Τα τραγούδια των ανθρώπων
Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όμορφα από τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.
Πιότερο απ’ τους ανθρώπους
τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια
μου ‘τυχε ν’ απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου,
όμως ποτέ μου στο τραγούδι
που τραγούδησα για αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια
μ’ απατήσανε.
Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.
Σ’αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ’ όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ’ όσες χώρες γνώρισα
απ’ όσα μπόρεσα να αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια…
Αυτοβιογραφία
Γεννήθηκα στα 1902.
Στην πολιτεία που γεννήθηκα δεν ξαναγύρισα άλλη φορά
πίσω να γυρίσω δεν αγαπώ.
Τριώ χρονώ ήμουν στη Δαμασκό έγγονος του Πασά.
Στα δεκαεννιά μου στη Μόσχα φοιτητής
στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο.
Στα σαράντα εννιά μου πάλι στη Μόσχα
φιλοξενήθηκα στην Τσέκα-Παρτί
κι απ’ τα δεκατέσσερά μου χρόνια γράφω ποιήματα
ποιος άνθρωπος, τα χορτάρια, ποιος άνθρωπος, τα ψάρια
το είδος τους ξέρει, εγώ των χωρισμών
κάποιος άνθρωπος λογαριάζει απ’ έξω τα ονόματα
των αστεριών να ξέρει, εγώ τους πόθους.
Στις φυλακές κοιμήθηκα και σε ξενοδοχεία μεγάλα
πείνα τράβηξα κι απεργία πείνας μέσα και δεν
υπάρχει φαγητό νομίζω που δε δοκίμασα.
Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν
στα σαράντα οχτώ μου το Μετάλλιο της Ειρήνης να δώσουν
σ’ εμένα
στα τριάντα έξι μου έξι μήνες πέρασα
τέσσερα μέτρα στο μαύρο μπετόν.
Στα πενήντα εννιά μου σε δεκαοχτώ ώρες πέταξα
απ’ την Πράγα στην Αβάνα.
Τον Λένιν δεν τον είδα, σκοπός εκράτησα στο φέρετρό του
στα 1924
και στα 1961 επίσκεψη που έκανα στο Μαυσωλείο είναι
στα βιβλία.
Απ’ το Κόμμα μου να με ξεκόψουνε λαχτάρισαν δεν έπιασε
και κάτω απ’ τα είδωλα που γκρεμίστηκαν δε συνθλίφτηκα.
Στα 1951 μ’ ένα νεαρό σύντροφο στη θάλασσα περπάτησα
πάνω στο θάνατο.
Στα 1952 με ραγισμένη καρδιά τέσσερις μήνες
ανάσκελα περίμενα το θάνατο.
Τις γυναίκες που αγάπησα σαν τρελός τις εζήλεψα
τοσοδά φθόνο δεν έκαμα για το Σαρλώ ακόμα,
ξεγέλασα τις γυναίκες μου
δεν ομίλησα πίσωθε των φίλων μου
ήπια μα δε γένηκα νυχτερινός.
Το ψωμί μου το έβγαλα με τον ιδρώ πάντα του προσώπου μου
για του αλλουνού το λογαριασμό
πόσο ευτυχής είμαι
εντράπηκα είπα ψέματα,
είπα ψέματα για να μην καταπονέσω άλλο
μα είπα ψέματα και στα καλά καθούμενα.
Μπίνεψα στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο αυτοκίνητο
πολλοί δεν μπορούσανε να μπινέψουν.
Στην όπερα πήγα.
Πολλοί δεν μπορούσανε να πάνε και τ’ όνομα
ακόμα δεν είχαν ακούσει της Όπερας.
Οι πολλοί στα μέρη που πήγαινα εγώ δεν πήγαν
απ’το 1921 κι εδωνά.
Στο τζαμί, στην εκκλησιά, στο ναό, στη χάβρα, στο μάγο
με του καφέ το φλιτζάνι μου το έδειξα να δούνε.
Τα έργα μου σε τριάντα σαράντα γλώσσες τυπωθήκανε
στην Τουρκία μου στα τουρκικά μου είναι απαγορευμένα.
Ακόμα δεν επλάγιασα από καρκίνο
μα να μη με πιάσει δεν είναι στη συμφωνία.
Πρωθυπουργός κτλ. δεν έχω για να γίνω
και μερακλής δεν είμαι αυτής της δουλειάς,
και μια σε μάχη δεν μπήκα
και σ’ ένα καταφύγιο δεν κατέβηκα τα μεσάνυχτα,
και δεν έπεσα σε δρόμους σε βομβαρδισμούς αεροπλάνων,
μα ερωτεύθηκα κοντά στα εξήντα μου,
κοντολογίς σύντροφοι:
Σήμερα στο Βερολίνο είμαι να ψοφήσω από λύπη
σαν άνθρωπος μπορώ να πω πως έζησα.
Κι ακόμα πόσο καιρό θα ζήσω
απ’ το κεφάλι μου τι άλλα θα περάσουν ποιος ξέρει.
(Αυτή η αυτοβιογραφία γράφτηκε στο Βερολίνο της ΓΛΔ στις 11 του Σεπτέμβρη 1962)
Αισιόδοξος
Γράφω ποιήματα,
δεν τυπώνονται,
θα τυπωθούνε, μα......
Προσμένω ένα γράμμα με καλή είδηση
κι ίσως την ημέρα που θα πεθάνω να 'ρθει
χωρίς άλλο θα 'ρθει, μα.....
Ούτε κυβέρνηση, ούτε παράδες,
στη διαταγή του ανθρώπου είναι ο κόσμος
ίσως εκατό χρόνια κατόπι
να γίνει.
Χωρίς άλλο μια μέρα θα γίνει, μα........
(Μόσχα 12.9.1957)
Ύμνος στη ζωή
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’απορείς πως αυτό το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή
έχει γίνει φτηνή
και τόσο πικραμένη
που να `ναι σιχαμένη
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να σου λένε καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις
Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Στέλιος Καζαντζίδης
[Τα βιώματά μου,1995]
Για τη ζωή
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά
Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)
Αυτό Είναι
Είμαι μέσα στο φως που προχωρεί
Tα μάτια μου είναι πλημμυρισμένα από πόθους
Ειν’ ωραίος ο κόσμος
Τα μάτια μου δεν κουράζονται να βλέπουνε τα δέντρα
Τα δέντρα τα τόσο γεμάτα από ελπίδα
Τα δέντρα τα τόσο πράσινα
Ένα μονοπάτι ηλιόλουστο τραβάει μέσα απ’ τις μουριές
είμαι στο παράθυρο του νοσοκομείου
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
Κάπου πρέπει ν’ ανθίζουν τα γαρούφαλα
Δε νιώθω τη μυρωδιά των γιατρικών
Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι
Παραμονή
Αν όχι απόψε τη νύχτα,
αύριο το δίχως άλλο,
θα μπω στη φυλακή.
Μέσα μου φύλλο δε σαλεύει.
Είναι απλόχωρα μέσα μου,
γαλήνια.
Για το λόγο που
σεριανώ το γαλάζιο του ουρανού
σαν ένα πρωτόφαντο παιδί,
για τούτο
ψες
πήγα εγώ
στην πλατεία της πολιτείας
κι είπα:
"Να μη σκοτώνουμε τ' αδέρφια μας
για του λόγου τους,
να μη σκοτωνόμαστε!".....
Μονάκριβή μου
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα
«Πάει να σπάει το κεφάλι μου,
σβήνει η καρδιά μου.
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις καλή μου, θα ζήσεις.
Η ανάμνησή μου μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις αδερφή
με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου.
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται
στην άκρη ενός σχοινιού.
Σε τούτο εδώ το θάνατο
δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να `σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου
αν το μαύρο και μαλλιαρό
το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλιά,
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια
του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου κι εσένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου
κάτω απ’ το χώμα
παρά μόνο την πίκρα
ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά,
με τα μάτια πιο γλυκά απ’ το μέλι
τι κάθισα και σου `γραψα
πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα
έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου
σαν να `τανε γογγύλι.
Έλα, έλα μη μου σκας
όλα αυτά `ναι μακρινά ενδεχόμενα.
Έλα και μη ξεχνάς
πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
δεν κάνει να `χει μαύρες έγνοιες.
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
μέσα απ' τους θορύβους του θανάτου
και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε
μέσα απ' τη φυλακή
κι έχοντας περασμένα τα σαράντα
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Να το 'να χέρι σου
σ' ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο,
ξεχασμένο
Και να 'μαι στα μαλλιά σου
η ραθυμιά η περήφανη
της Ινσταμπούλ της γης μου
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι,
να γράφω λόγια σένα,
να σε κοιτάζω πλαγιασμένος
έτσι ανάσκελα μες στο κελί μου
Μια λέξη που ΄χες πει
την τάδε μέρα,
στο τάδε μέρος
Όχι η λέξη η ίδια
μα αυτός ο τρόπος που είχε,
που είχε μέσα της
να κλείνει όλο τον κόσμο
Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμα
τόσα πράγματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί,
ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά πετιέμαι ορθός
τρέχοντας να χουφτώσω
του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάζω στον γαλάζιο ουρανό
της λευτεριάς,
όλα μου τα τραγούδια
που ΄γραψα για σένα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)
Νέα
Άρρωστα
αδέρφια μου,
θα γίνουμε καλά...
Οι πόνοι, οι αφανισμοί, θα πάψουνε.
Μαλακά, χλιαρά
σαν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, θα κατεβεί η καλοπέραση.
Άρρωστα αδέρφια μου,
λίγο ακόμα υπομονή, λίγο ακόμα πείσμα.
Πίσω απ' την πόρτα που περιμένει δεν είναι ο θάνατος,
είναι η υγεία.
Πίσω από την πόρτα είναι ο κόσμος
σαν τα πουλιά.
Θα σηκωθείτε απ' τα κρεβάτια σας θα πορευθείτε
του αλατιού, του ψωμιού, του ήλιου τη γλύκα
εξαρχής θ' ανακαλύψετε,
θα κιτρινίσετε σαν λεμόνι, σαν κερί θα λιώσετε,
θα γκρεμιστείτε σαν ένας άδειος πλάτανος ξαφνικά.
Αδέρφια μου άρρωστα,
εμείς δεν είμαστε λιμάνια ούτε κεριά ούτε πλάτανος,
εμείς είμαστε άνθρωποι, δόξα τω Θεώ,
δόξα τω Θεώ ξέρουμε, τις ελπίδες μας να σμίξουμε στο φάρμακό
μας.
"Θε να ζήσω πρέπει!"
λέγοντας
θα στηρίξω το πόδι
θ' αντιστέκομαι.
Άρρωστα
αδέρφια μου,
Οι πόνοι, οι αφανισμοί, θα πάψουνε.
Μαλακά,
χλιαρά
σαν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, θα κατέβει
βαριά, ανάμεσα απ' τα πράσινα δέντρα, η καλοπέραση.
(Φραντίσκο Λάζνι 30.6.1954)
Η πιο όμορφη θάλασσα
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)
Όπως ο Κερέμ
Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη
Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Μουσική, ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος
Γράμματα στην αγαπημένη (1983)
Αισιόδοξος άνθρωπος
Όταν ήτανε παιδί δεν έκοψε της μύγας το φτερό
τενεκέ δεν έδεσε στης γάτας την ουρά
στα κουτιά των σπίρτων δε φυλάκισε τις κατσαρίδες
των μερμυγκιών τη φωλιά δεν εχάλασε
μεγάλωσε
όλες αυτές τις δουλειές σ' εκείνονε φκιάσανε
όταν απόθανε ήμουνα στο προσκέφαλό του
ένα ποίημα διάβασε είπε
γεια στον ήλιο γεια στο πέλαγο
τα καζάνια του ατόμου για μήνες φκιαστού,
γεια στης ανθρωπιάς το μεγαλείο.
(Μπακού, 6 Δεκέμβρη 1958)
Είμαι αγάπη...
Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται,
το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια…
[Από τον επίλογο του μυθιστορήματός του «Οι Ρομαντικοί» (Όμορφη που ‘ναι η ζωή!…)
μτφρ. από τα γαλλικά Κώστας Κοτζιάς, εκδόσεις Θεμέλιο]
Η τελετή της κηδείας μου
Απ’ τη δικιά μας την αυλή θα σηκωθεί η κηδεία μου;
Πώς θα με κατεβάσετε από το τρίτο πάτωμα;
Στο ασανσέρ δε χωράει το φέρετρό μου
κι οι σκάλες είναι στενές.
Ίσως θα είναι στην αυλή ίσαμε το γόνατο ο ήλιος και τα
περιστέρια,
ίσως θα πέφτει χιόνι και φωνές παιδιών θα ’ναι γιομάτη,
ίσως θα είναι βρεγμένη απ’ τη βροχή η άσφαλτος
και στην αυλή θα στέκονται σαν κάθε μέρα
οι τενεκέδες με τα σκουπίδια.
Στο καμιόνι, με ντόπιο στολίδι κι ανοιχτό
το πρόσωπό μου θα φορτωθώ
και θα μπορεί να στάξει στο μέτωπό μου από τα περιστέρια,
γουρλίδικο θα είναι.
Η μουσική να ’ρθει και να μη ’ρθει δεν έχει σημασία,
θα ’ρθουν κοντά μου τα παιδιά,
είναι μερακλίδικα τα παιδιά με τους νεκρούς.
Από πίσω μου θα κοιτάζει το παράθυρο της κουζίνας,
το μπαλκόνι μου θα με περάσει με τα τσαμασίρια της.
Στην αυλή αυτή εγώ έζησα ευτυχισμένος όσο δεν ξέρετε εσείς.
Σε όλους σας χρόνια πολλά εύχομαι φίλοι μου της αυλής.
(Μόσχα, Απρίλης 1963)
Πηγές
- Ναζίμ Χικμέτ, τα έργα του (2 τόμοι), Σύγχρονη Εποχή
- Ναζίμ Χικμέτ, Οι ρομαντικοί, Θεμέλιο
- http://www.stixoi.info/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου