«Οι τραυματίες έμειναν στο έλεος των Εγγλέζων, πεσμένοι πάνω στο δάπεδο του διαδρόμου, πνιγμένοι στα αίματά μας, να βογκάμε και μερικοί να ξεψυχάνε. Τα πόδια μου και τα δυο τα αισθανόμουνα σαν λιωμένα. (…). Άρχισα να σέρνομαι στον διάδρομο. Σύρθηκα περίπου 30 μέτρα. Βγήκα από την πόρτα στο πλατύσκαλο και γαντζώνοντας τα χέρια μου στα σκαλιά, κατάφερα να κατέβω τη μικρή μαρμάρινη σκάλα που έβγαζε στην αυλή του Πολυτεχνείου. (…) Όπως ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα και ανίκανος πια να κάνω οτιδήποτε, παρακολούθησα λεπτό με λεπτό τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου» έγραψε αργότερα ο αγωνιστής Φοίβος Τσέκερης, φοιτητής της Αρχιτεκτονικής και διμοιρίτης του Λόχου «Μπάιρον».
Τραυματίας θα βγει από τη μάχη του Πολυτεχνείου και ο ΕΠΟΝίτης σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, ο οποίος στα γεγονότα εκείνα θα συλληφθεί από τους Βρετανούς. Ο Δαμιανός μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο είχαν νωρίτερα σταθεί μπροστά στο βρετανικό τανκ, δίνοντας την ευκαιρία σε σπουδαστές του Λόχου «Μπάιρον» να διαφύγουν. Ο Κούνδουρος ήταν τότε μόλις 17 ετών. Στη μάχη του Πολυτεχνείου πολέμησε έχοντας διαμπερές τραύμα στο αριστερό του χέρι και έφυγε έχοντας τρεις σφαίρες σφηνωμένες στο σώμα του, «υπολείμματα», όπως διηγιόταν ο ίδιος, «από τις 50 σφαίρες πολυβόλου» που είχαν κάνει κόσκινο τον φίλο του Ισίδωρο, γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του.
Την ίδια νύχτα ο Κούνδουρος πιάνεται αιχμάλωτος και οδηγείται στο Γουδί, για να μεταφερθεί την επομένη σε αφρικανικό στρατόπεδο. Καταφέρνει να το σκάσει μαζί με τον Ισίδωρο, γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του. Οι ριπές των πυροβόλων στοχεύουν και τους δυο τους. Ο φίλος του σκοτώνεται επί τόπου, ο ίδιος τραυματίζεται. Θα ξαναβρεί τις αισθήσεις του μέσα σ' ένα νοσοκομείο γεμάτο Εγγλέζους τραυματίες, καθώς για Άγγλο τον είχαν περάσει κι αυτόν.
Παραμονή Χριστουγέννων κι ενώ όλες τις προηγούμενες βδομάδες, ο Κούνδουρος λογαριαζόταν για πεθαμένος, ήρθε η μάνα του, ντυμένη στα μαύρα, μαζί μ’ «έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που την κράταγε από το μπράτσο». Ήταν ο ξάδελφός του ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό.»
Ο Δεκέμβρης του '44 είχε βρει το σπίτι μας ανάστατο. Ο πατέρας ξεκουραζότανε στο πρώτο νεκροταφείο τρακόσια μέτρα από το σπίτι μας. Ο Γιουσούφ, ο αράπης, είχε χαθεί το '41, τη χρονιά της πείνας και του θάνατου. Είχε φύγει στον Υμηττό να βρει τίποτα ξύλα για το παγωμένο σπίτι και δεν ξαναγύρισε. Ο αδελφός μας ο Ρούσσος έφυγε μια μέρα χωρίς να πει τίποτα. Ο Γιώργος μπήκε στα Νομικά να γίνει δικηγόρος, σαν τον πατέρα μας. Κι εγώ ονειρευόμουνα όμορφες ζωγραφιές με συννεφιασμένα τοπία και αρχαίες κολόνες πνιγμένες στα αγριόχορτα.
Πίσω πάλι, στην αρχή του μεγάλου λάθους. Τρεις του Δεκέμβρη ήτανε. Από πόρτα σε πόρτα μας ήρθε η εντολή από το αρχηγείο στου Γκύζη. Μαζευτείτε όσοι μπορείτε, χτυπήστε πόρτες και κουδούνια και το χάραμα στην κεντρική αυλή του Πολυτεχνείου. Βρεθήκαμε τρεις στη γειτονιά και τραβήξαμε για το σπίτι του Δημήτρη. Μας άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, κι εμείς χωθήκαμε κάτω από τη σκάλα που μύριζε ξύλο και παλιούς τοίχους. Σύραμε μια κουρελού και καθίσαμε οι τρεις στο πάτωμα. Δε μιλάγαμε. Σε λίγο φτάσανε κι άλλοι δυο με όπλα, σπρώχνοντας διστακτικά τη μισάνοιχτη εξώπορτα. – Γεια σας, λέει ο ένας, έχει θέση; Κάναμε λίγο χώρο και στριμώχτηκαν κι αυτοί ανάμεσά μας. Ο πρώτος ρωτάει: – Σφαίρες έχετε; – Όχι... Βγάζει από το σάκο του και μας μοιράζει δύο δεσμίδες στον καθένα. Θα πάρετε όπλα αργότερα, λέει. Ήτανε πιο μεγάλος από μας κι εμείς σωπαίναμε. Έβαλα τις σφαίρες στην τσέπη του σακακιού μου.
Σκοτώσανε κόσμο, λέει ο ένας.
Πάλι σιωπή. Από το επάνω πάτωμα ακούσαμε να κατεβαίνει κάποιος τη σκάλα που έτριζε. Ήτανε το αφεντικό του σπιτιού, τότε μου φάνηκε γέρος, μα δε θα 'τανε πιο πολύ από πενήντα χρονών. Έσκυψε να μην χτυπήσει στα ξύλα της σκάλας, κι άφησε στο πάτωμα μια μπουκάλα νερό κι ένα πιάτο με παξιμάδια κι ελιές. – Δεν έχω τίποτ' άλλο, λέει, και μου φάνηκε σα μια συγγνώμη στη φωνή του, κι ένιωσα μια ταραχή που μπήκαμε στο ξένο σπίτι, που κρατούσα με την πόρτα ανοιχτή, που τα όπλα μας ταράζανε τη σιωπή του άγνωστου σπιτιού, που δεν τους βλέπαμε αλλά νιώθαμε τους κατοίκους του να κινούνται αθόρυβα στο πάνω πάτωμα.
Κανείς δεν κοιμήθηκε και πέρασε η νύχτα στη σιωπή. Μόλις έφεξε, αυτός με τις σφαίρες σηκώνεται και λέει, άντε πάμε. Ο άνθρωπος από το πάνω πάτωμα ξεπροβάλλει στην κορυφή της σκάλας. Καλημέρα, λέει, κι αφήνει έναν δίσκο στο πλατύσκαλο. Κάποιος μ' άγγιξε στον ώμο, άντε πάρ' τον, λέει. Ανεβαίνω τα σκαλιά και μου φάνηκε πως τρίζανε πιο δυνατά από χτες, όταν τα κατέβηκε ο άνθρωπος που ήτανε δικά του. Παίρνω το δίσκο, πέντε φλιτζάνια καφέδες, πέντε ποτήρια με νερό, ένα πιατάκι με παξιμάδια, όλα νοικοκυρεμένα όμορφα όμορφα σ' ένα κεντητό κάτασπρο πετσετάκι. Πιάνω προσεκτικά το δίσκο και μόλις τόλμησα να ρίξω μια κλεφτή ματιά προς τα μέσα. Δεν είδα τίποτα, το σπίτι έμοιαζε τυλιγμένο στη σιωπή του, τρομαγμένο λες από τους οπλισμένους άγνωστους που είχαν φωλιάσει κάτω από τη σκάλα. Ήμουνα παγωμένος, μισό το πρωινό κρύο, μισό ένας κόμπος που είχε θρονιαστεί εκεί, κάπου στο στήθος ή στο στομάχι, ένας βουβός φόβος γι' αυτό που έδειχνε να έρχεται από ένα κάπου που δεν ήτανε πια τόσο μακρινό. Βγαίνοντας στο δρόμο έριξα μια ματιά πίσω μου, στο σπίτι που στέγασε τη νύχτα τους μυστικούς φόβους μας. Ψηλά στο μπαλκόνι είδα τις φιγούρες από δυο γυναίκες που μας κοιτάζανε σιωπηλές.
Λίγες ώρες νωρίτερα είχε γίνει το φονικό. Η πόλη πάγωσε. Στο Σύνταγμα, από τις ταράτσες του μεγάλου ξενοδοχείου πέσανε οι πυροβολισμοί. Κανείς δεν πρόλαβε να δει, κανείς δεν πρόλαβε να σκεφτεί και η άσφαλτος ανάμεσα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και το ξενοδοχείο βάφτηκε με αίμα.
Ο αγριεμένος λαός που μόλις πριν λίγη ώρα γιόρταζε σε δρόμους και πλατείες τη λευτεριά του, σήκωσε στους ώμους τα σώματα των νεκρών, ζεστά ακόμα, και κατέβαινε μουγκός και απειλητικός την Πανεπιστημίου τραβώντας, ποιος ξέρει γιατί, προς την πλατεία της Ομόνοιας. Μια αγωνία πλανιόταν στον αέρα, στις γειτονιές είχαν αρχίσει να μαζεύονται ομάδες και να μοιράζονται όπλα.
Αθήνα 5 Δεκεμβρίου 1944. 21 νεκροί και 140 τραυματίες ο θλιβερός απολογισμός της ύπουλης φασιστικής επίθεσης από τα παλαιά ανάκτορα εναντίον του λαού σε ογκώδες συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος. Ο άγγλος στρατηγός Σκόμπυ κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Τη νύχτα της Κυριακής ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τα αστυνομικά τμήματα Βύρωνος, Καισαριανής, Ζωγράφου, Κυψέλης, Κολωνού και Πατησίων. Στο Θησείο χίτες σκότωσαν με χειροβομβίδες τρεις φοιτητές.
Ταυτόχρονα ήρθε η εντολή από το αντάρτικο αρχηγείο, στημένο πρόχειρα στο λόφο του Γκύζη. Απ' εκεί αγνάντευε όλη την πόλη από τον Υμηττό ως την Πάρνηθα και παραπέρα. Ο Λόχος των σπουδαστών διαλυμένος μέσα στις χαρμόσυνες μέρες της ειρήνης πήρε γρήγορα το μήνυμα. Συναχτήκανε οι παλιοί, μαζί κι εμείς οι πιο νέοι, σπουδαστές από το Πολυτεχνείο, το Χημείο, τη Νομική. Μέσα σε μια χαμηλόφωνη ταραχή, μοιραστήκαμε τα όπλα που μας δώσανε, τουφέκια μάουζερ και πολυβόλα στεν γερμανικά και πιστόλια παραμπέλουμ. Και σκορπίσαμε η κάθε ομάδα σε άλλο πόστο. – Εσύ στο Πολυτεχνείο, παίρνω την εντολή, και μην κυκλοφορείτε μονάχοι, λέει ο μεγάλος. Είχε νυχτώσει πια, Δεκέμβρης ήτανε μα δεν έλεγε ακόμα να χειμωνιάσει.
Το δεκαοχτάχρονο μυαλό μου το τυραννούσαν ερωτήματα χωρίς απάντηση. Ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, ποιος είμαι εγώ.
Στη μεγάλη αυλή του Πολυτεχνείου σύντροφοι πηγαινοέρχονταν κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, κι η ανησυχία που τους έσπρωξε να μαζευτούν στην αυλή θρεφότανε από τις χαμηλές φωνές και την αργή προσεκτική κίνηση κάτω από τις στοές και τα παρτέρια του κήπου. Όσο έπεφτε το σκοτάδι τόσο και πιο πολύ νιώθαμε αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, κι ας ήτανε η οδός Πατησίων γεμάτη βουερό πλήθος που κύλαγε αργά προς το κέντρο. Δεξιά κι αριστερά η Στουρνάρα κι η Τοσίτσα, χωρίς κόσμο, μοιάζανε ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στο σχολείο και την ανήσυχη πόλη.
Τα παιδιά με τα τουφέκια πληθύνανε, δυο τρεις μεγάλοι με τα πιστόλια στη μέση φανήκανε να μπαινοβγαίνουν από την πίσω πόρτα της Στουρνάρα που κάποια στιγμή την αμπαρώσανε από μέσα, κι όσοι ήτανε να μπουν και να βγουν πηδάγανε στην Μπουμπουλίνας από τα παράθυρα του Χημείου. Από κει μπαίνανε τώρα και μερικοί μεγάλοι με τα όπλα τους, με γένια και μαύρους σκούφους, αντάρτες του Παρνασσού που περνώντας από την Πάρνηθα είχαν κατέβει και στρατοπέδευσαν πίσω από τα Τουρκοβούνια, δεν προχωρήσανε πιο κάτω, καθώς η πόλη φοβότανε τα γένια τους και τα όπλα τους και τον αέρα του βουνού που σέρνανε μαζί τους.
Απέναντι από την κεντρική πύλη, στην άλλη πλευρά της Πατησίων, ορθωνόταν σιωπηλό και απειλητικό το κτίριο της Casa d'Italia, αρχηγείο μέχρι προχτές της γερμανικής Feldkommandantur. Εκεί είχαν τρυπώσει τώρα εκείνα τα βρομερά ξεβράσματα της πολεμικής αναταραχής, χαφιέδες και συνεργάτες των Γερμανών. Σάπια φρούτα, γεννήματα της πείνας, της απελπισίας και της παράνοιας.
Κάποια στιγμή καθώς βγήκα από την πίσω πόρτα να βρω παλιούς συντρόφους που είχαν χαθεί μέσα στον κόσμο, ακούω μια ευγενικιά φωνή. – Νίκο, παιδί μου, εσύ είσαι; Δε σε γνώρισα... Ο μικρόσωμος κύριος απέναντί μου κοίταζε το στεν που κρεμότανε στον ώμο μου. Ήταν ο κύριος Εδμόνδος, φίλος της μάνας μου, στα παλιά χρόνια διευθυντής του Αγγλικού τηλεγραφείου στα Χανιά. Από κείνη την εποχή του έμεινε το σακάκι με τα μικρά καρό, ο άσπρος σκληρός γιακάς σε γαλάζιο πουκάμισο, το μπαστούνι με την ασημένια λαβή. Τον παίρνω από το χέρι και τον οδηγώ στην πόρτα του σπιτιού του, περνώντας μέσα από τους οπλισμένους σπουδαστές που σώριαζαν το 'να πάνω στο άλλο ό,τι υλικό κουβάλαγαν από τις αυλές και τα κοντινά σπίτια, στήνοντας το πρόχειρο κάστρο τους, έτοιμοι για όλα.
Τις δυο πλευρές του δρόμου ένωνε τώρα το πρόχειρο οδόφραγμα κι από πίσω του κυκλοφορούσαν κιόλας σκυφτοί οι άντρες με τα όπλα περασμένα στους ώμους, βιαστικοί να περάσουν στην απέναντι πλευρά, στα δρομάκια γύρω από το μεγάλο ξενοδοχείο στη Θεμιστοκλέους. Εκεί είχαν ταμπουρωθεί οι ταγματασφαλίτες, που σα φαντάσματα είχαν ξετρυπώσει από τα λαγούμια που τους είχε στριμώξει το αμέτρητο άοπλο πλήθος που πλημμύριζε σε την Πανεπιστημίου από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια. Σκόρπιοι πυροβολισμοί ανακατευόντουσαν με το βουητό από τα μακρινά θυμωμένα τραγούδια που φτάσανε μέχρι το οδόφραγμα, σκορπίζοντας στον αέρα μια ανήσυχη υποψία για κάτι κακό που θα ξέσπαγε από στιγμή σε στιγμή. Μα κανένας δε μάντευε το μακελειό που παραμόνευε έξω από τους τοίχους και τα σπίτια της ανυποψίαστης πόλης.
Είχε πια νυχτώσει για καλά. Ο αχός από τις χιλιάδες του κόσμου που είχε πλημμυρίσει την Αθήνα από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια έφτανε μέχρι εμάς. Μόλις διακρινόταν το τραγούδι των παρτιζάνων, πιο πολύ ένιωθα παρά ξεχώριζα τα λόγια, μαζί κι εκείνη την αδιόρατη ανατριχίλα. Ήτανε το τραγούδι των νεκρών.
Τώρα ο κόσμος στη μεγάλη αυλή είχε αραιώσει. Τα τουφέκια πήρανε τη θέση που τους όρισε αυτός που έμοιαζε να ξέρει τι πρέπει να γίνει. Στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου, πάνω στην ταράτσα, φανήκανε σκιές, άνθρωποι κι όπλα, κι η Πατησίων σιγά σιγά εσώπασε.
Απέναντι, το σκοτεινό κτίριο της Casa d'Italia φάνταζε σιωπηλό κι απειλητικό, κατοικημένο από τα φαντάσματα των Γερμανών και κάμποσους Έλληνες δικούς τους πόσοι να 'ταν άραγε; - που περιμένανε να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου για να παζαρέψουν με το καινούργιο κράτος τη ζωή τους.
Η νύχτα είχε σκεπάσει πια για τα καλά την πόλη, η Πατησίων έμοιαζε έρημη από ζωή, όταν ακούστηκε από μακριά ένας ξένος θόρυβος, αόρατος και κάπως ανατριχιαστικός. Στην αυλή η σιωπή είχε γίνει πηχτή σαν το σκοτάδι. Ο θόρυβος, πιο καθαρός τώρα, μονότονος και μαζί στριγκός, ώσπου σιγά σιγά ξεχώρισε το τρίξιμο σίδερου πάνω σε σίδερο. Τανκς, φώναξε κάποιος που 'χε σκαρφαλώσει στην κολόνα της πύλης, και ο ήχος όλο και πλησίαζε, απειλητικός, ξεσκίζοντας την άσφαλτο και το πέτρινο πεζοδρόμιο. Και τότε φάνηκε ο τεράστιος όγκος.
Εγγλέζικο είναι, κυκλοφόρησε γρήγορα η φήμη, κι εμείς έπρεπε να καταλάβουμε τι έγινε, γιατί μόλις χθες τραγουδούσαμε μαζί στους δρόμους με τα γελαστά παιδιά από την Αγγλία, νοικοκυρεμένα μέσα στα ατσαλάκωτα ρούχα τους και τους βυσσινιούς σκούφους.
Μια μάζα σίδερα έμοιαζε το μεταλλικό ζώο καθώς τρίζοντας μέσα σε χιλιάδες σιδερένιους ήχους, στάθηκε ακίνητο μπροστά στην πύλη. Ένας σκοτεινός όγκος από γρανάζια κι ατσάλινες πλάκες. Στο βάθος της αυλής, στα κτίρια των μηχανικών και στο Χημείο η κίνηση ήταν τώρα πιο γρήγορη. Από τα παράθυρα της Μπουμπουλίνας πηδάγανε προς τα έξω και προς τα μέσα σκιές σβέλτες, νευρικές, μηνύματα φεύγανε και μηνύματα ερχόντουσαν, το σιδερένιο ζώο είχε θρυμματίσει σε χιλιάδες θρύψαλα εκείνη την απροσδιόριστη και σιωπηλή προσμονή που μας κράταγε όλη τη μέρα φυλακισμένους στην αυλή του σχολείου.
Μέσα σε φοβερό θόρυβο, η σιδερένια μάζα σαλεύοντας αργά μέσα σε βογκητά και τριγμούς, έστριψε επιτόπου το μουσούδι του κανονιού και σημάδεψε το κέντρο της πύλης, παίρνοντας αργά αργά χωρίς να βιάζεται την τελική θέση του. Ένας προβολέας μας στράβωσε. Τραβηχτήκαμε πίσω, και τα τουφέκια κατέβηκαν βιαστικά από τους ώμους και σφίχτηκαν στα χέρια, μ' ένα τρέμουλο, παιδιά είμαστε ακόμα, κι ας είχαμε μεγαλώσει πριν την ώρα μας, καθώς η μια μέρα δεν έμοιαζε με την άλλη και κανένα μέτρημα δεν έμοιαζε με το προηγούμενο. Τότε ακούστηκε το μεγάφωνο. Η φωνή μεταλλική, ήσυχη, χωρίς θυμό, ξενική, δεν είχε τίποτα απ' τις δικές μας φωνές, τα χάρτινα χωνιά, τα λόγια τα προκαλεστικά, λαέ του Γκύζη, της Κοκκινιάς, του Πειραιά και ένας προβολέας χίμηξε από τον στρογγυλό πύργο του ζώου και φώτισε με κάτασπρο παγερό φως τις κολόνες, τα μάρμαρα, τα δέντρα. Κάναμε λίγα μέτρα πίσω και κρυφτήκαμε. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι εκείνα τα ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, πετάξανε ψηλά στον παγωμένο ουρανό του Δεκέμβρη και χάθηκαν.
Η εντολή, πιο έντονη αυτή τη φορά. Μείνετε μέσα και περιμένετε. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτε άλλο, εκτός από ένα γρήγορο γιατί, ακόμη μια ερώτηση χωρίς απάντηση.
Άξαφνα, το μεταλλικό ζώο βγάζει ένα μουγκρητό και προχωρά μπροστά, όσο χρειάστηκε να γκρεμίσει τη βαριά πύλη και να σταθεί ακίνητο και θριαμβευτικό πάνω στα νικημένα σίδερα. Και μετά, ο φοβερός βρόντος, λες από χιλιάδες κάννες που όλες μαζί τινάξανε στο διάφανο φωτισμένο κενό το πυρωμένο μολύβι τους. Κι εκεί που κανένας δεν το περίμενε, οχτώ ρουκέτες, δίπλα η μια στην άλλη, προβάλανε το δολοφόνο μουσούδι τους καλά στεριωμένες στο μπροστινό μέτωπο του σιδερένιου πύργου.
Μια μοναδική μπαταριά ήτανε, κι ύστερα σιωπή. Γύρω από το θηρίο ξεπροβάλανε σκιές ανθρώπων με βυσσινιά μπερέ, το πυροβόλο κρεμασμένο στον δεξή ώμο και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Κι έπειτα φωνές σκόρπιες μέσα στο σκοτάδι και το μεγάφωνο μίλησε πάλι κι ούτε καταλάβαμε πότε γέμισε η αυλή από στρατιώτες που προχωρούσανε αργά, με τις κάννες των όπλων καταπάνω μας και τα μικρά φανάρια κρεμασμένα στο στήθος τους.
Βλέπω τους συντρόφους να γλιστράνε σκυφτοί προς το κεντρικό κτίριο, προφυλαγμένοι μέσα στο πηχτό σκοτάδι που μας χώριζε σα μαχαιριά από την εκτυφλωτική μάζα του προβολέα. Έκανα σιγά σιγά πίσω και χώθηκα στο μεγάλο στρογγυλό αίθριο του κεντρικού κτιρίου. Τυφλός, ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι, φτάνω στη βάση του τεράστιου γύψινου Ηρακλή και κρύβομαι πίσω από το ρόπαλό του, και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Φωνές πλησιάζανε, κοφτές, σαν παραγγέλματα, τα φωτάκια είχανε γεμίσει το χώρο, από μπροστά μου περάσανε άνθρωποι με τα χέρια σταυρωτά πάνω στο κεφάλι, οι Άγγλοι τους σπρώχνανε μαλακά με τις κάννες των στεν στην πλάτη.
Έμεινα μόνος πίσω από το αριστερό πόδι και το ρόπαλο του Ηρακλή, κι ο νους χοροπήδαγε σαν τρελός, ώσπου ένιωσα να σαλεύει η σκιά δίπλα μου, κι η φωνή ακούστηκε επιτακτική αλλά φιλική κι έτσι μου φάνηκε, σχεδόν τρυφερή. Μας κυκλώσανε. Άσε το όπλο σου και βγες με τους άλλους.
Χώθηκα στο σκοτεινό άνοιγμα μιας πόρτας, και στο μισόφωτο διέκρινα τη μαρμάρινη σκάλα που ανέβαινε ψηλά στο κυκλικό κεντρικό μπαλκόνι. Και τότε ακούω μια φωνή, κάτι σαν βογκητό, σαν παράπονο πληγωμένου ζώου. Πλησίασα. Μια σκούρα μάζα σωριασμένη ανάμεσα στο πλατύσκαλο και το πρώτο σκαλοπάτι. Δε βογκούσε πια. Τον πλησίασα και ανασήκωσα το κεφάλι του. Από το άνοιγμα του παλτού ανάμεσα σε δύο κουμπιά, είδα το ύφασμα να μουσκεύεται από πηχτό σκούρο αίμα. Στην κοιλιά σκέφτηκα, μα δεν τόλμησα να κάνω τίποτα και ο λεκές μεγάλωνε. Έβγαλα το στρατιωτικό σακάκι μου, το δίπλωσα, ανασήκωσα το κεφάλι του και τ' ακούμπησα πάνω στο σκληρό ύφασμα.
Ανάσαινε βαριά, έτσι είναι ο ρόγχος σκέφτηκα, τινάχτηκα και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες να βρω βοήθεια. Στο σκοτάδι κατάλαβα πως είχαν φύγει όλοι από τα πίσω παράθυρα. Χίμηξα στο πιο κοντινό κι έψαξα με τα μάτια έξω την παγερή ερημιά. Ο χτυπημένος σκέφτηκα θα 'χει πεθάνει. Άκουγα τον ξερό ήχο από τις μπότες των Άγγλων που πλησιάζανε. Πέταξα το όπλο μου, άδειασα τις σφαίρες από τις τσέπες μου, σταύρωσα τα χέρια πάνω στο κεφάλι και παραδόθηκα. Λίγο αργότερα, την ώρα που μας στοιβάζανε στο στρατιωτικό καμιόνι μετρηθήκαμε. Τριάντα αγόρια κι ένα κορίτσι. Η Βάσω. Σε έντεκα μέρες, στις δεκαπέντε, θα γινόμουνα δεκαοχτώ χρονών.
Η πόλη είχε μπει σε πόλεμο. Την άλλη μέρα ένα κάρο φορτωμένο τους πρώτους νεκρούς φτάνει στην αρχή της Σόλωνος. Ο Εδμόνδος πανικόβλητος διακρίνει στο ματωμένο κάρο, ανάκατα στο σωρό με τους στοιβαγμένους νεκρούς τον Νίκο. Ανηφορίζει τη Σόλωνος και φτάνει στο Κολωνάκι, στην οδό Ηρακλείτου, στο σπίτι μας. Ήταν πια προχωρημένος ο Δεκέμβρης, όταν πέρασε το μεγάλο φονικό και μπήκε τάξη στην πόλη και τα ξεθαμμένα πτώματα φωτογραφήθηκαν κι οι φωτογραφίες κυκλοφόρησαν εκεί που έπρεπε και τον ονόμασαν ο «Κόκκινος Δεκέμβρης».
Ο κύριος Εδμόνδος βρήκε το σπίτι ανάστατο και τη μητέρα να μπαινοβγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να μοιράζει καθαρά σεντόνια και καφέδες στους απρόβλεπτους μουσαφίρηδες που καταφύγανε έξω από τη φωτιά του πολέμου, στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος Εδμόνδος ήτανε φίλος του σπιτιού, γεροντοπαλίκαρο, καθολικός.
Εδώ υπάρχει ένα κενό. Η εικόνα ξεκαθαρίζει πάλι, με τη μητέρα και το θείο αλαφιασμένους, να ρωτάνε τον αστυφύλακα που έστεκε στην πόρτα του βασιλικού κήπου. Ένα φορτηγό βγαίνει αργά κι η μητέρα γλιστρά στο πλάι του και χάνεται τρέχοντας στα δέντρα. – Πού τους θάβουν, ρωτά λαχανιασμένη έναν που 'ρχεται αντίστροφα από το βάθος. – Εκεί, λέει αυτός και δείχνει. Και ξαφνικά ο δρόμος γέμισε κόσμο, άνθρωποι βιαστικοί, κάποιοι κρατούσαν φορεία, άλλοι κλαίγανε με τα πρόσωπα χωμένα στο μαντίλι τους. Όταν η μητέρα έφτασε στους λάκκους, οι εργάτες ρίχνανε το τελευταίο χώμα. Κάποιος έδινε εντολές κι η μητέρα τον πλησίασε, δεν μπορούσε να βγάλει λέξη, ο άνθρωπος της λέει να κάνει στην άκρη, εμποδίζει. Ο θείος φτάνει και κρατά στο χέρι ένα χαρτί. – Είμαι γιατρός, λέει, πες τους να τραβήξουνε το χώμα... Ύστερα, χαμηλά. Είναι ο γιος της... Η μάνα βγάζει λαχανιασμένη τη βέρα της και την απλώνει στον άνθρωπο. – Δώστε την στα παιδιά... Για τον κόπο τους...
Πάλι η εικόνα χάνεται, η μητέρα έχει τώρα πεθάνει, έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε κι ο Κ. είχε ακούσει τόσες φορές την ιστορία, μια από τη μητέρα, μια από τον θείο, και πάλι από τη μητέρα που χαμογελά καρτερικά...
– Έψαχνα στο χέρι μου να βρω - τη δικιά μου βέρα μα δεν μπορούσα να δω τα γράμματα. Του πατέρα σου τη βέρα δε θα την έδινα με τίποτα... Ο άνθρωπος τα έχασε και μου φαίνεται πως μου φίλησε το χέρι... Δεν είμαι σίγουρη, αν και τόσες φορές το 'χω σκεφτεί αυτό... Γιατί να μου φιλήσει το χέρι; Κι όμως το φίλησε... – Έλα τώρα... μη τα σκέφτεσαι αυτά... περάσανε, λέω. - Θυμάμαι όμως πως η γιαγιά σου μου 'πε να σκεπάσω τους καθρέφτες με μαύρα τούλια... Πού να τα βρούμε τα τούλια εκείνες τις ημέρες... όμως όταν κάναμε τα εννιάμερα... εδώ η μητέρα κόμπιασε... Θεέ μου, τί λέω... τρελάθηκα... άντε τώρα, φύγε από δω.
Ήτανε δακρυσμένη κι εγώ έκανα πως δεν είδα... Για τους τάφους στον κήπο δεν ξαναμίλησε... Είχε δίκιο η μάνα... Ξέχασέ τους... Άλλοι κλάψανε τότε, άλλοι παρακαλέσανε τους ανθρώπους να τραβήξουνε τα χώματα, άλλοι γυρίσανε στα σπίτια τους κι έλειπε ένας... Ευτυχώς η γιαγιά δε βρήκε μαύρα πανιά να σκεπάσει τους καθρέφτες...
Σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν τη λέξη. Αιχμάλωτος... Τι σόι αιχμάλωτος ήμουνα, ποιος ήταν ο εχθρός μου, πού έγινε πόλεμος και γιατί ήτανε αιχμάλωτος τούτος ο λαός που σπρωχνότανε τώρα να χωρέσει στο μεγάλο τολ στις ρίζες του Υμηττού. Ένας ολόκληρος κόσμος ντυμένος τα χειμωνιάτικα παλτά του, τυλιγμένοι στα κασκόλ και τα μάτια γεμάτα απορία, ποιανού νικητή ήταν νικημένοι; Και ο εχτρός άφαντος, ίσα που πρόφτασα να δω στην τεράστια μπούκα του τολ δυο οπλισμένους με στολή, δεν κατάλαβα αν ήταν Έλληνες ή ξένοι, Άγγλοι ίσως, αυτοί του Πολυτεχνείου.
Το μυαλό παγωμένο δε σκεφτότανε πια, μόνο έβλεπε το μεγάλο στρατιωτικό χτίσμα που θα χώραγε πάνω από χίλιους ανθρώπους. Είμαστε καθισμένοι στο παγωμένο τσιμέντο, έξω ο Δεκέμβρης δεν είχε ακόμη ρίξει το χειμωνιάτικο κρύο του. Η σιωπηλή μάζα μόλις και σάλευε όταν κάποιος σηκωνότανε να πάει μέχρι τα βαρέλια που 'χανε στήσει για κατούρημα. Άρχισε να σιγοβρέχει και σε λίγο τα νερό δυνάμωσε. Ο μονότονος θόρυβος στις λαμαρίνες στην καμπυλωτή στέγη μούδιαζε το μυαλό, η κούραση βάραινε τη σκέψη, το σώμα παγωμένο κι αυτό μαζευότανε κουβάρι, να μην πιάνει πολύ τόπο, να μην αφήνει την υγρασία να το νικήσει.
Αργά τη νύχτα το βαρύ στρατιωτικό όχημα διασχίζοντας την οδό Σταδίου σταμάτησε πίσω από το κτίριο της παλιάς Βουλής. Η σιδερένια πόρτα του ανοίγει απότομα, ο τραχύς θόρυβος του σίδερου που χτύπησε σ' άλλο σίδερο μας έκανε να στρίψουμε ταραγμένοι τα μάτια μας προς το σκοτεινό άνοιγμα. Ελληνικές και αγγλικές φωνές και κοφτές εντολές και σπρωξίματα μας κατεβάζουν από το αγγλικό καμιόνι και μας φορτώνουν σ' ένα άλλο που είχε πλευρίσει δίπλα.
Η πιο μικρή αλλαγή μάς γέμιζε τρόμο, ξέραμε πως κάπου οι Άγγλοι θα ζήταγαν να μας ξεφορτωθούν, κι από χθες το βράδυ είχαμε ακούσει να κυκλοφορεί το όνομα της ταξιαρχίας του Ρίμινι. Ήτανε σκληροί πολεμιστές της Βόρειας Αφρικής, ορκισμένοι αντικομμουνιστές και στήριγμα της κυβέρνησης, που μετά από ατέλειωτα παζάρια είχε ορίσει τους όρους για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Ακούστηκαν τα πρώτα ψιθυρίσματα, μας πάνε στο Γουδί. Δυο τρεις που βρήκανε μολύβι και χαρτί στην τσέπη τους γράψανε βιαστικά, μας πάνε για τουφέκι, ζήτω η δημοκρατία, ζήτω το ΕΑΜ. Και πέταξαν το χαρτί στο δρόμο. Θα 'τανε 5 ή 6 του Δεκέμβρη, η Αθήνα κρύα και έρημη, το αγγλικό φορτηγό ανεβαίνει τη Σταδίου, περνά μπροστά από τα παλιά ανάκτορα και τραβάει βορινά. Βγαίνοντας από την πόλη, στρίβει απότομα δεξιά, μπαίνει στο δρόμο για την Καισαριανή, και συνεχίζει στην ανηφόρα, κόβοντας ταχύτητα λίγα μέτρα πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια.
Εκεί, στη βάση του Υμηττού, ήταν ο τοίχος. Κάποτε το φορτηγό σταματάει κι ακούσαμε τη φωνή του λοχία, κάτω όλοι και στη σειρά, αφήστε τα πράματά σας στο φορτηγό. Η καρδιά χτύπαγε να σπάσει. Πήδηξα στο χώμα και την ίδια στιγμή κατάλαβα πως οι φωνές ήταν μόνο ελληνικές. Ο λοχίας μ' έσπρωξε να πάω μπροστά, να χωθώ πάλι στη σκοτεινή μάζα που αργοσάλευε καθώς ένας άλλος λοχίας βοήθαγε να σταθούμε στη σειρά κοντά στον τοίχο. Ένιωθα στο δεξί μου χέρι το χέρι του κοριτσιού να ψάχνει να πιαστεί από το μπράτσο μου. Από μακριά, μα δεν ήξερα πόσο μακριά ή πόσο κοντά, μια φωνή, κοφτή, απειλητική. Το κορίτσι, αν θυμάμαι, το λέγανε Βέρα.
Το αυτοκίνητο προχωρά αργά σε δρόμο με λακκούβες και τα πόδια μου δε με κρατούσανε, ο διπλανός μου από την άλλη μεριά του κοριτσιού με πιάνει από τα μπράτσα και με στήνει πάλι στα πόδια μου, η φωνή του ακούστηκε βραχνή, σιγανή, στάσου όρθιος σύντροφε. Το κορίτσι βάραινε στα χέρια μου. Και ξαφνικά ο θόρυβος από μηχανές αυτοκινήτων, και όσο να δούμε την εικόνα τους τα αυτοκίνητα φρενάρισαν απότομα. Απέναντι μια θαμπή εικόνα από στρατιωτικές στολές, φαντάροι και δυο τρεις αξιωματικοί. Διακρίναμε χαμηλά στα πόδια τους ξαπλωμένους πίσω από τσουβάλια τους φαντάρους με τα βαριά πυροβόλα στραμμένα καταπάνω μας. Τώρα, μετά από τόσο καιρό, δε θυμάμαι παρά μια εικόνα σκούρα μέσα στην πρωινή ομίχλη. Αυτό που είδα, η εικόνα, γρήγορα σκεπάστηκε από τους Άγγλους που είχαν πηδήξει από το άλλο φορτηγό και κάνανε μια γραμμή ανάμεσα σε μας και τη θαμπή εικόνα των άλλων. Οι Άγγλοι με τα βυσσινιά μπερέ μάς σπρώξανε σβέλτα στην ανοιχτή μπούκα του φορτηγού. Αργότερα, όταν ο νους ξεκαθάρισε, σκέφτηκα πως ήταν οι ίδιοι εκείνοι Άγγλοι που λίγες ώρες πριν σπάσανε τη σιδερένια πόρτα του σχολείου μας και γέμισαν την αυλή και τους μεγάλους σκοτεινούς θαλάμους βυσσινιούς μπερέδες και τα φαναράκια κρεμασμένα στο στήθος. Κι εμείς σιωπηλοί, κρυμμένοι μέσα στα σκουπίδια, με τον βαθύ σκοτεινό φόβο του άγνωστου φωλιασμένο μέσα μας.
Δεν πρόφτασα να σκεφτώ πώς βρέθηκα πάλι στην ανοιχτή κοιλιά του εγγλέζικου φορτηγού. Σωριάστηκα στο σιδερένιο πάτωμα. Κάποιοι πέσανε πάνω μου και ένιωσα το κορίτσι να πέφτει δίπλα μου και όλα θολώσανε. Έχω σκεφτεί τόσες φορές αυτή την ιστορία, μια τόση δα ιστορία είναι, ένα τίποτα λέω, μα τότε δεν ήξερα πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε τους Έλληνες στα δυο. Τους καλούς και τους κακούς. Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω.
Ο Κ. ανασηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι το μεγάλο άνοιγμα. Ένιωσε πίσω του τον Ισίδωρο που τον ακολούθησε. Σταθήκανε ώρα πολύ στο άνοιγμα, η βροχή είχε δυναμώσει. Λίγα μέτρα πιο πέρα ο προβολέας ξέσκιζε με αργή κίνηση το πυκνό πέπλο της βροχής και της νύχτας. Το μυαλό του Κ. δούλευε σαν τρελό. Ήξερε πως πίσω από τη βροχή, πέρα από το σκοτάδι, ήτανε το βουνό. Ο Υμηττός. Πέντε πηδήματα μέχρι την ξύλινη βάση του φυλάκιου, μάντευε το ύψος του από τη φωτεινή δέσμη του προβολέα. Μετρούσε το χρόνο που το φως θα 'κανε έναν κύκλο αφήνοντας στο πλάι και πίσω του πηχτό σα να 'χε σάρκα το σκοτάδι. Το νερό όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Μια τρεχάλα και ο Κ. θα χανότανε στη νύχτα. Και το βουνό εκεί μπροστά του, η λευτεριά...
Σιγά σιγά με χαμηλά ψιθυρίσματα κυκλοφόρησε η είδηση. Οι αιχμάλωτοι, κόσμος πολύς που στο πρώτο ξάφνιασμα πρόφτασαν να τους αρπάξουν από τα σπίτια τους κι από τους δρόμους, σπρωχνόντουσαν τώρα μέσα στο απέραντο υπόστεγο. Και το ξημέρωμα θα τους φορτώνανε σε αγγλικά οπλιταγωγά για τα στρατόπεδα της Αφρικής. Στην Ελ- Τάμπα, λέγανε, μα κανένας δεν ήξερε την ξένη λέξη. Κι εκεί στρατόπεδο, σύρματα γύρω γύρω κι η μισητή σκαλωσιά με τον προβολέα και το πυροβόλο. Τα ίδια δηλαδή.
Ο Ισίδωρος δίπλα του μιλάει ήσυχα, λες και άκουσε την ίδια θυμωμένη φωνή, το ίδιο κοφτό όχι. – Ξέρω μια σπηλιά, εδώ μεγάλωσα, στου Ζωγράφου. – Θα πηδήξουμε, λέει ο Κ., ως τους πασσάλους της σκοπιάς. Από κάτω τους δηλαδή. Κι από κει θα περιμένουμε το γύρο της λάμπας. Γύρισε και κοίταξε κλεφτά το αγόρι δίπλα του.
Ο Ισίδωρος. Ένα αδύνατο παιδί με σκούρο δέρμα και μικρό κούτελο, αγαθό και σιωπηλό που να μην ξέρεις πότε και τι σκέφτεται. Κι όμως όλοι τον ξέρανε, ήτανε παιδί της γυναίκας που σφουγγάριζε τα σκαλοπάτια του σχολείου. Και τώρα ακόμα φόραγε το παλτό του μεγάλου αδελφού μου που του 'χε δώσει η μάνα μου, όταν πια ο μεγάλος αδελφός χάθηκε.
Είχα από ώρα πάρει την απόφασή μου. Είχα προσέξει τον προβολέα που έκανε αργούς νυσταγμένους κύκλους στο στρατόπεδο, και σκέφτηκα πως θα 'χε κι άλλες λαμαρινένιες αποθήκες δεξιά και αριστερά από τη δική μας. Όταν πέρασε ο προβολέας και μας φώτισε μέτρησα τους κύκλους, να υπολογίσω πότε θα ξαναέρθει ο φωτεινός εχθρός μου. Ο ένας Άγγλος έφυγε, λέει μουρμουριστά ο Ισίδωρος, τώρα φεύγει και ο άλλος. Δεν πρόφτασε να τελειώσει και ο τρίτος Άγγλος έρχεται και με μια κλοτσιά κλείνει τη λαμαρινένια πόρτα. Καταλάβαμε πως δεν είχε μάνταλο ούτε κλειδί. Από τη χαραμάδα του μάσκουλου είδα τον τρίτο Άγγλο να χάνεται μες στη βροχή. Άνοιξα την πόρτα και όσο μπορούσα να δω διέκρινα απέναντι σε καμιά δεκαριά μέτρα τον ξύλινο πύργο με τα σταυρωτά δοκάρια και στην κορυφή στημένος ο προβολέας με τους αργούς φωτεινούς κύκλους του να ξεσκίζουν το πυκνό φράγμα της βροχής που όλο και δυνάμωνε.
Ο Ισίδωρος δίπλα μου κατάλαβε. Χρόνια μαζί μου, από το δημοτικό, σκιά μου στα παιχνίδια μας και αργότερα στους δρόμους της Αθήνας, με τη γροθιά ψηλά και το αδύνατο κορμί του να πολεμά να μη χαθεί μέσα στη μάζα των χεριών και των κορμιών του ξεσηκωμένου κόσμου. Να πολεμάμε με φωνές τους Ιταλούς, ύστερα τους Γερμανούς, και τώρα, από χτες, τους Άγγλους, τους σύμμαχους, τους φίλους. Τράβηξα βιαστικά την πόρτα να μη δει το μαύρο άνοιγμα ο προβολέας και πεταχτήκαμε έξω. Δέκα μέτρα ήτανε μέχρι τον ξύλινο πύργο και ίσα ίσα θα προφταίναμε τον δεύτερο κύκλο.
Δεν προφτάσαμε. Η ριπή του πολυβόλου σήμανε το τέλος της αθώας ζωής του Ισίδωρου και σφράγισε μια για πάντα τη δικιά μου. Οι σφαίρες από τη ριπή που μου ανήκανε σταμάτησαν τη σκέψη και χάθηκα...
Σκέφτομαι πάλι τον γιο της θυρωρίνας, τον Ισίδωρο, τον φίλο μου, πεσμένο μπρούμυτα μέσα στη λάσπη και λέω, ποιανού ο νους το βάνει. Ένα λεπτό πρωτύτερα μετράγαμε τα δευτερόλεπτα που 'θελε ο προβολέας να κάνει το γύρο του, και να κρυφτούμε πριν μας προδώσει.
Είμαι ζωντανός σκέφτηκα, κι ύστερα τίποτα. Γιατί δεν πονάω, μου σούβλισε η απορία το νου. Πέθανα ξανασκέφτηκα κι αφέθηκα καθησυχασμένος, ό,τι ήτανε να γίνει έχει γίνει.
Λέω, πως δεν χρειάστηκαν πάνω από δυο τρεις σφαίρες και καθώς το φονικό όπλο συνέχισε να ξερνάει τα πυρωμένα μολύβια του, ένιωσα το αριστερό πόδι να καίγεται κι έναν πόνο σα σουβλιά που κράτησε δευτερόλεπτα. Σωριάστηκα στο νερό, δίπλα στο σώμα του Ισίδωρου. Για λίγο έμεινα ακίνητος η φονική καμπύλη είχε κάνει τη δουλειά της και σταμάτησε. Τα δυο κορμιά πεσμένα μέσα στην πηχτή λάσπη μοιάζανε το ίδιο νεκρά. Ο πόνος που κράτησε μια στιγμή είχε χαθεί μέσα στη σιωπή. Περίμενα ασάλευτος. Ούτε πόνος ούτε κροτάλισμα πυροβόλου. Μόνο σιωπή. Μια περίεργη γαλήνη με κυρίεψε. Ο νεκρός με κοίταγε γεμάτος απορία με τα γυάλινα μάτια του. Το πρόσωπό του, μισό στη λάσπη και μισό έξω, γαληνεμένο, όμορφο, δεν πρόλαβε ο γρήγορος θάνατος να το τρομάξει. Για μια στιγμή είπα να του κλείσω τα μάτια, μα το χέρι μου δεν υπάκουσε. Ο Ισίδωρος ήταν νεκρός. Μα εγώ τι ήμουν;
Η βροχή χτύπαγε το βουρκωμένο νερό δίπλα μου. Έκανα να συρθώ πιο πέρα, και τότε κατάλαβα πως το μισό σώμα μου δεν υπήρχε. Σύρθηκα με τους αγκώνες. Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Το όπλο του Άγγλου με περίμενε ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωσα ν' αδειάζω από αίμα και απ' ό,τι άλλο έδινε ζωή στο σώμα μου. Ένα αόρατο χέρι μου 'κλεισε τα μάτια και χάθηκαν όλα.
Πολλές ώρες αργότερα, ίσως μια μέρα, ίσως δυο, ίσως τρεις, ξύπνησα. Σιγά σιγά το μουδιασμένο μυαλό έπιασε ήχους, φωνές ανθρώπινες, θολές. Ο νους πήγε πάλι στον Ισίδωρο, παρατημένο εκεί, στη λάσπη, και στη μάνα του να σκουπίζει την αυλή του σχολείου σέρνοντας τα κουρασμένα πόδια της στις πλάκες. Κι ο μοναδικός γιος της, ο Ισίδωρος, να στριφογυρνάει γύρω μου σα γατί κι ύστερα, ακόμη πιο μεγάλος, και πριν λίγες ώρες ολοζώντανος να με κοιτά στα μάτια και να περιμένει, έτσι ήτανε όλη η σύντομη ζωή του, με κοίταζε στα μάτια και περίμενε.
Ένιωσα πως κάποιοι με σήκωσαν. Μιλάγανε δυνατά μα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις φωνές. Η παγωνιά είχε νεκρώσει το κορμί μου μαζί και το μυαλό, κι έκανε τις φωνές μακρινές σαν από κάποιο σκοτεινό κενό. Σκέφτηκα να βγάλω μια σιγανή φωνή, ένα βογκητό μόνο, να καταλάβουνε πως είμαι ζωντανός. Είμαι ζωντανός; αναρωτήθηκα και δεν περίμενα απάντηση.
Τα μάτια δεν άνοιγαν, το στόμα, ο λαιμός, τα πνευμόνια παγωμένα. Ένιωθα το μυαλό να με αφήνει σιγά σιγά μαζί με την ελάχιστη δύναμη που απέμεινε στο παγωμένο σώμα. Όλα γλίστρησαν στο σκοτεινό κενό. Ήμουν ήρεμος, δεν περίμενα τίποτα.
Πρώτα ξύπνησε το αυτί. Άκουσα πάλι φωνές, γυναικείες φωνές αυτή τη φορά. Σιγά σιγά ξεχώριζα μια συλλαβή εδώ, μια συλλαβή εκεί, κάποια χέρια παιδεύονταν πάνω στο σώμα μου, μάλλον τ' αριστερό πόδι πιλάτευαν. Ένιωθα να τραβάνε με κόπο την μπότα, μα το παγωμένο πόδι αρνιότανε. Ήθελα να φωνάξω μα δε φώναξα. Καθώς ένιωσα το σώμα μου να ελευθερώνεται από την μπότα, ένας φοβερός πόνος σούβλισε ολόκληρο το κορμί κι όλος ο κόσμος χάθηκε μέσα σε μια υγρή μαυρίλα.
Ώσπου άκουσα μια γυναικεία φωνή και οι λέξεις φτάσανε καθαρές μέχρι τον παγωμένο νου. Άγγλος είναι. Φώναξε το γιατρό. Πέρασε κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ύστερα πάλι η γυναικεία φωνή, γάγγραινα είναι, γιατρέ, θα το κόψετε; – Όχι, καθάρισέ το, είναι ακόμα παγωμένος... Ένιωσα χέρια να τραβάνε κάτω το παντελόνι, μου φάνηκε πως το κόψανε με ψαλίδι. Κατάλαβα πως δεν ήμουνα σε κρεβάτι ήμουνα στο κρύο πάτωμα. Χειρουργείο ήταν ή κάτι σα διάδρομος χειρουργείου. Ένιωθα γύρω μου κι άλλα σώματα αφημένα στο πάτωμα. Άκουγα εντολές σε χαμηλό τόνο, κοφτές εντολές, νευρικές, αφύσικες. Κάποια ώρα γερά ανδρικά χέρια μ' αρπάξανε, μ' ακούμπησαν σε ένα πάνινο φορείο, το σηκώσανε από το πάτωμα και μέσα από τα κλειστά μου μάτια ένιωσα να ταξιδεύω. Μια σκοτοδίνη με κύκλωσε, σφίχτηκα προσπαθώντας να κρατηθώ κι έπειτα πάλι όλα χαθήκανε στο σκοτάδι που το ένιωθα να με κυκλώνει ευεργετικά.
![]() |
| Περιποίηση τραυματιών πολέμου 1940-1944 ____________ |
Ξύπνησα σ' ένα κρεβάτι. Αρνιόμουνα ή δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια, να βγάλω έστω και μια ελάχιστη φωνή από το σφιγμένο στόμα μου. Ο νους γύριζε πίσω, πολλά χρόνια πριν, στο σπίτι των γονιών μου, όταν ήμουν το μουγκό παιδί που αρνιόταν να μιλήσει. Όμως τώρα το μυαλό δούλευε γρήγορα, τα πράγματα ξεκαθάριζαν και μπαίνανε σιγά σιγά σε τάξη.
Μέσα στη σιωπή συναρμολόγησα τις χαμηλές κουβέντες. Οι νοσοκόμες μιλάγανε ελληνικά, οι γιατροί το ίδιο, μα γύρω γύρω στα στριμωγμένα το ένα κολλητά στο άλλο κρεβάτια, οι τραυματίες ήτανε Άγγλοι. Έτσι μου φάνηκε στην αρχή και έτσι ήτανε. Μέσα από τα κλειστά βλέφαρα έβλεπα σκιές, φαντάρους και αξιωματικούς και νοσοκόμες, Άγγλοι όλοι. Έριχναν μια ματιά στα κρεβάτια και έφευγαν βιαστικοί. Το βράδυ που χαμηλώνανε τα φώτα, οι μουρμουριστές κουβέντες και τα βογκητά ήτανε μόνο αγγλικά. Και οι αναστεναγμοί το ίδιο.
Ένας έκλαιγε, ποιος ξέρει τί είχε αφήσει πίσω στη μακρινή πατρίδα του. Όταν κάποιος πέθαινε οι άλλοι σωπαίνανε, ούτε ανάσα δεν άκουγες, οι νοσοκόμες φωνάζανε δυο άντρες που αρπάζανε σβέλτα το σώμα και το παίρνανε στο ψηλό φορείο με τις ρόδες. Την ίδια στιγμή άλλες νοσοκόμες φέρνανε καθαρά σεντόνια. Οι προηγούμενες, πάντα ζευγάρι δουλεύανε, τα στρώνανε με επιδέξιες κινήσεις και ώσπου να το καταλάβεις ένα άλλο σώμα, κι αυτό αγγλικό, έπαιρνε τη θέση του νεκρού. Αργότερα θα κρέμαγαν στο μπροστινό κάγκελο το ταμπελάκι. Επίθετο, μικρό όνομα, μονάδα, πυρετός. Στο δικό μου ταμπελάκι τί είχανε γράψει άραγε;
Γρήγορα αναγνώρισα τη νοσοκόμα, ίδια πάντοτε, που δυο φορές την ημέρα άλλαζε τα μπαμπάκια και τις γάζες από το πόδι μου, τα μύριζε με προσοχή σα γατί και τα πέταγε στην εμαγιέ άσπρη λεκάνη με το μπλε σιρίτι. Κάποια στιγμή κατάλαβα. Η σάπια σάρκα, η γάγγραινα, έπρεπε να μύριζε σα σάπια σάρκα...
Τη μέρα που η νοσοκόμα μού χαμογέλασε κι άφησε δίπλα μαζί με το πιάτο της της σούπας ένα μικρό πράσινο κλαδάκι, κατάλαβα πως κάτι έπρεπε να καταλάβω. Όταν λίγες μέρες πιο ύστερα δε μύρισε τις γάζες, μα τις πέταξε με κάποια περιφρόνηση στη λεκάνη -έτσι μου φάνηκε, άπλωσα και της έπιασα το χέρι. Ένιωσα πως κοκκίνισα, το άφησα γρήγορα κι εκείνη χαμογέλασε, πήρε τη λεκάνη κι έφυγε βιαστική. Αργότερα έμαθα πως την λέγανε Αρετή, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού ήτανε.
Καθώς οι μέρες περνούσανε βιαστικές, παγιδευμένος ανάμεσα στη χωρίς ήχο φωνή μου και τις αγγλικές φωνές, άρχισα να ξεχωρίζω την έξω ζωή συναρμολογώντας κομμάτι κομμάτι τους ήχους και τις λέξεις. Έξω από τους τοίχους του νοσοκομείου η Αθήνα ζούσε κυκλωμένη από την αταξία και το φόβο ενός αναπάντεχου πόλεμου. Όμως το νοσοκομείο, με κλειστές πόρτες και παράθυρα σαν κάστρο, ζούσε τη δική του ζωή. Κάποια μέρα τα αγγλικά αεροπλάνα χτύπησαν με ρουκέτες την κοντινή Καισαριανή, προχωρημένο χαράκωμα των κουκουέδων σχεδόν μέσα στην πόλη. Ύστερα από μέρες νιώσαμε πως η μάχη σπίτι με σπίτι είχε υποχωρήσει στις παρυφές της Αθήνας, στις γειτονιές που πάντα κρατούσανε οι αριστεροί.
Παραμονή Χριστούγεννα, και το βράδυ, μόλις είχανε χαμηλώσει τα φώτα, μισό ξύπνιος και μισό κοιμισμένος, άκουσα τρυφερές παιδικές φωνές. Ύστερα κατάλαβα πως δεν ήταν παιδικές, κορίτσια ήτανε, γυναίκες. Άνοιξα τα μάτια και σιγά σιγά μέχρι να καταλάβω τί γίνεται ξύπνησα, μα δεν ήμουν σίγουρος πως ξύπνησα. Όνειρο ήτανε. Έκλεισα πάλι τα μάτια και για μια ακόμη φορά ένιωσα να ξεκολλάω από το άρρωστο σώμα μου λαφρύς χωρίς έγνοιες και απορίες χωρίς απάντηση. Το τραγούδι των κοριτσιών διαπέρασε το λιγοστό κενό στο κεφάλι μου. Στο μισόφωτο, στον άδειο χώρο που δεν είχε κρεβάτια και κυκλοφορούσαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες και τα φορεία, διέκρινα μια δεκαριά κοπέλες με χάρτινα φαναράκια στα χέρια και δυο καλάθια με μικρά δώρα για τους Άγγλους, να θυμηθούνε τα σπίτια τους και να κλάψουν. Και οι φωνές, τρυφερές και τρεμουλιαστές σαν ψεύτικες, να τραγουδάνε εκείνο το παλιό τραγούδι της μακρινής πατρίδας τους. Άγγλοι ή καθολικοί ή προτεστάντες ή ό,τι και να 'τανε, το ίδιο τραγούδι όλοι, κι εγώ, μασκαρεμένος, ξένος, πιο ξένος από ποτέ, και οι φωνές ξένες, ξένοι και οι σακατεμένοι άγγλοι σύντροφοι στα διπλανά κρεβάτια... Άγια νύχτα... Νύχτα του Χριστού...
Μοιράζανε μικρά δωράκια, πρωτοχρονιάτικα, στοιβαγμένα σε καλάθια που τα κράταγαν πιτσιρίκια, προσκοπάκια από τη γειτονιά. Γνώρισα τον έναν, ήταν ο γιος της δασκάλας που έμενε στο ισόγειο του απέναντι σπιτιού. Του έκανα νόημα να πλησιάσει. Με γνώρισες; του λέω. Είμαι ο απέναντι με την κόκκινη μοτοσικλέτα. Τα 'χασε, πήγε να κάνει πίσω αλλά τον άρπαξα από το καλάθι. Οι κοπέλες είχαν προχωρήσει παραπέρα και μιλάγανε στους Άγγλους... Μην πεις κουβέντα, ψιθύρισα απειλητικά. Έμεινε κοκαλωμένος, πήγε κάτι να πει... Βρες τη μάνα μου, του λέω στ' αυτί. Πες της πως είμαι εδώ. Τίποτ' άλλο. Έφυγε πισωπατώντας και χώθηκε με το καλάθι του ανάμεσα στις φούστες των κοριτσιών. Δε θα πάει ο χαζός, σκέφτηκα. Κι όμως πήγε. Το άλλο πρωί, μπήκε η μικρή νοσοκόμα, η Αρετή, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μάτσο πράσινα χριστουγεννιάτικα κλαδιά.
Ξεστράτισα. Το μυαλό μου πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Οι εικόνες σωριάζονται η μια πάνω στην άλλη χωρίς τάξη, χωρίς σειρά, έτσι όπως τις ορίζει ο αναστατωμένος νους. Νά πάλι το νοσοκομείο και η μικρή νοσοκόμα να στέκεται μπροστά στο κρεβάτι και να με κοιτάζει επίμονα. Σκέφτομαι ανήσυχος μήπως έχει καταλάβει, μήπως ξέρει πως δεν είμαι Άγγλος, μήπως κάτι θέλει να μου πει και δεν το λέει.
Και τότε, ήρθε η μάνα. Ντυμένη στα μαύρα. Έτσι ήτανε πάντα, μια ζωή πένθος. Για τον αδελφό της και τα ξαδέλφια, και τους κρητικούς μπαρμπάδες που χάθηκαν στον προηγούμενο πόλεμο. Μέχρι που χάθηκε κι ο πατέρας. Ο έρωτας. Και τώρα, δύο χρόνια μετά, να πάλι η πένθιμη φιγούρα να στέκει στο άνοιγμα της πόρτας και να ψάχνει με τα μάτια, σιωπηλή και ανήσυχη, τα κρεβάτια. Σαν πολεμιστής που ζυγιάζει μετά τη μάχη τον κάμπο με τους σκοτωμένους. Πρόσεξα δίπλα της έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που κράταγε τη μάνα από το μπράτσο. Τον γνώρισα αμέσως από το μπόι του κι από κείνο το αγέρωχο ύφος που ήταν γνώρισμα της φαμίλιας του. Ήταν ο ξάδελφός μου ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό. Τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος από μένα, τον είχε φροντίσει η μάνα μου όταν ήρθε απ' το χωριό. Σφακιανός κι αυτός όπως όλοι της φαμίλιας μου. Σπούδαζε νομικά, δικηγόρος, και όλα τα χρόνια του σχολειού η μάνα μου τού είχε ένα κρεβάτι δίπλα στο δικό μου.
Ανασηκώθηκα στο μαξιλάρι και με είδε. Με πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά σαν να μην πίστευε στα μάτια του, εσύ είσαι, βρε Νικολή, λέει, και σκύβει πάνω μου, μ' αγκαλιάζει από το σβέρκο, μ' ανασηκώνει και στρίβει στη μάνα μου. Ο Νικολής είναι, θεια. Και προσπαθεί να κάνει τη φωνή του κανονική, όμως δεν τα καταφέρνει. Ο Νικολής είναι, ξαναλέει, πιο σταθερή η φωνή του αυτή τη φορά, και κοιτάει τη μάνα που είχε σωριαστεί σχεδόν στην άκρη του κρεβατιού ενός Εγγλέζου. Δεν την κρατάγανε τα πόδια της.
Η μάνα είχε πάρει το μήνυμα του αγοριού. Πήρε τηλέφωνο τον Παύλο και του είπε, έλα γρήγορα. Φέρανε στο νοσοκομείο τον Ρούσσο μας. Ο μικρός είχε κότσια, πήγε στο σπίτι, βρήκε τη μάνα μου και είπε ό,τι είδε και ό,τι άκουσε. Και τώρα να τη στην άκρη του κρεβατιού να μην πιστεύει στα μάτια της. Ο Νίκος, που τον είχε κλάψει και τον έκλαιγε ακόμα, που ο παπάς είχε ευλογήσει τα σαραντάμερά του, ήταν εδώ, στην άλλη άκρη της αίθουσας, ζωντανός. Κοίταζε τη μαυροφορεμένη μάνα και περίμενε.
Καημένη μάνα, χίλια χρόνια να ζήσω, εσύ θα 'σαι εκεί, η Κρητικοπούλα της φωτογραφίας, ποτέ δεν έφυγες, ποτέ δε γέρασες, 18 χρονών ακόμα με τις πλεξούδες αριστερά δεξιά στο πρόσωπό σου. Έτοιμη για τη ζωή που σε περίμενε και που δεν την ήξερες. Και πώς άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Τα βογκητά και τα μουρμουρητά και το νυχτερινό κλάμα των Άγγλων είχαν παρασύρει όλα τα άλλα σε ένα κοινό και αναπάντητο ερωτηματικό, ένα γιατί, δυο συλλαβές όλες κι όλες. Πότε άραγε θα λευτερωθώ απ' αυτή τη λέξη που και σήμερα ακόμη τη σέρνω μαζί μου καταχωνιασμένη από βαριομάρα πια- στο βάθος του μυαλού μου. Μα τότε όλα ήταν καινούργια. Και το τραγούδι των κοριτσιών κι οι τρυφερές φωνές, και τα φαναράκια που παλεύανε με το μισοσκόταδο και τα σακατεμένα κορμιά των Άγγλων στα διπλανά κρεβάτια. Και η μάνα εκεί στην άκρη του κρεβατιού με τον ξένο βουβό να την κοιτάει.
Και τώρα τι; Ένα κοινό μνημόσυνο για τ' αδέλφια μου, για τους σκοτωμένους αντάρτες των βουνών, και για τους ανθρακωρύχους του Λίβερπουλ που ήρθαν να πεθάνουν στο Τομπρούκ και στη Βεγγάζη και στα αεροδρόμια της Κρήτης. Και γύρω από το κάστρο-νοσοκομείο, ο πόλεμος της Αθήνας, το μακελειό, το λάθος που παρέσυρε έναν ολόκληρο λαό στην αιματοβαμμένη και οδυνηρή περιπέτεια που έμελλε να κρατήσει χρόνια. Η ιστορία αμείλικτη προσπαθεί ακόμη να βάλει τάξη στην αταξία που σφράγισε τη μοίρα του τόπου μας γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι και αίμα. Εδώ σωπαίνω, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω. Δεν έχω τη δύναμη να συγχωρέσω και ίσως δε θέλω να συγχωρέσω. Ούτε να σωπάσω μπορώ. Η μνήμη, τυραννική, μ' ακολουθά καταπόδι. Τα ξημερώματα όταν μπαίνει το φως απ' το παράθυρο και το σιδερένιο αγκομαχητό από το σκουπιδιάρικο της γειτονιάς στέλνει τα φαντάσματα εκεί που δεν έχει ονόματα και ξεσυνερίσματα, και ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ και ποιοι είναι οι άλλοι... Όμως αυτή η κουτσουρεμένη μνήμη και η αγωνία μη χαθούν όλα μαζί με μένα γέννησε τούτες τις σελίδες, για τους φίλους μου, για τ' αδέλφια στη δουλειά και στα κουβεντολόγια και γι' αυτούς που δε με ξέρουν και ίσως θελήσουν μέσα από τούτες τις σελίδες ν' αναγνωρίσουν σημάδια μιας εποχής που δεν την έζησαν. Και πώς άραγε να γνωρίσει κανείς αυτά που δεν έζησε ούτε αυτός, ούτε ο διπλανός, ούτε ο παραδιπλανός του. Ο χρόνος κατρακυλά προς τα μπρος και τώρα να, εγώ ζητάω, με μια αναστροφή στο νου, να πάω πίσω, τυμβωρύχος και νοσταλγός πραγμάτων που, κι ας μοιάζουν πως είναι δικά μου, είναι και των άλλων.
Νίκος Κούνδουρος, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, σελ. 27 - 47, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Αντίγραφα του Ηρακλή και της Φλώρας του Farnese και της Νίκης της Σαμοθράκης βρίσκονται σήμερα, αποκατεστημένα, στο κτίριο της Ιστορικής Πρυτανείας του ΕΜΠ. «Ο Ηρακλής του Farnese» δόθηκε ως δωρεά προς το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1858 από τον Βασιλέα των Δύο Σικελιών Ferdinand II (1810 – 1859). Μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τα τρία γλυπτά βρίσκονταν στο αίθριο του κτιρίου Αβέρωφ, αλλά η μορφή τους αλλοιώθηκε εξαιτίας συνεχόμενων βανδαλισμών και κακοποιήσεων. Το 2003-2004 με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον Καθηγητή Αιμίλιο Κορωναίο, Πρόεδρο της Επιτροπής Διαφύλαξης της Καλλιτεχνικής Περιουσίας του ΕΜΠ, έγιναν συστηματικές εργασίες αποκατάστασης των έργων από τον γλύπτη Jean-Marc Kouchnereff, τα έργα ήρθαν στην παρούσα τους μορφή και μεταφέρθηκαν στην Ιστορική Πρυτανεία του ΕΜΠ.
- Ελ Ντάμπα: «το Γκουαντάναμο» του εμφυλίου: 180 χιλιόμετρα Δυτικά της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου βρισκόταν το RAF El Daba, στρατιωτικό αεροδρόμιο / στρατόπεδο της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Βρετανίας. Μοίρα κακή το έφερε σε τούτο το στρατόπεδο να φυλακιστούν 8.000 – 10.000 Έλληνες πατριώτες, φίλοι ή μέλη του ΕΑΜ. Το Δεκέμβρη του 1944 Αγγλικός Στρατός που βρισκόταν στην Ελλάδα, βοηθώντας την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, αποφάσισε να «καθαρίσει» την περιοχή από τους «ενοχλητικούς» εαμίτες και να αποδυναμώσει σημαντικά την αντίσταση στην Αθήνα. Γι’ αυτό απήγαγε και μετέφερε στα κρυφά εκτός Ελλάδας τους δημεγέρτες του αντιστασιακού αγώνα. Οι κρατούμενοι δεν ενημέρωσαν κανένα από τους οικείους τους, μεταφέρθηκαν και κρατήθηκαν με απάνθρωπες συνθήκες στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Αυτή την προσωπική περιπέτεια καταγράφει ο Μίμης Φωτόπουλος στο βιβλίο του «Ελ Ντάμπα», εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2017. ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ
[...] δέκα χιλιάδες Έλληνες, μεταφερμένοι χίλια εξακόσια μίλια μακριά από το Λεκανοπέδιο της Αττικής, και που με μια μονοκοντυλιά του Τσόρτσιλ βρέθηκαν πακέτο στην άμμο. Αντάρτες, εφεδρικοί, άμαχος πληθυσμός, παιδιά και γέροι, χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες, δημόσιοι υπάλληλοι, δικηγόροι, πολιτικοί άντρες ύποπτοι για φιλοεαμισμό και αθώοι του ύπνου και του απότομου ξυπνήματος της προελαύνουσας φάλαγγας των αλεξιπτωτιστών, βρέθηκαν στα «κλουβιά», τα περίφημα «Κέιτς», στο 312 στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου της El Daba!» (απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ελ Ντάμπα» του Δημήτρη Χριστοδούλου, εκδόσεις Μετρονόμος)
ΠΗΓΕΣ
- Νίκος Κούνδουρος, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010.



















