Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Mohja Kahf, «Υπέροχες γυναίκες, φίλες που μου δίνουν την ποίηση»


Mohamad Alwahibi, Syrian Artist
_________

Mohja Kahf, «Υπέροχες γυναίκες, φίλες που μου δίνουν την ποίηση»

Γεννημένη στη Δαμασκό της Συρίας το 1967, η Mohja Kahf μετανάστευσε το 1971 με την οικογενειά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φεμινίστρια, ποιήτρια, συγγραφέας και καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας - το 1999 ολοκλήρωσε τη διατριβή της με θέμα «Δυτικές αναπαραστάσεις μουσουλμάνων γυναικών: Από τη στρίγκλα στην οδαλίσκη» - η Kahf γράφει για τις ζωές, τα βιώματα, τα όνειρα, τις αντιφάσεις και  τις αναπαραστάσεις των Αραβίδων μουσουλμάνων στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου Αμερική. 



Στα ποιήματά της οι γυναίκες δεν είναι θύματα αλλά γυναίκες υπερήφανες, με εξαιρετικό ψυχολογικό και συναισθηματικό σθένος, που αγωνίζονται, διεκδικούν, χτίζουν τα δικά τους κοινωνικά και λογοτεχνικά δίκτυα και αντιστέκονται στην επίθεση που δέχονται τα σώματα και οι ζωές τους. Είναι γυναίκες που ερωτεύονται, γράφουν, γλεντούν, ταξιδεύουν, σπουδάζουν, εργάζονται, δημιουργούν. Είναι «υπέροχες γυναίκες», «πλάσματα ομορφιάς και πάθους,/ εργάτριες δυνατές κι ερωτευμένες».




Υπέροχες γυναίκες

Όλες οι γυναίκες μιλάνε δυο γλώσσες:
τη γλώσσα των ανδρών
και τη γλώσσα των σιωπηλών βασάνων.
Μερικές γυναίκες μιλάνε και μια τρίτη,
των βασιλισσών τη γλώσσα.
Είναι υπέροχες
και είναι φίλες μου.

Είναι οι φίλες που μου δίνουν την ποίηση.
Αν δεν ήταν αυτές
θα ’μουν μια μοδίστρα χωρίς δουλειά.
Μου στέλνουν τα φορέματά τους
και πάνω τους ράβω ποιήματα,
τεράστια πανιά για ωκεάνια ταξίδια.

Οι υπέροχες φίλες μου, αυτές οι γυναίκες
που είναι κομψές και μαστορεύουν μηχανές,
που διδάσκουν γυναικολογία και λογοτεχνία,
και δουλεύουν σε φυλακές και τραγουδάνε
    και φτιάχνουν γλυπτά
και ζωγραφίζουν τα ενενήντα-εννιά ονόματα*
που κρατά η μια τα μυστικά της άλλης
και μεταφέρει η μια το πνεύμα της στην άλλη
σαν μικρά πακέτα από προζύμι,

από σας ράβω την ποίηση.
Mαζεύω, σε χούφτες, γυαλιστερές
πούλιες που πέφτουν από τα σώματά σας
καθώς ερωτεύεστε, παντρεύεστε, χωρίζετε,
παίρνετε την κηδεμονία, παίρνετε γατιά, μπαίνετε
σε ανώτατα δικαστήρια,
μαλώνετε με τον Θεό.

Καβάλα σε άλογα που καλπάζουν
σώζετε τους αδύναμους και τους πληγωμένους–
Πλάσματα ομορφιάς και πάθους,
δυνατές εργάτριες ερωτευμένες–
εσείς είστε τα ποιήματα.
Εγώ είμαι μόνο η στενογράφος σας.
Είμαι η πεινασμένη μεταγραφέας
των μαγικών συνταγών που θησαυρίζετε
στα σεντούκια των προγιαγιάδων σας.

Οι υπέροχες φίλες μου –οι έξοχες
γυναίκες της ζωής μου,
που ανυψώνουν τις κόρες μου,
είστε ένα πολύχρωμο παλτό
με μεταξένιο ύφασμα** τόσο αραχνοΰφαντο
που μπορεί να τσαλακωθεί από ένα μόνο χέρι.
Εσείς οι νύμφες του Παραδείσου***, εσείς οι γοργόνες,
    κολυμβήτριες
σε επικίνδυνα νερά, που αψηφάτε τους καρχαρίες–

Οι υπέροχες φίλες μου,
διψασμένες Άγαρ**** και γελαστές Σάρες,
εσείς εύγλωττες ακτινοβόλες Αϊσά,
Μαρίες που πίνετε τα μυστικά
μιλκσέικ του παραδείσου,
πανούργες Ζουλέικα της επιθυμίας,
χαρούμενες Βαλάντα, Χάριετ
που χωρίζετε τη θάλασσα στα δυο, Εσθέρ στο παλάτι,
Πηνελόπες που μηχανορραφείτε υπομονετικά,
εσείς είστε η τελευταία ελπίδα των συρρικνωμένων
      γυναικών.
Εσείς είστε το τελευταίο χέρι βοηθείας στους πεσόντες
      ιππότες
Εσείς είστε το μοναδικό έπος που απέμεινε στον κόσμο

Ελάτε μαζί μου, ελάτε με ποίηση
Πηδήξτε πάνω σ’ αυτό το άγριο άρμα, βιαστείτε –
Βοηθήστε με μ’ αυτά τ’ απείθαρχα άλογα που ρουθουνίζουν
Μαζί θα διασχίσουμε τον ουρανό
τον ήλιο που θα κάνει τη γη να ακτινοβολεί –
ή θα την κάψει στην τρομερή λαμπρότητά του,
κι αυτός είναι ένας καλός τρόπος να πεθάνεις
_______________

* Αναφορά στα ενενήντα-εννιά ονόματα του Αλλάχ.
** Στο πρωτότυπο γίνεται λόγος για τη μέθοδο βαφής «tie-dye», κατά την οποία το ρούχο διπλώνεται σε ένα συγκεκριμένο σχήμα και «δένεται» (π.χ. με κορδόνια ) προκειμένου η βαφή να μην διαπεράσει όλο το ύφασμα.
*** Στο πρωτότυπο «houris», δηλαδή πλάσματα απαράμιλλης ομορφιάς που συντρόφευαν όσους έμπαιναν στον παράδεισο.
**** Άγαρ: Αιγύπτια δούλα της Σάρας που προσφέρθηκε στον Αβραάμ για τεκνοποίηση. Αϊσά: μία από τις γυναίκες του Μωάμεθ, την οποία παντρεύτηκε στα εννιά της χρόνια. Ζουλέικα: Σύμφωνα με τον θρύλο, έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον κύκλο της για τον ερωτικό πόθο της προς τον Ιωσήφ, έναν νεαρό Εβραίο σκλάβο.



«Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα, μόνο ξυπνά τους δαίμονες κάτω απ’ το κρεβάτι σου»

Το 2003 η Mohja Kahf δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή - και ένα από τα πιο καθοριστικά έργα της σύγχρονης αραβο-αμερικανικής ποίησης- με τίτλο E-mails from Scheherazad (Ιμέιλ απ' τη Σεχραζάντ), στην οποία, κατά κύριο λόγο, θίγει ζητήματα ταυτότητας, φύλου, θρησκείας και εθνότητας. Η Σεχραζάντ μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή, γίνεται μια νεαρή κοπέλα που μεταναστεύει στο Νιου Τζέρσεϊ από τη Συρία, ακροβατεί ανάμεσα στην περηφάνια της καταγωγής της από τη μια και την ντροπή του να είσαι διαφορετικός από την άλλη και πολεμά μαχητικά τα στερεότυπα που θεωρούν τις αραβικές χώρες, όπως η Συρία, ως βίαιες και καθυστερημένες.

Η θρυλική Σεχραζάντ από τις «Χίλιες και μία νύχτες», που κατάφερε να σωθεί χάρη στην αρετή της αφήγησης, απεκδύεται την αναπαράσταση του πειθήνιου σεξουαλικού αντικειμένου, με την οποία επιφορτίστηκε εξαιτίας των δυτικών μεταφράσεων/παραφράσεων και επανανοηματοδοτείται ως σύμβολο μιας γυναίκας δυναμικής και αυτόβουλης, ενός εαυτού σε επαγρύπνηση. «Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα. Η Σεχραζάντ ξυπνάει τους δαίμονες κάτω απ’ το κρεβάτι σου».


Sophie Gengembre Anderson, Scheherazade, 1850 – 1900, 
The New Art Gallery Walsall, England
_____________

Νομίζεις λοιπόν ότι ξέρεις τη Σεχραζάντ

Νομίζεις λοιπόν ότι ξέρεις τη Σεχραζάντ
Νομίζεις ότι σου λέει ιστορίες πριν κοιμηθείς.
Ιστορίες που θα σ’ ευχαριστήσουν και θα σε παρηγορήσουν,
Ότι επινοεί πλάσματα παραμυθένια
που θα εκπληρώσουν τις ευχές σου

Η Σεχραζάντ δεν επινοεί τίποτα
Η Σεχραζάντ ξυπνά
τους δαίμονες που κρύβονται κάτω απ’ το κρεβάτι σου
Βρίσκονταν από πάντα εκεί
Σε κλειδώνει στο δωμάτιο μαζί τους

Κι όταν πασχίζεις να τους ξεφύγεις,
όταν τρέχεις
ως το τέλος του διαδρόμου, συνειδητοποιείς
ότι εκείνος οδηγεί σ’ έναν άλλο διάδρομο
Και κάθε πόρτα που ανοίγεις είναι μια ψεύτικη πόρτα
Και ξαφνικά βρίσκεσαι σ’ ένα δωμάτιο
μέσα σ’ ένα δωμάτιο μέσα σ’ ένα δωμάτιο μέσα σ’ ένα δωμάτιο
Και ξαφνικά αναγκάζεσαι να τους αντιμετωπίσεις,
τους δαίμονες που ξαμολά,
τον τρόμο που πηγάζει
από μέσα σου κι από μέσα της
Και ξαφνικά η Σεχραζάντ εξαφανίζεται,
αλλά οι ιστορίες που ξεκλείδωσε συνεχίζουν και συνεχίζουν

- αυτή είναι η δύναμη της αφήγησης-
Και ξαφνικά βρίσκεσαι
να κολυμπάς στη θάλασσα προς τον Ύφαλο των Εσχάτων,
να πετάς προς την Κοιλάδα Όπου Όλα Είναι Πιθανά,
να περπατάς με γυμνά πόδια σε μια λεπίδα
πάνω απ’ το Χάσμα της Φωτιάς,
να προσγειώνεσαι σ’ έναν αγρό όπου παλεύεις με τον Ίμπλις*,

ο οποίος μεταμορφώνεται στον εραστή σου,
σε θάνατο, σε γνώση, σε θεό,
έναν θεό που το πρόσωπό του μεταμορφώνεται σ’ αυτό της Σεχραζάντ
Και ξαφνικά βρίσκεις τον εαυτό σου

_______________

* Ο διάβολος. Κατά ισλαμικές διδαχές, ο θεός δημιούργησε τριών ειδών πλάσματα:
τους αγγέλους, τα τζίνι και τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με το Κοράνι, ο Ίμπλις ήταν ένα ανυπάκουο και διαβολικό τζίνι.


Ferdinand Keller, Sheherazade and Sultan Schariar, 1880
____________
Ιμέιλ απ’ τη Σεχραζάντ

Γεια σου, μωρό. Η Σεχραζάντ είμαι. Επέστρεψα 
Για το μιλένιουμ και μένω στο Χάκενσακ,
Στο Νιου Τζέρσεϊ. Αφηγούμαι ιστορίες για να ζήσω.
Ρωτάς αν έτσι βγάζω τα προς το ζην.

Μην ξεχνάς: Στην πατρίδα μου 
Οι λέξεις είναι ακαταμάχητες. Εσωσα τις παρθένες 
Πριν αποκεφαλιστούν απ’ τον βασιλιά, τις σκότωνε 
Για να ηρεμεί το τέρας της αμφιβολίας μέσα του.

Είπα μια ιστορία. Εκείνος την άκουσε και συνειδητοποίησα 
Ότι η μια ιστορία οδηγούσε στην άλλη. Δυνάμεις απελευθερώθηκαν,
Τύλιξα την κλωστή γύρω απ' το καρούλι της νύχτας. Χίλιες μέρες 
Αργότερα πήραμε διαζύγιο. Τακτοποιήθηκε

& ήθελε μια σύζυγο, κάποια που να μην είναι καλλιτέχνιδα.
Εγώ ήθελα να εκδώσω. Ήταν πιο δύσκολο,
Παραδόξως, για την αδερφή μου την Ντουναρζάντ. Εκείνη 
Ήταν που κάθε βράδυ ξεκινούσε να λέει ιστορίες.

Μαζί με τον πρώην μου κάνουν πλέον σε σχολεία σεμινάρια 
Τέχνης & επίλυσης διαφορών. Η αφήγηση τα σπάει!
Εγώ διδάσκω δημιουργική γραφή στο Μοντκλέρ Στέιτ, 
Γράφω το έβδομο μυθιστόρημά μου και κάνω περιοδεία.

Ο Σαχραγιάρ κι εγώ μοιραζόμαστε την κηδεμονία της μικρής μας κόρης.
Χωρίσαμε συναινετικά. Του έμαθα να θεραπεύει
Τη βίαιη φλέβα του με ιστορίες, άλλωστε
Και κείνος  με βοήθησε ν’ ανακαλύψω την αληθινή μου κλίση.


"Arabic couple" by Said Elatab
__________


Σπάζοντας τα στερεότυπα

Για δεκαετίες οι Αραβο-αμερικανίδες έρχονταν αντιμέτωπες με το στερεότυπο της εξωτικής, λάγνας οδαλίσκης, της υποτακτικής γυναίκας, θύμα της πατριαρχικής αραβικής κοινωνίας -στερεότυπο που είχε καλλιεργήσει ο οριενταλισμός κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Όπως τα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής παρήγαγαν και εκμεταλλεύτηκαν τα ρατσιστικά στερεότυπα για τις αραβικές κοινωνίες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την αποικιοκρατία, έτσι και η αμερικανική προπαγάνδα τα χρησιμοποιεί για να νομιμοποιήσει τη γεωπολιτική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στις αραβικές χώρες: η Αραβίδα εξακολουθεί να είναι άβουλη και καταπιεσμένη, μόνο που τώρα πια το σώμα της είναι καλυμμένο από την κορυφή ως τα νύχια. 

Αυτή η γυναικεία φιγούρα είναι το αχώριστο ταίρι του σκοταδιστή, βίαιου Άραβα μουσουλμάνου, ένα στερεότυπο που επίσης έλκει την καταγωγή του από τον οριενταλισμό αλλά έγινε καθολικό και αδιαμφισβήτητο στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Παίρνει μάλιστα διάφορες μορφές, όπως αυτή του φανατικού που εχθρεύεται τη χειραφέτηση των λευκών γυναικών, του σεξουαλικά πεινασμένου άντρα, του αλλόθρησκου που κακοποιεί και βιάζει. Το στερεότυπο του Αραβα/μουσουλμάνου βιαστή είναι το δίδυμο αδελφάκι αυτού της παθητικής και σιωπηλής Αραβίδας/μουσουλμάνας: από τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν τις μουσουλμάνες σαν αντικείμενα, σαν ιδιοκτησία τους, τις καταπιέζουν και τις κακοποιούν, τότε αυτές θα πρέπει να αποδέχονται την προστασία και το σεξουαλικό ενδιαφέρον των λευκών αντρών-σωτήρων.

Τα εν λόγω στερεότυπα παίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του αντιαραβισμού και του αντιμουσουλμανισμού καθώς το αμερικανικό κράτος τα αναπαράγει συστηματικά, από τη μία, για να πείσει τους υπηκόους του ότι οι πόλεμοι που διεξάγει στη Μέση Ανατολή δεν είναι αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατικών συμφερόντων και ιμπεριαλισμών αλλά μεταξύ πρωτοκοσμικών/πολιτισμένων και υπανάπτυκτων/ανορθολογικών κρατών και, από την άλλη, για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση εκατομμυρίων Αραβίδων και Αράβων προλετάριων - ανεξαρτήτως θρησκεύματος - σε ολόκληρο τον κόσμο.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα αμερικανικά στρατεύματα παρουσιάζονται ως ελευθερωτές των μουσουλμάνων γυναικών. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τη Laura Bush να δηλώνει ότι μετά τη στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν «οι γυναίκες δεν είναι πια φυλακισμένες στα σπίτια τους. Ο αγώνας ενάντια στην τρομοκρατία είναι επίσης αγώνας για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών». Τι κι αν αυτός ο «αγώνας» συνεπάγεται τον θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων, τι κι αν το στερεότυπο της υπάκουης, άβουλης, οπισθοδρομικής γυναίκας τις εκθέτει στη σεξουαλική βία και την οικονομική εκμετάλλευση, οι μουσουλμάνες θα πρέπει να ευγνωμονούν τον Αμερικανό στρατιώτη-ήρωα.

Σε αυτή τη συζήτηση, βέβαια, οι ίδιες οι γυναίκες είναι πάντοτε βουβές, απούσες. Όπως σημειώνει η Mohja Kahf, στο δημόσιο λόγο η μουσουλμάνα γυναίκα παρουσιάζεται συνήθως είτε ως θύμα είτε ως φυγάς που απέδρασε από τις καταπιεστικές μουσουλμανικές κοινωνίες. Και στις δύο περιπτώσεις «δεν είναι ομιλούν υποκείμενο αλλά παγιδευμένη στις δυτικές αφηγήσεις, εκείνες είναι που της δίνουν φωνή, μιας και η ίδια είναι ανίκανη να εκθέσει και να αναλύσει τα δεινά της».

Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πίσω από τα ρατσιστικά, σεξιστικά στερεότυπα και τον κυρίαρχο, πατριαρχικό λόγο, θα δούμε γυναίκες που απαιτούν να ακουστούν και να γίνουν ορατές, που αγωνίζονται για την ανατίμηση των ίδιων και των κοινοτήτων τους.

Jean Auguste Dominique Ingres, Grande Odalisque, 1814, Louvre Museum
_____________

Αν οι οδαλίσκες

Αν όλες οι οδαλίσκες 
σ’ όλους τους πίνακες 
σ’ όλα τα μουσεία
σ’ όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης
σηκώνονταν κι έφευγαν,
θ’ άφηναν μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο
κι όσους θα κοίταζαν μέσα της
θα τους ρούφαγε η Ασία και η Αφρική
μέχρι ολόκληρη η χερσόνησος της Ευρώπης
να εξαφανιστεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τεράστιους
γλουτούς του κόσμου


“Can You Not Take Up So Much Space? II", illustration of Shehzil Malik.
__________

Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου

Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου 
Τα στήθη μου δεν είναι πηγάδια ούτε βουνά, 
δεν είναι Μπαντρ* ούτε Ούχουντ** 
Τα στήθη μου δεν θέλουν να ηγηθούν επαναστάσεων 
ούτε να γίνουν αιχμάλωτοι πολέμου
Τα στήθη μου ζητάνε αμνηστία·  ελευθέρωσέ τα 
για ν’ αγάλλομαι μες στη γαλακτερή πληρότητά τους, 
για να τα προσφέρω στη γλυκιά μου αγάπη 
χωρίς τις σημαίες και τα λάβαρά σου πάνω τους

Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου 
Τα μαλλιά μου δεν είναι ιερά ούτε ευτελή, 
δεν ευθύνονται για τη σύγχυσή σου 
ούτε είναι μονοπάτι προς την απελευθέρωσή σου
Τα μαλλιά μου δεν θα φέρουν την πρόοδο ούτε θα εξαγνίσουν το νερό 
αν κυματίζουν ξέπλεκα στο αεράκι
Δεν θα μας σώσουν απ’ όσους μας επιτίθενται 
αν είναι καλυμμένα κι απ’ τον ήλιο προστατευμένα 
Ξέμπλεξε τα χέρια σου απ’ τα μαλλιά μου 
για να τα χτενίζω και να τα χαίρομαι,
για να τα τιμώ και να τα χρίω,
για να τα λύνω πάνω στο στέρνο της γλυκιάς μου αγάπης

Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου
Ο κήπος μου δεν είναι χωράφι δικό σου
Οι γοφοί μου δεν είναι λεωφόροι που οδηγούν στη Χρυσή Πόλη
Η κοιλιά μου δεν είναι αποθήκη για το σιτάρι σου
Η μήτρα μου δεν είναι λίκνο των στρατιωτών σου
ούτε σκαρί για το ταξίδι σου στην πατρίδα
Άφησέ με ν' ανακαλύψω τις λίμνες
που λαμπυρίζουν στα καταπράσινά μου δάση
και να κατανοήσω τη δύναμη των νερών τους

Άφησέ με ν’ αποφασίσω εγώ αν θα γεμίσω το δισκοπότηρό μου
με το κρασί ή το μέλι της γλυκιάς μου αγάπης 
Είναι το δικό σου δέρμα που θα σκιστεί 
όταν ξεπροβάλει το κεφάλι του νέου κόσμου;

Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου 
Πώς τολμάς να βάζεις το χέρι σου 
εκεί που άδεια δεν έδωσα;
Σου 'δωσε, άραγε, ο Θεός άδεια 
να βάλεις το χέρι σου εκεί;
Το σώμα μου δεν είναι πεδίο μάχης σου 
Αποσύρσου απ’ τα δυτικά και τ’ ανατολικά μέτωπα 
Απόσυρε τους εξοπλισμούς και την πολιορκία 
ώστε να ετοιμάσω τη γη
για τη νέα εποχή από πασχαλιά κι από τριφύλλι,
ώστε να γιορτάσω αυτή την άνοιξη
την πομπή της ομορφιάς μαζί με τη γλυκιά μου αγάπη
_________________

* Μπαντρ: Τοποθεσία στη σημερινή Σαουδική Αραβία όπου το 624 μ.Χ. έλαβε χώρα σημαντική μάχη μεταξύ των μουσουλμάνων υπό την ηγεσία του Μωάμεθ και των Κουραϊσιτών, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τη Μέκκα. Η μάχη κατέληξε νικηφόρα για το Ισλάμ.
  ** Το 625 μ.Χ. σε μια κοιλάδα βόρεια του βουνού Ούχουντ οι μουσουλμάνοι, υπό την ηγεσία του Μωάμεθ ηττήθηκαν από τις δυνάμεις των Κουραϊσιτών.



«Under The Hijab Is…», Artwork by Prashant BL
_________


Σκηνή με χιτζάμπ #1

«Ντύνεσαι περίεργα», είπε το αγόρι της πρώτης λυκείου με τ’ αστραφτερά μπλε μαλλιά στην καινούρια στην τάξη μουσουλμάνα με τη μαντίλα, και οι κρίκοι στη γλώσσα του σκόνταψαν στο «ργ» του «περίεργα».



Hijab by SafaAnis on DeviantArt
__________

Σκηνή με χιτζάμπ #2

«Εσείς οι μουσουλμάνοι έχετε ρούχα που περιορίζουν τις γυναίκες», είπε και παραπάτησε καθώς έφευγε με τα δεκάποντα τακούνια και το καλσόν της για να τελειώσει ακόμα ένα μεροκάματο ως σερβιτόρα στην πισίνα.

«Under The Hijab Is…», Artwork by Prateeti Verma
___________


Σκηνή με χιτζάμπ #7

Όχι, δεν είμαι φαλακρή κάτω απ’ το μαντίλι
Όχι, δεν είμαι από κείνη τη χώρα
όπου οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να οδηγούν
Όχι, δεν θέλω ν’ αποστατήσω
Είμαι ήδη Αμερικανή
Σας ευχαριστώ ωστόσο για την προσφορά 
Τι άλλο χρειάζεται να ξέρετε 
για την ασφάλεια που αγόρασα,
 τον τραπεζικό λογαριασμό που άνοιξα, 
την κράτηση που έκανα στο αεροπλάνο;
Ναι, μιλάω αγγλικά 
Ναι, κουβαλώ εκρηκτικά 
Λέξεις τα λένε 
Κι αν δεν αφήσεις πίσω τις προκαταλήψεις σου 
θα σε ανατινάξουν



Artwork by Salam Alahmad, a Syrian plastic artist
___________


Οι άντρες με τρελαίνουν

Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να νομίζουν ότι ο ήλιος είναι όλος δικός τους,
ότι το νερό είναι όλο δικό τους
Πώς γίνεται να δέχονται τον άνεμο στις πλάτες τους
σαν να 'ταν ο άνεμος υπηρέτρια του πατέρα τους
που τους την κληροδότησε δίχως τα γογγυτά

Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να νομίζουν ότι η εύφορη γη κι ο χρυσός κι ο Θεός είναι όλα 
     δικά τους
Πώς γίνεται να νιώθουν μεγαλόψυχοι όταν αφήνουν έναν μικρό χώρο 
ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους για όλες τις γυναίκες του κόσμου 
Πώς γίνεται να καταπίνουν την άγρια φύση των λιβαδιών χρώμα το χρώμα 
και να νιώθουν σπουδαίοι όταν θυμούνται να δώσουν ένα κόκκινο 
τριαντάφυλλο σε μια γυναίκα

Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται αν μια γυναίκα πάρει μια αχτίδα απ’ τον ήλιο
ή διασχίσει ένα ποτάμι κολυμπώντας
να την κατηγορούν ότι παραβίασε
την κοπερνίκεια τάξη,
ότι ανέτρεψε τις τροχιές των πλανητών
και τις τροχιές των προσκυνητών στην Κάαμπα

Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να λησμονούν ότι ο κόσμος αναπαύεται
στην πλάτη μιας χελώνας
κι ότι η χελώνα ισορροπεί πάνω σε μια αράχνη
κι ότι η αράχνη αιωρείται σαν μια σταγόνα ιδρώτα
στον κρόταφο μιας γυναίκας που τρίβει το πάτωμα
κάτω απ’ τα πόδια του Κοπέρνικου και των προσκυνητών στην Κάαμπα*

__________________

Κάαμπα (κύβος): Ιερό οικοδόμημα κυβικού σχήματος στη Μέκκα, 
που θεωρείται πνευματικό κέντρο του Ισλαμισμού.


«I am of Arab women», painting by Aeich Thimer
____________

Χαμηλώνοντας το βλέμμα

Πες στους πιστούς άντρες να χαμηλώνουν το βλέμμα και να προφυλάσσουν την αγνότητά τους [...] 
και πες στις πιστές γυναίκες να χαμηλώνουν  το βλέμμα και να προφυλάσσουν την αγνότητά τους.
ΚΟΡΑΝΙ, 24:30 & 31

Αγαπώ τον άντρα που χαμηλώνει το βλέμμα
και τη γυναίκα που χαμηλώνει το βλέμμα
Αγαπώ τον άντρα που κοιτάζει λαίμαργα
και τη γυναίκα που κοιτάζει λαίμαργα
Ήμουν ο άντρας με το λαίμαργο βλέμμα
και ο άντρας με τη σιδηρά αυτοπειθαρχία
που τραβά το βλέμμα του απ’ ό,τι είναι καλυμμένο, καλυμμένο
Ήμουν η γυναίκα με το αδηφάγο στόμα
και η γυναίκα με την πειθαρχημένη βούληση
σαν τσεκούρι που σκίζει απότομα το ξύλο
σαν τσεκούρι τη στιγμή που υψώνεται
ισορροπεί, αυτή η αιώρηση πριν την κάθοδο
Και είμαι το βλέμμα και η αιώρηση
και το ξύλο που σκίζεται

Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα

Ο άντρας που αγαπώ μου καθαρίζει το τραπέζι 
Ο άντρας που αγαπώ ξέρει πώς να τρίβει 
με σύρμα κουζίνας τις κατσαρόλες και τα τηγάνια μου 
μέχρι ν’ αστράψουν 
Με κάνει και λάμπω
Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα
Τ’ αρρενωπά του χέρια σχηματίζουν μικρούς κύκλους σαπουνάδας
γύρω απ’ τις καμπύλες των ντελικάτων ποτηριών μου
γλιστρώντας γεμάτα αφρούς ως κάτω στον λεπτό λαιμό τους
Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα
Ο άντρας που αγαπώ κινείται με υπομονή
στην κουζίνα μου, στρίβει με ευκινησία σπάτουλας,
θυμάται πού βρίσκεται και σε τι χρησιμεύει
κάθε σύρτης, πόμολο και συρτάρι
Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα
Ο άντρας που αγαπώ αναλαμβάνει τις ευθύνες του
όταν τελειώνουμε κουρασμένοι το γεύμα,
καθαρίζοντας μέχρι και τον τελευταίο πάγκο,
κυνηγώντας ακόμα και το τελευταίο γλυκό ψίχουλο
μέχρι τις υγρές γωνίες του νεροχύτη
Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα
Αλέθει άψογα τη σπειροειδή ψλούδα του τελευταίου μανταρινιού 
Δεν φοβάται να κατέλθει μέχρι τη ρουφήχτρα του σκουπιδοφάγου 
και να εξετάσει τις γυμνές λεπίδες με τα γυμνά του δάχτυλα 
Ο άντρας που αγαπώ μου πλένει τα πιάτα


An art piece from Shepard Fairey’s 2017 collection titled, “We The People”
_________________

Αναζητώντας πατρίδα στη γραφή

Η Mohja Kahf ισορροπεί πάνω στο ενωτικό που ενώνει και ταυτόχρονα χωρίζει την αραβική και την αμερικανική της ταυτότητα, αναψηλαφεί έναν μετέωρο πολλαπλό εαυτό, αναζητά μια πατρίδα την οποία αναδομεί μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού. Από τη μια η αραβική καταγωγή και ο μουσουλμανισμός, που ενίοτε προσδίδουν στην ποιήτρια την ταυτότητα του δακτυλοδεικτούμενου «Άλλου» και, από την άλλη, το αμερικανικό περιβάλλον με τις άπειρες δυνατότητες. Στον ποιητικό της λόγο, τα στοιχεία αυτά προσλαμβάνουν διαφορετικές αποχρώσεις, άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε έρχονται σε σύγκρουση.

Η έννοια της πατρίδας τεμαχίζεται σε γενέθλια χώρα και χώρα υποδοχής και αναδομείται μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού. Η γενέθλια χώρα ανασυστήνεται εξωραϊσμένη με όχημα τη στατική ανάμνηση και τη νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν είναι άμεσα προσβάσιμη. Στο ποίημα «Τα κεράσια» (1998), η Αραβο-αμερικανίδα ποιήτρια υφαίνει μια πατρίδα που περιμένει να την υποδεχτεί με θαλπωρή. «Αλλά η Συρία με θυμάται: Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Παρόλο που η βεβαιότητα αυτή στο τέλος του ποιήματος, που αποτελεί συνάμα πορεία αναζήτησης του εαυτού, ανατρέπεται, η Kahf εξακολουθεί να κουβαλά τη σκόνη του ταξιδιώτη.

Η Samaa Abdurraqib σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το βίωμα των Αραβο-αμερικανών δημιουργεί δύο ειδών φαντασιακές κοινότητες:

τα υποκείμενα κατασκευάζουν τους εαυτούς τους τόσο ως Άραβες που φαντάζονται ότι υπάρχει μια κοινότητα στη γενέθλια χώρα τους στην οποία ανήκουν όσο και ως Αμερικανούς που φαντάζονται ότι υπάρχουν κι άλλοι Μουσουλμάνοι στην Αμερική που μοιράζονται κοινά ιδανικά.


Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist
__________

Έπεσαν τα πρώτα πυρά

Υπάρχει ένα Παγκόσμιο Κέντρο Αγάπης μες στο θώρακά μου
Υπάρχει κι ένα Παγκόσμιο Κέντρο Μίσους επίσης
Έπεσαν τα πρώτα πυρά. Έπεσαν τα πρώτα πυρά,
Και δεν ξέρω ποιο από τα δυο
Θα καταρρεύσει πρώτο.


Mohja Kahf’s grandparents, Edibeh and Nazeef, overlooking the Barada Valley in Syria.
______________


Η Γιαγιά μου πλένει τα πόδια της
στον νιπτήρα του μπάνιου στο ΙΚΕΑ
 
Η γιαγιά μου βάζει τα πόδια της στον νιπτήρα του μπάνιου στο ΙΚΕΑ
για να τα πλύνει σύμφωνα με το τελετουργικό της προσευχής,
wudu,
γιατί πρέπει να προσευχηθεί στο κατάστημα, αλλιώς θα χάσει
την υποχρεωτική για τους μουσουλμάνους ώρα προσευχής 
Το κάνει με εξαιρετική ευστάθεια, κρατώντας ισορροπία
με το παχουλό σεπτό της χέρι
στον αυτόματο στεγνωτήρα χεριών,
αφού βγάλει πρώτα τις ορθοπεδικές της κάλτσες
και τις ακουμπήσει κατά μέρος, τις διπλώσει στα τρία,
και μου δώσει να κρατήσω την τσάντα της και τα πακέτα
για να τελέσει αυτό το σεβάσμιο τελετουργικό
πριν επιστρέψει στο τελετουργικό αγοράς ειδών οικιακής χρήσης

Ευυπόληπτες  προϊστάμενες του ΙΚΕΑ κουνάνε το κεφάλι και κατσουφιάζουν
Όταν αντιλαμβάνονται  τι κάνει η γιαγιά μου,
μια προσβολή στην αμερικανική πορσελάνη,
μια μόλυνση των American Standards
από κάτι ξένο και ανθυγιεινό
που απαιτεί πολιτική παρέμβαση και πιθανή χρήση απολυμαντικού
Σαστίζουν και  χειρονομούν και βλέπω
μια σύγκρουση πολιτισμών να ζυμώνεται στο μπάνιο του ΙΚΕΑ

Η γιαγιά μου, παρόλο που δεν μιλά γρι αγγλικά,
πιάνει το νόημα και το βλέμμα της στον καθρέφτη λέει,
έχω πλύνει τα πόδια μου πάνω σε κεραμικά Ιζνίκ στην Ισταμπούλ
με νερό απ΄ τα πιο αρχαία αρδευτικά συστήματα του κόσμου,
έχω πλύνει τα πόδια μου στα λουτρά της Δαμασκού
σε ζωγραφισμένες λεκάνες Κίνας
μπροστά στις καλύτερες οικογένειες της Αλέπο
Κι αν εσείς οι Αμερικανοί ξέρατε
από πολιτισμό και καθαριότητα,
θα φτιάχνατε πλατύτερους νιπτήρες
Η γιαγιά μου γνωρίζει μια κουλτούρα – τη σωστή,

όπως και οι προϊστάμενες των μεσοδυτικών πολιτειών.
Όταν η γιαγιά μου σηκώνει  το καλοπεριποιημένο της πόδι
και το βάζει στο χείλος του νιπτήρα, την φαντάζονται
να κάθεται πριν πριν στις λάσπες πάνω σ’ έναν σκουριασμένο τενεκέ 
σε μια οποιαδήποτε τροπική περιοχή γεμάτη ακαθαρσίες,
στο Μεξικό ή στη Μέση Ανατολή, δεν έχει σημασία.
«Δεν επιτρέπεται αυτό που κάνετε», διαμαρτύρεται μια απ΄ τις γυναίκες,
γυρνίζοντας σ΄εμένα, «Πες της ότι δεν επιτρέπεται».
«Πλένουμε τα πόδια μας πέντε φορές τη μέρα»,
δηλώνει τσαντισμένη η γιαγιά μου στ’ αραβικά.
«Τα πόδια μου είναι πιο καθαρά από τον νιπτήρα τους.
Ανησυχούν για τον νιπτήρα τους, έτσι δεν είναι; Εγώ
είμαι αυτή που θα ’πρεπε ν’ ανησυχώ για τα πόδια μου!
Η γιαγιά μου με σκουντά, «Μπρος, πες τους»

Όρθια ανάμεσα στην πόρτα και τον καθρέφτη, μπορώ να δω
σε πολλαπλές γωνίες, τη γιαγιά μου και τις υπόλοιπες  πελάτισσες,
όλες τους καθώς πρέπει και καλόκαρδες γυναίκες, επιμελείς
με την καθαριότητα και την περιποίηση, ευπρεπείς
Ακόμα και τώρα η γιαγιά μου, χωρίς να βιάζεται, στεγνώνει 
Διακριτικά  τα παπούτσια της με χαρτομάντιλα απ΄ την τσάντα της
Γιατί η γιαγιά μου φορά  πάντα κομψά παπούτσια που ταιριάζουν 
με την τσάντα της, νομίζω για την περίπτωση που συναντήσει
τυχαία κάποια συμπατριώτισσά της απ΄ τις καλύτερες οικογένειες 
της Αλέπο – εδώ, μπροστά στην έκθεση οικιακών συσκευών
Χαμογελώ στις γυναίκες των μεσοδυτικών πολιτειών
σαν να είπε η γιαγιά μου κάτι καλό για κείνες
και σηκώνω τους ώμους στη γιαγιά μου σαν εκείνες
να ζήτησαν συγνώμη μέσω εμού
Καμιά δεν ξεγελιέται, όμως εγώ

κρατώ την πόρτα ανοιχτή για όλες
και  ξεπροβάλλουμε μαζί  στον όροφο με τις εκπτώσεις
και χανόμαστε στο υπέροχο κοινό έδαφος
των ειδών οικιακής χρήσης σε προσφορά


"Wudu", photograph by Andrew Day Photography
_________

Τα κεράσια

Έφυγα απ’ τη Συρία πολλά χρόνια πριν, παιδί,
και δεν θυμάμαι τη Συρία
αλλά η Συρία με θυμάται:
είμαι σίγουρη γι’ αυτό

Η Συρία φυλάει ένα μικρό μαξιλάρι
με κεντημένο τ’ όνομά μου
Η Συρία φυλάει μερικά κεράσια
σ’ ένα μπολ για μένα
στο βάθος του ψυγείου

Πέρσι τον Απρίλη, ένας φίλος που ’χε έρθει μόλις από τη Συρία
με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι προσπάθησε ν’ αγοράσει ένα βιβλίο ποίησης
σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη Σρούγιε,
ένα βιβλίο σφηνωμένο ψηλά σ’ ένα σκονισμένο ράφι
Ο βιβλιοπώλης είπε,
«Δεν μπορείτε να πάρετε κανένα από αυτή τη στίβα·
είναι για τη Μόχα, την κόρη
του Μονζέρ και της Μεϊσούν».
Βλέπεις; Η Συρία ακόμα θυμάται
τα παιδιά της που μένουν στον ύστερο καπιταλισμό,
μια γενιά πληροφορίας μακριά

Κάποιοι λένε ότι η Συρία
θα με κοίταζε επίμονα με επαρχιώτικη εχθρότητα
αν γύριζα πίσω
Κάποιοι λένε ότι το μόνο που θα ’κανε η Συρία
είναι ν’ αδειάσει το πορτοφόλι μου με απαιτήσεις για λαδώματα,
να παραπονεθεί για την τιμή των πεπονιών,
να υπολογίσει την τιμή του ρολογιού και του δαχτυλιδιού μου,
και να με παραδώσει στην αστυνομία

Είμαι σίγουρη ότι αν γύριζα πίσω στη Συρία,
θα έπαιζε μουσική
και όλο το μελόδραμα μιας Χίντι ταινίας:
Η γη θα μ’ αγαπούσε
Τα δέντρα θα έγερναν πάνω μου σαν θείες
Τα βουνά θα με προστάτευαν σαν ξαδέρφια
Οι αρχαίοι ναοί θα με φίλαγαν στο μέτωπο
Τα τζαμιά θα με κράταγαν και θα με λίκνιζαν στις αψίδες τους
Οι συναγωγές θ’ άπλωναν ευλογίες στους ώμους μου σαν σάλι

Είμαι σίγουρη ότι τα σιντριβάνια θα πιτσίλιζαν τα πόδια μου
σαν φίλοι που με γνωρίζουν απ’ την πρώτη δημοτικού
Κάθε πρωί θα μοσχοβολούσε καφέ και κάρδαμο
Κάθε απόγευμα θα είχε γεύση κολίανδρου και μέντας
Κάθε βράδυ θα ξεθώριαζε σαν μουσική από ούτι
Όλοι θα ξαπλώναμε στη σκεπή κάτω απ’ τ’ αστέρια,
τρώγοντας καρύδια και πίνοντας τσάι σε μικρά ποτήρια με λουλούδια

Είμαι σίγουρη ότι η Δαμασκός θα ρούφαγε ναργιλέ
και θα γέλαγε βαθιά σαν θείος
Η Αλέπο
θα μου σιγοτραγούδαγε
σαν ένας γοητευτικός γαλανομάτης μουεζίνης
Η Χάμα θα κατσούφιαζε και θα φερόταν σκληρά
αλλά με μια κρυφή καλοσύνη στο φρύδι της
Η Χομς θα ’βαζε οβάλ πιατέλες μπρος μου
με γεμιστές μελιτζάνες να ξεχειλίζουν αμύγδαλα,
κι η Λατάκια θα με πήγαινε στην παραλία
θα χοροπήδαγε μαζί μου και θα μου αγόραζε μεγάλες λαμπερές πλαστικές μπάλες

Είμαι σίγουρη ότι τα χωριά θα βούταγαν τα μαλλιά μου στη χένα
και θα με πήγαιναν στον γάμο της κόρης τους στην Ντέιρ αλ Ζορ
Οι τσιγγάνοι θα έδεναν εσάρπες γύρω από τους γοφούς μου
θα ’παιζαν τα ξεκούρδιστα βιολιά τους και θα με στροβίλιζαν
Οι Κιρκασιανοί θα έστελναν έναν υπέροχο γαμπρό
για να με πάρει μακριά στο σκοτάδι της νύχτας πάνω σε κατάμαυρα άλογα
στολισμένα με φούντες κόκκινες και χρυσαφένιες
Οι Κούρδοι θα τρύπαγαν τ’ αυτιά μου με ασημένιες κουρδικές λέξεις
Οι Παλαιστίνιοι της Συρίας θα μου ’πλεκαν ένα φόρεμα
και θα ’δεναν τα σχολικά μου βιβλία σε μια σάκα
Οι Δρούζοι θα με μυούσαν σε απόκρυφα μυστήρια
σε μικρούς λευκούς ναούς πάνω σε βουνοκορφές
Οι Αλεβίτες θα με ’βαζαν να καθίσω και θα μου ’λεγαν
παλιές δυνατές ιστορίες, που περνάνε
χαμηλόφωνα από γενιά σε γενιά εδώ και εκατοντάδες χρόνια

Οι έχθρες που βασίζονται στην τάξη και στη σέκτα θα εξαφανίζονταν,
μαζί με τις πολιτικές φυλακές και τα βασανιστήρια με ηλεκτρικό ρεύμα,
και κανείς δεν θα φοβόταν να τον δουν να μιλάει σ’ έναν άλλον
ή ν’ ακούει ποίηση για τη Συρία
(Αυτό είναι δικό μου ποίημα και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω
με τον κόσμο εντός του)

Μπορώ να φανταστώ τέτοια πράγματα γιατί όλα αυτά τα χρόνια
έχω ιχνηλατήσει αυτούς τους ανθρώπους και αυτά τα μέρη στον χάρτη μου
Δες, εδώ στον δικό μου χάρτη της Συρίας

Έχει ξεθωριάσει στα σημεία που είναι διπλωμένος
επειδή τον κουβαλάω σε μια μικρή τσέπη που λέγεται καρδιά
(Κοίτα, σου είπα ότι πρόκειται για μελόδραμα)
Να πώς πάει η σαπουνόπερα: Η Συρία
παίζει μια φτωχή γυναίκα μ’ έναν σκληρό αφέντη
που δεν την αφήνει να με φροντίζει
όπως αξίζει να φροντίζουν ένα παιδί
Δεν την αφήνει να με ταΐσει κεράσια
ούτε να με ντύσει με μαλλί από την Αλέπο
Δεν την αφήνει να μου καρφιτσώσει μικρά χρυσά μπιχλιμπίδια
για να με προστατεύει από το κακό το μάτι
Έτσι αναγκάστηκε να στείλει το παιδί της πολύ μακριά
παρόλο που έκλαιγα κι έκλαιγε κι αυτή
(Πώς τελειώνουν αυτές οι αιγυπτιακές ταινίες;)

Και πού πήγα εγώ;
Και τι απέγινα;
Και στο καινούργιο μου σπίτι έτρωγα κεράσια;
Και στη θετή μου οικογένεια ένιωθα ζεστασιά όπως με το μαλλί από την Αλέπο;
Τι παθαίνει ένα παιδί που δεν μπορεί να μιλήσει πια
τη γλώσσα της μητέρας του;
Τι παθαίνει ένα πουλί όταν δεν μπορεί να πετάξει πια
στο φυσικό του περιβάλλον;
Τι παθαίνει ένα κορίτσι που ήθελε κάποτε ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της
σ’ ένα μικρό μαξιλάρι, κεντημένο με τ’ όνομά της;

Πες μου ποιος έφαγε τα κεράσια
Ήταν σ’ ένα μικρό μπολ στο βάθος του ψυγείου
Ήταν για μένα γιατί η Συρία θυμάται
ήμουν
σίγουρη γι’ αυτό


Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist
_______________

Η σκόνη του ταξιδιού

Όταν φτάνουν στη νέα χώρα
οι ταξιδιώτισσες την κουβαλούν στους ώμους,
τη σκόνη τ’ ουρανού που άφησαν πίσω
Μπορούσα να τη μυρίσω στα ρούχα
της γυναίκας στο λεωφορείο με το χνουδωτό πουλόβερ
Ήταν η σκόνη του ταξιδιού από την Κίνα
Απλωνόταν στην ξένη ραφή του φερμουάρ
Έλεγε: Θα συναντηθούμε ξανά στο Πεκίνο,
στην Γκουανγκζού. Θα συναντηθούμε ξανά.
Η μητέρα μου κουβαλούσε τη σκόνη του ταξιδιού στα μαντίλια της 
Τη φαντάζομαι νεαρή φοιτήτρια όπως εκείνη τη γυναίκα στο λεωφορείο, 
να πηγαίνει σπίτι, να βγάζει απ’ τη βαλίτσα τα ρούχα και να τα τινάζει, 
να τα κρεμάει, ένα ένα, τα ρούχα απ’ την παλιά τη χώρα Τ
η μέρα της καθαριότητας η μητέρα μου ξετύλιγε τα μαντίλια της 
Κράταγε τη μια άκρη, ο αδερφός μου ή εγώ την άλλη, 
τεντώναμε το υγρό μετάξι και το τινάζαμε
Τινάζαμε τα μαντίλια, ο αδερφός μου ή εγώ, κάτω απ’ το υπόστεγο, 
απαλές ψιχάλες έπεφταν στα πρόσωπά μας σαν στάχτη 
από συντρίμμια μετά την καταστροφή μιας πόλης, 
οι κάτοικοί της εκτοπισμένοι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Δεν ξέραμε τότε
ότι ήταν η σκόνη του ταξιδιού.Έλεγε:
Θα συναντηθούμε ξανά στη Δαμασκό, 
στην Αλέπο. Θα συναντηθούμε ξανά.
Ήταν η Συρία στα μαντίλια της μάνας μας 
Δεν το ξέραμε τότε
Τώρα την κουβαλάμε και στους δικούς μας ώμους


Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist
___________

«Μαθαίνοντας να προσεύχομαι από την αρχή»

Η Kahf εντάσσει τον εαυτό της στα παιδιά του ’67 που γεννήθηκαν μέσα στις ρωγμές, που διώχτηκαν, που κουβαλούν το τραύμα του διχασμού, που αναζητούν χώρο, που ψάχνουν το «ανήκειν». Τα ερωτήματα τίθενται, αλλά μένουν αναπάντητα. Μόνο στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, «Μαθαίνοντας να προσεύχομαι από την αρχή», δίδεται ένα είδος κάθαρσης, μέσα από τη δίοδο της πνευματικότητας:

[...] Ψηλαφώντας,

Θ’ ανακαλύψω τα κουμπιά και τους κόμπους
Στον τοίχο της ψυχής μου. Ανοίγοντας
Την πόρτα της, θ’ αναδυθώ σε λιβάδια
Θρήνου και αγριολούλουδων. Θα βρω
Τον βράχο, το ποτάμι, το δέντρο, τον άνεμο, τον δρόμο
Αυτά, θα γίνουν η καθημερινή μου προσευχή.


Artwork by Zuhair Hassib Ali, a Kurdish-Syrian artist
_________


Πηγές
 
  • Αραβίδες Ντίβες, Ανθολογία σύγχρονης αραβο-αμερικανικής ποίησης. Το βιβλίο κυκλοφορεί από το περιοδικό Τεφλόν και το Αρχείο 71.
  • Ημέιλ από τη Σεχραζάτ, Mohja Kahf, κείμενο - μετάφραση: Ράνια Καραχάλιου, Τεφλόν (Ποιητικό Σκεύος και όχι μόνο), τεύχος 9, καλοκαίρι - φθινόπωρο 2013 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου