Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

«Θα προτιμούσα όχι», Herman Melville, Μπάρτλμπυ, ο γραφέας



Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
___________


«..χλομή ευπρέπεια, σπαρακτική αξιοπρέπεια, αθεράπευτη μοναξιά»

Ο πιο μελαγχολικός και αινιγματικός χαρακτήρας της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο Μπάρτλμπυ ο γραφέας.

Λ
ίγα λόγια απαιτούνται για να περιγράψει κανείς τον Μπάρτλμπυ. Αλλωστε και ο ίδιος ελάχιστες μόνο λέξεις ξεστομίζει σ' αυτό το διήγημα που φέρει το όνομά του. Οι περισσότερες είναι η δουλική επανάληψη μιας απάνθρωπα μοναχικής επωδού: «I'd rather not - Θα προτιμούσα όχι», που αντηχεί στον νου όπως η κορακολαλιά του Πόε: «Nevermore - Ποτέ πια».

Την ιστορία του αινιγματικού γραφέα αφηγείται ένας συνετός και μεθοδικός δικηγόρος – κατεξοχήν αξιόπιστο και αφιλόδοξο πρόσωπο – που ανήκει «στη χορεία των δικηγόρων εκείνων, οι οποίοι ουδέποτε αγορεύουν ενώπιον δικαστηρίου, ούτε αποσπούν το χειροκρότημα του κοινού, αλλά στη δροσιά και στην ηρεμία της βολικής γωνίτσας τους βγάζουν πέρα τη βολική δουλίτσα τους».

Ο Μπάρτλμπυ δεν μιλά σε κανέναν, ούτε στον αφηγητή που τον προσέλαβε ούτε στους δύο συναδέλφους του και αντιγράφει σιωπηλός τα έγγραφα που του εμπιστεύονται.



«Στην αγγελία μου ανταποκρίθηκε ένας νεαρός, ο οποίος στάθηκε ένα πρωί ασάλευτος στην είσοδο του γραφείου μου - η πόρτα ήταν ανοιχτή, καθότι καλοκαίρι. Είναι σαν να τον έχω μπροστά μου - χλομή ευπρέπεια, σπαρακτική αξιοπρέπεια, αθεράπευτη μοναξιά ! Ήταν ο Μπάρτλμπυ.

«Στην αρχή ο Μπάρτλμπυ έφερνε σε πέρας ασύλληπτο όγκο γραφικής εργασίας. Ωσάν η ανάγκη του να αντιγράφει να είχε αγγίξει τα όρια της λιμοκτονίας, άρχισε να καταβροχθίζει τα έγγραφά μου. Ανάπαυλα προς πέψιν δεν υπήρχε. Η γραμμή παραγωγής δούλευε μέρα-νύχτα, η αντιγραφή των εγγράφων γινόταν με το φως του ήλιου και με το φως των κεριών. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι ενθουσιασμένος με την προσήλωσή του, αρκεί να συνδύαζε την εργατικότητα με λίγο κέφι γι αυτό που έκανε. Όμως εκείνος έγραφε σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά.»




Η πρώτη έκπληξη ή μάλλον σύγχιση έρχεται, όταν, την τρίτη μέρα στη δουλειά, ο δικηγόρος θα ζητήσει από τον Μπάρτλμπυ να βοηθήσει στην αντιπαραβολή ενός εγγράφου, μια υπόθεση ανιαρή, κουραστική, ληθαργική.

...χωρίς να σαλέψει από το άσυλό του, ο Μπάρτλμπυ μου απάντησε σε τόνο εξαιρετικά ήπιο και σταθερό: «Θα προτιμούσα όχι».

Προς στιγμήν βουβάθηκα, προσπαθώντας να ξεπεράσω τον αιφνιδιασμό μου. Αυτομάτως μου πέρασε από το μυαλό ότι με είχαν προδώσει τα αυτιά μου ή ότι ίσως ο Μπάρτλμπυ είχε παρανοήσει εντελώς.

[....] Τον κοίταξα καλά καλά. Το ισχνό πρόσωπο ήταν ατάραχο· τα γκρίζα μάτια θολά και γαλήνια. Ουδεμία σύσπαση που να μαρτυρεί αναστάτωση. Αν υπήρχε η παραμικρή αμηχανία, θυμός, αδημονία ή αυθάδεια στη στάση του· εν ολίγοις, αν υπήρχε κάτι συνηθισμένο και ανθρώπινο πάνω του, αναμφίβολα θα τον είχα διώξει κακήν κακώς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως θα ήταν σαν να έδειχνα την έξοδο στη χλομή γύψινη προτομή του Κικέρωνα που είχα στο γραφείο μου. 


Ο Μπάρτλμπυ συνεχίζει και τις επόμενες μέρες να αντιγράφει, χωρίς να ξεμυτίζει από το γραφείο, «μόνιμος φρουρός της γωνίας δίπλα στην πόρτα, πίσω από το ψηλό, πράσινο, πτυσσόμενο παραβάν» και να επαναλαμβάνει μηχανικά, σε κάθε λογική παράκληση του δικηγόρου, την αφοπλιστική επωδό:«Θα προτιμούσα όχι».

Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
___________

«..δεν έπασχε το σώμα· η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε...»

Μια Κυριακή πρωί κι ενώ ο αφηγητής έχει αρχίσει να συμφιλιώνεται με τη στάση του Μπάρτλμπυ, αναγνωρίζοντας την σταθερότητα, την αυτοτέλειά του από κάθε περισπασμό και την αδιαμφισβήτητη εντιμότητά του, θα διαπιστώσει εμβρόντητος ότι ο γραφέας του έχει εγκατασταθεί κι έχει στήσει το εργένικο νοικοκυριό του στο γραφείο.

….τo φάσμα του Μπάρτλμπυ φανερώθηκε μπροστά μου, τo λιγνό πρόσωπο χωμένο στο διάκενο της μισάνοιχτης πόρτας· φορούσε μόνον πουκάμισο και μια ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένη ρόμπα· με φωνή σιγανή μου ζήτησε συγγνώμη διότι εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ απασχολημένος και - θα προτιμούσε να μη με δεχτεί. Πρόσθεσε δε, χωρίς πολλά λόγια, ότι το καλύτερο θα ήταν να κάνω δυο-τρεις γύρους στο τετράγωνο και ότι στο μεσοδιάστημα μάλλον θα προλάβαινε να ολοκληρώσει αυτό που έκανε.

Ε, λοιπόν, αυτή η εντελώς απρόβλεπτη εμφάνιση του Μπάρτλμπυ εγκατεστημένου στο γραφείο μου Κυριακή πρωί, με εκείνη την αριστοκρατική νωχέλεια που μύριζε πτωμαΐνη, πάντοτε ακλόνητου και ψύχραιμου, είχε τέτοια περίεργη επίδραση πάνω μου, ώστε χωρίς κουβέντα πήρα δρόμο από την ίδια μου την πόρτα και συμμορφώθηκα με την επιθυμία του. Όχι, βέβαια, χωρίς τους ποικίλους νυγμούς μιας ανίσχυρης αντίδρασης ενάντια στην ήπια προπέτεια αυτού του ακατανόητου γραφέα. 

Μα την πίστη μου, αυτή ακριβώς η καταπληκτική ηπιότητά του όχι απλώς με αφόπλιζε αλλά, τρόπος του λέγειν, με ευνούχιζε. Διότι πιστεύω ότι, εν προκειμένω, ένα είδος ευνουχισμού είναι και το να επιτρέπεις στωικά στον έμμισθο γραφέα σου να σου υπαγορεύει τι να κάνεις και να σε διατάζει να φύγεις από το γραφείο σου.

[.....] Μάλιστα, σκέφτηκα, είναι φως φανάρι ότι ο Μπάρτλμπυ εγκαταστάθηκε εδώ και έστησε το εργένικο νοικοκυριό του. Και αμέσως με κατέκλυσε μια σκέψη: τι φοβερή εγκατάλειψη, τι μοναχικότητα έρχονται ξαφνικά στο φως ! Η φτώχεια του ήταν μεγάλη· η ερημιά του, όμως, φρικτή! 

Για σκεφτείτε το. Τις Κυριακές η Ουώλλ Στρητ είναι έρημη σαν την Πέτρα· αλλά και το κάθε βράδυ της κάθε ημέρας η ίδια ερημιά. Ως και αυτό το κτίριο, που τις εργάσιμες ημέρες αντιβουίζει εργατικότητα και ζωή, το βράδυ αντιλαλεί το απόλυτο κενό, και ολόκληρη την Κυριακή είναι εγκαταλελειμμένο. 

Και ο Μπάρτλμπυ έρχεται και στήνει το σπιτικό του εδώ· μοναδικός θεατής μιας ερημιάς που την έχει δει πολυάνθρωπη - ένα είδος αθώου και μεταμορφωμένου Μάριου βυθισμένου σε μελαγχολικές σκέψεις μπροστά στα ερείπια της Καρχηδόνας!

Τα
 όσα είδα εκείνο το πρωινό με έπεισαν ότι ο γραφέας ήταν θύμα εγγενούς και αθεράπευτης διαταραχής. Θα μπορούσα να ελεήσω το σώμα του· αλλά δεν έπασχε το σώμα του· η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε, και την ψυχή του δεν μπορούσα να την προσεγγίσω.



H. Melville, "Bartleby the Scrivener" (The narrator), 2012. 
©Marco Lorenzetti.
____________


«Την εγκατέλειψα πια την αντιγραφή» 

Την επόμενη μέρα και παρά την αναντίρρητα καλή μεταχείριση και επιείκια που εισπράττει από τον δικηγόρο, ο Μπάρτλμπυ «προτιμά να μην απαντήσει σε καμιά ερώτηση για τον εαυτό του», κρατώντας «το βλέμμα του καρφωμένο στην προτομή του Κικέρωνα». Εξίσου μειλίχια αντιμετωπίζει τις εκκλήσεις του εργοδότη του να συμμορφωθεί και «προτιμά να μην φερθεί προς το παρόν κάπως λογικά».


Είναι η έβδομη φορά που ο Μπάρτλμπυ διατυπώνει είτε αυτολεξεί είτε με παραλλαγές τη φράση «Θα προτιμούσα όχι» και ο δικηγόρος συνειδητοποιεί τον μολυσματικό της χαρακτήρα. Οι ασυνήθιστες λέξεις παρεισφρέουν στη γλώσσα του ίδιου και των υπαλλήλων: 


Δεν ξέρω πώς, αλλά τώρα τελευταία είχα αποκτήσει τη συνήθεια να χρησιμοποιώ άθελά μου τη λέξη «προτιμώ» σε κάθε είδους — όχι ακριβώς πάντα στην κατάλληλη — περίσταση. Έτρεμα μάλιστα στη σκέψη ότι η επαφή μου με τον γραφέα με είχε ήδη επηρεάσει σοβαρά σε πνευματικό επίπεδο.

Μέχρι που η ασυνήθιστη διατύπωση επιδρά και στον ίδιο τον Μπάρτλμπυ· δεν μπορεί πια να αντιγράψει, απλά, γιατί  έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Όταν το αντιλαμβάνεται είναι σαν να πρόκειται για κάτι το προφανές:


«Δεν τον βλέπετε και μόνος σας τον λόγο;», απαντά αδιάφορα στην ερώτηση του δικηγόρου και συνεχίζει να στέκεται όρθιος στο παράθυρό του ρεμβάζοντας κατά τον τυφλό τοίχο. Ο λόγος βεβαίως δεν είναι κάποιο παροδικό πρόβλημα στην όραση του, όπως συγκινημένος, σπεύδει να υποθέσει ο δικηγόρος, γιατί λίγες μέρες μετά ο Μπάρτλμπυ, αντιδρώντας στις παροτρύνσεις του,τού ανακοινώνει ότι είχε οριστικά εγκαταλείψει την αντιγραφή:


«Την εγκατέλειψα πια την αντιγραφή» απάντησε και γλίστρησε στη γωνιά του.


Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
______________


«...σαν τη στερνή κολόνα ενός κατερειπωμένου ναού»

Η πεισματική άρνηση του Μπάρτλμπυ να ανταποκριθεί στην ανθρώπινη επαφή και να συμμετάσχει στο γραφείο υποχρεώνει τον αφηγητή να τον απολύσει.

Τι να έκανα; Δεν ήθελε να συμμετάσχει σε τίποτα στο γραφείο· γιατί, λοιπόν, να μένει εκεί; Για να το πούμε καθαρά, μου είχε πια γίνει βάρος, όχι απλώς άχρηστος όσο ένα κολλιέ αλλά και θλιβερός ως παρουσία. Από την άλλη, τον λυπόμουνα. Είναι η μισή αλήθεια αν πω ότι ανησυχούσα γι’ αυτόν. Αν μου έδινε τουλάχιστον ένα όνομα κάποιου συγγενή ή φίλου του, θα έσπευδα να τους γράψω και θα τους παρότρυνα να τον πάρουν τον κακομοίρη από εδώ και να τον πάνε κάπου ήσυχα. Όμως μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν μόνος, κατάμονος μέσα στο σύμπαν. Ένα ναυάγιο στη μέση του Ατλαντικού.

Η προθεσμία των έξι ημερών για να αποχωρήσει ο Μπάρτλμπυ από το γραφείο εκπνέει, αλλά εκείνος παραμένει στη θέση του πίσω από το παραβάν. Ο δικηγόρος του αφήνει χρήματα, οδηγίες και τον αποχαιρετά με την υπόσχεση να τον βοηθήσει σε ό,τι χρειαστεί στην καινούργια του διαμονή.

Εκείνος όμως δεν είπε λέξη· σαν τη στερνή κολόνα ενός κατερειπωμένου ναού απόμεινε όρθιος, βουβός και μοναχικός στη μέση του κατά τα άλλα έρημου χώρου.


"Bartleby the Scrivener" (2012) by Bill Bragg.
____________

Μπορεί βέβαια, ο δικηγόρος να θεώρησε δεδομένη την αποχώρηση του Μπάρτλμπυ, αλλά «το μείζον ζήτημα ήταν εάν εκείνος θα προτιμούσε να αποχωρήσει. Ο Μπάρτλμπυ ήταν άνθρωπος των προτιμήσεων, όχι των δεδομένων.»

Την επόμενη μέρα ο Μπάρτλμπυ, όχι μόνο ήταν ακόμα στο γραφείο, αλλά «θα προτιμούσε να μη φύγει από εκεί», χωρίς βέβαια να κάνει το παραμικρό που να δικαιώνει την άρνησή του να αποχωρήσει.


Κι ενώ ο αφηγητής συμβιβάζεται με την ιδέα ότι ο ακίνδυνος και αθόρυβος γραφέας είναι σταλμένος στη ζωή του από την πάνσοφη Θεία Πρόνοια για κάποιο μυστηριώδη λόγο, τα ανοικτίρμονα αλλά δικαιολογημένα σχόλια συναδέλφων για το «στοιχειό του γραφείου», τον ωθούν να «απαλλαγεί μια κι έξω απ’ αυτόν τον αφόρητο βραχνά.»


Η συνείδησή του δεν του επιτρέπει ωστόσο να πετάξει έξω με τις κλοτσιές ένα απροστάτευτο πλάσμα - «τον κακομοίρη, τον κιτρινιάρη, τον κακόθυμο τον άνθρωπο», ούτε «να βάλει κανέναν αστυφύλακα να τον μαγκώσει και να στείλει φυλακή αυτή την αθώα, χλομή ύπαρξη», σαν να ήταν κανένας αλήτης ή επαίτης.


Τέρμα λοιπόν. Αφού δεν φεύγει εκείνος, πρέπει να φύγω εγώ. Θα αλλάξω γραφείο· θα μετακομίσω και θα τον ειδοποιήσω εγκαίρως ότι αν τον βρω στο καινούργιο γραφείο μου, θα τον μηνύσω για παραβίαση ξένης ιδιοκτησίας.

Όπερ και εγένετο. Όταν και το παραβάν απομακρύνθηκε, τελευταίο από το χώρο, ο Μπάρτλμπυ «απόμεινε ασάλευτος και μόνος στο γυμνό δωμάτιο» κι ο δικηγόρος – «περίεργο πράγμα – με πολύ κόπο αποχωρίστηκε τον άνθρωπο από τον οποίο τόσο πολύ λαχταρούσε να απαλλαγεί.»



Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
_____________


 «Εμένα μου αρέσει η στασιμότητα. Αν και δεν είμαι απαιτητικός».


Οι καινούργιοι ένοικοι θα αναγκαστούν να διώξουν τον Μπάρτλμπυ από το γραφείο, όχι όμως και από το κτίριο. «Την ημέρα τη βγάζει καθισμένος στην κουπαστή της σκάλας και τη νύχτα κοιμάται στην είσοδο.» Έξαλλοι ζητούν από τον δικηγόρο, θεωρώντας τον υπεύθυνο, να τους απαλλάξει από το αλλόκοτο αυτό πλάσμα. Ο δικηγόρος, ανίκανος να απαλλαγεί από τη σαγήνη του σιωπηλού γραφέα, θα κάνει άλλη μια προσπάθεια:

«Μπάρτλμπυ», άρχισα, «έχεις αντιληφθεί ότι με υποβάλλεις σε πολύ μεγάλη δοκιμασία με την επιμονή σου να κάνεις κατάληψη της εισόδου, από τη στιγμή που σε έδιωξαν από το γραφείο; »

Καμιά απάντηση.

«Λοιπόν, ένα από τα δύο θα γίνει. Ή θα πάρεις μόνος σου μια απόφαση ή θα πρέπει να ληφθεί μια απόφαση από εμάς για σένα. Λοιπόν, με τι είδους δουλειά θα ήθελες να ασχοληθείς; Θέλεις να προσληφθείς και πάλι ως γραφέας δικηγόρου;»

«Όχι· θα προτιμούσα να μην αλλάξει τίποτα».

«Θέλεις να προσληφθείς ως υπάλληλος σε κατάστημα λευκών ειδών;»

«Έχει πολλή κλεισούρα αυτή η δουλειά. Όχι, δέν θέλω να πάω υπάλληλος· πάντως δεν είμαι απαιτητικός».


«Πολλή κλεισούρα!» αναφώνησα. «Το λες εσύ που μένεις διαρκώς κλεισμένος μέσα!»

«Θα προτιμούσα να μην πάω για υπάλληλος» αποκρίθηκε ξερά, σαν να ήθελε να τελειώνει μια κι έξω με αυτό το επουσιώδες θέμα.

«Θα σου άρεσε να δουλέψεις σε μπαρ; Είναι δουλειά που δεν θα σου κουράζει και τα μάτια».

«Δεν θα μου άρεσε καθόλου· αν και, όπως είπα πρωτύτερα, δεν είμαι απαιτητικός».

Η ασυνήθιστη πολυλογία του με ενθάρρυνε να συνεχίσω την έφοδο.

«Καλά, μήπως τότε θα ήθελες να ταξιδεύεις ανά τη χώρα και να εισπράττεις γραμμάτια για λογαριασμό εμπόρων; Αυτό θα ήταν καλό και για την υγεία σου».

«Όχι, θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο».


«Τότε πώς σου φαίνεται η ιδέα να ταξιδέψεις στην Ευρώπη ως συνοδός, για να ψυχαγωγείς με την κουβέντα σου κάποιο νεαρό κύριο - γι’ αυτό τι λες;»

«Ούτε κατά διάνοια. Δεν μου ακούγεται και πολύ σίγουρη αυτή η δουλειά. Εμένα μου αρέσει η στασιμότητα. Αν και δεν είμαι απαιτητικός».


«Και στάσιμος θα μείνεις» φώναξα χάνοντας την υπομονή μου, και - για πρώτη φορά στις εκνευριστικές επαφές μου μαζί του - ξεσπώντας με όλο μου το δίκιο. « Εάν δεν φύγεις απ’ αυτό το γραφείο προτού νυχτώσει, θα είμαι υποχρεωμένος - ή μάλλον, είμαι υποχρεωμένος - να - να φύγω εγώ!» κατέληξα, ελαφρώς παράλογα, είναι η αλήθεια, μη ξέροντας με τι απειλή να τον φοβερίσω για να αφήσει κατά μέρος τη στασιμότητα και να συμμορφωθεί.

Κρίνοντας ότι η οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια θα ήταν μάταιη, ήμουν έτοιμος να πάρω δρόμο, όταν μου ήρθε μια τελευταία ιδέα - μια ιδέα με την οποία είχα φλερτάρει και στο παρελθόν.

«Μπάρτλμπυ», είπα όσο πιο φιλικά μου επέτρεπε η ένταση της στιγμής, «θα ήθελες να έρθεις τώρα μαζί μου - όχι στο γραφείο μου, αλλά στο σπίτι μου - και να μείνεις εκεί ώσπου να μπορέσουμε να καταλήξουμε με την ησυχία μας σε μια διευθέτηση που να σε εξυπηρετεί; Έλα, ας πηγαίνουμε, τώρα αμέσως».


«Όχι: προς το παρόν θα προτιμούσα να μην κάνω απολύτως καμία αλλαγή».




Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Javier Zabala)
_________________

«Μετά βασιλέων βουλευτών γης....»


Η αστυνομία θα στείλει τον Μπάρτλμπυ στους Τάφους ή, επί το ορθότερον, στις Δημόσιες Φυλακές με το αιτιολογικό της επαιτείας. Εκεί θα τον εντοπίσει ο πρώην εργοδότης του στην πιο ήσυχη από τις περίκλειστες, στρωμένες με γρασίδι αυλές της, να στέκεται ολομόναχος με το πρόσωπό του στραμμένο προς έναν πανήψηλο τοίχο.

«Μπάρτλμπυ!»

«Σας γνωρίζω», είπε χωρίς να στραφεί - «και δεν επιθυμώ να έχω καμία κουβέντα μαζί σας».

«Μα δεν σε έφερα εγώ εδώ μέσα, Μπάρτλμπυ», είπα, σφοδρά θορυβημένος από το υπονοούμενο.«Άλλωστε, το μέρος αυτό εσένα ως άτομο δεν σε στιγματίζει. Κανείς δεν μπορεί να σου προσάψει τίποτα επειδή βρίσκεσαι εδώ. Στο κάτω κάτω ο χώρος δεν είναι και τόσο θλιβερός όσο θα περίμενε κανείς. Για κοίταξε, βλέπεις τον ουρανό, έχεις και γρασίδι».

«Γνωρίζω πού βρίσκομαι» απάντησε αλλά δεν θέλησε να πει τίποτε περισσότερο και έτσι τον άφησα.


Η τελευταία προσπάθεια του δικηγόρου είναι να εξασφαλίζει για το γεύμα του φίλου του ό,τι καλύτερο και εκλεκτότερο μπορεί να του προμηθεύσει ο «μασαδόρος», κάτι που ο γραφέας - 
επίμονα αδιάφορος για τις γαστρονομικές απολαύσεις - αρνείται με την γνωστή επωδό: 

«Προτιμώ να μη δειπνήσω σήμερα. Θα με πειράξει στο στομάχι· δεν είμαι συνηθισμένος να τρώω το βράδυ».


Όταν σε λίγες μέρες ο δικηγόρος θα πάρει πάλι άδεια εισόδου στους Τάφους, αναζητώντας τον αμίλητο γραφέα, θα τον βρει αλλόκοτα κουλουριασμένο στην αυλή: 

Στην αυλή επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Τούτη η αυλή δεν ήταν προσιτή στους κοινούς κατάδικους. Οι τοίχοι που την περιέβαλλαν, εκπληκτικού πάχους, απομόνωναν τον κάθε ήχο. Η αιγυπτιακού τύπου τοιχοποιΐα μου προκαλούσε κατάθλιψη. Όμως κάτω από τα πόδια μου ψήλωνε απαλό το φυλακισμένο γρασίδι. Η καρδιά των αιώνιων πυραμίδων, φαίνεται, όπου, μ’ έναν τρόπο άλλόκοτο, μαγικό, ανάμεσα στις ρωγμές, ο σπόρος που έπεσε από τα πουλιά, φύτρωσε.

Αλλόκοτα κουλουριασμένο στη βάση του τοίχου, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, γυρισμένο στο πλάι, με το κεφάλι ν’ ακουμπάει στην κρύα πέτρα, αντίκρισα τον σκελετωμένο Μπάρτλμπυ. Αλλά δεν σάλευε τίποτα. Κοντοστάθηκα· μετά πλησίασα· έσκυψα από πάνω του και είδα πως τα θολά μάτια ήταν ανοιχτά· κατά τα άλλα φαινόταν να κοιμάται βαθιά. Κάτι με έσπρωξε να τον αγγίξω. Ψηλάφισα το χέρι του και ένα ρίγος, σαν μυρμήγκιασμα, χύθηκε στο μπράτσο μου κι από εκεί στη ραχοκοκαλιά ίσαμε τα πόδια μου.

Το ολοστρόγγυλο μούτρο του μασαδόρου έσκυβε από πάνω μου. 

«Το φαγητό του είναι έτοιμο. Ούτε σήμερα έχει σκοπό να φάει; Μπας και ζει με αέρα;» 

«Ζει με τον αέρα» είπα και του έκλεισα τα μάτια.

«Έ; Κοιμάται, έτσι;»

«Μ
ετά βασιλέων βουλευτών γης» ψιθύρισα.


Herman Melville, Bartelby the scrivener ( Illustration by Stéphane Poulin)
__________________

«Ανεπίδοτη επιστολή! Σαν να λέμε, νεκρό γράμμα»

Όπως σιωπηλά έζησε, έτσι σιωπηλά και πέθανε ο Μπάρτλμπυ, παραμένοντας άγνωστος για όλους και για εμάς που διαβάζουμε την ιστορία του. Μόνο στο τέλος θα αξιωθούμε να μάθουμε μια μικρή λεπτομέρεια - φήμη για την ύπαρξή του.

Η φήμη λοιπόν έλεγε τα εξής: ότι ο Μπάρτλμπυ ήταν κατώτερος υπάλληλος στην Υπηρεσία Ανεπίδοτων Επιστολών στην Ουώσινγκτον, από όπου αιφνιδίως απολύθηκε λόγω αλλαγής της διεύθυνσης.

Οσάκις τη σκέφτομαι αυτή την κουβέντα, μου είναι αδύνατον να εκφράσω τα συναισθήματα που με κατακλύζουν. Ανεπίδοτη επιστολή! Σαν να λέμε, νεκρό γράμμα. Δεν θυμίζει νεκρό άνθρωπο; Φανταστείτε έναν άνθρωπο χλομό, επιρρεπή από τη φύση του και τη μοίρα του στην απόγνωση, ποια άλλη δουλειά είναι πιο κατάλληλη για να του επιτείνει την άπόγνωση από τη συνεχή διαλογή αυτών των ανεπίδοτων επιστολών και την ταξινόμησή τους προτού καταλήξουν στις φλόγες;

Διότι κάθε χρόνο τις καίνε, κάρα ολόκληρα από αυτές. Καμιά φορά ο χλομός υπάλληλος ξετρυπώνει μέσα από το διπλωμένο χαρτί ένα δαχτυλίδι - το δάχτυλο για το οποίο προοριζόταν μπορεί να λιώνει στον τάφο· ένα χαρτονόμισμα σταλμένο ως κίνηση άμεσης συμπόνιας - αυτός τον όποιο θα ανακούφιζε, ούτε τρώει ούτε πεινάει πια· τη συγγνώμη για εκείνους οι οποίοι πέθαναν συντετριμμένοι· την έλπίδα για εκείνους οι οποίοι πέθαναν απελπισμένοι· τα χαρμόσυνα νέα για εκείνους τους οποίους έπνιξαν οι αβάσταχτες συμφορές. Για τις εντολές της ζωής, τούτα τα γράμματα σπεύδουν στον θάνατο.

Ω, Μπάρτλμπυ! Ω, ανθρωπότης! -


Lower Broadway in New York City, 1859, with the spire of Trinity Church in the background, shows the tall office buildings referred to in Bartleby.
__________________


«Βιομηχανία Μπάρτλμπυ...»

Ο αριθμός τών προσεγγίσεων σχετικά με την προέλευση του Μπάρτλμπυ είναι τόσο μεγάλος ώστε ο Dan McCall να μιλάει για «βιομηχανία Μπάρτλμπυ», ο δέ ψυχαναλυτής Henry A. Murray να έχει αναφερθεί σε «σύμπλεγμα Μπάρτλμπυ».

Υπάρχει μια γραμμή που συνδέει τον Μπάρτλμπυ του Μέλβιλ με  τα κηρύγματα για «πολιτική ανυπακοή» του Henry David Thoreau, την παθητική αντίσταση του Μαχάτμα Γκάντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την φασματική προσωπικότητά του Γιόζεφ Κ. στη Δίκη του Κάφκα και τους φευγάτους, μοναχικούς, αξιοπρεπείς, με τις εμμονές τους ήρωες του Μπέκετ.

Το «Δεν γεννήθηκα για να μου επιβάλλουν οι άλλοι τι να κάνω. Θα αναπνέω όπως μου αρέσει» του Θορώ, δεν αποκλείεται να είναι κάτι σαν προανάκρουσμα του «Θα προτιμούσα όχι» του Μπάρτλμπυ. Ο Μπάρτλμπυ, βέβαια, δεν εξηγεί ποτέ γιατί «θα προτιμούσε όχι», απλώς εμμένει στην άρνησή του, η οποία πάντως εκφράζει βούληση και προσωπική επιλογή.

Ο ίδιος ο Μέλβιλ, πάλι, το 1853, χρονιά που γράφει τον Μπάρτλμπυ, αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα με τον ήρωά του: η λογοτεχνία του δεν πουλάει, αλλά ο συγγραφέας εμμένει πεισματικά σε κείμενα καταδικασμένα.

«Αυτά που λαχταρώ να γράψω, είναι όλα καταδικασμένα - δεν πουλάνε. Από την άλλη όμως, το να γράψω αλλιώς - δεν το μπορώ.»


Κι ίσως ο Μέλβιλ να μην ταυτίζεται μόνο με τον Μπάρτλμπυ, αλλά εν μέρει και με τον δικηγόρο.

Εκπρόσωπος της αμερικανικής αστικής τάξης ο δικηγόρος, μέτριας ευφυΐας άτομο, συνετός, μεθοδικός, καλοπροαίρετος, φιλελεύθερος μέχρις εκεί που τον παίρνει, επιτυχημένος και αξιοσέβαστος πολίτης, «προσηνής και μπλαζέ, διαβαίνει στη ζωή με παρωπίδες, ούτως ώστε τίποτα να μην του αποσπά την προσοχή ούτε να του διαταράσσει την ησυχία», όπως γράφει ο Andrew Delbanco. 

Όπως παρατηρεί ο Richard Chase, ο Μέλβιλ «ήταν ένας επιτυχημένος οικογενειάρχης και είχε εργαστεί επί εικοσαετία ως επιθεωρητής τελωνείου... άρα αναπόφευκτα ταυτιζόταν με τον Αμερικανό αστό, ο οποίος αντιμετώπιζε τον καλλιτέχνη σαν το αθώο πλάσμα που υποφέρει και απομονώνεται. 

Στο συμβολικό αυτό επίπεδο ο Μέλβιλ ήταν ταυτόχρονα ο δυναμικός και επιθετικός άνθρωπος, ο εκπρόσωπος της εξουσίας αλλά  και ο Μπάρτμπυ. Εν ολίγοις ήταν ο πατέρας και ο γιος, η σχέση των οποίων είναι κεντρικό θέμα στον Μέλβιλ. 

Ο γιος πεθαίνει χωρίς να έχει παράσχει τη φώτιση στον πατέρα, ο δε πατέρας συνεχίζει να ζει χωρίς να έχει λυτρωθεί, κάτοχος πάντοτε της ισχύος και της εξουσίας, τις οποίες δεν κατόρθωσε να κληροδοτήσει στον γιο».


Αθηνά Δημητριάδου (από το σημείωμα της μεταφράστριας)



«Ούτις εμοί γ’ όνομα»

Ο Μπάρτλμπυ δεν είναι μια μεταφορά για τον συγγραφέα ούτε το σύμβολο κάποιου. Είναι ένα βίαια κωμικό κείμενο, και το κωμικό είναι πάντοτε κυριολεκτικό. Δεν θέλει να πει παρά αυτό που κυριολεκτικά λέει. Το λέει και το ξαναλέει, ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΝΑ ΜΗΝ, I would prefer not to. Αυτή είναι η συνταγή της δόξας του και κάθε ερωτευμένος αναγνώστης την επαναλαμβάνει με τη σειρά του. Ένας λιγνός χλομός άντρας είπε τη συνταγή για να τρελάνεις τους πάντες.

Ο Μπάρτλμπυ έχει κερδίσει το δικαίωμα να επιβιώνει, δηλαδή να στέκεται ακίνητος και όρθιος απέναντι σε έναν τυφλό τοίχο. Υπομένουσα καθαρή παθητικότητα, όπως θα έλεγε ο Blanchot. Είναι ως είναι και τίποτα παραπάνω. Τον πιέζουν να πει ναι ή όχι. Αλλά αν έλεγε όχι, αν έλεγε ναι, πολύ γρήγορα θα είχε νικηθεί, θα είχε κριθεί άχρηστος και δεν θα επιβίωνε. Δεν μπορεί να επιβιώσει παρά μόνον αν περιδινείται σε μια αιώρηση που κρατά όλο τον κόσμο σε απόσταση.


Ο Μπάρτλμπυ είναι ο Εργένης, αυτός για τον οποίο ο Κάφκα έλεγε: «έχει μόνο τόσο έδαφος όσο πατούν τα πόδια του, τόσο στήριγμα όσο καλύπτουν τα δυο του χέρια» - αυτός που κρυβόταν στο χειμωνιάτικο χιόνι για να πεθάνει απ’ το κρύο σαν να ήταν παιδί - αυτός που το μόνο που είχε να κάνει ήταν οι περίπατοί του, τους οποίους όμως μπορούσε να κάνει οπουδήποτε, χωρίς να κινείται.  

Ο Μπάρτλμπυ είναι ο άνθρωπος χωρίς αναφορές, χωρίς κτήσεις, χωρίς ιδιότητες, χωρίς ποιότητες, χωρίς ιδιαιτερότητες: είναι υπερβολικά λείος για να μπορεί κανείς να του αγκιστρώσει όποιαδήποτε ιδιαιτερότητα. Χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, είναι στιγμιαίος. 

Το I PREFER NOT ΤΟ είναι η χημική ή αλχημική φόρμουλα του Μπάρτλμπυ, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει στην ανάστροφη όψη του, σαν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα, το I AM NOT PARTICULAR, δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο.

Απ
’ άκρη σ’ άκρη του 19ου αιώνα υπάρχει αυτή η αναζήτηση του ανθρώπου χωρίς όνομα, βασιλοκτόνου και πατροκτόνου, του Οδυσσέα των μοντέρνων καιρών («Ούτις εμοί γ’ όνομα»): ο κονιορτοποιημένος και μηχανοποιημένος άνθρωπος των μεγάλων μητροπόλεων, απ’ τον οποίο όμως περιμένουν ίσως να βγει ο Άνθρωπος του μέλλοντος ή ενός νέου κόσμου. 
Gilles Deleuze, Μπάρτλμπυ, ή η φόρμουλα





Πηγή:  Herman Melville, Μπάρτλμπυ, Ο Γραφέας, Μια Ιστορία Της Ουώλλ Στρητ, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Επίμετρο Gilles Deleuze, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου