Επί τα ίχνη των λύκων...
Στο βιβλίο της «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους», η Μεξικανή ποιήτρια, ψυχαναλύτρια και ακτιβίστρια Clarissa Pinkola Estés, με σημείο εκκίνησης τη θέση ότι η γυναικεία ψυχή έχει απαξιωθεί και κακοποιηθεί, προσπαθεί να καταδείξει τη ζωτική αξία της λεπταίσθητα ανυπότακτης γυναίκας ως φύλου και ως ενέργειας. Σκοπός της είναι να αφυπνίσει το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, όπως εμφανίζεται στα μυητικά όνειρα, στις ενοράσεις, στα σύμβολα, στην πρωτόγονη τέχνη και στα λαϊκά παραμύθια, στο συλλογικό ασυνείδητο. Το επίθετο «άγρια» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την υποτιμητική σημερινή του σημασία, ως κάποια εκτός ελέγχου, ένα πλάσμα βάρβαρο ή αχαλίνωτο, αλλά με την αρχική του έννοια, ένα πλάσμα εγγενώς πλήρες και με υγιή όρια, σοφό, ολοζώντανο και φυσικό σαν την αναπνοή. Η γυναίκα – ακόμα και κάτω από την εκλεπτυσμένη της όψη – είναι η φύση, η παντοτινά άγρια, το πλάσμα εκείνο που ψυχικά συγγενεύει με τους λύκους.
«Οι υγιείς λύκοι και οι υγιείς γυναίκες έχουν κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά: οξυμμένη διαίσθηση, παιχνιδιάρικο πνεύμα και μεγάλη ικανότητα αφοσίωσης. Από τη φύση τους, οι λύκαινες και οι γυναίκες θέλουν να σχετίζονται, είναι φιλοπερίεργες, πολύ ανθεκτικές και δυνατές. Βαθιά διαισθητικές, φροντίζουν με κάθε τρόπο τα μικρά τους, τους συντρόφους τους και την αγέλη τους. Είναι ικανές να προσαρμόζονται σε συνθήκες που διαρκώς αλλάζουν, μένουν αφοσιωμένες μέχρι τέλους και επιδεικνύουν μεγάλη γενναιότητα.»
Μεγαλωμένη και η ίδια στη Φύση – «στα σύνορα του Μίσιγκαν, σε έναν τόπο περιτριγυρισμένο από δάση, οπωροφόρα δέντρα και χωράφια, πολύ κοντά στις Μεγάλες Λίμνες», σε οικογένειες Ούγγρων και Σουηβών μεταναστών, που δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, η Clarissa Pinkola Estés κληρονόμησε την προφορική παράδοση των μύθων και των ιστοριών και μελέτησε τη βιολογία της άγριας ζωής ανάμεσα σε πλάσματα που λάτρεψε: αρκούδες, αλεπούδες, φίδια, αετούς και κυρίως λύκους:
«Πέρα στο Βορρά, οι λύκοι έρχονταν με χοροπηδητά και προσευχές στα ξέφωτα που τα έλουζε το φεγγάρι. Μπορούσαμε να πιούμε άφοβα από το ίδιο ρυάκι.
Η αγάπη μου για την άγρια γυναίκα μετράει από τότε που ήμουν παιδί, αν και τότε δεν ήξερα να την πω έτσι. Ήμουν μάλλον λάτρης του ωραίου παρά των σπορ, και το μόνο που ήθελα ήταν να περιπλανιέμαι σε κατάσταση έκστασης. Από το τραπέζι και την καρέκλα προτιμούσα το χώμα, τα δέντρα και τις σπηλιές, γιατί σε κείνα τα μέρη ένιωθα ότι έγερνα στο μάγουλο του Θεού.
Το ποτάμι πάντοτε μου ζητούσε να το επισκεφθώ μόλις έπεφτε σκοτάδι, τα χωράφια ήθελαν να τα διασχίσω για να αρχίσουν να θροΐζουν, οι φωτιές ζητούσαν να τις στήσω στο δάσος τη νύχτα, και οι ιστορίες γύρευαν να ειπωθούν μακριά από τα αυτιά των ενηλίκων.
Ήμουν τυχερή, μεγάλωσα στη Φύση. Οι κεραυνοί μού έμαθαν τον ξαφνικό θάνατο και τον εφήμερο βίο. Τα νεογέννητα ποντικάκια μού έδειξαν πώς η νέα ζωή γλυκαίνει τον θάνατο. Τα μικρούτσικα απολιθώματα που έβγαζα από το παχύ χώμα με έκαναν να καταλάβω ότι ο τόπος μου είχε κατοικηθεί από πολύ, πάρα πολύ παλιά. Έμαθα την ιερή τέχνη του καλλωπισμού βάζοντας πεταλούδες μονάρχες στο κεφάλι μου, έχοντας πυγολαμπίδες για νυχτερινά κοσμήματα και σμαραγδένιους βατράχους για βραχιόλια.
Μια λύκαινα που σκότωσε το κουτάβι της γιατί το είχαν πληγώσει θανάσιμα με έμαθε τη σκληρή τέχνη της συμπόνιας και το γιατί πρέπει να αφήνουμε το ετοιμοθάνατο να πεθάνει. Οι χνουδωτές κάμπιες που έπεφταν από τα κλαδιά και σέρνονταν να ξανανεβούν στο δέντρο με έμαθαν την προσήλωση. Καθώς σέρνονταν πάνω στο μπράτσο μου και με γαργαλούσαν, μου έδειξαν ότι το δέρμα μπορεί να αποκτά ζωή. Το σκαρφάλωμα στις κορφές των δέντρων μού έδωσε μια πρόγευση από την αίσθηση της ερωτικής επαφής.»
[...] Οι λύκοι είναι πάντα ικανοί να κινούνται χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.Ο ήχος τους θυμίζει τους ángeles timidos, τους ντροπαλούς αγγέλους. Μένουν πίσω και παρακολουθούν κρυφά το πλάσμα που τους έχει κινήσει την περιέργεια. Μετά, εντελώς ξαφνικά, εμφανίζονται μπροστά του, μισοπροβάλλοντας πίσω από τα δέντρα και στυλώνοντας πάνω του το χρυσαφί τους μάτι. Απότομα στρέφονται πίσω κι εξαφανίζονται, αφήνοντας μια κηλίδα άσπρης τραχηλιάς και φουντωτής ουράς. Ύστερα ξαφνικά ξεπετιούνται πάλι πίσω από το άγνωστο πλάσμα. Αυτή είναι η κρυφή παρακολούθηση. Αυτό πάει να πει το να γίνεις η σκιά κάποιου.
Η Άγρια Γυναίκα παρακολουθεί κρυφά τις γυναίκες για χρόνια. Να, τώρα τη βλέπουμε φευγαλέα. Να, τώρα γίνεται αόρατη ξανά. Κι ωστόσο, εμφανίζεται τόσο πολλές φορές στη ζωή μας, και με τόσες μορφές, που νιώθουμε να περιτριγυριζόμαστε από τις εικόνες της και τις παροτρύνσεις της. Έρχεται σε εμάς στα όνειρα ή στις ιστορίες – ειδικά στις ιστορίες της προσωπικής μας ζωής – γιατί θέλει να δει ποιες πραγματικά είμαστε κι αν μπορούμε πλέον να την ακολουθήσουμε. Αρκεί να κοιτάξουμε τη σκιά μας για να δούμε ότι δεν πρόκειται για τη σκιά ενός δίποδου θνητού όντος, αλλά για τις θαυμαστές μορφές μιας ύπαρξης άγριας και ελεύθερης».
«Παιδί που ήταν, περπάταγε ξυπόλυτη, καβάλαγε ασέλωτο το άλογο κρατώντας το σφιχτά από τη χαίτη, ή κόλλαγε το παιδικό κορμί, το δίχως αναπτυγμένο ακόμα στήθος, στη δυνατή λαιμαριά του ζώου - σώμα δικό της και σώμα αλόγου, ένα. Και χανόταν στα χωράφια, πέρα στα δέντρα, στο ποτάμι. Πολλές φορές έτρεχε ξυπόλυτη, ξεκάλτσωτη. Έφευγε απ' το σχολείο δίχως να δίνει λόγο σε κανέναν, πήγαινε στα χωράφια όπου η μάνα κι ο πατέρας της φύτευαν καπνά. Καθόταν σε μια πέτρα κι έβλεπε τους δικούς της από μακριά. Σκυμμένους πάνω απ' τα κοτσάνια του καπνού. Μετά από ώρα, είτε ο ένας είτε ο άλλος, η μάνα ή ο πατέρας της, σηκώνονταν να ξεπιαστούν, και ξάφνου, σαν το ξωτικό, την βλέπανε να τους κοιτάζει από μακριά. Καθισμένη πάνω στην πέτρα ή στα γυμνά της πόδια. Πώς; Από πού είχε εμφανιστεί;
Ήταν δέκα ή έντεκα χρονών, λεπτή σαν μίσχος, κι ανέβαινε ευλύγιστη στα δέντρα κι έκοβε καρπούς. Έπαιζε με λυκόσκυλα, κυνήγαγε ορτύκια με το όπλο του πατέρα της, φρόντιζε την κατσίκα και τ' άλλα ζωντανά, τσαλαβουτούσε τα πόδια στα νερά του ποταμιού. Κι ούτε φοβόταν να σκοτώσει φίδια, δεξιά κι αριστερά στις όχθες του· μικρές οχιές που λιάζονταν πάνω στις ποταμίσιες πέτρες τις λειασμένες από τα νερά του χείμαρρου. Τον χειμώνα κατέβαιναν ορμη τικά απ' το βουνό κόβοντας την περιοχή στα δυο, το καλοκαίρι στέρευαν σχεδόν. Έπαιρνε την πέτρα ή ένα ραβδί και τσακ-τσακ στο κεφάλι του φιδιού, το τσάκιζε αστραπιαία πριν προλάβει καν να το σηκώσει....»
«Πλάσμα φευγάτο φερμένο απ’ αλλού», άλλοτε ανεξήγητα οικεία κι άλλοτε σαν πεισμωμένο αγρίμι, ανίκανη να ελέγξει τα λόγια της:
«Όταν φούντωνε, μπούκωναν στο στόμα της τα λόγια, οι λέξεις καβάλαγαν η μια την άλλη, ύψωνε τη φωνή κι άκουγες ήχους απειλητικούς σαν γρυλίσματα από μικρό κουτάβι.
Σχέσεις με κανέναν. Τα δικά της πρόσωπα, τα οικεία, της ψυχής, ήταν σκιές πέρα απ' τα βουνά, άναρχα σχήμα τα, οράματα της ανήσυχης ματιάς της· αόρατες μορφές μιας αναρχούμενης ψυχής, που της μίλαγαν ψιθυριστά μια άλλη γλώσσα. Δεν ταίριαζε στο περιβάλλον του σπιτιού της. Και κάποτε θα δραπέτευε, θα έφευγε.»
Η πρώτη απόδραση από το πατρικό σπίτι, από τους άγαρμπους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ασφυκτιούσε, έγινε στα δώδεκά της χρόνια. «Κι ως τα δεκαοχτώ έζησε στη μεγάλη πόλη, στα σκοτάδια της και στις φωτεινές της λεωφόρους. Μόνη της, χωρίς φίλες της ηλικίας της – άλλες τη ζήλευαν κι άλλες τη θαύμαζαν – «θηλυκιά, απρόσιτη, εκλεκτική κι απόμακρη για τα συνομήλικα αγόρια, που δοκίμαζαν την αδιαφορία της στο άνισο παιχνίδι τους μαζί της.» Όποτε την έπιανε η νοσταλγία και φούντωναν μέσα της οι μυρωδιές του γιασεμιού και της λεβάντας – αναπόσπαστα δεμένες με την αθωότητα και το μυστήριο των παιδικών της χρόνων – γύριζε στα λημέρια της. Μια στο τόσο. Για λίγο.
«Η άγρια επιθυμία να χαϊδέψει τη χαίτη του αλόγου, να βυθίσει το βλέμμα της στο βλέμμα των σκυλιών της, να αγγίξει τις πλεγμένες στον φράχτη βατουκλιές και να γδαρθεί, την έσπρωχνε ξανά στο σπίτι της».
Ο κόσμος της Μαρυλλίδας - από τον οποίο βιάζεται με τη φυσική ορμή της νιότης να αποδράσει - είναι αυθεντικός, ριζωμένος στη γη, κουβαλάει όλη την αρχέγονη σοφία, την ενστικτώδη γνώση που παρηγορεί και θεραπεύει. Άνθρωποι τραχείς, που αν και μιλάνε γλώσσες διαφορετικές – σλάβικες, βουλγάρικες, ανακατεμένες με ελληνικά – συνεννοούνται μεταξύ τους εγκάρδια. Η πατρίδα της, το «Αλτινό» - λέξη που εμπεριέχει την έννοια του ύψους - εκπροσωπεί τη χοϊκή αντίληψη της ζωής, με τους στέρεους κανόνες και τους τρόπους ξεριζωμένων μεταναστών, που στον πολυτάραχο βίο τους, έμαθαν να ζουν στερημένα – «δεν αφήνουν τίποτα χαμένο, ακόμα κι όταν η φύση πεθαίνει» –, έμαθαν να φεύγουν εύκολα, να στεριώνουν δύσκολα, να δημιουργούν με κόπο, αλλά με πάθος και αλήθεια τον «παράδεισό» τους.
