Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

«Δεν ήμουν ένα αξιαγάπητο παιδί γιατί δεν ήξερα να υπακούω», Μαρία Πολυδούρη... πριν τον Καρυωτάκη


Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, λάδι και παστέλ σε χαρτί, 
 © 2019 The Sotiris Felios Collection.
__________

Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη...

Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από τον φόβο, και αισθάνονται σαν παιδιά χαϊδεμένα. Γεννημένοι προώρως, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας την μία πόρτα ύστερα από την άλλη. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας από αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε· ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενιτιά, ούτε του έρωτα η θάλασσα.

Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σα φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν τ’ άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέκταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη. Αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, απ’ τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες.

Τίποτα δεν πρέπει να γίνηκε πάνω σε τούτη τη γη έτσι τυχαία και άσκοπα· όλα είχανε τον προορισμό τους. Η θάλασσα! Γίνηκε για να τη χαρεί, να ευφρανθεί μες στα κύματά της. Μα ήταν στη Σωτηρία! Το ’σκαγε και πήγαινε να κολυμπήσει. Δική της κι η νύχτα - κι οι αμμουδιές - κι ο χορός - κι η πεζοπορία - τα δάση κι ο έρωτας. Για όλα είχε τον εαυτό της να δώσει και ενθουσιασμό για να τα χαρεί. Αγαπούσε να υπάρχει, λες κι ήτανε πρεσβευτής της ζωντανής ζωής.

Γιατί η Μαρία πέθανε ζώντας.

Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981

Μαρία Πολυδούρη, δεκαετία 1920
___________

Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη

Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.

Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.[...]

Μαρία Πολυδούρη, Η αγάπη του Ποιητή, 1923, εκδόσεις Εστία

Να η ημέρα μου! 

Η Μαρία ήταν η τρίτη κόρη του Ευγένιου Πολυδούρη, φιλόλογου καθηγητή από τη Μικρομάνη Μεσσηνίας, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας καλλιεργημένης γυναίκας με προοδευτικές ιδέες. Το σπίτι τους βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μπενάκη και Τζάνε, στη συνοικία της Υπαπαντής, κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο. Εκτός από τις δύο αδελφές, την Πέπη και τη Βιργινία, η Μαρία θα αποκτήσει αργότερα και δύο αδελφούς, τον Κώστα και τον Ευάγγελο.

1 Απριλίου [1921]

Να η ημέρα μου! η ημέρα που ήρθα στον κόσμο μέσα σ' ένα σπιτάκι όμορφο, γεμάτο φως... η ημέρα π' άκουσα τα πρώτα κελαδήματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος. Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει. Κι όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ' αυτή τη ζωή των 20 ετών. Κι ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου!

Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε... Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει με απελπίζεις. . .

[Το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη αρχίζει με την εγκατάστασή της στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1921 και τελειώνει στις 5 Ιουλίου του 1922.] 

Σε μια μικρούλα παραθαλάσσια πόλη που ήταν πατρίδα και της μητέρας μου και του πατέρα μου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η μικρή κοινωνία της αποτελούνταν από μερικούς επιστήμονες, από λιγότερους έμπορους και πολύ λιγότερους γαιοκτήμονες . . . Ο πατέρας μου μονολότι ήταν επιστήμονας επιδόθηκε στη μέριμνα για τα κτήματά του όλο τον καιρό που είναι η πιο ευχάριστη κι όταν ακόμη είναι κοπιαστική μέριμνα. Το πώς θα φυτέψεις το περιβόλι σου, το πώς θα μεγαλώσεις το σπίτι σου, το πώς θα πολλαπλασιάσεις το αγαθά που σου δίνει η γη σου.

[Η κα Κοραλία στον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά: αχρονολόγητο κείμενο που τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1925, σε μια προσπάθεια της Μ. Πολυδούρη να γράψει ένα αυτοβιογράφημα, σχέδιο το οποίο και εγκαταλείπει.]

Μαρία Πολυδούρη, δεκαετία 1920
_______

«Εγώ για μένα...»

Το 1905, ο πατέρας της μετατίθεται στο Γυμνάσιο του Γυθείου, όπου η Μαρία θα τελειώσει το Δημοτικό και το Σχολαρχείο. Είναι η μικρή πόλη των παιδικών της χρόνων που θα θυμάται με αγάπη. 1913. Στο Γύθειο τελειώνει το Δημοτικό και γράφεται στην Πρώτη τάξη του Ελληνικού. Σύμφωνα με ανέκδοτη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας, στο Γύθειο η Μαρία Πολυδούρη δέχτηκε τις πρώτες επιδράσεις από τα μανιάτικα μοιρολόγια: «Τόσο συγκινήθηκε μ’ αυτά η ευαίσθητη ψυχή της που καταπιάστηκε αμέσως με το γράψιμό τους, εκείνο το αδέξιο γράψιμο της πρώτης μικρής τάξης».

Ωστόσο η μικρή Μαρία θα βιώσει την εμπειρία του θανάτου και μέσα στην ίδια της την οικογένεια, αφού τότε θα χάσει δύο αδέλφια της σε νηπιακή ηλικία, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, αλλά και τις αυτοβιογραφικές της σημειώσεις που γράφει πολύ αργότερα, το 1928, μέσα στη Σωτηρία.

[...] Ναι γεννήθηκα για να ζήσω με μια πλούσια ξεχειλισμένη ζωή. Γεμάτη όνειρα και περηφάνια. Στο σπίτι μου με καμάρωναν σαν κάτι ωραίο και δυνατό. Η επίβλεψη που είχαν για τ’ άλλα παιδιά για μένα ήταν κάτι περιττό. «Αφήστε τη. Δεν έχει ανάγκη» έλεγε συχνά ο πατέρας μου. Κι έτσι, γιατί ήμουν δυνατή, γιατί δεν αφέθηκα στη ζωή, κέρδισα τη δυσμένειά της. Μ' εκδικήθηκε, όπως ξέρει να εκδικιέται η ζωή. Καταστροφή. Καταστροφή. Καταστροφή.

Ήμουν οκτώ με δέκα χρονών σε μια μικρούλα πόλη κοντά στη θάλασσα. Έξω, σ' ένα στενό δρομάκι γύρω στο βουνό ήταν το σπίτι μας. Η θάλασσα κάτω απότομα βούιζε τις νύχτες χτυπώντας στα βράχια. Οι άνεμοι φυσούσαν από παντού και στη ψηλή ταράτσα έμενα ώρες πέρνοντας μέρος μέσα στα στοιχεία. Μου φαίνοταν κιόλας πως μ' εννοούσαν, πως με λογάριαζαν. Είχα ένα ύφος δαμάστριας έπειτα στο νησάκι όταν σκαρφάλωνα σ' έναν ψηλό βράχο στην ακτή μέσα στο ζωηρό άνεμο που με δίπλωνε. Φανταζόμουν πως ήμουν ωραία, πιο ψηλή καθώς λικνίζονταν το λεπτό κορμί μου στον άνεμο. Πώς δεν περνούσε τότε στη σκέψη μου τ' όνειρο της καταστροφής που με περίμενε; Έπειτα το φιδωτό δρομάκι στο βουνό που πότε μας έκρυβε την ακτή, πότε μας την έδειχνε παιχνιδιάρα, γεμάτη αφρούς. Στο δρομάκι αυτό ολομόναχη γύριζα σαν πεταλούδα μέσα στ' άνθη. Οι ανεμώνες χίλια σχήματα και χίλια χρώματα. Πόσα όνειρα. Μια απέραντη διάθεση σα νοσταλγία σαν ονειροπόλημα. Ένα φανταστικό άρωμα που μεθούσε την ψυχή μου. Περπατούσα αρμονικά και μελετημένα καταμόναχη μέσα στη φύση... Γιατί όχι; Ερωτοτροπούσα πάντα συχνότερα μ' ένα λουλούδι κι ένα πουλί παρά μ' έναν άνθρωπο.

Το θάνατο τον έβλεπα πολύ τραγικό. Δεν καταλάβαινα πώς ένα ωραίο πλάσμα μπορεί να πεθάνει και η ζωή να τελειώνει. Όταν είδα να πεθαίνουν δυο αδερφάκια μου, κάτι όμορφα κι έξυπνα παιδάκια, κατάλαβα πως το τραγικότερο πράμα στη ζωή ήταν ο θάνατος. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι. Έγραφα τραγούδια για ωραίες γυναίκες που ήταν η ζωή η ίδια και που άξαφνα πεθαίνουν. Για παιδάκια που γελούν σαν ωραία όνειρα και δεν προφταίνουν να αγαπήσουν το φως. «Ώστε έτσι είναι; Θα πεθάνω;» αυτό ήταν ένα τραγικό ερώτημα. Η μητέρα μου με συμβούλευε να μην τελειώνω έτσι τα τραγούδια μου μ' ένα «πέθανε» γιατί αυτό δεν είναι ωραίο. Λοιπόν η ζωή ήταν μια κωμωδία; Τις αλήθειες πρέπει να τις αποσιωπούμε, να τις κρύβουμε και σχεδόν να ντρεπόμαστε γιατί τις ανακαλύψαμε. Έμπαινα στις συνθήκες ολοένα. Ολοένα έδινα και μια στην ψυχή μου να πάει πιο βαθιά, να μη φαίνεται τόσο. Η απομόνωσή μου ερχόταν σιγά και βέβαια.

Τι θα μιλούσα με τ' αδέρφια μου; Αυτά έψαχναν όταν έλειπα από το σπίτι να βρουν κανένα τραγούδι μου να το διαβάσουν στους άλλους να γελάσουν. Όταν γύριζα, στο τραπέζι ήμουν ο στόχος. «Το παιδάκι με τα βελουδένια μάτια που του τα 'κλεισε ο άνεμος», «Το ρολόι που σταμάτησε σε μια ώρα τραγική», όλ' αυτά τα διακωμωδούσαν και γελούσαν. Γελούσα και γω μαζί τους ασυναίσθητα σχεδόν, χωρίς να καταλαβαίνω πως έτσι, πως γι' αυτό θα έκλεινε σιγά σιγά η ψυχή μου για να μην ξανανοίξει.

Τι θα μιλούσα με τ' αδέρφια μου; Είχα ένα τάλαντο να μιμούμαι φωνές, κινήσεις άλλων ακόμα και να μεταμορφώνομαι σε ορισμένους τύπους γνωστούς. Ήμουν ο καραγκιόζης, μ' αγαπούσαν όπως αγαπά κανείς τον καραγκιόζη, δηλαδή όταν δεν είχα διάθεση ήταν σαν να μην ήμουν.

Η απροσεξία των άλλων, η απομόνωση μ' έκανε να προσέχω περισσότερο τον εαυτό μου σαν κάτι εγκαταλειμμένο που έχει ανάγκη. Εγώ για μένα. Μοιραία η αγάπη σε μένα μούκλεινε σιγά σιγά τα μάτια στους γύρω μου. Μ' αυτό ήταν κάτι που πέρασε αργότερα, όταν αντιλήφθηκα πως δεν μπορεί κανείς νάναι περισσότερο από ότι είναι. Κι αν δεν τους παρουσιάστηκε η περίπτωση να εξυψωθούν γι' αυτό περισσότερο είναι αξιολύπητοι παρά μισητοί. Μα η γαλήνη στη σκέψη θα 'ταν μια ωριμότης αφύσικη για την ηλικία μου των δέκα χρονών.

Το νησάκι μέσα στον ανοιχτό κόλπο με τα ψηλά βράχια του, με το μικρό δάσος του από ελιές κι αμυγδαλιές, με το εκκλησάκι του μέσα στα κύματα και τον πύργο του φάρου ήταν το καταφύγιό μου με τους φίλους που είχα μαζέψει σιγά γύρω μου. Παιδιά γνωστών οικογενειών σχεδόν συνομήλικα. Η Φαίδρα μια μελαχροινούλα σγουρόμαλλη, η Νίνα, η Πιπίνα, η Αγλαΐα, ο Αλέξης. Ο Αλέξης ήταν ο συνηθισμένος μας καβαλιέρος. Θα 'ταν ως 13 χρονών ένα ξανθό χαϊδεμένο παιδάκι που περισσότερο τον περιποιόμαστε παρά μάς περιποιόταν. Είχα ακόμα τις μπούκλες γύρω στην τραχηλιά μου και τα χέρια μου ήταν ακόμη παιδιάστικα μικρά χεράκια, όταν πλάι στην ονειροπόλο ψυχή μου αναπτύσσοταν μια διάθεση ενεργητική σα χείμαρος.

Κάθε μια από μας είχε μια σπηλιά που ήταν το σπίτι της. Τη στόλιζε αναλόγως της εποχής με λουλούδια της κάπαρης – αυτά τα φανταχτερά ωραία λουλούδια - με ανεμώνες, με αγριοβιγκόνια, με κυκλάμινα, με μυγδαλιές. Εκεί έβλεπε κανείς την ψυχοσύνθεση καθενός. Ο Αλέξης ήταν ο άντρας, δεν έκανε παρά να μαζεύει συνεχώς για μας. Εμάζευε λουλούδια, πέτρες μεγάλες, ξύλα και τα λοιπά. Η μια έφτιανε ένα νοικοκυρίστικο σαλόνι και ψεύτικα γλυκά, περιμένοντας τους άλλους, τους φίλους, που θα 'ρχονταν να το χαρούνε. Η άλλη έφτιανε το κρεββάτι της (ως παντρεμένη) που θα κοιμόταν με τον άντρα της, αν και όλη η προσπάθεια νάναι ωραίο θα 'ταν για τον άντρα της παρά για τον εαυτό της! 

Εγώ είχα κάνει ένα είδος ανάκλιντρο. Φαίνεται πως θα το είχα στολίσει πολύ ωραία όλοι εκστατικοί ρωτώντας με τι είναι αυτό. Όταν όμως με είδαν να ξαπλώνομαι πάνω κει τα ‘χασαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατό να παιδευόμουν τόσες ώρες για να καθίσω εγώ η ίδια.

Αυτό ήταν το παραστράτημα, ο κακός δρόμος. Δεν ήξερα πως θα πλήγωνα την ψυχή μου και δινόμουν για πάντα στη δυστυχία. Η απομόνωση αύξαινε. Ήμουν ο καραγκιόζης που όσο κι αν τον έγδυνες δε θα έφτανες στο τέλος. 

10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]

Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι...
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη

(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» – «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα...»)

Φωτογραφία διαβατηρίου της Μαρίας Πολυδούρη
____________

«Δεν είχε θάλασσα. Μια μεγάλη στέρηση για μένα»

Το 1914 ο καθηγητής Ευάγγελος Πολυδούρης μετατίθεται και πάλι. Η οικογένεια τον ακολουθεί στα Φιλιατρά.  

Όταν ήμουν δώδεκα χρονών έν’ απόγευμα αφήσαμε την μικρούλα πόλη που είχε κλείσει τις παιδιάστικες αναμνήσεις μου και κατοικήσαμεν μιαν άλλη στην Πελοπόννησο λιγάκι μεγαλύτερη, αλλά πολύ μικρότερη σε ορίζοντα. Δεν είχε θάλασσα. Μια μεγάλη στέρηση για μένα. Εκτός από την άγρια θάλασσα της πρώτης κατοικίας μας είχα γνωρίσει και το ήρεμο ακρογιάλι της ιδιαίτερης πατρίδας μου όπου κάθε καλοκαίρι περνούσαμε τις παύσεις σ' ένα κτήμα της γιαγιάς μου. Έκανα συντροφιά κει πέρα με ψαράδες που άπλωναν τα δίχτυα τους στην αμμουδιά και παρευρισκόμουν με τρελή ευχαρίστηση στη βραδινή σούπα τους.

Τώρα το ωραίο ακρογιάλι με τις φρεσκοβαμένες μαούνες που φάνταζαν σαν ξωτικά τις νύχτες, το ακρογιάλι με τους ψαράδες που μαγέρευαν την ψαρόσουπα μέσ' στην αστροφεγγιά, έχασε την ομορφιά του. Έγινε μια πλαζ με bain-mixtes!

Τόσο απαραίτητη η θάλασσα στην ψυχή μου, θα μου έλειπε εκεί. Βρισκόταν κάπως μακριά αλλά μια θάλασσα χωρίς το θέλγητρο αυτών που γνώρισα. 

10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]

Πορτρέτο της Μαρίας Πολυδούρη του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη 
από το άλμπουμ του «Έλληνες ποιητές»
___________

«Το χαμόγελό σου, άνθι της έρημης ψυχής μου»

Το 1915 γεννιέται ο μικρός της αδελφός Ευάγγελος, που χαϊδευτικά θα τον φωνάζουν Λίλη. Η αδελφή της Βιργινία αναφέρει ότι οι γονείς της ανακάλυψαν «ένα τετράδιο γεμάτο νανουρίσματα που το προόριζε για το μικρό αδερφάκι της». Η Μαρία αναπτύσσει μια στοργική - μητρική σχέση με τον κατά δεκατρία χρόνια μικρότερο αδελφό της, για τον οποίο θα γράψει το ποίημα με τίτλο «Λίλης Π.» 

Στην άφεγγη ψυχή μου 
λάμπουν χρυσά αστεράκια 
οι παιδικές σου χάρες, 
τα θαυμαστά λογάκια.

Σαν κρίνο φωτοβόλο 
το προσωπάκι· κάτι 
σάλευε, χάδι ονείρου, 
το τρυφερό σου μάτι.

Και τα χεράκια πλάνες 
στη θλίψη της μορφής μου. 
Το χαμόγελό σου, άνθι 
της έρημης ψυχής μου.

Μα πιο πολύ, το μύρο 
της ύπαρξής σου — θάμα, 
τα πρώιμά σου λογάκια, 
της σκέψης μου άγιο νάμα.

Ανίδεα σεις λογάκια 
—καημός και προφητεία— 
ποια μοίρα να μιλούσε 
στην πλάνα σας γοητεία; 

Τώρα τη γλυκιά σου όψη 
σκύβεις συλλογισμένη 
στα σοβαρά βιβλία 
και μ’ έχεις ξεχασμένη.

Δε θα ιδώ να χαράζει 
το ανάγλυφό της χάδι 
στο χλωμό μετωπάκι, 
τη σκέψη κάποιο βράδυ.

Στης ζωής το εντευκτήριο 
με βιαστικό το βήμα 
θα ’ρχεσαι εσύ, θα φεύγω 
εγώ βουβά σαν κύμα.

Θα φεύγω κι η ματιά σου 
ποτέ δε θα με φτάνει.
Μα θα ’χω τα θαυμάσια 
λογάκια σου στεφάνι.

«Λίλης Π.», από τη συλλογή «Ηχώ στο χάος»

Η συμπατριώτισσά της ποιήτρια Τίλλα Μπαλή δίνει μια εικόνα της από εκείνη την περίοδο, όταν η έφηβη Μαρία έπαιζε το ρόλο της μικρής μητέρας:

Τη θυμάμαι τη Μαρία, με μια πλεξούδα που της κατέβαινε κάτω από τη μέση —γιατί είχε πλούσια μαύρα ίσια μαλλιά— κι ένα κοντό φορεματάκι λεπτό πάνω από τα γόνατα, γιατί είχε αρχίσει να ψηλώνει και να δένει. Τις περισσότερες φορές κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό αδερφάκι και το ντάντευε στοργικά. Κι όμως, ήταν σοβαρή, λιγομίλητη και δεν είχε την παιδικότητα της ηλικίας της. Ονειροπαρμένη κοίταζε το φεγγάρι με μια μελαγχολική σχεδόν ρέμβη, κι άλλοτε την άκουγα να τραγουδάει. 

Painting by Katie m. Berggren
__________

Η «εποχή της γενέσεως»

Στα Φιλιατρά η Μαρία φοιτά στην Πρώτη και στη Δευτέρα τάξη του Γυμνασίου. Μια μέρα ο πατέρας της ρώτησε τον Σχολάρχη, τον αείμνηστο Ριζάκο πώς πάει η κόρη μου η Μαρία, τότε αυτός απάντησε:  

«Στη Μαρία διακρίνω σατανικό μυαλό, να μη σας λείψουν απ’ τα χέρια σας ούτε στιγμή τα γκέμια, κύριε Πολυδούρη, γιατί θ’ αφηνιάσει και θα χαθεί»

Μια μέρα η θάλασσα ξεβράζει σε μια παραλία το πτώμα ενός νέου. Το τραγικό γεγονός ενέπνευσε στην Πολυδούρη το λυρικό πεζό «Δυστυχής μήτηρ». Αυτό που συγκλόνισε τη Μαρία - ο τίτλος άλλωστε είναι δηλωτικός - δεν ήταν τα νιάτα που χάθηκαν, αλλά ο σπαραγμός της μάνας. Ο Γυμνασιάρχης στέλνει το διήγημα για δημοσίευση στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ, ενώ λίγο μετά θα  ακολουθήσει η δημοσίευση στο ίδιο περιοδικό ενός ακόμα πεζόμορφου κειμένου με τίτλο «Αποχωρισμός φίλων». Τα δύο αυτά πρωτόλεια πεζά είναι και τα μοναδικά που γράφει η Πολυδούρη στην καθαρεύουσα.

Πήγαινα τώρα πια στο Γυμνάσιο, έμπαινα στην εφηβική ηλικία κι άρχιζε μια σκοτεινή εποχή πάλης χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Όλες μου οι αντιθέσεις οι πιο βίαιες. Ένα μίσος για κάθε πράξη μου, για με την ίδια, για τον εαυτό μου που μου ξέφευγε. Το αυθόρμητο, η καλοσύνη μου, ο έρωτας για όλα, ξεχείλιζαν, μού φεύγαν για έναν κόσμο, ένα περιβάλλον ανίδεο, σχεδόν εχθρικό για μένα. Το γεγονός ότι αισθανόμουν την ανάγκη να εκδηλωθώ και το έκανα σε ανθρώπους που περιφρονούσα μ' έκανε άνω κάτω. Έτσι στέρησα τον εαυτό μου από κάθε χαρά στη ζωή. Σε κάθε παρόρμησή μου ένα «όχι», ένα «όχι» τραχύ σα μαστίγωμα. Το παραστράτημα που τότε δεν το 'βλεπα και τώρα το παρακολουθώ απ' την αρχή του ως το τέλος. Μια περηφάνεια ωραία και σκληρή, η σιωπή, μια σιωπή επίμονη σαν την πλάκα του τάφου, να το πρόγραμμά μου. Γιατί να μιλώ; Η ζωή περνάει αδιάφορα.

Στο σχολείο ήμουν μια καλή μαθήτρια, όμως όχι αγαπητή στους Καθηγητές μου. Με σέβονταν δεν ξέρω γιατί, εξαναγκαστικά όμως δε μ' αγαπούσαν. Δεν ήμουν επιμελής, δε σηκωνόμουν να πω μάθημα παρά όταν ήθελα εγώ και συχνά έλειπα απ' το μάθημα κατεβαίνοντας στην παραλία. Δε μου ζητούσαν ούτε εξηγήσεις. Μα όταν τα διαγωνίσματα έρχονταν ήταν γνωστό από πριν τι βαθμό θα έπαιρνα. Οι εκθέσεις μου διαβάζονταν και στις άλλες τάξεις. Όταν με ρωτούσαν για το μέλλον μου τους έλεγα ότι θα γινόμουν Υπουργός και με κοίταζαν παράξενα!

Έγραφα σε μερικά περιοδικά παιδικά τίποτε διηγήματα τόσο συμπυκνωμένα, τόσο παράφορα, που δεν καταλαβαίνω σ' αυτά παρά την «εποχή της γενέσεως» που περνούσα. Η πάλη, η προδοσία του ίδιου του εαυτού μου.

10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία]

Η Μαρία Πολυδούρη με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο, 1922
____________

«Δυστυχής μήτηρ»

Ήτο νυξ σεληνόλουστος. Η σελήνη σιγά-σιγά επρόβαινε και αι ακτίνες της εχρύσιζον τα κύματα που ήσυχα-ήσυχα ηπλώνοντο στην ακροθαλασιά, και πάλιν απεσύροντο, αφίνοντα τα βρεγμένα χαλίκια του γιαλού να λάμπουν υπό το ωχρό φως της.

Επλησίαζε μεσονύκτιον... Ουδεμία κίνησις! Ουδείς θόρυβος! Ο θαυμαστής της νυκτερινής καλλονής ήσυχος εξηκολούθη τας σκέψεις του. Αίφνης ταράσσεται! ακούει αλλεπαλλήλους θορύβους των χαλικιών. Στρέφει αριστερά, δεξιά, δεν δύναται να ανεύρη τί το προξενούν τον θόρυβον. Τέλος το βλέμμα του εστηρίχθη (προσηλώθη) επί όγκου σανίδων (σεσηπότες πλοιαρίου πιθανώς), έχει την πεποίθησιν ότι ο θόρυβος εξ αυτού προήρχετο, διότι άλλο τι δεν εφαίνετο, αλλά πώς γίνεται [δύναται] να γίνει τούτο; ηπόρει! Επιχειρεί να τον πλησιάσει, αλλ’ ο θόρυβος του μικρού παρατηρητού δεν τον αφήνει. Αίφνης ακούει ένα «Αχ!»· ριγεί. Επιχειρεί να τραπεί εις φυγήν αλλ’ η παιδική του περιέργεια να εννοήσει τίς ήτο ο εκβάλλων την απελπιστικήν αυτήν κραυγήν και τί επερίμενε μέχρι της ώρας εκείνης!..., δεν τον άφινεν. Προχωρεί ολίγον της θαλάσσης (αθορύβως) και πίπτει πρηνής όπισθεν ογκώματος του εδάφους, δεν προσέπιπτον επ’ αυτού αι ακτίνες της σελήνης και δεν εφαίνετο. Είδεν αίφνης γυναίκα εγειρομένην όπισθεν του όγκου των σανίδων. Καταλαμβάνεται υπό αδημονίας! Η γυνή αύτη ήτο πελωρίου αναστήματος με ενδυμασίαν ολόμαυρον. Η μορφή της υπό το φως της σελήνης εφαίνετο ωχροτάτη, η δε ξανθή κόμη δεν παρήλασε ουδόλως του προσώπου της. Ίσταται με τα χείρας άνωθεν των οφθαλμών, προτιθέμενη να διακρίνει τι εις το βάθος, μακράν εις το πέλαγος... Εκβάλλει φωνήν απελπισίας... προσθέσασα «Υιέ μου, υιέ μου! το μεσονύκτιον επέρασε. ακόμη δεν εφάνης!... Αχ! θα επεθύμησες τους αδελφούς σου, και εγώ σας επεθύμησα!». Την είδε να προχωρεί εις το βάθος της θαλάσσης και να βυθίζεται... ηφανίσθη!...

Το φεγγάρι έδυσε! Το παν περιήλθεν εις το σκότος! τα κύμματα  μανιώδη εξέσπαζον στην ακροθαλασσιά...

Η γυνή αύτη ήτο μάνα δέκα υιών: άπαντες ναύται εύρον θάνατον εις τον βυθόν της θαλάσσης, πλην ενός, όστις περιμένεται, υπό της μητρός μέχρι της ορισθείσης ώρας. Η ώρα παρήλθεν και η μήτηρ απελπισθείσα αναζητεί αυτούς εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εχόρτασε την μοναξιά στον κόσμο... Δύστυχη μάνα!!!

Φιλιατρά                                                                                                         Μαρίκα Πολυδούρη

Nicolae Tonitza, Mourner
__________

«Αποχωρισμός φίλων»

Το έαρ επρόβαλλε ανθοστόλιστον. Ο ήλιος εξηφανίζετο πέραν εις τον ορίζοντα και αι τελευταίαι του ακτίνες εχρύσιζον την κορυφήν των υψικόμων δένδρων· παμπληθείς πίδακες ύδατος σκιρτώσιν από παλεύκων δεξαμενών, διαχέοντες εις τον αέρα δρόσον θελκτικήν προς την οποίαν ενούται η μυροβόλος απόπνοια των πορτοκαλεών και ιάσμων. Πλουσιόπτερα πτηνά ίπτανται χαρμοσύνως από δένδρου εις δένδρον και το μελωδικόν άσμα της αηδόνος πληροί τον αέρα. Είναι ποιητική η ώρα εκείνη της ημέρας καθ’ ήν η φύσις φαίνεται εγειρομένη του ληθαργικού ύπνου εν ω εβύθισαν αυτήν αι περίχρυσοι του ηλίου ακτίνες. Κατά την ώραν εκείνην άλλοι μεν των κατοίκων επιστρέφουσιν εκ της εργασίας κοπιώντες, άλλοι καταλείπουσι την μονότονον συντροφιάν εν τω οίκω και εξέρχονται να εισπνεύσωσι την μυρώδη αύραν. Το παν εγελούσε και πάντες χαράν αποπνέοντες διήρχοντο τας ανθοβριθείς οδούς εκ των απηχήσεων του γέλωτος. Τα κύματα ηρέμα κυλίονται και μετά σεβασμού ασπάζονται την ακτήν. Άσματα ακούονται εξερχόμενα από τας λέμβους αίτινες εντός του λιμένος βιαίως διέκοπτον την ηρεμία της θαλάσσης. Εις μίαν μικράν οικίαν πλησίον της ακροθαλασσιάς βασιλεύει άκρα ησυχία! Εις τον εξώστην της διακρίνεται είς νέος παρατηρών μετά προσοχής πλοίον απερχόμενον, διατί άρα γε;...! εκ των κινήσεών του φαίνεται ως μη δυνάμενος να πνίξει την πικρίαν ήτις θλίβει και πιέζει την καρδίαν του, θα είναι δυστυχής!!! Χωρίζεται από τον φίλον του. Τις οίδε αν θα τον επανίδει!! Ματαίως ήθελε οπλισθεί με ξίφος όπως διαχωρίσει το ύδωρ, ματαίως ήθελε να σκεδάσει την λύπην του δια οίνου! Ο άνθρωπος εν τω κόσμω τούτω, όταν δεν ευρίσκει τα πράγματα αρμονικά με τους πόθους του, δεν έχει παρά να ριφθεί εντός ακάτου και με τα μαλλιά του ριπιζόμενα υπό της αύρας να αφεθεί εις την διάθεσιν των τρελών κυμάτων!

Φιλιατρά                                                                                                         Μαρίκα Πολυδούρη

Odilon Redon, The Departure, c.1906
____________

«Δεν έβλεπα παρά εχθρούς γύρω μου»

Στη σχέση με τη μητέρα της και κυρίως στη δυσκολία της επικοινωνίας, που της δημιούργησε συναισθήματα απόρριψης και επιθετικότητας, αγάπης και ενοχής, η Πολυδούρη αναφέρεται στο αυτοβιογραφικό κείμενο του 1928. Της έχει αφιερώσει μάλιστα δύο ποιήματα, ένα στην συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» κι ένα στην «Ηχώ στο χάος». Αντίθετα η σχέση με τον πατέρα της φαίνεται λιγότερο ταραγμένη, παρά το γεγονός ότι και σ' αυτόν καταλογίζει το ότι ανέφερε μπροστά της τις γνώμες των άλλων για κείνη.

Στο σπίτι μου με είχαν εγκαταλείψει στην τύχη μου. Τίποτα δεν τους ανησυχούσε. Μόνο η περηφάνια μου τους πείραζε στα νεύρα πότε πότε. Η ποίησή μου δεν τους έφερνε πια ούτε γέλια. Τ' αδέρφια μου ήταν σοβαρά απασχολημένα με τα μαθήματα. Το μόνο που μας ένωνε ήταν το τραγούδι. Τραγουδούσαμε όλα με πολύ αρμονία και αγαπούσαμε το τραγούδι σχεδόν με πάθος. 

Η μητέρα μου, μου φαινόταν – και ασφαλώς ήμουν απατημένη – με κοίταζε μ' ένα γέλιο περιφρονήσεως, το ίδιο γέλιο πάντα. Δυσπίστησα για την αγάπη της μητέρας και τη μεταχειρίστηκα με μια σκληρότητα αφάνταστη. Δε θα μπορούσα ποτέ να επαναλάβω τα λόγια που της είπα αργότερα στο κρεββάτι της του θανάτου. Μ' αν αυτά την έκαναν δυστυχισμένη, πόσο πιο δυστυχισμένη έκαναν εμένα αυτό δεν το κατάλαβε; Από μικρούλα ακόμα της είχα μια παράξενη αγάπη. Μου άρεσε, τη ζήλευα. Πολλές φορές έτυχε να βλέπω εντατικά το χλωμό μακρύ χέρι της βαλμένο τυχαία κάπου. Να το βλέπω με μια διάθεση ν' ακουμπήσω εκεί το μάγουλό μου δεν ξέρω για πόση ώρα. Μα η αισθηματικότης μου αυτή την τρόμαζε ή την ενοχλούσε; Δεν ήμουν ένα αξιαγάπητο παιδί γιατί δεν ήξερα να υπακούω. Τη διαισθανόμουν αισθηματική και το ότι αρνιόταν τη φιλία της σε μένα, κάποτε μάλιστα μου έδειχνε εχθρότητα, με απογοήτευε πια για τη ζωή όλη.

Ο πατέρας μου παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι την σκοτεινή εποχή που περνούσα. Είχε μια φανερή ανησυχία στο βλέμμα όταν τον κοίταζα μ' ένα βλέμμα τόσο απομακρυσμένο σα να μη τον γνώριζα. Πολλές φορές είδα το βλέμμα του θολωμένο κι αυτό το δάκρυ μέσα στα γαλάζια στοργικά μάτια ήταν το πιο γλυκό πράμμα στη ζωή μου. Τίποτε δε θυμάμαι με περισσότερη ευγνωμοσύνη, σχεδόν με ταπεινοσύνη. Θα ήθελα να γονατίσω και να κρύψω την όψη μου μέσα στα χέρια του. Μα έμεινα σκληρή και απομακρυσμένη. Δε μου μίλησε ποτέ. Ίσως γιατί φαντάστηκε ότι αυτό δε θ' άλλαζε τίποτε. Ίσως γιατί νόμιζε πως μια εκδήλωσις τέτοια εκ μέρους του θα μ' έκανε περισσότερο ευαίσθητη. Και κρατούσε μια ηρεμία επιβλητική απέναντί μου. Η μητέρα μου γελώντας έλεγε πως είμαι μυθιστορηματική. Ενώ ο πατέρας μου ερχόταν αργά τις νύχτες να με σηκώσει από το τραπέζι μου εμπρός που αποκοιμιόμουν για να με βάλει στο κρεββάτι. Μου έσβηνε το φως χωρίς να μου πει λέξη κι έφευγε.

Κάποτε που με είδε εξαιρετικά σιωπηλή και χλωμή μ' έσεισε με ταραχή απ' τους ώμους φωνάζοντας «μα συ θα πεθάνεις! Όμως δεν επέθανα.

Το καλοκαίρι όπως πάντα θα ξεκινούσαμε για την πατρίδα μας. Περίμενα με λαχτάρα να ξαναβρεθώ μόνη στο μεγάλο στρογγυλό ακρογιάλι που τόσο αγαπούσα. Ήμουν κιόλα Δεσποινίς με τα δεκατέσσερα χρόνια μου. Φρόντιζα με κάθε τρόπο να ντύνομαι πολυτερέστερα και κομψότερα από τις μεγαλύτερες αδερφές μου κι αυτό στενοχωρούσε πολύ τη μητέρα μου. Οι αδελφές μου απλά κορίτσια έβλεπαν με περισσότερη περιέργεια παρά ζήλεια ό,τι έκανα. Με παρακολουθούσαν με εξεταστικό μάτι και βλέποντας ότι η εξαίρεση ήταν κάτι που το κέρδιζα χωρίς κόπο, το 'βρισκαν και φυσικό να μην υποτάσσομαι στους κανόνες της οικογένειας που ίσχυαν για όλους τους άλλους. 

Η μητέρα μου είχε ένα ύφος στενοχωρημένο και καρτερικό σα να περίμενε να ιδεί τι θα απογίνω ενώ ο πατέρας μου ξεχνούσε ότι δεν έπρεπε να αναφέρει εμπρός μου τις γνώμες των άλλων για μένα. Είχε υποστή την επίδρασή μου. Έτσι ολοένα οπλιζόμουν με την επιβολή και την αδιαφορία στους γύρω μου, φτιάνοντας μια ψεύτικη κατάσταση που ολοένα περισσότερο κούραζε την ψυχή μου. Πόσες νύχτες δεν πέρασα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα κάγγελα του μπαλκονιού της κάμαράς μου σε μια ήρεμη μα τέλεια απογοήτευση. Δεν έβλεπα παρά εχθρούς γύρω μου, δε με περιποιόντουσαν παρά για να με υποδουλώσουν.

10 Αυγούστου 1928, [Αυτοβιογραφία. Η Μ. Πολυδούρη εγκαταλείπει και αυτό το σχέδιο, ενώ αρκετά στοιχεία του κειμένου της δίνουν υλικό για τη δημιουργία ποιημάτων που περιλαμβάνει κυρίως στη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν», 1928]


Μαρία Πολυδούρη, περίπου 1920
____________

Μητέρα μου καλή, πονετική...

Μητέρα μου, παιδί σου εμέ πιστό 
με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.
Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό 
και μέσα μου η ψυχή σου φωλιασμένη.

Δε σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ 
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, 
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ 
για πάντα θλιβερή μετανιωμένη.

Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική 
ζωή σου στη ζωή μου να τη νιώσω 
Μητέρα μου καλή, πονετική.

Και στον κρυφό καημό σου, να μη δουν 
τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω 
και γω τα σπλάχνα μου — άνθη να  μαδούν...

Μαρία Πολυδούρη, Της μητέρας μου, Οι τρίλιες που σβήνουν

Η μνήμη σου, μαρτυρική κι αγία

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει 
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος. 
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος 
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που σε δέχτηκα ευλογία 
κι έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου, 
ας με δεχτεί σα να ’μαι αμάρτημά σου 
η μνήμη σου, μαρτυρική κι αγία.

Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα, 
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω 
πόσους μετρούν νεκρούς τ’ αγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα 
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει 
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει... 
Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτοιαν ώρα.

Μαρία Πολυδούρη, [Εξομολόγηση], Ηχώ στο χάος


«Αμύνομαι για όλες τις γυναίκες του κόσμου»

Το 1917 η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην γενέθλια πόλη και η Μαρία φοιτά στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου της Καλαμάτας, όπου ξεχωρίζει για τη φιλομάθειά της και τις επιδόσεις της στα Αρχαία Ελληνικά. Αγαπά τους λυρικούς ποιητές και ιδιαίτερα τη Σαπφώ, στίχους της οποίας μεταφράζει. Συγκεντρώνει τα ποιήματά της «σε ένα μεγάλο τετράδιο με μεταξωτό μπλε ντύσιμο και ζωγραφισμένες μαργαρίτες». Είναι η πρώτη της συλλογή με τίτλο Μαργαρίτες η οποία παρέμεινε ανέκδοτη και αργότερα χάθηκε, όπως και πολλά γραπτά της. 

Παράλληλα με την ποίηση δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα, τα δικαιώματα των γυναικών και την εξίσωση των δύο φύλων. Συναναστρέφεται μεγαλύτερές της λόγιες κυρίες της Καλαμάτας, έχοντας σύμμαχό της την προοδευτική μητέρα της, η οποία ήταν θαυμάστρια της Καλλιρόης Παρρέν και διάβαζε την Εφημερίδα των κυριών.

Τον Ιούνιο του 1918 παίρνει το απολυτήριό της με διάκριση «πάνυ καλώς» και διαγωγή «κοσμιωτάτη». Στα δεκάξι της χρόνια, φορώντας ακόμα τη σχολική της ποδιά, παίρνει μέρος στο διαγωνισμό της Νομαρχίας. Διαπρέπει γράφοντας μια έκθεση με θέμα την εργασία την οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της, κλείνει με ένα στίχο του Ορατίου. Έτσι, στις 11 Ιουλίου, πριν ακόμα προλάβει να χαρεί τις διακοπές της, διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας.

Στα 1918 πέσανε στα χέρια της δεκαεξάχρονης τότε ποιήτριας έντυπα πολύ κατατοπιστικά για τη ρωσική επανάσταση. Η Μαρία, έξαλλη από συγκίνηση, συντάσσει μια γεμάτη πάθος προπαγανδιστική προκήρυξη, την αντιγράφει σε καμιά εικοσαριά αντίγραφα, τα κλείνει σε φάκελα και τα παραδίνει στη μεγαλύτερη αδερφή με την παράκληση να τα μοιράσει στους συναδέλφους της. Εκείνη, ανίδεη, πιστεύοντας πως πρόκειται για τίποτα ποιηματάκια ή για κάποια φάρσα, εκτελεί την παραγγελία και δεν μπορεί καθόλου να εξηγήσει, ανίδεη καθώς ήταν, το σκανδαλισμένο ύφος των συναδέλφων της και τις παράξενες ματιές που της ρίχνουν καθώς διαβάζουν τις φλογερές προκηρύξεις. Ευτυχώς ο πατέρας είναι πολύ γνωστός κι αξιοσέβαστος, για να ’χει οποιαδήποτε συνέπεια το πράγμα, εχτός από τη φάρσα που σκαρώνει ο ίδιος την επομένη στη μεγάλη του κόρη.

- Δεσποινίς, της λέει την ώρα του φαγητού, σας πληροφορώ ότι πρόκειται να συλληφθείτε δι’ απροκάλυπτον παρακίνησιν εις επανάστασιν.

Τα ’χασε η δεσποινίς!

- Εγώ, πατέρα;

Η Μαρία όμως, με τα μάγουλα ολοκόκκινα και τα μάτια λαμπερά, πετιέται απάνω, έτοιμη να ζήσει τη μοίρα της ηρωίδας και φωνάζει περήφανα:

- Εγώ, μπαμπά, εγώ έγραψα τις προκηρύξεις.

Και το επεισόδιο, φυσικά, τελείωσε με γέλια για όλους, εχτός από τη Μαρία, που άλλαξε σχέδια για το μέλλον της, πράγμα που λύπησε βαθιά τους γονείς της. Αποφάσισε να μην πάει στη φιλολογία, αν κι ήταν κιόλας έτοιμη, αλλά να γραφτεί στα νομικά. Η καινούργια της απόφαση αναστατώνει τους δικούς της, που αντιδρούν μ’ όλες τους τις δυνάμεις. Αλλά η Μαρία θα κηρύξει απεργία πείνας που θα τραβήξει μια ολόκληρη βδομάδα. Άδικα θα την παρακαλεί η μητέρα της να βάλει κάτι στο στόμα της. Η μικρή θα μείνει ακλόνητη.

«Από τούτη τη στιγμή -έλεγε- αμύνομαι για όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου μού δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Έχω να παλέψω για τόσα πράγματα. Και δε θα το πετύχω, φυσικά, κάνοντας τη δασκαλίτσα σε κάποιο ορεινό χωριουδάκι». Και φυσικά οι γονείς υποχωρήσανε, όχι στα επιχειρήματά της αλλά στο πείσμα και το πάθος της.

Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981

Η φοιτητική ταυτότητα της Μαρίας Πολυδούρη
___________

«Αν μάντεψε την ψυχή μου καλά την ονόμασε χήρα...»

Το 1920 πεθαίνει ξαφνικά ο πατέρας της Μαρίας από πνευμονία και έπειτα από σαράντα μέρες ακολουθεί η μητέρα της, ήδη καταβεβλημένη από αδενοπάθεια. Ο θάνατός τους την συγκλονίζει αλλά και την απελευθερώνει ταυτόχρονα. Ζητάει και πετυχαίνει μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας, όπου νομάρχης ήταν τότε ο λογοτέχνης και ποιητής Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας.Την 1η Φεβρουάριου 1921, εγκαθίσταται στα Εξάρχεια, σε ένα σπίτι της οδού Μεθώνης.  

Αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική, ενώ παράλληλα εργάζεται στη Νομαρχία  Αττικής ως «γραφεύς β' τάξεως». Στη διάρκεια του 1921 τη σκέψη της απασχολεί ένας φαντασιακός έρωτας για έναν παλιό της γνώριμο, τον Σπύρο Μαρκέτο, ο οποίος βρίσκεται στη Σμύρνη. Όταν όμως εκείνος φτάνει στην Αθήνα και διορίζεται διευθυντής στη Νομαρχία Αττικής, η Μαρία νιώθει τον ενθουσιασμό της να εξατμίζεται. 

Παράλληλα κάνει καινούργιες γνωριμίες και συνειδητοποιεί τη γοητεία που ασκεί στους άνδρες που την πλησιάζουν. Οι πρώτες εντυπώσεις από τη νέα φάση τής ζωής της αποτυπώνονται στις σελίδες του ημερολογίου της με οξυδέρκεια και χιούμορ ασυνήθιστα για ένα κορίτσι της ηλικίας της.

1 Φεβρουαρίου [1921]

Η σημερινή ημέρα! πόσες και πόσες σκέψεις ευχάριστες και πόσα χτυποκάρδια και πόσα δάκρυα μεσ’ απ’ το πρίσμα που την έβλεπα! Μου είχε καταντήσει χωρίς υπερβολή το μοναδικό όνειρο και σαν τέτοιο το φανταζόμουν απραγματοποίητο. Τώρα; Είναι το απλούστερο πράγμα! Ευρίσκομαι εδώ, στην Αθήνα, την πόλι των ονείρων μου για να δω πραγματοποιούμενη κάθε σκέψη μου. Ο Θεός να με βοηθήσει. Είναι τόσο μεγάλος ο καημός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν!

Πόσο αισθάνομαι τον εαυτόν μου έκπληκτον, μια νέα ζωή αρχίζει μέσα μου, ευρίσκομαι στο πρώτο βήμα του προγράμματός μου και μου φαίνεται πως αγγίζω το τελευταίο. Το στενό δωμάτιό μου, μου φαίνεται πολύ ευρύχωρο κι’ όμως η σκέψη μου έχει σταματήσει. Έχω για τόσα πράγματα σπουδαία να φροντίσω κι’ όμως δεν ανησυχώ. Είμαι ήσυχη σαν να ξεύρω ότι έτσι αυτομάτως θα λυθούν όλα αυτά.

Μια αφηρημάδα με κατέχει. Ο θόρυβος της κινήσεως μού δίδει την εντύπωση ότι έχω πάρει κινίνο. Ένα ένα βιβλίο παίρνω στα χέρια μου και το αφήνω χωρίς να το ανοίξω. Προσπαθώ να μελετήσω τον εαυτόν μου. Δεν βρίσκω τίποτε μέσα μου ούτε το θάρρος μου αλλά ούτε και δειλία. Αρχίζω να κάνω πιο πυκνά το σταυρό μου.

10 Φεβρουαρίου

Δεν κατόρθωσα ακόμα ούτε σχετικώς να συνηθίσω την πόλι αυτή με τους μακριούς δρόμους. Η αδιαφορία μου των πρώτων ημερών έχει εξαφανισθεί απολύτως. Μόνη όπως περιέρχομαι στους δρόμους με τη σκέτη καλογερική ποδιά μου, με το τριμμένο παλτό μου, το μεταποιημένο από μένα καπέλο μου νομίζω ότι όλοι μου ρίχνουν ειρωνικά βλέμματα και ότι όλη η ευθυμία των γύρω μου περιπατούντων είναι εις βάρος μου. 

Αισθάνομαι τον εαυτό μου βαθιά ταπεινωμένον και μερικές στιγμές νοιώθω ότι έχω πολύ χαμηλωμένο το κεφάλι και το σώμα κυρτωμένο. Σε μια στιγμή καταβάλλω μια υπερήφανη προσπάθεια να πετάξω αυτό το ράσο του μισοκακόμοιρου, να πάρω ύφος εύχαρι, βάδισμα ζωηρό αλλά αυτό δεν γίνεται παρά για λίγα λεπτά.

Στην πρώτη ωραία, ζωηρή, εύθυμη γυναίκα που θ’ απαντήσω μπρος μου, στην πρώτη κομψή σιλουέττα νεαρού που κοιτάζει ψηλά σαν να θέλει ν’ αποφύγει να ρίξει και ένα βλέμμα επάνω μου, παίρνω την ίδια μου πόζα. Θεέ μου! πόσο μέμφομαι τον εαυτόν μου μέσα μου γι’ αυτήν την αδυναμία. Τι να γίνει; Είμαι άνθρωπος!

15 Φεβρουάριου 

Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο· είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν κάμποσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! παρ’ ολίγον θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους.

20 Φεβρουάριου

Να ’μαι και στο Πανεπιστήμιο στην αίθουσα της Νομικής. [...] Την υποδοχή που μου έκαναν οι συμφοιτηταί μου θα τη θυμούμαι πάντα. Χειροκροτήματα συνεχή (είναι η συνήθειά των στην κάθε καινούργια εμφάνιση). Κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου καλά την ονόμασε χήρα...

22 Φεβρουαρίου

Ό,τι μου δίνει μια ευχαρίστηση πραγματική είναι το Πανεπιστήμιο και μόνο αυτό! Ξαναζώ τα μαθητικά μου χρόνια που τα πρόσφατα οικογενειακά μου δυστυχήματα, οι λύπες… μ’ έκαναν να τα θωρώ τόσο μακρισμένα. Λίγες μορφές γελαστές από τους συμφοιτητάς μας μ’ έχουν κινήσει την συμπάθεια. Σε ορισμένες στιγμές ενθουσιασμένη μαζί τους, δεν θα εύρισκα καθόλου παράξενο να τους φιλήσω με την διάθεση που θα φιλούσα τον αδελφούλη μου...

1 Μαρτίου

Του ήλιου οι ακτίνες καίνε πότε-πότε και μας προειδοποιούν ότι η Άνοιξη δεν αργεί. Το κρύο όμως εξακολουθεί. Κάτι νοιώθω να ξεσκεπάζεται μέσα μου, κάτι κοιμισμένο, όχι πεθαμένο. Διαβολεμένες εικόνες που υποδουλώνετε την ψυχή μου, μου είσθε τόσο μισητές όσο και αγαπητές. Μια αμφιβολία σαν χάος ανοίγεται μέσα μου, μια θλίψη βαθιά σαν πόντος, μια μελαγχολία ακατανίκητη. Να γιατί μ’ αρέσει η άτακτη ζωή. Τις πρώτες ημέρες που δεν είχα τίποτε ακόμα τακτοποιημένο για τη νέα ζωή μου δεν την άκουγα την πληγή μου καθόλου, κατόρθωσα να την πιστέψω θεραπευμένη…Τι τρομερή απάτη! Τώρα που ησύχασαν όλα τ' άλλα, ξαναφαίνεται πάλι να την ίδια!…Θα ήθελα να φύγω και από δω… να φύγω… να φύγω…

2 Απριλίου

Κατόρθωσα να πάρω άδεια για να μελετήσω· μετά ένα μήνα θα δώσω εξετάσεις. Πόσο ευχάριστα περνώ τις ώρες κοντά στα βιβλία μου. Τίποτε δεν θα μπορούσε σ’ αυτήν την εποχή να με παρηγορήσει όπως αυτά. Κλείνουν μια δύναμη απεριόριστη μέσα τους που τη νοιώθω ακόμα πιο μεγάλη. Ζητώ σιμά τους να ξεχάσω το παν κι αν όχι αυτό - είναι τόσο μεγάλο - να παρηγορηθώ, να γελάσω στη ζωή μου που ανθίζει μπρος μου. Θα την έχουν άραγε αυτή τη δύναμη; έως τώρα τίποτε δεν μου έκαναν…

Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνηση! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακριά! Ω θεέ μου! Είναι τώρα που νοιώθω πιο σιμά μου τη δυστυχία, την ανησυχία, τον πόνο.

4 Απριλίου

Τίποτε… τίποτε… τίποτε… στο διάβολο και η φιλοσοφία και η υπομονή και η σταθερότης. Ένα μεγάλο, ατέλειωτο κενό με περιζώνει. Θαρρώ πως βρίσκομαι μέσα σε μια ξερή στέρνα! Ούτε το Ζάππειο, ούτε οι ωραίοι κήποι, ούτε το Φάληρο ούτε η Φρεαττύδα ούτε η Κηφισιά (αχ, η Κηφισιά!) μου δίνει ό,τι ζητώ, ό,τι μου λείπει! κάθε άλλο! Μια βουή σαν καμπάνα βουίζει στα αυτιά μου - Σου λείπει! - Πλήξις, πλήξις!

20 Απριλίου

Η ωραιοπάθεια μου όσο πάει και μεγαλώνει… Τρομερόν! Εκοίταζα σήμερα έτσι ασυναίσθητα και ανεπιφύλακτα έναν σωστόν Άδωνι στην ομορφιά, τόσο που έχασε την υπομονή του και περνώντας σιμά μου μ’ ερώτησε… - μ’ αγαπάς μελαχρινούλα μου;

30 Απριλίου

Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε! Ύστερα από τρεις ημέρες έχω εξετάσεις και το χτυποκάρδι παίζει το μέρος του!

[Το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη αρχίζει με την εγκατάστασή της στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1921 και τελειώνει στις 5 Ιουλίου του 1922.]

Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, 
 σινική μελάνη, ακουαρέλα και παστέλ σε χειροποίητο χαρτί 
 © 2019 The Sotiris Felios Collection.
___________

Πηγές
  • Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, Εισαγωγή - Eπιμέλεια Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015
  • Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, Φιλολογική Επιμέλεια - Επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014
  • Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γνώση, 1981

2 σχόλια:

  1. Τραγική περίπτωση. Όπως και ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης και τόσοι άλλοι...
    Όταν διαβάζω για τέτοιους ανθρώπους δεν ξέρω αν πρέπει να τους θαυμάσω ή να τους λυπηθώ.
    Ίσως και τα δύο...
    Ταλαντούχοι αναμφισβήτητα, αλλά τόσο δυστυχισμένοι στη ζωή τους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, νομίζω· ούτε θαυμασμός ούτε οίκτος. Μόνο πτυχές του ψυχισμού τους μπορούμε να ξεφυλλίσουμε, να συγκινηθούμε, να ταυτιστούμε κάποτε, αλλά μέχρις εκεί. Όλοι τους βιώνουν κάθε συναίσθημα στην υπερβολή του κι είναι παιδιά μιας εποχής αλλιώτικης από τη δική μας. Αρκεί που μας βοηθούν να πλουτίσουμε το βλέμμα μας, τον κόσμο μας με ό,τι δικό τους - ξεπερασμένο μεν αλλά ζωτικό για την ψυχή και το μυαλό μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή