Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

«Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτό το ποντίκι εν ενεργεία», Φ. Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο




Να χαθεί όλος ο κόσμος, μα εγώ πίνω πάντα το τσάι μου......

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά σ’ αυτό το «εν ενεργεία» ποντίκι. Εκεί μέσα στο σιχαμερό, στο βρομερό χώρο, ανάμεσα σ’ ένα πάτωμα κι ένα ταβάνι, το αδικημένο, το δαρμένο και περιγελασμένο ποντίκι μας, αμέσως βυθίζεται σε μια κρύα φαρμακερή και, κυρίως, αιώνια κακία.

Είμαι άρρωστος άνθρωπος..... Είμαι κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός.... Είμαι φιλύποπτος και εύθικτος, σαν καμπούρης ή σαν νάνος... Θαρρούσα πάντα τον εαυτό μου πιο σοφό απ' όλους γύρω μου και κάποτε μάλιστα, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, στενοχωριόμουν γι' αυτό.......σ' όλη μου τη ζωή κοίταζα κάπως πλάγια και ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω τους ανθρώπους κατάματα.

Θε μου και Κύριε, μα τι δουλειά έχω εγώ με τους φυσικούς νόμους και την αριθμητική, όταν για κάποιο λόγο αυτοί οι νόμοι και το δυο και δυο δε μ’ αρέσουν; Εννοείται πως δε θα γκρεμίσω με το μέτωπό μου έναν τέτοιο τοίχο αν οι δυνάμεις μου δε φτάνουν γι’ αυτό, μα ούτε και θα συμφιλιωθώ μαζί του απλώς και μόνο επειδή υπάρχει και γιατί δεν έχω τη δύναμη να τον ρίξω.

Γιατί εμένα μονάχα λόγια και φαντασία μου χρειάζονται και κατά τ’ άλλα να χαθείτε όλοι. Μάλιστα! Έχω ανάγκη από ησυχία. Και για να μη μ’ ενοχλούν, πρόθυμα πουλώ τον κόσμο ολάκερο για ένα καπίκι. Κι αν με ρωτήσουν: να χαθεί ο κόσμος και να μην πιω τσάι; Θ’ αποκριθώ: Να χαθεί όλος ο κόσμος, μα εγώ πίνω πάντα το τσάι μου.


Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο,μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη 


Ένας από τους τύπους του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος

Όσο βέβαιο είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι συμμεριζόταν όλες τις επιθέσεις που γίνονται στο πρώτο μέρος του Υπογείου ενάντια στον επιστημονισμό που εισαγόταν αθρόα στη Ρωσία και στον εν γένει ορθολογισμό, άλλο τόσο αινιγματική μοιάζει η σύνθεση του βιβλίου. 

Γιατί, αν παρόμοιες διακηρύξεις ήταν το βαθύτερο κίνητρό του, τότε γιατί τάχα το δεύτερο μέρος του βιβλίου (κατά πολύ εκτενέστερο) αφιερώνεται στην αφήγηση μιας σειράς ταπεινώσεων, ευτελισμών και βιαιοτήτων που —φαινομενικά τουλάχιστον— δε συνδέονται με τη δοκιμιακή μορφή του πρώτου;

Το Υπόγειο για το Γάλλο κριτικό [Rene Girard ] επ’ ουδενί δεν είναι μια ομολογία πίστης, το απόσταγμα σαράντα χρόνων βασανισμένης ζωής. Κατά κύριο λόγο είναι η πικρή διακωμώδηση των ρομαντικών ιδεωδών μιας ολόκληρης γενιάς (και φυσικά του ίδιου του συγγραφέα). Άλλωστε στην εισαγωγική σημείωση του Υπογείου υπάρχει μια σαφής νύξη: «Θέλησα να παρουσιάσω», γράφει ο Ντοστογιέφσκι, «έναν από τους τύπους του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, έναν εκπρόσωπο της γενιάς που χάνεται»

Η αποκήρυξη του ρομαντισμού, έτσι όπως έγινε μέσα στο Υπόγειο, αποτέλεσε την εσωτερική απελευθέρωση του Ντοστογιέφσκι από το καθεστώς της λογοτεχνίας που είχε υπηρετήσει επί τόσα έτη. 

Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 200-201)



«Εγώ είμαι μόνος, αυτοί είναι όλοι μαζί»

«Εγώ είμαι μόνος, αυτοί είναι όλοι μαζί». Άραγε τι άλλο κάνει ο ρομαντικός ήρωας; Μόνος και κραταιά αυτόνομος, αποδεικνύει την ανωτερότητά του και την υψηλή φύση του, κρατώντας μια άπειρη απόσταση από τους άλλους. Μέσα από τις περιπέτειές του, τελικά, όλα τα ευγενικά γνωρίσματα —γενναιότητα, ανωτερότητα, δύναμη, μεγαλοψυχία— θα έρθουν να κοσμήσουν την παρουσία του.

Τίποτα δεν εξαρτάται από τους άλλους, τα πάντα αναβρύζουν από το ανεξάντλητο εσωτερικό του, αυτό το άδυτο της ανθρώπινης μεγαλοσύνης του. Ουσιαστικά ο ρομαντικός ήρωας δεν κινδυνεύει από τίποτα. Μακριά από τους άλλους, πολύ βαθιά στον εαυτό του, ζει ένα όνειρο παντοδυναμίας, στα νεύματά του υπάρχει μια θεϊκή πνοή.

Η πολεμική μηχανή που σοφίζεται ο Ντοστογιέφσκι για να εξουθενώσει αυτόν τον ήρωα της κίβδηλης αυτονομίας —ήρωα του παρελθόντος του και των παλιότερων έργων του— είναι από τις πλέον αποτελεσματικές. Από τη μια τον βάζει να κομπορρημονεί για την αυτονομία του, από την άλλη τον σέρνει σε συνάφειες εξευτελιστικές. Πού είναι, λοιπόν, η περιβόητη ανεξαρτησία του; Ο ίδιος τη διαλαλεί, ο ίδιος την κατακερματίζει (ενώπιον των άλλων) με τα φερσίματά του.

Μέσα σε κάθε ρομαντικό σκιάχτρο ο Ντοστογιέφσκι διαβάζει ευκρινώς την αλήθεια ενός υποχθόνιου, ενός ποντικού που τρέμει την παραμικρή κίνηση και το βλέμμα του άλλου. Μολονότι πιστεύει πως είναι μοναδικός, μολονότι απεχθάνεται τον «κανονικό» άνθρωπο, αρκεί η επαφή με μερικούς από αυτούς για να τον γελοιοποιήσει.

Η περίφημη σκηνή με το τσάι γελοιοποιείται κι αυτή με τη σειρά της. Ποια είναι η δύναμη αυτού του ανθρώπου που, ενώ προτιμάει να χαθεί ο κόσμος για να απολαύσει το ρόφημά του, την άλλη στιγμή τρέχει ζητιανεύοντας τα ξένα βλέμματα; Αντί για τσάι, πίνει το φαρμάκι της διυποκειμενικότητας.

«Ο ρομαντικός», γράφει ο Ζιράρ, «δεν αναγνωρίζει τους διχασμούς του, και έτσι τους επιδεινώνει. Θέλει να πιστεύει ότι είναι ένας. Διαλέγει, λοιπόν, ένα από τα δύο ήμισι του εαυτού του και πασχίζει να παρουσιάσει αυτό το μισό ως ολότητα. Η έπαρση γυρεύει να αποδείξει ότι μπορεί να συγκεντρώσει και να ενοποιήσει γύρω της όλη την πραγματικότητα»

Χλευάζοντας και ονειδίζοντας συστηματικά την αυτονομία του ρομαντικού —που είναι υποκριτικά μόνος, αυτοδύναμος, ανεξάρτητος— ο Ντοστογιέφσκι διατυπώνει τη γενική αλήθεια (ότι μονάχα μέσω του άλλου, μέσα από τη μεσίτευσή του, όποια κι αν είναι αυτή, βρίσκω τον εαυτό μου) και την ιδιαίτερη, ντοστογιεφσκική αλήθεια που σέρνει τη μεσίτευση μέσα από τις σαδομαζοχιστικές ταπεινώσεις. [.......]



Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 202-3, 212)



«Μιλάει σαν βιβλίο»

Ο σαρκασμός (και η αυτοκαταγγελία) του Ντοστογιέφσκι ευεργετούν το βιβλίο, καθώς μεταπηδούν άοκνα από τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις (και τα ρομαντικά διαβάσματα) στην ωμή πραγματικότητα.

Είναι εύκολο για τον ηρώα να δραπετεύσει στον προφυλαγμένο κόσμο της τέχνης, δηλαδή «στις όμορφες φόρμες της ζωής, τις εντελώς έτοιμες, τις κατακλεμμένες από τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους... Εγώ, για παράδειγμα, θριαμβεύω πάνω σε όλους. Όλοι, εννοείται, πέφτουν μπρούμυτα και αναγκάζονται θεληματικά να αναγνωρίσουν όλες τις τελειότητές μου, κι εγώ πάλι τους συγχωρώ».

Το βιβλίο προσφέρει φιλοξενία, αλλά στην άμεση ζωή ποιος είναι διατεθειμένος να παράσχει στέγη; Μονίμως ο υποχθόνιος ταλανίζεται από την αμφιθυμία του ανθρώπου που, ενώ βρίσκει ικανοποίηση και ενότητα στη φαντασίωση, βλέπει να τον κουρελιάζει ο έμπρακτος βίος.

Χρειάζεται μήπως να τονίσουμε την κριτική που ασκεί ο Ντοστογιέφσκι στη ρώσικη πραγματικότητα και στις ιδέες της γενιάς του;

Να γιατί η Λίζα στη συνέχεια τολμάει να του πει την πιο απλή αλήθεια: ότι «μιλάει σαν βιβλίο». Πραγματικά ο υποχθόνιος είναι κούφιος βιβλιάνθρωπος.



Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 213-14)



Γενικά, ήμουν πάντα μόνος....

Σπίτι μου, εν πρώτοις, τον περισσότερο καιρό διάβαζα. Πάσχιζα να καταπνίξω με τις εξωτερικές εντυπώσεις όλα όσα αδιάκοπα έβραζαν μέσα μου. Κι από τις εξωτερικές εντυπώσεις, μονάχα το διάβασμα ήταν δυνατό. Το διάβασμα βέβαια βοηθούσε πολύ, συγκινούσε, γλύκαινε και βασάνιζε. Μα ώρες ώρες μου ’φερνε τρομερή πλήξη. Οπωσδήποτε είχα ανάγκη να κινηθώ και βυθιζόμουν ξαφνικά, σε μια σκοτεινή υπόγεια, σιχαμερή, όχι διαφθορά, μα μικροδιαφθορά. Τα μικροπάθη μου ήταν δυνατά, καυτερά από τον παντοτινό, αρρωστιάρικο, οξύθυμο χαρακτήρα μου. Τα ξεσπάσματα ήταν υστερικά με δάκρυα και σπασμούς.

Εκτός από το διάβασμα δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, δηλαδή δεν υπήρχε στο περιβάλλον μου τίποτε που να μπορούσα τότε να εκτιμήσω και που να με τραβούσε. Κόχλαζε πάνω απ’ όλα η θλίψη. Πρόβαλλε η υστερική δίψα της αντίρρησης, της αντίθεσης και τότε βυθιζόμουν στη διαφθορά.

Παραδινόμουν στη διαφθορά ερημικά, τις νύχτες, κρυφά, φοβισμένα, βρομερά, με ντροπή, που δε μ’ άφηνε μήτε στις πιο επαίσχυντες στιγμές, και που μάλιστα γινόταν κάτι τέτοιες στιγμές κατάρα. Εγώ και τότε πια είχα μέσα στην ψυχή μου τον αποπνικτικό χώρο ανάμεσα στο πάτωμα και το ταβάνι.

Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη, (σελ.52)


Τι να γίνεται το πουλάκι μου; Ποιον να πατάει;

Κάποτε, καθώς περνούσα νύχτα έξω από ένα παλιομάγαζο, είδα από το φωτισμένο παράθυρο πως κάτι κύριοι χτυπιόνταν με στέκες του μπιλιάρδου και πως τον ένα απ’ αυτούς τον πέταξαν έξω από το παράθυρο..... δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε σημείο, που ζήλεψα τον κύριο που πέταξαν απ’ το παράθυρο και τόσο μάλιστα, που μπήκα στο καφενείο, πέρασα στη σάλα του μπιλιάρδου. «Και ποιος ξέρει», σκέφτηκα, «μπορούσα και εγώ να τσακωθώ και να με πετάξουν απ’ το παράθυρο».

Δεν έγινε τίποτα όμως. Αποδείχτηκε πως μήτε απ’ το παράθυρο δεν ήμουν ικανός να με πετάξουν κι έφυγα χωρίς να πιαστώ με κανένα.

Ένας Θεός μόνο ξέρει τι θα ’δινα εγώ κείνη τη στιγμή για έναν πραγματικό, κανονικό καβγά, καθωσπρέπει, πιο σα να πούμε, φιλολογικό! Μου φέρθηκαν σα να ’μουν μια μύγα.

Ω, αν αυτός ο αξιωματικός ήταν από κείνους που δέχονται να μονομαχήσουν! Δείλιασα εδώ, όχι από δειλία, μα από απεριόριστη ματαιοδοξία. Θα ’χα αρκετή φυσική γενναιότητα. Δεν είχα όμως την ηθική γενναιότητα που ’πρεπε. Τρόμαξα πως όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί πέρα, αρχινώντας απ’ το αυθαδέστατο γκαρσόνι ίσαμε τον τελευταίο βλογιοκομμένο δημόσιο υπάλληλο, που κουτσόπινε σε μια γωνιά, χωμένος στο λιγδωμένο γιακά του, δε θα ’νιωθαν και θα κοροΐδευαν, όταν θ’ αρχινούσα ν’ αντιστέκομαι και να τους μιλάω με γλώσσα φιλολογική. 

Εγώ όμως, εγώ τον κοίταζα με κακία και με μίσος κι έτσι ξακολούθησε... κάμποσα χρόνια! Η κακία μου μάλιστα αύξαινε και δυνάμωνε με τα χρόνια. Κάποιο πρωινό, μολονότι ποτέ μου δε φιλολογούσα, μου ήρθε ξαφνικά η σκέψη να τον περιγράψω σατιρικά, σε καρικατούρα, και να κάνω ένα διήγημα γι’ αυτόν. Με μεγάλη ευχαρίστηση έγραφα αυτό το διήγημα.  Δεν το δημοσίεψαν όμως. Αυτό με φούρκισε πολύ.

Πολλές φορές πνιγόμουν απ’ το κακό μου. Τέλος, αποφάσισα να τον καλέσω σε μονομαχία. Του ’γραψα ένα υπέροχο γράμμα, πολύ ελκυστικό, ικετεύοντάς τον να μου ζητήσει συγνώμη. Και σε περίπτωση άρνησης, υπαινισσόμουν αρκετά σταθερά τη μονομαχία. Το γράμμα ήταν έτσι συνταγμένο που, αν ο αξιωματικός ένιωθε, έστω και λίγο, το ωραίο και υψηλό, ασφαλώς θα ’τρεχε να με βρει, να ριχτεί στο λαιμό μου και να μου προτείνει τη φιλία του. Και πόσο θα ’ταν αυτό ωραίο! Και πώς θα περνούσαμε! Πώς θα περνούσαμε! Κείνος θα με προστάτευε με την επιβλητικότητά του, εγώ θα τον εξευγένιζα με την καλλιέργειά μου, ε, και με... τις ιδέες μου, και πολλά θα μπορούσαν να γίνουν!  Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν το ’στειλα το γράμμα μου. Παγώνει το πετσί μου, όταν αναλογιστώ τι θα μπορούσε να συμβεί αν το ’στελνα.

Και να που μου κατέβηκε ξαφνικά η πιο θαυμαστή σκέψη. «Και τι θα γίνει», σκέφτηκα, «αν τον συναντήσω και... δεν παραμερίσω; Να μην παραμερίσω επίτηδες, ακόμη κι αν χρειαστεί να τον σπρώξω; «Εννοείται να μην τον σπρώξω εντελώς», σκεφτόμουν, από τη χαρά μου και γινόμουν προκαταβολικά καλός, «μα έτσι δα, απλούστατα να μην αποτραβηχτώ, να τρακάρω μαζί του, όχι δυνατά, μαλακά, μαλακά, τόσο, όσο ορίζει ο καλός τρόπος. 

Και ξάφνου όλα τελείωσαν με τον ωραιότερο τρόπο. Ξάφνου, ενώ βρισκόμουν σε απόσταση τριών βημάτων από τον εχθρό μου, πήρα ανέλπιστα την απόφασή μου, έκλεισα σφιχτά τα μάτια και... τρακάραμε! Δεν υποχώρησα ούτε τόσο και πέρασα ίσα πλάι του! Κείνος μήτε γύρισε να δει τι συνέβη σαν να μην πρόσεξε τίποτε. Αλλά προσποιούνταν, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ίσαμε τώρα είμαι βέβαιος γι’ αυτό! Εννοείται πως το πλήρωσα αρκετά. Ήταν δυνατότερος μου. Μα δεν πρόκειται γι’ αυτό. Το θέμα ήταν πως πέτυχα το σκοπό μου, κράτησα την αξιοπρέπειά μου, δεν υποχώρησα βήμα και δημοσίως έβαλα τον εαυτό μου στο ίδιο μ’ αυτόν κοινωνικό επίπεδο. 

Γύρισα σπίτι μου απόλυτα ικανοποιημένος για όλα. Ήμουνα κατενθουσιασμένος. Θριάμβευα και τραγουδούσα ιταλικές άριες. Τον αξιωματικό κάπου τον μετέθεσαν κατόπι. Δεκατέσσερα τώρα χρόνια δεν τον ξανάδα. Τι να γίνεται το πουλάκι μου; Ποιον να πατάει;

Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη, (σελ. 52-59)


Nikolai Gogol's "Nevsky Prospekt", with illustrations by Mikhail Bychkov.


Μόνος δεν είναι τίποτα......

Η σκληραγωγία, το μάθημα ζωής που δέχεται ο υποχθόνιος τόσο βάναυσα, διδάσκει ότι δεν μπορεί να είναι ένας, μακριά από τους άλλους, έξω από τους «κανονικούς» ανθρώπους. Στις σχέσεις υποδούλωσης, εκδίκησης, ταπείνωσης που αναπτύσσει με τον Ζβερκώβ, συναισθάνεται ότι η ενότητά του ως προσωπικότητας μόνο από τους άλλους μπορεί να επικυρωθεί. Μόνος δεν είναι τίποτα.

Συνεπώς το πρωταρχικό δεν είναι το εγώ, μια δεδομένη ελευθερία, αλλά η αλλόκοτη διφυία του εγώ-εσύ. Με άλλα λόγια, όταν ο Ρουσώ γράφει ότι ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και παντού ζει σιδηροδέσμιος , δεν υποψιάζεται ότι αυτή η άμεση ελευθερία είναι ανυπόστατη. 

Καταγγέλλοντας τα πτωχαλαζονικά όνειρα του υποχθόνιου, ο Ντοστογιέφσκι, με υπέροχο φιλοσοφικό ένστικτο —πολύ πριν από τον Σαρτρ— κάνει το βλέμμα του άλλου συστατικό στοιχείο της συνείδησης. Επαιτώντας τα ξένα βλέμματα, βηματίζοντας μπροστά στους παρακαθήμενους με την ελπίδα να τον προσέξουν, ο υποχθόνιος στην ουσία πασχίζει να οικονομήσει τον εαυτό του. Ποιος φταίει αν ο άνθρωπος της μοναχικής έπαρσης στην επαφή του με τη ζωή καταντά άθυρμα και παίγνιο; Εύστοχα ο Τοντόροφ θυμίζει ότι οι ρωσικές λέξεις πρεζιράτζ και νιεναβίντετζ (περιφρονώ και μισώ) προέρχονται από τη ρίζα βλέπω ή κοιτάζω. Το μίσος και η καταφρόνια του Υπογείου υπάρχουν κατά κύριο λόγο στα βλέμματα. [.....]

Αν ο Διπλός Άνθρωπος και το Υπόγειο θεωρούνται και πρέπει να θεωρούνται ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως του ντοστογεφσκικού κόσμου, είναι γιατί ανακαλύπτουν αυτόν τον ήρωα. Έναν άνθρωπο κουρέλι, έναν άνθρωπο με καταρρακωμένη έπαρση, που είναι βορά των "αντιπάλων" και ζει σαν ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα ταπείνωσης και υπεροχής το οποίο περνάει αδήριτα από τη συνείδηση των άλλων. Η σχέση εγώ-εσύ, δηλητηριασμένη και ακατάλυτη, είναι ό,τι βαθύτερο ανακάλυψε ο Ντοστογιέφσκι.


Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ 214-17)



Αφήστε μας μόνους χωρίς το βιβλίο κι αμέσως θα πελαγώσουμε....

Το ρομάντσο θέλει ήρωα, ενώ εδώ επίτηδες συγκεντρώθηκαν όλα τα στοιχεία για τον αντιήρωα και, κυρίως, όλα αυτά προξενούν πολύ δυσάρεστη εντύπωση, γιατί όλοι μας ξεσυνηθίσαμε απ’ τη ζωή, όλοι κουτσαίνουμε, άλλος λίγο άλλος πολύ. Τόσο μάλιστα ξεσυνηθίσαμε που είναι στιγμές που νιώθουμε κάποιον αποτροπιασμό για την πραγματική τη «ζωντανή ζωή» και για τούτο δεν μπορούμε να το ανεχτούμε, όταν μας τη θυμίζουν.

Φτάσαμε, βλέπετε, στο σημείο που την πραγματική, τη «ζωντανή ζωή», τη θεωρούμε σχεδόν αγγαρεία, σχεδόν υπηρεσία, κι όλοι μας νοερά συμφωνούμε πως η ζωή του βιβλίου είναι καλύτερη. Και γιατί σκοτωνόμαστε, γιατί χαλάμε τον κόσμο, γιατί παρακαλούμε πολλές φορές; Κι οι ίδιοι δεν ξέρουμε.

Πάλι για μας θα’ ναι χειρότερα, αν πραγματοποιηθούν οι ανόητες ελπίδες μας. Ελάτε να δοκιμάσετε, δώστε μας π.χ. πιο πολύ ανεξαρτησία λύστε τα χέρια οποιανού θέλετε από μας, ανοίχτε τον κύκλο της δράσης του, ελαφρώστε την επίβλεψη και θα δείτε που.... μα σας διαβεβαιώ, θα δείτε που αμέσως θ’ αποζητήσουμε την αυστηρή επίβλεψη. Το ξέρω που μπορεί για τούτο να θυμώσετε μαζί μου, να βάλετε τις φωνές, να χτυπήσετε τα πόδια:

«Μιλήστε», θα πείτε, «για τον εαυτό σας μονάχα και για τις μιζέριες σας μέσα στο αποπνιχτικό σας καταφύγιο μα μην τολμάτε να λέτε και όλοι εμείς».

Μα, κύριοι, σας παρακαλώ, εγώ δεν επιχειρώ να δικαιολογηθώ μ’ αυτό το «όλοι εμείς». Κι όσον αφορά εμένα, εγώ σ’ όλη μου τη ζωή έφτασα σ’ όλα ίσαμε το τέλος, ενώ σεις δεν τολμήσατε να φτάσετε ούτε ίσαμε τα μισά κι ακόμα τη δειλία σας, τη θεωρούσατε για σωφροσύνη και μ’ αυτό παρηγοριόσαστε και γελάτε τον εαυτό σας. Κι έτσι ίσως ίσως να βγαίνω πιο ζωντανός, παρά σεις. Μα για κοιτάχτε πιο προσεχτικά!

Βλέπετε εμείς ακόμα δεν ξέρουμε ούτε πού ζει το ζωντανό τώρα και τι είναι, πώς ονομάζεται! Αφήστε μας μόνους χωρίς το βιβλίο κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα χαθούμε - δε θα ξέρουμε πού ν’ ακουμπήσουμε, από πού να πιαστούμε, τι ν’ αγαπήσουμε και τι να μισήσουμε, τι να εχτιμήσουμε και τι να περιφρονήσουμε! Εμείς ακόμα κι αυτό, το ότι είμαστε άνθρωποι το βαριόμαστε - το ότι είμαστε άνθρωποι με πραγματικό χωριστό κορμί και αίμα. Ντρεπόμαστε γι’ αυτό, το θεωρούμε αίσχος και πασχίζουμε να γίνουμε κάτι απίθανοι γενικοάνθρωποι. Είμαστε νεκρογεννημένοι, μα κι από καιρό τώρα γεννιόμαστε από γονείς, όχι ζωντανούς κι αυτό ολοένα πιο πολύ μας αρέσει. Μπαίνουμε στο γούστο. Πολύ γρήγορα θα επινοήσουμε να γεννιόμαστε κάπως από την ιδέα. Μα φτάνει. Δε θέλω πια να γράφω «μέσα απ’ το υπόγειο»..


Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. Από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη (σελ. 126-127)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου