Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

...στη διαταγή του ανθρώπου είναι ο κόσμος, Ναζίμ Χικμέτ


Τα τραγούδια των ανθρώπων

Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όμορφα από τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.

Πιότερο απ’ τους ανθρώπους
τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια
μου ‘τυχε ν’ απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου,
όμως ποτέ μου στο τραγούδι
που τραγούδησα για αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια
μ’ απατήσανε.

Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.

Σ’αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ’ όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ’ όσες χώρες γνώρισα
απ’ όσα μπόρεσα να αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια…



Αυτοβιογραφία

Γεννήθηκα στα 1902.
Στην πολιτεία που γεννήθηκα δεν ξαναγύρισα άλλη φορά
πίσω να γυρίσω δεν αγαπώ.

Τριώ χρονώ ήμουν στη Δαμασκό έγγονος του Πασά.
Στα δεκαεννιά μου στη Μόσχα φοιτητής
στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο.
Στα σαράντα εννιά μου πάλι στη Μόσχα
φιλοξενήθηκα στην Τσέκα-Παρτί

κι απ’ τα δεκατέσσερά μου χρόνια γράφω ποιήματα
ποιος άνθρωπος, τα χορτάρια, ποιος άνθρωπος, τα ψάρια
το είδος τους ξέρει, εγώ των χωρισμών
κάποιος άνθρωπος λογαριάζει απ’ έξω τα ονόματα
των αστεριών να ξέρει, εγώ τους πόθους.

Στις φυλακές κοιμήθηκα και σε ξενοδοχεία μεγάλα
πείνα τράβηξα κι απεργία πείνας μέσα και δεν
υπάρχει φαγητό νομίζω που δε δοκίμασα.

Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν
στα σαράντα οχτώ μου το Μετάλλιο της Ειρήνης να δώσουν
σ’ εμένα

στα τριάντα έξι μου έξι μήνες πέρασα
τέσσερα μέτρα στο μαύρο μπετόν.

Στα πενήντα εννιά μου σε δεκαοχτώ ώρες πέταξα
απ’ την Πράγα στην Αβάνα.

Τον Λένιν δεν τον είδα, σκοπός εκράτησα στο φέρετρό του
στα 1924
και στα 1961 επίσκεψη που έκανα στο Μαυσωλείο είναι
στα βιβλία.

Απ’ το Κόμμα μου να με ξεκόψουνε λαχτάρισαν δεν έπιασε
και κάτω απ’ τα είδωλα που γκρεμίστηκαν δε συνθλίφτηκα.

Στα 1951 μ’ ένα νεαρό σύντροφο στη θάλασσα περπάτησα
πάνω στο θάνατο.

Στα 1952 με ραγισμένη καρδιά τέσσερις μήνες
ανάσκελα περίμενα το θάνατο.

Τις γυναίκες που αγάπησα σαν τρελός τις εζήλεψα
τοσοδά φθόνο δεν έκαμα για το Σαρλώ ακόμα,
ξεγέλασα τις γυναίκες μου
δεν ομίλησα πίσωθε των φίλων μου
ήπια μα δε γένηκα νυχτερινός.

Το ψωμί μου το έβγαλα με τον ιδρώ πάντα του προσώπου μου
για του αλλουνού το λογαριασμό
πόσο ευτυχής είμαι
εντράπηκα είπα ψέματα,
είπα ψέματα για να μην καταπονέσω άλλο
μα είπα ψέματα και στα καλά καθούμενα.

Μπίνεψα στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο αυτοκίνητο
πολλοί δεν μπορούσανε να μπινέψουν.

Στην όπερα πήγα.
Πολλοί δεν μπορούσανε να πάνε και τ’ όνομα
ακόμα δεν είχαν ακούσει της Όπερας.
Οι πολλοί στα μέρη που πήγαινα εγώ δεν πήγαν
απ’το 1921 κι εδωνά.

Στο τζαμί, στην εκκλησιά, στο ναό, στη χάβρα, στο μάγο
με του καφέ το φλιτζάνι μου το έδειξα να δούνε.

Τα έργα μου σε τριάντα σαράντα γλώσσες τυπωθήκανε
στην Τουρκία μου στα τουρκικά μου είναι απαγορευμένα.

Ακόμα δεν επλάγιασα από καρκίνο
μα να μη με πιάσει δεν είναι στη συμφωνία.

Πρωθυπουργός κτλ. δεν έχω για να γίνω
και μερακλής δεν είμαι αυτής της δουλειάς,
και μια σε μάχη δεν μπήκα
και σ’ ένα καταφύγιο δεν κατέβηκα τα μεσάνυχτα,
και δεν έπεσα σε δρόμους σε βομβαρδισμούς αεροπλάνων,
μα ερωτεύθηκα κοντά στα εξήντα μου,

κοντολογίς σύντροφοι:

Σήμερα στο Βερολίνο είμαι να ψοφήσω από λύπη
σαν άνθρωπος μπορώ να πω πως έζησα.
Κι ακόμα πόσο καιρό θα ζήσω
απ’ το κεφάλι μου τι άλλα θα περάσουν ποιος ξέρει.

(Αυτή η αυτοβιογραφία γράφτηκε στο Βερολίνο της ΓΛΔ στις 11 του Σεπτέμβρη 1962)




Αισιόδοξος

Γράφω ποιήματα,
δεν τυπώνονται,
θα τυπωθούνε, μα......

Προσμένω ένα γράμμα με καλή είδηση
κι ίσως την ημέρα που θα πεθάνω να 'ρθει
χωρίς άλλο θα 'ρθει, μα.....

Ούτε κυβέρνηση, ούτε παράδες, 
στη διαταγή του ανθρώπου είναι ο κόσμος
ίσως εκατό χρόνια κατόπι 
να γίνει. 

Χωρίς άλλο μια μέρα θα γίνει, μα........ 
(Μόσχα 12.9.1957)


Ύμνος στη ζωή

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.

Κι όμως είναι ν’απορείς πως αυτό το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή
έχει γίνει φτηνή
και τόσο πικραμένη
που να `ναι σιχαμένη

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να σου λένε καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις


Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Στέλιος Καζαντζίδης
 [Τα βιώματά μου,1995]


Για τη ζωή

Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι, 
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά 
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου 
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι 
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά

Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)



Αυτό Είναι

Είμαι μέσα στο φως που προχωρεί
Tα μάτια μου είναι πλημμυρισμένα από πόθους
Ειν’ ωραίος ο κόσμος


Τα μάτια μου δεν κουράζονται να βλέπουνε τα δέντρα
Τα δέντρα τα τόσο γεμάτα από ελπίδα
Τα δέντρα τα τόσο πράσινα

Ένα μονοπάτι ηλιόλουστο τραβάει μέσα απ’ τις μουριές
είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
Κάπου πρέπει ν’ ανθίζουν τα γαρούφαλα
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών

Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι




Παραμονή

Αν όχι απόψε τη νύχτα,
αύριο το δίχως άλλο,
θα μπω στη φυλακή.

Μέσα μου φύλλο δε σαλεύει.
Είναι απλόχωρα μέσα μου,
γαλήνια.

Για το λόγο που
σεριανώ το γαλάζιο του ουρανού
σαν ένα πρωτόφαντο παιδί,
για τούτο
ψες
πήγα εγώ
στην πλατεία της πολιτείας
κι είπα:

 "Να μη σκοτώνουμε τ' αδέρφια μας
για του λόγου τους,
να μη σκοτωνόμαστε!".....


Μονάκριβή μου

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα
«Πάει να σπάει το κεφάλι μου,
σβήνει η καρδιά μου.
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».

Θα ζήσεις καλή μου, θα ζήσεις.
Η ανάμνησή μου μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις αδερφή
με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου.
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.

Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται
στην άκρη ενός σχοινιού.
Σε τούτο εδώ το θάνατο
δεν αντέχει η καρδιά μου.

Μα να `σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου
αν το μαύρο και μαλλιαρό
το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλιά, 
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια
του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου κι εσένα.

Και δε θα πάρω μαζί μου
κάτω απ’ το χώμα
παρά μόνο την πίκρα
ενός ατέλειωτου τραγουδιού.

Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά, 
με τα μάτια πιο γλυκά απ’ το μέλι
τι κάθισα και σου `γραψα
πως ζήτησαν το θάνατό μου.

Η δίκη μόλις άρχισε
δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα
έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου
σαν να `τανε γογγύλι.

Έλα, έλα μη μου σκας 
όλα αυτά `ναι μακρινά ενδεχόμενα. 

Έλα και μη ξεχνάς
πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
δεν κάνει να `χει μαύρες έγνοιες.

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)



Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
μέσα απ' τους θορύβους του θανάτου
και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε
μέσα απ' τη φυλακή
κι έχοντας περασμένα τα σαράντα

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Να το 'να χέρι σου
σ' ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο,
ξεχασμένο

Και να 'μαι στα μαλλιά σου
η ραθυμιά η περήφανη
της Ινσταμπούλ της γης μου

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι,
να γράφω λόγια σένα,
να σε κοιτάζω πλαγιασμένος
έτσι ανάσκελα μες στο κελί μου
Μια λέξη που ΄χες πει
την τάδε μέρα,
στο τάδε μέρος
Όχι η λέξη η ίδια
μα αυτός ο τρόπος που είχε,
που είχε μέσα της
να κλείνει όλο τον κόσμο

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμα
τόσα πράγματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί,
ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά πετιέμαι ορθός
τρέχοντας να χουφτώσω
του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάζω στον γαλάζιο ουρανό 
της λευτεριάς, 
όλα μου τα τραγούδια
που ΄γραψα για σένα

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)


Νέα

Άρρωστα
αδέρφια μου,
θα γίνουμε καλά...
Οι πόνοι, οι αφανισμοί, θα πάψουνε.
Μαλακά, χλιαρά
σαν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, θα κατεβεί η καλοπέραση.
Άρρωστα αδέρφια μου,
λίγο ακόμα υπομονή, λίγο ακόμα πείσμα.
Πίσω απ' την πόρτα που περιμένει δεν είναι ο θάνατος,
είναι η υγεία.
Πίσω από την πόρτα είναι ο κόσμος
σαν τα πουλιά.

Θα σηκωθείτε απ' τα κρεβάτια σας θα πορευθείτε
του αλατιού, του ψωμιού, του ήλιου τη γλύκα
εξαρχής θ' ανακαλύψετε,
θα κιτρινίσετε σαν λεμόνι, σαν κερί θα λιώσετε,
θα γκρεμιστείτε σαν ένας άδειος πλάτανος ξαφνικά.

Αδέρφια μου άρρωστα,
εμείς δεν είμαστε λιμάνια ούτε κεριά ούτε πλάτανος,
εμείς είμαστε άνθρωποι, δόξα τω Θεώ,
δόξα τω Θεώ ξέρουμε, τις ελπίδες μας να σμίξουμε στο φάρμακό 
μας.

"Θε να ζήσω πρέπει!"
λέγοντας
θα στηρίξω το πόδι
θ' αντιστέκομαι.

Άρρωστα
αδέρφια μου,
Οι πόνοι, οι αφανισμοί, θα πάψουνε.
Μαλακά, 
χλιαρά
σαν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, θα κατέβει
βαριά, ανάμεσα απ' τα πράσινα δέντρα, η καλοπέραση.

(Φραντίσκο Λάζνι 30.6.1954)


Η πιο όμορφη θάλασσα

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες, 
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)



Όπως ο Κερέμ

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Μουσική, ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)



Αισιόδοξος άνθρωπος

Όταν ήτανε παιδί δεν έκοψε της μύγας το φτερό
τενεκέ δεν έδεσε στης γάτας την ουρά
στα κουτιά των σπίρτων δε φυλάκισε τις κατσαρίδες
των μερμυγκιών τη φωλιά δεν εχάλασε
μεγάλωσε
όλες αυτές τις δουλειές σ' εκείνονε φκιάσανε
όταν απόθανε ήμουνα στο προσκέφαλό του
ένα ποίημα διάβασε είπε
γεια στον ήλιο γεια στο πέλαγο
τα καζάνια του ατόμου για μήνες φκιαστού,
γεια στης ανθρωπιάς το μεγαλείο.

(Μπακού, 6 Δεκέμβρη 1958)


Είμαι αγάπη...

Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται,
το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια…

[Από τον επίλογο του μυθιστορήματός του «Οι Ρομαντικοί» (Όμορφη που ‘ναι η ζωή!…)
μτφρ. από τα γαλλικά Κώστας Κοτζιάς, εκδόσεις Θεμέλιο]


Η τελετή της κηδείας μου

Απ’ τη δικιά μας την αυλή θα σηκωθεί η κηδεία μου;
Πώς θα με κατεβάσετε από το τρίτο πάτωμα;
Στο ασανσέρ δε χωράει το φέρετρό μου
κι οι σκάλες είναι στενές.

Ίσως θα είναι στην αυλή ίσαμε το γόνατο ο ήλιος και τα 
περιστέρια,
ίσως θα πέφτει χιόνι και φωνές παιδιών θα ’ναι γιομάτη,
ίσως θα είναι βρεγμένη απ’ τη βροχή η άσφαλτος
και στην αυλή θα στέκονται σαν κάθε μέρα
οι τενεκέδες με τα σκουπίδια.

Στο καμιόνι, με ντόπιο στολίδι κι ανοιχτό
το πρόσωπό μου θα φορτωθώ
και θα μπορεί να στάξει στο μέτωπό μου από τα περιστέρια,
γουρλίδικο θα είναι.
Η μουσική να ’ρθει και να μη ’ρθει δεν έχει σημασία,
θα ’ρθουν κοντά μου τα παιδιά,
είναι μερακλίδικα τα παιδιά με τους νεκρούς.

Από πίσω μου θα κοιτάζει το παράθυρο της κουζίνας,
το μπαλκόνι μου θα με περάσει με τα τσαμασίρια της.
Στην αυλή αυτή εγώ έζησα ευτυχισμένος όσο δεν ξέρετε εσείς.
Σε όλους σας χρόνια πολλά εύχομαι φίλοι μου της αυλής.

(Μόσχα, Απρίλης 1963)


Πηγές 
  • Ναζίμ Χικμέτ, τα έργα του (2 τόμοι), Σύγχρονη Εποχή
  • Ναζίμ Χικμέτ, Οι ρομαντικοί, Θεμέλιο
  • http://www.stixoi.info/

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Ο καλός Δράκος κατεβαίνει μόνο μια φορά..., Νίκος Καββαδίας, Λι



Marion Hänsei, "Between the Devil and the Deep Blue Sea"


Τα μάτια της χόρευαν... τα χέρια της μιλούσαν...

...Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.

- Τι θέλεις, ρώτησα.


- Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.

- Τι ξέρεις;


- Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.

Τα χέρια της μιλούσαν. Σου 'δινε να καταλάβεις με χειρονομίες.

- Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει. [......]



Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.

- Λοιπόν θα με πάρεις;

- Ναι. Πώς σε λένε;

Μου 'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.

- Θα σε λέω Λι, της είπα.

Συμφώνησε.

- Πόσο χρονών είσαι;

Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα. 
Κατάλαβα. [...]




Πρέπει να το πάω στο σπίτι.....

Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της το 'δωσα. Το 'σπασε και το 'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.

- Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.

- Δώσε μου, αποκρίθηκε.

- Διάλεξε μόνη σου.

Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ' ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλια της.

- Γιατί δεν τρως;


- Πρέπει να το πάω στο σπίτι.

- Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.


- Και το άλλο θα το πάω.

- Ποιος σ' έμαθε έτσι;


- Κανείς.

- Τότε;

Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος. [...]




κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα....


Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και το 'βαλε στην πλάτη.

- Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;


- Ναι.

- Και τα 'χεις διαβάσει;

- Όλα.


- Θα ξέρεις πολλά.

- Όχι περισσότερα από σένα,
συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. [...]




... Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθήσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς - για πρώτη φορά - να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.

-  Εγώ είμαι μικρή, μου 'πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμη την τέχνη. Τούτη ξέρει.....

Της εξήγησα. [......] 


Θα με θυμάσαι όταν φύγω; 

Το βράδυ όταν ετοιμάστηκε να φύγει τη ρώτησα αν θα 'θελε την άλλη μέρα να 'ρθει  μαζί μου να σεργιανίσουμε την πολιτεία.

Άνοιξε τα ματάκια της όσο δυνόταν.

- Αλήθεια μου λες; 

Της ορκίστηκα κάνοντας τα δικά μου δάχτυλα παγόδα. Το πίστεψε. [.......]

Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω - στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ' όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ' εμένα τον ίδιο.


- Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;

Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το 'πα; Για να μου απαντήσει μ' ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα. [...]




Έχεις βυζάξει γάλα δικό μας. Γι' αυτό δε γελάς...

Πήγαμε στο Carousel και κει είδα να βρίσκει μέσα της το παιδί. Γελούσε, ξεφώνιζε σα σφιγγόταν απάνω μου όταν το βαγονέτο έπεφτε κάθετα και ξανανέβαινε. Από κει δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Ακόμη λίγο, μου 'λεγε, άλλη μια φορά. Φαινόταν να 'χε ξεχάσει το Σαμπάν. Έτσι νόμιζα.


— Να είχα μαζί μου το αδερφάκι μου, είπε ξαφνικά.

— Το μωρό;

— Ναι. Να το 'χα τώρα.

— Δε θα καταλάβαινε.

— Όμως θα το φέρω κάποτε. Πάμε τώρα. Θέλω να του πάρω ένα μύλο, από αυτούς που τους κινά ο άνεμος. Με δικά μου λεφτά.

Ήμουνα κείνη την ώρα μονάχος στα χέρια της. Κρατιόμουνα να μην κλάψω. Αυτή με προστάτευε. Ακούσαμε γέλια. Δυνατά. Σα να γελούσε ένας λαός. Σηκώσαμε τα μάτια μας κι είδαμε ψηλά κρεμασμένες σε κοντάρια κινέζικες χάρτινες μάσκες πού γελούσανε, στριφογύριζαν τα μάτια, άνοιγαν διάπλατα το στόμα. Γελούσε κι η Λι. Γύρισε και μ' είδε.

— Γιατί δε γελάς; Δε σ' έχω δει να γελάς.

— Μα βέβαια γελάω, αποκρίθηκα, δε βλέπεις;

— Οι μόνοι Κινέζοι που 'δα να γελάνε δυνατά, είπε, είναι τούτοι εδώ. Οι ψεύτικοι. Εμείς γελάμε με τα μάτια, τα χείλια, τ' αυτιά. Είχες παραμάνα Κινέζα;

— Δε θυμάμαι, καθόλου. Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο.

—Εγώ ξέρω. Έχεις βυζάξει γάλα δικό μας. Γι' αυτό δε γελάς! Έγνεψα με το κεφάλι.



Ο καλός Δράκος κατεβαίνει μονάχα μια φορά. .... Εγώ τον είδα.

Το ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν ήρθε το όρντινο — θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το Asia του Triestino— της το 'πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα. Με φώναξε ο καμαρώτος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου.Ο Καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει το σοβαρό του ύφος. Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.

- Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.
Της το 'πα.

- Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.

Κατέβασε το κεφάλι της.

- Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.


- Θα ξαναγυρίσω, της είπα.

- Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.

- Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.


- Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.


- Πώς είναι;

- ... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.

- Και πώς βοηθάει;

- Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.


Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.

- Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;

- Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς; 


Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε.


..αντικείμενο άνευ αξίας...


Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα που 'χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνιά ξεφτισμένη.

Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της.


25.12.68

Νίκος Καββαδίας, Λι, εκδόσεις Άγρα


"Between the Devil and the Deep Blue Sea" (ολλανδο-αγγλική ταινία, 1995), της Marion Hänsel  εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Νίκου Καββαδία "Λι".  Πρωταγωνιστές ο Stephen Rea (στο ρόλο του ασυρματιστή Νίκου) και η Ling Chu (στον ρόλο της νεαρής κινέζας Λι)




Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

«Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του», Λευκάδιος Χερν, Ιαπωνικό Μωσαϊκό


Ένας σαμουράι νέος, δυνατός...θαρραλέος

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ ήταν ένας σαμουράι νέος, πολύ δυνατός και θαρραλέος. Βρισκόταν στην υπη­ρεσία του άρχοντα Τομούρα Τζουνταγιού, του οποίου το κάστρο έστεκε αγέρωχο πάνω σ’ έναν λόφο στην περιοχή Γιοκοτέ της επαρχίας Ντέβα. Τα σπίτια των υπηρετών του άρχοντα σχημάτιζαν μια μικρή πόλη στους πρόποδες του λόφου.

Matsue Castle, Japan
_________


Ο Ουμέτσου ήταν ένας τους επιλεγμένους για τη νυχτερινή φρούρηση των πυλών του κάστρου. Υπήρχαν δύο νυχτερινές βάρδιες. Η πρώτη ξεκινούσε το ηλιοβασίλεμα και τελείωνε τα μεσάνυχτα και η δεύτερη άρχιζε τα μεσάνυχτα και τελείωνε με τ ανατολή του ήλιου. Μια φορά που ο Ουμέτσου έτυχε να είναι στη δεύτερη βάρδια, του συνέβη μια παράξενη περιπέτεια.

This gate leads to the graves of Matsudaira castle lords. Gesshō Temple.
_____________


Ανηφόριζε μεσάνυχτα τον λόφο, για να πάρει τη θέση του στη φρουρά, όταν το μάτι του πήρε μια γυναίκα, που στεκόταν ψηλά, στην τελευταία στροφή του φιδωτού δρόμου που οδηγούσε στο κάστρο. Κρατούσε ένα παιδί στην αγκαλιά της και έμοιαζε να περιμένει κάποιον.
Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις μπορούσαν να δικαιολογήσoυν την παρουσία μιας γυναίκας σε αυτό το ερημικό μέρος τέτοια ώρα και ο Ουμέτσου θυμήθηκε ότι τα τελώνια είχαν τη συνήθεια να παίρνουν μορφή γυναίκας μετά το σούρουπο, για να εξαπατήσουν και να βλάψουν ανθρώπους. Έτσι δεν ήταν σίγουρος αν η γυναίκα που έβλεπε μπροστά του, ήταν στ’ αλήθεια ανθρώπινο πλάσμα.

Όταν είδε να τον πλησιάζει σαν να ήθελε να του μιλήσει, σκόπευε να την προσπεράσει χωρίς μιλιά. Αλλά ήταν πολύ έκπληκτος για να το κάνει, όταν άκουσε τη γυναίκα να τον φωνάζει με το όνομά του και να του λέει με γλυκύτατη φωνή:


Spring Evening 1924-1927, Takahashi Shotei (1870 - 1945)
______________


Μια ευγενική παράκληση

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου, απόψε βρίσκομαι σε μεγάλη δυσκολία κι έχω να επιτελέσω ένα πολύ επίπονο καθήκον. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις και να κρατήσεις για μια στιγμούλα αυτό το μωρό;».

Άπλωσε τα χέρια της και του έδωσε το παιδί.

Ο Ουμέτσου δεν αναγνώρισε τη γυναίκα, που φαι­νόταν πολύ νέα. Yποπτεύθηκε τη γοητεία της παρά­ξενης φωνής, υποπτεύθηκε κάποια απόκοσμη παγίδα, υποπτεύθηκε τα πάντα, αλλά ήταν εκ φύσεως καλός κι ένιωσε ότι θα ήταν άνανδρο να απωθήσει μια ευγε­νική παράκληση από τον φόβο των στοιχειών. Χωρίς να απαντήσει, πήρε το παιδί.

«Παρακαλώ, κράτησέ το μέχρι να επιστρέψω», είπε η γυναίκα. «Θα γυρίσω πολύ σύντομα».

«Θα το κρατήσω», της απάντησε και την ίδια στιγμή η γυναίκα στράφηκε και αφήνοντας τον δρόμο έτρεξε κάτω στο λόφο τόσο ανάλαφρα και τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Σε λίγα δευτερόλεπτα δεν την έβλεπε πια.

Ο Ουμέτσου τότε κοίταξε το παιδί. Ήταν πολύ μικρό κι έμοιαζε νεογέννητο. Καθόταν ακίνητο στα χέρια του και δεν έκλαιγε καθόλου.




Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του


Ξαφνικά του φάνηκε ότι μεγάλωσε. Το κοίταξε ξανά... Όχι, ήταν το ίδιο μικρό και δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Γιατί φαντάστηκε ότι το μωρό μεγάλωνε;

Την επόμενη στιγμή κατάλαβε το γιατί κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Το παιδί δεν μεγά­λωνε, αλλά γινόταν πιο βαρύ. Στην αρχή φαινόταν ότι ζύγιζε τρία ή τέσσερα κιλά και μετά το βάρος του διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε, τετραπλασιάστηκε... και τώρα ζύγιζε είκοσι κιλά και δεν σταματούσε να βαραίνει. Πενήντα κιλά! Εβδομήντα! Εκατό! 


Ο Ουμέτσου κατάλαβε ότι ξεγελάστηκε. Η γυναίκα με οποία είχε μιλήσει δεν ήταν θνητή και το παιδί δεν ήταν ανθρώπινο. Αλλά είχε δώσει μια υπόσχεση κι ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του. Έτσι, κράτησε το μωρό στην αγκαλιά του κι εκείνο συνέχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ... Εκατόν είκοσι κιλά! Εκατόν πενήντα! Διακόσια!

Τι θα γινόταν, δεν μπορούσε να φανταστεί, αλλά αποφάσισε να μη φοβηθεί και να μην αφήσει το παιδί από τα χέρια του, όσο κρατούσαν οι δυνάμεις του..... Διακόσια πενήντα! Διακόσια εβδομήντα! Τριακόσια! Όλοι οι μύες του άρχισαν να τρέμουν από την ένταση και το βάρος συνεχώς μεγάλωνε...

«Νάμου Αμίντα Μπούτσου», βόγγηξε, «Νάμου Αμίντα Μπούτσου, Νάμου Αμίντα Μπούτσου».


Jizo statue in Koyto
Japan Jizo, protector of children who die before their parents, and of parents who lose a child.
____________________


Καθώς πρόφερε για τρίτη φορά την ιερή επίκληση, μ’ ένα τράνταγμα το βάρος έφυγε από πάνω του εκείνος βρέθηκε να στέκεται αποσβολωμένος με τα χέρια αδειανά, γιατί το παιδί εντελώς ανεξήγητα είχε εξαφανιστεί. Σχεδόν ταυτόχρονα είδε τη μυστηριώδη γυναίκα να επιστρέφει με την ίδια γρηγοράδα που είχε φύγει. Τον πλησίασε λαχανιασμένη και τότε εκείνος είδε για πρώτη φορά ότι η επιδερμίδα της ήταν ανοιχτόχρωμη. Από το πρόσωπό της έσταζε ο ιδρώτας και τα μανίκια της ήταν δεμένα στην πλάτη με κορδόνια τασούκι, σαν να είχε δουλέψει σκληρά.


Kichijoten, Goddess of Prosperity
Nara Period, 8th Century, Treasure of Yakushiji Temple
_________________

Θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου», είπε, «δεν ξέρεις πόσο μεγάλη υπηρεσία μού προσέφερες! Είμαι η Ουτζιγκάμι * αυτού του τόπου. Απόψε κάποια ουτζίκο μου την έπιασαν οι πόνοι της γέννας και προσευχή­θηκε σ’ εμένα για βοήθεια. 

Αλλά το έργο ήταν πολύ δύσκολο και γρήγορα κατάλαβα ότι μόνο με τη δική μου δύναμη δεν θα μπορούσα να τη σώσω. Έτσι αναζήτησα τη βοήθεια της δικής σου δύναμης και θάρρους. Το παιδί, που άφησα στα χέρια σου, ήταν το παιδί που δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Τη στιγμή που ένιωσες ότι το παιδί άρχισε να βαραίνει, ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος, γιατί οι Πύλες της Γέννησης ήταν κλειστές. Και όταν ένιωσες ότι το παιδί έγινε τόσο βαρύ, που απελπίστηκες ότι θα μπορούσες να το βαστάξεις άλλο, την ίδια στιγμή νομίσαμε ότι η μητέρα είχε πεθάνει και η οικογένεια είχε αρχίσει να τη θρηνεί. 

Τότε είπες τρεις φορές την προσευχή Νάμου Αμίντα Μπούτσου και την τρίτη φορά φορά που την πρόφερες, η δύναμη του Βούδα ήρθε να μας βοηθήσει και οι Πύλες της Γέννησης άνοιξαν... 

Γι' αυτό που έκανες, θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει. 

Σ’ έναν γενναίο σαμουράι κανένα δώρο δεν θα ήταν πιο ταιριαστό από τη δύναμη. Γι' αυτό όχι μόνο σ’εσένα, αλλά και στα παιδιά σου και στα παιδιά των παιδιών σου, θα δοθεί μεγάλη δύναμη».

Κ
αι μ’ αυτή την υπόσχεση η θεά εξαφανίστηκε.

Kichijoten, the goddess of happiness, fertility, luck, prosperity, merit and beauty
__________________

Τόση δύναμη που πρέπει να προσέχεις....

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ αφάνταστα απορημένος συνέχισε τον δρόμο του για το κάστρο. Τα χαράματα, όταν τελείωσε την υπηρεσία του, πήγε, όπως συνήθιζε, να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του προτού κάνει την πρωινή προσευχή του. 

Αλλά όταν άρχισε να στύβει το προσόψι που του είχαν δώσει έκπληκτος διαπίστωσε ότι το σκληρό υλικό σχίστηκε στα χέρια του. Προσπάθησε να στρίψει μαζί τα σχισμένα κομμάτια, και το υλικό χωρίστηκε, σαν βρεγμένο χαρτί. Προσπάθησε να στρίψει τα τέσσερα κομμάτια και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. 


Σε λίγο αφού δοκίμασε διάφορα αντικείμενα από μπρούντζο και σίδερο, τα οποία στα χέρια του λύγιζαν λες και ήταν από ζυμάρι, κατάλαβε ότι κατείχε τη μεγάλη δύναμη που του υποσχέθηκε η θεότητα και ότι από δω και πέρα θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός όταν αγγίζει πράγματα, ώστε να μη γίνουν κομμάτια στα δάχτυλά του.

Miyamoto Musashi
_______________

Επιστρέφοντας στο σπίτι του ρώτησε να μάθει αν τη νύχτα είχε γεννηθεί κανένα παιδί στην περιοχή.! Έμαθε ότι πράγματι είχε συμβεί ένας τοκετός ακριβώς την ώρα της περιπέτειάς του και ότι οι συνθήκες ήταν έτσι ακριβώς όπως τις αφηγήθηκε η Ουτζιγκάμι.
Τα παιδιά του Ουμέτσου Τσούμπεϊ κληρονόμησαν τη δύναμη του πατέρα τους. Αρκετοί από τους απογό­νους του - όλοι ασυνήθιστα δυνατοί άνθρωποι - ζούσαν ακόμα στην επαρχία Ντέβα τον καιρό που γράφτηκε αυτή η ιστορία.

* Ουτζιγκάμι είναι τίτλος που δίνεται στην προστατευτική σιντοϊστική θεότητα μιας ενορίας ή μιας περιοχής. Όλα τα πρόσωπα που ζουν στην ενορία ή στην περιοχή και βοηθούν στη διατήρηση του ναού (μίγια) της θεότητας λέγονται ουτζίκο. (σχόλιο της μεταφράστριας)

Λευκάδιος Χερν, Η ιστορία του Ουμέτσου Τσούμπεϊ, Ιαπωνικό Μωσαϊκό
μετάφραση - επιμέλεια:Τέτη Σώλου, Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς

Samurai With Cherry Blossoms, by Joe Watmough.
_______________