Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

"Πικρή, πικρότατη ερωτική ιστορία....", Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος, Ηλίας Λάγιος,

LAGIOS_1-e1380804330260
Εγώ ο Λάγιος, ποιητής με οικείο μικροαστικό οραματισμό....


...σπάταλος προ πάντων με τον εαυτό του. Ποιητής

Ο William S. Burroughs είχε πει για τον Brion Gysin ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε ευθαρσώς να πει ότι τον σεβόταν. Το έχω πει, πολλές φορές, σε φίλους, σε καφενεία, όχι κατ’ ανάγκην κακόφημα, και σε μπαρ, στα οποία πολλοί ευυπόληπτοι Αθηναίοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ποτέ, ότι ο φίλος μου, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, είναι ο μόνος άνθρωπος που σεβάστηκα.

Στη διάρκεια των κάπου πέντε χιλιάδων εικοσιτετραώρων της φιλίας μας, από τα οποία καμιά τριακοσαριά τα περάσαμε στην ίδια κάμαρα, στο σπίτι μου, στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, ήπιαμε την αξία πάνω από δύο διαμερισμάτων σε ουίσκι, βότκες, ούζα, κρασιά, τεκίλες, και μπίρες, μας δόθηκαν, με εβδομάδες ή άλλοτε μήνες, και σε μία περίπτωση με χρόνια, διαφορά, μερικές πανέμορφες και γενναίες κοπέλες, διαβάσαμε, τουλάχιστον μία φορά, τα έργα του Μεγάλου Βάρδου, διανύσαμε πολλές εκατοντάδες φορές πεζοπορώντας και μιλώντας βραχνά την απόσταση Κυψέλη-Καλλιδρομίου, καταφύγαμε όχι μονάχα σε μπουζουκομάγαζα αλλά και σε απαστράπτοντα εστιατόρια, χορέψαμε ξανά και ξανά και ξανά ζεϊμπέκικους, βαλς, τάνγκο, αλλά και με τις ώρες τον Χορό του Αλοζανφάν, στις 10 Απριλίου του 1993, αναστατώνοντας τη γειτονιά, καλύψαμε ο ένας τον άλλον πλειστάκις όταν του ενός ή του άλλου η ευφρόσυνη αφροσύνη χτύπαγε κόκκινο, ζήσαμε επί πιστώσει πολλούς απανωτούς μήνες, κουμπαριάσαμε ένα σωρό φορές αλλά μονάχα στα λόγια και ποτέ στην πράξη, τάξαμε γάμους σε τουλάχιστον δέκα εύμορφες, μαγειρέψαμε αναρίθμητες φορές για φίλους και φίλες, ήπιαμε και ξαναήπιαμε και δώσ’ του πάλι ήπιαμε, και κάτω, Λάγιο μου, όχι, κάτω, Ηλία μου, δεν το βάλαμε ποτέ!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


«Τρυφερός έφηβος 47 ετών, ανήλικος και υπερώριμος μαζί, αστραφτερό ταλέντο, σπάταλος με τις λέξεις και τα αισθήματα, σπάταλος προ πάντων με τον εαυτό του. Ποιητής. […]»

Νίκος Γ. Ξυδάκης (Καθημερινή, 9.10.2005) 

«Ένας ασυνήθιστα προικισμένος τεχνίτης της ποίησης, ένας «μπαταρισμένος ιχνηλάτης της αλήθειας» με βαθιά ανατρεπτικό λόγο, ο Ηλίας Λάγιος, πέθανε χθες στα 47 του, θύμα του βέβηλου εαυτού του. Βέβηλου, γιατί κοντραρίστηκε με την κατεστημένη τέχνη, με την «πολιτικώς ορθή» συμπεριφορά, με τη βουβή βία της καθημερινότητας, με την ίδια του την υγεία. Ξενύχτησε, ήπιε, πείνασε, εξαθλιώθηκε, παθιάστηκε, εγκαταλείφθηκε στον οίστρο του και… πέταξε. […]»

Μικέλα Χαρτουλάρη (Νέα,  6.10.2005)

ΠΗΓΗ: dimartblog



Γιάννης Στεφανάκις, Ηλίας Λάγιος, σχέδιο μολύβι

ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

ΠΗΡΑ ΦΩΝΗ -μ' ακούς;- φώναξα.
Δεν ήρθα να σου μιλήσω
     ήρθα να σ' αποχαιρετίσω.

Το κακό που ’χεις πράξει στη ζωή μου,
αυτό το κακό θα ζήσεις. Έτσι ας γίνει.
Μου το ’χεις πει πως μ’ αγαπάς.
Μου ’πες: «δεν έχω λόγια να στο πω».
Ε, και; Αφού είναι έτσι
μόνος μίλα πια, άκου τον εαυτό σου.
Εγώ... εγώ, ήρθα να σ’ αποχαιρετίσω.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ της Λαίδης Οθέλλος. Πικρή, πικρότατη ερωτική 
ιστορία. Που έχει ήδη ειπωθεί. Πότε ειπώθηκε; Πότε 
ειπώθηκε; Προ πάντων των αιώνων. Προ πάντων των 
αιώνων. Τότε ειπώθηκε. Προ πάντων των αιώνων. [.......]


ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

Μ' ΑΚΟΥΣ, Κύριέ μου, που φεύγω; Που φεύγω μακριά; 
Θα επιστρέψω; Θα επιστρέψω ποτέ; 
Δεν θα επιστρέψω.
Θα είμαι εκεί, πάντα. Πάντα, εκεί. Αλλού. 
Μακριά σου. Η καημένη εγώ.
                                            Κλαις;
Α, τα κουρασμένα κρύα γέρικα πόδια σου.
Κρυώνουν να στα ζεστάνω; Κρυώνουν.
Κλαις αγάπη μου και Κύριέ μου;
Φτωχά, γερασμένα μέλη.
Τώρα το ξέρεις. Δεν κλαις. Μην κλαις. 
Αγάπη μου, αν επιθυμούσα ν' ανάψω στην καρδιά σου
ή στο λεπτό, ευγενικό σου πνεύμα
την ζήλεια - ξέρεις τι 'ναι η ζήλεια;
Τώρα θα το μάθεις. Μην φοβάσαι.
Γλυκέ μου, δεν θα σ' αδικήσω.
Προτιμώ τον εαυτό μου ν' αδικήσω
παρά εσένα, λατρευτέ μου σύζυγε. [.......]


Old Man Seated in an Armchair, Full length - Rembrandt
 Rembrandt,  Old Man Seated in an Armchair

Τώρα πια μπορώ να σε κοιτάζω μες στα μάτια
δίχως να φοβάμαι.
Μα, ποιος είναι πίσω σου; 
Εσύ, πριν δεκαπέντε χρόνια. Όμοιος κι απαράλλακτος. 
Ο ίδιος τρόπος ν' ανάβεις το τσιγάρο σου. 
Ο ίδιος τρόπος ν' αφήνεις τα κλειδιά σου
στο τραπέζι. Κι αυτός, πιο πίσω; Πάλι εσύ.
Πριν δέκα χρόνια.
Τι παιχνίδια μου παίζουν η νύχτα κι οι σκιές.
Σε πολλαπλασιάζουν.
Για να δω. Αυτός εκεί;
Εσύ. Πιο πίσω; Πάλι εσύ. Κι αυτός στην πολυ-
θρόνα σου; Να, τώρα σε βλέπω όπως είσαι.
Γέρασες, άδειασες, τα 'χεις λίγο χαμένα. 
Πίσω απ' όλα σου τα νιάτα - εσύ• ένας γέρος.[ …….]

Ω, ανόητη αγάπη μου. Δεν υπάρχει
το θέλημά σου γεννηθήτω, καν η φωνή σου
υλακή σκυλιού, ω, δεν υπάρχει κάτι
να μοιάσει οδός διαφυγής.
Άνω και κάτω, πέρα
στην μόλις νοτισμένη γη ή στον αφέντη αγέρα
κι ακόμη στα δροσερότατα ύδατα των πηγών,
την πάσα ήμερα,
το ίδιο μονοπάτι, τεθλασμένο μονοπάτι.

Εκείνην που με θέλησες
έτσι με λέει η φωνή σου. Θέλεις
έναν καφέ; Να ρίξω μια κουβέρτα
στο κορμί σου; Μην μου κρυώσεις.
Μην μου κρυώσεις μάτια μου.
Δεν υπάρχει πλέον ικανοποίηση
δεν υπάρχει πλέον υποταγή στην καλλιέργεια
του σκοτεινού φυτού της αγάπης.
Καταθέτεις
τ' αποξηραμένα φύλλα,
τον δίχως ικμάδα βλαστό. Πιο βαθιά, πιο βαθιά,
τώρα είναι ο καιρός
της αιωνόβιας οδύνης. 'Γγίξε
την εκατόγχειρη ρίζα. Φέρε στο φως
την εκατόγχειρη ρίζα.



Άνοιξε το ραδιόφωνο.
Ιστορία της λαίδης Οθέλλος.

Mirror, mirror, on the wall, who in the land is the fairest of all?  specchio specchio delle mie brame chi è la più bella del reame ?:


ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

ΣΕ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΟ καθρέφτη
μ' άνθια στολίζω τα μαλλιά μου•
το ηλιόφως απαλό που πέφτει
για να φανεί η ομορφιά μου.

Βάζω στα μάτια σκιές θανάτου,
άλλο δεν θέλω παραπάνω•
να 'ναι ομορφιά μου η ομορφιά του, 
να μ' αγαπά κι όταν πεθάνω.

Το ρίμελ, τα μικρά ψιμύθια, 
να ξεχαστώ που μ' αγαπούσε• 
να θυμηθώ τα παραμύθια 
που μου 'λεγε όταν με φιλούσε.

ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

ΙΔΟΥ ΛΟΙΠΟΝ εγώ, φτασμένη
εκεί που σώνονται τα νιάτα μου. Μην έχοντας
τίποτε το δικό μου, μην κατέχοντας
υλικά αγαθά. Ν' αναλογίζομαι το τίμημα
της προηγούμενης χαράς. Ζυγίζοντας και κρίνοντας
τις πράξεις και τα έργα μου.
Ζυγίζοντας και κρίνοντας.
Παράξενο, παράξενο πολύ να συνδιαλέγεσαι
με τους νεκρούς.
[…..]

ΣΙΩΠΗ! σιωπή!
Ας υπάρξει ο ανάλογος σεβασμός προς την νεότητα,
ας περιβληθούν την πρέπουσα αναγνώριση,
τον δέοντα θαυμασμό
τα κατορθώματα των νέων. Ας δούμε με την αρμόζουσα στοργή
αυτούς που ταξιδεύουν
               στα τετραπέρατα τού κόσμου,
αυτούς που ευγενικά κι αθώα
               παραλογίζονται και πράττουν
ή αυτούς
που ονειρεύονται εν κρυπτώ την δικαιοσύνη.
Ας σταθούμε, με προσοχή και κατανόηση,
εμείς που δεν μπορούμε πλέον
να εννοήσουμε.




Hikokigumo✈or Through the Wire/Chinese Drugstore on we heart it / visual bookmark #26705328 on imgfave:

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

ΣΑΝ ΝΕΟ ΔΕΝΔΡΙ το μεσημέρι
λάμπουν τα νιάτα στολισμένα•
του Χρόνου το ψυχρό το χέρι
σβήνει τ' ανθάκια του ένα ένα.

Το φως, μαυρίζει, όλο μαυρίζει•
ξέρω, μια μέρα θα σε χάσω. 
Και μια φωνή μου ψιθυρίζει•
εγώ ποτέ δεν θα γεράσω.

Της νιότης το γλυκύτατο άσμα
ηχεί ως προμήνυμα θανάτου•
κι ως πέφτει στου γκρεμνού το χάσμα 
αφήνει πάσαν ευωδιά του.

ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ


ΠΑΡΑΞΕΝΗ η μουσική της νιότης. Παράξενη
μουσική. Παράξενα που ακούγεται.
Ο άντρας μου είχε μια γυναίκα. Τι απέγινε;
Πού είναι Κύριέ μου η γυναίκα σου,
η ομορφιά σου, η περιστέρα σου;
Έφυγε; Πότε έφυγε;
Ίσως απήλθεν μέσα στην σκοτεινή
και δοξασμένη νύκτα. Ή μήπως
ένα πρωινό, το πλέον ηλιόλουστο πρωινό; […..]

Λογάκια τής αγάπης.
Ο Κύριός μου εσύ
κι ο αφέντης μου εσύ.
Λογάκια της αγάπης.





ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

ΜΙΑ ΜΕΡΑ μ' είχες αγαπήσει, 
μια μέρα μου 'ταξες τα πάντα. 
Στεκόμαστε σε μια βεράντα, 
μαζί κοιτάζοντας την δύση.

Τώρα τι μένει πια να δούμε; 
Αγάπες, έρωτες και πάθη... 
Αυτό ειν' το μόνο που 'χω μάθει, 
πως θα πεθάνει ό,τι αγαπούμε.

ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

Κι ΗΤΑΝ την πρώτη νύχτα που βγήκαμε έξω, έκανε
ψύχρα, έριξες την ζακέτα σου στους ώμους μου και
κρύωνες εσύ. Είχαμε βγει ύστερα... ύστερα από τι; Θυμά-
σαι αγάπη μου; Και το χέρι σου είχε απλωθεί βαρύ,
βαρύτατο πάνω στους ώμους μου ...θυμάσαι; ...θυμάσαι;
Κι ώρα πολλή περπατήσαμε στους δρόμους της πολι-
τείας αγκαζέ, ώρα πολλή - θυμάσαι αν έβρεχε;- τραγου-
δώντας «δυο πράσινα μάτια», το φεγγάρι στην χάση του
κι η φωνή μου, ψιθυριστή, στο αυτί σου, να σου λέει:
«Θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σ'
αγαπώ για πάντα»
. [……]

Lucy Reynolds | Musetouch | spooky | ghost | black & white | photography | art | dream | other world:


ΑΦΗΓΗΤΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ της Λαίδης Όθέλλος.
Πόσο πολύ την έχει αγαπήσει.
Πόσο πολύ τον έχει πονέσει.
Αγάπη, αγάπη,
οξύτατη λυρική κραυγή,
απαράμιλλο πουλί,
έρχεσαι, παίζεις, αλλάζεις την μνήμη.
Είναι κοινότοπο.
Ας το πούμε όμως.
Τα φαινόμενα απατούν.
Βεβαίως.
Τα φαινόμενα απατούν.
Ποιος αγαπά; ποιος πονά; ποιος φεύγει;
Αυτό ίσως το ξέρουμε
ίσως και όχι.
Ακούστε.
Η Λαίδη Οθέλλος είχε έναν άντρα.
Πού είναι τώρα;
Πού είναι Αρχόντισσα ο άντρας σου,
ο Κύριός σου, η βαλανιδιά σου;
Τον ακούω και φεύγει.
Χάνεται στην αδυσώπητη νύχτα.
Βήματα.
Αντίλαλος τής μοναξιάς σου
        στο κατώφλι του δωματίου.
Τότε, γιατί όλα αυτά;
Να εξηγήσω.

Το να πονάς
εσύ κι ο άλλος
είναι ένα πράγμα.

Αυτό που θέλεις
είναι να γίνεις
ο πόνος τού άλλου. 

Γιατί αν γίνεις
ο πόνος τού άλλου
γίνεσαι ο άλλος.


Να, πώς έχουν τα πράγματα.
Ακούστε.
Έχει ήδη ειπωθεί.
Προ πάντων των αιώνων.
Σκοτάδι. Αυλαία. Μουσική. Φώτα.
Η ιστορία του Οθέλλου.[.....]

I like how the picture is gray on the outside of her body, but the cracks show yellow and red, which maybe show how much power is on the inside but none shown on the outside http://www.huffingtonpost.com/2014/04/03/being-stressed-out_n_5071642.html:


ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

Φεύγουν οι αγάπες μες στον χρόνο,
σαν βάρκες μέσα στο σκοτάδι. 
Ποιος το 'λεγε πως τόσον πόνο,
στο τέλος θα ' φέρνε το χάδι.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος. Έζησε χρόνια πολλά
στο σπίτι αυτό και με τιμή. Στο σπίτι αυτό. Τρία μέτρα... 
επί τέσσερα μέτρα; επί πέντε μέτρα; Ω, Οικοδέσποινα!

Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος. Πώς έγινε; Ακούστε 
πώς έγινε. Ο άντρας της αγάπησε μιαν άλλη. Μην 
αποστρέφετε το πρόσωπο, μην φρικιάτε, ακούστε πώς 
έγινε. Μιαν άλλη. Αυτή είναι, δυστυχώς, η φύση 
των αντρών. Κι αυτή; Τι έκανε αυτή; Έκλαιγε. Έκλαιγε 
ακατάπαυστα. Ποταμοί καυτών δακρύων, σας λέω.

Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος. Αυτός προδόθηκε. Τι
τον πρόδωσε; Ένα μαντήλι. Όπως συμβαίνει στα καλύ-
τερα παραμύθια. Ένα μαντήλι. Ένα τετράγωνο, κομμα-
τάκι πανί. Θηλυκό, αρωματισμένο. Πώς ευωδίαζε! Ένα 
μαντηλάκι γυναικείο.[.....]

ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

-Μ' ΑΦΗΣΕΣ μόνη χθες το βράδυ.
Με δάγκωνε βαθύ σκοτάδι.
Που ήσουν; Μ' είχες λησμονήσει;

-Χαζούλα• απλώς είχα μεθύσει,
με κάποιον παιδικό μου φίλο.

-Τρέμει η καρδιά μου σαν το φύλλο.
Αλήθεια, μ' αγαπάς σαν πρώτα;
-Όσες φορές κι αν θέλεις ρώτα.

-Τ' ορκίζεσαι στην ομορφιά μου;
Φιλείς τα στέφανα του γάμου;

-Ναι! μιαν ήμερα να μην ζήσω,
αν σκέφτηκα να σ' απατήσω.


-Στην αγκαλιά σου αγκάλιασέ με,
κι αν το μπορείς συγχώρεσέ με.

(τον αγκαλιάζει)

Ένα μαντήλι! Ένα μαντήλι!
Ποιας τάχα φίλαγες τα χείλη;
Άντρα σκληρέ και άντρα ψεύτη,
των νιάτων μου κουρσάρε, κλέφτη.

-Περίμενε. Να σου εξηγήσω.

-Θε μου, δεν θέλω πια να ζήσω.
Όλα μου τα 'χεις γκρεμισμένα.
Ανοίξτε Τάρταρα για μένα,
βαθιά στον Άδη για να πάω.

-Άκου λοιπόν. Την αγαπάω.


In the new Amazon bestseller CLEOPATRA'S NEEDLE, three red haired witches play a deadly game of revenge with a young man who has lost everything but the girl who loves him back in Wales. Can Lilabet save Iago from the dark forces that seek to claim him for their own?http://www.amazon.com/Cleopatras-Needle-Carole-Lanham-ebook/dp/B00M7OJ4V8/ref=sr_1_1?s=digital-text&ie=UTF8&qid=1406610592&sr=1-1&keywords=Cleopatra%27s+needle:


ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Προσοχή! προσοχή! εδώ έχει φόβο.
Πολύ φόβο.

Θα εκδικηθεί - θα εκδικηθεί - θα εκδικηθεί.

Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος.
Συνέρχεται και μιλά.
Πώς μπορεί και μιλά;
Τέτοιες ώρες πώς μπορεί και μιλά;

Ακούστε, άρχοντες κι αρχόντισσες
κι εσείς αρχοντοπούλες

είναι θέμα αντοχής.

Ο άνθρωπος -ακούστε λέω- αντέχει.
Ο άνθρωπος είναι γερό σκαρί.
Ο άνθρωπος είναι σπεσιαλίστας τού πόνου.


Αυτή αντέχει. Θα εκδικηθεί.
Ιστορία τής Λαίδης Όθέλλος.

ΑΝΤΡΑΣ

Θα εκδικηθείς.
Με λιώνεις, με ξεσκίζεις, με καις, με κρεμάς, με διαμελί-
ζεις, με συνθλίβεις, με τεμαχίζεις, με ανασκολοπίζεις.

Θα εκδικηθείς.
Καθώς σου αναλογεί.


Ένα μέτρο προς τα εμπρός, ένα μέτρο προς τα πίσω.
Συνάντησε την μοναξιά σου, αφέντρα μου.
Καθώς σου αναλογεί.

Θα εκδικηθείς.
Άνοιξε την πόρτα. Ώρα να φύγεις. Μονάχη να φύγεις.

Νεανικά μέλη δυνατά - ό,τι γύρεψες βρήκες
μεγάλα φωτεινά ανυποψίαστα μάτια - ό,τι γύρεψες βρή-
       κες
η αγκαλιά μου κι η γνώση
      πως κάποιαν ήμερα
               θα φύγω μακριά σου.


She said "I am afraid of falling" and he whispered "I have wings":


ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

ΠΟΣΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ μου σκαρώνει
την κάθε νύχτα η φαντασιά μου• 
κοιμάσαι αγάπη μου κι απλώνει 
σκιές το σκοτάδι στην καρδιά μου.

Ψυχή λευκή σαν σπυρί ρύζι
κι απέραντη, άφραστη γαλήνη•
κι από ψηλά να μας φωτίζει 
ψυχρή σαν νόμισμα η σελήνη.

Όλα τα πράγματα τριγύρω
προσεύχονται ν' αναπαυθούμε•
τα ξημερώματα θα γείρω
κι ίσως μαζί να ονειρευτούμε.

ΑΝΤΡΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ της Λαίδης Οθέλλος.
Έλα, υψηλή και υπερήφανη γλώσσα
ν' αφηγηθείς.
Να πεις το τέλος της Ιστορίας. 

Πόσο πολύ αγάπησεν ο ένας τον άλλο.
Πόσο πολύ επόνεσεν ο ένας τον άλλο.


Γιατί; Άρχοντες κι αρχόντισσες
κι εσείς αρχοντοπούλες αναρωτιέστε γιατί;

Ακούστε με. Είναι ο Χρόνος.
Ο Χρόνος ο Επικυρίαρχος, ο Χρόνος ο Αύθέντης,
ο Χρόνος ο Δυνάστης.
Οι άμοιροι, είμαστε δεσμώτες του Χρόνου.

Έλα, γλώσσα μου, να ιστορήσεις
την μοίρα μας. Ο άνθρωπος
είναι υπήκοος του Χρόνου.
Μικρός, θνητός και λίγος. Πώς
ν' αντέξει την φθορά;


Όταν αγαπάς, πώς ν' αντέξεις το πρόσωπό του
που καταποντίζεται στην ηλικία;
Όταν αγαπάς, πώς ν' αντέξεις
τις πρώτες ρυτίδες της;

Del incontenible paso del tiempo. | «Timeskin», por Antoniomora.:
«Timeskin», by Antoniomora.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ - ΛΑΙΔΗ ΟΘΕΛΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ της Λαίδης Όθέλλος.
Μην κλαις.
Φεύγετε, χωρίζετε, χάνεστε.
Γιατί αγαπάτε. Γιατί πολύ
αγαπάτε ο ένας τον άλλο.

Ναι, παράξενοι οι νόμοι της αγάπης
και πιο παράξενα τα έργα της.
[…]

Παρηγορήσου. Θα ξαναβρεθείτε.

Σκλάβοι του Χρόνου, θα ξαναβρεθείτε.
Εδώ. Εις το τέλος των αιώνων.

Καληνύχτα,
ιστορία της Λαίδης Οθέλλος.



Το κείμενο εγράφη προς κοινήν τέρψιν και ιδίαν ψυχική ωφέλεια.
Δεν θα υπήρχε χωρίς την πολυτιμοτάτη παρουσία και βοήθεια
Της κ. Όλιας Λαζαρίδου, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα
Να το συνυπογράψει.

Αφιερώνεται στην Μαριάννα 
Isplendor di viva luce eternal 


Το βιβλίο της Μαριάννας


Η Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος του Ηλία Λάγιου παρουσιάστηκε στο θέατρο ΑΜΟΡΕ τον Ιανουάριο του 1992.
 
Σκηνοθεσία:   
Μαρία Νικολακοπούλου
Ερμηνεία:   
Όλια Λαζαρίδου
Σκηνικά:   
Άγγελος Παπαδημητρίου
Φωτισμοί:  
Ανδρέας Μπέλλης
Φωνή άνδρα:  
Βασίλης Παπαβασιλείου
Μουσική:
  
Νίκος Ξυδάκης

  
Ηλίας Λάγιος, Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος, Εκδόσεις: Εστία




Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

"Εγώ, σα γυναίκα, ρωτούσα διαρκώς....", Μαρώ Σεφέρη για τον Τ.Σ. Έλιοτ

Το 1ο μέρος της βιογραφίας του T.S. Eliot από το BBC.
Το τραγούδι των τίτλων είναι το  «Desolation row» του Bob Dylan:


Praise be to Nero's Neptune
The Titanic sails at dawn
Everybody's shouting
"Which side are you on?"
And Ezra Pound and T. S. Eliot
Fighting in the captain's tower
While calypso singers laugh at them
And fishermen hold flowers
Between the windows of the sea
Where lovely mermaids flow
And nobody has to think too much
About Desolation Row.......

TIME Magazine Cover: T.S. Eliot -- Mar. 6, 1950:
TIME Magazine Cover: T.S. Eliot - Mar. 6, 1950

Τον Έλιοτ τον συνάντησα για πρώτη φορά.....

Τον Έλιοτ τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1951 στο Λονδίνο, στο σπίτι του ποιητή Στέφεν Σπέντερ, που είχε καλέσει αρκετούς συγγραφείς και ποιητές για γεύμα προς τιμήν του 'Ωντεν. Τούς καλεσμένους του τους έβαζε να καθίσουν ανά δύο ή τρεις ή το πολύ τέσσερις σε χωριστά τραπεζάκια. Εμένα μ΄έβαλαν να καθίσω με τον Έλιοτ και κάποιον άλλον που δεν θυμούμαι καθόλου ποιος ήταν.

 Εκεί τον πρωτογνώρισα και κουβεντιάσαμε με οικειότητα σ' όλη τη διάρκεια του γεύματος. Η εξωτερική του εμφάνιση είχε πολλή, πάρα πολλή ευγένεια και ομορφιά. Στους τρόπους του ήταν απλός και πολύ φυσικός. Είχε μια υπερβολική απλότητα στην ομιλία του, ενώ συνήθως οι σπουδαίοι — ή μάλλον οι δήθεν σπουδαίοι — μιλάνε σα να ρητορεύουνε. Άκουγε με πολύ ενδιαφέρον και μεγάλη προσοχή αυτόν που του μιλούσε, πράγμα πολύ σπάνιο για έναν τέτοιο άνθρωπο. 

Κάποια στιγμή πάνω στη συζήτηση θέλησε να μάθει πώς είναι σήμερα η Αγιά Σοφιά που δεν είχε μπορέσει ο ίδιος να την επισκεφτεί ποτέ. Όταν του είπα ότι τώρα λειτουργεί σα μουσείο και ότι στο εσωτερικό της έχουν κρεμάσει μεγάλα πανό με τούρκικες επιγραφές που χαλάνε τις γραμμές της, εκείνος ταράχτηκε βαθιά και αναφώνησε: 

«Δεν μου αρέσουν καθόλου οι εκκλησίες που είναι μουσεία»• και συμπλήρωσε: «εμένα μου αρέσουν οι εκκλησίες που είναι ζωντανές, που λειτουργούν, που πάει το πλήθος των πιστών». 

Διέκρινα στην αντίδρασή του τη στάση ενός χριστιανού, ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται συνειδητά για τη θρησκεία. Όταν μάλιστα του παραπονέθηκα ότι ο άντρας μου είχε βρει το μπελά του μαζί του γιατί στην Ελλάδα πολλοί λένε πως τον αντιγράφει, μου απάντησε: 

«Το ξέρω• ένας Έλληνας, ο Θεμ. Άθανασιάδης- Νόβας, σε μια συζήτηση που είχαμε, μου εξέφρασε αυτή την άποψη. Εγώ όμως δεν πιστεύω πως είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μοιάζουμε καθόλου με τον Σεφέρη, απλώς ζούμε στην ίδια εποχή, είμαστε ποιητές και οι δύο και είναι φυσικό να επηρεαζόμαστε από το κλίμα αυτής της εποχής. Εγώ λόγου χάρη, είμαι φανατικός καθολικός ενώ δεν ξέρω αν ο Σεφέρης είναι φανατικός ορθόδοξος. Επίσης, εμένα δεν μου ταιριάζει η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», έχουν μέσα πολλά φονικά και ωμότητες• προτιμώ τη λατινική λογοτεχνία, τον Βιργίλιο, τον Οβίδιο. Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, βέβαια, και κυρίως στην γαλλική, οι προτιμήσεις μας συμπίπτουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι με μύησε εκείνος ούτε τον μύησα εγώ». 


T.S. Eliot - By Wyndham Lewis 

Δυστυχώς όλη η συνομιλία μας γινόταν στα γαλλικά γιατί εγώ τότε δεν ήξερα καθόλου αγγλικά κι έτσι ήταν υποχρεωμένος να μιλάει σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνω. Ο Έλιοτ ήξερε πολύ καλά να γράψει και να διαβάζει γαλλικά (είχε γράψει άλλωστε και αρκετά ποιήματα σ' αυτή τη γλώσσα), αντιμετώπιζε όμως πολλές δυσκολίες στην ομιλία.Η προφορά του ήταν φοβερή, δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Με πολλούς Εγγλέζους συμβαίνει αυτό, τους αρέσει να μιλούν γαλλικά, αλλά η προφορά τους είναι κακή. Είχα πολύ τρακ και είχα τεντωθεί ολόκληρη στην προσπάθεια να καταλάβω τα λόγια του γιατί δεν είναι ωραίο να ρωτάς όλη την ώρα τον άλλον «τι είπατε;» και «τι είπατε;».

Όταν τέλειωσε το γεύμα, ο Σεφέρης πλησίασε το τραπεζάκι μας και χαριτολογώντας διαμαρτυρήθηκε στον Έλιοτ:

 «Τι κατάσταση είναι αυτή; Έβαλαν τη γυναίκα μου να καθίσει μαζί σας, ενώ έπρεπε να βάλουν έμενα!»

Ο Έλιοτ απάντησε: «Δεν πειράζει, είχαμε μια πολύ ωραία συνομιλία. Η γυναίκα σας μου μίλησε ανάμεσα στ' άλλα και για τις φήμες που κυκλοφορούν, ότι δήθεν σας έχω επηρεάσει, πράγμα που δεν τό νομίζω»

Γελώντας τότε ο Γιώργος του λέει: 

«Θα σας εξομολογηθώ κάτι που μου συνέβη. Όταν πριν πολλά χρονιά είδα στην βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου το ποίημά σας «Μαρίνα» και το διάβασα, χωρίς να σας γνωρίζω, σκέφτηκα με ενθουσιασμό: Να κάποιος που τον έχω επηρεάσει! Η «Μαρίνα» είναι ένα ποίημα που θα μου πήγαινε να το έχω γράψει».


Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85




Στον καιρό της ύβρεως....να είναι ο ποιητής της ταπεινοσύνης.....


Παραμονές Χριστούγεννα του 1931• κοίταζα σ’ ένα βιβλιοπωλείο του Oxford Street χριστουγεννιάτικα δελτάρια. Τότες, για πρώτη φορά, ανάμεσα στις πολύχρωμες λιθογραφίες, έπιασα στα χέρια μου ένα ποίημα του Έλιοτ. Ήταν η «Μαρίνα» της σειράς των Ariel Poems: 


What seas what shores what grey rocks and

what islands

What water lapping the bow

And scent of pine……..

[….] Την παλιά εκείνη εποχή που πρωτοδιάβασα τη «Μαρίνα», μια φράση του Ιωάννη του Σταυρού γύριζε ολοένα στο μυαλό μου, μια μικρή φράση που μου φαινότανε πως φώτιζε περισσότερο από ένα πλήθος διατριβές την τόσο αφανή ποιητική λειτουργία: « Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης, προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν».

Αυτή η ίδια φράση μου περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλη, την εικόνα που έχω της προόδου του Έλιοτ. Όχι μόνο γιατί ο Έλιοτ προχώρεσε έτσι ψάχνοντας τις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέχνης του, αλλά και γιατί ανταποκρίνεται στο ύφος της ήσυχης και ταπεινής αγωνίας που αναδίνεται από αυτή τη φράση. Στον καιρό της ύβρεως ένας τόσο σημαντικός ποιητής να είναι ο ποιητής της ταπεινοσύνης – δεν είναι περίεργο; 

« Humility is endless…»

Γιώργος Σεφέρης, Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο, Δοκιμές ΙΙ, σελ. 10, 23



T.S. Eliot poster, Lydia Grace Turbeville

Marina


Quis hic locus, quae 
regio, quae mundi plaga? 

        Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γκρίζοι βράχοι και τι νήσοι

Τι νερό παφλάζοντας την πλώρη
Και οσμή του πεύκου και η κίχλη απ' την ομίχλη ψαλμωδώντας 
Τι είδωλα ξαναγυρνούν 
Ω κόρη μου.

      Αυτοί που ακόνιζαν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας 
Θάνατο
Αυτοί που αστράπτουν απ' την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας 
Θάνατο
Αυτοί που στέκονται στον σταύλο της αυτάρκειας, σημαίνοντας 
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας 
Θάνατο

     Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο, 
Ένα χνώτο πεύκου και η δασολάλητη ομίχλη 
Μ' αυτή την χάρη, διαλύθηκαν κατάλληλα.

    Τι πρόσωπο είν' αυτό, πιο λίγο φωτεινό και φωτεινότερο 
Κι ο παλμός στο χέρι, πιο λίγο δυνατός και δυνατότερος 
Δοσμένο ή δάνειο; απώτερο από τ' άστρα κι εγγύτερο απ' το 
     μάτι

     Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι ανυπόμονων ποδιών 
Υπό τον ύπνο, που όλα τα νερά έκβάλλουν.
Μποπρέσο σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά. 
Έκανα τούτο, ξέχασα
Και θυμούμαι.
Η αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου. 
Έκανα τούτο, ανήξερα, μισοσυνειδητός, αγνώριστος, δικό μου.
Το πίσω πέτσωμα διαρρέει, θέλουν στούπωμα οι αρμοί. 
Αυτό το σχήμα, το πρόσωπο, η ζωή 
Ζώντας να ζεις σ' έναν κόσμο χρόνου πέραν μου• ας 
Αποσύρω την ζωή μου για ζωή, την λαλιά μου για το αλάλητο,
Το ξυπνημένο, χείλη χωρισμένα, την ελπίδα, τα νέα πλεούμενα.

     Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις νήσοι προς τα ξύλα μου
 Και η κίχλη απ' την ομίχλη προσκαλώντας 
Κόρη μου.

Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική μετάφραση, εισαγωγή:Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος


Σ' αυτήν που οφείλω την πηγαία χαρά.... 

Ο T.S. Eliot με τη δεύτερη γυναίκα του Valerie. 

Μια άλλη φορά μας κάλεσε, ο Έλιοτ για φαγητό στο σπίτι του, στο Κένσινγκτον. Μου έκανε εντύπωση ότι μόλις φτάσαμε ήρθε και μας άνοιξε ο ίδιος. Μόνος του έκοψε το κρέας στο τραπέζι και μόνος του έβαλε κρασί στα ποτήρια. Ήταν και η γυναίκα του εκεί αλλά δεν την άφηνε ν' ασχοληθεί με τα πρακτικά αυτά θέματα. 

Καθόταν δίπλα της στον καναπέ και θυμάμαι που κάθε τόσο έπαιρνε το χέρι της και το έσφιγγε πάνω στο στήθος του κοιτάζοντάς την στα μάτια με τρυφερότητα. Αμφιβάλλω αν άλλος στη θέση του θα έκανε κάτι τέτοιο•  θα ντρεπόταν να δείξει την τρυφερότητά του. Αυτή ήταν η δεύτερη γυναίκα του με την οποία είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν για πολλά χρόνια γραμματέας του, είχε συνδεθεί μαζί της αλλά δεν μπορούσε να την παντρευτεί νωρίτερα γιατί νομίζω πως ζούσε ακόμη η πρώτη του γυναίκα που ήταν ψυχοπαθής. 

Εγώ, που μου αρέσει να ψυχολογώ τις γυναίκες, έλεγα πως φαινότανε ότι παλιότερα ήταν γραμματέας του• δεν του μιλούσε με οικειότητα, όπως μιλούσα εγώ στον άντρα μου. Εν πάση περιπτώσει ήταν μια συμπαθέστατη γυναίκα, μολονότι καθόλου όμορφη, που φαινόταν ότι του έτρεφε μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό. 

Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85


Valerie and T. S. Eliot in 1957. 
 (Angus McBean, from Houghton Library, Harvard University) 

Αφιέρωση στην Γυναίκα μου

Σ' αυτήν που οφείλω την πηγαία χαρά 
Που τις αισθήσεις μου σκιρτά στο ξύπνημα μας 
Και τον ρυθμό που κυβερνά την ηρεμία του ύπνου μας,
                            Ανάσα ομόηχη

Των εραστών εκείνων που τα σώματά τους όζουν το ένα στ' άλλο 
Που σκέπτονται τις ίδιες σκέψεις δίχως ανάγκη να μιλούν 
Και φλυαρούν το ίδιο μίλημα χωρίς ανάγκη νοήματος.

Κανείς οξύθυμος χειμώνας δεν θα ψύξει 
Κανείς βαρύθυμος των τροπικών ήλιος δεν θα σβήσει 
Τα ρόδα στον ροδόκηπο που είναι δικά μας και δικά μας 
        μόνο

Μα τούτ' η αφιέρωση γι' άλλους προορίζεται να διαβασθεί: 
Λέξεις ιδιωτικές απευθυνόμενες σε σένα δημοσίως.



Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα
Ελληνική μετάφραση, εισαγωγή:Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος


T.S. Eliots and Valerie

Το Λονδίνο των γάτων του Έλιοτ, βασίλειο της ελευθερίας και της κατεργαριάς...

Μετά το τέλος του γεύματος ο Έλιοτ θέλησε να μας δείξει όλο το σπίτι. Το σπίτι ήταν πολύ μικρό, είχε μια τραπεζαρία, ένα μικρό δωμάτιο υποδοχής και μια κρεβατοκάμαρα. Από την τραπεζαρία ως την κρεβατοκάμαρα, μεσολαβούσε ένας μακρύς διάδρομος που οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι από ζωγραφιές με γάτες. Ξέροντας ότι ο Έλιοτ είχε γράψει ολόκληρη συλλογή ποιημάτων για γάτες, τον ρώτησα αν οι ζωγραφιές ήταν έργο δικό του. Χαμογέλασε: 

«όχι, τις έχει ζωγραφίσει ο πατέρας μου, που αγαπούσε πολύ τις γάτες, και ίσως γι' αυτό το λόγο έγραψα κι εγώ ποιήματα για γάτες». 


Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85





Το βάφτισμα των γάτων


Το να βαφτίζεις τα γατιά έχει μια δυσκολία...
Δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία
Καθόλου δεν τρελάθηκα και δεν το λέω αστεία:
Κάθε μια γάτα ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ!


Ένα, να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της
Ας πούμε Βίκτωρ, Αύγουστος, Τζωρτζίνα, Ιπποκράτης
Ας πούμε Μέρλιν, Τζόναθαν, Αλόνζο, Μανταλένα
Καθημερινά ονόματα, καλά συνηθισμένα
Ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες
Ας πούμε Πλάτων, Αδμητος, Ηλέκτρα, Ευρυάλη
Μα όλα αυτά είναι κοινά, και θα τα έχουν κι άλλοι.
Μια γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της

Το δεύτερο το όνομα, το αποκλειστικό της!
Για να μπορεί αφ' υψηλού τον κόσμο να κοιτάει
Και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει.
Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια Γάτα:
Χουρχούρης, για παράδειγμα, Γλείψος, Χνουδοπατάτα
Κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω:
Μπομπαλουρίνα, Πιρπιρής, Φρουφρού, Τρελοκαμπέρω.

Πέρα όμως απ' αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο
Τ' όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο:
Το όνομα το μυστικό, ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ
Και Γάτα σ' άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει.

Όταν σε διαλογισμό λοιπόν μια γάτα δείτε
Πάντα ο λόγος είν' αυτός και να το θυμηθείτε:

Σ' απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη
Για τ' όνομα το άρρητο
Το αρρητορητονιάρρρητο

Το όνομά της το κρυφό σκέπτεται μαγεμένη

T.S. Eliot, από το «Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ». Μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη και Αντώνης Ζέρβας. Εκδόσεις «Άγρα»




Όταν ο Τ.Σ. Έλιοτ εξέδιδε το 1939 την ποιητική του συλλογή Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ (Old Possum's Book of Practical Cats), ήταν αδύνατον να φανταστεί πως τα ποιήματα εκείνα θα ενέπνεαν τόσους και τόσους - μουσικούς κατά το πλείστον. Aποκορύφωμα το μιούζικαλ «Cats» του Άντριου Λόιντ Βέμπερ που παρουσιάστηκε το 1981 στο Λονδίνο και έναν χρόνο αργότερα στο Μπρόντγουεϊ της Νέας 
Υόρκης. Υπήρξε το μακροβιότερο του είδους, ώσπου να ξεπεραστεί από «Το φάντασμα της όπερας» του ίδιου συνθέτη.
Το κοινό διαπίστωνε ότι ο σοβαρός, σκυθρωπός και αυστηρός ποιητής της Έρημης χώρας διέθετε μιαν απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Όλα τα ανθρωπομορφικά στοιχεία, που στην υπόλοιπη ποίησή του είναι δυσδιάκριτα, αν δεχθεί κανείς ότι υπάρχουν, αναδεικνύονται στα ποιήματα αυτά που προκαλούν την ευφορία, το γέλιο και τον θαυμασμό - για να μην αναφερθούμε στην ευρηματικότητα και στην ασύγκριτη τεχνική τους.



Υπάρχουν Γάτοι γνωστικοί, υπάρχουν και τρελάρες
Γάτοι αξιοσέβαστοι και γάτοι σαχλαμάρες
Άλλοι καλοί, άλλοι κακοί , μα όλοι με αξία
Και όλοι επιδέχονται ομοιοκαταληξία.

*************************************************

Μια Γάτα πριν καταδεχτεί φίλους της να σας κάνει
Θέλει ένα δείγμα ιπποτισμού, κάτι να τη γλυκάνει....
Λοιπόν όταν σ' απόσταση μια Γάτα σας κρατάει
Τον εαυτό της σέβεται και σέβας σας ζητάει.
Κι αν έμπρακτα το δείξετε πάτε με τα νερά της,
Θα την αποκαλέσετε τέλος με τ' όνομά της!
Έτσι είναι τα πράγματα, να το παραδεχτείτε,
Τις Γάτες με ευπρέπεια πρέπει ν' αποκαλείτε.

Καλή ανάγνωση μικρά μου δίποδα.

****************************************

O Μπελάς κι o Ρουμποτύρης, διάσημο ζευγάρι γάτες,
ήταν κλόουν γκαφατζήδες, κωμικοί και ακροβάτες.
Φημισμένοι, είχαν έδρα την Πλατεία Βικτωρίας
έδρα μόνο, γιατί ήταν οπαδοί της φασαρίας.
Κένσιγκτον, Κόρνγουολ Γκάρντεν, Λόνστον Πλέις, στην απάτη,
φήμη είχαν σαν πενήντα, κι όχι μόνο σαν δυο γάτοι.

*************************************************

Λοιπόν, ο γάτος Μαύρη Χειρ είναι μυστήριος γάτος
Τον λεν «Πατούσα-Φάντασμα» και «Γάτος ο Φευγάτος».
Να φέρνει σε απόγνωση τη Σκότλαντ Γυαρντ ψοφάει
Γιατί είναι ο κακοποιός που νόμους αψηφάει¨
Στον τόπο του εγκλήματος οι αστυνομικοί
Σαν φτάσουνε, η Μαύρη Χειρ ποτέ δεν είν’ εκεί! 


Τ.Σ. Έλιοτ, Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ, εκδ. Άγρα,
Αθήνα, 2000, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη – Γιάννης Ζέρβας


Old-Possum-cover


...βαριέμαι τις επισημότητες και τους λόγους....


Η κρεβατοκάμαρα ήταν ένα μικρό δωμάτιο• αριστερά ήταν το κρεβάτι του, δεξιά της γυναίκας του, στη μέση ένα τραπεζάκι και δεξιά από το κρεβάτι του μια μεγάλη και ψηλή μπόμπα σαν τις οβίδες που ρίχνουν στον πόλεμο. Παραξενεύτηκα και τον ρώτησα γιατί βρισκόταν αυτή η μπόμπα εκεί. Μου απάντησε πως ήταν φιάλη οξυγόνου, κι ότι χωρίς αυτήν του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Όταν είχε υγρασία, γιατί έπασχε από φοβερή δύσπνοια, προπάντων όταν πλάγιαζε. 

«Μα τότε, του λέω, «πρέπει να έρθετε στην Ελλάδα το χειμώνα, το κλίμα είναι ξηρό, ελαφρύ και θα σας πηγαίνει». «Ναι κι εγώ το θέλω πολύ», μου απαντάει, «αλλά βαριέμαι τις επισημότητες και τους λόγους στην υποδοχή μου».

 Ο Σεφέρης δεν του έκανε ερωτήσεις, ίσως γιατί δεν του άρεσε και του ίδιου να τον βασανίζουν με πολλές ερωτήσεις. Εγώ αντίθετα, σα γυναίκα, ρωτούσα διαρκώς, κι έτσι μπορέσαμε να μάθουμε αρκετά πράγματα για τη ζωή του που πριν τα αγνοούσαμε.

T.S. Eliot by Cecil Beaton, 1956.


Ο εκδοτικός οίκος Faber and Faber όπου εργαζόταν o Έλιοτ μας κάλεσε κάποτε σ' ένα επίσημο κοκτέιλ, την εποχή που ο Σεφέρης ήταν ήδη πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αγγλία. Φτάνοντας στην δεξίωση μου λέει: 

«Πρόσεξε, εδώ δεν θα εμφανιστώ ως διπλωμάτης Σεφεριάδης, θα συστηθούμε ως κύριος και κυρία Σεφέρη». 

Στον άνθρωπο που στεκόταν στην είσοδο της αίθουσας και φώναζε τα ονόματα των προσκεκλημένων κατά την άφιξή τους, ο Γιώργος συστήθηκε απλώς ως Georges Seferis. Οπότε ακούμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, τον κράχτη της εισόδου να φωνάζει με βροντερή και τελετουργική φωνή: 

«The Greek Ambassador Georges Seferis». Ο Γιώργος γυρίζει και μου ψιθυρίζει με απελπισία: «Την πάθαμε!». Στη δεξίωση εκείνη ήταν βέβαια και ο Έλιοτ, αλλά είχε τόσο πολύ κόσμο ώστε δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε μαζί του σχεδόν καθόλου.


Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85


“Words move, music moves / Only in time; but that which is only living / can only die. Words, after speech, / reach / Into the silence.”  —T.S. Eliot, Four Quartets:


Τους Μαρξ βέβαια, δε χωρά καμιά σύγκριση...

Ο Σεφέρης συναντούσε αρκετά συχνά τον Έλιοτ. Πήγαινε και τον έβλεπε στο γραφειάκι του στο Faber and Faber όπου εργαζόταν. Εκεί ο Έλιοτ είχε κρεμασμένη μια μεγάλη φωτογραφία του Γκρούσο Μαρξ που τον αγαπούσε πολύ σαν φίλο και εκτιμούσε την εξυπνάδα του. Θαύμαζε πολύ σαν κωμικούς τους αδελφούς Μαρξ και όταν μάλιστα τον ρώτησα κάποτε ποιον προτιμάει, τον Τσάρλυ Τσάπλιν ή τους αδελφούς Μαρξ, μου απάντησε χωρίς δισταγμό: 

«Τους Μαρξ βέβαια, δε χωρά καμιά σύγκριση». 

Τον Σαρλώ τον θεωρούσε πολύ κωμικό ενώ τους Μαρξ τους σεβόταν και πίστευε πως είναι ανώτερης ποιότητας.


Groucho Marx

Μουσικός ο ρυθμός της μετάφρασης στα ελληνικά ....

Όσο ζούσαμε στο Λονδίνο είχαμε την τύχη να δούμε όλα τα θεατρικά του έργα που παίζονταν — χωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία πρέπει να πω. Ο ίδιος μας συνέστησε να πάμε να δούμε το «Φονικό στην εκκλησιά» που είχε γυριστεί ταινία και όπου ακουγόταν και η δική του φωνή στο ρόλο του κρυμμένου Ιππότη. 

Μου έκανε πάντα εντύπωση πόσο ωραία απάγγελνε τα ποιήματά του χωρίς στόμφο και χωρίς θεατρινισμούς. Ακούγοντάς τον καταλάβαινες με ευκρίνεια πόσος ρυθμός υπήρχε πραγματικά μέσα στον ελεύθερο στίχο του.

 Όταν κάποτε συζητώντας για τις μεταφράσεις των έργων του που είχε κάνει ο Σεφέρης, μας είπε: 
«Αυτές είναι οι καλύτερες μεταφράσεις που έχουν γίνει, κυρίως ο Χορός των Γυναικών», 

εμείς παραξενευτήκαμε για το πώς μπόρεσε να καταλάβει τα ελληνικά.

 «Είχα δάσκαλο», μας εξήγησε, «έναν Έλληνα, τον Ραφαήλ Δήμο, όταν ήμουν νέος και ζούσα στην Αμερική, που μου είχε μάθει λίγα ελληνικά γιατί τα χρειαζόμουν στην Τράπεζα όπου εργαζόμουν. Έτσι όταν μου διάβασε κάποιος την ελληνική μετάφραση, άκουσα τον ρυθμό σας και τον βρήκα έκτακτο, πολύ μουσικό». Και πρόσθεσε: «Τον δάσκαλό μου αυτόν τον αγαπούσα πολύ και του έστελνα πάντα κάθε βιβλίο που πρωτοέβγαζα. Εκείνος όμως δεν ενδιαφερόταν για την ποίηση και τα πέταγε. Όταν τον είδα μετά από χρόνια του είπα: πού να το φανταζόταν κανείς; Αν είχες κρατήσει εκείνες τις πρώτες εκδόσεις που σου έστελνα τώρα θα γινόσουν πλούσιος, γιατί είναι πια δυσεύρετες».

Μαρώ Σεφέρη, Προσωπικές αναμνήσεις από τον Τ. Σ. Έλιοτ, Η Λέξη, αφιέρωμα, τεύχος 43, μάρτης - απρίλης '85

Θωμάς Μπέκετ, υαλογράφημα, Καθεδρικός του Κάντερμπρυ

"Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν."

Τα χορικά πού δοκίμασα να μεταφράσω είναι παρμένα από το τελευταίο ποιητικό έργο του Τ.S. Eliot, Murder in the Cathedral, "Φονικό στην Εκκλησία" μια τραγωδία, με κύριο πρόσωπο τον αρχιεπίσκοπο της Καντερβουρίας Θωμά Μπέκετ (1118-1170).

Ο καγκελάριος του βασιλέα Ερρίκου του Β', μόλις έγινε αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας, έδειξε τόσο πείσμα στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της εκκλησίας απέναντι στο θρόνο, πού ήρθε σε σύγκρουση με τον παλιό επιστήθιο φίλο του το βασιλέα και αναγκάστηκε να φύγει στη Γαλλία. Μετά εφτά χρόνια και υστέρα από μια επιφανειακή συμφιλίωση γύρισε πίσω. 

Δεν έμεινε περισσότερο από ένα μήνα τον σκότωσαν τέσσερις αυλικοί, μέσα στην ίδια την εκκλησιά του, στις 29 Δεκεμβρίου 1170. Αγιοποιήθηκε στα 1172. Το έργο, με ελάχιστα δευτερεύοντα πρόσωπα και με χορό από απλοϊκές γυναίκες της Καντερβουρίας, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη. 

Το πρώτο από τα μεταφρασμένα χορικά ανήκει στο πρώτο μέρος, το γυρισμό του Θωμά, όταν ο χορός νιώθοντας τον ασήκωτο φόβο του κακού που πάει να γίνει, ακατανόητο και ολότελα διαφορετικό από τους καθημερινούς φόβους του βασανισμένου λαού, ικετεύει τον αρχιεπίσκοπο, σαν από ένστικτο της αυτοσυντήρησης, να γυρίσει πίσω στη Γαλλία, ν' αφήσει τους ταπεινούς ανθρώπους να πεθάνουν με την ησυχία τους. 

Γ. Σεφέρης, "Τα Νέα Γράμματα", αρ. 11 Νοέμ. 1935, σ. 607-611


The Murder In The Cathedral - St Thomas a Becket:


Ένα κακό δεν είναι ιδιωτική υπόθεση· απλώνεται σ' όλον τον κόσμο — κι όλοι πληρώνουν

Τίποτα δε γυρεύουμε να γίνει.

Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα.
Πετύχαμε να μη μας προσέχουν.
Ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
Είχαμε φτώχια και παραλυσία,
Είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες

Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
Ζώντας και ψευτοζώντας.

Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
Κάποτε έχουμε καλή σοδειά.
Τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
Τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
Τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
Τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.

Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας.
Ζώντας και ψευτοζώντας. [.....]

Είδαμε γέννες, γάμους και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής λογής.
Είχαμε φόρους που μας βασανίζαν.
Είχαμε γέλια και κουτσομπολιά [.....]

Όλοι μας είχαμε τους προσωπικούς μας τρόμους
Τους ιδιαίτερους ίσκιους μας, τους μυστικούς μας φόβους.

Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε απάνω μας, φόβος όχι
του ενός μα των πολλών.
Ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο, καθώς βλέπουμε
τη γέννηση και το θάνατο μόνους
Μέσα σ' ένα κενό, ξεχωριστά.

Φοβούμαστε ένα φόβο που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, που
δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε που κανείς δεν καταλαβαίνει,
Κι οι καρδιές μας ξεριζώνονται το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού, κι ο εαυτός μας
χαμένος χαμένος

Σ' έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει. Ω
Θωμά Αρχιεπίσκοπε.
Ω Θωμά Άρχοντέ μας, άφησέ μας κι άφησέ μας να
μείνουμε μέσα στην ταπεινή την ξεθωριασμένη
κορνίζα της ύπαρξής μας, άφησέ μας μη μας ζητάς

Ν' αντισταθούμε στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα του
Αρχιεπίσκοπου, στη μοίρα του κόσμου.

Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος κι ασφαλισμένος για το
πεπρωμένο σου, άφοβος μέσα στους ίσκιους, τάχα
λογάριασες τι ζητάς, λογάριασες τι σημαίνει
Για το μικρό λαό, τον τραβηγμένο μέσα στο υφάδι του
πεπρωμένου, το μικρό λαό που ζει μέσα σε
μικροπράγματα.

Το τέντωμα του νου του μικρού λαού που αντιστέκεται
στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα τ' αφέντη του,
στη μοίρα του κόσμου [....]


Aπόσπασμα, 
[ Ο ΧΟΡΟΣ ]
από το "Φονικό στην Εκκλησιά" του T.S. Eliot, 
μτφρ: Γιώργος Σεφέρης 


Τ.S. Eliot, Murder in the Cathedral

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Στις χαμηλές πτήσεις μιας ζόρικης ελευθερίας.....


Όχι, δεν είναι πέτρες οι λέξεις, δεν έχουν βάρος, χορεύουν, πάντα χόρευαν. Δε χρειάστηκε να μάθω κανόνες, έφτανε η εικόνα της λέξης, η εικόνα δίχτυ και  η γιαγιά… τα ευλογημένα απωθημένα της γιαγιάς Φωτεινής…..

23 Σεπτέμβρη 1973, κλεισμένα πριν λίγες μέρες τα 9 η υποφαινόμενη. Το σκηνικό μουντό, γκρίζο, πένθιμο, κυριολεκτικώς. Είναι πρωί, εν αναμονή…. μαυροφορεμένες γυναίκες να πηγαινοέρχονται, μετρημένες κουβέντες, η πόρτα που βγάζει από την κουζίνα στην αυλή ανοιχτή, ένα πουλί κιτρινο-πράσινο ορμάει ξαφνιασμένο στο δωμάτιο και διαρρηγνύει τη θανατερή ησυχία. Συνελήφθη  «αυθωρεί και παραχρήμα», δεν προέβαλε ουδεμία αντίσταση, ζαλισμένο, άμαθο καθώς ήταν σε τολμηρά, μακρινά πετάγματα, άρτι αποδράσαν από κλουβί, – ηλίου φαεινότερον – σε κλουβί, πρόσφατα χηρέψαν, βρήκε καταφύγιο. Ούτε που πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία του, ίσως και να μην ήξερε τι να την κάνει – ζόρικο πράγμα η ελευθερία – .

«Η ψυχή της εκλιπούσης», είπαν κάποιοι, «κυκλοφορεί ενσαρκωμένη σε φλώρο».Θα μπορούσε ίσως, γιατί όχι; Η γιαγιά μου η Φωτούλα διατηρούσε εν ζωή αγαθές σχέσεις - σχέσεις συμφέροντος, θα τολμούσα να πω – με τα πτηνά, ιδίως με κότες και κοκόρια, που εξέτρεφε με περισσή επιμέλεια στο κοτέτσι της πάνω ταράτσας. Αυγουλάκια φρέσκα και κότα βραστή το ζητούμενον, εδέσματα αμφότερα απεχθή για μένα – λιγόφαγη και ασθενική τα χρόνια εκείνα.

Όσο αγαστή όμως ήταν η «συνεργασία» της γιαγιάς με τα πουλερικά, τόσο κάκιστες ήταν – και εξακολουθούν να είναι - οι δικές μου σχέσεις μαζί τους. Ισόβια αποστροφή! Το φτερούγισμα, το ράμφος, η αφή, η φωνή, απωθητικά όλα. Ακόμα τις νιώθω τις κότες, ολοζώντανες, να φτεροκοπάνε απεγνωσμένα και να κακαρίζουν παράφωνα, δεμένες «χειροπόδαρα», κρεμασμένες  στο καρότσι μου, που χρησίμευε και ως καροτσάκι μεταφοράς για τα ψώνια από τη λαϊκή της Πέμπτης. Κλάμα γοερό και ασταμάτητο εγώ σ’ όλη τη διαδρομή ως το σπίτι, προκλητικά ασυγκίνητη η γιαγιά η Φωτούλα, επεδείκνυε κραυγαλέα άγνοια σε ό,τι είχε να κάνει με παιδικούς φόβους και άλλες τέτοιες ευαισθησίες. 





Σκληρή γυναίκα – καλή της ώρα – γήινη και γειωμένη, πώς θα μπορούσε να επιλέξει η όποια καρμική συγκυρία την μετενσκάρκωσή της σε φλώρο; Αλλά ίσως γι αυτό, τιμωρία θα ήταν, η ψυχή επιστρέφει σε άλλο σώμα για να αποπληρώσει οφειλές και να συμπληρώσει ελλείμματα κι αδυναμίες. 

Δυνατή γυναίκα, αλλά  μ’ επιθυμίες καταχωνιασμένες, θαμμένες κάτω από σωρούς υποτίμησης – άλλες εποχές τότε – ελεύθερη δεν μπορούσε να είναι μια γυναίκα, χωρίς να καταβάλει υψηλό το τίμημα των επιλογών της, αν είχε επιλογές , κι η γιαγιά Φωτεινή είχε όνειρα ανεκπλήρωτα, φιλοδοξίες, καημό.......




Στα ευλογημένα απωθημένα της γιαγιάς χρωστάω το ότι ήξερα να γράφω πριν το νηπιαγωγείο  - το σχολαρχείο που δεν την άφησαν να πάει, κορίτσι πράμα, τι τα θες – με κάθιζε δίπλα της, στο τραπέζι της κουζίνας, με το φως να μπαίνει από το παράθυρο στ’ αριστερά και μου μάθαινε το α και το β και το π. Μου μάθαινε να  βάζω τα γράμματα στη σειρά, στρογγυλά, στρουμπουλά, σα να τα χάιδευε πρώτα, να τους τσιμπούσε το μαγουλάκι, άντε πουλάκι μου, στη γραμμή, τα δύο π για τον παππού που έφυγε πρόσφατα, τα δύο ν για την Ἄννα, η ψιλή  και η οξεία στη θέση της, αριστερά από το Α και η Ἄννα, ἔλα, ερχόταν πάντα. Και ἡ Ἕλλη, με δασεία και οξεία, ερχόταν κι εκείνη και κάθονταν όλοι στο τραπέζι, «Τί μεγάλη οἰκογένεια!»

................................................................................................................................................

Το φλώρο από την αρχή δεν τον είδα με καλό μάτι, ένεκα η τραυματική εμπειρία. Αλλά και η θεωρία της αιχμαλωτισμένης στο κλουβί ψυχής επίσης με απωθούσε εξίσου. Μια μέρα, ατυχώς αλλά εντελώς επί προθέσει,  η πόρτα του κλουβιού έμεινε ανοιχτή και η ψυχή-φλώρος απέδρασε εκ νέου εκεί έξω στις χαμηλές πτήσεις μιας ζόρικης ελευθερίας.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

'Ομορφα που τραγουδούσε το φθινόπωρο......Λέναρντ Κοέν, Μαριάννε Ιλέν

Η Ύδρα, όπως ήταν όταν έφτασαν στο νησί, για πρώτη φορά, ο Άξελ κι η Μαριάννε 
(Φωτό: Μπιορν Σόστα) 
__________


Ζωή απλή, ριζωμένη στο εδώ και τώρα... 

Οι πεντακάθαρες μέρες του φθινοπώρου στην Ύδρα ήταν η ομορφότερη εποχή του χρόνου. Καθισμένη δίπλα στη θάλασσα και γράφοντας στο ημερολόγιο της, η Μαριάννε αισθανόταν ότι μπορούσε να τεντώσει το χέρι της και ν' αγγίξει την Πελοπόννησο. Η ζωή ήταν απλή, ριζωμένη στο εδώ και τώρα. Η Μαριάννε ένιωθε ελεύθερη. Τα πάντα τραγουδούσαν μέσα της. Η σεξουαλική, η ερωτική, η όμορφη πλευρά της ανθρώπινης ταυτότητας γιόρταζαν μέσα της όπως ποτέ πριν. Ήταν πάντα τόσο κουμπωμένη! Και να 'την τώρα, με το στήθος και την καρδιά ορθάνοιχτα! 

Έκλεινε τα μάτια κι ένιωθε το άθροισμα όλων αυτών των καλών πραγμάτων που είχε στη ζωή της: μια εικόνα  του εσώτερου εαυτού της, παρμένη από ψηλά, πάνω από τη χωμάτινη βεράντα με τ' ανθισμένα, κίτρινα λουλούδια.  Μια μικρή ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο ατελιέ, ο Άξελ Γιοάκιμ να κοιμάται ήρεμα, με σταθερή αναπνοή, τυλιγμένος με μια κουβέρτα στην κούνια του, το σχοινί που οδηγούσε από την κούνια, έξω στην ταράτσα, όπου καθόταν εκείνη - ο Λέναρντ, να της διαβάζει ποιήματα κάτω από τον έναστρο, τοξωτό ουρανό από πάνω τους, το ένα επίπεδο λαμπρά, κίτρινα άστρα πάνω στ' άλλο- το γκάρισμα από ένα γαϊδουράκι να τέμνει το σκοτάδι. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της: όταν βλέπεις διάττοντα αστέρα, να κάνεις μια ευχή, μα να μην τη  λες σε κανένα· μια ευχή μόνο, σιωπηλή.


Το σπίτι της Μαριάννε και του Άξελ στα Καλά Πηγάδια
____________ 

Ο Λέναρντ περιγράφει πώς καθόταν στα σκαλιά, χαζεύοντας τη Μαριάννε, ενώ εκείνη κοιμόταν, με τα χρυσά μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι: "Συνήθιζα να κάθομαι στις σκάλες και να την κοιτάζω σαν κοιμόταν· Τα σκαλιά ήταν το πιο ουδέτερο μέρος του σπιτιού. Ένα ολόκληρο χρόνο την κοιτούσα, υπό το φως του φεγγαριού ή μιας λάμπας πετρελαίου... και ό,τι δεν κατάφερα να βρω τις λέξεις να το εκφράσω, χάθηκε. Ό,τι παρέδωσα εκεί μέσα, το σπίτι το 'χει διατηρήσει· γιατί, ακόμα κι άναρθρα βγαλμένη από μέσα μου, αυτή η πρώτη, αποκλειστική εκδοχή του πεπρωμένου μου, είναι υπερβολικά άχρηστη κι υπερβολικά αγνή για να πεθάνει, σα μικρό ποίημα".

Αυτό ήταν λοιπόν το φθινόπωρο του Λέναρντ και της Μαριάννε στην Ύδρα. Αργότερα, εκείνη θα προσπαθούσε συνεχώς να ξαναζήσει αυτό το φθινόπωρο, που τραγουδούσε τόσο όμορφα.

Η Μαριάννε στο καράβι (το πρώτο ταξίδι με προορισμό την Ύδρα)
____________ 

Για τη Μ.

Ξενύχτησα για να σε δω να κοιμάσαι 
Ορισμένα πρόσωπα σβήνουν στον ύπνο 
Τα στόματα χωλαίνουν 
Φευγάτα μάτια αφήνουν πίσω πτώματα
Ίσως θα μπορούσα να σου 'χω πει αντίο

Μα ήσουν τέλεια
Ήσουν ολάκερη
Το στόμα σου έλεγε
Ποτέ μου δεν θα σε πληγώσω
Τα βλέφαρα έλεγαν
Ζήσε γαλήνεψε

Έφτασα στο παράθυρο
Κάτι δεν πήγαινε καλά
Τα σπίτια ήταν υπερβολικά λευκά
Οι πλαγιές υπερβολικά απότομες
Τι δουλειά είχαν οι αυλές να είναι τόσο διαυγείς

Έκανα μεταβολή 
Ήξερα πως λάθεψα 
Προσπάθησα να περπατήσω έτρεξα 
Χτύπαγα παντού το κεφάλι μον 
Μάζευα από κάτω προσευχητάρια 
Φίλησα τον ύπνο σου


Κωνσταντινούπολη, 1960
(Αδημοσίευτο ποίημα του Λέναρντ Κόεν)

Κάρι Χεστχάμαρ, So Long, Marianne (σελ. 174-177), εκδόσεις Ποταμός

Λέναρντ και Μαριάννε μαζί στο λιμάνι της Ύδρας 
__________

So Long, Marianne 

Come over to the window, my little darling
I'd like to try to read your palm
I used to think I was some kind of Gypsy boy
Before I let you take me home

Now so long, Marianne, it's time that we began
To laugh and cry and cry and laugh about it all again

Well you know that I love to live with you
But you make me forget so very much
I forget to pray for the angels
And then the angels forget to pray for us

Now so long, Marianne, it's time that we began 

We met when we were almost young
Deep in the green lilac park
You held on to me like I was a crucifix
As we went kneeling through the dark

Oh so long, Marianne, it's time that we began 

Your letters they all say that you're beside me now
Then why do I feel alone?
I'm standing on a ledge and your fine spider web
Is fastening my ankle to a stone

Now so long, Marianne, it's time that we began 

For now I need your hidden love
I'm cold as a new razor blade
You left when I told you I was curious
I never said that I was brave

Oh so long, Marianne, it's time that we began 

Oh, you are really such a pretty one
I see you've gone and changed your name again
And just when I climbed this whole mountainside
To wash my eyelids in the rain

Oh so long, Marianne, it's time that we began