Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

«Αν δεν υπήρχαν Τούρκοι δεν θα υπήρχα ούτε εγώ...», Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο


Ένας Έλληνας γεννιέται χάρη στους Τούρκους

Π
οτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι τόσο σημαντικό να ’χεις γεννηθεί. Θα μπορούσες και να μην έχεις γεννηθεί, κι αυτό δεν θα άλλαζε τον «ρουν της ιστορίας». Όμως, άπαξ και γεννηθείς, θέλεις δε θέλεις θα ζήσεις μέχρι να πεθάνεις. Εκτός κι αν πεθάνεις γιατί το θέλεις, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο.

Όταν ήμουν μικρός, η μάνα μου μου ’λεγε πως πρέπει να την ευγνωμονώ, που μου χάρισε τη ζωή. Μου το ’πε μια, μου το ’πε δυο μέχρι που άρχισα να καταλαβαίνω πως είναι πάρα πολύ ύποπτο να ’σαι τόσο γενναιόδωρος ώστε να χαρίζεις ζωή, χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις πως μαζί με τη ζωή χαρίζεις και το θάνατο. Βέβαια, τότε δεν είχα ιδέα τι είναι η διαλεκτική, αλλά όταν το ’μαθα θύμωσα πολύ που και η μάνα μου δεν είχε ιδέα, αν και δασκάλα, αν και κομουνίστρια — κυρίως το δεύτερο. Θεωρούσα τον πατέρα μου πιο σοβαρό άνθρωπο, και τώρα που το σκέφτομαι αυτό δεν οφείλεται στο ότι ήταν και φιλόλογος, και κομουνιστής, και Κωνσταντινουπολίτης, και μεγαλοσχολίτης, αλλά στο απλό γεγονός πως αυτός ποτέ δεν ένοιωσε περήφανος γιατί έπαιξε το ρόλο του στο να δει το φως της ημέρας ο πρωτότοκος υιός του.

[.....] Που λέτε, κάτι ήξερε ο πατέρας μου που δεν αισθάνθηκε ποτέ υπερήφανος που έκανε τον κοινότατο άθλο να φέρει στον κόσμο διάδοχο, κληρονόμο του ονόματος του πατέρα του και παππού μου. Άλλωστε πώς θα τολμούσε ένας μυαλωμένος άνθρωπος να ζητάει ευγνωμοσύνη απ’ τα παιδιά του, που τα έφερε στον κόσμο χωρίς να του το ζητήσουν; Και σε ποια γωνιά του μεγάλου κόσμου; Στην Ελλάδα!

Το να γεννηθείς άνθρωπος είναι ήδη ένα πρόβλημα. Και το να γεννηθείς Έλληνας είναι ένα δεύτερο πρόβλημα. Αν μάλιστα είσαι άνθρωπος, Έλληνας και κομουνιστής μαζί, χέστα! Στο αρχικό υπαρξιακό σου πρόβλημα προσθέτεις ένα αιματολογικό, και στο αιματολογικό ένα ιδεολογικό, οπότε τα πράγματα μπερδεύουνται πολύ. Εδώ οι άλλοι δυσκολεύονται να τα καταφέρουν μόνο με την ιδιότητα του Έλληνα, και συ περιμένεις να τα καταφέρεις με την πρόσθετη ιδιότητα του ανθρώπου και την επιπρόσθετη του κομουνιστή; Για σοβαρέψου λιγάκι και γίνε μόνο Έλληνας για να νοιώθεις περήφανος δυο φορές το χρόνο, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου. Τις άλλες μέρες κοίτα τη δουλειά σου σαν καλός νοικοκύρης. Και αν σε καλέσει η πατρίδα, κλείσε το μαγαζί και δρόμο για το μέτωπο, με το μέτωπο ψηλά. Κι αν το κεφάλι σου συνεχίσει να βρίσκεται στη θέση του, όταν με τη βοήθεια του Θεού των Ελλήνων (προσοχή μην τον μπερδέψεις με το Θεό του εχθρού) σώσεις την πατρίδα, δηλαδή το μαγαζάκι σου και το οικοπεδάκι σου, κοίτα να πάρεις κανένα δάνειο και να το εξαγάγεις στην Ελβετία, για να μεγαλώσει η Ελλάδα.

Εγώ, λοιπόν, βρέθηκα σε τούτον τον κόσμο και ειδικότερα σε τούτον τον τόπο, που δεν τον διάλεξα όπως και πολλά άλλα, διότι ο πατέρας μου είχε την πολύ ελληνική ιδέα να λιποταχτήσει απ’ τον τουρκικό στρατό, όπου η πατρίδα (ποια πατρίδα;) τον είχε καλέσει για να κάνει τη θητεία του.

Τι του ήρθε να λιποταχτήσει; Λιποτάχτησαν οι άλλοι Έλληνες, υπήκοοι του τουρκικού κράτους, κύριε; Δηλαδή, θα σε πείραζε αν έκαμνες ωραία και καλά τη θητεία σου ως νομιμόφρων στο ντοβλέτι και να ’ρχόσουν στην Ελλάδα κατά το ’60, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες σου, που κατάλαβαν πως κι αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες, μόλις οι Τούρκοι τους έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό;

Αν ερχόσουν το 1960, κύριε καθηγητά ελληνολάτρη και κομουνιστή (αν είναι δυνατόν!), ασφαλώς δεν θα μ’ έφερνες μαζί σου. Διότι, απλούστατα, δεν θα είχα γεννηθεί. Τουλάχιστον όχι ακριβώς τέτοιος που είμαι τώρα.

[....] Κοίτα να δεις πλάκα! Χρωστάω την ύπαρξή μου στο γεγονός πως ο πατέρας μου λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό! Δηλαδή, αν δεν υπήρχαν Τούρκοι δεν θα υπήρχα ούτε εγώ. Γι’ αυτό, λοιπόν, μισώ τους Τούρκους και για κανέναν άλλο λόγο. Ήταν η αφορμή να ’ρθω στον κόσμο, λιποταχτώντας από τα ερέβη της προγεννητικής ανυπαρξίας. Καταραμένοι Τούρκοι, θα σας πιω το αίμα! Είστε ο προαιώνιος εχθρός μου! Εμού προσωπικά. Διότι φροντίσατε πριν από μένα για μένα, σαν υπάλληλοι των καταστημάτων Αφοί Λαμπρόπουλοι.

Και για να το πω πιο απλά, αν δε γινόταν η επανάσταση του 1821, εγώ δεν θα γεννιόμουν. Διότι η Ελλάδα θα ήταν Τουρκία και ο πατέρας μου δεν θα είχε κανένα λόγο να λιποταχτήσει.

Και για να το πάω ακόμα πιο πίσω, αν δεν έπεφτε η Πόλη το 1453 εγώ δεν θα γεννιόμουν. Διότι αν δεν έπεφτε η Πόλη, ο παππούς μου δεν θα μπορούσε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, απ’ την τουρκική και τότε Καισάρεια, όπου βρέθηκαν οι πρόγονοί του ίσως απ’ την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, και συνεπώς δεν θα γεννιόταν ο πατέρας μου, διότι ο παππούς μου δεν θα είχε παντρευτεί τη γιαγιά μου, αλλά πιθανώς μια συμπολίτισσά του απ’ την Καισάρεια.



Καρπός ενός διδασκαλικού έρωτα που κατέληξε σε γάμο...

[...] Εν πάση περιπτώσει, ο πατέρας μου δυστυχώς λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό, δείχνοντας από τότε την έμφυτη έλλειψη εθνικοφροσύνης. Διότι, αν από τότε είχε συνηθίσει να είναι νομοταγής πολίτης και να υπακούει στο Σύνταγμα (ποιο Σύνταγμα; δεν υπήρχε ακόμα) και κυρίως στους νόμους του τουρκικού κράτους, δεν θα τραβούσε όσα τράβηξε αργότερα. Ελλάδα μου ήθελες, κύριε; Καλά να πάθεις. Όμως, εγώ γιατί να πάθω; Έλα ντε. Προφανώς, άλλαι αι βουλαί του πατέρα μου και άλλαι των σπερματοζωαρίων του.

Κοιτάξτε να δείτε τώρα πώς δούλεψαν τα σπερματοζωάρια. Όταν ο λιποτάχτης ήρθε στην Ελλάδα, διορίστηκε αμέσως δάσκαλος σ’ ένα χωριό των Γρεβενών, διότι ήταν απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, και σαν τέτοιος δούλευε ήδη δάσκαλος στην Πόλη πριν πάει φαντάρος και λιποταχτήσει, ο ανόητος.

Παράλληλα, γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από δάσκαλος προήχθη σε καθηγητή φιλόλογο, όντας δάσκαλος στα φοιτητικά του χρόνια πράγμα που σημαίνει πως αυτοχρηματοδότησε τις σπουδές του. (Στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ήταν υπότροφος της ελληνικής κοινότητας).

Όταν έγινε καθηγητής υπηρέτησε αρχικά στο Τσοτύλι, και στη συνέχεια στην Έδεσσα και το Κιλκίς. Απ’ το Κιλκίς, το 1932 τον μετέθεσαν στο ημιγυμνάσιο των Σερβίων Κοζάνης, διότι στο Γυμνάσιο του Κιλκίς είχε οργανώσει μαθητική βιβλιοθήκη, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά. Οι μαθητές δεν έπρεπε να μαθαίνουν κάτι περισσότερο απ’ αυτά που επέβαλλε το ωρολόγιον πρόγραμμα, προκειμένου να πηγαίνουν όλα ρολόι σ’ έναν κόσμο αγράμματων.

Στα Σέρβια είχε μαθητή τον αδερφό της μετ’ ολίγον συζύγου του και μητρός μου, που ήταν δασκάλα σ’ ένα χωριό εκεί δίπλα, το Πολύρραχο. Πηγαίνοντας στο χωριό της, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσε στα Σέρβια για να ρωτήσει τον κύριο καθηγητή για τις προόδους του φιλομαθούς αδερφού της. Ρώτα μια, ρώτα δυο, τελικά ανεπτύχθη διδασκαλικός έρωτας που κατέληξε σε γάμο, για να μη λεν και οι μαθητές.

Θέλω να πω πως παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των Τούρκων στη γέννησή μου, εγώ δεν θα είχα γεννηθεί αν ο θείος μου ο Γιώργος δεν ήταν φιλομαθής, και δεν επέμενε ντε και καλά να σπουδάσει, χωριάτης αυτός, όπως και η σπουδαγμένη χωριάτισσα μάνα μου.


Γάμος στο Βελβεντό Κοζάνης
_________


Οι συνέπειες της βάφτισης στο καζάνι που ζεματίζουν τα γουρούνια!

Εις ανάμνησιν της συμβολής του σ’ αυτόν τον γάμο και συνεπώς στη γέννησή μου, ο θείος Γιώργος έγινε νονός μου, έξι χρόνια μετά τη γέννησή μου. Μας βάφτισαν πολύ καθυστερημένα μαζί με τον αφερφό μου το Μανώλη, που είναι ένα χρόνο μικρότερος μου, διότι ο πατέρας μου ήθελε, λέει, να μας βαφτίσει στην Κωνσταντινούπολη, εν καιρώ. Κοίτα να δεις φίλε μου, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελληνολατρία!

Συνέπεια αυτής της βάφτισης όχι σε κολυμβήθρα, αλλά 
σ’ ένα χωριάτικο καζάνι στημένο στη μέση του δωματίου κι όχι στην εκκλησία όπου μας πέταξαν μαζί με τον αδερφό μου, ήταν να γίνω ένας φρικαλέος χριστιανός. Δεν μπορείς να βαφτίζεις, κύριε, εκεί που βράζεις το γουρούνι τα Χριστούγεννα. Αντί για χριστιανός θα σου προκύψει χοίρος.

Πάντως, το καλό σ’ αυτή την ιστορία είναι πως θυμάμαι, σαν να ’ταν χτες, τα βαφτίσια μου. Που, αντί να γίνουν στην Αγιά Σόφιά ή κάπου εκεί κοντά, έγιναν τελικά όπως-όπως σ’ ένα καζάνι, απ’ αυτά που οι χωριάτες ζεματίζουν τα γουρούνια τα Χριστούγεννα. Άντε, τώρα, να δεις προκοπή σαν χριστιανός.

Λοιπόν, από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα — σήκωσε το μπαστούνι σου να μη βραχεί η ομπρέλα. Πολλά μπαστούνια σηκώθηκαν έκτοτε και καμιά ομπρέλα δεν με προφύλαξε. Ο σουρεαλισμός μπλέχτηκε στα ποδάρια μου νηπιόθεν.

Κι όλα αυτά γιατί ο πατέρας μου λιποτάχτησε απ’ τον τουρκικό στρατό. Ε, γίνεσαι Τούρκος ή δε γίνεσαι μ’ αυτά και μ’ άλλα που θα ακολουθήσουν σ’ αυτό το χρονικό της δύσκολης ζωής μου. 


Ιερός Ναός Αγίας Κυριακής Σερβίων
_________


Ήρθα στον κόσμο σε κατάσταση παρανομίας!

Παρόλο που δε γεννήθηκα σε βαπόρι πλέον στα διεθνή ύδατα, εντούτοις δεν έχω ιδιαιτέρα πατρίδα. Βέβαια, κάπου έπρεπε να με αδειάσει η μάνα μου γιατί πολύ την είχα παιδέψει. Όμως, η δική μου φάτνη δεν ήταν επιλογή του Θεού αλλά του επιθεωρητού Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Κοζάνης. Που όπως όλοι οι βαθμούχοι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, αν και κάτω από άλλες γεωιστορικές συνθήκες θα μπορούσε να είναι ένας Ηρώδης.

Ο κύριος επιθεωρητής, λοιπόν, είχε αποφανθεί πως ο καλύτερος τόπος για να γεννηθεί ο Αντίχριστος υιός δύο όχι και τόσο πειθαρχημένων δημοσίων υπαλλήλων ήταν το χωριό Πολύρραχο, όπου η μάνα μου δούλευε δασκάλα. Όμως, όταν ήρθε η ώρα να δω το ελληνικό φως και να θαμπωθώ από τότε, η μάνα μου εγκατέλειψε και το χωριό και το σχολείο της και κατέβηκε στην κωμόπολη Σέρβια, όπου υπηρετούσε καθηγητής στο εκεί ημιγυμνάσιο ο άντρας της και πατέρας μου, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται και οι δυο. Και δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τον ισχυρισμό τους, δεδομένου ότι είμαι ακριβές αντίγραφο του πατέρα μου.

Πρόθεσή της ήταν να προωθηθεί λίγο παραπέρα, στη διπλανή κωμόπολη που λέγεται Βελβενδό, την ιδιαιτέρα πατρίδα της, για να ’χει τη μάνα της σ’ αυτή την κρίσιμη και για κείνην και για μένα ώρα. Όμως, δεν πρόλαβε. Αν και όπως έδειξαν τα πράγματα θα προλάβαινε να φτάσει μέχρι την Αθήνα καβάλλα σε γάιδαρο. Δυο εικοσιτετράωρα η μάνα μου προσπαθούσε φιλότιμα να με φέρει στον κόσμο, αλλά πού εγώ. Πεισματάρης από τότε, αρνιόμουν να αντικρίσω τον κύριο επιθεωρητή, που σίγουρα κάπου εκεί θα την είχε στημένη για να συλλάβει τη μάνα μου παρανομούσα γιατί δε με γέννησε μέσα στο σχολείο, που το εγκατέλειψε χωρίς άδεια.

Εντέλει, ήρθα στον κόσμο σε κατάσταση παρανομίας. Πράγμα που, εκτός από μια βαθύτατη αίσθηση της αξίας και της σημασίας της παρανομίας, μου χάρισε και ένα τρυφερό συναίσθημα για κείνη την ταλαίπωρη Παρθένο Μαρία, που αν ο επιθεωρητής της εποχής, ο Ηρώδης, δεν της δημιουργούσε πρόβλημα θα είχε γεννήσει το Χριστό σε κανένα μαιευτήριο των Ιεροσολύμων, οπότε αντίο φάτνη και κάλαντα και χριστόψωμα κι όλα τα σχετικά.

Ωστόσο, ένας Ηρώδης είναι πάντα χρήσιμος, σε μια διαλεκτική αντίληψη των πραγμάτων. Το ίδιο και ένας Ιούδας. Αλλά και ένας επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, άξεστος ως Έλλην.

Είχε μισό μέτρο χιόνι έξω εκείνο το βράδυ της 14ης Ιανουάριου 1934. Πού να βγεις με τέτοιον καιρό απ’ τη ζεστή κοιλιά της μάνας σου. Έτσι αποφάσισα, με μια υποδειγματικά εμβρυακή αφέλεια, να μείνω για πάντα εκεί μέσα.

Με τα πολλά, αψηφώντας το κρύο εκείνου του Γενάρη και ολόκληρου του βίου μου, παίρνω φόρα, πιάνω τη μύτη μου και, ω του θαύματος, όταν βούτηξα με το κεφάλι στη ζωή ο επιθεωρητής δεν ήταν εκεί για να τιμωρήσει τη μάνα μου που είχε παρανομήσει.


Αυτό που δημιουργούσε το πρόβλημα ήταν το κεφάλι μου!!!

[....] Κοιτάξτε τώρα τις συνέπειες που είχε η τοποθέτηση στην επιθεώρηση Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Κοζάνης εκείνου του καταραμένου επιθεωρητή που φρόντιζε για την εκπαιδευτική «γραμμή» στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Εκείνου του γραφειοκράτη που με υποχρέωσε να γεννηθώ στα Σέρβια Κοζάνης καί όχι στο Βελβενδό Κοζάνης, ή όπου αλλού εν πάση περιπτώσει.

Η πραχτική μαμή άργησε πάρα πολύ να ’ρθει. Αλλά κι όταν ήρθε, το μόνο που έκανε ήταν να διαπιστώσει πως χρειαζόταν οπωσδήποτε καισαρική τομή διότι υπήρχε πιθανότητα να αυτοκτονήσω πριν καν γεννηθώ. Η μαμή μπορούσε να ασκήσει με επάρκεια την αρχαία τέχνη της, αλλά καισαρική τομή μόνο με χασαπομάχαιρο θα ήταν δυνατό να κάνει σε εντελώς έσχατη ανάγκη.

Η μαμή εξήγησε στον πατέρα μου πως αυτό που δημιουργούσε το πρόβλημα ήταν το κεφάλι μου. Δε χωρούσε με τίποτα στο τούνελ που οδηγεί απ’ το σκότος στο φως. Ήταν τεράστιο, σωστή κολοκύθα. Για να καταλάβετε τι κεφάλας είμαι, σας λέω μόνο πως στην αγορά δεν υπάρχει καπέλο για μένα. Μου χρειάζεται οχτώ νούμερο και οι κατασκευαστές βγάζουν μέχρι έξι.

Λοιπόν, η μαμή πρότεινε να κάνει αυτή την καισαρική τομή με τον τρόπο της αν συμπληρώνονταν 48 ώρες από τότε που ξεκίνησα για έξω ευρισκόμενος πάντα μέσα. Όμως, πάνω στην εκπνοή της προθεσμίας, η φύση έλυσε τελικά το πρόβλημα που η ίδια δημιούργησε, κάνοντας ωστόσο μια ζημιά. Το κεφάλι πατήθηκε πολύ στα πλάγια έτσι που ζοριζόταν να σκάσει το φράγμα. Το παραπανίσιο πλάτος έγινε μήκος και το όλον απόχτησε ένα σχήμα ωοειδές. Αν υπήρχε μαιευτήρας θα έλυνε το πρόβλημα με την επαναστατική επέμβαση της καισαρικής τομής. Αφήνοντας όμως η μαμή τη φύση να επεμβεί επί της κεφαλής μου, τα πράγματα για μένα στράβωσαν στη γέννα. Κι άντε μετά να τα ξεστραβώσεις.

Από θεωρητικής απόψεως, τα παραπάνω σημαίνουν πως ενώ όλα έδειχναν πως θα γεννηθεί ένας επαναστάστης με τρόπο επαναστατικό, τελικά προέκυψε επαναστάτης με τρόπο σοσιαλδημοκρατικό, πράγμα που εξηγεί ίσως και την εναλλασσόμενη πολιτική συμπεριφορά μου, πάντα εντός των πλαισίων της ευρείας Αριστεράς.

Από πρακτικής απόψεως τώρα, τα παραπάνω σημαίνουν πως γεννήθηκα μ’ ένα κουσούρι, που προέκυψε ακριβώς τη στιγμή της γέννησής μου μ’ αυτόν τον ζορισμένο τρόπο. Έχω μια εντελώς παράξενη βαρυκοΐα, διαφορετικά κατανεμημένη στα δυο αυτιά. Όπως έδειξε το ακουόγραμμα, από το δεξιό αυτί λείπουν μέσες συχνότητες και από το αριστερό μπάσες. Αυτό σημαίνει πως έχω μια δυσκολία στο να ξεχωρίζω ηχητικά το δεξιό από το αριστερό, και γιαυτό ίσως εκλαμβάνω συχνά την Αριστερά ως Δεξιά και τανάπαλιν. Κι όλα αυτά εξαιτίας εκείνου του κέρατά του επιθεωρητή, που δεν έδωσε έγκαιρα άδεια στη μάνα μου να πάει να με γεννήσει στο χωριό της, το Βελβενδό, όπου εκτός από μαμή υπήρχε και μαιευτήρας, και οι πόνοι την έπιασαν καθ’ οδόν.



Γιατί δεν έχω ιδιαιτέρα πατρίδα...

Η τυχαία και περιπετειώδης γέννησή μου στα Σέρβια Κοζάνης είναι προφανώς ο λόγος που ποτέ δεν αναγνώρισα αυτή την κωμόπολη σαν ιδιαιτέρα πατρίδα μου. Κι έτσι ξέμεινα από ιδιαιτέρα πατρίδα. Απ’ τα Σέρβια έφυγα ενός μηνός. Και από τότε ξαναπήγα ύστερα από 45 χρόνια για να δω το σπίτι που γεννήθηκα. Μου είπαν πως το έκαψαν οι Γερμανοί έξι χρόνια μετά τη γέννησή μου.

Όταν με ρωτούν από πού είμαι, όταν μεν βρίσκομαι εκτός Ελλάδος λέω λίγο ντροπαλά, απ’ την Ελλάδα, κι όταν βρίσκομαι εντός Ελλάδος, οπότε η ερώτηση αφορά την ιδιαιτέρα πατρίδα, λέω, απ’ την Καστοριά. Όχι γιατί είμαι από κει, αλλά διότι εκεί πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια. Και μιας και δεν είχα ιδιαιτέρα πατρίδα αποφάσισα να υιοθετήσω αυτή την πόλη, μόνο και μόνο γιατί είναι όμορφη.

Όμως, όταν κανείς δεν έχει ιδιαιτέρα πατρίδα δύσκολα κατανοεί την έννοια της πατρίδας. Διότι η πατρίδα είναι ένα σύνολο ιδιαιτέρων πατρίδων. Ενώ η κάθε ιδιαιτέρα πατρίδα είναι ένα σύνολο οικοπέδων. Άρα η πατρίδα είναι άθροισμα οικοπέδων. Συνεπώς, η τυπικά ελληνική οικοπεδική περί πατρίδος αντίληψη είναι απόλυτα λογική.

Να, τώρα, και ένας ρεαλιστικός ορισμός της πατρίδας: Πατρίδα λέγεται ένας τόπος όπου βρίσκεται το οικόπεδό μου, ή άλλα ακίνητα. Εγώ όμως, που ούτε ιδιαιτέρα πατρίδα έχω, ούτε οικόπεδο, πώς διάολο να γίνω καλός πατριώτης; Αν ο βλαξ επιθεωρητής μού επέτρεπε να γεννηθώ στην ιδιαιτέρα πατρίδα της μάνας μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, κατά πάσα πιθανότητα θα ήμουν τώρα ένας καλός πατριώτης. Ξεκινώντας απ’ την ιδιαιτέρα πατρίδα, που τώρα δεν έχω, θα έφτανα κάποτε και στην πατρίδα. Οι έννοιες δομούνται επαγωγικά.


Το παλιό καμένο σχολειό (Παρθεναγωγείο Βελβεντού), 1970.
_________________



Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του, κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη. 

Εξάλλου είχε και άλλες «πατρίδες»: Κοζάνη και μετά Καστοριά, στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονιών του, αμφοτέρων εκπαιδευτικών - φιλόλογος ο πατέρας Απόστολος, δασκάλα η μητέρα του Ελένη. 

«Δεν ήμουν ούτε ενός έτους, όταν έκανα το πρώτο ταξίδι της ζωής μου σαν μπόγος απ’ τα Σέρβια στην Κοζάνη.»

«Το 1939 ο φιλόλογος πατέρας μου θα μετατεθεί στην Καστοριά και η δασκάλα μάνα μου στο Βελβεντό. Τους είχαν χωρίσει για να τους τιμωρήσουν που είχαν στη βιβλιοθήκη κόκκινα βιβλία. Ψάχνοντας για κομουνιστικά βιβλία, οι χωροφύλακες που εισέβαλαν στο σπίτι μια Κυριακή του 1938, πήραν την εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού γιατί το εξώφυλλο είχε το κομουνιστικό κόκκινο χρώμα


(από το αρχείο του προέδρου της Νεράιδας, Ξενοφώντα Βαΐζογλου)



Ο αντάρτης με τη σαλιαρίτσα!

Το καλοκαίρι του 1944 ήμουν πια ένας τέλειος αντάρτης δέκα χρονών. Είχα πάρει το βάπτισμα του πυρός στο Καταφύγιο, είχα κάνει τη «μεγάλη πορεία» απ’ το Βελβεντό στο Λιβαδερό, είχα δει σκοτωμένους, είχα δει κρεμασμένους και δεν έμενε παρά να πιάσω όπλο στα χέρια και να πυροβολήσω.

[...] Που λέτε, κάθε άλλο παρά ηρωισμός είναι να τρέχεις πίσω απ’ τους γονείς σου στα βουνά και τα λαγγάδια, γιατί δεν έχουν πού να σ’ αφήσουν.Και είναι μάλλον κωμικό το προνόμιο να σου αποδίδουν τον χαρακτηρισμό του «πιο μικρού Έλληνα ΕΛΑΣίτη» μόνο και μόνο γιατί πάτησες μια και μοναδική φορά τη σκανδάλη ενός όπλου που το κρατούσε άλλος.

Σε μια άσκηση σκοποβολής, ο επικεφαλής της ομάδας των ασκουμένων ΕΑΑΣιτών, για να με ξεφορτωθεί και για να μη μπερδεύομαι συνεχώς στα πόδια του, μου επέτρεψε να πατήσω εγώ τη σκανδάλη του αυτομάτου Στεν που κρατούσε εκείνος. Κι ύστερα μου ’πε: Άντε σπίτι, και πες στον πατέρα σου πως έρριξες με το αυτόματο.

Τρέχω περιχαρής στο σπίτι, και λέω περήφανος στον πατέρα μου, το και το, έμαθα να πυροβολώ. Τι ήταν να το πω! Ακόμα τον βλέπω να ουρλιάζει και ν’ αφρίζει. Πάντως, ξύλο δεν έφαγα. Ποτέ δεν έφαγα ξύλο απ’ τον πατέρα μου. Κι όταν ηρέμησε, κάθησε και μου ’κάνε ένα μάθημα περί μαχητών και ηρώων. Κανείς δεν πάει στη μάχη γιατί του αρέσει, λέει ο πατέρας μου, και κανείς δε γίνεται ήρωας γιατί το προγραμματίζει.

Εκείνο τον καιρό, από σχολικά βιβλία διάβαζα μετά μανίας ελληνική ιστορία και είχα σοβαρές αντιρρήσεις για την άποψη του πατέρα μου. Μα, του λέω, εδώ πέρα λέει πως όλα στην Ελλάδα τα έκαναν ήρωες. Άνθρωποι τα έκαναν, διευκρινίζει ο πατέρας μου. Όταν σε στριμώξουν, μπορεί να γίνεις και ήρωας, συμπληρώνει. Ώστε, λοιπόν, απ’ τα πολλά στριμώγματα είναι που γέμισε η Ελλάδα αγάλματα ηρώων κι όχι απ’ την «έμφυτη» ροπή των Ελλήνων προς τον ηρωισμό!

Αυτό το μάθημα εκεί πάνω στο βουνό, από έναν άνθρωπο που στα μάτια μου φάνταζε ήρωας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κι έτσι, από κείνη τη μέρα, σταμάτησα να το πάω φιρί-φιρί να γίνω ήρωας σώνει και καλά. Κάθησα και περίμενα το στρίμωγμα, που θα μπορούσε να με κάνει αυτομάτως ήρωα μέσα απ’ την προσπάθεια να διαφυλάξω την αξιοπρέπειά μου, το μόνο κατ' ουσίαν που με ενδιαφέρει σε τούτον τον κόσμο.


Δύο πρότυπα για να ταυτιστώ...

[....] Οι δικοί μου γονείς, στο Λιβαδερό που βρισκόμαστε όταν οι Γερμανοί έχουν αρχίσει ήδη να καταρρέουν, μάχονται τον «δίκαιο αγώνα»! 

Ο πατέρας μου κυνηγάει τους Γερμανούς, που τα έχουν χαμένα γιατί αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί γι αυτούς, και η μάνα μου τρέχει και δε σώνει από χωριό σε χωριό, άλλοτε ως στέλεχος της Αλληλεγγύης, ας πούμε της επιμελητείας του αντάρτη, κι άλλοτε σα δασκάλα. Μαθαίνει γράμματα κυρίως στους αγράμματους ΕΛΑΣίτες, που έχουν προτεραιότητα στη γνώση έναντι ημών των μικρών μαθητών.

Ούτε ξέρω ποιος μου έμαθε την αλφαβήτα. Όχι πάντως η δασκάλα μάνα μου. Αυτή ήταν πολύ απασχολημένη με τα κομματικά της καθήκοντα. Δεν είχα ποτέ δασκάλα τη μάνα μου. Και αργότερα, δεν είχα ποτέ καθηγητή τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου συνελήφθη απ’ τους «εθνικόφρονες» τη χρονιά που μπήκα στο γυμνάσιο της Καστοριάς όπου υπηρετούσε, και απολύθηκε λίγο μετά την αποφοίτησή μου. Νομίζω πως είμαι μια περίπτωση για Γκίνες. Τον καιρό που ήμουν στην ηλικία που τα παιδιά παν στο δημοτικό σχολείο, η δασκάλα μάνα μου εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να μου κάνει μάθημα, και τον καιρό που ήμουν στην ηλικία που τα παιδιά παν στο γυμνάσιο, ο καθηγητής πατέρας μου εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να μου κάνει μάθημα! Χέσε μέσα, που λεν και οι καρραγωγείς.

Ωστόσο, από απόψεως παιδαγωγικής, χρωστάω τα πάντα στη δασκάλα μάνα μου και τον καθηγητή πατέρα μου. Τους θαύμαζα απεριόριστα και τους δυο για το ήθος τους, για την εντιμότητά τους, για τη λεβεντιά τους, για την ικανότητά τους να μη σκύβουν ποτέ το κεφάλι μπροστά σε κανέναν. Συνήθως τα παιδιά ψάχνουν ένα πρότυπο για να ταυτιστούν. Εγώ είχα δύο.

Μ’ άλλα λόγια, στάθηκα πάρα πολύ τυχερός. Αφενός γιατί είχα τέτοιους γονείς και αφετέρου διότι έχοντας τέτοιους γονείς, σχεδόν δεν πήγα σχολείο. Στο δημοτικό γιατί ήμασταν στο βουνό, και στο γυμνάσιο, διότι μέσα στον ορυμαγδό του εμφυλίου πολέμου, στο γυμνάσιο της Καστοριάς όπου με πέταξε ο άνεμος, μια μέρα κάναμε μάθημα και δυο δεν κάναμε. Το γυμνάσιο λειτουργούσε περισσότερο σα στρατώνας, παρά σα σχολείο. Και, βέβαια, τα μαθήματα ήταν σκέτο αλαλούμ. Κι έτσι, γλύτωσα απ’ την αποβλάκωση. Διότι, ως γνωστόν, ο πιο σίγουρος τρόπος να αποβλακωθεί κανείς είναι να φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, Η ζωή ενός ταλαίπωρου Έλληνα (σελ. 9 - 22, 99 -103), εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου



«Ο Βασίλης φεύγει μ’ ένα γαρίφαλο στ' αφτί.»

Πώς γεννιέται μια φιλία; Ίσως όπως γεννιέται ένας έρωτας: ξαφνικά. Άγνωστο τι την καθορίζει… ποιες λέξεις, ποια κίνηση. Ποια εμπιστοσύνη [……]

Ν’ αλλάξουμε τον κινηματογράφο, τον Ελληνικό - σαν να λέμε: ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.[….]

Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.
Γίνεται; Πώς δε γίνεται! […]

Πέρασε ο καιρός, γίναμε ό,τι γίναμε και οι δυο. Η φιλία, όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, κράτησε την παιγνιώδη συνενοχή που τη χαρακτήριζε απ’ την αρχή.

Σ’ ένα αυτοκίνητο που κατέβαινε την Κηφισίας, πήρα το μήνυμα ότι ήταν στην εντατική.
Τον πρόλαβα ν’ ανασαίνει.

- Πόσο; ρώτησα το γιατρό.

- Ώρες.

Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, αλλά η έκφραση, ίδια: αγέρωχη και παράξενα τρυφερή.

Ένας ζεστός άνεμος φυσούσε στο νεκροταφείο έξω από την Πάτρα, όπου τελικά τον έθαψαν. Την ώρα που έκλειναν το φέρετρο για να τον κατεβάσουν, ένα κόκκινο γαρίφαλο ξέφυγε απ’ τ’ άλλα λουλούδια, πέρασε απ’ τα μάτια του κι έμεινε εκεί πλάι. Το φέρετρο κατέβηκε στο χώμα μ’ ένα γαρίφαλο που έφεγγε στο πρόσωπό του. «Για κοίτα» σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, «ο Βασίλης φεύγει μ’ ένα γαρίφαλο στ' αφτί.». Και χαμογέλασα.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γράφει για τον Βασίλη Ραφαηλίδη
«Βασίλης Ραφαηλίδης» (εκδ. Αιγόκερως, 2000, για το Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου