Spots in the Sun, Leopard, African Wildlife oil paintings by Okanagan artist, Kindrie Grove.
Σαν το αηδόνι εμπρός στα μαγνητικά μάτια των φιδιών...
Στη μέση της νύχτας, ο ύπνος του ταράχτηκε από έναν απόκοσμο θόρυβο. Ανασηκώθηκε, κι η βαθιά ησυχία που βασίλευε του επέτρεψε ν’αναγνωρίσει τον διακεκομμένο ήχο μιας αναπνοής που η άγρια ενέργειά της ήταν αδύνατον ν’ ανήκε σ’ ανθρώπινο πλάσμα.
Ένας φόβος βαθύς, διογκωμένος απ’ το σκοτάδι, τη σιωπή και τις παγίδες του ξυπνήματος, πάγωσε την καρδιά του. Ένιωσε μάλιστα, ανεπαίσθητα, ακόμα και την επώδυνη συστολή του δέρματος της κεφαλής του όταν, προσπαθώντας να διαστείλει τις κόρες των ματιών του, διέκρινε στο σκοτάδι δυο λάμψεις κίτρινες κι αχνές.
Αρχικά, τις απέδωσε στον εαυτό του· σιγά σιγά, όμως, το ισχυρό φως της νύχτας τον έσπρωξε σταδιακά να αναγνωρίσει όλα τα αντικείμενα της σπηλιάς και τότε διέκρινε ένα τεράστιο ζώο πλαγιασμένο σχεδόν πλάι του. Να ’ταν λιοντάρι, τίγρη ή κροκόδειλος;
Υποβλήθηκε στο αφόρητο μαρτύριο της ακοής, της κατανόησης των ακκισμών τούτης της αναπνοής, δίχως να χάνει το παραμικρό, και δίχως να τολμά την παραμικρή κίνηση.
Μια μυρωδιά δυνατή σαν των αλεπούδων, αλλά περισσότερο διαπεραστική, περισσότερο βαριά, θα έλεγα, απλωνόταν σε όλη τη σπηλιά· κι όταν ο Προβηγκιανός τη γεύτηκε με τη μύτη, ο τρόμος του έφτασε στο αποκορύφωμα, διότι ήταν άδύνατον πλέον να αμφιβάλει για την ύπαρξη του τρομερού συντρόφου του, το βασιλικό άντρο του οποίου χρησιμοποιούσε εκείνος ως αντίσκηνο.
Σε λίγο, οι ακτίνες της σελήνης που έτρεχαν προς τον ορίζοντα φωτίζοντας τη φωλιά, άφησαν ανεπαίσθητα να λάμψει το σπιλωτό δέρμα μιας λεοπάρδαλης. Τούτος ο λέων της Αιγύπτου κοιμόταν τυλιγμένος σαν σκύλος χοντρός, ειρηνικός κάτοχος μιας εκλεκτής φωλιάς, φύλακας ενός πανδοχείου·
Ο Γάλλος τότε παρατήρησε τη λεοπάρδαλη· η όψη της ήταν βαμμένη στο αίμα. Το ζώο ήταν θηλυκό. Το τρίχωμα της κοιλιάς και των μηρών άστραφτε από λευκότητα. Μικρές, βελούδινες κηλίδες σχημάτιζαν κομψά βραχιόλια γύρω από τα πέλματα. Η ουρά, μυώδης, ήταν επίσης λευκή, αλλά στο τελείωμα είχε μαύρα δαχτυλίδια. Το πάνω μέρος του φορέματός της ήταν κίτρινο χρυσοϋφαντο αλλά λείο και απαλό, μ’ εκείνα τα χαρακτηριστικά σημάδια ποικίλων αποχρώσεων σε σχήμα ρόδων, που κάνουν τις λεοπαρδάλεις να ξεχωρίζουν, έναντι των άλλων αιλουροειδών.
Τούτη η ήσυχη και επικίνδυνη οικοδέσποινα ροχάλιζε σε μια στάση τόσο χαριτωμένη, όσο και μιας γάτας πλαγιασμένης στο μαξιλάρι μιας Οθωμανής.
Αν την έβλεπε έτσι μέσα σε ένα κλουβί, ο Προβηγκιανός θα θαύμαζε οπωσδήποτε τη χάρη ετούτου του ζώου και τις γερές αντιθέσεις των έντονων χρωμάτων που προσέδιδαν στο ένδυμα μιαν αυτοκρατορική χροιά· αλλά εκείνη τη στιγμή αισθανόταν την όρασή του να σκοτεινιάζει από τούτο το θλιβερό θέαμα. Η παρουσία μιας λεοπάρδαλης, έστω και κοιμισμένης, τον έκανε να αισθάνεται - καθώς λένε - ό,τι και το αηδόνι εμπρός στα μαγνητικά μάτια των φιδιών.
Όταν φάνηκε ο ήλιος, η λεοπάρδαλη άνοιξε απότομα τα μάτια· έπειτα τέντωσε με δύναμη τα πόδια, σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει και ν’ αποδιώξει τις κράμπες. Τέλος, χασμουρήθηκε δείχνοντας έτσι τον αποτρόπαιο μηχανισμό των δοντιών της και την ακάνθινη γλώσσα της σκληρή σαν τρίφτη.
- Σαν μια μικρή ερωμένη, σκέφτηκε ο Γάλλος βλέποντάς τη να κυλιέται και να προβαίνει στις γλυκύτερες και τις πλέον φιλάρεσκες κινήσεις. Έγλειψε το αίμα που έβαφε τα πέλματα και την όψη της, κι έξυσε το κεφάλι με κινήσεις επαναλαμβανόμενες, γεμάτες ευγένεια.
- Σύμφωνοι... καλλωπίσου, είπε από μέσα του ο Γάλλος που επανέκτησε την ευθυμία του ξαναβρίσκοντας το θάρρος του, τώρα λοιπόν ας ευχηθούμε καλημέρα. Κι έσφιξε το μικρό μαχαίρι που είχε αρπάξει από τους Μαγρεβίνους.
Το ζώο ανασήκωσε ηδυπαθώς την ουρά του· το βλέμμα του μαλάκωσε· κι όταν, για τρίτη φορά, ο Γάλλος προέβη σ’ ετούτη την εσκεμμένη φιλοφρόνηση, εκείνη άφησε ν' ακουστεί ένα γουργουρητό από εκείνα με τα οποία οι γάτες μας εκφράζουν την ευχαρίστησή τους· αλλά ετούτο το μουρμουρητό έβγαινε από ένα τόσο βαθύ και δυνατό λαρύγγι, ώστε ακούστηκε μες στη σπηλιά σαν τις τελευταίες αντηχήσεις ενός εκκλησιαστικού οργάνου μέσα σε καθεδρικό ναό.
Ο Προβηγκιανός, αντιλαμβανόμενος τη σημασία των χαδιών του, τα διπλασίασε ούτως ώστε να ζαλίσει, να παραλύσει τούτη την τυραννική εταίρα.
Όταν βεβαιώθηκε πως είχε σβήσει κάθε άγρια διάθεση της φιλάρεσκης συντρόφου του, η πείνα της οποίας, ευτυχώς, είχε ικανοποιηθεί λίαν επιτυχώς την προηγουμένη, σηκώθηκε και θέλησε να βγει από τη σπηλιά· η λεοπάρδαλη τον άφησε να φύγει, αλλά όταν πια εκείνος είχε σκαρφαλώσει στον λόφο, πήδηξε με την ελαφρότητα των κοτσυφιών που φτερουγίζουν από κλαδί σε κλαδί, και ήρθε να τριφτεί στα πόδια του στρατιώτη, ορθώνοντας τη ράχη σαν τις γάτες.
Έπειτα, κοιτώντας τον προσκεκλημένο της, με βλέμμα λιγότερο αδιάλλακτο, άφησε εκείνη την άγρια κραυγή που οι φυσιοδίφες τη συγκρίνουν με ήχο από πριόνι. [...]
Η σουλτάνα της ερήμου δεχόταν τις επιδόσεις του σκλάβου της ανασηκώνοντας το κεφάλι, τείνοντας τον λαιμό, σφραγίζοντας τη μέθη της με την ηρεμία της συμπεριφοράς της.
Ο στρατιώτης δοκίμασε να κινηθεί, η λεοπάρδαλη τον άφησε ελεύθερο, αρκέστηκε να τον ακολουθήσει με το βλέμμα, μοιάζοντας μάλλον με τεράστιο γατί Αγκύρας ανήσυχο για τα πάντα, ακόμα και για τις κινήσεις του κυρίου του, παρά με πιστό σκυλί. [....]
Του εφαίνετο πως είχε βρει μια φίλη, μέσα σε μιαν έρημο άνευ ορίων. Ασυναίσθητα, σκέφτηκε την πρώτη του ερωμένη, την οποία και ονόμαζε, ξορκίζοντάς τη, Νοστιμούλα, διότι τον ζήλευε τόσο φρικτά, ώστε όσον καιρό διήρκεσε το πάθος τους, εκείνος ζούσε με τον φόβο του μαχαιριού, με το οποίο πάντοτε τον απειλούσε. Αυτή η ανάμνηση της νεαράς του ηλικίας τον έσπρωξε να δοκιμάσει να μάθει αυτό το όνομα στη νεαρά λεοπάρδαλη, της οποίας θαύμαζε πλέον, με λιγότερο τρόμο, την ευλυγισία, την αποχαύνωση και τη χάρη.
Προς το τέλος της ημέρας είχε εξοικειωθεί με την επικίνδυνη κατάστασή του και τον έτερπε σχεδόν η αγωνία. Επιτέλους, η σύντροφός του είχε αποκτήσει τη συνήθεια να τον κοιτά όποτε φώναζε εκείνος με ψιλή, μελίρρυτη φωνή: « Νοστιμούλα». Με τη δύση του ήλιου, ή Νοστιμούλα έβγαλε επαναλαμβανόμενες, βαθιές, μελαγχολικές κραυγές.
- Έχει ανατροφή!... σκέφτηκε ο εύθυμος στρατιώτης· λέει την προσευχή της!...
Ο στρατιώτης περίμενε με ανυπομονησία την ώρα της φυγής του, κι όταν εκείνη έφτασε, περπάτησε με σθένος προς την κατεύθυνση του Νείλου· αλλά δεν είχε διανύσει ούτε ένα τέταρτο της λεύγας μες στην άμμο, όταν άκουσε τη λεοπάρδαλη να τρέχει πίσω του, βγάζοντας κατά διαστήματα εκείνη την κραυγή του πριονιού την τόσο πιο τρομακτική κι απ’ τον βαρύ ήχο των πελμάτων της.
- Για δες! συλλογίστηκε, με συμπάθησε !... Είναι πιθανό, τούτη η νεαρά λεοπάρδαλη να μην έχει συναντήσει ποτέ της ψυχή· ο πρώτος έρωτας πάντοτε κολακεύει!
Την ίδια στιγμή, ο Γάλλος έπεσε σ’ ένα από εκείνα τα κομμάτια κινούμενης άμμου, τα τόσο επισφαλή για τους ταξιδιώτες, κι από τα οποία είναι αδύνατο να γλιτώσει κανείς. Αισθανόμενος την παγίδα, έβγαλε μια κραυγή βοήθειας και η λεοπάρδαλη τον άρπαξε με τα δόντια από τον γιακά· και πηδώντας με σθένος προς τα πίσω, τον τράβηξε από το κενό, σαν από θαύμα.
- Αχ! Νοστιμούλα, ανέκραξε ο στρατιώτης χαϊδεύοντάς την ένθερμα, εις το έξης θα μείνουμε μαζί· ώσπου ο θάνατος να μας χωρίσει. Και όχι κοροϊδίες, είπε και γύρισε πίσω.
Κι ήταν πια σαν να είχε κατοικηθεί η έρημος. Μέσα της έκλεινε ένα πλάσμα με το οποίο ο Γάλλος μπορούσε να μιλήσει, ένα πλάσμα που η αγριάδα του μαλάκωσε για εκείνον, δίχως να υπάρχουν εξηγήσεις για τούτη την απίστευτη φιλία.[.....]
Η Νοστιμούλα κατέφθασε με τα χείλη ματωμένα, εισέπραξε τα δέοντα χάδια από τον σύντροφό της και μαρτύρησε με πολλά και βαθύτατα γουργουρητά την ευτυχία της. Τα μάτια της, όλο ηδυπάθεια, στράφηκαν, με ακόμη μεγαλύτερη γλυκύτητα από την προηγούμενη, πάνω στον Προβηγκιανό που της μιλούσε σαν σέ κατοικίδιο ζώο.
- Αχ! δεσποινίς μου, αχ! διότι είστε μια καθωσπρέπει κόρη, δεν είστε; Ορίστε μας !... Μας αρέσουν τα χάδια; Δεν ντρέπεστε; Φάγατε κάποιον Μαγρεβίνο; Καλώς ! Ζώα είναι κι εκείνοι σαν κι εσάς!... Αλλά μη ροκανίσετε κανέναν Γάλλο... Διότι θα πάψω να σας αγαπώ!...
Έπαιζε, όπως παίζει ο σκύλος με τον κύριό του, κυλιόταν, τον άφηνε μια να τη χτυπά, μια να την κολακεύει· και κάποτε προκαλούσε τον στρατιώτη, τείνοντας προς το μέρος του το πέλμα, με μία κίνηση κελευστική.
Η Νοστιμούλα δεν θύμωνε ούτε όταν εκείνος έπιανε την τούφα, την επικίνδυνη τελεία της ουράς της, σκοπεύοντας να μετρήσει τα λευκά και τα μαύρα δαχτυλίδια, ετούτα τα κομψά στολίδια που έλαμπαν στον ήλιο από μακριά σαν τα πετράδια.
Του άρεσε να ρεμβάζει κοιτώντας τα βελούδινα, λεπτά της περιγράμματα, τη λευκότητα της κοιλιάς και τη χάρη της κεφαλής της. Μα πιο πολύ, όταν εκείνη έπαιζε, εκείνος ρέμβαζε, απολάμβανε, και η επιδεξιότητα κι η νεανικότητα των κινήσεών της τον εξέπλητταν διαρκώς· θαύμαζε την ελαστικότητά της όταν άρχιζε να πηδά, να σέρνεται, να γλιστρά, να τρυπώνει, να γαντζώνεται, να κυλιέται, να κουλουριάζεται, να εκτοξεύεται παντού. Όσο ορμητική κι αν ήταν η εκτόξευσή της, όσο και αν γλιστρούσε ο γρανίτης, εκείνη πάντοτε κοκάλωνε στο άκουσμα της λέξης Νοστιμούλα...
Ήταν σαν να είχα σκοτώσει άνθρωπο· αληθινό...
Μια μέρα μ’ έναν ήλιο εκτυφλωτικό, ένα γιγάντιο πτηνό ζύγιαζε τα φτερά του. Ο Προβηγκιανός εγκατέλειψε τη λεοπάρδαλή του για να εξετάσει τούτον τον νέο επισκέπτη· αλλά έπειτα από μια στιγμή αναμονής, η παραμελημένη σουλτάνα παραπονέθηκε υπόκωφα.
- Μα τον Θεό, πιστεύω πως ζηλεύει, ανέκραξε βλέποντας τα μάτια της να ανακτούν την ψυχρότητά τους. Θα πρόκειται, ασφαλώς, για τη μετεμψύχωση της Βιργινίας !...
Ο αετός εξαφανίστηκε στους ουρανούς ενώ ο στρατιώτης θαύμαζε τα ευμεγέθη οπίσθια της λεοπάρδαλης. Αλλά τι χάρη, τι νεότητα στα περιγράμματα! Ήταν ωραία σαν γυναίκα. Η ξανθή γούνα του ενδύματος ταίριαζε απόλυτα με τις λεπτές πινελιές στις αποχρώσεις του άσπρου των μηρών της. Το φως, που άπλετα σκορπούσε ο ήλιος, έκανε να λάμπει τούτο το ζωντανό χρυσάφι, με τις καφέ κηλίδες, προσδίδοντάς τους θέλγητρα απροσδιόριστα. Ο Προβηγκιανός και η λεοπάρδαλη κοιτάχτηκαν με ύφος συνενοχής, η κομψευόμενη σκίρτησε νιώθοντας τα νύχια του φίλου της επάνω στο κρανίο της, τα μάτια της έλαμψαν σαν αστραπές, κι έπειτα τα έκλεισε σφιχτά.
- Έχει ψυχή... είπε μελετώντας την ηρεμία τούτης της βασίλισσας της άμμου, της χρυσαφένιας σαν κι εκείνη, της λευκής σαν κι εκείνη, της μοναχικής και φλογερής σαν κι εκείνη...
Κύλησε κι έβγαλε μια κραυγή που πάγωσε η καρδιά μου, και την είδα να σπαρταρά κοιτώντας με δίχως θυμό. Θα έδινα οτιδήποτε στον κόσμο, και τον σταυρό ετούτο που δεν είχα, για να τη φέρω πίσω στη ζωή. Ήταν σαν να είχα σκοτώσει άνθρωπο· αληθινό. Και οι στρατιώτες που είδαν τη σημαία μου κι έτρεξαν να με σώσουν, με βρήκαν πνιγμένο στα δάκρυα...»
Honoré de Balzac, Ένα πάθος στην έρημο,
μτφρ.Σοφία Διονυσοπούλου, εκδόσεις Άγρα
«Πιστεύετε, λοιπόν, ότι τα ζώα δεν έχουν διόλου συναισθήματα;»
Το διήγημα του Μπαλζάκ «Ένα πάθος στην έρημο» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 24 Δεκεμβρίου του 1830 στη Revue de Paris και κατόπιν το 1837 στο τρίτο μέρος των Etudes philosophiques, για να αποσυρθεί έπειτα από οκτώ χρόνια.Το κείμενο αυτό δεν διατηρεί κανέναν δεσμό ως προς τη μορφή με το υπόλοιπο έργο του Μπαλζάκ.
Ακριβώς ένα μήνα μετά το Sarrasine, όπου παρουσίαζε τον έρωτα ενός γλύπτη για έναν καστράτο, ο Μπαλζάκ προσεγγίζει ένα καινούργιο θέμα, επίσης σκανδαλώδες για μια κοινωνία που σημαδεύεται από τον πουριτανισμό, τον έρωτα ενός στρατιώτη και μιας λεοπάρδαλης.
Χρησιμοποιεί ως αφετηρία ένα συμβάν από την επικαιρότητα: σε πρώτη παρουσίαση στην Ευρώπη, στα τέλη του χειμώνα του 1829 στο Παρίσι, ο θηριοδαμαστής Ανρί Μαρτέν επιδεικνύει στο κοινό τα εξημερωμένα του θηρία. Η τεχνική ήταν απλή και τολμηρή: ο θηριοδαμαστής εξασφάλιζε την αφοσίωση των ζώων μέσω περισσότερο ή λιγότερο προωθημένων σεξουαλικών αγγιγμάτων.
Εκμεταλλευόμενος αυτό το περιστατικό, ο Μπαλζάκ θα χτίσει μια αφήγηση που ξεκινά με αντικειμενική χροιά και που υποτίθεται πως υποστηρίζει μια αξιοσέβαστη ηθικοπλαστική αντίληψη:
«Πιστεύετε, λοιπόν, ότι τα ζώα δεν έχουν διόλου συναισθήματα ; [...]· μάθετε πως μπορούμε να τους μεταδώσουμε όλες τις διαστροφές του πολιτισμού μας». [... ]
JOEL GAYRAUD (από το σημείωμα της Γαλλικής έκδοσης,«Mille et une nuits», 1994)
Balzac par Louis Boulanger, portrait original