δε βγάζουν πουθενά
κανάλια διαφημίζουνε ειδήσεις
κι εγώ σ’ ένα παγκάκι στο σταθμό
ποτάμι που δε βρίσκει ωκεανό
αφίξεις να μετρώ κι αναχωρήσεις.


Με τη λαχτάρα να έρθει σ’ επαφή με το ανήκουστο και το φρέσκο....

Πάντα άφηνα μια απόσταση, από τους ανθρώπους που θαυμάζω. Πάντα είχα το φόβο μην απογοητευτώ, ή μην τους απογοητεύσω, ή μήπως χαλάσω το μύθο, που ’χα πλάσει στο μυαλό μου, αλλά και μην τους ζαλίσω και τους κουράσω. 

Τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο, δεν τον γνώρισα από κοντά. Κοντά ήρθαμε από τις τηλεφωνικές συζητήσεις μας, μιας και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, δεν ήθελε να τον δω... Κοντά μας έφεραν τα τραγούδια μας... Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα για το πάθος του στα γραπτά του. Για τη λαχτάρα του να έρθει σ’ επαφή με το ανήκουστο και το φρέσκο, ακόμη και τον τελευταίο καιρό που είχε δυσκολίες.

Είναι ωραίο να κρίνεται ένας δημιουργός απ’ το έργο του, κι όταν μάλιστα, μας έχει ομορφήνει τις στιγμές. Γι αυτό το λόγο δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτόν περισσότερο, αφήνω σ’ άλλους αυτό το ρόλο.

Ο Άλκης Αλκαίος όπως κι οι άνθρωποι που έκαναν αθάνατα τραγούδια θα ζει για πάντα στα χείλη μας και στην ψυχή μας. 

Θα ήταν παράλειψη αν δε δημοσίευα στο βιβλίο αυτό, τους χειρόγραφους στίχους του Αλκαίου. Έχουν μια μαγεία και μια άλλη δύναμη τα χειρόγραφα ενός μεγάλου ποιητή. Σου δίνουν κάτι απ’ την ατμόσφαιρα.


Σε μια παράλογη εποχή η λογική μου είσαι εσύ
___________



Δώσ’ μου μια μέρα αληθινή
μες στην ψευτιά και την ντροπή
Χίλιες μια νύχτες με μεθάς
κλειστά χαρτιά μη μου κρατάς

Τα όνειρα μας παίξαμε
στον κόσμο δε χωρέσαμε
Ψύχραιμοι τώρα και ταπί
ας δούμε αλήθεια τι θα πει

Κι αν η χαρά μας πέρασε
κι αν η ζωή μας γέλασε
εγώ είμαι εδώ και μη μου σκας
Κλόουν θα γίνω να γελάς
Της νύχτας μου βασίλισσα
τα χρόνια μου ξεφύλλισα
Μες την ψευτιά και την ντροπή
δώσ’ μου μια μέρα αληθινή.

Δώσ’ μου μια μέρα αληθινή
τι παει χαμένο και τι ζει
Πού θα `μαι αύριο αδιαφορώ
Το «εδώ και τώρα» σου ζητώ

Οι απαντήσεις λιώσανε 
κι οι ρήτορες τελειώσανε
Σε μια παράλογη εποχή
η λογική μου είσαι εσύ.

Σημείωση: Το τραγούδι “Κλόουν” έχει ξαναγίνει τραγούδι από τον χαμένο πρόωρα φίλο μας Μάριο Τόκα κι έχει τραγουδηθεί απ’ το Μίλτο Πασχαλίδη στη δουλειά “Τραγούδια που ζούνε λαθραία” της Cobalt Music, σε παραγωγή του Ηλία Μπενέτου.


«…κέρδος μου τα “τσιμπήματα”, και οι “χαρακιές” των στίχων...»

6 ολόκληρα χρόνια για να γίνουν τραγούδια οι στίχοι του Βαγγέλη Λιάρου (Άλκη Αλκαίου)... μάλλον είναι πολλά, αν κρίνω απ’ τα 3,5 χρόνια που έκανα για το «Καλαντάρι», του Ηλία, και τα 2,5 για το «Να ’ταν ο πόλεμος χορός» του Φασουλά... 

Οι σοβαρές και θεματικές δουλειές θέλουν το χρόνο τους. Πολλοί πιστεύουν μόνο στην έμπνευση, ή στις “μαγικές” φωνές, κι όχι στα 8ωρα που σκύβεις πάνω απ’ τα τραγούδια σου. Ο χρόνος πάντα είναι ανάλογος με την ευθύνη που σε «κατοικεί», ώστε το αποτέλεσμα να είναι αντάξιο, αυτών των ποιημάτων.

Καίτοι δεν έχω να κερδίσω χρηματικά απ’ αυτές τις παραγωγές, -που αντιθέτως σήμερα «βάζεις κι από την τσέπη σου»-, εν’ τούτοις το κέρδος μου είναι ανυπολόγιστα μεγάλο κι εσωτερικό. Είναι τα “τσιμπήματα”, και οι “χαρακιές” των στίχων, που γι αυτά ζουμε. Γι αυτά και τη συγκίνηση.

Το +1 των Ηλιοτροπίων καλύφθηκε από ένα τραγούδι του συντρόφου Δημήτρη Λέντζου, αφιερωμένο στη μνήμη του Άλκη Αλκαίου. Το Λέντζο τον αγαπώ σαν φίλο, σαν στιχουργό σαν φιγούρα και σαν άνθρωπο.

Το σημείωμα αυτό, προσπαθώ να το απαλλάξω από βαρύγδουπες κουβέντες, και να είμαι περισσότερο περιγραφικός. Είχα δασκάλους που με συμβούλεψαν γι αυτό.

“Μίλα σεμνά, για τα σημαντικά... Δεν περιγράφονται, όσο και να φωνάξεις. Οι βαριές οι λέξεις είναι μόνο για τα ασήμαντα”

Παντελής Θαλασσινός, Λίγα Λόγια Για Τη Διαδρομή Της Δουλειάς Αυτής



Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

«Πες το δυνατά να σ’ ακούσουμε: Με είχε καλέσει ο Καραμανλής! Κακό είναι;», Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις


Το ένα πρόσωπο απέναντι στο ένα πρόσωπο.

Το ένα πρόσωπο απέναντι στο ένα πρόσωπο. Τα βλέμματα τους αντικριστά ή σχεδόν αντικριστά. Τα λόγια τους ίσα και στην ευθεία. Κι απ' αυτήν την ευθεία, να κρέμονται οι εκάστοτε παρευρισκόμενοι, αναζητώντας - οι πιο αθώοι - το στέρεο νήμα της ζωής. Πόσοι το βρήκαμε; Μα, πόσοι ήμασταν αθώοι τόσο για να το βρούμε;

- Καλώς τον Μάνο, - ο Γκάτσος.

- Γεια σου Νίκο, - ο Χατζιδάκις, με μιαν απλή χειραψία, χωρίς φιλιά και περιττούς ασπασμούς. Αυτά ήταν για τους επισκέπτες, κυρίως τους περιστασιακούς, που δεν ένιωθαν αποστάσεις. Εκείνοι, μ' ένα σύντομο «είσαι σίγουρος;», ασπάζονταν ο ένας τις ιδέες του άλλου.

Το μεσημεριανό φαγητό στα εστιατόρια ήταν η πρόφαση για τις πολύωρες συναντήσεις τους. [.....]

Ο σχεδόν νεανικός ενθουσιασμός του Χατζιδάκι συχνά προσέκρουε στη συγκροτημένη σκέψη και αντίδραση του Γκάτσου. Του Γκάτσου που, όταν ο ενθουσιασμός του «συνομιλητή» του ξεκινούσε από βάσεις πιο ρεαλιστικές, δεν δίσταζε να ακολουθήσει με την χαρά του μεγαλύτερου αδερφού, με την ικανοποίηση του δασκάλου που βλέπει τον μαθητή του να κάνει ακόμα ένα βήμα πέρα από τα κεκτημένα. 

Πρώτος, συνήθως, έφερνε ο Χατζιδάκις μια κασέτα με τις βασικές μελωδίες, ενορχηστρωμένες ήδη -αν ήταν παλαιότερες- ή παιγμένες από τον ίδιο στο πιάνο και τραγουδισμένες με ψεύτικα λόγια. Μετά, ο Γκάτσος έφερνε τους στίχους και μερικούς εκτός μελωδίας αν τους είχε γράψει από πριν ή αν κάποια ιδέα του τον είχε οδηγήσει αλλού.

- Πάρ' τα αυτά και τ' ακούς στο σπίτι σου - έλεγε ο Χατζιδάκις.

- Πάρ' τα αυτά και τα βλέπεις στο σπίτι σου - έλεγε ο Γκάτσος και γυρνούσαν την κουβέντα τους στα περί πολιτικής και στα περί πολιτισμού, κι αφού σχολίαζαν τους πάντες και τα πάντα, κατέληγαν μαθηματικά στα μεταξύ τους πειράγματα.

Αγαθή Δημητρούκα, ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 7 ΗΜΕΡΕΣ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΑΘΗΝΑ
06 ΙΟΥΝ 1999


Ο Νίκος Γκάτσος με την Αγαθή Δημητρούκα στο εστιατόριο GB Corner
__________________


«...σήμερα έφαγε με τον πρόεδρο!»

Δεν αργήσαμε να εγκλιματιστούμε στο καινούριο αυτό στέκι, αφενός γιατί βρήκαμε να δουλεύουν εκεί δυο τρεις σερβιτόροι από του Φλόκα και αφετέρου γιατί διαπιστώσαμε πως και το GB Corner είχε φαγητό για το προσωπικό.

Το βασικό τραπέζι τώρα ήταν μακρόστενο, έξι εφτά ατόμων, και βρισκόταν, όπως μπαίναμε από την είσοδο της Πανεπιστημίου, στο δεξί μας χέρι, ανάμεσα στο παράθυρο και στη σκάλα που οδηγούσε στο μπαρ. Maison de boeuf έγραφε η λαϊκή ζωγραφιά πάνω από τον τριθέσιο δερμάτινο καναπέ, τον τελευταίο στη σειρά, κατά τη μέθοδο των σεπαρέ των γαλλικών μπιστρό.

Ο Νίκος καθόταν προς τη μεριά της σκάλας κι εγώ αριστερά του, προς το παράθυρο, απ’ όπου εποπτεύαμε όλο τον χώρο, δηλαδή τις δύο εισόδους, την κουζίνα με το πάσο και τη σκάλα που έβγαζε στο μπαρ και στο πατάρι.

Απέναντι στον Νίκο καθόταν πάντα ο Χατζιδάκις, δεξιά του οποίου, και ακριβώς απέναντι μου, έπαιρνε θέση ο Γιώργος Θεοφανόπουλος. Από τότε ο Χατζιδάκις θεωρούσε τον Γιώργο γιο του και όταν ερχόταν χωρίς αυτόν ο Νίκος τον ρωτούσε: «Πού είναι ο μονογενής; Δε θα έρθει σήμερα;».

Κι ο Χατζιδάκις απαντούσε: «Είναι Κυριακή, και τις Κυριακές πηγαίνει και βλέπει τον παππού του».

Ξέραμε πολύ καλά τι σήμαινε για τον Γιώργο ο παππούς του.



Ο Μάνος Χατζιδάκις - ένας από τους τρεις του καλλιτεχνικού χώρου, μαζί με τον Αλέξη Μινωτή και τον Τάκη Χορν - ήταν τακτικός συνδαιτυμόνας στα κυριακάτικα γεύματα που συνήθιζε να οργανώνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με φίλους του, πολιτικούς και δημοσιογράφους.
___________

«Κι εσύ πού ήσουνα; Γιατί άργησες;» ρωτούσε πάλι ο Γκάτσος τον Χατζιδάκι.

«Με είχε καλέσει ο πρόεδρος» απαντούσε ο Χατζιδάκις, προφέροντας την τελευταία λέξη χαμηλόφωνα, σαν μυστικό.

Κι ο Γκάτσος άρχιζε το πείραγμα.

«Ποιος σε είχε καλέσει;»

«Ο πρόεδρος!»
απαντούσε ο Χατζιδάκις, ελάχιστα πιο δυνατά.

Κι ο Γκάτσος πάλι: «Δεν άκουσα. Ποιος είπες;».

«Ο πρόεδρος!»
επαναλάμβανε ο Χατζιδάκις. ελαφρώς πιο δυνατά και κοιτάζοντας μην τυχόν τον άκουσε κανείς άλλος.

«Α, ο πρόεδρος!» έλεγε ο Γκάτσος τότε, δυνατά σαν τον κουφό που επιτέλους άκουσε.

«Σιγά! Μη φωνάζεις έτσι» του ζητούσε ο Χατζιδάκις.

Κι ο Γκάτσος, που δεν είχε τον Θεό του, συνέχιζε: «Ποιος πρόεδρος;».

«Ο Καραμανλής» απαντούσε ο Χατζιδάκις πάλι χαμηλόφωνα και εμπιστευτικά.

Κι ο Γκάτσος: «Ποιος είπες;».

«Ο Καραμανλής!»
απαντούσε ο Χατζιδάκις, ελάχιστα πιο δυνατά.

«Μίλα, παιδί μου, να σ’ ακούσουμε: ποιος πρόεδρος;»
«Ο Καραμανλής!» επαναλάμβανε ο Χατζιδάκις, ελαφρώς πιο δυνατά και κοιτάζοντας πάλι μην τυχόν τον άκουσε και κάποιος άλλος, αλλά ποιος να τον ακούσει; Τις Κυριακές, τέτοια ώρα, οι θαμώνες ήταν ελάχιστοι κι έπιαναν την άλλη άκρη του εστιατορίου.

Κι ο Γκάτσος, δήθεν με αγανάκτηση: «Πες το, βρε παιδί μου, τόση ώρα: Ο Καραμανλής! Τι φοβάσαι να το πεις; Πες το δυνατά να σ’ ακούσουμε: Με είχε καλέσει ο Καραμανλής! Κακό είναι;».

Ο Χατζιδάκις έφριττε, εγώ σπαρταρούσα από τα γέλια, κι όταν ερχόταν ο σερβιτόρος για την καινούρια παραγγελία, ο Χατζιδάκις έλεγε ότι είχε φάει κι ότι ήθελε μόνο έναν καφέ, ενώ ο Γκάτσος έβρισκε την ευκαιρία να το τραβήξει κι άλλο: «Τι καφέ θέλεις, Μάνο;».
«Έναν εσπρέσο!»

Κι ο Γκάτσος προς τον σερβιτόρο: «Θα θελήσει κι άλλον αργότερα: σήμερα έφαγε με τον πρόεδρο!».

Η στιχομυθία έκλεινε με τον Χατζιδάκι να λέει στον Γκάτσο μόλις ο σερβιτόρος έφευγε: «Μα δεν υποφέρεσαι πια!».



Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο (σελ.136-138), εκδόσεις Πατάκη

Περιμένοντας ταξί στο φανάρι Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου
Ν. Γκάτσος, Μ. Χατζιδάκις, Α. Δημητρούκα
__________

«Ο Γκάτσος μ' έμαθε να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα»

Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις. Για 50 σχεδόν χρόνια στενοί φίλοι, συνομιλητές, συνεργάτες. Από την γνωριμία τους το 1942 στο πατάρι του Λουμίδη όπου στην ήδη υπάρχουσα παρέα των ποιητών Βαλαωρίτη, Εγγονόπουλου, Εμπειρίκου, Ελύτη και Γκάτσου προστίθεται ο νεαρός Χατζιδάκις, την Αμοργό που έξεδωσε ο ποιητής το 1943, την πρώτη συνεργασία τους με το Ματωμένο γάμο του Λόρκα σε μετάφραση του Γκάτσου και το θρυλικό "Χάρτινο το Φεγγαράκι" που πρωτοερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στη θεατρική παράσταση του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, "Λεωφορείο ο Πόθος" το 1948, ως το Θάνατο του Νίκου Γκάτσου το 1992 και τους Αντικατροπτισμούς που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του το 1993.

Όταν γνωρίστηκαν ο Χατζιδάκις ήταν στα 17 και ο Γκάτσος στα 28 και όπως έλεγε ο πρώτος: "Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο"

Σε μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο στο περιοδικό "Η ΛΕΞΗ" (τεύχος 52 Φλεβάρης 1986) ο Χατζιδάκις μιλάει για τη φιλία του με τον Νίκο Γκάτσο :

"Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την “Ορέστεια”, είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις “Χοηφόρες”, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών.

Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο “σύγχρονου” από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη “μεγαλοφυΐα” μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος.[....]

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων".

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

«...άσε με ξανά στο ψύχος του θανάτου», Μένης Κουμανταρέας, Ο θησαυρός του χρόνου


«Υπάρχει ένα τέλος για όλα τα πράγματα. Για τους ανθρώπους, τα έργα της ζωής τους, τα υπάρχοντά τους. Λιώνουν κι εξαφανίζονται. Ακόμα και για τις φιλίες υπάρχει και γι' αυτές ένα τέλος»



«Είμαι ο Λάζαρος, ο Αμερικάνος...»


Αν κατά τις Γραφές εκείνος ο παλιός Λάζαρος αναστήθηκε ένα Σάββατο, σήμερα, αν και καθημερινή, ο δικός μου Λάζαρος - υπάλληλος κι αυτός όπως εγώ στα Γραφεία - αναστήθηκε με τον τρόπο του, ύστερα από χρόνια που είχα να τον ακούσω.

«Δεν με θυμάσαι;» είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Είμαι ο Λάζαρος, ο Αμερικάνος, που με φωνάζατε Καγκουρό κάποιες φορές».

«Πού είσαι, άνθρωπέ μου», του λέω, «τι κάνεις, πού βρίσκεσαι;»

«Βρίσκομαι», μου λέει. «Το πού μην το συζητάς». Τον πίεσα να μου πει. Η φωνή του από το ακουστικό ακουγόταν μπερδεμένη. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καλά τις λέξεις.

«Θέλεις να μου επαναλάβεις;» προσπάθησα να του πω, μα η γραμμή έκλεισε.

Πέρασαν τρεις μέρες χωρίς νέα του, όταν πήρα ένα τηλεφώνημα από κάποιο νοσοκομείο. «Είστε ο τάδε; Έχουμε ένα μήνυμα για σας από έναν ασθενή μας, τον κύριο Ελεσίδη».Ο Λάζαρος, λοιπόν, με προσκαλούσε να τον δω.[...]


«Θα πάω να δω έναν φίλο», είπα στη δική μου άρρωστη χωρίς να της πω περισσότερα, παρ’ όλο που τον Λάζαρο τον ήξερε κι εκείνη όπως κι εγώ. Όμως δεν ήθελα να ξέρει ότι πάω σε νοσοκομείο. Και μάλιστα τι νοσοκομείο! Ειδικευμένο σ’ αυτή την κακιά αρρώστια. Ποιος ξέρει τι εικόνες μπορούσε να της δημιουργήσει.

Πήρα ένα ταξί και, όπως η Λεωφόρος είχε κίνηση - μπορεί κάποια διαδήλωση να ήταν πάλι σε εξέλιξη -, μέσα από στενά βρέθηκα επιτέλους στην πλαϊνή είσοδο και, επειδή το ασανσέρ ήταν χαλασμένο, ανέβηκα τα τρία πατώματα με την ψυχή στο στόμα, για να βρεθώ στον θάλαμο που μου είχαν υποδείξει.

Το πρώτο πράγμα που με έπιασε απ’ τη μύτη ήταν ένα μείγμα από απολυμαντικό, πολυκαιρισμένα λουλούδια και κατουρημένα στρώματα. Ο θάλαμος είχε έξι κρεβάτια και προς στιγμήν μπερδεύτηκα κι έβαλα πλώρη για το τελευταίο κοντά στο παράθυρο. Κόντευα πια να φτάσω κοντά στο άτομο που είχα εκλάβει ως Λάζαρο, όταν η φωνή του παλιού συναδέλφου μ’ έκανε ν’ αλλάξω πορεία:

«This way please».

Σαν ξεπουπουλιασμένο πουλί, καθισμένο σε κλωνάρι δέντρου που το ’δειρε η βαρυχειμωνιά, έτσι κι εκείνος κούρνιαζε στο κρεβάτι με τα γόνατα λυγισμένα και τα χέρια να τ’ αγκαλιάζουν. Κοιτούσε γύρω, στον θάλαμο των αρρώστων που είχε βρεθεί, με την εγκαρτέρηση σεισμόπληκτου.

Πλησίασα κι εκείνος άπλωσε και τα δυο του χέρια να σφίξει τα δικά μου. Ήταν κάτι που το έκανε και παλιά. Ποιος ξέρει, μπορεί να το συνήθιζαν οι Πόντιοι ή οι ξενιτεμένοι στην Αυστραλία.

«Δεν με γνώρισες», μου είπε με φωνή παιδική.

Τα μάτια του ήταν ίδια όπως παλιά, με την αφέλεια και την καθαρότητα που τον διέκριναν, μόνο που τώρα φαίνονταν μεγαλωμένα μες στην απίσχνανση του προσώπου.

«Μπερδεύτηκα», δικαιολογήθηκα.

«Are you well?» με ρώτησε, όπως πάντα ανακατεύοντας αγγλικές εκφράσεις ή λέξεις στην ομιλία του, και μάλιστα με αυστραλέζικη προφορά.

«Εγώ καλά. Εσύ τι έπαθες;»

«Ένα καρκινάκι είναι, θα περάσει».

Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμος.

«Sure», του είπα κι εγώ για να του εντυπωθεί καλύτερα. «Θέλεις να σου πάρω κάτι απ’ έξω;» ρώτησα.

«Κανένα βιβλίο», μου είπε, «δεν έχω τίποτα να διαβάσω».

«Γράφεις κάτι;»

«Τη ζωή μου. Μα τώρα δεν έχω τις δυνάμεις πια. Θυμάσαι που σου είχα δώσει να διαβάσεις...»


Θυμόμουν, αλλά δεν θυμόμουν τι.

«Θα το φροντίσω», είπα. «Προτιμάς fiction ή κάτι άλλο;»

«Βιβλίο να ’ναι κι ό,τι να ’ναι. Οι ώρες δεν περνάν εδώ».

«Καταλαβαίνω. Κι από εξετάσεις;»

«Όλο με πηγαίνουν κάτω, με περνάνε από ακτίνες, μου δίνουν χημικά. Αν τα καγκουρό έχουνε μία τσέπη, εγώ θα βγω από δω με δύο»
.

Πήγα να γελάσω, μα με πρόλαβε εκείνος. Γελούσε και τα δόντια του κόντευαν να πεταχτούν έξω. Μπορεί και να φορούσε μασέλα.[....]


«Πες μου, τι γράφεις εσύ; Γράφεις κάτι;»

«Όλο και κάτι»
, είπα αόριστα.

«Εσύ ξέρεις, είσαι τζιμάνι σ’ αυτά. Από παλιά κανείς δεν σ’ έφτανε. Τώρα είσαι well known! Και το πιάνο;» ρώτησε ατάκα.

«Ε, το πιάνο υπάρχει σαν έπιπλο».

«Δεν παίζεις;»
είπε απορημένα σαν μικρό παιδί.

«Πώς, παίζω. Τώρα το πώς παίζω είναι άλλο ζήτημα».

«Του ’re a perfectionist. You always were».

«Σηκώνεσαι, πας καμιά βόλτα;»
θέλησα ν’ αλλάξω κουβέντα.

«Έχει έναν κήπο κάτω, μα χρειάζομαι βοήθεια».

«Θέλεις να πάμε μια βόλτα μαζί;»


Το μάτι του έλαμψε. Τον βοήθησα να φορέσει μια ρόμπα σταχτιά, χιλιοφορεμένη ποιος ξέρει από πόσους αρρώστους. Τουλάχιστον μου φάνηκε καθαρή. Πήραμε το ασανσέρ που είχε αρχίσει να λειτουργεί πάλι. Προχωρούσε βήμα βήμα σαν κάποιος που πρωτομαθαίνει να περπατά.[....]




«...μεγάλη ευτυχία να βλέπεις το χιόνι, ν’ ακούς και τα καγκουρό»

«Απ’ τους παλιούς», ρώτησα, «ήρθε κανείς να σε δει;»

«Όταν είσαι στη δουλειά, οι άλλοι θες δεν θες σε προσέχουν», είπε. «Έτσι και φύγεις, γίνεσαι αόρατος».

Αόρατος. Την είπε τη λέξη.

«Αλήθεια το λες; Το πιστεύεις;» ρώτησα.

«I swear it».

Το μάτι του γυάλιζε, ένιωθα το δέρμα του τεντωμένο, λες και ήταν να σκάσει σε χίλια κομμάτια. Μου έπιασε το μπράτσο με τα δυο του χέρια, όπως το συνήθιζε.

«Θέλω να γράψω κάτι ακόμα, αλλά δεν έχω το κουράγιο», μου είπε κι η φωνή του τσάκιζε.

«Μπορεί να το βρεις, πού ξέρεις;»

«Σύμφωνοι. Μα αυτό που θέλω να γράψω είναι κάτι...»

«Τι;»
ρώτησα σαν ηλίθιος.

«Αυτό που έζησα στην Αυστραλία έναν χειμώνα, τότε που εμείς έχουμε καλοκαίρι. Ήταν ένα ήσυχο, απίθανα ήσυχο βράδυ, απ’ αυτά που λες “Θεέ μου, δώσε μου τέτοιες στιγμές και δεν θέλω τίποτε άλλο”. Από τον ουρανό κατέβαινε μια καταπληκτική μελωδία, απ’ αυτές που σπάνια μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Ήταν οι νιφάδες του χιονιού που έπεφταν και σκέπαζαν σιγά σιγά την πόλη και τη γειτονιά. Κάτι ασυνήθιστο για κείνα τα μέρη. Κι όπως στεκόμουν στο κατώφλι μου κι άλλοι είχαν σταθεί στα δικά τους κατώφλια και στα παράθυρα, τότε είδαμε από μακριά στο highway να έρχεται μια ομάδα από... can you imagine?»

«Ξέρω ’γώ; Εκδρομείς που είχαν έρθει να δούνε το χιόνι...»

«Όχι, φίλε μου. Ήταν τα καγκουρό. Αυτά που συνήθως ζούνε στις ερημιές, τώρα είχαν έρθει κοντά στους ανθρώπους, τρομαγμένα μαζί και μαγεμένα από το φαινόμενο. Δεν σου έχει συμβεί αυτό, να τρομάζεις και συγχρόνως να νιώθεις μαγεμένος; Και τι νομίζεις πως έκαναν...»

«Ξέρω ’γώ; Κοιτούσαν κι αυτά το χιόνι».
«Όχι, φίλε μου. Τραγουδούσαν. Μάλιστα, αυτό που ακούς. Τραγουδούσαν το καθένα χωριστά κι όλα μαζί σαν χορωδία. Δοξολογούσαν τον Θεό. Γιατί πάντα υπάρχει ένας θεός για τα ζώα, όπως και για τους ανθρώπους. Τι λες;»

Είχα μείνει άφωνος.

«Κι είσαι σίγουρος ότι είχαν έρθει γι’ Αυτόν;»

«Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Ήταν μεγάλη ευτυχία να βλέπεις το χιόνι, ν’ ακούς και τα καγκουρό. Ήταν σαν να ’χε κατέβει στη γη. God himself. Καταλαβαίνεις; Σ’ τα λέω μην και σου δώσουν έμπνευση να τα γράψεις εσύ, my friend».
Ήθελα να του πιάσω το χέρι να τον ηρεμήσω, αυτόν τον ήσυχο τρελό, ή να τον κάνω να πει κι άλλα πιο τρελά, πιο παλαβά ακόμα. Μήπως αυτά δεν είναι τα καλύτερα, αυτά που μας ξεκουράζουν από τη φρονιμάδα μας και μας ξυπνάνε;

Κοίταζα αυτόν τον άνθρωπο, που είχα συνηθίσει τόσα χρόνια να τον βλέπω ντυμένο με κάτι καουμπόικα γιλέκα και χρωματιστά καρό πουκάμισα, τυλιγμένο τώρα μέσα στη σταχτιά ρόμπα του ιδρύματος. Έμοιαζε παγωμένος από ένα αόρατο χιόνι που έπεφτε, κι η φωνή του έβγαινε σαν καγκουρό.




Ο ήλιος έπεφτε κι είχε αρχίσει μια ψύχρα. Πήραμε πάλι την ανηφόρα για τον θάλαμο. Σταματήσαμε στο κυλικείο. Του πήρα δυο χυμούς, καραμέλες και μπισκότα.

«You are a gentleman», μου είπε.

Χωρίζοντας με έπιασε πάλι με τα δυο χέρια, σφίγγοντας όσο μπορούσε τα δικά μου.

«Θα ’ρθω πάλι», του υποσχέθηκα, «θα σου φέρω βιβλία».

«Καλοσύνη σου», σαν να μην το πολυπίστευε. «My regards to Lola».
«Λιλή».

«Ναι, Lola».


Οι άλλοι άρρωστοι σήκωναν τα κεφάλια τους και μας κοιτούσαν. Με είχε γραπώσει γερά και δεν με άφηνε να φύγω. Ένα κουδούνι χτύπησε δυνατά.

«Το επισκεπτήριο», μου είπε λυπημένα, «τέλος».[....]


Φθάνοντας σπίτι, έβαλα στο πικάπ ένα αρχαίο τραγούδι του Henry Purcell σε στίχους John Dryden, το «Τραγούδι της Παγωνιάς», τραγουδισμένο μάλιστα υπέροχα από έναν σταρ της ροκ, τον Sting. Το είχα κάποτε μεταφράσει, σε μια προσπάθεια να το ακούσω στη γλώσσα μας.

Ποια δύναμη είσαι εσύ από τα βάθη

που μ ’ έκανες να σηκωθώ αργά
και παρά τη θέλησή μου
από τις κλίνες του παντοτινού χειμώνα;

Δεν τηράς πόσο άκαμπτος, πόσο άκαμπτος
και φορτωμένος χρόνους είμαι
μακριά απ’ το ν’ αντέξω την άγρια παγωνιά;
Μόλις και μετά βίας μπορώ να κινηθώ και ν’ αναπνεύσω, 

άσε με, άσε με ξανά στο ψύχος του θανάτου. 



Salvador Dali, Winter from the 1972 «The Seasons suite»
________________

Τελειώνοντας ο δίσκος, πήγα στο πιάνο κι έπαιξα με το αυτί τη μελωδία. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν κι οι νότες έβγαιναν τραυματισμένες.

«Γύρισες;»

Η φωνή της Λιλής. Στεκόταν στον παραστάτη της πόρτας σαν μια θεά εντοιχισμένη σε ναό. Η φωνή της πάντα βαθιά και τραγουδιστή. Με μια στάξη απελπισίας.

«Πώς είναι ο φίλος σου;» Λες και μάντευε ή ήξερε ότι είχα πάει να δω έναν άρρωστο.

«Καλά», της αποκρίθηκα, «καλύτερα».

Την επόμενη μέρα έστειλα στον Λάζαρο δύο βιβλία. Ένα Παπαδιαμάντη κι ένα Χέμινγουεϋ.

Δεν έμαθα ποτέ αν πρόλαβε να τα διαβάσει.

Στο μεταξύ δεν λέει να φύγει από τ’ αυτιά μου η πένθιμη επίκληση: «Άσε με, άσε με ξανά στο ψύχος του θανάτου».


 Όπου να ’ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου...

Ξαφνικά, ένας ήχος κόβει τη σιωπή στα δυο. Κάποιος χτυπά την πόρτα ή μου φαίνεται; Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα νυχτιάτικα, άκουσα καλά; [.....]

Στήνω αυτί μέσα στη νύχτα. Αυτές οι ανήσυχες νύχτες που η πόλη μου περνάει τα τελευταία χρόνια, άνθρωποι που τρυπιούνται, άλλοι που παίζουν με σουγιάδες κι άλλοι που ψάχνουν στα σκουπίδια, σκουπίδια οι ίδιοι. Νύχτες που στέλνουν σκιές απρόσκλητες να ταράξουν τον ύπνο των αθώων. Άραγε, υπάρχουν αθώοι ακόμα; Ακούω τώρα τα χτυπήματα ολοκάθαρα σε τακτά διαστήματα, σαν χτύποι σφυριού σε δημοπρασία που κατοχυρώνουν κάτι φριχτό. Λες να ναι απέθαντοι βρικόλακες που κυκλοφορούν μέρα μεσημέρι; Ή μήπως ανάλγητοι χρηματιστές και κούφιοι οικονομολόγοι, αυτοί κι αν πίνουν αίμα!

Ό,τι και να ’ναι, μπορώ να μιμηθώ τον ήχο από τα χτυπήματα στο κλαβιέ, κατά προτίμηση στην τονικότητα της ντο ελάσσονος. Όμως λυπάμαι να ξοδεύω έτσι τα κελαρυστά του πρίμα και τα βαθύσκιωτα μπάσα του. Πάει η εποχή που μπορούσε κανείς ν’ αφιερωθεί απερίσπαστα στη μουσική και στο διάβασμα. Χιλιάδες θόρυβοι με αποσπούν, κινητά, σταθερά, μουσικά σκουπίδια από το ραδιόφωνο, γκαρίλες από την τηλεόραση.

Γι’ αυτό κι εγώ απομονώνομαι και με το σώβρακο και τη φανελίτσα τριγυρνώ μέσα στο σπίτι αγναντεύοντας τις ράχες των βιβλίων, σκαρφαλωμένα στα Ιμαλάια της βιβλιοθήκης, ακροβατώντας ανάμεσα σε ποίηση και πεζογραφία, και στις παρτιτούρες μου ακροβολισμένες στο πιάνο, τρέμοντας σε κάθε τρίλια και χοροπηδώντας κάθε φορά στις φούγκες. Όσο εσείς υπάρχετε, νιώθω ασφάλεια κι ένα νόημα στη ζωή.

Το ίδιο, άραγε, όπως αν είχα έναν άλλο άνθρωπο μέσα στο σπίτι; Εδώ σας θέλω!

[...] Τι μου συμβαίνει; Προσπαθώ μήπως ν’ αλλάξω τη γεωγραφία και τη γεωμετρία του σπιτιού και να πεισθώ ότι ζω σε μιαν άλλη εποχή και χώρα; Ότι είμαι ένας άλλος και πως δεν υπάρχει κανείς να χτυπά την πόρτα, απλούστατα γιατί δεν υπάρχει πόρτα;

Παρ’ όλα αυτά, σκύβω και κοιτάζω μέσα από τις γρίλιες. Θα στοιχημάτιζα ότι κάποιος βρίσκεται έξω από το σπίτι μου. Δεν γελιέμαι. Κι ας μην τον βλέπω, εκείνος σκάβει. [....]

Ό,τι και να συμβαίνει, πολύ αργά. Όπου να ’ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείται τέλος.

Αραγε, σκέφτομαι πάλι, λες να είναι εκείνος ο ίδιος ο σκαφτιάς που άκουσα την ιστορία του ένα βροχερό βράδυ στο «Παραμύθι», το στέκι των ναυαγισμένων, όπως το ονομάζω, στη γειτονιά μου; Καθόλου δεν αποκλείεται. Καμιά φορά, εκεί που δεν το περιμένεις, τα παραμύθια ζωντανεύουν.

Αραγε, όμως, γιατί σκάβει; Προφανώς για να βρει... έναν θησαυρό, συμπληρώνω σαν αυτόματο που του πέταξαν ένα νόμισμα στη σχισμή. Όμως τι είδους θησαυρό; Ποιος θ’ απαντήσει στην ερώτηση αυτή;

Πέφτω στο κρεβάτι. 'Οπου να ’ναι, θα έρθει το γλυκό αγόρι, ο Μορφέας, να μου το ψιθυρίσει στο αυτί. Υπό τον όρο να μην το πω σε κανέναν άλλο. Κι ως τότε υπάκουος κλείνω τα μάτια, μαζί και τα κιτάπια μου. Ως εδώ, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου, έχε γεια.


Μένης Κουμανταρέας, Ο θησαυρός του χρόνου, εκδόσεις Πατάκη


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

«Άτρωτος, αλλά όχι αθάνατος», Οι σπόροι του κεχριού, Άννα Αλιφραγκή



"Ένιωσε να γαληνεύει όπως όταν, παιδί, βρισκόταν στην αγκαλιά της"
Εικονογράφηση: Άννα Αλιφραγκή
__________________


«Η Μάνα μού έστειλε το μήνυμά της»

Ο Εμανέζ πλησίασε τον αναμμένο πυρσό στην επιφάνεια του υγρού και οι φλόγες που ξεπήδησαν έδιωξαν το σκοτάδι. Μια επιβλητική γυναικεία μορφή σμιλεμένη σε ασβεστόλιθο, υψωνόταν σχεδόν ως την οροφή. Τα όμορφα μεγάλα μάτια της έμοιαζαν να διαπερνούν τους βράχους μπροστά της και ν’ ατενίζουν το άπειρο.

Ο Εμανέζ άναψε τους πυρσούς κι έβαλε φωτιά στο θυμίαμα. Το απόμακρο πρόσωπο της θεάς σαν να πήρε ζωή όταν το παιχνίδισμα από τις φλόγες καθρεφτίστηκε πάνω του. Τούφες μυρωμένου καπνού ανέβηκαν από το κεντρικό θυμιατό τυλίγοντας το άγαλμα σε μια μεθυστική ομίχλη.

Ο Εμανέζ έσκυψε κι ακούμπησε το μέτωπό του στο έδαφος. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, εισπνέοντας βαθιά, παρακαλώντας τη νοερά να του μιλήσει για τον Τσεγαλέζ. Ένιωσε να γαληνεύει όπως όταν, παιδί, βρισκόταν στην αγκαλιά της. Τώρα του έλειπε η ζεστασιά της παρουσίας της, που διέλυε τους εφιάλτες του και κατεύναζε τους ξαφνικούς καταστροφικούς θυμούς που τον ταλαιπωρούσαν συχνά, σα να ρουφούσε εκείνη και να εξουδετέρωνε όλη την ένταση που τον ταλάνιζε.



Η παλιά κατάρα του έπιασε!


Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε μείνει σε έκσταση μέχρι να ακούσει τον ψίθυρό της: 

«Ο Τσεγαλέζ έφυγε από τη Γη!».

Λίγα λεπτά αργότερα ανασήκωσε αργά το κορμί του προφέροντας σιγανά τις ευχαριστίες του για την απάντησή της. Τα ψυχρά μαύρα μάτια του άστραφταν. Οι άκρες του στόματός του τραβήχτηκαν μέχρι τ’ αυτιά του, σε μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο και που ξεσκέπαζε τα αραιά δόντια του. Επιτέλους! Η παλιά κατάρα του έπιασε! Την είχε δώσει τότε, στην αρχή των αιώνων, όταν ο Τσεγαλέζ είχε κατέβει στη Γη για να ευλογήσει τα γεννήματα της Θεάς Μητέρας. Συναντώντας τους Νάρτες, είχε γοητευτεί από το θάρρος με το οποίο αντιμετώπιζαν τη δύσκολη επιβίωσή τους κι έμεινε κοντά τους, ευλογώντας τους σπόρους που καλλιεργούσε για χάρη τους, ώστε να βλασταίνουν άφθονοι και, με μαγικό τρόπο, να αρκούν λίγοι για να χορτάσει πολύς κόσμος.

Θέλησε κι ο Εμανέζ να έχει τέτοιους σπόρους μα, αντί να τους ζητήσει από τον Τσεγαλέζ, είχε προσπαθήσει να τους κλέψει, χωρίς επιτυχία, αφού ο Τσεγαλέζ επαγρυπνούσε πάντα, γνωρίζοντας ότι, όταν ο φιδοδαίμονας επιθυμούσε κάτι, η αρπακτική του διάθεση ήταν ανεξέλεγκτη. Έτσι, ο Εμανέζ έπαιρνε από τον θεό κοινούς σπόρους, που καλλιεργούσε μόνος μόνος του, μοχθώντας σκληρά για μια σοδειά που δεν ήταν πάντα καλή. Ο θεός είχε θελήσει μ’ αυτόν τον τρόπο να περιορίσει την πλεονεξία του, μα εκείνο που είχε καταφέρει τελικά ήταν να γεννηθεί βαθύ μίσος στην ανώριμη ψυχή του.

Ο Εμανέζ, οργισμένος, καταράστηκε θεό κι ανθρώπους, τον θεό να χάσει τη δύναμη της νιότης του, τους ανθρώπους να χάσουν τη στήριξη του θεού τους. Τώρα είχε έρθει ο καιρός η κατάρα του να γίνει πραγματικότητα! Κι εκείνος να επωφεληθεί από την κατάσταση. Έτσι νόμιζε...




Alfred Kubin (1877 – 1959), Serpent God
__________________

«Εγώ ούτε θεούλης είμαι ούτε καλός! 


Έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος και βγήκε από τη σπηλιά. Μπήκε χαρούμενος στην κεντρική αίθουσα του κάστρου. Η φωτιά άναβε ήδη στην εστία και η Ράντα-Μα καθόταν στον σοφά γυαλίζοντας την περίτεχνη χάλκινη θήκη ενός σπαθιού. Η κοπέλα είχε ψηλή, γεροδεμένη κορμοστασιά και ηλιοκαμένο δέρμα. Στο όμορφο πρόσωπό της, που το στόλιζαν δυο μακριές καστανές κοτσίδες, ζωγραφιζόταν ένα κράμα παιδικής αφέλειας και σκληρότητας, ενώ τα μεγάλα γκρίζα μάτια της είχαν το ίδιο παγωμένο βλέμμα με τα μάτια του Εμανέζ.

Circassian Female Warrior drawing in pen
__________________

Ο Εμανέζ την είχε αρπάξει από τους Νάρτες όταν ήταν ακόμα οκτώ χρόνων παιδούλα και στα δέκα χρόνια που την είχε κοντά του της είχε διδάξει την πολεμική τέχνη. Ήταν τόσο επιδέξια στη μάχη ώστε ο γίγαντας της είχε αναθέσει τη φύλαξη του κάστρου του, επειδή ο ίδιος έλειπε συχνά σε επιδρομές για μεγάλα χρονικά διαστήματα.[.....]

«Χαρούμενο σε βλέπω απόψε!» του είπε η Ράντα-Μα.

«Ναι, έχω ευχάριστα νέα» απάντησε εκείνος. Σύρθηκε κοντά της και κουλουριάστηκε πάνω στην ουρά του.

«Σε λίγο καιρό θα έχουμε τους θαυμαστούς σπόρους του Τσεγαλέζ» συνέχισε. «Η Μάνα μού έστειλε τα μηνύματά της» 

«Και πότε θα πας να πάρεις τους σπόρους;»

«Θ’ αφήσω να περάσουν λίγες εβδομάδες, μέχρι που να βαρεθούν οι φύλακες και να χαλαρώσει η προσοχή τους».

Ξαφνικά μια σκέψη ηλέκτρισε τη Ράντα-Μα και την έκανε να ενδιαφερθεί περισσότερο για το θέμα. Κοίταξε τον Εμανέζ με υποψία.

«Αναρωτιέμαι τι σ’ ενδιαφέρει περισσότερο; Να πάρεις τους θαυματουργούς σπόρους ή να κάνεις τους Νάρτες να δυστυχήσουν;»

«Μα... και τα δύο, φυσικά! Το πρώτο θα φέρει το δεύτερο και το δεύτερο θα μου φέρει πλούτη!»

«Μα, Εμανέζ», είπε σκεπτική η κοπέλα, «τα πλούτη της φύσης ανήκουν σε όλους. Γι’ αυτό ο Τσεγαλέζ τα έδινε πάντα χωρίς άλλο αντάλλαγμα εκτός από τον σεβασμό και τις θυσίες που έκαναν προς τιμήν του οι άνθρωποι».

«Αυτός είναι ο τρόπος ενός καλού θεούλη» απάντησε ο Εμανέζ, γελώντας κοροϊδευτικά. «Εγώ ούτε θεούλης είμαι ούτε καλός! Σκοπεύω να βάλω στο χέρι τους Νάρτες σου έχοντας στην κατοχή μου την τροφή τους
».


Jean-François Millet - Le Semeur, 1865-66
_____________


«Καιρός του σπείρειν...»

Ο Εμανέζ ξύπνησε πριν τα χαράματα, στο πρώτο λάλημα του πετεινού. Κάθε που ξημέρωνε, μετά από μια ξάστερη νύχτα, τα μικρά κρύσταλλα της πάχνης στόλιζαν μεγαλόπρεπα ακόμα και το πιο λεπτό χορταράκι, και το χώμα σκεπαζόταν από λεπτό στρώμα πάγου που το έκανε ακατάλληλο για σπορά. Όσο κι αν είχε παρακαλέσει τη Μάνα του, εκείνη δεν είχε καταφέρει να αλλάξει την κατάσταση. Δεν ήταν στο χέρι της. Αν ο Θεός τ’ Ουρανού δεν τραβούσε από πάνω της το κρυσταλλωμένο κάλυμμα, εκείνη δεν μπορούσε να βλαστήσει, γιατί κάθε φυντάνι που θα τολμούσε να ξεπροβάλει από τα σπλάχνα της θα καιγόταν από την παγωνιά.

Ανασηκώθηκε και κοίταξε από τον φεγγίτη. Τα κλαδιά των θάμνων αναδεύονταν από ένα ελαφρό αεράκι που φυσούσε για πρώτη φορά από τότε που είχε πέσει η παγωνιά. Στον ουρανό έτρεχαν μικρά αραιά σύννεφα κι ο Εμανέζ χαμογέλασε. Δεν υπήρχε πια πάχνη!

Όταν έφτασε στα χωράφια, κρέμασε το σακούλι στο συνηθισμένο δέντρο, όπου έδεσε και τ’ άλογό του, έζεψε τα βόδια στο αλέτρι που είχε αφήσει σ’ ένα καλύβι κοντά στα χωράφια, κι άρχισε το όργωμα χαρούμενος που θα συνέχιζε τη δουλειά του. Έκανε τις αυλακιές του βαθιές, κραδαίνοντας κάθε τόσο τη βουκέντρα του και παρακινώντας τα βόδια με δυνατές φωνές. Έτσι, δεν άκουσε τον καβαλάρη που ξεπρόβαλε από τους θάμνους και πλησίασε το δέντρο. Τον είδε από μακριά όταν πήρε τη στροφή για την επόμενη αυλακιά, στην άκρη του χωραφιού. Αυτή τη φορά ο κλέφτης δεν έδειχνε να βιάζεται. Ξεκρέμασε το σακούλι με την άνεσή του, το κούνησε επιδεικτικά μπροστά του κι έφυγε.

Ο Εμανέζ παράτησε βόδια κι αλέτρι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο χώμα, μαζεύοντας και τεντώνοντας τους μύες της ουράς του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε ξέπνοος στο δέντρο όπου τον περίμενε ο Μαύρος του, είδε κάτω από το οροπέδιο τον Σοσλάν να φεύγει από την αυλή του κάστρου έχοντας πάρει όχι μόνο τους σπόρους αλλά και τη Ράντα-Μα.

«Πίσω τους αμέσως» φώναξε στον Μαύρο καβαλικεύοντας.




«Η δύναμή του βρισκόταν στο κορίτσι με τα ψυχρά γκρίζα μάτια»

Ο Μαύρος κατέβηκε επιδέξια το κακοτράχαλο μονοπάτι που κατέβαζε στο κάστρο, και τους πήρε το κατόπι. Γίγαντας κι άλογο κατάλαβαν γρήγορα πως, αυτή τη φορά, το άλογο που ίππευε ο Σοσλάν ήταν διαφορετικό. Άγρια λύσσα τύλιξε τον Εμανέζ. Τον είχε προδώσει! Η σκύλα με τα αθώα μάτια! Χτύπησε δυνατά τον Μαύρο με το καμτσίκι του. Αν κατάφερναν να του ξεφύγουν, θα είχε νικηθεί για πρώτη φορά στη ζωή του. Το καμτσίκι κατέβηκε άπονα στα καπούλια του αλόγου. Θα γινόταν περίγελος του κόσμου. Κανείς γενναίος δεν θα τον φοβόταν πια. Κι άλλο χτύπημα. Θα ήταν φόβητρο μόνο για τους δειλούς και τα παιδιά. Χτύπημα. Και, το χειρότερο, θα ’μενε μόνος! Το χέρι με το μαστίγιο ανεβοκατέβαζε ασυγκράτητα.

«Τρέχα» μούγκρισε. «Τρέχα κι άλλο, π’ ανάθεμά σε».

Το άλογο κάλπαζε με όλη του τη δύναμη. Ιδρώτας κι αίμα έσταζαν από το κορμί του. Μα δεν κατάφερνε να φτάσει τον Άνεμο. Σκοτείνιασε ο κόσμος στα μάτια του Εμανέζ. Όλα γύρω του μαύρισαν και μόνο το λευκό μαντήλι της Ράντα- Μα που ανέμιζε έβλεπε μπροστά του, σε μικρή απόσταση, μα δεν μπορούσε να το φτάσει. Δεν τον ένοιαζε αν θα έσκαγε το άλογο από τον ξέφρενο καλπασμό. Η δύναμή του, η ζωή του δεν βρισκόταν πια σ’ αυτό αλλά στο κορίτσι με τα σκούρα καστανά μαλλιά και τα ψυχρά γκρίζα μάτια, που έφευγε λίγες δρασκελιές μπροστά του, δρασκελιές που δεν μπορούσε να καλύψει για να το φτάσει, να το κρατήσει πίσω, κοντά του. 


Agniya's Daughter, Legend of the Scythians. 
Illustrator Hamid Savkuev
______________


«Το δεύτερο έμπιστό του πλάσμα που τον πρόδινε»


Μες στην παραζάλη του άκουσε τον Μαύρο να φωνάζει: «Αδερφέ, λυπήσου με! Αυτός με σκοτώνει! Άσε με να σε φτάσω!»

«Τι τον κρατάς στη ράχη σου;» ρώτησε ο Άνεμος. «Πέταξέ τον κάτω!»

Στην επόμενη καμτσικιά ο Μαύρος σταμάτησε απότομα τον καλπασμό του, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του κι έπειτα στα μπροστινά κι ύστερα πάλι στα πίσω. Ο Εμανέζ, χάνοντας την ισορροπία του, προσπάθησε να κρατηθεί από τον λαιμό του αλόγου και να τυλίξει την ουρά του γύρω από το σώμα του, περνώντας την κάτω από την κοιλιά του. Μα το άλογο στριφογύριζε και τιναζόταν συνέχεια, μέχρι που εκείνος γλίστρησε και το ανθρώπινο κομμάτι του κορμιού του έπεσε καταγής με γδούπο. 

Η πτώση περισσότερο τον ξάφνιασε παρά τον πόνεσε. Ο Μαύρος ήταν το δεύτερο έμπιστό του πλάσμα που τον πρόδινε. Ωστόσο, κρατούσε την άκρη της ουράς του τυλιγμένη πεισματικά γύρω από το σώμα τού Μαύρου, σφίγγοντάς τον για να τον ακινητοποιήσει. Δε θα τον άφηνε να του φύγει κι αυτός! Ανασήκωσε το κεφάλι του για να του μιλήσει, να τον συνεφέρει. Πρόλαβε να δει τις οπλές των μπροστινών ποδιών πριν να πέσουν πάνω στο κεφάλι του βαριά, από τη μανία του έντρομου αλόγου.


Agniya's Daughter, Legend of the Scythians. 
 Illustrator Hamid Savkuev
____________



«Νάρτης» σημαίνει ήρωας

«Στο άγριο βουνό των Ναρτών κανείς δεν επιβίωνε μόνος του»

Όπως σε όλο τον κόσμο, έτσι και στον Καύκασο, οι μύθοι και οι θρύλοι οι σχετικοί με τα κατορθώματα των ηρώων και των ηρωΐδων διατηρήθηκαν στη μνήμη των λαών από τις προφορικές ανιστορήσεις των λαϊκών βάρδων.

Σήμερα οι λαοί που ζουν σ' αυτή την περιοχή, Οσσέτοι, Κιρκάσσιοι, Τσετσένοι, Αβασγοί, έχουν κοινή κληρονομιά τις σάγκες και τις μπαλάντες που υμνούν τους Νάρτες, ένα μυθικό λαό που θεωρείται απεικόνιση των Σκυθών.

Η λέξη «Νάρτης» προέρχεται από την πρωτο-ιρανική ρίζα nar που σημαίνει ήρωας.

Το διήγημα «Οι σπόροι του Κεχριού» βασίζεται σε μια σάγκα των Αβασγών.

[από τηνεισαγωγή του βιβλίου]

Άννα Αλιφραγκή, Οι σπόροι του κεχριού, Το έπος των Ναρτών, εκδόσεις Εκάτη