Όχι, δεν είναι πέτρες οι λέξεις, δεν έχουν βάρος, χορεύουν, πάντα χόρευαν. Δε χρειάστηκε να μάθω κανόνες, έφτανε η εικόνα της λέξης, η εικόνα δίχτυ και η γιαγιά… τα ευλογημένα απωθημένα της γιαγιάς Φωτεινής…..
23 Σεπτέμβρη 1973, κλεισμένα πριν λίγες μέρες τα 9 η υποφαινόμενη. Το σκηνικό μουντό, γκρίζο, πένθιμο, κυριολεκτικώς. Είναι πρωί, εν αναμονή…. μαυροφορεμένες γυναίκες να πηγαινοέρχονται, μετρημένες κουβέντες, η πόρτα που βγάζει από την κουζίνα στην αυλή ανοιχτή, ένα πουλί κιτρινο-πράσινο ορμάει ξαφνιασμένο στο δωμάτιο και διαρρηγνύει τη θανατερή ησυχία. Συνελήφθη «αυθωρεί και παραχρήμα», δεν προέβαλε ουδεμία αντίσταση, ζαλισμένο, άμαθο καθώς ήταν σε τολμηρά, μακρινά πετάγματα, άρτι αποδράσαν από κλουβί, – ηλίου φαεινότερον – σε κλουβί, πρόσφατα χηρέψαν, βρήκε καταφύγιο. Ούτε που πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία του, ίσως και να μην ήξερε τι να την κάνει – ζόρικο πράγμα η ελευθερία – .
«Η ψυχή της εκλιπούσης», είπαν κάποιοι, «κυκλοφορεί ενσαρκωμένη σε φλώρο».Θα μπορούσε ίσως, γιατί όχι; Η γιαγιά μου η Φωτούλα διατηρούσε εν ζωή αγαθές σχέσεις - σχέσεις συμφέροντος, θα τολμούσα να πω – με τα πτηνά, ιδίως με κότες και κοκόρια, που εξέτρεφε με περισσή επιμέλεια στο κοτέτσι της πάνω ταράτσας. Αυγουλάκια φρέσκα και κότα βραστή το ζητούμενον, εδέσματα αμφότερα απεχθή για μένα – λιγόφαγη και ασθενική τα χρόνια εκείνα.
Όσο αγαστή όμως ήταν η «συνεργασία» της γιαγιάς με τα πουλερικά, τόσο κάκιστες ήταν – και εξακολουθούν να είναι - οι δικές μου σχέσεις μαζί τους. Ισόβια αποστροφή! Το φτερούγισμα, το ράμφος, η αφή, η φωνή, απωθητικά όλα. Ακόμα τις νιώθω τις κότες, ολοζώντανες, να φτεροκοπάνε απεγνωσμένα και να κακαρίζουν παράφωνα, δεμένες «χειροπόδαρα», κρεμασμένες στο καρότσι μου, που χρησίμευε και ως καροτσάκι μεταφοράς για τα ψώνια από τη λαϊκή της Πέμπτης. Κλάμα γοερό και ασταμάτητο εγώ σ’ όλη τη διαδρομή ως το σπίτι, προκλητικά ασυγκίνητη η γιαγιά η Φωτούλα, επεδείκνυε κραυγαλέα άγνοια σε ό,τι είχε να κάνει με παιδικούς φόβους και άλλες τέτοιες ευαισθησίες.
Σκληρή γυναίκα – καλή της ώρα – γήινη και γειωμένη, πώς θα μπορούσε να επιλέξει η όποια καρμική συγκυρία την μετενσκάρκωσή της σε φλώρο; Αλλά ίσως γι αυτό, τιμωρία θα ήταν, η ψυχή επιστρέφει σε άλλο σώμα για να αποπληρώσει οφειλές και να συμπληρώσει ελλείμματα κι αδυναμίες.
Δυνατή γυναίκα, αλλά μ’ επιθυμίες καταχωνιασμένες, θαμμένες κάτω από σωρούς υποτίμησης – άλλες εποχές τότε – ελεύθερη δεν μπορούσε να είναι μια γυναίκα, χωρίς να καταβάλει υψηλό το τίμημα των επιλογών της, αν είχε επιλογές , κι η γιαγιά Φωτεινή είχε όνειρα ανεκπλήρωτα, φιλοδοξίες, καημό.......
Στα ευλογημένα απωθημένα της γιαγιάς χρωστάω το ότι ήξερα να γράφω πριν το νηπιαγωγείο - το σχολαρχείο που δεν την άφησαν να πάει, κορίτσι πράμα, τι τα θες – με κάθιζε δίπλα της, στο τραπέζι της κουζίνας, με το φως να μπαίνει από το παράθυρο στ’ αριστερά και μου μάθαινε το α και το β και το π. Μου μάθαινε να βάζω τα γράμματα στη σειρά, στρογγυλά, στρουμπουλά, σα να τα χάιδευε πρώτα, να τους τσιμπούσε το μαγουλάκι, άντε πουλάκι μου, στη γραμμή, τα δύο π για τον παππού που έφυγε πρόσφατα, τα δύο ν για την Ἄννα, η ψιλή και η οξεία στη θέση της, αριστερά από το Α και η Ἄννα, ἔλα, ερχόταν πάντα. Και ἡ Ἕλλη, με δασεία και οξεία, ερχόταν κι εκείνη και κάθονταν όλοι στο τραπέζι, «Τί μεγάλη οἰκογένεια!»
................................................................................................................................................
Το φλώρο από την αρχή δεν τον είδα με καλό μάτι, ένεκα η τραυματική εμπειρία. Αλλά και η θεωρία της αιχμαλωτισμένης στο κλουβί ψυχής επίσης με απωθούσε εξίσου. Μια μέρα, ατυχώς αλλά εντελώς επί προθέσει, η πόρτα του κλουβιού έμεινε ανοιχτή και η ψυχή-φλώρος απέδρασε εκ νέου εκεί έξω στις χαμηλές πτήσεις μιας ζόρικης ελευθερίας.
Πάνω κάτω έτσι είναι η πορεία, οι φωτογραφίες κι η μνήμη που τρέφει το παρόν. Ευλογία της ζωής μας αυτές οι γιαγιάδες-προσφορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, έτσι είναι.. καμιά φορά περισσότερο μανάδες από τις μανάδες μας!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή