Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Τα δύσκολα Χριστούγεννα των ποιητών


Angel, Christmas, Pixabay
_________


Χριστούγεννα δύσκολα, της ενδοσκόπησης...


Χριστούγεννα και πάλι, μέσα από στίχους ποιητών, χώρο όπου το ιερό συναντά την ανθρώπινη θλίψη, τη μοναξιά και την αμφισβήτηση. Η Γέννηση δεν είναι λαμπρός εορτασμός αλλά μια στιγμή συγκίνησης που αναδύεται μέσα από τον πόνο, είτε πρόκειται για τα δυστυχισμένα Χριστούγεννα δημιουργών που πάλεψαν με τη ζωή, είτε για την ευσπλαχνία που γεννιέται ως ανώτατη ανθρώπινη ανακάλυψη, είτε για την πορσελάνινη ακινησία μιας φάτνης που πυκνώνει την αιωνιότητα σε μια εύθραυστη εικόνα. 

Το θείο βρέφος μετατρέπεται σε σύμβολο του έρωτα που αναζητάται μέσα σε σπήλαια σταλακτιτών, σε θεάνθρωπο που διώχνει την απόλαυση από τα σπλάχνα του, σε μικρό Χριστό που ζωγραφίζει στα τζάμια ενώ τα φώτα της πόλης λάμπουν σαν δάκρυα. Γέννηση και Σταύρωση συμφύρονται, το θείο βρέφος γίνεται ο αμνός της σωτηρίας, το θαύμα απουσιάζει, ξεγυμνώνοντας την αδυναμία μας να διακρίνουμε το ιερό από το ανθρώπινο. Η νύχτα της γιορτής γίνεται αφορμή για ενδοσκόπηση, αποκαλύπτοντας την αντίθεση ανάμεσα στην εξωτερική λαμπρότητα των εορτών και την εσωτερική πάλη, την αναζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις, και την αιώνια ελπίδα για λύτρωση που κρύβεται στην ταπεινή γέννηση ενός βρέφους.



Stanhope Alexander Forbes, Παραμονή Χριστουγέννων,1897
___________


Παραμονή της Γέννησης


Στον όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον έκσταση, θαυμασμό και χαρά.[....]

Οι άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και μιλούν, γελούν κι απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν ν' ακούσουν και δεν ακούν
τη φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι, κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι γελαστοί.

Αύριο είναι γιορτή,
αύριο είναι διασκέδαση,
αύριο είναι ανάπαψη.
Οι άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν, περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν ό,τι έμαθαν να βλέπουν.[...]

Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.

Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάραν και την Ελισάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.


Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης (απόσπασμα)
Από τη συλλογή Πορεία (1940)




Pieter Brueghel II, Adoration of the Magi 
 second half of the 16th century 
___________________


Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα


Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας

που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα

Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι

Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή

Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τούς μετρούνε
Τούς μετρούν και κλαίνε


Τ. Βαρβιτσιώτης, Χριστούγεννα
Από τη συλλογή «Το ξύλινο άλογο», (1955)


William-Adolphe Bouguereau, Song of the Angels, 1881
___________


III. Φάτνη


Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.
Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.
Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.
Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.
(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).
Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.
Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.
Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.
Τι τώρα, τι πάντα.
Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.
Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.
Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.


Γιώργος Θέμελης, Φάτνη, ενότητα Αθύρματα,
από το ποιητικό έργο «Η Μόνα παίζει»(1961)


Σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών
Photo: Δημήτρης Σταθόπουλος
_________

Χριστούγεννα του σταλαγμίτη


Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.
Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.
Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…


Νίκος Καρούζος, Χριστούγεννα του σταλαγμίτη,
Από τη συλλογή «Ποιήματα», 1961.
Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση
«Τα Ποιήματα Α΄(1961-1978)», εκδόσεις Ίκαρος, 1993.



Γεώργιος, Ιακωβίδης, Ο μικρός σαλπιγκτής,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
__________


Το παιδί με τη σάλπιγγα


Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.


Να την κάνεις αγάπη.


Νικηφόρος Βρεττάκος,Το παιδί με τη σάλπιγγα, 1969.
Από την ποιητική συλλογή «Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι»
Νικηφόρου Βρεττάκου «Τα ποιήματα» – 
Τόμος δεύτερος-Τρία φύλλα –Αθήνα 1999





Η Γέννηση


Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.

Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό
ξύλινο σταυρό.

«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’
αυτό.

Τάσος Λειβαδίτης, Η Γέννηση, Από τη συλλογή
«Ο τυφλός με τον λύχνο», εκδ. Κέδρος, 1983



«Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι...»
Created with ChatPrime App.
_________



Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
 
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.
 
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
 
Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
 
Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
 
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.


Μιχάλης Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Aπό τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα (1989)
Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι, Αθήνα 2013





Χριστούγεννα 1948

Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου


Μίλτος Σαχτούρης, Χριστούγεννα 1948
Από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952)
Ποιήματα 1945-1971, Κέδρος, Αθήνα, 1991



Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών

στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη


Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…

Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος


πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.



Μίλτος Σαχτούρης, Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών,
από τη συλλογή «Καταβύθιση», 1990



Holy Family, αποδίδεται στον Carracci Annibale, 
Galleria Borghese, Rome
 ______________



Εορτή

Άχρηστα αστέρια έδειχναν το δρόμο,
σπάραζε στο σκοτάδι ένας εφιαλτικός Χριστός,
η Παναγία χανόταν μες στη νύχτα —
σκισμένος ουρανός στα τέσσερα.
Στο ξύλο το χρυσό καρφί,
στο στόμα ματωμένο ασήμι.Ποιος θα νικήσει αυτή τη νύχτα
τα παγωμένα στιλέτα του βοριά;Στο στήθος μου κυκλοφορούσε μια λόγχη.
Ένα κίτρινο ποτάμι πνίγει τις φωνές.
Το σκοτάδι μαύρο ντουφέκι
στο κρανίο μου.
Η μουσική φωτεινό σπαθί
στο πρόσωπό μου.
Η νύχτα σκοτεινό χαρτί —
σβησμένο κάρβουνο η ψυχή της. Μένει το αίμα στην έξοδο.
Εκεί καραδοκεί ο προδότης.
Θα ’ναι μια θανάσιμη γιορτή.
Άγγελοι από ατσάλι θα με τσακίζουν.


Αναστάσης Βιστωνίτης, Εορτή, Από τη συλλογή Μετοικεσία (1972).
Ποιήματα (1971-2008), εκδόσεις Καστανιώτη, 2018



Holy Nativity Giclée Print
Designed by OverstreetHudson
___________



«κι άστραψε το άστρο των Χριστουγέννων»

Εκεί που το ατσάλι συναντάει τον άνεμο
στην πεδιάδα του σύννεφου
με το πουλί να πέφτει
μέσα στα βάθη του γαλάζιου,
έσκισε την ομίχλη ένα χρυσό τσεκούρι
κι άστραψε το άστρο των Χριστουγέννων.

Αναστάσης Βιστωνίτης, Σικάγο 1987, 
Από τη συλλογή Οι κήποι της Σελήνης (1990)



Rainy, Christmas, Grief image. Pixabay
_____________


λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα


ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο

μόνος στον κόσμο

ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι

δέντρα για τα παιδιά

καράβια για τα όνειρα

ένα παραμύθι της αγάπης για τους
απελπισμένους
παραμονή

και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας

στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα


Τόλης Νικηφόρου, λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα,
Από τη συλλογή «γαλάζιο βαθύ σαν αντίο», 1999.
Και στην συγκεντρωτική έκδοση «Ίχνη του δέους,
Επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017», εκδόσεις Ρώμη, 2018



Matthias Stom, The Adoration of the Shepherds (c. 1650). 
Palazzo Madama and Casaforte degli Acaj, Turin, Italy 
_______________



Όλες οι παραμονές Χριστουγέννων ένα αμύγδαλο πικρό


Ευτυχώς σκοτεινιάζει κι απόψε
Το μωσαϊκό της κουζίνας μου
δείχνει κιόλας μεσάνυχτα
μ’ εκείνο το ένδοξο άσπρο-μαύρο

Μου πέφτει ένα αμύγδαλο
Το ψάχνω πάνω στο άσπρο-μαύρο
(Πάντα προς το μαύρο κλείνει η αφή των πραγμάτων)

Τα πόδια μου στο δόκανο

Να σε δω να υποφέρεις αληθινά
Ακόμα έχεις απάνω σου ένα κλάμα ψυχρό
Ένα χαμόγελο ψεύτικο
Κάθισε κοντά μου και πες μου τι βλέπεις
Μες στον παλιό καθρέφτη

Όλες οι καμπάνες σημαίνουν Χριστούγεννα
Κι εγώ δεν έχω τίποτε άλλο να ζήσω
Πάρεξ τη γεύση ενός αίματος που αρνούμαι να πιω
Αν μη τι άλλο εγώ πέταξα το σώμα μου
Μες στην αγάπη όπου σαπίζει τώρα
Με λογική και σύνεση με θεία παραδοχή
Την τρέλα τη μαθαίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή


Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου,
Όλες οι παραμονές Χριστουγέννων ένα αμύγδαλο πικρό
Από τη συλλογή «Σαλκίμ», εκδόσεις Νεφέλη, 2001 



«Αμνός γεννάται δοξάσατε
το βρέφος ψήνεται στον οβελία...»
____________


Ιδεώδης σύγχυση για τις ημέρες των εορτών

Αμνός γεννάται
δοξάσατε
το βρέφος ψήνεται
στον οβελία.
Συγγενείς απορούν
ανάμεσα στο θηλασμό
και στο φαγοπότι
Τσότρες κρασί
κυκλοφορούν στον ώμο
νοσοκόμων
για ευωχία μετάγγισης.
Χριστούγεννα στο νεκροθάλαμο
και Πάσχα στη θερμοκοιτίδα.
Τι βολικά δυσνόητες οι γιορτές
χωρίς το θαύμα.

Γιάννης Βαρβέρης, Ο άνθρωπος μόνος, 
εκδόσεις Κέδρος, 2009


Murillo, Bartolomé Esteban, The Christ Child Asleep on the Cross, περίπου 1660
Museo Nacional del Prado, Madrid
_____________


Γενέθλια



Η μέρα που γεννήθηκες
αναπαρίσταται, Θεάνθρωπέ μου

κάποιο άστρο 
θαμπό από το άθεον όζον 
σε ψάχνει

οι μάγοι δε θυμούνται 
αν γέρασαν ή έχουν πεθάνει

τα ξυλιασμένα δάχτυλα του θαύματος 
ρωτούν πού είναι η φάτνη

κι εγώ εκεί σκυμμένη 
μες στο προσκύνημα της αναζήτησής σου 
σε μια συμμετοχή απαρατήρητη 
μοναχική

δεν το αρνούμαι νιώθω να διαπερνά 
και του δικού μου σώματος 
την ξυλιασμένη δυσπιστία

η σεβαστή, ασύλληπτη του θαύματος 
θερμαντική ανάγκη 

κι έτσι που αναλιώνω 
υπολογίζω πάλι σύμφωνα με το έτος της γέννησής σου

πόσο νέος ήταν τότε τι ωραίος 
ο σταυρός σου

τι πειθαρχημένα ερωτικός 
πόσο απαγορευμένα αγαπώμενος

αγριεύω κρυφοκοιτάζοντας 
πώς είχε γαντζωθεί στα σπλάχνα σου 
θρηνώντας η απόλαυση

και συ πώς την απόδιωχνες
κλοτσώντας τα μαλλιά της 
μακριά από των ποδιών σου 
την καρδιά

απάντησέ μου 
πες μου τι αισθανόταν η αλήθεια σου 
πριν και μετά τη Σταύρωσή σου

μεταμελήθηκε που έδιωξε 
απ’ το Ναό του Πατρός σου
εκείνη την πανέμορφη εμπόρισσα
ερωτικής σωτήριας για σένανε λατρείας;


, Γενέθλια, από τη συλλογή 
«Τα εύρετρα», εκδ. Ίκαρος, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου