Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

«Ζήστε πολλά χρόνια κι εκμεταλλευτείτε τα όσο υπάρχει χρόνος», Ιβάν Τουργκένιεφ, Πατέρες και γιοι



Γεβγκένι Μπαζάροφ (D. Borovsky )
___________



«Βυθίστε το χέρι στο βάθος της ανθρώπινης ζωής! 
Όλοι μας τη ζούμε, δεν τη γνωρίζουμε όλοι, 
κι εκεί που θα την αρπάξετε, εκεί θα είναι το ενδιαφέρον.»
_________
Γνήσιος μηδενιστής, ή μήπως όχι; 

Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου "Πατέρες και γιοι" του Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ,  είναι ο Μπαζάροφ, μετέπειτα δεσπόζουσα, εμβληματική μορφή ολόκληρης της ρώσικης λογοτεχνίας. Υπέρμαχος των θετικών επιστημών, θιασώτης του άκρατου εμπειρισμού και του ωφελιμισμού, φοιτητής της ιατρικής, σκανδαλίζει τον περίγυρό του και χαρακτηρίζεται «νιχιλιστής». 

Απορρίπτει με πάθος παρωχημένες αξίες και ιδανικά, δεν πιστεύει τίποτα και διακηρύσσει απερίφραστα τις αρχές του. Διεκδικεί μια ελευθερία άνευ όρων και δε διστάζει να προπαγανδίσει τη σύγκρουση και την καταστροφή. Μοναχικός, δυσπροσάρμοστος, αλαζονικός, μετακινείται συνεχώς από τόπο σε τόπο σε μια διαρκή προσπάθεια να ξορκίσει την ανία του. 

Η υποτιθέμενη ανωτερότητα των ιδεών του κάνει ενίοτε το φέρσιμό του επηρμένο και περιφρονητικό απέναντι σε όσους τον αμφισβητούν. Οι βεβαιότητές του είναι ακλόνητες και τις υπερασπίζεται σθεναρά και ανυποχώρητα. Απεχθάνεται την υπερβολή του συναισθήματος και την αμετροέπεια του λυρισμού, απορρίπτει κάθε μορφής ιδεαλισμό και είναι φανατικά υπέρμαχος ενός αδιαπραγμάτευτου, ακραίου υλισμού. 

Συγχρόνως ευαγγελίζεται μια άλλη κοινωνία, απαλλαγμένη όχι μόνο από την αριστοκρατία αλλά και από εκείνους τους καταπιεσμένους που δεν διαθέτουν ισχυρή ταξική συνείδηση, ικανή να τους οδηγήσει στην αποτίναξη του ζυγού. Σαν γνήσιος μηδενιστής, ο Μπαζάροφ μιλά με ωμότητα ή γίνεται κυνικά ψυχρός και είρων αλλά δεν παύει να διαθέτει και κάποιες απροσδόκητες σπίθες απροσποίητης ζεστασιάς και χιούμορ, που τον καθιστούν κατά καιρούς συμπαθή και ανθρώπινο.

Ο Μπαζάροφ συναντά την άρνηση, όταν εξομολογείται τον  έρωτά του στη γοητευτική Οντιτσόβα,  που τη νιώθει πνευματικά συγγενή καθώς  είναι κι αυτή υπέρμαχος ενός παρόμοιου υλισμού με τον δικό του. 

Ο ψυχρός Μπαζάροφ προσχωρεί στον έρωτα παθιασμένος αλλά ανέτοιμος και συντρίβεται από το βάρος μιας αναπάντεχης απόρριψης. Μετά απ’ αυτό, η ζωή του ακολουθεί μια θλιβερή και φθίνουσα πορεία, που καταλήγει στην αρρώστια και το θάνατο. 

Εντελώς ανακόλουθος με τις θεωρίες του, ο Μπαζάροφ πέφτει στην παγίδα εκείνων ακριβώς των  συναισθημάτων, που νόμιζε πως δεν τον άγγιζαν και δεν τον αφορούσαν. Η ερωτική του παραφορά αλλά και η ζέση που δείχνει για την υπεράσπιση των ανατρεπτικών πολιτικών του θέσεων δεν μπορούν παρά να τοποθετήσουν αυτόν τον δηλωμένο υλιστή και πολέμιο κάθε ιδεαλισμού στο πάνθεον των ρομαντικών ηρώων, πράγμα που ο ίδιος  θα απεύχονταν  με  σφοδρότητα.


«Τι πληθωρικό σώμα! Ό,τι πρέπει για αμφιθέατρο ανατομίας.»

«Ας δούμε σε ποια κατηγορία θηλαστικών ανήκει το εν λόγω άτομο», αποφαίνεται με σαρκαστικό σκεπτικισμό ο Μπαζάροφ, όταν ο Αρκάντι τον οδηγεί στο ξενοδοχείο, όπου θα γνωρίσει την Άννα Σεργκέγεβνα Οντιντσόβα, για να καταλήξει λίγο αργότερα με απροκάλυπτο κυνισμό: 

«Ποιος την ξέρει! Έχει μετατρέψει τον εαυτό της σε κανονικό παγόβουνο: Μαρκησία, εξουσιάστρια. Της λείπει μόνο η μακριά ουρά στα φορέματα και το διάδημα στο κεφάλι.......

Τι πληθωρικό σώμα! Ό,τι πρέπει για αμφιθέατρο ανατομίας.»

Στο διάστημα των δεκαπέντε ημερών που ο Μπαζάροφ με τον Αρκάντι θα περάσουν στο υποστατικό, καλεσμένοι της Άννας Σεργκέγεβνα, ένα άλλο συναίσθημα θα γεννηθεί μέσα του, το οποίο ο ίδιος αρνιόταν με περιφρονητικό γέλιο και κυνικές βρισιές, αν κάποιος του έκανε, έστω και αόριστο υπαινιγμό, γι' αυτό που τον βασάνιζε και τον δαιμόνιζε μαζί.

Μέγας λάτρης των γυναικών και της γυναικείας ομορφιάς, θεωρούσε όμως, μπούρδα και ασυγχώρητη βλακεία την αγάπη τη «ρομαντική» και έβλεπε τα ιπποτικά συναισθήματα κάτι σαν τερατωδία ή αρρώστια.

«Αν σ' αρέσει μια γυναίκα», έλεγε, «προσπάθησε να βγάλεις κάτι απ' αυτό· αν δεν γίνεται, ε, δεν χρειάζεται, κάνε στην άκρη, δεν χάθηκε κι ο κόσμος».

Η Άννα Σεργκέγεβνα του άρεσε και παρόλο που σύντομα κατάλαβε πως «δεν θα βγάλει κάτι», προς κατάπληξή του, δεν είχε τη δύναμη να κάνει στην άκρη. Κάτι άλλο είχε εγκατασταθεί μέσα του, κάτι που δεν του το επέτρεπε, κάτι που πάντα το περιγελούσε, κάτι που προσέβαλε την υπερηφάνειά του. Όταν έμενε μόνος, αναγνώριζε με αγανάκτηση τον ρομαντικό που έκρυβε μέσα του. 

Γεβγκένι Μπαζάροφ 

«Μάθετε λοιπόν ότι σας αγαπώ σαν βλάκας, σαν τρελός..»

Λίγο πριν φύγει, το συναίσθημα που έκρυβε ανεπιτυχώς πίσω από μια προσποιητή επιφυλακτικότητα, ξεχειλίζει:

— Και παρατηρήσατε σε μένα επιφυλακτικότητά είπατε επίσης... σφίξιμο;

— Ναι.

Ο Μπαζάροφ σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.

— Και θα θέλατε να μάθετε την αιτία αυτής της επιφυλακτικότητας, θα θέλατε να μάθετε τι συμβαίνει μέσα μου:

Ναι, επανέλαβε η Οντιντσόβα με κάποιο, ακατανόητο ακόμα γι’ αυτή, φόβο.

— Και δεν θα θυμώσετε;

— Όχι.

— Όχι;
ο Μπαζάροφ στεκόταν μέ γυρισμένη την πλάτη.

— Μάθετε λοιπόν ότι σας αγαπώ σαν βλάκας, σαν τρελός.. Να λοιπόν, το εκμαιεύσατε.

Η Οντιντσόβα άπλωσε μπροστά και τα δύο της χέρια κι ο Μπαζάροφ ακούμπησε το κεφάλι στο τζάμι του παραθύρου. Του είχε κοπεί η ανάσα· έτρεμε σύγκορμος. Αλλά δεν ήταν τρέμουλο εφηβικής δειλίας, δεν τον είχε καταλάβει η φρίκη της πρώτης εξομολόγησης: ήταν ο πόθος που χτυπιόταν μέσα του,δυνατός κι οδυνηρός, πόθος που έμοιαζε με μίσος ή ίσως κάτι πολύ συγγενές... Η Οντιντσόβα και τον φοβήθηκε και τον λυπήθηκε.

— Γεβγκένι Βασίλιτς, είπε, και μια αθέλητη τρυφερότητα ήχησε στη φωνή της.

Εκείνος στράφηκε γρήγορα, της έριξε ένα σαρκοβόρο βλέμμα κι αρπάζοντας τα χέρια της την τράβηξε απότομα προς το μέρος του. Δεν απελευθερώθηκε αμέσως από την αγκαλιά του, αλλά μια στιγμή αργότερα στεκόταν μακριά, στη γωνία, και κοιτούσε τον Μπαζάροφ από εκεί. Πήγε προς το μέρος της....

— Δεν με καταλάβατε, ψιθύρισε εκείνη με φόβο. Νόμιζες πως αν ο άλλος έκανε ένα βήμα παραπάνω, θα είχε μπήξει τις φωνές.... Ο Μπαζάροφ δάγκωσε τα χείλη του και βγήκε.


«Εγώ έχω τελειώσει. Τετέλεσται....»

Ο ηρωικός Μπαζάροφ στο "Πατέρες και γιοι", σκιαγραφημένος με θαυμασμό και έκπληξη από έναν άνθρωπο που θεωρεί τον δυνατό άντρα σαν κάτι το αφύσικο, πεθαίνει καρτερικά, σαν το λουλούδι που μαραίνεται στον κάμπο, με σιωπηλό θάρρος, μα χωρίς καμιά διαμαρτυρία.

__________

Η Άννα Σεργκέγεβνα κοίταξε τον Μπαζάροφ... και στάθηκε στην πόρτα κοκαλωμένη, συγκλονισμένη από αυτό το φλογισμένο και την ίδια στιγμή νεκρικό πρόσωπο με τα στραμμένα προς αυτή θολά μάτια. Τρόμαξε από έναν ψυχρό κι εξουθενωτικό φόβο· η σκέψη ότι δεν θα αισθανόταν έτσι αν τον αγαπούσε πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της.

— Ευχαριστώ, είπε εκείνος καταβάλλοντας προσπάθεια, δεν το περίμενα κάτι τέτοιο. Αυτό λέγεται καλή πράξη. Ορίστε, ξανασυντηθήκαμε, όπως το είχατε υποσχεθεί.

— Ευχαριστώ, λοιπόν, επανέλαβε ο Μπαζάροφ. Αυτοκρατορική συμπεριφορά. Λένε ότι και οι αυτοκράτορες επισκέπτονται τους μελλοθάνατους.

— Γεβγκένι Βασίλιεβιτς, ελπίζω...

- Αχ, Άννα Σεργκέγεβνα, ας πούμε την αλήθεια. Εγώ έχω τελειώσει. Τετέλεσται. Τελικά αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε λόγος να σκέφτομαι το μέλλον. Ο θάνατος είναι μια παλιά ιστορία, αλλά για τον καθένα χωριστά είναι κάτι καινούργιο….

Λοιπόν, τι να σας πω…, σας αγαπούσα! Αυτό ούτε πριν είχε κανένα νόημα, ούτε τώρα πολύ περισσότερο. Η αγάπη είναι ένα σχήμα, και το δικό μου προσωπικό σχήμα ήδη γκρεμίζεται.

Θα σας πω καλύτερα ότι…. Τι εξαίσια που είστε! Κι ορίστε, τώρα στέκεστε εδώ, τόσο όμορφη…..

Η Άννα Σεργκέγεβνα αναστατώθηκε άθελά της.

— Δεν πειράζει, μην ταράζεστε... καθίστε εκεί... Μη με πλησιάζετε: η αρρώστια μου είναι κολλητική.

[....] Έχετε γεια λοιπόν! Ζήστε πολλά χρόνια, αυτό είναι το καλύτερο όλων, κι εκμεταλλευτείτε τα όσο υπάρχει χρόνος. Δείτε τι απρεπές θέαμα: ένα μισολιωμένο σκουλήκι κι ακόμα κοκορεύεται. Κι εγώ σκεφτόμουνα: θα καταφέρω πολλά ακόμα, δεν θα πεθάνω, σιγά! Έχω στόχο, είμαι γίγαντας εγώ! Αλλά τώρα ο στόχος του γίγαντα είναι πώς να πεθάνει πιο αξιοπρεπώς, αν και αυτό δεν ενδιαφέρει απολύτως κανένα… Όπως και να ’χει δεν θα παραστήσω τώρα το καλό σκυλάκι.


Άννα Σεργκέγεβνα (D. Borovsky)
________

Ο Μπαζάροφ σιώπησε κι άρχισε να ψάχνει με το χέρι το ποτήρι του. Η Άννα Σεργκέγεβνα τού έδωσε να πιει, δίχως να βγάλει τα γάντια κι αναπνέοντας φοβισμένη.

— Εμένα θα με ξεχάσετε, άρχισε πάλι εκείνος, ο πεθαμένος δεν έχει δουλειά με τους ζωντανούς. Ο πατέρας μου θα αρχίσει να σας μιλάει για το τι άνθρωπο χάνει η Ρωσία... Ανοησίες· αλλά μην προσπαθήσετε να πείσετε τον γέρο για το αντίθετο. Τα παιδιά παρηγορούνται με απίθανα πράγματα..., ξέρετε τώρα. Και κανακέψτε τη μητέρα μου. Ξέρετε, στην υψηλή κοινωνία σας ανθρώπους σαν αυτούς δεν θα τους βρείτε όσο κι αν ψάξετε. .. Είμαι απαραίτητος στη Ρωσία... Όχι, είναι φανερό ότι δεν είμαι απαραίτητος. Μα και ποιος είναι; Ο παπουτσής είναι απαραίτητος, ο ράφτης είναι απαραίτητος, ο κρεοπώλης... κρέας πουλάει ο κρεοπώλης... σταθείτε, μπερδεύομαι. Είναι ένα δάσος εδώ.

Ο Μπαζάροφ ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο.

Η Άννα Σεργκέγεβνα έσκυψε κοντά του.

— Γεβγκένι Βασίλιτς, εδώ είμαι...

Εκείνος κράτησε το χέρι της και ανασηκώθηκε.

— Έχετε γεια, είπε με αναπάντεχη δύναμη και τα μάτια του άστραψαν με ένα ύστατο φως. Έχετε γειά... Ακούστε... δεν σας φίλησα τότε... Φυσήξτε το κερί που λιώνει, να σβήσει...

Η Άννα Σεργκέγεβνα ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπό του.

—Αυτό ήταν! είπε εκείνος κι έγειρε στο μαξιλάρι. Τώρα... σκοτάδι.»


Οι γονείς του Μπαζάροφ (D. Borovsky)

________

..για τη ζωή που δεν έχει τέλος...

Υπάρχει ένα μικρό νεκροταφείο σε μια από τις απόμακρες γωνιές της Ρωσίας. Όπως σχεδόν όλα τα νεκροταφεία μας, είναι σε θλιβερή κατάσταση: τα μνήματά του έχουν εδώ και καιρό σκεπαστεί με χορτάρια· οι σκούροι ξύλινοι σταυροί έχουν στραβώσει και σαπίζουν κάτω από τα κάποτε βαμμένα στέγαστρά τους· οι πετρολιθιές έχουν όλες μετακινηθεί, σαν να τις σπρώχνει κανείς από κάτω· δύο-τρία απογυμνωμένα δέντρα μόλις που ρίχνουν μια λειψή σκιά· αρνάκια περιφέρονται ανεμπόδιστα στα μνήματα... Ανάμεσά τους όμως υπάρχει ένα μνήμα που δεν το πειράζει άνθρωπος, δεν το ποδοπατάει ζώο: μόνο πουλιά κάθονται πάνω του και κελαϊδούν την αυγή. Το περιβάλλουν σιδερένια κάγκελα· δύο νεαρά έλατα είναι φυτεμένα στα δυο του άκρα: σ' αυτό το μνήμα είναι θαμμένος ο Γεβγκένι Μπαζάροφ.

Εδώ, από ένα κοντινό χωριουδάκι καταφτάνουν δύο τσακισμένα γεροντάκια, ένας άντρας με τη γυναίκα του. Υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο, θα προχωρήσουν προς τα εκεί με κουρασμένο βήμα· θα πλησιάσουν την περίφραξη, θα γονατίσουν και θα κλάψουν πικρά επί μακρόν, και επί μακρόν θα κοιτάξουν προσεχτικά τη βουβή πέτρα, κάτω από την οποία κείτεται ο γιος τους: θα ανταλλάξουν σύντομες κουβέντες, θα σκουπίσουν τη σκόνη από την πέτρα και θα διορθώσουν το κλαρί του έλατου, και θα ξαναπροσευχηθούν και δεν μπορούν να εγκαταλείψουν αυτό το μέρος, όπου νιώθουν να είναι πιο κοντά στον γιο τους, στην ενθύμησή του...

Είναι δυνατόν οι ικεσίες τους και τα δάκρυά τους να είναι άκαρπα; Είναι δυνατόν η αγάπη, η ιερή, η αφοσιωμένη αγάπη να μην είναι παντοδύναμη; Ω, όχι! Όσο παθιασμένη, αμαρτωλή, εξεγερμένη κι αν ήταν η καρδιά που κρύφτηκε στο μνήμα, τα λουλούδια που ανθούν πάνω του, μας κοιτάζουν ατάραχα με τα αθώα τους μάτια: δεν μας μιλάνε μόνο για την αιώνια ηρεμία, για κείνη τη μεγάλη ηρεμία της «αδιάφορης» φύσης· μιλάνε επίσης για την αιώνια συμφιλίωση και για τη ζωή που δεν έχει τέλος... —

Ιβάν Τουργκένιεφ, Πατέρες και γιοι, εισαγωγή - μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Άγρα


«Δείτε τι κάνουν οι μηδενιστές σας! Καίνε την Πετρούπολη!»

«Δ
ε θα πω πολλά για τις εντυπώσεις που προκάλεσε το μυθιστόρημα αυτό· θα πω μόνο ότι όταν επέστρεψα στην Πετρούπολη, την ίδια μέρα με τις γνωστές πυρκαγιές στην αγορά Απρακσίνσκι, η λέξη “μηδενιστής” κυκλοφορούσε ήδη σε χιλιάδες στόματα και το πρώτο που βγήκε από τα χείλη του πρώτου γνωστού που συνάντησα στη λεωφόρο Νιέφσκι ήταν: “Δείτε τι κάνουν οι μηδενιστές σας! Καίνε την Πετρούπολη!”», γράφει ο ίδιος ο Τουργκένιεφ στο επίμετρό του.


«Ένας ήρωας των καιρών μας»

Το «Πατέρες και γιοι» προκάλεσε σάλο με την έκδοσή του, το 1862. Ο Τολστόι το απέρριψε γράφοντας γι’ αυτό: «…δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα που να έχει γραφτεί με μία ανάσα, με καρδιοχτύπι, γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα που να σου κόβει την ανάσα», ενώ απεναντίας ο Ντοστογιέφσκι, καίτοι αντίπαλος των απόψεων του Τουργκένιεφ, το υπερασπίστηκε: «Ε, τα άκουσε και ο Τουργκένιεφ για τον Μπαζάροφ, τον ανήσυχο και θλιμμένο Μπαζάροφ (γνωρίσματα μιας μεγάλης καρδιάς) παρά το μηδενισμό του…»

Τι ήταν όμως αυτό που μετέτρεψε το βιβλίο του Τουργκένιεφ σε πέτρα του σκανδάλου;
Ήταν ο «μηδενιστής» Μπαζάροφ, ο τύπος που, με το ατίθασο πνεύμα του, απέρριπτε κατηγορηματικά όλες τις «ευγενικές» επινοήσεις του ανθρώπινου νου. Ο αρνητής όχι μόνο των συντηρητικών, οπισθοδρομικών, κατεστημένων αντιλήψεων, αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων που βοηθάνε τις ευαίσθητες ψυχές να βγάλουν πέρα τη ζωή τους και να διαπρέψουν: τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τον έρωτα, την ποίηση.

Ο όρος μηδενιστής ανήκει στον Τουργκένιεφ. Ο ήρωάς του είναι ένας ρομαντικός, επηρεασμένος από τον λόρδο Βύρωνα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι από τους μελετητές του, που «κάηκε» με τρόπο αντάξιο των ρομαντικών. 

Όμως, εκτός από μηδενιστής, ο Μπαζάροφ ήταν και πολλά άλλα. Ήταν άνθρωπος με ποιότητα, ατομική ηθική, ειλικρίνεια, περιέργεια. Ήταν έξυπνος, επιστήμονας, με αγάπη για την Ιατρική και όλες τις θετικές επιστήμες, αισθηματίας και μεγάλη καρδιά, έστω κι αν απαξίωνε τις έννοιες συναίσθημα και έρωτας (ακόμα κι όταν ερωτεύτηκε βαθύτατα, τελικά), άνθρωπος απλός και του λαού, έστω κι αν εκτός από τους αριστοκράτες περιφρονούσε συχνά και τους χωριάτες. «Για μένα, αυτός είναι ένας ήρωας των καιρών μας», γράφει ο Τουργκένιεφ προς υπεράσπιση του ήρωά του στον Μ. Κατκόφ, εκδότη του περιοδικού Ρούσκιι Βέστνικ τον Δεκέμβριο του 1861.

Ιβάν Τουργκένιεφ, Πατέρες και γιοι 
(εισαγωγή: Ελένη Μπακοπούλου), εκδόσεις Άγρα


Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ (9 Νοεμβρίου 1818 - 3 Σεπτεμβρίου 1883) 
_______________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου