Η Ύδρα, όπως ήταν όταν έφτασαν στο νησί, για πρώτη φορά, ο Άξελ κι η Μαριάννε
(Φωτό: Μπιορν Σόστα)
__________
Οι πεντακάθαρες μέρες του φθινοπώρου στην Ύδρα ήταν η ομορφότερη εποχή του χρόνου. Καθισμένη δίπλα στη θάλασσα και γράφοντας στο ημερολόγιο της, η Μαριάννε αισθανόταν ότι μπορούσε να τεντώσει το χέρι της και ν' αγγίξει την Πελοπόννησο. Η ζωή ήταν απλή, ριζωμένη στο εδώ και τώρα. Η Μαριάννε ένιωθε ελεύθερη. Τα πάντα τραγουδούσαν μέσα της. Η σεξουαλική, η ερωτική, η όμορφη πλευρά της ανθρώπινης ταυτότητας γιόρταζαν μέσα της όπως ποτέ πριν. Ήταν πάντα τόσο κουμπωμένη! Και να 'την τώρα, με το στήθος και την καρδιά ορθάνοιχτα!
Έκλεινε τα μάτια κι ένιωθε το άθροισμα όλων αυτών των καλών πραγμάτων που είχε στη ζωή της: μια εικόνα του εσώτερου εαυτού της, παρμένη από ψηλά, πάνω από τη χωμάτινη βεράντα με τ' ανθισμένα, κίτρινα λουλούδια. Μια μικρή ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο ατελιέ, ο Άξελ Γιοάκιμ να κοιμάται ήρεμα, με σταθερή αναπνοή, τυλιγμένος με μια κουβέρτα στην κούνια του, το σχοινί που οδηγούσε από την κούνια, έξω στην ταράτσα, όπου καθόταν εκείνη - ο Λέναρντ, να της διαβάζει ποιήματα κάτω από τον έναστρο, τοξωτό ουρανό από πάνω τους, το ένα επίπεδο λαμπρά, κίτρινα άστρα πάνω στ' άλλο- το γκάρισμα από ένα γαϊδουράκι να τέμνει το σκοτάδι. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της: όταν βλέπεις διάττοντα αστέρα, να κάνεις μια ευχή, μα να μην τη λες σε κανένα· μια ευχή μόνο, σιωπηλή.
Το σπίτι της Μαριάννε και του Άξελ στα Καλά Πηγάδια
____________
Αυτό ήταν λοιπόν το φθινόπωρο του Λέναρντ και της Μαριάννε στην Ύδρα. Αργότερα, εκείνη θα προσπαθούσε συνεχώς να ξαναζήσει αυτό το φθινόπωρο, που τραγουδούσε τόσο όμορφα.
Η Μαριάννε στο καράβι (το πρώτο ταξίδι με προορισμό την Ύδρα)
____________
Για τη Μ.
Ξενύχτησα για να σε δω να κοιμάσαι
Ορισμένα πρόσωπα σβήνουν στον ύπνο
Τα στόματα χωλαίνουν
Φευγάτα μάτια αφήνουν πίσω πτώματα
Ίσως θα μπορούσα να σου 'χω πει αντίο
Μα ήσουν τέλεια
Ήσουν ολάκερη
Το στόμα σου έλεγε
Ποτέ μου δεν θα σε πληγώσω
Τα βλέφαρα έλεγαν
Ζήσε γαλήνεψε
Έφτασα στο παράθυρο
Κάτι δεν πήγαινε καλά
Τα σπίτια ήταν υπερβολικά λευκά
Οι πλαγιές υπερβολικά απότομες
Τι δουλειά είχαν οι αυλές να είναι τόσο διαυγείς
Έκανα μεταβολή
Ήξερα πως λάθεψα
Προσπάθησα να περπατήσω έτρεξα
Χτύπαγα παντού το κεφάλι μον
Μάζευα από κάτω προσευχητάρια
Φίλησα τον ύπνο σου
Κωνσταντινούπολη, 1960
(Αδημοσίευτο ποίημα του Λέναρντ Κόεν)
Κάρι Χεστχάμαρ, So Long, Marianne (σελ. 174-177), εκδόσεις Ποταμός
Λέναρντ και Μαριάννε μαζί στο λιμάνι της Ύδρας
__________
So Long, Marianne
Come over to the window, my little darling
I'd like to try to read your palm
I used to think I was some kind of Gypsy boy
Before I let you take me home
Now so long, Marianne, it's time that we began
To laugh and cry and cry and laugh about it all again
Well you know that I love to live with you
But you make me forget so very much
I forget to pray for the angels
And then the angels forget to pray for us
Now so long, Marianne, it's time that we began
We met when we were almost young
Deep in the green lilac park
You held on to me like I was a crucifix
As we went kneeling through the dark
Oh so long, Marianne, it's time that we began
Your letters they all say that you're beside me now
Then why do I feel alone?
I'm standing on a ledge and your fine spider web
Is fastening my ankle to a stone
Now so long, Marianne, it's time that we began
For now I need your hidden love
I'm cold as a new razor blade
You left when I told you I was curious
I never said that I was brave
Oh so long, Marianne, it's time that we began
Oh, you are really such a pretty one
I see you've gone and changed your name again
And just when I climbed this whole mountainside
To wash my eyelids in the rain
Oh so long, Marianne, it's time that we began
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου