The sin by Franz von Stuck
— Πάμε; λέει η δασκάλα, και σηκώνεται. Θα ’ναι πια μεσημέρι.
Ανοίγει τ’ ομπρελίνο της και περνά πρώτη. Ο Δρίβας ερχόταν πίσω της, γιομάτος θαμασμό για την αρμονία που σκορπούσε κάθε κίνηση του κορμιού της. Απορούσε πώς γίνεται αυτή η κοπέλα, που ήτανε σχεδόν παιδί, να συλλογιέται σαν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, παιδεμένος από την πολύχρονη πείρα της ζωής.
Μια στιγμή η δασκάλα στάθηκε πάνω σ’ ένα βραχάκι απομονωμένο, κι αυτό σα να ’γινε μονομιάς βάθρο αγάλματος.
Θα ήταν «Η Σαλώμη που δε χορεύει». Μια Σαλώμη ολόγυμνη, μπροστά σε μια θάλασσα βαριά, δίχως κύματα. Μια θάλασσα από υδράργυρο. Να ’ναι ντυμένη μονάχα τον ήλιο του μεσημεριού, που αναφλογίζει όλα γύρω της, τα κάνει να φωσφορίζουν μ’ ένα θειάφι φως.
Πρέπει να ’ναι μια Σαλώμη ακίνητη, όμως όλα τα μέλη της να είναι πανέτοιμα να ορμήσουν στον οργιαστικό χορό. Να το φωνάζουν ως την τελευταία τους ίνα, πως είναι τα μέλη κ’ οι δέσες μιας μανιακής χορεύτρας, ως το πιο κρυμμένο τους νεύρο. Έτσι να ’ναι και η θάλασσα που θα κείτεται μπροστά της, βαριά σαν ετοιμόγεννη σκύλα. Κάτω από την πηχτή πέτσα του νερού θα παραφυλάει την ώρα του ξύπνιο το παράφορο πνέμα της τρικυμίας και ο καλπασμός των κυμάτων.[....]
— Την είδα, κάνει ο ζωγράφος. Ήταν μια σωστή Αναδυομένη. Ωστόσο μ' έκαμε να φαντασιοκοπήσω γύρω σε μια βιβλική σύνθεση ...
Της είπε για το ταμπλώ της Σαλώμης, που δε χορεύει κ’ είναι γεμάτη από χορό ως το τελευταίο της το νευράκι. Θα ’ναι ολόρθη, έτοιμη να χυμήξει, σαν ένα φίδι στητό μέσα στο καταμεσήμερο, με χρυσά μαγνητικά μάτια. Μπροστά της μια θάλασσα βουβή, και κάτω από τα βαριά νερά της να λουφάζουν οι φοβερές τρικυμίες, έτοιμες να ξαμολυθούν και να σφυρίξουν. Η ατμόσφαιρα ένα γύρω θα είναι κιτρινωπή, δηλητηριασμένη. Σα να καίγεται μέσα στον αέρα θειάφι...
Gustave Moreau , l'Apparition (1877)
Όνειρο στο κύμα.....
Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας να ’τανε μια φαντασία του πολύ έντονη, που του ’ρθε ζωντανή σα να την είδε.
...ένα γυμνό σπαθί που λυγάει μέσα στον ήλιο
Ήτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ. Κολυμπούσε ξένιαστη. Δεν το ’ξερε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη ματιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου.
Ήταν ολόγυμνη, κι απορούσε ο Δρίβας πώς έγινε κ’ ήξερε καταλεπτώς όλες τις μυστικές λεπτομέρειες αυτού του εξαίσιου κορμιού.
Έπαιζε στην ακρογιαλιά. Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουριασμένος πίσω απ’ ένα βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ’ τη θωριά της. Σα να ’ταν όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή για το κάμωμά του, και μαζί την αχορταγιά της δράσης του.
Κ’ ύστερα, λέει, πώς έγινε κι απόμεινε ακίνητη, κι όλο αυτό πια στάθηκε ένα μεγάλο τελειωμένο ταμπλώ. Ήταν η ίδια η Σαπφώ, μ’ όλη τη δόξα της γύμνιας της, στητή κ’ επικίντυνη σαν ένα φίδι ολόρτο, με τα φοβερά της τα μάτια. Ήταν η Σαλώμη που δε χορεύει και μπροστά της η θάλασσα η βαριά, με τα κύματα που ψευτοκοιμούνται. Ο αγέρας είναι κίτρινος και ζεστός. Είναι φαρμακερός από την άχνη του θειαφιού. Η Σαλώμη είναι, και κρατά το κεφάλι του Γιοχανάν, κι ο Δρίβας νιώθει τώρα πια όλη του την προσοχή να τεντώνεται προς αυτό το κεφάλι. Μα κάπου το είδα, συλλογιέται, κάπου το είδα...
Άξαφνα πατάει μια κραυγή φρίκης, νιώθει μια παγερή ψύχρα να φυσά ψιλά-ψιλά μέσα στα σπλάχνα του. Το κεφάλι του Γιοχανάν έχει ένα πολύ χλομό πρόσωπο, το δέρμα του είναι κίτρινο σαν ψιλό κερόχαρτο. Διάφανο. Από κάτου φεγγρίζει το κόκαλο, ένα λεπτό κοκαλάκι εκεί στη μύτη. Έχει πηχτά φρύδια, σα μια χοντρή πινελιά με τυπογραφική μελάνη, τραβηγμένη πέρα ως πέρα στο κούτελο. Το κεφάλι του Γιοχανάν ανοίγει αργά-αργά το μάτι του, μόνο το ένα μάτι. Ο Δρίβας καταλαβαίνει περίφημα πως το κάνει αυτό για να του δείξει το μαυράδι του, που ’ναι σα χάντρα από γιούσουρο. Να το δει καλά, να το γνωρίσει.
Ανοίγει, απομένει αυστηρά στηλωμένο απάνω του αυτό το μάτι. Τότε, εκεί δίπλα στο στόμα, ενώ όλο το πρόσωπο είναι ακίνητο, αρχίζει ένα νευράκι να τρέμει, να τρέμει, σα να δουλεύει γρήγορα - γρήγορα κάτω από το ψιλό πετσί ένας δείχτης δευτερολέπτων.
Salome by Franz von Stuck
...ένα γυμνό σπαθί που λυγάει μέσα στον ήλιο
Προσπάθησε να συλλάβει αισθητικά το όραμα της νέας γυναίκας, έτσι όπως τινάχτηκε, με το μαγιό κολλημένο πάνω της σαν επιδερμίδα. Ανάλαφρη και μαζί στέρεη, όλη ελατήρια και λάμψη.
Σκέφτηκε: Ένα σπαθί που λυγάς το λεπίδι του και τ’ αφήνεις να τιναχτεί πάλι. Αυτό είναι. Ένα γυμνό σπαθί σηκωμένο μέσα στον ήλιο!
Ένιωσε μια κάποια ξαλάφρωση με τούτη την παρομοίωση. Σάμπως ο καημός του να ’τανε τούτος. Να ’βρει σαν τι να μοιάζει αυτό που είδε .... ένα γυμνό σπαθί που λυγάει μέσα στον ήλιο. Ύστερα αυτό του φάνηκε γελοίο και χαμογέλασε κοροϊδευτικά
«Πόση φιλολογία» σκέφτηκε. «Πόση φιλολογία για να πιάσουμε το νόημα της ζωής!»
Gaston Bussiere, La Danse de Salome ( Les Papillons d’or, 1928)
Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε ο έρωτας το φλογερό λουλούδι του μπροστά στα έκθαμβα μάτια του. Γιατί να μην έχει το δικαίωμα να απλώσει το χέρι του θαρρετά; Με ποιον είχε στήσει την μάχη που τον παίδευε; Με τον σκοτωμένο σύζυγο ή με τη συνείδησή του;»
Το πρώτο ήταν ένας τραγέλαφος. Άμα κανένας είναι σκοτωμένος παύει να ’ναι σύζυγος. Αυτό που άλλοτε ήτανε Βρανάς, είναι καιρός που διαλύθηκε στα συστατικά του. Το χημικό χωνευτήρι της Φύσης πήρε πίσω τα υλικά του και τα μεταμόρφισε φυσιολογικά σε νέες συνθέσεις. Κείνο που ήτανε Βρανάς έγινε λουλούδι, χλόη, έντομο, φρούτο, αέριο, ασβέτι. Κανένα απ’ αυτά βέβαια δεν είχε διάθεση να του διεκδικήσει τη Σαπφώ.
Έμενε λοιπόν η συνείδησή του. Μια εσώψυχη νομοθεσία, δημιουργημένη από παλιές συνήθειες, παλιές προλήψεις, παλιές παραδόσεις.
«Παλιά ρούχα, παλιά παπούτσια παίρνουμε!»
Ήταν καιρός να παραμερίσει τα κούφια φαντάσματα που του φράζανε το δρόμο. Η Σαπφώ ήταν δικιά του γιατί την αγαπούσε. Ποιος άλλος τίτλος κατοχής πιο έγκυρος μπορούσε λοιπόν να σταθεί μπροστά στον τίτλο της αγάπης;
Αυτή, την τόσο ζωντανή, πώς μπορούσε να του τη διεκδικήσει ένας πεθαμένος, που ζούσε αναμεσό τους μονάχα χάρις στην έντονη φαντασία του;
Αυτή όμως δεν ήταν καθόλου πλάσμα της φαντασίας. Ήτανε φουσκωμένη από ομορφιά, από υγεία, από έρωτα. Ήταν το χρυσό φρούτο που του ’βαζε μέσα στα χέρια του η Μοίρα.
Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων
Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων. Ποιο να φάει, ν’ αφομοιώσει το άλλο. Καμιά συνεννόηση δε χωρεί ανάμεσα στο νικητή και στο νικημένον άλλη, απ’ την υποταγή. Αυτό που λέμε συνεννόηση είναι μια σχετική έννοια, που είναι συνθεμένη από εκκεχειρίες, δειλίες και υποχωρήσεις.
Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπο της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των άρρωστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Ήταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ' ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη.
Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ' από τα γόνατα του, και την έκαμε δική του μ' έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.
Στράτης Μυριβήλης, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, εκδόσεις Εστία
Το μυθιστόρημα του Σ. Μυριβήλη, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, γυρίστηκε σε τηλεοπτική σειρά 14 επεισοδίων, σε σκηνοθεσία του Κώστα Αριστόπουλου και σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Στους κύριους ρόλους η Κάτια Δανδουλάκη (Σαπφώ) και ο Γιάννης Φέρτης (Λεωνής). Μεταδόθηκε από την ΕΡΤ το 1979.
Το τραγούδι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς είναι σύνθεση των Κώστα Χατζηευστρατίου - Ευάγγελου Χατζημανώλη και τραγουδά η Μαρία Αγιασώτου.
Όσα κι αν έζησα
Όσα κι αν έζησα
Όσα κι αν έπαθα
Θέλω να σβήσουν
Με καταστρέψανε
Γι αυτό ας φύγουνε
Κι ας μη γυρίσουν
Όμως η σκέψη μου
Στην αγωνία της
Σε σας πλανάται
Παρελθόν μου σκοτεινό
Μέλλον μου αμφίβολο
Άγχος μου παντοτινό
Στο παρόν το δύσκολο
Μη με κυνηγάτε