Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

«Ο Μπάυρον, στοιχειωμένος ανάμεσα Αγγλία και Μεσολόγγι...»· ο Νίκος Κούνδουρος στην Κριμαία του 1991


Με το σώμα στην Κριμαία, τη σκέψη στη Σωτηρία...


Τον Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο του 1991, ο Νίκος Κούνδουρος βρίσκεται στην Κριμαία για τα γυρίσματα της ταινίας «Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου»Στις 6 Αυγούστου του '91, ξεκινάει ένα «μονόπλευρο κουβεντολόι» του 65χρονου τότε Νίκου Κούνδουρου με τη γυναίκα του  Σωτηρία Ματζίρη, τη θεατρική κριτικό, με την οποία συμπορευόταν ήδη έντεκα χρόνια. 

Με το σώμα του στην Κριμαία, αλλά την καρδιά του, τη σκέψη, την έννοια του στραμμένα στη γυναίκα του Σωτηρία, ο Νίκος Κούνδουρος γράφει και στέλνει γράμματα: γράμματα στα οποία με τρόπο κινηματογραφικό, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας, η άγρια φύση της Ρωσίας, ο χειμώνας που έρχεται ήδη τον Αύγουστο, το γειτονικό δάσος και το σκηνικό της ταινίας - βαρύ, ξύλινο, γεμάτο σκαλωσιές. Μέσα σε ένα δωμάτιο, ο Κούνδουρος βιώνει ασκητικά παρέα με τα χαρτιά και τις μουσικές του, ζει τις πολιτικές αναταράξεις του 1991 δίπλα του και τις μεταφέρει με εξαιρετική ζωντάνια και αγωνία. Οι δυσκολίες, ο κόπος, οι αναποδιές, η πενιχρή σε εφόδια χώρα, οι αργοί ρυθμοί των ανθρώπων, τον ταλανίζουν. Ωστόσο, 
πίσω από κάθε τρυφερή αλλά και σκληρή όψη της ζωής, νιώθει τη γυναίκα του εμψυχωτικά παρούσα.  Είναι το στημόνι που πάνω του υφαίνει δημιουργικά τις ημέρες της καλλιτεχνικής «εξορίας» του, δίνοντας ουσία και περιεχόμενο στα πράγματα: 

«Βλέπω από το ανοιχτό μπαλκόνι μου ένα πυκνό δάσος και πιο πέρα θάλασσα και βουνά κι αν δεν είσαι κι εσύ να τα δεις μου φαίνονται χάρτινα, σαν το ντεκόρ μου»

Μέσα από τα γράμματά του - ιδιωτικά μαζί και δημόσια - αναδύεται ένας άνδρας «ιδιοφυής, χαρισματικός, είρων, πολεμοχαρής, αλλά και αθώος σαν έφηβος».


Ο Νίκος Κούνδουρος με το συνεργείο της ταινίας στην Κριμαία
___________


«Εκατόν δέκα μέρες κι άλλες τόσες νύχτες»

«Εκατόν δέκα μέρες κι άλλες τόσες νύχτες» πέρασε ο Νίκος Κούνδουρος με το συνεργείο του στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση το 1991, την εποχή των γυρισμάτων του «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου», ταινία την οποία ο ίδιος ξεχώριζε, όπως τουλάχιστον δηλώνει σε συνέντευξή του στον Θανάση Δρίτσα, καρδιολόγο, συνθέτη και συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2013.

«Η ταινία που εγώ ξεχωρίζω είναι η ταινία μου αφιερωμένη στον Μπάυρον, με τίτλο Μπάυρον-μπαλάντα για ένα δαίμονα, παραγωγή του 1992. Αφενός είμαι λάτρης της προσωπικότητας του Λόρδου Μπάυρον, ο Μπάυρον ήταν ένας ξεχωριστός νέος με τον οποίο ήσαν ερωτευμένες όλες οι ευρωπαίες πριγκήπισσες εκείνη την εποχή. Ο Μπάυρον ασκούσε πάνω μου μια γοητεία από τότε που ήμουν πιτσιρίκος, υπέρμαχος της παν-ελευθερίας, μου άρεσε ο αναρχισμός του, μου άρεσε ο ουμανισμός του, ο ρομαντισμός του, ακόμη και ο θάνατος του. Επίσης για τον Μπάυρον είχα πολύ μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις όταν γύριζα την ταινία και μπορούσα να κάνω ότι ήθελα κυριολεκτικά. Όμως η ταινία αν και πολυβραβευμένη και πολυδιαφημισμένη έκοψε ασήμαντο αριθμό εισιτηρίων».

«Το χωριό Ζαμπρούντογιε βρίσκεται στη Γιάλτα και η Γιάλτα είναι στην Κριμαία και η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας», γράφει ο σκηνοθέτης και παραγωγός της ελληνοσοβιετικής συμπαραγωγής – μάλλον υπερπαραγωγής του «Λόρδου Βύρωνα». Την ταινία είχε οργανώσει ο Νίκος Κούνδουρος, με συντονιστή τον εξαιρετικά έμπειρο και πολύτιμο Μάνο Ζαχαρία, διευθυντή φωτογραφίας τον Νίκο Καβουκίδη και ενδυματολόγο τον Διονύση Φωτόπουλο.

Ένα επιτελείο από 60 τεχνικούς και ηθοποιούς, Έλληνες και Ρώσους, ανασύστησε το Μεσολόγγι στο οποίο φτάνει τον Ιανουάριο του 1824, ο Λόρδος Βύρωνας (Μάνος Βακούσης),
με πρόθεση να βοηθήσει με τα χρήματά του τους επαναστατημένους Έλληνες, αλλά και να μεγαλουργήσει στη χώρα με το ένδοξο παρελθόν. Φαλακρός και χωλός, βρίσκεται στον αντίποδα των εξιδανικευτικών αποτυπώσεων, «απελπισμένος μέσα στην υπαρξιακή αγωνία του και αναζητώντας έναν τόπο για να πεθάνει σαν ένας ομηρικός ήρωας». 

«Αυτό που συναντάει είναι η πραγματικότητα της κακουχίας και της εξαθλίωσης. Μια Ελλάδα ταπεινή χωρίς το φως της, άσχημη. Του απονέμεται ο βαθμός του στρατηγού του ελληνικού στρατού, όμως γύρω του υπάρχουν λίγοι έλληνες άτακτοι και ξένοι μισθοφόροι, τους οποίους πληρώνει ο ίδιος. Η ημέρα της μεγαλειώδους μάχης στην οποία θα δοξαστεί με νίκη ή θάνατο δεν έρχεται ποτέ, κι αντί αυτής διαρκώς παλεύει με τους δικούς του δαίμονες. Στην άκρη των ταξιδιών του στην Ευρώπη, το Μεσολόγγι, το όραμα του Μπάιρον, η λυτρωτική προσωπική κορύφωση σε έναν λαμπερό τόπο φθείρεται αντι-ηρωικά, και αυτό που τελικά τον οδηγεί στον θάνατο είναι το αδύναμο σώμα και η ταλαιπωρημένη υγεία του.»


Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα
___________


Αν ο Μπάυρον δεν γίνει καλή ταινία...

6 Αυγούστου 91

Από χτες είμαι πάλι εδώ πάνω, πιο ξένος από κάθε άλλη φορά, καθώς η σκέψη του τόσο πολλού καιρού που θα μείνω με μετατρέπει από περιπατητή και ταξιδιώτη σε εξόριστο.[...]

Τέλος της δεύτερης μέρας. Μένουν ακόμα περίπου εκατόν δέκα μέρες και άλλες τόσες νύχτες στην απέραντη Σοβιετική Ένωση... Ο Μπάυρον περιμένει στοιχειωμένος ανάμεσα Αγγλία και Μεσολόγγι και, για να γίνουν τα πράγματα όπως είναι η τάξη και το σωστό, του παραδίνω τώρα σιγά σιγά το δύστροπο μυαλό μου και ό,τι άλλο διαθέτω, έτοιμος πια για το μεγάλο μακροβούτι. 

[...] Άρχισα να μπερδεύω το χρόνο. Χτες έλεγα στον Διονύση Φωτόπουλο και στον Ρώσο σκηνογράφο πως θέλω το σκηνικό και τα λασπωμένα ρούχα της ταινίας να παραπέμπουν στη σφαγή και την καταστροφή του Μεσολογγιού που θα γίνει δυο χρόνια αργότερα από την ημερομηνία του Μπάυρον και της ταινίας. Με κοίταξαν και κουνούσαν το κεφάλι. Ποιος ξέρει τι σκεφτόντουσαν και δεν το ’λεγαν. Τους καλούσα να παρακολουθήσουν με τα υλικά της μνήμης κάτι που δεν έγινε αλλά θα γίνει, κι αυτό έμοιαζε ωραίο. Το κατάλαβα πως τους κεντρούσε το κέφι να το ψάξουν, να το κατακτήσουν, να το παγιδέψουν με τα σύνεργα της τέχνης του ο καθένας. Αν ο Μπάυρον δεν γίνει καλή ταινία -πιο πολύ από καλή- θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεμένο μήλο.


Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα
____________


«Είμαι ταπεινά φιλόδοξος γι’ αυτήν την ταινία»

[11 Αυγούστου, Κυριακή]

Το τεράστιο ντεκόρ της ταινίας μοιάζει τέρας με τις ατέλειωτες σκαλωσιές που το στηρίζουν από πίσω. Ένα δάσος από κομμένους κορμούς δέντρων από πίσω και μια γκριζόασπρη νεκρική πόλη από μπρος, ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να μη κουνήσω μέτρο από κει όσο καιρό θα κρατήσουν τα γυρίσματα. Έχω ζητήσει να μου φτιάξουν ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσα στο δάσος από σκαλωσιές κι εκεί θα φωλιάσω την αφεντιά μου, μ’ ένα ξερό ξύλινο κρεβάτι, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, τα χαρτιά μου και τις μουσικές μου. Ανάμεσα στα τεράστια μαδέρια που μυρίζουν φρεσκοπριονισμένο έλατο και το αληθινό δάσος που αρχίζει λίγα μέτρα παραπέρα. Εκεί θα εγκαταστήσω μυστικά τον εγκέφαλο της ταινίας, τον δικό μου δηλαδή, που θα ’χει τώρα να παλαίψει με τους δαιμόνους της δύσκολης δουλειάς που ξεκινά σε λίγες μέρες σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Ουκρανίας - δεν κατάφερα να προφέρω το τατάρικο όνομά του - για ν’ απολήξει σε λίγους μήνες στα στρογγυλά μεταλλικά κουτιά τα τόσο γνώριμα και σε σένα τώρα. Σκέφτομαι πως αυτή η ταινία μπορεί και να ’ναι η τελευταία μου, κι έχω βάλει όλο μου το πνεύμα να φυλακίσω σ’ αυτήν την πανάκριβη ζελατίνα όσο μπορώ πιο πολλά από τα υλικά που ’χω μαζέψει στο σκουπιδότοπο του κεφαλιού μου. Είμαι ταπεινά φιλόδοξος γι’ αυτήν την ταινία. Λέω ταπεινά γιατί ξέρω πόσο λίγο βαραίνει πια στη ζωή μας μια ταινία, λέω φιλόδοξος γιατί μ’ αρέσει κιόλας αυτή η έπαρση που συνοδεύει τη δημιουργία ενός έργου μέσα από κενό, από το μηδέν από το χάος. Αν δεν ήμουνα τόσο πονηρεμένος - ή πονηρός; - θα δήλωνα δημόσια την περιφρόνησή μου για την μπούφικη έπαρση του καλλιτέχνη, που εννιά φορές στις δέκα τον περιφρονώ και άλλες τόσες τον λυπάμαι.

Σε λίγο φεύγει ο Μάνος Ζαχαρίας για την Αθήνα. Θα του δώσω τούτα τα χαρτιά και δεν ξέρω πότε θα φτάσουν στα χέρια σου. Ελπίζω κάπως σύντομα, αν και η λέξη ακούγεται παράταιρη σ’ αυτή τη χώρα που όλα κινούνται πάνω σε βωδάμαξες. 

12 Αύγουστου

...ο καιρός είναι ακόμα βροχερός αλλά χωρίς κρύο. Από την Αθήνα έχουν φτάσει όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας και οι τρεις από τους πέντε βοηθούς. Ο Μάριος, η Βενετία και ο Οδυσσέας. Η Λένα είναι μαζί μου, το ίδιο και ο Γρηγόρης. Δεν τον ξέρεις, είναι ένα εξαιρετικό παιδί, γλυκομίλητο και ανακουφιστικά ικανό σε όλα. Αυτό που λέμε το δεξί μου χέρι, ίσως και λίγο το αριστερό, καθώς ο ακούραστος Γρηγόρης μετέχει σε όλα. 