Η Μαρυλλίδα, το δεκαοκτάχρονο κορίτσι με το «ανήσυχο, σχεδόν πάντα αγριεμένο βλέμμα», θα αποδράσει για δεύτερη φορά, ακολουθώντας τον Ερρίκο στις θάλασσες του νότου, με γνήσια λαχτάρα που μόνο ο έρωτας υπαγορεύει, πρόθυμη να ντύσει με το δικό του πνεύμα την άγρια φύση της και να ντυθεί, ως νεοφώτιστη, τον πολιτισμό της νέας της πατρίδας. Η «Ληθώ», όνομα που ετυμολογικά παραπέμπει στο «λανθάνω» – δηλαδή «διαφεύγω της προσοχής» – στο σκοτάδι, στη «λήθη», ενθουσιάζει τη Μάριαν. Όσο όμως, ψάχνει συγκινημένη, τη θέση της δίπλα στα λιόδεντρα του τόπου, που σε ευεργετούν χωρίς τίποτα να σου ζητάνε, ανάμεσα στους ανθρώπους νιώθει ξένη, παρείσακτη. Τούτοι δω οι άνθρωποι κρύβονται, έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με τη φύση, έχουν απεμπολήσει τα ανθρώπινα στοιχεία τους, δεν έχουν μυρωδιά κι η γεύση τους είναι πικρή, σαν τα φυλλαράκια της ελιάς. Προσποιούνται, υπολογίζουν, παίζουν θέατρο μεταξύ τους, ζουν με νεύματα και ψέματα, για τα μάτια του κόσμου, εκπαιδευμένοι να «φαίνονται», ανίκανοι να «είναι».
Η Μαρυλλίδα – κλεισμένη ασφυκτικά μέσα στο δυτικότροπο Μάριαν, που ο Ερρίκος διάλεξε για κείνη – «δεν τα γνώριζε αυτά τα καμώματα, τα μισόλογα, δεν είχε ζήσει έτσι. Οι άνθρωποι οι δικοί της μπορεί να ήταν άξεστοι, χοντροκομμένοι, αλλά δεν είχαν ψεύτικη συμπεριφορά. Τα λόγια τους βαριά, μίλαγαν και σε γρατζούνιζαν, σε πλήγωναν σαν να σου κάρφωναν καρφιά – αλλά μπροστά σου, ποτέ πίσω απ' την πλάτη σου. Εδώ βρισκόταν έξω απ' τα νερά της. Κάτι της διέφευγε, δεν ανήκε στη δική τους κάστα. Ήταν σαν ξένη, άλλη η νοοτροπία της, ο τρόπος που εκείνη ήξερε να ζει».
Η εποχή της αθωότητας και του μυστηρίου – της λεβάντας και του γιασεμιού – είχε δώσει τη θέση της στην εποχή της «Brut», στην άγρια οσμή του Ερρίκου Μαλτέζου – βαριά, επιβλητική, αρσενική – μια μεθυστική δύναμη που την παρέσυρε με την ορμή της κι όλα τα σκέπασε, όλα τα κατέκλυσε. Αν, όμως κάποτε, η οσμή του Ερρίκου υποχωρούσε και έσβηνε, πώς θα επιζούσε η Μαρυλλίδα – Μάριαν σ’ ένα τόπο, όπως η Ληθώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους που δεν έχουν μυρωδιά, δεν αφήνουν ίχνη, δεν εκπέμπουν τίποτα»;
«Δίχως μυρωδιές δεν θα μπορούσε να επιζήσει· δεν θα ήταν ικανή να καταγράψει στη συνείδηση τον χώρο, τους ανθρώπους γύρω της, η ζωή θα γινόταν εφιάλτης.»
Μπροστά στην αόρατη απειλή, η Μάριαν αναδιπλώνεται κι αρχίζει να θησαυρίζει στη μυστική της «κιβωτό» γεύσεις, ήχους, οσμές κι ονόματα και σ’ αυτά θα καταφεύγει κάθε φορά που θ’ αντικρίζει βλέμματα σκοτεινά, απροσδιόριστα, εχθρικά. Χάρη σ’ αυτά, τα «δυο τρία απλά» της μέσα ζωής της, «σκάβοντας και βγάζοντας τις πέτρες, ευχαριστώντας το δικό της θεό που της χάρισε τη δωρεά των λουλουδιών, των δέντρων και του χώματος», η Μάριαν θα καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την ενστικτώδη γυναικεία ψυχή και να σαρκωθεί ξανά ως το πλάσμα που κάποτε υπήρξε.
Τη σχέση της με τη φύση, ακριβώς επειδή πρόκειται για βίωμα βαθύ – δεν είναι ρομαντική ανάμνηση, ούτε επίφαση – ο Ερρίκος δεν θα καταφέρει ούτε να την επηρεάσει, ούτε να την ξεριζώσει, παρά τις «φιλότιμες προσπάθειες» που καταβάλλει από την αρχή της γνωριμίας τους. «Τι τα θες αυτά; Την αποθάρρυνα. Δεν σου χρειάζονται. Εγώ είχα καλύτερα σχέδια για κείνην...ούτε γεωπονική ούτε βοτανολογία». Στη μορφή της Μάριαν – «ένα κράμα παράξενης ωραιότητας και απλής συμπεριφοράς» –, εκείνος βρήκε ό,τι του έλλειπε κι έσπευσε να το ιδιοποιηθεί, να το κάνει κτήμα του. Ως «τρόπαιο θριάμβου», την περιέφερε τον πρώτο καιρό και προσπαθούσε να «αναπληρώσει» τις ελλείψεις στο χαρακτήρα της, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί δίπλα του, να ταιριάξει στον κόσμο του.
Μέσα στα χρόνια - κι ήταν πολλά – ενός απονεκρωμένου γάμου, μιας βουβής σχέσης, με το ελεγκτικό ψυχρό βλέμμα του Ερρίκου να ψάχνει πάνω της λάθη, να την προσβάλλει και να την ταπεινώνει, η Μάριαν δεν έχασε την ικανότητά της να παρατηρεί, να αφουγκράζεται, να οσμίζεται, να γεύεται, ν' αγγίζει τον κόσμο γύρω της: τα σταυρωμένα χέρια με τις μπλαβιές φλέβες, τη μυρωδιά γερασμένου σώματος, το κακοτράχαλο ροχαλητό, τον ήχο του κενού ανάμεσά τους, τη μυρωδιά του χώματος, την οσμή του σκοτωμένου αίματος, την πικρή τζούρα του καφέ στο στόμα της, τα δουλεμένα δικά της χέρια με τα μικρά εξογκώματα στους κόμπους των δαχτύλων, τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού της χαμένα στο άσπρο χνούδι, το γουργουρητό της Χνουδίτσας, τα μαύρα ακαταστατα τσουλούφια και τις φουσκωμένες αντρικές φλέβες στα χέρια του γιου της, την πνιγηρή αψιά μυρωδιά της Paco Rabanne, το ζυμωμένο ψωμί, το μαγειρεμένο με την ψυχή της φαγητό.
«Για μένα ο κόσμος είναι γεύση και οσμή» θα πει η ίδια, υπερασπίζοντας απλά την αλήθεια της, στη διάρκεια του δείπνου που οργάνωσε ο Ερρίκος για τους λόγιους του σιναφιού του, στο οποίο όμως θριαμβεύει κυριολεκτικά η υποδεέστερη, η «πνευματικά εκτός κλίματος διανοουμένων.
«Για μένα», είπε ήρεμα, «είναι δημιουργία και τα δυο, δεν τα ξεχωρίζω, είτε διαβάζω κάτι που με συγκινεί είτε σκαλίζω το χώμα. Με το ίδιο ενδιαφέρον που παρακολουθώ την εξέλιξη μιας ιστορίας που μ' αρέσει βλέπω και τις κολοκυθιές ή τις μελιντζάνες μου αργά αργά να μεγαλώνουν. Κι οι λέξεις έχουν ρίζες και ριζώνουν. Μυρίζουν διαφορετικά στο στόμα καθενός, μοσχομυρίζουν ή ζέχνουν ανάλογα πώς τις καλλιεργείς. Και στη μαγειρική, μια συνταγή μαγειρεμένη από διαφορετικούς ανθρώπους ποτέ δεν βγαίνει ίδια».
Το πρόσωπό της είχε γαλήνη. Σαν εκείνον που λέει μια αλήθεια μα δεν έχει ανάγκη να την αποδείξει σε κανέναν.
Πίσω από την κομψή και αιθέρια ύπαρξη, που συντόνισε και οργάνωσε στην εντέλεια τα πάντα, ίσως μόνο ο οξυδερκής κριτικός της παρέας να διέβλεψε τη θλίψη και τον «τιθασευμένο δυναμισμό» ενός αγριμιού που ακόμα περπατούσε ξυπόλητο στο χώμα της αυλής - το δέρμα του πέλματος είναι ευαίσθητο, όλα μπορεί να τα νιώσει - μιας ύπαρξης μοναχικής, που έβρισκε καταφύγιο στις «δικές της μουσικές και μυρωδιές, στα δικά της χώματα».
«Την κατακλύζαν ήχοι κι οσμές από δροσερό περιβόλι - ευωδιαστή ντομάτα, άκοπη, πάνω σε καλαμένια υποστυλώματα -, αψάδα πιπεριάς και φρέσκια ρίγανη. Δεν χάθηκαν αυτές οι μυρωδιές, δεν αφανίστηκαν ποτέ. Αναδύονταν μέσα απ' το χώμα. Τα 'βλεπε, τα οσφραίνονταν όλα, γεύονταν τη γεύση, άκουγε καθαρά τους ήχους που έκαναν καθώς ωρίμαζαν. Ήταν ολότελα δικά της και είχαν παραμείνει αλώβητα».
Η Μάριαν κρατάει ζωντανή στην πολύτιμη «κιβωτό» της τη συλλογική ταυτότητα, μεταφερμένη από γενιά σε γενιά, μνήμη κυτταρική, που εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια του κόσμου. Περασμένη στο δικό της σώμα από τη «μάγισσα» γιαγιά, εκείνη που σφυρίζει ένα τραγούδι κι οι μέλισσες, χιλιόμετρα μακριά, το ακούνε και γυρνάνε στο καλάθι της· τη γιαγιά που ευωδιάζει τριαντάφυλλο, σκάβει, τσαπίζει ως τα ενενήντα της, φροντίζει τα ζωντανά της, μιλάει με το χώμα, τη φύση, την πέτρα και τη λάσπη. Και από την άλλη γιαγιά απ' τη μεριά του πατέρα της:
«Πλάθοντας το ψωμί της μουρμούριζε ονόματα, λόγια ακατάληπτα και προσευχές δικές της. Ευγνωμονούσε για το χώμα που καρπίζει, για το νερό που τρέχει και ποτίζει τον μπαξέ της. Τα τρυφερά βλαστάρια των χορταρικών που σε λίγο θα 'μπαιναν στα πιάτα τους. Ζύμωνε κι ονομάτιζε αποθαμένους. Έναν έναν. Σαν να τους καλούσε στο τραπέζι».
Στο τελευταίο κεφάλαιο, η Μαρυλλίδα θα βρεθεί για τελευταία φορά στη Ληθώ· έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ο Ερρίκος την έφερε εκεί για να ζήσει μαζί του. Την νύχτα εκείνη, πριν εγκαταλείψει για πάντα την άρρωστη πόλη, στον ύπνο ή στο ξύπνιο της, οι λύκαινες θα καλωσορίσουν την επιστροφή της και θα την καλέσουν στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης.
«Ελάχιστα κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Ξαπλωμένη στο σκοτάδι με τα μάτια ανοιχτά. Όλο το βράδυ ακούγονταν μακρινές φωνές – στον ύπνο ή στον ξύπνο της, δεν μπορούσε να διακρίνει –, ιαχές και αλυχτίσματα λύκων. Είχαν κατεβεί, θαρρείς, από τα δάση, είχανε βγει από τις ρωγμές των βράχων, και την καλούσαν να ενωθεί μαζί τους σ' έναν νυχτερινό χορό εκδίκησης. Την προσκαλούσαν να μπει μαζί τους στην αρχέγονη μυσταγωγία της αγέλης. Ρωμαλέες λύκαινες με μάτια μικρά, τριγωνικά, που φωσφορίζαν στο σκοτάδι, με λαιμούς μυώδεις, πόδια λεπτά και δυνατά, έτοιμα να τρέξουνε θριαμβικά, να ξεχυθούν στους δρόμους της έρημης πόλης...»
Η Μαρυλλίδα «εκπατρίζεται», ζει ως «ξένη» μεγάλο κομμάτι της ζωής της, σχεδόν τριάντα χρόνια, αόρατη, χαμένη στη σκιά ενός ανθρώπου, εκπαιδευμένου να «φαντασιώνεται τον κόσμο του, αντί να τον ζει». «Επαναπατρίζεται», όμως, θριαμβευτικά στον τόπο της, στην «αγέλη» της, στη θηλυκή ενστικτώδη φύση της, που ακόμα και κακοποιημένη παραμένει άφθαρτη. Το πλάσμα που φτιάχτηκε ελεύθερο και αμόλυντο, παραμένει εύπλαστο, ανοικτό και δεκτικό στην αλήθεια, όταν την συναντά στο δρόμο της, αλλά δεν θα διαβρωθεί ποτέ από ανθρώπους ψεύτικους, ούτε θα ασπαστεί τις νοσηρές πρακτικές μιας απονεκρωμένης, αφύσικα εκπολιτισμένης κοινωνίας.
Ο Ερρίκος, αντίθετα, έζησε όλη του τη ζωή ως «αναρριχητής της μεγαλοπρέπειας» σε μια μικροαστική κοινωνία που κρύβει τον πυρετό της και υποκρίνεται, σ' έναν κόσμο με κυρίαρχες αξίες τον υπολογισμό και τη σκοπιμότητα. Γαλουχημένος με τις αρχές μιας ελεγκτικής, χειριστικής μητέρας, δεν έκοψε ποτέ τον ομφάλιο λώρο, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την επικράτειά της. Εκείνη ήταν, μέχρι το θάνατό της, «η άγκυρα που που τον κράταγε σταθερό», αλλά και εγκλωβισμένο στο ρόλο του εκδικητή των μητρικών ματαιωμένων φιλοδοξιών. Ούτε τον χαμένο πατέρα «πένθησε» ο Ερρίκος, αρνήθηκε την Κάθοδο, ως δρόμο που οδηγεί στην «πατρική οικία», δεν ανακατεύτηκε ποτέ με το χώμα, τις στάχτες, τη συναίσθηση της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Μεγαλομανής, εξουσιαστικός και κάλπικος, αγκιστρωμενος στην καρέκλα του γραφείου του, ασφαλής και προστατευμένος από το χαμηλό ταβάνι του ανήλιαγου υπογείου, δεν κατάφερε ποτέ «να δοθεί, να ξοδευτεί, ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί». Την παρ' αξίαν αναρρίχησή του – επιστήμονας, συγγραφέας, διανοούμενος, πολιτικός – θα ακολουθήσει η βαρύγδουπη πτώση του: «Εξάντλησε όλα τα στάδια μονομιάς κι έκαψε γρήγορα όλα τα χαρτιά του». Όταν στα εξήντα του, η τέχνη, η πολιτική, η ίδια η ζωή τον έχει απορρίψει», είναι πια αργά να επιχειρήσει τη λυτρωτική «Κατάβαση», να διασωθεί από τον άγονο κόσμο του, να αποβάλει την «παιδική κακία». Ως «ξένος» από τον εαυτό του, το όνομά του, την αλήθεια του, την αγάπη, το «θεό» του, θα αρκεστεί να ομολογήσει την αποτυχία του: «Νιώθω ότι τίποτα δεν έζησα».
Αν το ζητούμενο στην πορεία της ζωής, ανδρών και γυναικών, είναι η κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας, η συνειδητοποίηση και η αυτογνωσία, πώς μπορεί αυτό να πραγματωθεί αν κοπεί ο δεσμός μας με τη φύση, την βαθιά ενστικτώδη ψυχή μας; Πρέπει να παλέψουμε ώστε ν’ αφήσουμε την ψυχή μας να μεγαλώσει με τον τρόπο της και μέχρι το φυσικό της βάθος, να συναντηθούμε με την «άγρια γυναίκα» ή τον «άγριο άντρα» μέσα μας, να συνδεθούμε και ν’ αγκαλιάσουμε αυτό το λανθάνον στοιχείο του χαρακτήρα μας, τις ασυνείδητες «θηλυκές» και «αρσενικές» αρχές, εξίσου σημαντικές και ανεξάρτητες από το βιολογικό μας φύλο.
Τόσο η «θηλυκή», όσο και η «αρσενική» αρχή – «Anima» και «Animus» αντίστοιχα τα ονομάζει ο Carl Jung – έχουν και τη σκοτεινή πλευρά τους. Προκειμένου όμως να υπάρχει εξέλιξη, χρειάζεται ν’ αναπτυχθούν όλες οι πτυχές της ψυχής, να αλληλοσυμπληρωθούν όλες εκείνες οι ιδιότητες των δύο φύλων, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Στην ουσία χρειάζεται να δημιουργήσουμε ισορροπία στις κλίμακες παθητικών (θηλυκών) και επιθετικών (αρσενικών) ενεργειών μέσα μας.
Η Μαρυλλίδα, στην πορεία της ζωής της, η οποία δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη – «έκανα ένα ταξίδι μέσα από συμπληγάδες», μονολογεί η ίδια – καταφέρνει να ανασύρει την «ανδρική» ενέργεια, που θα της επιτρέψει άνετα και αβίαστα να εκφράσει τις ιδέες και το δημιουργικό της πνεύμα στον εξωτερικό κόσμο. Αντίθετα, ο Ερρίκος θα αποδειχτεί ανίκανος να συνδεθεί με τη «θηλυκή» πλευρά του, να αφεθεί, να παραδοθεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Όταν η σχέση με τη μητέρα παραμένει διά βίου, ανώριμη ή τραυματική, όταν το θηλυκό στοιχείο καταστέλλεται μέσα στον άνθρωπο, ενεργοποιείται η ματαιοδοξία, η κυριαρχική μανία, η αυτοκαταστροφή.
Αν επιμείνουμε να βρούμε χαμένους και κερδισμένους σ’ αυτή την αναμέτρηση καθενός με τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γύρω του, η Μαρυλλίδα μοιάζει αδιαφιλονίκητα νικήτρια. Στην πορεία της ζωής της, δεν έχασε ποτέ τη σχέση της με τη γη, τη φύση, το χώμα – σαν τη μυθική συνονόματή της, με το αίμα της το πότισε και φύτρωσε το πανέμορφο λουλούδι με τα βαθυκόκκινα άνθη. Ούτε την πίστη της έχασε στους δικούς της θεούς, αυτούς που νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει, όταν ένας μεγάλος κύκλος τελειώνει. Πόσο διαφορετική αλήθεια η δική της πίστη από την «ευσέβεια» της Δόμνας και του Ερρίκου: ένας ρόλος με κοινωνικό αντίκρυσμα η δική της, «ευσεβισμός», προσωπείο του φόβου μπροστά στο θάνατο η δική του!
«Κάποιον επιθυμεί βαθιά να ευχαριστήσει η Μαρυλλίδα, να προσφέρει την ευγνωμοσύνη της σ' αυτόν. Δεν έχει στο μυαλό της τον θεό που έχουνε οι άλλοι αυτή έχει θεούς δικούς της: τον ήχο των νερών, τις μυρωδιές, τις αλλαγές των εποχών. Αισθάνεται γι' αυτά ένα δέος. Το δέος απέναντι στις ορατές και αόρατες δυνάμεις της φύσης, τις ρίζες που μας τρέφουν, τους καρπούς που ωριμάζουν, το νερό που ξεδιψάει ζώα κι ανθρώπους, την ευεργεσία της σκιάς. Αυτά είναι θεοί, αυτά γεννούνε θαύματα. Θεός για τη Μαρυλλίδα είναι κυματισμοί νερών, θροΐσματα φύλλων, ροή χειμάρρου αλυχτίσματα λύκων και σκυλιών, φωνές πουλιών της άνοιξης. Η καμπύλη ενός σώματος καθώς διπλώνεται στα δυο σκύβοντας για να σκάψει τη γη, να φυτέψει τον σπόρο στο χώμα· ή για να μαζέψει ύστερα τα γεννήματα της γης, τους κόπους των χεριών του».
Η Μαρυλλίδα βγήκε από τη σκιά του Ερρίκου, ακολουθώντας τις δικές της σκιές, τα δικά της ξωτικά, που μυστικά βρίσκονταν πάντα μαζί της. Μόνιμη κάτοικος, όχι τουρίστρια, στην επικράτεια της Άγριας Γυναίκας, επανενώθηκε μαζί της κι όλοι της οι φόβοι έφυγαν μακριά. «Υπάρχει ένα μεσαιωνικό ρητό», σημειώνει η Clarissa Pinkola Estés, «που λέει ότι εάν είσαι σε κατηφόρα και σε κυνηγάει μια δύναμη τρομακτική, ικανή να πιάσει τη σκιά σου, τότε θα γίνεις κι εσύ μια τρομακτική δύναμη... Ως παιδί η Οπάλ Ουάιτλι έγραψε τα παρακάτω για τη συμφιλίωση με τη δύναμη του άγριου».
Η ιστορία του Κυανοπώγωνα, ή Μπλαβογένη, στις ποικίλες παραμυθιακές παραλλαγές και λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του, είναι γνωστή στα βασικά σημεία της: ένας ήρωας προχωρά σε γάμους, προσφέροντας πλούτη ή τιμωρία και θάνατο στις ασυμβίβαστες συζύγους. Στην εκδοχή της Clarissa Pinkola Estés, ο Μπλαβογένης, σαν τον πανούργο ιχνηλάτη, αντιλαμβάνεται ότι η νεαρή κοπέλα, σε αντίθεση με τις μεγαλυτέρες και πιο υποψιασμένες αδελφές της, ενδιαφέρεται γι' αυτόν και της ζητάει να τον παντρευτεί. Στον μοιραίο γάμο ενώνονται η γλυκιά αφέλεια με την ποταπή σκοτεινιά. Όταν εκείνος θα φύγει για ταξίδι, οι οδηγίες που της δίνει είναι ρητές: μπορεί να κάνει ό, τι θέλει εκτός από ένα. Απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει το μικρό κλειδάκι με τη σκαλιστή κεφαλή, εκείνο που μπορεί να της αποκαλύψει την αλήθεια, αυτό που κρύβεται πίσω από το προφανές. Εάν υπακούσει, επιλέγει τον πνευματικό της θάνατο, αν ανοίξει την πόρτα στο φρικτό μυστικό δωμάτιο, επιλέγει τη ζωή. Με τη παρακίνηση των μεγαλύτερων αδελφών της, θα κατέβει στο κελάρι, θ' ανοίξει τη σφαλισμένη πόρτα και θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους σκελετούς και τα κρανία των προηγούμενων «φιλοπερίεργων» συζύγων του Μπλαβογένη. Όμως το αίμα που δε φεύγει από το κλειδί, που λεκιάζει τα φορέματα στην ντουλάπα, δεν την αφήνει να ξεχάσει, αντίθετα την φέρνει αντιμέτωπη με τη φονική δύναμη, η οποία τώρα απειλεί τη δική της αφυπνισμένη ψυχή. Η νεαρή γυναίκα έχει αμετάκλητα βγει από την αφέλειά της, ξεγελάει τον διώκτη της, κερδίζει χρόνο για να προετοιμαστεί τάχα, ενώ καλεί τους Ψυχικού αδελφούς της - την ευλογία της δύναμης και της δράσης - που θα την λυτρώσουν από τον σκοτεινό σύζυγο ή από το «εγγενές αρπακτικό», υπεύθυνο για την απονέκρωση της ενστικτώδους Ψυχής μέσα της.
Στην ιστορία του Μπλαβογένη, όπως και σε όλες όσες χρησιμοποιούν τα ίδια μοτίβα, η γυναίκα καταφέρνει από θύμα στην αρχή, να αφυπνιστεί, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να οργανώσει την απόδρασή της και να παροπλίσει τον σύζυγο-δυνάστη ή το εγγενές αρπακτικό μέσα της. Γιατί μπορεί ο σύντροφός της να περιορίζει και να διαλύει τη ζωή της, όμως το εσωτερικό αρπακτικό καραδοκεί μέσα στην ίδια την Ψυχή της. Όσο καιρό υποχρεώνεται να ζει με ψαλιδισμένα φτερά, αδύναμη, ηττημένη, φοβισμένη, βουβή, υποτάσσεται στο αρπακτικό. Όταν όμως ανοίξει την πόρτα της Ψυχής, θα δει τις πλευρές της θηλυκής φύσης που έχουν αιχμαλωτιστεί, ίσως και θανατωθεί και πλέον μπορεί, με τρόπους ακόμα πιο δυναμικούς να διεκδικήσει την αυτοδιάθεσή της.
Με την εγκατάστασή τους στη Ληθώ, ο φόβος, η παγωμάρα, η αποξένωση μονιμοποιούνται και επιδεινώνονται. Το κορίτσι – «τρόπαιο», από την αρχή αταίριαστο στον κόσμο του Ερρίκου, τού προκαλεί σιγά σιγά δυσφορία. Την περιφρονεί, την υποτιμά, την ισοπεδώνει. Κι εκείνη βλέπει τη μια μετά την άλλη, τις επιθυμίες και τις ανάγκες της απονεκρωμένες: αγάπη, μητρότητα, μοίρασμα, επικοινωνία, αναγνώριση. Όταν φτάσει, όπως η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη, στο υπόγειο με το καταχωνιασμένο κασελάκι που κρύβει το χαμένο παρελθόν του Ερρίκου, μια τελευταία ελπίδα να ζωντανέψει η σχέση τους αχνοφαίνεται: «να ηττηθεί εκείνος από την αλήθεια, να λυγίσει, να κλάψει, να αναζητήσει μια αγκαλιά να κρυφτεί - τη δική της.» Όχι, όμως! Εκείνος εκρήγνυται αμυνόμενος. «Το στόμα του ηφαίστειο, λόγια σαν μανιασμένη θάλασσα»:
«Πώς τόλμησες; Άνοιξες τα συρτάρια μου, με ποιο δικαίωμα; Καταπάτησες με τον πιο χυδαίο τρόπο την ατομική μου ελευθερία, παραβίασες την ιδιωτική μου ζωή! Μπήκες κρυφά στον προσωπικό μου χώρο. Αυτό το λένε απάτη! Σιχαίνομαι την πράξη σου. Τίποτα δεν είναι πιο φρικτό απ' αυτό που έκανες».
Η Μάριαν, αν και συναισθάνεται πως έχει να κάνει μ' ένα αδύναμο πληγωμένο παιδί, ανίκανο ν' αγαπήσει τον εαυτό του, πόσο μάλλον κάποιον άλλον, βουλιάζει στην παραίτηση:
«Όλα φώναζαν την ήττα της, έδειχναν την αποτυχία. Το βλέμμα του που δεν έφτανε ως αυτήν, η σιωπή του, η απουσία κάθε μυρωδιάς του... Βούλιαζε συνεχώς... Έψαχνε έναν τρόπο να κρυφτεί, να εξαφανίσει την ασήμαντη ύπαρξή της, να εξαλείψει την ντροπή, τις ενοχές...Ήταν εγκλωβισμένη από παντού...τα ξωτικά της, πίσω απ' τα βουνά, την είχαν εγκαταλείψει.»
Μακριά από τον τόπο της, τους δικούς της θεούς και ανθρώπους, αόρατη σχεδόν σαν φάντασμα, μέσα σ' έναν νεκρό γάμο, νιώθει ήδη πεθαμένη μέσα της. Η «ρωγμή» στη σχέση της με τον Ερρίκο, θα γίνει γρήγορα «ρωγμή ανάμεσα σ' αυτήν και τη ζωή» κι οι χαρακιές στην ψυχή της θα μετατραπούν σε χαρακιές στις φλέβες της. Το αίμα που ρέει, όπως ακριβώς το αίμα πάνω στο κλειδί στην ιστορία του Μπλαβογένη, είναι γυναικείο, αίμα από τη φλέβα της ψυχής. Είναι αποδεκατισμένες οι πιο βαθιές και πλούσιες ψυχικά δυνάμεις της δημιουργικής ζωής μιας γυναίκας, που αντικρίζει κατά πρόσωπο την σοκαριστική αλήθεια. Η οσμή του αίματος όμως, δεν θα την αφήσει να ξεχάσει, ούτε να συνεχίσει να κουκουλώνει τα αδιέξοδά της. Η απροκάλυπτα εγωιστική αντίδραση του Ερρίκου, διαλύει και τις τελευταίες της ψευδαισθήσεις:
«Ήταν μια πράξη εγωισμού. Έτοιμη να καταστρέψεις τη ζωή σου. Τη δική μου. Την καριέρα μου». Άρχισε να γελάει η Μάριαν με αυτό που άκουσε, ένα γέλιο αδύναμο αλλά βαθύ. Μέχρι που το γέλιο γύρισε σε λυγμό κι έκλαιγε μ' αναφιλητά.
Και καθώς η παλιά της ζωή πεθαίνει, η Μάριαν νιώθει την πληγή, μυρίζει το αίμα, αναγνωρίζει μέσα κι έξω της, την καταστροφική φονική δύναμη που την κρατάει αιχμάλωτη, και αφυπνίζεται· αρχίζει να ζει και να οργανώνει την απόδρασή της.
«Θα φύγω», είπε αποφασισμένη. «Θέλω να βρεθώ στα μέρη μου». Κοφτά. Ούτε θυμός ούτε πόνος.
Όπως και η γυναίκα του Μπλαβογένη, η Μάριαν, ζητάει παράταση χρόνου, οργανώνει τη στρατηγική της, καλεί τους εσωτερικούς και εξωτερικούς μαχητές της, τις δυνάμεις εκείνες που θα την κάνουν αποφασιστική κι ετοιμοπόλεμη, ικανή ν' αποκαταστήσει τη διαρρηγμένη σχέση με την αδάμαστη ενστικτώδη ψυχή της.
Στα τριάντα πέντε της θα γυρίσει στο τόπο της, στους γνώριμους ήχους και μυρωδιές, αναζητώντας τα ξωτικά της, αλλά «ο παράδεισος δεν είναι τόπος, είναι σοφία που την βρίσκεις γυρίζοντας και ψάχνοντας, σαν τις μέλισσες», όπως θα της πει ο Κύρος, ο παλιός συμμαθητής. Εκείνος, με την πορεία του, τη ζωή, τις δημιουργίες, με την αλήθεια του, κρυφάνοιξε μέσα της μια χαραμάδα φως. Όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα ν' αποφασίσει:
«Η Μάριαν δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, από κει έπρεπε να ξεκινήσει. Μέσα της είχε θάψει για πάντα το παιδί που κάποτε ήταν... τα τόσα χρόνια απουσίας εκτόπισαν τον αρχαίο εκείνο εαυτό».
Θα γυρίσει πίσω, στο νότο, στον κατ’ επίφασιν γάμο της και θα βιώσει μια ακόμα απώλεια, εκείνη του υιοθετημένου γιου, ο οποίος θα κόψει στα δεκαοκτώ του το σκοινί που τύλιγε γύρω από το λαιμό και των δύο ο Ερρίκος. «Του άρεσαν τα ζώα, η φύση, η μοναχική ζωή. Ήταν παιδί δικό μου... Ήθελε να φεύγει. Να φύγει. Να πετάξει και να φύγει», συλλογίζεται η Μάριαν στα χρόνια της απουσίας του, της απουσίας εφηβικής οσμής, που την αναζητά στο δωμάτιο, στα ρούχα, στα σκεπάσματα, στο μαξιλάρι του.
«Ο πόνος της κράτησε κάμποσο. Ώσπου είπε φτάνει, ως εδώ. Βγήκε απ' το πένθος της και κατέφυγε ξανά στη γη, στο χώμα. Να πατήσει ξυπόλυτη, να βρει τη δύναμή της. Όργωσε με τη φρέζα, έσκαψε, φύτεψε. Κρατήθηκε. Η Μάριαν αντέδρασε. Και άντεξε.»
Με τα χρόνια, αυτό που έμοιαζε πεθαμένο μέσα της, αρχίζει να ξαναζωντανεύει. Μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, «καλεί ολόκληρο το σύμπαν κι εκείνο ανταποκρίνεται κι εμφανίζεται μπρος της. Ψάχνει, ρωτάει, απαντάει, κουβεντιάζει με όποιον θέλει, στέλνει μηνύματα. Μια πόρτα ανοιχτή, την ανοίγει και βρίσκεται με πρόσωπα αγαπημένα, φωνές που νόμιζε πως είχαν βγει για πάντα απ' τη ζωή της. Και τους ξαναβρίσκει τώρα στο διαδίκτυο». Ξαναβρίσκει το γιο της, που έχει όνομα - όχι «Εκείνος, «Στέφανος», κάποιες φορές και «Στέπαν». Ανταλλάσουνε μηνύματα, ενώνουν τα κομμάτια της ζωής τους».
Κι έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η νεαρή γυναίκα του Μπλαβογένη καλεί τους αδελφούς της, ή ανασύρει την ανδρική ενέργεια μέσα της, η Μάριαν, αφυπνίζει με τη βοήθεια του γιου της, την ενέργεια εκείνη που χρειάζεται για ν' αναλάβει δράση, να αντιμετωπίσει, μια για πάντα, τον εσωτερικό «φονιά» του θηλυκού, τον μαρασμό του πάθους της για ζωή.
«Ο Στέπαν έψαχνε μια γη, μια γλώσσα ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί, ανθρώπους που να νοιαστούν γι' αυτόν, που να τον θέλουν, έτσι διαφορετικό. Δίχως να τον κρίνουνε γι' αυ τό. Κι η Μάριαν έψαχνε ένα στέκι να μοιραστεί και να μοιράσει το φαΐ και το ψωμί της. Τα μπερεκέτια του μπαξέ της. Σ’ έναν κήπο ανοιχτό στον κόσμο. Μακριά απ' τα σκοτάδια του μυαλού που συνθλίβουν τη ζωή. Να συνεχίσει από κει που έκοψε το νήμα με τα ξωτικά της.
«Τώρα!» είπε δυνατά. «Αυτή είναι η ώρα της δικής σου απόφασης, Μαρυλλίδα» – αυτό το όνομα ξεπήδησε αυθόρμητα από τα χείλη της. Το άκουσε. Απ' όλα τα κατά καιρούς ονόματα, αυτό. Τα παλιά σημάδια στο σώμα της είχαν σβηστεί, οι χαρακιές στα χέρια. Τώρα θα μπορούσε να γιατρέψει την ψυχή της».
Στα πενήντα της, η Μάριαν καταφέρνει να βρει το όνομά της, να ενώσει τους αρμούς και να ισορροπήσει τα κομμάτια της - «Ποτέ μου δεν υπήρξα μοιραία γυναίκα. Σύντροφός, στήριγμα, γήινη ήμουν πάντα. Και μητέρα. Παρόλο που δεν γέννησα παιδιά... Είχα όμως σαν παιδιά δικά μου παιδιά αλλωνών», γράφει στον Στέφανο.
Επιτέλους, «έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο». Αυτό θα γίνει σιγά σιγά ο «Κήπος της αΜαρυλλίδας»: μια φάρμα φιλόξενη, μαγική, ένα στέκι, «ένα οικογενειακό τραπέζι γι αυτούς που οργώνουν τους δρόμους της Ευρώπης», σχέδια για φεστιβάλ νεολαίας, ν' ανακατεύονται οι γλώσσες, οι ήχοι, φύλα, φυλές και θρησκεύματα, ιδεολογίες, αντιλήψεις και συνήθειες.
«Έχει αφήσει πίσω της την πνιγηρή ατμόσφαιρα η Μαρυλλίδα και πλέον ακτινοβολεί αισιοδοξία. Η εσωτερική ζωή της έχει μπει σε κίνηση ξανά. Το κορμί βρήκε και πάλι τη θέση του στη ροή του κόσμου. Η γυναικεία ψυχή, θεμέλιο της νέας ζωής, γίνεται κύτταρο δημιουργίας ενός κόσμου που μοιάζει να τον ανασύρει από τα βάθη των αιώνων. Ξεχασμένο, κατεστραμμένο, απαξιωμένο. Που ακόμα ζούσε στα όνειρά της, ανέπνεε στη φαντασία της. Ζούσε στη μνήμη της, μεταφερμένο από γενιά σε γενιά, από τη γιαγιά της γιαγιάς της. Κι από εκείνην στην ίδια τη Μαρυλλίδα. Κι απ' αυτές σε όλα τα όντα που, περνώντας στα σώματα των απογόνων τους την κυτταρική μνήμη, εκφράζουν τη συνέχεια του κόσμου. Τη συλλογική ταυτότητα. Κινδύνεψε να την χάσει μα τελικά την διέσωσε στην κιβωτό της.
Κάθε πρωί τριγυρνάει ανάμεσα στα δέντρα της, στα φυτά της, παρατηρεί τους καρπούς να μεγαλώνουν. Δεν ρίχνει φυτοφάρμακα. Τα φροντίζει με ευλάβεια. Έχει αυτό που επιθυμεί. Την οικογένεια που θέλει, έναν τόπο».
Βρίσκει το ρυθμό της ζωής της, τις χαμένες μυρωδιές: «Ο ρυθμός της ζωής της. Ο ρυθμός της φύσης. Και οι εποχές μία μία χωριστά με τις οσμές τους. Αυτός είναι ο ρυθμός του κόσμου της. Μυρίζει και πάλι γιασεμί…»
Δυνατή, ανοιχτή στον κόσμο, η Μαρυλλίδα έχει ξαναγεννηθεί. Έγινε πάλι το παιδί που κάποτε ήταν. Άνθιζε ένας φιμωμένος εαυτός που δίσταζε μέχρι τα χτες σχεδόν να βγει προς τα έξω. Τον έτρεφε κρυφά, τον άφηνε να αναπνέει γύρευε πού, σε ποιες χαράδρες της ψυχής. Αθέατος. Σαν εκείνο το παράξενο φυτό με τους χνουδωτούς καρπούς – που μόλις λειώσει ο πάγος, τα κοιμισμένα ίχνη της ζωής αναδύονται μέσα απ' το χνούδι.
- Κώστας Λογαράς, Όταν βγήκε απ' τη σκιά, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021
- Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους, Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας, μτφρ. Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου