Vincent van Gogh, Still Life - Vase with Fifteen Sunflowers,
1888, National Gallery, London, UK
__________
«Έχω μια σειρά τραγουδιών του Αλκαίου» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά στο αυτί ο Παντελής, μια μέρα στο Παγκράτι.
«Μη πεις τίποτα» μου λέει. Δεν είπα. Αυτά τα πράγματα θέλουν να κρατάς μυστικά και τον λόγο σου. Μετά από λίγο καιρό, που ξαναβρεθήκαμε, μου τραγούδησε πάλι σιγά «Τα βότσαλα» ένα όμορφο και δυνατό χασάπικο. Ύστερα πέρασε καιρός, ψιλοχαθήκαμε με τον Παντελή. Νέα του μου έλεγε ο κοινός φίλος Γιώργος Χριστοδούλου, ότι προχωράει δηλαδή αυτή η δουλειά και τι ωραία τραγούδια που είναι.
Λίγο μετά, τον Δεκέμβρη του 2012, άκουσα τα κακά νέα στο ραδιόφωνο «Πέθανε ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος...» Στενοχωρήθηκα πολύ. Ήταν ο αγαπημένος μου στιχουργός. Τα τραγούδια του με πιάνανε απ’ τον γιακά και με σφίγγανε στον τοίχο. Έβαλα ένα ποτό, πήρα μια κόλλα χαρτί και έγραψα αμέσως ένα ποίημα. To L' ULTIMO BARGO (ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΠΑΡΚΟ). Δεν ξέρω, τελικά, γιατί διάλεξα έναν λατινικό τίτλο. Έτσι μου ήρθε. Ο Παντελής με τον Γιώργη τον Χριστοδούλου πήγαν στην κηδεία στην Πάργα. Στον δρόμο, μάλιστα, είχαν ένα ατύχημα. Τούμπαραν με το αυτοκίνητο, τους μάζεψε ο Θάνος Μικρούτσικος τυχαία, που ακολουθούσε.
To L,' ULTIMO BARGO το διάβασα μια μέρα σε μια κοινή μας φίλη και μου είπε «Δημήτρη, αυτό εδώ θα το δώσω στον Παντελή για τα καινούργια τραγούδια του Αλκαίου», και μου το πήρε από τα χέρια. Ο καιρός περνούσε. Καιρός δύσκολος μέσα στην κρίση και σε ένα παράξενο πένθος χρόνια τώρα που περνάμε.
Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές....
Όλα αυτά τα χρόνια όταν βρισκόμασταν ρωτούσα πάντα τον Παντελή τι έγινε με τα τραγούδια του Αλκαίου. «Γίνονται», μου έλεγε. Καταλάβαινα ότι ήθελε τον καιρό του. Όταν έχεις κάτι σπουδαίο στα χέρια σου θέλεις και συ να φανείς αντάξιός του.
«Είναι μακρύ κι ατέλειωτο στην Πάργα το ταξίδι...»
___________
___________
Χρόνια γυρίζει αδειανή του κόσμου η πιρόγα
θειάφι, κονιάκ και κάρβουνο στης γης τη ζυγαριά
και τα τραγούδια νηστικά πεθαίνουνε στη ρώγα
κι η ανάσα στο ζεϊμπέκικο σαν την πενιά βαριά.
Οι έρωτές μας κόψανε το πρωινό τσιγάρο
και σε υγρό σαπίζουνε αρχαίο καμπαρέ
μονάχος μες τα όνειρα πάλευες με τον Χάρο
σ' ένα βουβό παράξενο της μοίρας σου καρέ.
Είναι μακρύ κι ατέλειωτο στην Πάργα το ταξίδι
πώς να σε λέγαν άραγες δεν έμαθα ποτές
μέσα στον κόρφο έκρυβες τ' αμάλαγο το φίδι
όπως φυλάν τις λέξεις τους κρυφά οι ποιητές.
Τώρα γυρνάμε νηστικοί και ζούμε γελασμένοι
κι οι Βησιγότθοι έχουνε χαριστική βολή
της μέρας οι εξόριστοι, της νύχτας οι χαμένοι
είναι νωπά αγάλματα που αγάπησες πολύ.
Φαιό νταμάρι η θάλασσα στο τελευταίο μπάρκο
κι η Ρόζα κατακόκκινη στην πλώρη μοναχή
λαθραίες είναι οι ψυχές και σπάνε το εμπάργκο
να βρουν βαθιά στα πάθη τους την άλλη τους ψυχή.
Φαιό νταμάρι η θάλασσα στο τελευταίο μπάρκο
κι η Ρόζα κατακόκκινη στην πλώρη μοναχή
λαθραίες είναι οι ψυχές και σπάνε το εμπάργκο
να βρουν βαθιά στα πάθη τους την άλλη τους ψυχή.
Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές....
Φέτος, στις αρχές του 2018, με πήρε τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε ότι επιτέλους τα «12+1 ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ», έτσι ονόμασε τον κύκλο αυτών των τραγουδιών, με 12 τραγούδια σε στίχους του Αλκαίου και ένα το δικό μου, είναι έτοιμα. Κολακεύτηκα. Σε λίγες μέρες μού έστειλε πρώτα το δικό μου, ένα παράξενο «κουτσοζειμπέκικο», που μου άρεσε πολύ. Μετά από λίγον καιρό μού έστειλε και τα άλλα τραγούδια της εργασίας αυτής και τα άκουσα όλα. Αυτό που με κάρφωσε από την αρχή ήταν ότι πάλι τα τραγούδια αυτά με πιάσανε από τον γιακά και με κολλήσανε σφιχτά στον τοίχο.
Ο Παντελής Θαλασσινός τόσο λυρικός και ευαίσθητος, όπως πάντα, με τις νότες να αναδεικνύουν τα λόγια του ποιητή με τον πιο ωραίο τρόπο. Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές, σαν πέτρες στις τσέπες μας για όλον τον κόσμο, στους λιθοβολισμούς των αναμάρτητων και των πετυχημένων!
Οι μελωδίες εδώ του Θαλασσινού είναι μία ακόμη δυνατή στιγμή στην καριέρα του, που έτσι κι αλλιώς τον έχει καθιερώσει ως έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς, σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα. Συγκινήθηκα.
Αυτό είναι το μυστικό στα τραγούδια, είπα. Ζήλεψα κιόλας. Αυτή η κατάκτηση του απλού είναι η πιο επαναστατική πράξη. Το απλό είναι το πιο ποιητικό πράγμα του κόσμου και το πιο δύσκολο ταυτόχρονα.
Τραγούδια πετροβόλα και ωραία αλητήρια....
Τα ηλιοτρόπια του Θαλασσινού ανοίγουν το πρόσωπό τους μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο πάντα στον ήλιο, χωρίς να κλείνουν ποτέ τα μάτια τους.
Άκουσα πολλές φορές τα τραγούδια, σε άλλα στάθηκα πιο πολύ, σε άλλα λιγότερο, αλλά ύστερα ήθελα να τα ξανακούσω όλα από την αρχή, χωρίς καμμιά εξαίρεση. Δεν γλυτώνεις εύκολα από τους στίχους του Αλκαίου και τις μελωδίες του Θαλασσινού. Από την ακρόαση δεν βγαίνεις ποτέ ακέραιος και αρτιμελής. Τραγούδια τόσο κραταιά και τόσο ευάλωτα, πετροβόλα και ωραία αλητήρια, στις γειτονιές του πόθου.
Θυμάμαι, πολύ μικρός στο χωριό μου δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συγκεκριμένα μόνο τραγούδια άνοιγαν με το μυστικό κλειδί τους τις ψυχές των ανθρώπων που τα χόρευαν ως εξαίσιοι χορευτές, αμαρτωλοί και πάσχοντες, και αγίαζαν στις πίστες των ένθεων παθών τους. Είναι, λοιπόν, εκείνα τα τραγούδια που έχουν ανθίσει στις άγονες περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, που μεγαλώνουν μόνον με τις υγρασίες των αισθημάτων. Τα τραγούδια, όμως, από τέτοιες καλλιέργειες είναι γόνιμα και αποδοτικά.
Ο Παντελής Θαλασσινός τόσο λυρικός και ευαίσθητος, όπως πάντα, με τις νότες να αναδεικνύουν τα λόγια του ποιητή με τον πιο ωραίο τρόπο. Τα λόγια του Αλκαίου είναι κουβέντες διπλανές, καθημερινές, σαν πέτρες στις τσέπες μας για όλον τον κόσμο, στους λιθοβολισμούς των αναμάρτητων και των πετυχημένων!
Οι μελωδίες εδώ του Θαλασσινού είναι μία ακόμη δυνατή στιγμή στην καριέρα του, που έτσι κι αλλιώς τον έχει καθιερώσει ως έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς, σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα. Συγκινήθηκα.
Αυτό είναι το μυστικό στα τραγούδια, είπα. Ζήλεψα κιόλας. Αυτή η κατάκτηση του απλού είναι η πιο επαναστατική πράξη. Το απλό είναι το πιο ποιητικό πράγμα του κόσμου και το πιο δύσκολο ταυτόχρονα.
Της Φωτιάς
_______
Να μ’ αγαπάτε και να μ’ αμφισβητείτε
Μ. Χατζιδάκις
Απλώνει η νύχτα απαλά
τα εβένινά της δίχτυα
στων ημερών τα ερείπια
το βήμα σέρνουμε δειλά
Τρέχει ο χρόνος κι η ζωή
και δε μας περιμένει
κι εσύ μετράς τι μένει
απ’ της φωτιάς την εποχή
Δεν μπαίνει σε κανάλια η ζωή
κυλάει σα λάβα βράδυ και πρωί
μην παίρνεις τίποτα τοις μετρητοίς
να μ’ αγαπάς και να μ’ αμφισβητείς
Το σύννεφο έφερε βροχή
κι η νύχτα μια σειρήνα
μην κλείνεις σε βιτρίνα
τη λεύτερή σου την ψυχή
Τα ηλιοτρόπια του Θαλασσινού ανοίγουν το πρόσωπό τους μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο πάντα στον ήλιο, χωρίς να κλείνουν ποτέ τα μάτια τους.
Άκουσα πολλές φορές τα τραγούδια, σε άλλα στάθηκα πιο πολύ, σε άλλα λιγότερο, αλλά ύστερα ήθελα να τα ξανακούσω όλα από την αρχή, χωρίς καμμιά εξαίρεση. Δεν γλυτώνεις εύκολα από τους στίχους του Αλκαίου και τις μελωδίες του Θαλασσινού. Από την ακρόαση δεν βγαίνεις ποτέ ακέραιος και αρτιμελής. Τραγούδια τόσο κραταιά και τόσο ευάλωτα, πετροβόλα και ωραία αλητήρια, στις γειτονιές του πόθου.
Θυμάμαι, πολύ μικρός στο χωριό μου δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συγκεκριμένα μόνο τραγούδια άνοιγαν με το μυστικό κλειδί τους τις ψυχές των ανθρώπων που τα χόρευαν ως εξαίσιοι χορευτές, αμαρτωλοί και πάσχοντες, και αγίαζαν στις πίστες των ένθεων παθών τους. Είναι, λοιπόν, εκείνα τα τραγούδια που έχουν ανθίσει στις άγονες περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, που μεγαλώνουν μόνον με τις υγρασίες των αισθημάτων. Τα τραγούδια, όμως, από τέτοιες καλλιέργειες είναι γόνιμα και αποδοτικά.
Η εργασία αυτή είναι συμπαγής και μας αποδεικνύει τι είναι πραγματικά αυτό που λέμε κύκλος τραγουδιών, και ότι από αυτό το ελάχιστο μιας πρωτογενούς έμπνευσης μπορεί να γεννηθεί το παν. Ο Παντελής Θαλασσινός με τους στίχους του Άλκη Αλκαίου μάς υπενθυμίζει και κάτι άλλο στον καιρό της ομογενοποίησης και του μακελλειού στο τραγούδι, και όχι μόνο, ότι τα τραγούδια δηλαδή είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, τόσο περίπλοκη, όμως, όπως το μυστήριο της ίδιας της ύπαρξης. Τα τραγούδια γίνονται ανθρώπινα μόνο όταν πλησιάζουν το θείο.
Οι ορχήστρες του Θαλασσινού είναι λιτές, δίνοντας χώρο στον λόγο και στο συναίσθημα, ακολουθώντας τον πανάρχαιο τρόπο αφήγησης του τόπου μας, χωρίς πονηριές και κόλπα. Οι ερμηνείες του εσωτερικές και δυνατές με έναν τρόπο μαγικό, που χρόνια ο Θαλασσινός έχει κατακτήσει με πολλά μεγάλα του τραγούδια. Δυνατές στιγμές είναι και οι δύο συμμετοχές της σπουδαίας Λιζέτας Καλημέρη και της νέας πολύ εκφραστικής (το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει) Φαίδρας Θαλασσινού.
Αυτά τα ηλιοτρόπια μου όρισαν απόλυτα αυτό το ωραίο κίτρινο του Βαν Γκογκ με μια στάλα αίμα πάνω στα χείλη μου από τα φιλιά και τα όνειρα του κόσμου.
Τελικά, είμαστε βότσαλα μιας θάλασσας παλιάς σαν πρωτόπλαστο τραύμα στα νωπά μέλη των αγαλμάτων.
Δημήτρης Λέντζος, «12 + 1 Ηλιοτρόπια» Σαν Πίνακας Του Βαν Γκογκ
Η Ιστορία με τα “12 +1 Ηλιοτρόπια”, ξεκινάει κάπως έτσι..
Είναι μεσημέρι της 17ης Απριλίου του 2012. Απ’ το πρωί τα ραδιόφωνα παίζουν Δημήτρη Μητροπάνο, και αναγγέλουν το δυσάρεστο γεγονός!
6 ολόκληρα χρόνια για να γίνουν τραγούδια οι στίχοι του Βαγγέλη Λιάρου (Άλκη Αλκαίου)... μάλλον είναι πολλά, αν κρίνω απ’ τα 3,5 χρόνια που έκανα για το «Καλαντάρι», του Ηλία, και τα 2,5 για το «Να ’ταν ο πόλεμος χορός» του Φασουλά...
Οι ορχήστρες του Θαλασσινού είναι λιτές, δίνοντας χώρο στον λόγο και στο συναίσθημα, ακολουθώντας τον πανάρχαιο τρόπο αφήγησης του τόπου μας, χωρίς πονηριές και κόλπα. Οι ερμηνείες του εσωτερικές και δυνατές με έναν τρόπο μαγικό, που χρόνια ο Θαλασσινός έχει κατακτήσει με πολλά μεγάλα του τραγούδια. Δυνατές στιγμές είναι και οι δύο συμμετοχές της σπουδαίας Λιζέτας Καλημέρη και της νέας πολύ εκφραστικής (το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει) Φαίδρας Θαλασσινού.
Αυτά τα ηλιοτρόπια μου όρισαν απόλυτα αυτό το ωραίο κίτρινο του Βαν Γκογκ με μια στάλα αίμα πάνω στα χείλη μου από τα φιλιά και τα όνειρα του κόσμου.
Τελικά, είμαστε βότσαλα μιας θάλασσας παλιάς σαν πρωτόπλαστο τραύμα στα νωπά μέλη των αγαλμάτων.
Δημήτρης Λέντζος, «12 + 1 Ηλιοτρόπια» Σαν Πίνακας Του Βαν Γκογκ
Δημήτρης Λέντζος - Παντελής Θαλασσινός
___________
Είναι μεσημέρι της 17ης Απριλίου του 2012. Απ’ το πρωί τα ραδιόφωνα παίζουν Δημήτρη Μητροπάνο, και αναγγέλουν το δυσάρεστο γεγονός!
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Λιζέτα.
— Παντελή, πρέπει να σε δώ. Να συναντηθούμε, να σου δώσω κάτι.
— Τι είναι Λιζέτα μου;
— Θα καταλάβεις... μου λέει
Συναντηθήκαμε λοιπόν το βραδάκι στη “Συλλαβή” της Κικής και του Φίλιππου, στο Παγκράτι.
— Έχω αυτό το φάκελο για σένα. Διάβασε και θα καταλάβεις, γιατί ήθελα ειδικά σήμερα, να σε δω.
Είχε μέσα ένα γράμμα για μένα, απ’ τον Άλκη Αλκαίο, με ημερομηνία 13 Απριλίου, λίγο πριν το Πάσχα του 2012. Περιείχε δώδεκα εξαιρετικούς λαϊκούς στίχους, αριθμημένους κι αραδιασμένους, με τη δική του σειρά. (Τη σειρά την κράτησα ως σήμερα).
Ο τίτλος 12+1 Ηλιοτρόπια, και γραμμένα για τη νέα δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου.
Πάνω απ’ το +1 υπήρχε μια σημείωση,που μου έλεγε... Το +1 (στο στούντιο για γούρι)
Γύρισα στο σπίτι, να τον πάρω τηλέφωνο, με την ησυχία μου.
— Άλκη μου, σήμερα πήρα το φάκελο στα χέρια μου. Τι ατυχία! Μας προλαβαίνει η ζωή...
— Είδες καμιά φορά η μοίρα, τι παιχνίδια παίζει Παντελή μου;
— Ναι, Άλκη μου, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει...
Μου εξήγησε ότι συζητώντας με το Δημήτρη, έκριναν,ότι αν είχα και γω το χρόνο, θα ήταν πολύ ωραίο αποτέλεσμα, μια ολοκληρωμένη δουλειά, με τους τρεις μας, ή έστω κάποιο απ’ αυτά.
Είχα ήδη συνεργαστεί με το Δημήτρη Μητροπάνο, στην προηγούμενή του δουλειά, δίνοντας του ένα τραγούδι, σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, με τίτλο “Δίψα ο έρωτας κι αρμύρα”.
— Νιώθω ότι τα τραγούδια μείναν παραπονεμένα, του είπα, γιατί ήταν προορισμένα, να τα βγάλει βόλτα ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής.
— Να τα γράψεις τα τραγούδια, Παντελή, και να τα πείς εσύ, μου είπε.
Κλείσαμε το τηλέφωνο, κι είμαι σίγουρος, πως κι οι δύο νιώθαμε τα ίδια. Τη ματαιότητα και την απουσία, να μας ταρακουνά.. Το περαστικό μας παρόν, ήταν απαλλαγμένο από κάθε ίχνος φιλοδοξίας και υστεροφημίας...
Άρχισα να γράφω τα τραγούδια, ύστερα από λίγες εβδομάδες, παίζοντας του μερικά, απ’ το τηλέφωνο. Θυμάμαι τη χαρά του, και τα ενθαρυντικά του σχόλια, που με προέτρεπαν να φτιάξω όλα τα τραγούδια...
Του άρεσαν πολύ τα “Βότσαλα”, οι “Σπαθιές στο κύμα”, το “Πανέρι”, “Ο δρόμος το γράμμα κι ο ταχυδρόμος”, που του τα έφτιαξα ένα Cdάκι και τα άκουγε τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του, και της ζωής του.
Μόνο τα μάτια σου είν' ο δρόμος ...
Ποιος άνεμος κι απόψε με γυρνά
σε δρόμους που δε βγάζουν πουθενά
εδώ με ποιους να πας και ποιους ν` αφήσεις.
τι γρήγορα που τέλειωσε η γιορτή
κι εγώ μ’ ένα μετέωρο γιατί
τους φίλους να ρωτώ αν θα γυρίσεις
Μόνο τα μάτια σου είν’ ο δρόμος
Όποιος γι αγάπη αμάρτησε, παράδεισο θα λάβει...
Σαν τα καράβια έρχονται, και φεύγουν οι αγάπες
κι’ ειναι γλυκό κι’ είναι πικρό, να ζεις με αυταπάτες
Στην προκυμαία χωρισμούς θυμάσαι κι αγωνίες
βότσαλα που στρογγυλεψαν του κόσμου οι τρικυμίες
Σαν τα καράβια έρχονται, και φεύγουν οι αγάπες
κι’ ειναι γλυκό κι’ είναι πικρό, να ζεις με αυταπάτες
Στην προκυμαία χωρισμούς θυμάσαι κι αγωνίες
βότσαλα που στρογγυλεψαν του κόσμου οι τρικυμίες
Όλα σου τα παράπονα, σπάστα και ξαναρίχτα
κι’ έλα να ξεδιπλώσουμε πανιά μέσα στη νύχτα
Τι κι αν μας πάει στην άβυσσο του κόσμου το καράβι,
όποιος γι αγάπη αμάρτησε, παράδεισο θα λάβει.
Σαν τα καράβια έρχονται, και φεύγουν οι αγάπες
κι είναι πικρό κι ειναι γλυκό, να ζεις με αυταπάτες
Στην προκυμαία τραγουδούν ξενυχτισμένοι ναύτες
του Άκη Πάνου ενα παληό, που λέει για παραβάτες
Τα τραγούδια μου σπαθιές στο κύμα...
Ιέρεια η άνοιξη,
με σέρνει σε χορό μεθυστικό
μ’ αγρύπνια και κατάνυξη,
σε βρίσκω σε τοπίο μυστικό.
Σαν την γαλήνη ήσουνα,
πριν έρθει τρικυμία και βροχή
κι είχες σημάδι του έρωτα,
και ράγισμα στο βλέμμα το βαθύ
Τα τραγούδια μου σπαθιές στο κύμα
κι’ όλο απ’ την αρχή πιάνω το νήμα
ότι ζήσαμε είν’ ακόμα εδώ
καληνύχτα θα σε ξαναδώ
Οι φίλοι πακετάρουνε,
αποσκευές να φύγουν μακριά
σε δρόμους που ονειρεύονται,
γαλήνη πως θα βρουν και γιατρειά.
Ποιος ουρανός ποια θάλασσα,
τον άνεμο ρωτώ και τη βροχή
αυτά που πίσω άφησα,
με πάνε καροτσάκι μια ζωή
Κι η ζωή μας στο πανέρι...
Πλοίο δίχως τιμονιέρη
τούτος ο ντουνιάς
κι η ζωή μας στο πανέρι
της κοψοχρονιάς
Ποιος πληρώνει ποιος χρωστά
πού να πάω να ρωτήσω
πώς ο κόσμος πάει μπροστά
κι η ζωή γυρίζει πίσω
Ίδιο έργο δυο αιώνες
μ’ άλλους θεατές
σ’ αγορές και σε στρατώνες
θάλασσες κι οι ακτές
Μόνο τα μάτια σου είν' ο δρόμος ...
Ποιος άνεμος κι απόψε με γυρνά
σε δρόμους που δε βγάζουν πουθενά
εδώ με ποιους να πας και ποιους ν` αφήσεις.
τι γρήγορα που τέλειωσε η γιορτή
κι εγώ μ’ ένα μετέωρο γιατί
τους φίλους να ρωτώ αν θα γυρίσεις
Μόνο τα μάτια σου είν’ ο δρόμος
το γράμμα μου κι ο ταχυδρόμος
η λεωφόρος κι η στροφή μου
απόδραση κι επιστροφή μου.
Μόνο τα μάτια σου είν’ ο δρόμος
ο κλέφτης μου κι ο αστυνόμος
Θεός και δαίμονας μαζί
που με πεθαίνει και με ζει.
Ποιος άνεμος κι απόψε με γυρνά
σε δρόμους που δε βγάζουν πουθενά
κανάλια διαφημίζουνε ειδήσεις
κι εγώ σ’ ένα παγκάκι στο σταθμό
ποτάμι που δε βρίσκει ωκεανό
αφίξεις να μετρώ κι αναχωρήσεις.
Με τη λαχτάρα να έρθει σ’ επαφή με το ανήκουστο και το φρέσκο....
Πάντα άφηνα μια απόσταση, από τους ανθρώπους που θαυμάζω. Πάντα είχα το φόβο μην απογοητευτώ, ή μην τους απογοητεύσω, ή μήπως χαλάσω το μύθο, που ’χα πλάσει στο μυαλό μου, αλλά και μην τους ζαλίσω και τους κουράσω.
Τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο, δεν τον γνώρισα από κοντά. Κοντά ήρθαμε από τις τηλεφωνικές συζητήσεις μας, μιας και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, δεν ήθελε να τον δω... Κοντά μας έφεραν τα τραγούδια μας... Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα για το πάθος του στα γραπτά του. Για τη λαχτάρα του να έρθει σ’ επαφή με το ανήκουστο και το φρέσκο, ακόμη και τον τελευταίο καιρό που είχε δυσκολίες.
Είναι ωραίο να κρίνεται ένας δημιουργός απ’ το έργο του, κι όταν μάλιστα, μας έχει ομορφήνει τις στιγμές. Γι αυτό το λόγο δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτόν περισσότερο, αφήνω σ’ άλλους αυτό το ρόλο.
Ο Άλκης Αλκαίος όπως κι οι άνθρωποι που έκαναν αθάνατα τραγούδια θα ζει για πάντα στα χείλη μας και στην ψυχή μας.
Θα ήταν παράλειψη αν δε δημοσίευα στο βιβλίο αυτό, τους χειρόγραφους στίχους του Αλκαίου. Έχουν μια μαγεία και μια άλλη δύναμη τα χειρόγραφα ενός μεγάλου ποιητή. Σου δίνουν κάτι απ’ την ατμόσφαιρα.
«…κέρδος μου τα “τσιμπήματα”, και οι “χαρακιές” των στίχων...»
Σε μια παράλογη εποχή η λογική μου είσαι εσύ
___________
Δώσ’ μου μια μέρα αληθινή
μες στην ψευτιά και την ντροπή
Χίλιες μια νύχτες με μεθάς
κλειστά χαρτιά μη μου κρατάς
Τα όνειρα μας παίξαμε
στον κόσμο δε χωρέσαμε
Ψύχραιμοι τώρα και ταπί
ας δούμε αλήθεια τι θα πει
Κι αν η χαρά μας πέρασε
κι αν η ζωή μας γέλασε
εγώ είμαι εδώ και μη μου σκας
Κλόουν θα γίνω να γελάς
Της νύχτας μου βασίλισσα
τα χρόνια μου ξεφύλλισα
Μες την ψευτιά και την ντροπή
δώσ’ μου μια μέρα αληθινή.
Δώσ’ μου μια μέρα αληθινή
τι παει χαμένο και τι ζει
Πού θα `μαι αύριο αδιαφορώ
Το «εδώ και τώρα» σου ζητώ
Οι απαντήσεις λιώσανε
κι οι ρήτορες τελειώσανε
Σε μια παράλογη εποχή
η λογική μου είσαι εσύ.
Σημείωση: Το τραγούδι “Κλόουν” έχει ξαναγίνει τραγούδι από τον χαμένο πρόωρα φίλο μας Μάριο Τόκα κι έχει τραγουδηθεί απ’ το Μίλτο Πασχαλίδη στη δουλειά “Τραγούδια που ζούνε λαθραία” της Cobalt Music, σε παραγωγή του Ηλία Μπενέτου.
«…κέρδος μου τα “τσιμπήματα”, και οι “χαρακιές” των στίχων...»
6 ολόκληρα χρόνια για να γίνουν τραγούδια οι στίχοι του Βαγγέλη Λιάρου (Άλκη Αλκαίου)... μάλλον είναι πολλά, αν κρίνω απ’ τα 3,5 χρόνια που έκανα για το «Καλαντάρι», του Ηλία, και τα 2,5 για το «Να ’ταν ο πόλεμος χορός» του Φασουλά...
Οι σοβαρές και θεματικές δουλειές θέλουν το χρόνο τους. Πολλοί πιστεύουν μόνο στην έμπνευση, ή στις “μαγικές” φωνές, κι όχι στα 8ωρα που σκύβεις πάνω απ’ τα τραγούδια σου. Ο χρόνος πάντα είναι ανάλογος με την ευθύνη που σε «κατοικεί», ώστε το αποτέλεσμα να είναι αντάξιο, αυτών των ποιημάτων.
Καίτοι δεν έχω να κερδίσω χρηματικά απ’ αυτές τις παραγωγές, -που αντιθέτως σήμερα «βάζεις κι από την τσέπη σου»-, εν’ τούτοις το κέρδος μου είναι ανυπολόγιστα μεγάλο κι εσωτερικό. Είναι τα “τσιμπήματα”, και οι “χαρακιές” των στίχων, που γι αυτά ζουμε. Γι αυτά και τη συγκίνηση.
Το +1 των Ηλιοτροπίων καλύφθηκε από ένα τραγούδι του συντρόφου Δημήτρη Λέντζου, αφιερωμένο στη μνήμη του Άλκη Αλκαίου. Το Λέντζο τον αγαπώ σαν φίλο, σαν στιχουργό σαν φιγούρα και σαν άνθρωπο.
Το σημείωμα αυτό, προσπαθώ να το απαλλάξω από βαρύγδουπες κουβέντες, και να είμαι περισσότερο περιγραφικός. Είχα δασκάλους που με συμβούλεψαν γι αυτό.
“Μίλα σεμνά, για τα σημαντικά... Δεν περιγράφονται, όσο και να φωνάξεις. Οι βαριές οι λέξεις είναι μόνο για τα ασήμαντα”
Παντελής Θαλασσινός, Λίγα Λόγια Για Τη Διαδρομή Της Δουλειάς Αυτής