Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

«Χαρταϊτοί μου, γαλάζια ανομοιοκατάληκτα ποιήματα...»· Γιάννης Ρίτσος, «Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς»


Αλέκος Φασιανός, Χαρταετός, Αθήνα 1935
_________

«Ασκήσεις ειλικρίνειας»

Σειρά σου τώρα
χωρίς φώτα
χωρίς σκηνικά
να παίξεις εαυτόν.

Γιάννης Ρίτσος, Στο υπερώον, Υπερώον, 
εκδόσεις Κέδρος, 2013
___________

Το «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων» - ημερολόγια και αυτοβιογραφία μαζί, κρεμασμένα κατάντικρυ στη ματαιότητα - είναι τα εξομολογητικά πεζογραφήματα του Γιάννη Ρίτσου, που κυκλοφόρησαν σε εννέα τόμους από το 1982 ως το 1986. Πρόκειται για μια περιπέτεια που ξεκίνησε το 1942, ως «Ασκήσεις ειλικρίνειας», προσπάθεια - όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την περιγράφει - «να ξεδώσει μια στάλα απ’ την πίκρα, την πείνα και τον θάνατο, κάτω από ’να ύφος καραγκιοζίστικο, παλαβό, αυτοειρωνικό ή και παρανοϊκό».

Μέσα από την εννεαλογία του, ο Ρίτσος τόλμησε να μιλήσει «για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας…». Ούτε τον εαυτό του άφησε απ’ έξω, ζωγραφίζοντάς τον με σαρκασμό και αυτοκριτική διάθεση: 

Πίσω απ’ τα «ωραία» διαφαίνεται  ο κίνδυνος σχηματισμού μιας «σχολής», μιας βολικής μανιέρας δελεαστικής αλλά καθόλου ευθύβολης. Γι’ αυτό κι εγώ, με το καινούριο μου πουλόβερ που μου χάρισε η Ρούλα, επιμένω να κατακρίνω τις τρικλοποδιές που βάζει στη φωνή μου η αισθητική αυταρέσκεια. Και κάθε φορά που συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω τον εαυτό μου ν’ ακκίζεται υποκρινόμενος τον ωραίο ταχυδακτυλουργό ή τον δεξιοτέχνη κλόουν ή το κέρινο μανεκέν μιας προθήκης της οδού Σταδίου, τον πιάνω απ’ τ’ αυτί και του φωνάζω: Αρίοστε, άσε τις ζεβζεκιές και τις κουτσουκέλες, άσε τα σκέρτσα και τις μπούρδες. Πες την αλήθεια.


«Για μια χαμογελαστή αμοιβαιότητα αδελφοσύνης»

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε
τώρα.
Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κ' η αλήθεια.[…] 
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
κι αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν. 

Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι, 
Ποιήματα, τόμος Β' (1941-1958), εκδόσεις Κέδρος
_____________

Αυτά τα εξομολογητικά, αυτοβιογραφικά σπαράγματα είναι «ένα σκούντημα του αγκώνα», ένα κάλεσμα του Ρίτσου να μοιράσει και να μοιραστεί με τους συγκαιρινούς, αλλά πιότερο με τους αυριανούς, τους εσαεί συντρόφους του, την ομορφιά, που κανείς δεν την αντέχει μόνος του κι ίσως έτσι, να καταφέρουμε μια μέρα, όλοι μαζί «να φτάσουμε στη Χώρα του Χαμόγελου, εκεί, που πέρα από φυλές, θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσες, θ’ αναγνωρίζει ο άνθρωπος τον άνθρωπο αδελφό του απ’ το ίδιο αυτεπίγνωστο χαμόγελο και θ’ ανταλλάσουν βλέμματα κι αισθήματα μιας πανανθρώπινης δημιουργικής ευχαριστίας».

«Με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα μαλακώνουν, γλυκαίνουν. Καταστροφές, δράματα, θάνατοι, σεισμοί, πόλεμοι, βασανιστήρια, αρρώστιες. Και δεν είναι που τα ξεχνάς. Όχι. Απεναντίας είναι που τα θυμάσαι, τ’ αναπολείς, τα φέρνεις πίσω ευγενισμένα, γενικευμένα, αχνισμένα απ’ την ανάσα του αιώνιου, σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, όπως τα ερείπια αρχαίων ναών, τ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα, τα πήλινα κτερίσματα κι αναθήματα ή τα γδαρμένα ψηφιδωτά. Είναι προπάντων που τα ε ί δ ε ς και τα ε ί π ε ς. Τα είδες όχι πια σ έναν χώρο ατομικό, σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα ξέστρωτο κρεβάτι κι έναν ραγισμένο καθρέφτη, αλλά σ’ έναν χώρο ασύνορο, μέσα σ’ έναν καθολικό νόμο μακρινής επαναλαμβανόμενης ιστορίας, του αέναου μύθου. Και τα είπες όχι σαν ένα προσωπικό σου επεισόδιο (το πιο προσωπικό), αλλά σαν γεγονός ενός άλλου, ενός τρίτου, και όλων μας. Ένα χαμόγελο επιστέγασμα. Και ξαναλές κείνους τους στίχους:

Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει μες στο σκοτάδι, 
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, 
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι.

Μόνος μες στο σκοτάδι με το χαμόγελό του. Και το χαμόγελό του ένα αστέρι πάνω απ’ το σκοτάδι. Ο έσπερος. Αυτό το χαμόγελο συχνά το ξεχωρίζεις σε πρόσωπα στοχαστικά και λυπημένα[...] αυτό το άφωνο χαμόγελο είναι πιο αξιαγάπητο απ’ το πλουσιότερο γέλιο. Είναι μια μικρή σεμνόπρεπη νίκη πάνω στις άγριες επιθυμίες μας, στα βάσανά μας, στους φόβους μας, στο ανικανοποίητό μας — μια νίκη που δε μας δόθηκε, μα την κερδίσαμε μόνοι μας με μόχθους, με θέληση, με εργασία, άντικρυ σε μεγάλες δυσκολίες κι εχθρότητες, σ’ ένα εσωτερικό, σιωπηλό και άφαντο πεδίο ατελεύτητης μάχης. Μια νίκη πάνω στον ίδιο τον εαυτό μας.

[...]Ω, είναι πράγματα που μήτε το καλύτερο ποίημα δεν μπορεί να τα πει, και μόνο ένα τέτοιο χαμόγελο τα λέει μια για πάντα. Μ’ ένα τέτοιο χαμόγελο θέλω κι εγώ να σφραγίσω τα χαρτιά μου, κι όσα δεν μπόρεσα εγώ να πω να τα λέει αυτό, γιατί το ακούω ασώπαστο βαθιά μου, το έχω, μα δε θα ’ταν τίποτα αν το κρατούσα μονάχα για μένα, αν δεν μπορούσα να το δώσω. Γι’ αυτό αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται πάντα οι αληθινοί ποιητές, οι αληθινοί άνθρωποι, για μια χαμογελαστή αμοιβαιότητα αδελφοσύνης.»
 
Γιάννης Ρίτσος, Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, 
Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, τόμος 7, εκδόσεις Κέδρος

Philip McKay photography
________

«Προσοχή μη σου ξεφύγει πως αγαπάς ακόμα τους χαρταϊτούς...»

[...] Μα πάνου απ’ όλα προσοχή μη σου ξεφύγει μια στιγμή πως αγαπάς ακόμα τους χαρταϊτούς, πως έχεις μιαν ολάκερη συλλογή από δαύτους, στο πατάρι, πάνου απ’ το λουτρό, μαζί με τις άδειες βαλίτσες, πως ακόμη φτιάχνεις χαρταϊτούς με τους παλιούς τρόπους, με καλάμια, σπάγκους, αλευρόκολλα [...]

Γι’ αυτό, όταν αγοράζεις κόλλες για τους χαρταϊτούς σου απ’ το χαρτοπωλείο που΄ναι στο υπόγειο της πολυκατοικίας μας, λες στην κυρία Κατίνα, σαν σεβάσμιος γέροντας (όπως σε θεωρούν στη γειτονιά), να, ξέρετε, κυρία Κατίνα, θέλω να τυλίγω τα βιβλία να μην ξεθωριάζουν τα εξώφυλλά τους απ’ την αντηλιά. Και γιατί, κύριε Ίων, παίρνετε κόκκινες, κίτρινες, μπλε, πράσινες κόλλες κι όχι άσπρες; Για να ξεχωρίζω τα φιλοσοφικά, τα κοινωνιολογικά, τα λογοτεχνικά κ.τ.λ. απ’ το χρώμα του περιτυλίγματος. Αχ, τι σοφός που είσθε, κύριε Ίων. Ο κύριος Ίων χαμογελάει με απέραντη μετριοφροσύνη, μυστική αυταρέσκεια και πονηρούτσικη αυτοειρωνεία.[...]

Παίρνει τις πολύχρωμες κόλλες του τυλιγμένες ρολό να μην τσακίζουν, χαμογελάει, λέει «ευχαριστώ» και φεύγει [...]
Αθήνα, 15.ΙΙ. 84


Αλέκος Φασιανός, Χαρταετός
_____________

«Οι χαρταϊτοί θέλουν παρέα...»

Από σπάγκους, άλλο τίποτα. Σώζονται κι οι παιδικές καλούμπες κι εκείνες κάτω απ’ το κρεβάτι της Ιφιγένειας. Χώρια πια οι σπάγκοι του μακαρίτη θείου Αναξαγόρα. Κι άλλωστε μήτε που χρειάζονται πολλές οργιές σπάγκος μια κι οι αϊτοί αυτοί δεν πετάνε. Ίσα ίσα για τα δεσίματα, τα ζύγια, την ουρά και δυο τρία μέτρα σπάγκος για μια τυχόν περπατητή δοκιμή. Γιατί όσο καλά κι αν ξέρεις τα μέτρα, είναι απαραίτητο και μερικές δοκιμές για να γίνουν σωστά τα ζύγια, τα αυτιά, το μάκρος και το βάρος της ουράς. Πού και  πώς όμως; Να βγεις με τα  σπόρια της γειτονιάς και ν’ αμολάς αϊτούς στην πλατεία του Άτλαντα και να σε βλέπουν οι  ποδοσφαιριστές, ο ταβερνιάρης ο κυρ Νίκος, ο χασάπης, ο μανάβης, ο περιπτεράς, η κυρία Κατίνα, ο ανθοπώλης κι οι παπαγάλοι του; Δε γίνεται. Τι σέβας  πια θα σου ’χαν οι άνθρωποι;
 
[...] Να πας πάλι μια μακρινή εκδρομή, εκεί που θα ’σαι εντελώς άγνωστος, και ν’ αμολάς μόνος σου σαν κούκος, πάνω στο λοφίσκο, τον αϊτό σου, αυτό θα ’ναι πολύ θλιβερό σαν καθυστερημένο μνημόσυνο της παιδικής μας ηλικίας. Όχι, όχι. Οι χαρταϊτοί θέλουν παρέα, φωνές, γέλια, τεντωμένους σπάγκους, τεντωμένα νεύρα, τεντωμένα μάτια, κάποτε μια πυκνωμένη ανταγωνιστική σιωπή, γαλάζιο, αναμετρήσεις στα ύψη, φουρφουρίσματα χαρτιών, ουρές, εναέρια πλεούμενα, βουτιές, καμπύλες και δοξαστικές ανυψώσεις ως την ακραία τανυσμένη παλλόμενη ακινησία που μεταβιβάζεται νικηφόρα μεσ' απ' την κάθετη φλέβα του σπάγκου στις φλέβες σου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σ' εκείνο ακριβώς το σημείο, γίνεται η γνωριμία με τους μικρούς και μεγάλους Αγγέλους, με τους αρχαίους και τους μελλοντικούς Έρωτες, εκεί ακριβώς γίνεται κι η ανταλλαγή του αίματος — του γαλάζιου αίματος. Είναι μια πρώτη απελευθέρωση απ’ το σχολείο, απ’ το δάσκαλο, απ’ το σπίτι, απ’ τον πατέρα, απ’ τις κουρτίνες, απ’ το βουρτσάκι των δοντιών, απ’ τους αριθμούς, απ’ τα παπούτσια, απ’ τα κουμπιά κι απ’ τα σώβρακα. Όι, όι, χαρταϊτοί μου, στον ουράνιο στίβο, ουράνια αθλήματα, ποιήματα, γαλάζια ανομοιοκατάληκτα ποιήματα. Πάνε αυτά. Πάνε


Kite flying illustration by Rafael Lopez
_________

«Όμορφα θα ’τανε να ταξιδεύανε στον ουρανό...»

Τώρα κάθουμαι εδώ με τις χρωματιστές μου κόλλες, τους σπάγκους, τα ψαλίδια, την αλευρόκολλα, φτιάχνω τους χαρταϊτούς μου που δεν πρόκειται να πετάξουν, μα μου κρατάνε συντροφιά, μου θυμίζουν, με παίρνουν σε άλλα ταξίδια, στα παλιά, στ' αυριανά, έξω απ' το χρόνο, κάπου ήσυχα, μαλακά, τρυφερά, έτσι να μπορείς να σκαλίσεις τα δόντια σου μ' ένα ξυλάκι, να τρίψεις τα δάχτυλα των ποδιών σου, να πεις τη λέξη «φως» χωρίς να φοβάσαι ότι λες ψέματα. Γι' αυτό νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη για τους χαρταϊτούς μου που μου επιτρέπουν ν' αψηφάω την ηλικία μου, να 'μαι συνομήλικός τους, να ’χω μιαν άγκυρα κεντημένη στο μανίκι μου και να μπορώ να φτερνίζομαι ή να χασμουριέμαι όποια ώρα, χωρίς να δίνω λόγο σε κανέναν. Όλ’ αυτά, βέβαια, στα κρυφά. 

[...]Γυρίζω στους χαρταϊτούς μου, στα παιδιά μου. Τα κανακεύω. Ζωγραφίζω πάνω τους πουλιά, ψάρια, λουλούδια, άλογα, ένα γαϊδουράκι φορτωμένο δυο κοφίνια πατάτες. Όμορφα θα ’τανε να ταξιδεύανε στον ουρανό τα ψάρια, τ’ άλογα, το γαϊδουράκι. Και τούτα τα ζύγια δεν είμαι σίγουρος αν είναι πετυχημένα. Πρέπει να τα δοκιμάσω. 


Henri Cartier-Bresson Flies a Kite, Provence, 1987. 
Photograph: John Loengard. Courtesy of LIFE Gallery of Photography
___________

«Μπράβο, μαέστρο, στην πένα τα ζύγια σου...»

Μόλις νύχτωσε, βγαίνω στη μεγάλη ταράτσα μου, σβήνω όλα τα φώτα στο διαμέρισμά μου για να μη με δουν απ’ τις γύρω πολυκατοικίες. Μα ποιος θα βγει στη βεράντα του με τέτοιο κρύο; Κοιτάω ολόγυρα. Όλα τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες με κατεβασμένα τα ρολά. Σκοτάδι. Τίποτα. Είμαι λεύτερος να δοκιμάσω τον καινούργιο αϊτό μου. Έχω φορέσει τις μαλακές παντόφλες μου για να μην κάνω θόρυβο και μ’ ακούσουν απ’ τον κάτου όροφο οπού μένει ο συνταξιούχος συμβολαιογράφος κι η παράλυτη γυναίκα του. Ο άνεμος είναι ευνοϊκός. Μονάχα που πλαταγίζουν πιότερο απ’ όσο πρέπει τα χαρτιά, η ουρά, τ’ αυτιά του αϊτού μου. Ήσυχα, μωρό μου, του λέω, κι αρχίζω να τρέχω στην ταράτσα μου αμολώντας λίγα μέτρα σπάγκο. Βρε, κέφι που το ’χει το πουλί μου να πετάξει τ’ αψήλου. Μπράβο, μαέστρο, στην πένα τα ζύγια σου. 

Κείνη τη στιγμή δυο παιδικές φωνές: Κύριε Ίων, χαρταϊτούς αμολάτε; (Βρε τα μπαστάρδικα· είναι τα δυο παιδιά, κοριτσάκι κι αγόρι, του πλαϊνού διαμερίσματος· φαίνεται έχουν σκαρφαλώσει πάνω σε καρέκλες και κοιτάνε πάνω απ’ το σιδερένιο κάδρο του τζαμένιου παραπετάσματος που χωρίζει τη βεράντα τους απ’ τη δική μου). Όχι, παιδιά μου· ο άνεμος έφερε στην ταράτσα μου έναν χαρταϊτό· κάποιο τρελόπαιδο φαίνεται θα τον αμόλησε νυχτιάτικα, κόπηκε ο σπάγκος κι έφτασε ως εδώ. Δε μας τον δίνετε εμάς; Δεν μπορώ· πρέπει να τον επιστρέψω στο παιδί που τον έχασε. Τα παιδιά χαχανίζουν...Χάλασε ο κόσμος. 

Prague 1961. Verses for children illustrated by Ota Janeček.
___________

«Ασπίδες χάρτινες, αλλά γερές κι αδιαπέραστες...»

Μπαίνω μέσα. Κατεβάζω τα παντζούρια στα πορτοπαράθυρα. Παίρνω τον χαρταϊτό στα γόνατά μου. Είσαι άταχτο παιδί, του λέω. Πολλή φασαρία κάνεις. Θα μας πάρει χαμπάρι η γειτονιά. Και τι θα πει ο φούρναρης, ο χασάπης, η κυρία Κατίνα και τα καθρεφτάκια της; Τι παράπονο έχεις από μένα; Εγώ σου ζωγράφισα και πουλιά και ψάρια και λουλούδια και το γαϊδουράκι με τα δυο κοφίνια πατάτες. Ούτε ο Ήφαιστος δεν έσιαξε τόσα πράματα στην ασπίδα του Αχιλλέα. Μα μήπως κι εσείς δεν είσαστε οι ασπίδες μου; Χάρτινες ασπίδες, θα πεις. Ναι, χάρτινες, αλλά γερές, αδιαπέραστες. Με προστατεύουν από τις επιθέσεις του χρόνου, απ' τη σκληρότητα, απ' την ασκήμια, απ' τους κάθε λογής Κυπαρίσσηδες και Βροντόσαυρους, μου κρατάνε πάντα τη θέση μου στο μεγάλο καναπέ, μες στο ιερό οτου Ελκομένου, μαζί με τον Αργύρη, το Σταυράκη, τον Κοκοβιό, μαζί με τα διάτρητα χέρια του Εσταυρωμένου και τα μεγάλα μάτια της Παναγίας, τα  πιο λυπημένα όλου του κόσμου. Άντεστε το λοιπόν, χηνάκια μου, μωρά μου, ώρα να κοιμηθούμε.

Τσιμουδιά. Να μη μας πάρουνε είδηση. Εμείς θα τα λέμε μεταξύ μας, κι αύριο μεθαύριο μπορεί να τ’ ακούσουν κι άλλοι. Αυτοί που μάθαν να χαμογελάνε κατά μέσα τους και να ταΐζουν τα σπουργίτια στην αυλή τους. Ανεβαίνω στο σιδερένιο σκαμνί κι' αφήνω τον χαρταϊτό μου στο πατάρι, πάνω απ’ το λουτρό, μαζί με τ’ αδερφάκια του. Καληνυχτούδια μωρά μου, καλά όνειρα. Όποιος αγαπάει ένα πουλί, ένα άστρο, ένα παιδί, αυτός πάντα του βλέπει όμορφα όνειρα κι ο κόσμος γίνεται όμορφος ως πέρα απ’ τον ύπνο του, ως πίσω απ’ τα κλεισμένα μάτια του, ως μέσα στο πιο άγνωστο χαμόγελό του...Καληνύχτα.

ΑΘΗΝΑ, 16.ΙΙ.84

Γιάννης Ρίτσος, Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς, 
Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, τόμος 5, εκδόσεις Κέδρος


Συνοικία το όνειρο,1961,σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη και σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά. 
Πρωταγωνιστούν: Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης και Αλίκη Γεωργούλη.
____________



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου