Σκίτσο του Κώστα Γρηγοριάδη για την Εφημερίδα των Συντακτών (23/7/2018)
_______________
«Αυτός ο ακριβός ποιητής...»
«Αυτός ο ακριβός ποιητής, μέσα στη γενική του γενναιοδωρία,
έστειλε με αγάπη πολλά από τα ποιητικά παιδιά του στο σχολείο της μουσικής
όπου και αρίστευσαν χαριζόντάς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλή και γνήσια ομορφιά».
Γιάννης Βαρβέρης, για τον Μάνο Ελευθερίου, Απρίλιος 2009
«Γεννήθηκα στη Σύρο. Έμεινα εκεί έως τα δεκαπέντε μου χρόνια. Κάποια μέρα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με εκκλησιαστικά κείμενα και συγκεκριμένα το ωρολόγιο πρόγραμμα της εκκλησίας, της γιαγιάς μου, με τον Ακάθιστο ύμνο και τα λοιπά, όπου κάθισα και τα έμαθα όλα απ’ έξω. Μετά το έχασα αυτό το βιβλίο, αλλά λίγο καιρό μετά νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε μία δασκάλα, εκεί γύρω στο 1950, η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά ήταν αυτή, η οποία πέθανε πρόπερσι.
Η μητέρα μου, μου είχε απαγορεύσει να πηγαίνω στο δωμάτιό της, αλλά εγώ είχα δει ότι είχε επάνω στο κομοδίνο της κάτι βιβλία. Πηγαίνω, τα κοιτάζω και βλέπω ότι ήταν η «Ποιητική Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη. Εκεί διάβασα πρώτη φορά ποιήματα του Καρασούτσα για παράδειγμα, θυμάμαι τον πρώτο στίχο που έλεγε «Ω, συ που είσαι θέρος στις αχανείς εκτάσεις», τι είναι αυτό;
Μέχρι τότε απήγγειλα βέβαια ποιήματα στο σχολείο, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα, τα μάθαινα παπαγαλία. Τώρα άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω, τι είναι αυτά τα πράματα; Και έτσι πήγαινα κάθε μέρα και διάβαζα ποιήματα.
Μια μέρα στο σχολείο, ο διευθυντής, ο κύριος Παλαιολογόπουλος που ήταν φιλόλογος, μπήκε και μας είπε: «παιδιά μου, εχθές η Ελλάδα έχασε ένα μεγάλο λογοτέχνη, το Γρηγόριο Ξενόπουλο», ήταν το 1951, τι πάει να πει λογοτέχνης ούτε που ήξερα. Μου 'μεινε όμως η λέξη όπως και το όνομα, γι’ αυτό και στη μνήμη του πέρσι, αγόρασα σαράντα σελίδες του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ένα μονόπρακτο.
Μάνος Ελευθερίου, Συνταξιούχος υπάλληλος, του Νίκου Ορφανού
Οικογενειακή φωτογραφία στη Σύρο, πριν το 1952
Ο Μάνος Ελευθερίου (αριστερά), η Αγγελική (δεξιά), η μητέρα του Ευδοξία (κέντρο) με τον Στέλιο και τη Λιλή στην αγκαλιά της
__________
Μου ζητάτε να σας μιλήσω στίχο στίχο για τα «Μαλαματένια λόγια». Ας το δοκιμάσουμε:
Μαλαματένια λόγια στο μαντίλι,
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές.
Σκεφτείτε πόσα «α» έχει ο στίχος του Σικελιανού: «Κι απ' τη χαρά τα μάτια της είναι διπλά ανοιχτά» και πόσα «α» έχει ο στίχος του Βαμβακάρη, αν είναι δικοί του οι στίχοι: «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα κατσαρά μαλλιά». Δεκατέσσερα «α» στη σειρά!
Η λέξη «μαλάματα» είναι λοιπόν από τον Βάρναλη , αλλά τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά και από τη Σύρο. Η γιαγιά μου έλεγε για μια γυναίκα «ήρθε και ήταν μες στο μάλαμα», εννοώντας ότι φορούσε πολλά κοσμήματα. Ήταν ξεχασμένη λέξη κι όταν την άκουσα από τον Βάρναλη, ήρθε πάλι στον αφρό.
Το αλφαβητάρι το είδα σε μια σκηνή από ένα αναγνωστικό που διαβάζει μια κοπέλα. Βλέπετε, η κάθε σκηνή παραπέμπει αλλού.
Έχω ξεφύγει από αυτά και βρίσκομαι στον δρόμο της ποίησης.
Παρόλο που παραπέμπει στον στίχο του Σεφέρη, δεν έχει καμία σχέση. Μετά θυμήθηκα ότι υπάρχει κι αυτός ο στίχος, και ήταν πολύ αργά για να τον βγάλω, αλλιώς θα τον άλλαζα οπωσδήποτε. Η χαμένη γενιά είναι η γενιά της Ωραίας Ελένης. Κάνω άλματα μέσα στην ιστορία.
Τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες.
Το αλφαβητάρι το είδα σε μια σκηνή από ένα αναγνωστικό που διαβάζει μια κοπέλα. Βλέπετε, η κάθε σκηνή παραπέμπει αλλού.
Μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές.
Έχω ξεφύγει από αυτά και βρίσκομαι στον δρόμο της ποίησης.
Τ' αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένη μια γενιά.
Παρόλο που παραπέμπει στον στίχο του Σεφέρη, δεν έχει καμία σχέση. Μετά θυμήθηκα ότι υπάρχει κι αυτός ο στίχος, και ήταν πολύ αργά για να τον βγάλω, αλλιώς θα τον άλλαζα οπωσδήποτε. Η χαμένη γενιά είναι η γενιά της Ωραίας Ελένης. Κάνω άλματα μέσα στην ιστορία.
Καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά.
Η Μαρία ήταν ένα κορίτσι που είχαν συλλάβει την περίοδο της Χούντας και είχαμε μάλιστα μάθει ότι τη βασάνισαν. Φυσικά δεν λεγόταν Μαρία. Ήταν φίλη μου. Έδωσε αργότερα κατάθεση στην Ευρώπη για τα βασανιστήρια. Είναι επώνυμο πρόσωπο.
Κι όχι να ζεις μ' αυτήν την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά.
Η λογοκρισία είχε σβήσει τη λέξη «συμμορία» και ο Μαρκόπουλος το έκανε «κομπανία». Δεν ξέρω ποια ζώα ήταν στις επιτροπές της λογοκρισίας εκείνη την εποχή.
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή.
Πάρα πολλοί γυρνούσαν τότε από τις εξορίες, λίγο αργότερα από τις Σοβιετικές Ενώσεις ή είχαν, επιτέλους, αποφυλακιστεί ύστερα από πολύχρονη φυλάκιση. Αυτό ήταν η «πληρωμή» για πολλούς, ιδιαίτερα για όσους φυλακίστηκαν με την κατηγορία, τη μόνη κατηγορία, ότι ήταν κομμουνιστές. Για εκείνους που κατηγορήθηκαν για φόνους και ήδη είχαν πάρει τον δρόμο των ουρανών από χρόνια.
Στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή.
Αυτό είναι ποιητικό. Παραπέμπει σε λόγια της «μαγείας» και σε εξωπραγματικές καταστάσεις.
Και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή.
Βρήκαν την κακομοιριά μας. Δεν υπάρχει περίπτωση μια φλόγα να μην τρέμει. Η φλόγα πάντα τρέμει. Κι όμως υπήρχαν άνθρωποι απαθείς, αμέτοχοι, ασυγκίνητοι, δήθεν απολίτικοι και γι' αυτό επικίνδυνοι για την εθνική υγεία. Αφορμή υπήρχε για το μαράζι αυτών που γύριζαν. Γι' αυτούς υπήρχε μαράζι, το ανεκπλήρωτο όνειρο μιας ιδανικής κοινωνίας, η οποία ποτέ δεν γινόταν πραγματικότητα. Το πλήρες αδιέξοδο το είδαν όσοι επέζησαν μετά το 1989. Το ποίημα όμως είχε γραφτεί είκοσι χρόνια πριν.
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά.
Εδώ πια έχω φτάσει στα όρια της τρέλας.
Κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
Γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά το νιώθω. Υπάρχει μια διάψευση, αλλά δεν μπορώ να την εξηγήσω.
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή.
Εδώ αναφέρομαι στους Γερμανούς και στις εκτελέσεις της Καισαριανής.
Πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
Πώς το 'φερε η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή.
Λέγοντας «ποιητής» εννοούσα προφήτης. Θα ήθελα να υπάρχει ένας καινούργιος Άγγελος Σικελιανός, ακόμα και ένας Παλαμάς. Μπορεί να ήταν μεγαλόστομος και πομπώδης, αλλά σε ορισμένες ώρες ήταν χρήσιμος, άσχετα από την ποιητική αξία.
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι ο καπετάνιος στα βουνά.
Αυτή είναι μια πολύ παλιά ρήση, ήμουν παιδάκι όταν την άκουγα και βέβαια –κρυφά – εννοώ τον Άρη Βελουχιώτη, παλιό μου είδωλο, τον οποίο αναφέρω και χρόνια μετά σε στίχο ποιήματος.
Ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.
Δεν θες μια συνέχεια; Δεν πρέπει η φυλή να έχει μια συνέχεια; Τότε που το έγραφα έβλεπα μια συνέχεια. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως συνέχεια, τους επόμενους από μένα σκεφτόμουν. Θα ήταν πολύ υπεροπτικό και βλακώδες να σκεφτώ ότι είμαι η συνέχεια του Σολωμού, ο οποίος πάλευε για τα ίδια πράγματα αλλά σε άλλες σφαίρες, σε άλλες συνθήκες. Μια φορά έγραψα μια αφιέρωση σε κάποιον, στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, το 1962, «για έναν καλύτερο κόσμο». Το ένιωθα αυτό το πράγμα, νομίζαμε ότι αλλάζαμε τον κόσμο με τα τραγούδια και με ό,τι γράφαμε. Είχα κουραστεί αφάνταστα να γράψω τη Θητεία. Δεν ήταν εύκολο. Το κουραστικό βέβαια δεν ήταν να γράψω τις ομοιοκαταληξίες, αυτό ήταν εύκολο, δεδομένο. Έπρεπε να προσαρμόσω ιδέες, αναμνήσεις, καταγγελίες, οράματα, αγανάκτηση και ελπίδες στις ομοιοκαταληξίες. Αυτό ήταν ο κόμπος.
Με δέσαν στα στενά και στους Κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή.
[τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί]
Το σωστό είναι «Παρασκευή», για να ομοιοκαταληκτεί ακριβώς με τη λέξη «αργυραμοιβοί», όχι «μέρα κακή» - το αλλάξαμε για τη λογοκρισία. Οι «Κανόνες» είναι με κάπα κεφαλαίο, από τον θρησκευτικό Κανόνα. Έτυχε μέρα Παρασκευή να εκδηλωθεί το κίνημα της Χούντας, αλλά και Παρασκευή να γίνει η δολοφονία του Λαμπράκη. Δικαίως η λογοκρισία ενοχλήθηκε.
Και στα υπόγεια ζάρια στους αιώνες
παιχνίδια παίζουν οι αργυραμοιβοί.
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής.
Αυτό είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Ζαμπέτα. Όταν του διάβασα τους στίχους, χωρίς το συγκεκριμένο εξάστιχο, μου λέει: Αυτό, μάγκα μου, δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο». Το «μάγκας και νταής» το πρόσθεσα στο τέλος, ενθυμούμενος τον Ζαμπέτα. Μου άρεσαν αυτές οι λέξεις. Κυρίως με ενθουσίασε η εγκαρδίωση του Ζαμπέτα. Όταν γύρισα το βράδυ στο σπίτι μου, κάθισα και έγραψα την πρώτη μορφή του εξάστιχου.
Περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
Να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς.
Εδώ είναι ερωτικό το περιεχόμενο. Παρατραβηγμένα πράγματα. Είχε κι άλλα αυτή η ενότητα, αλλά δεν κράτησα τίποτα από τις διαδοχικές γραφές. Τις πέταξα.
Μάνος Ελευθερίου, Μαλαματένια λόγια, Αυτοβιογραφική Αφήγηση,
καταγραφή - επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής - Ηρακλής Οικονόμου,
εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021
Μαλαματένια Λόγια
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Λάκης Χαλκιάς, Τάνια Τσανακλίδου
Από το δίσκο «Θητεία», 1974
________________
Η Θητεία, ήταν όπερα για τον Γρηγόρη Λαμπράκη
Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι
τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί.
Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι
ληστές να τις φυλούν και θυρωροί.
Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον Άδη
και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.
Τα τραγούδια του δίσκου, πριν ηχογραφηθούν - παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 - τα είχε παρουσιάσει ο Νίκος Ξυλούρης στη Λήδρα, στην Πλάκα. Σε δίσκο κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 1974, λίγους μήνες πριν πέσει η χούντα. Ο ίδιος ο Μάνος Ελευθερίου, σε συνέντευξή του στον Γιώργο Βουδικλάρη, τον Οκτώβριο του 2017, λέει σχετικά:
«Η Θητεία με το Μαρκόπουλο ήταν μεγάλη στιγμή. Έπρεπε να έβλεπες όταν παιζόταν στη Λήδρα στην Πλάκα, πριν κυκλοφορήσει σε δίσκο. Ο Μαρκόπουλος είχε την πρόνοια, για να δει και τις αντιδράσεις του κοινού, να διορθώσει ίσως αν ήθελε, κι έπαιζε τα έργα του μπροστά σε κοινό πριν τα ηχογραφήσει. Γινόταν χαμός κάθε βράδυ! Ώσπου μια φορά η Ασφάλεια μυρίστηκε τι γίνεται…Ήταν μέσα στη χούντα… Ο δίσκος κυκλοφόρησε μετά; Νομίζω μέσα στη χούντα κυκλοφόρησε. Πριν πέσει λίγο, το ’74. Η Θητεία ήταν μια όπερα. Και μετά διαλέξαμε αυτά τα κομμάτια.»
Σε μια συνομιλία του με τον Νίκο Ορφανό, ο Μάνος Ελευθερίου αναφέρεται πάλι στη «Θητεία» και στα «Μαλαματένια λόγια»:
«Τη Θητεία την ηχογραφήσαμε μέσα στη χούντα. Τότε έγραφα συγκλονισμένος από όλα αυτά που ζούσαμε με τη χούντα. Για την ακρίβεια, η Θητεία, ήταν όπερα για το Γρηγόρη Λαμπράκη. Είχα πάει στην κηδεία του Λαμπράκη, αλλά και του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σωτήρη Πέτρουλα.
Ο Πέτρουλας έμενε κάπου στην Ακαδημία Πλάτωνος, είχαμε περπατήσει μέσα σε κάτι λιβάδια ήτανε, σιτοβολώνες ήτανε και φτάσαμε στο σπίτι του βράδυ, ήταν η μάνα του εκεί θυμάμαι με κάτι γυναίκες, οι αδερφές του με κάτι κεριά αναμμένα εκεί πέρα και θυμάμαι τη μάνα του που λέει σε μια στιγμή: «εγώ είμαι βέργα τ’ αρμυρού, κι ό,τι μου τύχει το μπορού». Απαπααα, τρελάθηκα. Τώρα του αρμυρού νερού, που η βέργα, το φυτό, γίνεται ντούρο στο νερό μέσα, του Αλμυρού της περιοχής, ποιος ξέρει.
Μας λογόκρινε η χούντα συνεχώς, μας καθυστερούσε, το «ξημερώνοντας μέρα κακή» στο τραγούδι, κανονικά ήταν «ξημερώνοντας Παρασκευή», γιατί Παρασκευή είχε γίνει το πραξικόπημα. Ή το « να ζεις μ’ αυτή την κομπανία», κανονικά ήταν «μ’ αυτή τη συμμορία» και εν τω μεταξύ αλλοίωνε και τη ρίμα, γιατί το συμμορία κάνει απόλυτη ομοιοκαταληξία, με το –ρια του προπροηγούμενου στίχου, βλακείες δηλαδή. Μου έλεγε ο Μαρκόπουλος πρέπει να αλλάξουμε αυτό το στίχο, στα «Λόγια και τα χρόνια», που λέει «και του καημού την πόρτα να χτυπήσεις», κανονικά έγραφα «και του λαού την πόρτα να χτυπήσεις», μου έλεγε ο Μαρκόπουλος να βάλουμε «και του λαγού την πόρτα», άκου τώρα, του λαγού (γέλια).
Μας λογόκρινε η χούντα συνεχώς, μας καθυστερούσε, το «ξημερώνοντας μέρα κακή» στο τραγούδι, κανονικά ήταν «ξημερώνοντας Παρασκευή», γιατί Παρασκευή είχε γίνει το πραξικόπημα. Ή το « να ζεις μ’ αυτή την κομπανία», κανονικά ήταν «μ’ αυτή τη συμμορία» και εν τω μεταξύ αλλοίωνε και τη ρίμα, γιατί το συμμορία κάνει απόλυτη ομοιοκαταληξία, με το –ρια του προπροηγούμενου στίχου, βλακείες δηλαδή. Μου έλεγε ο Μαρκόπουλος πρέπει να αλλάξουμε αυτό το στίχο, στα «Λόγια και τα χρόνια», που λέει «και του καημού την πόρτα να χτυπήσεις», κανονικά έγραφα «και του λαού την πόρτα να χτυπήσεις», μου έλεγε ο Μαρκόπουλος να βάλουμε «και του λαγού την πόρτα», άκου τώρα, του λαγού (γέλια).
Εκεί που γράφω «πως το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια, να μην ακούσεις έναν ποιητή», σκεφτόμουν το Μαγιακόφσκι και πως αυτοκτόνησε εκεί στη Ρωσία, ένα τέτοιο πράγμα ήθελα να υπενθυμίσω, να υπάρχει εκεί.»
Μάνος Ελευθερίου διά χειρός Ανδρέα Πιπερίδη
________
Πηγές
- Μάνος Ελευθερίου, Μαλαματένια λόγια, Αυτοβιογραφική Αφήγηση, καταγραφή - επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής - Ηρακλής Οικονόμου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021
Έξοχη ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τους πολύ αγαπημένους μου ποιητές, έχουμε μεγαλώσει με τους στίχους του.
Όσες φορές κι αν το ακούσω με συγκλονίζει πάντα το τελευταίο εξάστιχο:
"Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δε ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς"
Όπως και η δεύτερη στροφή από το "Τραίνο":
"Σε βρήκα πάλι ξαφνικά
να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη
να 'χεις δικά σου μυστικά
και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη"
Καλημέρα...
Χαίρομαι! Μιας και αναφέρατε το Τραίνο... λέει ο Μάνος Ελευθερίου σχετικά: "Επίσης, στα Γιάννενα, το '61, έγραψα το «Τραίνο για την Κατερίνη». Δεν έχω πάει ποτέ όμως στην Κατερίνη. Είχανε πάει συνάδελφοι, που έβγαιναν με τις μοτοσικλέτες και έτρεχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Εργαζόμουν τότε, δεν έβγαινα περιοδείες. Ο Λευτέρης υπήρχε ως μαγαζί στην Κατερίνη. Πριν πεντέξι χρόνια έγινε φαστφουντάδικο. Για να το ξέρω το μαγαζί, σημαίνει ότι κάποιος είχε πάει και μου το είχε αναφέρει. Με πήραν μια φορά τηλέφωνο να πάω στην Κατερίνη πριν αλλάξει το μαγαζί, δεν πήγα ποτέ."
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι κάπου αλλού, αναφερόμενος στη σχέση του με τον Γιώργο Χειμωνά και τη Λούλα Αναγνωστάκη, λέει: "Ήμουνα πολύ δεμένος με αυτή την οικογένεια. Κι η Λούλα πεθαίνοντας ήθελε να την ξεπροβοδίσουμε με το Το Τραίνο Φεύγει στις Οκτώ". Η Λούλα Αναγνωστάκη είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν την συνέντευξη αυτή, τον Οκτώβρη του 2017.