Σχέδιο του Ν. Κούνδουρου για το σκηνικό της ταινίας
_____________

Ανάμεσα στον επαρχιωτισμό των Σοβιετικών και τη Γιάλτα του Τσέχοφ
16 Αυγούστου. 

Από χτες είμαστε στην Κριμαία. Πρωί πρωί πήρα ένα αυτοκίνητο κι ανέβηκα στο χωριό που χτίζεται το ντεκόρ. Ένα τέρας από ατελείωτες ποσότητες ξυλου - το ’χουν μπολικο εδώ πέρα - και γύψο και πολυεστέρα. Μοιάζει επιβλητικό και σπουδαίο, αλλά δεν είναι. Οι Σοβιετικοί έχουν έναν αφοπλιστικό επαρχιωτισμό που δεν ξέρεις πώς να τους φερθείς. Το σκηνικό μυρίζει σκηνικό, ό,τι χειρότερο δηλαδή μπορεί να μας συμβεί σ’ αυτή την άκρη του κόσμου όπου όλα μοιάζουν εκατό φορές πιο δύσκολα. Τα υλικά, εκτός από τα ξύλα, είναι από δυσκολοεύρετα ως ανύπαρκτα. Τώρα δεν έχουν ώχρα και άσπρο χρώμα για να κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις για τα πρώτα γυρίσματα. Απελπισμένη αναζήτηση στην Αθήνα του Ράπτη και του Ζαχαρία να μας στείλουν χρώματα, περιπέτεια που τρώει χρόνο και προσπάθεια. Ευτυχώς που είναι μαζί μου για δυο βδομάδες ο Οδυσσέας Λάππας και χύθηκε κιόλας στη δουλειά. Με ξέρει και τον ξέρω, τα καλά του και τα κακά του, και τώρα αποδείχνεται πολύτιμος σε τούτη την ερημιά.

Γράφω ερημιά και λέω τη μισή αλήθεια, καθώς είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω η παραλιακή Γιάλτα βράζει από κόσμο. Χιλιάδες ηλιοψημένων Σοβιετικών απ’όλες τις άκρες των κλυδωνιζόμενων σοσιαλιστικών Δημοκρατιών τους έχουν μαζευτεί εδώ για τις πολύτιμες διακοπές τους. Είναι εργάτες μάλλον, με τις χοντρές εργάτισσες κυρίες τους και τεράστιες ποσότητες παιδιών. Έχουν πρόσωπα καλοσυνάτα και αγαθά, αλλά δεν λείπει και το πιο σύγχρονο είδος, αγόρια και κοπέλες με όλα τα σουσούμια της μόδας, προπαντός τα κορίτσια. Κοντές φούστες, γυμνές κοιλιές, τσόκαρα με ψηλό τακούνι κτλ. Περπατάνε πιασμένες χέρι χέρι ανά δύο, όπως καλή ώρα και στον Άγιο και σε όλα τα μέρη της γης. 

Το απόγεμα χτες κατεβήκαμε κι εμείς στην παραλία, στον όμορφο παραλιακό δρόμο του Τσέχοφ που τον περπάτησα πριν τρεις μήνες, άδειο, χειμωνιάτικο και μελαγχολικό. Τώρα έμοιαζε με όλους τους καλοκαιριάτικους παραλιακούς δρόμους, μόνο που ήτανε κάπως περίεργα βουβός. Αυτός ο λαός δεν μιλάει δυνατά, δεν γελάει δυνατά, δεν καβγαδίζει με φωνές. Η μοχθηρή Λένουσκα λέει πως έχουν ξεσυνηθίσει να μιλάνε και να γελάνε. Φοβούνται.


Ο παραλιακός δρόμος της Γιάλτας, 1880
__________

Είναι Δευτέρα 19 Αυγούστου του 1991...

19 Αυγούστου 

ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ. Η είδηση, η λέξη μόνο, σ’ ανατριχιάζει σα να βρίσκεις φίδι κάτω από το μαξιλάρι σου όταν πας να κοιμηθείς. Έχουμε κρεμαστεί στα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων και στα στόματα των μεταφραστών. Οι ειδήσεις φτάνουν κομματιαστές, από τους τοπικούς σταθμούς που έχουν ακόμα την ελευθερία να μεταδίδουν χωρίς πίεση τα νέα. Ο μοσχοβίτικος σταθμός παίζει συνέχεια εμβατήρια και εθνικούς χορούς, κοινό συνήθειο όλων των πραξικοπηματιών σε όλο τον κόσμο. Και κάθε μισή ώρα η βαριά καταθλιπτική φωνή που σου παγώνει την ψυχή και ξέρεις από πριν τι ακριβώς θα πει. 

[...] Το σπίτι που ζούμε εδώ, στην Κριμαία, είναι ζωσμένο από δάσος. Είναι ένα παλιό αρχοντικό από την εποχή των Βογιάρων και των πριγκίπων και επισκευάστηκε τώρα, κάπως βιαστικά, για να μας στεγάσει. Είναι ακόμα αγκαλιασμένο από σκαλωσιές. Φαίνεται πως τους μαστόρους και τους εργάτες τους έστειλε στα σπίτια τους το πραξικόπημα γιατί έχουν όλοι εξαφανιστεί, κι εμείς είμαστε εδώ μόνοι και αμήχανοι, κυκλωμένοι από τους μικρούς και μεγάλους φόβους μας για το άγνωστο που μέσα του κουρνιάσαμε και περιμένουμε. 

[...] Ξέρω πως τούτη τη στιγμή που σου γράφω, κάπου πολύ κοντά μας γίνονται πράγματα που θ’ αλλάξουν ίσως την ιστορία του αιώνα που φεύγει. Αν πετύχει το πραξικόπημα, εδώ θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, και δεν θα ’ναι μόνο για τούτη την κλυδωνιζόμενη χώρα. Πάνω από το κεφάλι μου γυρίζει ώρες τώρα ένα τεράστιο στρατιωτικό ελικόπτερο. Λένε πως ο Γκορμπατσόφ είναι περικυκλωμένος σε κάποιο σπίτι στην άλλη μεριά του δάσους.

Ξαναγράφω την ημερομηνία. Είναι Δευτέρα 19 Αυγούστου του 1991...


Μάνος Βακούσης, Vera Sotnikova (στο ρόλο της Augusta)
____________

Μια ταινία - αντίσταση στην ευτέλεια

26 Αυγούστου

Το φοβερό σκηνικό της ταινίας μοιάζει, κάθε μέρα που περνά, και πιο πολύ με τη νεκρή πόλη που θέλω ν’ αναστήσω. Ατέλειωτοι πέτρινοι τοίχοι από γκρίζο γρανίτη, σπίτια χωρίς παράθυρα, στενοί δρόμοι και περάσματα που μόλις μπορεί να χωρέσει άνθρωπος. Η ιδέα της αναπαράστασης μιας γειτονιάς του Μεσολογγίου έχει ξεπεραστεί από καιρό, καθώς όλη η ταινία έχει πια ξεπεράσει την εξάρτησή της από τόπους και χρόνο και ονόματα και αναζητά και κερδίζει τον δικό της τόπο και τον δικό της χρόνο και τα δικά της ονόματα.

Ο ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με βοήθησαν να μπω οριστικά σ’ αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα αλλά με εμπόδιζε η επιμονή - και η φύση - του Φώτη Κ. που δεν μπορούσε ν’ απαρνηθεί εύκολα τη βρετανική τάξη που είναι η δεύτερη φύση του. Το σενάριο - ευτυχώς- είναι χτισμένο ορθολογιστικά και σχεδόν φρόνιμα, όπως πρέπει δηλαδή, μια και το ίσιο το θέμα, η ζωή ενός ανθρώπου, σ’ αναγκάζει σε κάποια πειθαρχία. Έτσι, σίγουρος πως η βάση είναι αρκετά ανθεκτική, λευτέρωσα εκείνα τα απείθαρχα στοιχεία που πριν από χρόνια γεννήσανε το «Δράκο» και που τα κράταγε σε κάποια γωνιά του μυαλού αυτό που ο Κώστας Ζουράρις λέει εθνική μιζέρια. 

Με λίγα λόγια, ετούτη η ταινία που γεννιέται μέρα με τη μέρα σε τούτη ’δω την άκρη της γης, θα περιέχει την ταπεινή κατάθεσή μου στον πολιτισμό των Ελλήνων και την αντίστασή μου στην ευτέλεια που μας κυκλώνει και κοντεύει να μας αχρηστέψει, καθώς οι σειρήνες του εύκολου και του ξεκούραστου και του ανέμελου έχουν αρχίσει να γλυκαίνουν τ’ αυτιά ολωνών μας. 

Ο «Byron» θέλει να είναι ένα τραγούδι, μια ελεγεία για την απελπισία και για το θάνατο, ένα δοξαστικό στην αγωνία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του και με τις ζωές των άλλων. Μια ταινία ευφρόσυνη μέσα στη θανατερή μελαγχολία της κι ακόμα διασκεδαστική, καθώς δείχνει άνθρώπους να παίζουν άλλους ανθρώπους, με δεξιοτεχνία και ταλέντο και κέφι και όλα τέλος πάντων τα πανάρχαια καμώματα των μάγων και των παπάδων και των θεατρίνων. Είμαι αισιόδοξος και γεμάτος χαρά και περηφάνια για την ταινία που χτίζεται εδώ, στερεή σαν τοίχος, τούβλο στο τούβλο, πέτρα στην πέτρα.


Μάνος Βακούσης, Άκης Σακελλαρίου (στο ρόλο του κόμη Pietro Gamba)
______________

Το πρώτο γύρισμα, μια μικρή γιορτή...
30 Αυγούστου 

Χτες κάναμε το πρώτο μας γύρισμα. Έσπασα ένα πιάτο πάνω στο μεγάλο κανόνι που παίζει στην ταινία και οι Σοβιετικοί χειροκροτούσανε, και οι δικοί μας μαζί τους, και δυο-τρεις οπερατέρ της τηλεόρασης στριφογυρνάγανε τριγύρω σαν μέλισσες κι εγώ σκεφτόμουνα που εσύ δεν ήσουνα εδώ και κανένας άλλος δεν μ’ ένοιαζε και ήτανε λίγο σαν να μην ήμουνα ούτ’ εγώ εκεί και ούτε συγκίνηση ένιωθα ούτε τίποτ’ άλλο σπουδαίο. Χάζευα μονάχα με κάποια περιέργεια, όπως χαζεύω στα πανηγύρια και στις γιορτές των άλλων και λέω ευτυχώς που δεν την έχω χάσει αυτή την παιδική δίψα για ό,τι γίνεται ,γύρω μου, γι’ ανθρώπους και για τόπους και για καμώματα, καινούργια και παλιά. 

Τέλειωσα λοιπόν στα γρήγορα τη μικρή γιορτή, είπα και δυο κουβέντες για τους δημοσιογράφους και τα κανάλια τους και είδα στα χαμόγελά τους και στο σφίξιμο των χεριών πόσο τους άρεσαν οι κουβέντες μου, σαχλές κουβέντες για τους λαούς που αδελφώνονται μέσα από την κοινή γλώσσα για όλους, την τέχνη, και μου φάνηκε για μια στιγμή που με μπέρδεψε λίγο, πως τούτοι οι συγκινημένοι άνθρωποι που μ’ άκουγαν είχανε ακόμα μια αθωότητα μέσα τους, πως οι κουτές και μαγειρεμένες φράσεις μου δεν ήτανε μονάχα για να κλείσει όμορφα η μικρή γιορτή μας. 

Ντράπηκα λίγο -πολύ λίγο- γιατί πάντα μού μένει μια μικρή ανησυχία όταν δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα σύνορα ανάμεσα στο παιχνίδι και στην αλήθεια και ύστερα τα ξέγραψα όλα με μια θεατρική χειρονομία, δήλωσα πως είμαστε εδώ για να δουλέψουμε κι όχι για να βγάλουμε λόγους, και οπισθοχώρησα όμορφα και μελετημένα, και χώθηκα στην πιο κοντινή από τις πολλές πόρτες του ντεκόρ ακούγοντας τα χειροκροτήματα τών Ρώσων. Εδώ αισθάνθηκα λίγο άσχημα αλλά έδωσα μια μικρή σπρωξιά στην ταραχή μου και η φιέστα - εξωτερική και εσωτερική- τέλειωσε.

Ο Νίκος Κούνδουρος στα γυρίσματα της ταινίας
___________


«...τρέμω από την κούραση σαν άλογο που κέρδισε τέσσερις κούρσες μαζεμένες»

4 του Σεπτέμβρη
 
Δεν ξέρω πώς γίνεται και μέσα στη φοβερή αναστάτωση της δουλειάς που άρχισε με ρυθμό και θόρυβο μιας τεράστιας μηχανής που πήρε επιτέλους μπροστά ύστερα από φοβερές προσπάθειες. Ξεκινήσαμε τόσο απότομα που οι Σοβιετικοί τα 'χουν εντελώς χάσει, ασυνήθιστοι σε ενθουσιασμούς και σε ρυθμούς που τους έχουν από χρόνια χάσει. 

[...] Ανήσυχος λοιπόν για όλα αλλά αισιόδοξος για την ταινία που γεννιέται, πηγαίνω τώρα στο κρεβάτι μου, είναι μόνο εννιά και μισή το βράδυ, και τρέμω από την κούραση σαν άλογο που κέρδισε σήμερα τέσσερις κούρσες μαζεμένες. 

Τρίτη, 24 του Σεπτέμβρη

Είναι έξι το πρωί. Σε μια ωρα θ’ αρχίσει να ξυπνάει όλο το σπίτι, στις εφτάμισι φεύγουν τα αυτοκίνητα για το χωριό. Τούτες οι πρωινές ώρες είναι οι πιο δικές μου, δηλαδή οι πιο δικές μας, γιατί και οι άλλες ώρες δικές μου είναι, τις ρουφάω με απληστία και ευγνωμοσύνη γιατί ξέρω πως αυτή η ταινία είναι ίσως η τελευταία. Όχι γιατί εγώ δεν θα 'χω το κέφι και το κουράγιο να στήσω πάλι και πάλι καινούργια σχέδια και καινούργιες ταινίες, μα γιατί το βλέπω πως όλο και πιο δύσκολη γίνεται η ζωή για μας τους κυνηγούς των δύσκολων πραγμάτων.

Ο Μάνος Βακούσης, που υποδύεται στην ταινία τον Λόρδο Βύρωνα
__________


Μια ταινία που «απορροφά σαν αλεξικέραυνο τις αστραπές του θυμού μου»
Σάββατο, 16 Νοέμβρη

Αν δεν ήτανε τούτη η ταινία κι αν δεν ήσουνα εσύ, η ερημιά τριγύρω θα ’τανε ανυπόφορη. Είναι πέντε το πρωί, σε μια ώρα θα μαζευτούμε όλοι στον κάτω διάδρομο του ξενοδοχείου και η μέρα θα κυλήσει ζωηρή και γεμάτη κίνηση, φωνές, ζωντάνια. Το ξέρω πως τίποτα δεν είναι για πάντα, και για τούτη τη χαρά που μοιάζει με κάποιο είδος ευτυχίας έφτασε το τέλος. Σε μια εβδομάδα θ’ αφήσουμε πίσω μας τις χιλιάδες στιγμές που ζήσαμε στην Ουκρανία και ξέρω πως δεν είναι μόνο για μένα δύσκολη αυτή η ώρα. Είναι όλοι συγκινημένοι και μετράμε πια μ’ ανυπομονησία ανάποδα τις μέρες και τις ώρες που μας  μένουν. Βιαζόμαστε να τελειώσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα, να τελειώσει η στενοχώρια του χαιρετισμού, να μπούμε σε αυτοκίνητα και αεροπλάνα και να πετάξουμε από πάνω μας το βάρος από τις καυτές μνήμες τόσων ανθρώπων και τόσων πραγμάτων και τόσων εικόνων και τόσων λόγων που προορίζονται πια για τα συρτάρια του μυαλού, όμορφα και πονηρά ταξινομημένα που μόνο γλύκα να μείνει.

[...] Η ταινία για τον Μπάυρον απορρόφησε και απορροφά τώρα τις αλλεπάλληλες αστραπές του θυμού μου για όλα, σαν αλεξικέραυνο. Από τώρα κιόλας αδιαφορώ με υπεροψία για οποιαδήποτε γνώμη, κριτική, υπόδειξη κλπ. απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Η ταινία, το ξέρω τώρα πια, δεν είναι ούτε προϊόν ούτε έκθεμα ούτε αντικείμενο για ανάλυση, για κριτική, για επαίνους, για έγκριση ή για απόρριψη. Αν δεν είχε το πανάκριβο περίβλημά της θα την έβαζα σ’ ένα συρτάρι, για τη χαρά τη δικιά μου και των φίλων μου. Σαν το VORTEX.




«Πάει κι αυτό, λοιπόν» 
Κυριακή 17 [Νοέμβρη]

Σήμερα πήγαμε από τις εφτά το πρωί στο κάστρο, στήσαμε τα σύνεργά μας,ντύσαμε τους 
κομπάρσους και ξαπλώσαμε στο χορτάρι περιμένοντας μάταια να βγει κανένα σύννεφο. Είχε έναν ήλιο κρητικό, ζεστό και λαμπερό, καλοκαιριάτικο. Οι Ρώσοι κομπάρσοι ήτανε ζωηροί και ευχάριστοι, στήσανε ομάδες με κιθάρες και τραγουδούσανε. Φάγαμε στο γρασίδι, τεντωθήκαμε πάνω στις τεράστιες τέντες του φροντιστηρίου και η Κυριακή έγινε αληθινή Κυριακή. 

Τετάρτη, 20 Νοέμβρη 1991

Είναι Τετάρτη, τρεις το πρωί, κάθομαι στο μικρό τραπέζι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με τις τρεις τσάντες μου έτοιμες για ταξίδι. Σήμερα τελειώσαμε και με το κάστρο του Σουντάκ. Η ταινία τέλειωσε εδώ, το τελευταίο γύρισμα το ξεπετάξαμε βιαστικά γιατί μας έφευγε ο ήλιος.

Σε λίγες ώρες αποχαιρετάμε και τούτο το μέρος, το κάστρο, το ντεκόρ, τους ανθρώπους που προφτάσαμε και γνωρίσαμε. Χαιρετήσαμε τους Ρώσους που φεύγουν πρωί πρωί πριν από μας. Τους ηλεκτρολόγους, τους τεχνίτες των σκηνικών, τον Σάσα, τον Βολούτια, τον Βλάντ, τον Αλεξάντερ, τον άλλο Σάσα, τις δίδυμες, την Έλλη και τη Λουντμίλα, τη Ραΐσα, τους σωφέρ των φορτηγών, τον χοντρό της γεννήτριας με το γατάκι. Όλους. Ήτανε σα να χαιρετούσαμε την Ουκρανία, τη Ρωσία, σα να τέλειωσαν όλα σήμερα, εδώ. 

Ο Μπάυρον έκλαιγε, η Μάσα του τον κοίταγε με απελπισμένη τρυφερότητα, ο Αλεξάντερ έβαλε όσο μπαρούτι του απόμεινε μέσα σ’ ένα κανόνι και του ’βαλε φωτιά και χάλασε ο κόσμος από τη βροντή κι αντιλάλησε όλο το κάστρο κι όλοι χειροκροτούσαν και φωνάζανε, μπας και φύγει η στενοχώρια που μάς είχε μαγκώσει την ψυχή. Πάει κι αυτό, λοιπόν. 

Νίκος Κούνδουρος, Γράμματα από την Κριμαία, 1991, εκδόσεις Άγρα





ΠΗΓΕΣ

  • Νίκος Κούνδουρος, Γράμματα από την Κριμαία 1991, εκδόσεις Άγρα


Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Η «Άγρια γυναίκα» αντιμέτωπη με το «αρπακτικό» της ψυχής: από το μύθο του Μπλαβογένη στη Μαρυλλίδα του Κ. Λογαρά


«The Company of Wolves», by Emily W. Martin
___________

Επί τα ίχνη των λύκων...

Στο βιβλίο της «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους», η Μεξικανή ποιήτρια, ψυχαναλύτρια και ακτιβίστρια Clarissa Pinkola Estés, με σημείο εκκίνησης τη θέση ότι η γυναικεία ψυχή έχει απαξιωθεί και κακοποιηθεί, προσπαθεί να καταδείξει  τη ζωτική αξία της λεπταίσθητα ανυπότακτης γυναίκας ως φύλου και ως ενέργειας. Σκοπός της είναι να αφυπνίσει το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, όπως εμφανίζεται στα μυητικά όνειρα, στις ενοράσεις, στα σύμβολα, στην πρωτόγονη τέχνη και στα λαϊκά παραμύθια, στο συλλογικό ασυνείδητο. Το επίθετο «άγρια» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την υποτιμητική σημερινή του σημασία, ως κάποια εκτός ελέγχου, ένα πλάσμα βάρβαρο ή αχαλίνωτο, αλλά με την αρχική του έννοια, ένα πλάσμα εγγενώς πλήρες και με υγιή όρια, σοφό, ολοζώντανο και φυσικό σαν την αναπνοή. Η γυναίκα – ακόμα και κάτω από την εκλεπτυσμένη της όψη – είναι η φύση, η παντοτινά άγρια, το πλάσμα εκείνο που ψυχικά συγγενεύει με τους λύκους.

«Οι υγιείς λύκοι και οι υγιείς γυναίκες έχουν κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά: οξυμμένη διαίσθηση, παιχνιδιάρικο πνεύμα και μεγάλη ικανότητα αφοσίωσης. Από τη φύση τους, οι λύκαινες και οι γυναίκες θέλουν να σχετίζονται, είναι φιλοπερίεργες, πολύ ανθεκτικές και δυνατές. Βαθιά διαισθητικές, φροντίζουν με κάθε τρόπο τα μικρά τους, τους συντρόφους τους και την αγέλη τους. Είναι ικανές να προσαρμόζονται σε συνθήκες που διαρκώς αλλάζουν, μένουν αφοσιωμένες μέχρι τέλους και επιδεικνύουν μεγάλη γενναιότητα.»

Μεγαλωμένη και η ίδια στη Φύση – «στα σύνορα του Μίσιγκαν, σε έναν τόπο περιτριγυρισμένο από δάση, οπωροφόρα δέντρα και χωράφια, πολύ κοντά στις Μεγάλες Λίμνες», σε οικογένειες Ούγγρων και Σουηβών μεταναστών, που δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, η Clarissa Pinkola Estés κληρονόμησε την προφορική παράδοση των μύθων και των ιστοριών και μελέτησε τη βιολογία της άγριας ζωής ανάμεσα σε πλάσματα που λάτρεψε: αρκούδες, αλεπούδες, φίδια, αετούς και κυρίως λύκους: 

«Πέρα στο Βορρά, οι λύκοι έρχονταν με χοροπηδητά και προσευχές στα ξέφωτα που τα έλουζε το φεγγάρι. Μπορούσαμε να πιούμε άφοβα από το ίδιο ρυάκι.

Η αγάπη μου για την άγρια γυναίκα μετράει από τότε που ήμουν παιδί, αν και τότε δεν ήξερα να την πω έτσι. Ήμουν μάλλον λάτρης του ωραίου παρά των σπορ, και το μόνο που ήθελα ήταν να περιπλανιέμαι σε κατάσταση έκστασης. Από το τραπέζι και την καρέκλα προτιμούσα το χώμα, τα δέντρα και τις σπηλιές, γιατί σε κείνα τα μέρη ένιωθα ότι έγερνα στο μάγουλο του Θεού.

Το ποτάμι πάντοτε μου ζητούσε να το επισκεφθώ μόλις έπεφτε σκοτάδι, τα χωράφια ήθελαν να τα διασχίσω για να αρχίσουν να θροΐζουν, οι φωτιές ζητούσαν να τις στήσω στο δάσος τη νύχτα, και οι ιστορίες γύρευαν να ειπωθούν μακριά από τα αυτιά των ενηλίκων.

Ήμουν τυχερή, μεγάλωσα στη Φύση. Οι κεραυνοί μού έμαθαν τον ξαφνικό θάνατο και τον εφήμερο βίο. Τα νεογέννητα ποντικάκια μού έδειξαν πώς η νέα ζωή γλυκαίνει τον θάνατο. Τα μικρούτσικα απολιθώματα που έβγαζα από το παχύ χώμα με έκαναν να καταλάβω ότι ο τόπος μου είχε κατοικηθεί από πολύ, πάρα πολύ παλιά. Έμαθα την ιερή τέχνη του καλλωπισμού βάζοντας πεταλούδες μονάρχες στο κεφάλι μου, έχοντας πυγολαμπίδες για νυχτερινά κοσμήματα και σμαραγδένιους βατράχους για βραχιόλια.

Μια λύκαινα που σκότωσε το κουτάβι της γιατί το είχαν πληγώσει θανάσιμα με έμαθε τη σκληρή τέχνη της συμπόνιας και το γιατί πρέπει να αφήνουμε το ετοιμοθάνατο να πεθάνει. Οι χνουδωτές κάμπιες που έπεφταν από τα κλαδιά και σέρνονταν να ξανανεβούν στο δέντρο με έμαθαν την προσήλωση. Καθώς σέρνονταν πάνω στο μπράτσο μου και με γαργαλούσαν, μου έδειξαν ότι το δέρμα μπορεί να αποκτά ζωή. Το σκαρφάλωμα στις κορφές των δέντρων μού έδωσε μια πρόγευση από την αίσθηση της ερωτικής επαφής.»

[...] Οι λύκοι είναι πάντα ικανοί να κινούνται χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.Ο ήχος τους θυμίζει τους ángeles timidos, τους ντροπαλούς αγγέλους. Μένουν πίσω και παρακολουθούν κρυφά το πλάσμα που τους έχει κινήσει την περιέργεια. Μετά, εντελώς ξαφνικά, εμφανίζονται μπροστά του, μισοπροβάλλοντας πίσω από τα δέντρα και στυλώνοντας πάνω του το χρυσαφί τους μάτι. Απότομα στρέφονται πίσω κι εξαφανίζονται, αφήνοντας μια κηλίδα άσπρης τραχηλιάς και φουντωτής ουράς. Ύστερα ξαφνικά ξεπετιούνται πάλι πίσω από το άγνωστο πλάσμα. Αυτή είναι η κρυφή παρακολούθηση. Αυτό πάει να πει το να γίνεις η σκιά κάποιου.

Η Άγρια Γυναίκα παρακολουθεί κρυφά τις γυναίκες για χρόνια. Να, τώρα τη βλέπουμε φευγαλέα. Να, τώρα γίνεται αόρατη ξανά. Κι ωστόσο, εμφανίζεται τόσο πολλές φορές στη ζωή μας, και με τόσες μορφές, που νιώθουμε να περιτριγυριζόμαστε από τις εικόνες της και τις παροτρύνσεις της. Έρχεται σε εμάς στα όνειρα ή στις ιστορίες – ειδικά στις ιστορίες της προσωπικής μας ζωής – γιατί θέλει να δει ποιες πραγματικά είμαστε κι αν μπορούμε πλέον να την ακολουθήσουμε. Αρκεί να κοιτάξουμε τη σκιά μας για να δούμε ότι δεν πρόκειται για τη σκιά ενός δίποδου θνητού όντος, αλλά για τις θαυμαστές μορφές μιας ύπαρξης άγριας και ελεύθερης».


Painting by Anne Patay
_______

Ένα αγρίμι, μεγαλωμένο στη σκιά των ξωτικών

Ένα τέτοιο πλάσμα, ελεύθερο, αυθεντικό, γήινο και ανεπιτήδευτο είναι η κεντρική ηρωίδα, η Μαρυλλίδα, στο τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά «Όταν βγήκε απ’ τη σκιά», που κυκλοφόρησε  λίγο πριν την εκπνοή του 2021 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Παιδί της φύσης, γεννημένη κάπου στο βορρά, τελευταίες μέρες του Γενάρη, με μια σελήνη γεμάτη κι «αστραφτερή σαν το καθαρό ασήμι», ατίθαση, ανυπότακτη, σαν ξωτικό, «παράξενο πουλί», ένα με τα χωράφια, το ποτάμι, τα ζωντανά του τόπου της.

«Παιδί που ήταν, περπάταγε ξυπόλυτη, καβάλαγε ασέλωτο το άλογο κρατώντας το σφιχτά από τη χαίτη, ή κόλλαγε το παιδικό κορμί, το δίχως αναπτυγμένο ακόμα στήθος, στη δυνατή λαιμαριά του ζώου - σώμα δικό της και σώμα αλόγου, ένα. Και χανόταν στα χωράφια, πέρα στα δέντρα, στο ποτάμι. Πολλές φορές έτρεχε ξυπόλυτη, ξεκάλτσωτη. Έφευγε απ' το σχολείο δίχως να δίνει λόγο σε κανέναν, πήγαινε στα χωράφια όπου η μάνα κι ο πατέρας της φύτευαν καπνά. Καθόταν σε μια πέτρα κι έβλεπε τους δικούς της από μακριά. Σκυμμένους πάνω απ' τα κοτσάνια του καπνού. Μετά από ώρα, είτε ο ένας είτε ο άλλος, η μάνα ή ο πατέρας της, σηκώνονταν να ξεπιαστούν, και ξάφνου, σαν το ξωτικό, την βλέπανε να τους κοιτάζει από μακριά. Καθισμένη πάνω στην πέτρα ή στα γυμνά της πόδια. Πώς; Από πού είχε εμφανιστεί;

Ήταν δέκα ή έντεκα χρονών, λεπτή σαν μίσχος, κι ανέβαινε ευλύγιστη στα δέντρα κι έκοβε καρπούς. Έπαιζε με λυκόσκυλα, κυνήγαγε ορτύκια με το όπλο του πατέρα της, φρόντιζε την κατσίκα και τ' άλλα ζωντανά, τσαλαβουτούσε τα πόδια στα νερά του ποταμιού. Κι ούτε φοβόταν να σκοτώσει φίδια, δεξιά κι αριστερά στις όχθες του· μικρές οχιές που λιάζονταν πάνω στις ποταμίσιες πέτρες τις λειασμένες από τα νερά του χείμαρρου. Τον χειμώνα κατέβαιναν ορμη τικά απ' το βουνό κόβοντας την περιοχή στα δυο, το καλοκαίρι στέρευαν σχεδόν. Έπαιρνε την πέτρα ή ένα ραβδί και τσακ-τσακ στο κεφάλι του φιδιού, το τσάκιζε αστραπιαία πριν προλάβει καν να το σηκώσει....»

«Πλάσμα φευγάτο φερμένο απ’ αλλού», άλλοτε ανεξήγητα οικεία κι άλλοτε σαν πεισμωμένο αγρίμι, ανίκανη να ελέγξει τα λόγια της: 

«Όταν φούντωνε, μπούκωναν στο στόμα της τα λόγια, οι λέξεις καβάλαγαν η μια την άλλη, ύψωνε τη φωνή κι άκουγες ήχους απειλητικούς σαν γρυλίσματα από μικρό κουτάβι.

Σχέσεις με κανέναν. Τα δικά της πρόσωπα, τα οικεία, της ψυχής, ήταν σκιές πέρα απ' τα βουνά, άναρχα σχήμα τα, οράματα της ανήσυχης ματιάς της· αόρατες μορφές μιας αναρχούμενης ψυχής, που της μίλαγαν ψιθυριστά μια άλλη γλώσσα. Δεν ταίριαζε στο περιβάλλον του σπιτιού της. Και κάποτε θα δραπέτευε, θα έφευγε.»

Η πρώτη απόδραση από το πατρικό σπίτι, από τους άγαρμπους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ασφυκτιούσε, έγινε στα δώδεκά της χρόνια. «Κι ως τα δεκαοχτώ έζησε στη μεγάλη πόλη, στα σκοτάδια της και στις φωτεινές της λεωφόρους. Μόνη της, χωρίς φίλες της ηλικίας της – άλλες τη ζήλευαν κι άλλες τη θαύμαζαν – «θηλυκιά, απρόσιτη, εκλεκτική κι απόμακρη για τα συνομήλικα αγόρια, που δοκίμαζαν την αδιαφορία της στο άνισο παιχνίδι τους μαζί της.»  Όποτε την έπιανε η νοσταλγία και φούντωναν μέσα της οι μυρωδιές του γιασεμιού και της λεβάντας – αναπόσπαστα δεμένες με την αθωότητα και το μυστήριο των παιδικών της χρόνων – γύριζε στα λημέρια της. Μια στο τόσο. Για λίγο.

«Η άγρια επιθυμία να χαϊδέψει τη χαίτη του αλόγου, να βυθίσει το βλέμμα της στο βλέμμα των σκυλιών της, να αγγίξει τις πλεγμένες στον φράχτη βατουκλιές και να γδαρθεί, την έσπρωχνε ξανά στο σπίτι της».

Ο κόσμος της Μαρυλλίδας - από τον οποίο βιάζεται με τη φυσική ορμή της νιότης να αποδράσει -  είναι αυθεντικός, ριζωμένος στη γη, κουβαλάει όλη την αρχέγονη σοφία, την ενστικτώδη γνώση που παρηγορεί και θεραπεύει. Άνθρωποι τραχείς, που αν και μιλάνε γλώσσες διαφορετικές – σλάβικες, βουλγάρικες, ανακατεμένες με ελληνικά – συνεννοούνται μεταξύ τους εγκάρδια. Η πατρίδα της, το «Αλτινό» - λέξη που εμπεριέχει την έννοια του ύψους - εκπροσωπεί τη χοϊκή αντίληψη της ζωής, με τους στέρεους κανόνες και τους τρόπους ξεριζωμένων μεταναστών, που στον πολυτάραχο βίο τους, έμαθαν να ζουν στερημένα – «δεν αφήνουν τίποτα χαμένο, ακόμα κι όταν η φύση πεθαίνει» –, έμαθαν να φεύγουν εύκολα, να στεριώνουν δύσκολα, να δημιουργούν με κόπο, αλλά με πάθος και αλήθεια τον «παράδεισό» τους. 

«Fading Memory» by David Szauder
___________

Ξένη στη «Ληθώ», ένα τόπο χωρίς οσμή

Η Μαρυλλίδα, το δεκαοκτάχρονο κορίτσι με το «ανήσυχο, σχεδόν πάντα αγριεμένο βλέμμα», θα αποδράσει για δεύτερη φορά, ακολουθώντας τον Ερρίκο στις θάλασσες του νότου, με γνήσια λαχτάρα που μόνο ο έρωτας υπαγορεύει, πρόθυμη να ντύσει με το δικό του πνεύμα την άγρια φύση της και να ντυθεί, ως νεοφώτιστη, τον πολιτισμό της νέας της πατρίδας. Η «Ληθώ», όνομα  που ετυμολογικά παραπέμπει  στο «λανθάνω» – δηλαδή «διαφεύγω της προσοχής» – στο σκοτάδι, στη «λήθη», ενθουσιάζει τη Μάριαν. Όσο όμως, ψάχνει συγκινημένη, τη θέση της δίπλα στα λιόδεντρα του τόπου, που σε ευεργετούν χωρίς τίποτα να σου ζητάνε, ανάμεσα στους ανθρώπους νιώθει ξένη, παρείσακτη. Τούτοι δω οι άνθρωποι κρύβονται, έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με τη φύση, έχουν απεμπολήσει τα ανθρώπινα στοιχεία τους, δεν έχουν μυρωδιά κι η γεύση τους είναι πικρή, σαν τα φυλλαράκια της ελιάς. Προσποιούνται, υπολογίζουν, παίζουν θέατρο μεταξύ τους, ζουν με νεύματα και ψέματα, για τα μάτια του κόσμου, εκπαιδευμένοι να «φαίνονται», ανίκανοι να «είναι».

Η Μαρυλλίδα –  κλεισμένη ασφυκτικά μέσα στο δυτικότροπο Μάριαν, που ο Ερρίκος διάλεξε για κείνη – «δεν τα γνώριζε αυτά τα καμώματα, τα μισόλογα, δεν είχε ζήσει έτσι. Οι άνθρωποι οι δικοί της μπορεί να ήταν άξεστοι, χοντροκομμένοι, αλλά δεν είχαν ψεύτικη συμπεριφορά. Τα λόγια τους βαριά, μίλαγαν και σε γρατζούνιζαν, σε πλήγωναν σαν να σου κάρφωναν καρφιά – αλλά μπροστά σου, ποτέ πίσω απ' την πλάτη σου. Εδώ βρισκόταν έξω απ' τα νερά της. Κάτι της διέφευγε, δεν ανήκε στη δική τους κάστα. Ήταν σαν ξένη, άλλη η νοοτροπία της, ο τρόπος που εκείνη ήξερε να ζει». 

Η εποχή της αθωότητας και του μυστηρίου – της λεβάντας και του γιασεμιού – είχε δώσει τη θέση  της στην εποχή της «Brut», στην άγρια οσμή του Ερρίκου Μαλτέζου – βαριά, επιβλητική, αρσενική – μια μεθυστική δύναμη που την παρέσυρε με την ορμή της κι όλα τα σκέπασε, όλα τα κατέκλυσε. Αν, όμως κάποτε, η οσμή του Ερρίκου υποχωρούσε και έσβηνε, πώς θα επιζούσε η Μαρυλλίδα – Μάριαν σ’ ένα τόπο, όπως η Ληθώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους που δεν έχουν μυρωδιά, δεν αφήνουν  ίχνη, δεν εκπέμπουν τίποτα»; 

«Δίχως μυρωδιές δεν θα μπορούσε  να επιζήσει· δεν θα ήταν ικανή να καταγράψει στη συνείδηση τον χώρο, τους ανθρώπους γύρω της, η ζωή θα γινόταν εφιάλτης.»


Anna Taut, Awakening of wolfs, 2011
____________

Επιστροφή στη σκιά της «Άγριας γυναίκας»

Μπροστά στην αόρατη απειλή, η Μάριαν αναδιπλώνεται κι αρχίζει να θησαυρίζει στη μυστική της «κιβωτό» γεύσεις, ήχους, οσμές κι ονόματα και σ’ αυτά θα καταφεύγει κάθε φορά που θ’ αντικρίζει βλέμματα σκοτεινά, απροσδιόριστα, εχθρικά. Χάρη σ’ αυτά, τα «δυο τρία απλά» της μέσα ζωής της, «σκάβοντας και βγάζοντας τις πέτρες, ευχαριστώντας το δικό της θεό που της χάρισε τη δωρεά των λουλουδιών, των δέντρων και του χώματος», η  Μάριαν θα καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την ενστικτώδη γυναικεία ψυχή και να σαρκωθεί ξανά ως το πλάσμα που κάποτε υπήρξε. 

Τη σχέση της με τη φύση, ακριβώς επειδή πρόκειται για βίωμα βαθύ –  δεν είναι ρομαντική ανάμνηση, ούτε επίφαση – ο Ερρίκος δεν θα καταφέρει ούτε να την επηρεάσει, ούτε να την ξεριζώσει, παρά τις «φιλότιμες προσπάθειες» που καταβάλλει από την αρχή της γνωριμίας τους. «Τι τα θες αυτά; Την αποθάρρυνα. Δεν σου χρειάζονται. Εγώ είχα καλύτερα σχέδια για κείνην...ούτε γεωπονική ούτε βοτανολογία». Στη μορφή της Μάριαν – «ένα κράμα παράξενης ωραιότητας και απλής συμπεριφοράς» –, εκείνος βρήκε ό,τι του έλλειπε κι έσπευσε να το ιδιοποιηθεί, να το κάνει κτήμα του. Ως «τρόπαιο θριάμβου», την περιέφερε τον πρώτο καιρό και προσπαθούσε να «αναπληρώσει» τις ελλείψεις στο χαρακτήρα της, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί δίπλα του, να ταιριάξει στον κόσμο του.

Μέσα στα χρόνια - κι ήταν πολλά – ενός απονεκρωμένου γάμου, μιας βουβής σχέσης, με το ελεγκτικό ψυχρό βλέμμα του Ερρίκου να ψάχνει πάνω της λάθη, να την προσβάλλει και να την ταπεινώνει, η Μάριαν δεν έχασε την ικανότητά της να παρατηρεί, να αφουγκράζεται, να οσμίζεται, να γεύεται, ν' αγγίζει τον κόσμο γύρω της: τα σταυρωμένα χέρια με τις μπλαβιές φλέβες, τη μυρωδιά γερασμένου σώματος, το κακοτράχαλο ροχαλητό, τον ήχο του κενού ανάμεσά τους, τη μυρωδιά του χώματος, την οσμή του σκοτωμένου αίματος, την πικρή τζούρα του καφέ στο στόμα της, τα δουλεμένα δικά της χέρια με τα μικρά εξογκώματα στους κόμπους των δαχτύλων, τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού της χαμένα στο άσπρο χνούδι, το γουργουρητό της Χνουδίτσας, τα μαύρα ακαταστατα τσουλούφια και τις φουσκωμένες αντρικές φλέβες στα χέρια του γιου της, την πνιγηρή αψιά μυρωδιά της Paco Rabanne, το ζυμωμένο ψωμί, το μαγειρεμένο με την ψυχή της φαγητό. 

«Για μένα ο κόσμος είναι γεύση και οσμή» θα πει η ίδια, υπερασπίζοντας απλά την αλήθεια της, στη διάρκεια του δείπνου που οργάνωσε ο Ερρίκος για τους λόγιους του σιναφιού του, στο οποίο όμως θριαμβεύει κυριολεκτικά η υποδεέστερη, η «πνευματικά  εκτός κλίματος διανοουμένων.

«Για μένα», είπε ήρεμα, «είναι δημιουργία και τα δυο, δεν τα ξεχωρίζω, είτε διαβάζω κάτι που με συγκινεί είτε σκαλίζω το χώμα. Με το ίδιο ενδιαφέρον που παρακολουθώ την εξέλιξη μιας ιστορίας που μ' αρέσει βλέπω και τις κολοκυθιές ή τις μελιντζάνες μου αργά αργά να μεγαλώνουν. Κι οι λέξεις έχουν ρίζες και ριζώνουν. Μυρίζουν διαφορετικά στο στόμα καθενός, μοσχομυρίζουν ή ζέχνουν ανάλογα πώς τις καλλιεργείς. Και στη μαγειρική, μια συνταγή μαγειρεμένη από διαφορετικούς ανθρώπους ποτέ δεν βγαίνει ίδια».

Το πρόσωπό της είχε γαλήνη. Σαν εκείνον που λέει μια αλήθεια μα δεν έχει ανάγκη να την αποδείξει σε κανέναν.

Πίσω από την κομψή και αιθέρια ύπαρξη, που συντόνισε και οργάνωσε στην εντέλεια τα πάντα, ίσως μόνο ο οξυδερκής κριτικός της παρέας να  διέβλεψε τη θλίψη και τον «τιθασευμένο δυναμισμό» ενός αγριμιού που ακόμα περπατούσε ξυπόλητο στο χώμα της αυλής - το δέρμα του πέλματος είναι ευαίσθητο, όλα μπορεί να τα νιώσει - μιας ύπαρξης μοναχικής, που έβρισκε καταφύγιο στις «δικές της μουσικές και μυρωδιές, στα δικά της χώματα». 

«Την κατακλύζαν ήχοι κι οσμές από δροσερό περιβόλι - ευωδιαστή ντομάτα, άκοπη, πάνω σε καλαμένια υποστυλώματα -, αψάδα πιπεριάς και φρέσκια ρίγανη. Δεν χάθηκαν αυτές οι μυρωδιές, δεν αφανίστηκαν ποτέ. Αναδύονταν μέσα απ' το χώμα. Τα 'βλεπε, τα οσφραίνονταν όλα, γεύονταν τη γεύση, άκουγε καθαρά τους ήχους που έκαναν καθώς ωρίμαζαν. Ήταν ολότελα δικά της και είχαν παραμείνει αλώβητα».

Η Μάριαν κρατάει ζωντανή στην πολύτιμη «κιβωτό» της τη συλλογική ταυτότητα, μεταφερμένη από γενιά σε γενιά, μνήμη κυτταρική, που εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια του κόσμου. Περασμένη στο δικό της σώμα από τη «μάγισσα» γιαγιά, εκείνη που σφυρίζει ένα τραγούδι κι οι μέλισσες, χιλιόμετρα μακριά, το ακούνε και γυρνάνε στο καλάθι της· τη γιαγιά που ευωδιάζει τριαντάφυλλο, σκάβει, τσαπίζει ως τα ενενήντα της, φροντίζει τα ζωντανά της, μιλάει με το χώμα, τη φύση, την πέτρα και τη λάσπη. Και από την άλλη γιαγιά απ' τη μεριά του πατέρα της: 

«Πλάθοντας το ψωμί της μουρμούριζε ονόματα, λόγια ακατάληπτα και προσευχές δικές της. Ευγνωμονούσε για το χώμα που καρπίζει, για το νερό που τρέχει και ποτίζει τον μπαξέ της. Τα τρυφερά βλαστάρια των χορταρικών που σε λίγο θα 'μπαιναν στα πιάτα τους. Ζύμωνε κι ονομάτιζε αποθαμένους. Έναν έναν. Σαν να τους καλούσε στο τραπέζι».

Χάρη στις γεύσεις, τους ήχους, τις οσμές του «άγριου» ενστικτώδους εαυτού της, η Μάριαν θ' αντέξει. Όλη η φύση με τις εκφάνσεις της διδάσκει την αντοχή. Θα περιπλανηθεί χρόνια, μέχρι να σκληρύνουν και πάλι οι πατούσες της, μαθημένες να πατάνε ξυπόλητες, να αντλούν δύναμη από το χώμα και τη γόνιμη λάσπη. Θα βαδίσει μέσα στα σκοτάδια, θα δοκιμαστεί, θα καταφέρει να βγει από την αποπνικτική σκιά του Ερρίκου και του ψεύτικου κόσμου του και να ενωθεί ξανά με τις οικείες μυστηριακές σκιές του δικού της τόπου.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, η Μαρυλλίδα θα βρεθεί για τελευταία φορά στη Ληθώ· έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ο Ερρίκος την έφερε εκεί για να ζήσει μαζί του. Την νύχτα εκείνη, πριν εγκαταλείψει για πάντα την άρρωστη πόλη, στον ύπνο ή στο ξύπνιο της, οι λύκαινες θα καλωσορίσουν την επιστροφή της και θα την καλέσουν στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης.

«Ελάχιστα κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Ξαπλωμένη στο σκοτάδι με τα μάτια ανοιχτά. Όλο το βράδυ ακούγονταν μακρινές φωνές – στον ύπνο ή στον ξύπνο της, δεν μπορούσε να διακρίνει –, ιαχές και αλυχτίσματα λύκων. Είχαν κατεβεί, θαρρείς, από τα δάση, είχανε βγει από τις ρωγμές των βράχων, και την καλούσαν να ενωθεί μαζί τους σ' έναν νυχτερινό χορό εκδίκησης. Την προσκαλούσαν να μπει μαζί τους στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης. Ρωμαλέες λύκαινες με μάτια μικρά, τριγωνικά, που φωσφορίζαν στο σκοτάδι, με λαιμούς μυώδεις, πόδια λεπτά και δυνατά, έτοιμα να τρέξουνε θριαμβικά, να ξεχυθούν στους δρόμους της έρημης πόλης...»

«In the Company of Wolves», by Angela Carter
__________

Η Μαρυλλίδα «εκπατρίζεται», ζει ως «ξένη» μεγάλο κομμάτι της ζωής της, σχεδόν τριάντα χρόνια, αόρατη, χαμένη στη σκιά ενός ανθρώπου, εκπαιδευμένου να «φαντασιώνεται τον κόσμο του, αντί να τον ζει». «Επαναπατρίζεται», όμως, θριαμβευτικά στον τόπο της, στην «αγέλη» της, στη θηλυκή ενστικτώδη φύση της, που ακόμα και κακοποιημένη παραμένει άφθαρτη. Το πλάσμα που φτιάχτηκε ελεύθερο και αμόλυντο, παραμένει εύπλαστο, ανοικτό και δεκτικό στην αλήθεια, όταν την συναντά στο δρόμο της, αλλά δεν θα διαβρωθεί ποτέ από ανθρώπους ψεύτικους, ούτε θα ασπαστεί τις νοσηρές  πρακτικές μιας απονεκρωμένης, αφύσικα εκπολιτισμένης κοινωνίας.

Ο Ερρίκος, αντίθετα, έζησε όλη του τη ζωή ως «αναρριχητής της μεγαλοπρέπειας» σε μια μικροαστική κοινωνία  που κρύβει τον πυρετό της και υποκρίνεται, σ' έναν κόσμο με κυρίαρχες αξίες τον υπολογισμό και τη σκοπιμότητα. Γαλουχημένος με τις αρχές μιας ελεγκτικής, χειριστικής μητέρας, δεν έκοψε ποτέ τον ομφάλιο λώρο, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την επικράτειά της. Εκείνη ήταν, μέχρι το θάνατό της, «η άγκυρα που που τον κράταγε σταθερό», αλλά και εγκλωβισμένο στο ρόλο του εκδικητή των μητρικών ματαιωμένων φιλοδοξιών. Ούτε τον χαμένο πατέρα «πένθησε» ο Ερρίκος, αρνήθηκε την Κάθοδο, ως δρόμο που οδηγεί στην «πατρική οικία», δεν ανακατεύτηκε ποτέ με το χώμα, τις στάχτες, τη συναίσθηση της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Μεγαλομανής, εξουσιαστικός και κάλπικος, αγκιστρωμενος στην καρέκλα του γραφείου του, ασφαλής και προστατευμένος από το χαμηλό ταβάνι του ανήλιαγου υπογείου, δεν κατάφερε ποτέ «να δοθεί, να ξοδευτεί, ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί». Την παρ' αξίαν αναρρίχησή του – επιστήμονας, συγγραφέας, διανοούμενος, πολιτικός – θα ακολουθήσει η βαρύγδουπη πτώση του: «Εξάντλησε όλα τα στάδια μονομιάς κι έκαψε γρήγορα όλα τα χαρτιά του». Όταν στα εξήντα του, η τέχνη, η πολιτική, η ίδια η ζωή τον έχει απορρίψει», είναι πια αργά να επιχειρήσει τη  λυτρωτική «Κατάβαση», να διασωθεί από τον άγονο κόσμο του, να αποβάλει την «παιδική κακία». Ως «ξένος» από τον εαυτό του, το όνομά του, την αλήθεια του, την αγάπη, το «θεό» του, θα αρκεστεί να ομολογήσει την αποτυχία του: «Νιώθω ότι τίποτα δεν έζησα».

Αν το ζητούμενο στην πορεία της ζωής, ανδρών και γυναικών, είναι η κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας, η συνειδητοποίηση και η αυτογνωσία, πώς μπορεί αυτό να πραγματωθεί αν κοπεί ο δεσμός μας με τη φύση, την βαθιά ενστικτώδη ψυχή μας; Πρέπει να παλέψουμε ώστε ν’ αφήσουμε την ψυχή μας να μεγαλώσει με τον τρόπο της και μέχρι το φυσικό της βάθος, να συναντηθούμε με την «άγρια γυναίκα» ή τον «άγριο άντρα» μέσα μας, να συνδεθούμε και ν’ αγκαλιάσουμε αυτό το λανθάνον στοιχείο του χαρακτήρα μας, τις ασυνείδητες «θηλυκές» και «αρσενικές» αρχές, εξίσου σημαντικές και ανεξάρτητες από το βιολογικό μας φύλο. 


«Anima & Animus» by Kim Lorentzson
____________

Τόσο η «θηλυκή», όσο και η «αρσενική» αρχή – «Anima» και «Animus» αντίστοιχα τα ονομάζει ο Carl Jung – έχουν και τη σκοτεινή πλευρά τους. Προκειμένου όμως να υπάρχει εξέλιξη, χρειάζεται ν’ αναπτυχθούν όλες οι πτυχές της ψυχής, να αλληλοσυμπληρωθούν όλες εκείνες οι ιδιότητες των δύο φύλων, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Στην ουσία χρειάζεται να δημιουργήσουμε ισορροπία στις κλίμακες παθητικών (θηλυκών) και επιθετικών (αρσενικών) ενεργειών μέσα μας. 

Η Μαρυλλίδα, στην πορεία της ζωής της, η οποία δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη – «έκανα  ένα ταξίδι μέσα από συμπληγάδες», μονολογεί η ίδια – καταφέρνει να ανασύρει την «ανδρική» ενέργεια, που θα της επιτρέψει άνετα και αβίαστα να εκφράσει τις ιδέες και το δημιουργικό της πνεύμα στον εξωτερικό κόσμο. Αντίθετα, ο Ερρίκος θα αποδειχτεί ανίκανος να συνδεθεί με τη «θηλυκή» πλευρά του, να αφεθεί, να παραδοθεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Όταν η σχέση με τη μητέρα παραμένει διά βίου, ανώριμη ή τραυματική, όταν το θηλυκό στοιχείο καταστέλλεται μέσα στον άνθρωπο, ενεργοποιείται η ματαιοδοξία, η κυριαρχική μανία, η αυτοκαταστροφή. 

Αν επιμείνουμε να βρούμε χαμένους και κερδισμένους σ’ αυτή την αναμέτρηση καθενός με τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γύρω του, η Μαρυλλίδα μοιάζει αδιαφιλονίκητα νικήτρια. Στην πορεία της ζωής της, δεν έχασε ποτέ τη σχέση της με τη γη, τη φύση, το χώμα – σαν τη μυθική συνονόματή της, με το αίμα της το πότισε και φύτρωσε το πανέμορφο λουλούδι με τα βαθυκόκκινα άνθη. Ούτε την πίστη της έχασε στους δικούς της θεούς, αυτούς που νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει, όταν ένας μεγάλος κύκλος τελειώνει. Πόσο διαφορετική αλήθεια η δική της πίστη από την «ευσέβεια» της Δόμνας και του Ερρίκου: ένας ρόλος με κοινωνικό αντίκρυσμα η δική της, «ευσεβισμός», προσωπείο του φόβου μπροστά στο θάνατο η δική του!  

«Κάποιον επιθυμεί βαθιά να ευχαριστήσει η Μαρυλλίδα, να προσφέρει την ευγνωμοσύνη της σ' αυτόν. Δεν έχει στο μυαλό της τον θεό που έχουνε οι άλλοι αυτή έχει θεούς δικούς της: τον ήχο των νερών, τις μυρωδιές, τις αλλαγές των εποχών. Αισθάνεται γι' αυτά ένα δέος. Το δέος απέναντι στις ορατές και αόρατες δυνάμεις της φύσης, τις ρίζες που μας τρέφουν, τους καρπούς που ωριμάζουν, το νερό που ξεδιψάει ζώα κι ανθρώπους, την ευεργεσία της σκιάς. Αυτά είναι θεοί, αυτά γεννούνε θαύματα. Θεός για τη Μαρυλλίδα είναι κυματισμοί νερών, θροΐσματα φύλλων, ροή χειμάρρου αλυχτίσματα λύκων και σκυλιών, φωνές πουλιών της άνοιξης. Η καμπύλη ενός σώματος καθώς διπλώνεται στα δυο σκύβοντας για να σκάψει τη γη, να φυτέψει τον σπόρο στο χώμα· ή για να μαζέψει ύστερα τα γεννήματα της γης, τους κόπους των χεριών του».

Wolf Alice (for Angela Carter) της Gina Litherland (2011)
__________

Η Μαρυλλίδα βγήκε από τη σκιά του Ερρίκου, ακολουθώντας τις δικές της σκιές, τα δικά της ξωτικά, που μυστικά βρίσκονταν πάντα μαζί της. Μόνιμη κάτοικος, όχι τουρίστρια, στην επικράτεια της Άγριας Γυναίκας, επανενώθηκε μαζί της κι όλοι της οι φόβοι έφυγαν μακριά. «Υπάρχει ένα μεσαιωνικό ρητό», σημειώνει η Clarissa Pinkola Estés, «που λέει ότι εάν είσαι σε κατηφόρα και σε κυνηγάει μια δύναμη τρομακτική, ικανή να πιάσει τη σκιά σου, τότε θα γίνεις κι εσύ μια τρομακτική δύναμη... Ως παιδί η Οπάλ Ουάιτλι έγραψε τα παρακάτω για τη συμφιλίωση με τη δύναμη του άγριου». 

Σήμερα κοντά στο απόβραδο οδήγησα
το κορίτσι που δεν έβλεπε
για λίγο μέσα στο δάσος
μες στο σκοτάδι, στις σκιές.
Την πήγαινα προς μια σκιά
που ερχόταν καταπάνω μας.
Η σκιά άγγιξε με τα βελούδινα δάχτυλά της
τα μάγουλα του κοριτσιού.
Τώρα και το κορίτσι
προτιμάει τις σκιές.
Όλος ο φόβος της έφυγε.

«BARBABLÙ»  di Gabriel Pacheco e Chiara Lossani
___________ 


Η ιστορία του Μπλαβογένη ή το μέσα φυσικό αρπακτικό 

Σαν την νεαρή γυναίκα στο παραμύθι του Κυανοπώγωνα του Σαρλ Περώ – του Μπλαβογένη, όπως αποδίδεται από την Clarissa Pinkola Estés – η Μαρυλλίδα υπέκυψε στη γοητεία του «αρπακτικού – δυνάστη», παγιδεύτηκε στη σκιά ενός κυριαρχικού, σκοτεινού άνδρα, αλλά αφυπνίστηκε και κατάφερε να βρει το μονοπάτι που οδηγεί βαθιά στον φυσικό, ενστικτώδη Εαυτό της. Οι ιστορίες, σημειώνει η Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια, περιέχουν το γιατρικό για να αποκαταστήσουμε ή να ξαναβρούμε τη χαμένη ψυχική δύναμη, να κάνουμε ένα άγριο στοιχείο να επιστρέφει όταν το καλούμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγγλική λέξη «reclamation» (αποκατάσταση, ανάκτηση) προέρχεται από το παλαιό γαλλικό «reclaimer», που σημαίνει «καλώ πίσω το γεράκι που άφησα ελεύθερο να πετάξει».

Η Μαρυλλίδα ενσαρκώνει την πολύ ανθρώπινη ιστορία της αφελούς, αμύητης ακόμα Ψυχής, η οποία δέχεται με νεανικό ενθουσιασμό να παντρευτεί τον σαγηνευτικό άντρα, να γίνει το «έπαθλο», το θήραμα του «αρπακτικού – δυνάστη», που την αιχμαλωτίζει, την περιορίζει και την αφήνει με την αίσθηση ότι είναι ανίκανη να προχωρήσει στη ζωή. Ο Ερρίκος εκπροσωπεί αυτήν την καταστροφική δύναμη – δεν είναι τυχαίο ότι οι προδιορισμοί «σκοτεινός», «αρπακτικό», «σατράπης» του αποδίδονται από το ίδιο τον συγγραφέα – που αντί να δυναμώσει το φως της νεαρής θηλυκής δύναμης της Ψυχής, θέλει να το σβήσει, να την αποκόψει από την ενστικτώδη φύση της. Στη λαογραφία, στους μύθους, στα όνειρα, όπως και στην καθημερινότητα άλλωστε, συναντάμε πολλά πρόσωπα, που απομυζούν το φως μας, προσπαθούν να πνίξουν τη συνειδητότητά μας, να ισοπεδώσουν την αυτοπεποίθηση, τον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητά μας.

Η ιστορία του Κυανοπώγωνα, ή Μπλαβογένη, στις ποικίλες παραμυθιακές παραλλαγές και λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του, είναι γνωστή στα βασικά σημεία της: ένας ήρωας προχωρά σε γάμους, προσφέροντας πλούτη ή τιμωρία και θάνατο στις ασυμβίβαστες συζύγους. Στην εκδοχή της Clarissa Pinkola Estés, ο Μπλαβογένης, σαν τον πανούργο ιχνηλάτη, αντιλαμβάνεται ότι η νεαρή κοπέλα, σε αντίθεση με τις μεγαλυτέρες και πιο υποψιασμένες αδελφές της, ενδιαφέρεται γι' αυτόν και της ζητάει να τον παντρευτεί. Στον μοιραίο γάμο ενώνονται η γλυκιά αφέλεια με την ποταπή σκοτεινιά. Όταν εκείνος θα φύγει για ταξίδι, οι οδηγίες που της δίνει είναι ρητές: μπορεί να κάνει ό, τι θέλει εκτός από ένα. Απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει το μικρό κλειδάκι με τη σκαλιστή κεφαλή, εκείνο που μπορεί να της αποκαλύψει την αλήθεια, αυτό που κρύβεται πίσω από το προφανές. Εάν υπακούσει, επιλέγει τον πνευματικό της θάνατο, αν ανοίξει την πόρτα στο φρικτό μυστικό δωμάτιο, επιλέγει τη ζωή. Με τη παρακίνηση των μεγαλύτερων αδελφών της, θα κατέβει στο κελάρι, θ' ανοίξει τη σφαλισμένη πόρτα και θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους σκελετούς και τα κρανία των προηγούμενων «φιλοπερίεργων» συζύγων του Μπλαβογένη. Όμως το αίμα που δε φεύγει από το κλειδί, που λεκιάζει τα φορέματα στην ντουλάπα, δεν την αφήνει να ξεχάσει, αντίθετα την φέρνει αντιμέτωπη με τη φονική δύναμη, η οποία τώρα απειλεί τη δική της αφυπνισμένη ψυχή. Η νεαρή γυναίκα έχει αμετάκλητα βγει από την αφέλειά της, ξεγελάει τον διώκτη της, κερδίζει χρόνο για να προετοιμαστεί τάχα, ενώ καλεί τους Ψυχικού αδελφούς της - την ευλογία της δύναμης και της δράσης - που θα την λυτρώσουν από τον σκοτεινό σύζυγο ή από το «εγγενές αρπακτικό», υπεύθυνο για την απονέκρωση της ενστικτώδους Ψυχής μέσα της.

Στην ιστορία του Μπλαβογένη, όπως και σε όλες όσες χρησιμοποιούν τα ίδια μοτίβα, η γυναίκα καταφέρνει από θύμα στην αρχή, να αφυπνιστεί, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να οργανώσει την απόδρασή της και να παροπλίσει τον σύζυγο-δυνάστη ή το εγγενές αρπακτικό μέσα της. Γιατί μπορεί ο σύντροφός της να περιορίζει και να διαλύει τη ζωή της, όμως το εσωτερικό αρπακτικό καραδοκεί μέσα στην ίδια την Ψυχή της. Όσο καιρό υποχρεώνεται να ζει με ψαλιδισμένα φτερά, αδύναμη, ηττημένη, φοβισμένη, βουβή, υποτάσσεται στο αρπακτικό. Όταν όμως ανοίξει την πόρτα της Ψυχής, θα δει τις πλευρές της θηλυκής φύσης που έχουν αιχμαλωτιστεί, ίσως και θανατωθεί και πλέον μπορεί, με τρόπους ακόμα πιο δυναμικούς να διεκδικήσει την αυτοδιάθεσή της.

«Blue Beard» by CoalRye, fairytalemood.tumblr.com
___________

Αιχμάλωτη του σκοτεινού άντρα

Η δεκαοκτάχρονη Μαρυλλίδα σαγηνεύεται από την άγρια μυρωδιά, την αρρενωπή φωνή, το μελαμψό δέρμα και το αστραφτερό μυαλό του Ερρίκου. «Στα νιάτα σου εύκολα ξεγελιέσαι...κι ύστερα από χρόνια, αυτό που κάποτε σου έδινε τη βεβαιότητα, διαπιστώνεις ότι ήταν το δόλωμα της προσωπικής σου εξαπάτησης». Όπως ακριβώς και η νεαρή σύζυγος στην ιστορία του Μπλαβογένη, αυταπατάται, παρακάμπτει τη διαίσθησή της, παρόλο που αυτή έχει σημάνει συναγερμό ήδη από την πρώτη τους συνάντηση και το σκοτείνιασμα του Ερρίκου στην ερώτησή της για τον πατέρα του. «Ήταν η πρώτη παγωμάρα στη γνωριμία τους...», θυμάται.

Με την εγκατάστασή τους στη Ληθώ, ο φόβος, η παγωμάρα, η αποξένωση μονιμοποιούνται και επιδεινώνονται. Το κορίτσι – «τρόπαιο», από την αρχή αταίριαστο στον κόσμο του Ερρίκου, τού προκαλεί σιγά σιγά δυσφορία. Την περιφρονεί, την υποτιμά, την ισοπεδώνει. Κι εκείνη βλέπει τη μια μετά την άλλη, τις επιθυμίες και τις ανάγκες της απονεκρωμένες: αγάπη, μητρότητα, μοίρασμα, επικοινωνία, αναγνώριση. Όταν φτάσει, όπως η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη, στο υπόγειο με το καταχωνιασμένο κασελάκι που κρύβει το χαμένο παρελθόν του Ερρίκου, μια τελευταία ελπίδα να ζωντανέψει η σχέση τους αχνοφαίνεται: «να ηττηθεί εκείνος από την αλήθεια, να λυγίσει, να κλάψει, να αναζητήσει μια αγκαλιά να κρυφτεί - τη δική της.» Όχι, όμως! Εκείνος εκρήγνυται αμυνόμενος. «Το στόμα του ηφαίστειο, λόγια σαν μανιασμένη θάλασσα»:

«Πώς τόλμησες; Άνοιξες τα συρτάρια μου, με ποιο δικαίωμα; Καταπάτησες με τον πιο χυδαίο τρόπο την ατομική μου ελευθερία, παραβίασες την ιδιωτική μου ζωή! Μπήκες κρυφά στον προσωπικό μου χώρο. Αυτό το λένε απάτη! Σιχαίνομαι την πράξη σου. Τίποτα δεν είναι πιο φρικτό απ' αυτό που έκανες».

Η Μάριαν, αν και συναισθάνεται πως έχει να κάνει μ' ένα αδύναμο πληγωμένο παιδί, ανίκανο ν' αγαπήσει τον εαυτό του, πόσο μάλλον κάποιον άλλον, βουλιάζει στην παραίτηση:

«Όλα φώναζαν την ήττα της, έδειχναν την αποτυχία. Το βλέμμα του που δεν έφτανε ως αυτήν, η σιωπή του, η απουσία κάθε μυρωδιάς του... Βούλιαζε συνεχώς... Έψαχνε έναν τρόπο να κρυφτεί, να εξαφανίσει την ασήμαντη ύπαρξή της, να εξαλείψει την ντροπή, τις ενοχές...Ήταν εγκλωβισμένη από παντού...τα ξωτικά της, πίσω απ' τα βουνά, την είχαν εγκαταλείψει.»

«Barba Αzul» by Henrique Vieira, flickr. co
_________

Η οσμή του αίματος

Μακριά από τον τόπο της, τους δικούς της θεούς και ανθρώπους, αόρατη σχεδόν σαν φάντασμα, μέσα σ' έναν νεκρό γάμο, νιώθει ήδη πεθαμένη μέσα της. Η «ρωγμή» στη σχέση της με τον Ερρίκο, θα γίνει γρήγορα «ρωγμή ανάμεσα σ' αυτήν και τη ζωή» κι οι χαρακιές στην ψυχή της θα μετατραπούν σε χαρακιές στις φλέβες της. Το αίμα που ρέει, όπως ακριβώς το αίμα πάνω στο κλειδί στην ιστορία του Μπλαβογένη, είναι γυναικείο, αίμα από τη φλέβα της ψυχής. Είναι αποδεκατισμένες οι πιο βαθιές και πλούσιες ψυχικά δυνάμεις της δημιουργικής ζωής μιας γυναίκας, που αντικρίζει κατά πρόσωπο την σοκαριστική αλήθεια. Η οσμή του αίματος όμως, δεν θα την αφήσει να ξεχάσει, ούτε να συνεχίσει να κουκουλώνει τα αδιέξοδά της. Η απροκάλυπτα εγωιστική αντίδραση του Ερρίκου, διαλύει και τις τελευταίες της ψευδαισθήσεις:

«Ήταν μια πράξη εγωισμού. Έτοιμη να καταστρέψεις τη ζωή σου. Τη δική μου. Την καριέρα μου». Άρχισε να γελάει η Μάριαν με αυτό που άκουσε, ένα γέλιο αδύναμο αλλά βαθύ. Μέχρι που το γέλιο γύρισε σε λυγμό κι έκλαιγε μ' αναφιλητά.

Και καθώς η παλιά της ζωή πεθαίνει, η Μάριαν νιώθει την πληγή, μυρίζει το αίμα, αναγνωρίζει μέσα κι έξω της, την καταστροφική φονική δύναμη που την κρατάει αιχμάλωτη, και αφυπνίζεται· αρχίζει να ζει και να οργανώνει την απόδρασή της.

«Θα φύγω», είπε αποφασισμένη. «Θέλω να βρεθώ στα μέρη μου». Κοφτά. Ούτε θυμός ούτε πόνος.

«Barbablu», illustrazione di ©Marco Lorenzetti.
_____________

Να κερδίζεις χρόνο, ν' ανασυντάσσεις τις δυνάμεις σου...

Όπως και η γυναίκα του Μπλαβογένη, η Μάριαν, ζητάει παράταση χρόνου, οργανώνει τη στρατηγική της, καλεί τους εσωτερικούς και εξωτερικούς μαχητές της, τις δυνάμεις εκείνες που θα την κάνουν αποφασιστική κι ετοιμοπόλεμη, ικανή ν' αποκαταστήσει τη διαρρηγμένη σχέση με την αδάμαστη ενστικτώδη ψυχή της.

Στα τριάντα πέντε της θα γυρίσει στο τόπο της, στους γνώριμους ήχους και μυρωδιές, αναζητώντας τα ξωτικά της, αλλά «ο παράδεισος δεν είναι τόπος, είναι σοφία που την βρίσκεις γυρίζοντας και ψάχνοντας, σαν τις μέλισσες», όπως θα της πει ο Κύρος, ο παλιός συμμαθητής. Εκείνος, με την πορεία του, τη ζωή, τις δημιουργίες, με την αλήθεια του, κρυφάνοιξε μέσα της μια χαραμάδα φως. Όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα ν' αποφασίσει:

«Η Μάριαν δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, από κει έπρεπε να ξεκινήσει. Μέσα της είχε θάψει για πάντα το παιδί που κάποτε ήταν... τα τόσα χρόνια απουσίας εκτόπισαν τον αρχαίο εκείνο εαυτό».

Θα γυρίσει πίσω, στο νότο, στον κατ’ επίφασιν γάμο της και θα βιώσει μια ακόμα απώλεια, εκείνη του υιοθετημένου γιου, ο οποίος θα κόψει στα δεκαοκτώ του το σκοινί που τύλιγε γύρω από το λαιμό και των δύο ο Ερρίκος. «Του άρεσαν τα ζώα, η φύση, η μοναχική ζωή. Ήταν παιδί δικό μου... Ήθελε να φεύγει. Να φύγει. Να πετάξει και να φύγει», συλλογίζεται η Μάριαν στα χρόνια της απουσίας του, της απουσίας εφηβικής οσμής, που την αναζητά στο δωμάτιο, στα ρούχα, στα σκεπάσματα, στο μαξιλάρι του.

«Ο πόνος της κράτησε κάμποσο. Ώσπου είπε φτάνει, ως εδώ. Βγήκε απ' το πένθος της και κατέφυγε ξανά στη γη, στο χώμα. Να πατήσει ξυπόλυτη, να βρει τη δύναμή της. Όργωσε με τη φρέζα, έσκαψε, φύτεψε. Κρατήθηκε. Η Μάριαν αντέδρασε. Και άντεξε.»

Με τα χρόνια, αυτό που έμοιαζε πεθαμένο μέσα της, αρχίζει να ξαναζωντανεύει. Μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, «καλεί ολόκληρο το σύμπαν κι εκείνο ανταποκρίνεται κι εμφανίζεται μπρος της. Ψάχνει, ρωτάει, απαντάει, κουβεντιάζει με όποιον θέλει, στέλνει μηνύματα. Μια πόρτα ανοιχτή, την ανοίγει και βρίσκεται με πρόσωπα αγαπημένα, φωνές που νόμιζε πως είχαν βγει για πάντα απ' τη ζωή της. Και τους ξαναβρίσκει τώρα στο διαδίκτυο». Ξαναβρίσκει το γιο της, που έχει όνομα - όχι «Εκείνος, «Στέφανος», κάποιες φορές και «Στέπαν». Ανταλλάσουνε μηνύματα, ενώνουν τα κομμάτια της ζωής τους».

Κι έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη καλεί τους αδελφούς της, ή ανασύρει την ανδρική ενέργεια μέσα της, η Μάριαν, αφυπνίζει με τη βοήθεια του γιου της, την ενέργεια εκείνη που χρειάζεται για ν' αναλάβει δράση, να αντιμετωπίσει, μια για πάντα, τον εσωτερικό «φονιά» του θηλυκού, τον μαρασμό του πάθους της για ζωή.

«Ο Στέπαν έψαχνε μια γη, μια γλώσσα ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί, ανθρώπους που να νοιαστούν γι' αυτόν, που να τον θέλουν, έτσι διαφορετικό. Δίχως να τον κρίνουνε γι' αυ τό. Κι η Μάριαν έψαχνε ένα στέκι να μοιραστεί και να μοιράσει το φαΐ και το ψωμί της. Τα μπερεκέτια του μπαξέ της. Σ’ έναν κήπο ανοιχτό στον κόσμο. Μακριά απ' τα σκοτάδια του μυαλού που συνθλίβουν τη ζωή. Να συνεχίσει από κει που έκοψε το νήμα με τα ξωτικά της.

«Τώρα!» είπε δυνατά. «Αυτή είναι η ώρα της δικής σου απόφασης, Μαρυλλίδα» – αυτό το όνομα ξεπήδησε αυθόρμητα από τα χείλη της. Το άκουσε. Απ' όλα τα κατά καιρούς ονόματα, αυτό. Τα παλιά σημάδια στο σώμα της είχαν σβηστεί, οι χαρακιές στα χέρια. Τώρα θα μπορούσε να γιατρέψει την ψυχή της».

« Blooming life» by Christian Schloe
_____________

Μια γυναίκα στη ροή του κόσμου

«Από την προϊστορία είχα ξεκινήσει την πορεία μου στην έρημο, και δίχως άστρο να με οδηγεί, μονάχα με την οδό της απωλείας να με οδηγεί, μονάχα με το ξεστράτισμα να με οδηγεί ‒ μέχρι που, μισοπεθαμένη από την έκσταση της κούρασης, φωτισμένη από πάθος, είχα επιτέλους βρει το θησαυροφυλάκιο. Και μες στο θησαυροφυλάκιο, μέσα σε σπινθηρισμούς δόξας, το κρυμμένο μυστικό» 

Κλαρίσε Λισπέκτορ,Τα κατά Α.Γ. πάθη, μτφρ: Μάριος Χατζηπροκοπίου, 
Αντίποδες, Αθήνα 2018,
___________________ 

Στα πενήντα της, η Μάριαν καταφέρνει να βρει το όνομά της, να ενώσει τους αρμούς και να ισορροπήσει τα κομμάτια της - «Ποτέ μου δεν υπήρξα μοιραία γυναίκα. Σύντροφός, στήριγμα, γήινη ήμουν πάντα. Και μητέρα. Παρόλο που δεν γέννησα παιδιά... Είχα όμως σαν παιδιά δικά μου παιδιά αλλωνών», γράφει στον Στέφανο.

Επιτέλους, «έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο». Αυτό θα γίνει σιγά σιγά ο «Κήπος της αΜαρυλλίδας»: μια φάρμα φιλόξενη, μαγική, ένα στέκι, «ένα οικογενειακό τραπέζι γι αυτούς που οργώνουν τους δρόμους της Ευρώπης», σχέδια για φεστιβάλ νεολαίας, ν' ανακατεύονται οι γλώσσες, οι ήχοι, φύλα, φυλές και θρησκεύματα, ιδεολογίες, αντιλήψεις και συνήθειες.

«Έχει αφήσει πίσω της την πνιγηρή ατμόσφαιρα η Μαρυλλίδα και πλέον ακτινοβολεί αισιοδοξία. Η εσωτερική ζωή της έχει μπει σε κίνηση ξανά. Το κορμί βρήκε και πάλι τη θέση του στη ροή του κόσμου. Η γυναικεία ψυχή, θεμέλιο της νέας ζωής, γίνεται κύτταρο δημιουργίας ενός κόσμου που μοιάζει να τον ανασύρει από τα βάθη των αιώνων. Ξεχασμένο, κατεστραμμένο, απαξιωμένο. Που ακόμα ζούσε στα όνειρά της, ανέπνεε στη φαντασία της. Ζούσε στη μνήμη της, μεταφερμένο από γενιά σε γενιά, από τη γιαγιά της γιαγιάς της. Κι από εκείνην στην ίδια τη Μαρυλλίδα. Κι απ' αυτές σε όλα τα όντα που, περνώντας στα σώματα των απογόνων τους την κυτταρική μνήμη, εκφράζουν τη συνέχεια του κόσμου. Τη συλλογική ταυτότητα. Κινδύνεψε να την χάσει μα τελικά την διέσωσε στην κιβωτό της.

Κάθε πρωί τριγυρνάει ανάμεσα στα δέντρα της, στα φυτά της, παρατηρεί τους καρπούς να μεγαλώνουν. Δεν ρίχνει φυτοφάρμακα. Τα φροντίζει με ευλάβεια. Έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο».

Βρίσκει το ρυθμό της ζωής της, τις χαμένες μυρωδιές: «Ο ρυθμός της ζωής της. Ο ρυθμός της φύσης. Και οι εποχές μία μία χωριστά με τις οσμές τους. Αυτός είναι ο ρυθμός του κόσμου της. Μυρίζει και πάλι γιασεμί…»

Δυνατή, ανοιχτή στον κόσμο, η Μαρυλλίδα έχει ξαναγεννηθεί. Έγινε πάλι το παιδί που κάποτε ήταν. Άνθιζε ένας φιμωμένος εαυτός που δίσταζε μέχρι τα χτες σχεδόν να βγει προς τα έξω. Τον έτρεφε κρυφά, τον άφηνε να αναπνέει γύρευε πού, σε ποιες χαράδρες της ψυχής. Αθέατος. Σαν εκείνο το παράξενο φυτό με τους χνουδωτούς καρπούς – που μόλις λειώσει ο πάγος, τα κοιμισμένα ίχνη της ζωής αναδύονται μέσα απ' το χνούδι.

«Bluebeard's Secret Chamber», painting by Matt Mahurin
_____________

Παροπλίζοντας το αρπακτικό μέσα μας

Ο Ερρίκος, όπως και ο Μπλαβογένης, ενσκαρκώνει τη «σκοτεινή δύναμη», που εναντιώνεται στη Φύση και διακαώς επιθυμεί την υπεροχή και την κατίσχυση έναντι των άλλων. Η δύναμη αυτή όμως δεν είναι μόνο εξωτερική, ούτε και εύκολα αναγνωρίσιμη πάντα. Ο «σκοτεινός άντρας» ενοικεί στην Ψυχή, παραμονεύει στις παρυφές της ζωής όλων των γυναικών – και των ανδρών με διαφορετική ίσως συμβολική μορφή – περιμένοντας την ευκαιρία να τους αντιταχθεί, να συρρικνώσει και να ακινητοποιήσει τις φυσικές ενστικτώδεις δυνάμεις τους. 

Τόσο η νεαρή σύζυγος του Μπλαβογένη όσο και η Μαρυλλίδα θα καταφέρουν να θέσουν υπό έλεγχο αυτήν την παραπλανητική δύναμη που διαφεύγει μέσα στην ψυχή, να την κατατροπώσουν και να κρατήσουν απ’ αυτήν μόνο ό,τι τους είναι χρήσιμο. Στη φύση τίποτα δεν είναι περιττό ή άχρηστο. Η ενέργεια που αποσπάται από το αρπακτικό μέρος της ψυχής, ίσως να αποδίδεται εκ νέου στη σπλαχνική Μητέρα της ζωής/θανάτου/ζωής, για να μεταμορφωθεί και να ξαναεμφανιστεί λιγότερο εριστικό. Στο τέλος της ιστορίας του Μπλαβογένη, τα κόκαλα και οι χόνδροι του μένουν βορά στα όρνεα. Η φύση θα διαλύσει το αρπακτικό στοιχείο, θα το επωάσει ξανά, για να το αποδώσει πάλι στη ζωή, μικρότερο, αναγνωρίσιμο και με πολύ λιγότερη δύναμη να εξαπατά και να καταστρέφει. 

«Οι άνθρωποι έχουν αρνηθεί την απλή τους φύση. Ένα ζώο που χορταίνει αφήνει το υπόλοιπο κουφάρι και το τρώνε τ' άλλα ζώα. Ενώ ο άνθρωπος ποτέ δεν αρκείται σε όσα έχει. Τίποτα δεν παραχωρεί στους άλλους. Θα το αποθηκεύσει κι ας σαπίσει...η φύση καταστρέφει ό,τι πρέπει να καταστραφεί», σκέφτεται η Μαρυλλίδα,  επιστρέφοντας από την κηδεία του Ερρίκου, για να γυρίσει στο περιβόλι της, να ξεβοτανίσει πριν προλάβουν «τα αγριόχορτα και πνίξουν τα ζαρζαβατικά της».

Παρατηρητική και διαισθητική η Μαρυλλίδα, καταφέρνει να κατανοήσει τη φύση του «αρπακτικού» - μια  δύναμη μοναχική, παντοτινά εξόριστη από τη λύτρωση: «Αν είχε το χάρισμα του λόγου, θα έγραφε για  μια μορφή δυστυχισμένη, ένα ήρωα σκοτεινό κι απρόσιτο. Δυστυχισμένο ακόμα και στις δόξες του». Αυτή τη δύναμη θα την παροπλίσει και θα πάρει πίσω ό,τι της έκλεψε· θα μετατρέψει την κακοποιό ενέργειά του σε σφρίγος, ζωτικότητα, ψυχική φλόγα, δημιουργία. 

Και ποιος ξέρει; Ίσως μέσα στη ροή του χρόνου, όπως σημειώνει η Clarissa Pinkola Estés, «κάθε διαδικασία εξατομίκευσης από την πλευρά του ενός αλλάζει το σκοτάδι του συλλογικού ασυνείδητου όλων, εκεί όπου κατοικοεδρεύει το αρπακτικό». 


«The Bloody Chamber» by Erika Steiskal
____________

Οι ιστορίες είναι φάρμακο

Απ’ αυτή τη σκοπιά, ιστορίες όπως του Μπλαβογένη ή της Μαρυλλίδας θέτουν σε κίνηση την εσωτερική μας ζωή, όταν μοιάζει φοβισμένη, ακινητοποιημένη, στριμωγμένη στη γωνία. Οι ιστορίες είναι πλάσματα ζωντανά, είναι «νομάδες» ‒ όπως οι λύκοι και οι γυναικείοι κύκλοι ‒, διασχίζουν σύνορα, επιδημίες και πολέμους, τρέφουν τη λαχτάρα για ζωή, αποκρυσταλλώνουν βιώματα. Και εν τέλει, πετυχαίνουν πολύ περισσότερα από το να λειτουργούν «ως καθρέφτης, μέσα στον οποίο αναγνωρίζουμε πτυχές του εαυτού μας». Λαδώνουν το βίντσι και τις τροχαλίες, κάνουν την αδρεναλίνη να ρέει, δείχνουν τη διέξοδο, δημιουργούν ωραία φαρδιά ανοίγματα σε τοίχους τυφλούς, μας οδηγούν πίσω στην αληθινή ζωή, φυσική, μυστηριακή, τελετουργική. Προτείνουν, χωρίς καν να το επιδιώκουν, έναν τρόπο ζωής.

«Στις περιόδους των μεγάλων κρίσεων, αποζητάμε τα προσωπικά μας καταφύγια...ό,τι θεωρούμε πως είναι η πραγματική πατρίδα μας. Η Τέχνη χτίζει τον ου-τοπικό και παρήγορο κόσμο της με βιωμένα πάντα υλικά», σχολιάζει ο αρθρογράφος – συγγραφέας Κ. Λογαράς. Το μυθιστόρημά του, όπως και το παραμύθι του Μπλαβογένη, μας καλούν να αναθεωρήσουμε αξίες, να αναζητήσουμε το αυθεντικό βίωμα - ατομικό και συλλογικό -  τους φυσικούς ανθρώπινους τρόπους, σε μια «εικονιστική» κοινωνία, εντός της οποίας η ζωή βιώνεται ενσώματα και ψηφιακά συγχρόνως και ο εαυτός «εξαϋλώνεται» βαθμιαία σε εικόνα.
 
Κι ενώ ο  πλανήτης εκπέμπει σήμα κινδύνου και το οποιοδήποτε αφήγημα περί σεβασμού της θηλυκής αρχής έχει καταρριφθεί - τόσες ανά τον κόσμο γυναικοκτονίες και φυσικές καταστροφές - ίσως το μόνο αντίδοτο, πάνω στην κρίσιμη καμπή όπου διακυβεύονται τα ιερά και τα όσια της ζωής, είναι ο παροπλισμός του «αρπακτικού» εντός μας και εκτός. Μια κοινωνία και μια κουλτούρα που εξωθεί τα μέλη της να αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή να αποφεύγουν τη βαθιά ενστικτώδη ζωή, ενδυναμώνει το στοιχείο του αυτο-αρπακτικού στην ατομική Ψυχή και καταδικάζει όλες τις ζωές σε παράλυση και πνευματική λιμοκτονία. 

Ακόμα όμως και σε εποχές που το αρπακτικό είναι ή του επιτρέπεται να είναι επικυρίαρχο, αρκεί να τεθούν ξανά οι ερωτήσεις - κλειδί, χρήσιμες για την ενδοσκόπηση στον έσω κόσμο μας αλλά και στο εξωτερικό πολιτισμικό πλαίσιο: 

«Ποιο στοιχείο καλό ή χρήσιμο από τον καθένα μας, από την κουλτούρα μας, τη γη, τη φύση μας έχει πεθάνει, κείται νεκρό εδώ;». 

Το επόμενο βήμα είναι να ψάξουμε τις απαντήσεις, με συνειδητότητα, τόλμη και αλήθεια. Ό,τι ακριβώς έκανε η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη, ό,τι ακριβώς έκανε η Μαρυλλίδα.


ΠΗΓΕΣ
  • Κώστας Λογαράς, Όταν βγήκε απ' τη σκιά, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021
  • Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους  λύκους, Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας, μτφρ. Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2020