Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

«Άτρωτος, αλλά όχι αθάνατος», Οι σπόροι του κεχριού, Άννα Αλιφραγκή



"Ένιωσε να γαληνεύει όπως όταν, παιδί, βρισκόταν στην αγκαλιά της"
Εικονογράφηση: Άννα Αλιφραγκή
__________________


«Η Μάνα μού έστειλε το μήνυμά της»

Ο Εμανέζ πλησίασε τον αναμμένο πυρσό στην επιφάνεια του υγρού και οι φλόγες που ξεπήδησαν έδιωξαν το σκοτάδι. Μια επιβλητική γυναικεία μορφή σμιλεμένη σε ασβεστόλιθο, υψωνόταν σχεδόν ως την οροφή. Τα όμορφα μεγάλα μάτια της έμοιαζαν να διαπερνούν τους βράχους μπροστά της και ν’ ατενίζουν το άπειρο.

Ο Εμανέζ άναψε τους πυρσούς κι έβαλε φωτιά στο θυμίαμα. Το απόμακρο πρόσωπο της θεάς σαν να πήρε ζωή όταν το παιχνίδισμα από τις φλόγες καθρεφτίστηκε πάνω του. Τούφες μυρωμένου καπνού ανέβηκαν από το κεντρικό θυμιατό τυλίγοντας το άγαλμα σε μια μεθυστική ομίχλη.

Ο Εμανέζ έσκυψε κι ακούμπησε το μέτωπό του στο έδαφος. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, εισπνέοντας βαθιά, παρακαλώντας τη νοερά να του μιλήσει για τον Τσεγαλέζ. Ένιωσε να γαληνεύει όπως όταν, παιδί, βρισκόταν στην αγκαλιά της. Τώρα του έλειπε η ζεστασιά της παρουσίας της, που διέλυε τους εφιάλτες του και κατεύναζε τους ξαφνικούς καταστροφικούς θυμούς που τον ταλαιπωρούσαν συχνά, σα να ρουφούσε εκείνη και να εξουδετέρωνε όλη την ένταση που τον ταλάνιζε.



Η παλιά κατάρα του έπιασε!


Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε μείνει σε έκσταση μέχρι να ακούσει τον ψίθυρό της: 

«Ο Τσεγαλέζ έφυγε από τη Γη!».

Λίγα λεπτά αργότερα ανασήκωσε αργά το κορμί του προφέροντας σιγανά τις ευχαριστίες του για την απάντησή της. Τα ψυχρά μαύρα μάτια του άστραφταν. Οι άκρες του στόματός του τραβήχτηκαν μέχρι τ’ αυτιά του, σε μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο και που ξεσκέπαζε τα αραιά δόντια του. Επιτέλους! Η παλιά κατάρα του έπιασε! Την είχε δώσει τότε, στην αρχή των αιώνων, όταν ο Τσεγαλέζ είχε κατέβει στη Γη για να ευλογήσει τα γεννήματα της Θεάς Μητέρας. Συναντώντας τους Νάρτες, είχε γοητευτεί από το θάρρος με το οποίο αντιμετώπιζαν τη δύσκολη επιβίωσή τους κι έμεινε κοντά τους, ευλογώντας τους σπόρους που καλλιεργούσε για χάρη τους, ώστε να βλασταίνουν άφθονοι και, με μαγικό τρόπο, να αρκούν λίγοι για να χορτάσει πολύς κόσμος.

Θέλησε κι ο Εμανέζ να έχει τέτοιους σπόρους μα, αντί να τους ζητήσει από τον Τσεγαλέζ, είχε προσπαθήσει να τους κλέψει, χωρίς επιτυχία, αφού ο Τσεγαλέζ επαγρυπνούσε πάντα, γνωρίζοντας ότι, όταν ο φιδοδαίμονας επιθυμούσε κάτι, η αρπακτική του διάθεση ήταν ανεξέλεγκτη. Έτσι, ο Εμανέζ έπαιρνε από τον θεό κοινούς σπόρους, που καλλιεργούσε μόνος μόνος του, μοχθώντας σκληρά για μια σοδειά που δεν ήταν πάντα καλή. Ο θεός είχε θελήσει μ’ αυτόν τον τρόπο να περιορίσει την πλεονεξία του, μα εκείνο που είχε καταφέρει τελικά ήταν να γεννηθεί βαθύ μίσος στην ανώριμη ψυχή του.

Ο Εμανέζ, οργισμένος, καταράστηκε θεό κι ανθρώπους, τον θεό να χάσει τη δύναμη της νιότης του, τους ανθρώπους να χάσουν τη στήριξη του θεού τους. Τώρα είχε έρθει ο καιρός η κατάρα του να γίνει πραγματικότητα! Κι εκείνος να επωφεληθεί από την κατάσταση. Έτσι νόμιζε...




Alfred Kubin (1877 – 1959), Serpent God
__________________

«Εγώ ούτε θεούλης είμαι ούτε καλός! 


Έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος και βγήκε από τη σπηλιά. Μπήκε χαρούμενος στην κεντρική αίθουσα του κάστρου. Η φωτιά άναβε ήδη στην εστία και η Ράντα-Μα καθόταν στον σοφά γυαλίζοντας την περίτεχνη χάλκινη θήκη ενός σπαθιού. Η κοπέλα είχε ψηλή, γεροδεμένη κορμοστασιά και ηλιοκαμένο δέρμα. Στο όμορφο πρόσωπό της, που το στόλιζαν δυο μακριές καστανές κοτσίδες, ζωγραφιζόταν ένα κράμα παιδικής αφέλειας και σκληρότητας, ενώ τα μεγάλα γκρίζα μάτια της είχαν το ίδιο παγωμένο βλέμμα με τα μάτια του Εμανέζ.

Circassian Female Warrior drawing in pen
__________________

Ο Εμανέζ την είχε αρπάξει από τους Νάρτες όταν ήταν ακόμα οκτώ χρόνων παιδούλα και στα δέκα χρόνια που την είχε κοντά του της είχε διδάξει την πολεμική τέχνη. Ήταν τόσο επιδέξια στη μάχη ώστε ο γίγαντας της είχε αναθέσει τη φύλαξη του κάστρου του, επειδή ο ίδιος έλειπε συχνά σε επιδρομές για μεγάλα χρονικά διαστήματα.[.....]

«Χαρούμενο σε βλέπω απόψε!» του είπε η Ράντα-Μα.

«Ναι, έχω ευχάριστα νέα» απάντησε εκείνος. Σύρθηκε κοντά της και κουλουριάστηκε πάνω στην ουρά του.

«Σε λίγο καιρό θα έχουμε τους θαυμαστούς σπόρους του Τσεγαλέζ» συνέχισε. «Η Μάνα μού έστειλε τα μηνύματά της» 

«Και πότε θα πας να πάρεις τους σπόρους;»

«Θ’ αφήσω να περάσουν λίγες εβδομάδες, μέχρι που να βαρεθούν οι φύλακες και να χαλαρώσει η προσοχή τους».

Ξαφνικά μια σκέψη ηλέκτρισε τη Ράντα-Μα και την έκανε να ενδιαφερθεί περισσότερο για το θέμα. Κοίταξε τον Εμανέζ με υποψία.

«Αναρωτιέμαι τι σ’ ενδιαφέρει περισσότερο; Να πάρεις τους θαυματουργούς σπόρους ή να κάνεις τους Νάρτες να δυστυχήσουν;»

«Μα... και τα δύο, φυσικά! Το πρώτο θα φέρει το δεύτερο και το δεύτερο θα μου φέρει πλούτη!»

«Μα, Εμανέζ», είπε σκεπτική η κοπέλα, «τα πλούτη της φύσης ανήκουν σε όλους. Γι’ αυτό ο Τσεγαλέζ τα έδινε πάντα χωρίς άλλο αντάλλαγμα εκτός από τον σεβασμό και τις θυσίες που έκαναν προς τιμήν του οι άνθρωποι».

«Αυτός είναι ο τρόπος ενός καλού θεούλη» απάντησε ο Εμανέζ, γελώντας κοροϊδευτικά. «Εγώ ούτε θεούλης είμαι ούτε καλός! Σκοπεύω να βάλω στο χέρι τους Νάρτες σου έχοντας στην κατοχή μου την τροφή τους
».


Jean-François Millet - Le Semeur, 1865-66
_____________


«Καιρός του σπείρειν...»

Ο Εμανέζ ξύπνησε πριν τα χαράματα, στο πρώτο λάλημα του πετεινού. Κάθε που ξημέρωνε, μετά από μια ξάστερη νύχτα, τα μικρά κρύσταλλα της πάχνης στόλιζαν μεγαλόπρεπα ακόμα και το πιο λεπτό χορταράκι, και το χώμα σκεπαζόταν από λεπτό στρώμα πάγου που το έκανε ακατάλληλο για σπορά. Όσο κι αν είχε παρακαλέσει τη Μάνα του, εκείνη δεν είχε καταφέρει να αλλάξει την κατάσταση. Δεν ήταν στο χέρι της. Αν ο Θεός τ’ Ουρανού δεν τραβούσε από πάνω της το κρυσταλλωμένο κάλυμμα, εκείνη δεν μπορούσε να βλαστήσει, γιατί κάθε φυντάνι που θα τολμούσε να ξεπροβάλει από τα σπλάχνα της θα καιγόταν από την παγωνιά.

Ανασηκώθηκε και κοίταξε από τον φεγγίτη. Τα κλαδιά των θάμνων αναδεύονταν από ένα ελαφρό αεράκι που φυσούσε για πρώτη φορά από τότε που είχε πέσει η παγωνιά. Στον ουρανό έτρεχαν μικρά αραιά σύννεφα κι ο Εμανέζ χαμογέλασε. Δεν υπήρχε πια πάχνη!

Όταν έφτασε στα χωράφια, κρέμασε το σακούλι στο συνηθισμένο δέντρο, όπου έδεσε και τ’ άλογό του, έζεψε τα βόδια στο αλέτρι που είχε αφήσει σ’ ένα καλύβι κοντά στα χωράφια, κι άρχισε το όργωμα χαρούμενος που θα συνέχιζε τη δουλειά του. Έκανε τις αυλακιές του βαθιές, κραδαίνοντας κάθε τόσο τη βουκέντρα του και παρακινώντας τα βόδια με δυνατές φωνές. Έτσι, δεν άκουσε τον καβαλάρη που ξεπρόβαλε από τους θάμνους και πλησίασε το δέντρο. Τον είδε από μακριά όταν πήρε τη στροφή για την επόμενη αυλακιά, στην άκρη του χωραφιού. Αυτή τη φορά ο κλέφτης δεν έδειχνε να βιάζεται. Ξεκρέμασε το σακούλι με την άνεσή του, το κούνησε επιδεικτικά μπροστά του κι έφυγε.

Ο Εμανέζ παράτησε βόδια κι αλέτρι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο χώμα, μαζεύοντας και τεντώνοντας τους μύες της ουράς του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε ξέπνοος στο δέντρο όπου τον περίμενε ο Μαύρος του, είδε κάτω από το οροπέδιο τον Σοσλάν να φεύγει από την αυλή του κάστρου έχοντας πάρει όχι μόνο τους σπόρους αλλά και τη Ράντα-Μα.

«Πίσω τους αμέσως» φώναξε στον Μαύρο καβαλικεύοντας.




«Η δύναμή του βρισκόταν στο κορίτσι με τα ψυχρά γκρίζα μάτια»

Ο Μαύρος κατέβηκε επιδέξια το κακοτράχαλο μονοπάτι που κατέβαζε στο κάστρο, και τους πήρε το κατόπι. Γίγαντας κι άλογο κατάλαβαν γρήγορα πως, αυτή τη φορά, το άλογο που ίππευε ο Σοσλάν ήταν διαφορετικό. Άγρια λύσσα τύλιξε τον Εμανέζ. Τον είχε προδώσει! Η σκύλα με τα αθώα μάτια! Χτύπησε δυνατά τον Μαύρο με το καμτσίκι του. Αν κατάφερναν να του ξεφύγουν, θα είχε νικηθεί για πρώτη φορά στη ζωή του. Το καμτσίκι κατέβηκε άπονα στα καπούλια του αλόγου. Θα γινόταν περίγελος του κόσμου. Κανείς γενναίος δεν θα τον φοβόταν πια. Κι άλλο χτύπημα. Θα ήταν φόβητρο μόνο για τους δειλούς και τα παιδιά. Χτύπημα. Και, το χειρότερο, θα ’μενε μόνος! Το χέρι με το μαστίγιο ανεβοκατέβαζε ασυγκράτητα.

«Τρέχα» μούγκρισε. «Τρέχα κι άλλο, π’ ανάθεμά σε».

Το άλογο κάλπαζε με όλη του τη δύναμη. Ιδρώτας κι αίμα έσταζαν από το κορμί του. Μα δεν κατάφερνε να φτάσει τον Άνεμο. Σκοτείνιασε ο κόσμος στα μάτια του Εμανέζ. Όλα γύρω του μαύρισαν και μόνο το λευκό μαντήλι της Ράντα- Μα που ανέμιζε έβλεπε μπροστά του, σε μικρή απόσταση, μα δεν μπορούσε να το φτάσει. Δεν τον ένοιαζε αν θα έσκαγε το άλογο από τον ξέφρενο καλπασμό. Η δύναμή του, η ζωή του δεν βρισκόταν πια σ’ αυτό αλλά στο κορίτσι με τα σκούρα καστανά μαλλιά και τα ψυχρά γκρίζα μάτια, που έφευγε λίγες δρασκελιές μπροστά του, δρασκελιές που δεν μπορούσε να καλύψει για να το φτάσει, να το κρατήσει πίσω, κοντά του. 


Agniya's Daughter, Legend of the Scythians. 
Illustrator Hamid Savkuev
______________


«Το δεύτερο έμπιστό του πλάσμα που τον πρόδινε»


Μες στην παραζάλη του άκουσε τον Μαύρο να φωνάζει: «Αδερφέ, λυπήσου με! Αυτός με σκοτώνει! Άσε με να σε φτάσω!»

«Τι τον κρατάς στη ράχη σου;» ρώτησε ο Άνεμος. «Πέταξέ τον κάτω!»

Στην επόμενη καμτσικιά ο Μαύρος σταμάτησε απότομα τον καλπασμό του, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του κι έπειτα στα μπροστινά κι ύστερα πάλι στα πίσω. Ο Εμανέζ, χάνοντας την ισορροπία του, προσπάθησε να κρατηθεί από τον λαιμό του αλόγου και να τυλίξει την ουρά του γύρω από το σώμα του, περνώντας την κάτω από την κοιλιά του. Μα το άλογο στριφογύριζε και τιναζόταν συνέχεια, μέχρι που εκείνος γλίστρησε και το ανθρώπινο κομμάτι του κορμιού του έπεσε καταγής με γδούπο. 

Η πτώση περισσότερο τον ξάφνιασε παρά τον πόνεσε. Ο Μαύρος ήταν το δεύτερο έμπιστό του πλάσμα που τον πρόδινε. Ωστόσο, κρατούσε την άκρη της ουράς του τυλιγμένη πεισματικά γύρω από το σώμα τού Μαύρου, σφίγγοντάς τον για να τον ακινητοποιήσει. Δε θα τον άφηνε να του φύγει κι αυτός! Ανασήκωσε το κεφάλι του για να του μιλήσει, να τον συνεφέρει. Πρόλαβε να δει τις οπλές των μπροστινών ποδιών πριν να πέσουν πάνω στο κεφάλι του βαριά, από τη μανία του έντρομου αλόγου.


Agniya's Daughter, Legend of the Scythians. 
 Illustrator Hamid Savkuev
____________



«Νάρτης» σημαίνει ήρωας

«Στο άγριο βουνό των Ναρτών κανείς δεν επιβίωνε μόνος του»

Όπως σε όλο τον κόσμο, έτσι και στον Καύκασο, οι μύθοι και οι θρύλοι οι σχετικοί με τα κατορθώματα των ηρώων και των ηρωΐδων διατηρήθηκαν στη μνήμη των λαών από τις προφορικές ανιστορήσεις των λαϊκών βάρδων.

Σήμερα οι λαοί που ζουν σ' αυτή την περιοχή, Οσσέτοι, Κιρκάσσιοι, Τσετσένοι, Αβασγοί, έχουν κοινή κληρονομιά τις σάγκες και τις μπαλάντες που υμνούν τους Νάρτες, ένα μυθικό λαό που θεωρείται απεικόνιση των Σκυθών.

Η λέξη «Νάρτης» προέρχεται από την πρωτο-ιρανική ρίζα nar που σημαίνει ήρωας.

Το διήγημα «Οι σπόροι του Κεχριού» βασίζεται σε μια σάγκα των Αβασγών.

[από τηνεισαγωγή του βιβλίου]

Άννα Αλιφραγκή, Οι σπόροι του κεχριού, Το έπος των Ναρτών, εκδόσεις Εκάτη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου