Marion Hänsei, "Between the Devil and the Deep Blue Sea"
Τα μάτια της χόρευαν... τα χέρια της μιλούσαν...
...Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.
- Τι θέλεις, ρώτησα.
- Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.
- Τι ξέρεις;
- Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.
Τα χέρια της μιλούσαν. Σου 'δινε να καταλάβεις με χειρονομίες.
- Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει. [......]
- Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει. [......]
- Λοιπόν θα με πάρεις;
- Ναι. Πώς σε λένε;
Μου 'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.
- Θα σε λέω Λι, της είπα.
Συμφώνησε.
- Πόσο χρονών είσαι;
Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα. Κατάλαβα. [...]
Πρέπει να το πάω στο σπίτι.....
Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της το 'δωσα. Το 'σπασε και το 'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.
- Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.
Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της το 'δωσα. Το 'σπασε και το 'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.
- Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.
- Δώσε μου, αποκρίθηκε.
- Διάλεξε μόνη σου.
Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ' ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλια της.
- Γιατί δεν τρως;
- Πρέπει να το πάω στο σπίτι.
- Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.
- Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.
- Και το άλλο θα το πάω.
- Ποιος σ' έμαθε έτσι;
- Ποιος σ' έμαθε έτσι;
- Κανείς.
Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος. [...]
κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα....
Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και το 'βαλε στην πλάτη.
- Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;
- Ναι.
- Και τα 'χεις διαβάσει;
- Όλα.
- Και τα 'χεις διαβάσει;
- Όλα.
- Θα ξέρεις πολλά.
- Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. [...]
- Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. [...]
... Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθήσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς - για πρώτη φορά - να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.
- Εγώ είμαι μικρή, μου 'πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμη την τέχνη. Τούτη ξέρει.....
Της εξήγησα. [......]
Θα με θυμάσαι όταν φύγω;
Το βράδυ όταν ετοιμάστηκε να φύγει τη ρώτησα αν θα 'θελε την άλλη μέρα να 'ρθει μαζί μου να σεργιανίσουμε την πολιτεία.
Το βράδυ όταν ετοιμάστηκε να φύγει τη ρώτησα αν θα 'θελε την άλλη μέρα να 'ρθει μαζί μου να σεργιανίσουμε την πολιτεία.
Άνοιξε τα ματάκια της όσο δυνόταν.
- Αλήθεια μου λες;
Της ορκίστηκα κάνοντας τα δικά μου δάχτυλα παγόδα. Το πίστεψε. [.......]
Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω - στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ' όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ' εμένα τον ίδιο.
- Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;
Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το 'πα; Για να μου απαντήσει μ' ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα. [...]
Έχεις βυζάξει γάλα δικό μας. Γι' αυτό δε γελάς...Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω - στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ' όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ' εμένα τον ίδιο.
- Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;
Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το 'πα; Για να μου απαντήσει μ' ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα. [...]
Πήγαμε στο Carousel και κει είδα να βρίσκει μέσα της το παιδί. Γελούσε, ξεφώνιζε σα σφιγγόταν απάνω μου όταν το βαγονέτο έπεφτε κάθετα και ξανανέβαινε. Από κει δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Ακόμη λίγο, μου 'λεγε, άλλη μια φορά. Φαινόταν να 'χε ξεχάσει το Σαμπάν. Έτσι νόμιζα.
— Να είχα μαζί μου το αδερφάκι μου, είπε ξαφνικά.
— Το μωρό;
— Ναι. Να το 'χα τώρα.
— Δε θα καταλάβαινε.
— Όμως θα το φέρω κάποτε. Πάμε τώρα. Θέλω να του πάρω ένα μύλο, από αυτούς που τους κινά ο άνεμος. Με δικά μου λεφτά.
Ήμουνα κείνη την ώρα μονάχος στα χέρια της. Κρατιόμουνα να μην κλάψω. Αυτή με προστάτευε. Ακούσαμε γέλια. Δυνατά. Σα να γελούσε ένας λαός. Σηκώσαμε τα μάτια μας κι είδαμε ψηλά κρεμασμένες σε κοντάρια κινέζικες χάρτινες μάσκες πού γελούσανε, στριφογύριζαν τα μάτια, άνοιγαν διάπλατα το στόμα. Γελούσε κι η Λι. Γύρισε και μ' είδε.
— Γιατί δε γελάς; Δε σ' έχω δει να γελάς.
— Μα βέβαια γελάω, αποκρίθηκα, δε βλέπεις;
— Οι μόνοι Κινέζοι που 'δα να γελάνε δυνατά, είπε, είναι τούτοι εδώ. Οι ψεύτικοι. Εμείς γελάμε με τα μάτια, τα χείλια, τ' αυτιά. Είχες παραμάνα Κινέζα;
— Δε θυμάμαι, καθόλου. Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο.
Το ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν ήρθε το όρντινο — θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το Asia του Triestino— της το 'πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα. Με φώναξε ο καμαρώτος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου.Ο Καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει το σοβαρό του ύφος. Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.
- Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.
Της το 'πα.
- Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
- Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
- Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
- Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
- Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.
- Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
- Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
- Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
- Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
- Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
- Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.
- Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
- Πώς είναι;
- ... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
- Και πώς βοηθάει;
- Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
- Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;
- Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;
Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε.
- Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
- Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;
- Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;
Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε.
..αντικείμενο άνευ αξίας...
Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα που 'χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνιά ξεφτισμένη.
Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της.
25.12.68
Νίκος Καββαδίας, Λι, εκδόσεις Άγρα
"Between the Devil and the Deep Blue Sea" (ολλανδο-αγγλική ταινία, 1995), της Marion Hänsel εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Νίκου Καββαδία "Λι". Πρωταγωνιστές ο Stephen Rea (στο ρόλο του ασυρματιστή Νίκου) και η Ling Chu (στον ρόλο της νεαρής κινέζας Λι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου