Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

«Πες το δυνατά να σ’ ακούσουμε: Με είχε καλέσει ο Καραμανλής! Κακό είναι;», Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις


Το ένα πρόσωπο απέναντι στο ένα πρόσωπο.

Το ένα πρόσωπο απέναντι στο ένα πρόσωπο. Τα βλέμματα τους αντικριστά ή σχεδόν αντικριστά. Τα λόγια τους ίσα και στην ευθεία. Κι απ' αυτήν την ευθεία, να κρέμονται οι εκάστοτε παρευρισκόμενοι, αναζητώντας - οι πιο αθώοι - το στέρεο νήμα της ζωής. Πόσοι το βρήκαμε; Μα, πόσοι ήμασταν αθώοι τόσο για να το βρούμε;

- Καλώς τον Μάνο, - ο Γκάτσος.

- Γεια σου Νίκο, - ο Χατζιδάκις, με μιαν απλή χειραψία, χωρίς φιλιά και περιττούς ασπασμούς. Αυτά ήταν για τους επισκέπτες, κυρίως τους περιστασιακούς, που δεν ένιωθαν αποστάσεις. Εκείνοι, μ' ένα σύντομο «είσαι σίγουρος;», ασπάζονταν ο ένας τις ιδέες του άλλου.

Το μεσημεριανό φαγητό στα εστιατόρια ήταν η πρόφαση για τις πολύωρες συναντήσεις τους. [.....]

Ο σχεδόν νεανικός ενθουσιασμός του Χατζιδάκι συχνά προσέκρουε στη συγκροτημένη σκέψη και αντίδραση του Γκάτσου. Του Γκάτσου που, όταν ο ενθουσιασμός του «συνομιλητή» του ξεκινούσε από βάσεις πιο ρεαλιστικές, δεν δίσταζε να ακολουθήσει με την χαρά του μεγαλύτερου αδερφού, με την ικανοποίηση του δασκάλου που βλέπει τον μαθητή του να κάνει ακόμα ένα βήμα πέρα από τα κεκτημένα. 

Πρώτος, συνήθως, έφερνε ο Χατζιδάκις μια κασέτα με τις βασικές μελωδίες, ενορχηστρωμένες ήδη -αν ήταν παλαιότερες- ή παιγμένες από τον ίδιο στο πιάνο και τραγουδισμένες με ψεύτικα λόγια. Μετά, ο Γκάτσος έφερνε τους στίχους και μερικούς εκτός μελωδίας αν τους είχε γράψει από πριν ή αν κάποια ιδέα του τον είχε οδηγήσει αλλού.

- Πάρ' τα αυτά και τ' ακούς στο σπίτι σου - έλεγε ο Χατζιδάκις.

- Πάρ' τα αυτά και τα βλέπεις στο σπίτι σου - έλεγε ο Γκάτσος και γυρνούσαν την κουβέντα τους στα περί πολιτικής και στα περί πολιτισμού, κι αφού σχολίαζαν τους πάντες και τα πάντα, κατέληγαν μαθηματικά στα μεταξύ τους πειράγματα.

Αγαθή Δημητρούκα, ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, 7 ΗΜΕΡΕΣ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΑΘΗΝΑ
06 ΙΟΥΝ 1999


Ο Νίκος Γκάτσος με την Αγαθή Δημητρούκα στο εστιατόριο GB Corner
__________________


«...σήμερα έφαγε με τον πρόεδρο!»

Δεν αργήσαμε να εγκλιματιστούμε στο καινούριο αυτό στέκι, αφενός γιατί βρήκαμε να δουλεύουν εκεί δυο τρεις σερβιτόροι από του Φλόκα και αφετέρου γιατί διαπιστώσαμε πως και το GB Corner είχε φαγητό για το προσωπικό.

Το βασικό τραπέζι τώρα ήταν μακρόστενο, έξι εφτά ατόμων, και βρισκόταν, όπως μπαίναμε από την είσοδο της Πανεπιστημίου, στο δεξί μας χέρι, ανάμεσα στο παράθυρο και στη σκάλα που οδηγούσε στο μπαρ. Maison de boeuf έγραφε η λαϊκή ζωγραφιά πάνω από τον τριθέσιο δερμάτινο καναπέ, τον τελευταίο στη σειρά, κατά τη μέθοδο των σεπαρέ των γαλλικών μπιστρό.

Ο Νίκος καθόταν προς τη μεριά της σκάλας κι εγώ αριστερά του, προς το παράθυρο, απ’ όπου εποπτεύαμε όλο τον χώρο, δηλαδή τις δύο εισόδους, την κουζίνα με το πάσο και τη σκάλα που έβγαζε στο μπαρ και στο πατάρι.

Απέναντι στον Νίκο καθόταν πάντα ο Χατζιδάκις, δεξιά του οποίου, και ακριβώς απέναντι μου, έπαιρνε θέση ο Γιώργος Θεοφανόπουλος. Από τότε ο Χατζιδάκις θεωρούσε τον Γιώργο γιο του και όταν ερχόταν χωρίς αυτόν ο Νίκος τον ρωτούσε: «Πού είναι ο μονογενής; Δε θα έρθει σήμερα;».

Κι ο Χατζιδάκις απαντούσε: «Είναι Κυριακή, και τις Κυριακές πηγαίνει και βλέπει τον παππού του».

Ξέραμε πολύ καλά τι σήμαινε για τον Γιώργο ο παππούς του.



Ο Μάνος Χατζιδάκις - ένας από τους τρεις του καλλιτεχνικού χώρου, μαζί με τον Αλέξη Μινωτή και τον Τάκη Χορν - ήταν τακτικός συνδαιτυμόνας στα κυριακάτικα γεύματα που συνήθιζε να οργανώνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με φίλους του, πολιτικούς και δημοσιογράφους.
___________

«Κι εσύ πού ήσουνα; Γιατί άργησες;» ρωτούσε πάλι ο Γκάτσος τον Χατζιδάκι.

«Με είχε καλέσει ο πρόεδρος» απαντούσε ο Χατζιδάκις, προφέροντας την τελευταία λέξη χαμηλόφωνα, σαν μυστικό.

Κι ο Γκάτσος άρχιζε το πείραγμα.

«Ποιος σε είχε καλέσει;»

«Ο πρόεδρος!»
απαντούσε ο Χατζιδάκις, ελάχιστα πιο δυνατά.

Κι ο Γκάτσος πάλι: «Δεν άκουσα. Ποιος είπες;».

«Ο πρόεδρος!»
επαναλάμβανε ο Χατζιδάκις. ελαφρώς πιο δυνατά και κοιτάζοντας μην τυχόν τον άκουσε κανείς άλλος.

«Α, ο πρόεδρος!» έλεγε ο Γκάτσος τότε, δυνατά σαν τον κουφό που επιτέλους άκουσε.

«Σιγά! Μη φωνάζεις έτσι» του ζητούσε ο Χατζιδάκις.

Κι ο Γκάτσος, που δεν είχε τον Θεό του, συνέχιζε: «Ποιος πρόεδρος;».

«Ο Καραμανλής» απαντούσε ο Χατζιδάκις πάλι χαμηλόφωνα και εμπιστευτικά.

Κι ο Γκάτσος: «Ποιος είπες;».

«Ο Καραμανλής!»
απαντούσε ο Χατζιδάκις, ελάχιστα πιο δυνατά.

«Μίλα, παιδί μου, να σ’ ακούσουμε: ποιος πρόεδρος;»
«Ο Καραμανλής!» επαναλάμβανε ο Χατζιδάκις, ελαφρώς πιο δυνατά και κοιτάζοντας πάλι μην τυχόν τον άκουσε και κάποιος άλλος, αλλά ποιος να τον ακούσει; Τις Κυριακές, τέτοια ώρα, οι θαμώνες ήταν ελάχιστοι κι έπιαναν την άλλη άκρη του εστιατορίου.

Κι ο Γκάτσος, δήθεν με αγανάκτηση: «Πες το, βρε παιδί μου, τόση ώρα: Ο Καραμανλής! Τι φοβάσαι να το πεις; Πες το δυνατά να σ’ ακούσουμε: Με είχε καλέσει ο Καραμανλής! Κακό είναι;».

Ο Χατζιδάκις έφριττε, εγώ σπαρταρούσα από τα γέλια, κι όταν ερχόταν ο σερβιτόρος για την καινούρια παραγγελία, ο Χατζιδάκις έλεγε ότι είχε φάει κι ότι ήθελε μόνο έναν καφέ, ενώ ο Γκάτσος έβρισκε την ευκαιρία να το τραβήξει κι άλλο: «Τι καφέ θέλεις, Μάνο;».
«Έναν εσπρέσο!»

Κι ο Γκάτσος προς τον σερβιτόρο: «Θα θελήσει κι άλλον αργότερα: σήμερα έφαγε με τον πρόεδρο!».

Η στιχομυθία έκλεινε με τον Χατζιδάκι να λέει στον Γκάτσο μόλις ο σερβιτόρος έφευγε: «Μα δεν υποφέρεσαι πια!».



Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο (σελ.136-138), εκδόσεις Πατάκη

Περιμένοντας ταξί στο φανάρι Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου
Ν. Γκάτσος, Μ. Χατζιδάκις, Α. Δημητρούκα
__________

«Ο Γκάτσος μ' έμαθε να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα»

Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις. Για 50 σχεδόν χρόνια στενοί φίλοι, συνομιλητές, συνεργάτες. Από την γνωριμία τους το 1942 στο πατάρι του Λουμίδη όπου στην ήδη υπάρχουσα παρέα των ποιητών Βαλαωρίτη, Εγγονόπουλου, Εμπειρίκου, Ελύτη και Γκάτσου προστίθεται ο νεαρός Χατζιδάκις, την Αμοργό που έξεδωσε ο ποιητής το 1943, την πρώτη συνεργασία τους με το Ματωμένο γάμο του Λόρκα σε μετάφραση του Γκάτσου και το θρυλικό "Χάρτινο το Φεγγαράκι" που πρωτοερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στη θεατρική παράσταση του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, "Λεωφορείο ο Πόθος" το 1948, ως το Θάνατο του Νίκου Γκάτσου το 1992 και τους Αντικατροπτισμούς που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του το 1993.

Όταν γνωρίστηκαν ο Χατζιδάκις ήταν στα 17 και ο Γκάτσος στα 28 και όπως έλεγε ο πρώτος: "Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο"

Σε μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο στο περιοδικό "Η ΛΕΞΗ" (τεύχος 52 Φλεβάρης 1986) ο Χατζιδάκις μιλάει για τη φιλία του με τον Νίκο Γκάτσο :

"Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την “Ορέστεια”, είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις “Χοηφόρες”, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών.

Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο “σύγχρονου” από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη “μεγαλοφυΐα” μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος.[....]

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου