Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

«Η Σαλώμη που δε χορεύει», Σ. Μυριβήλης, η δασκάλα με τα χρυσά μάτια


The sin by Franz von Stuck

.....με χρυσά μαγνητικά μάτια

— Πάμε; λέει η δασκάλα, και σηκώνεται. Θα ’ναι πια μεσημέρι.

Ανοίγει τ’ ομπρελίνο της και περνά πρώτη. Ο Δρίβας ερχόταν πίσω της, γιομάτος θαμασμό για την αρμονία που σκορπούσε κάθε κίνηση του κορμιού της. Απορούσε πώς γίνεται αυτή η κοπέλα, που ήτανε σχεδόν παιδί, να συλλογιέται σαν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, παιδεμένος από την πολύχρονη πείρα της ζωής. 

Μια στιγμή η δασκάλα στάθηκε πάνω σ’ ένα βραχάκι απομονωμένο, κι αυτό σα να ’γινε μονομιάς βάθρο αγάλματος.

Ο ήλιος έπεφτε σα φλογισμένη βροχή πάνω στ’ ομπρελίνο, χυνότανε στους καλοδεμένους ώμους της. Απ’ εκεί στους γοφούς, που ο κυματισμός τους ζάλιζε σαν το ρυθμό της θάλασσας. Οι γάμπες ήταν μακριές και καλοκαμωμένες. Το περπάτημά της του φάνηκε σαν ένας μυστικός χορός. Σαν ένας θρησκευτικός χορός. Ήταν ένα θέαμα εξαίσιο, που ξεπερνούσε τη χαρά των αισθήσεων και έφτανε τις καθαρά πνευματικές πηγές του καλλιτέχνη. Θα ’θελε πολύ να μπορούσε να δέσει αυτή την κινητική αρμονία σε μια ζωγραφική σύνθεση, που την ονειρεύτηκε ξαφνικά σαν το μεγάλο έργο της ζωής του.

Θα ήταν «Η Σαλώμη που δε χορεύει». Μια Σαλώμη ολόγυμνη, μπροστά σε μια θάλασσα βαριά, δίχως κύματα. Μια θάλασσα από υδράργυρο. Να ’ναι ντυμένη μονάχα τον ήλιο του μεσημεριού, που αναφλογίζει όλα γύρω της, τα κάνει να φωσφορίζουν μ’ ένα θειάφι φως. 


Πρέπει να ’ναι μια Σαλώμη ακίνητη, όμως όλα τα μέλη της να είναι πανέτοιμα να ορμήσουν στον οργιαστικό χορό. Να το φωνάζουν ως την τελευταία τους ίνα, πως είναι τα μέλη κ’ οι δέσες μιας μανιακής χορεύτρας, ως το πιο κρυμμένο τους νεύρο. Έτσι να ’ναι και η θάλασσα που θα κείτεται μπροστά της, βαριά σαν ετοιμόγεννη σκύλα. Κάτω από την πηχτή πέτσα του νερού θα παραφυλάει την ώρα του ξύπνιο το παράφορο πνέμα της τρικυμίας και ο καλπασμός των κυμάτων.[....]

— Δεν είναι αληθινά ωραία κοπέλα; λέει με ενθουσιασμό η Αδριανή. Όλη της είναι ένα θάμα. Την είδες με το μαγιό;

— Την είδα, κάνει ο ζωγράφος. Ήταν μια σωστή Αναδυομένη. Ωστόσο μ' έκαμε να φαντασιοκοπήσω γύρω σε μια βιβλική σύνθεση ...

Της είπε για το ταμπλώ της Σαλώμης, που δε χορεύει κ’ είναι γεμάτη από χορό ως το τελευταίο της το νευράκι. Θα ’ναι ολόρθη, έτοιμη να χυμήξει, σαν ένα φίδι στητό μέσα στο καταμεσήμερο, με χρυσά μαγνητικά μάτια. Μπροστά της μια θάλασσα βουβή, και κάτω από τα βαριά νερά της να λουφάζουν οι φοβερές τρικυμίες, έτοιμες να ξαμολυθούν και να σφυρίξουν. Η ατμόσφαιρα ένα γύρω θα είναι κιτρινωπή, δηλητηριασμένη. Σα να καίγεται μέσα στον αέρα θειάφι...


Gustave Moreau , l'Apparition (1877)

Όνειρο στο κύμα.....

Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας να ’τανε μια φαντασία του πολύ έντονη, που του ’ρθε ζωντανή σα να την είδε. 

Ήτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ. Κολυμπούσε ξένιαστη. Δεν το ’ξερε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη ματιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου. 
Ήταν ολόγυμνη, κι απορούσε ο Δρίβας πώς έγινε κ’ ήξερε καταλεπτώς όλες τις μυστικές λεπτομέρειες αυτού του εξαίσιου κορμιού. 

Έπαιζε στην ακρογιαλιά. Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουριασμένος πίσω απ’ ένα βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ’ τη θωριά της. Σα να ’ταν όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή για το κάμωμά του, και μαζί την αχορταγιά της δράσης του. 

Κ’ ύστερα, λέει, πώς έγινε κι απόμεινε ακίνητη, κι όλο αυτό πια στάθηκε ένα μεγάλο τελειωμένο ταμπλώ. Ήταν η ίδια η Σαπφώ, μ’ όλη τη δόξα της γύμνιας της, στητή κ’ επικίντυνη σαν ένα φίδι ολόρτο, με τα φοβερά της τα μάτια. Ήταν η Σαλώμη που δε χορεύει και μπροστά της η θάλασσα η βαριά, με τα κύματα που ψευτοκοιμούνται. Ο αγέρας είναι κίτρινος και ζεστός. Είναι φαρμακερός από την άχνη του θειαφιού. Η Σαλώμη είναι, και κρατά το κεφάλι του Γιοχανάν, κι ο Δρίβας νιώθει τώρα πια όλη του την προσοχή να τεντώνεται προς αυτό το κεφάλι. Μα κάπου το είδα, συλλογιέται, κάπου το είδα... 

Άξαφνα πατάει μια κραυγή φρίκης, νιώθει μια παγερή ψύχρα να φυσά ψιλά-ψιλά μέσα στα σπλάχνα του. Το κεφάλι του Γιοχανάν έχει ένα πολύ χλομό πρόσωπο, το δέρμα του είναι κίτρινο σαν ψιλό κερόχαρτο. Διάφανο. Από κάτου φεγγρίζει το κόκαλο, ένα λεπτό κοκαλάκι εκεί στη μύτη. Έχει πηχτά φρύδια, σα μια χοντρή πινελιά με τυπογραφική μελάνη, τραβηγμένη πέρα ως πέρα στο κούτελο. Το κεφάλι του Γιοχανάν ανοίγει αργά-αργά το μάτι του, μόνο το ένα μάτι. Ο Δρίβας καταλαβαίνει περίφημα πως το κάνει αυτό για να του δείξει το μαυράδι του, που ’ναι σα χάντρα από γιούσουρο. Να το δει καλά, να το γνωρίσει. 
Ανοίγει, απομένει αυστηρά στηλωμένο απάνω του αυτό το μάτι. Τότε, εκεί δίπλα στο στόμα, ενώ όλο το πρόσωπο είναι ακίνητο, αρχίζει ένα νευράκι να τρέμει, να τρέμει, σα να δουλεύει γρήγορα - γρήγορα κάτω από το ψιλό πετσί ένας δείχτης δευτερολέπτων.

Salome by Franz von Stuck 

...ένα γυμνό σπαθί που λυγάει μέσα στον ήλιο

Προσπάθησε να συλλάβει αισθητικά το όραμα της νέας γυναίκας, έτσι όπως τινάχτηκε, με το μαγιό κολλημένο πάνω της σαν επιδερμίδα. Ανάλαφρη και μαζί στέρεη, όλη ελατήρια και λάμψη.

Σκέφτηκε: Ένα σπαθί που λυγάς το λεπίδι του και τ’ αφήνεις να τιναχτεί πάλι. Αυτό είναι. Ένα γυμνό σπαθί σηκωμένο μέσα στον ήλιο!

Ένιωσε μια κάποια ξαλάφρωση με τούτη την παρομοίωση. Σάμπως ο καημός του να ’τανε τούτος. Να ’βρει σαν τι να μοιάζει αυτό που είδε .... ένα γυμνό σπαθί που λυγάει μέσα στον ήλιο. Ύστερα αυτό του φάνηκε γελοίο και χαμογέλασε κοροϊδευτικά

«Πόση φιλολογία» σκέφτηκε. «Πόση φιλολογία για να πιάσουμε το νόημα της ζωής!»

Gaston Bussiere, La Danse de Salome ( Les Papillons d’or, 1928)


Η Σαπφώ ήταν δικιά του γιατί την αγαπούσε

Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε ο έρωτας το φλογερό λουλούδι του μπροστά στα έκθαμβα μάτια του. Γιατί να μην έχει το δικαίωμα να απλώσει το χέρι του θαρρετά; Με ποιον είχε στήσει την μάχη που τον παίδευε; Με τον σκοτωμένο σύζυγο ή με τη συνείδησή του;»

Το πρώτο ήταν ένας τραγέλαφος. Άμα κανένας είναι σκοτωμένος παύει να ’ναι σύζυγος. Αυτό που άλλοτε ήτανε Βρανάς, είναι καιρός που διαλύθηκε στα συστατικά του. Το χημικό χωνευτήρι της Φύσης πήρε πίσω τα υλικά του και τα μεταμόρφισε φυσιολογικά σε νέες συνθέσεις. Κείνο που ήτανε Βρανάς έγινε λουλούδι, χλόη, έντομο, φρούτο, αέριο, ασβέτι. Κανένα απ’ αυτά βέβαια δεν είχε διάθεση να του διεκδικήσει τη Σαπφώ. 

Έμενε λοιπόν η συνείδησή του. Μια εσώψυχη νομοθεσία, δημιουργημένη από παλιές συνήθειες, παλιές προλήψεις, παλιές παραδόσεις. 

«Παλιά ρούχα, παλιά παπούτσια παίρνουμε!» 

Ήταν καιρός να παραμερίσει τα κούφια φαντάσματα που του φράζανε το δρόμο. Η Σαπφώ ήταν δικιά του γιατί την αγαπούσε. Ποιος άλλος τίτλος κατοχής πιο έγκυρος μπορούσε λοιπόν να σταθεί μπροστά στον τίτλο της αγάπης; 

Αυτή, την τόσο ζωντανή, πώς μπορούσε να του τη διεκδικήσει ένας πεθαμένος, που ζούσε αναμεσό τους μονάχα χάρις στην έντονη φαντασία του; 

Αυτή όμως δεν ήταν καθόλου πλάσμα της φαντασίας. Ήτανε φουσκωμένη από ομορφιά, από υγεία, από έρωτα. Ήταν το χρυσό φρούτο που του ’βαζε μέσα στα χέρια του η Μοίρα. 

Η Μοίρα, γιατί όχι; Ποιος ξέρει αν δεν ήτανε  μια σοφή Δύναμη, τρομερή και μυστική, που θέλησε να σβήσει το θανάσιμο λάθος της αταίριαχτης ένωσης; Αν αυτή έβγαλε από τη μέση το Βρανά για να στείλει με μια σειρά συντυχιές στη Σαπφώ τον πεπρωμένο της άντρα;


Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων

Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων. Ποιο να φάει, ν’ αφομοιώσει το άλλο. Καμιά συνεννόηση δε χωρεί ανάμεσα στο νικητή και στο νικημένον άλλη, απ’ την υποταγή. Αυτό που λέμε συνεννόηση είναι μια σχετική έννοια, που είναι συνθεμένη από εκκεχειρίες, δειλίες και υποχωρήσεις.

Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπο της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των άρρωστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Ήταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ' ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη.

Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ' από τα γόνατα του, και την έκαμε δική του μ' έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.

Στράτης Μυριβήλης, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, εκδόσεις Εστία


Στο παρόν το δύσκολο, μη με κυνηγάτε...

Το
 μυθιστόρημα του Σ. Μυριβήλη, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, γυρίστηκε σε τηλεοπτική σειρά 14 επεισοδίων, σε σκηνοθεσία του Κώστα Αριστόπουλου και σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Στους κύριους ρόλους η Κάτια Δανδουλάκη (Σαπφώ) και ο Γιάννης Φέρτης (Λεωνής). Μεταδόθηκε από την ΕΡΤ το 1979.
Το τραγούδι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς είναι σύνθεση των Κώστα Χατζηευστρατίου - Ευάγγελου Χατζημανώλη και τραγουδά η Μαρία Αγιασώτου.

Όσα κι αν έζησα

Όσα κι αν έζησα
Όσα κι αν έπαθα
Θέλω να σβήσουν

Με καταστρέψανε
Γι αυτό ας φύγουνε
Κι ας μη γυρίσουν

Όμως η σκέψη μου
Στην αγωνία της
Σε σας πλανάται

Παρελθόν μου σκοτεινό
Μέλλον μου αμφίβολο
Άγχος μου παντοτινό
Στο παρόν το δύσκολο
Μη με κυνηγάτε



Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

«Να είσαι νια ενώ γερνάς, γριά όσο είσαι νέα»,Clarissa Pinkola Estés


..μια σοφή γυναίκα σε εξέλιξη..

«Να είσαι νια ενώ γερνάς, γριά όσο είσαι νέα», σημαίνει να είσαι γεμάτη με υπέροχες, πολυποίκιλες αντινομίες σε καλή μεταξύ τους ισορροπία. 

Θυμάσαι; Η λέξη «παράδοξο» σημαίνει μια σκέψη αντίθετη στη γενικά παραδεκτή άποψη. Το ίδιο ισχύει και για την grand-mere, τη μεγάλη μητέρα, την πιο σπουδαία απ’ όλες τις γυναίκες, την gran madre... μια σοφή γυναίκα σε εξέλιξη, που κρατάει ενωμένες τις φαινομενικά παράλογες, παρότι απόλυτα χρήσιμες και μεγάλες, ικανότητες της βαθιάς ψυχής.

Αυτές οι μεγάλες παράδοξες ιδιότητες είναι, κατά βάση, η σοφία και ταυτόχρονα η διαρκής επιθυμία για μάθηση· ο αυθορμητισμός και η αξιοπιστία· η φοβερή δημιουργικότητα και η προσήλωση στο στόχο· η τόλμη και η επαγρύπνηση· η προστασία της παράδοσης και η αληθινή πρωτοτυπία. 

Το αρχέτυπο της σοφής αφορά γυναίκες όλων των ηλικιών και εκδηλώνεται στη ζωή της καθεμιάς με μοναδικές μορφές και τρόπους.

Όταν μιλάμε για τη βαθιά imago της μεγάλης μητέρας ως μία από τις πιο ουσιαστικές εκφάνσεις του αρχέτυπου της σοφής γυναίκας, δε σημαίνει ότι μιλάμε για μια χρονολογική ηλικία ή για ένα στάδιο ζωής των γυναικών. 

Μεγάλη διορατικότητα, μεγάλη διαίσθηση, μεγάλη γαλήνη, διαχυτικότητα, αισθησιασμός, μεγάλη δημιουργικότητα, οξύνοια και τόλμη για μάθηση, με άλλα λόγια —η σοφία της— δεν έρχεται ξαφνικά πλήρως σχηματισμένη ούτε πέφτει πάνω στους ώμους μιας γυναίκας σε κάποια ηλικία σαν πανωφόρι.

Μεγάλη διαύγεια και αντίληψη, μεγάλη αγάπη που περικλείει και μεγαθυμία, μεγάλη αυτογνωσία που έχει βάθος και όραμα, η ωρίμαση της εκλεπτυσμένα εφαρμοσμένης σοφίας... αυτά αποτελούν ένα «μεγαλόπνοο έργο σε εξέλιξη», όσα κι αv είναι τα χρόνια της γυναίκας. 

Το θεμέλιο «του μεγάλου» σε αντίθεση με «το απλά συνηθισμένο» κερδίζεται... συχνά μέσα από πλήγματα και καψίματα, πτήσεις του πνεύματος ψηλά, λαθεμένες επιλογές και νέα ορμητικά ξεκινήματα, είτε στη μέση είτε όψιμα είτε και στην αρχή της ζωής. 

Ό,τι συγκεντρώνεται μετά την καταστροφή ή το φυλλορρόημα... αυτό η γυναίκα το διαμορφώνει κι έπειτα το θέτει σε εφαρμογή με το πνεύμα της, την καρδιά, το νου,το σώμα και την ψυχή... ώσπου δεν αποκτά μόνο αξιοσύνη με τον δικό της παράδοξα σοφό τρόπο... αλλά συχνά και πληρότητα στον τρόπο που ζει, βλέπει και υπάρχει.


..να ζει τη ζωή στην πληρότητά της......

Υπάρχουν πολλών ειδών σεβάσμιες μεγάλες μητέρες στη μυθολογία και στη συναινετικά αποδεκτή πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι όταν μια γυναίκα γίνει γιαγιά ενός μικρού παιδιού είναι σαν να ερωτεύεται, η δε γέννηση των μικρών παιδιών μπορεί να ξετρελάνει ένα ηλικιωμένο άτομο. Επιπρόσθετα, η περηφάνια και η λάμψη του να «είναι μητέρα μιας μητέρας που απέκτησε παιδί» χαρίζουν και διασφαλίζουν ένα μεγαλείο από μόνες τους. 

Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί τρόποι με τους οποίους η γυναίκα παίρνει το χρίσμα της μεγάλης μητέρας... οι οποίοι δεν περιορίζονται στους απογόνους.

Υπάρχουν γυναίκες στην πραγματική ζωή που έχουν γεννήσει γενιές ιδεών, μεθόδους, γενεαλογίες, πλάσματα, τέχνες κι έμπνευση... που γίνονται ολοένα και πιο σοφές και εκφράζονται μέσα απ’ όλα αυτά. Υπάρχουν γυναίκες-μέντορες, χαρισματικές δασκάλες, που καθοδηγούν σπουδαστές και μαθητές, μικρούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, καθώς και γυναίκες ώριμες, γιατί και οι ώριμες έχουν ανάγκη από ζεστασιά και καθοδήγηση για ν’ ανθίσουν με το πέρασμα των εποχών...

Όμως, στο μύθο, ίσως εκεί να είναι πιο ξεκάθαρο... ότι η γιαγιά, σαν μια αρχετυπική απεικόνιση του ευρύτερου πρότυπου της σοφής γυναίκας, έχει ένα κεντρικό καθήκον, που είναι αγχωτικό, τολμηρό, προκλητικό και χαρμόσυνο. 

Το κεντρικό καθήκον της μεγάλης μητέρας είναι μόνο αυτό, και όλο αυτό: να ζει τη ζωή στην πληρότητά της. Όχι κατά το ήμισυ. Όχι κατά τα τρία τέταρτα. Όχι λίγες μέρες με επιτυχία και την επόμενη με αποτυχία. Αλλά να είναι ζωντανή, απόλυτα, καθημερινά. Όχι μέσω κάποιου άλλου ολοκληρωμένου ατόμου. Αλλά με τη δική της προδιαγεγραμμένη, ελεύθερη και ζωοδότρα - κι όχι πληκτική για τη ζωή της - βούληση και πληρότητα. 


...μπορεί να είστε εσείς αυτή η γυναίκα......

Αν κοιτάξετε γύρω σας, υπάρχει πιθανότατα κοντά και σ’ εσάς ένα υπέροχα εκκεντρικό, ανεπαίσθητα δύστροπο, εκλεπτυσμένο ή /και άγριο, κατεργάρικο, δυνατό, ωραίο γεροντότερο άτομο.

Για σκεφτείτε... μήπως κι εσείς δε γνωρίζετε πολλές σεβάσμιες ψυχές σαν τη σοφή γυναίκα που εμφανίζεται στα παραμύθια... μια γυναίκα που πολύ συχνά είναι εξαιρετικά διορατική και ακριβέστατη σε υπολογισμούς, σε φαινομενικά μαγικά κόλπα και, σίγουρα, σε σοφούς στρατηγικούς ελιγμούς; Ναι;

Κι αν πιστεύετε πως όχι, ξανασκεφτείτε το, γιατί μπορεί καθεμιά από σας να είναι αυτή η γυναίκα, εν τη γενέσει, ναι, ναι, ακριβώς: ε σ ε ί ς αυτοπροσώπως!

Γιατί τα χαρακτηριστικά της σοφής γυναίκας να είναι τόσο σημαντικά για τη νέα και γιατί η σοφία και η ζωτικότητα της νέας να είναι τόσο σημαντικές για τη γεροντότερη; Μαζί συμβολίζουν δύο ουσιαστικές πλευρές που εντοπίζονται στην ψυχή κάθε γυναίκας μεμονωμένα· γιατί η ψυχή της γυναίκας χάνεται στα βάθη του χρόνου και το πνεύμα της είναι αιώνια νέο... αυτά τα δύο μαζί συνθέτουν το «να είσαι νια ενώ γερνάς, γριά όσο είσαι νέα».


«Όταν ένας ζει αληθινά ζούνε κι οι υπόλοιποι»

.......γυναίκες που είχαν καταστραφεί με τόσο πολλούς τρόπους —που όλοι περίμεναν και, μάλιστα, τις πρόσταζαν να κρατούν σκυφτό το κεφάλι, που ολόγυρά τους έβλεπαν καμένη γη, που είχαν απομονωθεί, αποκοπεί, συθέμελα καεί, εκδιωχθεί, πεταχτεί σαν απόβλητα- ήταν στ’ αλήθεια επικίνδυνες γυναίκες, γιατί αναγεννήθηκαν! Και εξακολούθησαν να αναγεννιούνται, ξανά και ξανά.

Διεκδίκησαν μια θέση στην κοινωνία τους, ουσιαστικά οποιαδήποτε θέση επιθυμούσαν, γιατί δεν περίμεναν, δεν ικέτευαν ούτε κολάκευαν κανέναν - από το περιβάλλον της οικογένειας ή της κουλτούρας τους - για να τους την εξασφαλίσει. Χάραζαν έναν κύκλο. Έμπαιναν μέσα. Κι έλεγαν:

«Εδώ στέκομαι. Αν θες να είσαι κοντά μου, στάσου δίπλα μου. Αν όχι, στάσου παράμερα, γιατί εμείς θα προχωρήσουμε».

Πιστεύω πως ήταν ικανές να το κάνουν αυτό γιατί ήταν δίκαιες και γενναιόδωρες στις περισσότερες περιπτώσεις, και γιατί δεν έχαναν χρόνο να καλλιεργούν ισοβίως ένα παράπονο. Το έφερναν στην επιφάνεια όποτε χρειαζόταν, αλλά δεν έκρυβαν ούτε μασκάρευαν τα συναισθήματα της παντοτινής συχώρεσης και αγάπης.

Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να ρίξουν «το βλέμμα» κι ο κόσμος σκορπιζόταν γοργά, αγωνιώντας ν’ ακολουθήσει τις υποδείξεις τους. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν ν’ ανοίξουν τα χέρια κι ο κόσμος έτρεχε να χωθεί στην αγκαλιά τους.

Είχαν τα κουσούρια τους και ήταν, όπως οι περισσότεροι καλοί ηλικιωμένοι, ατελώς τέλειες. Όμως ήταν και δίκαιες· μ’ εκείνο το είδος συμπονετικής δικαιοσύνης που πηγάζει από το γεγονός ότι σ’ εκείνες ο κόσμος είχε φερθεί χωρίς οίκτο.

Πίστευα τότε ως παιδί και σήμερα ως ψυχαναλύτρια, και μεγάλη πια, πως αν μια γυναίκα ζει τη ζωή της βαθιά με τον δικό της τρόπο κι όσο καλύτερα μπορεί, η ζωή της γίνεται όχι απλώς παράδειγμα αλλά και χαρά για τους άλλους — μια προσφορά απλόχερη, που θα της επιστραφεί στο χιλιαπλάσιο από ανθρώπους δίκαιους, προικισμένους με καρδιά. Οι γυναίκες σιγά σιγά καταλήγουν να μοιάσουν ολοένα και περισσότερο σε όποιον και ό,τι παρατηρούν και εκτιμούν πιο πολύ.

Clarissa Pinkola Estés, Ο Χορός των Μεγάλων Μητέρων, 
μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Κέλευθος



Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

«Μια ελευθερία, που την κερδίζει παίζοντας κανείς μ’ άγρια θηρία.....», Μάνος Χατζιδάκις, Ο λαχειοπώλης τ' ουρανού



Μια ποιητική σπουδή για την ελευθερία..


Αυτό το σχόλιο, θα μπορούσε να 'ταν και μια ποιητική σπουδή για την ελευθερία. Όμως για μια ελευθερία-υπόλειμμα, που ακόμα μετά βίας συντηρείται στον καιρό μας, ανάμεσα από τα σκοτεινά κτίρια των μεγάλων εταιριών και μες από τ’ ανθρώπινα γεννήματα ανέραστων και απωθητικών γονέων. Για μιαν ελευθερία, που την κερδίζει παίζοντας κανείς μ’ άγρια θηρία.


Ο Λαχειοπώλης, ο Ερωτικός κι ο Κεραυνός

Υ
πάρχει ο Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού; Και πώς είναι το σώμα του, η μορφή του;
Φαντάζομαι, κάτι σαν τον «Μεγάλο Ερωτικό» που το ’72 ο Μόραλης ζωγράφισε για το δικό μου έργο, μες σε Θεομηνία. Μια αληθινή Θεομηνία. Μια οργισμένη υπενθύμιση, για το πώς μας περιέχει η Φύση και πώς πάει να μας ελέγξει. (Ούτε κι αυτή δεν μας αφήνει ελεύθερους). Το αστεροσκοπείο δεν απαντά. Υφίσταται παθητικά την μπόρα. 

Και είπεν ο Ηράκλειτος: Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός. 

Ιδού λοιπόν μια τριαδική ταυτότητα, που οπωσδήποτε παίζει το ρόλο της στην πρόσφατη κι άγραφτη Ιστορία του νεοελληνικού μας λάθους.

Ο Λαχειοπώλης, ο Ερωτικός κι ο Κεραυνός.

Μήπως κάπου εκεί ανάμεσα δεν ψάχνουμε να βρούμε τα όσα απόμειναν ξεφτίσματα της σχετικής προσωπικής μας ελευθερίας; Αυτής, που σαν τη χάσουμε θα υποχρεωθούμε, ν’ ακούμε τακτικά αυτόν τον άθλιο Φρανσουά Βιγιόν, να τραγουδά για μας τις νύχτες με κιθάρα:
Καλά παιδιά μου, χάσατε
το πιο ωραίο τριαντάφυλλο απ’ 
το καπέλο σας.



Μπορούμε ν’ αντιδράσουμε; Μόνο με περιφρόνηση κι ένα πικρό τραγούδι.

Όμως οι άνθρωποι έχουν πιο πάνω τ’ άχυρα, απ’ το κρεββάτι. Και εννοούν, να διαφεντεύουνε τη μοίρα μας, μες απ’ τ’ αρχοντικά των προεστών, των εμίρηδων και των ξένων αντιπροσώπων. Κι αρχίζει ευθύς το πανηγύρι με τους ευγενικούς, διακριτικούς κατακτητές. Μπορούμε ν’ αντιδράσουμε; Μόνο με περιφρόνηση κι ένα πικρό τραγούδι.

Και οι Σύλλογοι δεν πάνε πίσω.
  • Η επανάσταση του οκτάωρου και του άκοπου κέρδους. 
  • Η επανάσταση των εξασφαλίσεων και των ατέλειωτων διεκδικήσεων.
  • Η επανάσταση των αναπήρων και των ευνουχισμένων παίδων με τις συρταρωμένες κομματικές ευαισθησίες, που ενσαρκώνουν μ’ ευκολία πότε εθνικά και πότε προοδευτικά ιδεώδη.
Ανδρομάχη σε αιχμαλωσία, Frederic Leighton, 1886 [ City of Manchester Art Galleries]


Ο Δούρειος Ίππος υπήρξεν φρυγικός και διόλου ιωνικός...

Ω Ανδρομάχη, πόσο σας σκέφτομαι. Je pense à vous, Andromaque... 

Τι θα εγίνεσθο με μια Τροία ανίκητη; Τρομάζω και να το σκεφθώ. Βλέπετε, μονάχα η ήττα προκαλεί την σκέψη, την αναθεώρηση και την περισυλλογή. Με την ήττα μόνο ξαναγεννιόμαστε κι έχουμε το κουράγιο να ξαναζήσουμε απ’ την αρχή τα ίδια λάθη σε καινούργιες φόρμες. 

Ενώ η νίκη, είναι πανωλεθρία του αισθήματος και εξευτελισμός της ψυχικής ισορροπίας. Η νίκη οδεύει τους νικητές στα ταβερνεία και στα πορνεία. Ας αποκαλύψουμε λοιπόν την αλήθεια Ανδρομάχη. Ο Δούρειος Ίππος υπήρξεν φρυγικός και διόλου ιωνικός. Τι ωφελεί πια να φυλάμε ένα άχρηστο μυστικό;

Ανδρομάχη, είχατε την θεϊκή εύνοια να ηττηθείτε και να σας κλαίμε αιώνια. Ενώ οι νικητές τι πράξαν; Μελοδραματικές ιστορίες, δαπανηρές και λίαν ακατάλληλες για υπερευαίσθητους ενηλίκους.

.....κάθισα στο πιάνο κι άρχισα να παίζω το «όνειρο Αγάπης» του Λιστ. Έξω ο καιρός ήτανε βροχερός. Κι έτσι όπως έπαιζα πιάνο, σκέφθηκα πάλι τον Ηράκλειτο: 

Άνθρωπος ζων, άπτεται τεθνεώτος εύδων, εγρηγορώς άπτεται εύδοντος. Που πάει να πει, πως ο άνθρωπος, όταν κοιμάται πλησιάζει τα όρια του νεκρού και ξύπνιος, τα όρια του κοιμισμένου.



Σκόρπισα τα λαχεία μου....να μην τ΄ αφήσω κέρδος στους πολλούς...

...Σηκώθηκα απ΄ το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουνα ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου: 

Είμαι ο Λαχειοπώλης τ΄ Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θα 'ναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό - που λεν - ή το κακό. Σπάταλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί. 

Το λέω για να τ΄ ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν κι όπου βρουν. Να μην τ΄ αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ' ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί.

Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό.

Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ΄ έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ΄ Ουρανού.

(Κυριακή, 13 Μαΐου 1979)

Μάνος Χατζιδάκις, Ο λαχειοπώλης τ' ουρανού, Τα σχόλια του Τρίτου, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 135-141


Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

«Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτό το ποντίκι εν ενεργεία», Φ. Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο




Να χαθεί όλος ο κόσμος, μα εγώ πίνω πάντα το τσάι μου......

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά σ’ αυτό το «εν ενεργεία» ποντίκι. Εκεί μέσα στο σιχαμερό, στο βρομερό χώρο, ανάμεσα σ’ ένα πάτωμα κι ένα ταβάνι, το αδικημένο, το δαρμένο και περιγελασμένο ποντίκι μας, αμέσως βυθίζεται σε μια κρύα φαρμακερή και, κυρίως, αιώνια κακία.

Είμαι άρρωστος άνθρωπος..... Είμαι κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός.... Είμαι φιλύποπτος και εύθικτος, σαν καμπούρης ή σαν νάνος... Θαρρούσα πάντα τον εαυτό μου πιο σοφό απ' όλους γύρω μου και κάποτε μάλιστα, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, στενοχωριόμουν γι' αυτό.......σ' όλη μου τη ζωή κοίταζα κάπως πλάγια και ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω τους ανθρώπους κατάματα.

Θε μου και Κύριε, μα τι δουλειά έχω εγώ με τους φυσικούς νόμους και την αριθμητική, όταν για κάποιο λόγο αυτοί οι νόμοι και το δυο και δυο δε μ’ αρέσουν; Εννοείται πως δε θα γκρεμίσω με το μέτωπό μου έναν τέτοιο τοίχο αν οι δυνάμεις μου δε φτάνουν γι’ αυτό, μα ούτε και θα συμφιλιωθώ μαζί του απλώς και μόνο επειδή υπάρχει και γιατί δεν έχω τη δύναμη να τον ρίξω.

Γιατί εμένα μονάχα λόγια και φαντασία μου χρειάζονται και κατά τ’ άλλα να χαθείτε όλοι. Μάλιστα! Έχω ανάγκη από ησυχία. Και για να μη μ’ ενοχλούν, πρόθυμα πουλώ τον κόσμο ολάκερο για ένα καπίκι. Κι αν με ρωτήσουν: να χαθεί ο κόσμος και να μην πιω τσάι; Θ’ αποκριθώ: Να χαθεί όλος ο κόσμος, μα εγώ πίνω πάντα το τσάι μου.


Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο,μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη 


Ένας από τους τύπους του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος

Όσο βέβαιο είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι συμμεριζόταν όλες τις επιθέσεις που γίνονται στο πρώτο μέρος του Υπογείου ενάντια στον επιστημονισμό που εισαγόταν αθρόα στη Ρωσία και στον εν γένει ορθολογισμό, άλλο τόσο αινιγματική μοιάζει η σύνθεση του βιβλίου. 

Γιατί, αν παρόμοιες διακηρύξεις ήταν το βαθύτερο κίνητρό του, τότε γιατί τάχα το δεύτερο μέρος του βιβλίου (κατά πολύ εκτενέστερο) αφιερώνεται στην αφήγηση μιας σειράς ταπεινώσεων, ευτελισμών και βιαιοτήτων που —φαινομενικά τουλάχιστον— δε συνδέονται με τη δοκιμιακή μορφή του πρώτου;

Το Υπόγειο για το Γάλλο κριτικό [Rene Girard ] επ’ ουδενί δεν είναι μια ομολογία πίστης, το απόσταγμα σαράντα χρόνων βασανισμένης ζωής. Κατά κύριο λόγο είναι η πικρή διακωμώδηση των ρομαντικών ιδεωδών μιας ολόκληρης γενιάς (και φυσικά του ίδιου του συγγραφέα). Άλλωστε στην εισαγωγική σημείωση του Υπογείου υπάρχει μια σαφής νύξη: «Θέλησα να παρουσιάσω», γράφει ο Ντοστογιέφσκι, «έναν από τους τύπους του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, έναν εκπρόσωπο της γενιάς που χάνεται»

Η αποκήρυξη του ρομαντισμού, έτσι όπως έγινε μέσα στο Υπόγειο, αποτέλεσε την εσωτερική απελευθέρωση του Ντοστογιέφσκι από το καθεστώς της λογοτεχνίας που είχε υπηρετήσει επί τόσα έτη. 

Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 200-201)



«Εγώ είμαι μόνος, αυτοί είναι όλοι μαζί»

«Εγώ είμαι μόνος, αυτοί είναι όλοι μαζί». Άραγε τι άλλο κάνει ο ρομαντικός ήρωας; Μόνος και κραταιά αυτόνομος, αποδεικνύει την ανωτερότητά του και την υψηλή φύση του, κρατώντας μια άπειρη απόσταση από τους άλλους. Μέσα από τις περιπέτειές του, τελικά, όλα τα ευγενικά γνωρίσματα —γενναιότητα, ανωτερότητα, δύναμη, μεγαλοψυχία— θα έρθουν να κοσμήσουν την παρουσία του.

Τίποτα δεν εξαρτάται από τους άλλους, τα πάντα αναβρύζουν από το ανεξάντλητο εσωτερικό του, αυτό το άδυτο της ανθρώπινης μεγαλοσύνης του. Ουσιαστικά ο ρομαντικός ήρωας δεν κινδυνεύει από τίποτα. Μακριά από τους άλλους, πολύ βαθιά στον εαυτό του, ζει ένα όνειρο παντοδυναμίας, στα νεύματά του υπάρχει μια θεϊκή πνοή.

Η πολεμική μηχανή που σοφίζεται ο Ντοστογιέφσκι για να εξουθενώσει αυτόν τον ήρωα της κίβδηλης αυτονομίας —ήρωα του παρελθόντος του και των παλιότερων έργων του— είναι από τις πλέον αποτελεσματικές. Από τη μια τον βάζει να κομπορρημονεί για την αυτονομία του, από την άλλη τον σέρνει σε συνάφειες εξευτελιστικές. Πού είναι, λοιπόν, η περιβόητη ανεξαρτησία του; Ο ίδιος τη διαλαλεί, ο ίδιος την κατακερματίζει (ενώπιον των άλλων) με τα φερσίματά του.

Μέσα σε κάθε ρομαντικό σκιάχτρο ο Ντοστογιέφσκι διαβάζει ευκρινώς την αλήθεια ενός υποχθόνιου, ενός ποντικού που τρέμει την παραμικρή κίνηση και το βλέμμα του άλλου. Μολονότι πιστεύει πως είναι μοναδικός, μολονότι απεχθάνεται τον «κανονικό» άνθρωπο, αρκεί η επαφή με μερικούς από αυτούς για να τον γελοιοποιήσει.

Η περίφημη σκηνή με το τσάι γελοιοποιείται κι αυτή με τη σειρά της. Ποια είναι η δύναμη αυτού του ανθρώπου που, ενώ προτιμάει να χαθεί ο κόσμος για να απολαύσει το ρόφημά του, την άλλη στιγμή τρέχει ζητιανεύοντας τα ξένα βλέμματα; Αντί για τσάι, πίνει το φαρμάκι της διυποκειμενικότητας.

«Ο ρομαντικός», γράφει ο Ζιράρ, «δεν αναγνωρίζει τους διχασμούς του, και έτσι τους επιδεινώνει. Θέλει να πιστεύει ότι είναι ένας. Διαλέγει, λοιπόν, ένα από τα δύο ήμισι του εαυτού του και πασχίζει να παρουσιάσει αυτό το μισό ως ολότητα. Η έπαρση γυρεύει να αποδείξει ότι μπορεί να συγκεντρώσει και να ενοποιήσει γύρω της όλη την πραγματικότητα»

Χλευάζοντας και ονειδίζοντας συστηματικά την αυτονομία του ρομαντικού —που είναι υποκριτικά μόνος, αυτοδύναμος, ανεξάρτητος— ο Ντοστογιέφσκι διατυπώνει τη γενική αλήθεια (ότι μονάχα μέσω του άλλου, μέσα από τη μεσίτευσή του, όποια κι αν είναι αυτή, βρίσκω τον εαυτό μου) και την ιδιαίτερη, ντοστογιεφσκική αλήθεια που σέρνει τη μεσίτευση μέσα από τις σαδομαζοχιστικές ταπεινώσεις. [.......]



Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 202-3, 212)



«Μιλάει σαν βιβλίο»

Ο σαρκασμός (και η αυτοκαταγγελία) του Ντοστογιέφσκι ευεργετούν το βιβλίο, καθώς μεταπηδούν άοκνα από τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις (και τα ρομαντικά διαβάσματα) στην ωμή πραγματικότητα.

Είναι εύκολο για τον ηρώα να δραπετεύσει στον προφυλαγμένο κόσμο της τέχνης, δηλαδή «στις όμορφες φόρμες της ζωής, τις εντελώς έτοιμες, τις κατακλεμμένες από τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους... Εγώ, για παράδειγμα, θριαμβεύω πάνω σε όλους. Όλοι, εννοείται, πέφτουν μπρούμυτα και αναγκάζονται θεληματικά να αναγνωρίσουν όλες τις τελειότητές μου, κι εγώ πάλι τους συγχωρώ».

Το βιβλίο προσφέρει φιλοξενία, αλλά στην άμεση ζωή ποιος είναι διατεθειμένος να παράσχει στέγη; Μονίμως ο υποχθόνιος ταλανίζεται από την αμφιθυμία του ανθρώπου που, ενώ βρίσκει ικανοποίηση και ενότητα στη φαντασίωση, βλέπει να τον κουρελιάζει ο έμπρακτος βίος.

Χρειάζεται μήπως να τονίσουμε την κριτική που ασκεί ο Ντοστογιέφσκι στη ρώσικη πραγματικότητα και στις ιδέες της γενιάς του;

Να γιατί η Λίζα στη συνέχεια τολμάει να του πει την πιο απλή αλήθεια: ότι «μιλάει σαν βιβλίο». Πραγματικά ο υποχθόνιος είναι κούφιος βιβλιάνθρωπος.



Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 213-14)



Γενικά, ήμουν πάντα μόνος....

Σπίτι μου, εν πρώτοις, τον περισσότερο καιρό διάβαζα. Πάσχιζα να καταπνίξω με τις εξωτερικές εντυπώσεις όλα όσα αδιάκοπα έβραζαν μέσα μου. Κι από τις εξωτερικές εντυπώσεις, μονάχα το διάβασμα ήταν δυνατό. Το διάβασμα βέβαια βοηθούσε πολύ, συγκινούσε, γλύκαινε και βασάνιζε. Μα ώρες ώρες μου ’φερνε τρομερή πλήξη. Οπωσδήποτε είχα ανάγκη να κινηθώ και βυθιζόμουν ξαφνικά, σε μια σκοτεινή υπόγεια, σιχαμερή, όχι διαφθορά, μα μικροδιαφθορά. Τα μικροπάθη μου ήταν δυνατά, καυτερά από τον παντοτινό, αρρωστιάρικο, οξύθυμο χαρακτήρα μου. Τα ξεσπάσματα ήταν υστερικά με δάκρυα και σπασμούς.

Εκτός από το διάβασμα δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, δηλαδή δεν υπήρχε στο περιβάλλον μου τίποτε που να μπορούσα τότε να εκτιμήσω και που να με τραβούσε. Κόχλαζε πάνω απ’ όλα η θλίψη. Πρόβαλλε η υστερική δίψα της αντίρρησης, της αντίθεσης και τότε βυθιζόμουν στη διαφθορά.

Παραδινόμουν στη διαφθορά ερημικά, τις νύχτες, κρυφά, φοβισμένα, βρομερά, με ντροπή, που δε μ’ άφηνε μήτε στις πιο επαίσχυντες στιγμές, και που μάλιστα γινόταν κάτι τέτοιες στιγμές κατάρα. Εγώ και τότε πια είχα μέσα στην ψυχή μου τον αποπνικτικό χώρο ανάμεσα στο πάτωμα και το ταβάνι.

Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη, (σελ.52)


Τι να γίνεται το πουλάκι μου; Ποιον να πατάει;

Κάποτε, καθώς περνούσα νύχτα έξω από ένα παλιομάγαζο, είδα από το φωτισμένο παράθυρο πως κάτι κύριοι χτυπιόνταν με στέκες του μπιλιάρδου και πως τον ένα απ’ αυτούς τον πέταξαν έξω από το παράθυρο..... δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε σημείο, που ζήλεψα τον κύριο που πέταξαν απ’ το παράθυρο και τόσο μάλιστα, που μπήκα στο καφενείο, πέρασα στη σάλα του μπιλιάρδου. «Και ποιος ξέρει», σκέφτηκα, «μπορούσα και εγώ να τσακωθώ και να με πετάξουν απ’ το παράθυρο».

Δεν έγινε τίποτα όμως. Αποδείχτηκε πως μήτε απ’ το παράθυρο δεν ήμουν ικανός να με πετάξουν κι έφυγα χωρίς να πιαστώ με κανένα.

Ένας Θεός μόνο ξέρει τι θα ’δινα εγώ κείνη τη στιγμή για έναν πραγματικό, κανονικό καβγά, καθωσπρέπει, πιο σα να πούμε, φιλολογικό! Μου φέρθηκαν σα να ’μουν μια μύγα.

Ω, αν αυτός ο αξιωματικός ήταν από κείνους που δέχονται να μονομαχήσουν! Δείλιασα εδώ, όχι από δειλία, μα από απεριόριστη ματαιοδοξία. Θα ’χα αρκετή φυσική γενναιότητα. Δεν είχα όμως την ηθική γενναιότητα που ’πρεπε. Τρόμαξα πως όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί πέρα, αρχινώντας απ’ το αυθαδέστατο γκαρσόνι ίσαμε τον τελευταίο βλογιοκομμένο δημόσιο υπάλληλο, που κουτσόπινε σε μια γωνιά, χωμένος στο λιγδωμένο γιακά του, δε θα ’νιωθαν και θα κοροΐδευαν, όταν θ’ αρχινούσα ν’ αντιστέκομαι και να τους μιλάω με γλώσσα φιλολογική. 

Εγώ όμως, εγώ τον κοίταζα με κακία και με μίσος κι έτσι ξακολούθησε... κάμποσα χρόνια! Η κακία μου μάλιστα αύξαινε και δυνάμωνε με τα χρόνια. Κάποιο πρωινό, μολονότι ποτέ μου δε φιλολογούσα, μου ήρθε ξαφνικά η σκέψη να τον περιγράψω σατιρικά, σε καρικατούρα, και να κάνω ένα διήγημα γι’ αυτόν. Με μεγάλη ευχαρίστηση έγραφα αυτό το διήγημα.  Δεν το δημοσίεψαν όμως. Αυτό με φούρκισε πολύ.

Πολλές φορές πνιγόμουν απ’ το κακό μου. Τέλος, αποφάσισα να τον καλέσω σε μονομαχία. Του ’γραψα ένα υπέροχο γράμμα, πολύ ελκυστικό, ικετεύοντάς τον να μου ζητήσει συγνώμη. Και σε περίπτωση άρνησης, υπαινισσόμουν αρκετά σταθερά τη μονομαχία. Το γράμμα ήταν έτσι συνταγμένο που, αν ο αξιωματικός ένιωθε, έστω και λίγο, το ωραίο και υψηλό, ασφαλώς θα ’τρεχε να με βρει, να ριχτεί στο λαιμό μου και να μου προτείνει τη φιλία του. Και πόσο θα ’ταν αυτό ωραίο! Και πώς θα περνούσαμε! Πώς θα περνούσαμε! Κείνος θα με προστάτευε με την επιβλητικότητά του, εγώ θα τον εξευγένιζα με την καλλιέργειά μου, ε, και με... τις ιδέες μου, και πολλά θα μπορούσαν να γίνουν!  Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν το ’στειλα το γράμμα μου. Παγώνει το πετσί μου, όταν αναλογιστώ τι θα μπορούσε να συμβεί αν το ’στελνα.

Και να που μου κατέβηκε ξαφνικά η πιο θαυμαστή σκέψη. «Και τι θα γίνει», σκέφτηκα, «αν τον συναντήσω και... δεν παραμερίσω; Να μην παραμερίσω επίτηδες, ακόμη κι αν χρειαστεί να τον σπρώξω; «Εννοείται να μην τον σπρώξω εντελώς», σκεφτόμουν, από τη χαρά μου και γινόμουν προκαταβολικά καλός, «μα έτσι δα, απλούστατα να μην αποτραβηχτώ, να τρακάρω μαζί του, όχι δυνατά, μαλακά, μαλακά, τόσο, όσο ορίζει ο καλός τρόπος. 

Και ξάφνου όλα τελείωσαν με τον ωραιότερο τρόπο. Ξάφνου, ενώ βρισκόμουν σε απόσταση τριών βημάτων από τον εχθρό μου, πήρα ανέλπιστα την απόφασή μου, έκλεισα σφιχτά τα μάτια και... τρακάραμε! Δεν υποχώρησα ούτε τόσο και πέρασα ίσα πλάι του! Κείνος μήτε γύρισε να δει τι συνέβη σαν να μην πρόσεξε τίποτε. Αλλά προσποιούνταν, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ίσαμε τώρα είμαι βέβαιος γι’ αυτό! Εννοείται πως το πλήρωσα αρκετά. Ήταν δυνατότερος μου. Μα δεν πρόκειται γι’ αυτό. Το θέμα ήταν πως πέτυχα το σκοπό μου, κράτησα την αξιοπρέπειά μου, δεν υποχώρησα βήμα και δημοσίως έβαλα τον εαυτό μου στο ίδιο μ’ αυτόν κοινωνικό επίπεδο. 

Γύρισα σπίτι μου απόλυτα ικανοποιημένος για όλα. Ήμουνα κατενθουσιασμένος. Θριάμβευα και τραγουδούσα ιταλικές άριες. Τον αξιωματικό κάπου τον μετέθεσαν κατόπι. Δεκατέσσερα τώρα χρόνια δεν τον ξανάδα. Τι να γίνεται το πουλάκι μου; Ποιον να πατάει;

Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη, (σελ. 52-59)


Nikolai Gogol's "Nevsky Prospekt", with illustrations by Mikhail Bychkov.


Μόνος δεν είναι τίποτα......

Η σκληραγωγία, το μάθημα ζωής που δέχεται ο υποχθόνιος τόσο βάναυσα, διδάσκει ότι δεν μπορεί να είναι ένας, μακριά από τους άλλους, έξω από τους «κανονικούς» ανθρώπους. Στις σχέσεις υποδούλωσης, εκδίκησης, ταπείνωσης που αναπτύσσει με τον Ζβερκώβ, συναισθάνεται ότι η ενότητά του ως προσωπικότητας μόνο από τους άλλους μπορεί να επικυρωθεί. Μόνος δεν είναι τίποτα.

Συνεπώς το πρωταρχικό δεν είναι το εγώ, μια δεδομένη ελευθερία, αλλά η αλλόκοτη διφυία του εγώ-εσύ. Με άλλα λόγια, όταν ο Ρουσώ γράφει ότι ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και παντού ζει σιδηροδέσμιος , δεν υποψιάζεται ότι αυτή η άμεση ελευθερία είναι ανυπόστατη. 

Καταγγέλλοντας τα πτωχαλαζονικά όνειρα του υποχθόνιου, ο Ντοστογιέφσκι, με υπέροχο φιλοσοφικό ένστικτο —πολύ πριν από τον Σαρτρ— κάνει το βλέμμα του άλλου συστατικό στοιχείο της συνείδησης. Επαιτώντας τα ξένα βλέμματα, βηματίζοντας μπροστά στους παρακαθήμενους με την ελπίδα να τον προσέξουν, ο υποχθόνιος στην ουσία πασχίζει να οικονομήσει τον εαυτό του. Ποιος φταίει αν ο άνθρωπος της μοναχικής έπαρσης στην επαφή του με τη ζωή καταντά άθυρμα και παίγνιο; Εύστοχα ο Τοντόροφ θυμίζει ότι οι ρωσικές λέξεις πρεζιράτζ και νιεναβίντετζ (περιφρονώ και μισώ) προέρχονται από τη ρίζα βλέπω ή κοιτάζω. Το μίσος και η καταφρόνια του Υπογείου υπάρχουν κατά κύριο λόγο στα βλέμματα. [.....]

Αν ο Διπλός Άνθρωπος και το Υπόγειο θεωρούνται και πρέπει να θεωρούνται ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως του ντοστογεφσκικού κόσμου, είναι γιατί ανακαλύπτουν αυτόν τον ήρωα. Έναν άνθρωπο κουρέλι, έναν άνθρωπο με καταρρακωμένη έπαρση, που είναι βορά των "αντιπάλων" και ζει σαν ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα ταπείνωσης και υπεροχής το οποίο περνάει αδήριτα από τη συνείδηση των άλλων. Η σχέση εγώ-εσύ, δηλητηριασμένη και ακατάλυτη, είναι ό,τι βαθύτερο ανακάλυψε ο Ντοστογιέφσκι.


Κωστή Παπαγιώργη, Ο Υποχθόνιος, Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη (σελ 214-17)



Αφήστε μας μόνους χωρίς το βιβλίο κι αμέσως θα πελαγώσουμε....

Το ρομάντσο θέλει ήρωα, ενώ εδώ επίτηδες συγκεντρώθηκαν όλα τα στοιχεία για τον αντιήρωα και, κυρίως, όλα αυτά προξενούν πολύ δυσάρεστη εντύπωση, γιατί όλοι μας ξεσυνηθίσαμε απ’ τη ζωή, όλοι κουτσαίνουμε, άλλος λίγο άλλος πολύ. Τόσο μάλιστα ξεσυνηθίσαμε που είναι στιγμές που νιώθουμε κάποιον αποτροπιασμό για την πραγματική τη «ζωντανή ζωή» και για τούτο δεν μπορούμε να το ανεχτούμε, όταν μας τη θυμίζουν.

Φτάσαμε, βλέπετε, στο σημείο που την πραγματική, τη «ζωντανή ζωή», τη θεωρούμε σχεδόν αγγαρεία, σχεδόν υπηρεσία, κι όλοι μας νοερά συμφωνούμε πως η ζωή του βιβλίου είναι καλύτερη. Και γιατί σκοτωνόμαστε, γιατί χαλάμε τον κόσμο, γιατί παρακαλούμε πολλές φορές; Κι οι ίδιοι δεν ξέρουμε.

Πάλι για μας θα’ ναι χειρότερα, αν πραγματοποιηθούν οι ανόητες ελπίδες μας. Ελάτε να δοκιμάσετε, δώστε μας π.χ. πιο πολύ ανεξαρτησία λύστε τα χέρια οποιανού θέλετε από μας, ανοίχτε τον κύκλο της δράσης του, ελαφρώστε την επίβλεψη και θα δείτε που.... μα σας διαβεβαιώ, θα δείτε που αμέσως θ’ αποζητήσουμε την αυστηρή επίβλεψη. Το ξέρω που μπορεί για τούτο να θυμώσετε μαζί μου, να βάλετε τις φωνές, να χτυπήσετε τα πόδια:

«Μιλήστε», θα πείτε, «για τον εαυτό σας μονάχα και για τις μιζέριες σας μέσα στο αποπνιχτικό σας καταφύγιο μα μην τολμάτε να λέτε και όλοι εμείς».

Μα, κύριοι, σας παρακαλώ, εγώ δεν επιχειρώ να δικαιολογηθώ μ’ αυτό το «όλοι εμείς». Κι όσον αφορά εμένα, εγώ σ’ όλη μου τη ζωή έφτασα σ’ όλα ίσαμε το τέλος, ενώ σεις δεν τολμήσατε να φτάσετε ούτε ίσαμε τα μισά κι ακόμα τη δειλία σας, τη θεωρούσατε για σωφροσύνη και μ’ αυτό παρηγοριόσαστε και γελάτε τον εαυτό σας. Κι έτσι ίσως ίσως να βγαίνω πιο ζωντανός, παρά σεις. Μα για κοιτάχτε πιο προσεχτικά!

Βλέπετε εμείς ακόμα δεν ξέρουμε ούτε πού ζει το ζωντανό τώρα και τι είναι, πώς ονομάζεται! Αφήστε μας μόνους χωρίς το βιβλίο κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα χαθούμε - δε θα ξέρουμε πού ν’ ακουμπήσουμε, από πού να πιαστούμε, τι ν’ αγαπήσουμε και τι να μισήσουμε, τι να εχτιμήσουμε και τι να περιφρονήσουμε! Εμείς ακόμα κι αυτό, το ότι είμαστε άνθρωποι το βαριόμαστε - το ότι είμαστε άνθρωποι με πραγματικό χωριστό κορμί και αίμα. Ντρεπόμαστε γι’ αυτό, το θεωρούμε αίσχος και πασχίζουμε να γίνουμε κάτι απίθανοι γενικοάνθρωποι. Είμαστε νεκρογεννημένοι, μα κι από καιρό τώρα γεννιόμαστε από γονείς, όχι ζωντανούς κι αυτό ολοένα πιο πολύ μας αρέσει. Μπαίνουμε στο γούστο. Πολύ γρήγορα θα επινοήσουμε να γεννιόμαστε κάπως από την ιδέα. Μα φτάνει. Δε θέλω πια να γράφω «μέσα απ’ το υπόγειο»..


Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Το Υπόγειο, μτφρ. Από τα Ρωσικά, Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη (σελ. 126-127)