Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

Ένας Γενάρης, ένα θαύμα-τίποτα...


Julie Collins, Storm Ciara
_________



Ένας Γενάρης, μήνας διπλός και αντιφατικός, όχι μόνο ο πρώτος μήνας, αλλά ένα κατώφλι όπου ο χρόνος κοντοστέκεται, βαραίνει και σχεδόν αποσύρεται. Είναι νύχτα, σούρουπο ή ξημέρωμα, με φως φτωχό και ψυχρό, που φωτίζει περισσότερο τη μνήμη παρά τον δρόμο. Ο καινούργιος χρόνος δεν φέρνει βεβαιότητες· φέρνει αμφιβολία, αναβολή, μια σιωπή γεμάτη από ό,τι χάθηκε ή δεν πραγματοποιήθηκε. Οι δρόμοι είναι άδειοι, τα παράθυρα κλειστά, τα αγάλματα και τα ποιήματα κωφάλαλα κι οι άνθρωποι κινούνται μηχανικά, κρατώντας καφέ, τσιγάρο, αναμνήσεις και έρωτες που επιμένουν σαν οπτασίες. 

Ένας Γενάρης της επιστροφής και της ακινησίας μαζί: προχωράς μόνο για να ξανακαθίσεις στην ίδια θέση, όπως μπροστά σε μια πόλη που μόλις αντίκρισες αλλά δεν μπήκες ακόμη. Μέσα στο κρύο του, ο χρόνος μετριέται αλλόκοτα — ένας χρόνος παραπάνω, ένας λιγότερος — και το μέλλον μοιάζει με χιονόνερο που ζητιανεύει να γίνει χιόνι. 

Ένας Γενάρης που βιώνεται ως μια λεπτή, μελαγχολική παύση: ένα θαύμα-τίποτα, όπου η ζωή συνεχίζεται χαμηλόφωνα, με επίγνωση της φθοράς αλλά και με μια αδιόρατη, πεισματική επιθυμία να μείνει κανείς για λίγο ακόμη μέσα στη σιωπή· μόνο μ' ένα παραμύθι από τα παιδικά χρόνια και το πρόσωπο μιας παιδίσκης που έπαιζε στο χώμα με τους σβόλους και τώρα πίσω της ξεμείναμε οριστικά και πια δεν την προφταίνουμε.


Toulouse-Lautrec, Seule, 1896
__________

Ο Γενάρης του 1904


Α οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,

κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω
τα πρώτα.
Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.

Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —

πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα
σπίτια, πάν’ τα φώτα·

σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

Κ.Π. Καβάφης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,
Επιμέλεια: Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος 1993



Mark Edwards, έργο από τη σειρά «The Wide Woods»
____________



Ιανουάριος


Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει;
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε
τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.


Τάσος Λειβαδίτης, Ιανουάριος, από τη συλλογή 
«Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδόσεις Κέδρος, 1990



Man smoking wistfully by open window at night, 19th Century
Credit:duncan1890
___________


Νύχτωσε

Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ενας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ενας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. 
Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.

Γιάννης Ρίτσος, «Νύχτωσε», 
γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88



Victorian Christmas Holiday
https://www.amazon.com/
___________



Πρωτοχρονιά των ξένων
 
Τη φετινή Πρωτοχρονιά, για δώρο 
θέλω να μου πεις ένα ωραίο παραμύθι, 
από τα παιδικά σου χρόνια, σε κάποιο 
χωριό της νότιας Ιταλίας. Ως μικρότερη 
από τις πέντε αδερφές της μητέρας σου. 
Χωρίς πατέρα και παππού, μ’ έναν λιμοκοντόρο 
θείο. Η γιαγιά, οι καλόγριες, στίξη 
κι αντίστιξη των παιδικών σου χρόνων.
Ένα χρόνο προτού σε συναντήσω, 
αντίκρισα την Αδριατική κατάματα, 
τη νύχτα διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη  
με το τρένο. «Χαίρε Απουλία» φώναξα, 
«και θάλασσα δική μας»… Κάθε ελαιόδεντρο 
κι ένας κήρυκας που έστελνε η πατρίδα μου 
να με προϋπαντήσει. Κι η ποίηση απέκτησε 
για μια στιγμή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, 
μικρής παιδίσκης που έπαιζε στο χώμα 
με τους σβόλους. Σε ξαναβρήκα, 
αλλά στο μεταξύ μεγάλωσες πιο γρήγορα 
από μένα, μες στη βιασύνη σου και με ξεπέρασες: 
Σ’ αντάμωσα γυναίκα. Φέτος την Πρωτοχρονιά. 
που πίσω σου ξέμεινα οριστικά 
και πια δε σε προφταίνω, θύμισέ μου, σε παρακαλώ, 
τι μεγάλος ποιητής υπήρξα, 
όταν δεν έγραφα ποιήματα.

Σωτήρης Παστάκας, Πρωτοχρονιά των ξένων
Από τη συλλογή «Η μάθηση της αναπνοής σε τρεις κινήσεις», εκδ. Μελάνι, 2006




Paul Hey, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, 1939
___________


Το κοριτσάκι με τα σπίρτα


Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.


Κική Δημουλά – Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Από τη συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», Ίκαρος, 2007



Maurice Prendergast, Woman on Ship Deck, Looking out to Sea
(also known as Girl at Ship s Rail), c.1895
__________


[Ξημέρωμα Γενάρη]


Το 'ξερες
Μήπως δεν το 'ξερες
Κι ας είχες ξεκινήσει
Κι ας προχώρησες
Γύρισες πίσω
Με μια χάρη
Με μιαν ευλυγισία ναρκωμένη
Και κάθισες στην ίδια θέση
Σαν και πριν
Κάθισες έτσι
Όπως μπροστά σε μια καινούργια πόλη
Που φτάνεις με καράβι
Ξημέρωμα Γενάρη

Αγγελική Ελευθερίου, Μια Άδεια Θέση, 
εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011



A couple rings in the New Year with party blowers and streamers, circa 1930.
_____________



Παραμονή


Για σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος·
οι ατέλειες στο πορτραίτο –
το τεθλιμμένο βλέμμα
η αμήχανη σύσπαση των χειλιών –
σε αφήνουν αδιάφορη.

Στην πολύχρωμη σιωπή
της αγαπημένης σου βραδιάς
(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)
γιόρτασα την ακινησία του χρόνου.
Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες
χορεύουν με τους ζωντανούς.

Σκοτείνιασε νωρίς.


Χάρης Βλαβιανός, «Παραμονή», Από τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996.
Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», εκδ. Νεφέλη, 2013



Baudelaire, Dead Poets Art - Troy Youngblood Art
__________


Απογευματάκι Ιανουαρίου



δεν στρίβω γωνίες, αλλά παραπατάω
σε ευθείες. Σκέπτομαι τους πεθαμένους
ποιητές, που δεν βλέπουν αυτές τις ώρες:
το φως να κάθεται στα δέντρα
και να συγκρατεί τις αναμνήσεις,
τον καφέ εσπρέσο με το τσιγάρο,
τον σκούρο ουρανό και κάπου αλλού
να βρέχει. Θα φορούσαν βαρύ παλτό,
κασκόλ, και θα βάδιζαν γρήγορα
μη τους πιάσει η μπόρα.
Σε μια βιτρίνα καθυστερούν
και κοιτάζουν τα ρούχα της εποχής.
Θυμούνται τα ραντεβού τους
και τη ροή του έρωτα.
Τέλος πάντων, είναι άνθρωποι
και γυρίζουν σπίτι.
Όλα όμως τα παραπάνω
και άλλα πολλά τα γράψανε
στα παλιά τους τα παπούτσια
και πεθάναν.

Γιάννης Κοντός, Απογευματάκι Ιανουαρίου,
Από την ποιητική συλλογή "Ο αθλητής του τίποτα", εκδόσεις Κέδρος



In January Werner Berg, In January, 1972
_____________





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου