Το 1ο μέρος της βιογραφίας του T.S. Eliot από το BBC.
Το τραγούδι των τίτλων είναι το «Desolation row» του Bob Dylan:
Praise be to Nero's Neptune
The Titanic sails at dawn
Everybody's shouting
"Which side are you on?"
And Ezra Pound and T. S. Eliot
Fighting in the captain's tower
While calypso singers laugh at them
And fishermen hold flowers
Between the windows of the sea
Where lovely mermaids flow
And nobody has to think too much
About Desolation Row.......
TIME Magazine Cover: T.S. Eliot - Mar. 6, 1950 |
Τον Έλιοτ τον συνάντησα για πρώτη φορά.....
Τον Έλιοτ τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1951 στο Λονδίνο, στο σπίτι του ποιητή Στέφεν Σπέντερ, που είχε καλέσει αρκετούς συγγραφείς και ποιητές για γεύμα προς τιμήν του 'Ωντεν. Τούς καλεσμένους του τους έβαζε να καθίσουν ανά δύο ή τρεις ή το πολύ τέσσερις σε χωριστά τραπεζάκια. Εμένα μ΄έβαλαν να καθίσω με τον Έλιοτ και κάποιον άλλον που δεν θυμούμαι καθόλου ποιος ήταν.
Εκεί τον πρωτογνώρισα και κουβεντιάσαμε με οικειότητα σ' όλη τη διάρκεια του γεύματος. Η εξωτερική του εμφάνιση είχε πολλή, πάρα πολλή ευγένεια και ομορφιά. Στους τρόπους του ήταν απλός και πολύ φυσικός. Είχε μια υπερβολική απλότητα στην ομιλία του, ενώ συνήθως οι σπουδαίοι — ή μάλλον οι δήθεν σπουδαίοι — μιλάνε σα να ρητορεύουνε. Άκουγε με πολύ ενδιαφέρον και μεγάλη προσοχή αυτόν που του μιλούσε, πράγμα πολύ σπάνιο για έναν τέτοιο άνθρωπο.
Κάποια στιγμή πάνω στη συζήτηση θέλησε να μάθει πώς είναι σήμερα η Αγιά Σοφιά που δεν είχε μπορέσει ο ίδιος να την επισκεφτεί ποτέ. Όταν του είπα ότι τώρα λειτουργεί σα μουσείο και ότι στο εσωτερικό της έχουν κρεμάσει μεγάλα πανό με τούρκικες επιγραφές που χαλάνε τις γραμμές της, εκείνος ταράχτηκε βαθιά και αναφώνησε:
«Δεν μου αρέσουν καθόλου οι εκκλησίες που είναι μουσεία»• και συμπλήρωσε: «εμένα μου αρέσουν οι εκκλησίες που είναι ζωντανές, που λειτουργούν, που πάει το πλήθος των πιστών».
Διέκρινα στην αντίδρασή του τη στάση ενός χριστιανού, ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται συνειδητά για τη θρησκεία. Όταν μάλιστα του παραπονέθηκα ότι ο άντρας μου είχε βρει το μπελά του μαζί του γιατί στην Ελλάδα πολλοί λένε πως τον αντιγράφει, μου απάντησε:
«Το ξέρω• ένας Έλληνας, ο Θεμ. Άθανασιάδης- Νόβας, σε μια συζήτηση που είχαμε, μου εξέφρασε αυτή την άποψη. Εγώ όμως δεν πιστεύω πως είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μοιάζουμε καθόλου με τον Σεφέρη, απλώς ζούμε στην ίδια εποχή, είμαστε ποιητές και οι δύο και είναι φυσικό να επηρεαζόμαστε από το κλίμα αυτής της εποχής. Εγώ λόγου χάρη, είμαι φανατικός καθολικός ενώ δεν ξέρω αν ο Σεφέρης είναι φανατικός ορθόδοξος. Επίσης, εμένα δεν μου ταιριάζει η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», έχουν μέσα πολλά φονικά και ωμότητες• προτιμώ τη λατινική λογοτεχνία, τον Βιργίλιο, τον Οβίδιο. Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, βέβαια, και κυρίως στην γαλλική, οι προτιμήσεις μας συμπίπτουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι με μύησε εκείνος ούτε τον μύησα εγώ».
T.S. Eliot - By Wyndham Lewis
Όταν τέλειωσε το γεύμα, ο Σεφέρης πλησίασε το τραπεζάκι μας και χαριτολογώντας διαμαρτυρήθηκε στον Έλιοτ:
«Τι κατάσταση είναι αυτή; Έβαλαν τη γυναίκα μου να καθίσει μαζί σας, ενώ έπρεπε να βάλουν έμενα!»
Ο Έλιοτ απάντησε: «Δεν πειράζει, είχαμε μια πολύ ωραία συνομιλία. Η γυναίκα σας μου μίλησε ανάμεσα στ' άλλα και για τις φήμες που κυκλοφορούν, ότι δήθεν σας έχω επηρεάσει, πράγμα που δεν τό νομίζω».
Γελώντας τότε ο Γιώργος του λέει:
«Θα σας εξομολογηθώ κάτι που μου συνέβη. Όταν πριν πολλά χρονιά είδα στην βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου το ποίημά σας «Μαρίνα» και το διάβασα, χωρίς να σας γνωρίζω, σκέφτηκα με ενθουσιασμό: Να κάποιος που τον έχω επηρεάσει! Η «Μαρίνα» είναι ένα ποίημα που θα μου πήγαινε να το έχω γράψει».
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85
Στον καιρό της ύβρεως....να είναι ο ποιητής της ταπεινοσύνης.....
Παραμονές Χριστούγεννα του 1931• κοίταζα σ’ ένα βιβλιοπωλείο του Oxford Street χριστουγεννιάτικα δελτάρια. Τότες, για πρώτη φορά, ανάμεσα στις πολύχρωμες λιθογραφίες, έπιασα στα χέρια μου ένα ποίημα του Έλιοτ. Ήταν η «Μαρίνα» της σειράς των Ariel Poems:
What seas what shores what grey rocks and
what islands
What water lapping the bow
And scent of pine……..
[….] Την παλιά εκείνη εποχή που πρωτοδιάβασα τη «Μαρίνα», μια φράση του Ιωάννη του Σταυρού γύριζε ολοένα στο μυαλό μου, μια μικρή φράση που μου φαινότανε πως φώτιζε περισσότερο από ένα πλήθος διατριβές την τόσο αφανή ποιητική λειτουργία: « Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης, προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν».
Αυτή η ίδια φράση μου περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλη, την εικόνα που έχω της προόδου του Έλιοτ. Όχι μόνο γιατί ο Έλιοτ προχώρεσε έτσι ψάχνοντας τις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέχνης του, αλλά και γιατί ανταποκρίνεται στο ύφος της ήσυχης και ταπεινής αγωνίας που αναδίνεται από αυτή τη φράση. Στον καιρό της ύβρεως ένας τόσο σημαντικός ποιητής να είναι ο ποιητής της ταπεινοσύνης – δεν είναι περίεργο;
« Humility is endless…»
Γιώργος Σεφέρης, Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο, Δοκιμές ΙΙ, σελ. 10, 23
T.S. Eliot poster, Lydia Grace Turbeville
Marina
Quis hic locus, quae
regio, quae mundi plaga?
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γκρίζοι βράχοι και τι νήσοι
Τι νερό παφλάζοντας την πλώρη
Και οσμή του πεύκου και η κίχλη απ' την ομίχλη ψαλμωδώντας
Και οσμή του πεύκου και η κίχλη απ' την ομίχλη ψαλμωδώντας
Τι είδωλα ξαναγυρνούν
Ω κόρη μου.
Αυτοί που ακόνιζαν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Αυτοί που ακόνιζαν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που αστράπτουν απ' την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας
Αυτοί που αστράπτουν απ' την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που στέκονται στον σταύλο της αυτάρκειας, σημαίνοντας
Αυτοί που στέκονται στον σταύλο της αυτάρκειας, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας
Θάνατο
Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο,
Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο,
Ένα χνώτο πεύκου και η δασολάλητη ομίχλη
Μ' αυτή την χάρη, διαλύθηκαν κατάλληλα.
Τι πρόσωπο είν' αυτό, πιο λίγο φωτεινό και φωτεινότερο
Τι πρόσωπο είν' αυτό, πιο λίγο φωτεινό και φωτεινότερο
Κι ο παλμός στο χέρι, πιο λίγο δυνατός και δυνατότερος
Δοσμένο ή δάνειο; απώτερο από τ' άστρα κι εγγύτερο απ' το
μάτι
Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι ανυπόμονων ποδιών
Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι ανυπόμονων ποδιών
Υπό τον ύπνο, που όλα τα νερά έκβάλλουν.
Μποπρέσο σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά.
Μποπρέσο σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά.
Έκανα τούτο, ξέχασα
Και θυμούμαι.
Η αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου.
Και θυμούμαι.
Η αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου.
Έκανα τούτο, ανήξερα, μισοσυνειδητός, αγνώριστος, δικό μου.
Το πίσω πέτσωμα διαρρέει, θέλουν στούπωμα οι αρμοί.
Αυτό το σχήμα, το πρόσωπο, η ζωή
Ζώντας να ζεις σ' έναν κόσμο χρόνου πέραν μου• ας
Αποσύρω την ζωή μου για ζωή, την λαλιά μου για το αλάλητο,
Το ξυπνημένο, χείλη χωρισμένα, την ελπίδα, τα νέα πλεούμενα.
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις νήσοι προς τα ξύλα μου
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις νήσοι προς τα ξύλα μου
Και η κίχλη απ' την ομίχλη προσκαλώντας
Κόρη μου.
Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική μετάφραση, εισαγωγή:Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος
Σ' αυτήν που οφείλω την πηγαία χαρά....
Ο T.S. Eliot με τη δεύτερη γυναίκα του Valerie. |
Μια άλλη φορά μας κάλεσε, ο Έλιοτ για φαγητό στο σπίτι του, στο Κένσινγκτον. Μου έκανε εντύπωση ότι μόλις φτάσαμε ήρθε και μας άνοιξε ο ίδιος. Μόνος του έκοψε το κρέας στο τραπέζι και μόνος του έβαλε κρασί στα ποτήρια. Ήταν και η γυναίκα του εκεί αλλά δεν την άφηνε ν' ασχοληθεί με τα πρακτικά αυτά θέματα.
Καθόταν δίπλα της στον καναπέ και θυμάμαι που κάθε τόσο έπαιρνε το χέρι της και το έσφιγγε πάνω στο στήθος του κοιτάζοντάς την στα μάτια με τρυφερότητα. Αμφιβάλλω αν άλλος στη θέση του θα έκανε κάτι τέτοιο• θα ντρεπόταν να δείξει την τρυφερότητά του. Αυτή ήταν η δεύτερη γυναίκα του με την οποία είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν για πολλά χρόνια γραμματέας του, είχε συνδεθεί μαζί της αλλά δεν μπορούσε να την παντρευτεί νωρίτερα γιατί νομίζω πως ζούσε ακόμη η πρώτη του γυναίκα που ήταν ψυχοπαθής.
Εγώ, που μου αρέσει να ψυχολογώ τις γυναίκες, έλεγα πως φαινότανε ότι παλιότερα ήταν γραμματέας του• δεν του μιλούσε με οικειότητα, όπως μιλούσα εγώ στον άντρα μου. Εν πάση περιπτώσει ήταν μια συμπαθέστατη γυναίκα, μολονότι καθόλου όμορφη, που φαινόταν ότι του έτρεφε μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό.
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85
Valerie and T. S. Eliot in 1957.
(Angus McBean, from Houghton Library, Harvard University)
Αφιέρωση στην Γυναίκα μου
Σ' αυτήν που οφείλω την πηγαία χαρά
Που τις αισθήσεις μου σκιρτά στο ξύπνημα μας
Και τον ρυθμό που κυβερνά την ηρεμία του ύπνου μας,
Ανάσα ομόηχη
Των εραστών εκείνων που τα σώματά τους όζουν το ένα στ' άλλο
Που σκέπτονται τις ίδιες σκέψεις δίχως ανάγκη να μιλούν
Και φλυαρούν το ίδιο μίλημα χωρίς ανάγκη νοήματος.
Κανείς οξύθυμος χειμώνας δεν θα ψύξει
Κανείς βαρύθυμος των τροπικών ήλιος δεν θα σβήσει
Τα ρόδα στον ροδόκηπο που είναι δικά μας και δικά μας
μόνο
Μα τούτ' η αφιέρωση γι' άλλους προορίζεται να διαβασθεί:
Λέξεις ιδιωτικές απευθυνόμενες σε σένα δημοσίως.
Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική μετάφραση, εισαγωγή:Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος
T.S. Eliots and Valerie
Μετά το τέλος του γεύματος ο Έλιοτ θέλησε να μας δείξει όλο το σπίτι. Το σπίτι ήταν πολύ μικρό, είχε μια τραπεζαρία, ένα μικρό δωμάτιο υποδοχής και μια κρεβατοκάμαρα. Από την τραπεζαρία ως την κρεβατοκάμαρα, μεσολαβούσε ένας μακρύς διάδρομος που οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι από ζωγραφιές με γάτες. Ξέροντας ότι ο Έλιοτ είχε γράψει ολόκληρη συλλογή ποιημάτων για γάτες, τον ρώτησα αν οι ζωγραφιές ήταν έργο δικό του. Χαμογέλασε:
«όχι, τις έχει ζωγραφίσει ο πατέρας μου, που αγαπούσε πολύ τις γάτες, και ίσως γι' αυτό το λόγο έγραψα κι εγώ ποιήματα για γάτες».
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85
Το βάφτισμα των γάτων
Το να βαφτίζεις τα γατιά έχει μια δυσκολία...
Δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία
Καθόλου δεν τρελάθηκα και δεν το λέω αστεία:
Κάθε μια γάτα ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ!
Ένα, να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της
Ας πούμε Βίκτωρ, Αύγουστος, Τζωρτζίνα, Ιπποκράτης
Ας πούμε Μέρλιν, Τζόναθαν, Αλόνζο, Μανταλένα
Καθημερινά ονόματα, καλά συνηθισμένα
Ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες
Ας πούμε Πλάτων, Αδμητος, Ηλέκτρα, Ευρυάλη
Μα όλα αυτά είναι κοινά, και θα τα έχουν κι άλλοι.
Μια γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της
Το δεύτερο το όνομα, το αποκλειστικό της!
Για να μπορεί αφ' υψηλού τον κόσμο να κοιτάει
Και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει.
Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια Γάτα:
Χουρχούρης, για παράδειγμα, Γλείψος, Χνουδοπατάτα
Κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω:
Μπομπαλουρίνα, Πιρπιρής, Φρουφρού, Τρελοκαμπέρω.
Πέρα όμως απ' αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο
Τ' όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο:
Το όνομα το μυστικό, ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ
Και Γάτα σ' άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει.
Όταν σε διαλογισμό λοιπόν μια γάτα δείτε
Πάντα ο λόγος είν' αυτός και να το θυμηθείτε:
Σ' απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη
Για τ' όνομα το άρρητο
Το αρρητορητονιάρρρητο
Το όνομά της το κρυφό σκέπτεται μαγεμένη
T.S. Eliot, από το «Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ». Μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη και Αντώνης Ζέρβας. Εκδόσεις «Άγρα»
Όταν ο Τ.Σ. Έλιοτ εξέδιδε το 1939 την ποιητική του συλλογή Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ (Old Possum's Book of Practical Cats), ήταν αδύνατον να φανταστεί πως τα ποιήματα εκείνα θα ενέπνεαν τόσους και τόσους - μουσικούς κατά το πλείστον. Aποκορύφωμα το μιούζικαλ «Cats» του Άντριου Λόιντ Βέμπερ που παρουσιάστηκε το 1981 στο Λονδίνο και έναν χρόνο αργότερα στο Μπρόντγουεϊ της Νέας
Υόρκης. Υπήρξε το μακροβιότερο του είδους, ώσπου να ξεπεραστεί από «Το φάντασμα της όπερας» του ίδιου συνθέτη.
Το κοινό διαπίστωνε ότι ο σοβαρός, σκυθρωπός και αυστηρός ποιητής της Έρημης χώρας διέθετε μιαν απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Όλα τα ανθρωπομορφικά στοιχεία, που στην υπόλοιπη ποίησή του είναι δυσδιάκριτα, αν δεχθεί κανείς ότι υπάρχουν, αναδεικνύονται στα ποιήματα αυτά που προκαλούν την ευφορία, το γέλιο και τον θαυμασμό - για να μην αναφερθούμε στην ευρηματικότητα και στην ασύγκριτη τεχνική τους.
Υπάρχουν Γάτοι γνωστικοί, υπάρχουν και τρελάρες
Γάτοι αξιοσέβαστοι και γάτοι σαχλαμάρες
Άλλοι καλοί, άλλοι κακοί , μα όλοι με αξία
Και όλοι επιδέχονται ομοιοκαταληξία.
*************************************************
Μια Γάτα πριν καταδεχτεί φίλους της να σας κάνει
Θέλει ένα δείγμα ιπποτισμού, κάτι να τη γλυκάνει....
Λοιπόν όταν σ' απόσταση μια Γάτα σας κρατάει
Τον εαυτό της σέβεται και σέβας σας ζητάει.
Κι αν έμπρακτα το δείξετε πάτε με τα νερά της,
Θα την αποκαλέσετε τέλος με τ' όνομά της!
Έτσι είναι τα πράγματα, να το παραδεχτείτε,
Τις Γάτες με ευπρέπεια πρέπει ν' αποκαλείτε.
Καλή ανάγνωση μικρά μου δίποδα.
****************************************
O Μπελάς κι o Ρουμποτύρης, διάσημο ζευγάρι γάτες,
ήταν κλόουν γκαφατζήδες, κωμικοί και ακροβάτες.
Φημισμένοι, είχαν έδρα την Πλατεία Βικτωρίας
έδρα μόνο, γιατί ήταν οπαδοί της φασαρίας.
Κένσιγκτον, Κόρνγουολ Γκάρντεν, Λόνστον Πλέις, στην απάτη,
φήμη είχαν σαν πενήντα, κι όχι μόνο σαν δυο γάτοι.
*************************************************
Λοιπόν, ο γάτος Μαύρη Χειρ είναι μυστήριος γάτος
Τον λεν «Πατούσα-Φάντασμα» και «Γάτος ο Φευγάτος».
Να φέρνει σε απόγνωση τη Σκότλαντ Γυαρντ ψοφάει
Γιατί είναι ο κακοποιός που νόμους αψηφάει¨
Στον τόπο του εγκλήματος οι αστυνομικοί
Σαν φτάσουνε, η Μαύρη Χειρ ποτέ δεν είν’ εκεί!
Τ.Σ. Έλιοτ, Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ, εκδ. Άγρα,
Αθήνα, 2000, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη – Γιάννης Ζέρβας
...βαριέμαι τις επισημότητες και τους λόγους....
Η κρεβατοκάμαρα ήταν ένα μικρό δωμάτιο• αριστερά ήταν το κρεβάτι του, δεξιά της γυναίκας του, στη μέση ένα τραπεζάκι και δεξιά από το κρεβάτι του μια μεγάλη και ψηλή μπόμπα σαν τις οβίδες που ρίχνουν στον πόλεμο. Παραξενεύτηκα και τον ρώτησα γιατί βρισκόταν αυτή η μπόμπα εκεί. Μου απάντησε πως ήταν φιάλη οξυγόνου, κι ότι χωρίς αυτήν του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Όταν είχε υγρασία, γιατί έπασχε από φοβερή δύσπνοια, προπάντων όταν πλάγιαζε.
«Μα τότε, του λέω, «πρέπει να έρθετε στην Ελλάδα το χειμώνα, το κλίμα είναι ξηρό, ελαφρύ και θα σας πηγαίνει». «Ναι κι εγώ το θέλω πολύ», μου απαντάει, «αλλά βαριέμαι τις επισημότητες και τους λόγους στην υποδοχή μου».
Ο Σεφέρης δεν του έκανε ερωτήσεις, ίσως γιατί δεν του άρεσε και του ίδιου να τον βασανίζουν με πολλές ερωτήσεις. Εγώ αντίθετα, σα γυναίκα, ρωτούσα διαρκώς, κι έτσι μπορέσαμε να μάθουμε αρκετά πράγματα για τη ζωή του που πριν τα αγνοούσαμε.
Η κρεβατοκάμαρα ήταν ένα μικρό δωμάτιο• αριστερά ήταν το κρεβάτι του, δεξιά της γυναίκας του, στη μέση ένα τραπεζάκι και δεξιά από το κρεβάτι του μια μεγάλη και ψηλή μπόμπα σαν τις οβίδες που ρίχνουν στον πόλεμο. Παραξενεύτηκα και τον ρώτησα γιατί βρισκόταν αυτή η μπόμπα εκεί. Μου απάντησε πως ήταν φιάλη οξυγόνου, κι ότι χωρίς αυτήν του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Όταν είχε υγρασία, γιατί έπασχε από φοβερή δύσπνοια, προπάντων όταν πλάγιαζε.
«Μα τότε, του λέω, «πρέπει να έρθετε στην Ελλάδα το χειμώνα, το κλίμα είναι ξηρό, ελαφρύ και θα σας πηγαίνει». «Ναι κι εγώ το θέλω πολύ», μου απαντάει, «αλλά βαριέμαι τις επισημότητες και τους λόγους στην υποδοχή μου».
Ο Σεφέρης δεν του έκανε ερωτήσεις, ίσως γιατί δεν του άρεσε και του ίδιου να τον βασανίζουν με πολλές ερωτήσεις. Εγώ αντίθετα, σα γυναίκα, ρωτούσα διαρκώς, κι έτσι μπορέσαμε να μάθουμε αρκετά πράγματα για τη ζωή του που πριν τα αγνοούσαμε.
T.S. Eliot by Cecil Beaton, 1956.
Ο εκδοτικός οίκος Faber and Faber όπου εργαζόταν o Έλιοτ μας κάλεσε κάποτε σ' ένα επίσημο κοκτέιλ, την εποχή που ο Σεφέρης ήταν ήδη πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αγγλία. Φτάνοντας στην δεξίωση μου λέει:
«Πρόσεξε, εδώ δεν θα εμφανιστώ ως διπλωμάτης Σεφεριάδης, θα συστηθούμε ως κύριος και κυρία Σεφέρη».
Στον άνθρωπο που στεκόταν στην είσοδο της αίθουσας και φώναζε τα ονόματα των προσκεκλημένων κατά την άφιξή τους, ο Γιώργος συστήθηκε απλώς ως Georges Seferis. Οπότε ακούμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, τον κράχτη της εισόδου να φωνάζει με βροντερή και τελετουργική φωνή:
«The Greek Ambassador Georges Seferis». Ο Γιώργος γυρίζει και μου ψιθυρίζει με απελπισία: «Την πάθαμε!». Στη δεξίωση εκείνη ήταν βέβαια και ο Έλιοτ, αλλά είχε τόσο πολύ κόσμο ώστε δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε μαζί του σχεδόν καθόλου.
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85
Τους Μαρξ βέβαια, δε χωρά καμιά σύγκριση...
Ο Σεφέρης συναντούσε αρκετά συχνά τον Έλιοτ. Πήγαινε και τον έβλεπε στο γραφειάκι του στο Faber and Faber όπου εργαζόταν. Εκεί ο Έλιοτ είχε κρεμασμένη μια μεγάλη φωτογραφία του Γκρούσο Μαρξ που τον αγαπούσε πολύ σαν φίλο και εκτιμούσε την εξυπνάδα του. Θαύμαζε πολύ σαν κωμικούς τους αδελφούς Μαρξ και όταν μάλιστα τον ρώτησα κάποτε ποιον προτιμάει, τον Τσάρλυ Τσάπλιν ή τους αδελφούς Μαρξ, μου απάντησε χωρίς δισταγμό:
«Τους Μαρξ βέβαια, δε χωρά καμιά σύγκριση».
Τον Σαρλώ τον θεωρούσε πολύ κωμικό ενώ τους Μαρξ τους σεβόταν και πίστευε πως είναι ανώτερης ποιότητας.
Groucho Marx |
Μουσικός ο ρυθμός της μετάφρασης στα ελληνικά ....
Όσο ζούσαμε στο Λονδίνο είχαμε την τύχη να δούμε όλα τα θεατρικά του έργα που παίζονταν — χωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία πρέπει να πω. Ο ίδιος μας συνέστησε να πάμε να δούμε το «Φονικό στην εκκλησιά» που είχε γυριστεί ταινία και όπου ακουγόταν και η δική του φωνή στο ρόλο του κρυμμένου Ιππότη.
Μου έκανε πάντα εντύπωση πόσο ωραία απάγγελνε τα ποιήματά του χωρίς στόμφο και χωρίς θεατρινισμούς. Ακούγοντάς τον καταλάβαινες με ευκρίνεια πόσος ρυθμός υπήρχε πραγματικά μέσα στον ελεύθερο στίχο του.
Όταν κάποτε συζητώντας για τις μεταφράσεις των έργων του που είχε κάνει ο Σεφέρης, μας είπε:
«Αυτές είναι οι καλύτερες μεταφράσεις που έχουν γίνει, κυρίως ο Χορός των Γυναικών»,
εμείς παραξενευτήκαμε για το πώς μπόρεσε να καταλάβει τα ελληνικά.
«Είχα δάσκαλο», μας εξήγησε, «έναν Έλληνα, τον Ραφαήλ Δήμο, όταν ήμουν νέος και ζούσα στην Αμερική, που μου είχε μάθει λίγα ελληνικά γιατί τα χρειαζόμουν στην Τράπεζα όπου εργαζόμουν. Έτσι όταν μου διάβασε κάποιος την ελληνική μετάφραση, άκουσα τον ρυθμό σας και τον βρήκα έκτακτο, πολύ μουσικό». Και πρόσθεσε: «Τον δάσκαλό μου αυτόν τον αγαπούσα πολύ και του έστελνα πάντα κάθε βιβλίο που πρωτοέβγαζα. Εκείνος όμως δεν ενδιαφερόταν για την ποίηση και τα πέταγε. Όταν τον είδα μετά από χρόνια του είπα: πού να το φανταζόταν κανείς; Αν είχες κρατήσει εκείνες τις πρώτες εκδόσεις που σου έστελνα τώρα θα γινόσουν πλούσιος, γιατί είναι πια δυσεύρετες».
Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85
Θωμάς Μπέκετ, υαλογράφημα, Καθεδρικός του Κάντερμπρυ |
"Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν."
Τα χορικά πού δοκίμασα να μεταφράσω είναι παρμένα από το τελευταίο ποιητικό έργο του Τ.S. Eliot, Murder in the Cathedral, "Φονικό στην Εκκλησία" μια τραγωδία, με κύριο πρόσωπο τον αρχιεπίσκοπο της Καντερβουρίας Θωμά Μπέκετ (1118-1170).
Ο καγκελάριος του βασιλέα Ερρίκου του Β', μόλις έγινε αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας, έδειξε τόσο πείσμα στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της εκκλησίας απέναντι στο θρόνο, πού ήρθε σε σύγκρουση με τον παλιό επιστήθιο φίλο του το βασιλέα και αναγκάστηκε να φύγει στη Γαλλία. Μετά εφτά χρόνια και υστέρα από μια επιφανειακή συμφιλίωση γύρισε πίσω.
Δεν έμεινε περισσότερο από ένα μήνα τον σκότωσαν τέσσερις αυλικοί, μέσα στην ίδια την εκκλησιά του, στις 29 Δεκεμβρίου 1170. Αγιοποιήθηκε στα 1172. Το έργο, με ελάχιστα δευτερεύοντα πρόσωπα και με χορό από απλοϊκές γυναίκες της Καντερβουρίας, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη.
Το πρώτο από τα μεταφρασμένα χορικά ανήκει στο πρώτο μέρος, το γυρισμό του Θωμά, όταν ο χορός νιώθοντας τον ασήκωτο φόβο του κακού που πάει να γίνει, ακατανόητο και ολότελα διαφορετικό από τους καθημερινούς φόβους του βασανισμένου λαού, ικετεύει τον αρχιεπίσκοπο, σαν από ένστικτο της αυτοσυντήρησης, να γυρίσει πίσω στη Γαλλία, ν' αφήσει τους ταπεινούς ανθρώπους να πεθάνουν με την ησυχία τους.
Γ. Σεφέρης, "Τα Νέα Γράμματα", αρ. 11 Νοέμ. 1935, σ. 607-611
Ένα κακό δεν είναι ιδιωτική υπόθεση· απλώνεται σ' όλον τον κόσμο — κι όλοι πληρώνουν
Τίποτα δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα.
Πετύχαμε να μη μας προσέχουν.
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
Είχαμε φτώχια και παραλυσία,
Είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
Κάποτε έχουμε καλή σοδειά.
Τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
Τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
Τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
Τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας.
Ζώντας και ψευτοζώντας. [.....]
Είδαμε γέννες, γάμους και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής λογής.
Είχαμε φόρους που μας βασανίζαν.
Είχαμε γέλια και κουτσομπολιά [.....]
Όλοι μας είχαμε τους προσωπικούς μας τρόμους
Τους ιδιαίτερους ίσκιους μας, τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε απάνω μας, φόβος όχι
του ενός μα των πολλών.
Ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο, καθώς βλέπουμε
τη γέννηση και το θάνατο μόνους
Μέσα σ' ένα κενό, ξεχωριστά.
Φοβούμαστε ένα φόβο που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, που
δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε που κανείς δεν καταλαβαίνει,
Κι οι καρδιές μας ξεριζώνονται το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού, κι ο εαυτός μας
χαμένος χαμένος
Σ' έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει. Ω
Θωμά Αρχιεπίσκοπε.
Ω Θωμά Άρχοντέ μας, άφησέ μας κι άφησέ μας να
μείνουμε μέσα στην ταπεινή την ξεθωριασμένη
κορνίζα της ύπαρξής μας, άφησέ μας μη μας ζητάς
Ν' αντισταθούμε στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα του
Αρχιεπίσκοπου, στη μοίρα του κόσμου.
Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος κι ασφαλισμένος για το
πεπρωμένο σου, άφοβος μέσα στους ίσκιους, τάχα
λογάριασες τι ζητάς, λογάριασες τι σημαίνει
Για το μικρό λαό, τον τραβηγμένο μέσα στο υφάδι του
πεπρωμένου, το μικρό λαό που ζει μέσα σε
μικροπράγματα.
Το τέντωμα του νου του μικρού λαού που αντιστέκεται
στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα τ' αφέντη του,
στη μοίρα του κόσμου [....]
Aπόσπασμα,
[ Ο ΧΟΡΟΣ ]
από το "Φονικό στην Εκκλησιά" του T.S. Eliot,
μτφρ: Γιώργος Σεφέρης
Τ.S. Eliot, Murder in the Cathedral |