Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

«Ο William Faulkner, ο χωρικός από τον Μισισιπή, στο κοσμικό φιλολογικό σαλόνι του Άγγελου και της Λητώς».


Φωτογραφία του William Faulkner από το Τουρκολίμανο, αφιερωμένη στη Λητώ, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1957
______________

«Δάσκαλε, καλωσόρισες στο σπιτικό μας»

Με βήματα γατίσια γλίστρησε αργά και αθόρυβα στο σαλόνι μας. Το πρόσωπό του ανέκφραστο, άχρωμο, τα μάτια του να κοιτάζουν πέρα από μας, σε χώρες άπιαστες κι αλαργινές... Μια δύναμη καταλυτική έβγαινε από μέσα του, δίνοντας τεράστιες διαστάσεις σε τούτο το κοντό ανθρωπάκι. Έπιασε μεμιάς ολόκληρο τον χώρο μας. Μας εκμηδένισε. Οι ζωηρές κουβέντες μας κόπηκαν. Παραλύσαμε. Απίστευτο.

«Λητώ, τώρα σε θέλω, βάλε τα δυνατά σου», ψιθύρισε ο Βαλής και μου ’σφιξε το μπράτσο.

Η αντίδρασή μου ακαριαία. Όρμησα μπροστά.

«Δάσκαλε, καλωσόρισες στο σπιτικό μας». Και φίλησα τον Faulkner σταυρωτά. Το μάγουλό του άψυχο, θαρρούσες νεκρό. Τον υποδέχτηκε θερμά κι ο Βαλής. 

Εκείνος, ωστόσο, στεκόταν ατάραχος, βουβός. Ένα παγόβουνο καταμεσής στη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού μας. Και τώρα; Πώς τον λιώνεις τούτον τον πάγο, πώς; 

Ο Faulkner, ενώ είχε αρνηθεί κάθε άλλη πρόσκληση, δέχτηκε ωστόσο να ’ρθει στο σπιτικό μας ύστερα από μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με τον Βαλή μου γύρω απ' τους ψυχολογικά περίπλοκους τύπους που παρουσιάζει στα έργα του. Αυτό, στο σπίτι του Duncan Emrich, μορφωτικού ακολούθου της Αμερικανικής Πρεσβείας, και της γυναίκας του, της Sally, το πρώτο βράδυ που έφτασε και μας γνώρισε στο απλό γεύμα που έδωσε το φιλικό μας ζευγάρι.

«Στο γράμμα του προς εμένα ήταν κατηγορηματικός», μας είπε ο Emrich. «Θα παραστώ μόνο στην πρώτη του έργου μου Ρέκβιεμ για μια μοναχή στο Θέατρο Μυράτ κι αναγκαστικά στο πρόγευμα της πρεσβείας. Πουθενά αλλού.» Καταλαβαίνετε τώρα τη θέση μου. Εσείς, όμως, σίγουρα θα πετύχετε να δεχθεί μια πρόσκλησή σας, σίγουρα». Κι ο Βαλής μου το πέτυχε. 




«Η μοναδική ευφρόσυνη βραδιά της ζωής μου...»

Ωστόσο, ο William Faulkner κατάλαβε λάθος την πρόσκληση. Πίστεψε πως τον καλέσαμε σε γεύμα. Έτσι, την ίδια μέρα μάς τηλεφώνησε αν θα ήταν καλά να 'ρθει στις οκτώ. Αναγκαστικά απάντησα ναι και βάλθηκα σαν τρελή να καλέσω στα γρήγορα μερικούς φίλους πρέσβεις για να 'χει το γεύμα κάποια λάμψη, αλλά το κυριότερο για να μην καλέσουμε Έλληνες.

Αυτό του Βαλή δεν του άρεσε καθόλου. «Λητώ, δεν έχουν καμιά θέση οι πρέσβεις εδώ, θα 'ναι τελείως ξεκάρφωτοι». Όμως το επιχείρημά μου να μην πούμε σε κανέναν Έλληνα για να μη χολωθούν οι άλλοι, τον έπεισε. «Ίσως αυτοί οι βάρβαροι να 'ναι μια κάποια λύση...» παρατήρησε σκεφτικός. Πήρα λοιπόν το πράσινο φως κι άρχισα τα τηλεφωνήματα. Στο όνομα Faulkner όλοι δέχτηκαν με χαρά.

Όμως τώρα τι γίνεται; Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μου 'ρθε στον νου το σκίτσο του Ταχυδρόμου. Μια ωραία κυρία, αεράτη και κομψή με βραδινή τουαλέτα, ν’ απλώνει με αριστοκρατική χάρη το χέρι της και ένας ανθρωπάκος τόσος δα με καουμπόικο καπέλο να προσπαθεί να το φιλήσει αδέξια. Κι η λεζάντα; «Ο νομπελίστας συγγραφέας William Faulkner, ο χωρικός από τον Μισισιπή, στο κοσμικό φιλολογικό σαλόνι του Άγγελου και της Λητώς».

Στη σκέψη αυτή κοκκάλωσα. Το μάτι μου πήρε τα καλαθάκια που είχα στολίσει βιαστικά πρωτύτερα. Αυτό είναι, σκέφτηκα στην απελπισία μου, και δίχως να συστήσω κανέναν, τ’ αρπάζω και δίνω το ροζ στις κυρίες και το γαλάζιο στους κυρίους. 

«Τραβήξτε από ένα φακελάκι για να γίνετε ζευγάρια», εξήγησα στους κατάπληκτους ξένους μας. «Μέσα είναι γραμμένοι οι τίτλοι από τα έργα του Faulkner, χωρισμένοι στα δυο. Στους κυρίους είναι η αρχή του τίτλου και το συμπλήρωμα στις κυρίες». Ήταν μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Στα μπιλιετάκια που προορίζονταν για τις κυρίες, κάτω δεξιά είχα γράψει ολόκληρο τον τίτλο. Αυτό ήταν ιδέα του Βαλή, στην περίπτωση που κάποια θα ήταν αδιάβαστη. 

Οι ξένοι φίλοι μας μπήκαν αμέσως στο νόημα και σαν καλοί παίκτες αρχίνησαν. «Ρέκβιεμ» φωνάζει ο Αγγλος, «Για μια μοναχή», συμπληρώνει η Σουηδέζα. Κι ευθύς γίνονται ζευγάρι. 

«Άγρια», διαβάζει στο δικό του ο Γάλλος, «Φοινικόδεντρα», πετιέται η Αγγλίδα - και να το δεύτερο ζευγάρι, κι έτσι έγινε με όλους. Οι τίτλοι από τα έργα του Faulkner ακούγονταν τώρα συνέχεια στο σαλόνι μας. Σήμαντρα που έφερναν κοντά μας μηνύματα από έναν άλλο κόσμο, παράξενο, δύσκολο, δυσνόητο, δραματικό, κι όμως απίστευτα γοητευτικό. 

Οι ήρωες του Faulkner ζωντάνεψαν ξαφνικά, αγκάλιασαν σφιχτά τον δημιουργό τους, τον ζέσταναν, μπήκαν ανάμεσά μας και μας έσμιξαν. Ο συγγραφέας, έκπληκτος στην αρχή, σιγά σιγά ένιωσε σε οικείο περιβάλλον και, σαν από θαύμα, η μεταμόρφωση συντελέστηκε. 



Κι όταν στον κλήρο του ’πεσε το «Βοή» και σε μένα το «Πάθος» ήρθε κοντά μου γελαστός και, πολύ φιλικά, μού πρόσφερε το μπράτσο του. Η ατμόσφαιρα μεμιάς άλλαξε, και το πρωτόκολλο, φυσικά, πήγε περίπατο. 

Καθίσαμε ανά ζεύγη και το γλεντήσαμε για τα καλά. «Το “Πάθος” έπεσε στον κλήρο της οικοδέσποινας», φώναξε ο Αμερικανός πρέσβης. «Έλα, Λητώ, εσύ πρέπει να μας δώσεις τον τόνο». 

«Εμπρός, Λητώ»
, κι ο Βαλής με κοίταξε τρυφερά, ενθαρρυντικά. Άλλο που δεν ήθελα. Πετάχτηκα απάνω κι άρχισα ν’ αυτοσχεδιάζω στίχους σατιρικούς, αισθηματικούς, ρομαντικούς. Είχα ένα ψευτοταλέντο για κάτι τέτοια.

Σαν τέλειωσα τους αυτοσχεδιασμούς, άρχισα να τραγουδάω ανάκατα ελληνικά, γαλλικά, εγγλέζικα τραγουδάκια σε ζωηρό γοργό ρυθμό και στο τέλος έπεσα στην καρέκλα μου κι αρπάζοντας από το μπράτσο τον Faulkner, από το ένα πλάι, και τον Αμερικανό πρέσβη, απ’ τ’ άλλο, άρχισα το γνωστό μπαλαντζάρισμα, μια δεξιά, μια ζερβά, και ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν πρόσχαρα, ξεχυθήκαμε σε ρυθμούς μπριόζικους, ξέφρενους, τρελούς. 

«Είναι η μοναδική ευφρόσυνη βραδιά της ζωής μου και τη χαίρομαι απ’ τα βάθη αυτού του χάους που λέγεται ψυχή... Τούτη τη βραδιά τη ζω με όλες τις ίνες του κορμιού μου, γιατί ξέρω πολύ καλά πως δεν θα την ξαναζήσω ποτέ πια». 

Ο Faulkner είχε σηκωθεί και μιλούσε ξαναμμένος. «Στην υγειά του σοφού ψυχίατρου και της γεμάτης ζωντάνια γυναίκας του Λητώς. Στην υγειά της ομορφιάς, της γνώσης και της καλοσύνης. Σ' όλα τούτα τ' αγαθά που φωλιάζουν μέσα τους, ξεχειλίζουν και πλημμυρίζουν το ταιριαστό τούτο ζευγάρι. Στην υγειά τους».

Κι άρχισε να μας απαγγέλλει Marlowe, τον αγαπημένο του Αγγλο ποιητή. Τον ακολούθησε ο Γάλλος πρέσβης  με στίχους του Guillaume Apollinaire, ύστερα ο Αγγλος με Τ. S. Eliot. Κι ο Βαλής μου με το Μεθυσμένο καράβι του Rimbaud, Σεφέρη κ.λπ. 

Απόγευμα με φίλους στην Οικία Κατακουζηνού. Ο Άγγελος Κατακουζηνός καθισμένος στα αριστερά και η Λητώ δίπλα του όρθια. Στην Αθήνα του 1960!
_____________

«Γιατί, δόκτωρ; Γιατί;» 

Είχαμε καλέσει για μια πατροπαράδοτη βεγγέρα κάπου τριακόσια άτομα για να γνωρίσουν από κοντά τον Faulkner. Επρόκειτο αποκλειστικά για συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους κι ορισμένους επιστήμονες.

Ανάμεσά τους, η Μελίνα Μερκούρη, αστραφτερή και εντυπωσιακά ντυμένη στα κατακόκκινα, έκανε, αν δεν κάνω λάθος, την πρώτη της εμφάνιση στην αθηναϊκή κοινωνία στο πλευρό του Jules Dassin. Το έξοχο παίξιμο της κορυφαίας πιανίστριας Μαρίας Χαιρογιώργου- Σιγάρα και το γοητευτικό τραγούδι της ραφινάτης Ευγενίας Συριώτη συντέλεσαν κατά πολύ στη λαμπρότητα τούτης της βραδιάς. Ο William Faulkner, αγνώριστος τώρα, σε μεγάλη φόρμα, ακούραστος, συζήτησε με όλους ζεστά κι εγκάρδια.

Αργά, πολύ αργά, ξεμείναμε οι τρεις μας. Ο Faulkner κι εμείς οι δυο. Καθίσαμε στον καναπέ μας κοντά κοντά, με τον συγγραφέα ανάμεσά μας. Στη συζήτηση ξεπήδησαν τα άπειρα ερωτηματικά του Faulkner για τις απρόσμενες πράξεις κάποιου συγκεκριμένου ήρωά του, οι απορίες του για τα κίνητρα που τον οδήγησαν να περιγράφει ορισμένους τύπους στα γραπτά του, οι αποκαλυπτικές και απρόσμενες εξηγήσεις του Βαλή, οι ψυχολογικές αναλυτικές ερμηνείες του με τις χίλιες λεπτές αποχρώσεις. 

Η Temple Drake αποτελεί τον βασικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος The Sanctuary (1931) και απαντά στο μεταγενέστερο έργο Requiem for a Nun. Η νεαρή ηρωίδα γίνεται θύμα βιασμού, διαφθείρεται από τη συναναστροφή της με τον υπόκοσμο του αμερικανικού νότου και τελικά ψευδομαρτυρεί ενάντια σε έναν αθώο που κατηγορείται για τον βιασμό της κι ένα φόνο που δεν διέπραξε. Η μαρτυρία της Temple οδηγεί στον φρικτό θάνατό του στα χέρια του οργισμένου όχλου ενώ εκείνη φυγαδεύεται από τον δικαστή πατέρα της στο Παρίσι. 

(Άδυτο, μτφρ. Κώστας Νικολαΐδης - Τάσος Δαρβέρης, εκδ. Μέδουσα, Το ιερό, μτφρ. Γιάννης Λάμψας, Εκδόσεις των Φίλων).

Βασισμένη στις νουβέλες του William Faulkner, «Sanctuary» και «Requiem for a Nun», η ταινία του Tony Richardson «Sanctuary» με πρωταγωνιστές τους: Lee Remick, Yves Montand, Bradford Dillman.







«Μα γιατί, δόκτωρ, να φτιάξω αυτό το δυστυχισμένο παιδί;» 

«Μου είπαν πως η Temple (η ηρωίδα του Ιερού) ήταν η κόρη μου... Κι αυτό με πλήγωσε πολύ βαθιά». 

«Γιατί, φίλε μου; Η Temple ήταν κόρη σας. Εσείς τη ζωντανέψατε, εσείς την πλάσατε. Είναι παιδί της ψυχής σας... Παιδί μοναχά δικό σας, κατάδικό σας, δίχως τη συμμετοχή της γυναίκας». 

«Μα γιατί, δόκτωρ, να φτιάξω αυτό το δυστυχισμένο παιδί; Γιατί να του συμβούν όλα αυτά τα τρομερά πράγματα;» 

«Γιατί το θέλατε, το είχατε ανάγκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματική κόρη. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε θέλω να μάθω... Όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, η Temple είναι η ίδια η ψυχή σας. Αλλά και τ’ άλλα πρόσωπα του έργου σας, και τα απαίσια και τα καλά, είναι κομμάτια του πολυσύνθετου Είναι σας. Του Εγώ σας. Απ’ ό,τι γνωρίζω, μετά τον πόλεμο, αντί να πάτε στην τράπεζα του θείου σας, όπου είχατε ξεκινήσει, ή να συνεχίσετε τις σπουδές σας στο πανεπιστήμιο, καταπιαστήκατε με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα. Βαστάζος σε λιμάνια, μούτσος σε καράβια, ξυλουργός, μεταλλωρύχος... Γνωρίσατε και ζήσατε τα πάντα στη ζωή, συναναστραφήκατε με τα κατακάθια της κοινωνίας, περιφερθήκατε σε καπηλειά και σε χαμαιτυπεία...»

 «Γιατί, δόκτωρ; Γιατί;» 

«Γιατί το είχατε, επαναλαμβάνω, ανάγκη. Γιατί θέλατε να ζήσετε αυτές τις εμπειρίες, το αποζητούσε η ψυχή σας, το Εγώ σας...» 

«Μα, δόκτωρ, εξηγήστε μου, επιτέλους - για ποιο λόγο;» «Γιατί...» 

Κι ο ψυχίατρος τόλμησε θαρραλέα να μπήξει το νυστέρι στην κρυφή πληγή. Άνοιξε το απόστημα και το μίασμα ξεχύθηκε έξω. Αναπάντεχος, τρομερός ο πόνος που δέχτηκε κατάστηθα, ωστόσο αγόγγυστα και καρτερικά, ο μεγάλος συγγραφέας. Κι η διπλοκλειδωμένη ψυχή του Faulkner ανάσανε βαθιά, ελεύθερα, λυτρωτικά...

Πρωί πια, ύστερα από ένα φλιτζάνι γαλλικού καφέ και ζεστά κρουασάν, χωρίσαμε σαν καρδιακοί φίλοι. Δεν τον ματαείδαμε ποτέ πια. Ξαναγύρισε στη μακρινή του φάρμα, στον Μισισιπή. 

Δέκα μέρες μετά την αναχώρησή του έστειλε στον Βαλή ένα σύντομο γράμμα. 

«Στον πάνσοφο επιστήμονα, τον βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, στον φίλο μου δόκτορα Κατακουζηνό, που με βοήθησε όσο κανείς άλλος στον κόσμο ολόκληρο να λυτρωθώ από τα βασανιστικά ερωτήματά μου που χρόνια τώρα με ταλαιπωρούσαν εξαντλητικά. Στον δόκτορα Κατακουζηνό από την καρδιά μου ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ». 

Και σε μένα τη φωτογραφία του με την παρακάτω απίστευτα κολακευτική αφιέρωση: «Στο πρόσωπο που ύμνησε ο Marlowe...» Κι εννοούσε το κλασικό ποίημα του Marlowe Στο πρόσωπο, που αναφέρεται στην Ωραία Ελένη του Μενελάου. 



Η χαρά μου ασυγκράτητη. Και ο Βαλής, που κατά βάθος χάρηκε πολύ, αλλά και που συνήθιζε πάντα να με προσγειώνει μ’ έναν δικό του, μοναδικό τρόπο, μου έδωσε αργότερα την παρακάτω εξήγηση: 

«Μην το παίρνεις και τόσο πολύ απάνω σου, Λητώ. Βεβαίως είσαι πολύ όμορφη. Προφανώς, όμως, ο Faulkner θέλησε έτσι να σ’ ευχαριστήσει για τη λαμπρή βραδιά που οργάνωσες εκείνη τη νύχτα σαν μείναμε αργότερα οι τρεις μας. Τη νύχτα που ο Faulkner, ξεχνώντας την παρουσία σου, ξανοίχτηκε και ξεγύμνωσε στον ψυχίατρο το μυστήριο της χιλιομπερδεμένης, αλυσοδεμένης ψυχής του». 

Λητώ Κατακουζηνού, Άγγελος Κατακουζηνός ο Βαλής μου, σελ. 236 -246, 
εκδόσεις Μικρή άρκτος,


William Faulkner in front of his house in Oxford, Mississippi, 1947
( By Henri Cartier-Bresson)

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Θα ήθελα να είμαι «το είδος εκείνο του ποιητή, που τα τραγούδια του τα τραγουδούν οι γυναίκες όταν πλένουν», Λέοναρντ Κοέν


Δεν έπαψε ποτέ να είναι ποιητής.....

«Γεννήθηκε πριν από τη γενιά των τζιν, μεγάλωσε φορώντας σχεδόν σε όλη του τη ζωή σκούρα κουστούμια, ίσως επειδή έζησε στην Ελλάδα τόσο καιρό, όπου οι περισσότεροι άνδρες του νησιού, όταν έχουν να πάνε στην εκκλησία ή σε κάποια επίσημη περίσταση, φορούν το σκούρο κουστούμι τους»

Ήταν ζωγράφος, που του αρέσε να δουλεύει με ασπρόμαυρο, ήταν η αισθητική του, η προτίμησή του αυτού του είδους η απλότητα.»

Ήξερε καλά τι δεν είναι : «Δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Δεν είμαι το φως της γενιάς μου. Δεν είμαι ο εκπρόσωπος μιας νέας ευαισθησίας. Είμαι ένας τραγουδοποιός που ζει στο Λος Άντζελες, που υπήρξε κιτς και έγινε και πάλι τέχνη», μιας και «οι ήρωες μιας γενιάς είναι οι γελωτοποιοί μιας άλλης.» 

Δεν έπαψε ποτέ να είναι ποιητής. Αν ισχύει αυτό που κάποτε είπε ο ίδιος, «η ποίηση είναι απλώς η απόδειξη ότι υπάρχει ζωή. Αν η ζωή σου καίγεται καλά, η ποίηση είναι απλώς η στάχτη», τότε σίγουρα από αυτήν τη στάχτη τρεφόμαστε και θα τρεφόμαστε για πολύ καιρό ακόμα.

Ο Λέοναρντ Κοέν με τη μητέρα του Masha
_____________

«Γυναίκες! Κάθε γνωριμία με γυναίκα αξίζει ένα ποίημα»

Γυναίκες! Κάθε γνωριμία με γυναίκα αξίζει ένα ποίημα. Σκεφτείτε το: συναντάς ένα κορίτσι, το βρίσκεις συναρπαστικό, αλλά δεν καταφέρνεις να εκφραστείς επαρκώς... Ο πιο εύκολος τρόπος είναι να γράψεις όσα νιώθεις στο χαρτί.

Θα ήθελα να βιαστούν οι γυναίκες και να αναλάβουν τον κόσμο... Θα συμβεί, οπότε ας τελειώνουμε. Τότε θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε επιτέλους ότι οι γυναίκες είναι στην πραγματικότητα το μυαλό και η δύναμη που κρατάει τα πάντα σε συνοχή και οι άντρες είναι κουτσομπόληδες και καλλιτέχνες. Τότε θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τις παιδιάστικες ασχολίες μας κι εκείνες θα έκαναν τον κόσμο να προχωράει. Πιστεύω πραγματικά στη μητριαρχία. 

Τα ήθη της μονογαμίας; Πιστεύω πως ο γάμος είναι για πολύ υψηλόφρονες ανθρώπους. Θα έλεγα ότι ο γάμος στις μέρες μας είναι μια πειθαρχία πολύ πιο δύσκολη, κοπιώδης και αυστηρή από οποιαδήποτε πειθαρχία θα μπορούσε να επιβάλει στα μέλη του κάποιο τάγμα μοναχών. Ο γάμος σήμερα είναι το μοναστήρι. Το μοναστήρι σήμερα είναι ελευθερία. Εξαρτάται απλώς από το αν έχεις φύση μοναχού διότι αυτό απαιτεί η μονογαμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια μάλλον άστατη ζωή ή συμπεριφέρονται στον γάμο τους με τον ίδιο άστατο τρόπο που ουμπεριφέρονται στις άλλες υποθέσεις τους. Είμαι λίγο-πολύ ένας από αυτούς. 

Leonard Cohen and Suzanne Elrod

(Για την Σουζάν) Είναι η μητέρα των παιδιών μου, καλή μητέρα για τα παιδιά... και είτε εξακολουθήσουμε να ζούμε χώρια είτε όχι, αυτός θα είναι πάντα ο γάμος μου. 

(Ο Λέοναρντ γνώρισε τη Σουζάν το 1968. Έμειναν μαζί 10 χρόνια, αν και δεν υπήρξε ποτέ τελετή γάμου). 
 _______________


Σε γενικές γραμμές αγαπώ και μισώ τα ίδια πράγματα, νομίζω σε όλους αυτό συμβαίνει. Για παράδειγμα, μια γυναίκα, μια γυναίκα με την οποία ζεις. Είναι πολύ εύκολο να τη μισείς πού και πού. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να μας φοβίζουν αυτά τα συναισθήματα. Νομίζω ότι πρέπει να στεκόμαστε σε κάποιο άλλο σημείο και να βλέπουμε την καρδιά μας να ψήνεται σαν σις κεμπάπ. Κάποιες φορές μίσος και κάποιες φορές αγάπη, αυτό είναι απλούστατα το μονοπάτι της καρδιάς. Είναι απλώς ο τρόπος με τον οποίο κινείται, η καρδιά, το φυσικό της βάδισμα. 

Είμαστε πολύ μεγάλα πλάσματα που κυλάμε μέσα στον κόσμο. Οι ρόδες σου κολλάνε στα χνούδια κάποιου άλλου προσώπου. Και το ίδιο συμβαίνει σ’ αυτήν και μπλέκεστε άρρηκτα. Αυτό το μπέρδεμα είναι σαν κουκούλι, από το οποίο προκύπτει ένα άλλο πλάσμα. Η αίσθησή μου είναι ότι, μέχρι να αποκτήσεις παιδιά, μέχρι να κολλήσεις εντελώς, είναι σαν να βγαίνεις γυμνασιακά ραντεβού. Πιστεύω ότι, κατά κάποιον τρόπο, η απόκτηση παιδιών είναι το μόνο πράγμα που σε συνδέει με την ανθρωπότητα και καταφέρνει να πλήξει σοβαρά το εγώ σου. 

Ο Adam Cohen στην αγκαλιά της μητέρας του Suzanne Elrod. Δεξιά στη φωτογραφία, η μητέρα του Λέοναρντ Masha Cohen – Montreal 1972

Ο Άνταμ είχε ένα πολύ σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα στην Γουαδελούπη [το 1990]... Αυτό που συνέβη και στους δυο μας ήταν ότι καταφέραμε να έρθουμε πολύ κοντά... Υπήρχε ένα πολύ έντονο ψυχολογικό στοιχείο στην ανάρρωσή του που είχε να κάνει με την αγάπη μου, με τη δική του κατανόηση της απροϋπόθετης αγάπης μου, και τη δική μου κατανόηση του απίστευτου θάρρους του... 
_____________

Νομίζω πως η εμπειρία της αγάπης είναι ότι διαλύεις τους φρουρούς και τα τάγματά σου για μια στιγμή και βλέπεις πραγματικά πως όντως υπάρχει αυτή η ακαθόριστη ενέργεια συναισθήματος και σκέψης που ρέει ελεύθερα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Η καρδιά σου ανοίγει και φυσικά βρίσκεσαι σε κατάσταση απόλυτου πανικού, επειδή έχεις συνηθίσει να προφυλάσσεις αυτό το όργανο με τη ζωή σου.

Μαθαίνεις τα πάντα από τις γυναίκες. Εκεί κινείσαι σε αχαρτογράφητες περιοχές. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ενίσχυση της σοφίας ή της τρέλας που έχεις κληρονομήσει. Όμως κανείς δεν μπορεί να προετοιμάσει κανέναν για τη συνάντηση με το αντίθετο φύλο. Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά. Μπορείς να διαβάσεις βιβλία αυτοβελτίωσης, αλλά η πραγματική αναμέτρηση ενός νεαρού ανθρώπου με την επιθυμία, αυτή η ανάγκη για ολοκλήρωση, αυτή είναι η εκπαίδευση. 

Leonard with his first girl-friend Anne Sherman and with Aviva and Irving Layton
_____________

Είμαστε όλοι ερασιτέχνες στα ζητήματα της καρδιάς...

Κανείς δεν κυριαρχεί στην καρδιά. Κανείς δεν κυριαρχεί στον έρωτα. Κατά μία έννοια είμαστε όλοι ερασιτέχνες σ' αυτά τα ζητήματα και πρέπει να ξεκινούν από την αρχή κάθε μέρα. Δεν υπάρχει εγγύηση πως η σχέση που είχαμε χθες πρόκειται να είναι, όταν ξυπνήσουμε αύριο, η ίδια σχέση.

Κατά τον ιδρωμένο, παθιασμένο, βρόμικο εναγκαλισμό, με όλη την υπέροχη δύναμή του που καταλύει τον χρόνο, κατά τη διάρκεια αυτού του εναγκαλισμού δεν υπάρχει καμία διαφορά, κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στο πνευματικό και στο βέβηλο. 

Leonard Cohen, Marianne Ihlen, Axel στην Ύδρα

(Για την Μαριάν) «Έφερε μια τρομερή αίσθηση τάξης στη ζωή μου. Ήταν πραγματικά εξαιρετικό προνόμιο να ζω σε ένα σπίτι μαζί της. Την είχε μεγαλώσει η γιαγιά της κατά τη διάρκεια του πολέμου, οπότε είχε λάβει την εκπαίδευση μιας παλιότερης γενιάς. Και μόνο ο τρόπος που έστρωνε το τραπέζι ή άναβε κεριά ή καθάριζε το σπίτι, και δεν ήταν σε καμία περίπτωση περιορισμένη σε αυτές τις δραστηριότητες που βρίσκουν ύποπτες οι φεμινίστριες.»
____________________

Είναι δύσκολο να παραμείνεις ο πραγματικός εαυτός σου μπροστά στην επιθυμία. Το αντικείμενο του πόθου σου και η ποιότητα του πόθου σου είναι τόσο καθηλωτικά που είσαι πρόθυμος να στραμπουλήξεις τον εαυτό σου σε οποιαδήποτε μεταμφίεση προκειμένου να κερδίσεις το αντικείμενο του πόθου σου. Αυτό είναι κάτι που σίγουρα όλοι γνωρίζουν. Διαθέτει δύναμη και είναι γνωστό ως πειρασμός. Είναι μια πολύ αβέβαιη και επικίνδυνη ασχολία και έπειτα από κάποιο διάστημα, όταν είσαι πια αρκετά μεγάλος ώστε να καταλαβαίνεις τις συνέπειες των πράξεών σου και να γνωρίζεις ότι το να πηδηχτείς με κάποιον είναι σοβαρό, σε οποιοδήποτε επίπεδο, τότε αναδύεται το ηθικό ζήτημα. 
Παρ' όλα αυτά, η επιθυμία είναι τόσο δυνατή που ακόμα και γνωρίζοντας τις συνέπειες θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να οδηγηθεί σε μεταμφιέσεις. 

Leonard Cohen, Rebecca De Mornay (1992)

Όταν γνώρισα τη Ρεμπέκα, έκανα ένα σωρό σκέψεις, πώς μπορείς να κάνεις αλλιώς μπροστά σε μια γυναίκα τέτοιας ομορφιάς; Και όλες αυτές οι σκέψεις μπερδεύτηκαν στο μυαλό μου. Αλλά εκείνη δεν επέτρεπε να προχωρήσουν πέρα από κει: από το μυαλό μου. Μόνο που προχώρησαν. Και τελικά είδε ότι ήμουν ένας τύπος που δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων... με την έννοια του να είμαι σύζυγος και να αποκτήσω κι άλλα παιδιά και όλα αυτά. Και είχε δίκιο, φυσικά. Αλλά ήταν τόσο καλή που με συγχώρεσε. Την είδα τις προάλλες και της είπα, «Ξέρω γιατί με συγχώρεσες. Επειδή προσπάθησα πολύ, πάρα πολύ». Και μου είπε, «Ναι». 1998
__________________

Υπάρχει μια γενικευμένη συνωμοσία εναντίον των εραστών επειδή οι άνθρωποι πραγματικά δεν θέλουν να βλέπουν άλλους ανθρώπους ευτυχισμένους και η εμπειρία της έκστασης είναι εξαιρετικά δυσάρεστη σε όσους δεν συμμετέχουν σ' αυτήν. Έτσι γίνεται και με τους καλλιτέχνες. Οι άνθρωποι θα προτιμούσαν οι καλλιτέχνες τους να ήταν ανάπηροι ή νεκροί. Είναι κοινότοπο, αλλά αληθινό...

Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια, Ανθολόγηση/μετάφραση Εύη Μαραγκού, εκδόσεις Μελάνι

Ένα φιλί από την Perla Batalla.
_____

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

«Θα προτιμούσα όχι», Herman Melville, Μπάρτλμπυ, ο γραφέας



Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
___________


«..χλομή ευπρέπεια, σπαρακτική αξιοπρέπεια, αθεράπευτη μοναξιά»

Ο πιο μελαγχολικός και αινιγματικός χαρακτήρας της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο Μπάρτλμπυ ο γραφέας.

Λ
ίγα λόγια απαιτούνται για να περιγράψει κανείς τον Μπάρτλμπυ. Αλλωστε και ο ίδιος ελάχιστες μόνο λέξεις ξεστομίζει σ' αυτό το διήγημα που φέρει το όνομά του. Οι περισσότερες είναι η δουλική επανάληψη μιας απάνθρωπα μοναχικής επωδού: «I'd rather not - Θα προτιμούσα όχι», που αντηχεί στον νου όπως η κορακολαλιά του Πόε: «Nevermore - Ποτέ πια».

Την ιστορία του αινιγματικού γραφέα αφηγείται ένας συνετός και μεθοδικός δικηγόρος – κατεξοχήν αξιόπιστο και αφιλόδοξο πρόσωπο – που ανήκει «στη χορεία των δικηγόρων εκείνων, οι οποίοι ουδέποτε αγορεύουν ενώπιον δικαστηρίου, ούτε αποσπούν το χειροκρότημα του κοινού, αλλά στη δροσιά και στην ηρεμία της βολικής γωνίτσας τους βγάζουν πέρα τη βολική δουλίτσα τους».

Ο Μπάρτλμπυ δεν μιλά σε κανέναν, ούτε στον αφηγητή που τον προσέλαβε ούτε στους δύο συναδέλφους του και αντιγράφει σιωπηλός τα έγγραφα που του εμπιστεύονται.



«Στην αγγελία μου ανταποκρίθηκε ένας νεαρός, ο οποίος στάθηκε ένα πρωί ασάλευτος στην είσοδο του γραφείου μου - η πόρτα ήταν ανοιχτή, καθότι καλοκαίρι. Είναι σαν να τον έχω μπροστά μου - χλομή ευπρέπεια, σπαρακτική αξιοπρέπεια, αθεράπευτη μοναξιά ! Ήταν ο Μπάρτλμπυ.

«Στην αρχή ο Μπάρτλμπυ έφερνε σε πέρας ασύλληπτο όγκο γραφικής εργασίας. Ωσάν η ανάγκη του να αντιγράφει να είχε αγγίξει τα όρια της λιμοκτονίας, άρχισε να καταβροχθίζει τα έγγραφά μου. Ανάπαυλα προς πέψιν δεν υπήρχε. Η γραμμή παραγωγής δούλευε μέρα-νύχτα, η αντιγραφή των εγγράφων γινόταν με το φως του ήλιου και με το φως των κεριών. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι ενθουσιασμένος με την προσήλωσή του, αρκεί να συνδύαζε την εργατικότητα με λίγο κέφι γι αυτό που έκανε. Όμως εκείνος έγραφε σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά.»




Η πρώτη έκπληξη ή μάλλον σύγχιση έρχεται, όταν, την τρίτη μέρα στη δουλειά, ο δικηγόρος θα ζητήσει από τον Μπάρτλμπυ να βοηθήσει στην αντιπαραβολή ενός εγγράφου, μια υπόθεση ανιαρή, κουραστική, ληθαργική.

...χωρίς να σαλέψει από το άσυλό του, ο Μπάρτλμπυ μου απάντησε σε τόνο εξαιρετικά ήπιο και σταθερό: «Θα προτιμούσα όχι».

Προς στιγμήν βουβάθηκα, προσπαθώντας να ξεπεράσω τον αιφνιδιασμό μου. Αυτομάτως μου πέρασε από το μυαλό ότι με είχαν προδώσει τα αυτιά μου ή ότι ίσως ο Μπάρτλμπυ είχε παρανοήσει εντελώς.

[....] Τον κοίταξα καλά καλά. Το ισχνό πρόσωπο ήταν ατάραχο· τα γκρίζα μάτια θολά και γαλήνια. Ουδεμία σύσπαση που να μαρτυρεί αναστάτωση. Αν υπήρχε η παραμικρή αμηχανία, θυμός, αδημονία ή αυθάδεια στη στάση του· εν ολίγοις, αν υπήρχε κάτι συνηθισμένο και ανθρώπινο πάνω του, αναμφίβολα θα τον είχα διώξει κακήν κακώς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως θα ήταν σαν να έδειχνα την έξοδο στη χλομή γύψινη προτομή του Κικέρωνα που είχα στο γραφείο μου. 


Ο Μπάρτλμπυ συνεχίζει και τις επόμενες μέρες να αντιγράφει, χωρίς να ξεμυτίζει από το γραφείο, «μόνιμος φρουρός της γωνίας δίπλα στην πόρτα, πίσω από το ψηλό, πράσινο, πτυσσόμενο παραβάν» και να επαναλαμβάνει μηχανικά, σε κάθε λογική παράκληση του δικηγόρου, την αφοπλιστική επωδό:«Θα προτιμούσα όχι».

Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
___________

«..δεν έπασχε το σώμα· η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε...»

Μια Κυριακή πρωί κι ενώ ο αφηγητής έχει αρχίσει να συμφιλιώνεται με τη στάση του Μπάρτλμπυ, αναγνωρίζοντας την σταθερότητα, την αυτοτέλειά του από κάθε περισπασμό και την αδιαμφισβήτητη εντιμότητά του, θα διαπιστώσει εμβρόντητος ότι ο γραφέας του έχει εγκατασταθεί κι έχει στήσει το εργένικο νοικοκυριό του στο γραφείο.

….τo φάσμα του Μπάρτλμπυ φανερώθηκε μπροστά μου, τo λιγνό πρόσωπο χωμένο στο διάκενο της μισάνοιχτης πόρτας· φορούσε μόνον πουκάμισο και μια ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένη ρόμπα· με φωνή σιγανή μου ζήτησε συγγνώμη διότι εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ απασχολημένος και - θα προτιμούσε να μη με δεχτεί. Πρόσθεσε δε, χωρίς πολλά λόγια, ότι το καλύτερο θα ήταν να κάνω δυο-τρεις γύρους στο τετράγωνο και ότι στο μεσοδιάστημα μάλλον θα προλάβαινε να ολοκληρώσει αυτό που έκανε.

Ε, λοιπόν, αυτή η εντελώς απρόβλεπτη εμφάνιση του Μπάρτλμπυ εγκατεστημένου στο γραφείο μου Κυριακή πρωί, με εκείνη την αριστοκρατική νωχέλεια που μύριζε πτωμαΐνη, πάντοτε ακλόνητου και ψύχραιμου, είχε τέτοια περίεργη επίδραση πάνω μου, ώστε χωρίς κουβέντα πήρα δρόμο από την ίδια μου την πόρτα και συμμορφώθηκα με την επιθυμία του. Όχι, βέβαια, χωρίς τους ποικίλους νυγμούς μιας ανίσχυρης αντίδρασης ενάντια στην ήπια προπέτεια αυτού του ακατανόητου γραφέα. 

Μα την πίστη μου, αυτή ακριβώς η καταπληκτική ηπιότητά του όχι απλώς με αφόπλιζε αλλά, τρόπος του λέγειν, με ευνούχιζε. Διότι πιστεύω ότι, εν προκειμένω, ένα είδος ευνουχισμού είναι και το να επιτρέπεις στωικά στον έμμισθο γραφέα σου να σου υπαγορεύει τι να κάνεις και να σε διατάζει να φύγεις από το γραφείο σου.

[.....] Μάλιστα, σκέφτηκα, είναι φως φανάρι ότι ο Μπάρτλμπυ εγκαταστάθηκε εδώ και έστησε το εργένικο νοικοκυριό του. Και αμέσως με κατέκλυσε μια σκέψη: τι φοβερή εγκατάλειψη, τι μοναχικότητα έρχονται ξαφνικά στο φως ! Η φτώχεια του ήταν μεγάλη· η ερημιά του, όμως, φρικτή! 

Για σκεφτείτε το. Τις Κυριακές η Ουώλλ Στρητ είναι έρημη σαν την Πέτρα· αλλά και το κάθε βράδυ της κάθε ημέρας η ίδια ερημιά. Ως και αυτό το κτίριο, που τις εργάσιμες ημέρες αντιβουίζει εργατικότητα και ζωή, το βράδυ αντιλαλεί το απόλυτο κενό, και ολόκληρη την Κυριακή είναι εγκαταλελειμμένο. 

Και ο Μπάρτλμπυ έρχεται και στήνει το σπιτικό του εδώ· μοναδικός θεατής μιας ερημιάς που την έχει δει πολυάνθρωπη - ένα είδος αθώου και μεταμορφωμένου Μάριου βυθισμένου σε μελαγχολικές σκέψεις μπροστά στα ερείπια της Καρχηδόνας!

Τα
 όσα είδα εκείνο το πρωινό με έπεισαν ότι ο γραφέας ήταν θύμα εγγενούς και αθεράπευτης διαταραχής. Θα μπορούσα να ελεήσω το σώμα του· αλλά δεν έπασχε το σώμα του· η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε, και την ψυχή του δεν μπορούσα να την προσεγγίσω.



H. Melville, "Bartleby the Scrivener" (The narrator), 2012. 
©Marco Lorenzetti.
____________


«Την εγκατέλειψα πια την αντιγραφή» 

Την επόμενη μέρα και παρά την αναντίρρητα καλή μεταχείριση και επιείκια που εισπράττει από τον δικηγόρο, ο Μπάρτλμπυ «προτιμά να μην απαντήσει σε καμιά ερώτηση για τον εαυτό του», κρατώντας «το βλέμμα του καρφωμένο στην προτομή του Κικέρωνα». Εξίσου μειλίχια αντιμετωπίζει τις εκκλήσεις του εργοδότη του να συμμορφωθεί και «προτιμά να μην φερθεί προς το παρόν κάπως λογικά».


Είναι η έβδομη φορά που ο Μπάρτλμπυ διατυπώνει είτε αυτολεξεί είτε με παραλλαγές τη φράση «Θα προτιμούσα όχι» και ο δικηγόρος συνειδητοποιεί τον μολυσματικό της χαρακτήρα. Οι ασυνήθιστες λέξεις παρεισφρέουν στη γλώσσα του ίδιου και των υπαλλήλων: 


Δεν ξέρω πώς, αλλά τώρα τελευταία είχα αποκτήσει τη συνήθεια να χρησιμοποιώ άθελά μου τη λέξη «προτιμώ» σε κάθε είδους — όχι ακριβώς πάντα στην κατάλληλη — περίσταση. Έτρεμα μάλιστα στη σκέψη ότι η επαφή μου με τον γραφέα με είχε ήδη επηρεάσει σοβαρά σε πνευματικό επίπεδο.

Μέχρι που η ασυνήθιστη διατύπωση επιδρά και στον ίδιο τον Μπάρτλμπυ· δεν μπορεί πια να αντιγράψει, απλά, γιατί  έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Όταν το αντιλαμβάνεται είναι σαν να πρόκειται για κάτι το προφανές:


«Δεν τον βλέπετε και μόνος σας τον λόγο;», απαντά αδιάφορα στην ερώτηση του δικηγόρου και συνεχίζει να στέκεται όρθιος στο παράθυρό του ρεμβάζοντας κατά τον τυφλό τοίχο. Ο λόγος βεβαίως δεν είναι κάποιο παροδικό πρόβλημα στην όραση του, όπως συγκινημένος, σπεύδει να υποθέσει ο δικηγόρος, γιατί λίγες μέρες μετά ο Μπάρτλμπυ, αντιδρώντας στις παροτρύνσεις του,τού ανακοινώνει ότι είχε οριστικά εγκαταλείψει την αντιγραφή:


«Την εγκατέλειψα πια την αντιγραφή» απάντησε και γλίστρησε στη γωνιά του.


Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
______________


«...σαν τη στερνή κολόνα ενός κατερειπωμένου ναού»

Η πεισματική άρνηση του Μπάρτλμπυ να ανταποκριθεί στην ανθρώπινη επαφή και να συμμετάσχει στο γραφείο υποχρεώνει τον αφηγητή να τον απολύσει.

Τι να έκανα; Δεν ήθελε να συμμετάσχει σε τίποτα στο γραφείο· γιατί, λοιπόν, να μένει εκεί; Για να το πούμε καθαρά, μου είχε πια γίνει βάρος, όχι απλώς άχρηστος όσο ένα κολλιέ αλλά και θλιβερός ως παρουσία. Από την άλλη, τον λυπόμουνα. Είναι η μισή αλήθεια αν πω ότι ανησυχούσα γι’ αυτόν. Αν μου έδινε τουλάχιστον ένα όνομα κάποιου συγγενή ή φίλου του, θα έσπευδα να τους γράψω και θα τους παρότρυνα να τον πάρουν τον κακομοίρη από εδώ και να τον πάνε κάπου ήσυχα. Όμως μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν μόνος, κατάμονος μέσα στο σύμπαν. Ένα ναυάγιο στη μέση του Ατλαντικού.

Η προθεσμία των έξι ημερών για να αποχωρήσει ο Μπάρτλμπυ από το γραφείο εκπνέει, αλλά εκείνος παραμένει στη θέση του πίσω από το παραβάν. Ο δικηγόρος του αφήνει χρήματα, οδηγίες και τον αποχαιρετά με την υπόσχεση να τον βοηθήσει σε ό,τι χρειαστεί στην καινούργια του διαμονή.

Εκείνος όμως δεν είπε λέξη· σαν τη στερνή κολόνα ενός κατερειπωμένου ναού απόμεινε όρθιος, βουβός και μοναχικός στη μέση του κατά τα άλλα έρημου χώρου.


"Bartleby the Scrivener" (2012) by Bill Bragg.
____________

Μπορεί βέβαια, ο δικηγόρος να θεώρησε δεδομένη την αποχώρηση του Μπάρτλμπυ, αλλά «το μείζον ζήτημα ήταν εάν εκείνος θα προτιμούσε να αποχωρήσει. Ο Μπάρτλμπυ ήταν άνθρωπος των προτιμήσεων, όχι των δεδομένων.»

Την επόμενη μέρα ο Μπάρτλμπυ, όχι μόνο ήταν ακόμα στο γραφείο, αλλά «θα προτιμούσε να μη φύγει από εκεί», χωρίς βέβαια να κάνει το παραμικρό που να δικαιώνει την άρνησή του να αποχωρήσει.


Κι ενώ ο αφηγητής συμβιβάζεται με την ιδέα ότι ο ακίνδυνος και αθόρυβος γραφέας είναι σταλμένος στη ζωή του από την πάνσοφη Θεία Πρόνοια για κάποιο μυστηριώδη λόγο, τα ανοικτίρμονα αλλά δικαιολογημένα σχόλια συναδέλφων για το «στοιχειό του γραφείου», τον ωθούν να «απαλλαγεί μια κι έξω απ’ αυτόν τον αφόρητο βραχνά.»


Η συνείδησή του δεν του επιτρέπει ωστόσο να πετάξει έξω με τις κλοτσιές ένα απροστάτευτο πλάσμα - «τον κακομοίρη, τον κιτρινιάρη, τον κακόθυμο τον άνθρωπο», ούτε «να βάλει κανέναν αστυφύλακα να τον μαγκώσει και να στείλει φυλακή αυτή την αθώα, χλομή ύπαρξη», σαν να ήταν κανένας αλήτης ή επαίτης.


Τέρμα λοιπόν. Αφού δεν φεύγει εκείνος, πρέπει να φύγω εγώ. Θα αλλάξω γραφείο· θα μετακομίσω και θα τον ειδοποιήσω εγκαίρως ότι αν τον βρω στο καινούργιο γραφείο μου, θα τον μηνύσω για παραβίαση ξένης ιδιοκτησίας.

Όπερ και εγένετο. Όταν και το παραβάν απομακρύνθηκε, τελευταίο από το χώρο, ο Μπάρτλμπυ «απόμεινε ασάλευτος και μόνος στο γυμνό δωμάτιο» κι ο δικηγόρος – «περίεργο πράγμα – με πολύ κόπο αποχωρίστηκε τον άνθρωπο από τον οποίο τόσο πολύ λαχταρούσε να απαλλαγεί.»



Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
_____________


 «Εμένα μου αρέσει η στασιμότητα. Αν και δεν είμαι απαιτητικός».


Οι καινούργιοι ένοικοι θα αναγκαστούν να διώξουν τον Μπάρτλμπυ από το γραφείο, όχι όμως και από το κτίριο. «Την ημέρα τη βγάζει καθισμένος στην κουπαστή της σκάλας και τη νύχτα κοιμάται στην είσοδο.» Έξαλλοι ζητούν από τον δικηγόρο, θεωρώντας τον υπεύθυνο, να τους απαλλάξει από το αλλόκοτο αυτό πλάσμα. Ο δικηγόρος, ανίκανος να απαλλαγεί από τη σαγήνη του σιωπηλού γραφέα, θα κάνει άλλη μια προσπάθεια:

«Μπάρτλμπυ», άρχισα, «έχεις αντιληφθεί ότι με υποβάλλεις σε πολύ μεγάλη δοκιμασία με την επιμονή σου να κάνεις κατάληψη της εισόδου, από τη στιγμή που σε έδιωξαν από το γραφείο; »

Καμιά απάντηση.

«Λοιπόν, ένα από τα δύο θα γίνει. Ή θα πάρεις μόνος σου μια απόφαση ή θα πρέπει να ληφθεί μια απόφαση από εμάς για σένα. Λοιπόν, με τι είδους δουλειά θα ήθελες να ασχοληθείς; Θέλεις να προσληφθείς και πάλι ως γραφέας δικηγόρου;»

«Όχι· θα προτιμούσα να μην αλλάξει τίποτα».

«Θέλεις να προσληφθείς ως υπάλληλος σε κατάστημα λευκών ειδών;»

«Έχει πολλή κλεισούρα αυτή η δουλειά. Όχι, δέν θέλω να πάω υπάλληλος· πάντως δεν είμαι απαιτητικός».


«Πολλή κλεισούρα!» αναφώνησα. «Το λες εσύ που μένεις διαρκώς κλεισμένος μέσα!»

«Θα προτιμούσα να μην πάω για υπάλληλος» αποκρίθηκε ξερά, σαν να ήθελε να τελειώνει μια κι έξω με αυτό το επουσιώδες θέμα.

«Θα σου άρεσε να δουλέψεις σε μπαρ; Είναι δουλειά που δεν θα σου κουράζει και τα μάτια».

«Δεν θα μου άρεσε καθόλου· αν και, όπως είπα πρωτύτερα, δεν είμαι απαιτητικός».

Η ασυνήθιστη πολυλογία του με ενθάρρυνε να συνεχίσω την έφοδο.

«Καλά, μήπως τότε θα ήθελες να ταξιδεύεις ανά τη χώρα και να εισπράττεις γραμμάτια για λογαριασμό εμπόρων; Αυτό θα ήταν καλό και για την υγεία σου».

«Όχι, θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο».


«Τότε πώς σου φαίνεται η ιδέα να ταξιδέψεις στην Ευρώπη ως συνοδός, για να ψυχαγωγείς με την κουβέντα σου κάποιο νεαρό κύριο - γι’ αυτό τι λες;»

«Ούτε κατά διάνοια. Δεν μου ακούγεται και πολύ σίγουρη αυτή η δουλειά. Εμένα μου αρέσει η στασιμότητα. Αν και δεν είμαι απαιτητικός».


«Και στάσιμος θα μείνεις» φώναξα χάνοντας την υπομονή μου, και - για πρώτη φορά στις εκνευριστικές επαφές μου μαζί του - ξεσπώντας με όλο μου το δίκιο. « Εάν δεν φύγεις απ’ αυτό το γραφείο προτού νυχτώσει, θα είμαι υποχρεωμένος - ή μάλλον, είμαι υποχρεωμένος - να - να φύγω εγώ!» κατέληξα, ελαφρώς παράλογα, είναι η αλήθεια, μη ξέροντας με τι απειλή να τον φοβερίσω για να αφήσει κατά μέρος τη στασιμότητα και να συμμορφωθεί.

Κρίνοντας ότι η οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια θα ήταν μάταιη, ήμουν έτοιμος να πάρω δρόμο, όταν μου ήρθε μια τελευταία ιδέα - μια ιδέα με την οποία είχα φλερτάρει και στο παρελθόν.

«Μπάρτλμπυ», είπα όσο πιο φιλικά μου επέτρεπε η ένταση της στιγμής, «θα ήθελες να έρθεις τώρα μαζί μου - όχι στο γραφείο μου, αλλά στο σπίτι μου - και να μείνεις εκεί ώσπου να μπορέσουμε να καταλήξουμε με την ησυχία μας σε μια διευθέτηση που να σε εξυπηρετεί; Έλα, ας πηγαίνουμε, τώρα αμέσως».


«Όχι: προς το παρόν θα προτιμούσα να μην κάνω απολύτως καμία αλλαγή».




Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
_________________

«Μετά βασιλέων βουλευτών γης....»


Η αστυνομία θα στείλει τον Μπάρτλμπυ στους Τάφους ή, επί το ορθότερον, στις Δημόσιες Φυλακές με το αιτιολογικό της επαιτείας. Εκεί θα τον εντοπίσει ο πρώην εργοδότης του στην πιο ήσυχη από τις περίκλειστες, στρωμένες με γρασίδι αυλές της, να στέκεται ολομόναχος με το πρόσωπό του στραμμένο προς έναν πανήψηλο τοίχο.

«Μπάρτλμπυ!»

«Σας γνωρίζω», είπε χωρίς να στραφεί - «και δεν επιθυμώ να έχω καμία κουβέντα μαζί σας».

«Μα δεν σε έφερα εγώ εδώ μέσα, Μπάρτλμπυ», είπα, σφοδρά θορυβημένος από το υπονοούμενο.«Άλλωστε, το μέρος αυτό εσένα ως άτομο δεν σε στιγματίζει. Κανείς δεν μπορεί να σου προσάψει τίποτα επειδή βρίσκεσαι εδώ. Στο κάτω κάτω ο χώρος δεν είναι και τόσο θλιβερός όσο θα περίμενε κανείς. Για κοίταξε, βλέπεις τον ουρανό, έχεις και γρασίδι».

«Γνωρίζω πού βρίσκομαι» απάντησε αλλά δεν θέλησε να πει τίποτε περισσότερο και έτσι τον άφησα.


Η τελευταία προσπάθεια του δικηγόρου είναι να εξασφαλίζει για το γεύμα του φίλου του ό,τι καλύτερο και εκλεκτότερο μπορεί να του προμηθεύσει ο «μασαδόρος», κάτι που ο γραφέας - 
επίμονα αδιάφορος για τις γαστρονομικές απολαύσεις - αρνείται με την γνωστή επωδό: 

«Προτιμώ να μη δειπνήσω σήμερα. Θα με πειράξει στο στομάχι· δεν είμαι συνηθισμένος να τρώω το βράδυ».


Όταν σε λίγες μέρες ο δικηγόρος θα πάρει πάλι άδεια εισόδου στους Τάφους, αναζητώντας τον αμίλητο γραφέα, θα τον βρει αλλόκοτα κουλουριασμένο στην αυλή: 

Στην αυλή επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Τούτη η αυλή δεν ήταν προσιτή στους κοινούς κατάδικους. Οι τοίχοι που την περιέβαλλαν, εκπληκτικού πάχους, απομόνωναν τον κάθε ήχο. Η αιγυπτιακού τύπου τοιχοποιΐα μου προκαλούσε κατάθλιψη. Όμως κάτω από τα πόδια μου ψήλωνε απαλό το φυλακισμένο γρασίδι. Η καρδιά των αιώνιων πυραμίδων, φαίνεται, όπου, μ’ έναν τρόπο άλλόκοτο, μαγικό, ανάμεσα στις ρωγμές, ο σπόρος που έπεσε από τα πουλιά, φύτρωσε.

Αλλόκοτα κουλουριασμένο στη βάση του τοίχου, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, γυρισμένο στο πλάι, με το κεφάλι ν’ ακουμπάει στην κρύα πέτρα, αντίκρισα τον σκελετωμένο Μπάρτλμπυ. Αλλά δεν σάλευε τίποτα. Κοντοστάθηκα· μετά πλησίασα· έσκυψα από πάνω του και είδα πως τα θολά μάτια ήταν ανοιχτά· κατά τα άλλα φαινόταν να κοιμάται βαθιά. Κάτι με έσπρωξε να τον αγγίξω. Ψηλάφισα το χέρι του και ένα ρίγος, σαν μυρμήγκιασμα, χύθηκε στο μπράτσο μου κι από εκεί στη ραχοκοκαλιά ίσαμε τα πόδια μου.

Το ολοστρόγγυλο μούτρο του μασαδόρου έσκυβε από πάνω μου. 

«Το φαγητό του είναι έτοιμο. Ούτε σήμερα έχει σκοπό να φάει; Μπας και ζει με αέρα;» 

«Ζει με τον αέρα» είπα και του έκλεισα τα μάτια.

«Έ; Κοιμάται, έτσι;»

«Μ
ετά βασιλέων βουλευτών γης» ψιθύρισα.


Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
__________________

«Ανεπίδοτη επιστολή! Σαν να λέμε, νεκρό γράμμα»

Όπως σιωπηλά έζησε, έτσι σιωπηλά και πέθανε ο Μπάρτλμπυ, παραμένοντας άγνωστος για όλους και για εμάς που διαβάζουμε την ιστορία του. Μόνο στο τέλος θα αξιωθούμε να μάθουμε μια μικρή λεπτομέρεια - φήμη για την ύπαρξή του.

Η φήμη λοιπόν έλεγε τα εξής: ότι ο Μπάρτλμπυ ήταν κατώτερος υπάλληλος στην Υπηρεσία Ανεπίδοτων Επιστολών στην Ουώσινγκτον, από όπου αιφνιδίως απολύθηκε λόγω αλλαγής της διεύθυνσης.

Οσάκις τη σκέφτομαι αυτή την κουβέντα, μου είναι αδύνατον να εκφράσω τα συναισθήματα που με κατακλύζουν. Ανεπίδοτη επιστολή! Σαν να λέμε, νεκρό γράμμα. Δεν θυμίζει νεκρό άνθρωπο; Φανταστείτε έναν άνθρωπο χλομό, επιρρεπή από τη φύση του και τη μοίρα του στην απόγνωση, ποια άλλη δουλειά είναι πιο κατάλληλη για να του επιτείνει την άπόγνωση από τη συνεχή διαλογή αυτών των ανεπίδοτων επιστολών και την ταξινόμησή τους προτού καταλήξουν στις φλόγες;

Διότι κάθε χρόνο τις καίνε, κάρα ολόκληρα από αυτές. Καμιά φορά ο χλομός υπάλληλος ξετρυπώνει μέσα από το διπλωμένο χαρτί ένα δαχτυλίδι - το δάχτυλο για το οποίο προοριζόταν μπορεί να λιώνει στον τάφο· ένα χαρτονόμισμα σταλμένο ως κίνηση άμεσης συμπόνιας - αυτός τον όποιο θα ανακούφιζε, ούτε τρώει ούτε πεινάει πια· τη συγγνώμη για εκείνους οι οποίοι πέθαναν συντετριμμένοι· την έλπίδα για εκείνους οι οποίοι πέθαναν απελπισμένοι· τα χαρμόσυνα νέα για εκείνους τους οποίους έπνιξαν οι αβάσταχτες συμφορές. Για τις εντολές της ζωής, τούτα τα γράμματα σπεύδουν στον θάνατο.

Ω, Μπάρτλμπυ! Ω, ανθρωπότης! -


Lower Broadway in New York City, 1859, with the spire of Trinity Church in the background, shows the tall office buildings referred to in Bartleby.
__________________


«Βιομηχανία Μπάρτλμπυ...»

Ο αριθμός τών προσεγγίσεων σχετικά με την προέλευση του Μπάρτλμπυ είναι τόσο μεγάλος ώστε ο Dan McCall να μιλάει για «βιομηχανία Μπάρτλμπυ», ο δέ ψυχαναλυτής Henry A. Murray να έχει αναφερθεί σε «σύμπλεγμα Μπάρτλμπυ».

Υπάρχει μια γραμμή που συνδέει τον Μπάρτλμπυ του Μέλβιλ με  τα κηρύγματα για «πολιτική ανυπακοή» του Henry David Thoreau, την παθητική αντίσταση του Μαχάτμα Γκάντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την φασματική προσωπικότητά του Γιόζεφ Κ. στη Δίκη του Κάφκα και τους φευγάτους, μοναχικούς, αξιοπρεπείς, με τις εμμονές τους ήρωες του Μπέκετ.

Το «Δεν γεννήθηκα για να μου επιβάλλουν οι άλλοι τι να κάνω. Θα αναπνέω όπως μου αρέσει» του Θορώ, δεν αποκλείεται να είναι κάτι σαν προανάκρουσμα του «Θα προτιμούσα όχι» του Μπάρτλμπυ. Ο Μπάρτλμπυ, βέβαια, δεν εξηγεί ποτέ γιατί «θα προτιμούσε όχι», απλώς εμμένει στην άρνησή του, η οποία πάντως εκφράζει βούληση και προσωπική επιλογή.

Ο ίδιος ο Μέλβιλ, πάλι, το 1853, χρονιά που γράφει τον Μπάρτλμπυ, αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα με τον ήρωά του: η λογοτεχνία του δεν πουλάει, αλλά ο συγγραφέας εμμένει πεισματικά σε κείμενα καταδικασμένα.

«Αυτά που λαχταρώ να γράψω, είναι όλα καταδικασμένα - δεν πουλάνε. Από την άλλη όμως, το να γράψω αλλιώς - δεν το μπορώ.»


Κι ίσως ο Μέλβιλ να μην ταυτίζεται μόνο με τον Μπάρτλμπυ, αλλά εν μέρει και με τον δικηγόρο.

Εκπρόσωπος της αμερικανικής αστικής τάξης ο δικηγόρος, μέτριας ευφυΐας άτομο, συνετός, μεθοδικός, καλοπροαίρετος, φιλελεύθερος μέχρις εκεί που τον παίρνει, επιτυχημένος και αξιοσέβαστος πολίτης, «προσηνής και μπλαζέ, διαβαίνει στη ζωή με παρωπίδες, ούτως ώστε τίποτα να μην του αποσπά την προσοχή ούτε να του διαταράσσει την ησυχία», όπως γράφει ο Andrew Delbanco. 

Όπως παρατηρεί ο Richard Chase, ο Μέλβιλ «ήταν ένας επιτυχημένος οικογενειάρχης και είχε εργαστεί επί εικοσαετία ως επιθεωρητής τελωνείου... άρα αναπόφευκτα ταυτιζόταν με τον Αμερικανό αστό, ο οποίος αντιμετώπιζε τον καλλιτέχνη σαν το αθώο πλάσμα που υποφέρει και απομονώνεται. 

Στο συμβολικό αυτό επίπεδο ο Μέλβιλ ήταν ταυτόχρονα ο δυναμικός και επιθετικός άνθρωπος, ο εκπρόσωπος της εξουσίας αλλά  και ο Μπάρτμπυ. Εν ολίγοις ήταν ο πατέρας και ο γιος, η σχέση των οποίων είναι κεντρικό θέμα στον Μέλβιλ. 

Ο γιος πεθαίνει χωρίς να έχει παράσχει τη φώτιση στον πατέρα, ο δε πατέρας συνεχίζει να ζει χωρίς να έχει λυτρωθεί, κάτοχος πάντοτε της ισχύος και της εξουσίας, τις οποίες δεν κατόρθωσε να κληροδοτήσει στον γιο».


Αθηνά Δημητριάδου (από το σημείωμα της μεταφράστριας)



«Ούτις εμοί γ’ όνομα»

Ο Μπάρτλμπυ δεν είναι μια μεταφορά για τον συγγραφέα ούτε το σύμβολο κάποιου. Είναι ένα βίαια κωμικό κείμενο, και το κωμικό είναι πάντοτε κυριολεκτικό. Δεν θέλει να πει παρά αυτό που κυριολεκτικά λέει. Το λέει και το ξαναλέει, ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΝΑ ΜΗΝ, I would prefer not to. Αυτή είναι η συνταγή της δόξας του και κάθε ερωτευμένος αναγνώστης την επαναλαμβάνει με τη σειρά του. Ένας λιγνός χλομός άντρας είπε τη συνταγή για να τρελάνεις τους πάντες.

Ο Μπάρτλμπυ έχει κερδίσει το δικαίωμα να επιβιώνει, δηλαδή να στέκεται ακίνητος και όρθιος απέναντι σε έναν τυφλό τοίχο. Υπομένουσα καθαρή παθητικότητα, όπως θα έλεγε ο Blanchot. Είναι ως είναι και τίποτα παραπάνω. Τον πιέζουν να πει ναι ή όχι. Αλλά αν έλεγε όχι, αν έλεγε ναι, πολύ γρήγορα θα είχε νικηθεί, θα είχε κριθεί άχρηστος και δεν θα επιβίωνε. Δεν μπορεί να επιβιώσει παρά μόνον αν περιδινείται σε μια αιώρηση που κρατά όλο τον κόσμο σε απόσταση.


Ο Μπάρτλμπυ είναι ο Εργένης, αυτός για τον οποίο ο Κάφκα έλεγε: «έχει μόνο τόσο έδαφος όσο πατούν τα πόδια του, τόσο στήριγμα όσο καλύπτουν τα δυο του χέρια» - αυτός που κρυβόταν στο χειμωνιάτικο χιόνι για να πεθάνει απ’ το κρύο σαν να ήταν παιδί - αυτός που το μόνο που είχε να κάνει ήταν οι περίπατοί του, τους οποίους όμως μπορούσε να κάνει οπουδήποτε, χωρίς να κινείται.  

Ο Μπάρτλμπυ είναι ο άνθρωπος χωρίς αναφορές, χωρίς κτήσεις, χωρίς ιδιότητες, χωρίς ποιότητες, χωρίς ιδιαιτερότητες: είναι υπερβολικά λείος για να μπορεί κανείς να του αγκιστρώσει όποιαδήποτε ιδιαιτερότητα. Χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, είναι στιγμιαίος. 

Το I PREFER NOT ΤΟ είναι η χημική ή αλχημική φόρμουλα του Μπάρτλμπυ, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει στην ανάστροφη όψη του, σαν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα, το I AM NOT PARTICULAR, δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο.

Απ
’ άκρη σ’ άκρη του 19ου αιώνα υπάρχει αυτή η αναζήτηση του ανθρώπου χωρίς όνομα, βασιλοκτόνου και πατροκτόνου, του Οδυσσέα των μοντέρνων καιρών («Ούτις εμοί γ’ όνομα»): ο κονιορτοποιημένος και μηχανοποιημένος άνθρωπος των μεγάλων μητροπόλεων, απ’ τον οποίο όμως περιμένουν ίσως να βγει ο Άνθρωπος του μέλλοντος ή ενός νέου κόσμου. 
Gilles Deleuze, Μπάρτλμπυ, ή η φόρμουλα





Πηγή:  Herman Melville, Μπάρτλμπυ, Ο Γραφέας, Μια Ιστορία Της Ουώλλ Στρητ, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Επίμετρο Gilles Deleuze, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

«Αν δεν υπήρχαν Τούρκοι δεν θα υπήρχα ούτε εγώ...», Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο


Ένας Έλληνας γεννιέται χάρη στους Τούρκους

Π
οτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι τόσο σημαντικό να ’χεις γεννηθεί. Θα μπορούσες και να μην έχεις γεννηθεί, κι αυτό δεν θα άλλαζε τον «ρουν της ιστορίας». Όμως, άπαξ και γεννηθείς, θέλεις δε θέλεις θα ζήσεις μέχρι να πεθάνεις. Εκτός κι αν πεθάνεις γιατί το θέλεις, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο.

Όταν ήμουν μικρός, η μάνα μου μου ’λεγε πως πρέπει να την ευγνωμονώ, που μου χάρισε τη ζωή. Μου το ’πε μια, μου το ’πε δυο μέχρι που άρχισα να καταλαβαίνω πως είναι πάρα πολύ ύποπτο να ’σαι τόσο γενναιόδωρος ώστε να χαρίζεις ζωή, χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις πως μαζί με τη ζωή χαρίζεις και το θάνατο. Βέβαια, τότε δεν είχα ιδέα τι είναι η διαλεκτική, αλλά όταν το ’μαθα θύμωσα πολύ που και η μάνα μου δεν είχε ιδέα, αν και δασκάλα, αν και κομουνίστρια — κυρίως το δεύτερο. Θεωρούσα τον πατέρα μου πιο σοβαρό άνθρωπο, και τώρα που το σκέφτομαι αυτό δεν οφείλεται στο ότι ήταν και φιλόλογος, και κομουνιστής, και Κωνσταντινουπολίτης, και μεγαλοσχολίτης, αλλά στο απλό γεγονός πως αυτός ποτέ δεν ένοιωσε περήφανος γιατί έπαιξε το ρόλο του στο να δει το φως της ημέρας ο πρωτότοκος υιός του.

[.....] Που λέτε, κάτι ήξερε ο πατέρας μου που δεν αισθάνθηκε ποτέ υπερήφανος που έκανε τον κοινότατο άθλο να φέρει στον κόσμο διάδοχο, κληρονόμο του ονόματος του πατέρα του και παππού μου. Άλλωστε πώς θα τολμούσε ένας μυαλωμένος άνθρωπος να ζητάει ευγνωμοσύνη απ’ τα παιδιά του, που τα έφερε στον κόσμο χωρίς να του το ζητήσουν; Και σε ποια γωνιά του μεγάλου κόσμου; Στην Ελλάδα!

Το να γεννηθείς άνθρωπος είναι ήδη ένα πρόβλημα. Και το να γεννηθείς Έλληνας είναι ένα δεύτερο πρόβλημα. Αν μάλιστα είσαι άνθρωπος, Έλληνας και κομουνιστής μαζί, χέστα! Στο αρχικό υπαρξιακό σου πρόβλημα προσθέτεις ένα αιματολογικό, και στο αιματολογικό ένα ιδεολογικό, οπότε τα πράγματα μπερδεύουνται πολύ. Εδώ οι άλλοι δυσκολεύονται να τα καταφέρουν μόνο με την ιδιότητα του Έλληνα, και συ περιμένεις να τα καταφέρεις με την πρόσθετη ιδιότητα του ανθρώπου και την επιπρόσθετη του κομουνιστή; Για σοβαρέψου λιγάκι και γίνε μόνο Έλληνας για να νοιώθεις περήφανος δυο φορές το χρόνο, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου. Τις άλλες μέρες κοίτα τη δουλειά σου σαν καλός νοικοκύρης. Και αν σε καλέσει η πατρίδα, κλείσε το μαγαζί και δρόμο για το μέτωπο, με το μέτωπο ψηλά. Κι αν το κεφάλι σου συνεχίσει να βρίσκεται στη θέση του, όταν με τη βοήθεια του Θεού των Ελλήνων (προσοχή μην τον μπερδέψεις με το Θεό του εχθρού) σώσεις την πατρίδα, δηλαδή το μαγαζάκι σου και το οικοπεδάκι σου, κοίτα να πάρεις κανένα δάνειο και να το εξαγάγεις στην Ελβετία, για να μεγαλώσει η Ελλάδα.

Εγώ, λοιπόν, βρέθηκα σε τούτον τον κόσμο και ειδικότερα σε τούτον τον τόπο, που δεν τον διάλεξα όπως και πολλά άλλα, διότι ο πατέρας μου είχε την πολύ ελληνική ιδέα να λιποταχτήσει απ’ τον τουρκικό στρατό, όπου η πατρίδα (ποια πατρίδα;) τον είχε καλέσει για να κάνει τη θητεία του.

Τι του ήρθε να λιποταχτήσει; Λιποτάχτησαν οι άλλοι Έλληνες, υπήκοοι του τουρκικού κράτους, κύριε; Δηλαδή, θα σε πείραζε αν έκαμνες ωραία και καλά τη θητεία σου ως νομιμόφρων στο ντοβλέτι και να ’ρχόσουν στην Ελλάδα κατά το ’60, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες σου, που κατάλαβαν πως κι αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες, μόλις οι Τούρκοι τους έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό;

Αν ερχόσουν το 1960, κύριε καθηγητά ελληνολάτρη και κομουνιστή (αν είναι δυνατόν!), ασφαλώς δεν θα μ’ έφερνες μαζί σου. Διότι, απλούστατα, δεν θα είχα γεννηθεί. Τουλάχιστον όχι ακριβώς τέτοιος που είμαι τώρα.

[....] Κοίτα να δεις πλάκα! Χρωστάω την ύπαρξή μου στο γεγονός πως ο πατέρας μου λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό! Δηλαδή, αν δεν υπήρχαν Τούρκοι δεν θα υπήρχα ούτε εγώ. Γι’ αυτό, λοιπόν, μισώ τους Τούρκους και για κανέναν άλλο λόγο. Ήταν η αφορμή να ’ρθω στον κόσμο, λιποταχτώντας από τα ερέβη της προγεννητικής ανυπαρξίας. Καταραμένοι Τούρκοι, θα σας πιω το αίμα! Είστε ο προαιώνιος εχθρός μου! Εμού προσωπικά. Διότι φροντίσατε πριν από μένα για μένα, σαν υπάλληλοι των καταστημάτων Αφοί Λαμπρόπουλοι.

Και για να το πω πιο απλά, αν δε γινόταν η επανάσταση του 1821, εγώ δεν θα γεννιόμουν. Διότι η Ελλάδα θα ήταν Τουρκία και ο πατέρας μου δεν θα είχε κανένα λόγο να λιποταχτήσει.

Και για να το πάω ακόμα πιο πίσω, αν δεν έπεφτε η Πόλη το 1453 εγώ δεν θα γεννιόμουν. Διότι αν δεν έπεφτε η Πόλη, ο παππούς μου δεν θα μπορούσε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, απ’ την τουρκική και τότε Καισάρεια, όπου βρέθηκαν οι πρόγονοί του ίσως απ’ την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, και συνεπώς δεν θα γεννιόταν ο πατέρας μου, διότι ο παππούς μου δεν θα είχε παντρευτεί τη γιαγιά μου, αλλά πιθανώς μια συμπολίτισσά του απ’ την Καισάρεια.



Καρπός ενός διδασκαλικού έρωτα που κατέληξε σε γάμο...

[...] Εν πάση περιπτώσει, ο πατέρας μου δυστυχώς λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό, δείχνοντας από τότε την έμφυτη έλλειψη εθνικοφροσύνης. Διότι, αν από τότε είχε συνηθίσει να είναι νομοταγής πολίτης και να υπακούει στο Σύνταγμα (ποιο Σύνταγμα; δεν υπήρχε ακόμα) και κυρίως στους νόμους του τουρκικού κράτους, δεν θα τραβούσε όσα τράβηξε αργότερα. Ελλάδα μου ήθελες, κύριε; Καλά να πάθεις. Όμως, εγώ γιατί να πάθω; Έλα ντε. Προφανώς, άλλαι αι βουλαί του πατέρα μου και άλλαι των σπερματοζωαρίων του.

Κοιτάξτε να δείτε τώρα πώς δούλεψαν τα σπερματοζωάρια. Όταν ο λιποτάχτης ήρθε στην Ελλάδα, διορίστηκε αμέσως δάσκαλος σ’ ένα χωριό των Γρεβενών, διότι ήταν απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, και σαν τέτοιος δούλευε ήδη δάσκαλος στην Πόλη πριν πάει φαντάρος και λιποταχτήσει, ο ανόητος.

Παράλληλα, γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από δάσκαλος προήχθη σε καθηγητή φιλόλογο, όντας δάσκαλος στα φοιτητικά του χρόνια πράγμα που σημαίνει πως αυτοχρηματοδότησε τις σπουδές του. (Στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ήταν υπότροφος της ελληνικής κοινότητας).

Όταν έγινε καθηγητής υπηρέτησε αρχικά στο Τσοτύλι, και στη συνέχεια στην Έδεσσα και το Κιλκίς. Απ’ το Κιλκίς, το 1932 τον μετέθεσαν στο ημιγυμνάσιο των Σερβίων Κοζάνης, διότι στο Γυμνάσιο του Κιλκίς είχε οργανώσει μαθητική βιβλιοθήκη, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά. Οι μαθητές δεν έπρεπε να μαθαίνουν κάτι περισσότερο απ’ αυτά που επέβαλλε το ωρολόγιον πρόγραμμα, προκειμένου να πηγαίνουν όλα ρολόι σ’ έναν κόσμο αγράμματων.

Στα Σέρβια είχε μαθητή τον αδερφό της μετ’ ολίγον συζύγου του και μητρός μου, που ήταν δασκάλα σ’ ένα χωριό εκεί δίπλα, το Πολύρραχο. Πηγαίνοντας στο χωριό της, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσε στα Σέρβια για να ρωτήσει τον κύριο καθηγητή για τις προόδους του φιλομαθούς αδερφού της. Ρώτα μια, ρώτα δυο, τελικά ανεπτύχθη διδασκαλικός έρωτας που κατέληξε σε γάμο, για να μη λεν και οι μαθητές.

Θέλω να πω πως παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των Τούρκων στη γέννησή μου, εγώ δεν θα είχα γεννηθεί αν ο θείος μου ο Γιώργος δεν ήταν φιλομαθής, και δεν επέμενε ντε και καλά να σπουδάσει, χωριάτης αυτός, όπως και η σπουδαγμένη χωριάτισσα μάνα μου.


Γάμος στο Βελβεντό Κοζάνης
_________


Οι συνέπειες της βάφτισης στο καζάνι που ζεματίζουν τα γουρούνια!

Εις ανάμνησιν της συμβολής του σ’ αυτόν τον γάμο και συνεπώς στη γέννησή μου, ο θείος Γιώργος έγινε νονός μου, έξι χρόνια μετά τη γέννησή μου. Μας βάφτισαν πολύ καθυστερημένα μαζί με τον αφερφό μου το Μανώλη, που είναι ένα χρόνο μικρότερος μου, διότι ο πατέρας μου ήθελε, λέει, να μας βαφτίσει στην Κωνσταντινούπολη, εν καιρώ. Κοίτα να δεις φίλε μου, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελληνολατρία!

Συνέπεια αυτής της βάφτισης όχι σε κολυμβήθρα, αλλά 
σ’ ένα χωριάτικο καζάνι στημένο στη μέση του δωματίου κι όχι στην εκκλησία όπου μας πέταξαν μαζί με τον αδερφό μου, ήταν να γίνω ένας φρικαλέος χριστιανός. Δεν μπορείς να βαφτίζεις, κύριε, εκεί που βράζεις το γουρούνι τα Χριστούγεννα. Αντί για χριστιανός θα σου προκύψει χοίρος.

Πάντως, το καλό σ’ αυτή την ιστορία είναι πως θυμάμαι, σαν να ’ταν χτες, τα βαφτίσια μου. Που, αντί να γίνουν στην Αγιά Σόφιά ή κάπου εκεί κοντά, έγιναν τελικά όπως-όπως σ’ ένα καζάνι, απ’ αυτά που οι χωριάτες ζεματίζουν τα γουρούνια τα Χριστούγεννα. Άντε, τώρα, να δεις προκοπή σαν χριστιανός.

Λοιπόν, από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα — σήκωσε το μπαστούνι σου να μη βραχεί η ομπρέλα. Πολλά μπαστούνια σηκώθηκαν έκτοτε και καμιά ομπρέλα δεν με προφύλαξε. Ο σουρεαλισμός μπλέχτηκε στα ποδάρια μου νηπιόθεν.

Κι όλα αυτά γιατί ο πατέρας μου λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό. Ε, γίνεσαι Τούρκος ή δε γίνεσαι μ’ αυτά και μ’ άλλα που θα ακολουθήσουν σ’ αυτό το χρονικό της δύσκολης ζωής μου. 


Ιερός Ναός Αγίας Κυριακής Σερβίων
_________


Ήρθα στον κόσμο σε κατάσταση παρανομίας!

Παρόλο που δε γεννήθηκα σε βαπόρι πλέον στα διεθνή ύδατα, εντούτοις δεν έχω ιδιαιτέρα πατρίδα. Βέβαια, κάπου έπρεπε να με αδειάσει η μάνα μου γιατί πολύ την είχα παιδέψει. Όμως, η δική μου φάτνη δεν ήταν επιλογή του Θεού αλλά του επιθεωρητού Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Κοζάνης. Που όπως όλοι οι βαθμούχοι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, αν και κάτω από άλλες γεωιστορικές συνθήκες θα μπορούσε να είναι ένας Ηρώδης.

Ο κύριος επιθεωρητής, λοιπόν, είχε αποφανθεί πως ο καλύτερος τόπος για να γεννηθεί ο Αντίχριστος υιός δύο όχι και τόσο πειθαρχημένων δημοσίων υπαλλήλων ήταν το χωριό Πολύρραχο, όπου η μάνα μου δούλευε δασκάλα. Όμως, όταν ήρθε η ώρα να δω το ελληνικό φως και να θαμπωθώ από τότε, η μάνα μου εγκατέλειψε και το χωριό και το σχολείο της και κατέβηκε στην κωμόπολη Σέρβια, όπου υπηρετούσε καθηγητής στο εκεί ημιγυμνάσιο ο άντρας της και πατέρας μου, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται και οι δυο. Και δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τον ισχυρισμό τους, δεδομένου ότι είμαι ακριβές αντίγραφο του πατέρα μου.

Πρόθεσή της ήταν να προωθηθεί λίγο παραπέρα, στη διπλανή κωμόπολη που λέγεται Βελβενδό, την ιδιαιτέρα πατρίδα της, για να ’χει τη μάνα της σ’ αυτή την κρίσιμη και για κείνην και για μένα ώρα. Όμως, δεν πρόλαβε. Αν και όπως έδειξαν τα πράγματα θα προλάβαινε να φτάσει μέχρι την Αθήνα καβάλλα σε γάιδαρο. Δυο εικοσιτετράωρα η μάνα μου προσπαθούσε φιλότιμα να με φέρει στον κόσμο, αλλά πού εγώ. Πεισματάρης από τότε, αρνιόμουν να αντικρίσω τον κύριο επιθεωρητή, που σίγουρα κάπου εκεί θα την είχε στημένη για να συλλάβει τη μάνα μου παρανομούσα γιατί δε με γέννησε μέσα στο σχολείο, που το εγκατέλειψε χωρίς άδεια.

Εντέλει, ήρθα στον κόσμο σε κατάσταση παρανομίας. Πράγμα που, εκτός από μια βαθύτατη αίσθηση της αξίας και της σημασίας της παρανομίας, μου χάρισε και ένα τρυφερό συναίσθημα για κείνη την ταλαίπωρη Παρθένο Μαρία, που αν ο επιθεωρητής της εποχής, ο Ηρώδης, δεν της δημιουργούσε πρόβλημα θα είχε γεννήσει το Χριστό σε κανένα μαιευτήριο των Ιεροσολύμων, οπότε αντίο φάτνη και κάλαντα και χριστόψωμα κι όλα τα σχετικά.

Ωστόσο, ένας Ηρώδης είναι πάντα χρήσιμος, σε μια διαλεκτική αντίληψη των πραγμάτων. Το ίδιο και ένας Ιούδας. Αλλά και ένας επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, άξεστος ως Έλλην.

Είχε μισό μέτρο χιόνι έξω εκείνο το βράδυ της 14ης Ιανουάριου 1934. Πού να βγεις με τέτοιον καιρό απ’ τη ζεστή κοιλιά της μάνας σου. Έτσι αποφάσισα, με μια υποδειγματικά εμβρυακή αφέλεια, να μείνω για πάντα εκεί μέσα.

Με τα πολλά, αψηφώντας το κρύο εκείνου του Γενάρη και ολόκληρου του βίου μου, παίρνω φόρα, πιάνω τη μύτη μου και, ω του θαύματος, όταν βούτηξα με το κεφάλι στη ζωή ο επιθεωρητής δεν ήταν εκεί για να τιμωρήσει τη μάνα μου που είχε παρανομήσει.


Αυτό που δημιουργούσε το πρόβλημα ήταν το κεφάλι μου!!!

[....] Κοιτάξτε τώρα τις συνέπειες που είχε η τοποθέτηση στην επιθεώρηση Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Κοζάνης εκείνου του καταραμένου επιθεωρητή που φρόντιζε για την εκπαιδευτική «γραμμή» στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Εκείνου του γραφειοκράτη που με υποχρέωσε να γεννηθώ στα Σέρβια Κοζάνης καί όχι στο Βελβενδό Κοζάνης, ή όπου αλλού εν πάση περιπτώσει.

Η πραχτική μαμή άργησε πάρα πολύ να ’ρθει. Αλλά κι όταν ήρθε, το μόνο που έκανε ήταν να διαπιστώσει πως χρειαζόταν οπωσδήποτε καισαρική τομή διότι υπήρχε πιθανότητα να αυτοκτονήσω πριν καν γεννηθώ. Η μαμή μπορούσε να ασκήσει με επάρκεια την αρχαία τέχνη της, αλλά καισαρική τομή μόνο με χασαπομάχαιρο θα ήταν δυνατό να κάνει σε εντελώς έσχατη ανάγκη.

Η μαμή εξήγησε στον πατέρα μου πως αυτό που δημιουργούσε το πρόβλημα ήταν το κεφάλι μου. Δε χωρούσε με τίποτα στο τούνελ που οδηγεί απ’ το σκότος στο φως. Ήταν τεράστιο, σωστή κολοκύθα. Για να καταλάβετε τι κεφάλας είμαι, σας λέω μόνο πως στην αγορά δεν υπάρχει καπέλο για μένα. Μου χρειάζεται οχτώ νούμερο και οι κατασκευαστές βγάζουν μέχρι έξι.

Λοιπόν, η μαμή πρότεινε να κάνει αυτή την καισαρική τομή με τον τρόπο της αν συμπληρώνονταν 48 ώρες από τότε που ξεκίνησα για έξω ευρισκόμενος πάντα μέσα. Όμως, πάνω στην εκπνοή της προθεσμίας, η φύση έλυσε τελικά το πρόβλημα που η ίδια δημιούργησε, κάνοντας ωστόσο μια ζημιά. Το κεφάλι πατήθηκε πολύ στα πλάγια έτσι που ζοριζόταν να σκάσει το φράγμα. Το παραπανίσιο πλάτος έγινε μήκος και το όλον απόχτησε ένα σχήμα ωοειδές. Αν υπήρχε μαιευτήρας θα έλυνε το πρόβλημα με την επαναστατική επέμβαση της καισαρικής τομής. Αφήνοντας όμως η μαμή τη φύση να επεμβεί επί της κεφαλής μου, τα πράγματα για μένα στράβωσαν στη γέννα. Κι άντε μετά να τα ξεστραβώσεις.

Από θεωρητικής απόψεως, τα παραπάνω σημαίνουν πως ενώ όλα έδειχναν πως θα γεννηθεί ένας επαναστάστης με τρόπο επαναστατικό, τελικά προέκυψε επαναστάτης με τρόπο σοσιαλδημοκρατικό, πράγμα που εξηγεί ίσως και την εναλλασσόμενη πολιτική συμπεριφορά μου, πάντα εντός των πλαισίων της ευρείας Αριστεράς.

Από πρακτικής απόψεως τώρα, τα παραπάνω σημαίνουν πως γεννήθηκα μ’ ένα κουσούρι, που προέκυψε ακριβώς τη στιγμή της γέννησής μου μ’ αυτόν τον ζορισμένο τρόπο. Έχω μια εντελώς παράξενη βαρυκοΐα, διαφορετικά κατανεμημένη στα δυο αυτιά. Όπως έδειξε το ακουόγραμμα, από το δεξιό αυτί λείπουν μέσες συχνότητες και από το αριστερό μπάσες. Αυτό σημαίνει πως έχω μια δυσκολία στο να ξεχωρίζω ηχητικά το δεξιό από το αριστερό, και γιαυτό ίσως εκλαμβάνω συχνά την Αριστερά ως Δεξιά και τανάπαλιν. Κι όλα αυτά εξαιτίας εκείνου του κέρατά του επιθεωρητή, που δεν έδωσε έγκαιρα άδεια στη μάνα μου να πάει να με γεννήσει στο χωριό της, το Βελβενδό, όπου εκτός από μαμή υπήρχε και μαιευτήρας, και οι πόνοι την έπιασαν καθ’ οδόν.



Γιατί δεν έχω ιδιαιτέρα πατρίδα...

Η τυχαία και περιπετειώδης γέννησή μου στα Σέρβια Κοζάνης είναι προφανώς ο λόγος που ποτέ δεν αναγνώρισα αυτή την κωμόπολη σαν ιδιαιτέρα πατρίδα μου. Κι έτσι ξέμεινα από ιδιαιτέρα πατρίδα. Απ’ τα Σέρβια έφυγα ενός μηνός. Και από τότε ξαναπήγα ύστερα από 45 χρόνια για να δω το σπίτι που γεννήθηκα. Μου είπαν πως το έκαψαν οι Γερμανοί έξι χρόνια μετά τη γέννησή μου.

Όταν με ρωτούν από πού είμαι, όταν μεν βρίσκομαι εκτός Ελλάδος λέω λίγο ντροπαλά, απ’ την Ελλάδα, κι όταν βρίσκομαι εντός Ελλάδος, οπότε η ερώτηση αφορά την ιδιαιτέρα πατρίδα, λέω, απ’ την Καστοριά. Όχι γιατί είμαι από κει, αλλά διότι εκεί πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια. Και μιας και δεν είχα ιδιαιτέρα πατρίδα αποφάσισα να υιοθετήσω αυτή την πόλη, μόνο και μόνο γιατί είναι όμορφη.

Όμως, όταν κανείς δεν έχει ιδιαιτέρα πατρίδα δύσκολα κατανοεί την έννοια της πατρίδας. Διότι η πατρίδα είναι ένα σύνολο ιδιαιτέρων πατρίδων. Ενώ η κάθε ιδιαιτέρα πατρίδα είναι ένα σύνολο οικοπέδων. Άρα η πατρίδα είναι άθροισμα οικοπέδων. Συνεπώς, η τυπικά ελληνική οικοπεδική περί πατρίδος αντίληψη είναι απόλυτα λογική.

Να, τώρα, και ένας ρεαλιστικός ορισμός της πατρίδας: Πατρίδα λέγεται ένας τόπος όπου βρίσκεται το οικόπεδό μου, ή άλλα ακίνητα. Εγώ όμως, που ούτε ιδιαιτέρα πατρίδα έχω, ούτε οικόπεδο, πώς διάολο να γίνω καλός πατριώτης; Αν ο βλαξ επιθεωρητής μού επέτρεπε να γεννηθώ στην ιδιαιτέρα πατρίδα της μάνας μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, κατά πάσα πιθανότητα θα ήμουν τώρα ένας καλός πατριώτης. Ξεκινώντας απ’ την ιδιαιτέρα πατρίδα, που τώρα δεν έχω, θα έφτανα κάποτε και στην πατρίδα. Οι έννοιες δομούνται επαγωγικά.


Το παλιό καμένο σχολειό (Παρθεναγωγείο Βελβεντού), 1970.
_________________



Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του, κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη. 

Εξάλλου είχε και άλλες «πατρίδες»: Κοζάνη και μετά Καστοριά, στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονιών του, αμφοτέρων εκπαιδευτικών - φιλόλογος ο πατέρας Απόστολος, δασκάλα η μητέρα του Ελένη. 

«Δεν ήμουν ούτε ενός έτους, όταν έκανα το πρώτο ταξίδι της ζωής μου σαν μπόγος απ’ τα Σέρβια στην Κοζάνη.»

«Το 1939 ο φιλόλογος πατέρας μου θα μετατεθεί στην Καστοριά και η δασκάλα μάνα μου στο Βελβεντό. Τους είχαν χωρίσει για να τους τιμωρήσουν που είχαν στη βιβλιοθήκη κόκκινα βιβλία. Ψάχνοντας για κομουνιστικά βιβλία, οι χωροφύλακες που εισέβαλαν στο σπίτι μια Κυριακή του 1938, πήραν την εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού γιατί το εξώφυλλο είχε το κομουνιστικό κόκκινο χρώμα


(από το αρχείο του προέδρου της Νεράιδας, Ξενοφώντα Βαΐζογλου)



Ο αντάρτης με τη σαλιαρίτσα!

Το καλοκαίρι του 1944 ήμουν πια ένας τέλειος αντάρτης δέκα χρονών. Είχα πάρει το βάπτισμα του πυρός στο Καταφύγιο, είχα κάνει τη «μεγάλη πορεία» απ’ το Βελβεντό στο Λιβαδερό, είχα δει σκοτωμένους, είχα δει κρεμασμένους και δεν έμενε παρά να πιάσω όπλο στα χέρια και να πυροβολήσω.

[...] Που λέτε, κάθε άλλο παρά ηρωισμός είναι να τρέχεις πίσω απ’ τους γονείς σου στα βουνά και τα λαγγάδια, γιατί δεν έχουν πού να σ’ αφήσουν.Και είναι μάλλον κωμικό το προνόμιο να σου αποδίδουν τον χαρακτηρισμό του «πιο μικρού Έλληνα ΕΛΑΣίτη» μόνο και μόνο γιατί πάτησες μια και μοναδική φορά τη σκανδάλη ενός όπλου που το κρατούσε άλλος.

Σε μια άσκηση σκοποβολής, ο επικεφαλής της ομάδας των ασκουμένων ΕΑΑΣιτών, για να με ξεφορτωθεί και για να μη μπερδεύομαι συνεχώς στα πόδια του, μου επέτρεψε να πατήσω εγώ τη σκανδάλη του αυτομάτου Στεν που κρατούσε εκείνος. Κι ύστερα μου ’πε: Άντε σπίτι, και πες στον πατέρα σου πως έρριξες με το αυτόματο.

Τρέχω περιχαρής στο σπίτι, και λέω περήφανος στον πατέρα μου, το και το, έμαθα να πυροβολώ. Τι ήταν να το πω! Ακόμα τον βλέπω να ουρλιάζει και ν’ αφρίζει. Πάντως, ξύλο δεν έφαγα. Ποτέ δεν έφαγα ξύλο απ’ τον πατέρα μου. Κι όταν ηρέμησε, κάθησε και μου ’κάνε ένα μάθημα περί μαχητών και ηρώων. Κανείς δεν πάει στη μάχη γιατί του αρέσει, λέει ο πατέρας μου, και κανείς δε γίνεται ήρωας γιατί το προγραμματίζει.

Εκείνο τον καιρό, από σχολικά βιβλία διάβαζα μετά μανίας ελληνική ιστορία και είχα σοβαρές αντιρρήσεις για την άποψη του πατέρα μου. Μα, του λέω, εδώ πέρα λέει πως όλα στην Ελλάδα τα έκαναν ήρωες. Άνθρωποι τα έκαναν, διευκρινίζει ο πατέρας μου. Όταν σε στριμώξουν, μπορεί να γίνεις και ήρωας, συμπληρώνει. Ώστε, λοιπόν, απ’ τα πολλά στριμώγματα είναι που γέμισε η Ελλάδα αγάλματα ηρώων κι όχι απ’ την «έμφυτη» ροπή των Ελλήνων προς τον ηρωισμό!

Αυτό το μάθημα εκεί πάνω στο βουνό, από έναν άνθρωπο που στα μάτια μου φάνταζε ήρωας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κι έτσι, από κείνη τη μέρα, σταμάτησα να το πάω φιρί-φιρί να γίνω ήρωας σώνει και καλά. Κάθησα και περίμενα το στρίμωγμα, που θα μπορούσε να με κάνει αυτομάτως ήρωα μέσα απ’ την προσπάθεια να διαφυλάξω την αξιοπρέπειά μου, το μόνο κατ' ουσίαν που με ενδιαφέρει σε τούτον τον κόσμο.


Δύο πρότυπα για να ταυτιστώ...

[....] Οι δικοί μου γονείς, στο Λιβαδερό που βρισκόμαστε όταν οι Γερμανοί έχουν αρχίσει ήδη να καταρρέουν, μάχονται τον «δίκαιο αγώνα»! 

Ο πατέρας μου κυνηγάει τους Γερμανούς, που τα έχουν χαμένα γιατί αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί γι αυτούς, και η μάνα μου τρέχει και δε σώνει από χωριό σε χωριό, άλλοτε ως στέλεχος της Αλληλεγγύης, ας πούμε της επιμελητείας του αντάρτη, κι άλλοτε σα δασκάλα. Μαθαίνει γράμματα κυρίως στους αγράμματους ΕΛΑΣίτες, που έχουν προτεραιότητα στη γνώση έναντι ημών των μικρών μαθητών.

Ούτε ξέρω ποιος μου έμαθε την αλφαβήτα. Όχι πάντως η δασκάλα μάνα μου. Αυτή ήταν πολύ απασχολημένη με τα κομματικά της καθήκοντα. Δεν είχα ποτέ δασκάλα τη μάνα μου. Και αργότερα, δεν είχα ποτέ καθηγητή τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου συνελήφθη απ’ τους «εθνικόφρονες» τη χρονιά που μπήκα στο γυμνάσιο της Καστοριάς όπου υπηρετούσε, και απολύθηκε λίγο μετά την αποφοίτησή μου. Νομίζω πως είμαι μια περίπτωση για Γκίνες. Τον καιρό που ήμουν στην ηλικία που τα παιδιά παν στο δημοτικό σχολείο, η δασκάλα μάνα μου εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να μου κάνει μάθημα, και τον καιρό που ήμουν στην ηλικία που τα παιδιά παν στο γυμνάσιο, ο καθηγητής πατέρας μου εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να μου κάνει μάθημα! Χέσε μέσα, που λεν και οι καρραγωγείς.

Ωστόσο, από απόψεως παιδαγωγικής, χρωστάω τα πάντα στη δασκάλα μάνα μου και τον καθηγητή πατέρα μου. Τους θαύμαζα απεριόριστα και τους δυο για το ήθος τους, για την εντιμότητά τους, για τη λεβεντιά τους, για την ικανότητά τους να μη σκύβουν ποτέ το κεφάλι μπροστά σε κανέναν. Συνήθως τα παιδιά ψάχνουν ένα πρότυπο για να ταυτιστούν. Εγώ είχα δύο.

Μ’ άλλα λόγια, στάθηκα πάρα πολύ τυχερός. Αφενός γιατί είχα τέτοιους γονείς και αφετέρου διότι έχοντας τέτοιους γονείς, σχεδόν δεν πήγα σχολείο. Στο δημοτικό γιατί ήμασταν στο βουνό, και στο γυμνάσιο, διότι μέσα στον ορυμαγδό του εμφυλίου πολέμου, στο γυμνάσιο της Καστοριάς όπου με πέταξε ο άνεμος, μια μέρα κάναμε μάθημα και δυο δεν κάναμε. Το γυμνάσιο λειτουργούσε περισσότερο σα στρατώνας, παρά σα σχολείο. Και, βέβαια, τα μαθήματα ήταν σκέτο αλαλούμ. Κι έτσι, γλύτωσα απ’ την αποβλάκωση. Διότι, ως γνωστόν, ο πιο σίγουρος τρόπος να αποβλακωθεί κανείς είναι να φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, Η ζωή ενός ταλαίπωρου Έλληνα (σελ. 9 - 22, 99 -103), εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου



«Ο Βασίλης φεύγει μ’ ένα γαρίφαλο στ' αφτί.»

Πώς γεννιέται μια φιλία; Ίσως όπως γεννιέται ένας έρωτας: ξαφνικά. Άγνωστο τι την καθορίζει… ποιες λέξεις, ποια κίνηση. Ποια εμπιστοσύνη [……]

Ν’ αλλάξουμε τον κινηματογράφο, τον Ελληνικό - σαν να λέμε: ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.[….]

Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.
Γίνεται; Πώς δε γίνεται! […]

Πέρασε ο καιρός, γίναμε ό,τι γίναμε και οι δυο. Η φιλία, όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, κράτησε την παιγνιώδη συνενοχή που τη χαρακτήριζε απ’ την αρχή.

Σ’ ένα αυτοκίνητο που κατέβαινε την Κηφισίας, πήρα το μήνυμα ότι ήταν στην εντατική.
Τον πρόλαβα ν’ ανασαίνει.

- Πόσο; ρώτησα το γιατρό.

- Ώρες.

Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, αλλά η έκφραση, ίδια: αγέρωχη και παράξενα τρυφερή.

Ένας ζεστός άνεμος φυσούσε στο νεκροταφείο έξω από την Πάτρα, όπου τελικά τον έθαψαν. Την ώρα που έκλειναν το φέρετρο για να τον κατεβάσουν, ένα κόκκινο γαρίφαλο ξέφυγε απ’ τ’ άλλα λουλούδια, πέρασε απ’ τα μάτια του κι έμεινε εκεί πλάι. Το φέρετρο κατέβηκε στο χώμα μ’ ένα γαρίφαλο που έφεγγε στο πρόσωπό του. «Για κοίτα» σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, «ο Βασίλης φεύγει μ’ ένα γαρίφαλο στ' αφτί.». Και χαμογέλασα.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γράφει για τον Βασίλη Ραφαηλίδη
«Βασίλης Ραφαηλίδης» (εκδ. Αιγόκερως, 2000, για το Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης